Ἀτομοκεντρισμός, δηλαδὴ ὑπανάπτυξη

Ἐπιφυλλίδα τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ
στὴν Καθημερινή, Κυριακή, 30-03-2008


Ἡ ἔκφραση «ἀντικοινωνικὴ συμπεριφορά» ἀνακαλεῖ προσλαβάνουσες μᾶλλον ἐπαινετοῦ ἀντικονφορμισμοῦ: Παραβίαση φορμαλιστικῶν ὑπαγορεύσεων, ἀρχῶν ἐπιτηδευμένης εὐπρέπειας, δύσκαμπτου ἀναχρονιστικοῦ ἠθικισμοῦ. Ἡ κυρίαρχη σήμερα νοο-τροπία (τρόπος τοῦ νοεῖν καὶ τοῦ εἶναι) προσλαμβάνει τὴν «ἀντικοινωνικὴ συμπεριφορά» σὰν ἔμπρακτη κατάφαση τῆς ἀπόλυτης προτεραιότητας τοῦ ἀτόμου, τῶν δικαιωμάτων του, τῆς πανευφημούμενης αὐτονομίας του.

Ὡς κυριολεξία ἡ «ἀντικοινωνικὴ συμπεριφορὰ» συνεχίζει νὰ σημαίνει τὸν ἐνεργὸ ἐγωκεντρισμό, τὴν ἀδίστακτη ἰδιοτέλεια, τὴν ἀδιαφορία γιὰ τὸν ἄλλον: τὸν διπλανὸ τῆς συμβίωσης, τὸν ἑταῖρο τῆς ὀργανωμένης συλλογικότητας. Ἀδιαφορία καὶ γιὰ τοὺς ἀναγκαίους περιορισμοὺς ποὺ ἐπιβάλλει στὴν ἀτομικὴ αὐθαιρεσία ὁ κοινὸς βίος.

Μοιάζει παραμυθένιο σήμερα, κι ὅμως ὑπῆρξαν περίοδοι τῆς Ἱστορίας καὶ τύποι κοινωνιῶν ποὺ ἔδιναν προτεραιότητα στὶς σχέσεις συνύπαρξης τῶν ἀνθρώπων, στὴ λειτουργικότητα τῶν σχέσεων κοινωνίας, ὄχι στὴν κατασφάλιση τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ. Μιὰ τέτοια προτεραιότητα ἀντλοῦσε «νόημα» (αἰτία καὶ σκοπό) ἢ ἀπὸ τὴν ἀνάγκη (τὴν «κοινωνία τῆς χρείας») ἢ ἀπὸ τὴ σκόπευση τῆς ἀλήθειας (τῆς «κοινωνίας τοῦ ἀληθοῦς»).

Στὴν πρώτη περίπτωση, κίνητρο γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἀντικοινωνικῆς συμπεριφορᾶς ἦταν ἡ χρησιμότητα τῶν σχέσεων κοινωνίας, τῆς ἀμοιβαιότητας στὴν ἐξυπηρέτηση ἀναγκῶν, οἱ διευκολύνσεις ποὺ παρεῖχε σὲ ὅλους ὁ καταμερισμὸς τῆς ἐργασίας. Στὴ δεύτερη περίπτωση, κίνητρο ἦταν οἱ σχέσεις κοινωνίας ὡς αὐταξία, ὡς ἀπόλαυση καὶ χαρὰ τῆς ζωῆς: Οἱ «κατὰ λόγον» σχέσεις (ἁρμονίας καὶ κοσμιότητας) ἦταν μετοχὴ στὸν τρόπο τοῦ «ὄντως ὄντος», τοῦ αἰώνιου, ἀθάνατου, ἀμετάβλητου «λόγου» ποὺ ἀρθρώνει τὸ σύμπαν σε «κόσμον» (κόσμημα).

Ταυτόχρονα ἦταν σὲ ὅλους φανερό, καὶ ἑπομένως αὐτονόητο, ὅτι ὁ ἐγωκεντρισμὸς χαρακτηρίζει τὸ στάδιο ὑπανάπτυξης τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι τεκμήριο πρωτογονισμοῦ, κυριαρχίας τῆς κτηνώδους φύσεως πάνω στὴ λογική, δηλαδὴ στὴν ἐλευθερία. Πολὺ προτοῦ ἡ κλινικὴ Ψυχολογία ὁριοθετήσει τὶς ἐνστικτώδεις ἐνορμήσεις τῆς αὐτοσυντήρησης, τῆς ἐπιβολῆς καὶ κυριαρχίας, τῆς ἡδονῆς, ὑπῆρχαν προηγμένες «πολιτικὲς» κοινωνίες ποὺ λογάριαζαν τὴν ἐπιθετικὴ ἰδιοτέλεια, τὸν ἀτομικισμό, τὴν ἐγωτικὴ ἀπληστία, τὴ φίλαυτη πλεονεξία ὡς τεκμήρια καθηλώσεως τοῦ ἀτόμου στὴν ἀλογία τῶν τυφλῶν ἀναγκαιοτήτων τῆς φύσης.

Ποικίλες ὀπτικὲς γωνίες λαϊκῶν παραδόσεων ἐμπειρικῆς σοφίας, ἀλλὰ καὶ φιλοσοφικῶν ἀναζητήσεων, συνέκλιναν στὴν ἴδια πιστοποίηση: Οἱ σχέσεις κοινωνίας, ἡ ὀργανωμένη συλλογικότητα, εἶναι κάτι ριζικὰ διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν ἀγελαία συνύπαρξη, εἶναι γνώρισμα μόνο τοῦ ἀνθρώπου, κατόρθωμα (γι᾿ αὐτὸ καὶ ἄθλημα) ἐλευθερίας. Ἡ ἔμβια φύση, ἡ ἄλογη, εἶναι νομοτελειακὰ ἰδιοτελής, οἱ ἐνστικτώδεις ὁρμὲς λειτουργοῦν τυφλά, ἀδυσώπητα, γιὰ αὐτοπροστασία καὶ ἡδονή, δὲν ὑπάρχει βούληση γιὰ νὰ ἀντιστέκεται στὴν ἐπιθυμία. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ξεχωρίζει, δὲν εἶναι ἐπειδὴ διαθέτει ὑψηλότερη ἀντιληπτικότητα ἢ ἔχει ἀναπτύξει πληρέστερο κώδικα συνεννόησης, ἀλλὰ ἐπειδὴ μπορεῖ νὰ ἐνεργεῖ ἀδέσμευτος ἀπὸ τὶς ἀναγκαιότητες ποὺ ἐπιβάλλουν τὰ ἔνστικτα. Μπορεῖ νὰ ξεπερνάει τὸν ἑαυτό του γιὰ χάρη τοῦ ἄλλου, νὰ θυσιάζει τὴν ἐγωτική του ἀπαίτηση γιὰ νὰ συντρέξει τὸν διπλανό του ἣ καὶ μόνο γιὰ νὰ τοῦ δώσει χαρά.

Τὸ «κυρίως ἀνθρώπινον» (αὐτὸ ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι ἄνθρωπος) ταυτίζεται μὲ τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς ὁρμῆς, τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὸ ἐγὼ γιὰ χάρη τῶν σχέσεων κοινωνίας. Σήμερα καταλαβαίνουμε καὶ τὴν ἐλευθερία ὑποταγμένη στὸν στεγανὸ ἀτομοκεντρισμό; ταυτίζουμε τὴν ἐλευθερία μὲ τὸ «δικαίωμα» τοῦ ἐγώ μας νὰ ἔχει ἀπεριόριστες καὶ ἀνεμπόδιστες ἐπιλογές: Νὰ ἐπιλέγει τὸ κόμμα ποὺ νομίζει ὅτι τὸν ἐκφράζει, τὴν ἐφημερίδα ποὺ νομίζει ὅτι τὸν πληροφορεῖ μὲ ἐγκυρότητα, τὰ ἰδεολογήματα ποὺ τὸν κάνουν πιὸ «προοδευτικό», ἢ συνεπέστερα «παραδοσιακό» καὶ «συντηρητικό». Εἰκόνα καὶ σύμβολο τῆς «ἐλευθερίας» μας σήμερα δὲν εἶναι τὸ σοῦπερ μάρκετ: Νομίζω ὅτι διαλέγουμε μὲ ἀδέσμευτη τὴν ἀτομική μας προτίμηση καὶ κρίση, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα μᾶλλον μᾶς κατευθύνει ἡ ἔντεχνη ποδηγέτηση τῶν ὁρμῶν μας ἀπὸ τὴ διαφήμιση καὶ τὴ συσκευασία.

Ἂν δεχθοῦμε ὡς κριτήριο ὑπαρκτικῆς γνησιότητας τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἐλευθερία του ἀπὸ τὴν ὁρμέμφυτη ἰδιοτέλεια, τὴν ἐγωτικὴ ἀπληστία, τὴ φίλαυτη πλεονεξία, τότε μέτρο ἀνάπτυξης μιᾶς κοινωνίας δὲν εἶναι ἡ ἀξιοποίηση τῆς τεχνολογίας ἢ ἡ οἰκονομική της εὐρωστία (ἂν καὶ συνήθως ἡ τεχνολογικὴ πρόοδος καὶ ἡ εὔρωστη οἰκονομία συναρτῶνται ἄμεσα μὲ τὴν καλλιέργεια κοινωνικῶν προτεραιοτήτων). Ἀναπτυγμένες εἶναι οἱ κοινωνίες μὲ ὑψηλὴ κατὰ κεφαλὴν καλλιέργεια κοινωνικῆς συνείδησης, δηλαδὴ τῆς χαρᾶς τῶν σχέσεων κοινωνίας. Δὲν μπορεῖ «ἀνάπτυξη» νὰ θεωρηθεῖ τὸ πισωγύρισμα στὴν πληρέστερη θωράκιση τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ κτήνους. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρηθοῦν «ἀναπτυγμένες» οἱ συλλογικότητες ποὺ δυναστεύονται ἀπὸ ὀργανωμένες (συνδικαλισμένες) συσπειρώσεις συμφερόντων, σπεῖρες ἐκβιαστῶν, νομιμοποιημένες κλίκες λυμεώνων τῶν δημόσιων λειτουργημάτων. Ἡ «ἀνάπτυξη» δηλώνει, πρὶν ἀπὸ ὅλα, ἀπαιτήσεις ποιότητας τῆς ζωῆς, ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν καταναλωτικὴ βουλιμία, τὴν αὐθαιρεσία τῶν λίγων ποὺ κρατᾶνε ὅμηρούς τους πολλούς.

Τὸ ὑπόδειγμα τῆς κτηνώδους ἰδιοτέλειας στὶς ὑπανάπτυκτες συλλογικότητες τὸ σαρκώνουν οἱ ἡγεσίες: Ἐπαγγελματίες τῆς ἐξουσίας δίχως ἴχνος (κατὰ κανόνα) πρόθεσης νὰ ὑπηρετήσουν τὶς κοινὲς ἀνάγκες καὶ κοινὲς σκοπεύσεις, ἕρμαια (μέχρι βαθμοῦ ψυχασθένειας) τοῦ πρωτογονισμοῦ τῆς ἐγωλαγνείας. Δὲν ἐνδιαφέρονται παρὰ μόνο γιὰ τὴν ἐπανεκλογή τους στὴ Βουλὴ ἢ στὴν κυβέρνηση. Δὲν ἀποκλείεται νὰ ξεπουλᾶνε τὰ στοιχειώδη δίκαια τῆς χώρας τους, τὸν αὐτοσεβασμό της καὶ τὴν ἱστορία της, μόνο γιὰ νὰ γίνουν ἀρεστοὶ στὶς «αὐλὲς» τῶν ἰσχυρῶν τοῦ πλανήτη. Συνήθως ἔχουν ἔγκαιρα ξεπουλήσει στὰ παρασκήνια τὴν ἴδια τὴν προσωπική τους τιμὴ καὶ ἀξιοπρέπεια: ἀνταλλάσσουν τὴν ἡδονὴ τῶν ἀξιωμάτων μὲ τὸν ρόλο τοῦ λακὲ τῶν ἰσχυρῶν.

Σέρνουν τὴ χώρα μας σὲ ταπεινωτικὲς διαδικασίες μεσολαβήσεων συμβιβασμοῦ γιὰ περιπτώσεις κατάφωρης παραβίασης τῆς λογικῆς καὶ τῆς Ἱστορίας, μεταβάλλουν τὴ χώρα τους, κυριολεκτικά, σὲ «μπαίγνιο τῶν ἐθνῶν» χωρὶς αἰδὼ ἢ λύπην.

Δὲν εἶναι «προδότες», εἶναι ἁπλῶς ὑπανάπτυκτοι, ἄγευστοι τῆς ποιότητας ζωῆς ποὺ παρέχει ἡ αὐθυπέρβαση, ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὸν πρωτογονισμὸ τῶν ὁρμεμφύτων.