Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 09


Ἀπόδοσις τῆς Ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς


Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος

Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Καὶ ὅποιος δὲν τὴν ἔχει, ματαιοπονεῖ, ἔστω καὶ ἂν εἶναι χριστιανὸς καὶ ἂς λέει ὅτι ἀγωνίζεται ἐν Χριστῷ. Ὅταν τὸ 257 μ.Χ. (ἐπὶ Οὐαλεριανοῦ καὶ Γαληΐνου) δόθηκε διαταγὴ διωγμοῦ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἔπιασαν πολλοὺς ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς βασανίσουν γιὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Ὁ Νικηφόρος, χριστιανὸς εὐσεβέστατος, εἶδε μεταξὺ αὐτῶν τῶν Ἱερέων καὶ ἕναν, ὀνομαζόμενο Σαπρίκιο (πρεσβύτερο Ἀντιοχείας). Αὐτὸς ἔτρεφε μεγάλο μῖσος κατὰ τοῦ Νικηφόρου, πιστεύοντας ἴσως στὰ λόγια κάποιου συκοφάντη. Χωρὶς νὰ χάσει στιγμὴ ὁ Νικηφόρος, τρέχει ἀνάμεσα στοὺς δήμιους, πέφτει στὰ πόδια του καὶ παρακαλεῖ νὰ τὸν συγχωρέσει, ἔστω καὶ ἂν ἔκανε κάτι ποὺ δὲν τὸ κατάλαβε. Μάταια ὅμως. Ὁ Σαπρίκιος ἔκανε πὼς δὲν τὸν ἄκουγε. Ἔπειτα, μετὰ τὸ μαστίγωμα ποὺ δέχθηκε ὁ Σαπρίκιος, ὁ Νικηφόρος τὸν ἐπαναπλησιάζει, ἀσπάζεται τὶς πληγές του καὶ ζητάει νὰ τοῦ δώσει, ἔστω καὶ τὴν τελευταία στιγμή, τὴν εὐλογία του. Ὁ Σαπρίκιος, ἀνένδοτος, τὸν διώχνει καὶ ὁδηγεῖται γιὰ ἀποκεφαλισμό. Ὅμως ὁ Θεὸς δὲ θέλησε τὴν θυσία του. Διότι μὲ τὸ στόμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου λέει: «Καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμα μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι». Καὶ ἄν, δηλαδή, δώσω τὸ σῶμα μου γιὰ νὰ καῶ, δὲν ἔχω ὅμως ἀγάπη, δὲν ὠφελοῦμαι τίποτα ἀπ᾿ τὴν θυσία αὐτή. Καὶ ἔτσι ἔγινε. Ὁ Σαπρίκιος τὴν τελευταία στιγμὴ δείλιασε καὶ ἀρνήθηκε τὸ Χριστό! Μόλις τὸ ἄκουσε ὁ Νικηφόρος τὸν παρακαλεῖ νὰ ἀνακαλέσει τὴν ἄρνησή του. Τότε ἐκνευρισμένοι οἱ δήμιοι, ἀποκεφαλίζουν αὐτόν. Ἔτσι, ὁ Νικηφόρος πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου καὶ ὁ Σαπρίκιος τὸ στίγμα τῆς ἀτιμίας.


Ὁ Ὅσιος Ῥωμανὸς ὁ Κίλικας ὁ θαυματουργός

Ἡ καταγωγὴ τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ ἦταν ἀπὸ τὴν Κιλικία, καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴν πόλη Ῥῶσο (ἀρχαία πόλη τῆς Συρίας στὸν Ἰσσικὸ κόλπο - Ἀλεξανδρέτας - ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὶς Κιλικίες Πύλες). Ὁ πνευματικός του ὅμως ἀγῶνας ἔγινε στὰ μέρη τῆς Ἀντιόχειας. Ἐκεῖ, στοὺς πρόποδες ἑνὸς βουνοῦ ἔκτισε ἕνα μικρὸ κελί, ποὺ τοῦ χρησίμευε σὰν μελετητήριο καὶ συγχρόνως σὰν ἀσκητήριο. Ἦταν τύπος ἐγκρατὴς καὶ στοὺς τρόπους του ἁπλός, γεμάτος ταπεινοφροσύνη καὶ πραότητα. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του καὶ φρονήσεώς του ἔφερε πρὸς αὐτὸν πλήθη, ποὺ τοῦ ἐκδήλωναν τὴν ἐκτίμηση καὶ τὸν σεβασμό τους. Ἀλλὰ ἐκεῖνος, σὲ καμιὰ στιγμὴ δὲν αἰσθάνθηκε τὸν ἄνεμο τῆς ὑπερηφάνειας. Δὲν ἔβλεπε πόσο προόδευε, ἀλλὰ μόνο πόσο καθυστεροῦσε νὰ προοδεύσει. Συχνὰ μάλιστα ἔλεγε τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, ὅτι, ὅποιος νομίζει ὅτι στέκεται πνευματικά, ὀφείλει νὰ προσέχει μὴ πέσει. Ὁ Θεὸς τὸν προίκισε καὶ μὲ τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύει ἀσθένειες. Ἀλλ᾿ αὐτός, γιὰ νὰ εἶναι προσγειωμένος, ἔλεγε καὶ πάλι τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, ὅτι, τὸ νὰ κάνει κανεὶς θαύματα δὲν εἶναι τίποτα. Τὸ σπουδαῖο εἶναι νὰ ἐργάζεται τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν δικαιοσύνη. Μετὰ ἀπὸ τέτοια ἀληθινὰ ἁγία ζωή, ὁ Ὅσιος Ῥωμανός, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Οἱ Ἅγιοι Μάρκελλος ἐπίσκοπος Σικελίας, Φιλάγριος ἐπίσκοπος Κύπρου καὶ Παγκράτιος ἐπίσκοπος Ταυρομενίου

Ἔζησαν καὶ οἱ τρεῖς κατὰ τὸν πρῶτο μετὰ Χριστοῦ αἰῶνα. Ὁ Μάρκελλος, πατέρας τοῦ Παγκρατίου, ἦταν προηγουμένως ὀπαδὸς τοῦ Σίμωνα τοῦ Μάγου. Ἦλθε ὅμως στὴν ἀληθινὴ πίστη, μέσῳ τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν θαυμάτων τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, τὸν ὁποῖο καὶ ἀκολούθησε ἀπὸ τότε μὲ τὸ γιό του Παγκράτιο. Καὶ ὁ μὲν Μάρκελλος ἔγινε κατόπιν ἐπίσκοπος στὶς Συρακοῦσες τῆς Σικελίας, ὅπου ἔφερε πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὴν ἀληθινὴ θρησκεία. Ὁ δὲ Παγκράτιος ἔγινε ἐπίσκοπος Ταυρομενίου (σημερινὴ Ταορμίνα) τῆς Σικελίας. Ὁ Φιλάγριος διέπρεψε σὰν ἐπίσκοπος τῆς Κύπρου. Καὶ οἱ τρεῖς δὲ πέθαναν, ἀφοῦ ὑπέστησαν πολλὲς δοκιμασίες στὴν ἐκτέλεση τῶν ποιμαντικῶν καθηκόντων τους, καὶ ζωὴ καθημερινοῦ μαρτυρίου. (Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγ. Παγκρατίου, ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 9η Ἰουλίου).


Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός

Ἦταν Ἱερέας μὲ πλήρη συνείδηση τῶν ὑποχρεώσεών του πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὸν λαό. Μὲ τὸ προσωπικό του παράδειγμα, ἄμεμπτο καὶ διδακτικότατο, φώτιζε καὶ κατάρτιζε τοὺς πιστούς με τὰ τακτικὰ καὶ πρακτικότατα κηρύγματά του. Αὐτὸς μάλιστα εἶναι καὶ ὁ συγγραφέας τῆς Νηπτικῆς βίβλου, ποὺ ἐμπεριέχεται στὴ Φιλοκαλία. Τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Χριστό, δὲν τὴν ἔδειχνε μόνο σὲ καιροὺς εἰρηνικούς, ἀλλὰ καὶ σὲ δύσκολους. Καὶ τὴν ζωή του στεφάνωσε, ἀφοῦ πρόθυμα ἔδωσε τὸ κεφάλι του στὸν θάνατο διὰ ξίφους, γιὰ νὰ μείνει πιστὸς στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ.


Οἱ Ἅγιοι Ἄμμων καὶ Ἀλέξανδρος


Οἱ Ὅσιοι Νικηφόρος καὶ Γεννάδιος ἐν Βολογντᾷ (†16ος αἰ.)