Ἀπεστάλη στὸν παρόντα δικτυακὸ τόπο ἀπὸ τὸν Ὀδυσσέα Ἐπικουρίδη
Ὁ Μορφωτικὸς Σύλλογος ἔχει ἀσχοληθεῖ ἀπὸ παλιὰ μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, μάλιστα, ὅπως μου ὑπενθύμισε ἡ ἄξια γραμματέας του, ἡ ἀγαπητὴ Ἄννα Χάνου, κάποτε μοῦ εἶχε ἀναθέσει νὰ κάνω σχετικὴ ὁμιλία. Τὸ «Φιστίκι» ἐξ ἄλλου, καθὼς καὶ ὁ «Ἐπιβάτης» εἶναι δυὸ αἰγινήτικα ἔντυπα, ποὺ ἀσχολοῦνται συχνὰ μὲ τὴ γλώσσα μας.
Στὴν ἀποψινὴ σύναξη τοῦ Φιλολογικοῦ Καφενείου εἴπαμε νὰ ἀσχοληθοῦμε μὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ μοῦ προτάθηκε νὰ κάνω τὴ σχετικὴ εἰσήγηση. Μολονότι δὲν εἶμαι φιλόλογος ἀλλὰ μόνο μηχανικός, ἀποδέχτηκα τὴν πρόταση, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν γιατὶ ἀγαπῶ τὴ γλώσσα μας καὶ ἔχω ἀσχοληθεῖ μαζί της, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ γιατὶ ἐκδίδω ἐδῶ καὶ δεκαπέντε χρόνια τὸ «Φιστίκι», ποὺ ἀπὸ τὸ πρῶτο τεῦχος του ἔταξε μεταξὺ τῶν στόχων του καὶ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, διαθέτει δὲ γι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπὸ μόνιμες σελίδες: «Γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα» ποὺ γράφει ὁ γλωσσολόγος Νίκος Σαραντάκος καὶ «Τὸ λιβάδι μὲ τοὺς μαργαρίτες» ποὺ ἔχει ἀναλάβει ὁ Ζούργκα (ψευδώνυμο ἐπίλεκτου πλὴν μετριόφρονα συμπολίτη μας), δικαιωματικὰ ἄλλωστε καθόσον εἶναι ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἁλιέων μαργαριτῶν στὴν ὁμώνυμη ὄπερα τοῦ Μπιζέ...
Αὐτά, ποὺ θὰ ἔχετε τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν καλοσύνη νὰ παρακολουθήσετε ἀπόψε, ἔχουν δημοσιευτεῖ, κατὰ καιροὺς καὶ μὲ ἄλλη μορφή, στὸ «Φιστίκι», ὁρισμένα δὲ σὰν ἀπάντηση ἀντίστοιχων δημοσιευμάτων τοῦ «Ἐπιβάτη».
Γιατί ὅμως πρέπει νὰ δείχνουμε αὐτὴ τὴν ἐμμονὴ στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας; Στὴν ἀπάντηση ποὺ δίνω, τουλάχιστον ἐγώ, δὲ χωρᾶνε οὔτε ἐθνικιστικὲς ὑπερβολὲς οὔτε μεταφυσικὲς ἐξάρσεις. Ἀποστρέφομαι τὸν ἐθνικισμό, ὅπως καὶ τὸν ρατσισμὸ καὶ τὸν φασισμό, γιατὶ φρονῶ πῶς εἶναι ἰδεολογίες μειονεκτικῶν ἢ ἠλιθίων καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὄντας ἀθεράπευτα ὀρθολογιστὴς καὶ σκεπτικιστής, προτιμῶ τὴν ἐπιστημονικὴ ἐπιχειρηματολογία..
Ὑπερασπιζόμαστε λοιπὸν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα γιὰ συγκεκριμένους καὶ (ἐφ᾿ ὅσον ἡ γλωσσολογία εἶναι ἐπιστήμη) ἐπιστημονικοὺς λόγους:
Πρῶτα πρῶτα, γιατὶ ὅλοι συνειδητοποιοῦμε πῶς ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἀπειλεῖται.
Ὄχι ἀπὸ καμιὰ «διεθνὴ συνομωσία» (ποὺ δῆθεν ἐξυφαίνουν ἐναντίον μας οἱ ξένοι, οἱ μισέλληνες Φράγκοι, μὲ ἠθικοὺς αὐτουργοὺς βεβαίως τοὺς ἀναπόφευκτους Ἑβραίους). Δὲν ἀνῆκα ποτὲ στὴν κατηγορία τῶν συναμοσιολογούντων καὶ φρονῶ πῶς ὅλη αὐτὴ ἡ φιλολογία περὶ διεθνοῦς συνομωσίας εἶναι ἀνοησίες καὶ ψεύδη, ποὺ τελικὰ μᾶς κρύβουν τὴν πραγματικότητα.
Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἀπειλεῖται γιατὶ δὲν διδάσκεται σωστὰ στὰ σχολεῖα. Καὶ πῶς νὰ διδαχτεῖ σωστά, ὅταν γιὰ τὴν ἐκπαίδευση (καὶ τὸν πολιτισμό) διαθέτουμε τὸ μικρότερο ποσοστὸ τοῦ προϋπολογισμοῦ μας σὲ σύγκριση μὲ ὅλα τὰ κράτη-μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης;
Ἀπειλεῖται ἐπίσης, γιατὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀνελλήνιστων, τῶν ἀπαίδευτων καὶ τῶν ἡμιμαθῶν, ποὺ λυμαίνονται τὰ Μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης ἔχει ξεπεράσει κάθε ἀνεκτὸ ὅριο. Ἀπὸ αὐτοὺς ἴσως ὁ περισσότερος κόσμος ἔχει συνηθίσει νὰ μιλᾶ μία πολὺ φτωχὴ καὶ ἄχαρη γλώσσα. Τοὺς σημερινοὺς Ἕλληνες χαρακτηρίζει λεξιπενία.
Σύμφωνα μὲ ἔγκυρες στατιστικές, ἐνῷ ὁ μέσος Εὐρωπαῖος χρησιμοποιεῖ περίπου 2500 λέξεις γιὰ νὰ ἐκφραστεῖ, ὁ μέσος Ἕλληνας τὴ βολεύει μὲ 800, γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθῶ στοὺς νεαρούς, ποὺ τρῶνε στὶς καφετέριες τὸ χαρτζηλίκι ποὺ τοὺς δίνει ὁ μπαμπάκας τους καὶ χρησιμοποιοῦν τὸ πολὺ ἑκατὸ λέξεις μὲ τὶς ὁποῖες καταφέρνουν νὰ ἐκφράζουν τὸν ἔρωτα ἢ τὸ μίσος, νὰ ὑμνοῦν τὰ κάλλη τῶν κοριτσιῶν τους καὶ νὰ ἐπισημαίνουν τὰ ἐλαττώματα τῶν ἀντιζήλων τους. Προεξάρχουσα δὲ εἶναι ἡ χρήση τῆς λέξης μαλάκας, ποὺ ἔχει γίνει πιὰ ἁπλὸ προσηγορικὸ (τουλάχιστον οἱ ἐν λόγῳ νεαροὶ ἔχουν μίαν ἑλληνικὴ ἀρετή: τὸ «γνῶθι σαὐτόν»).
Δὲν ἀποκλείεται ἡ λεξιπενία αὐτὴ τῶν Ἑλλήνων νὰ ὀφείλεται ὄχι μόνο στὴν ἀποβλακωτικὴ ἐπίδραση τῆς τηλεόρασης, ἀλλὰ καὶ στὸ ὅτι τελευταῖα οἱ ἄνθρωποι δὲν πολυσυζητοῦν ἢ ἂν συζητοῦν μιλᾶνε γιὰ τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια: ποδόσφαιρο, ἐπιχειρήσεις, κουτσομπολιό, θέματα δηλαδὴ πού, ἀπὸ τὴ φύση τους, δὲν ἀπαιτοῦν πλούσιο λεξιλόγιο.
Δεύτερον ἐμμένουμε στὴν ὑπεράσπιση τῆς γλώσσας μας, γιατὶ πιστεύουμε πῶς συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν ἐθνική μας ἐπιβίωση.
Κρατώντας καὶ ἀναπτύσσοντας τὴ γλώσσα μας, κρατᾶμε καὶ προβάλουμε τὴν ἐθνική μας ταυτότητα. Ἡ ἔνταξή μας στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση δὲν προϋποθέτει οὔτε ἀφομοίωση οὔτε πολιτιστικὴ ἰσοπέδωση, ὅπως ἴσως εὐαγγελίζονται κάποιοι «ἐκσυγχρονιστές». Καθημερινὰ ὅμως γινόμαστε μάρτυρες παραμέλησης καὶ κακοποίησης τῆς γλώσσας μας. Καὶ αὐτὸ δὲν ὀφείλεται βέβαια μόνο στὴν ἀδιαφορία τῆς Πολιτείας καὶ στὴν ἀνεπάρκεια τῆς σχολικῆς παιδείας. Χωρὶς ἀμφιβολία ἐδῶ ὑπάρχει καὶ ἢ προσωπικὴ εὐθύνη ὅλων μας. Δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἱκανοποιημένοι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ὅταν ἡ ἔλλειψη ὀφειλόμενης προσοχῆς μας ἐκτρέπει σὲ ἀνεπίτρεπτα ἐκφραστικὰ σφάλματα ἢ ὅταν, ἀπὸ ἀνόητη ξενομανία, νοθεύουμε καθημερινὰ καὶ ἀσυλλόγιστα τὴ μητρική μας γλώσσα. Ὅταν, ἀπὸ γενικότερη ἀδιαφορία πρὸς τὰ κοινά, ἀνεχόμαστε ἀπαράδεκτα γλωσσικὰ κατασκευάσματα καὶ κατάφωρους γλωσσικοὺς βιασμούς. Γιὰ νὰ μὴ μιλήσω γιὰ τὶς ξενόγλωσσες ἐπιγραφές, ποὺ ἔχουν κυριαρχήσει ἀπόλυτα.
Ἂν ἢ σημερινὴ κατάσταση συνεχιστεῖ, ἂν δηλαδὴ τὰ ἑλληνικά μας γίνονται καθημερινὰ φτωχότερα, ἀθλιότερα καὶ λιγότερο ἑλληνικά, τὸ μέλλον γιὰ τὴ μητρική μας γλώσσα θὰ ἔχει πλέον προδιαγραφεῖ ἀναπότρεπτα καὶ ἀρνητικά. Ἂν ὅμως ἢ γλώσσα μας χαθεῖ, θὰ εἶναι ἀληθινὰ πολὺ δύσκολο, ἂν ὄχι ἀδύνατο, νὰ διατηρήσουμε τὴν ἐθνική μας ὑπόσταση, ἢ ὁποία δέχεται ἄλλωστε καὶ πολλὰ ἄλλα πλήγματα. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου θεωρητικὸ ἐνδεχόμενο.
Τρίτο ὑπερασπίζουμε τὴ γλώσσα μας, γιατὶ εἶναι πολύτιμο γλωσσικὸ ἐργαλεῖο.
Δὲν εἶναι κακὸ νὰ καμαρώνουμε γιὰ τὴ γλώσσα ποὺ μιλοῦμε. Δὲν εἴμαστε ἄλλωστε οἱ μόνοι. Οἱ Γάλλοι, οἱ Ἰσπανοὶ οἱ Ἰταλοί, οἱ Ρουμάνοι, καμαρώνουν ἐπίσης γιὰ τὴ γλώσσα τους.
Θυμᾶμαι τοὺς στίχους ἑνὸς Ρουμάνου ποιητῆ
Mult’ est dulce si frumosa
limba ce vorbim
Δηλαδή:
Εἶναι γλυκιὰ καὶ ὄμορφη
ἡ γλώσσα ποὺ μιλᾶμε
Καὶ ἡ ἑλληνικὴ εἶναι κι αὐτὴ ὄμορφη γλώσσα. Εἶναι εὔηχη, ἀκριβόλογη, καλλιεργημένη, πλούσια καὶ ἔχει μοναδικὴ συνθετικὴ ἱκανότητα καὶ γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε ἀποτελεῖ ἀκένωτη πηγὴ ὅρων καὶ νεολογισμῶν ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχουν πάρει ὅλες σχεδὸν οἱ γλῶσσες τοῦ κόσμου. Ὑπολογίζεται ὅτι πολὺ σημαντικὰ ποσοστὰ τοῦ λεξιλογίου τῆς γαλλικῆς, τῆς γερμανικῆς καὶ τῆς ἀγγλικῆς (γιὰ νὰ περιοριστῶ σὲ τρεῖς μεγάλες εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες) ἀποτελεῖται ἀπὸ ἑλληνικὰ δάνεια.
Ἡ ἑλληνικὴ καὶ ἡ κινεζικὴ εἶναι οἱ ἀρχαιότερες γλῶσσες τῆς ἀνθρωπότητας, οἱ ὁποῖες συνεχίζουν νὰ μιλιοῦνται καὶ νὰ γράφονται, ἐπὶ χιλιάδες χρόνια τώρα. Ὑπῆρξαν καὶ πολλὲς ἄλλες γλῶσσες ἐξ ἴσου ἀρχαῖες ἢ ἀρχαιότερες, ὅπως ἡ σουμερική, ἡ αἰγυπτιακή, ἡ ἀκκαδική, ἡ χετταϊκή, ἀλλὰ εἶναι νεκρὲς ἐδῶ καὶ δεκάδες αἰῶνες. Ἄλλες πάλι, ὅπως ἡ σανσκριτική, ἡ λατινική, ἢ ἡ σλαβονική, ἀπόχτησαν μὲν πολυάριθμες πολυάριθμες θυγατέρες, ἀλλὰ καμιὰ ἀπὸ αὐτὲς δὲν ἀποτελεῖ συνέχειά τους. Ἡ σανσκριτικὴ γιὰ τὸν σημερινὸ Ἰνδό, ἡ λατινικὴ γιὰ τὸν σημερινὸ Ἰταλὸ καὶ ἡ σλαβονικὴ γιὰ τὸν σημερινὸ Ρῶσο εἶναι διαφορετικὲς γλῶσσες. Ἡ κινεζικὴ γιὰ τὸν σημερινὸ Κινέζο καὶ ἡ ἑλληνικὴ γιὰ τὸν σημερινὸ Ἕλληνα, ὄχι.
Θὰ περίμενε κανεὶς ἕνα τόσο πολύτιμο γλωσσικὸ ἐργαλεῖο νὰ ἀποτελοῦσε ἀντικείμενο ἰδιαίτερης φροντίδας ὅλων μας. Δυστυχῶς ὅμως κάτι τέτοιο δὲν συμβαίνει. Οὔτε ἡ Πολιτεία, οὔτε οἱ ἁρμόδιοι δημόσιοι φορεῖς, οὔτε τὰ ἀνώτερα πνευματικὰ ἱδρύματα, ὅπως π.χ. ἡ Ἀκαδημία, κάνουν οὐσιαστικὰ καὶ κυρίως ρεαλιστικὰ βήματα πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή.
Γιὰ ποιὰν ὅμως γλώσσα μιλᾶμε; Γιατί, ὄχι μόνο στὰ 185 χρόνια ποὺ ὑπάρχει τὸ ἑλληνικὸ κράτος, ἀλλὰ καὶ ἀρκετοὺς αἰῶνες πιὸ μπροστά, ἀπὸ τὴν ἑκάστοτε πνευματικὴ ἡγεσία προβλήθηκαν καὶ δοκιμάστηκαν πολλὲς παραλλαγὲς τῆς γλώσσας μας.
Δυὸ περίπου αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὸν Νεοελληνικὸ Διαφωτισμό, ἡ πνευματικὴ ἡγεσία τοῦ ὑπόδουλου Γένους, ποὺ τὴν ἀποτελοῦσαν τότε σχεδὸν ἀποκλειστικὰ κληρικοί, ἔμενε προσκολλημένη στὴν ἀρχαία ἑλληνική. Ὑπῆρξαν φωτισμένοι κληρικοί, ὅπως ὁ Μεθόδιος Ἀνθρακίτης ἢ ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ ἔγραφαν καὶ κήρυτταν σὲ ἁπλὰ ἑλληνικά, ἀλλὰ ἦταν ἐλάχιστοι. Ὅταν μάλιστα δημιουργήθηκε τὸ νεοελληνικὸ κράτος κάποιοι λογιώτατοι βάλθηκαν νὰ ἀναβιώσουν τὴν ... ἀρχαία ἑλληνικὴ καὶ μάλιστα τὴν ἀττικὴ διάλεκτο καὶ πέτυχαν νὰ τὴν ἐπιβάλουν ὡς μοναδικὴ διδασκόμενη σὲ ὅλες της βαθμίδες τῆς ἐκπαίδευσης. Ἀπώτερος σκοπὸς τοὺς ἦταν μαθαίνοντας τὴ γλώσσα τῶν ἀρχαίων νὰ γίνουμε σὰν κι αὐτούς! Τέτοια μυαλὰ κουβαλοῦσαν. Γενεὲς ὁλόκληρες Ἑλλήνων μαθητῶν κατάταλαιπωρηθηκαν, καθὼς ἔπρεπε ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ σχολεῖο νὰ μαθαίνουν τὰ εἰς –μι ρήματα, τὰ ἴα καὶ τὰ ᾠά, οἱ ὄφεις ἰύζουσιν καὶ οἱ χοῖροι ὑΐζουσιν καὶ ἄλλα ἀκόμη χειρότερα. Μπῆκαν ἔτσι οἱ βάσεις γιὰ τὸ περιβόητο «γλωσσικὸ ζήτημα» ποὺ ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες κυριάρχησε στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ τόπου.
(Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειωθεῖ πὼς ἀναβίωση ἀρχαίας νεκρῆς γλώσσας ἔγινε μὲ ἐπιτυχία στὸ Ἰσραήλ, ὅπου σήμερα ὁ ἑβραϊκὸς πληθυσμὸς μιλάει τὴν ἀρχαία ἑβραϊκή, χρησιμοποιώντας μάλιστα τὸ ἀρχαῖο της ἀλφάβητο. Αὐτὸ ὅμως ἔγινε καὶ πέτυχε σὲ ἕναν πληθυσμὸ πολύγλωσσο, συγκεντρωμένον ἐκεῖ ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς, ποὺ εἶχε ξεχάσει τὴ γλώσσα τῶν προγόνων του, ἀφοῦ ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Ἰησοῦ, μιλοῦσε ἀραμαϊκὰ καὶ μετὰ τὴ διασπορὰ εἶχε υἱοθετήσει πολλὲς ξένες γλῶσσες (λαντίνο, γίντις κ.ἄ.), ἐνῷ στὴν Ἑλλάδα οἱ Μιστριώτηδες θέλαν νὰ ἐπιβάλουν τὴν ἀττικὴ διάλεκτο σ᾿ ἕναν πληθυσμὸ ποὺ μιλοῦσε καὶ δημιουργοῦσε στὴ μητρική του γλώσσα, ποὺ ἦταν συνέχεια καὶ ἐξέλιξη τῆς ἀρχαίας).
Οἱ ριζοσπαστικὲς καινοτομίες ποὺ πρότεινε ὁ Βηλαρᾶς, καὶ οἱ σοφὲς ἀπόψεις τοῦ Σολωμοῦ («ἄλλο δὲν ἔχω στὸ νοῦ μου πάρεξ ἐλευθερία καὶ γλώσσα») ἀγνοήθηκαν, ὅπως ἀγνοήθηκαν καὶ οἱ ἐμπεριστατωμένες μελέτες τοῦ Ῥοΐδη, τοῦ Βερναρδάκη καὶ τοῦ Ἀσώπιου. Τὸ μόνο ποὺ δέχτηκαν ἦταν ἀντὶ τῆς ἀττικῆς διαλέκτου νὰ διδάσκεται στὸ Δημοτικὸ καὶ τὸ Σχολαρχεῖο ἡ καθαρεύουσα, μιὰ γλώσσα τεχνητή, μὲ γραμματικὴ συντεταγμένη βαρβαρικὰ καὶ ἀντιεπιστημονικὰ καὶ χωρὶς συντακτικό (δὲν δημοσιεύτηκε ποτὲ συντακτικὸ τῆς καθαρεύουσας – χρησιμοποιοῦσαν τὸ συντακτικὸ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς).
Ἡ καθαρεύουσα στάθηκε πάντα γλώσσα ἀποκλειστικὰ γραφόμενη. Ὡς προφορικὴ ἀπαγγελόταν μονάχα σὲ ἐπίσημους λόγους. Ποτὲ καὶ πουθενὰ δὲ ζήτησε Ἕλληνας κύπελλον ὕδατος στὸ καφενεῖο ἢ χειρόμακτρον ἢ κοχλιάριον στὸ ἑστιατόριο. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ καὶ παρὰ τὸ ῥωμαλέο κίνημα ὑπὲρ τῆς δημοτικῆς, ἡ καθαρεύουσα ἄντεξε ὡς τὰ μέσα της δεκαετίας τοῦ 1970 καὶ μάλιστα τὸ 1969 εἶχε ἀναγορευθεῖ σὲ «ἐθνικὴ γλώσσα» ἀπὸ τὴ δικτατορία τῆς 21ης Ἀπριλίου 1967.
Χωρὶς ἀμφιβολία ὑπάρχει κάποια κακεντρέχεια στὴν Ἱστορία, γιατὶ τὸ τελικὸ καὶ θανάσιμο πλῆγμα κατὰ τῆς καθαρεύουσας τὸ κατέφερε ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἀπριλιανῆς δικτατορίας, ὁ Γεώργιος Παπαδόπουλος. Ὁ φαιδρὸς αὐτὸς καραβανάς, ἐκτὸς ἀπὸ ἡμιμαθής, ἦταν καὶ ὁμιλητικὸς μέχρι φλυαρίας καὶ ὅταν ἔπιανε τὸ μικρόφωνο δὲν ἔλεγε νὰ τὸ ἀφήσει ἀπὸ τὰ χέρια του. Εἶχε δὲ τὴν ὄχι καὶ τόσο συνηθισμένη ἱκανότητα, νὰ ἀγορεύει ἐπὶ ὦρες χωρὶς νὰ λέει ἀπολύτως τίποτα. Ἀπὸ τὸ ἀπόσπασμα ἑνὸς κειμένου του (ποὺ βρῆκα στὴ συλλογὴ λόγων του μὲ τὸν τίτλο «τὸ Πιστεύω μας»), θὰ καταλάβετε τί ἐννοῶ:
Ἡ μέθοδος διὰ τὴν πορείαν μας πρὸς τὸ ἰδανικὸν εἶναι νὰ συρρικνώσωμεν τὸ στοιχεῖον τοῦ ψυχισμοῦ ἀπὸ τὸ δίπτυχον τῆς προσωπικότητός μας καὶ ἐν ψυχρῷ ἀπολύτως, μὲ ὁδηγὸν τὸν λόγον, νὰ τοποθετήσωμεν τὸν ἑαυτόν μας εἰς τὴν α ἢ β θέσιν τοῦ διπτύχου.
Σοφὸν τὸ σαφές, ποὺ λέγανε καὶ οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν... (Ἕνας ἄλλος δικτάτορας, ὁ πανέξυπνος Κεφαλλονίτης Ἰωάννης Μεταξάς, χρησιμοποιοῦσε πολὺ συχνὰ σὲ δημόσιους λόγους τὴ δημοτική).
Ὕστερα ἀπὸ τὸν Παπαδόπουλο ἔγινε ἀπολύτως ἀδύνατο νὰ βγεῖ ὁποιοσδήποτε πολιτικὸς στὰ μπαλκόνια καὶ νὰ βγάλει λόγο στὴν καθαρεύουσα. Ὁ μόνος ποὺ τὸ ἀποτόλμησε, στὶς ἐκλογὲς τοῦ 1974, ἦταν ὁ Πέτρος Γαρουφαλιᾶς καὶ τὸ κράξιμο καὶ ἡ καζούρα ποὺ συνόδεψαν τὸν λόγο του, ἔμειναν στὴν ἱστορία.
Ὁ Ψυχάρης, στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα, θέλοντας νὰ χτυπήσει τὴν καθαρεύουσα, πρότεινε μίαν ἄλλη, ἐπίσης τεχνητὴ γλώσσα τὴν (ψυχαρικὴ) δημοτική. Μὲ τὶς ἀκρότητες καὶ τὶς ἀντιεπιστημονικὲς καινοτομίες, ποὺ πρότεινε ὁ ἴδιος καὶ οἱ ὀπαδοί του, τὰ «πρωτοπαλίκαρα τῆς ἰδέας» – ὅπως τοὺς βάφτισε, ἐνῷ ὁ λαὸς τοὺς εἶχε βγάλει «μαλλιαρούς» – κόντεψε νὰ πετύχει τὸ ἀντίθετο ἐκείνου ποὺ ἐπιδίωξε. Εὐτυχῶς ποὺ βρέθηκαν κάποιοι μυαλωμένοι καὶ κυρίως καταρτισμένοι διανοητές, ὅπως ὁ Ἐλισαῖος Γιανίδης, ὁ Μανόλης Τριανταφυλίδης καὶ ἄλλοι, ποὺ ἔβαλαν τὶς βάσεις τῆς Κοινῆς Νεοελληνικῆς, ἡ ὁποία, ἀφοῦ κυριάρχησε ἀπολύτως στὴν Τέχνη (ποίηση καὶ πεζογραφία), ἔβαλε γερὸ πόδι στὴν Ἐπιστήμη, μὲ τὰ Ἀνώτερα Μαθηματικὰ τοῦ Κρητικοῦ, τὴ Φυσική του Παπαπέτρου, τὴ Μαιευτική του Λούρου.
Στὴν πολιτικὴ τὸ μόνο κόμμα ποὺ ἐνστερνίστηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴ δημοτικὴ ἦταν τὸ κομμουνιστικό, ἀλλὰ υἱοθέτησε μία ψυχαρικὴ ἐκδοχή της. Δημιουργήθηκε ἔτσι μιὰ ἰδιότυπη «μαλλιαροκομμουνιστικὴ» διάλεκτος, μὲ κάτι προτσὲς τῆς ἐξέλιξης, πλέρια κατανόηση, ὁλόπλευρη συμπαράσταση, κάλεσμα, ἀγκιτάτορας, ἰνστρούχτορας καὶ ἄλλα φρικαλέα. «Ὁμιλεῖ τὴν κομμουνιστικὴν διάλεκτον» ἔγραφαν στὶς ἀναφορές τους οἱ χαφιέδες τῆς Ἀσφάλειας, ποὺ εἶχαν βρεῖ μίαν ἀλάνθαστη μέθοδο γιὰ νὰ ἐπισημαίνουν τοὺς κομμουνιστές.
Ἀπὸ τὴ «μαλλιαροκομμουνιστικὴ» διάλεκτο φτάσαμε στὴν ξύλινη κομματικὴ γλώσσα. Ἦρθε σὰν φυσικὴ συνέπεια καὶ γιὰ νὰ εἴμαστε δίκαιοι δὲν ἀφοροῦσε πιὰ μόνο τὰ στελέχη καὶ τὰ μέλη τοῦ κομμουνιστικοῦ κόμματος. Ἡ συμβολὴ τοῦ ΠΑΣΟΚ καὶ τοῦ ἱδρυτῆ του στὴ διαμόρφωση αὐτῆς τῆς ξύλινης κομματικῆς γλώσσας εἶναι πολὺ σημαντική. Μὲ ἐκεῖνα τὰ ἀλησμόνητα μαργαριτάρια του: «ἑπόμενα, τὰ ἑπόμενα βήματά μας θὰ εἶναι…» (ταύτιση ἐπιρρήματος καὶ ἐπιθέτου) ἢ «εἶμαι κάθετα ἀντίθετος» (ἀντὶ κατηγορηματικὰ ἀντίθετος – λὲς καὶ μπορεῖ νὰ εἶσαι παράλληλα σύμφωνος), ὁ Ἀντρέας μπορεῖ νὰ καταταγεῖ στοὺς μεγάλους κακοποιητὲς τῆς γλώσσας μας. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἐκσυγχρονιστῆς διάδοχός του, ὁ Σημίτης, δὲν πῆγε πίσω στὴν κακομεταχείρηση τῆς ἑλληνικῆς. Ὅσο γιὰ τὸν τωρινὸ ἀρχηγὸ τοῦ κόμματος, δὲν ἔχω νὰ πῶ τίποτα ἀκόμα. Περιμένω νὰ ἐκμάθει πρῶτα καλὰ τὰ ἑλληνικὰ γιὰ νὰ τὸν κρίνω.
Βέβαια στὴ διαμόρφωση τῆς ξύλινης γλώσσας συνέβαλε πολύ, χωρὶς νὰ τὸ θέλει καὶ ὁ Γεώργιος Ράλλης, ποὺ καθιέρωσε τὴ χρήση τῆς δημοτικῆς στὴ Διοίκηση, χωρὶς νὰ συνοδέψει τὴ γενναία αὐτὴ χειρονομία μὲ τὴν ἀνάλογη ὑποδομὴ σὲ ἀνθρώπους καὶ ὑλικό.
Σὰν ἀντίδραση ἴσως πρὸς τὴν ξύλινη γλώσσα, ποὺ κυριάρχησε ἀπὸ τὴ μεταπολίτευση κι ἐδῶ, ἔχουμε ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1990 τὴν ἐμφάνιση μιᾶς νεοκαθαρεύουσας. Γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν κατηγορία πὼς χρησιμοποιοῦν ξύλινη γλώσσα, πολλοὶ «διαμορφωτὲς τῆς κοινῆς γνώμης» πέσανε στὸ ἄλλο ἄκρον. Δημιούργησαν μίαν ἄλλη τεχνητὴ γλώσσα τὴ νεοκαθαρεύουσα. Καθὼς ὅμως δὲν ἔχουν διδαχτεῖ τὴν καθαρεύουσα αὐτοσχεδιάζουν. Συντάσσουν πολλὰ ρήματα μὲ γενική, ταιριάζει δὲν ταιριάζει (μιμούμενοι ἔτσι τὸν Μπόστ, ὁ ὁποῖος ὅμως τὸ ἔκανε γιὰ πλάκα), χρησιμοποιοῦν «λόγιες» ἐκφράσεις καὶ λέξεις, συνήθως παρανοώντας τὸ νόημά τους (π.χ. καλλίπυγος, ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων κλπ) καὶ κάνουν μονίμως λανθασμένη χρήση ὁρισμένων ρημάτων ὅπως παράγω, ἀπάγω, διαρρέω κλπ.
Τέλος δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε τὴ φθοροποιὸ ἐπίδραση τῆς ἀγγλικῆς πάνω στὴ γλώσσα μας. Δὲ μιλάω γιὰ τὴν ἀγγλικὴ γλώσσα αὐτὴ καθαυτή, ποὺ εἶναι μιὰ πολὺ καλλιεργημένη καὶ πλούσια γλώσσα καί, τόσο στὴ βρετανικὴ ὅσο καὶ στὴν ἀμερικανικὴ ἐκδοχή της, ἔχουν γραφεῖ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἀριστουργήματα τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀγγλοημιμάθεια. Μὲ τὴν ἰλιγγιώδη διάδοση τῆς πληροφορικῆς καὶ καθὼς ὁ τομέας αὐτὸς ξεκίνησε ἀπὸ ἀγγλόφωνες χῶρες, ἡ ἀγγλικὴ ἔχει ἐπιβληθεῖ ὡς παγκόσμια κοινή, ὅπως σὲ μικρότερο βαθμὸ καὶ μὲ ἄλλον τρόπο, ὑπῆρξαν ἐπὶ τριακόσια χρόνια ἡ γαλλικὴ καὶ ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες ἡ λατινικὴ καὶ ἡ γλώσσα μας ἔχει κατακλυσθεῖ μὲ κομπιοῦτερς, οἱ σκάνερς, τὰ κλίπς. Καὶ ἡ μπάλλα ἔχει πάρει καὶ λέξεις μὴ ἀγγλικές, ποὺ τὶς κλίνουν ἀγγλοπρεπῶς: κρουτόνΣ (οἱ Γάλλοι γράφουν μὲν croutons ἀλλὰ δὲν προφέρουν τὸ σίγμα), γκασταρμπάιτερΣ (ὁ γερμανικὸς πληθυντικὸς θὰ ἦταν μὲ -ν) καὶ οἱ σπούτνικΣ (ὁ ρώσικος πληθυντικὸς θὰ ἦταν σπούτνικι), γιὰ νὰ φτάσουμε σὲ ἀπίθανα μαργαριτάρια, ὅπως τὸ φοβερό: τὰ ἁμαξοστάσια τῶν ΚΤΕΛς! Νά ῾σου τὸ ἀμερικάνικο παπούτσι στὰ ἑλληνικὰ ποδάρια!
Φυσικὰ δὲν εἶμαι κατὰ τῆς πρόσληψης ξένων λέξεων. Κάτι τέτοιο θὰ φτώχαινε τὴ γλώσσα μας. Θέλω ὅμως οἱ ξένες λέξεις ποὺ παίρνουμε, νὰ ἐντάσσονται στὸ κλιτικὸ σύστημα τῆς ἑλληνικῆς καὶ νὰ τὶς ἀποδεχόμαστε μόνον ὅταν δὲν μποροῦμε νὰ φτιάξουμε μία ἀκριβέστερη καὶ ὀμορφότερη ἑλληνικὴ λέξη. Καὶ ἡ πείρα ἔχει ἀποδείξει πῶς ἔχουμε αὐτὴ τὴ δυνατότητα. Στὴν Ἑλλάδα ἔχει ξεκινήσει, ἀνοργάνωτα καὶ ἀσυντόνιστα βεβαίως, ἕνα κίνημα ἀντίστασης στὴν ἀμερικανικὴ ρύπανση τῆς γλώσσας μας, μὲ τὴν προσπάθεια νὰ ἀντικατασταθοῦν ἀμερικανικοὶ ὅροι, λέξεις καὶ ἐκφράσεις μὲ ἑλληνικές, μὲ ἀρκετὲς ὡς τώρα ἐπιτυχίες. Γιὰ νὰ δώσω λίγα μόνο παραδείγματα ἀπὸ τὰ ἄφθονα ποὺ ὑπάρχουν: τὸ ἴντερνετ, ὁ κομπιοῦτερ, τὸ λάπτοπ, τὸ σοφτγουέαρ, τὸ φήντμπακ, τὸ φλάσμπακ (οἱ τελευταῖες τρεῖς ἐκτὸς τῶν ἄλλων, εἶναι καὶ κακόηχες στὰ αὐτιά μας) σιγὰ-σιγὰ γίνανε διαδίκτυο, ὑπολογιστής, ἐπιγονάτιο, λογισμικό, ἀνατροφοδότηση, ἀναδρομή.
Πολλὴ δουλειὰ στὸν τομέα αὐτὸν κάνει μία ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία: ἡ ἐπιστημονικὴ ἑταιρεία ΕΛΕΤΟ· καὶ ἂν ἡ Πολιτεία ἢ οἱ ἁρμόδιοι δημόσιοι φορεῖς (π.χ. ἡ Ἀκαδημία) εἴχανε τὸ νιονιὸ καὶ τὴν πολιτικὴ βούληση νὰ συμβάλουν στὸν τομέα αὐτόν, θὰ εἴχαμε πολὺ μεγαλύτερη πρόοδο.
Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτό, νὰ ἀναγνωρίζουμε δηλαδὴ τὴν ὑπάρχουσα σήμερα (καὶ ὁπωσδήποτε πρόσκαιρη – βλ. τὰ παραδείγματα τῆς λατινικῆς καὶ τῆς γαλλικῆς) διάδοση τῆς ἀγγλικῆς ὡς τὴν πρόταση τῆς κας Ἄννας Διαμαντοπούλου, νὰ ἀναγορευθεῖ ἡ ἀγγλική, ἐπίσημη καὶ ἰσότιμη γλώσσα τοῦ κράτους, νὰ συντάσσονται σὲ δυὸ γλῶσσες ὅλα τὰ δημόσια ἔγγραφα! κτλ. κτλ. ὑπάρχει τεράστια ἀπόσταση. Αὐτὴ ποὺ χωρίζει τὸν πατριωτισμὸ ἀπὸ τὴν ξενομανία.
Ὑπερασπιζόμαστε τὴ ζωντανὴ κοινὴ νεοελληνικὴ γλώσσα, ὅπως διαμορφώθηκε καὶ διαμορφώνεται συνεχῶς ἀπὸ τὴ ζωή, μὲ τὴ γραμματικὴ καὶ τὸ συντακτικὸ τῆς δημοτικῆς, ὅπως καθιερώθηκε ἀπὸ τὶς ἐργασίες τοῦ Τριανταφυλλίδη καὶ τῶν διαδόχων του, χωρὶς ἄκαμπτους κανόνες καὶ ἀνοιχτὴ στὴν πρόσληψη ὅρων, νεολογισμῶν καὶ ἐκφράσεων, τόσο ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνική, ὅσο καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς ξένες γλῶσσες. Τὴ γλώσσα δὲν τὴν ἀποτελοῦν μονάχα οἱ λέξεις, ὅπως ἕνα κτίριο δὲν τὸ ἀποτελοῦν μόνο τὰ τοῦβλα. Τὴ γλώσσα τὴν ἀποτελοῦν οἱ λέξεις μὲ τὸν τρόπο ποὺ κλίνονται, ποὺ συντάσσονται καὶ ποὺ δημιουργοῦν σύνθετα, τὴν ἀποτελοῦν δηλαδὴ τὸ λεξιλόγιο, ἡ γραμματικὴ καὶ τὸ συντακτικό της.
Μποροῦμε λοιπὸν νὰ δεχόμαστε κάθε ξένη λέξη, μὲ δυό, κατὰ τὴ γνώμη μου περιοριστικοὺς ὅρους: νὰ μὴν εἶναι εὔκολο νὰ βροῦμε (ἢ νὰ δημιουργήσουμε) παρόμοια ἑλληνική, ὅπως στὸ παράδειγμα σόφτγουεαρ > λογισμικὸ καὶ νὰ ἐντάσσεται στὸ κλιτικὸ σύστημα τῆς γλώσσας μας, νὰ κλίνεται σὰν ἑλληνική. Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειώσω πὼς κάποιοι ἀγράμματοι ἐπιμένουν νὰ μὴν ἐντάσσουν στὸ ἑλληνικὸ κλιτικὸ σύστημα λέξεις ποὺ εἶναι εὐκολότατο νὰ ἐνταχθοῦν, ὅπως ἡ λέξη καζίνο, γράφοντας τὰ καζίνο, στὸ χῶρο τῶν καζίνο καὶ τὰ παρόμοια. Εἶναι στ᾿ ἀλήθεια κωμικὸ φαινόμενο, γιατὶ μὲ τὴν ἴδια λογικὴ θὰ ἔπρεπε νὰ λέμε ἡ μελῳδία τῶν κλαρίνο ἢ ἀκούσαμε νὰ παίζουνε τρία κλαρίνο, μιὰ ποὺ καζίνο καὶ κλαρίνο εἶναι καὶ τὰ δυὸ ἰταλικῆς προέλευσης καὶ ἀπολύτως ὅμοια.
Ἡ μπάλα, ἡ μίζα, ἡ ρεζέρβα, τὸ σπίτι, τὸ ροῦχο, τὸ λουλούδι, ὁ μαχαλάς, τὸ ρουσφέτι καὶ μύριες ἄλλες εἶναι ξένες ἀλλὰ ἔχουν πλήρως ἐξελληνιστεῖ. Ἀντίθετα ὁρισμένες ἄλλες, ὅπως ὁ σωφέρ, τὸ γκαράζ, τὸ χιοῦμορ κ.ἄ. ἐπιμένουν νὰ παραμένουν ἀναφομοίωτες, εἶναι ὅμως τόσο χρήσιμες ποὺ γιὰ τὴν ὥρα τὶς ἀποδεχόμαστε ἔστω καὶ ἄκλιτες. Ὅσο γιὰ τὰ διάφορα λάιφ στάιλ, φᾶν, κούλ, ἴματζ καὶ τὰ παρόμοια, αὐτὰ ἂς τὰ ἀφήσουμε στοὺς τενεκέδες, ποὺ ποζάρουν στὶς στιλπνὲς σελίδες κάποιων περιοδικῶν ἢ μᾶς πουλᾶμε μούρη ἀπὸ τὰ παράθυρα τῶν καναλιῶν.
Ἐδῶ νὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ κάνω τρεῖς διευκρινίσεις:
α) Πέρα ἀπὸ κάθε ἐθνικιστικὴ ἀνοησία καὶ μακριὰ ἀπὸ κάθε πατριδοκαπηλικὴ πρόθεση καὶ ὅσο παλιομοδίτικο κι ἂν ἀκούγεται αὐτό, σὲ καιροὺς νέας τάξης πραγμάτων, προσωπικὰ θεωρῶ τὸν ἑαυτό μου πατριώτη. Ἀγαπῶ τὸν τόπο μου καὶ τοὺς ἀνθρώπους του, συγκινοῦμαι μὲ τὴν ἱστορία καὶ τὶς παραδόσεις μας καὶ καμαρώνω ποὺ μιλῶ αὐτὴ τὴν ὄμορφη καὶ πανάρχαιη γλώσσα, τὴν ἑλληνικὴ λαλιά. Ποὺ λέω ἔρωτας, οὐρανὸς καὶ θάλασσα, ὅπως ἀκριβῶς τὸν ἔλεγαν ὁ Ὅμηρος, ἡ Σαπφὼ καὶ ὁ Σοφοκλῆς.
β) Ὅπως εἶπα πιὸ μπροστὰ δὲν ἀνήκω στοὺς κινδυνολογοῦντες, ἀλλὰ θεωρῶ ἀπαράδεκτο νὰ χαρακτηρίζεται ὡς κινδυνολογία κάθε ἀναφορὰ στὴν κρισιμότητα τῶν σημερινῶν περιστάσεων — ὅταν μάλιστα τὰ πράγματα μιλοῦν ἀπὸ μόνα τους: ἀληθινὰ ἀντιδραστικοὶ ἐδῶ δὲν εἶναι οἱ δῆθεν κινδυνολόγοι, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ δὲν μετέχουν καλόπιστα σὲ ἐποικοδομητικὸ διάλογο καὶ μένουν δογματικὰ ἀμετακίνητοί σε προκαταλήψεις καὶ ξεπερασμένες σήμερα γλωσσικὲς θεωρίες. Οἱ δεινόσαυροι αὐτοί, κατάλοιπα τοῦ ἄλλοτε, δικαιολογημένα ἴσως, ἀκραίου δημοτικισμοῦ, σήμερα δίνουν, δυστυχῶς, τὴν ἐντύπωση ὅτι συνεχίζουν, μὲ ἄλλη μορφή, τὴν σκοταδιστικὴ παράδοση τῶν ἀρχαϊστῶν.
γ) Τέλος δὲν πιστεύω πῶς ὑπάρχει κάπου στὴν Ἑσπερία κάποιο κέντρο σκοτεινῶν μηχανορραφιῶν ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, τῆς παράδοσης καὶ τῆς γλώσσας μας. Δὲν ἀνήκω στὴ σχολὴ τῶν συνωμοσιολογούντων. Ἁπλῶς νομίζω πὼς κάποιοι βολεύονται. Οἱ κυβερνῶντες, γιατὶ ἀποφεύγουν τὴ διάθεση κονδυλίων σὲ τέτοιες «ἀντιπαραγωγικὲς» ἐπενδύσεις, ὅπως ἡ Ἐκπαίδευση – ἄλλο τὰ δημόσια ἔργα καὶ οἱ ἐξοπλισμοί. Οἱ διδάσκοντες γιατὶ ἀποφεύγουν ἐνοχλητικὰ σεμινάρια ἐπανεκπαίδευσης. Οἱ ἀσχολούμενοι μὲ τὰ ΜΜΕ, γιατὶ ἀποφεύγουν τὸν κόπο νὰ μάθουν νὰ γράφουν καὶ νὰ μιλᾶν καλύτερα ἑλληνικά. Κάποιοι λοιπὸν βολεύονται καὶ κάποιοι ἐπωφελοῦνται.
Ἂν θέλουμε νὰ λέμε πῶς εἴμαστε ἄξιοι ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, πρέπει νὰ κρατᾶμε κάποιες ἀπὸ τὶς ἀρχές τους καὶ κυρίως τὴν αὐτογνωσία (τὸ ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ) καὶ τὴ μετριοπάθεια (τὸ ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ) – ποὺ νὰ μὴν ξεχνᾶμε εἶχαν χαραχτεῖ στὸ ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνα στοὺς Δελφοὺς – καὶ νὰ τὶς τηροῦμε καὶ ὅταν ὑπερασπίζουμε τὶς ἀπόψεις μας. Νὰ τὸ κάνουμε δηλαδὴ μὲ ἐπιστημονικὸ τρόπο, μὲ νηφαλιότητα καὶ κυρίως χωρὶς ὑπερβολὲς καὶ ἀμετροέπειες.
Ἐδῶ δὲν μπαίνει ζήτημα γνώσεων ἀλλὰ σωστῆς κρίσης. Ὁ μεγάλος Δημόκριτος ἔλεγε ΠΟΛΥΝΟΪΗΝ ΟΥ ΠΟΛΥΜΑΘΙΗΝ ΑΣΚΕΕΙΝ ΧΡΗ καὶ ΠΟΛΛΟΙ ΠΟΛΥΜΑΘΕΕΣ ΝΟΥΝ ΟΥΚ ΕΧΟΥΣΙ καὶ φυσικὰ εἶχε δίκιο. Τὸ νὰ κατέχει κανεὶς «ἀκένωτη δεξαμενὴ γνώσεων», χωρὶς νὰ διαθέτει τὸ χάρισμα τοῦ σκεπτικισμοῦ καὶ παράλληλα κριτικὴ σκέψη, εἶναι ἕνας ἄχρηστος σχολαστικὸς καὶ τίποτ᾿ ἄλλο.
Χωρὶς σκεπτικισμὸ καὶ κριτικὴ σκέψη πολὺ εὔκολα, ὅσες γνώσεις καὶ νὰ ἔχεις, τὴν πατᾶς καὶ ἀγοράζεις γιὰ μεταξωτὲς κορδέλες, τὰ φύκια ποὺ σοῦ πουλᾶνε κάποιοι ἐξυπνάκηδες.
Ἰδιαίτερα ἐπιφυλακτικοὶ πρέπει νὰ εἴμαστε ὅταν δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ θέματα ὑπερβατικὰ καὶ μεταφυσικά, ποὺ σηκώνουν πολὺ νερό, ἀλλὰ μὲ θέματα ἐπιστημονικά, ὅπου οὔτε συναισθηματικὲς φορτίσεις χωρᾶνε, οὔτε ἀοριστίες εἶναι ἀποδεκτές. Καὶ τὰ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν τὴ γλώσσα εἶναι ἐπιστημονικά, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ γλωσσολογία ἔχει καταταχθεῖ, ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα, στὶς ἐπιστῆμες.
Ἐπιστημονικὴ λοιπὸν ἀντιμετώπιση ἑνὸς ζητήματος, σημαίνει τὴ σωστὴ χρησιμοποίηση τῶν ἐπιστημονικῶν ὅρων, ὅπως γιὰ παράδειγμα τῶν ὅρων νοηματικὴ καὶ σημειολογική, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐφαρμόζονται σὲ περιπτώσεις γλωσσικῶν δανείων, ὅπως ἂς ποῦμε στὴ λέξη geometry τῆς ἀγγλικῆς.
Ἐπιστημονικὴ ἀντιμετώπιση ἐπίσης, σημαίνει τὴν τεκμηρίωση καὶ ὑποστήριξη τῶν ἐπιχειρημάτων σου μὲ συγκεκριμένες παραπομπὲς στὴ βιβλιογραφία (ἡ ὁποία ἐννοεῖται πρέπει νὰ εἶναι ἐνημερωμένη, καθὼς τὴν σήμερον ἡμέραν οἱ ἐπιστῆμες, ἀκόμη καὶ οἱ φιλολογικές, ἐξελίσσονται ταχύτατα. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, τὸ πρόγραμμα Ἴβυκος, θεωρεῖται πλέον παρωχημένο καὶ ἔχει ὑποσκελιστεῖ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα νεώτερα).
Ἀντίθετα δὲν εἶναι ἐπιστημονικὴ ἀντιμετώπιση ἡ ἀναδρομὴ σὲ ἀνώνυμα κείμενα ὅπως γιὰ παράδειγμα τὸ Hellenic Quest, ποὺ κυκλοφορεῖ ἐδῶ καὶ λίγα χρόνια ἀνώνυμο καὶ ἀδέσποτο, στὸ Διαδίκτυο καὶ τὸ ἔχουν «κράξει» πολλοὶ σοβαροὶ ἐρευνητές.
Οὔτε ἔχει καμιὰν ἐπιστημονικὴ ἀξία ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι ἡ γλῶσσα τῶν ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν, τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἐπιστήμη μᾶς βεβαιώνει πὼς τὸ λογισμικὸ ὁποιουδήποτε ἠλεκτρονικοῦ ὑπολογιστὴ δὲ βασίζεται σὲ καμιὰν ἀνθρώπινη γλώσσα, οὔτε στὴν ἀγγλική, οὔτε στὴν ἑλληνική, οὔτε στὴν κινέζικη, ἐφ᾿ ὅσον «γλῶσσα» τοῦ ἠλεκτρονικοῦ ὑπολογιστῆ εἶναι ἡ Δυαδικὴ Ἀριθμητική. Ὁ ὑπολογιστὴς ἀντιλαμβάνεται μόνο τὸ 0 καὶ τὸ 1. Αὐτὴ εἶναι ἡ μοναδικὴ γλῶσσα του.
Οὔτε, τέλος, ἀποτελοῦν ἐπιστημονικὰ ἐπιχειρήματα ἡ διαβεβαίωση πὼς ὡς ὑγιεῖς Ἕλληνες ἀγαπᾶμε τὴ γλώσσα μας ἢ ὁ ἰσχυρισμὸς πὼς ἡ ἑλληνικὴ εἶναι ἡ μητέρα τῶν γλωσσῶν, πράγμα ποὺ πρέπει νὰ μᾶς κάνει περήφανους γιατὶ μιλᾶμε ἑλληνικά. Οἱ ἰσχυρισμοὶ αὐτοὶ ἐκπορεύονται ἀπὸ τὸ συναίσθημα καὶ δὲν ἔχουν ἐπιστημονικὴ ὑπόσταση. Γιὰ τὴ «μητέρα τῶν γλωσσῶν» ὑπενθυμίζω πὼς παρόμοιο ἰσχυρισμὸ πρωτοδιατύπωσαν, γιὰ τὴν τουρκικὴ φυσικὰ γλώσσα, δυὸ Τοῦρκοι πολιτικοί (καὶ ὄχι ἐπιστήμονες), ὁ Adnan Menderes καὶ ὁ Ismet Inonu, στὰ μέσα της δεκαετίας τοῦ ῾50, προκαλώντας διεθνεῖς καγχασμούς, ὅσο γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια τοῦ νὰ εἶσαι Ἕλλην (ποὺ θυμίζει τὰ συνθήματα τοῦ Δεληγιάννη: τὸ «Ἕλληνες ἐσμέν» καὶ τὸ «εἶμαι Ἕλλην - τὸ καυχῶμαι»), μοῦ φέρνει στὸ νοῦ μία στιχομυθία, ποὺ ἂν δὲν κάνω λάθος, διάβασα σὲ μία παλιὰ σατιρικὴ ἐφημερίδα τὸν «Παπαγάλο» ποὺ κυκλοφοροῦσε τὸ 1949-1952 καὶ ἔγραφε πολὺ τολμηρά, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, πράγματα. Λέει λοιπόν, κατὰ τὸν «Παπαγάλο» ἕνας Ἑλληναρᾶς (ποὺ δὲν τὸν ἔλεγε φυσικὰ ἔτσι. Δὲν εἶχε ἐμφανιστεῖ ἀκόμα αὐτὸς ὁ νεολογισμός).
«Εἶμαι Ἕλληνας. Καὶ εἶμαι περήφανος γιατὶ εἶμαι Ἕλληνας».
«Ἀλήθεια; Καὶ γιατί εἶσαι περήφανος;» τὸν ρωτάει ὁ συνομιλητής του.
Αὐτὸς σκέφτεται λίγο καὶ ὕστερα ἀπαντᾶ:
«Νὰ σοῦ πῶ. Κι ἂν δὲν ἤμουνα περήφανος, πάλι Ἕλληνας θὰ ἤμουν».