Ἡ γιορτὴ αὐτὴ καθιερώθηκε ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 11ου αἰῶνα, γιὰ νὰ σταματήσουν οἱ φιλονικίες σχετικῶς μὲ τὸ ποιὸς εἶναι ἀνώτερος. Ὁ Μέγας Βασίλειος; ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος; ἢ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος; Στὰ νεώτερα ὅμως χρόνια καθιερώθηκε ὡς ἑορτὴ τῶν Γραμμάτων καὶ γενικὰ τῆς Παιδείας. Τὸ ἠθικὸ καὶ πνευματικὸ τάλαντο τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς δὲν ἦταν, βέβαια, ἐντελῶς τὸ ἴδιο. Φιλοσοφικότερος καὶ ἀλύγιστος στὴν ἄμυνα ὁ Βασίλειος. Θεολογικότερος καὶ ποιητικότερος ὁ Γρηγόριος. Εὐγλωττότερος καὶ ἡγέτης τολμηρότατος ὁ Χρυσόστομος. Ἀλλὰ καὶ οἱ τρεῖς εἶχαν σὲ μεγάλο βαθμὸ εἰλικρινῆ καὶ θερμὴ πίστη, ὑπέρλαμπρη εὐγλωττία, μεγάλη παιδεία, πλήρη ἀφοσίωση στὴ σημαία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀγάπη στὸ ποίμνιο, ἀφοβία στοὺς ἄρχοντες, ἀνεξάντλητη φιλανθρωπία, διαρκὴ νηφαλιότητα, ἄμεπτη σωφροσύνη, συνεχὴ ἀγῶνα γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν καὶ τὸ θρίαμβο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος καὶ ὁ Χρυσόστομος λάμπουν μέσα στοὺς αἰῶνες καὶ ἀποδεικνύουν ὅτι τὰ μεγάλα πνεύματα γνωρίζουν νὰ συνδέουν τὴν ἐφήμερη σοφία τοῦ κόσμου μὲ τὴ βαθύτερη καὶ ἀληθινὴ πίστη στὸ Σωτῆρα μας Χριστό. Ὁ δὲ Ἑλληνισμὸς ἔχει ἀθάνατο καύχημα τὸ ὅτι ἀπὸ τὰ σπλάγχνα του βγῆκαν αὐτοὶ οἱ μεγάλοι φωστῆρες. Οἱ κυρίως μνῆμες τους εἶναι: τοῦ Μ. Βασιλείου 1 Ἰανουαρίου, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου 13 Νοεμβρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου 25 Ἰανουαρίου.
Οἱ Ἅγιοι Ἱππόλυτος πάπας Ῥώμης, Κενσουρῖνος, Σαβῖνος (ἢ Σαβαΐνος), Χρυσή (ἢ Αὔρα), Φῆλιξ, Μάξιμος, Ἐρκούλιος (ἢ Ἐρκουλῖνος), Βενέριος, Στυράκιος, Μηνᾶς, Κόμοδος, Ἑρμῆς, Μαῦρος, Εὐσέβιος, Ῥούστικος, Μονάγριος, Ἀμανδῖνος, Ὀλυμπῖνος (ἢ Ὀλύμπιος), Κύπρος, Θεόδωρος τριβούνιος, Μάξιμος πρεσβύτερος, Ἀρχέλαος διάκονος, Κυριακὸς (ἢ Κυρῖνος) ἐπίσκοπος, Μάξιμος ἄλλος πρεσβύτερος
Πάπας Ῥώμης μὲ τὸ ὄνομα Ἱππόλυτος οὐδέποτε ὑπῆρξε. Ἴσως ὁ Ἱππόλυτος αὐτὸς νὰ ἦταν τοποτηρητὴς τοῦ θρόνου πρὸ τῆς ἀναῤῥήσεως, στὸν θρόνο, τοῦ Φήλικος. Ὅλοι πάντως μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Κλαυδίου τοῦ Β´ (268-9 μ.Χ.). Ἰδιαίτερα ἀναφέρεται τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας Χρυσῆς.
Καταγόταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια, καὶ μαρτύρησε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Κλαυδίου. Ὅταν συνελήφθη ἀπ᾿ τοὺς εἰδωλολάτρες, στὴν ἀρχὴ ἄνοιξαν τὶς πλευρές της καὶ ἔκαψαν τὶς πληγές της μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Ἔπειτα ἔσπασαν μὲ πέτρες τὰ σαγόνια της, καὶ μὲ μολύβδινα σφαιρίδια τὴν ῥάχη της. Ἀλλ᾿ αὐτή, ἂν καὶ κατατραυματισμένη καὶ ἐνῷ πέθαινε, ὁμολογοῦσε τὴν πίστη της. Ἡ δὲ θηριωδία τῶν φονέων της ἦταν τέτοια, ποὺ ἀφοῦ ἔθεσαν στὸ λαιμό της μεγάλη πέτρα, τὴν ἔριξαν στὸν βυθὸ τῆς θάλασσας. Ἀλλὰ τί κι ἂν τὸ σῶμα της ἐξαφανίστηκε ἀπ᾿ τὰ νερά, ἡ μνήμη της παρέμεινε αἰώνια καὶ ἀθάνατη, περισσότερο χρυσὴ ἀπὸ τὸ λαμπρότατο ὄνομά της.
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης (780-795). Γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἔγινε στρατηγὸς καὶ τοποθετήθηκε στὸ «θέμα» τῶν Κιβυραιωτῶν μὲ ἕδρα τὴν Κιβύρα τῆς Μ. Ἀσίας. Σὲ μία ναυμαχία μὲ τοὺς Σαρακηνούς, οἱ δυὸ ἄλλοι στρατηγοὶ ποὺ τὸν συνόδευαν, ἐπειδὴ τὸν φθονοῦσαν, τὸν ἐγκατέλειψαν μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συλληφθεῖ ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς αἰχμάλωτος. Τὸν μετέφεραν στὰ μέρη τους καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Κατόπιν τὸν ἔβγαλαν καὶ μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς τὸν παρακινοῦσαν ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Θεόφιλος ἀρνήθηκε σταθερὰ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πίστη του, τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ ἐκ Μυτιλήνης
Ἦταν ἔγγαμος μὲ παιδιά. Κάποτε στὴ Μυτιλήνη βρέθηκε σὲ κατάσταση ὀργῆς καὶ ἔγινε Μωαμεθανός. Κάποτε ὅμως συνῆλθε, συναισθάνθηκε τὸ ἁμάρτημά του καὶ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ ἔζησε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα, κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων καὶ προετοιμάστηκε γιὰ τὸ μαρτύριο. Ἐπανῆλθε λοιπὸν στὴ Μυτιλήνη, παρουσιάστηκε στὸν κριτή, μὲ τόλμη ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ δήλωσε ὅτι ἡ μουσουλμανικὴ θρησκεία εἶναι ψεύτικη. Ὁ κριτὴς ἀμέσως ἐξέδωσε ἀπόφαση, νὰ θανατωθεῖ ὁ μάρτυρας μὲ ἀγχόνη καὶ κατόπιν τὸν παρέδωσε σ᾿ ἄλλον ἄρχοντα, τὸν Ναζὶρ Ὀμὲρ ἀγά, ποὺ προσπάθησε μὲ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις νὰ τὸν μεταπείσει. Ὁ Ἅγιος ὅμως πρόβαλλε ἀκατάβλητο φρόνημα καὶ μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια, ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, ὅπου ἀφοῦ πρῶτα φίλησε τὸ σχοινὶ τῆς ἀγχόνης, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ ἔτσι δέχτηκε τὸ στεφάνι τῆς νίκης στὶς 30 Ἰανουαρίου 1785. Τὸ τίμιο λείψανό του ῥίχτηκε στὴ θάλασσα, ἀλλὰ βρέθηκε ἀργότερα καὶ τάφηκε μὲ τιμὲς στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴ θέση Μόθονα, ἀπ᾿ ὅπου ἀργότερα, ἄγνωστο πῶς καὶ ἀπὸ ποιούς, ἐξαφανίστηκε.
Τῆς Παναγίας Θεοτόκου, πέραν τῆς Γωργίας
Ἀνάμνησις εὑρέσεως ἐν Τήνῳ τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Εὐαγγελιστρίας τὸ 1823