Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά στην
Καθημερινή της Κυριακής, 12-02-2006
Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς, όχι οπωσδήποτε με αυθάδεια, ότι τα άρθρα του ελληνικού Συντάγματος που καθορίζουν τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας προδίδουν επίπεδο προπαιδείας και σοβαρότητας μάλλον απογοητευτικό.
Ίσως ολιγομαθείς στο θέμα και απαράσκευοι οι κατά καιρούς συνταγματικοί νομοθέτες ορίζουν την τοπική στην Ελλάδα Εκκλησία σαν «θρησκεία». Αγνοούν την αντιθετική διαφορά εκκλησίας και θρησκείας, το ασύμπτωτο των εννοιών, την αγεφύρωτη απόσταση που χωρίζει το εκκλησιαστικό γεγονός από την ορμέμφυτη, ενστικτώδη ανάγκη του ανθρώπου για θρησκεία. Δεν πληροφορήθηκαν ποτέ, ούτε καν από εγκυκλοπαιδική περιέργεια, ότι η θρησκεία είναι πάντοτε και οπωσδήποτε ατομοκεντρική – προϋποθέτει ατομικές πεποιθήσεις, ατομική ηθική, ατομική υποταγή «στο θαύμα, στο μυστήριο και στο κύρος» προκειμένου να εξασφαλιστεί ατομική σωτηρία. Ενώ η εκκλησία συγκροτείται μόνο ως κοινόν άθλημα ελευθερίας από τις ατομοκεντρικές αναγκαιότητες της φυσικής θρησκευτικότητας, μόνο με στόχο να πραγματοποιηθεί η ύπαρξη ως σχέση και κοινωνία.
Το Σύνταγμα της Ελλάδας ορίζει σαν «εκκλησία» την αλλοτρίωση (ψεύτισμα και εξαχρείωση) του εκκλησιαστικού γεγονότος σε «επικρατούσα θρησκεία». Το ρήμα «επικρατώ» ίσως θέλει να δηλώσει την αριθμητική απλώς υπεροχή των μελών της εκκλησίας μέσα στον πληθυσμό της χώρας, κομίζει ωστόσο εξουσιαστικούς συνειρμούς ασυμβίβαστους με την εκκλησιαστική μαρτυρία και ταυτότητα. Ένα κοινό άθλημα «τρόπου της υπάρξεως» δεν θα πούμε ποτέ ότι «επικρατεί» σε μια συλλογικότητα. Μόνο μια ιδεολογία ή θρησκοληψία είναι «επικρατούσα» – κυρίαρχη ή και κρατικά επιβεβλημένη.
Η ιδεολογική εκδοχή της εκκλησίας δηλώνεται και με τη συνταγματική διατύπωση ότι: «Γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικώς με τη Μεγάλη της Κωνσταντινούπολης και κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού, τηρώντας απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις». Αλλά, όταν η εκκλησιαστική εμπειρία μιλάει για τον Χριστό ως «κεφαλή» του ευχαριστιακού «σώματος», δηλώνει εικονολογικά μια ζωτική λειτουργία υπαρκτικού δωρήματος απρόσιτη σε αντικειμενικό εντοπισμό. Ενώ, όταν νομικό κείμενο μιλάει για «κεφαλή» Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, εντοπίζει υποχρεωτικά την κορυφαία ιδεολογική αυθεντία, τον ιστορικό ιδρυτή και αρχηγέτη του θεσμικού μορφώματος – όπως εντοπίζει, λ.χ. τον Λένιν ως «κεφαλή» κόμματος λενινιστικού.
Επιπλέον, το γλωσσικό τυπόπλασμα «ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός», εμφανιζόμενο στον Καταστατικό Χάρτη νεωτερικού κράτους, παραπέμπει αποκλειστικά σε ένα ιδεολογικό a priori – αποδεκτό ίσως από την πλειοψηφία, αλλά ριζικά άσχετο με την εκκλησιαστική μαρτυρία και ονοματοδότηση μιας κοινωνούμενης προσωπικής σχέσης. Βεβαιώνεται ακόμα η ιδεολογική εκδοχή της εκκλησίας στο ελληνικό Σύνταγμα και από τα επιρρήματα που εγγυώνται τον «ορθόδοξο» στην Ελλάδα χαρακτήρα της: Είναι «δογματικώς» ενωμένη με τις άλλες ορθόδοξες εκκλησίες και «τηρεί απαρασάλευτα» κανόνες και παραδόσεις αντικειμενοποιημένης (μάλλον ειδωλοποιημένης) «ιερότητας».
Νομοθετούν οι θλιβεροί συνταγματολόγοι για θέματα που προφανέστατα αγνοούν. Νομίζουν ότι η ενότητα των «κατά την οικουμένην» εκκλησιών εξασφαλίζεται με την κοινή εμμονή στο γράμμα ιδεολογικών διατυπώσεων, την κοινή νοητική παραδοχή δογματικών «αρχών» και «αξιωμάτων», άσχετων με την εμπειρική επαλήθευση. Εμφυτεύουν στο Σύνταγμα μια εικόνα της εκκλησίας αντίγραφο της πάλαι ποτέ Κομμουνιστικής Διεθνούς ή του Βατικάνειου ιδεολογικού συγκεντρωτισμού, εικόνα που προϋποθέτει «αλάθητη» καθέδρα και ολοκληρωτικά ελεγχόμενη ομοτροπία. Όφειλαν να έχουν τουλάχιστον πληροφορηθεί ότι η ενότητα των τοπικών εκκλησιών πραγματώνεται «συνοδικώς» – είναι το συνοδικό σύστημα που καθολικεύει και γεωγραφικά την ευχαριστιακή ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος.
Τελικά τι οριοθετεί το περί σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας άρθρο 3 του ελληνικού Συντάγματος; Είναι άρθρο αποκλειστικά διαπιστωτικό, χωρίς ίχνος οριοθέτησης σχέσεων. Περιέχει μόνο αφορισμούς που προδίδουν προκλητική άγνοια και παραποιούν την εκκλησιαστική πραγματικότητα ως λαϊκό στην Ελλάδα σώμα σχέσεων - κοινωνίας. Εκτός αν διαπιστώνουμε στο Σύνταγμα ότι «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού», προκειμένου να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο ανάδειξης οποιασδήποτε άλλης θρησκείας ως «επικρατούσας». Να εξασφαλίσουμε ένα ιδεολογικό μονοπώλιο της εκκλησιαστικής Ορθοδοξίας ως κρατικής στην Ελλάδα θρησκείας. Αν αυτή είναι η πρόθεση του συνταγματικού νομοθέτη, τότε, φανερά δηλώνουμε στον Καταστατικό χάρτη της χώρας ότι είμαστε μια κοινωνία άσχετη με την ελληνική ιστορική σάρκα του εκκλησιαστικού ευ-αγγελίου.
Το εκκλησιαστικό γεγονός ταυτίζεται στην Ελλάδα με την ένσαρκη στο λαϊκό σώμα παράδοση του πολιτισμού της. Είναι ευτελισμός να εκδεχόμαστε αυτή την παράδοση επίσημα (στο Σύνταγμά μας) σαν ιδεολογικό νάρθηκα. Ο σεβασμός της παράδοσης πολιτισμού που ενσαρκώνει στην Ελλάδα το εκκλησιαστικό γεγονός, απαιτεί να απαλειφθεί το άρθρο 3 από το Σύνταγμα. Να απαλειφθεί ολόκληρο το άρθρο, δηλαδή και οι παράγραφοι 2 και 3 που επισημοποιούν τη ντροπή της εκκλησιαστικής πολυδιάσπασης του Ελληνισμού σε α-νόητες «δικαιοδοσίες», αλλά και τη ντροπή της απαγόρευσης να μεταφράζεται η Αγία Γραφή «σε άλλο γλωσσικό τύπο»!
Για την οριοθέτηση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας αρκούν οι προβλέψεις του άρθρου 13 του Συντάγματος – αυτές που κατοχυρώνουν την «ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης». Χρειάζεται βέβαια να αφομοιωθούν στο άρθρο αυτό και οι συνετές οδηγίες της Ε.Ε. που ζητούν κοινωνικό έλεγχο (θεσμική πολιτειακή επιτήρηση) των δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν αρρωστημένες περίεργες σέκτες ή παραθρησκευτικές ομάδες κερδοσκοπικών σκοπιμοτήτων απέναντι στις οποίες οφείλει η κοινωνία να αμυνθεί.
Αν η Εκκλησία στην Ελλάδα απαλλαγεί από τη συνταγματική ιδεολογικοποίηση – αλλοτρίωσή της σε «επικρατούσα θρησκεία», θα χρειαστεί να διευθετηθούν νομοθετικά κάποιες πρακτικές πτυχές συναλληλίας, διευθέτηση που η Πολιτεία οφείλει στην Εκκλησία ως παράγοντα κοινωνικής συνοχής: Τέτοιες πτυχές είναι η διδασκαλία των «θρησκευτικών» στα σχολεία, οι εκκλησιαστικές «δοξολογίες» στις εθνικές επετείους, η ανάρτηση Εικόνων στα δικαστήρια και στα σχολεία, ο υποχρεωτικός ή όχι χαρακτήρας του πολιτικού γάμου, η λεγόμενη «πολιτική» κηδεία, η καύση των νεκρών, οι προϋποθέσεις ανέγερσης ευκτήριων οίκων.
Για όλα αυτά μάλλον θα χρειαστεί και μια τρίτη επιφυλλίδα.