Ἀνακομιδὴ Λειψάνων Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Εἶναι γνωστὸς ὁ μαρτυρικὸς θάνατος τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος οἱ σκοτεινοὶ καὶ μοχθηροὶ ἐπίσκοποι ποὺ δὲν ἄντεχαν τὴν ὑπεροχὴ καὶ τὴν δόξα του, ἀπὸ τὸ ἄλλο οἱ αὐλικὲς ῥᾳδιουργίες καὶ ἐμπάθειες μὲ πρωταγωνίστρια τὴν βασίλισσα Εὐδοξία, ἐπέφεραν τελικὰ τὴν ἐξορία του. Κατὰ τὴν διάρκεια δὲ αὐτῆς, οἱ ἐχθροί του πῆραν ὅλα τὰ ὠμὰ μέτρα γιὰ νὰ πολλαπλασιάσουν τὶς θλίψεις του. Τελικά, μ᾿ αὐτὸ τὸ σκληρὸ τρόπο ἐπέφεραν τὸ θάνατό του. Ἐτάφη σὲ μία ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ Κόμανα τῆς Καππαδοκίας. Τὸ λείψανό του ἔμεινε τριάντα ὁλόκληρα χρόνια ἐκεῖ, ὅπου ἦταν καὶ ὁ τελικὸς τόπος τῆς ἐξορίας καὶ ὑπέφερε τόσες δοκιμασίες. Ἀλλὰ «πᾶσα παιδεία πρὸς μὲν τὸ παρὸν οὐ δοκεῖ χαρᾶς εἶναι, ἀλλὰ λύπης, ὕστερον δὲ καρπὸν εἰρηνικὸν τοῖς δι᾿ αὐτῆς γεγυμνασμένοις ἀποδίδωσι δικαιοσύνης». Κάθε, δηλαδή, δοκιμασία πρὸς τὸ παρὸν δὲ φαίνεται πρόξενος χαρᾶς, ἀλλὰ λύπης. Ὕστερα, ὅμως, ἀνταμείβει ἐκείνους ποὺ δοκιμάστηκαν, μὲ καρπὸ εἰρηνικό, ποὺ εἶναι δικαιοσύνη καὶ ἁγιότητα. Πράγματι, ἔτσι ἔγινε καὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο. Στὶς 27 Ἰανουαρίου 438, ὅταν Πατριάρχης ἦταν ὁ μαθητής του Πρόκλος καὶ αὐτοκράτωρ ὁ Θεοδόσιος ὁ Β´, μεταφέρεται μὲ συγκινητικὴ πομπὴ τὸ λείψανό του στὴν Κωνσταντινούπολη. Τίθεται στὸ νάο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ ὁ πολυπληθὴς λαός, ἔξαλλος ἀπὸ χαρά, φώναζε: «Ἀπόλαβε τὸν θρόνον σου, Ἅγιε!».
Ἦταν ἡ εὐσεβέστατη σύζυγος τοῦ Ἰουστίνου Α´ τοῦ γέροντος (518-527), πρῶτα μὲν ὀνομαζόταν Λουπικία, ἔπειτα δὲ Εὐφημία. Ἔλαμψε μὲ τὰ ἀγαθά της ἔργα καὶ ἀφοῦ ὁσιακὰ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἀββᾶ Λώτ. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ πολὺ βαθιὰ γεράματα.
Ὁ Ὅσιος Κλήμης ὁ Στυλίτης, ποὺ ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Σαγματᾶ τῆς Βοιωτίας
Τὸν ἀσκητὴ αὐτὸ ἀγνοοῦν οἱ Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του μαζὶ μὲ τὴν Ἀκολουθία του, βρίσκεται στοὺς Λαυριωτικοὺς Κώδικες Ε 152 φ. 332 α καὶ Γ 12φ. 82 β. Στὴν Ἀκολουθία του ὑμνολογεῖται σὰν «πνευματοφόρος ἐπὶ στύλου ὑψηλοῦ ἀναβὰς καὶ ἀσκητικώτατος φανείς, ὡς στῦλος τῶν μοναζόντων ἀκλινής, ὡς μοναστῶν τὸ στήριγμα ἔργα φωτὸς διαπραξάμενος». Στὸ δὲ Κοντάκιο δηλώνεται, ὅτι «ἀνδρείας ψυχῇς εἰς ὄρος Σαγμάτειον ἐν στύλῳ στενῷ μονάσας, προθυμότατα τὸν χορὸν ἐκόσμησας τῶν ὁσίων, Κλήμη ὁσιώτατε».
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ ἐν Κωνσταντινούπολει
Ἦταν ὄμορφος στὴν ὄψη, δυνατὸς στὸ σῶμα καὶ σεμνὸς στὰ ἤθη. Εἰκοσιπέντε χρονῶν, ἐργαζόταν στὸν Γαλατὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως σ᾿ ἕνα οἰνοπωλεῖο, ποὺ ἀνῆκε στὸν Χριστιανὸ Χατζῆ Παναγιώτη. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς θαμῶνες τοῦ οἰνοπωλείου, μωαμεθανοὶ ἀπὸ τὸν Πόντο, προσπάθησαν νὰ παρασύρουν στὸν Μωαμεθανισμὸ τὸν Δημήτριο. Κάποια μέρα λοιπόν, μετὰ ἀπὸ πολύωρη οἰνοποσία, οἱ Τουρκοπόντιοι αὐτοὶ διώχτηκαν ἀπὸ τὸν οἰνοπώλη μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ῥωμαλέου Δημητρίου κακὴν κακῶς. Κατὰ τὴν συμπλοκὴ αὐτή, τραυματίστηκε κάποιος ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι κατάγγειλαν σὰν δράστη τὸν Δημήτριο. Ἔτσι ὁ Δημήτριος ὁδηγήθηκε στὸν βεζίρη καὶ ἐπειδὴ δὲν μπόρεσε νὰ ἀποδείξει τὴν ἀθῳότητά του, τοῦ ἐτέθη τὸ ἑξῆς δίλημμα: ἢ νὰ γίνει μωαμεθανὸς ἢ θὰ πεθάνει. Ἀλλ᾿ ὁ Δημήτριος σθεναρὰ ἐπέμενε στὴν χριστιανικὴ πίστη. Μπροστὰ στὴ σταθερὴ ἐμμονὴ τοῦ Δημητρίου, ὁ βεζίρης διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμό του. Πρὸ τῆς ἐκτελέσεως, ὁδηγήθηκε καὶ πάλι μπροστὰ στὸν βεζίρη, ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ Δημήτριος δὲν ὑπέκυψε στὶς κολακεῖες, τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὰ βασανιστήρια τῶν Τούρκων, καὶ εἰδικὰ αὐτὰ τῶν ἰδίων τῶν κατηγόρων του. Ἔτσι ὁ Δημήτριος, στὶς 27 Ἰανουαρίου 1784, ἀποκεφαλίστηκε μπροστὰ στὸ οἰνοπωλεῖο ποὺ ἐργαζόταν.