Ἄρθρο στὴν Ἐφημερίδα
«Ὁ Κόσμος τοῦ Ἐπενδυτῆ»,
18-19 Νοεμβρίου 2006
Οἱ ἀγριότητες στὰ ἐγγλέζικα σχολεῖα, οἱ συχνότατοι φόνοι ποὺ διαπράττονται πέραν τοῦ Ἀτλαντικοῦ ἀπὸ μαθητὲς ποὺ κραδαίνουν τὸ ὅπλο τοῦ πατέρα, μύρια ὅσα περιστατικὰ ἀνηλίκων ποὺ ἐπιδεικνύουν ἐγκληματικὴ ἐπάρκεια καίγοντας τὰ διπλώματα τῶν παιδαγωγῶν ἦταν γιὰ τὴ δική μας κοινωνία «ξένο φροῦτο», στρεβλώσεις ποὺ δὲν ἔβρισκαν ἀντίστοιχο στὰ ἡμέτερα ἤθη. Ἀλλὰ μέχρι πότε; Ἡ ἐγκληματικότητα δὲν εἶναι μονοπώλιο τῶν ἐνηλίκων. Ὅπως καὶ τὰ πάθη ἐπίσης. Ἡ ψυχανάλυση, γιὰ παράδειγμα, θεωρεῖ τὸ βρέφος διεστραμμένο (ἀφοῦ ἐπιθυμεῖ τὴ μητέρα καὶ μάχεται τὸν πατέρα), ὅσο γιὰ τὴν παιδοψυχολογία οὐδέποτε ἀπέδειξε ὅτι διαθέτει ἐπιχειρήματα ὑπὲρ τῆς παιδικῆς ἀθωότητας.
Τὸ παιδὶ δὲν εἶναι ἀθῶο. Εἶναι μᾶλλον ἀδύναμο. Αὐτὸ τὸ ἄβολο πόρισμα ἐκοῦσα ἄκουσα ἀρχίζει πιὰ νὰ τὸ ἀποδέχεται καὶ ἡ ἑλληνικὴ οἰκογένεια, ποὺ τὶς τελευταῖες δεκαετίες γνώρισε ἰσχυροὺς μετασχηματισμούς, μὲ πρώτη καὶ καλύτερη τὴν ὀλιγομέλεια. Τί ἀπέγινε ἡ παλαιὰ οἰκογένεια μὲ τὰ πέντε, τὰ ἑπτὰ καὶ ἐνίοτε τὰ δέκα καὶ τὰ δώδεκα μέλη της; Τὴν κατάπιε τὸ παρελθόν. Τώρα ἡ ἑλληνικὴ οἰκογένεια, ἂν δὲν εἶναι ἄτεκνη, μόλις ποὺ φτάνει τὰ τρία, τὰ τέσσερα καὶ σπανίως τὰ πέντε μέλη. Γυναῖκες καὶ ἄντρες ξύπνησαν, δὲν γεννᾶνε πιά, θέλουν νὰ ζήσουν. Δικό τους καπέλο βέβαια, δική τους ἡ ζωή, ὅ,τι θέλουν τὴν κάνουν. Μόνο ποὺ αὐτὸ τὸ «καπέλο» εἶναι ξέχειλο ἀπὸ προβλήματα.
Τὰ παλαιότερα χρόνια τὰ παιδιὰ περίσσευαν συχνὰ πέθαιναν στὴ γέννα, δὲν εἶχαν δικαιώματα, κατάπιναν τὴ γλώσσα τοὺς μπροστὰ στὸν πάτερ φαμίλια, ἄλλωστε τὸ εὐρωπαϊκὸ μυθιστόρημα τὰ ἀνακάλυψε μόλις τὸν 19ο αἰώνα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ τὸ παιδὶ μεταμορφώθηκε σὲ μοναχοπαίδι καὶ ἡ κόρη σὲ μοναχοθυγατέρα, ἡ παρουσία τοὺς μέσα στὸ σπίτι ἀπέβη κυριαρχική. Ἐνῶ τὸ παλιὸ παιδὶ στοίχιζε λίγο, τώρα ἔγινε μονάκριβο καὶ πανάκριβο. Οἱ ἀρχαῖοι Αἰγύπτιοι πίστευαν ὅτι τὸ παιδὶ ἔχει τὰ αὐτιὰ στὴν πλάτη, ἄρα μόνο ἂν τὸ χτυπᾶς ἀκούει. Σήμερα ὅμως τὰ παιδικὰ αὐτιὰ ἐπέστρεψαν στὸ κεφάλι καὶ ἐπιπλέον εἶναι «περήφανα» - ἀκοῦνε μόνο ὅ,τι τὰ συμφέρει. Γύρω ἀπὸ τὸ παιδὶ στήθηκε ὁλόκληρη ἰδεολογία ψοφοδεοῦς ἀνησυχίας καὶ παράφορου προστατευτισμοῦ. Καὶ σωστά, διότι ἡ πόλη καὶ δὴ ἡ μεγάλη πόλη ζώνεται ἀπὸ κινδύνους. Τὰ σχολεῖα κυκλώθηκαν ἀπὸ σκοτεινὲς φιγοῦρες, οἱ σκόνες, τὰ τσιγαριλίκια, οἱ κακὲς (ἄρα ζηλευτές) παρέες πλήθυναν, ἡ τηλεόραση, σὰν οἰκιακὸ φροντιστήριο, ἀναπαράγει ἐξαντληπκὰ τὸ θέλγητρο τῆς παρανομίας. Ἀκόμα καὶ μέσα ἀπὸ τὶς ἀρνητικὲς συμβουλὲς τῶν γονιῶν (μή... μή... μή...) τὸ παιδὶ μαθητεύει στὶς βαριὲς ὑποψίες. Ὅ,τι ἀπαγορεύεται διαθέτει συναρπαστικὴ γοητεία, κυριολεκτικὰ σὲ παίρνει ἀπὸ τὸ χέρι.
Τὸ ὀργανωμένο σχολεῖο θὰ μποροῦσε, ἐν προκειμένῳ, νὰ ἀποτελέσει ἀνασχετικὸ παράγοντα στοὺς κάθε λογῆς προσηλυτισμούς. Ἔτσι πιστεύεται τουλάχιστον. Ὡστόσο ξεχνᾶμε κάτι ἀρχιβασικό. Οὐσιώδης ρόλος τοῦ σχολείου εἶναι νὰ «ἀποσπάσει» τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴν οἰκογένεια, νὰ τοῦ χαρίσει ἕνα νέο ἐγώ, νὰ τοῦ προσδώσει ὀντότητα μέσα στὴν κοινότητα τῶν ἀνηλίκων, μακριὰ ἀπὸ τὴν ὀχληρὴ παρουσία τῶν γονιῶν. Σὲ αὐτὸ τὸ νευραλγικὸ σημεῖο συμβαίνουν ὅλα τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά. Διότι τὸ παιδὶ ἀρχίζει νὰ ἔχει διπλὴ ζωή. Ἡ οἰκογένεια ἀκόμη καὶ ἡ χειρότερη- εἶναι καταφύγιο, πλὴν ὅμως ἡ ἀληθινὴ ζωὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ παιδὶ βγαίνει στὸν δρόμο. Σήμερα παρακολουθοῦμε τί λογῆς τροπὴ ἔχει λάβει αὐτὴ ἡ «διπλὴ ζωή» τῶν νέων.
Ἂν δὲν φουμάρεις, ἂν δὲν ἐξαχρειωθεῖς κομμάτι, ἂν δὲν τὴν ψιλοβρεῖς, ἂν δὲν γίνεις πρόβλημα γιὰ κάποιον -ἔστω καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό σου- δὲν εἶσαι τίποτα. Ἡ συντροφιά, μὲ ἄλλα λόγια, στήνεται μὲ τὸ φρόνημα τῆς μικροσυμμορίας ἢ τῆς παραβατικῆς παρέας. Γιὰ νὰ ὑπάρξει ὁ ἀνήσυχος ἀνήλικος, πρέπει νὰ «χαλάσει» λίγο. Νὰ «πειράξει» τὸ ἑτοιμοπαράδοτο ἐγὼ ποὺ τοῦ προσφέρουν οἱ μεγάλοι.
Μὲ τὰ τελευταῖα γεγονότα, καταλήψεις σχολείων, ἄσκηση βίας κάθε λογῆς, ὑποτίμηση τοῦ διδακτικοῦ προσωπικοῦ, ἐκπαιδευτικὴ παραλυσία, αἴφνης ὁ μαθητὴς -ὁ ἀνήλικος παρακαλῶ- ἐμφανίζεται πλέον σὰν ἀναρχοσυνδικαλιστής. Ἐνῶ κατὰ παράδοση τὸ κίνημα ἦταν φοιτητικὸ -ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ φοιτητὲς «ἔσπαγαν πλάκες» στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν σανιδικῶν, τῶν εὐαγγελικῶν, τοῦ 114 καὶ τοῦ Πολυτεχνείου- τώρα περιέλαβε καὶ τοὺς μαθητὲς μέσης καὶ κατωτέρας ἐκπαιδεύσεως. Ἕνα ὀργανωμένο σχολεῖο θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει σοβαρὸ ἄλλοθι τῆς πολιτείας ἀπέναντι στοὺς μαθητικοὺς ἐκμαυλισμούς. Δυστυχῶς, συμβαίνει τὸ ἀντίθετο. Ἀνίκανες νὰ ἀνταποκριθοῦν στὰ ἐκπαιδευτικὰ αἰτήματα, οἱ μεταπολιτευτικὲς κυβερνήσεις διέλυσαν τὰ σχολεία, ἐνίσχυσαν τὰ παρα-ἐκπαιδευτικὰ φροντιστήρια, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ σχολεῖο νὰ ἀποβεῖ παρωδία καὶ φυτώριο ἀρνητισμοῦ καὶ ἀνταρσίας. Ἡ βέλτιστη προοπτικὴ τοῦ μαθητῆ εἶναι νὰ ὑποψιαστεῖ ὅτι διὰ τῆς παιδείας θὰ μπορέσει νὰ πετάξει μπόι πάνω ἀπὸ τὴν κοινωνία ποὺ τὸν ἔφερε στὸν κόσμο. Ἡ δεινότερη προοπτικὴ γιὰ τὴν ντόπια νεολαία εἶναι νὰ ἀποφοιτᾶ ἀπὸ τὸ λύκειο στὸ φροντιστήριο καὶ νὰ μεταβαίνει στὴ Βουλγαρία γιὰ νὰ ἀποκτήσει πανεπιστημιακὴ συγκρότηση. Τὸ χειρότερο εἶναι πάντα ἐφικτό.