Ἀντίδοτο στὴ θρησκευτικὴ ἀ-νοησία

Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά στην
Καθημερινή, Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2008


Τί ἀκριβῶς ἐξακολουθοῦμε νὰ γιορτάζουμε μὲ τὴ «γιορτὴ» τῶν Χριστουγέννων στὶς δυτικοῦ τύπου κοινωνίες μας σήμερα;

Μᾶλλον αὐτὸ ποὺ λέει ἡ λέξη: Τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἄσχετα μὲ τὸ τί νομίζει ὁ καθένας γιὰ τὸν Χριστό. Ἂν ἦταν, λ.χ., ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος. Ἢ ἂν ἦταν μόνο ἱδρυτὴς μίας ἀκόμη θρησκείας. Ἢ ἁπλῶς ἕνας χαρισματικὸς ἠθικολόγος, ξεχωριστὸς φιλόσοφος, ρομαντικὸς κοινωνικὸς μεταρρυθμιστής. Ἀναγνωρίζουμε ὅλοι αὐτονόητα τὸν ξεχωριστὸ ρόλο τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀνθρώπινη Ἱστορία καὶ ἀφηνόμαστε στὴ συνήθεια νὰ γιορτάζουμε τὴ γέννησή του.

Γιὰ τὸ πρῶτο ἐνδεχόμενο, νὰ ἦταν ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, τί λογικὰ ἐρείσματα (ἐρείσματα κοινωνούμενης ἐμπειρίας) μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνας σημερινός, στὶς δυτικοῦ τύπου κοινωνίες, ἄνθρωπος; Πῶς ὁ Χριστός, ἕνα ἱστορικὰ ἐντοπισμένο ἀνθρώπινο ἄτομο μὲ τοὺς ὑπαρκτικοὺς περιορισμοὺς τῆς ἀνθρώπινης φύσης, μπορεῖ νὰ ἦταν ἡ ἴδια ἡ Αἰτιώδης Ἀρχὴ τῶν ὑπαρκτῶν, ὁ Θεὸς δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος;

Στὸ πλαίσιο τοῦ βίου μας σὲ δυτικοῦ τύπου κοινωνίες σήμερα, μοιάζει νὰ μὴν ὑπάρχει ἡ γλῶσσα τόσο γιὰ τὴν ἀναζήτηση ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀπάντηση σὲ ἕνα τέτοιο ἐρώτημα. Κάποτε οἱ ἄνθρωποι πάλευαν κατὰ προτεραιότητα νὰ ἀποκρυπτογραφήσουν τὸ αἴνιγμα τῆς ὕπαρξης τῶν ὑπαρκτῶν, ὅπως παλεύουν σήμερα νὰ μάθουν τὰ μυστικὰ τῆς ὕλης γιὰ νὰ ἐκμεταλλευτοῦν τὴν ὕλη. Κάθε πάλη γεννάει τὴν ἀναγκαία γιὰ τὸ ἐγχείρημα γλῶσσα. Ἄλλη γλῶσσα γιὰ τὴν ἔρευνα τοῦ ὑπαρκτικοῦ γεγονότος, ἄλλη γιὰ τὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς χρησιμοθηρίας.

Σήμερα, οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ θεσμοποιημένου σὲ «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος μᾶς μιλᾶνε γιὰ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ γλῶσσα ὄχι τῆς πάλης γιὰ νὰ φωτιστεῖ τὸ αἴνιγμα τῆς ὕπαρξης, ἀλλὰ μὲ τὴν κυρίαρχη γλῶσσα τῆς χρησιμοθηρικῆς ἀποτελεσματικότητας. Μᾶς μιλᾶνε γιὰ τὸ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ καταλαβαίνουν σὰν συνταγὴ ὠφελιμιστικῆς ἠθικολογίας – θὰ μποροῦσε νὰ τὸ ἔχει πεῖ καὶ ὁ Μαχάτμα Γκάντι. Μᾶς μιλᾶνε καὶ γιὰ τὴν «εἰρήνη» ποὺ εὐαγγελίστηκε ὁ Χριστός, θαυμάσιο καὶ αὐτὴ κομφὸρ τῆς φυτικῆς εὐζωίας μας. Κυρίως, μᾶς μιλᾶνε μὲ πλῆθος τυποποιημένα αὐτονόητα, λέξεις καὶ φράσεις ποὺ λειτουργοῦν μόνο ὡς θρησκευτικὰ κλισέ, δίχως τὸ παραμικρὸ ἀντίκρισμα ἐμπειρικῆς ἀμεσότητας, ὅπως ὅλες οἱ ἀξιωματικὲς ἀρχὲς τῶν ἰδεολογημάτων καὶ τὰ δογματικὰ a priori.

Καταιγισμὸς κηρυγμάτων, πλημμυρίδα ἔντυπου θρησκευτικοῦ λόγου, ραδιοφωνικὲς συχνότητες ποὺ πουλᾶνε θρησκεία γιὰ ψυχολογικὴ κατανάλωση. Καὶ τὸ καίριο, τὸ ζωτικὸ ἐρώτημα ἀναπάντητο: Πῶς ὁ ἄγνωστος, ἀπρόσιτος, «πάντων ἐπέκεινα» Θεός, ὁ ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, μπορεῖ νὰ ταυτίζεται μὲ βρέφος ἀνθρώπινο σὲ φάτνη ἀλόγων; Ποιὰ πρόταση ἑρμηνείας τοῦ ὑπαρκτικοῦ γεγονότος μπορεῖ νὰ φωτίσει αὐτὸν τὸν παραλογισμό; Νὰ καταφύγουμε στὴν εὐκολία τῆς «ὑπερφυσικῆς» ἀλογίας, δηλαδὴ σὲ μαγικὲς ἑρμηνεῖες ἄμπρα-καταμπρα; Μὰ μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ «ὑπερφυσικοῦ» ὁ ἄνθρωπος ἔχει σκαρώσει πολλὰ θρησκευτικὰ μυθεύματα. Ποτὲ ὁ λόγος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας δὲν κατέφυγε στὸ πρόσχημα τοῦ «ὑπερφυσικοῦ» καὶ αὐτὸν τὸν ἐκκλησιαστικὸ λόγο ἀπηχοῦσε ὁ Ντοστογιέφσκι ὅταν κατάγγελλε «τὸ θαῦμα, τὸ μυστήριο καὶ τὸ κῦρος» σὰν τὶς τρεῖς πανίσχυρες δυνάμεις τοῦ κακοῦ ποὺ δουλώνουν τὸν ἄνθρωπο.

Πρόταση ἐμπειρικῆς ψηλάφησης «νοήματος» τῶν Χριστουγέννων ἐκθέτει μὲ διακριτικὴ προσήνεια ὁ Ἰσαὰκ ὁ Σύρος καὶ ἡ γραφή του ἐπιβιώνει ἄκρως ἐπικαιρικὴ κάπου δεκατρεῖς αἰῶνες. Δέξου τὴν ταπεινοφροσύνη, λέει ὁ μέγας Ἰσαάκ, εἶναι ἡ μόνη ἐμπειρικὴ πιστοποίηση ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὴ φύση του. Ἂν φτάσεις σὲ αὐτὴν τὴν ἐμπειρικὴ πιστοποίηση θὰ ἔχεις βεβαιωθεῖ ὅτι ἡ ταπεινοφροσύνη «στολὴ Θεότητος ἐστιν. Ὁ γὰρ Λόγος ὁ ἐνανθρωπήσας αὐτὴν ἐνεδύσατο καὶ ὠμίλησεν ἡμῖν δι᾿ αὐτῆς ἐν τῷ σώματι ἡμῶν».

Στὴν πάλη γιὰ ἑρμηνευτικὸ φωτισμὸ τοῦ ὑπαρκτικοῦ αἰνίγματος, πρῶτο εἶναι τὸ πρόβλημα τῆς ἐλευθερίας. Ὄχι τῆς ἐλευθερίας ὡς δυνατότητας ἐπιλογῶν, ὅπως σήμερα νηπιωδῶς τὴν κατανοοῦμε, ἀλλὰ τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς ποὺ ἐπιβάλλουν στὴν ὕπαρξή μας οἱ δεδομένες ἀναγκαιότητες τῆς φύσης μας: ἡ ὑποταγὴ στὸν χρόνο, στὸν χῶρο, στὴ φθορά, στὸν θάνατο. Καὶ τὸ πρῶτο ποὺ ἐνδιαφέρει εἶναι ἂν ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὴ φύση μπορεῖ νὰ περιλαμβάνεται στὰ ἐνδεχόμενα τοῦ ὑπαρκτικοῦ γεγονότος.

Ἡ ἑρμηνευτικὴ πρόταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας βλέπει στὰ Χριστούγεννα ἁπτὴ (ἱστορικὰ σαρκωμένη) τὴν ἐλευθερία τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ ἀπὸ κάθε ἀναγκαιότητα προκαθορισμοῦ ποὺ θὰ προϋπέθετε ἡ θεία φύση ἢ οὐσία του. Εἶναι Θεός, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὑπαρκτικὰ ἐλεύθερος ἀπὸ τὴ θεότητά του, ἐλεύθερος νὰ ὑπάρξει «κενωτικὰ» καὶ ὡς ἄνθρωπος – στὴν ἐνανθρώπισή του ψηλαφεῖται ὁ θρίαμβος τῆς ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου του ἔναντί της φύσης του. Ἀντίστοιχα, ἡ ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἁπτὴ ἐλευθερία του ἀπὸ τοὺς ὑπαρκτικοὺς περιορισμοὺς τῆς ἀνθρώπινης φύσης ποὺ προσέλαβε.

Νοήματα ὅλα αὐτὰ ἄκρας σχετικότητας παγιδευμένα μέσα στὰ ὅρια τοῦ κόσμου μας ποὺ εἶναι καὶ ὅρια τῆς γλώσσας μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εὔκολα διολισθαίνουν στὸ ἰδεολόγημα. Τὸ γνωρίζει, ἀσφαλῶς ἐπώδυνα, ὁ Ἰσαὰκ ὁ Σύρος καὶ συνετὰ ἡ δική του ἑρμηνευτικὴ τῶν Χριστουγέννων πρόταση ἀποφεύγει τὴν παγίδα τῶν νοημάτων. Καλεῖ στὴν ἄμεση ἐμπειρικὴ ψηλάφηση τῆς ἑρμηνείας, στὴν ἔμπρακτη σπουδὴ τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως ποὺ ἐλευθερώνει ἀπὸ τὶς προδιαγραφὲς τῆς φύσης. Καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος εἶναι ἡ «κένωση», ἡ ταπεινοφροσύνη. «Πᾶς ὁ ἀμφιεσάμενος αὐτήν, τὴν στολὴν ἐν ᾗ ὡράθη ὁ κτίστης ἀμφιέννυται» – σπουδάζει στὸ κορμί του τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴν κτιστότητα.

Ἡ «ἀποκάλυψη» ποὺ κομίζει ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία εἶναι ὅλη κι ὅλη τρεῖς λέξεις: «Πατήρ», «Υἱός», «Πνεῦμα». Δηλώνουν τὴν Αἰτιώδη Ἀρχὴ τοῦ ὑπαρκτοῦ ὡς ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ὀντικὴ ἀτομικότητα τὴ φυσικὰ ἢ οὐσιαστικὰ προκαθορισμένη. Καὶ ἐλευθερία ἀπὸ τὸν ἀτομοκεντρισμὸ δὲν σημαίνει ἄρνηση τῆς αὐτοσυνείδητης ἑτερότητας, ἀλλὰ πραγμάτωσή της μέσα ἀπὸ τὴν ὑπαρκτικὴ δυναμική της σχέσης, τῆς αὐθυπέρβασης, τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἠθικὴ ποιότητα, ἀλλὰ ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῆς Θεότητας, ὁ τρόπος τῆς ἐλευθερίας.

Τὸ ὄνομα «Πατὴρ» δὲν παραπέμπει σὲ ἀτομικὸ ἐγώ, ἀλλὰ στὴ σχέση μὲ τὸν «Υἱὸ» καὶ τὸ «Πνεῦμα», τὸ ἴδιο καὶ καθένα ἀπὸ τὰ ἄλλα δύο ὀνόματα. Καὶ αὐτὸν τὸν τρόπο τῆς ὕπαρξης ὡς ἐλευθερίας τὸν ἀποκάλυψε τὸ βρέφος τῆς Βηθλεὲμ φορώντας σάρκα ταπεινή, δηλαδὴ ψηλαφητὴ τὴν «στολὴν τῆς Θεότητος».

Πέρα ἀπὸ τὴν ἀπελπιστικὴ πλημμυρίδα θρησκευτικῆς κηρυγματικῆς ἀ-νοησίας ὑπάρχει, δῶρο ζωῆς ἀνεκτίμητο, λέγει ὁ Ἰσαὰκ ὁ Σύρος.