Βασίλειος Κόλλιας, Νοέμβριος 2001
Το παρακάτω κείμενο είναι από ένα ερευνητικό άρθρο σε έγκριτο περιοδικό (αυτό δεν σημαίνει, όπως γνωρίζετε, ότι είναι «απολύτως ορθό», αλλά ότι έχει περάσει από την κριτική ανθρώπων με ερευνητική εμπειρία και κύρος στην κοινότητα της εκπαιδευτικής ψυχολογίας). Εντυπωσιάζει ο σχηματισμός της εικόνας που ο νεαρός άνθρωπος μοιάζει να «αλιεύεται» (όπως ο ψαράς τραβά το ψάρι μέσα από την θάλασσα) μέσα από τα χαώδη νερά της βρεφικής συμπεριφοράς μέσω της αλληλεπιδράσεως με ανθρώπους και τελικώς εξέρχεται σταδιακά ως αναπτυσσόμενη ύπαρξη. Φέρνει ακόμα στον νου το πώς φτιάχνονται κεριά με διαδοχικές εμβαπτίσεις μέσα στο λιωμένο κερί, στρώση την στρώση, αναπτυσσόμενα γύρω από τον βασικό πυρήνα.
The capacity for coordination in interaction appears early in life and is rooted in the earliest caregiver infant relationships, in what Daniel Stern (1977) poetically calls «the dance.» Studies of persons in interaction reveal the myriad ways we subtly adjust to the rhythms, emotions, tempos, and topics of our momentary partners (Kendon, 1982; McDermott & Roth, 1978). From bodily posturing to facial expression, we display and elaborate the state of our alignment. Developmental studies reveal that mutual reciprocal exchange is so natural that young infants readily engage with their caregivers in this way, and their distress at disruptions in synchrony suggests the naturalness of being in states of co-oriented relation. Despite the apparent naturalness of this complex accomplishment, many studies suggest that it cannot be taken for granted.
Παρατίθεται και η αναφερόμενη βιβλιογραφία:
Είναι λόγω τέτοιων κειμένων που αισθάνεται αμηχανία αν αναγνωσθεί στο συναξάριο για κάποιον που αναχώρησε και εντελώς μόνος αναπτύχθηκε. Θα ήταν ευκολότερο να γίνει αντιληπτό στο πλαίσιο της κοινωνίας μιας «θριαμβεύουσας εκκλησίας». Αλλά πάλι φοβάμαι ότι αν μιλάω έτσι είναι σαν να έχω το πού θέλω να καταλήξω και να επιβάλω τις προκαταλήψεις μου.
Άρα το ιδανικό είναι να δούμε τι μας λέει η ωμή ασκητική εμπειρία χρησιμοποιώντας ό,τι άλλες γνώσεις έχουμε για να αφαιρέσουμε από εκεί παρεμβολές που οφείλονται, π.χ. σε «πρότυπα ύφους», σε «λογικούς» συμπερασμούς επί επισφαλών βάσεων, και για να λάβουμε υπόψη την ερμηνευτικότητα που χαρακτηρίζει την διαμεσολάβηση του λόγου.