Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία εἶχε καὶ γυναῖκες διακόνους. Βέβαια, δὲ μετεῖχαν σὲ κανένα βαθμὸ ἱερωσύνης. Ἡ ἀποστολή τους ἦταν κυρίως φιλανθρωπικὴ ἢ καὶ κατηχητική, δίπλα στὶς γυναῖκες ποὺ εἶχαν ἀνάγκη διδασκαλίας. Τὸ ἦθος αὐτῶν τῶν διακονισσῶν, νὰ πὼς τὸ θέλει ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος Παῦλος: «Οἱ γυναῖκες διάκονοι πρέπει καὶ αὐτὲς νὰ εἶναι σεμνές, ἐλεύθερες ἀπὸ τὸ ἁμάρτημα τῆς κακολογίας καὶ διαβολῆς, ἐγκρατεῖς καὶ προσεκτικές, ἀξιόπιστες σὲ ὅλα». Μία τέτοια διακόνισσα ἦταν καὶ ἡ Ἁγία Τατιανή. Ἡ εὐγενὴς καταγωγή της καὶ ὁ πολὺς ζῆλος μὲ τὸν ὁποῖο ἐκτελοῦσε τὰ διακονικά της καθήκοντα, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ ἀποστροφὴ τῶν κοσμικῶν βλέψεων, ἔδωσαν στὴν Τατιανὴ ξεχωριστὴ θέση μεταξὺ τῶν χριστιανῶν, προκάλεσαν, ὅμως, καὶ τὸ φθόνο τῶν εἰδωλολατρῶν. Καὶ ὅταν τὸ 202 ὁ Σεπτίμιος Σεβῆρος (κατ᾿ ἄλλους Ἀλέξανδρος Σεβῆρος, 222-235 μ.Χ.) ἐξαπέλυσε ἀνελέητο διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἡ Τατιανὴ συλλαμβάνεται. Ξυρίζουν τὸ κεφάλι της, ἀφαιρώντας τὰ θαυμάσια μαλλιά της, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ πτοηθεῖ. Ὅμως, δὲν πτοεῖται, στέκεται στὸ ὕψος τοῦ χριστιανικοῦ της ἤθους καὶ τὸ πρόσωπό της ὀμορφαίνει καὶ ἀκτινοβολεῖ περισσότερο ἀπὸ πρῶτα. Τότε, βασανίζεται σκληρὰ μὲ πολλοὺς τρόπους. Ὅμως, δὲ λυγίζει καὶ τελικὰ ἀποκεφαλίζεται, παίρνοντας τὸ ἀμάραντο καὶ ἀθάνατο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ ἔνδοξος μάρτυρας Πέτρος, ποὺ ἦταν πολὺ δυνατός, τόσο στὸ σῶμα, ὅσο καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὴν πίστη, ὁμολόγησε μὲ μεγάλο θάῤῥος τὸν Χριστὸ στὴ νεανική του ἡλικία. Ὁ ἄρχοντας τῆς Ἐλευθερουπόλεως, ἐπειδὴ δὲν μπόρεσε οὔτε μὲ κολακεῖες νὰ ἀλλάξει τὴν γνώμη τοῦ Πέτρου, οὔτε μὲ ἀπειλὲς νὰ τὸν φοβίσει, τὸν ἔριξε στὴ φωτιά. Καὶ ἐκεῖ ὁ γενναῖος τῆς εὐσεβείας ἀγωνιστὴς πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ἦταν στρατιωτικὸς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ. Σὰ γνήσιος χριστιανός, διακρινόταν γιὰ τὴν ἀνδρεία του καὶ τὸ λευκὸ καὶ ἀκηλίδωτο χαρακτῆρα του. Καταγγέλθηκε στὸν αὐτοκράτορα, ὅτι λάτρευε τὸν Ἰησοῦ καὶ διατάχθηκε ἀμέσως νὰ παρουσιασθεῖ μπροστά του. Ὁ Μέρτιος παρουσιάσθηκε μὲ εὐλάβεια, ἀλλὰ καὶ μὲ σεμνὴ καὶ ἄφοβη γενναιότητα. Ὁ αὐτοκράτορας θαύμασε τὸ παράστημα τοῦ στρατιώτη του, καὶ σκυθρωπὸς καὶ βαρὺς διέταξε τὸ Μέρτιο νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Μέρτιος ἀρνήθηκε. Τότε ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὴν στρατιωτικὴ ζώνη. Ἡ προσβολὴ ἦταν μεγάλη, ἀλλ᾿ ὁ Μέρτιος τὴν ὑπέμεινέ με καρτερία. Ἀτιμία του θὰ ἦταν, ἂν καταπατοῦσε τὰ στρατιωτικά του χρέη, τὰ ὁποῖα ὅμως εἶχε τόσο τιμήσει, γιατί λοιπὸν νὰ θλιβεῖ; Κατόπιν τὸν μαστίγωσαν, ἀλύπητα καὶ σκληρά. Ἀλλ᾿ ἐνῷ κομμάτια ἔπεφτε ἡ σάρκα ἀπὸ τὸ σῶμα του, ἡ ψυχή του ἔμενε καρτερικὴ καὶ νικήτρια. Ἔτσι ὅπως ἦταν βαριὰ πληγωμένος, τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Μετὰ ὀκτὼ ἡμέρες, αἰσθάνθηκε ὅτι ἡ ὥρα τοῦ τέλους τῆς ἐπίγειας ζωῆς του εἶχε πλησιάσει. Ἡ ψυχή του σκίρτησε, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν της ὅτι θὰ πήγαινε στὸν βραβευτὴ καὶ μισθαποδότη Κύριο. Εὐχαριστοῦσε λοιπὸν τὸ Θεό, διότι ἔφευγε ἀπὸ τὴν γῆ καὶ μάλιστα διότι τὸν ἀξίωσε νὰ φύγει μὲ τὴν τιμὴ τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ Ἅγιοι ὀκτὼ Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Νίκαια
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς εἶδε τὴν πεῖνα καὶ δὲν τὴν λογάριασε. Τὸ ψῦχος, καὶ τὸ ἀψήφησε. Τὴν ἀγρυπνία, καὶ τὴν καταφρόνησε. Τὶς στερήσεις, καὶ τὶς καταπάτησε. Τοὺς τυράννους, καὶ δὲν τοὺς ἔδωσε καμιὰ σημασία. Μύριους κατατρεγμούς, καὶ τοὺς καταντρόπιασε. Τί φοβόταν; Τρία πράγματα, ὅπως ἔλεγε. Τὴν ὥρα, ποὺ ἡ ψυχή του θὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σῶμα του, τὸν καιρό, ποὺ θὰ παρουσιαζόταν μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ τὴν στιγμή, ποὺ θὰ ἔβγαινε ἡ ἀπόφαση τοῦ ὑπέρτατου Κριτῆ γι᾿ αὐτόν. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ φοβόταν, ἔζησε ἔτσι, ὥστε νὰ μὴ φοβηθεῖ. Ἡ πίστη του καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔδωσαν θάνατο γενναῖο καὶ ἥσυχο. Ἡ δὲ Ἐκκλησία, λόγω τῶν μεγάλων ἀρετῶν του, τὸν κατάταξε μεταξὺ τῶν Ἁγίων της.
Ὁ Ὅσιος Μαρτινιανὸς καὶ ὁ μαθητής του ὁ Ὅσιος Γαλακτίων
Ὁ τῆς Μονῆς Κυρίλλου ἐν Λευκῇ Λίμνῃ Ῥωσίας (1483) καὶ ὁ μαθητής του Ὅσιος Γαλακτίων, ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός (†15ος αἰ.).
Ὁ Ἅγιος Βenedic Bistor, ἡγούμενος (Ἄγγλος)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου της ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.