Άρθρο στην Καθημερινή, Κυριακή, 19 Φεβρουαρίου 2006
Συμβαίνει αρκετά συχνά να αλλάζει το νόημα των λέξεων. Ορισμένες φορές η μεταβολή είναι τόσο ριζική ώστε να μη θίγει μόνο μία από τις έννοιες μιας λέξης αλλά το ίδιο πρόσημό της (αν βέβαια θα μπορούσαμε να την εννοήσουμε σαν μέγεθος μαθηματικό), για να φτάσει έτσι να σημαίνει κάτι το αρνητικό και το απαξιωμένο, παρότι ξεκίνησε να ονομάζει και να προσδιορίζει κάτι το αγαθό. Ο «κάπηλος», λ.χ., άρχισε την καριέρα του σαν καλός καγαθός μικροπωλητής ή σαν ταβερνιάρης τίμιος και μπεσαλής, για να υποβιβαστεί με τον καιρό σε δόλιο και πανούργο, σε απατεώνα, ενσωματώνοντας έτσι τη αξιολόγηση της δουλειάς του από την καχύποπτη πελατεία του. Ο «αργός» πάλι σήμαινε τον γοργό, αυτόν που κινείται τόσο γρήγορα ώστε να αφήνει πίσω του λάμψη, κι όχι τον βραδυπορούντα.
Το φαινόμενο της ανασημασιοδότησης παρατηρείται και στην ορολογία της φιλοσοφίας, ιδίως όταν γενικεύεται η χρήση κάποιου όρου, οπότε το περιεχόμενό του συσκοτίζεται, νοθεύεται ή και ανατρέπεται. Τυπικό παράδειγμα είναι η λέξη «κυνικός», η οποία, από όνομα μιας ηθικής φιλοσοφίας και κοινωνικής ιδεολογίας που εγκωμίαζε τον κατά φύσιν βίο, κήρυσσε την αξία της κοινοκτημοσύνης και πρέσβευε την παντελή αδιαφορία για το χρήμα, κατέληξε να λεξικογραφείται σαν συνώνυμο της αναίδειας και της περιφρόνησης κάθε κανόνα. Ανάλογη αλλοίωση υπέστη το νόημα του λήμματος «επικουρισμός», που για τους πολλούς σημαίνει τη φίλαυτη ηδονοθηρία· αδικούνται έτσι κατάφωρα οι ιδέες του Επίκουρου τόσο για την ανάγκη απελευθέρωσης του ανθρώπου από τον φόβο του θανάτου και των θεών και για την «αταραξία» της ψυχής, όσο και για τη διάκριση των υψηλών «καταστηματικών» ηδονών από τις σωματικές, τις «κατά κίνηση».
Στα νεότερα χρόνια, την ίδια μοίρα της απαξίωσης επιφύλαξε η γενικευμένη χρήση και στον όρο «ωφελιμισμός». Κοινολεκτούμενος, «μεταφράζεται» σαν το όνομα της ιδιοτέλειας, χάνεται δηλαδή κατά τη «μετάφραση» η ουσία της σκέψης του πολιτικού φιλοσόφου που θεωρείται ιδρυτής της κοινωνικής θεωρίας του ωφελιμισμού, του Τζέρεμι Μπένθαμ (1748-1832). Για τον Άγγλο στοχαστή λοιπόν, τον άθεο, αντιαποικιοκράτη και αντιαριστοκράτη (εκτός των άλλων υπήρξε μέλος του φιλελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου, αλληλογραφούσε δε με τον Αδαμάντιο Κοραή και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο), το κριτήριο των ηθικών επιλογών ενός ανθρώπου δεν μπορεί παρά να είναι το πώς, με τις πράξεις του, θα προκαλέσει τη μεγαλύτερη ευτυχία για τον μεγαλύτερο αριθμό συνανθρώπων του, ο ωφελιμισμός του λοιπόν προσέβλεπε στο κοινωνικό σύνολο, όχι στο άτομο. Για να προσδιορίσει μάλιστα το «ποσό της ευδαιμονίας» που συνεπάγονται οι πράξεις μας, ο Μπένθαμ εισηγήθηκε ένα δυσεπίτευκτο μες στην πρωτοτυπία του μετρητικό σύστημα, όπου οι δύο άγνωστοι (η «ηδονή» και ο «πόνος») υπολογίζονται βάσει επτά συντελεστών (ένταση, διάρκεια, βεβαιότητα, γονιμότητα, καθαρότητα, έκταση, χρόνος εκδήλωσης των συνεπειών). Ότι αυτά τα «ευδαιμονικά» μαθηματικά δεν είναι τα απλούστερα, δεν χωρεί συζήτηση. Δεν κατέστησαν πάντως αυτά τον Μπένθαμ σχετικώς επίκαιρο στις μέρες μας αλλά η δεύτερη θεμελιώδης εισήγησή του, το διάσημο «Πανοπτικόν», το οποίο τείνει να γίνει πραγματικότητα.
«Για να αντισταθεί στο σύστημα του εκτοπισμού των βαρυποινιτών στην Αυστραλία, το οποίο θεωρούσε απάνθρωπο», σημειώνει σε σχετικό κείμενό του ο Πασχάλης M. Κιτρομηλίδης, ο Μπένθαμ πρότεινε να κατασκευαστεί μια πρότυπη φυλακή, το όνομα της οποίας («Panopticon») απηχεί τον Πανόπτη Άργο, το τέρας με τα εκατό μάτια που η Ήρα τού είχε αναθέσει να επιτηρεί ξάγρυπνο την Ιώ, τη μεταμορφωμένη σε αγελάδα ερωμένη του Δία. Όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις του Μπένθαμ, το σχέδιό του για τη νέα φυλακή, που θα καθιστούσε αμφιθέατρο τον κρατούμενο ανά πάσα στιγμή, καταγράφτηκε στην ιστορία του σωφρονιστικού συστήματος ως «το διάγραμμα ενός μηχανισμού εξουσίας στην πιο ιδανική του μορφή», «ένα είδος εργαστηρίου εξουσίας», αφού «χάρη στους μηχανισμούς επιτήρησης που διαθέτει, αποκτά ολοένα μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και ικανότητα διείσδυσης στη συμπεριφορά των ατόμων». Οι χαρακτηρισμοί αυτοί ανήκουν στον Μισέλ Φουκώ και απαντούν στο βιβλίο του «Επιτήρηση και τιμωρία - Η γέννηση της φυλακής» (μτφρ. Καίτη Χατζηδήμου, Ιουλιέττα Ράλλη, εκδ. Ράππα, 1976), όπου επίσης διαβάζουμε, στο κεφάλαιο «Ο Πανοπτισμός», την περιγραφή της νέας φυλακής:
«Στην περιφέρεια, ένα δακτυλιοειδές οικοδόμημα· στο κέντρο, ένας πύργος· ο πύργος αυτός έχει μεγάλα παράθυρα που βλέπουν προς το εσωτερικό τού δακτυλίου· το περιφερικό οικοδόμημα διαιρείται σε κελιά, που το καθένα τους διαπερνά ολόκληρο το πάχος του οικοδομήματος· τα κελιά έχουν δύο παράθυρα – το ένα τους βλέπει προς τα μέσα και αντιστοιχεί σ’ ένα από τα παράθυρα του πύργου· το άλλο δίνει προς τα έξω, και αφήνει το φως να διαπερνά το κελί πέρα για πέρα. Φτάνει έτσι να τοποθετηθεί ένας επιτηρητής στον κεντρικό πύργο και σε κάθε κελί να κλειστεί ένας τρελός, ένας άρρωστος, ένας κατάδικος, ή ένας εργάτης, ή ένας μαθητής: με την αντιφεγγιά της μέρας μπορείς να διακρίνεις από τον πύργο τους έγκλειστους – μικρές σιλουέτες δέσμιες στα κελιά της περιφέρειας. Το κάθε κλουβί είναι κι ένα μικρό θέατρο όπου ο ηθοποιός είναι μόνος, τέλεια εξατομικευμένος και μόνιμα ορατός· το πανοπτικό αυτό σύστημα δημιουργεί μονάδες χώρων που επιτρέπουν την αδιάκοπη παρακολούθηση και την άμεση αναγνώριση. [...] Το μείζον αποτέλεσμα του “Πανοπτικού” είναι, επομένως, το ακόλουθο: να υποβάλλει στον κρατούμενο μια συνειδητή και μόνιμη, εις βάρος του, κατάσταση ορατότητας, που εξασφαλίζει την αυτόματη λειτουργία της εξουσίας. Να μονιμοποιεί τα αποτελέσματα της επιτήρησης, ακόμα κι αν αυτή είναι ασυνεχής στην άσκησή της· η τελειότητα της εξουσίας να τείνει στο να καθιστά περιττή τη συγκεκριμένη άσκησή της».
Το παράθεμα μάκρυνε επειδή, λίγο αν πειραχτεί μια λέξη, αν το «Πανοπτικόν» γίνει «Πανακουστικόν», θα μεταφερθούμε στον καιρό μας, στις υποκλοπές από μυστικούς πράκτορες, κρατικούς μηχανισμούς και βιομηχανικούς κατασκόπους και στις «νόμιμες συνακροάσεις», αυτήν την ύπουλη ευρεσιτεχνία που προσφέρει ένα μανδύα νομιμότητας σε πράξεις εξόφθαλμα παράνομες. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και το «Πανοπτικόν» σωφρονιστήριο ωχριά μπροστά στο Γκουαντανάμο, ένα κολαστήριο εγκατεστημένο σε περιοχή που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία της αμερικανικής δικαιοσύνης, ώστε, ακριβώς, να μη γίνεται σεβαστός στο εσωτερικό του κανένας νόμος και ο κρατούμενοι να περιπίπτουν στην κατάσταση του πράγματος κι όχι απλώς του «γυμνού σώματος». Η αλήθεια η δεύτερη είναι ότι με τις αμέτρητες κάμερες, φανερές και κρυφές, μεγάλες και μικρές, κρατικές και ιδιωτικές, βρισκόμαστε όλοι σε διαρκή «κατάσταση ορατότητας», όπως αυτή που περιγράφει ο Φουκώ. Ταυτόχρονα, όμως, και επειδή «ουδέν κρυπτόν υπό το Έσελον» όπως έχουμε ξαναπεί, βρισκόμαστε και σε μόνιμη «κατάσταση ακουστότητας», σε διαρκή ολυμπιακή περίοδο, υπό το πρόσχημα της οποίας νομιμοποιήθηκαν οι παρακολουθήσεις, πριν ακόμα τις επιβάλλει με τις οδηγίες της η Ευρωπαϊκή Ένωση, συμμορφούμενη προς τις αμερικανικές επιθυμίες γενικευμένης επιτήρησης.
«Να μην υποκύψουμε στην αντίληψη ότι ο Μεγάλος Αδελφός είναι παντοδύναμος» μάς προέτρεπε ο Αντώνης Μανιτάκης, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, με συνέντευξή του στην «Αυγή» της 12ης Φεβρουαρίου. Σωστά. Σαν πολίτες, έτσι οφείλουμε να πράξουμε, ειδάλλως αποδεχόμαστε μοιρολατρικά τη διάλυση της κοινωνικής ζωής και την παραβίαση της προσωπικής, καθώς και τον ασφυκτικό έλεγχο του πολιτικού βίου. Μόνο που όσα τώρα συμβαίνουν φαίνεται να επιβεβαιώνουν την πιο αποκαρδιωτική διάγνωση του Φουκώ, ότι «η τελειότητα της εξουσίας καθιστά περιττή τη συγκεκριμένη άσκησή της».