Κατοικοῦσε στὴν Ἱερουσαλήμ. Ἦταν δίκαιος, εὐλαβὴς καὶ φωτισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ τοῦ εἶχε φανερώσει ὅτι δὲ θὰ πέθαινε πρὶν δεῖ τὸ Χριστό. Ἡ χαρμόσυνη αὐτὴ πληροφορία τὸν ἐμψύχωνε ὡς τὰ βαθειά γεράματά του. Τέλος, ἀκριβῶς σαράντα μέρες μετὰ τὴν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, τὸ Πνεῦμα τὸν πληροφόρησε ὅτι ἔπρεπε νὰ πάει στὸ Ἱερό. Ἑτοιμάστηκε, λοιπόν, μὲ νεανικὴ ζωηρότητα, πῆγε ἐκεῖ καὶ στάθηκε στὴν πόρτα, γεμάτος εὐχαρίστηση καὶ ἀγαλλίαση. Μέσα στὴν προσδοκία αὐτή, φάνηκαν νὰ ἔρχονται ὁ Ἰωσὴφ μὲ τὴν Παρθένο, ποὺ κρατοῦσε τὸν Ἰησοῦ. Ὁ Συμεών, πληροφορημένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα ὅτι τὸ βρέφος αὐτὸ εἶναι ὁ Χριστός, τρέχει καὶ παίρνει τὸν Ἰησοῦ στὴν ἀγκαλιά του. Τὸν κρατάει εὐλαβικὰ καί, ἀφοῦ καλὰ-καλὰ παρατήρησε τὸ νήπιο καὶ δέχθηκε ὅλη τὴν ἱλαρότητα τῆς θείας μορφῆς του, ὕψωσε τὸ βλέμμα του ἐπάνω καὶ εἶπε εὐχαριστῶντας τὸ Θεό: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμα σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ». Τώρα, δηλαδή, πᾶρε τὴν ψυχή μου Δέσποτα, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο σου, εἰρηνικά, διότι τὰ μάτια μου εἶδαν αὐτὸν ποὺ θὰ φέρει τὴν σωτηρία ποὺ ἑτοίμασες γιὰ ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ θὰ εἶναι γι᾿ αὐτοὺς φῶς, ποὺ θὰ ἀποκαλύψει τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ θὰ δοξάσει τὸ λαό σου Ἰσραήλ.
Ἦταν θυγατέρα τοῦ Φανουὴλ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἀσήρ, ὀγδόου γιοῦ τοῦ Ἰακώβ. Παντρεύτηκε πολὺ νέα, καὶ μετὰ ἑπτὰ χρόνια ἔμεινε χήρα. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἔζησε μόνη της, χωρὶς νὰ ἔλθει πλέον σὲ νέο γάμο. Παρηγοριὰ καὶ εὐχαρίστησή της ἦταν ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν, ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ συχνὴ παρουσία της στὸ Ἱερό, σ᾿ ὅλες τὶς πρωϊνὲς καὶ ἑσπερινὲς δεήσεις. Γιὰ τὸν τρόπο αὐτὸ τῆς ζωῆς της, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μετέδωσε στὴν Ἄννα τὸ προφητικὸ χάρισμα. Ἀξιώθηκε μάλιστα, ἂν καὶ 84 ἐτῶν τότε νὰ ὑποδεχθεῖ στὸ Ναὸ μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Συμεών, τὸ θεῖο Βρέφος. Κατὰ τὴν συνάντηση ἐκείνη, ἡ καρδιὰ τῆς Ἄννας ὑπερχάρηκε καὶ σκίρτησε. Πλησίασε, προσκύνησε τὸ παιδὶ καὶ κατόπιν, ἀφοῦ εὐχαρίστησε καὶ δοξολόγησε καὶ αὐτὴ τὸ Θεό, διακήρυττε ὅτι ἦλθε ὁ Μεσσίας πρὸς ὅλους, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν περιμένοντας μὲ εἰλικρινῆ εὐσέβεια τὴν λύτρωση τοῦ Ἰσραήλ.
Οἱ Ἅγιοι Ἀδριανὸς καὶ Εὔβουλος
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μάρτυρες κατάγονταν ἀπὸ τὴν χώρα Βανέα (δηλαδὴ τὴν χώρα τῆς Ἀρμενίας γύρω ἀπὸ τὴν λίμνη Βᾶν). Αὐτοὶ λοιπόν, θέλησαν νὰ δοῦν ἀπὸ κοντὰ τοὺς Μάρτυρες καὶ Ὁμολογητὲς τοῦ Χριστοῦ τῆς Καισαρείας καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀναχώρησαν γιὰ τὴν πόλη αὐτή. Ἐκεῖ φανερώθηκαν ὅτι εἶναι χριστιανοὶ καὶ ἀμέσως ὁδηγήθηκαν στὸν ἄρχοντα Φιρμιλιανό, ὅπου μὲ πολὺ θάῤῥος ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Τότε τοὺς ἔδειραν ἀνελέητα στὴ ῥάχη καὶ τὰ πλευρά. Ἀλλὰ καὶ πάλι, ὅταν γιὰ δεύτερη φορὰ ὁδηγήθηκαν στὸν ἄρχοντα, ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Ἐξοργισμένος ὁ ἄρχοντας, τοὺς ἔριξε τροφὴ στὰ θηρία. Καὶ ὁ μὲν Ἀδριανός, θηριομάχησε μὲ λιοντάρι καὶ ἐπειδὴ στάθηκε ἀβλαβής, ἀποκεφαλίσθηκε. Τὴν ἴδια ἀκριβῶς διαδικασία ὑπέστη καὶ ὁ Εὔβουλος, τὸ τέλος καὶ αὐτοῦ ἦταν ὁ ἀποκεφαλισμός. Ἔτσι καὶ οἱ δυὸ μαζὶ πῆραν τὰ ἀμάραντα στεφάνια τῆς αἰώνιας δόξας.
Ἦταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ οἱ γονεῖς του, πλούσιοι σὲ κοπάδια βοδιῶν, διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὶς ἐλεημοσύνες τους. Ἀκόμα θερμότερος στὴν πίστη καὶ προθυμότερος στὸ καλό, ὁ γιός ἦταν ἡ παρηγοριὰ πολυάριθμων φτωχῶν καὶ ὀρφανῶν, γιὰ τοὺς ὁποίους διέθετε κάθε χρόνο ὅλα τὰ εἰσοδήματα τῆς δουλειᾶς του. Κάποτε γιὰ ἐπαγγελματικοὺς λόγους ἔφυγε ἀπὸ τὴν Καισάρεια. Αὐτὸ συνέβη ὅταν εἶχε κινηθεῖ φονικὸς διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων πρῶτος καταζητήθηκε ὁ Βλάσιος. Ἔψαξαν παντοῦ, ἀλλὰ δὲν τὸν βρῆκαν πουθενά. Ὅταν ἐπέστρεψε, τοῦ ἀνέφεραν τὰ γεγονότα. Ἡ μητέρα τοῦ τὸν προέτρεπε νὰ φύγει γιὰ νὰ σωθεῖ. Ἀλλ᾿ ὁ Βλάσιος ἀρνήθηκε, μὲ τὴν σκέψη ὅτι θὰ ἦταν λιποτάκτης τῆς πίστης ἂν ἔφευγε γιὰ νὰ σωθεῖ. Καὶ ὅτι ἡ σωτηρία του αὐτὴ θὰ ἦταν ἄτιμη, τὴν στιγμὴ ποὺ στὸ βωμὸ τῆς πίστης θυσιάζονταν οἰκογενειάρχες. Ἔμεινε λοιπὸν καὶ παρουσιάστηκε στὸ κριτήριο. Ἐκεῖ, μετὰ τὴν ἐπανειλημμένη ὁμολογία του καὶ τὴν σταθερὴ ἐπιμονή του σ᾿ αὐτή, βασανίστηκε φρικτά. Ἀλλὰ μὲ τὴν θαυμαστὴ ὑπομονή του, κέρδισε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ παρευρεθέντες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ὁμολόγησαν τὴν ἀληθινὴ πίστη. Τέλος τὸ σῶμα του ὑπέκυψε στὸ θάνατο, ἡ νικηφόρα ὅμως ἄθλησή του ἀξιώθηκε νὰ πάρει τὸ λαμπρὸ καὶ ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ἦταν γιὸς τοῦ Ὠδὴδ καὶ ἔζησε στὰ χρόνια της βασιλείας τοῦ Ἀσὰ (956 π.Χ.) γιοῦ καὶ διαδόχου τοῦ Ἀβία στὸ βασίλειο τοῦ Ἰούδα. Ὁ Ἀσὰ ὑποστήριξε τὴν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὀχύρωσε καλὰ τὴν Ἰουδαία καὶ ἐξόπλισε καὶ ἐκγύμνασε καλὰ 500.000 πολεμιστές. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν διήγηση τοῦ βιβλίου Β´ Παραλειπομένων Κεφ. ιδ´ - ιε´, ἐξῆλθε κατὰ τῆς Ἰουδαίας Ζερᾶ ὁ Αἰθίοψ. Λέγεται ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν Φαραὼ Ὄσορκον Α´ τῆς 22ας Αἰγυπτιακῆς δυναστείας, διάδοχο τοῦ Σησάκ, ποὺ νίκησε τὸν βασιλιὰ τοῦ Ἰούδα Ῥοβοάμ. Ὁ Φαραὼ διέθετε ἑκατομμύρια στρατοῦ καὶ 300 πολεμικὰ ἅρματα. Ὁ Ἀσά, πρὸ τῆς μάχης, ἔκανε θερμότατη προσευχὴ πρὸς τὸν Θεό. Ὅταν λοιπόν, νίκησε, ὁ Ἀζαρίας, ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, πῆγε στὸν βασιλιὰ Ἀσὰ καὶ στὸ λαὸ καὶ εἶπε: «Ἀκοῦστε με σὺ ὁ βασιλιὰς Ἀσὰ καὶ ὅλος ὁ λαὸς τῶν φυλῶν τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ Βενιαμίν. Ὁ Κύριος θὰ εἶναι μαζί σας, ὅταν σεῖς θὰ προσέχετε νὰ εἶστε μαζί Του, λατρεύοντας τὸ ὄνομά Του καὶ τηρῶντας τὶς ἐντολές Του. Ὅταν Τὸν ζητᾶτε θὰ Τὸν βρίσκετε. Ἂν ὅμως Τὸν ἐγκαταλείψετε, θὰ σᾶς ἐγκαταλείψει καὶ Αὐτός». Λόγια πολυτιμότατα γιὰ κάθε Κράτος καὶ γιὰ κάθε λαό. Ὁ Ἀζαρίας πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν ἀγρό του.
Μαρτύρησαν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης, Σταμάτιος καὶ Νικόλαος, νεομάρτυρες ἐκ Σπετσῶν
Μαρτύρησαν γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ στὴ Χίο τὸ 1822. Ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ Σταμάτιος καὶ ὁ Ἰωάννης ἦταν ἀδέλφια. Ὁ πατέρας τους ὀνομαζόταν Θεόδωρος Γκίνης, ἡ δὲ μητέρα τους Ἀνεζώ. Τὸ 1822 οἱ νέοι αὐτοί, μαζὶ μὲ ἄλλους πέντε καὶ τὸν συναθλητή τους Νικόλαο, μπῆκαν σ᾿ ἕνα πλοῖο φορτωμένο μὲ λάδι γιὰ νὰ τὸ ἐμπορευτοῦν σὲ διάφορα λιμάνια. Λόγω μεγάλης θαλασσοταραχῆς, προσάραξαν στὸν Τσεσμέ, μικρασιατικὴ παραλία ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Χίο. Ὅταν βγῆκαν στὴν ξηρά, τοὺς φιλοξένησε κάποιος χριστιανός, ποὺ ἀργότερα τοὺς πρόδωσε στοὺς Τούρκους, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτοὶ νὰ θανατώσουν δυὸ ἀπὸ τοὺς συντρόφους· δυὸ ἄλλοι διασώθηκαν ἀφοῦ ἔπεσαν στὴ θάλασσα καὶ συνελήφθηκαν οἱ Σταμάτιος, Ἰωάννης καὶ ὁ γέροντας πλοίαρχος Νικόλαος. Στὶς 26 Ἰανουαρίου 1822 τοὺς παρουσίασαν στὸν πασὰ τῆς Χίου. Ὁ πασὰς ἀφοῦ τοὺς ἀνέκρινε, τοὺς μὲν Σταμάτιο καὶ Ἰωάννη ἔκλεισε στὴ φυλακή, τὸν δὲ γέροντα Νικόλαο ἀποκεφάλισε στὴν ἐκτὸς τοῦ Κάστρου πεδιάδα. Οἱ Τοῦρκοι ἀφοῦ δὲν κατάφεραν νὰ ἀλλαξοπιστήσουν τὰ δυὸ ἀδέλφια, στὸν ἴδιο τόπο ποὺ ἀποκεφάλισαν τὸν Νικόλαο, ἀποκεφάλισαν καὶ αὐτοὺς στὶς 3-2-1822. Προηγουμένως, ὁ Σταμάτιος, ποὺ τότε ἦταν 18 χρονῶν καὶ ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἦταν 22 χρονῶν, ἔστειλαν ἔγγραφη ἐξομολόγηση στὸν Μητροπολίτη Χίου, πῆραν τὴν εὐχή του, κατόρθωσαν νὰ κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων μυστηρίων καὶ ἔτσι ἔφυγαν γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καθ᾿ ὅλα ἕτοιμοι.
Ἱδρυτὴς καὶ πρῶτος Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ὀρθόδοξης Ἰαπωνικῆς Ἐκκλησίας (1856-1912).
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ὁ Ἅγιος Ἀνσέριος (Σκανδιναυός)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. «Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.