ΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΟΜΟΣ

Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ
ΚΑΙ ΤΑ
ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ

Τὸ ὄνομα Γεώργιος Τερτσέτης ἀποτελεῖ οἱονεὶ ἔμβλημα τῆς μνήμης ἡμῶν τῆς ἐθνικῆς, καὶ συγκορυφοῖ εἰς ἕνα ἄνδρα, εἰς μίαν καρδίαν, νεαρὰν πάντοτε ὑπὸ τὸν παγετὸν τοῦ γήρως, εἰς μίαν γλῶσσαν, ἔντονον ἠχοῦσαν πάντοτε ἀπὸ τοῦ βήματος, τὰς παραδόσεις ἡμῶν τὰς ἐθνικάς, τὰς ἀναμνήσεις τοῦ χθεσινοῦ ἔτι παρελθόντος ἡμῶν, τοὺς πόθους τοῦ νῦν Ἕλληνος καὶ τὰ ἱερὰ αὐτοῦ καθήκοντα, τὰς δάφνας τοῦ πρῴην Ἕλληνος καὶ τὴν ἱερωτέραν αὐτοῦ κληρονομίαν.

ΑΓΓΕΛΟΣ Σ. ΒΛΑΧΟΣ
ΕΚΔΟΣΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΑΘΗΝΑ, 1984

ΙΙΙ

ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ

1. ΔΙΗΓΗΣΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ

Ἕνας ἀπὸ τὸ Ρουπάκι, πλησίον τοῦ χωρίου Τουρκολέκα, ἀφοῦ ἐχάλασε τὸ χωριό του, ἀνεχώρησε καὶ ἦλθε εἰς τὸ Λιμποβίσι, εἰς τὸν πρῶτον τοῦ χωρίου, ἐδῶ καὶ 300 χρόνους. Αὐτὸς ἐφάνη ἔξυπνος καὶ ὁ Δημογέροντας τὸν ἔκαμε γαμβρὸν καὶ κληρονόμον τῆς καταστάσεώς του ὅλης. Ἐλέγετο Τζεργίνης - μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα εὑρίσκονται καμμιὰ ἑξηνταριὰ οἰκογένειαι εἰς τὴν Μεσσηνίαν. Αὐτὸς εἶχε κάμει ἕνα ὡραιότατο παιδὶ καὶ τὸ εἶχε πιάσει ἕνας Μπουλούμπασης Ἀρβανίτης καὶ τὸ ἁλυσόδεσε. Ἐλέγετο Δημητράκης. Οἱ Ἀρβανῖται, ὁποὺ τὸν φύλαγαν, ἐπηδοῦσαν εἰς τὰς τρεῖς καὶ ὁ Μπουλούμπασης τοῦ εἶπε, ἂν πηδᾶ νὰ τοῦ βγάλει τὰς ἁλύσους. Ὁ Δημητράκης ἀπεκρίθηκε ὅτι πηδᾶ καὶ μὲ τὰς ἁλύσους, καὶ ἂν τοὺς περάσει, νὰ τὸν ἀφὴνει ἐλεύθερον. Ὁ Ἀρβανίτης τὸν ὑποσχέθη νὰ τὸν ἐλευθερώσει, ἂν προσπεράσει τοὺς ἄλλους πηδώντας, ἀλλ᾿ αὐτὸς τὸ ὑπεσχέθη ὡς ἀνέλπιστον. Ἐπήδησε, τοὺς ἀπέρασε καὶ τὸν ἄφηκαν ἐλεύθερον. Αὐτὸς ἐπανδρεύθηκε, ἔκαμε τρία παιδιά, ὀνομαζόμενα Χρόνης, Λάμπρος καὶ Δῆμος. Αὐτοὶ ἦσαν νοικοκυραῖοι, μὲ τὰ χωράφια τους, μὲ 500 πρόβατα καὶ 60 ἀλογογέλαδα. Ἐπιάσθησαν μὲ τοὺς ἀντιζήλους των καὶ ἐσκοτώθηκαν. Ἐπέρασαν εἰς τὴν Ρούμελην· 12 χρόνους ἔκαμαν μὲ τοὺς Κλέφτας, ἐπιστρέφουν εἰς τὴν Πελοπόννησον μὲ 15 Ρουμελιώτας. Οἱ Τοῦρκοι τὸ μανθάνουν, τοὺς πολιορκοῦν, σκοτώνουν ἕνα καὶ οἱ ἄλλοι ἐγλύτωσαν. Ὁ Δῆμος ἐπῆρε διὰ γυναίκα του τὴν θυγατέρα τοῦ καπετὰν Χρόνη ἀπὸ Χρυσοβίτσι, μεγάλο σπίτι. Τότε ἦταν, ὅταν ὁ Μοροζίνης ἐκυρίευσε τὸν Μορέα. Καὶ ἐπὶ Βενετζάνων δὲν ἦτον παρὰ καπεταναῖοι. Τὸ παιδὶ αὐτοῦ τοῦ Δήμου ὀνομάσθη Μπότσικας καὶ ἄφησε τ᾿ ὄνομα τῆς φαμίλιας του, ὁποὺ εἶχαν, Τζεργιναῖοι· ὀνομάσθη τοιοῦτος, διότι ἦτο μικρὸς καὶ μαυρουδερός. Εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Μπότσικα ἐμβῆκαν οἱ Τοῦρκοι εἰς Μοριά. Οἱ Χρυσοβιτσιῶται, Λιμποβιτσιῶται καὶ οἱ Ἀρκουροδεματῖται ἐπῆγαν καὶ ἐπολέμησαν εἰς τοῦ Ντάρα τὸν Πύργο 6.000 Τούρκους. Αὐτοὶ ἐχαλάσθηκαν καὶ ἐγλύτωσε ὁ Μπότσικας. Αὐτὸς εἶχε ἕνα παιδί, Γιάννη, καὶ ἕνας Ἀρβανίτης εἶπε: «Βρέ, τί Μπιθεκούρας εἶναι αὐτός». Δηλαδὴ πόσον ὁ κῶλος του εἶναι σὰν κοτρώνι, καὶ ἔτσι τοῦ ἔμεινε τὸ ὄνομα Κολοκοτρώνης. Ὁ Μπότζικας ἐσκοτώθη, ὁ Γιάννης ἐκρεμάσθη εἰς τὴν Ἀνδρούσαν, ὥστε ἀπὸ τὰ 1553, ὅπου ἐφάνηκαν εἰς τὰ μέρη μας Τοῦρκοι, ποτὲ δὲν τοὺς ἀνεγνώρισαν, ἀλλ᾿ ἦσαν εἰς αἰώνιον πόλεμον.

Ἐγεννήθηκα εἰς τὰ 1770, Ἀπριλίου 3, τὴν δευτέραν τῆς Λαμπρῆς. Ἡ ἀποστασία τῆς Πελοποννήσου ἔγινε εἰς τὰ 1769. Ἐγεννήθηκα εἰς ἕνα βουνό, εἰς ἕνα δένδρο ἀποκάτω, εἰς τὴν παλαιὰν Μεσσηνίαν, ὀνομαζόμενον Ραμαβούνι. Ὁ πατέρας μου ἦτον ἀρχηγὸς τῶν ἀρματολῶν εἰς τὴν Κόρινθον. Κάθεται ἐκεῖ 4 χρόνους. Ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν Κόρινθον διὰ τὴν Μάνην (1). Ἔβγαινεν ἀπὸ τὴν Μάνην καὶ ἐκυνηγοῦσε τοὺς Τούρκους. Εἰς τοὺς 79 ἦλθεν ὁ Καπετάμπεης μὲ τὸν Μαυρογένην, καὶ ἐρχόμενος ἔρριξεν εἰς τοὺς Μύλους καὶ Ἀνάπλι. Ἔστειλεν εἰς ὅλην τὴν Πελοπόννησον μπουγιουρτὶ (προσκυνοχάρτι), καὶ ἐπῆγαν καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Καπετάμπεη εἰς τοὺς Μύλους. Εἰς τὸν πατέρα μου ἔστειλε χωριστὸ μπουγιουρτί, νὰ ἐλθῆτε νὰ βγάλουμε τοὺς Ἀρβανίτες καὶ νὰ εὑρεῖ ὁ ραγιὰς τὸ δίκιο του. Ὁ πατέρας μου ἐκίνησε μὲ χίλιους στρατιώτας, καὶ ἔπιασε τὰ Τρίκορφα, εἰς τὴν Τριπολιτσάν. Δὲν ἐπῆγεν εἰς τὸν Καπετάμπεη, διότι ἐφοβεῖτο. Ὁ Καπετάμπεης ἐσηκώθηκεν ἀπὸ τοὺς Μύλους, ἐπῆρεν 6.000 ταγκαλάκια, καὶ τοὺς κλέφτες 3.000 καὶ ἐπῆγεν εἰς τὰ Δολιανά, Τριπολιτσὰ καὶ ἔρριξεν τὸ ὀρδί. Ὁ πατέρας μου, σὰν ἦτον στὰ Τρίκορφα, τοῦ ἔστειλεν ὁ Καπετάμπεης νὰ πάγει σὲ δαύτονε, διὰ νὰ τὸν προσκυνήσει. Ὁ πατέρας μου ἀποκρίθηκε δὲν εἶναι καιρὸς νὰ ἔλθω νὰ προσκυνήσω· οἱ Ἀρβανίτες εἶναι εἰς τὴν Τριπολιτσά, ἠμποροῦν νὰ πιάσουν τὸν ἄγριον τόπον καὶ νὰ σκορπίσουν τότε μέσα εἰς τὴν Πελοπόννησον, νἄχουν τὸν τόπον. Τότε τοῦ ἔστειλεν 20 μπινίσια γιὰ τοὺς Καπεταναίους κι ἕνα καπότο διὰ τὸν ἑαυτόν του. Τὸν καιρὸν ποὺ ἐζύγωσε τὸ στράτευμα τὸ Τούρκικο εἰς τὴν Τριπολιτσάν, κι ἐπολιορκοῦσε τοὺς Ἀρβανίτες, ἐχώρισαν 4.000 Τοῦρκοι Ἀρβανίτες νὰ τὸν ἐβγάλουν ἀπὸ τὰ ταμπούρια, καὶ αὐτὸς ἀντιστάθηκε καὶ τοὺς ἐκυνηγοῦσε, καὶ ἐμβῆκαν πίσω. Ἦλθαν τὰ στρατεύματα τὰ Τούρκικα τοῦ Καπετάμπεη ἕως τὸν Ἅγιον Σώστην. Πάλι βγαίνουν 6.000 διὰ νὰ πᾶνε εἰς τὸν πατέρα μου, καὶ αὐτὸς πάλι τοὺς ἀντέκρουσε. Εἴδανε ὅτι δὲν ἠμποροῦν νὰ βαστάξουν οἱ Ἀρβανίτες μέσα εἰς Τριπολιτσά, διατὶ δὲν ἦτον τότε τειχογυρισμένη. Ἐσυνάχθηκαν ὅλοι καὶ πᾶνε εἰς τὸν πατέρα μου, καὶ αὐτὸς τοὺς ἐστάθηκε μὲ ὁρμήν, καὶ τοὺς ἐγύρισε κατὰ τὸν κάμπον. Ἑνώθηκαν καὶ ἄλλοι καπεταναῖοι. Ἐμβῆκαν εἰς τὰ χωράφια, εἰς τὸν κάμπον τοὺς ἐσκότωσαν ἡ καβάλα (1) ὡς οἱ θεριστάδες· ἔπεσεν ἡ καβαλαριὰ μέσα καὶ τοὺς ἐθέρισαν. Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ἡ καβαλαριά, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὁ πατέρας μου. Ἀπὸ 12.000 ἑπτακόσιοι ἀπέρασαν εἰς τὸ Δαδί. Ὅταν τοὺς ἐπολέμησε ὁ πατέρας μου, τοῦ ἔλεγαν: «Κολοκοτρώνη, δὲν κάμεις ἰσάφι.(2) - Τί νισάφι νὰ σᾶς κάμω, ὁποὺ ἤλθετε κι ἐχαλάσατε τὴν πατρίδα μου, μᾶς πήρατε σκλάβους καὶ μᾶς ἐκάματε τόσα κακά». Τοῦ ἀποκρίθηκαν: - «Ἐφέτο, δικό μας, τοῦ χρόνου δικό σου». Τὰ κεφάλια τῶν Ἀλβανῶν ἔφτιασαν πύργο εἰς τὴν Τριπολιτσά.

Ἡσύχασε (3) ἡ Πελοπόννησος. Τοὺς 80 ἐκατέβη ὁ ἴδιος ὁ Καπετάμπεης καὶ χάλασε τὸν πατέρα μου καὶ τὸν Παναγιώταρον Βενετζιανάκη. Ἦλθεν ἡ ἀρμάδα εἰς τὸ Μαραθονήσι· τὰ στρατεύματα στεριᾶς καὶ θαλάσσης. Ἡ Καστανίτζα (4) ἀποικία, ὁποὺ ἦτον ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ὁ Παναγιώταρος, ἕξι ὥρας μακρὰν ἀπὸ τὸ Μαραθονήσι. Ἔρχοντας ἡ ἀρμάδα, ὁ Παναγιώταρος, ὡς Μανιάτης, ἐπροσκάλεσε βοήθεια ἀπὸ τοὺς Μανιάτες, καὶ οἱ Μανιάτες ὑποσχέθησαν ὅτι πᾶνε βοήθεια· καὶ ὁ δραγουμάνος ὁ Μαυρογένης, ὡς Ἕλλην καὶ τεχνίτης, ἔκαμε τὸν Μιχάλη Τροπάκη Μπέη καὶ διὰ νὰ τὸν κάμει Μπέη ἀλικότησε τὴν βοήθεια καὶ ἐπῆρε τὸ Κάστρο. Ἐπῆγε τὸ ἀσκέρι 14.000, καὶ τοὺς ἐπολιόρκησε. Μία ὥρα στράτα ἀλάργα ἔστησε τὸ ὀρδί. Ἔστειλεν ὁ σερασκέρης Ἀλήμπεης ἕνα γράμμα διὰ νὰ προσκυνήσουν καὶ νὰ τοῦ δώσουν ἐνέχυρα ἕνα παιδὶ ὁ ἕνας καὶ ἕνα ὁ ἄλλος, καὶ νὰ τραβήξει χέρι ἀπὸ δαύτους (5). Αὐτοὶ ἀπεκρίθηκαν: «Δὲν προσκυνοῦμεν, θέλομε πόλεμο καὶ ὅποιος μείνει νικημένος, ἂς προσκυνήσει». Αὐτὸς ἤλπιζε ἀπὸ τὴν Μάνην βοήθεια. Τοὺς πολιόρκησαν τὰ Τούρκικα στρατεύματα, ἔβγαλαν κανόνια καὶ βόμβες, τοὺς πολεμοῦσαν ἡμέρα καὶ νύκτα. Οὔτε οἱ βόμβες τοὺς ἔκαναν φόβον οὔτε τὰ κανόνια, ὅμως ἐπολέμησαν 12 ἡμέρες καὶ 12 νύκτες μὲ ἀνδρεία καὶ γενναιότητα. Ὅταν εἶδαν, ὅτι βοήθεια δὲν ἔρχεται, ἀποφάσισαν νὰ φύγουν ἀπὸ τοὺς πύργους· οἱ πύργοι ἦτον δύο, καὶ ὁ ἕνας ἦτον τοῦ πατέρα τοῦ Παναγιώταρου, καὶ ὁ ἄλλος ἦτον τοῦ πατέρα μου καὶ τοῦ Παναγιώταρου. Ὁ πατέρας τοῦ Παναγιώταρου ἦτον 80 ἐτῶν, ὡς καὶ ἡ μητέρα του, καὶ μὴν ἠμπορώντας νὰ φύγουν εἰς τὸ γιουρούσι μὲ τὰ ἄλλα γυναικόπαιδα, εἶπε τοῦ Παναγιώταρου καὶ τοῦ πατέρα μου: «Βάλτε φωτιὰ στοὺς ἄλλους πύργους, ἐγὼ μένω ἐδῶ». Ἔμεινε μ᾿ ἕνα δοῦλο καὶ μὲ τὴν γυναίκα του καὶ δούλα μὲ σκοπὸν νὰ πολεμήσει, ἐλπίζοντας νὰ ἔλθει βοήθεια ἀπὸ τὰ παιδιὰ του ἔπειτα. Ὁ πόλεμός του ἦτον μὲ τὸν δοῦλον, ἡ τέχνη του μεγάλη· εἶχε φιτίλι νὰ γυρίσει μαζὶ μὲ τοὺς Τούρκους. Αὐτοὶ ποὺ ἐπολεμοῦσαν μέσα ἔπεσαν εἰς τὸ ὀρδὶ τοῦ σερασκέρη μὲ τὰ σπαθία εἰς τὸ χέρι, μόνον τρεῖς ἐσκοτώθηκαν ἄνδρες, καὶ μέρος γυναῖκες, καὶ ἔμειναν πολλὰ παιδιὰ σκλάβοι· καὶ ἔτζι ἔμειναν δύο ἀδέλφια μου σκλάβοι, τὸ ἕνα τριῶν χρονῶν καὶ τὸ ἄλλο ἑνός· ἄλλα δύο ἐσκλαβώθηκαν καὶ ἔπειτα ἐλευθερώθηκαν. Ὅταν ἔκαμαν τὸ γιουρούσι, ἔπιασαν τὰ βουνὰ οἱ Τοῦρκοι διὰ νυκτός· ἐβασίλευσε τὸ φεγγάρι εἰς τὴν μέσην νύκτα, καὶ βασιλεύοντας τὸ φεγγάρι ἐβγῆκαν· νύκτα μικρὴ καὶ δὲν ἔλαβαν καιρὸν νὰ φύγουν κατὰ τὴν Μάνη· ἐπῆγαν στοὺς λόγγους κι ἐπῆρε ἡμέρα. Τὸν Παναγιώταρον (6) ζωντανὸν τὸν ἔπιασαν κι ἔπειτα τὸν ἐσκότωσαν οἱ Μπαρδουνιῶτες. Ὁ πατέρας μου ἐσκοτώθηκε μὲ δύο του ἀδέλφια, Ἀποστόλη καὶ Γεώργη, ὁ ἕνας εἰς τὸν λόγγον, ὁ ἄλλος μοναχός του, διατὶ ἐλαβώθηκε· ἐγλύτωσεν ἕνας μπάρμπας μου, Ἀναγνώστης, ἀπὸ τοὺς κλεισμένους τέσσαρους ἀδελφοὺς Κολοκοτρώνη. Ἐγώ, ἡ μάνα μου, ἡ ἀδελφή μου ἐγλύτωσαν μὲ τὰ παλληκάρια τοῦ πατέρα μου. Εἰς τὸ γιουρούσι ἐλαβώθηκε μὲ σπαθὶ ὁ Κωνσταντὴς Κολοκοτρώνης, καὶ μὲ προδοσία ἑνὸς Τούρκου φίλου ἐσκοτώθηκε· δὲν ἐφάνη τὸ κεφάλι του· οἱ φονεῖς του τὸν ἐσκότωσαν καὶ τὸν ἔκρυψαν διὰ τὸ βιό του, ὅσα εἶχεν ἀπάνω του· σὲ τρία χρόνια τὸν ξέθαψαν τὸν Κολοκοτρώνη Κωνσταντή· ἀπὸ τὸ μικρὸ δάκτυλον τὸν γνώρισαν, ὁποὺ εἶχε γυρισμένο ἀπὸ μία σπαθιὰ τουρκική· τὸν εἶχαν κρύψει εἰς μίαν τρούπα τῆς Ἄρνης καὶ Κοτζατίνας, τὸν ἔθαψαν ἔπειτα εἰς τὴν Μηλιά· ἦτον μελαψότερος, μονοκόκκαλος, δυνατός, ὀγλήγορος, μὲ ἕνα καθάριο ἄτι δὲν τὸν ἔπιανες, 33 (1) χρόνων, μέτριος, μαυρομάτης, λιγνός· οἱ Ἀρβανῖται τὸν εἶχαν τόσο τρομάξει, ποὺ ἔκαμναν ὅρκον: «Νὰ μὴ γλυτώσω ἀπὸ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ σπαθί» (2). 700 μπουλουκτζῆδες ἐσκότωσε πρὶν.

Ὁ Παναγιώταρος ἦτον γίγαντας, νέος, μαῦρα μαλλιά, σόϊ ἄνθρωπος, ἄσπρος, 37 - 38 χρόνων. Εἰς τὴν Ἀνδρούσαν ἐσκοτώθη ὁ γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, ἔπειτα τὸν ἐκδίκησε ὁ υἱός του. Ὁ γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, τοῦ ἔκοψαν χέρι καὶ πόδια καὶ τὸν ἐκρέμασαν. Ὁ γέρων (3) πατέρας τοῦ Παναγιώταρου ἐπολέμαε ἀπὸ τὸν πύργον καὶ ἐμαρτύρησε τὸ φιτίλι ὁ δοῦλος ποὺ ἐπροσκύνησε, καὶ τὸν γέροντα τὸν ἔπιασαν ζωντανόν. Ὁ Καπετάμπεης ἐρώταε: - Διατί δὲν προσκυνάει; - Τώρα προσκυνῶ, προσκυνημένο κεφάλι δὲν κόβεται. - Τοῦ ἔκοψαν χέρι καὶ πόδια, τὸν κατράμισαν (4).

Ἐμείναμεν εἰς τὴν Μάνην ἡμεῖς, εἰς τὴν Μηλιά, μὲ τὸν θεῖον μου τὸν Ἀναγνώστη. Ἐξαγόρασα τὰ σκλαβωμένα παιδιά, τὸ ἕνα ἀπὸ τὴν Ὕδραν, τὸν Γιάννη καὶ τὸν Χρίστο, καὶ ἐκάτζαμεν 3 χρόνια εἰς τὴν Μάνη. Εἴχαμεν ἐλλείψεις, ἦλθαν οἱ ἄλλοι οἱ μπαρμπάδες μας ἀπὸ τὴν μάναν μου, λεγόμενοι Κοτζακαῖοι, καὶ μᾶς ἐπῆραν εἰς τὴν Ἁλωνίσταιναν. Ἐπήγαμεν ἀγνώριστοι, μᾶς ἔμαθον ἔπειτα καὶ ἐφοβούμεθα τοὺς Τούρκους. Ὁ μπάρμπας μου ὁ Ἀναγνώστης ἦλθε ἔπειτα εἰς τοῦ Λεονταριοῦ τὴν ἐπαρχίαν, εἰς τὴν ἄκραν τῆς Μάνης, Σαμπάζικα. Ἔκαμε συμπεθεριὸ μὲ ἕναν ντόπιον (5) προεστόν, τοῦ τουφεκιοῦ ἄνδρα, τὸν ἔλεγαν Γεωργάκη Μεταξᾶν. Ἔδωκε τὴν θυγατέρα του, ἔφτιασε σπίτι. Μανθάνοντας, ὅτι ὁ θεῖος μου ἔκαμεν ἀποικίαν εἰς τὸ Ἄκοβον, ἐφύγαμε καὶ ἐπήγαμεν ἐκεῖ. Σὰν ἐκαθόμαστε ἐκεῖ, ἄλλα μπουλούκια κλέφτες μ᾿ ἔβαλαν ἀρματολὸν εἰς τὴν ἐπαρχίαν τοῦ Λεονταριοῦ κατὰ τῶν κλεφτῶν, καὶ ἐμπόδιζα τὸ βιλαέτι μὲ χατίρι. 15 χρόνων ἤμουν τότε. - Ἔγινα 20 χρονῶν, ὑπανδρεύθηκα καὶ ἐπῆρα ἑνὸς πρώτου προεστοῦ τοῦ Λεονταριοῦ, τὸν ὁποῖον τὸν χάλασε (6) ἕνας πασὰς εἰς τὸ Ἀνάπλι (7). Ἔκτισα σπίτια, ἐπῆρα προικιὸ ἐλιές, ἀμπέλι (8), ἔγινα νοικοκύρης, ἐφύλαγα καὶ τὸ βιλαέτι. Ἐστεκόμαστε πάντοτε μὲ τὸ ντουφέκι. Μᾶς ἐφθόνησαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἤθελαν νὰ μᾶς σκοτώσουν, δὲν ἠμποροῦσαν ὅμως, διότι ὁ τόπος ἦτον σὲ ἄκρη. Καὶ ἐπολεμοῦσαν νὰ μᾶς χαλάσουν μὲ κάθε τέχνη· ἔστελναν μία καὶ δύο φορὲς ἑκατὸν καὶ διακόσιους στρατιώτας διὰ νὰ μᾶς κτυπήσουν· δὲν μᾶς εἶχαν εἰς τὸ χέρι καὶ δὲν μᾶς πείραξαν. Εἶδαν ὅτι δὲν εἶχαν διαφορὰ μὲ τὴν τέχνη· ἐβγῆκαν φανερά· ἐπήραμε χαμπέρι, ἐφύγαμε. Οἱ Τοῦρκοι ἀφάνισαν ὅλα τὰ ἀγαθά μας καὶ ἔδωσαν διαταγήν: ὅπου ἀκουσθοῦμε νὰ μᾶς χαλάσουν. Ἔμεινα μὲ δώδεκα Κολοκοτρωναίους, μικρότεροι εἰς τὴν ἡλικίαν, ἐπήγαμεν εἰς τὴν Μάνην, ἀφήκαμεν τὲς φαμίλιες μας καὶ ἔπειτα ἐγυρίσαμε, ἐσηκωθήκαμε φανερά, ἐσυνάξαμε στρατιώτας, πότε 60, πότε ὀλιγοτέρους. Ἐμείναμε δύο χρόνους κλέφτες· ἔπειτα εἶδαν, πὼς δὲν ἐμποροῦν νὰ μᾶς κάμουν τίποτε καὶ μᾶς ἔβαλαν πάλε ἀρματολούς. Εἶχα τὸ Λεοντάρι καὶ τὴν Καρύταινα, ἔκαμα 4 - 5 χρόνους ἀρματολός. Ὁ Ἀναγνώστης Κολοκοτρώνης δίδεται εἰς τὴν μέθην, διὰ νὰ ἀλησμονήσει τὰ συμβάντα. Τὸν μεγαλείτερον τοῦ πατρός μου ἀδελφὸν τὸν ἐσκότωσαν εἰς τὸ Λεοντάρι ἔπειτα, καὶ τοῦ ἐπῆραν τὸ κεφάλι (χέρι κομμένο εἰς τὴν νεότητά του). Ἀπὸ 40 χρόνων ἀρχίνισε καὶ ἀπόθανε εἰς τὰ 52. Ἄφησε παιδιὰ 3 ἀρσενικά, Γιαννάκη, Δημητράκη, Γεωργάκη, ἄφησε καὶ ἑπτὰ θυγατέρες. Ἕνας ἀπόθανε ἀπὸ τὸν θάνατόν του, ἀπὸ ἕξι ἀδέλφια τοῦ πατρός μου.

Ὅταν εἴμεθα ἀρματολοί, τὰ παιδιά μας ἦταν εἰς τὴν Μάνην, εἰς τὴν Καστανιὰ τὴν μεγάλην. Εἰς τὴν Μάνην ἐπηγαίναμε εἰς τὲς σημαντικὲς ἡμέρες, ὅταν εἴμεθα ἀρματολοί. Εἰς τὴν Μάνην πάντοτε ἐπηγαίναμεν βοήθεια εἰς τὸν Μπέη Κουμουντουράκη, εἰς τὲς χρεῖες τους, καὶ ἐβοηθούσαμε τὸ μέρος τους. Ὁ Καπετάνιος Κωνσταντὴς Δουράκης, φίλος τοῦ πατρός μου, καὶ οἱ Κιτρινιαραῖοι ἀνοίγουν πολέμους. Ἡμεῖς μεντάτι. Εἴχαμε κλεισμένον μίαν φορὰν τὸν Νικόλαο Κιτρινιάρη, τὸν πολιορκήσαμεν, καὶ σὰν ἐτρώγονταν ἀδελφοξάδελφα, ἔρριχναν τουφέκια εἰς τὸν ἀέρα. Οἱ Μανιάτες τὸν στενοχώρησαν καὶ ὁμίλησε νὰ παραδοθεῖ, καὶ ἐζήτησε ἐμέ. Δὲν ἦτον νὰ παραδοθεῖ, ἀλλὰ νὰ μὲ σκοτώσει μὲ ἀπιστιά. Ἐβγῆκε ἔξω εἰς τοῦ πύργου τὴν πόρτα, καὶ εἶχε βάλει τοὺς ἀνθρώπους μέσα, νὰ παραδοθεῖ. Οἱ ἄνθρωποί του μὲ ἄδειασαν ἕξι τουφέκια. Ἐγὼ ἤμουν κοφτὰ καὶ δὲν μ᾿ ἐπῆραν, ἔπεσα ἀποκάτω ἀπὸ τὸν θόλον τῆς πόρτας τοῦ πύργου, οἱ δικοί μου ἐνόμισαν ὅτι μὲ σκότωσαν καὶ ἤθελαν νὰ σκοτώσουν τοὺς συγγενεῖς τοῦ Κιτρινιάρη... ἄλλοι λέγουν, «Ὄχι, νὰ πάρομε τὸν Θεόδωρον». Ἦλθεν ὁ ἀδελφὸς τοῦ Κιτρινιάρη, καὶ τὸν πῆρα εἰς τὸν ὦμον, κι ἐπροφυλάχθηκα, καὶ τὴν νύκτα ἔβαλα φωτιὰ εἰς τὸν πύργον καὶ ἐπαραδόθηκαν. Ὁ ἀδελφός του ἦτον μὲ ἡμᾶς. Τότε τὰ ἀδέλφια τους μὲ εἶπαν: Νὰ κάμω ὅ,τι θέλω εἰς ἐκείνους διὰ τὴν ἀπιστιά. Ἐγὼ εἶπα, ὅτι ἐὰν ὁ Θεὸς μ᾿ ἐφύλαξε, τοὺς χαρίζω τὴν ζωήν. Ὁ Ζαχαριᾶς ἐβοηθοῦσε τοὺς ἄλλους, ἐπολεμούσαμε καὶ ἔπειτα ἐσμίγαμεν ἔξω. Ἐγὼ ὑπεστήριζον τὸν Μπέη. Ὁ Μούρτζινος ἀντιφέρετο μὲ τὸν Μπέην καὶ μὲ τὸν Καπετάνιο τὸν φίλον μου. Ἕνα ἢ δύο μῆνες τὸ καλοκαίρι ἔπρεπε νὰ βοηθήσω τοὺς δικούς μου.

Εἰς τοὺς ἕξι χρόνους ἐπάνου, ἔβγαλα τὰ παιδιά μου εἰς ἕνα χωριό, Γιάνιτζα, πλησίον τῆς Καλαμάτας, διατὶ μοῦ ἤρχετο καλλίτερα διὰ τὴν ζωοτροφίαν. Ἡ Μάνη ἐφθόνησε τὸν Μπέη. Ἦλθε καὶ ὁ Σερεμὲτ μπέης, διὰ νὰ βάλουν τὸν Ἀντωνόμπεη Γληγοράκη. Ἦλθε ὁ Μπέης ὁ Κουμουντουράκης εἰς τὴν Καλαμάτα μὲ 60 ἀνθρώπους, ἐγὼ εἶχα 18. Μὲ ἐμπόδιζαν νὰ βοηθήσω τὸν Κουμουντουράκη, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ τὸν βοηθήσω ἐξ αἰτίας τῆς φιλίας. 3.000 Τοῦρκοι καὶ Μανιᾶται πηγαίνουν κατὰ τοῦ Κουμουντουράκη. Βλέπω μακρὰν μπαϊράκια εἰς τὲς Καπετανίες (ψυχικό). Συμβούλευσα νὰ μὴν πᾶμε μέσα εἰς τὴν Μάνη, ἠθέλαμε νὰ πιάσομε τὸ Κάστρο τοῦ Κουμουντουράκη, 4 ὧρες μακριὰ ἀπ᾿ τὴν Καλαμάτα. Οἱ Καπετανάκηδες καὶ ἄλλοι Μανιάτες μᾶς πολέμησαν, ἐλαβώθηκα... τὸ ἄλογον... λάφυρα... πιάνομεν ἕνα πύργον... ὁ Κουμουντουράκης. Ἐπιάσαμε τὸν πύργον, ἔπειτα διὰ νυκτὸς ἀνέβημεν εἰς τὸ Κάστρο. Οἱ πατζαοῦρες (τῆς λαβωματιᾶς) ἦτον μέσα. Ὁ Παναγιώτης Μούρτζινος καὶ ὁ Χριστέας, φίλοι πατρικοί, τοὺς γράφω ἕνα γράμμα: μὲ κάθε συμβιβασμὸ νὰ ἔβγω, νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Μάνην νὰ γιατρευθῶ. Οἱ Μούρτζινοι λέγουν εἰς τὸν Σερεμὲτ μπέη νὰ ἐβγάλουν τοὺς κλέφτες διὰ νὰ ἀδυνατίσει ὁ Κουμουντουράκης, καὶ ἔτζι ἐγέλασαν τὸν Σερεμὲτ μπέη νὰ ἔβγω ἐγὼ ἀπὸ μέσα, καὶ μοῦ εἶπαν νὰ ἔβγω μὲ ὅλους μου τοὺς ἀνθρώπους. Ἀνέβαλα διὰ νὰ ἔβγουν καὶ οἱ ἀνθρῶποι μου. Οἱ ἀνθρῶποι μου μένοντας (1) ὀπίσω· ὁ Πετρούνης ἔγινε μεσίτης νὰ προσκυνήσει ὁ Κουμουντουράκης καὶ δὲν παθαίνει τίποτες, καὶ ἐγὼ τοὺς εἶπα: «Ὅταν ἔλθει ὁ Πετρούνης νὰ μὴ τὸν ἀκούσετε, ἀλλέως θὰ σᾶς φάγει μὲ ἀπιστιά». Ὁ Κουμουντουράκης δὲν ἠθέλησε. Ἔκαμε τραττάτο, ἐβγῆκαν οἱ δικοί μας. Ὁ Κουμουντουράκης ἐπαραδόθηκε καὶ τὸν πῆρε ἡ ἀρμάδα σκλάβον. Ἐγιατρεύθηκα ἐγώ, ἐπῆγα εἰς τὸ ἀρματολίκι μου. Μοῦ ἔπεσαν οἱ προεστοὶ καὶ ὁ κὺρ Γιάννης (Δεληγιάννης), καὶ μοῦ λέγουν: «Δὲν εἶναι καλὸν νὰ κινδυνεύεις εἰς τὴν Μάνην καὶ νὰ φέρεις τὴν φαμίλιαν σου εἰς τὴν Καρύταινα». Τὰ ἔβγαλα τὰ παιδιά μου εἰς τὴν Καρύταινα καὶ ἐκατοίκησα εἰς ἕνα χωριὸ Στεμνίτζα. - Ἐβγῆκε φερμάνι νὰ μᾶς σκοτώσουν καὶ τοὺς δύο, Πετιμεζᾶ κι ἐμέ, 1802. Ἕνας βόϊβοδας τῆς Πάτρας ἐνήργησε αὐτὸ - τὸ φιρμάνι ἔλεγε: Ἢ τοὺς δύο ἡμᾶς ἢ τὰ κεφάλια τῶν Κοτζαμπασήδων. Ὁ βεζύρης τῆς Τριπολιτζᾶς κράζει τὸν πατέρα τοῦ Ζαΐμη καὶ τὸν κὺρ Γιάννη. Ὁ Ζαΐμης ἐπῆγε, ὁ κὺρ Γιάννης ἐφοβεῖτο. Ὁ Πασιὰς τοὺς ἔκαμεν ὅρκον, ὅτι δὲν εἶναι τίποτες δι᾿ αὐτούς. Ἐγὼ ἐσυντρόφευσα τὸν Δεληγιάννην ἕως εἰς τὴν Τριπολιτζά, καὶ ὅταν ἀνεχώρησε μὲ εἶπε ὁ Δεληγιάννης... Τοῦ εἶπα: «Δὲν τὸ πιστεύω, διὰ ἡμᾶς εἶναι τὸ φερμάνι». Μοῦ ἀποκρίθηκε: «Μὴν φοβεῖσθε». Ἔκραξε μόνον τοὺς δύο ὁ Πασιάς, τοὺς διάβασε τὸ φερμάνι. «Νὰ μᾶς δώσεις μουχλέτι (διορία) γιατὶ τοῦτοι εἶναι ἄγριοι ἄνθρωποι». Ὁ Γ. Ζαΐμης, Ἀσημάκης, τὸν εἶχε τὸν Πετμεζᾶ εἰς τὰ χέρια του, διατὶ ἐπήγαινε καθημερινῶς εἰς τὰ Καλάβρυτα, ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν ἐπήγαινα εἰς τὴν Καρύταινα, εἰς τὸ Χασαμπᾶ. Εἶπαν οἱ δύο προεστοί, νὰ βάλουν τὸν ἄγριον εἰς τὸ χέρι, καὶ ἔπειτα τὸν ἥμερον εὔκολα. Ὁ Δεληγιάννης ὁρκώνει δύο προεστοὺς νὰ μὲ σκοτώσουν. Ἦτο δύσκολο, διότι ἤμουν πολλὰ προφυλακτικός. Ἐσυνακούσθησαν μὲ τὸν Βελεμβίτζα, τὸν ὥρκωσαν πρῶτα· αὐτὸς ἀποκρίθηκε: «Δὲν τὸν βλέπω τὸν σκοτωμόν τους, θὰ χαλάσουμε τὸ βιλαέτι». Αὐτοὶ δὲν ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν γνώμην τους. - Εἶχαν φέρει ἕναν Μπουλούμπαση μὲ Ἀρβανίτες εἰς τὴν Καρύταιναν. Ὑποπτεύθηκα· ἐπῆγα νὰ χαιρετήσω ἕναν προεστὸν εἰς τὴν Στεμνίτζα· τοῦ λέγω: «Τί τὸν θέλετε τὸν Ἀρβανίτη Μπουλούμπαση; δὲν θέλει γένει ἡ γνώμη σας». Εἰς τὴν Στεμνίτζαν πᾶνε Ἀλβανοί... (1) Ὑπάγω καὶ ἐγὼ μὲ 50. Ἀνταμώθηκα μὲ τὸν Μπουλούμπαση, τοῦ εἶπα: «Θὰ μᾶς βάλουν νὰ τζακίσουμε τὰ στουρνάρια, τὰ ἥμερα δὲν θὰ διώξουν τὰ ἄγρια, ὅλα φεύγουν, ὁ σπουργίτης πάντοτε μένει».

Τῆς τύχης ἡ περίστασις ἐκείνη ἔφερε ὁ γέρο Κόλιας νἄρχεται μὲ τὸν υἱόν του (τὸν Κολιόπουλον). Ἤρχετο εἰς τὰ πιστρόφια ἡ νύφη του, ἐγίναμε διακόσιοι. Εἰς τὰ Μαγούλια ἀνταμώνονται, οἱ ἀνθρῶποι μας. Ὁ προεστὸς Ἀναγνώστης Μπακάλης ἀπὸ τὸ Γαρζενίκο, ἐγέλασε τὸν Τοῦρκο... (2) καὶ μὲ ἔδωσεν εἴδησιν. Γράφω εἰς τοὺς προεστοὺς νὰ μὲ στείλουν εἴδησιν, ἂν μὲ ἐπιβουλεύονται. Παίρνω ἀπὸ τὸν Δημήτρη φυσέκια, στουρνάρια· μὲ γράφουν: ψεύματα. Μὲ τὰ σπερώματα, μὲ 200 νομάτους ὁ Μπουλούμπασης μᾶς πλάκωσε εἰς τὴν Κερπενή. Μόνον 40 εἴμεθα, ἐτραβήχθηκα ἀπὸ τὸ χωριὸ ἔξω. Κλείομαι εἰς ἕνα μοναστήρι εἰς τὴν Κερνίτζα (ἀναλήφθηκα, μ᾿ ἔχασαν), ἔπιασα τὸν ἄγριον τόπον. Ἐσκότωσαν τότε τὸν Πετιμεζᾶ εἰς τὰ Καλάβρυτα καὶ ἔστειλαν τὸ κεφάλι του εἰς τὴν Τριπολιτζά (3). Εἰς τὰ Μαγούλιανα ἐσκοτώσαμεν τοὺς Τούρκους (ἔκαια τὰ χωριά). Οἱ προεστοὶ βάζουν τὸν Κόλια, διὰ νὰ προσπέσει νὰ συμβιβασθοῦμε, νὰ ἡσυχάσουμε. Μᾶς ἔδωσαν τὸ ἀρματολίκι. Περάσοντας τρεῖς τέσσαρους μῆνες, ὁ Δεληγιάννης ἤθελε νὰ μᾶς χαλάσει, πλὴν δὲν ἠμπόρουνε.

Τὸν Σεπτέμβριον μήνα ἐπῆρα τὸ ἀρματολίκι. Ὁ Δεληγιάννης ηὗρε τρόπον. - Εἶχε φίλον εἰς τοῦ Λάλα τὸν Χασάναγα Φιδᾶ, καὶ τὸν ἔβαλε νὰ μᾶς σκοτώσει (μὲ τὴν ἀπιστίαν (4), ὅτι εἴμεθα ἀρματολοί). Τὲς φαμελιές μας τὲς εἴχαμε εἰς τοῦ Παλούμπα, καὶ ὁ Γεροκόλιας ἐξάνοιξε τὴν προδοσιά, ὅτι ἤρχοντο οἱ Λαλαῖοι. Ἔστειλε, μᾶς εἶπε (5) ὅτι θὰ ἔλθουν οἱ Λαλαῖοι. Λαμβάνοντας καὶ τὴν εἴδησιν τί τρόπο νὰ φανερωθεῖ τούτη ἡ μυστικὴ κίνησις, διὰ νὰ μᾶς (6) βαρέσουν. Ἔμεινα ὅλην τὴν νύκτα συλλογισμένος. Οἱ Τοῦρκοι ἦλθαν κι ἔπιασαν δύο δρόμους, 200 καὶ 200, νὰ βαρέσουν μὲ χωσιά· εἶχον κι ἕνα Ἕλληνα προδότην καὶ ἤρχετο καὶ μᾶς εὕρισκε, ἂν κινᾶμε ἢ ἂν κοιμόμασθε. Τὸ πρωὶ ἤθελα νὰ στείλω καταπατητάδες. Τὸ πρωὶ μᾶς ἔκλεισαν εἰς τὸ χωριό. Ἐγὼ εἶχα δώσει τὰ σκουτιά μου εἰς ἕνα ψυχογιόν. Χαράζοντας τὴν αὐγήν, βλέπω τοὺς Τούρκους. - Ἐπιάσαμε τὸ τουφέκι. - Κινώντας νὰ πιάσω τὴν ράχην, παίρνουν τὸν ψυχογιόν μου ὀκτὼ βόλια, ὁ ἀδελφός μου ὁ Γιάννης λαβώνεται. Κλειόμεθα σὲ τρία σπίτια· εἴμεθα 38. Ἐκλείσθηκα εἰς χαμώγειο Ἔρχονται οἱ ἄλλοι 200, μᾶς ἀπόκλεισαν. Πολεμοῦμε ὅλην τὴν ἡμέραν. - Ἐσκοτώσαμεν καὶ ἡμεῖς· τὸ βράδυ κάνομε γιουρούσι καὶ ἐφύγαμε (7). - Τὸν Μάρτην 7 μᾶς βάρεσαν στὰ 1804.

Εἰς τὰ 1805 πηγαίνω εἰς τὴν Ζάκυνθον. Ὁ Αὐτοκράτορας Ἀλέξανδρος κάμνει πρόσκλησιν διὰ νὰ γραφθοῦν οἱ Ἕλληνες εἰς τὰ στρατεύματα (8).

Κάμνομεν ὅλοι μία ἀναφορά, Σουλιῶται, Ρουμελιῶται καὶ Πελοποννήσιοι, εἰς τὸν Αὐτοκράτορα καὶ τοῦ ζητοῦμεν βοήθειαν διὰ νὰ ἐλευθερώσωμεν τὸν τόπον μας. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἐνήργησε νὰ γίνει ἡ ἀναφορά. Οἱ Σουλιῶται, Ρουμελιῶτες ἦτον στὴν Πάργαν. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἦλθεν εἰς... καὶ ἐγράφθησαν 5.000 στρατιῶται Πελοποννήσιοι εἰς τὰ ἄρματα. Ἦλθε ἡ ἀπάντησις· τότε ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθον, εἰς τὰ 1805 τὸν Αὔγουστο. Ὁμιλῶ μὲ τὸν Ἀρχηγὸν τῶν Ρωσικῶν στρατευμάτων καὶ μὲ λέγει, ὅτι ὁ Αὐτοκράτωρ τὸν διέταξε νὰ παραδεχθεῖ εἰς τὴν δούλευσιν ὅσους θέλουν νὰ ἔμβουν καὶ νὰ ὑπάγουν νὰ κτυπήσουν τὸν Ναπολέοντα. Τοῦ ἀποκρίνομαι: «Ὅσον διὰ τὸ μέρος μου δὲν ἐμβαίνω εἰς τὴν δούλευσιν. Τί ἔχω νὰ κάμω μὲ τὸν Ναπολέοντα; Ἂν θέλετε ὅμως στρατιώτας, διὰ νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν πατρίδα μας σὲ ὑπόσχομαι καὶ 5 καὶ 10 χιλιάδας στρατιώτας. Μία φορὰ ἐβαπτισθήκαμεν μὲ τὸ λάδι, βαπτιζόμεθα καὶ μίαν μὲ τὸ αἷμα καὶ ἄλλη μίαν διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος μας». Μένω 15 ἡμέρας εἰς τὴν Ζάκυνθον, δὲν συμφωνῶ, ἀφήνω 28 ἀπὸ τοὺς συντρόφους μου καὶ τὸν Νικήτα ἀνεψιό μου καὶ τοῦ Γιάννη Κολοκοτρώνη αὐτοῦ. Τὰ ἄλλα Ἑλληνικὰ στρατεύματα γράφονται καὶ πηγαίνουν εἰς τὴν Νεάπολη. Οἱ Τοῦρκοι βλέπουν αὐτὰ τὰ κινήματα καὶ γράφουν ἀναφορὰς εἰς τὸν Σουλτάνον, καὶ τοῦ ἐξηγοῦν τὰς ὑποψίας των. Ὁ Σουλτάνος λαμβάνει τὴν ἰδέαν νὰ κόψει τὸν λαόν. Ὁ Πατριάρχης κάμνει παρατηρήσεις καὶ λέγει: «Τί πταίει ὁ λαός; Νὰ σκοτώσωμεν τοὺς πρωταιτίους, τοὺς κακούς». Καὶ τὸν ἀντισκόβει. Ἡ ἀναφορὰ τῶν Τούρκων συμφωνεῖ μὲ τὰς πληροφορίας τοῦ Καμπινέτου τῆς Γαλλίας, ὅτι νὰ χαλάσουν τοὺς Καπεταναίους, τοὺς λεγομένους κλέφτας, καὶ τοὺς Καπεταναίους τῶν καραβιῶν, διατὶ μία ἡμέρα ἠμποροῦν νὰ κάμουν ἐπανάστασιν. Τότε κάμνει ἕνα φερμάνι ὁ Σουλτάνος νὰ σκοτώσουν τοὺς κλέφτας. Ἀφοριστικὸ ἔρχεται τοῦ Πατριάρχου διὰ νὰ σηκωθεῖ ὅλος ὁ λαός, καὶ ἔτζι ἐκινήθηκεν ὅλη ἡ Πελοπόννησος, Τοῦρκοι καὶ Ρωμαῖοι, κατὰ τῶν Κολοκοτρωναίων. Τὸν Αὔγουστον ὑπῆγα εἰς Ζάκυνθον. Τὸν Σεπτέμβρη ἐβγῆκα ἔξω, καὶ Ἰανουάριον 1806 ἦλθε τὸ διάταγμα καὶ μᾶς ἐκυνήγησαν (1). Ὁ Πετιμεζᾶς, ὁ Γιαννιᾶς καὶ ὁ Ζαχαριᾶς ἦτον χαϊμένοι πρωτύτερα, καὶ εὑρέθηκα μὲ μόνον 150.

Ἐπήγαμεν εἰς τὸ Μοναστήρι Βελανιδιά, πλησίον τῆς Καλαμάτας, καὶ ἀπεκεῖ ἔστειλα ἕνα γράμμα τοῦ Ἡγούμενου διὰ νὰ μοῦ στείλουν ζωοτροφίας. Τὸ γράμμα τὸ ἔπιασαν οἱ Τοῦρκοι, καὶ ὁ Δεληαχμέτης ἦλθε καὶ μᾶς ἐπολιόρκησε μὲ 1.000. Ἐτραβήξαμε τὰ σπαθιὰ καὶ τοὺς ἐχαλάσαμεν· τοὺς ἐπήραμε κυνηγώντας ἕως τὴν Καλαμάτα, ἐπήραμε τὰς σημαίας τους καὶ ἐσκοτώσαμεν πολλούς.

Αὐτὸς ὁ Δελῆ Ἀχμέτης ἦτον περίφημος εἰς τὴν Ρούμελη. Ἐκατατρέχθη ἀπὸ τὸν Ἀλὴ Πασὰ κι ἐκατέφυγε εἰς τὴν Πελοπόννησον. Ὁ Πασὰς τοῦ τόπου τὸν ἔδωκε 500 χάρτζια (μισθοὺς) διὰ νὰ κυνηγάει τοὺς κλέφτας. Ἐγὼ σὰν τὸ ἔμαθα εἶχα 80, καὶ ἐπῆγα ἐπίτηδες διὰ νὰ δοκιμάσω τὴν δύναμίν του εἰς τὸν Ἄκοβο (Σαμπάζικα), καὶ ἐφοβήθηκε νὰ πολεμήσει μὲ ἡμᾶς. Ἐπήγαμε εἰς τὴν Βλαχοκερασιὰ καὶ τὴν ἐχαλάσαμε, ὡς ἰδιοκτησία τοῦ Χασεκῆ, ὁποὺ ἔκαψε τὰ σπίτια μας. Ἄλλη μιὰ φορὰ ἐπήγαμεν εἰς τοῦ Τζεφερεμίνη καὶ μᾶς ἔμαθαν οἱ Τοῦρκοι τῆς Ἀνδρούσας καὶ ἐκίνησαν μία ἑκατοστὴ διὰ νὰ μᾶς κτυπήσουν, καὶ ἐβγήκαμεν, τοὺς ἐκυνηγήσαμεν καὶ ἐτρόμαξαν νὰ γλυτώσουν. Τὸ ἴδιον ἐστάθη καὶ εἰς τοῦ Μήλια τὸ Παλιόκαστρο, ἀνάμεσα Μήλια καὶ Μπούτζα (τῆς Μεσσηνίας). Ὅλ᾿ ἡμέρα ἐπολεμήσαμεν καὶ τὸ βράδυ τοὺς ἐφύγαμε. Ἄλλη μία φορὰ ἐφάνηκαν εἰς τοῦ Μαρμαριᾶ (Βρουστοχωριά). Ἦλθαν, μᾶς πλάκωσαν ἀπὸ ὅλες τὲς κοντινὲς ἐπαρχίες ὅλοι οἱ Τοῦρκοι, μᾶς ἔκλεισαν εἰς ἕνα βουνό, ἐπολεμήσαμεν ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ τὸ βράδυ τοὺς ἐφύγαμεν. Εἰς τὸν Ἄκοβο, ὅπου δὲν ἠθέλησαν νὰ πολεμήσουν, ἦτον ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Ντελῆ Ἀχμέτη, καὶ ἀφοῦ ἐγύρισεν εἰς τὸν μπάρμπα του, τὸν ἔφτυσε γιατὶ δὲν ἐπολέμησε, καὶ αὐτὸς τοῦ ἀπεκρίθη: «Νὰ σὲ κάμει ὁ Θεὸς κιαμέτι νὰ πολεμήσετε μὲ αὐτοὺς καὶ τότε βλέπεις». Ἀφότου τὸν ἐχαλάσαμεν ἐπῆγεν ὁ Ντελῆ Ἀχμέτης εἰς τὴν Καλαμάταν καὶ ἐκάθησε τρεῖς μῆνας. Ἐκεῖ φοβούμενος μήπως πάγομε καὶ τοὺς χαλάσομε ἐγραφοφορισθήκαμεν μετ᾿ αὐτόν, καὶ ἔπειτα ἐπῆγεν ὁ Ντελῆ Ἀχμέτης εἰς τὸν Πασὰ καὶ τοῦ εἶπεν, ὅτι δὲν ἠμποροῦμεν νὰ τοὺς κάμομε τίποτες, ἀλλὰ νὰ τοὺς δώσετε τὸ ἀρματολίκι διὰ νὰ ἡσυχάσει ὁ κόσμος καὶ ἔτζι ἀπέρασε ἐκεῖνος ὁ χρόνος (1).

Ἐμάθαμεν ὅτι ἦλθε τὸ Συνοδικὸ καὶ τὸ Φερμάνι. Ἐμάζωξα ὅλους ἕως 150 καὶ τοὺς εἶπα νὰ ἀναχωρήσωμεν νὰ πᾶμε εἰς τὴν Ζάκυνθον. Αὐτοὶ ἀφοῦ ἤκουσαν ὅτι οἱ Ροῦσοι εἶχαν πάρει ὅλους τοὺς Ἕλληνας καὶ τοὺς ἐπῆγαν εἰς τὴν Νεάπολη, μὲ ἀπεκρίθηκαν ὅλοι μὲ ἕνα στόμα, ὅτι «ἡμεῖς δὲν πηγαίνομεν εἰς τὴν Φραγκιὰ καὶ θέλομε ν᾿ ἀποθάνωμεν ἐπάνω εἰς τὴν πατρίδα μας». Ὁ ἀδελφός μου ὁ Γιάννης μὲ εἶπε ὅτι: «θέλω νὰ μὲ φάγουν τὰ ὄρνεα τοῦ τόπου μας». Τοὺς ἔδωκα ἄλλη μία γνώμη, νὰ χωρισθοῦμε εἰς μπουλούκια ἀπὸ 5, ἀπὸ 6, νὰ κρυφθοῦμεν, καὶ ἔτζι ν᾿ ἀπεράσει ὁ Γενάρης, ὁ Φλεβάρης καὶ ὁ Μάρτης, ὅσον νὰ λυώσουν τὰ χιόνια, καὶ τότε συναζόμεθα νὰ περπατοῦμε καθὼς καὶ πρωτύτερα. Καὶ αὐτὸ τὸ πρόβαλα (2), διότι εἰς τρεῖς μῆνες (3) ἤθελον σκορπισθοῦν (4) τὰ ὀρδιὰ καὶ ἐγλυτώναμεν ἀπ᾿ ἐκεῖνον τὸν κίνδυνον. Αὐτοὶ μὲ ἀπεκρίθησαν ὅτι: «δὲν πᾶμε νὰ ἐξοδεύσομε τὰ λίγα γρόσια ὁποὺ ἔχομε, διατὶ οἱ καπεταναῖοι ἐσεῖς παίρνετε ἀπὸ τὰς ἐπαρχίας». Καὶ ἐγὼ τοὺς εἶπα ὅτι: «κάμετε τοῦτο καὶ ὅταν τὸν Μάρτη σμίξομεν, τοὺς ἀποζημιώνω εἰς ὅσα ἐξόδευσαν» (5). Αὐτοὶ δὲν ἄκουσαν καὶ ἔτζι ἐκηρυχθήκαμεν μὲ τὴν σημαίαν ἀνοικτὴν εἰς ὅλας τὰς δυνάμεις τοῦ Μορέως. - Ἡ σημαία εἶχε ἕνα Χ, εἶχε καὶ ἄστρα καὶ φεγγάρι. - Τοὺς Κοτζαμπασῆδες τοῦ Μορέως τοὺς εἶχαν ἐνέχυρον εἰς τὴν Τριπολιτζά. Τοὺς φίλους μας ὁποὺ εἴχαμεν εἰς τὴν Μάνη, καθὼς Κουμουντουράκηδες, Μούρτζινους καὶ λοιπούς, τοὺς εἶχεν ὁ Ἀντωνόμπεης ἐξορίσει εἰς τὴν Ζάκυνθον, καὶ δὲν εἴχαμεν πλέον καταφύγιον εἰς τὴν Μάνη. Καὶ τὰ βουνὰ ἦταν γεμᾶτα χιόνια καὶ δὲν ἠμπορούσαμε νὰ πᾶμε, ἀμὴ 30 ἐχωρίσθηκαν κατὰ τὰ Πηγάδια καὶ οἱ ἄλλοι ἀνοίξαμεν μπαϊράκι καὶ ἐτραβήξαμεν κατὰ τὸν Ἅγιον Πέτρο. Ἐστείλαμεν εἰς τὰ Βέρβενα νὰ μᾶς στείλει ψωμὶ καὶ ζωοτροφίας, καὶ αὐτοὶ μᾶς ἀποκρίθησαν: «Ἔχομε βόλια καὶ μπαρούτι», καὶ ἐπήγαμε καὶ τοὺς χαλάσαμε. Ἀπὸ ἐκεῖ ἀπεράσαμεν πίσω εἰς τὰ Σαμπάτζικα. Τότε ἐπρόσταξε ὁ Πασὰς ὅλες τὶς ἐπαρχίες διὰ νὰ ἔβγουν Τοῦρκοι καὶ Ρωμαῖοι νὰ μᾶς βαρέσουν.

Ἀπὸ Σαμπάτζικα ἐκατεβήκαμεν εἰς τὸ Μοναστήρι τῆς Βελανιδιᾶς, καὶ ἐστείλαμεν εἰς τὴν Καλαμάτα νὰ μᾶς στείλει ψωμὶ καὶ φουσέκια, καὶ οἱ Καλαματιανοὶ ἐφοβοῦντο νὰ μᾶς στείλουν. Ἡμεῖς ἐκινήσαμεν τότε νὰ πάγωμεν μέσα εἰς τὴν Καλαμάτα διὰ νὰ κτυπήσωμεν τοὺς Τούρκους. Τότε οἱ προεστοὶ μᾶς ἔφερον οἱ ἴδιοι ζαερὲ καὶ μπαρουτόβολο καὶ στουρνάρια εἰς τὸν Ἅγιον Ἠλία, πλησίον τῆς Βελανιδιᾶς. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐτραβήξαμε τὴν ἡμέραν καὶ ἐπήγαμεν εἰς τὸ Πήδημα, σύνορο Καλαμάτας καὶ τὸ βράδυ ἐπήγαμεν εἰς τὸ (6) Τζεφερεμίνη. Μία ὥρα μακρυὰ ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ εἴμαστε ἡμεῖς, εἰς τὴν Σκάλα, ἦλθε ὁ Κεχαγιάμπεης μὲ 2.000 Τούρκους, μὲ τὰ παλούκια. Τὸ βράδυ ἐπήγαμεν εἰς τὸ Ἀλιτούρι, καὶ ἐκεῖ μᾶς ἐπλάκωσαν Ἀνδρουσανοί, Λεονταρίτες καὶ λοιποὶ ἕως 700. Ἦλθαν τὴν αὐγήν, ἀρχίσαμε τὸν πόλεμο, ἡμεῖς ἐβγήκαμε ἀπὸ τὸ χωριό, τοὺς πήραμε κυνηγώντας ἕως μίαν ὥραν μακριά, τοὺς ἐπήραμε 4 ἄτια, πολλοὶ ἐπνίγηκαν εἰς τὸ ποτάμι καὶ ἄλλους ἐσκοτώσαμε, καὶ ἐπήραμεν πολλὰς ζωοτροφίας καὶ πολεμοφόδια.

Ἤκουσαν (7) τὸν πόλεμο τὰ στρατεύματα ὁποὺ ἦταν εἰς τὴν Σκάλα καὶ ἦλθαν εἰς βοήθειαν τῶν ἐδικῶν των. Ἡμεῖς ὀπισωγυρίσαμεν καὶ ἐκλεισθήκαμεν εἰς τὸ χωριὸ Ἀλιτούρι, καὶ ἐπολεμήσαμεν ὅλην τὴν ἡμέραν, καὶ τὸ βράδυ ἐτραβήξαμε τὰ σπαθιὰ καὶ ἐπήγαμε κατὰ τῆς Ἀρκαδιᾶς τὰ χωριά. Ἐπήγαμεν εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ χωριά, καὶ εὑρήκαμε 300 Τούρκους μέσα καὶ δὲν ἠμπορέσαμε νὰ πάρομε ψωμί. Οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ ἐπῆγαν εἰς τὸ Ἀλιτούρι, βλέποντες τὸν τορόν μας, ἐγύρισαν καὶ ἦλθαν ἀπὸ κοντά, γυρεύοντάς μας. Ὁ Κεχαγιάς ἄρχισε νὰ παλουκώνει τοὺς Χριστιανοὺς (γιατάκηδες) διὰ νὰ δώσει φόβον εἰς τὸν κόσμον. Ἦλθαν οἱ Τοῦρκοι ἐπάνω μας, ἡμεῖς ἐφκιάσαμεν ταμπούρια, γιὰ νὰ τοὺς πολεμήσομε. Οἱ Τοῦρκοι ἦταν ἐντόπιοι καὶ μᾶς ἔστειλαν νὰ φύγομε, διότι μᾶς ἐφοβοῦντο ἀκόμη. Ἐφύγαμεν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐπήγαμεν εἰς τὰ Κοντοβούνια διὰ ψωμὶ καὶ ἔπειτα ἐπήγαμεν εἰς ἕνα βουνὸ νὰ λημεριάσωμεν. Ἐστείλαμεν εἰς τοὺς φίλους μας διὰ νὰ εὕρουν καΐκια ἀπὸ τὸν Πύργον ἕως τὸ Νεόκαστρον (1) τὰ ἔχουν ἐμποδισμένα ὅλα, διὰ νὰ μὴν περάσωμεν εἰς τὴν Ζάκυνθον. Ἐγυρίσαμεν τότε εἰς τὰ Μεσόγεια τῆς Πελοποννήσου. Μᾶς ἐπῆραν ἀπὸ κοντὰ οἱ Τοῦρκοι, ἐπαίρναμε ψωμὶ ἁρπακτά. Εἰς τοῦ Ψάρη μᾶς ἔφθασαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἐπολεμήσαμεν ὅλην τὴν ἡμέραν. Οἱ συντρόφοι μου ἄρχισαν νὰ φεύγουν. Ἀποστᾶνε, ἐπειδὴ καὶ ὅλες τὲς ἡμέρες ἐπολεμούσανε καὶ τὴν νύκτα ἐπεριπατούσανε· καὶ μᾶς ἔφυγαν ἕως 40, καὶ ἀπὸ 100 ἐμείναμε 60. Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπήγαμεν εἰς τὸ Λεοντάρι ἀποπάνου, καὶ μᾶς εὕρηκαν πάλιν ἀπὸ ἐκεῖ. Ἐφύγαμεν διὰ τὰ Σαμπάζικα, εὑρήκαμεν ἐκεῖ μία τετρακοσαριὰ Τούρκους, ἐνῶ ἐνομίζαμε ὅτι δὲν θὰ εὕρομε.

Ἐπολεμήσαμε καὶ ἐκεῖ μὲ τοὺς Τούρκους. Ἐσώσαμε τὰ φουσέκια, τὸ ψωμὶ ὀλίγο. Τὸ βράδυ τοὺς εἶπα, ὅτι δὲν ἠμπορούσαμε νὰ ζοῦμε ὅλοι μαζί, ἀλλὰ νὰ διαμοιρασθοῦμε. Καὶ ἔτζι ἐχωρισθήκαμε, λέγοντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλον: «Καλὴ ἀντάμωση εἰς τὸν Κόσμον τὸν ἄλλον». Ἐκράτησα (2) μόνον 19 συγγενεῖς μου καὶ ἕνα Καπετὰν Γιῶργο, ὁποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ ὑπάγει. Εἰς 15 ἡμέρες δὲν ἔμεινε κανένας ἀπὸ ἐκείνους ὁποὺ ἐχώρισαν ἀπὸ ἐμένα. Ἀπὸ τοὺς 19, δυό μου πρῶτα ἐξαδέλφια (3), μὴν ἠμπορώντας πλέον νὰ βαστάξουν τὴν πείναν καὶ τοὺς κόπους (ἀποστασίλα) ἐκρύφθησαν, καὶ εἰς ὀλίγας ἡμέρας (4) τοὺς εὑρήκανε καὶ τοὺς ἐσκότωσαν καὶ ἐμείναμε 17. Μὴν ἠξεύροντας, ἐπήγαμεν κι ἐλημεριάσαμεν ἀνάμεσα εἰς τρεῖς παγανιές. Ἡ τύχη μᾶς ἔκαμε καὶ δὲν μᾶς εἶδαν παρὰ τὸ βράδυ καὶ ἐξανασάναμεν ὀλίγο. Μᾶς εὑρῆκαν, ἐσταθήκαμεν ὑποχρεωμένοι νὰ περάσομε ἀνάμεσόν των πολεμώντας (5) καὶ νὰ γλυτώσομε κι ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κίνδυνον. Τὴν νύκτα ἐτραβήξαμε κατὰ τὸν κάμπον τοῦ Λεονταριοῦ, ἀκούσαμε πολλὲς μπαταριὲς καὶ ἔπεφταν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη καὶ δὲν ἠξεύραμε τί ἦτον. Ἡ μπαταριὰ ἦτο σημεῖον ὅτι ἐδῶθεν ὑπάγουν (6) οἱ κλέφται. Τὴν νύκτα ἐπήγαμεν εἰς τὸ Ἀνεμοδούρι διὰ ψωμί, εὑρήκαμε μόνον τὲς γυναῖκες καὶ οἱ ἄνδρες ἤτανε εἰς τὰ Διάσυλα, καὶ ἐφύλαγαν μὲ τοὺς Τούρκους. Τὰ σκυλιὰ ὁποὺ ἀλύκτααν, ἔδωσαν ὑποψίαν· ἦλθαν οἱ Τοῦρκοι καὶ μᾶς πολιόρκησαν. Ὅταν ἐζύγωσαν οἱ Τοῦρκοι, ἄρχισαν τὰ σκυλιὰ νὰ γαυγίζουν, ἐκατάλαβα καὶ ἐγὼ ὅτι ἦλθαν Τοῦρκοι. Τότε ἐπῆρα τὲς φαμίλιες μαζί, ἕως ὅτου ὁποὺ ηὗρα ἀνοικτὸ τὸν δρόμον, τὲς ἀφήκαμε καὶ ἐπήραμε τὴν δημοσιὰ τῆς Τριπολιτζᾶς καὶ ἐπήγαμε εἰς τὸ Βαλτέτζι ἀποπάνω νὰ λημεριάσομε. Οἱ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ μᾶς ἐγνώρισαν καὶ εὐθὺς ἔδωκαν παντοῦ τὴν εἴδησιν, ὅτι: «ἐδῶθε πάγει ὁ Κολοκοτρώνης», καὶ μᾶς ἐπῆραν κυνηγώντας. Τὸ δειλινὸ ἐφύγαμε καὶ ἔστρεψα κατὰ τὴν Καρύταινα, καὶ διὰ νὰ μὴν γνωρίσουν τὸν τορό, ἀπὸ πέτρα εἰς πέτρα ἐπήγαμεν εἰς μίαν στάνη, καὶ μᾶς εἶπαν πὼς ἦτον γεμάτη Τοῦρκοι. Τότε ἀποφάσισα νὰ γίνομε εἰς 4 μπουλούκια καὶ νὰ ὑπάγωμεν εἰς φίλους νὰ κρυφθοῦμε. Ὁ Ἀντώνιος ὁ Κολοκοτρώνης μὲ ἄλλον ἕνα ἐκρύφθηκε εἰς τοὺς συγγενεῖς μας· τὸν Δημητράκη Κολοκοτρώνη μὲ ἄλλους τρεῖς νὰ πᾶνε νὰ κρυφθοῦν εἰς τὴν Βυτίνα, ὅπου εἴχαμε συγγενεῖς, καὶ τὸν ἀδελφόν μου Γιάννη μὲ ἄλλους 4 νὰ ὑπάγει ἀποκάτω εἰς τὴν Δημητζάνα, ὅπου εἶν᾿ ἕνα χωργιό, διὰ νὰ τοὺς κρύψει ἕνας πιστὸς φίλος ὁποὺ εἴχαμε. Ὁ Ἀντώνης ἐγλύτωσε καὶ σώζεται ἕως τὴν σήμερον. Ὁ Δημητράκης ἐκάθησε δύο ἡμέρες εἰς τὴν Βυτίνα, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ. Τοῦ Δημητράκη τοῦ ἔκοψαν τὸ κεφάλι καὶ τὸ χέρι, τὸ παρρησίασαν ὡς δικό μου, ἐπειδὴ εἶχε γράμματα. Ὁ Γιάννης δὲν εὗρε τὸν φίλον του, ἐπῆγε εἰς τοὺς Αἰμυαλούς, μοναστήρι, τοῦ ἔδωκε ἕνας καλόγερος φαγὶ καὶ ἔπειτα ἐπῆγε, ἔδωσε εἴδησιν εἰς τοὺς Τούρκους, ἐπῆγαν, τὸν πολιόρκησαν εἰς τὸν ληνὸν καὶ τὸν ἐσκότωσαν. Ἐγὼ ἔμεινα μὲ ἄλλους τέσσαρους, ἐπῆγα εἰς ἑνὸς φίλου μου προεστοῦ εἰς τὸ Πυργάκι, ὀνομαζόμενον κὺρ Παρασκευᾶ, εὕρηκα τὸ παιδί του, ἐπειδὴ αὐτὸν τὸν εἶχαν εἰς τὴν Καρύταιναν, διὰ νὰ κρυφθῶ: «Ἐγὼ σᾶς ἐφύλαγα τόσον καιρό, τώρα πρέπει νὰ μὲ φυλάξετε καὶ σεῖς». Μὲ ἐπῆγε εἰς μία τρύπα καὶ τὸν ἔστειλα ἕως τὴν Βυτίνα διὰ νὰ μάθει τί γίνεται. Ὁ μήνας ἦτον Γενάρης (7). Εἴκοσι ἡμέρες ἐμείναμε ζωντανοί, ἀφότου μᾶς κατέτρεξαν. Αὐτὸ τὸ παιδὶ ἔδωσε εἴδηση τοῦ πατρός του. Καὶ αὐτὸς ἐπῆγε εἰς τὴν Βυτίνα καὶ ἐπῆρε τοὺς Τούρκους διὰ νὰ τοὺς φέρει εἰς τὴν τρύπα, νὰ μᾶς πιάσουν, ἀλλὰ ἦλθε ἐμπροστὰ διὰ νὰ ἰδεῖ, ἐὰν εἴμεθα ἐκεῖ ἀκόμη. Ἦτον ἀρματωμένος, τὸν ἐρώτησα: «Κάτι ἀρματωμένος, Ζαχαριᾶ;» τοῦ εἶπα, καὶ ἔβαλα εὐθὺς ὑποψία. Τοῦ εἶπα: «Βρὲ νὰ μὴ μᾶς ἐπρόδωσες;» Αὐτὸς μοῦ ἀπεκρίθη: «Δὲν γίνεται αὐτό». Ἐνῶ ἐπήγαινε αὐτὸς νὰ τοὺς μιλήσει, ἐγὼ μὲ τοὺς ἄλλους 4 ἐπῆρα τὸ βουνό, καὶ μᾶς ἐκυνήγησαν ὅλην τὴν ἡμέραν. Ἡ τύχη μας ἔκαμε καὶ δὲν ἦτον πολὺ χιόνι εἰς τὸ βουνό, καὶ ἐμπορούσαμε νὰ περπατοῦμε. Μᾶς ἐκυνηγοῦσαν ὅλην τὴν ἡμέραν ἕως τὸ Ζυγοβίστι. Ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἐσκότωσαν τὸν ἀδελφόν μου καὶ ἔκαμαν χαρὲς οἱ Τοῦρκοι. Εὐθὺς ἐκατάλαβα, ὅτι τοὺς ἐσκότωσαν, ἀφοῦ ἤκουσα τὲς μπαταριές, τὸ σημεῖον τῆς χαρᾶς των. Ἐτράβηξα λοιπὸν διὰ τὴν Λιοδώρα εἰς τὸν γέρο - Κόλια καὶ Δημήτρην γαμβρόν μου. Τοὺς εἶχαν ἐνέχυρο εἰς τὴν Καρύταινα καὶ δὲν εὕρηκα παρὰ μόνον τὸν ἀδελφόν του τὸν Γεωργάκη εἰς τὴν στάνη. Ὁμίλησα τοῦ Γεωργάκη, μᾶς ἔφερε ψωμί, καὶ τὸν εἶπα νὰ ὑπάγει ἕως τὴν Ζάτουνα. Ἔμαθε, ὅτι ἐσκότωσαν ὅλους τοὺς ἐδικούς μας. Οἱ Τοῦρκοι τοῦ ἔδωκαν μία διαταγὴ εἰς τοὺς Ψαραίους, Παλουμπαίους καὶ τὰ λοιπὰ χωριὰ ὅτι, ἂν σκοτώσετε τὸν Κολοκοτρώνη, νὰ εἶναι τὰ χωριὰ σας τόσους χρόνους ἀσύδοτα, καὶ ἂν δὲν τὸν σκοτώσετε, ἀπὸ 7 χρόνους καὶ ἐπάνου θέλει τοὺς περάσωμεν ὅλους ἀπὸ τὸ σπαθί. Οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ μ᾿ ἐκυνηγοῦσαν ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη, ἐστοχάσθηκαν ὅτι ἀλλοῦ βέβαια δὲν ἠμπορεῖ νὰ καταφύγει, εἰμὴ εἰς τοὺς Κολιαίους, καὶ διὰ τοῦτο ἔκαμαν αὐτὴν τὴν διαταγήν. Ὁ Γεωργάκης μὲ ἔσμιξε καὶ μ᾿ ἐδιηγήθηκε τὰ πάντα καὶ ἔτζι ἔφυγα καὶ ἀκούσθηκα εἰς τὴν Λαγκάδα. Ἐπήγαμεν εἰς τοῦ Χρυσοβίτζι, Καλύβια, ἐσφάξαμε ἕνα ἀρνί, ἐκεῖ μᾶς ἐπρόδωσαν. Ἐπήγαμεν ἔπειτα εἰς τοὺς Ἀραχαμίτες, εὑρήκαμε τοὺς Τούρκους, ἐφύγαμε, ἐπήγαμε εἰς τὸ Μοναστήρι τῆς Καλτεζιᾶς, βροντοῦμε τὴν πόρτα καὶ μέσα ἦταν 200 Τοῦρκοι. Μᾶς ἐκατάλαβαν, μᾶς ἐπῆραν κυνηγώντας, καὶ ἐφθάσαμεν κατὰ τὴν Καλαμάτα, τὰ Γιάννιτζα, ὅπου ἕνας σύντροφός μου ὀνομαζόμενος Μακρυγιάννης, ἀπὸ τὴν πείναν τῶν τεσσάρων ἡμερῶν, ἀπόστασε καὶ δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ περπατήσει. Εὑρήκαμεν παντοῦ Τούρκους καὶ δὲν εἴχαμε ποῦ νὰ σταθοῦμε, νὰ πάρουμε καὶ τρόφιμα. Εἰς τὴν Γιάννιτζα ἦτον ὁ Ρουμπῆς μὲ μιὰ τετρακοσαριὰ Μπαρδουνιώτας. Ἐμβῆκα μέσα εἰς ἕνα σπίτι καὶ εὑρίσκω Τούρκους. Ἀγάλια - ἀγάλια, σηκωμένο τὸ τουφέκι, ἐγύρισα ὀπίσω, χωρὶς νὰ μ᾿ ἐννοήσουν, διότι ἐκοιμούνταν, ἐπῆγα εἰς ἄλλα σπίτια, πλὴν εὕρηκα Τούρκους παντοῦ. Εἰς τὴν ἄκραν τοῦ χωριοῦ ἐπῆγα εἰς μιᾶς κουμπάρας μου σπίτι καὶ μᾶς ἔδωσε τρεῖς ὀκάδες ψωμί, καὶ τῆς ἔδωκα ἕνα φλωρὶ βενέτικο. Ἐτραβήξαμε τότε εἰς τὴν Σέλιτζα. Τὸ ψωμὶ μᾶς ἔπιασε εἰς τὴν καρδιὰ καὶ δὲν ἠμπορούσαμε νὰ περπατήσομε. Ἀπὸ τὴν Σέλιτζα ἐπήγαμε εἰς τὴν Μεγάλην Καστανίτζαν, στοῦ καπετὰν Κωνσταντῆ Δουράκη, ὁποὺ ἦτον ἐμπιστευμένος μου, ἐπειδὴ ἐκεῖ πρωτύτερα εἶχα τὴν φαμιλιάν μου καὶ τὸν εἶχα συμπέθερο. Εἶχα ἀρραβωνιάσει μία θυγατέρα μου μὲ ἕνα παιδὶ τοῦ Δουράκη. Ὁ Ἀντωνόμπεης τῆς Μάνης μᾶς ἐκυνηγοῦσε καὶ ἐκεῖνος. Ἀπὸ τοὺς 5 ὅπου εἴμεθα, ἦταν οἱ δύο Μανιάτες, καὶ ἔφυγαν εἰς τὰ σπίτια τους, καὶ ἔμεινα ἐγὼ καὶ ἄλλοι δύο Ρουμελιῶται. Ἐκάθησα κρυμμένος ἕνα μήνα εἰς τὸ σπίτι τοῦ Δουράκη. Ἦλθε ἕνας Νικήτας ἀπὸ τοῦ Τουρκολέκα καὶ μὲ ηὗρε μὲ μία εἰκοσιπενταριά, καὶ τοῦ εἶπα: «Νὰ εὑροῦμε καΐκι καὶ ν᾿ ἀπεράσομε εἰς τὴν Ζάκυνθο». Αὐτὸς ἐνόμιζε, ὅτι δὲν εἶναι πλέον φόβος διὰ νὰ ὑπάγει εἰς τὸ μεσόγειον τοῦ Μορέως, καὶ ἐγύρισε ὀπίσω. Οἱ Τοῦρκοι τοὺς ἐσκότωσαν ὅλους, μόνον ἕνας ἐπιάσθη ζωντανός, ὁ ὁποῖος ἐπῆγεν εἰς τὴν Τριπολιτζάν. Τὸν ἐζήτησε (1) ἐκεῖ ὁ Πασὰς: ἂν ἐσκοτώθηκαν ὅλοι, καὶ αὐτὸς τοῦ ἀπεκρίθη ὅτι ὅλοι ἐχάθηκαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεοδωράκη τὸν Κολοκοτρώνη. Τότε ὁ Πασὰς ἐθύμωσε καὶ ἔκοψε καμπόσους Τούρκους καὶ Ρωμαίους, ὁποὺ ἐβεβαίωναν, ὅτι ὁ Θεοδωράκης ἦτον χαμένος. Αὐτὴ ἡ φήμη τοῦ χαμοῦ μου ἔκαμε νὰ ἡσυχάσουν τοὺς Τούρκους. Ἀφοῦ τὸ ἔμαθεν ὁ Πασάς, ὅτι ἐγὼ ζῶ ἀκόμη καὶ εἶμαι εἰς τὴν Μάνη ἔστειλε τὸν Παπάζογλου ἀπὸ τὸν Ἅγιον Πέτρο μὲ 50.000 γρόσια εἰς τὸν Μπέη τῆς Μάνης. Ἀφοῦ ἦλθε ὁ Παπάζογλους εἰς τὴν Μάνη, ἔκραξε τὸν Καπετὰν Κωνσταντή Δουράκη εἰς τὲς Κυτριές. Ἐκεῖ τοῦ εἶπε ὁ Μπέης: «Σοῦ δίδω τόσες χιλιάδες διὰ νὰ δώσεις τὸν Κολοκοτρώνη. Ἔλαβα μία σφικτὴ διαταγή, καὶ μοῦ λέγει, ὅτι ἂν δὲν πιάσω τὸν Κολοκοτρώνη θέλει γράψω εἰς τὸν καπετὰν Πασὰ, νὰ σ᾿ ἐβγάλει ἀπὸ τὸ μπεϊλίκι». Ὁ Δουράκης, σὰν εἶδε τὰ γρόσια, ἔστρεξε νὰ μὲ παραδώσει. Οἱ Μανιᾶται λησμονοῦν ὅλα διὰ τὰ γρόσια. Πρωτύτερα ὁ Δουράκης εἶχε τὴν εἴδηση τοῦ Μπέη, ὅτι ἐγὼ εὑρισκόμουν εἰς τὸ σπίτι του κρυμμένος καὶ τοῦ εἶχε εἰπεῖ, ὅτι: «Κρύψε τον, διατὶ δὲν συμφέρει νὰ μὴ γλυτώσει κανένας ἀπὸ αὐτὴν τὴν φαμίλια». Ἀλλ᾿ ἀφοῦ εἶδαν τὰ γρόσια τ᾿ ἀλησμόνησαν. Κανένας δὲν μὲ ἤξευρε, παρὰ ὁ ἡγούμενος τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ὁ Δουράκης, καὶ ἐκαθόμουν εἰς τὸν πύργο ἀπάνου. Ἔστειλε καὶ ἐπῆρε ὁ Δουράκης τὸ παιδί του τὸ μεγάλο καὶ τὸν ἡγούμενον καὶ τοὺς ἐπῆρε εἰς τὲς Κυτριές. Μάρτης ἦτον τότε. Τὸ Φεβρουάριον εἶχα πάγει ἐκεῖ. Τοῦ ἡγούμενου τοῦ ὑποσχέθηκαν νὰ τὸν κάμουν Δεσπότη καὶ ἄλλα ταξίματα, διὰ νὰ μὲ παραδώσει ζωντανόν. Ὁ Μπέης μὲ ἔγραψε ἕνα γράμμα καὶ μοῦ ἔλεγε ὅτι νὰ ἔλθεις νὰ μιλήσωμεν καὶ ἐγὼ θέλει γράψω εἰς τὸν Καπετὰν Πασὰ, διὰ νὰ λάβεις τὸ προσκυνοχάρτι καὶ νὰ ἔλθεις μὲ τὸν συμπέθερόν σου τὸν Δουράκη, καὶ ὁ σκοπός του ἦτον νὰ μὲ πιάσει ζωντανόν. Ὅταν ἐπροσκάλεσαν τὸν ἡγούμενον καὶ τὸ παιδὶ τοῦ Δουράκη, ὑποπτεύθηκα ὅτι κάτι τεχνεύονται διὰ ἐμένα, καὶ δὲν ἤξευρα τί ἔτρεχε. Ἔστειλα λοιπὸν ἕνα παιδὶ εἰς τὴν μικρὴ Καστάνιτζα, ἕξι ὧρες μακριὰ ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ἤμουν, (ἐκεῖ ἦτον κλεισμένος ὁ πατέρας μου). Ἔστειλα εἰς τὸν ἀνεψιὸν τοῦ Παναγιώταρου, Βασίλη Βενετζανάκου, καὶ ἦλθε διὰ νυκτὸς μὲ ἄλλους τρεῖς εἰς τὸ μοναστήρι ὅπου εὑρισκόμουνα, τοῦ εἶπα τὰ διατρέχοντα καὶ ὅλας μου τὰς ὑποψίας (1), τοῦ ἐπρόβαλα νὰ ἀναχωρήσωμεν, μοῦ εἶπε, ὅτι: «Νὰ ὑπάγω ὀπίσω νὰ πωλήσω κάτι λάδι καὶ τὸ βράδυ ἔρχομαι». Τὸ βράδυ δὲν ἦλθε· τὸ πρωὶ ἦλθε ὁ συμπέθερός μου μὲ τὸν ἡγούμενον. Ἐπῆγα νὰ τὸν χαιρετήσω τὸν ἡγούμενον, τὸν εἶπα: καλῶς ὅρισε, κι ἐκεῖνος μοῦ εἶπε, νὰ μὴ μὲ εἶχε εὕρει. Τὸν ἐρώτησα νὰ μοῦ εἰπεῖ τίποτε ἄλλο, καὶ δὲν ἠθέλησε. Τὸ βράδυ ἦλθε ὁ συμπέθερός μου μὲ τὸν ἀδελφόν του, δύο συγγενεῖς του, καὶ μοῦ ἔδωκε τὸ γράμμα τοῦ Μπέη. Ὁ ἀδελφός του ὑποπτεύθηκε, καὶ δὲν ἦτον μὲ τὴν γνώμην του. Ἔλαβα τὸ γράμμα, τὸ ἐδιάβασα καὶ ἐκατάλαβα, ὅτι θέλουν νὰ μὲ πάρουν ζωντανόν. Τοὺς εἶπα: «Πῶς θὰ ὑπάγομεν τὴν ἡμέραν, ὅπου θὰ μᾶς ἰδοῦν ὅλος ὁ κόσμος;» Αὐτὸς μοῦ εἶπε, ὅτι: «Ἐνδύνεσαι Μανιάτικα καὶ δὲν σὲ γνωρίζουν». Ὁ ἀδελφός του μοῦ ἔκαμε νόημα νὰ εἶμαι προσεκτικός. Τοὺς ἀπεκρίθηκα ὅτι: «Νὰ συλλογισθῶ ἕως τὸ βράδυ». Ἔκαμα τὸ μεσημέρι τὴν ἀπόκρισιν, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἐδικός σας καὶ ἄλλη φορὰ θέλει ἔλθω νὰ σᾶς προσκυνήσω, καὶ ἐγὼ εἶμαι ἐδικός σου καὶ νὰ μὲ ἔχεις τὴν ἔγνοια μου. Τὸ γράμμα τὸ ἔδωκα εἰς τὸν Δουράκη. Αὐτὸς τὸ ἐπῆρε τὸ γράμμα, τὸ ἄνοιξε, καὶ εἶδε ὅτι δὲν ἤθελα νὰ ὑπάγω, καὶ τότε ἀποφάσισε νὰ βάλει εἰς τὸ κρασὶ ἀφιόνι. Ἡ γυναίκα του καὶ ἡ ἀδελφή του τὸ εἶδαν, καὶ τὸν ἐπῆραν ἀπὸ κοντὰ ἕως τὸν πύργον. Ἕνας ἄνθρωπός μου ἤκουσε τὴν γυναίκα τοῦ Δουράκη νὰ τοῦ λέγει τοῦ ἀνδρός της: «Τί εἶναι αὐτὸ ὁποὺ θὰ κάμεις, δὲν ἐνθυμᾶσαι τὰ καλὰ τοῦ Θεοδωράκη;» Καὶ αὐτὸς τὴν ἔβριζε. Ἐπῆγε μέσα, μὲ ἐπρόσφερε τὸ κρασί· ἐγώ, μὲ ἔδωσεν εἴδησιν ὁ ἄνθρωπος μου, καί, ὅταν μοῦ ἔφερε τὸ κρασί, ἐγὼ ἐκλώτζισα τὸ κανάτι ὁποὺ εἶχε τὸ κρασί, καὶ τὸ ἔχυσα, καὶ τοῦ εἶπα: «Τί θέλω ἐγὼ τώρα κρασί», καὶ τοῦ εἶπα καὶ ὅτι θὰ φύγω. Μὲ ἐπαρακίνησε νὰ ὑπάγωμεν εἰς τὸ σπίτι του νὰ πιοῦμε πρῶτα κρασὶ καὶ ἔπειτα νὰ φύγω. Αὐτὸς ἐπῆγε ὀμπρός, εἰδοποίησε τοὺς ἀνθρώπους νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ τραβήξουν ἀπάνω μας, ἐνῶ ἐμεῖς ἐπίναμεν τὸ κρασί. Ὁ ἀδελφός του δὲν μᾶς ἄφηκε νὰ πᾶμε, ἐμπόδισε τὰ σκυλιὰ νὰ φωνάξουν, καὶ ἐφύγαμε. Ἀφοῦ τὸ ἔμαθε ὁ Δουράκης αὐτό, ἔκραξε τοὺς χωριανοὺς καὶ τοὺς ἐπρόσταξε νὰ ἐβγοῦν μιὰ ἑκατοστὴ νὰ πιάσουν τοὺς δρόμους. Ἐγὼ ἤξευρα τὸν τόπον καὶ ἔφυγα ἀπὸ ἄλλο μέρος, καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν Μικρὴν Καστάνιτσα διὰ νὰ εὕρω τὸν Βασίλη μὲ τὸν ὁποῖον εἶχα συμφωνήσει νὰ φύγουμε. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐτραβήξαμεν εἰς τὰ χωριὰ τοῦ Πασαβᾶ, εἰς ἑνὸς ἀδελφοποιτοῦ μου τὸ σπίτι. Ἐκεῖ μᾶς ἐβάσταξε 2 ἡμέρας. Τὸν ἐστείλαμε καὶ ἐπῆγε νὰ εὕρει τοῦ Τζανετάκη τὴν μάνα, ἡ ὁποία ἦτον θυγατέρα τοῦ Παναγιώταρου. Τῆς εἴπαμεν, νὰ ὑπάγει ἡ ἴδια νὰ εὕρει καΐκια εἰς τὸ Μαραθονήσι διὰ νὰ βαρκαρισθοῦμε διὰ Τζηρίγο. Εἰς τρεῖς ἡμέρας ἐπήγαμεν μαζὶ μὲ τὴν Μαρία, μάνα τοῦ Τζανετάκη, καὶ ἐβαρκαριστήκαμε ἀνάμεσα Μαυροβούνι καὶ Μαραθονήσι. Μόλις ἐκάμαμε πανιά, καὶ ἐφύσηξε ἕνας βοριάς, ὁποὺ δὲν μᾶς ἄφησε νὰ προχωρήσομε· ἦτον ξημερώνοντας τῶν Βαΐων. Ἐπιάσαμε εἰς τὴν Ξυλήν, ἐκάμαμε πάλι πανιά, καὶ μᾶς ἐμπόδισε ὁ ἐνάντιος ἄνεμος, καὶ ἀράξαμεν εἰς τὸ Ἐλαφονήσι (2). Ἐπήγαμε, τέλος πάντων, εἰς τὸ Τζηρίγο μὲ μιὰ μεγάλη φουρτούνα καὶ ἀράξαμε εἰς ἕνα χωριό, Ποταμὸ λεγόμενον. Ἐκεῖ εὑρήκαμεν ἕναν ἀπὸ τοὺς Γιατρακαίους, καὶ μᾶς εἶπε ὅτι δὲν κάμνει νὰ φανερωθῆτε μέσα εἰς τὴν χώραν ὡς Κολοκοτρώνης. Ἐπήγαμεν εἰς τὸν διοικητὴν τοῦ Τζηρίγου, Ἀρβανιτάκην λεγόμενον (3). Ἕνα παιδὶ μᾶς ἐγνώρισε ἀπὸ τὸν Πύργο, καὶ ἐκαθήσαμε ἐκεῖ· τὴν Μεγάλην Πέμπτην ἐφθάσαμεν. Ὁ Πρύτανης μᾶς ἐμάλωσε, διατὶ εἴμεθα ἀρματωμένοι. Ἐπῆγα εἰς τὸν κομαντάτε τὸν Ρῶσο, τοῦ ἐδιηγήθηκα μὲ τὴν ἀλήθεια ποῖοι εἴμεθα, πὼς ἐκαταντήσαμεν, καὶ ἔτζι διέταξε νὰ μᾶς περιποιηθοῦν καὶ νὰ μᾶς δώσουν ἀπ᾿ ὅλα.

Μιὰ φορὰ ἐπῆγα εἰς τὸ πανηγύρι τῆς Ἁγίας Μονῆς. Αὐτὸ τὸ μοναστήρι ἦτον μεγάλο καὶ ἐχαλάσθη εἰς τὴν πρώτην Τουρκιά. Ὅταν ἀπέρασα, ἦτον μία μάνδρα χαλασμένη καὶ σκεπασμένη ἐκκλησιὰ μὲ κλάδους δένδρων. Τότε ἔταξα ὅτι: «Παναγία μου, βοήθησέ μας νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν Πατρίδα μας ἀπὸ τὸν Τύραννο καὶ θὰ σὲ φκιάσω καθὼς ἤσουν πρῶτα» (1803). Μὲ ἐβοήθησε, καὶ εἰς τὸν δεύτερον χρόνον τῆς ἐπαναστάσεώς μας ἐπλήρωσα τὸ τάμα μου καὶ τὴν ἔφκιασα. Αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ζωῆς ὁποὺ ἐκάμναμε μᾶς βοήθησε πολὺ εἰς τὴν ἐπανάσταση, διότι ἠξεύραμεν τὰ κατατόπια, τοὺς δρόμους, τὰς θέσεις, τοὺς ἀνθρώπους. Ἐσυνηθίσαμεν νὰ καταφρονοῦμεν τοὺς Τούρκους, νὰ ὑποφέρομεν τὴν πείναν, τὴν δίψαν, τὴν κακοπάθειαν, τὴν λέρα, καὶ καθεξῆς.

Ζάκυνθος 1806. Ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθον τὸν Μάη. Μετὰ ἕνα μήνα διατριβῆς ἔμαθα ὅτι ἦρθε εἰς τὸ νησὶ ὁ στρατηγὸς τῶν Ρώσων Παπαδόπουλος, καὶ μὲ ἔκραξε στοὺς Κορφοὺς γιὰ νὰ μοῦ προβάλει νὰ ἔμβω εἰς τὴν δούλευσιν (1), καὶ τοῦ εἶπα, ὅτι: «Δὲν ἐμβαίνω εἰς τὴν δούλευσιν, διότι ἔχω σκοπὸν νὰ ὑπάγω πάλι εἰς τὸν Μορέα, γιὰ νὰ ἐκδικηθῶ διὰ τὸν θάνατον τῶν συγγενῶν μου, καὶ διὰ τὰς ζημίας ὁποὺ ἔλαβα, καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ κάμω ὅρκον καὶ ἔπειτα νὰ γίνω ἐπίορκος μὲ τὸ νὰ φύγω κρυφίως». Καὶ ἔτζι ἐπέστρεψα (2) εἰς τὸ Κάστρο, καὶ ἐκάθησα 10 μῆνας χωρὶς δούλευσιν. Εἶχα δώσει γράμμα εἰς τὴν φαμιλιά μου μὲ ἕνα Μαγουλιανίτη Ρόντικα γιὰ νὰ μοῦ φέρει ὅσο βιὸ εἶχα εἰς διαφόρους ἀνθρώπους, καὶ ἐκεῖνος ἐπῆγε, τὸ ἐμαρτύρησε τοῦ Ντεληγιάννη, ὁ Ντεληγιάννης τοῦ Βόϊβοντα, καὶ ἔτζι ἐχάθηκαν ὅλα μου τὰ πράγματα, 1807. Ὅλα τὰ στρατεύματα, τὰ Καπετανάτα, τὰ κλέφτικα τῆς Ρούμελης εἶχαν καταφύγει εἰς τὴν Ἑπτάνησον ἀπὸ τὸν ἴδιον κατατρεγμὸν τὸν ἐδικόν μου. Ἡ Ρωσία ἐκήρυξε τὸν πόλεμον τῆς Τουρκιᾶς καὶ διετάχθησαν ὅλα τὰ στρατεύματα νὰ ἐβγοῦν εἰς τὴν Ρούμελην, διὰ νὰ κτυπήσουν τοὺς Τούρκους. Ἐδοκίμασα καὶ ἐγὼ νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Ἁγιὰ Μαύρα ὅπου εὑρίσκοντο ὅλοι αὐτοί, νὰ πάρω μερικοὺς καὶ νὰ ἔβγω (3) εἰς τὴν Πελοπόννησον. Εἰς τὴν δούλευσιν τῆς Ῥωσίας ἦσαν δύο τάγματα, ἕνα Μανιάτικο, ἐπὶ κεφαλῆς Πιερράκης Ζανέτμπεης, ὁ υἱός, καὶ τὸ ἄλλο Πελοποννησιακό, ἐπὶ κεφαλῆς ὁ Ἀναγνωσταρᾶς. Αὐτοὶ ἦσαν εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ὁ Παπαδόπουλος τοὺς ἐπρόσταξε νὰ φκιάσουν ἕνα πλοῖο πολεμικό. Ὅταν ἑτοιμαζόμουν διὰ νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Ἁγιὰ Μαύρα, μὲ ἔπεσαν ἐπάνω ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, οἱ Πετιμεζαῖοι, ὁ Γιαννάκης Κολοκοτρώνης, ὁ Μέλιος καὶ λοιποὶ ὀφικιαλέοι καὶ μὲ εἶπαν, ὅτι: «Μὴν πηγαίνεις καὶ ἡμεῖς ἔχομεν τὴν ἄδειαν νὰ ἔχομε ἕνα πλοῖο, καὶ ἂν θέλεις ἐμβαίνεις εἰς αὐτό». Καὶ ἔτζι εὕρηκαν ἕνα σαμπέκο Τούρκικο μὲ 10 κανόνια· τὸ ἀγοράσαμεν, καὶ ἐμβῆκα καπετάνιος εἰς αὐτό. Ἐπῆρα διαβατήριο, ἐπῆγα εἰς τὴν καθέδρα τῆς Ρεπούμπλικας, εἰς τοὺς Κορφούς· ἐκεῖ μὲ ἔδωσαν τὴν ἄδειαν (4) διὰ νὰ κτυπῶ στεριᾶς καὶ θαλάσσης τοὺς Τούρκους, ὅθεν μὲ ἐβόλιε. Ἐπῆρα καὶ μιὰ ὀγδονταριὰ στρατιῶτες τῆς ξηρᾶς καὶ ἐπῆγα πλησίον τῆς Πάτρας, Ἀχαϊὲς λεγόμενο, καὶ ἔκαψα τὰ σπίτια, τὲς ἰδιοκτησίες, τὰ μαγαζιὰ τοῦ Σαΐταγα, καὶ ἔπειτα ἐπέστρεψα εἰς τὴν Ζάκυνθον. Οἱ Ζακύνθιοι, ἐπειδὴ καὶ εἶχαν ἀνάγκην ἀπὸ τροφὰς φερμένας ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον, ἔκαμαν μίαν ἀναφορὰν εἰς τὴν Διοίκησιν, καὶ ἔλεγαν ὅτι νὰ μὴ κτυπήσουν πλέον τὸν Μοριά, διότι οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐδέχοντο τοὺς πηγαίνοντας ἐκεῖ διὰ ἐμπόριο. Ἔτζι ἡ Κυβέρνησις μ᾿ ἐμπόδισε νὰ κτυπήσω τὴν ξηρὰ καὶ διετάχθηκα νὰ περιορισθῶ εἰς τὸν πόλεμον τῆς Ἁγίας Μαύρας. Εἰς τοὺς Κορφοὺς εὕρηκα τὸν Παπαδόπουλο καὶ τὸν Συνέβη, ὅστις ἑτοιμάζετο μαζὶ μὲ τὰ Ἀγγλικὰ νὰ κτυπήσουν τὴν Κωνσταντινούπολη, τοῦ ἔδωκα μίαν γνώμην, ὅτι εἰς τὴν Ἑπτάνησον εὑρίσκονται 1.200 (5) Ροῦσοι καὶ 5.000 Ἕλληνες εἰς τὴν δούλευσιν τῆς Ἑπτανήσου καὶ εἶχαν καὶ 12 κομμάτια ντελίνια τῆς Βαλτικῆς καὶ τῆς Μαύρης Θαλάσσης. Ἦσαν σαράντα ντελίνια, φρεγάδες καὶ μπρίκια, τὰ ὁποῖα εἶχε βγάλει διὰ νὰ κτυπήσει τὸν Βοναπάρτη (6), καὶ μὲ ἄλλους 10.000 νησιώτας, νὰ γίνομε χιλιάδες 25, καὶ ἕξι καράβια, διὰ τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου, καὶ τὰ ἄλλα διὰ τῆς Αἰγίνης, νὰ ἀποβιβασθῶμεν ἔξω, καὶ τοὺς ὑποσχόμουν εἰς 2 μῆνας νὰ ἐλευθερώσω τὴν Πελοπόννησον. Ὁ στρατηγὸς Παπαδόπουλος ἐδέχθηκε τὴν πρότασίν μου, ἔγινε συμβούλιον ἀπὸ τὸν Συνέβη, Μοτζενίγο (γενικὸς διοικητής), Μπενάκη καὶ ἀντιναύαρχον Λέλη, καὶ στρατηγὸν Ἀτρέμ. Ὁ Παπαδόπουλος τὸ ἀνάφερε εἰς τὸ συμβούλιο, καὶ ὁ Μπενάκης ἐναντιώθη, λέγων ὅτι: «Τὴν Πατρίδα μου, ἐγὼ δὲν τὴν χαλάω ἄλλη μία φορὰ σὰν τὸν πατέρα μου». Ὁ Μοτζενίγος εἶπε ὅτι: «Πρέπει νὰ ὑπάγουν νὰ κτυπήσουν μὲ τὰ Ἀγγλικὰ τὸ κεφάλι, ὁποὺ εἶναι ἡ Κωνσταντινούπολις, καὶ ἔπειτα, ὅταν κτυπήσωμεν τὸ κεφάλι, τὸ ἐπίλοιπον εἶναι ἐδικόν μας». Ἔτσι ἐδέχθηκαν τὴν γνώμην του καὶ ἀπέρριψαν τὴν ἐδικήν μου. Ὁ Συνέβης ἐπῆγε εἰς τὴν Τένεδο. Τὰ Ἀγγλικὰ ἐμβῆκαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη διὰ βίζιτα περισσότερο παρὰ διὰ πόλεμο, καὶ ἔπειτα ἐβγῆκαν τὰ τούρκικα, ἀπαντήθηκαν μὲ τὰ ρώσικα εἰς τὴν Τένεδο, καὶ μετὰ ἕνα πόλεμο ἐχαλάσθη ὁ στόλος ὁ Τούρκικος. Μετὰ τὴν μάχην τοῦ Ὀστερλίτζι (1), ἡ Ρωσία παρέδωσε τὰ νησιὰ τοῦ Ναπολέοντος, καὶ ἔτσι διατάχθη ὁ μὲν Συνέβης νὰ ὑπάγει διὰ θαλάσσης, καὶ τὰ ρωσικὰ στρατεύματα νὰ ὑπάγουν διὰ ξηρᾶς. Τότε ἔπαυσε ὁ πόλεμος καὶ ὅσα καράβια πολεμικὰ ἦσαν εἰς τὴν δούλευσιν τῆς Ρεπούπλικας τότε ἐσήκωσαν τὰ χαρτιὰ καὶ ἔτζι ἐπῆγα τὸν Αὔγουστο εἰς τὴν Ζάκυνθο. 27 Ἰουλίου 1807 ἦλθε ἡ διαταγὴ νὰ παραδώσουν τὰ φρούρια οἱ Ρῶσοι εἰς τοὺς Φραντζέζους.

Ἐπῆγα μὲ τὸν καπετὰν Ἀλεξανδρῆ εἰς τὸν Λεβάντε 10 μῆνας ἐναντίον τῶν Τουρκῶν. Ἐκεῖ ἐπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, μᾶς ἐπολιόρκησαν 3 καράβια Τούρκικα πολεμικά, 2 κορβέτα καὶ μία φεργάδα εἰς τὴν Σκιάθο. Ἐδώκαμεν εἴδηση μιᾶς φεργάδας Ἀγγλικῆς, καὶ ἦλθε εἰς βοήθειάν μας. Τὰ 2 κορβέτα τὰ ἐβούλιαξε καὶ τὴν φεργάδα τὴν ἐπῆρε ζωντανήν. Εἴμεθα ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες 1.400, ὅλοι οἱ Καπεταναῖοι τοῦ Ὀλύμπου, καθὼς Παπαμπλαχάβας, Λιόλιος, Λαζόπουλα, τοῦ Τζάρα οἱ Καπεταναῖοι. Αὐτοὶ εὑρέθηκαν εἰς τὴν Σκιάθο κατατρεγμένοι ἀπὸ τὸν Μουχτάρπασα καὶ λοιποὺς Τούρκους τῆς ξηρᾶς. Μᾶς ἐπῆρε ὁ χειμώνας, ἐπήγαμεν εἰς τὴν Μάνη, ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθον.

Εἰς τὰ 1808, τὴν ἄνοιξη, ὁ Βελήπασας ἐφοβέριζε τὸν Ἀλὴ Φαρμάκη, ἢ τὸν πύργο νὰ τοῦ δώσει ἢ ὁ ἴδιος νὰ ὑπάγει, ἢ τὸ παιδί του ἐνέχυρο νὰ δώσει. Ἐρεθίζετο ὁ Βελήπασας ἀπὸ τὸν Δεληγιάννη. Ὁ Δεληγιάννης, μὴ θέλων νὰ ὑπάρχει ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης, ἔλεγε εἰς τὸν Βελήπασα, ὅτι πρέπει νὰ κρεμισθεῖ ὁ πύργος διὰ νὰ τοῦ γκρεμίσει τὴν δύναμιν, καὶ τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη: «Μὴν πηγαίνεις, διότι ὁ Βελήπασας ἔχει σκοπὸν νὰ σὲ σκοτώσει». Ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης λοιπὸν ἑτοιμάζετο νὰ ἀντιπαραταχθεῖ εἰς τὸν Βελήπασα. Ὁ πάππος τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη καὶ ὁ πάππος ὁ ἐδικός μου, Γιάννης Κολοκοτρώνης, ἦσαν φίλοι καὶ ἀδελφοποιτοί. Ἐσκοτώθηκε ὁ παππούλης μου, ἐπέθανε καὶ ὁ παππούλης τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη καὶ ἔμεινε ἡ φιλία ἡ ἴδια εἰς τὸν πατέρα μου καὶ εἰς τὸν πατέρα τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη. Ὡς φίλοι πατρικοὶ ἐλάβαμεν καὶ ἡμεῖς ἀνταπόκριση (2), δὲν τὸν εἶχα ἰδεῖ προσωπικῶς. Ἐπιστηριζόμενος λοιπὸν εἰς τὴν φιλίαν μὲ ἔγραψε ἕνα γράμμα, μοῦ ἔλεγε: «Φίλε πατρικέ, ὁ Βελὴ Πασὰς ἑτοιμάζεται νὰ μὲ βαρέσει, καὶ ἂν εἶσαι φίλος νὰ ἔλθεις νὰ μὲ βοηθήσεις». Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὅτι: «Δὲν ἔρχομαι τώρα, διότι θὰ σὲ βλάψω, καὶ ἂν δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ ἔλθει ὁ Βελὴ Πασάς, τόμου μάθει ὅτι ἦλθα ἐγώ, θὰ ἔλθει τότε, ἀλλὰ νὰ κοιτάξεις μὲ κανένα μέσον νὰ μὴν κηρύξεις τὸν πόλεμο· ἂν ὅμως καὶ κινήσει τὸ στράτευμα ἐναντίον σου, τότε ἔρχομαι». Ὁ Βελὴ Πασάς, ἰσχυρογνώμων, ἐκίνησε μὲ τὸ στράτευμα. Τότε μὲ ἔγραψε, ὅτι τὰ στρατεύματα ἐκίνησαν, καὶ ἂν εἶσαι φίλος, τώρα φαίνεσαι. Λαμβάνοντας τὸ δεύτερό του γράμμα, ἑτοιμάσθηκα μὲ 100. Οἱ ἀξιωματικοὶ μὲ ἐμπόδιζαν, ἐγὼ ὅμως τοὺς εἶπα, ὅτι δὲν ἠμπορῶ νὰ κάμω ἀλλέως, διότι ἔδωσα τὸν λόγον μου, καὶ ἔτζι μοῦ ἐμπόδισαν οἱ Φραντζέζοι τοὺς στρατιώτας, καὶ ἐπῆρα μόνον 16 καὶ ἐγὼ 17. Ἐβγῆκα κοντὰ εἰς τὴν Γλαρέντζα εἰς τὸ Κοτίχι καὶ διευθύνθηκα διὰ τὸ Μοναστηράκι. Τὴν ἴδια ἡμέρα ὁποὺ ἔφθασα ἐγὼ εἰς τὸ Μοναστηράκι, ἔφθασαν καὶ 8.000 τούρκικα ἐναντίον, καὶ ἐστάθηκα ὑποχρεωμένος νὰ περάσω ἀπὸ τὴν μέσην τὴν νύκτα. Ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης εἶχε 400 καὶ ἀπὸ τὸν φόβον τους ἔφυγαν, καὶ ἔμειναν 90. Τὴν αὐγὴν ἀνοίχθη ὁ πόλεμος, ἄρχισαν νὰ κάμουν λαγούμι, καὶ εἰς 30 ἡμέρας ἐγίνετο νύκτα ἡμέρα πόλεμος. Εἶχαν καὶ 4 κανόνια. Εἰς τὰς 30 ἡμέρας ἐπρότεινε συμβιβασμὸ καὶ ἐπρόβαλε εἰς τὸν Ἀλὴ Φαρμάκη νὰ παραδώσει τὸν Κολοκοτρώνη καὶ νὰ τοῦ χαρίσει τὰ πταισίματά του, τὸν πύργον του, ὅλα. Τοῦ ἀπεκρίθη ὅτι: «Ἂν εἶναι τῆς τιμῆς καὶ τῆς παλληκαριᾶς νὰ δώσω ἕνα φίλο μου, ὁποὺ ἦλθε νὰ μὲ βοηθήσει ἀπὸ τὰ νησιά, καὶ ἐγὼ ἠμπορῶ νὰ τὸ κάμω». Ἀπεκρίθησαν ὅτι: «Ἀληθινὰ εἶναι αὐτό, πλὴν νε τελί, μέγα πράγμα μὲ ἕνα ρωμαῖο, νὰ χαθεῖ τόση Τουρκιὰ διὰ ἕναν ἄνθρωπο». Ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης ἀπεκρίθη, ὅτι: «Ἂν ἤμουν πασὰς ἐγινόμην καὶ ἐγὼ ἄπιστος, πλὴν δὲν τὸ κάμνω, κάμετε λαγούμι, καὶ ἂν ἠμπορέσετε ἀναποδογυρίστε μας, καὶ ὁ Θεὸς ἔχει». Καὶ πάλιν ἐπιάσθη ὁ πόλεμος. Τὸ βράδυ ἔκαμε συμβούλιο, συνθεμένο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀγάδες, μπουλουμπασῆδες καὶ τοὺς εἶπε τί τοῦ προβάλλουν οἱ Τοῦρκοι, νὰ παραδώσει τὸν Κολοκοτρώνη. Ὅλοι ἀπεκρίθηκαν μ᾿ ἕνα στόμα: «Χάσια, ὅλοι νὰ χαθοῦμε, μὰ αὐτὸ δὲν ἠμποροῦμε νὰ τὸ κάμομε». Ἐγὼ τοὺς εἶπα, ὅτι: «Ἔρχεσθε νὰ μὲ δώσετε νὰ ξεμπερδεύσομε; Ἐγὼ τὸ ψωμί μου τὸ ἔφαγα». Ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης μοῦ εἶπε: «Δὲν εἶναι ἐδική σου δουλειά, εἶναι ἐδική μας». Ἀπεφάσισαν ὅλοι λοιπὸν νὰ ἀποθάνουν. Εἰς 64 ἡμέρες ἔβαλαν φωτιὰ εἰς τὸ λαγούμι, καὶ τὸ λαγούμι εἶχε 1.000 ὀκάδες μπαρούτι μέσα. Ἐμεῖς ἐσκάφταμε 12 βήματα ἐκτὸς τοῦ πύργου καὶ 3 1/2 πῆχες τοῦ βάθους καὶ ἐσκάφταμε μὲ σκοπὸ νὰ πιάσουμε τοὺς λαγουμτζῆδες. Τὸ λαγούμι εὑρέθηκε ξεθυμασμένο ἀπὸ τὸ κόψιμο τῆς γῆς, ὁποὺ εἴχαμε κάμει, καὶ ἔτζι ἀφοῦ ἔτρεμε ἡ γῆ ἕνα τέταρτο, ἔπεσε τὸ χῶμα ἐπάνου του, καὶ ὁ πύργος δὲν ἔπαθε τίποτε. Οἱ Τοῦρκοι ἐλπίζοντες ὅτι θέλει ἀπογυρισθεῖ ὁ πύργος καὶ διὰ νὰ μὴν τοὺς πλακώσουν οἱ πέτρες, ἀλάργεψαν. Ἡμεῖς, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸ λαγούμι, ἐρρίξαμε μία μπαταριὰ εἰς (1) εἶδος χαρᾶς, ὅτι δὲν μᾶς ἔκαμαν τίποτε. Τότε ἔπεσαν εἰς συμβιβασμό· 3.734 κανονιὲς μᾶς ἔρριξαν εἰς τὸ διάστημα 65 ἡμερῶν· ἀφοῦ, εἶδαν ὅτι οὔτε τὰ κανόνια τους δὲν μᾶς ἔκαμναν τίποτε, οὔτε λαγούμι, μᾶς ἐζήτησαν συμβιβασμόν· τοῦ ἐπρόβαλαν: τί ζητεῖ διὰ νὰ παύσει ὁ πόλεμος; Καὶ αὐτὸς τοὺς ἐζήτησε νὰ μὴ χαλάσουν τὸν πύργο, ὁ Κολοκοτρώνης νὰ ὑπάγει ἀπείραγος μὲ ἐνέχυρα, καὶ νὰ ὑπάγει εἰς τὴν Ζάκυνθον, ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης νὰ μείνει εἰς τὸν πύργο, ἕως ὅτου νὰ λάβει γράμμα ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνη, ὅτι ἐμβαρκαρίσθη, καὶ τότε ἐβγαίνω ἀπὸ τὸν πύργο, καὶ πηγαίνω εἰς τὸν Βελὴ πασὰ διὰ νὰ τὸν προσκυνήσω. Αὐτὸς ὁ συμβιβασμὸς ἐγίνετο μὲ τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ μὲ τὸ στράτευμα, καὶ ὄχι μὲ τὴν γνώμη τοῦ Βελῆ πασᾶ καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὸ ἔστρεξαν. Ἔκαμαν ἔγγραφον καὶ ὑπογράφθησαν ὁ Πασόμπεης, ἀγάδες, μπουλουμπασῆδες, καὶ ἔκαμαν καὶ ὅρκον. Τὴν αὔριον ἀνεχώρησα μὲ ὅλους τοὺς ἐδικούς μου μὲ τοὺς Λαλαίους, καὶ ἐπήραμε ἐνέχυρο τρεῖς ἀπὸ τοὺς καλύτερους, μὲ συμφωνία ὅτι, ἂν μᾶς κτυπήσουν, νὰ τοὺς σκοτώνωμεν ἡμεῖς αὐτούς. Ἔτζι ἐβγήκαμε, ἐπήγαμε εἰς τοῦ Λάλα, ἄφησα τὸ παιδὶ τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη εἰς τὰ σπίτια καὶ ἐπῆγα ἐγὼ εἰς τὸν Πύργο τῆς Γαστούνης. Ἡ συνθήκη ἐπῆγε εἰς τὸν Βελὴ πασὰ, αὐτὸς ἐθύμωσε καὶ ἔδωσε διαταγὴ νὰ πιάσουν ὅλες τὲς σκάλες καὶ νὰ μὲ πιάσουν. Τὸ μπουγιουρτὶ ἦλθεν εἰς τὸν Ἰμβραῒμ ἀγὰ, τὸν ἐξάδελφον τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη, ὁ ὁποῖος ἦτον βόϊβοδας. Διαβάζοντας τὸ μπουγιουρτί, ὁποὺ ἔλεγε, ὅτι νὰ πιάσουν τὸν Κολοκοτρώνη, τὸν ἐγέλασε τὸν Τάταρη καὶ τοῦ εἶπε, ὅτι: «Ἡμεῖς δὲν γνωρίζομε τούρκικα, παρὰ νὰ πᾶς εἰς τὴν Γαστούνη, ὅπου εἶναι κατὴς καὶ βόϊβοδας νὰ τὸ διαβάσουν, καὶ ὅ,τι προστάζει μὲ τὸ μπουγιουρτί του ὁ Βεζύρης, εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ τὸ κάμομε». Ἔτζι τὸν ἐγέλασε τὸν Τάταρη, καὶ εὐθὺς ἐσηκώθηκα μαζὶ μὲ τὰ ἐνέχυρα καὶ συντροφευμένος ἀπὸ τὸν Ἰμβραῒμ ἀγὰ ἐπῆγα εἰς τὸ Πυργὶ καὶ ἐμβαρκαρισθήκαμε, καὶ ἀπόλυσα τὰ ἐνέχυρα, καὶ ἔστειλα γράμμα τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη, ὅτι ἐμβαρκαρίσθηκα ὑγιής. Τὸ Πυργὶ ἀπὸ τὸν Πύργο εἶναι 2 ὥρας καὶ ἕως τὴν Γαστούνη ἕξι. Μόλις εἴχαμεν μακρυνθεῖ δύο μίλια, καὶ τὰ τούρκικα στρατεύματα ἀπὸ τὴν Γαστούνη εἶχαν ἔλθει νὰ πιάσουν τὸ Πυργί, ἀλλ᾿ εἴμεθα μακρυσμένοι. Ἀφοῦ ἐπῆγε εἴδησις τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη ὅτι ἐμβαρκαρίσθηκα, ἐβγῆκε καὶ αὐτὸς καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Τριπολιτζὰ καὶ ἐπροσκύνησε τὸν Βελὴ πασά. Ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθο, ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης εὕρηκε τρόπον καὶ ἔφυγε καὶ ἦλθε καὶ αὐτὸς εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ὁ Βελὴ πασὰς μοῦ ἔγραψε νὰ ὑπάγω, ἀλλὰ δὲν ἠθέλησα. Ὁ Βελὴ πασὰς δὲν ἐσκότωσε τὸν Ἀλὴ Φαρμάκη, διότι ἐπροσπαθοῦσε νὰ μὲ γελάσει καὶ ἐμὲ νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Τριπολιτζὰ καὶ ἔτζι δὲν τὸν ἐπείραξε. Ἔκαμε τὸν συμβιβασμὸ ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης, βιασμένος ἀπὸ τοὺς ἴδιους Τούρκους τοὺς ἐδικούς του, φοβούμενοι τὴν ζωὴν καὶ τὸ βιό τους. Μόλις ἐβγῆκε ἀπὸ τὸν πύργο, καὶ ἔβαλαν καὶ τὸν ἐχάλασαν. Ὅλοι οἱ ἀγάδες, ὁ Πασόμπεης, ὁ Βελὴ πασάς, μὲ ἔγραψαν διὰ νὰ ἔβγω εἰς τὸν Μορέα, μὲ ἔγραψε καὶ ἐκεῖνος, πλὴν μὲ ἔβαλε τὴν βούλα ἀποπάνω ἀπὸ τὴν ὑπογραφή του, σημεῖον νὰ μὴν ἔλθω. Ἦλθαν λοιπὸν εἰς τὴν Ζάκυνθο ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Βελῆ πασᾶ, ὁ ὁποῖος μὲ ἐδάγκωσε εἰς τὸ αὐτί, καὶ ἐκατάλαβα. Τοὺς εἶπα «Πηγαίνετε κι ἔρχομαι». Ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης ἦρθε εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης ἐπῆρε τὴν ἄδειαν νὰ ἰδεῖ τὰ χωριά του, ἕως ὅτου νὰ ἔλθει ὁ Κολοκοτρώνης, καθὼς ἔλεγε, καὶ ἔτζι ἐπῆρε μιὰ πενηνταριὰ χιλιάδες γρόσια καὶ ἐστείλαμε καΐκι καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ἐρχόμενος εἰς τὴν Ζάκυνθο, ἀπεφασίσαμεν νὰ ὑπάγομε εἰς τὸ Παρίσι διὰ νὰ εὕρομε τὸν Βοναπάρτε, καὶ ἐπήγαμε εἰς τοὺς Κορφούς, καὶ ὁ τότε γενικὸς διοικητὴς Δονζελὸτ μᾶς ἐμπόδισε, λέγοντάς μας, ὅτι: «Μείνετε ἐδῶ καὶ ἐγὼ γράφω καὶ θέλετε ἔχει ἀπόκρισιν, μόνον ἡμεῖς νὰ κάμομε τὸ σχέδιο ἕως ὅτου νὰ ἔλθει ἡ ἀπόκρισις τοῦ Αὐτοκράτορος». Τὸ σχέδιον ποὺ ἐκάμαμε μὲ τὸν Δονζελὸτ ἦτον τὸ ἀκόλουθο: Νὰ μᾶς δώσει 500 κανονιέρους μὲ φουστανέλες ἐνδυμένους, 5.000 Ἕλληνες ὁποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν γαλλικὴν δούλευση. Καὶ μᾶς ἔδωσε γρόσια διὰ νὰ στρατολογήσομε εἰς τὴν Τζαμουριά, ὅπου ἦσαν ἐχθροὶ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ. Ἐπεράσαμεν εἰς τὴν Τζαμουριά, καὶ ἐκάμαμε 3.000 μισθωτοὺς Τζάμηδες καὶ ἤλθαμε εἰς τὴν Πάργα, καὶ τοὺς ἐμβαρκάραμε διὰ τὴν Ἁγία Μαύρα. Ἡ σύναξις ἔμελλε νὰ γίνει εἰς τὴν Ἁγία Μαύρα καὶ Ζάκυνθον. Ἐπέρασα μὲ 600 εἰς τὴν Ἁγία Μαύρα. Τὸν αὐτὸν καιρόν, εἰς τὰς 9, ἤλθανε οἱ Ἄγγλοι εἰς τὴν Ζάκυνθο, ἔκαμαν τεσβάρκο καὶ ἐπερίλαβαν τὴν Ζάκυνθο, τοὺς δὲ Φραντζέζους τοὺς ἔστειλαν εἰς τοὺς Κορφούς (1), τοὺς δὲ Ἕλληνας ἕως 400 τοὺς ἔβαλαν εἰς τὰ καράβια ὡς πριζονιέρηδες (αἰχμαλώτους). Ἐπῆραν καὶ τὴν Κεφαλονιά, Θιάκι καὶ Τζηρίγο, καὶ ἔκαμαν τὸ ἴδιο. Ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἀρχιστράτηγο τῶν Ἄγγλων, ὁποὺ ἦτον εἰς τὸ Παλέρμο, ὁ Γκενερὰλ ὁ Ὀσβὰλ διαταγὴ νὰ λάβει εἰς δούλευση ὅλους τοὺς Ἕλληνας, καὶ ἐπὶ κεφαλῆς ὁ Τζούρτζ, ὅστις ἦτον τότε ταγματάρχης. Ἡμεῖς, ἀφοῦ εἴδαμεν ὅτι ἦλθαν Ἄγγλοι εἰς τὰ νησιά, ἐγράψαμε στὴν Πάργα νὰ μὴν ἔλθουν πλέον στρατεύματα, διατὶ τὸ σχέδιο ἐχάλασε μὲ τὴν παρρησίαν τῶν Ἄγγλων. Τὸ σχέδιον ἦτον ὅτι ὅλα τὰ κάστρα τῆς Μεσσηνίας, τῆς Πάτρας, τῆς Μονεμβασίας, ἅμα ἐβγοῦμε, νὰ κηρυχθοῦν ὑπὲρ ἡμῶν. Καὶ ἦλθαν ὅλοι οἱ Τοῦρκοι καὶ Ρωμαῖοι οἱ σημαντικοὶ καὶ ὁμίλησαν εἰς τὴν Ζάκυνθο, νὰ κάμομε μιὰ κυβέρνηση, συνθεμένη ἀπὸ 12 Τούρκους καὶ 12 Ἕλληνας νὰ κυβερνοῦν τὸν λαόν. Οἱ Τοῦρκοι ἐπίσης νὰ καταδικάζονται καθὼς οἱ Ἕλληνες. Τοὺς νόμους τοὺς εἴχαμε ἐγγράφους εἰς τοὺς Κορφοὺς ἀπὸ τὸν Δονζελότ. Ἡ σημαία μας, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὸ φεγγάρι καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τὸ Σταυρό, καὶ τὸ σχέδιό μας ἦτον, ἅμα ἐπατούσαμε τὸν Μορέα νὰ κάμομε ἀναφορὲς εἰς τὸν Σουλτάνο καὶ νὰ τοῦ λέγομεν, ὅτι: ἡμεῖς δὲν ἀποστατήσαμεν ἐναντίον σου, πλὴν ἐναντίον τοῦ τυράννου τοῦ Βελῆ πασᾶ, καὶ ὁ Δονζελὸτ ἠκούετο μὲ τὸν Σεμπαστιάνη, πρέσβην εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὥστε νὰ ἐμποδίσουν τὸν Σουλτάνο διὰ κάθε κίνημα. Ὁ μυστικὸς μου σκοπός, ἀφοῦ ἐμβαίναμε καὶ ἐπιάναμε ὅλα τὰ φρούρια, τότε τὸ ἐκάμναμε ἐθνικότερο καὶ ἐχαλούσαμε τοὺς Τούρκους. Αἱ περιστάσεις ἤθελαν μὲ ὁδηγήσει τί ἔμελλα νὰ κάμω. Εἰς τὸ σχέδιόν μας ἦτον ὅτι, ἂν μᾶς κάμει χρεία νὰ ἐβγάνομε ἕως 15.000 Ἑπτανησίους. Διὰ τρεῖς ἡμέρες καὶ νύκτες ἐγώ, ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης καὶ ὁ Δονζελὸτ μὲ ἕνα γραμματικὸ ἐκάμαμε τὸ σχέδιο αὐτό, καὶ προετοιμάσαμεν ὅσα ἔμελλαν νὰ γίνουν.

Εἰς τὸν Πύργον εἶχα τὸν Νικήτα, τὸν Νικολάκη Πετιμεζᾶ καὶ ἀδελφὸν τοῦ Μέλιου. 7 ὀργιὲς εἶχαν σκάψει τὸ λαγούμι βαθιά. Ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης εἶχε 40 χρόνους, μαυρουδερὸς καὶ κίτρινος καὶ δι᾿ αὐτὸ τὸν ἔλεγαν φαρμάκη, κοντότερός μου, λιανός, πολλὰ φρόνιμος, πιστός, σιωπηλός, θυμώδης. Ἀπέθανε εἰς τοῦ Λάλα, ἀρρώστησε στὴν Ζάκυνθο ἀπὸ λυσεντερία. Οἱ συγγενεῖς του ἔκαμαν νὰ τοῦ δοθεῖ ἡ ἄδεια τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη διὰ νὰ ἔλθει εἰς τοῦ Λάλα. Οἱ Ἄγγλοι ἔστειλαν ἕνα ἰατρὸν καὶ ἀφοῦ εἶδαν ὅτι ἀποθνήσκει, τότε τοῦ ἔδωσαν τὴν ἄδεια νὰ ἔβγει ἔξω εἰς τὸν Μορέα, διότι οἱ Ἄγγλοι, ὄντες φίλοι μὲ τὸν Ἀλὴ πασὰ, δὲν ἤθελαν νὰ δώσουν τὴν ἄδεια νὰ ὑπάγει εἰς τὸν Μορέα, διὰ νὰ μὴ δυσαρεστήσουν τὸν Ἀλὴ πασᾶ. Ἀφοῦ ἔμαθα ὅτι ἀπέθανε, ἐβγῆκα εἰς τὸν Μορέα καὶ ἐπῆγα εἰς τοῦ Λάλα διὰ νὰ παρηγορήσω τὴν φαμιλιάν του.

Ἐκαθήσαμε εἰς τὸ Τζηρίγο, ἕως τὴν Κυριακὴν τοῦ Θωμᾶ. Ἐπέρασε ἕνα καράβι Κεφαλονίτικο τοῦ καπετὰν Ἀλεξανδρῆ Ραφτόπουλου. Ἐμβήκαμε μέσα καὶ ἐκινήσαμε διὰ τὴν Ζάκυνθο. Ὁ καπετάνιος ἔμαθε ποιὸς εἶμαι καὶ μᾶς περιποιήθη πολύ. Εἰς τὴν Ζάκυνθο μὲ εἶχαν διὰ χαϊμένον, ἐκεῖ μὲ ἐδέχθησαν ὅλοι οἱ ἐδικοί μας, ὁποὺ ἦσαν ἐκεῖ, Πετιμεζαῖοι, Ἀναγνωσταρᾶς, Μέλιος, Γιάννης Κολοκοτρώνης, Νικήτας καὶ λοιποί. Ἦτον 1806. Διὰ νὰ γλυτώσω ἄλλαξα φορέματα καὶ δὲν εἶχα παρὰ δυστυχισμένα ἄρματα, ὥστε νὰ μὴν παρακινηθοῦν ἀπὸ τὴν αἰσχροκέρδεια καὶ μὲ σκοτώσουν.

Ἐγεννήθηκα στὰ 1770. Ὅταν ἐγλύτωσα ἀπὸ τὴν Καστάνιτζα ἤμουν χρόνων 10. Διαμονὴ Μάνης χρόνια 2. Εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα χρόνια 3. Εἰς τὰ Σαμπάσικα χρόνια 12 (1). Ἐποχὴ τῆς νεότητος, 5 χρόνια ἀνύπανδρος, καὶ ἄλλους 7 χρόνους (2) ὑπανδρεμένος. 27 χρόνους εἶχα ὅταν μὲ ἐπρωτοκυνήγησαν.

Ἀρματολὸς καὶ κλέφτης ἀλληλοδιαδόχως χρόνια 5. Φερμάνι Βασιλικὸ διὰ ἐμένα καὶ τὸν Πετιμεζᾶ στὰ 1802 [χρόνος] 1. Τὸ δεύτερο φερμάνι τὸν Ἰανουάριον 1806, καὶ τὸ Πατριαρχικὸ Συνοδικὸ 3. 36 χρονῶν ἤμουν ὅταν ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθο, 50 χρόνους εἶχα ὅταν ἐβγῆκα εἰς τὴν ἐπανάσταση.

Οἱ κλέφτες καὶ ἀρματολοὶ εἶχαν Αʹ τάξιν (3). Ἡ ἀξιότης του. Βʹ τάξιν. Γʹ τάξιν Δʹ. Οἱ ψυχογιοί. Οἱ πρῶτοι, ἀξιωματικοὶ ἐγίνοντο διὰ τὴν ἀνδρείαν των ἢ διὰ τὴν φρόνησίν των. Ὁ μισθός των, ὅταν ἦσαν ἀρματολοί, τὸ μοίρασμα τῶν λαφύρων, ὅταν ἦσαν κλέπται (4) ἐδίδοντο καὶ βραβεῖα εἰς τοὺς ἀριστεύοντας. Ὅταν ἔσφαλλον (5) ἦτον τὸ κόψιμον τῶν μαλλιῶν, τὸ ξαρμάτωμα (6). Σέβας πρὸς τὰς γυναῖκας. Ἔδιωχναν ὅποιος ἤθελε βιάσει καμμιὰ γυναίκα. Παιγνίδια, ταμπουράδες, πηδήματα, χορούς, τραγούδια ἡρωϊκά, τὲς ἀμάδες. Τὰ τραγούδια τὰ ἔκαμναν (7) οἱ χωριάτες, οἱ στραβοὶ μὲ τὲς λύρες. Τὰ τραγούδια ἦσαν ὕμνοι, ἐφημερίδες στρατιωτικές (8).

Τ᾿ ἄρματά τους ἦσαν πιστόλες, χαρπὶ (μελουδάρι), σπαθιὰ ζωστά, ζάβες στὰ ποδάρια, τὸν χειμώνα ἔβαζαν θώρακας (τζαπράσια), κουμπιὰ μεγάλα εἰς τὰ γελέκια.

Τὰ Καπετανάτα διεδίδονταν εἰς τοὺς υἱούς, εἰς τὸν ἀξιότερο καὶ ὄχι εἰς τὸν πρωτότοκο.

Ἡ σημαία μου ἦτον ἕνα Χ, καθὼς ἡ Ρωσικὴ σημαία.

Τὰ μοναστήρια τοὺς ἐβοηθοῦσαν. Οἱ γεωργοὶ καὶ οἱ ποιμένες ἔδιναν εἴδηση εἰς τοὺς κλέπτας, ζωοτροφίας καὶ πολεμοφόδια. Ὅταν εἰς τὸν πόλεμο ἐλαβώνετο κανένας βαρέως καὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τὸν πάρουν, τὸν ἐφιλοῦσαν καὶ ἔπειτα τοῦ ἔκοφταν τὸ κεφάλι. Τὸ εἶχαν εἰς ἀτιμίαν ὁποὺ οἱ Τοῦρκοι νὰ πάρουν τὸ κεφάλι του. Ἀπὸ 36 πρωτοξαδέλφια, μόνον 8 ἐγλύτωσαν, οἱ ἄλλοι ἐχάθηκαν ὅλοι. Δὲν εἶναι διάσιλο, ὁποὺ δὲν εἶναι θαμμένος Κολοκοτρώνης, χωριστὰ τὰ δευτεροξαδέρφια, θεῖοι καὶ λοιποὶ φίλοι χαϊμένοι. Τὸ «κλέφτης» ἦτον καύχημα. Ἔλεγε: «εἶμαι κλέφτης» καὶ ἡ εὐχὴ τῶν πατέρων ἑνὸς παιδιοῦ ἦτον νὰ γίνει κλέφτης. Τὸ «κλέφτης» ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν ἐξουσία. Εἰς τοῦ πατρός μου τὸν καιρό, ἦτον ἱερὸ πράγμα νὰ πειράξουν Ἕλληνα. Καὶ ὅταν οἱ κλέπται ἤρχοντο εἰς συμπλοκὴ μὲ τοὺς Τούρκους, ὅλοι οἱ γεωργοὶ ἄφηναν τὸ ζευγάρι, καὶ ἐπάγαιναν νὰ βοηθήσουν τοὺς κλέπτας. Εἰς τὰς ἡμέρας (9) ἐπειράζοντο καὶ Ἕλληνες ὁμοφρονοῦντες μὲ τοὺς Τούρκους. Ὅταν ἦλθε ὁ Ἀνδροῦτζος, πατέρας τοῦ Ὀδυσσέως, ἐγνωρίστηκα εἰς τὴν Μάνη, καὶ τὸν ἐσυντρόφευσα ἕως εἰς τὴν Κόρινθο. Εἰς τὸν κατατρεγμό μας, διὰ 15 ἡμέρες οὔτε ἐκοιμώμεθα, οὔτε ἐτρώγαμε, ἐσώσαμε τὰ φουσέκια, καθημέρα πόλεμο.

Ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριο ἕως τὸν Ἰανουάριο ἔμεινα εἰς τὴν Ἁγία Μαύρα (1809). Οἱ Ἄγγλοι ἔβαλαν εἰς φύλαξη τὸν Γιακούπαγα, τὸ παιδὶ τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη καὶ ἄλλους. Μανθάνοντας ἡμεῖς αὐτά, ἐσκορπίσαμεν τὸ στράτευμα καὶ ἐκρατήσαμε μόνον 20. Ὁ Μινίστρος, ὁ Φορέστης, καὶ ὁ στρατηγὸς τῶν Ἄγγλων Ὀσβάλ, ἐπροσκάλεσαν ὅλους τοὺς Καπεταναίους διὰ νὰ τοὺς ἐρωτήσουν, ἂν ἠμποροῦν νὰ φέρουν τὸν Κολοκοτρώνη εἰς τὴν Ζάκυνθο. Οἱ Ἄγγλοι, ἐπειδὴ ἦσαν πολλοὶ μαζευμένοι εἰς Ἁγία Μαύρα, ἐφοβοῦντο, καὶ αὐτοὶ τοὺς ἀπεκρίθησαν, ὅτι: «Ὅταν θέλετε, ἠμπορεῖτε νὰ τοῦ κάμετε ἕνα γράμμα καὶ τὸ στέλνομε μὲ ἕνα ἐπίτηδες καὶ μυστικὸν ἄνθρωπον καὶ ἐλπίζομε νὰ ἀκολουθήσει». Ἔτζι μὲ ἔκαμε ἕνα γράμμα ὁ Ὀσβὰλ καὶ ὁ Φορέστης καὶ τὸ ἔστειλαν μὲ ἕνα κουμπάρον μου Ζακυνθινόν, λεγόμενον Πομόνη. Ἐπέρασε τὴ Γλαρέντζα, ἐμβῆκε εἰς τουρκικὴ σημαία, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ἁγία Μαύρα μυστικῶς. Τὸ γράμμα μὲ ἐπροσκαλοῦσε, καὶ ἐνταυτῷ ἦτον μία ἐγκύκλιος εἰς ὅλας τὰς ἀρχὰς τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θαλάσσης, ὅ,τι (1) ζητήσωμεν νὰ μᾶς δώσουν, ὅπου καὶ ἂν μᾶς ἀπαντήσουν καράβια νὰ μᾶς ἀφήσουν διὰ νὰ ἀπεράσωμεν εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ἦτον δύσκολο νὰ ταξιδεύει τότε κανείς, διατὶ εἰς τὰ μισὰ νησιὰ ἦτον Γάλλοι καὶ εἰς τὰ ἄλλα Ἄγγλοι. Ἐπήγαμεν λοιπὸν εἰς τὸ γκενερὰλ Καμούς, Γάλλον, καὶ ἐπήραμε τὴν ἄδεια διὰ τὰ Μοθωκόρωνα. Ἐναυλώσαμε μία βάρκα μὲ σημαία γαλλική. Μόλις ἐβγήκαμε εἰς τὴν θάλασσα, μᾶς ἐμπόδισε ἐνάντιος ἄνεμος, καὶ ἀράξαμε εἰς τὸ Θιάκι· ἐκεῖ ἐφύλαγαν βάρδιες ἀγγλικές. Μᾶς ἐρώτησαν τί ἄνθρωποι εἴμεθα, καὶ τοὺς ἀπεκρίθημεν: ὁ Κολοκοτρώνης. Τότε ἄρχισαν νὰ ρίπτουν ἀπάνω μας. Ἐγὼ ὁμίλησα, ὅτι ἂν ἔχουν κανένα ἀρχηγόν τους, νὰ ἔλθει νὰ τοῦ ὁμιλήσω. Ἔτζι ὁμίλησαν ἑνὸς ἀξιωματικοῦ Ἄγγλου ὁποὺ ἐδιοικοῦσε ἐκεῖ. Ἦλθε εἰς τὸ παραθαλάσσιον (1810), καὶ ἐβγῆκα καὶ ἐγὼ μᾶς ἐπεριποιήθη, μᾶς ἔδωσε κονάκια καὶ ἐμείναμε εἰς τὸ Θιάκι. Ὁ διοικητὴς τοῦ Θιακιοῦ μᾶς ἐπροσκάλεσε ἐκεῖ καὶ ἐμείναμε 4 ἡμέρες. Ἐγὼ καὶ ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης ἐβάλαμεν ὑποψία διὰ τοὺς Ἄγγλους, ὡς φίλους τοῦ Ἀλῆ πασᾶ καὶ ἔτζι ἐσυμφωνήσαμε νὰ μὴν πάγομε καὶ οἱ δύο εἰς τὴν Ζάκυνθο, ἀλλὰ νὰ μείνει ὁ ἕνας μας εἰς ἕνα καράβι εἰς τὲς Σκρόφες, καὶ νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Ζάκυνθο, καὶ ἂν ἰδῶ τὰ πράγματα στερεά, τότε τοῦ γράφω καὶ ἔρχεται. Ἔτζι λοιπὸν ἀκολούθησεν. Ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθο, καὶ ἄφησα εἰς τὸ καράβι τὸν Ἀλὴ Φαρμάκη μαζὶ μὲ τὸν ἀνεψιό μου Νικήτα. Ἀφοῦ ἔφθασα εἰς τὴν Ζάκυνθο, ἐπῆγα εἰς τὸν στρατηγὸν Ὀσβάλ, εἰς τὸν Φορέστη καὶ εἰς τὸν Τζούρτζ, καὶ μὲ ἐζήτησαν (2) διὰ τὰ πράγματα τῆς Ἁγίας Μαύρας, ἐπειδὴ εἶχα μείνει 5 μῆνες. Ἔλαβα τὴν ἄδεια καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ Κάστρο καὶ ἔβγαλα ὅλους τοὺς εἰς φύλαξιν εὑρισκομένους Τούρκους, ἐδικοὺς τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη. Εἶδα τὰ πράγματα ὅτι ἐπήγαιναν καλὰ καὶ ἔστειλα ἐπίτηδες καΐκι εἰς τὲς Σκρόφες, διὰ νὰ εὕρει τὸν Ἀλὴ Φαρμάκη, καὶ ἔτζι ἦλθε καὶ αὐτὸς εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ἐμβῆκα εἰς τὴν δούλευσιν μὲ βαθμὸν Καπετάνιου. Περάσοντας δύο τρεῖς ἡμέρες, ὁ γκενεράλες μὲ ἔκραξε καὶ μὲ ἐρώτησε, μὲ τί τρόπο νὰ κάμομε νὰ τραβήξομε ὅλους τοὺς Ἕλληνας, ὁποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν Ἁγία Μαύρα εἰς τὴν γαλλικὴν δούλευση, καὶ ἔτζι νὰ πολεμήσομε μὲ μόνους τοὺς Γάλλους. Τότε ἦλθε καὶ ὁ Λεπενιώτης, ἀδελφὸς τοῦ Κατζαντώνη, μὲ 200 εἰς τὸν Κάλαμο καὶ Μεγανήσι, κατατρεγμένος ἀπὸ τὸν Ἀλὴ πασά. Τὸ Μεγανήσι ἦτον ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τῶν Γάλλων, καὶ οἱ Γάλλοι ἔστειλαν στρατεύματα καὶ τὸν ἔδιωξαν εἰς τὸν Κάλαμο (3). Ὁ Λεπενιώτης εἶπε ὅτι: «Ἐπιθυμῶ νὰ δουλεύσω τοὺς Ἄγγλους, ἀλλὰ δὲν δίδω εἰς ἄλλον πίστιν παρὰ εἰς τὸν Κολοκοτρώνη». Τότε ὁ γκενεράλης μ᾿ ἔδειξε τὸ γράμμα καὶ μ᾿ ἔστειλε εἰς τὸν Κάλαμο καὶ μ᾿ ἔδωκε ἕνα μπρίκι εἰς τὴν ἐξουσία μου. Ἐγὼ τοῦ εἶπα, ὅτι εἰς ἕνα μπρίκι φαίνεται, ἀλλὰ θέλω μία βάρκα κανονιέρα, διὰ νὰ ὑπάγω εἰς τὸν Κάλαμο, καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρας τοῦ εἶπα νὰ μὲ στείλει καὶ ἕνα πλοῖο πολεμικὸ διὰ κάθε ἐνδεχόμενο, καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρες μετὰ τὸ ἰμπρίκι, νὰ κινήσει ὁ στόλος μὲ τὰ στρατεύματα. Τοῦτο ἦτον τὸ σχέδιόν μας. Ἐπῆγα εἰς τὸν Κάλαμο, ἀντάμωσα τὸν Λεπενιώτη. Μὲ ὅλους τοὺς 200 τοῦ Λεπενιώτη ἐπῆρα τὰ καΐκια καὶ ἐκάμαμε τεσβάρκο εἰς τὸ Μεγανήσι, καὶ ἐδιώξαμε τοὺς Φραντζέζους, καὶ ἐκάμαμεν στάσιν ἐκεῖ. Εἰς τρεῖς ἡμέρας ἐξημέρωσε τὸ ἰμπρίκι (Μάρτιον) (4). Ἔκαμα λοιπὸν σινιάλο διὰ νὰ ἔλθει τὸ ἰμπρίκι. Μέσα εἰς τὸ ἰμπρίκι ἦτον ὁ Μούρ, ὁ Λὸβ (διοικητὴς τῆς Ἁγίας Ἑλένης) (5). Μοῦ ἔκαμε σινιάλο νὰ ὑπάγω ἐγὼ καὶ ἔτζι ἐπῆγα μὲ 4 μόνον, καὶ οἱ ἄλλοι ἔμειναν εἰς τὸ Μεγανήσι. - Ὅταν ἤμουν εἰς τὸ Μεγανήσι ἔστειλα καὶ ἦλθαν μερικοὶ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν Ἁγία Μαύρα, καὶ τοὺς ὁδήγησα τί πρέπει νὰ κάμουν· - Ἐπήγαμε νὰ ἰδοῦμε, ποῦ θὰ σταθεῖ ὁ στόλος· ἐφθάσαμε εἰς τοῦ Βαγινᾶ (6) τὰ μαγαζιά, καὶ ἐβγῆκα ἐγώ, ὁ Λόβις καὶ ὁ Κωνσταντὴς Πετμεζᾶς. Οἱ Γάλλοι, ἀφοῦ μᾶς εἶδαν, ἔστειλαν ἕνα τάγμα μὲ 4 κανόνια καὶ μᾶς ἐκανονοβόλησαν, καὶ ἀντάμωσα εἰς ἕνα μέρος τοὺς Ἕλληνας εἰς τὴν γαλλικὴν δούλευσιν καὶ τοὺς εἶπα: «Τί κάμνετε; Ἰδοὺ ὁ στόλος ὁ Ἀγγλικὸς ἔρχεται». Αὐτοὶ μὲ ἀπεκρίθησαν ὅτι: «Εἴμεθα ὁρκωμένοι καὶ θὰ πολεμήσωμεν». «Ἔ, τοὺς εἶπα, πολλὰ καλὰ σὰν εἶναι ἔτζι, τραβηχθῆτε εἰς τὰς θέσεις σας καὶ ἡμεῖς θὰ πολεμήσωμεν». Ὁ στόλος ἔφθασε καὶ ἐπήγαμε εἰς τὸ ντελίνι, διὰ νὰ εὕρομε τὸν στρατηγό. Ἐνῶ τοὺς ἀνέφερνα ὅλα τὰ πρακτικά μου, ἔκαμναν σινιάλο νὰ κάμουν ντεσβάρκο, δύο ὧρες πρὶν νὰ βραδιάσει. Ἐγὼ σὰν τὸ ἔνοιωσα, εἶπα τοῦ στρατηγοῦ: «Στρατηγέ, δὲν πρέπει νὰ κάμομε τεσβάρκο, διότι εἴμεθα μαζευμένοι ἀπὸ διάφορα μέρη, καὶ τὰ στρατεύματά μας δὲν γνωρίζονται καὶ ἠμποροῦμε νὰ σκοτωθοῦμε ἀναμεταξύ μας, ἀλλὰ νὰ ἐβγοῦμε μὲ τὰ χαράματα καὶ ἐγὼ σᾶς ὑπόσχομαι ἕως τὸ μεσημέρι νὰ πάρομε τὴν χώρα». Καὶ τότε ὁ στρατηγὸς ἐδέχθη τὴν γνώμην μου καὶ διέταξε τὰ στρατεύματα νὰ ἔμβουν εἰς τὰ πλοῖα. Τὰ στρατεύματα ἐσυνίστοντο ἀπὸ 4.000 Ἄγγλοι, Κόρσοι, Σικελιανοὶ καὶ Ἕλληνες. Οἱ Γάλλοι ἑτοιμάσθηκαν εἰς τὸν πόλεμο, ἄρχισαν νὰ ἐβγαίνουν τὰ στρατεύματα. Ἐβγῆκα καὶ ἐγὼ καὶ οἱ Κόρσοι μ᾿ ἔπιασαν καὶ μὲ ὁδήγησαν εἰς τὸν Τζοὺρτζ ὡς αἰχμάλωτον τοῦ πολέμου. Ἔτζι ἐτραβήξαμεν ἐμπρός, ἐπήραμε τὴν χώρα. Τοὺς πρόβαλα πάλιν τῶν Ἑλλήνων καὶ δὲν ἐδέχθησαν. Ἐπήραμε τὴν πρώτην μπαταρία μὲ 9 κανόνια. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐκάμαμεν οἱ 500 Ἕλληνες, ἐπὶ κεφαλῆς ὁ Τζούρτζ. Ἦλθε καὶ ὁ στρατηγὸς μὲ τὰ ἀγγλικὰ στρατεύματα καὶ ὁ Λὸβ μὲ τοὺς Κόρσους ἐπῆγαν εἰς τὴν χώραν· ὁ στρατηγὸς ἐπρόσταξε τὸν Τζοὺρτζ νὰ πάγομε νὰ πάρωμεν καὶ μίαν ἄλλην μπαταρία πολλὰ δυνατή, διότι εἶχε 12 κανόνια, καὶ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος βάλτον καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ρηχὰ καὶ πέλαγος, καὶ ἔτζι δὲν ἦτον παρὰ μόνον ἕνα μέρος ὁποὺ ἠμπορούσαμεν νὰ προχωρήσωμεν. Ἐστείλαμεν πεζοδρόμον, οἱ Ἀρβανίτες τὸν ἔδειραν - ἐβγῆκα μὲ 10 ἀνθρώπους εἰς μία ράχη, μοῦ ρίχνουν: «Τί κτυπᾶτε; Ἐγὼ εἶμαι». Ἦλθαν δύο καπεταναῖοι Τζίζης, Χορμόβας, τοὺς εἶπα καὶ ἐτραβήχθηκαν καὶ δὲν ἐβάρεσαν. Μοῦ εἶπαν: «Θὰ πολεμήσωμεν». Ἐπιάσθη ὁ πόλεμος καὶ τοὺς διώξαμε. Εἰς τοὺς ἀνεμομύλους ἐκαβαλλίκαμε τὰ κανόνια. - Οἱ Φραντζέζοι πᾶνε εἰς τὴ Γύρα, ποὔχουν τὴν μπαταρία, τὴν δυνατή, φκιασμένη. Ἔτζι ἐπροοδεύσαμεν. Οἱ Ἕλληνες ἐμπρός, οἱ Σικελιανοὶ οἱ δεύτεροι, καὶ οἱ Ἄγγλοι ὑστερινοί. Πλησιάζοντες εἰς τὴν μπαταρία, μᾶς ἄρχισαν μὲ τὰ μπαλαμιστράλια καὶ μὲ τὸ τουφέκι. Τότε ὁ Τζοὺρτζ ἐλαβώθη, ὁ ἀδελφὸς τοῦ στρατηγοῦ, καὶ ἕνας καπετάνιος τοῦ δελινιοῦ, καὶ 35 Ἕλληνες λαβωμένοι καὶ σκοτωμένοι. Ἐπήραμε μὲ ρισάλτο τὴν μπαταρία. Εἰς αὐτὴ τὴν περίστασιν οἱ Κόρσοι ἐσύμβαλαν πολύ. Ἐπολιορκήσαμεν τὸ κάστρο, ὅπου ἦσαν τραβηγμένοι οἱ Φραντζέζοι. Ἀπὸ ὑποψία αὐτοὶ δὲν θέλουν τοὺς Ἕλληνας εἰς τὸ κάστρο, καὶ ἐκεῖνοι ἔρχονται καὶ προσκυνοῦν εἰς ἡμᾶς. 30 ἡμέρες δὲν τοὺς ἐκτυπήσαμεν, ἕως ὅτου ἐβάλαμε 10 κανόνια καὶ 10 βόμβες καὶ εἰς 8 ἡμέρες δὲν ἐβάσταξε. 400 βόμβες ἔπεφταν τὸ ἡμερόνυκτο. Ὁ μαζὸρ Κλὰρκ ἀπέθανε. Οἱ Φραντζέζοι ἐπροσκύνησαν. Τοὺς μὲν στρατιώτας τοὺς ἔστειλαν αἰχμαλώτους εἰς τὴν Μάλτα, τοὺς δὲ ὀφικιαλέους εἰς τὴν Νεάπολη. Τοιαύτη ἦτον ἡ συνθήκη. Ἐπιστρέψαμεν ἔπειτα εἰς τὴν Ζάκυνθο καὶ ἐκεῖ ἐπροβιβάσθηκα μαγιόρος (ταγματάρχης). 1810, Μαΐου, ἤλθαμεν εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ἕνα χρόνο ἐκαθήσαμεν εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ἐμβήκαμεν εἰς μία φρεγάδα, μὲ 50 Ἕλληνας καὶ μὲ 50 Ἄγγλους, ἐπὶ κεφαλῆς ὁ Τζούρτζ, καὶ ἐπήγαμε εἰς τοὺς Παξούς, ἐκάμαμε τεσβάρκο, ἐβγήκαμε 2 κομπανίες Ἕλληνες καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν χώρα βοηθημένοι ἀπὸ 2 φρεγάδες καὶ ἐπροσκύνησαν Ἕλληνες καὶ Γάλλοι. Τοὺς Γάλλους τοὺς ἐκάμαμε πριζονιέρηδες καὶ τοὺς Ἕλληνας τοὺς ἐβάλαμε εἰς δούλευσιν. Ὁ Ἀλὴ πασὰς ἔστειλε κι ἐπολιόρκησε τοὺς Φραντζέζους εἰς τὴν Πάργα, οἱ Παργιανοὶ μᾶς ἐπροσκάλεσαν καὶ ἐπήγαμεν ἐκεῖ. Ὁ λαὸς ἔπιασε τοὺς Φραντζέζους, ἔβαλε σημαία ἀγγλική. Ἐπήραμε τὴν Πάργα. Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸ ἐγυρίσαμε εἰς τὴν Ζάκυνθο. Πηγαινάμενοι εἰς τὴν Ζάκυνθο, ὁ γκενεράλης ἐφθόνησε τὸν Τζοὺρτζ καὶ τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ τάγμα καὶ ἔβαλε τὸν ἀδελφόν του. Τότε ὁ Τζοὺρτζ ἐκίνησε νὰ ὑπάγει εἰς τὴν Λόνδρα, καὶ ἐπαρησιάσθηκε μὲ ἑλληνικὰ ἐνδυμένος. Τότε ἐκάμαμε, ὅσοι καπεταναῖοι Ἕλληνες εὑρέθημεν εἰς τὴν Ζάκυνθον μίαν ἀναφοράν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐζητούσαμεν βοήθεια ἀπὸ τὴν Ἀγγλικὴ κυβέρνηση διὰ νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν πατρίδα. Αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ εὑρέθηκε εἰς τὰ ἀρχεῖα, ὅταν ἐγράψαμεν εἰς τὰ 1825 μία ἄλλη εἰς τὴν Ἀγγλία ζητοῦντες βοήθεια, καὶ δυνάμει αὐτῆς τῆς δευτέρας ἀναφορᾶς ὁ Βελικτὼν ἐπῆγε εἰς τὴν Πετρούπολιν καὶ ἄρχισαν αἱ δυνάμεις νὰ ἀνακατεύονται εἰς τὰ πράγματά μας. Ὁ Τζούρτζ, ἀφοῦ ἐπῆγε εἰς τὴν Ἀγγλία, ἐπαρρησίασε τὴν ἀναφορὰ καὶ ἔλαβε τὴν ἄδεια νὰ σχηματίσει ἕνα ρεγιμέντο ἀπὸ Ἕλληνας ἀπὸ 1.500 καὶ εἰς τὸ διάστημα 5 - 6 μῆνες ὀργάνισε 600 Ἕλληνας, ἀλλ᾿ ἀφοῦ ἔπεσε ὁ Ναπολέων, ἦλθε ἡ διαταγὴ καὶ διέλυσαν τὰ ξένα στρατεύματα, καὶ τῶν Ἑλλήνων. Τοὺς ἔδωκαν ἀπὸ 800 τάλληρα τοῦ κάθε ἀξιωματικοῦ, καὶ τοῦ καπετάνου 1.200 καὶ ἔτζι τοὺς διέλυσαν. Καὶ ἐγὼ ἔμεινα ἀκόμη δύο χρόνους εἰς τὸ στάτομαγιόρο, καὶ ἔπειτα μὲ ἔβγαλαν καὶ ἐμένα.

Εἶδα τότε ὅτι, ὅ,τι κάμομε, θὰ τὸ κάμομε μοναχοὶ καὶ δὲν ἔχομε ἐλπίδα καμμία ἀπὸ τοὺς ξένους (1). Ὁ Τζοὺρτζ ἐπῆγε εἰς τὴ Νεάπολη, ἔγινε ἐκεῖ στρατηγός. Μὲ ἐπροσκάλεσε, μὲ δύο γράμματά του, καὶ ἐπειδὴ ἤξευρα τὴν Ἑταιρείαν, δὲν ἐδέχθηκα, ἀλλὰ ἐκοίταζα πότε νὰ βγοῦμε διὰ τὴν Πατρίδα μας.

Τὴν Ἑταιρείαν μὲ τὴν εἶπε ὁ Πάγκαλος. Ἔπειτα ἐπέρασε ὁ Ἀριστείδης, καὶ ὁ Ἀναγνωσταρᾶς μὲ ἔφερε γράμμα ἀπὸ τὴν Ἑταιρεία, καὶ τότε ἄρχισα νὰ κατηχῶ καὶ ἐγὼ διαφόρους εἰς τὴν Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, καὶ διαφόρους καπεταναίους Σπετζιώτικων καραβιῶν καὶ Ὑδραϊκῶν καὶ εἰς τὰ 20 μὲ ἦλθαν γράμματα ἀπὸ τὸν Ὑψηλάντη διὰ νὰ εἶμαι ἕτοιμος, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ ἐδικοί μας. 25 Μαρτίου ἦτον ἡ ἡμέρα τῆς γενικῆς ἐπαναστάσεως. Οἱ Ἄγγλοι ἔμαθαν ὅτι ἔλαβα κάτι γράμματα, καὶ ἦλθε ἡ ἀστυνομία διὰ νὰ μὲ ἐξετάσει τὴν νύκτα, ἀλλ᾿ ἐγὼ τὰ γράμματα τὰ εἶχα φυλάξει.

Εἰς τὰς 3 Ἰανουαρίου... καὶ εἰς τὰς 6 Ἰανουαρίου ἐβγῆκα, εἰς τὴν Μάνη εἰς τοῦ καπετὰν Παναγιώτη τοῦ Μούρτζινου τὸ σπίτι. Εἰς αὐτὸ τὸ διάστημα, πρὶν νὰ ἐβγῶ εἰς τὴν Πελοπόννησον, ἐπῆγα εἰς τοὺς Κορφοὺς μὲ τὴν πρόφασιν νὰ ζητήσω 4.000 τάλληρα ἀπὸ μισθοὺς μου τοῦ Μαίτλαντ, καὶ διὰ νὰ ἀνταμώσω τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια. Τὸν ἀντάμωσα, ἐκάθησα 30 ἡμέρας καὶ ἐπέστρεψα ὀπίσω εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ἐκεῖ ὁμιλήσαμε πολλὰ περὶ τῆς ὑποθέσεως.

Ἐδῶ τελειώνει ἡ ζωή μου ἡ περασμένη, καὶ ἀρχινᾶ τῆς ἐπαναστάσεως. Ὁσάκις ἔμβαινα εἰς δούλευσιν, ἔμβαινα πάντοτε μὲ τὴν συμφωνία, ὅτι ἀπὸ τὴν Ἑπτάνησον νὰ μὴν ἀπομακρύνομαι, καὶ νὰ μὴν πολεμῶ παρὰ εἰς Τούρκικο τόπο, καὶ τὸ φόρεμα νὰ μὴν ἐβγάλω. Εἰς τὰ νησιὰ ἐγνωρίσθηκα μὲ τοὺς Βοτζαραίους καὶ ἔκαμα τὸν Μάρκο Βότζαρη ἀδελφοποιτό.

Εἰς τὸν καιρὸ τῆς νεότητος ὁποὺ ἠμποροῦσα νὰ μάθω κάτιτι, σχολεῖα, ἀκαδημίαι δὲν ὑπῆρχαν· μόλις ἦσαν μερικὰ σχολεῖα, εἰς τὰ ὁποῖα ἐμάθαιναν νὰ γράφουν καὶ νὰ διαβάζουν. Οἱ παλαιοὶ κονζαμπασῆδες, ὁποὺ ἦσαν οἱ πρώτιστοι τοῦ τόπου, μόλις ἤξευραν νὰ γράφουν τὸ ὄνομά τους. Τὸ μεγαλείτερο μέρος τῶν Ἀρχερέων δὲν ἤξευρε παρὰ ἐκκλησιαστικὰ κατὰ πρᾶξιν, κανένας ὅμως δὲν εἶχε μάθηση. Τὸ ψαλτήρι, τὸ κτωήχι, ὁ μηναῖος, ἄλλαι προφητεῖαι, ἦσαν τὰ βιβλία ὁποὺ ἀνέγνωσα. Δὲν εἶναι παρὰ ἀφοῦ ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθο, ὁποὺ εὕρηκα τὴν Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος εἰς τὴν ἁπλοελληνικήν. Τὰ βιβλία ὁποὺ ἐδιάβαζα συχνὰ ἦτον ἡ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, ἡ Ἱστορία τοῦ Ἀριστομένη καὶ Γοργὼ καὶ ἡ Ἱστορία τοῦ Σκεντέρμπεη. Ἡ γαλλικὴ ἐπανάστασις καὶ ὁ Ναπολέων ἔκαμε, κατὰ τὴν γνώμη μου, νὰ ἀνοίξει τὰ μάτια τοῦ κόσμου. Πρωτύτερα τὰ ἔθνη δὲν ἐγνωρίζοντο, τοὺς βασιλεῖς τοὺς ἐνόμιζαν ὡς θεοὺς τῆς γῆς, καὶ ὅ,τι καὶ ἂν ἔκαμναν, τὸ ἔλεγαν καλὰ καμωμένο. Διὰ αὐτὸ καὶ εἶναι δυσκολότερο νὰ διοικήσεις τώρα λαόν. Εἰς τὸν καιρό μου, τὸ ἐμπόριο ἦτον πολλὰ μικρό, τὰ χρήματα ἦσαν σπάνια, τὸ τάλληρο τὸ ἐπρόφθασα τρία γρόσια, καὶ ὅποιος εἶχε χίλια γρόσια, ἦτον πράγμα μεγάλο, καὶ ἔκαμνε κανεὶς δουλειές, ὅσες τώρα δὲν ἔκαμνε μὲ χίλια βενέτικα. Ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων ἦτον μικρή. Δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐπανάστασίς μας, ὁποὺ ἐσχέτισε ὅλους τοὺς Ἕλληνας. Εὑρίσκοντο ἄνθρωποι ὁποὺ δὲν ἐγνώριζαν ἄλλο χωριὸ μακρυὰ μίαν ὥρα ἀπὸ τὸ ἐδικό τους. Τὴν Ζάκυνθο τὴν ἐνόμιζαν ὡς νομίζομεν τώρα τὸ μακρύτερο μέρος τοῦ κόσμου. Ἡ Ἀμερικὴ μᾶς φαίνεται ὡς πῶς τοὺς ἐφαίνετο αὐτῶν ἡ Ζάκυνθος· ἔλεγαν εἰς τὴν Φραγκιά.

Τέλος πάντων, τὸ μυστήριον τῆς Ἑταιρείας ἄρχισε νὰ διαδίδεται εἰς κάθε λογῆς ἀνθρώπους, καὶ καλοὺς καὶ κακούς, καὶ ἐβιασθήκαμε νὰ κινήσομε μίαν ὥραν ἀρχύτερα τὴν ἐπανάσταση. Ὁ Ντιόγος τὸ ἐμαρτύρησε εἰς τὸν Ἀλὴ πασά. Ἔτζι λοιπὸν εἰς τὰς 3 Ἰανουαρίου ἀνεχώρησα ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον καὶ εἰς τὰς 6 Ἰανουαρίου ἔφθασα εἰς τὴν Σκαρδαμούλα, εἰς τοῦ πατρικοῦ μου φίλου καπετὰν Παναγιώτη Μούρτζινου. Τὸ κίνημά μας ἔγινε εἰς τὰς 22 Μαρτίου εἰς τὴν Καλαμάταν. Ἀπὸ τὰς 6 τοῦ Ἰανουαρίου, ἕως εἰς τὰς 22 Μαρτίου, ἐπροσπάθησα, ἐνέργησα εἰς τὴν Μάνην νὰ ἑνώσωμεν διάφορα σπίτια Μανιάτικα κατὰ τὴν συνήθειάν τους, καὶ τοὺς ἑνώσαμεν, τοὺς ἀδελφώσαμεν. Ἔστειλα καὶ εἰς τὰς ἐπαρχίας τῆς Μεσσηνίας, Μυστρός, Καρύταινας, Φαναριοῦ, Λεονταριοῦ, Ἀρκαδίας, τῆς Τριπολιτζᾶς, καὶ ἦλθαν ἐκεῖ ὁποὺ εὑρισκόμουν, καὶ τοὺς ἔλεγα, ὅτι: τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ νὰ εἶναι ἕτοιμοι, καὶ κάθε ἐπαρχία νὰ κινηθεῖ ἐναντίον τῶν Τούρκων τῶν τοπικῶν, καὶ νὰ τοὺς πολιορκήσουν εἰς τὰ διάφορα φρούρια, καθὼς οἱ Ἀρκαδιανοὶ νὰ πολιορκήσουν τὸ Νεόκαστρο, οἱ Μοθωναῖοι τὴν Μοθώνη, καὶ οὕτω καθεξῆς.

Ἀφοῦ ἐπροετοιμάσαμεν καὶ συναγροικήθημεν, ὁ Ζαΐμης μὲ τοὺς ἄλλους, ἀναγκασμένοι νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Τριπολιτζὰ ἢ νὰ μείνουν ἔτζι, ἐκτύπησαν τὸν Βοϊβόδα τῶν Καλαβρύτων. Οἱ Τοῦρκοι μὲ ἔμαθαν ὅτι ἦλθα καὶ μὲ ἐνόμιζαν ὅτι ἦλθα μὲ 5 μὲ 6.000. Ἐγὼ ἤμουν μὲ τέσσερους. Ἦλθαν Ἀρκαδιανοὶ καὶ Μυστριῶται Τοῦρκοι μὲ ραγιάτικα σκουτιὰ ἐνδυμένοι, καὶ ἦλθαν νὰ ἰδοῦν μὲ πόσους ἤμουν, καὶ ἐγὼ ἔπαιζα τὲς ἀμάδες καὶ ἐγύρισαν ὀπίσω καὶ ἔλεγαν, ὅτι: «Εὑρήκαμε ἕνα γέρο καὶ ἔπαιζε τὲς ἀμάδες». - Ἐπῆγα εἰς τὸν Μούρτζινο, ὡς φίλο μου πατρικόν. Ὁ Μαυρομιχάλης εἶχε τὸ ὄνομα Μπέης, ἀλλ᾿ ὁ Μούρτζινος εἶχε τὴν δύναμιν εἰς τὴν Μάνην. Ἐρωτήθη τότε ὁ Μαυρομιχάλης διὰ τὸν ἐρχομόν μου, καὶ αὐτὸς ἀπεκρίθη, ὅτι ἐδυστύχησε εἰς τὴν Ζάκυνθο καὶ ἦλθε εἰς τὴν Μάνην διὰ νὰ τὸν βοηθήσουν οἱ φίλοι του καὶ νὰ ἐπιστρέψει ὀπίσω. Καὶ εἰς αὐτὸ ἐφέρθηκε πολλὰ καλά, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀληθινὸ ὅτι μὲ ἐπρόδωσε (1) εἰς τοὺς Τούρκους. Δὲν εἶχε τὴν δύναμιν νὰ τὸ κάμει καὶ ἂν ἤθελε, καὶ ἐκτὸς τῆς φιλίας ὁποὺ εἴχαμεν μὲ τὸν Μούρτζινον, εἶναι συνήθεια εἰς τὴν Μάνη νὰ ὑπερασπίζονται ὅσους καταφεύγουν εἰς τὴν οἰκίαν των.

Εἰς τὰς 23 Μαρτίου ἐπιάσαμε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Καλαμάτα, τὸν Ἀρναούτογλην, σημαντικὸν Τοῦρκον τῆς Τριπολιτζᾶς. Εἴμεθα 2.000 Μανιάτες, ὁ Πετρόμπεης, ὁ Μούρτζινος, Κυβέλος, Δυτικὴ Σπάρτη. 100 ἦτον οἱ Τοῦρκοι μεινεμένοι, ὡς 10.000 ἡ φήμη τους μεγάλη. - Ἡ Ἀνατολικὴ Σπάρτη ἐκινήθη τὴ ἴδιαν ὥραν. Ὁ Τζανετάκης μὲ τὴν Κακαβουλιὰ ἐκινήθη διὰ τὸν Μυστρά. Οἱ Τοῦρκοι τῆς Μπαρδούνιας καὶ Μυστρᾶ ὑπάγουν, τραβιοῦνται εἰς τὴν Τριπολιτζά. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν βάλει ὑποψία, ἐπροσκάλεσαν τοὺς προεστοὺς καὶ Δεσποτάδες, καὶ αὐτοὶ ἐπῆγαν. Ἦτον ἔμβα τοῦ Μαρτίου. Δὲν τοὺς ἐσκότωσαν. Οἱ Σπαρτιᾶται, ἀφοῦ ἐπῆραν λάφυρα, προχωροῦν καὶ πολιορκοῦν τὴν Μονεμβασιά. Εἰς τὴν Καλαμάτα ἐκάμαμε συνέλευση, πόθεν νὰ πρωτοκινήσομε τὰ στρατεύματα. Οἱ Καλαματιανοὶ ἐκατάφεραν τὸν Μπέη νὰ πᾶμε εἰς τὴν Κορώνη διὰ νὰ μὴν βάλουν σπαθὶ οἱ Τοῦρκοι εἰς τοὺς Χριστιανούς. Ἐγὼ δὲν ἐστρέχθηκα, εἶπα νὰ πᾶμε εἰς τὴν παλαιὰν Ἀρκαδία, εἰς τὸ κέντρο, διὰ νὰ βοηθοῦμε (2) τοὺς ἄλλους. Τότενες τοὺς εἶπα: «Ἐὰν μοῦ δώσετε βοήθεια ἀπὸ τοῦτο τὸ στράτευμα, καλῶς, εἰμὴ ἀναχωρῶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸ κέντρο». Εἶχα λάβει γράμμα ἀπὸ τὸν Κανέλλο, μ᾿ ἐπροσκαλοῦσε, ὅτι εἶχε 10.000 ἄρματα, καὶ νὰ ἔμβω ἐπὶ κεφαλῆς. Τοῦ Μούρτζινου ἀρρώστησε τὸ παιδί του, ὁ Διονύσιος, καὶ ἔτζι δὲν ἐκίνησαν ὅλοι οἱ Μανιᾶται. Ἔλαβα 200 ἀπὸ αὐτὸν καὶ 70 ἀπὸ τὸν Μπέη μὲ τὸν καπετὰν Βοϊδῆ καὶ μὲ 30 ἐδικούς μου ἐγενήκαμε 300 καὶ ἔκοψα εὐθὺς δύο σημαῖες μὲ σταυρὸ καὶ ἐκίνησα. Οἱ Ἀνδρουσιανοὶ Τοῦρκοι, 260 ἄνδρες, μανθάνοντας ὅτι εἴμεθα ἀσκέρι φεύγουν, πᾶνε στὰ κάστρα τῆς Μεσσηνίας. Κινώντας ἐγώ, εἶχαν μίαν προθυμίαν οἱ Ἕλληνες, ὁποὺ ὅλοι μὲ τὰς εἰκόνας ἔκαναν δέηση καὶ εὐχαριστήσεις. Μοῦ ἤρχετο πότε νὰ κλαύσω... ἀπὸ τὴν προθυμίαν ποὺ ἔβλεπα. Ἱερεῖς ἔκαναν δέηση. Εἰς τὸν ποταμὸν τῆς Καλαμάτας ἀνασπασθήκαμε καὶ ἐκινήσαμε.

Τὰς 24 τὸν Μάρτη 1821 ἐφθάσαμε εἰς ἕνα χωριὸ τῆς Μεσσηνίας, Σκάλα λεγόμενον, ποὺ εἶναι καμιὰ πενηνταριὰ οἰκογένειες. Ὅσοι ἄνδρες ἦτον (3), τοὺς ἔστειλα πεζοδρόμους, καὶ τοὺς ἔλεγα: «Σύρτε στὰ κάστρα, πολιορκήσετε, καὶ σᾶς προφθάνω μὲ 3.000» - στρατήγημα. Τὴν αὐγὴν ἐξημέρωσε εἰς τὲς 25 τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἔμαθαν εἰς τὸ Λεοντάρι ὅτι ἐβγῆκα μὲ τόσες χιλιάδες Μανιάτες, παίρνουν τὰ ζῶα τῶν ραγιάδων καὶ ἀνεχώρησαν διὰ τὴν Τριπολιτζά. Κινώντας ἀπὸ τὴν Σκάλα, ἔρριξα καμμιὰ χιλιάδα τουφέκια, τρεῖς μπαταριὲς διὰ νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ κόσμος, νὰ σηκωθεῖ κατὰ τὴν παραγγελίαν. Ἀκούοντες οἱ Γαραντζαῖοι τὰ τουφέκια, ἐσκότωσαν τοὺς κεχαγιάδες, αὐτοὶ ἤθελαν νὰ φύγουν, καὶ ἔγινε ἀρχὴ τοῦ σκοτωμοῦ. Ἐκίνησα νὰ ἔβγω εἰς τὸ Δερβένι τοῦ Λεονταριοῦ διὰ τὴν παλαιὰ Ἀρκαδία. Ἀπαντάω ἕνα μεζίλι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας καὶ μοῦ λέγει, ὅτι οἱ Λεονταρίτες ἔφυγαν καὶ ἐπῆγαν ἴσια στὸ Φραγκόβρυσο καὶ ἔπειτα ἐγύρισαν πίσω, καὶ ἔκοψαν δύο - τρεῖς Ἕλληνας. 70 καβαλλαραῖοι ἦτον. Εἶπα: «Τρέξετε νὰ τοὺς κλείσετε καὶ ἔφθασα ὀπίσω εἰς τὸ Λεοντάρι». Τὴν ἴδια ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ συνάζονται οἱ Φαναρίτες, λέγουν εἰς τοὺς Τούρκους νὰ τραβηχθοῦν εἰς τὴν Τριπολιτζά, διατὶ δὲν ἠξεύρουν τί εἶναι. Μαζώνονται Φαναρίτες καὶ Μουντριζάνοι (1) κι ἄλλα μουρτατοχώρια (2) ἀριθμός των 1.700 τουφέκια. Ἐσυνάχθηκαν ἀπέξω ἀπὸ τὴν Ἀνδρίτζαινα δύο ὥρας σὲ μιὰ βρύση, Σουλτίνα λεγόμενη, εἶχαν 3.000 ζῶα τῶν ραγιάδων μαζί τους. Τὴν ἴδια ἡμέρα οἱ Ἀρκαδιανοὶ (τῆς θαλάσσης) συνάζονται ὀλίγοι, καὶ ὁ Πρωτοσύγκελος καὶ ἄλλοι παρακινοῦν τοὺς Τούρκους νὰ τραβηχθοῦν εἰς τὰ κάστρα, καὶ τοὺς ἔδωσαν ζῶα, τοὺς ξέβγαλαν ἴσα μὲ τὸ Νιόκαστρο καὶ ἐκεῖ τοὺς πολιόρκησαν, ἀφοῦ ἐσυνάχθηκαν καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐπαρχίες. Ἐπολιόρκησαν Ναβαρίνο, Μοθώνη καὶ Κορώνη. Ἐπῆγαν καὶ Μανιάτες. Οἱ Ἀνατολικοὶ εἰς τὴν Μονοβασιά. Οἱ Καλαβρυτινοὶ καὶ οἱ Πατραῖοι καὶ οἱ Βοστιτζάνοι πολιορκοῦν τὴν Πάτρα καὶ Καστέλι. Ἦτον ἀρχηγοὶ Ζαΐμης, Σωτήρης Χαραλάμπης, Ἀνδρέας Λόντος καὶ λοιποί. Ὁ Σισίνης μὲ τοὺς Γαστουναίους καὶ οἱ Πυργιῶτες μὲ τὸν Βιλαέτη ἐβάρεσαν τοὺς Γαστουναίους Τούρκους. Καὶ αὐτοὶ κλείονται εἰς τὸ Χλουμούτζι (Καστὲλ - Τορνέζε). Μανθάνοντας τοῦτο οἱ Λαλαῖοι, ὑπάγουν, τοὺς παίρνουν ἀπὸ τὸ Χλουμούτζι μὲ τὲς φαμελιές τους, καὶ τοὺς ἐπῆγαν εἰς τοῦ Λάλα. Τότε τὰ νησιὰ ἔκαμαν προκλαματζιόνες: νὰ μὴν ἔβγει κανεὶς ἀπὸ τὰ νησιὰ εἰς βοήθειαν τῶν Ἑλλήνων. Ζακύνθιοι κρυφίως ἔφευγαν, χωριάτες καὶ χωραΐτες, καὶ ἔγιναν συμβοηθοὶ τῶν κινδύνων, καὶ τὸ πράγμα τους τὸ ἐδήμευσαν· τόσο καὶ οἱ Μεταξάδες μὲ ἄλλους πολλοὺς Κεφαλονίτας κρυφίως ἐβγῆκαν εἰς τὴν Γαστούνη καὶ τοὺς δήμευσαν τὸ πράγμα τους. Ἡ Δυτικὴ Ρούμελη (ἡ Τούρκικη), τότε εἶχε τὴν σκοτούρα τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, διατὶ οἱ Σουλιῶτες ἔπιασαν τὸ Σούλι. - Ἡ καταδρομὴ κατὰ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ μᾶς βοήθησε πολύ. Ἔπρεπε πρῶτα νὰ πάγει αὐτός, ἦτον μεγάλο θηρίο. - Ἡ Ἀνατολικὴ Ἑλλάς, ὁ Ὀδυσσέας, Γούρας, Διάκος καὶ Πανουριᾶς ἐκίνησαν ἐνταυτῷ τὸ τουφέκι εἰς τὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλὰς (Ἀπρίλιος).

Οἱ Σπέτζες ἐπρωτοσηκώθηκε· ἔστειλαν εἰς τὴν Ὕδρα, καὶ οἱ Ὑδραῖοι δὲν ἦτον ἀκόμη σηκωμένοι. Οἱ νοικοκυραῖοι δὲν ἤθελαν νὰ σηκωθοῦν. Ὁ Κουλοδήμας, Καπετὰν Ἀντώνης καὶ ὁ Γκίκας τοῦ Θ. γαμβρὸς τοῦ Μιαούλη καὶ ὁ Πέτρος Μαρκέζης, ἐσυνώμοσαν μὲ τὸν λαὸν καὶ εἶπαν τῶν Ἀρχόντων: «Ἢ σηκώνεσθε καὶ ἐσεῖς, ἢ θὰ βάλομε φωτιὰ νὰ σᾶς κάψομε, μόνον ὀρδινιᾶσθε τὰ καράβια σας». Τοὺς ὑποχρέωσαν, ἔδωσαν γρόσια καὶ ἐβγῆκαν.

Τὰ Ψαρὰ ἐκίνησαν αὐτοθελήτως, καὶ ἡ Σάμος.

Ἐγὼ εἰς τὰς 25 ὁποὺ ἐκίνησα ἀπὸ τὴν Σκάλα, βγαίνοντας εἰς τὸ Δερβένι τοῦ Λεονταριοῦ, ἀπάντησα ἕνα πεζοδρόμο σταλμένο ἀπὸ τὸν Βασίλη Μπούτουνα Καριώτη, καὶ μοῦ ἔγραφε, ὅτι: «Οἱ Τοῦρκοι τῆς Καρυταίνης καὶ ὁ Βόϊβοδας τοῦ Ἰμπλακίου Μουσταφᾶς Ριζιώτης ἐκλείσθησαν εἰς τὸ παλιόκαστρο τῆς Καρύταινας. Καὶ οἱ δύο προεστοὶ τῆς Καρύταινας, ὁ Σπήλιος Κουλᾶς καὶ ὁ Μιχαλῆς, δὲν ἦτον εἰς τὴν Ἑταιρεία μβασμένοι καὶ δὲν ἤξευραν τί ἐγένετο, καὶ ἐπαρακίνησαν τοὺς Τούρκους νὰ μὴ φύγουν, ἀλλὰ νὰ μείνουν εἰς τὸ Κάστρο. Ὁ Κάμπος τῆς Καρύταινας δὲν ἠθέλησε νὰ πιάσει τὰ ἄρματα». Ἔτζι μ᾿ ἔγραφε αὐτός.

Ἐγὼ δὲν ἔλειψα νὰ κάμω μία προσταγή, καὶ ἐπάτησα τὴ βούλα μου: «Ὅποιο χωριὸ δὲν ἤθελε νὰ ἀκολουθήσει τὴν φωνὴν τῆς Πατρίδος τζεκούρι καὶ φωτιά». Μανθάνοντας ὅτι ἐβγῆκα εἰς τὸ Δερβένι, οἱ 70 καβαλλαραῖοι εὐθὺς ἀναχώρησαν διὰ τὴν Τριπολιτζά. Ἐγὼ ἐπῆγα σὲ ἕνα χωριὸ Τετέμπεη, ἀνάμεσα Λεοντάρι καὶ Καρύταινα. Οἱ Μανιάτες μοῦ εἶπαν: «Νὰ πᾶμε εἰς τὸ Λεοντάρι». Τοὺς εἶπα: «Νὰ πάρομε χαλκώματα;» - Τὴν αὐγὴ ἐξημέρωσε, στὲς 26, ἔρριξα χίλια τουφέκια. Ἔκαμα νὰ πάγω εἰς τὴν Καρύταινα, νὰ ἀκαρτερέσω τοὺς Φαναρίτας καὶ τοὺς Καρυτινούς, καὶ ἀκούοντες τὲς μπατερίες ὁ κόσμος ἐκινήθηκαν ὅλοι. Εἰς τὸν δρόμον ἀπάντησα ἕνα γράμμα τοῦ Βασίλη Μπούτουνα, καὶ μοῦ ἔλεγε: Ἰδές (3) τὸ γράμμα τῶν Φαναριτῶν ποὺ κάθονται εἰς τὴν Σουλτίνα. Τὸ ἔγραφαν εἰς τοὺς Καρυτινοὺς Τούρκους, καὶ ἔγραφε τὸ γράμμα, ὅτι αὔριο περνᾶμε διὰ Τριπολιτζά, εἴμεθα τόσοι, ἑτοιμασθῆτε νὰ ἑνωθοῦμε. Ἐβγῆκε ὁ Κολοκοτρώνης μὲ τόσες χιλιάδες Μανιάτες. Ὁ Βασίλης εἶχε σκοτώσει τὸν Τοῦρκον εἰς τὸ γεφύρι τῆς Καρύταινας, ποὺ εἶχε τὸ γράμμα. Βλέποντας τὸ γράμμα ἐκίνησα νὰ πιάσω τὸν τόπο, ποὺ ἤθελαν νὰ ἀπεράσουν οἱ Φαναρίτες. Βγαίνοντας ἀγνάντια εἰς τὴν Καρύταινα οἱ Τοῦρκοι καὶ βλέποντας τὰ μπαϊράκια, καὶ μὴ ξεχωρίζοντας τὸν Σταυρό, ἔλεγαν ὅτι εἶναι Τοῦρκοι, καὶ πᾶμε μεντάτι. Ἐγὼ ἐτράβηξα ἕναν τόπον στενόν. Ἔλεγα ὅτι θὰ ἀπεράσουν τὴν ἴδια ἡμέρα διὰ νὰ τοὺς κτυπήσω. Ἐμήνυσα χωριάτων, ποὺ ἦτον εἰς τὸ στενὸ ἐκεῖνον, νὰ μοῦ εἰποῦν διὰ τοὺς Τούρκους τοὺς Φαναρίτας, καὶ μοῦ εἶπαν: «Δὲν ἔχουν εἴδησιν, εἰς τὴν βρύση κοιμοῦνται ἀπόψε καὶ ταχὺ θ᾿ ἀπεράσουν». Κι ἔγραψα ἕναν τεσκερὲ ἑνὸς Ἀνδριτζάνου, Παναγιώτη Γιατροπούλου, νὰ κινήσει τὰ ἄρματα, νὰ τοὺς φέρνει ἀποπίσω καὶ ἐγὼ τοὺς καρτερῶ ἀπεμπροστά. Σὰν εἶδα, ὅτι οἱ Τοῦρκοι δὲν ἦτον τὴν ἡμέραν ἐκείνη διὰ κίνημα, ἐπῆρα τὴν χώραν τῆς Καρυταίνης, καὶ ἔκλεισα τοὺς Τούρκους εἰς τὸ Κάστρο (ἡμέρα 26). Στὲς 27 ἐσηκώθηκα χαραυγή, μὲ τὰ χάραμα, καὶ ἄφησα τοὺς Καρυτινοὺς καμμιὰ δεκαπενταριὰ νομάτους, κι ἐγὼ ἔπιασα τὸ στενό. Τὴν ἴδια νύκτα, ποὺ ἤμουν εἰς τὴν Καρύταινα μοῦ ἦλθε εἴδησις ἀπὸ τὸν Παναγιώτη Γιατρόπουλο, ὅτι: «Στεῖλε μας στράτευμα, διατὶ ἡμεῖς δὲν ἐσυναχθήκαμε ἀκόμα» - παλιανθρωπιά.

Τὴν αὐτὴν ἡμέραν ποὺ ἐκίνησα, ἤγουν 27, μὲ ἔφθασε ἕνας ντεσκερὲς τοῦ μακαρίτου τοῦ Μπεηζαντὲ Ἠλία, ὅτι ἔφθασε μὲ 200 Σπαρτιάτας εἰς τὸ Λεοντάρι, καὶ τοῦ ἔγραψα, ὅτι νὰ φθάσει γλήγορα, γιατὶ σήμερο ἔχομε τουφέκι. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ τοῦ ἔγραφα ἕως εἰς τὸ Λεοντάρι εἶναι 4 ὧρες τραβηκτές, καὶ κατὰ τύχη ἔντεσε παλιάνθρωπος ὁ πεζὸς καὶ δὲν ἐπῆγε, ποὺ νὰ φθάσουν εἰς τὸν πόλεμον. Καὶ ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὸ στενό, εἰς τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο. Τὴν αὐγὴ ἐξαγνάντησε τὸ στράτευμα τὸ Φαναρίτικο (οἱ Τοῦρκοι) μία ὥρα ἀλάργα, καὶ ὁ τόπος στενός, καὶ φορτώματα, καὶ ἐκρατοῦσε δύο ὧρες ὁ μάκρος τους, ἡ σειρά τους, καὶ βλέποντάς μας εὐθὺς ἐμβῆκαν τὸ τουφέκι ὀμπροστὰ διὰ νὰ πολεμήσουν, καὶ ἡμεῖς εἴχαμε ταμπούρια καὶ ἐπολεμήσαμε 6 ὧρες. Οἱ Σπαρτιᾶται ἔκαμαν τότε ἕναν πόλεμον, ποὺ ἐμιμήθηκαν τὸν Λεωνίδα: 300 ἦσαν οἱ πρῶτοι, 1.700 οἱ Τοῦρκοι. Ἀπὸ τὲς 6 ὧρες ἔσωσαν τὰ φουσέκια τους, ἐλαβώθηκε ὁ Βοϊδῆς, ὁ Δουράκης, ἐσκοτώθηκαν πέντε - ἕξι. Εἰς τὸ μεσημέρι ἔσωσαν τὰ φουσέκια. Μοῦ λένε τὸ στράτευμα, νὰ τοὺς ἀνοίξωμεν - ὅμως τὰ Κολιόπουλα ἦτον 6 ὧρες μακρυὰ εἰς τὸ ποτάμι τοῦ Ρουφιᾶ, εἰς χωριὸ Τζούκα, ἐφύλαγαν διὰ τοὺς Λαλαίους. Ἀκούοντας τὸ τουφέκι, ἐκίνησαν, πλὴν δὲν ἔφθασαν (εἶχαν τετρακοσίους) εἰς τὴν ὥραν, ἀλλ᾿ ἔπειτα ἀπὸ μισὴ ὥρα. Οἱ Τοῦρκοι ἐσκοτώθηκαν 15, ἐπολεμοῦσαν μὲ καρδιά, διότι εἶχαν τὸ βιό τους καὶ τὲς γυναῖκες τους. Ἂν ἔφθαναν τὰ Κολιόπουλα, ὁ Γιωργάκης καὶ ὁ Δημήτρης, ἤθελε χαλασθοῦν οἱ Τοῦρκοι. Ἐπῆραν οἱ Τοῦρκοι τὴν θέσιν μας. Ἀκούοντας τὴν μπατερία τῶν Κολιαίων, ἐβγῆκαν ἀγνάντια νὰ ἰδοῦν. Βλέποντας ὅτι μᾶς ἔρχεται μεντάτι, τότενες οἱ Σπαρτιᾶτες ἐπῆραν τοὺς λαβωμένους καὶ ἔμεινα μὲ πολλὰ ὀλίγους. Ἀκούοντας τὴν μπατερία, ἐφράξαμεν τὸν τόπον, νὰ μὴν περάσουν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὸ γεφύρι, μὲ 20 ἀνθρώπους. Ἐκούναγα τὸ μπαϊράκι διὰ νὰ μὲ γνωρίσουν τὰ Κολιόπουλα, εἶχε πιασθεῖ ὁ λαιμός μου ἀπὸ τὲς φωνὲς τῆς ἡμέρας (1). - Οἱ Τοῦρκοι βγαίνουν εἰς βοήθεια ἀπὸ τὸ Κάστρο, διώχνουν ἐκείνους ποὺ ἦτον στὴν χώρα.- Κυνηγοῦμε τοὺς Τούρκους μὲ τὰ γυναικόπαιδα, 500 ψυχὲς ἐχάθηκαν εἰς τὸ ποτάμι τῆς Καρύταινας, μὴν ἠμπορώντας ν᾿ ἀπεράσουν ἀπὸ τὸ γεφύρι, τὸ ὁποῖον τὸ εἴχαμε πιασμένο. Οἱ Ἕλληνες ἔπαιρναν τὰ ζῶα, τὰ ἄτια ὅλα λαβωμένα. Δὲν τοὺς ἐχώραε τὸ Καστράκι, καὶ ἦτον ἀπέξω σὰν τὸ μελίσσι (ἡ πρώτη νίκη κατὰ Τούρκων - τῶν Καλαβρύτων πρῶτα).

Ἡμεῖς τοὺς πολιορκήσαμεν. Μετὰ τὸ ἑσπέρας ἔφθασε καὶ ὁ Ἠλίας Μπεηζαντὲς ἀπὸ τὸ Λεοντάρι. Στὲς 28 ἦλθε καὶ ὁ Κανέλλος μὲ 200 Καρυτινούς. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς καὶ ὁ Παπαφλέσσας ἐκίνησαν διὰ τὴν Ἀρκαδία μὲ 500 ἀνθρώπους. Σὰν οἱ Ἀρκαδιανοὶ ἦτον φευγάτοι, ἐγύρισαν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Καρύταινα μὲ 1.000. Σὲ δύο ἡμέρες ἐγινήκαμε 6.000. Οἱ Τοῦρκοι ὁποὺ ἦτον κλεισμένοι, ἄφησαν τὰ ζῶα τους ἔξω, τὰ πῆραν οἱ Ἕλληνες. Δὲν εἶχαν νερό, τροφάς. Τὸν Νικηταρᾶ, τὸν εἶχα (2) σταλμένον μὲ ἑκατὸ νομάτους εἰς τὸ Φραγκόβρυσο, εἰς τὴν Τριπολιτζά, δύο ὧρες ἀπέξω. Ἐκεῖνες τὲς δύο ἡμέρες ὁποὺ ἐσυνάχθημεν, ὁ Μουσταφάγας ἐνδύνει δύο Τούρκους ραγιάδικα, τοὺς δίνει 500 γρόσια· ἐπῆγαν εἰς τὴν Τριπολιτζὰ διὰ νὰ ἔλθει μεντάτι καὶ νὰ τοὺς πληρώσει ὅλους ὅσοι ἔλθουν εἰς βοήθειάν τους. Ἔξω βγαίνοντας οἱ πεζοδρόμοι δύο ὧρες, τοὺς ἐκατάλαβαν ἄνθρωποι, πλὴν δὲν τοὺς ἔπιασαν. Δίδοντας τὸ γράμμα ὀρδινιάσθηκαν 2.000, καὶ ἦλθαν βοήθειαν τῶν Καρυτινῶν καὶ Φαναρίτων. Ἐγώ, σὰν ἔμαθα τοὺς πεζοδρόμους, ὑποπτεύθηκα ὅτι, θὰ ἐρθεῖ μεντάτι. Ἔκαμα εὐθὺς συνέλευσιν εἰς τὸ στράτευμα, ἔδωκα γνώμη νὰ πάει ὁ Ἀναγνωσταρᾶς μὲ 2.000 εἰς τοῦ Σάλεσι, μακρὰ ἀπ᾿ τὴν Τριπολιτζά 4 ὧρες καὶ 4 ἀπὸ τὴν Καρύταινα, νὰ ἐμποδίσει τὸ μεντάτι ἂν κινήσει ἀπὸ Τριπολιτζά, ἂν δὲν ἠμπορέσει νὰ τοὺς βαστάξει, νὰ ἔλθει ὀπίσω - νὰ πάρουν φόβον οἱ Τοῦρκοι, ὁποὺ νὰ μὴν προσπεράσουν κατὰ τὴν Καρύταινα. Αὐτὸς μοῦ ἀποκρίθηκε: «Δὲν κάνει νὰ χαλάσομε τὸ ὀρδί, ὁποὺ εἴμεθα συναγμένοι». Τοὺς εἶπα ἄλλη μία γνώμη: «Νὰ πάρω ἐγὼ 500...» Μὲ ἀντέσκοψεν. Ἔτζι ἔμεινεν τὸ πιάνο ἐκεῖνο. Τοὺς Τούρκους τόσο τοὺς ἐστενοχωρήσαμεν, ὁποὺ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ἔβγουν ἕνα ἀχνάρι. Τὴν ἄλλην ἡμέραν ξημερώνοντας, Ἀπριλίου 1η, ἐβγῆκε τὸ μεντάτι ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, καὶ ἐβγαίνουν ἐκεῖ ὁποὺ ἔλεγα νὰ πάγει ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, καὶ βάνουν φωτιὰ ἀγνάντια. Βλέποντας τὲς φωτιές, λέγομεν: «Τὸ μεντάτι εἶναι». Ἔστειλαν διὰ νὰ ἔβγουν καταπατητάδες, αὐτοὶ ἐπήγαιναν καὶ ἀπόκριση δὲν μᾶς ἔφερναν. Ἐπείσμωσα καὶ τοὺς εἶπα: «Νὰ πιάσουν τρία καταράχια, διὰ νὰ καρτερέσομε τοὺς Τούρκους νὰ πολεμήσομε». Καὶ ἐγὼ ἐπῆρα ἕνα ἄλογο καὶ ἕνα μπαϊράκι εἰς τὸ χέρι, καὶ τὸ κιάλι, καὶ ἂν εἶναι Τοῦρκοι, νὰ κλείσω τὸ μπαϊράκι, ἂν δὲν εἶναι, νὰ τὸ ἀνοίξω. Μὲ ἀκολούθησαν καὶ δύο μὲ τὰ πόδια. Ὅσο νὰ ἔβγω εἰς τὴν ράχη, ἀπόστασε τὸ ἄλογο· τὸ ἔδεσα εἰς ἕνα κλαδὶ καὶ ἐγὼ ἐβγῆκα εἰς τὴν ράχη. Ἔβαλα τὸ κιάλι, εἶδα τοὺς Τούρκους ὁποὺ ἤρχοντο καὶ ἔκλεισα τὸ μπαϊράκι. Οἱ Ἕλληνες ἀρχίζουν νὰ φεύγουν, ἀφοῦ ἔκαμα σημεῖον. Ἐγώ, ἔκανε κρύο, ἀέρας. Ἐπέρασα ἀπὸ ἕνα τζοπανάκι, μία καποτίτζα ἄσπρη - ἤμουν ἱδρωμένος - κι ἐγύρισα πίσω νὰ πάγω εἰς τὸ στράτευμα· Οἱ ἄνθρωποί μου ἔφευγαν. Ὁ Καβαδίας (1) μοῦ ἐπῆρε τὸ ἄλογο. Ἐγύρισα πίσω εἰς τὸ ὀρδὶ ἀποσταμένος. Εὑρίσκω τὸν μακαρίτη τὸν Ἠλία ποὺ ἐπολέμαε. Τὸ ἄλλο ὀρδὶ ἐπῆρε τὰ βουνά. Τὰ Κολιόπουλα ἐπολεμοῦσαν τὸ ἀποκεῖθε μέρος τοῦ κάστρου. Ἐβγῆκα καὶ τὸν ἐσήκωσα τὸν Μπεηζαντὲ ἀπὸ ἐκεῖ, διατὶ ἔμενε μοναχός του, καὶ ἐβγήκαμε ὅλοι σὲ μία ράχη, καὶ τοὺς λέγω: «Νὰ κρατήσουμε τούτη τὴ ράχη, διατὶ ἂν τοὺς βγάλουν καὶ τουτουνούς, νὰ τοὺς πέσομε ἀπὸ κοντὰ ἴσια μὲ τὴν Τριπολιτζά». Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἔπιασε τὸ γεφύρι μὲ 1.000. Ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Κανέλλος ἐπῆραν τὴν ἀπάνου στράτα, ἐγὼ ἔμεινα μοναχός μου (2), οἱ Ἕλληνες ἐτζάκισαν, ἐκρύφθηκαν εἰς κάτι κλαριά, τὲς δύο πιστόλες μου ἀσηκωμένες. 12 Τοῦρκοι ἐκυνηγοῦσαν τὸ ἕνα μέρος τῶν Ἑλλήνων, 10 τοὺς ἄλλους, κατὰ τὸ γεφύρι τὸν Ἀναγνωσταρᾶ, καὶ ἄλλοι τὸν Παπαφλέσσα καὶ Κανέλλο. Ἐνόμιζαν οἱ Ἕλληνες, ὅτι τοὺς ἀκολουθοῦν οἱ ἄλλοι. Ἐπροσπέρασαν οἱ Τοῦρκοι. Τοὺς εἶδα ἔπειτα κι ἐγύρισαν ἀπὸ σιμά μου. Ἡ καποτίτζα μ᾿ ἐγλύτωσε, γιατὶ ἐφοροῦσα κόκκινο μεϊτάνι καὶ ἡ καποτίτζα τὸ σκέπαζε.

Εἰς τὰ βασιλεύματα τοῦ ἡλίου ἐβγῆκα ἀγνάντια εἰς τοὺς ἐδικούς μας εἰς τὸ γεφύρι. Καθὼς μὲ εἶδαν... «Ποῦ ἤσουν;» - «Ἐκεῖ ποὺ μ᾿ ἀφήκατε· κρυμμένος» (3). Προβάλλω νὰ τοὺς πάρουν καταπόδι ἕως εἰς τὴν Τριπολιτζά. Οἱ Ἕλληνες δὲν θέλουν. Τὰ Κολιόπουλα ἐτράβηξαν εἰς τὴν Ἡλιοδώρα, ὁ Παπαφλέσσας καὶ Μπεηζαντὲς πάγει εἰς τὴν Δημητσάνα, ὁ Κανέλλος εἰς τὰ Λαγκάδια, πάγει τὲς φαμιλιὲς εἰς τὸ Μέγα Σπήλαιο.

Τὴν ὁμιλίαν ὁποὺ εἶπα μὲ ἄκουσαν ἐκεῖνοι ὁποὺ ἦτον εἰς τὸ γεφύρι. Ἦτον μιὰ ὥρα νύκτα περασμένη καὶ σκοτάδι καὶ τοὺς λέγω: - ἔκαμα τὸ σταυρό μου - «Ὅσοι ἀγαπᾶτε τὴν Πατρίδα, ἐλᾶτε κοντά μου». Ἐκίνησα, μὲ ἀκολουθοῦν 200 καὶ ὁ Ἀναγνωσταρᾶς καὶ ὁ Μπούρας ἀπὸ τοὺς Κωνσταντίνους, καὶ εἶχα νὰ περάσω εἰς ἕνα μονοπάτι 20 χρόνους. Ἴσα εἰς τὸ μοναστήρι εἰς τὸν Ἅγιο Γιάννη ἀπάντησα τοὺς Στεμνιτζιώτας καὶ ἤφερναν τὲς φαμιλιές τους νὰ κλεισθοῦν εἰς τὸ Μοναστήρι Ἁγιάννη, τοὺς λέγω: «Ποῦ πᾶτε Στεμνιτζιῶτες;» - Βιαζόμεθα... - Ἐλᾶτε κοντά, ἐγὼ εἶμαι καλὸς νὰ ἀπαντήσω τοὺς Τούρκους». Ἀνέβηκα εἰς τὴν Στεμνίτζα, μακρὰ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι μία ὥρα. Ἔβαλα ντελάλι, ὅτι νὰ μὴν σεισθεῖ ἀπὸ μέσα κανένας. Μὲ ἔμαθαν ὅτι ἤμουν εἰς τὴν Στεμνίτζα ὁ Φλέσσας καὶ ὁ Μπεηζαντὲς καὶ ἦλθαν καὶ μὲ ηὗραν. Τὴν αὐγὴν ὁποὺ ἐξημέρωσε τοὺς εἶπα, ὅτι: Νὰ πᾶμε νὰ πιάσομε τὴν Λαγκάδα· οἱ Τοῦρκοι θ᾿ ἀπεράσουν ἀπὸ ἐκεῖ, νὰ τοὺς βαρέσωμεν. Καὶ κοντὰ εἰς τὴν Λαγκάδα εἶναι ἕνα χωριὸ Χρυσοβίτζι, καὶ ἐτράβηξα μὲ τοὺς 300. Στὸ δρόμο ἐκρύφθηκαν οἱ Ἕλληνες· 100 τοὺς ἔφαγε τὸ φεγγάρι, ὥστε νὰ πᾶμε στὸ Χρυσοβίτσι. Τότενες τὰ χωριὰ τὰ Βλαχοχώρια ἔλειπαν στὰ χειμαδιὰ καὶ δὲν ἦτον ἄνθρωποι. Ηὕραμε ἕναν ἄνθρωπο, τὸν ἐρωτήσαμε ἂν οἱ Τοῦρκοι ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν Λαγκάδα, καὶ μᾶς εἶπε ὅτι: «Χθὲς ἐπέρασαν 17 νομάτοι, καὶ ἐπήγαιναν 5 - 6.000 πρόβατα καὶ δὲν εὑρέθηκε ἄνθρωπος νὰ τοὺς τουφεκίσει». Ὁ Νικηταρᾶς, ποὺ ἦταν εἰς τὸ Φραγκόβρυσο, ἐκτύπησε τοὺς πολλούς, ἐπῆρε ζωντανά, ἐσκότωσε πέντε - ἕξι ἀνθρώπους, καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐτραβήχθηκαν ὅλοι εἰς τὴν Τριπολιτζά. - Τὴν αὐγήν, μὲ τὰ ξημερώματα, μοῦ λέγουν: «Τί νὰ κάμουμε ἐδῶ; Νὰ ἀναχωρήσομε, νὰ πᾶμε εἰς τὸ Λεοντάρι, νὰ συνάξομε στρατεύματα, νὰ ἰδοῦμε τί ἀπογίνεται ἐκεῖνος ὁ κόσμος», καὶ χίλιες ἀφορμές. Ἐγὼ τοὺς εἶπα: «Δὲν ἔρχομαι, κάθομαι εἰς τοῦτα τὰ βουνὰ ποὺ μὲ γνωρίζουν τὰ πουλιὰ καὶ μὲ τρῶν καλλίτερα, γειτονικά». Δὲν εἶχα ἄνθρωπο ἐδικόν μου, ἐπαρχιώτη μου, ἕνα ἄλογο εἶχα.

Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς Μπεηζαντές, Μπούρας πᾶνε στὸ Λεοντάρι, ἔμεινα μόνος μου μὲ τὸ ἄλογό μου εἰς τὸ Χρυσοβίτζι. Γυρίζει ὁ Φλέσσας καὶ λέγει ἑνὸς παιδιοῦ: «Μεῖνε μαζί του, μὴ τὸν φᾶνε τίποτες λύκοι». Ἔκατζα ἕως ποὺ ἐσκαπέτισαν μὲ τὰ μπαϊράκια τους, ἀπὲ ἐκατέβηκα κάτου· ἦτον μιὰ ἐκκλησία εἰς τὸ δρόμο (ἡ Παναγία στὸ Χρυσοβίτζι), καὶ τὸ καθησιό μου ἦτον ὁποὺ ἔκλαιγα τὴν Ἑλλάς: «Παναγία μου, βοήθησε καὶ τούτην τὴν φορὰ τοὺς Ἕλληνας διὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν!» καὶ ἐπῆρα ἕναν δρόμο κατὰ τὴν Πιάνα. Εἰς τὸν δρόμον ἀπάντησα τὸν ξάδελφόν μου Ἀντώνιον τοῦ Ἀναστάση Κολοκοτρώνη μὲ 7 ἀνιψίδια μου, ἐγινήκαμε 9 καὶ τὸ ἄλογό μου 10· ἐγὼ ἤμουν καὶ χωρὶς τουφέκι. Εἰς τὴν Πιάνα δὲν ἦτον κανείς, μὲ λέγει ὁ Ἀντώνης Κολοκοτρώνης, οὔτε εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα, - φευγάτοι. Ἔρριξα εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα, μὲ ἐγνώρισαν, ἐκατέβηκαν καμμιὰ εἰκοσαριά, τοὺς ἔκαμα ὅλους πεζοδρόμους. Ἔστειλα εἰς ὅλα τὰ χωριὰ νὰ κάμω ὀρδί. Σὲ τρεῖς ἡμέρες ἔμασα 300 καὶ ἔρριξα τὸ ὀρδί μου εἰς τὴν Πιάνα, ἀγνάντια ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά 3 ὧρες. Τότενες τὰ χαρατζοχάρτια ἔμβαιναν εἰς τὴν Τριπολιτζά, καὶ εἶπαν: «Ὁ Κολοκοτρώνης εἶναι μὲ τετρακόσους εἰς τὴν Πιάνα». Βγαίνουνε 4.000 Τοῦρκοι, καὶ μᾶς ἐξημέρωσαν ἐκεῖ. Βλέποντας, ἔλεγα, ὅτι οἱ Τοῦρκοι εἶναι ὀλίγοι· τοὺς ἔβλεπα μὲ τὸ κιάλι, τὸ κιάλι δὲν τὸ ἔδιδα σὲ κανέναν, τοὺς παρηγοροῦσα. Ἔδωσαν μία φωτιά, ἐτζακίσανε οἱ δικοί μας, ἔμεινα μόνος μου μὲ τὸ ἄλογό μου ὀπίσω. Ἐπῆρα τὸν δρόμο τῆς Ἁλωνίσταινας· εἰς τὸν δρόμο ηὗρα τὸν Νικολὸ τὸν Μπούκουρα ἀποσταμένον καὶ τὸν ἔβαλα πισωκάπουλα. Ἡμεῖς τὴν μιὰ μεριά, οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐπηγαίναμε εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα. Οἱ Ἁλωνιστιῶτες ἐτουφέκαγαν ἀπὸ τὸ ψήλωμα, νὰ μὴν ἐμβοῦν οἱ Τοῦρκοι μέσα καὶ ἐχασομέραγαν. Ὄντας ἐπήγαινα μὲ τὸν Μπούκουρα ἔλεγα: «Ἐλᾶτε σκυλομουρτάτες!» - ὁ Μπούκουρας ἔλεγε: «Μὴν τοὺς πεισμώνεις». Ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης ἤρχετο μὲ 100 νομάτους, μὲ φορτώματα ἐμβῆκαν οἱ Τοῦρκοι, τοῦ ἐπῆραν τὰ φορτώματα.

Ἀπαντήθηκα μὲ τὸν Κανέλλο. Ὅσους εἶχε ὁ Κανέλλος κοντά του ἐφοβήθηκαν, ἐπῆγαν εἰς τὰ χωριά τους. Ἔμειναν μὲ τὸν Κανέλλο 11 νομάτοι. Οἱ Τοῦρκοι ἔκαψαν τὸ χωριὸ καὶ ἐγύρισαν πίσω στὴν Τριπολιτζά. - Παίρνω τὸν Κανέλλο διὰ νυκτός, τόπον σὲ τόπον καὶ ἐξημερώσαμεν εἰς ἕνα χωριὸ τοῦ κάμπου, εἰς τὴν ἄκρα τοῦ Κάμπου τῆς Καρύταινας. Οἱ Καμπίτες, κι οἱ Βουνήσιοι ἐπέρασαν τὸ ἄλλο μέρος κατὰ τὸ Φανάρι, εἰς ἕνα βουνὸ Δραγουμάνο καὶ ἦτον τὴν μεγάλη Τετράδη. Ἀπὸ τὴν πείνα μας ἐψήσαμε ἕνα ἀρνὶ κι ἐφάγαμε. Ἀπόλυκα πεζοδρόμους εἰς τὸ Λεοντάρι, ποὺ ἦτον συναγμένοι Καπεταναῖοι, τοὺς εἶπα: «Νὰ ζυγώσουν κοντὰ εἰς τὴν Τριπολιτζά, εἰς τὴν Μαρμαριά, Παπα Φλέσσας, Μούρτζινος, Ἀναγνωσταρᾶς». Ἔτζι ἤλθανε εἰς τὴν Μαρμαριὰ τὸ μὲν Μυστριώτικο στράτευμα καὶ ὁ Κυριακούλης, ὁ Βρυσθένης καὶ τ᾿ Ἁγιοπετρίτικα στρατεύματα. Ἦτον καὶ 2.000 εἰς τὰ Βέρβενα, καὶ παίρνει καμμιὰ χιλιάδα ἀνθρώπους ὁ Κυριακούλης καὶ ἔρχεται εἰς τὴν Βλαχοκερασιὰ μπροστὰ ἀπὸ ἡμᾶς. Τοῦ ἐγράψαμε νὰ ἔλθει νὰ κάμουμε ἕνα σῶμα· δὲν ἠθέλησε εἶπε: «Καλὸ πόστο κρατῶ, κι ἂν ἔλθουν οἱ Τοῦρκοι ἀπάνω μας, νὰ μᾶς ἐλθῆτε μεντάτι». Ἀνήμερα τὴν Λαμπρὴ εἴχανε βάρδια, ὁ Κυριακούλης τοπικοὺς καὶ τοὺς ἐπρόδωσαν, καὶ ἐβγῆκαν 2.000 Τοῦρκοι μὲ τὰ χαράματα τῆς αὐγῆς καὶ τοὺς ἐπλάκωσαν καὶ ἐπολέμησαν ὀλίγην ὥραν καὶ ἐσκότωσαν καμμιὰ δεκαπενταριὰ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας· ἐσκότωσαν τὸν περίφημο Ἀντώνιον Νικολόπουλο, τὸν Παναγῆ Βενετζιάνον, καὶ ὁ Κυριακούλης ἀναχώρησε μὲ τὸ λοιπὸ στράτευμα, καὶ πάγει στὸ Μυστρά. Ἀκούοντας ἡμεῖς τὸν πόλεμον, ἐκινήσαμεν εἰς μεντάτι, ἦτον δυὸ ὧρες μακρά, καὶ ὅσο νὰ πᾶμε ἡμεῖς, δὲν εὑρήκαμε οὔτε Ἕλληνας, οὔτε Τούρκους. Τὰ σπίτια καημένα, τοὺς 15 κοψοκέφαλους. Ἐγυρίσαμε ὀπίσω, εἰς τὴν Μαρμαριά. Τές ἴδιες ἡμέρες ἦλθε τὸ παιδί μου, ὁ μακαρίτης ὁ Πάνος μὲ τὸν Γενναῖο, μὲ 30 νομάτους, καὶ μ᾿ ἐγύρευαν. Τὸ ὀρδὶ τὸ ἄλλο ἦτον εἰς τὰ Βέρβενα, μὲ τὸν Βρυσθένη, Π. Γιατράκο, Ζαφειρόπουλο. Ἐρχόμενος ὁ Πάνος καὶ ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης, τὸν ἔστειλα νὰ πάγει στὴν Καρύταινα. Ὅποιος δὲν βγαίνει νὰ καίει τὸ σπίτι, νὰ κάμουν ὀρδὶ εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα καὶ εἰς τὸ Χρυσοβίτζι. Δὲν ἔλειψαν νὰ συνάζουν ἀπὸ τὰ χωριὰ ὣς 600, καὶ ὅλο ἐστέλνανε νὰ δυναμώνουν τὸν τόπο. - Τὰ Κολιόπουλα μὲ τοὺς Καλαβρυτινούς, ἦσαν καὶ οἱ Μεταξάδες μὲ κανόνια καὶ ἐπολιορκοῦσαν τοῦ Λάλα. Ἐστείλαμεν διαταγὲς εἰς τὴν Μεσσηνίαν καὶ Μυστρά, καὶ ἐσυνάχθημεν εἰς τοῦ Μαρμαριᾶ ἕως 1.200 καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ πιάσουμε τὸ Βαλτέτζι ὁποὺ ἦτον ἀγνάντια ἀπὸ τὰ Βέρβενα, ἀπὸ τὸ Χρυσοβίτζ καὶ Ἁλωνίσταινα (Καρυτινὰ ὀρδιά). Στὸ Βαλτέτζι εὑρίσκοντο ὁ Μούρτζινος, Γιατράκος, Κυριακούλης, Ἠλίας Μπεηζαντές, Νικηταρᾶς, Ἀναγνωσταρᾶς, ἐγὼ ἤμουν ἐπικεφαλῆς. Σὰν ἐμαζώχθημεν ἐγὼ ἐστεκόμουν μὲ 200 - 300 εἰς τὸ χωριὸ νὰ τοὺς δίδω βοήθειαν. Τὰ ταμπούρια ἦτον πλησίον, διὰ νὰ δίδει τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου βοήθεια. Ἦτον ἀρχὲς καὶ δὲν ἤξευραν νὰ πολεμήσουν. Οἱ Τοῦρκοι, μία τῶν ἡμερῶν (ἔβγα Ἀπριλίου), ἐβγαίνουν εἰς τοῦ Ἀναπλιοῦ τὴν Πόρταν 10.000. Ἐστοχάσθημεν ὅτι θὰ πᾶνε εἰς τὰ Βέρβενα, ἀντίκρυζε ἡ Πόρτα τοῦ Ἀναπλιοῦ. Ἐπῆγα εἰς τὸ Καλογεροβούνι διὰ νὰ δώσω σημεῖο ποῦ νὰ τρέξομε μεντάτι, ἂν πηγαίνουν κατὰ τὰ Βέρβενα νὰ πάγω μεντάτι, καὶ ὅσοι ἦτον εἰς τὰ ὀρδιά, εἰς τὸ Χρυσοβίτζι καὶ Πιάνα νὰ πιάσουν τὴ θέση τοῦ Βαλτετζιοῦ. Καὶ οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐπῆγαν εἰς τὰ Βέρβενα, ἀλλ᾿ ἦλθαν εἰς τὸ Βαλτέτζι. Ὅσο ποὺ νὰ γυρίσω, ἐπιάσθηκε ὁ πόλεμος εἰς τὸ Βαλτέτζι. Τὸ τούρκικο μέρος ἐκτυπήθη μὲ τὸν Γιατράκο, Κυριακούλη, Νικηταρᾶ. Αὐτοὶ ὑποχώρησαν, ἐτραβιούνταν, ἔφυγαν, ἐγὼ ἦλθα ἀπὸ πίσω, - ἐπῆγα καὶ ἐγὼ τὸν τορὸν ἐκείνων. Φθάνοντας μερικοὶ τοῦ Πέτροβα καὶ Σόρι - οἱ Τοῦρκοι ἄρχιζαν καὶ ἔκαιγαν τὸ χωριό. Τοὺς φώναξα: «Σταθῆτε γεροί, γιατὶ θὰ μᾶς πνίξουν». Ἐστάθημεν 30, λαβώνομε ἕνα μπαϊραχτάρη· ἐτζάκισαν οἱ Τοῦρκοι. Ἔφθασεν ἀπὸ τὰ Βέρβενα, Πιάνα καὶ Χρυσοβίτζι μεντάτι· τοὺς γυρίσαμεν, τοὺς κυνηγήσαμεν εἰς τὸν Κάμπον, κάτω ἀπὸ τὴ Μπολέταν, μισὴ ὥρα μακρὰ ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά. Οἱ Καλαβρυτινοὶ ἦτον ἕως δύο χιλιάδες εἰς τὸ Λεβίδι, δὲν ἐπῆραν εἴδηση. Ἂν ἤθελε ἔλθουν εἰς βοήθειαν, ἤθελε πᾶμε μαζὶ μὲ τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Τριπολιτζά. Ἐγυρίσαμε ὀπίσω, πᾶσα ἕνας εἰς τὸ ὀρδί του. Τὴν ἄλλην ἡμέρα εὑρῆκαν ἀφορμὴ ὁπὼς θὰ πᾶμε νὰ εὕρομε στρατιῶτες. Φεύγει καὶ ὁ Μούρτζινος, μένω μὲ 20 ἀνθρώπους ἐδικούς μου. Ὅλοι ἐτράβηξαν εἰς τὸ Λεοντάρι, ἐγὼ μὲ τοὺς 20 ἐκείνους ἐπῆγα καὶ ἔμασα τοὺς Καρυτινοὺς εἰς δύο, καὶ ἦτον ὅλοι 1.200, εἰς τὸ ἕνα ὁ ἀρχηγὸς ὁ Κολιόπουλος, εἰς τὸ ἄλλο ὁ Ἀνδρέας Παπαδιαμαντόπουλος. Σὲ 10 ἡμέρες περάσοντας, τοὺς ἔγραψα εἰς τὸ Λεοντάρι, ὅτι: «νὰ ἐλθῆτε νὰ πιάσουνε τὸ Βαλτέτζι». Καὶ τότε ἐκίνησε ὁ Μπεηζαντές, οἱ Πετροβαῖοι καὶ Μεσσήνιοι 1.200, Παπατσώνης. Ἐπῆγα καὶ ἐγὼ εἰς τὸ Βαλτέτζι, τοὺς λέγω: «Νὰ φτιάσετε τὰ ταμπούρια κλειστά. Εἰς τὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ ἦτον μία ἐκκλησιά, νὰ γένει ταμπούρι, καθὼς καὶ δύο καταράχια, ποὺ ἐδιαφέντευαν τὸ χωριό, ὁποὺ ἂν ἔλθουν οἱ Τοῦρκοι, νὰ κλεισθῆτε μέσα». Μοῦ ἀπεκρίθηκαν ἐκεῖνοι: «Χανόμεθα». - «Ἐσεῖς κλεισθῆτε καὶ ἐγὼ σᾶς ἔρχομαι μεντάτι, σᾶς παίρνω εἰς τὸν λαιμό μου». Ἐκείνη τὴν ἴδια ὥρα, ὁποὺ ἡμεῖς ἐφτιάναμε αὐτό, ἦλθεν ὁ Κεχαγιὰς μὲ 4.000 εἰς τὴν Βοστίτζα ἀπὸ τὰ Γιάννινα, ἔκαψε τὴν Βοστίτζα, ἐπέρασε εἰς τὰ Μαῦρα Λιθάρια ἀτουφέκιστος, ἔκαψε τὴν Κόρινθο. Ὁ Φλέσσας ἔκαψε τὰ σπίτια τοῦ Κιαμήλμπεη, ἔκαψε τὸ Ἄργος ὁ Κεχαγιάς, ἐπέρασε ἀπὸ τὸ Τουρνίκι, ἐμβῆκε εἰς τὴν Τριπολιτζά. Μπαίνοντας εἰς τὴν Τριπολιτζά, τοῦ ἱστόρησαν τὸν πόλεμο τὸν πρῶτον τοῦ Βαλτετζιοῦ - ποὺ ἐκυνηγήσαμεν τοὺς Ρωμαίους καὶ ἐπαινέματα τούρκικα. Τοῦ εἶπαν οἱ παλαιοὶ Τοῦρκοι: «Ἦτον Ροῦσοι, τοὺς κυνηγήσαμεν εἰς τὸν κάμπο τοῦ Σινάνου, ἐπροσκύνησαν». Τὸ αὐτὸ σχέδιον ἤθελαν νὰ κάμουν. Ὁ Κεχαγιάς, καλὰ τερτιπλὴς καὶ πολεμικός, κάνει ἕνα σχέδιον καὶ στέλνει τὸν Ρουμπῆ ἀπὸ τὰ Μπαρδούνια ἐπὶ κεφαλῆς μὲ 5.000 νὰ πάγει στὸ Βαλτέτζι νὰ κυνηγήσει τοὺς Ἕλληνας, καὶ στέλνει καὶ 1.500 χωριστὰ διὰ νυκτὸς γιὰ νὰ πιάσουν τὰ ὄπισθεν τοῦ Βαλτετζιοῦ, ποὺ ἂν τζακισθοῦν οἱ Ἕλληνες, καθὼς καὶ τὴν πρώτην φοράν, νὰ τοὺς κτυπήσουν. Καὶ ἀτός του παίρνει 2.000 καβαλλαραίους εἰς τὰ ὄπισθεν τοῦ Βαλτετζιοῦ· τὸ ὁμοίως νὰ ἀκολουθήσει ὅταν τζακίσουνε οἱ Ἕλληνες, καὶ 1.000 βάνει εἰς τὸ Καλογεροβούνι διὰ νὰ ἀντισταθοῦν εἰς τὸ στράτευμα τῶν Βερβενιῶν, ἂν κινήσει μεντάτι. Τὸ ἕνα στράτευμα, ὁποὺ ἤμουν, εἰς τὸ Χρυσοβίτζι εἶχε 800, καὶ τὸ μὲν στράτευμα τῆς Πιάνας μὲ τὸν Δ. Κολιόπουλο μὲ 800. Τὸν Κανέλλο Δεληγιάννη τὸν εἴχαμεν ἔφορον μὲ ἄλλους 4, γιατὶ ἔβαλα ἐφορία νὰ οἰκονομοῦν τὰ στρατεύματα. Τὴν αὐγὴν ὁποὺ ἐκίνησαν οἱ Τοῦρκοι διὰ τὸ Βαλτέτζι, οἱ βάρδιες ἦτον διὰ νυκτὸς ἀπερασμένες εἰς τὲς τοποθεσίες. Ἐγὼ ἐκοιμούμουν εἰς τὸ Βαλτέτζι, ἐγευμάτιζα εἰς τὴν Πιάνα καὶ ἐδείπναγα εἰς τὸ Χρυσοβίτζι καὶ ἐπεριφερόμουν στὰ τρία ὀρδιὰ καὶ ἔντεσα ἐκείνη τὴν ἡμέρα νὰ εἶμαι εἰς τὸ Χρυσοβίτζι. Εἰς τὴν Πάνω Χρέπα, ἀπάνω ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, εἴχαμε βάρδιες καὶ ἔδιναν εἴδηση, πόθεν πᾶνε οἱ Τοῦρκοι. Ἐκείνην τὴν ἡμέρα μᾶς ἔκαμαν σινιάλο, ὅτι οἱ Τοῦρκοι πᾶνε στὸ Βαλτέτζι - μᾶς ἔκαμαν φωτιὲς ὅτι οἱ Τοῦρκοι πᾶνε εἰς τὸ Βαλτέτζι. Εὐθὺς ἐκίνησα μὲ τοὺς 800 καὶ ἔκαμα διαταγὴ ν᾿ ἀκολουθήσουν κι οἱ ἄλλοι. Ὅσο νὰ ἔλθουν οἱ Τοῦρκοι εἰς τὸ Βαλτέτζι, ἐφθάσαμεν καὶ ἡμεῖς. Ἄνοιξε ὁ πόλεμος τοῦ Βαλτετζιοῦ. Τοὺς δικούς μας τοὺς πολιόρκησαν οἱ 5.000. Ἀνοίγοντας τὸ τουφέκι ἐφθάσαμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὲς πλάτες τῶν Τούρκων, ρίξαμε μιὰ μπαταριὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν οἱ μέσα, καὶ οἱ μέσα ἐχάρηκαν καὶ ἔρριξαν κι ἐκεῖνοι, ἔρριξαν καὶ οἱ Τοῦρκοι, ἔγινε κρότος μεγάλος. Οἱ Τοῦρκοι, οἱ ἐμπροστινὲς φύλαξες περίμεναν νὰ φύγουν οἱ Ἕλληνες, καρτερώντας δύο ὧρες καὶ ἀκούοντας φρικτὸν πόλεμον ὀπίσω, ἐπείκασαν, ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐκλείσθησαν καὶ πολεμᾶν. Ἦρθαν καὶ ἐκεῖνοι εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν Ἑλλήνων, ἔπιασαν ἕνα καταράχι δέκα μπαϊράκια καὶ ἐμπόδιζαν τὴν κοινωνίαν μας μὲ τοὺς μέσα. Ἐμεῖς οἱ 800 ἐδυναμώσαμεν τὸν τόπον, γιὰ νὰ μὴ μᾶς πάρουν τὰ ὀπίσθια οἱ Τοῦρκοι. Ὁ Κεχαγιὰς ἐκαρτέρεσε καὶ αὐτός δὲν εἶδε τίποτες, ἦλθε εἰς τὸ Βαλτέτζι μὲ δύο κανόνια. Πολεμοῦν οἱ Ἕλληνες οἱ κλεισμένοι. Ἔφθασε καὶ ὁ Κολιόπουλος, ἔκλεισε τὸν Ρουμπῆ μὲ τοὺς 5.000 καὶ δὲν εἶχε ἀνταπόκριση μὲ τοὺς ἄλλους Τούρκους. Τοὺς ἔβαλε (ὁ Ρουμπῆς) τὸ κανόνι, πλὴν δὲν τοὺς ἔκανε ζημία. Ὁ πόλεμος ἐστάθη σφοδρός, ὅλην τὴν ἡμέραν· Οἱ Τοῦρκοι ἐπρόσμεναν μὲ τὰ ψηφώματα νὰ ἀδειάσουν τὸ Βαλτέτζι οἱ κλεισμένοι, καὶ ἡμεῖς ἀκαρτερούσαμεν νὰ φύγουν οἱ Τοῦρκοι. Τὸ βράδυ παίρνω μερικοὺς καὶ πάγω εἰς τὸ καταράχι, ὅπου ἦτον οἱ σημαῖες τῶν Τουρκῶν. Ἐπῆγα κοντά, τοὺς τουφέκισα, μὲ δίδουν 4 τουφέκια - οἱ Ἕλληνες ὀπίσω δὲν ἐκατάλαβαν: «Ζωντανοὺς θὰ σᾶς πιάσω, ἐγὼ εἶμαι ὁ Κολοκοτρώνης». - «Τί εἶσαι σύ;» - «Ὁ Κολοκοτρώνης». - Ἄδειασαν τὸν τόπον. Τότε ἐμβήκαμεν εἰς τὸ Βαλτέτζι, ἐδώσαμε φυσέκια, ψωμί, ὅ,τι ἀναγκαῖα ἦτον εἰς ἐκείνους. Εἰς τὲς 2 ὧρες τῆς νυκτὸς ἦλθαν 200 ἐδικοί μας καὶ ἔρριξαν μία μπαταρία· ἐνομίζαμε ὅτι εἶναι Τοῦρκοι, καὶ ἦτον Ἕλληνες. Ἐξενυκτήσαμε καὶ τὰ δύο μέρη, ὁ ἕνας πῶς θὰ φύγει ὁ ἄλλος. Ἐξημερώσαμεν εἰς τὸν πόλεμο. Βάνω τὸ κιάλι καὶ τηράω, βλέπω τοὺς Τούρκους εἰς ἕνα μέρος, ὁ Ρουμπῆς ἦτον ἀποκλεισμένος. Τὴν αὐγὴ ὁ Κεχαγιὰς ἔβαλε τὸ κανόνι εἰς τὸ ταμπούρι τοῦ Μπεηζαντὲ τοῦ Ἠλία. Τὸ κανόνι προσπέρναε τὸ ταμπούρι τοῦ Ἠλία καὶ ἔπαιρνε τὸ ταμπούρι τοῦ Ρουμπῆ. Ἂν τὸ χαμήλωνε, θὰ τὸν ἔπαιρνε.

Ὁ Ρουμπῆς ἐστενοχωρήθη νὰ γυρίσει μὲ γιουρούσι, ἀνάμεσα τῶν δύο ταμπουριῶν τῶν Ἑλλήνων. Ἐπείκασα ὅτι θέλει νὰ φύγει· τὸν ἐζυγώσαμε, κοντά. Κάνει γιουρούσι ὁ Ρουμπῆς - ἀπὸ τὴν τρομάρα τους ἀφήνουν τουφέκια. Πέφτουν ἀνάμεσα τῶν δύο, τοῦ σκοτώνουν ὡς 300, ἡμεῖς ἀπὸ πίσω. Ἐπέσαμε ἀπὸ κοντά, ἐπετάχτηκαν καὶ οἱ κλεισμένοι Ἕλληνες, τοὺς μάσαμεν μπλαστοί, τοὺς μονομεριάσαμεν, τοὺς ἀκολουθούσαμεν. Οἱ Ἕλληνες ἔπεσαν εἰς τὰ λάφυρα καὶ εἰς τοὺς σκοτωμένους καὶ δὲν ἀκολουθοῦσαν μὲ προθυμία. Ὁ Νικηταρᾶς ἔντεσε νὰ εἶναι εἰς τὰ Βέρβενα μὲ 800· ἔρχεται, δὲν ἔφθασε εἰς ὥρα, τοὺς ἐκυνηγήσαμεν ἕως ποὺ τοὺς ἐβγάλαμε εἰς τὸν Κάμπον. Ἐκεῖνος ὁ πόλεμος ἐστάθη ἡ εὐτυχία τῆς Πατρίδος. Ἂν ἐχαλιόμεθα, ἐκινδυνεύαμε νὰ κάμομε ὀρδὶ πλέον (1).

Ὁ Μπεηζαντὲς εἰς τὸ καταράχι, καὶ εἰς τὴν ἐκκλησιὰ ἄνθρωποι τοῦ Μπεηζαντὲ - ὁ Μητροπέτροβας εἰς τὸ ἄλλο καταράχι· ἄλλο ταμπούρι εἶχαν οἱ Λεονταρίτες. Ὁ Κολιόπουλος εἶχεν ἀποκλεισμένον τὸν Ρουμπῆ. Ὅλοι ὁμοῦ ἐκυνηγήσαμεν τὸν ἐχθρόν.

Δώδεκα, δεκατρεῖς Μαΐου ἦτον. 23 ὧρες ἐβάσταξε ὁ πόλεμος.

Ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἦτον Παρασκευὴ καὶ ἔβαλα λόγον, ὅτι: «Πρέπει νὰ νηστεύσομεν ὅλοι, διὰ δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας καὶ νὰ δοξάζεται αἰώνας αἰώνων ἕως οὗ στέκει τὸ ἔθνος, διατὶ ἦτον ἡ ἐλευθερία τῆς Πατρίδος».

Ὁ Κεφάλας καὶ ὁ Παπατζώνης ἦσαν εἰς τὴ μάχη τοῦ Βαλτετζιοῦ. Μετὰ τὴν νίκην τοῦ Βαλτετζιοῦ οἱ Καρυτινοὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὰς θέσεις των, Χρυσοβίτζι καὶ Πιάνα, καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἐστάθηκαν εἰς τὸ Βαλτέτζι. Περάσοντας 10 ἡμέρες ἡ Μπουμπολίνα, ὁ Τζόκρης καὶ ὁ Στάϊκος μ᾿ ἔγραψαν νὰ τοὺς στείλω βοήθεια καὶ ἕναν ἀρχηγό, καὶ τοὺς ἔστειλα τὸν Νικήτα μὲ 50 ἀπὸ τὸ ὀρδὶ τοῦ Χρυσοβιτζιοῦ 50 ἀπὸ τὸ ὀρδὶ τοῦ Βαλτετσιοῦ καὶ 50 ἀπὸ τὸ ὀρδὶ τῶν Βερβένων, καὶ ἔτσι ἐπῆγε εἰς τὰ Δολιανά, διὰ νὰ πάρει καὶ τοὺς 50 ἀπὸ τὰ Βέρβενα. Ἐκοιμήθηκε τὸ βράδυ ἐκεῖ (Κωνσταντής Ἀλεξανδρόπουλος ἦτον ἀρχηγὸς τῶν 50, Στεμνιτζιώτης). Οἱ Τοῦρκοι ἔκαμαν συνέλευση εἰς τὴν Τριπολιτζά. Οἱ Μυστριῶτες καὶ Μπαρδουνιῶτες ἐπρόβαλαν: ὡσὰν δὲν ἔκαμαν τίποτε εἰς τὸ Βαλτέτζι νὰ πᾶνε νὰ χαλάσουν τὸ ὀρδὶ ὁποὺ εἶναι εἰς τὰ Βέρβενα, καὶ ἀπεκεῖ νὰ τραβήξουν διὰ τὸν Μυστρά. Ἔτζι ἐδέχθηκαν οἱ Τοῦρκοι τὴν γνώμην αὐτήν, καὶ ἐκίνησαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὰ Δολιανά, διὰ νὰ περάσουν νὰ βαρέσουν τὸ ὀρδὶ τὸ ἐδικόν μας εἰς τὰ Βέρβενα. Ὁ Νικήτας μόλις εἶχε ἔβγει ἕνα κάρτο μακρυὰ ἀπὸ τὰ Δολιανὰ καὶ τοῦ εἶπαν: «Τοῦρκοι ἔρχονται». Καὶ αὐτὸς γυρίζει ὀπίσω καὶ πιάνει τὸ χωριό, καὶ τὸν ἔκλεισαν μέσα οἱ Τοῦρκοι. Ἄλλοι ἔκλεισαν τὸν Νικήτα καὶ ἄλλοι ἐστράτευσαν διὰ τὰ Βέρβενα. Τῶν Βερβένων τὸ ὀρδὶ τοὺς ἐκαρτέρεψε, καὶ μὲ πρώτη φωτιὰ ἐσκότωσαν ἕνα μπαϊρακτάρη καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐφοβήθηκαν καὶ ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Τὸ ὀρδὶ τῶν Βερβένων τοὺς ἐπῆρε ἀπὸ κοντά. Ἀφοῦ ἐζύγωσαν κοντὰ εἰς τὰ Δολιανὰ ἐτζάκισαν καὶ οἱ Τοῦρκοι ὁποὺ πολιορκοῦσαν τὸν Νικήτα, καὶ ἔτσι ἐβγῆκε κι ὁ Νικήτας μὲ τοὺς ἀνθρώπους του, καὶ τοὺς ἐκατέβασαν ἕως εἰς τὸν Κάμπον κυνηγώντας. Ἐπῆραν δύο κανόνια, 70 σκοτωμένοι, ἔτζι ἐμούδιασαν οἱ Τοῦρκοι καὶ δὲν ἐβγῆκαν ἄλλη φορὰ διὰ ἐκστρατείαν (Μάϊος). Ὁ Νικήτας ἐτράβηξε εἰς τὸ Ἄργος, ἐχάλασε τὰ τζαμιά, τοὺς μιναρέδες καὶ μᾶς ἔστειλε μολύβι, γιατὶ εἴχαμε ἔλλειψη ἀπὸ μολύβι καὶ χαρτί, καὶ ἐπήραμε τὴν Βιβλιοθήκην τῆς Δημητζάνας καὶ ἄλλων μοναστηρίων καὶ ἐδέναμε φουσέκια. Μπαρούτι εἴχαμε, ἔκαμνε ἡ Δημητζάνα. Τοῦ μπαρουτιοῦ τὴν ὑπόθεση τὴν εἶχαν πάρει ἀπάνου τους τὰ ἀδέλφια Σπηλιωτόπουλοι, καὶ διὰ νὰ δουλεύουν τὴν μπαρούτη δὲν ἐπαίρναμε πολλοὺς Δημητζανίτες εἰς τὸ στρατόπεδο, τοὺς ἀφήναμε δι᾿ αὐτὴν τὴν δούλευσιν· Σὰν ἄκουσαν ὁποὺ ἐκάμναμεν προόδους οἱ Σπετζιῶτες καὶ οἱ Ὑδραῖοι, μᾶς ἔστειλαν καὶ πολεμοφόδια καὶ πετζιὰ γιὰ τζαρούχια· μοῦ τὰ ἔστελναν ἐμένα καὶ ἐγὼ ἔδινα ὁποὺ ἦτον ἀνάγκη. Ἐγὼ ἐσηκώθηκα μία νύκτα μὲ τοὺς Καρυτινούς, μετὰ τὸν πόλεμον τῶν Δολιανῶν, καὶ ἔπιασα τὰ Τρίκορφα ψηλά, καὶ τοὺς τζεπχανέδες τοὺς εἴχαμεν εἰς τὴν Ζαράχοβα, ὁποὺ ἦτον ἕνας δυνατὸς πύργος, καὶ τὲς ζωοτροφίες καὶ λοιπά. Εἰς τὴν κορυφὴν τῶν Τρικόρφων ἔφκιασα ταμπούρια, καὶ ἦτον ἡ πρώτη φορὰ ὁποὺ ἐζυγώσαμε τόσο κοντὰ εἰς τὴν Τριπολιτζά, μισὴ ὥρα ἦτον μακριά. Τοὺς φιλοτιμοῦσα νὰ κατέβουν ὀμπρός, καὶ τοὺς ἀνάφερα τὸ παράδειγμα τοῦ φιδιοῦ. Βλέποντας οἱ Τοῦρκοι, τὴν αὐγή, ὅτι ἐκάμαμε ταμπούρια κοντά τους, ἀγνάντια στὴν Τριπολιτζά, ἐβγῆκαν καὶ πολεμήσαμεν ἕως 2.000 καὶ ἡμεῖς τοὺς ἀντικρούσαμεν καὶ τοὺς ἐκυνηγήσαμεν, καὶ ἔτζι ἀκολούθησε πέντε ἕξι ἡμέρας νὰ ἔχομε πόλεμο κάθε ἡμέρα. Ἡμεῖς 1.800 εἴμεθα. Ὁ τόπος μᾶς βοηθοῦσε πολύ, καὶ οἱ Ἕλληνες ἄρχισαν νὰ παίρνουν θάρρος, γιατὶ ἐκυνηγήσαμεν τοὺς Τούρκους καὶ εἰς τὸ Βαλτέτζι, καὶ εἰς τὰ Δολιανά, καὶ εἰς διαφόρους ἀκροβολισμούς. Ὅταν ὁ πόλεμος ἐβάσταε πολύ, μᾶς ἤρχετο μεντάτι ἀπὸ τὸ Βαλτέτζι. Εἶχα ἐκτελεστικὴ δύναμη εἰς τὴν ἐπαρχία, καὶ ὅποιος ἔφευγε ἀπὸ τὸ στρατόπεδο τὸν ἔπιαναν, τὸν ἔδεναν καὶ τὸν ἔστελναν ὀπίσω, τοῦ ἔκαιγαν τὸ σπίτι. Ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης ἐφρόντιζε διὰ τὲς ζωοτροφίες καὶ ἐγὼ διὰ τὸν πόλεμο. Τόσον ἐνθουσιασμὸν ἄρχισαν νὰ ἔχουν οἱ Ἕλληνες, ὁποὺ μόνοι των ἄλεθαν, ἐζύμωναν, ἔψεναν τὸ ψωμί, καὶ τὰ ἔφερναν μὲ τὰ ζῶα των εἰς τὸ στρατόπεδο. Εἴχαμε φοῦρνο ἐθνικὸ εἰς τὴν Πιάνα, Ἁλωνίσταινα, Βυτίνα, Μαγούλιανα, Δημητζάνα, Στεμνίτζα. Πρόβατα μᾶς ἔφερναν, πότε ἀπὸ τὰ 20, πότε ἀπὸ τὰ 30, ἀπὸ τὰ 40, ἀπὸ τὰ 50 τὸ ἕνα, καὶ τὰ ἔδιδαν μὲ εὐχαρίστησή τους. Ὁ Κυριάκος Τζόλης ἐχάρισεν 120 τραγιὰ εἰς τὸ στρατόπεδο ἀπὸ τὴν Ζαράχοβα. Εἴχαμε κιόλα στελμένα καὶ τὰ ἐμάζωναν. Ἀπὸ ἡμᾶς ἐπῆραν παράδειγμα καὶ τὰ ἄλλα στρατόπεδα καὶ ἔκαμναν τὸ ἴδιο. Μετὰ 10 ἡμέρες ἔκαμα μία διαταγὴ καὶ ἐπαρακινοῦσα τοῦ Βαλτετζιοῦ τὰ στρατεύματα νὰ ἔλθουν εἰς τὰ Τρίκορφα, καθὼς καὶ τὸ ἔκαμαν. Ἦλθαν καὶ ἔφκιασαν ταμπούρια ἀποπάνω ἀπὸ τὸν ἀπάνου μύλο τῆς Τριπολιτζᾶς. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, ὁ Ἠλίας, οἱ Μεσσήνιοι ὅλοι, οἱ Λεονταρίτες, οἱ Σαμπαζιῶτες, ἕως 1.500. Τότε ἐπαρακινήσαμε τοὺς Τζάκωνας καὶ Ἁγιοπετρίτες, ὁποὺ ἦταν εἰς τὰ Βέρβενα καὶ ἔπιασαν τὴν θέσιν τὸ Στενό. Ἐκεῖ ἔφκιασαν γράνες καὶ ταμπούρια, ἐπὶ κεφαλῆς ὁ Ζαφειρόπουλος. Ἔβγαιναν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἔκαμναν ἀκροβολισμούς. Ὁ Γιατράκος ἦλθε μὲ τοὺς Μυστριώτας. Οἱ Καλαβρυτινοὶ ἦτον ἕως 1.200 εἰς τὸ Λεβίδι, καὶ τοὺς ἔγραψαν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Πάνω Χρέπα. Ἦτον ἐκεῖ ὁ Σωτὴρ Χαραλάμπης, Ἀνδρέας Ζαΐμης, Πετιμεζαῖοι, Σολιώτης, Λεχουρίτης καὶ λοιποὶ καπεταναῖοι, τῶν Καλαβρυτινῶν. Εἰς τὴν Πάτραν διέλυσαν τὴν πολιορκίαν διατὶ τοὺς ἐχάλασαν ἕνα δύο φορὲς οἱ Τοῦρκοι. Εἰς τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐκάμναμεν ἡμεῖς αὐτά, ἔγραψαν οἱ Λαλαῖοι τοῦ Γιουσούχπασια διὰ νὰ τοὺς ὑπάγει μεντάτι. Ἐπῆγε λοιπὸν ἐκεῖ· ἐπολέμησαν πολλοὶ εἰς εἰς τοῦ Λάλα, καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς πολέμους ἐχάθη ὁ ἀδελφὸς τοῦ Κολιόπουλου, ἐλαβώθη ὁ Μεταξᾶς ὁ Ἀνδρέας. Οἱ Λαλαῖοι ἐσηκώθηκαν μὲ τὲς φαμελιές των καὶ ἐπῆγαν ἀνέγγιαγοι εἰς τὴν Πάτρα. Ἄδειασε τὸ μεσόγειο τῆς Πελοποννήσου. Τότε ἡ Πάτρα ἐδυνάμωσε, καὶ τὰ Καλαβρυτινὰ στρατεύματα ἔφυγαν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦλθαν εἰς βοήθειαν μας στὴν Πάνω Χρέπα. Ἐπῆγα εἰς αὐτούς, τοὺς παρακίνησα νὰ φκιάσουν ταμπούρια εἰς τὸ Περθώρι, διὰ νὰ σφίξωμεν στενὰ τὴν Τριπολιτζά. Αὐτοὶ μοῦ ἔβγαλαν ἕνα ψεύτικο γράμμα, ὅτι τάχα ἦλθαν πολλοὶ Τοῦρκοι εἰς τὰ Μαῦρα Λιθάρια, καὶ ἔτζι ἀνεχώρησαν καὶ ἐπῆγαν ἕξι ὧρες μακριὰ ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά. Ὁ Σωτὴρ Χαραλάμπης εἰς τοῦ Γκόζη, καὶ ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης εἰς τὸ Μπακράτι. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν στενοχωρηθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας. Εἰς τὲς Καλτεζιές, ἐπαρχία Μυστρά, ἔγινε συνέλευσις ἀπὸ μέρος προυχόντων τῆς Πελοποννήσου καὶ τὸ εὕρηκαν εὔλογο νὰ φέρωμεν τὸν Μαυρομιχάλην, ὁποὺ ἦτον εἰς τὴν Καλαμάταν. Ἐπῆγε ὁ Κανέλλος ὁ Δεληγιάννης καὶ ὁ Πονηρός, τὸν ἐπῆραν ἀπὸ τὴν Καλαμάταν, τὸν ἐπῆγαν εἰς τὴν Στεμνίτζα καὶ τὸν ἔκαμαν πρόεδρον τῆς Γερουσίας, καὶ ἔγραψαν εἰς τὴν Ὕδραν, εἰς τὲς Σπέτζες, εἰς τὴν Ἑπτάνησον. Εἰς τὴν Ρούμελη ἡ Δυτικὴ Ἑλλὰς εἶχε ἀποστατήσει τὸν Μάϊο, καὶ ἡμεῖς ἐκοιτάζαμεν τὴν δουλειά μας. Κάθε ἡμέρα εἴχαμε ἀκροβολισμούς. Μέσα εἰς τὴν Τριπολιτζὰ ἦσαν 14.000 ἄρματα καὶ 8.000 καβαλλαραῖοι. Τὸν Ἰούνιο μήνα ἦλθε ὁ Ὑψηλάντης εἰς τὸ Ἄστρος καὶ ἐσυνάχθηκαν ὅλοι οἱ ἄρχοντες τῆς Πελοποννήσου, Ἀνδρέας Ζαΐμης, Σωτὴρ Χαραλάμπης, Πετρόμπεης, Ἀναγνώστης, Δεληγιανναῖοι καὶ λοιποί, καὶ ἐγώ, καὶ ἐπήγαμε νὰ προϋπαντήσωμεν τὸν Ὑψηλάντη. Εἰς τὸ ὀρδὶ ἄφησα τὸν Πάνο, υἱόν μου, Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, Ἀναγνωσταρᾶ, Γιατράκο, Μητροπέτροβα καὶ λοιπούς. Τὸν ἐκαρτερέσαμεν μὲ παράταξη καὶ ἔτυχαν καὶ οἱ Σπετζιῶτες προύχοντες ἐκεῖ καὶ ἐπήγαμεν ὅλοι, καὶ τὸν ἐπήγαμεν εἰς τὰ Βέρβενα. Ἐκεῖ ὁ Ὑψηλάντης ἐγύρευε νὰ κάμει πράγματα, ὁποὺ δὲν ἄρεζαν τῶν ἀρχόντων καὶ ἔτζι ἐφιλονίκησαν. Ὁ Ὑψηλάντης εἶχε μαζί του τὸν Βάμβα, Ἀναγνωστόπουλο, Ἀντωνόπουλο, καὶ μιὰ πενηνταριὰ μαθητὰς τῆς Εὐρώπης Ἕλληνας. Ἐκεῖ ἤθελε νὰ κάμει ὡς Ἐπίτροπος τοῦ γενικοῦ Ἐπιτρόπου, οἱ ἄρχοντες δὲν ἠθέλησαν καὶ ἔτζι ἐδυσαρεστήθη ὁ Ὑψηλάντης καὶ ἀνεχώρησε διὰ τὴν Καλαμάτα. Ὁ Ἀλέξανδρος Κατακουζηνὸς εἶχε σταλθεῖ εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Μονοβασίας. Εἰς τὰ Βέρβενα ἦσαν συναγμένοι ἕως 5.000 στρατιῶτες. Αὐτοὶ ἐπῆραν ὅλοι τὰ ἄρματα διὰ νὰ σκοτώσουν ὅλους τοὺς ἄρχοντας. Ἦλθαν καὶ μᾶς πολιόρκησαν εἰς τὸ κονάκι τοῦ Πετρόμπεη, ὅπου εἴμεθα ὅλοι συναγμένοι. Ἤκουσα τὸν θόρυβο καὶ ἠθέλησα νὰ ἔβγω ἔξω, ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης μ᾿ ἐμπόδιζε, τοὺς εἶπα: «Ἀφήσετε νὰ ἔβγω, μήπως γένει ἀρχὴ καὶ πέσει κανένα τουφέκι καὶ τότε μᾶς σκοτώσουν ὅλους». Ἐγὼ στρατιώτας δὲν εἶχα τότες, ἐβγῆκα ἔξω καὶ ὁμίλησα: «Ἕλληνες, τί θέλετε; Ἐλᾶτε ἐδῶ», καὶ εὐθὺς ἔτρεξαν καὶ μὲ σήκωσαν εἰς τὸν ἀέρα. Μοῦ λέγουν ὅτι: «Θέλομε νὰ σκοτώσομε τοὺς ἄρχοντας, διότι μᾶς ἔδιωξαν τὸν Ὑψηλάντη». Ἐγὼ τοὺς εἶπα: «Ἐλᾶτε νὰ σᾶς εἰπῶ πρῶτον καὶ ἐγώ, ἔπειτα εἶμαι συμβοηθός σας νὰ τοὺς σκοτώσετε». Τοὺς ἐτράβηξα τίρο τουφέκι εἰς μία βρύση ὅλους, καὶ ἀνέβηκα ἐπάνω εἰς μία πέτρα γιὰ νὰ ἀκοῦν, ὅλοι, καὶ τοὺς εἶπα: «Διατί θέλομε τὸν χαϊμό μας μονάχοι μας; Ἡμεῖς ἐσηκώσαμε τὰ ἄρματα διὰ τοὺς Τούρκους καὶ ἔτζι ἀκουσθήκαμεν εἰς τὴν Εὐρώπη, ὅτι σηκωθήκαμεν οἱ Ἕλληνες διὰ τοὺς Τυράννους, καὶ στέκεται ὅλη ἡ Εὐρώπη νὰ ἰδεῖ τί πράγμα εἶναι τοῦτο. Οἱ Τοῦρκοι ὅλοι εἶναι ἀκόμη ἀπείραγοι εἰς τὰ κάστρα καὶ εἰς τὲς χῶρες, καὶ ἡμεῖς εἰς τὰ βουνά, καὶ ἂν σκοτώσωμεν τοὺς προεστούς, θὰ εἰποῦν οἱ Βασιλεῖς, ὅτι τοῦτοι δὲν ἐσηκώθησαν διὰ τὴν ἐλευθερίαν, ἀλλὰ διὰ νὰ σκοτωθοῦν συνατοί τους, καὶ εἶναι κακοὶ ἀνθρῶποι, Καρβονάροι, καὶ τότε ἠμποροῦν οἱ Βασιλεῖς νὰ βοηθήσουν τὸν Τοῦρκο καὶ νὰ λάβομε ζυγὸν βαρύτερον ἀπὸ ἐκεῖνον ὁποὺ εἴχαμε. Γράφομε καὶ ἔρχεται ὀπίσω ὁ Ὑψηλάντης καὶ μὴν ἐπῆρε ὁ νοῦς σας ἀέρα». Τότε τοὺς ἡσύχασα. Οἱ ἄρχοντες καὶ ὁ Μαυρομιχάλης ἔστειλαν τὸν Ἀναγνωσταρᾶ καὶ ἐγύρισαν ὀπίσω τὸν Ὑψηλάντη, καὶ ἐπῆγε πᾶσα ἕνας εἰς τὴν θέση του. Τότε ἐπροσκύνησε ἡ Μονοβασιὰ εἰς τὸν Κατακουζηνό. Ἐπολιορκοῦσαν ἐκεῖ οἱ Μανιᾶται καὶ οἱ Τζάκωνοι διὰ ξηρᾶς, καὶ διὰ θαλάσσης Σπετζιώτικα καράβια. Καὶ μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας ἐπαραδόθηκε καὶ τὸ Νιόκαστρο. Ἐπολιορκοῦσαν Μανιάτες, Ἀρκαδινοὶ καὶ Μεσσήνιοι διὰ ξηρᾶς, καὶ διὰ θαλάσσης Σπετζιώτικα καράβια. Σὰν ἐπήγαμε εἰς τὰ Τρίκορφα, εἴπαμε τοῦ Πετρόμπεη νὰ στείλει εἰς τὴν Μάνη νὰ φέρει βοήθεια, καὶ ἀπεκρίθηκε: ὅτι οἱ Μανιάτες δὲν ἐβγαίνουν, ἂν δὲν πληρωθοῦν. Τότε ἦλθαν 500 Μανιάτες καὶ τοὺς ἐπλέρωναν ὅλαι αἱ ἐπαρχίαι ὁποὺ ἐπολιορκοῦσαν τὴν Τριπολιτζά, καὶ ἡ Καρύταινα ξεχωριστὰ ἐπλήρωνε 300 Μανιάτες τοῦ Μούρτζινου. Ἐφέραμεν ἕνα κανόνι ἀπὸ τὸν Μυστρὰ καὶ ἐκανονιτζάραμε τὴν Τριπολιτζὰ ἀπὸ μακριά. Ἐκεῖνες τὲς ὧρες ἐκάθοντο οἱ ἄρχοντές μας εἰς τὴν Ζαράκοβα, δὲν ἐνθυμοῦμαι τώρα τί τοὺς ἐζήτησε ὁ Ὑψηλάντης καὶ οἱ ἄρχοντες δὲν τὸν ἐδέχθηκαν. Τὸ στράτευμα σὰν τὸ ἤκουσε αὐτό, ἀποφάσισε νὰ ὑπάγει εἰς τὴν Ζαράκοβα νὰ τοὺς σκοτώσει. Μοῦ ἔκαμε μία ἀναφορὰ καὶ μοῦ ἔλεγε ὅτι: «Οἱ ἄρχοντες δὲν θέλουν νὰ ὑπογράψουν ἐκεῖνο ὁποὺ ζητεῖ ὁ Ὑψηλάντης», καὶ μοῦ ζητοῦσαν τὴν γνώμη μου διὰ νὰ τοὺς σκοτώσουν. Καὶ ἐγὼ τοὺς ἀποκρίθηκα: «Μείνατε ἥσυχοι καὶ ἐγὼ τελειώνω καὶ τούτην τὴν δουλειά». Ἐσηκώθηκα λοιπὸν τὸ μεσημέρι καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν Ζαράκοβα, ηὕρηκα τοὺς ἄρχοντες, τοὺς εἶπα: «Τί κάνετε; Κάμετε ὅ,τι κάμετε, ὑπογράψατε ὅ,τι σᾶς ζητεῖ ὁ Ὑψηλάντης διὰ νὰ τελειώσει καὶ αὐτὸς ὁ βρασμός». Καὶ ἔτζι ἐτελείωσε καὶ αὐτό. Τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Ἠλία, τὲς 20 Ἰουλίου, οἱ Τοῦρκοι ἦλθαν εἰς ἡμᾶς καὶ ἐπῆγαν εἰς τοὺς Ἁγιοπετρίτας καὶ Τζακώνους. Ἐκείνη ἡ ἡμέρα ἦτον δυστυχισμένη διὰ ἡμᾶς, ἐσκοτώθηκαν 15 Ἁγιοπετρίτες καὶ 10 Μυστριῶτες. Καθημερινῶς εἴχαμε πόλεμο ἀπὸ τὸ μεσημέρι ἕως εἰς τὸ βράδυ, καὶ τὸ βράδυ τοὺς ἐμβάζαμεν μέσα. Ἐσιμώσαμεν τόσο κοντά, ὁποὺ ἐφέραμεν κοσμίτες διὰ νὰ φτιάσουν λαγούμι εἰς τὴν μεγάλη τάπια τῆς Τριπολιτζᾶς. Ἄρχισαν οἱ ζωοτροφίες νὰ ὀλιγοστεύουν στὴν Τριπολιτζά, καὶ ἔδιωχναν τὲς ἑλληνικὲς φαμελιὲς ἀπὸ μέσα διὰ νὰ μὴν τρώγουν τὸν ζαερέ, καὶ ἔτζι εἴχαμεν κάθε ἡμέραν εἴδησιν, τί ἔκαμναν καὶ δὲν ἔκαμναν μέσα οἱ Τοῦρκοι. Τοὺς ἔφερναν εἰς τὸ ὀρδί μου καὶ τοὺς ἐξέταζα. Νερὸ τοὺς ἔλειψε, ἐρρίψαμε φλόμο εἰς τὰ τριγυρινὰ νερά. Οἱ Ἕλληνες ἐπήγαιναν ἕως εἰς τὰ τείχη τῆς Τριπολιτζᾶς. Μιὰ ἡμέρα ἔμαθα ἀπὸ ἕναν Ἕλληνα, ὅτι ὁ Κιαμήλμπεης ἑτοιμάζεται μὲ μιὰ τρακοσαριὰ ἢ πεντακοσαριὰ διὰ νὰ ὑπάγει εἰς τὴν Κόρινθο καὶ ἔμελλε ν᾿ ἀπεράσει ἀπὸ τὸ Μύτικα. Ἐγὼ σὰν τὸ ἄκουσα αὐτὸ (μόλον ὅτι ἦτον ψέμα), ἐγνοιάσθηκα καὶ ἐπῆρα 10 καβαλλαραίους καὶ ἐπῆγα εἰς τὸν Μύτικα διὰ νὰ ἰδῶ τὸ στράτευμα, καὶ ἀντὶ 200 Τριπολιτζῶτες, ὁποὺ εἶχα διατάξει νὰ μένουν ἐκεῖ, δὲν εὕρηκα παρὰ 30. Τοὺς ὁμίλησα μὲ τὰ χαράματα καὶ ἦλθαν, τοὺς ἐμάλωσα διατὶ ἦτον τόσον ὀλίγοι, καὶ αὐτοὶ μοῦ εἶπαν: ὅτι δὲν ἦτον ἄλλοι φερμένοι καὶ ἦτον εἴκοσι ἡμέρες ὁποὺ ἐφύλαγαν ἐκεῖ. Ὁ Νταγρὲς μὲ 200 ἀνθρώπους ἦτον εἰς τὰ Τζιπιανὰ καὶ εἰς τὲς ράχες. Τότε ποὺ ἔρριξαν μερικὰ τουφέκια, ἐκατέβηκαν καὶ αὐτοὶ καὶ τοὺς ἐπῆρα καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ χωρίον Λουκᾶ. Ἔπειτα ἐπῆρα τοὺς 200 τοῦ Νταγρὲ καὶ τοὺς ἔβαλα εἰς τὸ Μύτικα ἀντίκρυ εἰς τὴν Καπνίστρα καὶ ἔφκιασαν ταμπούρια. Κοιτάζω τὴν γῆν καὶ ἦτον εὔκολο νὰ σκαφθεῖ ἀπὸ τοῦ Μύτικα ἕως εἰς τὴν πέρα μεριὰ τῆς Καπνίστρας, ὅπου ἄφηκα τοὺς στρατιώτας τοῦ Νταγρέ. Ἦτον μακριὰ ἕνα μίλι, καὶ τὸ μισὸ ἦτον γράνες ἀμπελιῶν. Τοὺς λέγω: «Νὰ φτιάσομε μία γράνα ἐδῶ». Τότε ἔγραψα μία διαταγὴ εἰς τὰ Τριπολιτζώτικα χωριά: νὰ μαζωχθοῦν 70 ἕως 200 καὶ νὰ σκάψουν μία γράνα (χαντάκι) καὶ νὰ ρίχνουν τὸ χῶμα κατὰ τὴν Τριπολιτζά, ἐπειδὴ δὲν ἤλπιζα ὅτι θὰ περάσουν τὴν ἄλλη μεριὰ τῆς γράνας. Καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρες τὴν ἔφτιασαν, τὴν ἐπῆγαν ἕως τὰ ταμπούρια καὶ τὴν ἄφησαν 700 βήματα ἕως τὴ ρίζα τοῦ βουνοῦ, ὁποὺ εἶχαν τὰ ταμπούρια. Τὸ ἄφημα αὐτὸ ἔγινε πρὸς ὄφελος τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Κεχαγιὰς εἰς τρεῖς τέσσαρες ἡμέρες μὲ 6.000 στράτευμα ἐβγῆκε καὶ ἐπῆγε κατὰ τὰ Δολιανὰ καὶ γυρίζει ἔπειτα καὶ πλακώνει τὸν Νταγρέ, καὶ τὸ χαλᾶν αὐτὸ τὸ ὀρδί· τοῦ ἐσκότωσαν 27 καὶ 20 λαβωμένους. Οἱ Τοῦρκοι δὲν εἶδαν τὴ γράνα, διατὶ ἦτον νύκτα, μόνον εἶδαν τὴν ἄκρην καὶ εἶπαν: «Οἱ Γκιαούρηδες σύνορα κάμνουν, μοιράζουν τὴν γῆν». Ὁ Νταγρὲς ἐκλείσθη εἰς μία σπηλιὰ μὲ 4. Εὐθὺς σὰν ἤκουσα τὰ ντουφέκια, ἐκατάλαβα ὅτι ἐκτύπησαν τὸν Νταγρὲ καὶ ἐκίνησα. Εἰδοποίησα ὅλα τὰ ὀρδιὰ τὰ Καρυτινὰ νὰ τραβοῦν κοντά μου, καὶ ἐγὼ ἐβγῆκα μὲ τὸν ἀγιουτάντε μου Φωτάκο εἰς τὸ Χωματοβούνι, καρσὶ (ἀντίκρυ) στὸ Μύτικα, καὶ μιὰ τρακοσαριά, οἱ ὀγληγορότεροι, τοὺς ἔστειλα νὰ πιάσουν τὴ γράνα καὶ νὰ πᾶνε εἰς βοήθεια τοῦ Νταγρέ. Ἐπέρασαν αὐτοὶ ἀπὸ κοντά, ἦλθαν ἄλλοι 200, τοὺς ἔστειλα καὶ αὐτούς, καὶ ἦλθαν Καρυτινοὶ 1.000. Οἱ Τοῦρκοι ὁποὺ εἶχαν μείνει στὴν Τριπολιτζά, ἐβγῆκαν κι ἐπολεμοῦσαν διὰ νὰ ἐμποδίσουν τοὺς Ἕλληνας νὰ ἔλθουν εἰς βοήθειαν. Οἱ στρατιῶτες ὁποὺ εἶχα στείλει ἐκτύπησαν τοὺς Τούρκους ἀποπάνω, καὶ τοὺς ἐτζάκισαν, καὶ ἐγλύτωσαν τὸν Νταγρέ. Τὸ μεγαλείτερο μέρος τοῦ τουρκικοῦ στρατεύματος εὑρίσκετο εἰς τοῦ Λουκᾶ τὸ χωριό, καὶ ἐφόρτωσαν 600 φορτώματα ζωοτροφίας. Ὁ Κεχαγιὰς ἔστειλε 300 καβαλλαραίους διὰ νὰ περάσουν τὴν γράνα. Τοὺς ἐβάρεσαν οἱ ἐδικοί μας καὶ ἔπειτα τοὺς ἄνοιξαν οἱ ἐδικοί μας καὶ ἐπέρασαν οἱ 300 Τοῦρκοι· ἐσκότωσαν 5, λαβωμένοι 10, 15 ἄλογα. Ἐγὼ ἐδυνάμωσα τοὺς Ἕλληνας. Τότε ξεκινᾶ ὁ Κεχαγιὰς 1.000. Οἱ Ἕλληνες ἐδιαμοιράσθηκαν πλάτη μὲ πλάτη, καὶ ἡμεῖς ἐκτυπούσαμε τοὺς Τούρκους, ὁποὺ ἦτον ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος. Τοὺς ἐκτύπησαν τοὺς 1.000. Ἐσκότωσαν μιὰ πενηνταριὰ ἀπ᾿ αὐτούς, καὶ πολλοὶ λαβωμένοι, καὶ πολλὰ ἄλογα. Ἔπειτα ἦλθε καὶ τὸ μεγάλο σῶμα τῶν Τουρκῶν μὲ τὰ φορτώματα ἕως 600 μουλάρια καὶ ἄλογα μὲ τοὺς πεζοὺς καὶ καβαλλαραίους. Τὰ φορτώματα τὰ εἶχαν εἰς τὴν ἄκρη. Οἱ Ἕλληνες, ὁποὺ εἶχα στείλει εἰς βοήθειαν τοῦ Νταγρέ, τοὺς ἔφερναν πολεμώντας ἀποπίσω κατάκαμπα. Κάμνει γιουρούσι καὶ ἡ περασμένη καβαλλαριὰ καὶ ἡ ἀπέραστη. Σκοτώνουν 80 καβαλλαραίους, καὶ ὅλα τὰ φορτώματα μένουν εἰς τὴν ἐξουσία τῶν Ἑλλήνων. Οἱ Ἕλληνες ἐδόθησαν εἰς τὰ λάφυρα, καὶ ἐγλύτωσαν οἱ Τοῦρκοι, διότι δὲν τοὺς ἐπῆραν κυνηγώντας. Ἐπάσχισα μὲ τὸ σπαθί, μὲ τὲς κολακεῖες διὰ νὰ τοὺς κινήσω, πλὴν δὲν ἄκουαν, καὶ ἔτζι ἐγλύτωσαν οἱ Τοῦρκοι. Εἰς αὐτὸν τὸν πόλεμον Τοῦρκοι ἦσαν 6.000, οἱ περισσότεροι καβαλλαραῖοι, Ἕλληνες ἦσαν 1.000, ὅλοι Καρυτινοί. Ἐλαβώθη ὁ ἀδελφὸς τοῦ Κεχαγιάμπεη, Ἕλληνες δύο μόνον ἐσκοτώθησαν καὶ δύο τρεῖς λαβωμένοι. Οἱ Τοῦρκοι 120 σκοτωμένοι καὶ χωριστὰ οἱ λαβωμένοι. Οἱ Τοῦρκοι πλέον δὲν ἐβγῆκαν ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Τριπολιτζᾶς, ἦτον ἡ ὕστερή τους φορά· ἐπολεμοῦσαν ἀπὸ τὰ τείχη, ἀπελπίσθησαν διὰ νὰ εὕρουν πλέον ζωοτροφίας. Εἰς τὰς 10 - 15 Αὐγούστου ἔγινε αὐτὸς ὁ πόλεμος, ἕνας μήνας πρὶν νὰ παρθεῖ ἡ Τριπολιτζά.

Ἐπῆγα μία νυκτιὰ καὶ ἔπιασα τοῦ Μαντζαγρᾶ. Ἐκάμαμε χαντάκια, καὶ ἔκαμα καὶ ἦλθε ὁ Δημητράκης Δεληγιάννης μὲ τὸ σῶμα του καὶ ἔπιασε αὐτὸ τὸ χωριό, 10 λεπτὰ μακριὰ ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά. Τὰ Τούρκικα ἄλογα ἄρχισαν νὰ ἀποσταίνουν, διότι δὲν εἶχον πλέον νὰ φάγουν. Ἔστειλα τὸν Γενναῖον καὶ ἐμάζωξε Τζακωνίτες καὶ Ἁγιοπετρίτες καὶ τοὺς ἔσμιξε μὲ τὸν Παναγιώτη Ζαφειρόπουλο καὶ Γεωργάκη Τζάκωνα κι ἔπιασαν τὴν Βουλιμήν· δὲν φθάνει τὸ κανόνι ἐκεῖ· παρομοίως ἔστειλα τὸν Κεφάλα μὲ Μεσσηνίους κατὰ τὸν Ἅγιον Σώστη καὶ ἐταμπουρώθη, καὶ ἔτζι δὲν τοὺς ἀφήναμε μὲ τελειότητα νὰ σπαράξουν πλέον. Οἱ Ἀρβανίτες ἄρχισαν νὰ ἔχουν ὁμιλίες μὲ ἡμᾶς. Αὐτοὶ ἦτον 3.000 καὶ ἐκείνη ἦτον ἡ δύναμις τῆς τουρκικῆς φρουρᾶς. Μὲ ἐπρόβαλαν νὰ τοὺς ἀφήσω ν᾿ ἀπεράσουν καὶ τοὺς ὑποσχέθηκα, τοὺς μὲν Τούρκους ἐντοπίους νὰ τοὺς ἀφήσομε χωρὶς τὰ ἄρματά τους καὶ τοὺς Ἀρβανίτας μὲ τὰ ἄρματά τους. Ὁμίλησα μὲ τοὺς ἄρχοντας, μὲ τὸν Μαυρομιχάλη πρῶτα καὶ ἔπειτα ἔδωσα λόγον τιμῆς εἰς τοὺς Ἀρβανίτες διὰ νὰ ἀναχωρήσουν.

Κατὰ τὸν Ἰούνιον μήνα, ὅταν πολιορκούσαμεν τὴν Τριπολιτζά, ἐσήκωσα ἀπὸ τὰ Ντερβένια τὸν μακαρίτην Πάνο. Ὁ Πάνος, ὁ Ὑψηλάντης, ὁ Γενναῖος, ὁ Ἀποστόλης ἦτον εἰς τὰ Βασιλικά, ἐπαρχία τῆς Κορίνθου, διότι τοὺς εἶπαν ὅτι ἦλθαν Τοῦρκοι.

Τὸ στράτευμα 700, μὲ τὸν Ὑψηλάντην ἀπὸ τὴν Ἁγία Εἰρήνη ἀγνάντευαν τὸν στόλο ποὺ καίγει τὸ Γαλαξίδι. Ὅταν ἐπολιορκούσαμε στενὰ τὴν Τριπολιτζά, ἔβγαιναν ἔξω οἱ πολιορκημένοι, στὸν πόλεμο τοὺς πιάναμε, μεταξὺ αὐτῶν ἐπιάσθη ὁ Χατζῆ Χρίστος, ὁ Κότζος. Οἱ Βούλγαροι ἦτον σεΐζηδες, ὡς 200 ἐπιάσαμεν, ἦτον χριστιανοί.

Ἐν ταὐτῷ ἄρχισαν οἱ Ἀρβανίτες νὰ πραγματεύονται. - Ἦτον ἕνας γραμματικὸς μὲ τοὺς Ἀρβανίτες, γραμματικὸς τοῦ Βελήμπεη καὶ Ἀλμάσμπεη. Αὐτὸς ἔκαμνε τὸν μεσίτη μὲ τοὺς Ἀρβανίτες νὰ τοὺς βγάλομεν. Οἱ ἐπίλοιποι Τοῦρκοι μανθάνοντας τὸ τραττάτο, ἠθέλησαν νὰ πάρουν μέρος καὶ αὐτοί. Ἐβγαίνανε εἰς ἕνα μέρος, ἐπήγαινε ὁ Πετρόμπεης, ὁ Ἀναγνώστης Ντεληγιάννης, Κρεβατᾶς καὶ ἄλλοι, καὶ τοὺς ἐλέγαμε, νὰ ἀφήσουν τ᾿ ἄρματα καὶ νὰ τοὺς μπαρκάρομε ὅπου θέλουν. Ἐκεῖνοι ἔλεγαν: «Ὄχι, μὲ τ᾿ ἄρματά μας». Στέλνουμε στοὺς Ἀρβανίτες, διὰ νὰ ἐμπιστευθοῦν νὰ ἐβγοῦν, τὸν Κολιόπουλο ὡς ἐνέχυρον. Βλέποντες οἱ Ἕλληνες, ὅτι θὰ πέσει ἡ Τριπολιτζά, ἐμαζώχθηκαν 20.000 (22 Σεπτεμβρίου). Καθὼς ἐδοκίμασαν οἱ Ἀρβανίτες νὰ φύγουν, ἐπήδησαν οἱ Ἕλληνες μέσα ἀπὸ τὴν τάπια τοῦ σαραγιοῦ. Οἱ Ἀρβανίτες ἐβγῆκαν ἔξω, ἐπῆραν τὸν Κολιόπουλο, ἐτράβηξαν κατὰ τὸν Μύτικα ἕως 2.500. Μπαίνοντας τ᾿ ἀσκέρι, ἔβαλα τελάλι νὰ μὴ σκοτώσουμε τοὺς Ἀρβανίτες. Ἐβγῆκαν ὡς 2.000 καὶ μέσα εἰς τὴν Τριπολιτζά ἔκοβαν.

Τὸ ἄλογό μου ἀπὸ τὰ τείχη ἕως τὰ σαράγια δὲν ἐπάτησε γῆ. Ἀρβανίτες κλεισμένοι εἰς τὸν πύργο δὲν πείθονται εἰς τὴν φωνή μου.

Ἐκεῖ ποὺ ἐβγῆκα μὲ τοὺς Ἕλληνας, τὸ πράγμα τους οἱ Ἀρβανίτες τὸ εἶχαν στελμένο εἰς τὸ τζαντήρι μου ἀπὸ ἡμέρας μπροστὰ τρεῖς. Πηγαινάμενος ἐκεῖ, δοκίμασαν οἱ Ἕλληνες νὰ κτυπήσουν τοὺς Ἀρβανίτες, ἐγὼ τοὺς εἶπα: «Ἐὰν θέλετε νὰ βαρέσετε τοὺς Ἀρβανίτες, σκοτώσετε ἐμένα πρῶτα, εἰμὴ καὶ εἶμαι ζωντανὸς ὅποιος πρωτορίξει ἐκείνονε πρωτοσκοτώνω πρῶτα». Κι ἐμπῆκα μπροστὰ μὲ τοὺς σωματοφύλακάς μου, καὶ ἐμίλησα τῶν Ἀρβανίτων καὶ ἦρθαν ὁ Λιμάμπεης καὶ ὁ Βελήμπεης, οἱ δύο ἀρχηγοὶ τῶν Ἀρβανίτων, καὶ τοὺς ἐζήτησα δύο ἐνέχυρα, καὶ τοὺς ἔδωσα τὸ πράγμα τους, 13 φορτώματα.

Εἰς τὸ τραττάτο ἦτον οἱ πρώτιστοι τῶν Ἑλλήνων· ἐγὼ ἔμεινα πιστὸς εἰς τὸν λόγον τῆς τιμῆς μου. Ἐπῆρα τὸν Κολιόπουλο ἀπὸ τοὺς Ἀρβανίτες καὶ τοὺς ἔδωσα τὸν Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, Χρηστάκη καὶ Βασίλη Ἁλωνισθιώτη.

Τὸν Κολιόπουλο τὸν ὀρδίνιασα μὲ 300 ἀνθρώπους νὰ τοὺς ξεβγάλει. Ἔτζι τοὺς ἐπῆρε εἰς τὰ Καλάβρυτα καὶ εἰς τὴν Βοστίτζα, καὶ ὁ Κολιόπουλος ἐγύρισε ὀπίσω. Τὸ ἀσκέρι ὁποὺ ἦτον μέσα τὸ ἑλληνικὸ ἔκοβε καὶ ἐσκότωνε ἀπὸ Παρασκευὴ ἕως Κυριακή, γυναῖκες, παιδιὰ καὶ ἄνδρες 32.000, μία ὥρα ὁλόγυρα τῆς Τριπολιτζᾶς. Ἕνας Ὑδραῖος ἔσφαξε 90. Ἕλληνες ἐσκοτώθηκαν 100. Ἔτζι ἐπῆρε τέλος. Τελάλη, νὰ παύσει ὁ σφαγμός.

Τοῦ Σεχνετζίμπεη ἡ φαμιλιὰ ἔμεινε μ᾿ ἐμέ, 24 ἄνθρωποι. Τὸν Κιαμήλμπεη τὸν ἐπῆρε ὁ Γιατράκος - ὁ Κεχαγιὰς ἔμεινε αἰχμάλωτος μὲ τὰ χαρέμια καὶ τὰ περίλαβε ὁ Πετρόμπεης.

Μετὰ τὴν νίκη τοῦ Βαλτετζιοῦ τοῦ εἶχα γράψει ἕνα γράμμα καὶ τοῦ ἔλεγα ὅτι: «Σ᾿ ἐνόμισα τακτικὸν καὶ ἦλθες κλέφτικα νὰ πολεμήσεις. Μανθάνω ὅτι κάνεις προσκυνοχάρτια εἰς τοὺς Ρωμαίους, δὲν εἶναι τώρα καιρὸς διὰ τοὺς Τούρκους νὰ δίνεις προσκυνοχάρτια, ἀλλὰ εἶναι τῶν Ἑλλήνων καιρὸς νὰ δίνουν εἰς τοὺς Τούρκους, καὶ ἐλπίζω νὰ σοῦ δώσω ράγι, ἂν γλυτώσεις, νὰ πᾶς εἰς τὸν τόπον σου. Βάστα ὅσο μπορέσεις καὶ καλὴν ἀντάμωσιν εἰς τὸ σαράγι σου». Καὶ ὁ Θεὸς τὸ ἤφερε καὶ ἐσμίξαμε εἰς τὸ σαράγι. «Ἤμουν σκλάβος εἰς τοὺς Ρούσους, ἔλεγε ὁ Κεχαγιάς, καλλίτερα νὰ χαθῶ εἰς τοὺς Ἕλληνας, ἀλλοῦ θὰ μὲ στείλει ὁ Σουλτάνος νὰ χαθῶ». - «Μὴ φοβᾶσαι, δὲν φονεύομε ὅσους ἐπροσκύνησαν». Τοὺς ἐπαραδώκαμεν εἰς τὴν φύλαξιν τῶν Μαυρομιχαλέων.

Ὅταν ἐμβῆκα εἰς τὴν Τριπολιτζά, μὲ ἔδειξαν εἰς τὸ παζάρι τὸν Πλάτανο ὁποὺ ἐκρέμαγαν τοὺς Ἕλληνας. Ἀναστέναξα καὶ εἶπα: «Ἄϊτε, πόσοι ἀπὸ τὸ σόγι μου καὶ ἀπὸ τὸ ἔθνος μου ἐκρεμάσθησαν ἐκεῖ», καὶ ἐδιέταξα καὶ τὸν ἔκοψαν. Ἐπαρηγορήθηκα καὶ διὰ τὸν σκοτωμὸν τῶν Τούρκων.

Ὅταν ἐκίνησα διὰ νὰ ὑπάγω εἰς τὸ Βαλτέτζι, εἰς τὸν δρόμον ἐβγῆκαν τρεῖς λαγοὶ καὶ τοὺς ἔπιασαν ζωντανοὺς οἱ Ἕλληνες. Τότε τοὺς εἶπα, ὅτι: «Ἡ νίκη, παιδιά, εἶναι δική μας». Εἶχαν πρόληψη οἱ Ἕλληνες ὅταν ἔβλεπαν λαγοὺς καὶ ἐπερνοῦσαν ἀπὸ τὸ στρατόπεδο καὶ δὲν τοὺς ἐσκότωναν ἢ δὲν τοὺς ἔπιαναν· ἡ καρδιὰ τῶν Ἑλλήνων ἐκρύωνε, ὅτι θὰ χάσουν τὸν πόλεμο.

Ἀπὸ βουνὸ εἰς βουνὸ εἶχα τουφέκια μὲ φωτιὲς καὶ εἰς ὀλίγες στιγμὲς ἔδιδα εἴδησιν εἰς τὰ μακρινὰ στρατεύματα.

Μία φορὰ εἰς τὰ Τρίκορφα ὁ Ἀναγνώστης Ζαφειρόπουλος ἀπὸ τὸ Ζυγοβίστι, τὸν ὁποῖον εἶχα γραμματικὸν τότε, μὲ ἤβλεπε ὁποὺ ἀγωνιζόμουνα εἰς τὰς 24 ὥρας. Εἰς τὰς 20 ἐπήγαινα εἰς τὴν τέντα μου καὶ ἔτρωγα ὀλίγο ψωμί. Μοῦ εἶπε: «Ἄϊτε Κολοκοτρώνη, παιδεύσου, παιδεύσου, καὶ ἡ πατρίς σου θέλει σὲ ἀνταμείψει». Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα ὅτι: «Ἐμένα ἡ πατρὶς θὰ πρωτοεξορίσει», καὶ ἡ τύχη τὸ ἤφερε καὶ ἀλήθευσα.

Εἴχαμε σχέδιο νὰ προβάλωμεν εἰς τοὺς Τούρκους τῆς Τριπολιτζᾶς νὰ παραδοθοῦν, καὶ ἔτζι νὰ στείλωμεν ἀνθρώπους μέσα νὰ μαζευθοῦν ὅλα τὰ λάφυρα, καὶ ἔπειτα νὰ τὰ διαμοιράσουν κατ᾿ ἀναλογίαν εἰς διαφόρους ἐπαρχίας καὶ νὰ βγάλουν διὰ τὸ ἔθνος, ἀλλὰ ποιὸς ἤκουσε. Ἡ Καρύταινα ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς πολιορκίας τῆς Τριπολιτζᾶς ἕως τὴν πτῶσιν της ἔδωσε 48.000 σφαχτὰ καὶ ἐράνους ἀπὸ τοὺς εὐκαταστάτους.

Ἔπειτα ἀπὸ 10 ἡμέρας ἐβγῆκαν ὅλοι οἱ Ἕλληνες μὲ τὰ λάφυρα καὶ ἐπῆγαν εἰς τὲς ἐπαρχίες τους σκλάβους, σκλάβες. Σὲ 10 ἡμέρες ὁποὺ ἐπείκασα, ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐσιγουρεύθηκαν τὰ λάφυρά τους, ἐκάμαμε συνέλευση, ὁ Ὑψηλάντης, ὁ Πετρόμπεης καὶ ἄλλοι, ὁποὺ εἴχαμεν ἀρχήν. Τοὺς εἶπα, ὅτι: «Εἶναι καιρὸς νὰ ἐκστρατεύσομε τώρα καὶ νὰ κινήσω διὰ τὴν Πάτρα» καὶ τὸ ἔκριναν εὔλογον. Τότε ἐκίνησα μόνο μὲ 40 σωματοφύλακας γιὰ τὴν Πάτρα. Ἔστειλα προσταγὴ εἰς τὴν ἐπαρχία τῆς Καρύταινας, νὰ μαζωχθοῦν τὰ στρατεύματα διὰ τὴν Πάτρα. Καὶ ὅταν ἔφθασα στὰ Μαγούλιανα, ἕξι ὧρες ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, ἐσυνάχθηκαν 1.700 στρατιῶτες, καὶ ἕως νὰ κατεβῶ εἰς τὴν Γαστούνην ἐμάζωνα 10.000. Ἀκούοντας ὅτι ἐκστράτευα διὰ τὴν Πάτρα οἱ ἄρχοντες, ὁ Α. Ζαΐμης, Σωτὴρ Χαραλάμπης, Π. Πατρῶν, ποὺ πολιόρκιζαν τὴν Πάτρα, γράφουν ἕνα γράμμα τοῦ Ὑψηλάντη καὶ Πετρόμπεη καὶ ὅλης τῆς τότε Κυβερνήσεως (Γερουσίας): «Ἐμάθαμε ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης ἔρχεται εἰς τὴν Πάτρα. Ὁ Κολοκοτρώνης νὰ μείνει καὶ νὰ ἔλθει βοήθεια μιὰ τρακοσαργιὰ νομάτοι ἢ μὲ τὸν Δεληγιάννη, ἢ μ᾿ ἕνα Μαυρομιχάλη, διατὶ σὲ ἕξι ἡμέρες παίρνομε τὴν Πάτρα» - διατὶ ἔλεγαν τῶν μικρῶν: «Δὲν συμφέρει, ὅτι ἂν ἔλθει ὁ Κολοκοτρώνης θὲ νὰ πάρει καὶ τῆς Πάτρας τὰ λάφυρα, καθὼς καὶ τῆς Τριπολιτζᾶς». Σκοπός τους ἦτον νὰ μὴν πάρω τὴν Πάτρα καὶ δυναμωθῶ. Ἂν μὲ ἄφηναν νὰ πάγω ἀμέσως, θὰ μοῦ ἔδιδαν ἀμέσως τὰ κλειδιὰ οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὸν φόβον τους. (Ἀνάθεμα νὰ ἔχουν). Οἱ Λαλαῖοι ἦτον μέσα - πρώην σχετικοὶ τοῦ Κολοκοτρώνη. Εἶχον τὲς φαμελιές των εἰς τὸν Ἔπακτο. Μοῦ γράφουν ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά νὰ γυρίσω ὀπίσω, διότι ἡ Πάτρα τελειώνει. «Νὰ γυρίσεις ὀπίσω νὰ πᾶμε στὸ Ναύπλιο». Ἐγύρισα μὲ τὰ στρατεύματα ποὺ εἶχα συνάξει. Πηγαινάμενος εἰς τὴν Τριπολιτζά, ἐστείλαμε ἕνα γράμμα, νὰ ἰδοῦμε τί κάνουν εἰς τὸ Ἀνάπλι. Μᾶς ἀποκρίνονται, ὅτι: «Εἴμεθα ἄξιοι νὰ πάρομε τ᾿ Ἀνάπλι, διότι ἔχει πείνα». Ἀρχηγοὶ εἰς τὴν πολιορκία, Τζόκρης, Στάϊκος, Σταματελόπουλος, Παπα Ἀρσένης. Τὴν ἴδια ὥρα ὁποὺ ἔκαναν τὸ γράμμα ἔφθασε ἕνα καράβι εἰς τὸ Ἀνάπλι ἀουστριακὸ φορτωμένο σιτάρι ἕως 10.000 κιλά. Τὴν ἴδια ὥραν μᾶς στέλνανε ἕνα γράμμα: «Φθάσετε, ὅτι ἦρθε ἕνα καράβι μὲ προβιζιόνες, καὶ δὲν ἠμποροῦμε μόνοι μας». Ἀμέσως ἐκινήθημεν διὰ τὸ Ἄργος, ὁ Ὑψηλάντης, ὁ Πετρόμπεης, ἡ τότε Γερουσία. Κάνουν μίαν ἀναφορὰ οἱ Τριπολιτζιῶτες, μοῦ γυρεύουν τὸν Πάνο, νὰ μείνει φρουρὰ διὰ τὴν εὐταξίαν τῆς πόλεως. Τοὺς ἀπεφάσισα καὶ τὸν ἄφηκα. Ἐκστρατεύσαμε καὶ ἐκατεβήκαμε εἰς τὸ Ἄργος, ἐπήραμε καὶ τὸν Κιαμήλμπεη καὶ ἕνα παιδὶ τοῦ Κιαμήλμπεη. Σὰν ἐκατεβήκαμε στὸ Ἄργος, εὑρήκαμε τὴν πολιορκία πολὺ καλά.

Ἡ Μποβολίνα (1) μὲ τὸν ἀδελφόν της ἐφύλαγε τὸν μπλόκο. Ἐκεῖ ποὺ ἐσυνάχθημεν ἦλθαν ἀπὸ Ὕδρα, Σπέτζες, Πελοπόννησο, νὰ κάμομε κυβέρνηση. Τὶς ἴδιες ὧρες ἀπεφασίσαμε νὰ κάμομε ρεσάλτο εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Ἐκεῖνες τὲς ὧρες ἐκαβάλικα νὰ πάγω στοὺς Μύλους νὰ ἰδῶ τὰ καράβια. Εἰς τὸν δρόμο μ᾿ ἔρριξε τ᾿ ἄλογο καὶ ἤμουν ἄρρωστος. Ἔκαναν τὸ συμβούλιο νὰ γενεῖ τὸ ρεσάλτο. Τὸ στεριανὸ στράτευμα νὰ κτυπήσει τὸ Παλαμήδι καὶ τῆς στεριᾶς τὴν πόρτα, καὶ τὰ καράβια νὰ κανονιζάρουν τὸ Καστέλι καὶ τὰ 5 Ἀδέλφια, καὶ 500 μικρὰ Κρανιδιώτικα νὰ κτυπήσουν μέσα ἀπὸ τὸ γιαλό. Ἡ γνώμη μου δὲν ἦτον. Μοῦ εἶπαν: «Σὰν εἶσαι ἀνήμπορος, κάτζε». - «Οἱ ἀδελφοί μου πᾶνε νὰ σκοτωθοῦν καὶ ἐγὼ νὰ κάτζω;» Ἐμαζώχθηκαν τ᾿ ἀσκέρια στὴν Ἄρια. Ὁ Ἰωσαφὰτ ἔβαλε λόγο εἰς τ᾿ ἀσκέρια: «Ὅποιος σκοτωθεῖ, λαβωθεῖ, ἡ Πατρὶς θέλει τοὺς βραβεύσει».

Εἴμαστε ὣς 4.000. Χωρίζουν, στὸ Παλαμήδι μὲ 1.000 νὰ πάγω ἐγώ, καὶ ὁ Νικήτας, καὶ Γιατράκος καὶ ἄλλοι νὰ κτυπήσουν τοῦ γιαλοῦ τὴν πόρτα. Ὁ Ταρέλας, φιλέλλην, εἶχεν ἕως 100.

Τοὺς εἶπα νὰ κτυπήσουν τὰ καράβια πρῶτα ἕως ἔχουν καιρόν, καὶ ἂν δὲν ἔχουν καιρὸ νὰ μὴ δοκιμάσωμεν. Αὐτοὶ ἀποκρίθηκαν: Τὰ καράβια εἶναι ποὺ εἶναι, νὰ τοὺς κτυπήσωμεν πρῶτα ἡμεῖς· νὰ κτυπήσω νύκτα τὴν αὐγὴ εἰς τὸ Παλαμήδι, διὰ νὰ τραβήξουν ἀπὸ τὴν χώρα δύναμιν εἰς τὸ Παλαμήδι καὶ τότε νὰ κτυπήσουν τῆς στεριᾶς τὴν πόρτα. Ἐμένα μὲ ἀποφάσισαν μὲ 1.000. 400 μὲ ἀκολούθησαν, οἱ ἄλλοι νομίζοντες νὰ ἐμβοῦν εἰς τὴν χώρα. Μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἐπῆγα ἐγὼ τὴν αὐγὴ ἄνοιξα τουφέκι καὶ ἐβγάλαμε τὲς σκάλες ἀπὸ τὴν Πρόνοια, ἐκτύπησαν καὶ ἐπῆγαν ἴσια μὲ τὸ Λεῦκο. Τὰ καράβια ἀπὸ τὸν γιαλὸ δὲν τοὺς ἔκανε ἀέρας, ἐφυσοῦσε ἀπὸ τὴν στεργιά, εἶχαν κατάμπροστα τὸν ἀέρα, δὲν μπουκάριζαν. Οἱ Τοῦρκοι ἐδυνάμωσαν στὰ μπετένια. Οἱ Ἕλληνες ἐχώθησαν στὰ Τουρκομνήματα. Δυὸ ὧρες ἐβάσταξε ὁ πόλεμος. Βλέποντας ἐγὼ ὅτι τὰ καράβια δὲν ἔκαναν δουλειά, ἔστειλα τὸν Φωτάκο νὰ εἰπεῖ νὰ ριτιράρουν μὲ μιᾶς· καὶ ἔτζι ριτιράρησαν ὅλοι μιὰ κοπανιὰ καὶ ἐσκοτώθησαν ὀλίγοι - καὶ ἐπαλληκαρεύσαμε τοὺς Τούρκους. Ἐγυρίσαμε πίσω εἰς τὸ Ἄργος ἄπρακτοι. Οἱ Ἕλληνες δὲν ἦτον καλοὶ τέτοια κάστρα νὰ παίρνουν μὲ ρεσάλτο· ἦτον μία τρέλλα. Ἐστείλαμε εἰς τὲς ἐπαρχίες νὰ κάμομε συνέλευση. Ἦλθε ὁ Μαυροκορδάτος, ὁ Ζαΐμης, διὰ νὰ κάμουν συνέλευση, νὰ κάμομε κυβέρνηση.

Ὁ Μαυροκορδάτος, μὲ τὸν υἱὸν τοῦ Καρατζᾶ, ἦλθον εἰς τὴν Πάτρα, ἐστάθηκαν ἐκεῖ μερικὸν καιρό, ἔπειτα ὁ Μαυροκορδάτος ἦλθε καὶ πρωτοανταμώσαμεν εἰς τὸ Ἄργος. Ἀφοῦ ἐπεστρέψαμεν εἰς τὸ Ἄργος, ἐμαζεύθησαν ὅλοι οἱ Ἄρχοντες καὶ ἀπὸ διαφόρους ἐπαρχίες καὶ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος.

Ὑψηλάντης: - Ἦτον ἕνας ἄνθρωπος σταθερός, τίμιος, ἀνδρεῖος, μικρόνους, κοῦφος, εὐκολοαπάτητος, μικρὸς εἰς τὸ ἀνάστημα, λιγνός, τὸ ὄνομά του ἐχρησίμευσε πολὺ εἰς τὴν ἀρχήν. Εἶχε τὴν φαντασία νὰ εἶναι ἀρχηγὸς (κεφαλή), πλὴν τὸ μυαλό του δὲν τοῦ ἔσωνε ἀναλόγως μὲ τὰς περιστάσεις ὁποὺ εὑρέθηκε. Ἂν ἤθελε ἔλθει ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ ἀδελφός του, ἠθέλαμε κάμει δουλειά, διατὶ ἤθελα τὸν ὑποστηρίξει. Ἐγὼ δὲν ἐγύρευα παρὰ ἕναν ν᾿ ἀκουμβήσω τὲς πλάτες μου, ἐγὼ δὲν ἔκαμνα καπούλι τοὺς ἄρχοντας, ἐκεῖνοι ἐμένα, καὶ ἔτζι κανένας τρίτος - δὲν ἐγίνοντο διχόνοιες. Ἀναγνωσταρᾶς: ἦτον μὲ πολὺ νοῦ ἄνθρωπος, ἀλλὰ φθονερός, βαρυκίνητος, παχύς. Ὁ Κρεβατᾶς ἦτον ἄνθρωπος μὲ νοῦ καὶ πολλὰ ὠφέλιμος γιὰ τὴν Πατρίδα.

Ἐσυμβουλευθήκαμε νὰ κάμομε κυβέρνηση, ἐφιλονικήσαμε κάμποσο, ποῦ νὰ γένει συνέλευσις. Τότε ἔκαμαν τὰ στρατεύματα ὁποὺ ἦταν ἐκεῖ μιὰ ἀναφορά, καὶ μοῦ ἐζητοῦσαν νὰ τοὺς δώσω τὴν ἄδεια νὰ σκοτώσουν τοὺς προύχοντας. Κάποιος τοὺς εἶχε ἐρεθίσει λέγοντάς τους, ὅτι δὲν θέλουν νὰ κάμουν συνέλευση, καὶ ἔτζι γελοῦν τὸν κόσμο. Ἐσηκώθηκα τὸ μεσημέρι καὶ ἐπῆγα καὶ τοὺς εἶπα: «Τί κάμνετε αὐτοῦ; Κάμετε τὸν ὅρκο, διότι τοῦτο ἔχουν νὰ σᾶς κάμουν, καὶ ἔπειτα πηγαίνετε εἰς ἕνα μέρος διὰ νὰ ἀρχίσετε τὴν συνέλευση». Τοὺς ἐπῆρα εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη, ἔκαμαν τὸν ὅρκον, καὶ ἔτζι ἔπαυσε αὐτὸς ὁ χόχλος τοῦ λαοῦ. - Ὁ λαὸς εἶχε πάντοτε σκοπὸ νὰ σκοτώσει τοὺς ἄρχοντας καὶ κάθε παραμικρὰ αἰτία ἐρεθίζοντο. Ἔτζι οἱ πολιτικοὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Πιάδα (Ἐπίδαυρον), καὶ ἀρχίνησαν νὰ κάμουν τοὺς νόμους, καὶ οἱ στρατιωτικοὶ ἐπήγαμεν εἰς τὴν Κόρινθον. Ὁ Π. Γιατράκος ἐπῆρε τὸ Κιαμήλμπεη καὶ 20 ζορμπάδες Λεονταρίτες καὶ Τριπολιτζῶτες. Ὁ Ὑψηλάντης, ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, ἦτον ὅλοι ἐκεῖ, καὶ ὁ Γιατράκος μὲ τοὺς Τούρκους ἐπῆγε εἰς τὰ Ἑξαμίλια, καὶ τὰ ἄλλα στρατεύματα ἐπῆγαν μέσα εἰς τὴν χώρα στὴν Κόρινθο καὶ ἐπολιορκοῦσαν τὸ κάστρο. Μία ἡμέρα σηκώθηκα καὶ ἐπῆγα εἰς τὰ Ἑξαμίλια καὶ ηὕρηκα τὸν Κιαμήλμπεη, διὰ νὰ γράψει ἕνα γράμμα εἰς τὸν ἐπίτροπόν του καὶ εἰς τὴν γυναίκα του νὰ παραδώσει τὸ κάστρο. Ἢ ἐκεῖνος δὲν ἔγραφε καθὼς ἔπρεπε, ἢ ἐκεῖνοι δὲν τὸν ἤκουσαν, δὲν ἐπαράδωσαν τὸ κάστρο. Ἐγὼ τοῦ ἔκαμα χίλιους φόβους, πλὴν ἐστάθη ἀδύνατο. Στὴν Κόρινθο ἐσκότωσε τὸ στράτευμα 20 Τούρκους. Ἦτον μερικοὶ Λαλαῖοι μέσα καὶ Ἀρβανίτες, καὶ ἔβαλα τὸν Καραχάλιο καὶ τοὺς ὁμίλησε μιὰ καὶ δυὸ διὰ νὰ παραδοθοῦν, καὶ ἐκεῖνοι τοῦ ἔλεγαν σήμερον καὶ αὔριο, καὶ ἐπέρασαν 20 ἡμέρες, διατὶ ἐκαρτέρευαν μεντάτι ἀπὸ τὸν Ὀμὲρ Βρυώνη, ὁποὺ ἦτον εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα. Ἐπήγαιναν ἀπὸ τοὺς Κορινθινοὺς καὶ τοὺς ἔλεγαν «Μὴν παραδίδεσθε εἰς τὸν Κολοκοτρώνη, διατὶ σᾶς ἔρχεται μεντάτι», καὶ ὁ σκοπός τους ἦτον νὰ φύγωμεν ἡμεῖς, καὶ τότε νὰ μείνουν μονάχοι νὰ πάρουν τὰ λάφυρα, καὶ ὁ φθόνος ἦτον ἀκόμη. Μετὰ 20 ἡμέρας ἔστειλα τὸν Καραχάλιο καὶ ἐμίλησε καὶ ἦλθαν δύο εἰς τὸ κονάκι μου, καὶ τοὺς ὁμίλησα νὰ ἐβγοῦν ἐκεῖνοι, καὶ ἂς μείνουν οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι. Καὶ αὐτὸ ἦτον διὰ νὰ κάμω ἀρχήν, καὶ ἔτζι ἐπῆραν τὰ ἄρματά τους 16 καὶ ἦλθαν εἰς τὸ σπίτι, καὶ τοὺς ἔβαλα εἰς τὸ ὀρδί μου. Ἐτραττάραμε καὶ ἔστειλαν, περάσοντας 5 - 6 ἡμέρες, ἕνα Λαλαῖο, καὶ ἔκραξαν τὸν κεχαγιὰ τοῦ Κιαμήλμπεη καὶ τὸν κατὴ καὶ ἄλλους δύο ἀξιωματικοὺς Τούρκους, δὲν ἐνθυμοῦμαι τὰ ὀνόματά τους. Ἐβγῆκαν καὶ ὁμιλήσαμεν, τοὺς εἶπα νὰ παραδώσουν τὸ κάστρο καὶ τὰ ἄρματά τους, καὶ νὰ πάρουν δύο φορεσιὲς (σκουτιά), καὶ νὰ τοὺς βαρκάρουμε, νὰ τοὺς περάσομε εἰς τὴν Ρούμελη, ἄλλοι εἰς τὸ Γαλαξίδι καὶ ἄλλοι κατὰ τὰ Σάλωνα, καὶ μ᾿ ἀποκρίθησαν ὅτι: «Νὰ πᾶμε ἀπάνω νὰ εἰποῦμε καὶ τῶν ἄλλων καὶ σᾶς στέλνουμε ἀπόκριση». Τὴν ἄλλην ἡμέρα μᾶς ὁμίλησαν πάλι νὰ κουβεντιάσομε μὲ αὐτούς. Ἐκινήσαμε νὰ πᾶμε, καὶ τὸ στράτευμα, ἀπὸ τὴν ἀταξίαν του, ἐκίνησε ὅλο σιμά. Βλέποντας τὴν ἀταξίαν αὐτὴ ἐπείσμωσα καὶ δὲν ἠθέλησα κανένα κοντά μου. Ἐκαβάλλικα καὶ ἐπῆρα τὸν καπετὰν Ἀναγνώστη Πετιμεζᾶ μονάχον, καὶ ἐκίνησα ἐπῆγα κοντὰ εἰς τὸ Κάστρο εἰς κάτι τουρκομνήματα, καὶ εἶπα: «Οἱ ἀρχηγοὶ νὰ γίνουν 30 νομάτοι, νὰ ἔλθουν κοντά μου», καὶ ἔτζι τοὺς ἔστειλα. Πηγαινάμενος ἐκεῖ, ὁποὺ εἴμεθα οἱ δύο, ὁμίλησα διὰ νὰ κατεβοῦν ἀπὸ τὸ Κάστρο νὰ τοὺς εἰπῶ, διατὶ οἱ Τοῦρκοι ἔστρεξαν καὶ τὴν συνθήκη ὁποὺ τοὺς εἶχα κάμει τὲς περασμένες ἡμέρες. Ἐκατέβηκαν οἱ 4 καὶ ἐκάτζαμεν ἀντάμα. Τότε ἔστειλα εἰς τὸν κατὴ (σὰν τοὺς ἔβαλα εἰς τὸ χέρι τούτους) μὲ τοὺς 30 ἀνθρώπους μέσα εἰς τὸ Κάστρο διὰ νὰ παραδώσουν τὰ ἄρματά τους ὅλοι οἱ Τοῦρκοι καὶ νὰ τὰ βάλουν εἰς ἕνα σπίτι. Ὁ κατὴς ἔκαμε λόγον καὶ τοὺς ὅρκωσε εἰς τὴν πίστιν τους νὰ μὴν κρύψουν κανένα ἄρμα, ἀλλὰ νὰ τὰ δώσουν ὅλα. Καὶ ἔτζι ἐξαρματώθηκαν ὅλοι καὶ τὰ ἔβαλαν εἰς ἕνα σπίτι. Στὴν συνέλευσιν, ἀφοῦ ἤκουσαν, ὅτι ζητοῦν νὰ παραδοθοῦν οἱ Τοῦρκοι, ἐστείλαμε νὰ ἐλθοῦν καὶ 5 - 6 πολιτικοί, νὰ ἔλθουν νὰ παρασταθοῦν εἰς τὰ λάφυρα, καὶ νὰ βγάλουμε καὶ τοῦ Ἔθνους. Αὐτοὶ ἦσαν ὁ Σωτὴρ Νοταρᾶς, ὁ Κορίνθου καὶ ἄλλοι, ἦτον καὶ ὁ Πρωτοσύγκελος τῆς Ἀρκαδίας ἐκεῖ, ὁποὺ εἶχε ἔλθει ἐκεῖ ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὴν συνέλευσιν διὰ νὰ ὑπογράψουμε τοὺς νόμους, καὶ ἐγὼ δὲν ἤθελα, ἐξ αἰτίας ὁποὺ ἦτον ἕνα κεφάλαιο ὁποὺ ἔλεγε ὅτι: τὸ Ἐκτελεστικὸ νὰ τελειώνει μία ὑπόθεση, καὶ ἔπειτα ἀπὸ 6 ἡμέρες νὰ δίδουν τὴν εἴδηση εἰς τὸ Βουλευτικό. Ὅλοι τὸ ὑπόγραψαν ἔξω ἀπὸ ἐγώ. Τότε ἐπῆγαν πίσω, ἔκαμαν ἐξαίρεση (παράρτημα) ἀπὸ τοῦτο τὸ κεφάλαιο καὶ ἔτζι ὑπόγραψα. Σὰν ἔβαλα τοὺς 30 ἀνθρώπους μέσα καὶ ἐξαρμάτωσαν τοὺς Τούρκους, μοῦ ὁμίλησαν, ὅτι τὰ ἔκαμαν ὅλα. Τότε ἔδωσα εἴδησιν εἰς τοὺς ἀπεσταλμένους τῆς συνελεύσεως καὶ ἐπῆρα 300 ἀπὸ τὰ διάφορα σώματα, καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν πόρτα, καὶ ἐσταύρωσα μὲ μία σημαία Ἑλληνικὴ τὴν πόρτα καὶ ἔπειτα τοὺς ἔμβασα μέσα καὶ ἔβαλα αὐτὴν τὴν σημαία ἀπάνου εἰς τὸ Κάστρο. Τὰ στρατεύματα καὶ ἐγὼ ἐκατεβήκαμε εἰς τὴν χώρα, εἴμεθα 6.000, οἱ Τοῦρκοι ἦσαν 300: εἰς τὰ μέσα τοῦ Δεκεμβρίου.

Εἰς τὴν πτῶσιν τῆς Κορίνθου ἦσαν Ὑψηλάντης, Μαυρομιχάληδες, Πετμεζαῖοι, Γιαννάκης Κολοκοτρώνης, Ἀποστόλης Κολοκοτρώνης, ὁ υἱός μου ὁ Γενναῖος, Ἀντώνης Κολοκοτρώνης, Ἀναγνωσταρᾶς, Γιατράκος, Κεφάλας, Κολιόπουλος.

Τότε ἦλθε εἴδησις, ὅτι ἡ ἀρμάδα τοῦ Καπετὰν Πασᾶ μὲ 9.000 ἐτράβαε διὰ τὴν Πάτρα. Ἀκούοντας αὐτὸ ἔλαβα διαταγὴ καὶ ἐκίνησα εὐθὺς διὰ τὴν Πάτρα. Ἐπέρασα ἀπὸ τὸ Ἄργος, τὴν Τριπολιτζά, καὶ εἰς τὴν Τριπολιτζά διέταξα τὲς ἐπαρχίες Τριπολιτζᾶς, Καρύταινας, Φαναριοῦ, Ἀρκαδιᾶς, νὰ τραβήξουν διὰ τὲς Πάτρες.

Εἰς τὴν Τριπολιτζά ὁποὺ ἔφθασα, ἐμάθαμε ὅτι ὁ Ἀλὴ πασὰς ἐχάθη, καὶ ἔλεγαν μερικοὶ Γερουσιασταί, ὅτι: «Τώρα ὁποὺ ἐχάθη ὁ Ἀλὴ πασάς, οἱ 80.000 ὁποὺ τὸν ἐπολιορκοῦσαν θὰ πέσουν εἰς ἡμᾶς». Ἐγὼ εἶπα: «Ἔχει ὁ Θεός». Ἕνας Νικολὸς Τζανέτος, ἀπὸ τὸ Φανάρι, εἶπε: «Ἀξιωθήκαμεν καὶ ἐκάμαμε Γερουσία καὶ Βουλή, καθὼς λέγουν τὰ παλιὰ χαρτιά, ἂς χαθοῦμεν τώρα». - «Εὖγε σου, κύριε». Διέταξα τὸν Γενναῖο νὰ πάρει τοὺς μισοὺς Τριπολιτζώτας, Φαναριώτας, καὶ ἄλλους, νὰ τραβήξει κοντά. Εἰς τὴν Βυτίνα, ἔλαβα τὰς διαταγὰς τῆς Κυβερνήσεως, ὁποὺ ἐπρωτοσυστήθηκε εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἔλαβα τὸ δίπλωμα τοῦ Στρατηγοῦ. Εἰς τὴν 1 Μαρτίου ἔφθασα εἰς τὴν Πάτρα. Ἐπέρασα ἀπὸ Καρύταινα, Πύργο, Γαστούνη καὶ Πάτρα. Ἐσύναξα 6.000. Ἀρχηγοὶ Ἀ. Ζαΐμης, Κανέλλος Δεληγιάννης, Πετιμεζαῖοι, Σέκερης Τριπολιτζώτης, Λόντος μὲ τοὺς Βοστιτζάνους.

2 Μαρτίου διηγήθηκα ὣς τὰ τώρα 1822.

Ἐναντίον τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη ἐπῆγε ὁ Νικηταρᾶς καὶ ὁ Ἄχολος.

Ὁ Χάντζος καὶ ὁ Ἰβραΐμης Λαλαῖοι ἦσαν ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐδόξαζαν τοὺς Λαλαίους.

Φθάνοντας εἰς τὴν Πάτραν, ἐπήγαμε μὲ Καρυτινοὺς καὶ Πυργιῶτες ἕως 4.000 καὶ Καλαβρυτινούς, ὁ Ζαΐμης, ὁ Λεχουρίτης, ἕως 1.000, κι ἀπὸ τὴν Πάτραν οἱ ντοπικοὶ ὣς 500, καὶ ἦτον οἱ Κουμανιωταῖοι ἐπὶ κεφαλῆς. Ἦτον καὶ μὲ 300 Βοστιτσάνους ὁ στρατηγὸς Λόντος στὰ Σελὰ κατὰ τὸ Καστέλι τῆς Πάτρας. Ἐγὼ πηγαινάμενος δὲν ἤξευρα τὸν τόπον τῆς Πάτρας, 28 Φεβρουαρίου. Καὶ ἐρχόμενοι ἡμεῖς, ἐβγῆκαν οἱ Τοῦρκοι ἕως 5.000, ἐβγῆκαν νὰ λαφυραγωγήσουν εἰς τὴν Ἀχαΐαν καὶ ἔντεσε ἡ ἐμπροστινέλα τοῦ Γενναίου. Ἔφθασε καὶ ὁ Κολιόπουλος καὶ τοὺς ἐκυνήγησαν ἕως ἔξω τῆς Πάτρας, καὶ ἀπὸ πίσω ἠρχόμουν ἐγὼ καὶ ἐμαζωχθήκαμε ὅλοι εἰς τὸ Σαραβάλι καὶ εὐθὺς ἔστειλα 100 νομάτους καὶ ἔπιασαν τὸ μοναστήρι τοῦ Γεροκομειοῦ, τίρο κανονιοῦ ἀπὸ τὴν Πάτραν. Καὶ βλέποντας οἱ Τοῦρκοι ὅτι ἐπιάστηκε τὸ μοναστήρι, ἐβγῆκαν εἰς πόλεμον, νομίζοντες ὅτι εἶναι καθὼς πρῶτα. Καὶ τὰ στρατεύματα κινήθηκαν τὰ ἐδικά μας καὶ ἔγινε ὁ πόλεμος σφοδρὸς καὶ ἐπήραμε κεφάλια καμμιὰ ὀγδοηνταριά. Ἐμβῆκαν οἱ Ἕλληνες εἰς τὴν μισὴ χώρα (1 Μαρτίου 1822). - Μοῦ ἐπαράγγειλαν νὰ μείνουν εἰς τὴν χώρα, τοὺς εἶπα νὰ τραβηχθοῦν εἰς τὰ πόστα τους. Τὸ μὲν Καλαβρυτινὸ στράτευμα, οἱ 100, ἔμειναν εἰς τὸ Γεροκομειό, στοῦ Σαΐταγα τὸν ληνό, οἱ Τριπολιτσιῶτες 400. Ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης μὲ 600 ἔπιασε τὸ Πουρναρόκαστρο ἀποκάτω. Τὸν Γενναῖον μὲ τοὺς Φαναρίτας 300 στὸν Παλιόπυργο, τοὺς Γαστουναίους τοὺς εἶχα στὴν Ὀβριά, τὸ μὲν δυνατότερο λοιπὸ στράτευμα τὸ εἶχα εἰς τὸ Σαραβάλι νὰ δίδει μεντάτι. Τὸ Σαραβάλι, μακρὰν ἀπὸ τὰ ταμπούρια μισὴ ὥρα, ἀπὸ τὴν Πάτρα τρία κάρτα. Εἶδαν οἱ Τοῦρκοι τὰ ὀρδιά, καὶ ἀκούοντας, ὅτι ἦλθε καὶ ὁ Κολοκοτρώνης, ἔστειλαν τοῦ Γιουσοὺφ πασᾶ, ὁποὺ ἦτον εἰς τὸ Καστέλι, ὅτι ἦλθαν πολλὰ στρατεύματα καὶ ὁ Κολοκοτρώνης. Πρὶν κάμωμεν τὸν πόλεμον, εἶχε ἔλθει ὁ Μιαούλης, καὶ ἔκαμε μεγάλη χαλάστρα εἰς τὰ καράβια, καὶ ἔφυγαν καὶ ἐπῆγαν κατὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ τὰ ἐδικά μας ἔμειναν ἐκεῖ ἕως ὁποὺ ἐπήγαμεν καὶ ἡμεῖς καὶ ἐκάμαμε τὸν πόλεμο. Ἀναχώρησαν τὰ καράβια, ὁ Γιουσοὺφ πασὰς ἔστειλε εἰς τὸν Ἔπακτο καὶ εἰς τὸ Καστέλι τῆς Πάτρας καὶ τοὺς ἐσήκωσε ὅλους τοὺς Τούρκους καὶ ἐκίνησε καὶ ἦλθε εἰς τὴν Πάτρα. Οἱ Τοῦρκοι ἐσυνάχθησαν ἕως 12.000. 9.000 Ἀνατολίτες καὶ 3.000. Καὶ εἰς τὰς 9 Μαρτίου ὅλοι ἐκινήθησαν εἰς πόλεμον, καὶ ἐγώ, βλέποντας ἀπὸ τὸ Σαραβάλι, ὅτι ἐκινήθηκε ἀσκέρι πολύ, ἐτεμπίχιασα ὅλα τὰ στρατεύματα νὰ κινηθοῦν. Οἱ Καλαβρυτινοὶ ὁποὺ ἦταν εἰς τὸ Γεροκομειό, καὶ οἱ Τριπολιτσιῶτες εἰς τὸ Σαΐταγα.

Ἐκινήθηκαν νὰ πιάσουν τὸν πόλεμον ἔξω τὲς ράχες καὶ ἀνοίγοντας τὸν πόλεμο ἔστειλα τὸν Γενναῖο μὲ τοὺς Φαναριώτας καὶ οἱ Γαστουναῖοι ἔστειλαν, καὶ ἀπὸ τὸ ὀρδὶ τὸ δικό μου. Ὅσο νὰ πάγει τὸ μεντάτι νὰ τοὺς κάμει βοήθεια ἐτσακίσθησαν ἐκεῖνοι καὶ ὁ Γενναῖος μὲ 600 ἐκλείσθη εἰς τοῦ Σαΐταγα τὸ ληνό, καὶ οἱ Τοῦρκοι ἦτον πολλοὶ καὶ τοὺς ἔκλεισαν καὶ ἐπροσπέρασαν οἱ Τοῦρκοι κυνηγώντας. Ὁ μὲν Κολιόπουλος, μὲ τὸ λοιπὸ στράτευμα, ἔπεσε κατὰ τὴν σταφίδα ποὺ ἦτον ληνοί, καὶ ἔπιασαν μὲ τοὺς Γαστουναίους, τοῦ Κανέλλου τὸ στράτευμα καὶ τῶν Πατραίων ἐκόλλησαν εἰς τὸ Πουρναρόκαστρο, ὁ δὲ Ζαΐμης ἔντεσε ἐκεῖ μὲ τὰ στρατεύματα, καὶ τὸν ἐκυνήγησαν ἕως μισὴ ὥρα, καὶ ἐτράβηξε μὲ ὀλίγους κατὰ τὴν ποταμιὰ κατὰ τοὺς μύλους. Καὶ ἐγὼ ἤμουν μοναχός μου, διατὶ τὸ στράτευμα τὸ ἔστειλα ὅλο, καὶ ἔντεσε νὰ εἶναι καὶ ὁ Δεσπότης Ἄρτης ἀπὸ τὴν Δυτικὴν Ἑλλάδα καὶ ὁ Καλαμογδάρτης ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ γραμματικὸς ὁ Μιχαλάκης. Βλέποντας ὅτι τὰ στρατεύματα τὰ τούρκικα ἐκινήθησαν καὶ ἔπιασαν τὸ ληνὸ καὶ τὸ μοναστήρι, λέγω: «Ἀφήνω τὰ μουλάρια μὲ τὸν τσεπχανὲ ἐδῶ, ἂν τσακίσομε τοὺς Τούρκους ἐλᾶτε, ἂν μᾶς τσακίσουν φύγετε μὲ τὰ μουλάρια, καὶ ἐγὼ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν βοήθεια καὶ τὴν ἐδική σας πηγαίνω». Καὶ ἐπῆγα μόνος μου, χωρὶς νὰ ἔχω οὔτε ψυχογιὸν κοντά μου, καὶ ἐκίνησα. Εἰς ἕνα κάρτο ἀπήντησα τὸν γέρο Ἀναγνώστη Λεχουρίτη· τὸν ἔστελνε ὁ Ζαΐμης. - «Τρέξε, ἀδελφέ, διατὶ τὴν ἐχάσαμε τὴν μπατάλια», καὶ ἔκαμα σύντροφον τὸν γέρο Ἀναγνώστην εἰς τὸν δρόμο ποὺ ἐπήγαινα εἰς τὸν Παλιόπυργον. Ἀπάνω ἀπὸ τὸν Παλιόπυργο βλέπω ἕνα μπαϊράκι μικρό. Ἦτον ὁ Εὐαγγέλης ὁ Κουμανιώτης μὲ 15 καὶ ἐκάθοντο καὶ ἔκανε σεΐρι, τοὺς ὁμίλησα καὶ τοὺς εἶπα: «Τί ἄνθρωποι εἴσασθε ἐσεῖς;» Καὶ μοῦ ἀποκρίθηκαν: - «Ἕλληνες». Ἐγὼ τοὺς εἶπα: - «Μὲ γνωρίζετε; Εἶμαι ὁ Κολοκοτρώνης, ἐλᾶτε ἐδῶ». - Καὶ τότενες ἐφοροῦσα φορέματα κόκκινα καὶ φουστανέλα κόκκινη καὶ ἐκατέβηκαν καὶ τοὺς ἔβαλα ὀμπροστά, καὶ ἐπήγαινα ἴσια εἰς τὸ κέντρο τῶν Τουρκῶν, καὶ ξετρουπώνοντας Ἕλληνας, ποὺ μὲ ἄκουαν ποῦ ἐπήγαινα, καὶ τοὺς ἔκαμα καμμιὰ πενηνταριά, καὶ τοὺς ἔβαλα εἰς ἕνα πόστο εἰς τὸ κέντρο τῶν Τουρκῶν ἐμπρός. Τοὺς εἶπα: «Μπῆχτε τὸ μπαϊράκι ἐδῶ». - «Χανόμεθα». - «Σᾶς στέλνω μεντάτι ἐγώ», καὶ ἐγὼ ἐγύρισα καβαλλάρης κατὰ τὴν σταφίδα τοῦ Κόλ. Καὶ τοὺς εἶπα νὰ πάρουν τὸ μπαϊράκι τους καὶ νὰ πᾶνε εἰς τὸ ἄλλο τὸ μπαϊράκι. Ὁ Γενναῖος καὶ οἱ Καλαβρυτινοὶ ἦτον ἀποκλεισμένοι. Τηράω ὀμπρὸς ἀπὸ τὰ μπαϊράκια καὶ ἦτον ἕνα χοριγοκάμινο, καὶ στέλνω τὸν Παρασκευᾶ, τοῦ Κολιόπουλου τὸν ἀδελφό, μὲ 20 νομάτους, νὰ τὸ πιάσουν, ποὺ ἦτον καμμιὰ ἑξηνταριὰ καβαλλαραῖοι Τοῦρκοι, νὰ τοὺς ἐμποδίσουν. Μοῦ λέγουν: «Χανόμεθα». - «Σύρτε καὶ ἐγὼ ἔχω τὴν ἔγνοια σας». - Ὅσο ποὺ δυνάμωσαν τὸ κέντρον καλά, ἔντεσε ἐκεῖ καὶ ὁ Καραχάλιος καὶ ὁ ἀγιουτάντες μου Φωτάκος, διατὶ ἐπαρατήρησα τὸν πόλεμο, καὶ ἀπὸ τὸ κέντρο δὲν ἠμπορούσαμε νὰ τοὺς τσακίσουμε τοὺς Τούρκους, ὅμως, ἂν τοὺς χαλάσομε, θὰ τοὺς χαλάσομε ἀπὸ τὰς πτέρυγας. Τότε ἐπῆρα τὸν Καραχάλιο καὶ τὸν Φωτάκο καὶ ἐπῆγα ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, ὁποὺ οἱ Τοῦρκοι ἐκρατοῦσαν ἕως εἰς τὴν μάνα τοῦ νεροῦ (τοὺς δύο μόνον). Ἔμπηξα τὴν φωνήν: «Ποῦ εἶστε, μωρὲ Ἕλληνες; Κάτω - κάτω»... Ἀκούοντας τὴν φωνήν μου οἱ φευγάτοι κατέβαιναν· ἀφοῦ ἐκατέβηκαν κάτω, βάνω τὸ κιάλι, δὲν εἶδα, καὶ ἐφώναζα (στρατήγημα): «Ἐτσάκισαν οἱ Τοῦρκοι». Χουμοῦν οἱ Ἕλληνες, ἐτσάκισε τὸ πρῶτο τζογκάρι ὁποὺ ἦτον οἱ Τοῦρκοι ποὺ εἶχαν ἀποκλεισμένον τὸν Γενναῖον εἰς τοὺς ληνούς.

Καβαλλάρης, ἤμουν, ἡ τύχη ἦτον καλή, ὄχι τὸ ἄλογο, ζωντανοὺς νὰ τοὺς πιάσουμε. Ἐτσάκισε ἡ πτέρυγα τῶν Τουρκῶν ποὺ ἦτον εἰς τὴν μάνα τοῦ νεροῦ, τοὺς πήραμε μπλαστούς. Εἰς τοὺς Τριπολιτσῶτες ὁ Σέκερης ἦτον κουμάντο. Τὸ κέντρο τὸ δικό μου ἐκτύπησε τὸ κέντρον τῶν Τουρκῶν· ἐσκότωσε ἕνα μπίμπαση. Οἱ Κουμανιῶτες τοὺς κτυποῦν, ἐπήραμε κεφάλια 250, τί ἔγιναν οἱ λαβωμένοι δὲν ἠξεύρω. Καὶ ἐγυρίσαμε ὀπίσω εἰς τὸ καρτέρι τους. Ἀπὸ τότε δὲν ἐξεμάκρυναν πίσω νὰ πολεμήσουν, ἔλεγαν ὅτι ἡ φευγούλα μας ἦτον στρατήγημα.

Τοὺς πήραμε ἀπὸ κοντά. Ὁλημέρα ἐγίνοντο ἀκροβολισμοὶ μὲ ζημία τῶν Τούρκων. Ὁ Καραχάλιος ἐλαβώθη εἰς τὴν κεφαλήν. Ἔδωσε τὸ μπαϊράκι: «Πηγαίνετε ὀμπρός, μοῦ ἦλθε σκοτούρα».

Ἡ τροφὴ ὅλου τοῦ στρατεύματος ἤρχετο ἀπὸ Γαστούνη. Τόσον τακτικὴ ἦτον ἡ ζωοτροφία, 4.000 σφαχτά, 80 κεφάλια γελάδια, ψωμὶ ἀπὸ τὴ Γαστούνη. Ἡ Γαστούνη ἦτον μελίσσι ἄτρυγο, καὶ μᾶς τὰ ἔστελνε ὅλα ὁ Σισίνης. Ὅσα ἐτρώγαμε τὴν ἑβδομάδα, μᾶς τὰ ἔμβαζαν ὀπίσω καὶ ἦτον πάντοτε οἱ 4.000. Τότε εἶχα γραμμένο εἰς τὴν Ἀρκαδιὰ νὰ ἔλθουν. Οἱ Ἀρκαδιανοὶ βάνουν ἀρχηγὸ τὸν Μῆτρο Ἀναστασόπουλο, ἐκίνησαν 1.200. Ἐκίνησε καὶ ὁ Πονηρὸς καὶ ἤθελε νὰ πάρει τὰ ἄρματα τῆς Ἀρκαδίας, καὶ ἤθελε νὰ τὰ πάρει ἐκεῖνος, καὶ ἀνακάτωνε τὸ στρατό. Ἐν πρώτοις ἐρχάμενοι οἱ Ἀρκαδιανοὶ εἰς τὸ Σαραβάλι, ποὺ εἶχα τὸ ὀρδὶ ἐγώ, μὲ εἶπε ὁ Πονηρὸς νὰ τὸν κάμω ἐπικεφαλῆς. «Δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάμω, νὰ ἐρωτήσω». Ἐρώτησα καὶ δὲν τὸν ἐδέχθηκαν. - «Τί νὰ σοῦ κάμω;» Ἐπῆγαν οἱ Ἀρκαδιανοὶ μόνοι τους καὶ ἔκαμαν ἕνα πόλεμον καλόν, καὶ ἐπολέμησαν ἀνδρειωμένα, καὶ ἐσκότωσαν καμμιὰ δεκαριὰ Τούρκους· 1.200 ἦτον Ἀρκαδιανοί. Ἦτον Παπατζωραῖοι, Γκρίτζαλης καὶ ἄλλοι. Εἰς 15 ἡμέρας ἔφυγαν ὅλοι κρυφίως μπουλούκια - μπουλούκια, ἔμειναν οἱ καπεταναῖοι. Ἔπιασα μερικούς, τοὺς ἐντρόπιασα.

Οἱ Ἀρκαδιανοὶ ἀνεχώρησαν, ἔμειναν μόνο οἱ καπεταναῖοι καὶ τοὺς ἔδιωξα καὶ αὐτούς. Ἔλαβα μίαν διαταγὴ ἀπὸ τὸν Μινίστρο τοῦ πολέμου διὰ νὰ περάσω εἰς τὴν Δυτικὴν Ἑλλάδα μὲ τὰ στρατεύματα, καὶ ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὅτι δὲν ἠμπορῶ νὰ ἀφήσω 12.000 Τούρκους εἰς τὴν Πάτρα, καὶ νὰ ὑπάγω ἐμπροστά. Πρέπει πρῶτον νὰ σβήσουμε τὴ φωτιὰ ποὺ εἶναι μέσα, καὶ ἔπειτα νὰ ὑπάγεις καὶ εἰς βοήθειαν τοῦ γειτόνου σου. Καὶ αὐτὸς μοῦ δευτεροαποκρίθηκε, ὅτι: «Τὸ γράμμα ὁποὺ ἔστειλες δὲν τὸ ἔδειξα εἰς τὴν Κυβέρνησιν, διότι ἤθελες κακοπέσει, ὅμως τώρα, ἅμα λάβεις τὴν παροῦσα διαταγήν, νὰ ἐκστρατεύσεις». Καὶ ἐγὼ ἄφηκα τὸν Κολιόπουλο εἰς τὰ στρατεύματα ἐπὶ κεφαλῆς, καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν Κόρινθο διὰ τρεῖς ἡμέρας. Πηγαινάμενος, 5 ὥρας μακριά, ἔστειλα εἴδησες τῆς Κυβερνήσεως ὅτι πηγαίνω, καὶ ἀπόκριση δὲν ἔλαβα. Ἐγὼ ἐκίνησα. Ἕνα τέταρτο μακρὰν ἔλαβα μία διαταγὴ καὶ μοῦ ἔλεγε ὅτι νὰ ἀφήσω τοὺς 80 ἀνθρώπους ὁποὺ εἶχα μαζὶ καὶ νὰ ἔλθω εἰς τὴν Κόρινθο μὲ 5 ἀνθρώπους. Ἐγὼ ἐμβῆκα μέσα, μοῦ ἔδωκαν ἕνα κονάκι χωρὶς πάτωμα. Τὸ βράδυ μᾶς ἄφηκαν ἀπεριποίητους καὶ ἔτζι ἀνεχώρησα καὶ ἐπῆγα εἰς ἕνα χωριὸ τὴν νύκτα. Σὰν μὲ ἄκουσαν ὁποὺ ἀνεχώρησα, τὸ Βουλευτικὸ μὲ τὸ Ἐκτελεστικὸ ἄρχισαν νὰ τρώγονται καὶ νὰ λένε ὅτι: «Ὄχι, σεῖς φταῖτε, ὄχι σεῖς καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ φερθοῦμε ἔτσι». Ἔστειλαν μίαν ἐπιτροπὴν ἀπὸ τὸν Κωλέττην, ἀπὸ τὸν Κορίνθου, τὸν Σωτὴρ Νοταρᾶ καὶ μέρος Ὑδραίων. Ἐρχάμενοι ἐκεῖ τοὺς ἀποκρίθηκα ὅτι: «Σὰν δὲν δέχεσθε ἕνα στρατηγὸν ὁποὺ ἔρχεται νὰ σᾶς ὁμιλήσει, ἐγὼ ἀναχωρῶ καὶ πηγαίνω εἰς τὴν Τριπολιτζά, εἰς τὴν Γερουσίαν, καὶ ὅ,τι ἔχω νὰ εἰπῶ, θέλει τὸ εἰπῶ εἰς αὐτήν». - «Ὄχι, μὲ λέγουν, νὰ γυρίσεις ὀπίσω, νὰ προβάλεις ὅ,τι θέλεις, διατὶ ἐστάθη ἕνα λάθος καὶ ἦτον ἔλλειψις κονακιῶν». Ἐγὼ ἀποκρίθηκα τοῦ Κωλέττη, ὁποὺ μοῦ ὁμιλοῦσε, ὅτι: «Νὰ πᾶς νὰ γίνεις Μινίστρος στὰ Γιάννινα, καὶ ὄχι ἐδῶ». Μοῦ ἔπεσε ὁ Δεσπότης ὁ Κορίνθου καὶ οἱ λοιποὶ καὶ ἐπῆγα μέσα, ἔκαμα τὰς προτάσεις μου καὶ τὰς ἐδέχθηκε ἡ Κυβέρνησις. Τοὺς ἐπαράστησα ὅτι, ἂν περάσω εἰς τὴν Ρούμελη, οἱ Τοῦρκοι τῆς Πάτρας, ὁποὺ ἦτον 12.000, θέλει σκορπισθοῦν εἰς ὅλην τὴν Πελοπόννησον καὶ θὰ τὴν χαλάσουν. Ἔτζι ἡ κυβέρνησις αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκην καὶ μὲ ἔδωσε νέαν διαταγὴν διὰ νὰ ὑπάγω εἰς τὰς Πάτρας. Ἐπέρασα ἀπὸ τὸ Ἄργος, Τριπολιτζά καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν Πάτρα ἀρχὰς Μαΐου. Εἰς τὴν Κόρινθο ἀντάμωσα τὸν Μάρκο Μπότζαρη ὁ ὁποῖος ἐπρόσμενε ἐκεῖ διὰ τὴν ἀλλαγὴν τῆς φαμιλιᾶς του. Αὐτὸς μοῦ εἶπε νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Δυτικὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ μὲ κάμουν ἀρχηγὸν ὅλων τῶν στρατευμάτων, ἐγὼ τοῦ ἔκαμα τὲς ἴδιες παρατηρήσεις, ἐπρόβαλα εἰς τὴν Κυβέρνησιν νὰ ὑπάγει ὁ Μαυροκορδάτος, ὁποὺ ἦτο τότε πρόεδρος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ, νὰ πάρει 1.000 τακτικοὺς Φιλέλληνας καὶ νὰ ὑπάγει εἰς τὴν Δυτικὴν Ἑλλάδα. Ἔτσι ὁ Μαυροκορδάτος ἐπῆρε τοὺς τακτικοὺς τοῦ Μάρκο Μπότσαρη καὶ ἀπέρασε ἀπὸ τὸ στρατόπεδο τῆς Πάτρας, ὁποὺ εὑρισκόμουν ἐκεῖ. Ἀφοῦ ἀπέρασαν εἰς τὴν Δυτικὴν Ἑλλάδα, μὲ ἔγραψαν ἀπὸ ἐκεῖ, ὅτι ἔχουν ἀνάγκη καὶ νὰ τοὺς στείλω βοήθεια καὶ ἀπεφάσισα καὶ ἔστειλα τὸν υἱόν μου Γενναῖον μὲ 200 στρατιῶτας διαλεκτούς. Τότε ὁ Γιατράκος εἶχε ἔλθει ἐκεῖ καὶ τὸν ἔστειλα καὶ ἐκεῖνον μὲ μιὰ 40 - τοῦ εἶχαν φύγει οἱ ἄλλοι - καὶ τὸν Κανέλλο Δεληγιάννη μὲ 200. Ἐγὼ ἔμεινα ὀπίσω καὶ ἔφερα στρατιώτας διὰ νὰ ἀναπληρώσουν ὅσους εἶχα στείλει εἰς τὴν Ρούμελη· 6.000 εἶχα. Ἔβαλα ἁλώνια διὰ τὲς σταφίδες, καὶ εἶπα τῶν Ἑλλήνων νὰ τρυγοῦν τὴν σταφίδα, νὰ πάρουν τοὺς κόπους τους καὶ νὰ ἐβγάλομε καὶ τὸ ἐθνικὸν δικαίωμα. Καὶ ἤρχισαν οἱ Ἕλληνες νὰ τὸ βάλουν εἰς πρᾶξιν. Οἱ Τοῦρκοι ἐστενοχωρήθησαν πολὺ εἰς τὸ Κάστρο, καὶ ἀπὸ νερό, καὶ κατὰ τὸν τρόπο ὁποὺ τοὺς ἐστενοχώρησα, εἰς ἕνα μήνα ἤθελε παραδοθοῦν.

Σκοτωμένοι Τοῦρκοι εἰς τοὺς ἀκροβολισμοὺς καὶ τοὺς πολέμους ἦτον 1.000 καὶ ἄλλοι τόσοι λαβωμένοι καὶ ἄρρωστοι. (Τὸν Κανέλλο τὸν εἶχαν κρυφίως ἀφήσει στρατηγὸν τὸ Ἐκτελεστικό. - 7 ἢ 8 Μαρτίου ἦτον ὁ πόλεμος ὁ μεγάλος τοῦ Σαραβαλιοῦ). Ἔστειλα τὸν Κολιόπουλο εἰς τὴν Καρύταινα διὰ νὰ κάμει νέα στρατολογία. Τότε τὸ Βουλευτικὸ καὶ τὸ Ἐκτελεστικό, ἀφοῦ ἀκούσθη ὁ Δράμαλης εἰς τὰ Τρίκαλα τῆς Ρούμελης, ἐσυνάχθηκαν καὶ ἀπεφάσισαν νὰ πάγει ὁ Κρεβατᾶς εἰς τὸ Μυστρά νὰ πάρει 1.000 στρατιώτας καὶ νὰ ἐκστρατεύσει διὰ τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα. Ὁ Σωτὴρ Νοταρᾶς νὰ πάρει τοὺς Κορινθίους καὶ νὰ ἐκστρατεύσει καὶ ἐκεῖνος διὰ τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα. Ὁ Ζαΐμης, ὁ Σωτὴρ Χαραλάμπης μὲ τοὺς Καλαβρυτινούς, νὰ ὑπάγουν καὶ ἐκεῖνοι εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα, καὶ τὸν Ἀναγνώστη Δεληγιάννη μὲ 200 Καρυτινούς. Ἡ διαταγὴ λέγει (1) ὅτι: «Ὅποιος παρακούσει καὶ δὲν κινήσει μὲ τοὺς ἄρχοντας νὰ εἶναι τὸ ἕνα τρίτο τῆς περιουσίας του ἐθνικό». Ὁ Πρωτοσύγκελος τῆς Ἀρκαδίας μὲ 1.000 Ἀρκαδινοὺς καὶ Φαναρίτας νὰ περάσει εἰς τὴν Δυτικὴν Ἑλλάδα, καθὼς καὶ ὁ Σισίνης μὲ ἄλλους 1.000 Γαστουναίους καὶ Πυργιώτας. Ἀφοῦ ἔλαβαν τὴν διαταγὴν οἱ ἄρχοντες, ἔστειλαν εἰς διαφόρους καπεταναίους, ποὺ εὑρίσκοντο μὲ ἐμὲ εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Πάτρας, νὰ ἀναχωρήσουν καὶ νὰ ὑπάγουν μὲ αὐτούς. Οἱ καπεταναῖοι μὲ ἔδειξαν τὲς διαταγές τους, καὶ ἐγὼ τοὺς εἶπα ὅτι· «Δὲν συμφέρει νὰ διαλύσομε τὴν πολιορκίαν, διότι οἱ Τοῦρκοι θὰ ἔβγουν καὶ θὰ χαλάσουν τὲς ἐπαρχίες. Νὰ ποὺ κοντεύει νὰ πέσει ἡ Πάτρα». Αὐτοὶ μὲ ἀποκρίθηκαν ὅτι: «Δὲν ἠμποροῦμε νὰ μείνομε, διατὶ ἡ διαταγὴ λέγει ὅτι, ἂν δὲν πᾶμε, θὰ μᾶς κυριεύσουν τὸ ἕνα τρίτο τῆς ἰδιοκτησίας μας». Τότε ἐγὼ τοὺς ἀποκρίθηκα: «Σὰν εἶναι ἔτσι, δώσετέ μου το διαγράφως, ὅτι ἐγὼ δὲν σᾶς διαλύω, παρὰ φεύγετε σεῖς, καὶ πηγαίνετε στὸ καλό». Καὶ ἔτζι μὲ τὸ ἔκαμαν διαγράφως. Αὐτὸ ἦτον εἰς τὰ μέσα τοῦ Ἰουνίου. Τὰ στρατεύματα ἀνεχώρησαν καὶ ἔμεινα μὲ μόνον 600. Οἱ Τοῦρκοι ἐβγῆκαν καὶ ἔκαψαν τὰ καρτέρια μας. Ἐγὼ τοὺς ἐκτύπησα ὀλίγο. Ἔπειτα τὸ μεσημέρι ἐκίνησα διὰ τὸ (2) Γαστούνη. Ὁ σκοπός τους ἦτον νὰ μὴν πάρω τὴν Πάτρα καὶ νὰ μοῦ σηκώσουν τὴν δύναμη τὴν στρατιωτική. Εἰς τὴν Γαστούνη, ὁποὺ ἐπῆγα, ἐφοβήθηκε ὁ Σισίνης καὶ ἐκλείσθηκε εἰς τὰ σπίτια του μὲ 300. Τοῦ ἔστειλα ἕναν ἄνθρωπον καὶ ἦλθε· τοῦ εἶπα: «Σισίνη, τοῦτος εἶναι ὁ σκοπός μου, νὰ μαζευθοῦμε ὅλο τὸ στρατιωτικὸ εἰς τὴν Κόρινθο, ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς ἔρχεται ὁ Δράμαλης, νὰ τὸν καρτερέσομε εἰς τὰ Δερβένια καὶ νὰ κοιτάζομε (3) καὶ τὰ πράγματα τοῦ ἔθνους». Ὁ Σισίνης ἐσυμφώνησε μαζὶ καὶ μοῦ εἶπε ὅτι: «Εἶμαι ἕτοιμος καὶ μὲ δευτέραν σου διαταγὴν ξεκινάω». Ἔστειλα ἐγκύκλιον διαταγὴν εἰς ὅλες τὲς ἐπαρχίες Ἀρκαδιᾶς, Φανάρι, Λεοντάρι, Μεσσηνία, νὰ συνάξουν τοὺς στρατιώτας καὶ νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Τριπολιτζά. Ἐκίνησα διὰ τὴν Καρύταινα. Ἡμέρα καὶ νύκτα ἐπερπάτησα καὶ ἔφθασα εἰς τὴν Δημητζάνα, μαζώνοντας στρατιώτας. Φθάνοντας εἰς τὴν Δημητζάνα ἔρχεται ἕνας ταχυδρόμος μὲ μιὰ διαταγὴ τοῦ Μινίστρου τοῦ πολέμου καὶ μοῦ ἔγραφε: «Γενναιότατε στρατηγὲ Θ. Κολοκοτρώνη, λαμβάνοντας τὴν διαταγὴν τῆς κυβερνήσεως, νὰ κτυπήσεις τὴν σιδηρὰν ράβδον τὴν συνηθισμένην, νὰ συνάξεις τοὺς στρατιώτας καὶ νὰ ὑπάγεις εἰς τὴν Πάτρα. Ἡ κυβέρνησις τῆς ἐκακοφάνη πολὺ διατὶ διέλυσες τὴν πολιορκίαν τῆς Πάτρας, καὶ ὅσο διὰ τὴν ἐξασφάλισιν τῶν Δερβενίων ἔλαβε τὰ ἀναγκαῖα μέτρα».

Εἰς τὸν ἴδιον καιρό, ὁ ἴδιος ταχυδρόμος ἔφερνε ἕνα γράμμα τοῦ κὺρ Ἀναγνώστη καὶ τοῦ ἔλεγε: «Φιλογενέστατε κὺρ Ἀναγνώστη, νὰ πάρεις τὰ στρατεύματά σου καὶ νὰ ὑπάγεις εἰς τὰ Μεγάλα Δερβένια, διατὶ ὁ Δράμαλης ἔφθασε εἰς τὰς Θήβας». Καὶ ὁ κὺρ Ἀναγνώστης ἦτον εἰς τὰ Λαγκάδια μὲ τὸν δοῦλο του. Ἡ Κυβέρνησις ἔστειλε τὸν Ρήγα Παλαμήδη εἰς τὰ Μεγάλα Δερβένια μὲ 1.800 Κορινθίους καὶ Τριπολιτζῶτας (καὶ εἰς τὸ Ἄργος ἐμοίραζαν 8.000 ταΐνια) καὶ 1.000 Μανιάτες νεοφερμένοι. Ὁ Λουκόπουλος ἔδωσε 1.000 μαχμουντιέδες καὶ τοὺς ἔδωσαν εἰς τοὺς Μανιάτες, ὁποὺ δὲν ἐξεκινοῦσαν χωρὶς χρήματα. Μὲ 2.000 ἔφθασα εἰς τὴν Τριπολιτζά. Ἡ Γερουσία εὑρίσκετο ἐκεῖ. Μέρος ἀπὸ τοὺς γερουσιαστὰς φοβούμενοι τὸν ἐρχομό μου, ἔφυγαν. Ἀφοῦ ἐμβῆκα εἰς τὴν Τριπολιτζά, ἔβαλα ἄλλους ἀπὸ τὲς ἴδιες ἐπαρχίες καὶ ἐδυνάμωσα τὴν Γερουσίαν. Ἡ Γερουσία δὲν ἤξευρε παρὰ ἐκ φήμης τὸν ἐρχομὸν τοῦ Δράμαλη. Ἔβγαλα πεζοὺς εἰς ὅλες τὲς ἐπαρχίες νὰ ἑτοιμασθοῦν. Ἔμεινα 4 ἡμέρας εἰς τὴν Τριπολιτζάν. Ἤρχοντο ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ Ἄργος καὶ μᾶς ἔλεγαν ὅτι ὁ Δράμαλης ἔρχεται, καὶ εἰς ἐμένα ὁποὺ μὲ ἄκουαν εἰς τὴν Τριπολιτζά δὲν μοῦ ἔγραφεν τίποτε ἡ Κυβέρνησις, οὔτε ἔστειλε τὲς 6.000 στὰ Δερβένια. Ἐπειδὴ καὶ δὲν εἶχα εἴδησιν ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν, δὲν ἔστελναν καὶ τὰ στρατεύματα, ἐνόμιζα ὅτι ἦτον ψεύματα ὅλα. Ἀπὸ τὴν στενοχωρίαν μου στέλνω δύο καβαλλαραίους νὰ πᾶν εἰς τὸν Ἁγιογιώργη καὶ τὸ ὅ,τι μάθουν νὰ μοῦ στείλουν. Νὰ πᾶνε στὴν Κόρινθον, στὰ Δερβένια ἕως εἰς τὰς Θήβας νὰ εὕρουν τὸν Ὑψηλάντη καὶ Νικήτα, καὶ νὰ μοῦ στείλουν καθαρὰ εἴδηση τί τρέχει. (Εἰς τὸν μήνα Ἰανουάριον 1822 ἐβγῆκε ὁ Νικήτας καὶ ὁ Π. Ζαφειρόπουλος). Ὅσο νὰ πᾶν εἰς τὴν Κόρινθο, ἀπάντησαν τοὺς Τούρκους καὶ ὀλίγον ἔλειψε νὰ τοὺς πιάσουν ζωντανούς, καὶ ἐγύρισαν πίσω. Ὁ Ρήγας, ὁποὺ ἦτον εἰς τὸ Δερβένι, κινώντας οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὰ Μέγαρα, ἄφηκαν δύο - τρεῖς σημαίας καὶ ἔφυγαν χωρὶς νὰ ρίξουν τουφέκι. Οἱ Τοῦρκοι ἐνόμιζαν, ἀφοῦ εἶδον τὰς σημαίας ἀνοικτάς, ὅτι ἦτον στράτευμα καὶ ἄργησαν νὰ προχωρήσουν εἰς τὸν Ἀέρα. Ἀφοῦ εἶδαν ὅτι δὲν ἦτο στράτευμα, οἱ καβαλλαραῖοι Τοῦρκοι ἐπῆραν ἀπὸ κοντὰ τοὺς Ἕλληνας. Ἄλλοι ἔφυγαν κατὰ τὴν Αἴγινα καὶ ἄλλοι κατὰ τὸ Σοφικό. Οἱ Τοῦρκοι ἐσκότωσαν Ἕλληνας... Ὁ Ρήγας ἐπῆρε τὸ φύσημα εἰς τὸ Ἄργος καὶ ἔδωσε τὴν εἴδηση, ὅτι ὁ Δράμαλης ἐμβῆκε εἰς τὸ Δερβένι μὲ 60.000, ὡσὰν νὰ τοὺς εἶχε μετρήσει. Τὸν ἐρώτησαν: «Τί ἔγινε τὸ στράτευμα;» καὶ τοὺς ἀποκρίθηκε, ὅτι: «Ὅλοι ἐχάθηκαν, μόνον ἐγὼ ἐγλύτωσα». Ἡ Κυβέρνησις εἶχε φρούραρχον εἰς τὴν Κόρινθον ἕνα καλόγερον λεγόμενον Ἀχιλλέα, διδάσκαλος τῆς Ἀλληλοδιδακτικῆς καὶ βλέποντας τοὺς Τούρκους ἔφυγε μὲ τοὺς στρατιώτας, ἀφοῦ ἐσκότωσε τὸν Κιαμήλμπεη. Ὁ Δράμαλης ἔστειλε καὶ ἔπιασε τὸ Κάστρο. Τότε ἔστειλε 49 καβαλλαραίους νὰ φέρουν τὰ συγχαρίκια εἰς τὸ Ἀνάπλι. Τὸ Ἀνάπλι, πρὶν ἕνα μήνα, εἶχε κάμει συνθήκη μὲ τὴν Κυβέρνηση νὰ δώσουν οἱ Τοῦρκοι τὸ Καστέλι καὶ δέκα Τούρκους ἀξιωματικοὺς ἐνέχυρον καὶ ἐδικούς μας 30, καὶ νὰ τοὺς στέλνουν ζωοτροφίας ἕως ὅτου νὰ ἔλθουν τὰ Ἑλληνικὰ καράβια νὰ τοὺς πάρουν καὶ νὰ βάλουν εἰς τάξιν τὰ λάφυρα. Ἡ Κυβέρνησις βλέποντας τοὺς Τούρκους, ὁποὺ ἔφερναν τὰ συγχαρίκια, ἔφυγαν καὶ ἐμβῆκαν εἰς τὰ καράβια (τὸ Βουλευτικό), καὶ τὸ στράτευμα, ὁποὺ ἦτον ἐκεῖ συναγμένον, διελύθηκε. Οἱ δύο καβαλλαραῖοι μὲ ἔδωσαν εἴδησιν ὅτι ὁ Δράμαλης ἐμβῆκεν εἰς τὴν Πελοπόννησον καὶ ἦλθε στὴν Κόρινθον. Δὲν ἤξευραν ἀκόμη ὅτι τὸ Κάστρο ἦτον εἰς τοὺς Τούρκους καὶ ἐλπίζαμε νὰ τοῦ πᾶμε βοήθεια. Ὁ πεζὸς ἦλθε μία ὥρα πρὶν νὰ βασιλεύσει ὁ ἥλιος. Λαμβάνοντας τὸ γράμμα, ἐπῆγα εἰς τὴν Γερουσίαν καὶ τοὺς εἶπα, ὅτι: «Νὰ ἔλθουν ὅσοι ἠξεύρουν γράμματα». Καὶ ἔτζι ἐγράψαμε ὅλη τὴν νύκτα καὶ ἐστείλαμεν εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας διὰ νὰ προφθάσουν μίαν ὥραν ἀρχύτερα, διότι ὁ Δράμαλης ἐμβῆκεν εἰς τὴν Πελοπόννησον. Εἶπα τῆς Γερουσίας: «Νὰ σταθεῖς ἐδῶ καὶ νὰ μᾶς βοηθᾶς ἀπὸ τροφὰς καὶ πολεμοφόδια, καὶ ἐγὼ παίρνω τὰ στρατεύματα καὶ πηγαίνω ἐμπρός, καὶ ἂν ἰδῶ ὅτι δὲν ἠμπορῶ νὰ βαστάξω, τότε σᾶς στέλνω εἴδηση καὶ ἀναχωρεῖτε». Καὶ ἔτζι ἐβάσταξαν τὴν θέση. Τὴν αὐγὴ ἔβαλα λόγο εἰς τοὺς στρατιώτας καὶ τοὺς εἶπα: «Ἕλληνες, μὴ φοβεῖσθε! Ἐμεῖς ἐσκοτώσαμε τόσους Τούρκους ἐντόπιους, καὶ τούτους ἔτζι θὰ τοὺς κάμωμε. Δὲν εἶναι πολλοὶ οἱ Τοῦρκοι ὅσους τοὺς λέγουν. Νὰ ὑπάγομε νὰ σκοτωθοῦμε μακρὰν ἀπὸ τὰ παιδιά μας καὶ τὲς φαμελιές μας. Μὴν παίρνετε μαζί σας οὔτε μουλάρια, καπότες, ὅλα μᾶς τὰ φέρνουν ἐκεῖνοι». Ἐδιόρισα τὸν Κολιόπουλο καὶ τὸν Ἀντώνη Κολοκοτρώνη μὲ 1.700 νὰ τραβήξουν εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον καὶ νὰ ὑπάγουν ἀντίκρυ νὰ ρίξουν δύο - τρεῖς μπαταριές, νὰ ἀκούσουν οἱ Ἕλληνες ὁποὺ ἦτον εἰς τὸ Κάστρο τῆς Κορίνθου καὶ νὰ ἐνθαρρυνθοῦν. Ἔλπιζα ὅτι τὸ κάστρο ἐβάσταγε ἀκόμη. Ἐβάσταξα μόνον 300 καὶ ἐκίνησα διὰ τὸ Ἄργος, ὅπου ἤξευρα ὅτι ἦτον ἐκεῖ 5 - 6 χιλιάδες στρατιῶτες καὶ νὰ τοὺς πάρω καὶ νὰ ὑπάγω ἐμπρὸς εἰς τοὺς Τούρκους εἰς τὰ Δερβένια. Ἔρχοντας εἰς τὸ Παρθένι, ἀπάντησα τὸν Ρήγα μὲ τὸν Κολιὸ τὸν Δαριώτην. Τοὺς ἐρώτησα τί ἠξεύρουν, καὶ αὐτοὶ μοῦ ἀποκρίθηκαν ὅτι ἐμβῆκαν 60.000 Τοῦρκοι μέσα, ὅτι μόνον αὐτὸς ἐγλύτωσε. Τὸν ἐμάλωσα, καὶ τοῦ εἶπα: «Νὰ μὴ ματαειπεῖς τέτοια λόγια εἰς τὴν Τριπολιτζά.». Αὐτὸς μόλις ἐπῆγε στὴν Τριπολιτζά, ἔδωσε τὴν εἴδηση καὶ ἔφυγε ὅλος ὁ κόσμος ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά· μόνον ἡ Γερουσία ἔμεινε. Οἱ στρατιῶτες ὁποὺ εἶχα μαζί, ὡσὰν ἤκουσαν αὐτὰς τὰς εἰδήσεις ἐδείλιασαν, καὶ διὰ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνω ἄρχισα καὶ ἐτραγούδαγα. Παρακάτω ἀπάντησα τὸν Λυκοῦργο Κρεστενίτη μὲ 15 καὶ τοὺς εἶπα: «ποῦ πηγαίνουν» (1) καὶ αὐτοί: «πηγαίνουν εἰς τὸν Πύργον καὶ πάλιν ἔρχονται». Οἱ Μανιάτες ἔγδυσαν τὸ Ἄργος καὶ ἔφυγαν. Τοὺς ἀπαντάω εἰς τὸν δρόμο, τοὺς ἐρωτάω ποῦ πηγαίνουν καὶ αὐτοὶ μοῦ ἔλεγαν ὅτι: «Ἔχομεν ἄρρωστο, καὶ πᾶμε καὶ γυρίζομε». Τοὺς ἔλεγα: «Τὸν ἄρρωστο τὸν πάει ἕνας - δύο, ὄχι τόσοι». Εἰς τὸ Ταβούλι ἀπάντησα τὸν Ὑψηλάντη, τὸν Κρεβατᾶ, τὸν υἱόν μου Πάνο ὁποὺ ἦτον μὲ τὴν Γερουσία, τὸν Μαυρομιχάλη, τοὺς ἐρωτῶ: «Ποῦ πᾶτε; Τοὺς εἴδατε μὲ τὰ μάτια σας τοὺς Τούρκους;» - «Ὄχι, μᾶς εἶπαν πὼς ἐμβῆκαν 50 καβαλλαραῖοι εἰς τὸ Ναύπλιον». - «Ἐσεῖς ποῦ πᾶτε; Ἔχομε κανένα κάστρο νὰ ἐμβοῦμε; Ἔχομε καμμίαν δύναμιν νὰ τραβηχθοῦμε καὶ ἡμεῖς, καὶ οἱ Τοῦρκοι νὰ σκλαβώσουν τὸν κόσμο;» Καὶ ἔτζι τοὺς ἐκράτησα.

Ἔκραξα τότε τὸν Πέτρο Μπαρμπιτζιώτη καὶ τὸ Θεοδωρὴ Ζαχαρόπουλο καὶ τὸν Ἀντώνη Κουμουστιώτη, καὶ τοὺς λέγω: «Νὰ πᾶτε νὰ μοῦ πιάσετε τὸ κάστρο τοῦ Ἄργους μὲ 100 ἀνθρώπους διαλεκτούς, καὶ πιάνοντας τὸ Κάστρο, νὰ κάμετε φανό, ὅτι ἔπιασαν τὸ Κάστρο». Μὲ ἀπεκρίθηκαν ὅτι: «Πᾶμε, μὰ χανόμεθα». Τοὺς εἶπα: «Πηγαίνετε, κι ἐγὼ σᾶς παίρνω εἰς τὸν λαιμό μου». Καὶ ἔτζι ἐπῆγαν καὶ ἔκαμαν τὸν φανό. Εὐθὺς στέλνω τὸν Πάνο μὲ 150 στρατιώτας νὰ ὑπάγει νὰ πιάσει τοὺς Μύλους καὶ νὰ εἰδοποιήσει τὰ καράβια τῆς πεθερᾶς του νὰ πλησιάσουν κοντά, κι ἂν τὸν εὕρει πόλεμος νὰ τὸν βοηθήσουν μὲ τὰ κανόνια. Τρεῖς ἡμέρες ἐκαθίσαμεν εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπον, καὶ ἐγράψαμεν νὰ ἔλθουν στρατεύματα. Ἦλθαν οἱ Ἁγιοπετρίται μὲ τὸν Ζαφειρόπουλον καὶ Μυστριῶτες κι ἐγινήκαμε ὣς 1.000. Τότε εἶπα τοῦ Πετρόμπεη καὶ τοῦ Ὑψηλάντη νὰ πᾶν νὰ πιάσουν τοὺς Μύλους καὶ νὰ στείλουν βοήθεια εἰς τὸ Ἄργος, καὶ ἐγὼ νὰ τραβήξω κατὰ τὴν Κόρινθο, νὰ ἰδῶ πόθεν πηγαίνουν οἱ Τοῦρκοι. Καὶ ἔγιναν δύο κολόνες, ἡ μία νὰ ὑπάγει κατὰ τὰ Βασιλικὰ καὶ ἡ ἄλλη κατὰ τὸ Ἄργος. Ἐπῆγαν εἰς τοὺς Μύλους. Ὁ Πάνος, ὁ Μπεηζαντὲ Γεωργάκης, ἐπῆγαν καὶ ἐκλείσθηκαν εἰς τὸ Ἄργος. Ἐγὼ ἐτράβηξα διὰ νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Κόρινθο. Ηὕρηκα τὸν Κολιόπουλο εἰς τὸ Σκηνοχώρι, ὁ Ἀντώνης ἦτον εἰς τὸν Ἅγιο - Γιώργη· οἱ Τοῦρκοι ἄρχισαν νὰ κατεβαίνουν εἰς τὸ Ἄργος. Οἱ Τοῦρκοι μὴν εὑρίσκοντας ἐναντιότητα, ἐξαπλώνονται. Ὁ Κολιόπουλος ἀπαντᾶται εἰς τὸ Χαρβάτι μὲ τοὺς Τούρκους, ἐσκότωσαν 20. Ὁ Κολιόπουλος μονομαχεῖ μ᾿ ἕναν καβαλλάρη καὶ τὸν φονεύει. Τότε ἐγύρισε εἰς τὸ Σκηνοχώρι, ἐκατέβηκαν καὶ ἀπὸ τὸ Κάστρο τοῦ Ἄργους μερικοί, καὶ ἐπολέμησαν μὲ τοὺς Τούρκους ποὺ ἤρχοντο ἀπὸ τὴν Κόρινθο καὶ ἐσκοτώθηκαν καμμιὰ δεκαριά, Μανιάτες καὶ Πελοποννήσιοι. - Οἱ Κουμουντουραῖοι, ὁ Σισίνης, ἔμειναν ὅσοι ἦτον μὲ τὸν Μπέη· ὁ Ἀντώνης ἐκαρτέρεψε εἰς τὸν Ἅγιο Γεώργιο τοὺς Τούρκους στὴν Κόρινθο καὶ ἐσκότωσε 17. Τὴν ἄλλην ἡμέρα ἐπῆγαν 2.000 καὶ τὸν ἐπολέμησαν καὶ τὸν ἔδιωξαν καὶ ἔκαψαν σπίτια.

Ἐγώ, σὰν ἔστειλα τοὺς ἄλλους νὰ πᾶνε στοὺς Μύλους, ἐγὼ ἐτράβηξα κατὰ τὴν Κόρινθο καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ Σκηνοχώρι καὶ ἐπῆγα καὶ ηὗρα τὸν Κολιόπουλο, καὶ μοῦ εἶπε τὸν ἀναχωρισμὸν τοῦ Ἀντώνη ἀπὸ τὸν Ἅγιον Γεώργιον. Καὶ ἐκίνησα νὰ πάγω στὸν Ἅγιον Γεώργιον καὶ πηγαινάμενος εἰς τὸ Μαλανδρίνο, ηὗρα δέκα καβαλλαραίους Τούρκους, καὶ βλέποντάς μας ἐκλείσθηκαν εἰς ἕνα σπίτι· δὲν ἠθέλησαν νὰ παραδοθοῦν, τοὺς ἐκάψαμεν. Ἕνας στρατιώτης ἔπιασε τὸ τουφέκι ἑνὸς Τούρκου ἀπὸ τὴν θύραν, τοῦ τὸ πῆρε. Τραβάω καὶ πάγω εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιο. Τὸ χωριὸ ἦτον γεμάτο ἀπὸ λάδι κλπ. Τὸ ἔπιασα, ἀγνάντευσα καὶ εἶδα, ὅτι ἀπὸ τὴν Κόρινθο ἐκίνησαν τὰ τούρκικα στρατεύματα διὰ τὸ Ἄργος καὶ Ἀνάπλι. Ὅταν ἐκατέβηκαν οἱ Τοῦρκοι ἐπῆγαν καὶ ἐπολιόρκησαν τὸ Παλιόκαστρο τοῦ Ἄργους, καὶ οἱ Τοῦρκοι ἦτον δύο πασάδες. Οἱ πασάδες ἔλεγαν τῶν στρατιωτῶν, ὅτι: «Ἐδῶ εἶναι τὸ βιὸς τοῦ κόσμου. Τὸ Ἀνάπλι τὸ ἔχομε, τ᾿ ἄλλα τὰ πέρνομε ὅλα». Τὸ πολιόρκησαν. Ἦτον συναγμένα στρατεύματα εἰς τοὺς Μύλους ἕως 5.000. Ὁ Κολιόπουλος ἦτον κλειστὸς εἰς τὸ Παλιόκαστρο μὲ Φαναρίτας καὶ Καρυτινούς, μὲ τὸν Δημητράκη τὸν Δεληγιάννη. Μοῦ γράφουν ἕνα γράμμα, ὅτι νὰ φθάσω, διατὶ ἔκλεισαν τὸ Κάστρο καὶ δὲν ἔχουν προβεζιό. Τὴν ἄλλην ἡμέρα ἔκαμαν ἀρχηγὸ τοῦ στρατεύματος τὸν Ἀντωνάκη Μαυρομιχάλη, τοῦ στρατεύματος ποὺ εἶναι στοὺς Μύλους. Σὰν τὸν ἔκαμαν ἀρχηγόν, ἠθέλησαν νὰ κάμουν ἕνα πόλεμο μὲ τοὺς Τούρκους, καὶ τὸν Κολιόπουλον δὲν τὸν ἐτεμπίχιασαν ποὺ ἦτον εἰς τὸ πλευρό τους, καὶ ὁ πόλεμος ἐπιάσθη στὴν ἄκρην στ᾿ ἀμπέλια, καὶ ἐβγῆκαν Τοῦρκοι 10.000 καβαλλαραῖοι καὶ ἐτζάκισαν τοὺς Ἕλληνας, καὶ ἐχάθηκαν 150 Ἕλληνες. Σὰν ἔχασαν τὴν μπατάλια, μοῦ στέλνουν ἕνα γράμμα καὶ μοῦ λένε, ἂν τρώγω ψωμὶ νὰ τὸ ἀφήσω, νὰ τοὺς βοηθήσω - ἤμουν εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον - διατὶ ἡ πατρὶς ἐχάθη. Δὲν ἔλειψα εὐθὺς νὰ κινήσω μὲ 100 στρατιώτας καὶ τὸν Ἀντώνη Κολοκοτρώνη τὸν ἀφήνω στὰ Δερβενάκια μὲ καμμιὰ χιλιάδα. Πηγαινάμενος εἰς τοὺς Μύλους τοὺς Ἀργίτικους ηὗρα ὅλους τοὺς στρατιώτας λυπημένους ἀπὸ τὸν πόλεμον τῆς ἄλλης ἡμέρας ποὺ ἐχάθηκαν στρατιῶτες. Δὲν ἔλειψα νὰ τοὺς ὁμιλήσω καὶ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνω, ὅτι ἂν οἱ Τοῦρκοι ἐσκότωσαν 150, ἡμεῖς χιλιάδες, καὶ νὰ ἐκδικηθοῦμε, καὶ ἄλλα πολλὰ τοὺς εἶπα καὶ ἐμψυχώθηκαν. Τοὺς ἐμάλωσα πολὺ μὲ τὴν ἀταξία τοῦ πολέμου, ὅτι δὲν ὁμίλησαν καὶ τοῦ Κολιόπουλου. Ὁ Μαυρομιχάλης, ὁ Κρεβατᾶς ἦτον εἰς τοὺς Μύλους τοὺς Ἀφεντικοὺς (Μύλοι Ἀργίτικοι, Μύλοι Ἀφεντικοὶ διαφορά). Τὴν ἄλλην ἡμέρα ἐπλάκωσαν 1.200 Ἀρκαδιανοί. Οἱ Τοῦρκοι ἔρριχναν βόμβες ἀπὸ τὸ Ἄργος καὶ ἔβαναν δύο κανόνια ἀπὸ μία ράχη καὶ ἐπολιορκοῦσαν τὸ Παλιόκαστρο. Οἱ κλεισμένοι δὲν εἶχαν τίποτε μέσα καὶ ἦτον στενοχωρημένοι. Στὲς 20 τοῦ Ἰουλίου, στὴν ἡμέραν τοῦ Ἁγίου Ἠλία, ἔκραξα τὰ στρατεύματα εἰς τοὺς Μύλους τοὺς Ἀργίτικους καὶ τοὺς ὁμίλησα δύο ὧρες: «Νὰ πολεμήσομε, νὰ βγάλομε τοὺς κλεισμένους, οἱ Τοῦρκοι εἶναι ὅλοι (1) σαβούρα».

Ἀπεφάσισα νὰ κτυπήσομε τὸ βράδυ ἀπὸ ὅλες τὲς μεριὲς τοὺς Τούρκους, διατὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ πάγει ἄνθρωπος νὰ τοὺς ἰδεῖ, ἀλλ᾿ ὅ,τι ἔκαναν τὰ σινιάλα. Τότενες, διατάττω τὲς ἐπαρχίες νὰ κτυπήσουν τὸν ἐχθρὸ εἰς τὴν θέση καθεμιὰ ποὺ εἶχε. Τότε καὶ τὸν Κολιόπουλο καὶ τοὺς Ἀρκαδιανοὺς τοὺς ἔβαλα εἰς τὸ κέντρον, νὰ κτυπήσουν τοὺς Τούρκους ὁποὺ εἶχαν τὰ κανόνια. Καὶ οἱ Ἀρκαδιανοὶ καθὼς ἐπῆγα τὸ βράδυ καὶ ἐκτύπησα ἀπὸ ὅλες τὲς μεριές, ἐπῆγαν καὶ ἐχάλασαν μὲ τὰ πόδια τὰ ταμπούρια. Ἀναχωροῦν πάλιν διὰ νυκτός, διότι οἱ ἄλλοι Ἕλληνες δὲν ἐκινήθησαν. Ἐκεῖνοι ἔμειναν ἀκόμη κλεισμένοι εἰς τὸ Παλιόκαστρο. Τὴν ἄλλην ἡμέρα ἐστενοχωρήθηκα διὰ τοὺς μέσα, νὰ μὴ βλαφθοῦν. Ἔκαμα ἕνα στρατήγημα: νὰ πᾶμε ὅλοι ὁλοτρόγυρα νὰ ἀδειάσομε ἀπὸ δύο τουφέκια, νὰ κάμομε φανὸ καὶ ἐκεῖνοι νὰ κάμουν τρόπο νὰ ἔβγουν ἀπὸ τὸ Παλιόκαστρο. Ἔτζι ἐζυγώσαμε κοντά, ἐκεῖνοι ἐβγῆκαν τότε ἀβλαβεῖς ἀπὸ τὸ Παλιόκαστρο καὶ ἄφηκαν μέσα ἕνα ἀσκὶ τυρί, καὶ ἐβγῆκαν ὅλοι εἰς τοὺς Μύλους τοῦ Ἄργους ὑγιεῖς. Τὴν αὐγὴν μπαίνουν οἱ Τοῦρκοι στὸ Κάστρο καὶ δὲν εὕρισκαν οὐδέν. Αὐτοὶ (οἱ δικοί μας) εἶπαν ὅτι ἀναχωρήσαμεν. Τὰ στρατεύματα τὴν αὐγὴν βγαίνουν καμμιὰ δεκαριὰ χιλιάδες καβαλλαραῖοι καὶ βγαίνουν εἰς τοὺς Μύλους τοὺς Ἀργίτικους νὰ ἰδοῦν. Βλέποντας ἡμεῖς τὴν καβαλλαρία, ἐγὼ ἔκαμα τοὺς δικούς μου κολόνα εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ λόφου καὶ κατέβηκαν καμμιὰ 20 καβαλλαραῖοι καὶ ἔκαμαν ἀκροβολισμοὺς εἰς τοὺς κάμπους, διότι οἱ Τοῦρκοι ἐβγῆκαν νὰ ἰδοῦν, ὄχι νὰ κάμουν πόλεμο. Ἐγύρισαν εἰς τὰ ἀμπέλια, ὅτι ἦτον προβαλμένα τὰ σταφύλια καὶ ἐπῆραν. Δίδαξα τὰ στρατεύματα εἰς τοὺς Μύλους τοὺς Ἀφεντικοὺς νὰ πιάσουν ἐκεῖ καὶ νὰ ἀνάψει ἀπὸ καθένας 20 φωτιές, καὶ τὸ Τριπολιτζώτικο τὸ ἔβαλα ἀντίκρυ εἰς τὲς ράχες νὰ κάμουν καὶ αὐτοὶ τὸ ἴδιο. Ὁ Κολιόπουλος μὲ τὸ στράτευμά του νὰ πιάσει τὸ Σκηνοχώρι ἀνάμεσα εἰς τὲς δημοσιὲς ποὺ πᾶνε εἰς τὴν Τριπολιτζά. Βλέποντας οἱ Τοῦρκοι ὅτι τόσες φωτιὲς ὁλοτρόγυρα, ἀπεφάσισαν ὅτι δὲν ἠμποροῦν νὰ περάσουν διὰ Τριπολιτζά. Εἶχαν ἔλλειψη ἀπὸ τροφάς, διότι ὁ Τζόκρης εἶχε κάψει μπροστύτερα τὸν κάμπον τοῦ Ἄργους. Ἔκαμαν συμβούλιο νὰ γυρίσουν πίσω στὴν Κόρθο, ν᾿ ἀπεράσουν στὴ Βοστίτζα, νὰ πᾶνε στὴ Γαστούνη διὰ τροφάς, διότι δὲν εἶχαν. Ἐγὼ ἔκαμα συνέλευση μὲ ὅλους τοὺς ὁπλαρχηγοὺς εἰς τοὺς Μύλους τοὺς Ἀργίτικους, τοὺς εἶπα: «Οἱ Τοῦρκοι θὲ νὰ γυρίσουν ὀπίσω κατὰ τὴν Κόρθο. Τὸ βλέπουν ὅτι ἀπὸ ἐδῶ δὲν ἠμποροῦν νὰ περάσουν, μόνον σταθῆτε ἐδῶ νὰ πάγω νὰ πιάσω τὸ Δερβενάκι, διατὶ οἱ Τοῦρκοι θὰ ἀπεράσουν». Ἀφήνω τὸν Γιατράκο τὸν Π. εἰς τὰ σώματα ὁποὺ ἦτον εἰς τοὺς Μύλους, καὶ αὐτοὶ δὲν ἤθελαν, ἔλεγαν νὰ κάτζω ἐγώ, τοὺς ἔλεγα νὰ πάγουν αὐτοί. Ἀναχώρησα πὲρ βίας νὰ πιάσω τὸ Δερβενάκι, ἀπὸ ἐκεῖθε ἤμουν βέβαιος, ὅτι θὰ περάσουν καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά. «Ὁ Κολοκοτρώνης, ἔλεγε ὁ Πετρόμπεης, πάγει κλέφτης εἰς τὰ βουνά». Καὶ ἀνεχώρησα καὶ ἐπῆγα εἰς τὸν Ἅγιο Γεώργιο. Στὲς 26 τοῦ Ἰουλίου, ἡμέραν τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, εἶχε τὴν αὐγὴν ὁμιλήσει ἡ βάρδια τοῦ Ἀντώνη, μὲ 300 νομάτους. Οἱ Τοῦρκοι ἐβγῆκαν καὶ ἔρχονται εἰς δύο κολόνες. Τῆς ὀρδινάρησα εὐθὺς ἐγὼ εἰς τὸν Ἅγιο Γεώργιο νὰ μαζώξουν ὅλες τὲς ζωοτροφίες εἰς 4 σπίτια οἱ Τζαουσάδες, ὁποὺ ἐὰν ἰδοῦν καὶ ἔρχονται εἰς δύο κολόνες νὰ σᾶς κάμω σενιάλι, νὰ κάψετε τὲς τροφὲς καὶ νὰ μὴν τὰ λάβουν οἱ Τοῦρκοι. Ἐγὼ ἐπῆρα τὸ λοιπὸ στράτευμα καὶ ἔπιασα τὸ Δερβενάκι. Ὁ Νικήτας καὶ ὁ Παπαφλέσσας καὶ ὁ Ὑψηλάντης μὲ 500 στρατιώτας τοὺς εἶχα βάλει καὶ εἶχαν πιάσει τὸ Κινάρι, χωριὸ δυνατὸ εἰς τὸν δρόμον τῶν Κορινθίων. Οἱ Τοῦρκοι, ἡ μπροστέλα ἔφθασε εἰς τὸν Ἀντώνη καὶ καθὼς εἶδε τοὺς Ἕλληνας, ἐμπρός, ὡμίλησαν οἱ Τοῦρκοι νὰ τοὺς ἀφήσουν τὸν δρόμο, διατὶ θὰ ἀπεράσουν ὀπίσω εἰς τὴν Ρούμελη, στὴν πατρίδα μας. Ἐγὼ ἔστειλα πεζὸ νὰ πάγει εἰς τὸ Σκηνοχώρι ποὺ ἦτον ὁ Κολιόπουλος, νὰ ἔλθει νὰ μᾶς δώσει βοήθεια. Ἀπὸ ἐκεῖ ἦτον ὧρες 6, ἀπὸ τὸ Δερβενάκι ἕως τὸ Κινάρι ὧρες 2, ὅπου ἦτον ὁ Νικηταρᾶς, ἦταν καὶ ἀπὸ τὸν Ἅγ. Γεώργη, ὁ παπα Νίκας ἀπὸ τὴν Κόρινθο μὲ τὰ Κορινθιακὰ στρατεύματα εἰς ἕνα χωριό, στὴ Μάγκα. Ἔστειλα καὶ εἰς ἐκείνους νὰ ἔλθουν μεντάτι. Ἐγὼ πηγαινάμενος εἰς τὸ Δερβενάκι, ἔκλεξα 800 στρατιώτας εἰς τὸ γελέκι, καὶ τοὺς ἔκαμα 4 κολόνες, καὶ τοὺς ἐκατέβασα κάτω ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πόστο ὁποὺ ἐκρατοῦσα εἰς τὴν ράχη, καὶ ὁ Ἀντώνης ἐκρατοῦσε τὸ κεφάλι, ἦτον ὀμπροστά. Καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐβγαίνανε ἀπὸ τὸ Κάστρο καὶ οἱ ὀμπροστινοὶ ἐκαρτεροῦσαν νὰ συναχθοῦν ὅλοι. Ὅσο νὰ συναχθοῦν οἱ Τοῦρκοι, ἔβαλα τὲς σημαῖες καὶ τὰ ζῶα καὶ καπότες, τὰ ἔβαλα ὅλα εἰς μία ράχη, διὰ νὰ νομίσουν, ὅτι ἐκεῖ εἶναι οἱ πολλοὶ στρατιῶτες καὶ νὰ κάμουν κάτω, νὰ μὴν ἔλθουν ἐπάνω μας καὶ μᾶς χαλάσουν. Ἐγὼ ἐστεκόμουν μὲ 10 ἀνθρώπους στὴν κορφή, οἱ ψυχογιοὶ μὲ τὰ μουλάρια ἀράδα. Τοῦ δὲ Νικήτα ὁ πεζὸς τοῦ εἶπε, ὅτι ἐβγῆκαν οἱ Τοῦρκοι, καὶ ὄχι ὅτι ἔρχονται ν᾿ ἀπεράσουν εἰς τὸ Δερβενάκι. Οἱ Κορίνθιοι ἐσκόρπισαν. Ὁ Κολιόπουλος 6 ὧρες ἀλάργα, ἐνύκτωσε ἕως νὰ πάγει ἐκεῖ ὁ πεζός. Στὲς 3 ἡ ὥρα συνάχθηκαν ὅλοι οἱ Τοῦρκοι, καὶ οἱ πασάδες ἦτον στὴν πίσω μεριά. Οἱ δὲ 6 χιλιάδες, ποὺ ἦταν εἰς τοὺς Μύλους, δὲν εἶχαν βάρδια διὰ νὰ ἰδοῦν, ὅτι ἄδειασε τὸ Ἄργος, νὰ ἔλθουν ἀπὸ κοντά. Οἱ 4 κολόνες τοὺς εἶχα τεμπίχι, νὰ μὴ κάμουν ἀρχὴ πολέμου, παρὰ ἀφοῦ ἀκούσουν τὰ 10 τουφέκια, καὶ ἔτζι ἐστέκονταν. Οἱ Τοῦρκοι, σὰν ἐσυνάχθηκαν ὅλοι, διέταξε ὁ πασάς νὰ κινήσει ἡ μπροστέλα. Καὶ ἔτζι οἱ Τοῦρκοι ἐξεκαβάλικαν διὰ τὸν τόπο καὶ ἐκίνησαν μὲ τὰ πόδια, καὶ ὁ Ἀντώνης ἦτον ταμπουρωμένος. Ὁ Ἀντώνης ἐκτύπησε, ἀφοῦ ἔφθασαν 100 βήματα οἱ Τοῦρκοι καὶ ἐκράτησαν καμμιὰ δεκαριὰ Τούρκους. Ἐκεῖνοι ἔδωσαν τὲς πλάτες καὶ ἔκαμαν κατὰ τὸν Ἅγιο Σώστη, καὶ ἐκεῖ εἶναι ρεύματα, καὶ ἐπῆρε τὸ ἀσκέρι τὸ τούρκικο τὲς ράχες. Ὁ Ἀντωνάκης δὲν ἔπεσε κοντὰ εἰς ἐδαύτους, παίρνει ἕνα μπαϊράκι μὲ 30 νομάτους καὶ πέφτει εἰς τὸν Ἅγιο Σώστη ἐμπρός, οἱ Τοῦρκοι ἐγένηκαν τρεῖς κολόνες, μία ὀπίσω, οἱ πασάδες, μία στὴν μέση, ἡ ἄλλη κατὰ τὸν Ἀντωνάκη· ἕως 10.000 ἐκίνησαν κατὰ τὸν Ἀντωνάκη· οἱ 30 ἐσκότωσαν πολλούς, δύο μόνον ἐσκοτώθηκαν, ἀνίψια μου.

Οἱ Τοῦρκοι ὅσοι ἔμειναν, ἐπέρασαν κατὰ τὴν Κουρτέσα καὶ ἐκεῖ ἔκαμαν στάση. Ἀκούοντας ὁ Νικήτας, ὁ Ὑψηλάντης, ὁ Φλέσσας, ἔφθασαν εἰς τὸν Ἅγιο Σώστη καὶ ἔπιασαν τὸν δυνατότερον τόπον εἰς τὸν Ἅγιο Σώστην. Τὸ μεσιανὸ στράτευμα ὅπου ἐσκότωναν οἱ Ἕλληνες, ἔδωσε νὰ περάσει καὶ ἐκεῖνο, καὶ ἔπεσεν εἰς τὸν Νικήτα· ἐκεῖ ἐσκότωσαν ἕως 1.000. Ἐπέρασε καὶ αὐτήνη ἡ κολόνα κατὰ τὴν Κουρτέσα καὶ ἔσμιξε μὲ τοὺς ἀλλουνούς, οἱ δὲ πασάδες ποὺ ἔμειναν ὀπίσω ἐνύκτωσε καὶ δὲν ἠμπόραγαν ν᾿ ἀπεράσουν. Ὡμίλησαν τοὺς Ἕλληνας καὶ τοὺς εἶπαν: «Ποιὸς καπετάνιος ὀμπροστά;». Ἀποκρίθηκε ἕνας παπάς ἀπὸ τὸ Χρυσοβίτζι: «Ὁ Κολοκοτρώνης εἶναι». Ἀποκρίθηκαν οἱ πασάδες: «Νὰ κάμομε μπέσα, νὰ ἀπεράσομε καὶ τοῦ δίνομε ὅ,τι ζητήσει». Καὶ τότενες ἔστειλε ὁ παπα - Δημήτρης ἕναν ἄνθρωπο νὰ μοῦ ὁμιλήσει. Λαμβάνοντας τὴν εἴδηση, καὶ ἐκίνησα νὰ ὑπάγω. Εἶχα στὸν νοῦν μου νὰ τοὺς χασομερήσω, ὥστε νὰ ἔλθει τὸ πρωΐ, νὰ τοὺς χάσομε. Μέσα εἰς τὸ στράτευμα εἴχαμε καὶ μερικοὺς καβαλλαραίους, ὁ Φωτάκος καὶ ὁ Σπηλιωτόπουλος, καὶ ὁ Βούλγαρης ὁ Κῶτσος καὶ ὁ Κωνστ. Ἀναστασόπουλος, καὶ ἄλλο ἕνα ἀνιψίδι μου. Ἐκεῖνοι ἐκίνησαν. Οἱ πασάδες, βλέποντας καβαλλαραίους δικούς μας, ἐνόμισαν ὅτι ἔχομε καβαλλαρία πολλή. Γυρίζουν, πᾶνε στὴν Τίρυνθον, ἀφήνουν ὅ,τι εἶχαν, ἐνύκτωσε, τὸ μπουχό τους ἐβλέπαμε. Ἐξημέρωσε καὶ ὁ Κολιόπουλος μὲ 2.000 μὲ τὸν Δημ. Δεληγιάννην καὶ μὲ τοὺς Φαναρίτες. - Οἱ ἐδικοί μας ἔπεσαν στὰ λάφυρα καὶ εἰς τοὺς λόγκους. Οἱ Τοῦρκοι, ὁποὺ ἦτον εἰς τὴν Κουρτέσα, ἐδοκίμασαν νὰ μάθουν τὶ ἔγιναν οἱ πασάδες, καὶ ἐκίνησαν 1.000 νὰ ἔλθουν εἰς τὸν Ἅγιον Σώστη. Τοὺς ἐκαρτέρεσαν οἱ δικοί μας, τοὺς ἔρριξαν μία μπαταρία τουφέκια, τοὺς πισωδρόμησαν. Οἱ πασάδες ἐπῆγαν, ἐστάθηκαν εἰς τὴν Τίρυνθο, εἰς τὴν Γλυκειά, καὶ ὁ Νικήτας ἐτραβήχθηκε μὲ τὸν Παπαφλέσσα στὸ Ἁγιονόρι, πρῶτα ἦταν εἰς τὸν Ἅγιον Σώστη. - Τὸ Δερβενάκι εἶναι πλευρὰ ἀπὸ τοῦ Ἀγαμέμνονος τὸ μνῆμα. - Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἐξημέρωσε, καὶ ὁ Κολιόπουλος καὶ ἐγενήκαμε ἡμεῖς 4.000 εἰς τὸ Δερβενάκι. Ὁ Γιατράκος μὲ τὸν Τζόκρη ἦλθαν εἰς τὸ Δερβενάκι, τοὺς λέγω: «Ποῦ εἶναι τἄλλα στρατεύματα;» - «Εἶναι εἰς τὸ Κουτζοπόδι καὶ ἕως εἰς τοῦ Χαρβάτη». Τοὺς εἶπα: «Οἱ πασάδες ὁποὺ εἶναι εἰς τὴν Τίρυνθο ταχιὰ θὰ ἐκστρατεύσουν διὰ τὴν Κόρινθο, μόνο ἐσεῖς νὰ πάρετε τὰ στρατεύματά σας καὶ νὰ πᾶτε εἰς ἕνα χωριὸ εἰς τὸν δρόμον ποὺ πηγαίνει ἀπὸ τὸ Ἁγιονόρι εἰς τὴν Κόρινθο, καὶ νὰ σταθῆτε ἐκεῖ νὰ βάλετε καραούλι, νὰ μὴν περάσουν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὸ Ἁγιονόρι. Ἂν ἔλθουν κατ᾿ ἐμᾶς, νὰ ἐλθῆτε ἀπὸ πίσω, καὶ ἡμεῖς τοὺς καρτεροῦμεν ἐμπρὸς - ἐσεῖς ἔρχεσθε ἀπὸ πίσω, σὰν προσπεράσουνε κατὰ μᾶς - διὰ νὰ πιάσομε τοὺς πασάδες ζωντανούς. Ἂν κάμουν κατὰ σᾶς, νὰ μᾶς κάμετε σενιάλο νὰ ἔλθομε κατὰ σᾶς βοήθειά σας». Αὐτοὶ ἐκίνησαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸ στράτευμα, καὶ τὸ στράτευμα ἔφυγε καὶ ἐπῆγε εἰς τοὺς Μύλους τοὺς Ἀφεντικοὺς (ὁ Γιατράκος ὡς φαίνεται τοὺς παρεκίνησε νὰ φύγουνε). Ὁ Γιατράκος, σὰν ἀνεχώρησε τὸ στράτευμα, δὲν μοῦ τὸ ἐμήνυσεν, ὅμως ἐγὼ ἤλπιζα ὁπὼς θὰ πάγει ἐκεῖ ὅπου τὸν διόριζα καὶ ἔμεινα ἀναπαυμένος καὶ εἶχα βάρδιες νὰ ἰδῶ τὸ σενιάλο ποὺ θὰ μοῦ κάμουν. Οἱ Τοῦρκοι ἐκίνησαν καὶ ἐτράβηξαν ἴσια τοῦ Ἁγιονοριοῦ τὴν στράτα, οἱ πασάδες. Ἐπῆγαν ἐπάνω στὴν μπροστοφυλακὴν τοῦ Νικήτα. Ἀρχινώντας ἡ μπροστοφυλακὴ τὸν πόλεμο, ἔβγαινεν ὁ Νικήτας νὰ τοὺς πάγει μεντάτι, καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ βαστάξουν, ἀλλὰ ἐγύρισε ὅλο τὸ στράτευμα καὶ ἔπιασε τὸ χωριό. Οἱ Τοῦρκοι ἐπῆγαν στὴν ἄκρη στὸ χωριὸ πολεμώντας τους. Οἱ Τοῦρκοι δὲν εἶχαν σκοπὸν νὰ πολεμήσουν τὸν Νικήτα, ἀλλὰ εἶχαν σκοπὸ κατὰ τὴν Κλένια νὰ ἀπεράσουν, καί, καθὼς ἐκίνησαν οἱ Τοῦρκοι νὰ πᾶνε κάτω, ἐκίνησε ὁ Νικήτας καὶ οἱ ντοπικοὶ καὶ οἱ γυναῖκες ἀκόμα. Τότε μᾶς ἔδωσαν εἴδηση εἰς τὰ Δερβενάκια (δυὸ ὧρες μακρὰν ἀπὸ τὸ Ἁγιονόρι τὰ Δερβενάκια). Ἔστειλα τὸν Δημήτρη Κολιόπουλον νὰ πιάσει τὴν Κλένια, ὅταν ἄκουσα τὸν πόλεμο, μὲ 2.000. Ὁ Νικήτας τοὺς ἔπεσε ἀπὸ κοντὰ καί, ὣς τὴν Κλένια ποὺ τοὺς ἐπῆγε, 500 ἐσκότωσε καὶ ἕνα πασά. Ἀπαράτησαν τὰ καμήλια τους, τὰ φορτώματά τους. Ὁ Κολιόπουλος δὲν ἔφθασε νὰ πιάσει τὴν Κλένια. Τὸ ἀσκέρι ποὺ ἦταν στοὺς Μύλους βλέποντας τοὺς Τούρκους ποὺ ἔφυγαν, ἐκίνησαν ἀπὸ κοντά, πλὴν δὲν ἔκαμαν πόλεμο. - Γιατράκος. Οἱ Τοῦρκοι ἐπῆγαν εἰς τὴν Κόρινθο, ὅσοι ἔμειναν. Μανθάνοντας ἐγὼ ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἀπέρασαν, καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Κόρινθο καὶ οἱ πασάδες, ἐπείκασα ὅτι θ᾿ ἀπεράσουν ἀπὸ τὰ Μαῦρα Λιθάρια διὰ Βοστίτζα καὶ Πάτρα, διὰ ζαερέδες. Εὐθὺς διέταξα ὅλα τὰ στρατεύματα νὰ μὲ ἀκολουθήσουν καὶ ἔπιασα τὰ Βασιλικά· τὸ στράτευμά μας ἕως 7.000.

Τὸ βράδυ ὁποὺ ἐνύκτωσε ἐτεμπίχιασα τοὺς στρατιώτας νὰ κάμουν ἀπὸ 10 ἢ 15 φωτιές, ποὺ εἴμεθα ἀντίκρυ τῆς Κορίνθου, καὶ ἐφωτολόγησαν τὰ βουνά, καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐνόμισαν ὅτι εἴμεθα τόσες χιλιάδες στρατεύματα. Τὴν αὐγὴν οἱ Τοῦρκοι κινᾶν 15.000 νὰ δοκιμάσουν τὸ πέρασμά τους. Ἐπολεμήσαμεν δὲν ἠμπόρεσαν ν᾿ ἀπεράσουν· ἐσκοτώθηκαν ὀλίγοι, τὸ βράδυ ἐγύρισαν πίσω εἰς τὴν Κόρινθο. Ὁπόταν ἔβγαιναν ἐκεῖ, τοὺς καρτεροῦσαν οἱ Ἕλληνες καὶ τοὺς ἐπολεμοῦσαν μὲ ἀκροβολισμούς. Μία ἡμέρα κινᾶν 2.000 ὅλοι νὰ ἀπεράσουν μὲ πόλεμο καὶ τοὺς ἀντιστάθηκαν οἱ Ἕλληνες πεισματωδῶς καὶ ἡ καβαλλαρία κάνει γιουρούσι καὶ ἐτζάκισε ἕνα ταμπούρι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας· τοὺς πλάκωσε κάτω στὲς ρίζες, ἐσκοτώθηκαν 30, μεταξὺ αὐτῶν ὁ Ἀναγνώστης Πετιμεζᾶς καὶ τὸ παιδί του, ποὺ ἦταν κουμάντο καὶ ἕνας παπὰς σημαντικὸς ἀπὸ τὸ Μυστρᾶ. Ἐκατέβηκαν τ᾿ ἄλλα ταμπούρια κι ἐβοήθησαν τοὺς φευγάτους. Οἱ Τοῦρκοι ἐγύρισαν ἄπρακτοι κι᾿ ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ὁ Δράμαλης ἐδιάλεξε 400 Τούρκους, καὶ τοὺς ἄφησε μὲ τὸ ζαερέ τους 6 μῆνες μ᾿ ἕνα κουμάντο εἰς τὸ Παλαμήδι, καὶ οὔτε ἔμβαινε οὔτε ἔβγαινε κανένας ἀπὸ τοὺς ἄλλους Τούρκους. Ἐπῆραν τὴν ἀπόφασιν, ὅτι δὲν ἠμποροῦν νὰ τοὺς ἔλθει μεντάτι - ἐπρόσμεναν τὴν ἀρμάδα - ἔβγαιναν μόνο κι ἔκαναν ἀκροβολισμούς. - Μπροστύτερα οἱ Κορίνθιοι μὲ εἶχαν εἰπεῖ, νὰ τοὺς στείλω ἕνα κουμάντο, καὶ στρατολόγαε τοὺς Κορινθίους καὶ ἐβασάνιζε τοὺς Τούρκους. Μοῦ ἦλθε μία διαταγὴ ἀπὸ τὴν Γερουσία νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Τριπολιτζά καὶ εἰς τὸ μέρος τὸ Βασιλικὸν ἄφησα τὸν Γενναῖο καὶ Ἀπ. Κολοκοτρώνη (εἶχα καὶ ὀρδὶ στὴν Κλένια)...

Ἀπὸ τὴν Κόρινθο ἐπῆγα εἰς τὴν Τριπολιτζὰ διὰ νὰ ὑποστηρίξω τὴν Γερουσία. Οἱ ἄρχοντες ἐφθόνησαν διὰ τὰ κατορθώματα ὁποὺ ἔκαμα εἰς τὸν Δράμαλη, ἐφθόνησαν καὶ τὴν Γερουσία ὁποὺ μὲ ὑποστήριξε. Ὅταν ἐτζάκισα τὸν Δράμαλη εἰς τὰ Δερβενάκια τὸ στράτευμα μὲ ὑπόγραψε Ἀρχιστράτηγο καὶ ἔλαβα καὶ τὸ δίπλωμα ἀπὸ τὴν Γερουσία. Τὸ Βουλευτικὸ καὶ τὸ Ἐκτελεστικὸ δὲν εἶχε καμμίαν δύναμιν, οὔτε ἐνήργησε τίποτες εἰς αὐτὴν τὴν περίστασιν. (Ὁ Κανακάρης ἔλεγε: «Τὰ ἀρχεῖα ἂς γλυτώσομε καὶ τὸ ἔθνος ἂς πάγει.» - παραξενιά!).

Οἱ ἄρχοντες ἐνέργησαν διὰ νὰ γίνει συνέλευσις μὲ σκοπὸν νὰ γκρεμίσουν τὴν Γερουσία (ἡ ὁποία εἶχε κάμει τὰς μεγαλειτέρας ἐκδουλεύσεις) καὶ τὴν ἐδικήν μου Ἀρχιστρατηγίαν, καὶ ἔτζι ἐκήρυξαν τὴν συνέλευσιν. Ἐγώ, εὑρισκόμενος εἰς τὴν Τριπολιτζά, ἔμαθα ὅτι ἐπέρασαν 200 φορτώματα ἀπὸ τὰ Δερβενάκια καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸ Ναύπλιον. Ἤμουνα ἄρρωστος καὶ ἐστεναχωρούμουν. Ἔπειτα ἀπὸ 5 - 6 ἡμέρας ἐκίνησαν μιὰ δεκαριὰ χιλιάδες μὲ 400 φορτώματα καὶ ἔπιασαν τὴν θέσιν τοῦ Ἁγίου Σώστη, καὶ τὰ ἔστειλαν εἰς τὸ Ναύπλιον καὶ ἐπρόσμεναν νὰ ἐπιστρέψουν ὀπίσω. Εἰς τὰ Δερβενάκια εἶχα ἀφημένον τὸν Νικήτα, Πάνο, τὸν Κεφάλα, τὸν Γενναῖον, τὸν Μῆτρον Ἀναστασόπουλον, τοὺς Φαναρίτας. Τότε σὰν ἤκουσα δυὸ φορὲς νὰ βάζουν ζωοτροφίας, ἐκίνησα καὶ ἐπῆγα εἰς τοὺς Μύλους τοὺς Ἀφεντικούς, καὶ ἔγραψα ἕνα γράμμα τῶν πασάδων καὶ τῶν μπέηδων εἰς τὸ Ἀνάπλι, ὅτι: «Ἂν θελήσουν ν᾿ ἀδειάσουν τ᾿ Ἀνάπλι, καὶ τοὺς βαρκάρω, νὰ πάγουν ὅπου θέλουν τώρα ὁποὺ ἔχουν ζαερέ, εἴτε μὴ καὶ σταθοῦν εἰς τὸ πεῖσμα ἀκόμη, θέλει πάρουν τὰ παιδιά τους καὶ τὲς φαμιλιές τους εἰς τὸν λαιμόν τους, διατί πλέον ἐγώ τραττάτα δὲν κάμνω, καὶ μὴν καρτερεῖτε πλέον ζαερέδες ἀπὸ τὴν Κόρινθον, διατί πηγαίνω ἀτός μου εἰς τὰ Δερβενάκια καὶ δὲν θὰ ἀφήσω νὰ σᾶς περάσουν ζωοτροφίας καὶ ἂν δὲν ἀκούσετε, ἂς ἔχετε τὸ κρίμα εἰς τὸν λαιμόν σας». Ἀπὸ τοὺς Μύλους ἐπῆγα εἰς τὰ Δερβενάκια. Εἶχα ὀρδὶ καὶ εἰς τὴν Κλένια καὶ ὀρδὶ εἶχα εἰς τὸ Στεφάνι, μία ὥρα ἀλάργα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σώστη. Εἰς τὸ Στεφάνι ἦτον ὁ Χατζῆ Χρίστος καὶ εἰς τὴν Κλένια ὁ Ζαφειρόπουλος, καὶ εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιο ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γιατράκου μὲ 300 Μυστριῶτες καὶ ὁ Νικήτας μὲ τοὺς Κρανιδιώτας εἰς τὸν Ἅγιον Σώστη, - εἰς τοὺς Τριπολιτζῶτες Ἀλέξης Κολιὸς ἀρχηγός. Εἰς τὸν Ἅγιο Σώστη εἶχα φέρει μαστόρους καὶ ἔφτιανα ἕναν πύργο καὶ ταμπούρια διὰ νὰ μὴ μεταπεράσουν ζαερέ. Ὁ Γενναῖος, ὁ Πάνος μὲ τὰ Καρυτινὰ στρατεύματα ἀποπάνω ἀπὸ τὸ Δερβενάκι καὶ ἐγὼ ἤμουνα εἰς τὲς πλάτες των. Ὅταν ἐμβῆκαν οἱ Τοῦρκοι εἰς τὸ Ἀνάπλι καὶ τοὺς ἔφεραν ζαερὲ καὶ ἐπέστρεψαν, ἐπῆραν μαζί τους καὶ Ἀναπλιώτας καὶ τοὺς ἐπῆγαν εἰς τὴν Κόρινθο μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς στείλουν πίσω μὲ ζαερέδες. Οἱ ἐντόπιοι Τοῦρκοι ἤξευραν τὸν τόπο καὶ ἐκίνησαν 10.000 διὰ νὰ περάσουν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Σώστη, καὶ στέλνουν 500 διὰ νὰ πᾶνε ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸν Νικήτα καὶ τὰ φορτώματα ἤρχοντο ἀπάνω εἰς τὸν Ἅγιο Σώστη, καὶ ἄρχισε ὁ πόλεμος, καὶ ἐκεῖνοι ὁποὺ ἦτον ἀπὸ τὲς πλάτες, τοὺς ἔπεσαν ἀπὸ πίσω, καὶ ἔτζι τὰ στρατεύματα ἐτζάκισαν τὰ ἐδικά μας καὶ ἐσκοτώθη ὁ παπα - Ἀρσένιος. Ὁ Νικήτας ἐκλείσθη μέσα εἰς τὸν πύργο. Ὁ Χατζῆ Χρίστος προφθάνει βοήθεια καὶ τοὺς βαρεῖ ἀπὸ τὲς πλάτες. Τότε ἐτζάκισαν οἱ Τοῦρκοι. Ὁ Νικήτας βγαίνει ἀπὸ τὸν πύργο, (ὁ πύργος τοὺς ἐγλύτωσε). Ἐπλάκωσαν καὶ τὰ ἐδικά μας στρατεύματα, καὶ ἔτζι τοὺς ἐπῆγαν κυνηγώντας ἕως δύο ὥρας. Ἐσκοτώθηκαν μιὰ σαρανταριὰ καὶ ἐμποδίσθηκαν νὰ πάγουν ζωοτροφίας, καὶ ἀπὸ τότε δὲν ἐμπόρεσαν πλέον νὰ ὑπάγουν οἱ Τοῦρκοι βοήθεια εἰς τὸ Ναύπλιο, διότι εἴχαμε ὅλα τὰ πόστα πιασμένα, καὶ ὁ Γιαννάκης καὶ Ἀποστόλης Κολοκοτρώνης, ὁποὺ ἦσαν εἰς τὰ Βασιλικά, ἐπήγαιναν καὶ τοὺς ἔπαιρναν εἰς ἕνα μήνα διάστημα περισσότερο ἀπὸ 3.000 ἄλογα. Οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ναυπλίου ἐστενοχωρήθηκαν. Ἦλθεν ὁ φθινόπωρος. Εἰς τὰς 26 Νοεμβρίου ἐπέθανε ὁ Δράμαλης· ἔμειναν οἱ ἄλλοι πασάδες καὶ ὅλο ἀδυνάτιζαν. Ὁ θάνατος καὶ ὁ σκοτωμὸς τοὺς ἐπερικύκλωσε, καὶ ἔμειναν πολλὰ ὀλίγοι Τοῦρκοι. Ἀπέθαναν ἀπὸ τὴν πείνα ὅλο τὸ Δεκέμβριον, ἕως τὰς 27.

Εἰς τὸ Ναύπλιον εἶχα ἀφήσει τὸν Νικόλα ἀνεψιόν μου, ἀρχηγὸν εἰς τὴν πολιορκία τοῦ κάστρου. Μία ἡμέρα ἐβγῆκαν οἱ Τοῦρκοι, ἐπολέμησαν καὶ ἐσκοτώθη ὁ Νικόλας καὶ ἔμεινε ὁ Στάϊκος ἀρχηγός. Πρίν μερικὸν καιρὸ, ἦλθε καὶ ἡ ἀρμάδα ἡ Τουρκικὴ· ἦλθε ἕως τὸ Ἄστρο· τὰ ἐδικά μας τὴν ἐφοβέρισαν μὲ τὰ μπουρλότα καὶ τὴν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὲς Σπέτζες, κυνηγώντας. Εἰς τὰς 27 τοῦ Δεκεμβρίου ἐβγῆκαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἐμίλησαν τοῦ Στάϊκου, νὰ στείλει στὸν Κολοκοτρώνη νὰ κάμουν τραττάτα, καὶ ὁ Στάϊκος μοῦ ἔστειλε αὐτὴν τὴν εἴδησιν μὲ τὸν ἀδελφόν του. Τοὺς ἔγραψα ἐγὼ ἕνα γράμμα, ὅτι: «Σεῖς ζητεῖτε τραττάτο, καὶ ἡ θέλησίς μου εἶναι νὰ παραδώσετε ὅλα τὰ φρούρια καὶ νὰ ἀφήσετε καὶ τὸ βιός σας καὶ νὰ σᾶς μπαρκάρω εἰς τὰ Ἑλληνικά καράβια καὶ νὰ σᾶς στείλω ὅπου θέλετε, ἀφοῦ μᾶς δώκετε τὰ ἐνέχυρα. Ὅταν σᾶς ἔγραφα ἀπὸ τοὺς Μύλους, σᾶς ἔλεγα ὅτι νὰ φύγετε καὶ νὰ πάρετε καὶ τὸ πράγμα σας, τώρα ὅμως ὁποὺ ἐπεινάσατε καὶ ἐστενοχωρηθήκετε, νὰ φύγετε ἔτζι. Τέτοια εἶναι ἡ θέλησίς μου καὶ ἂν δὲν ἀκούσετε καὶ τώρα, οἱ Τοῦρκοι τῆς Κορίνθου ἔλυωσαν ὅλοι καὶ εἰς 10 ἡμέρες τὰ στρατεύματα θὰ γυρίσουν καὶ θὰ ἔλθουν νὰ σᾶς πάρουν μὲ ρεσάλτο καὶ θὰ σᾶς περάσουν ὅλους ἀπὸ τὸ σπαθί». Ἐπειδή καὶ εἶχαν ἀδυνατίσει οἱ Τοῦρκοι εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, εἶχα ἀφήκει πολλὰ ὀλίγους ἐκεῖ μὲ τὸν Στάϊκο, καὶ ἐβάσταγα τὰ Δερβενάκια, διὰ νὰ μὴν ἔρθουν βοήθεια ἀπὸ τὴν Κόρινθο. Τὸ γράμμα τὸ ἐπῆγαν τοῦ Στάϊκου, ὁ Στάϊκος, ἔκραξε τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς ἔδωσε τὸ γράμμα εἰς τὰς 29 τὸ ἑσπέρας. Τὸ γράμμα, ἀφοῦ τὸ ἔλαβαν, ἔκαμαν συνέλευσιν εἰς τὴν χώραν καὶ ἔκραξαν τὸν Τεζτάραγα καὶ ἄλλους σημαντικοὺς νὰ κατεβοῦν ἀπὸ τὸ Παλαμήδι, διὰ νὰ δώσουν τὴν ἀπόκρισιν καὶ ἄφηκαν 9 ἀνθρώπους εἰς Μπεζεϊρὰν τάπια καὶ καμμιὰ δεκαριὰ τζεταρτάσια 10.... καὶ 2 - 3 Ἀρβανίτες εἰς τὴν Γιουρτάπια. Ἄφηκαν τόσους ὀλίγους εἰς τὸ Παλαμήδι, διατὶ δὲν εἶχαν φόβον ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας, ὁποὺ ἦτον ἀπέξω διατὶ ἦτον ὀλίγοι. Δύο Ἀρβανίτες κρεμοῦνται ἀπὸ τὴν τάπια καὶ πᾶνε εἰς τὸν Στάϊκο καὶ τοῦ λένε, ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐκατέβηκαν εἰς τὴν χώρα καὶ πᾶμε νὰ πάρομε τὸ Κάστρο, καὶ ἂν δὲν σᾶς λέμε ἀλήθεια, βαστᾶτε τὸν ἕνα ἐδῶ καὶ σκοτῶστε μας ἔπειτα, ἂν ἔβγει ψεῦμα. Ὁ Στάϊκος ἐπῆρε τοὺς στρατιώτας καὶ ἐπήδησε μέσα. Οἱ Τοῦρκοι, ὁποὺ ἦσαν εἰς τὲς ἄλλες τάπιες, ἐκατέβηκαν εἰς τὴν χώραν, καὶ μερικοὶ ὁποὺ ἦσαν εἰς τὴν Τζοτάρ... ἐμβῆκαν τὰ μεσάνυκτα ξημερώνοντας τοῦ ἁγίου Ἀνδρέος (1). Ἔρριξε κανόνια καὶ ἐκατάλαβα ὅτι ἐπῆραν τὸ Παλαμήδι. Ἐκαβάλληκα εὐθύς· ἐπήγαινα στὸ δρόμο, ἀπάντησα τὸν πεζοδρόμο, ὁποὺ ἔστειλε ὁ Στάϊκος διὰ νὰ μὲ δώσει τὴν εἴδηση. Εἰς τὸ ὀρδὶ εἶχα ἀφήκει τὸν Πάνο, τὸν Γενναῖο κ.λπ. Τὸν πεζοδρόμο τὸν ἔστειλα εἰς τὸ στράτευμα, διὰ νὰ δώσει τὴν εἴδησιν καὶ τῶν ἄλλων. Ὅσο νὰ πάγω εἰς τὸ Παλαμήδι, ὁ Στάϊκος εἶχε τὸ παστρέψει ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἀνέβηκα εἰς τὸ Παλαμήδι, ρίχνοντας οἱ ἐδικοί μας 50 κανόνια. Ἅμα ἐπῆγα ἐπρόσταξα καὶ ἐγύρισαν τὰ κανόνια κατὰ τὴν χώρα καὶ τὸν Ἴτζ Καλέ. Ἔστειλα καὶ εἶπαν τῶν Τουρκῶν ἀρχηγῶν νὰ ἔλθουν νὰ ὁμιλήσομε. Ἦλθαν εἰς τὸ Παλαμήδι οἱ μπέηδες καὶ ἕνας Ἀρβανίτης, ἀρχηγὸς τῶν Ἀρβανιτῶν· τοὺς εἶπα: «Τί κάμνετε τώρα; Νὰ μοῦ παραδώσετε ὅλα τὰ κάστρα καὶ τὰ ἄρματά σας, καὶ νὰ σᾶς γλυτώσω τὴν ζωὴν καὶ τὰ παιδιά σας, νὰ πάρετε δύο μόνον ἀλλαξὲς καὶ νὰ σᾶς βαρκάρω εἰς καράβια Ἑλληνικά, καὶ νὰ πᾶτε ὅπου θέλετε. Ὅταν μοῦ δώσετε τὰ κλειδιὰ ὅλων τῶν Κάστρων καὶ βάλω ἀνθρώπους μου, τότε σᾶς δίδω στρατιώτας καὶ σᾶς συντροφεύουν καὶ σᾶς βαρκάρουν ἀπὸ τὰ Πέντε Ἀδέλφια».

Ὁ Ἀρβανίτης λέγει: «Τὰ ἄρματά μας δὲν τὰ δίδομε καὶ θὰ πολεμήσομε, θὰ κάψομε τὴν χώρα, καὶ νὰ μὴν ἀφήσομε πέτρα εἰς τὴν ἄλλην πέτρα». Τοῦ ἀπεκρίθηκα: «Βρὲ Ἀρβανίτη, τίνος τὰ λὲς αὐτά; Ἂς πολεμήσομε καὶ μιὰ φορὰ καβάλλα, καὶ τότε βλέπετε! Τὴν χώρα ἂν τὴν κάψετε, οἱ πρόγόνοί μας τὴν ἔφκιασαν, καὶ πάλι τὴν φκιάνουμε, ἐσεῖς ὅμως θὰ σᾶς περάσομε ὅλους ἀπὸ τὸ σπαθί». Οἱ μπέηδες μὲ εἶπαν: «Μὴν τὸν ἀκοῦς αὐτόν, διότι εἶναι ἐργένης, ἂς ἐρωτήσει καὶ ἡμᾶς ὁποὺ εἴμεθα φαμελίτες. Ἐμεῖς πᾶμε κάτω, κάμνομε τὸ τραττάτο, τὸ ὑπογράφομε καὶ σᾶς τὸ στέλνομε μὲ τὰ κλειδιά, καὶ νὰ μᾶς δώκεις τὸ ἴδιο ἀπὸ τὸ μέρος σας καὶ τὸν ὅρκον σου». Ἔτζι ἐκατέβηκαν κάτω, ἔκαμαν συνέλευση, ὑπόγραψαν τὴν συνθήκη, καὶ τὴν ἔστειλαν μὲ τὰ κλειδιά. Ὁ Ἀλὴ πασὰς καὶ ἄλλος ἕνας πασὰς δὲν ὑπόγραψαν, διατὶ ἐφοβοῦντο ἀπὸ τὸν Σουλτάνο, καὶ ἐκείνους μὲ 45 ψυχὰς τοὺς ἐβάσταξα αἰχμαλώτους τοῦ πολέμου. Μετὰ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέος 3 - 4 ἡμέρες ἔστειλα στρατεύματα, ἔπιασα τὸν Ἴτζ Καλέ, τὰ Πέντε Ἀδέλφια, τοῦ γιαλοῦ τῆς ξηρᾶς, τὴν τάπια, καὶ ἔστειλα ἀνθρώπους κι ἐμάζωναν τὰ πράγματα τὰ τούρκικα εἰς τὰ τζαμιά. Ἔγραψα νὰ ἔρθουν ἀπὸ τὴν Ὕδρα καὶ Σπέτζες καὶ ἔστειλαν καράβια. Τὸ Κάστρο τὸ εἶχα κλεισμένο, διὰ νὰ μὴ γενοῦν καταχρήσεις. Εἰς τὰ φρούρια ἔστειλα ἀπὸ ὅλα τὰ σώματα. Τοὺς ἐμβαρκάρησα τοὺς Τούρκους διὰ τὴν Σμύρνην καὶ ἔστειλε καὶ ἡ Γερουσία διὰ νὰ παρευρεθοῦν εἰς τὴν πτῶσιν καὶ εἰς τὰ λάφυρα. Τὰ καράβια τὰ ἔκαμα παζάρι 110.000 γρόσια. Ὅσο πράγμα ἔμεινε, τὸ ἔβαλαν εἰς τὰ τζαμιά, τὸ λοιπὸν τὸ ἅρπαξαν οἱ Ἕλληνες. Χρήματα μετρητὰ δὲν εὑρέθησαν, διότι τὰ εἶχαν ἐξοδεμένα διὰ ζωοτροφίας εἰς τὴν πολιορκίαν. Ἀσημικὰ καὶ σκουτικὰ ἦσαν πολλά, τοὺς ἔδωσα ἀσημικὰ καὶ σκουτικὰ διὰ τὸν ναῦλον τους τῶν καραβιῶν. Εἰς τρεῖς ἡμέρες ἐκατέβηκα ἀπὸ τὸ Παλαμήδι εἰς τοῦ Ἀγᾶ πασᾶ τὰ σπίτια. Τὰ λάφυρα τὰ ἔβαλαν εἰς δημοπρασία, καὶ κάθε ἐπαρχία καὶ τὰ νησιὰ ἐπῆραν τὸ ἀνάλογόν τους. Ἔτσι ἐγλύτωσα καὶ ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ἔγνοια τοῦ Ἀναπλιοῦ.

Τὸν ἴδιον καιρὸ οἱ μεινεμένοι Τοῦρκοι ἕως 3.000 εἰς τὴν Κόρινθον ἔμαθαν τὴν πτῶσιν του Ἀναπλιοῦ καὶ ἐκίνησαν νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Πάτρα καὶ ἄφηκαν εἰς τὸ Κάστρο τῆς Κορίνθου 400. Οἱ Καλαβρυτινοί ἐτρώγοντο μεταξύ των. Ὁ Ζαΐμης, Σωτὴρ Χαραλάμπης καὶ Πετιμεζαῖοι, αὐτοὶ ἑτοιμάζοντο νὰ κτυπηθοῦν, ἔμαθαν τοὺς Τούρκους, ἀφήνουν τὲς διχόνοιές των καὶ κτυποῦν τοὺς Τούρκους, τοὺς χαλοῦν καὶ τοὺς ἐπολιόρκησαν εἰς τὴν Ἀκράτα. Τὸ στράτευμα ὁποὺ εἶχα ἀφήσει εἰς τὸ Δερβενάκι τὸν Πάνο, Γενναῖο, ἔμαθαν ὅτι ἔφυγαν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὴν Κόρινθον, καὶ ἦλθαν καὶ ἐκεῖνοι εἰς τὸ Ἀνάπλι. Μανθάνοντες ἡμεῖς, ὅτι τοὺς Τούρκους τοὺς ἐπολιόρκησαν εἰς τὴν Ἀκράτα ἑτοίμασα τὸν Νικήτα, τὸν Γενναῖο, τὸν Πάνο, διὰ νὰ τοὺς στείλω εἰς βοήθειαν. Ἐκεῖνοι (οἱ ἄρχοντες) μᾶς γράφουν νὰ τοὺς στείλωμεν πολεμοφόδια, καὶ νὰ μὴ στείλω στράτευμα - καὶ ἡ ὑπόθεσίς των ἦταν διὰ τὰ λάφυρα. Εἰς τὴν Ἀκράτα τοὺς ἐπολιόρκησαν δύο μῆνας. Οἱ Τοῦρκοι, στενοχωρημένοι, ἔκαμνον συμφωνίες χωρὶς νὰ τὲς ἐκτελοῦν. Τὰ καράβια τὰ τούρκικα ἔφθασαν μὲ μεντάτι, τοὺς ἐπῆραν καὶ τοὺς ἐπῆγαν εἰς τὴν Πάτραν, ὥστε ἀπὸ 32.000 τοῦ Δράμαλη μὲ 7 πασάδες, ἐγλύτωσαν 4.000 ὁποὺ ἔμειναν εἰς τὴν Ἀθήνα καὶ Εὔβοια, καὶ 2.000 ὁποὺ ἐγλύτωσαν εἰς τὴν Ἀκράτα. Ἐρωτοῦσα τὸν Ἀλὴ πασὰ καὶ ἄλλους σημαντικοὺς Τούρκους, καὶ μοῦ εἶπαν 28.000 ἐμβῆκαν εἰς τὴν Πελοπόννησον, 20.000 ἄλογα τῆς σέλλας καὶ 30.000 ἀλογομουλάρια φορτηγὰ καὶ 500 καμήλια. Ὅλα αὐτὰ ἔμειναν εἰς τὴν Πελοπόννησον, θησαυροὺς καὶ ἄρματα ὡραῖα τὰ ἐπῆραν οἱ Ἕλληνες. Αὐτὸ τὸ στράτευμα ἦτον ὅλο πλούσιο, διότι τὰ εἶχαν πάρει ἀπὸ τὸν θησαυρὸ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, ὁποὺ τὸν ἐπολιορκοῦσε.

Ἀνάπλι. Οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ἄργους ἐκλείσθηκαν εἰς τὸ Ἀνάπλι. Οἱ Ἀργίτες μαζὶ μὲ τὸν Τζόκρη, καὶ ὁ Κακάνης, ὁ Νέζος, ὁ Στάϊκος καὶ οἱ Κρανιδιῶτες ἐπὶ κεφαλῆς Ἀρσένης, Ἀναγ. Λέκας καὶ λοιποί, καὶ ἀπὸ τὸ Καστρί ὁ Γιάννης Μίτζος καὶ ὁ Σταμάτης ἐπολιόρκησαν τ᾿ Ἀνάπλι, ἐπολιορκεῖτο ἀκόμη ἕως ὁποὺ ἔπεσεν ἡ Τριπολιτζά. Μᾶς ὠφέλησε τὸ Ἄργος πολὺ ἀπὸ τὸ μολύβι ἀπὸ τὰ τζαμιά. - Ἡ Κόρινθος ἐπολιορκεῖτο ἀπὸ τοὺς Καλαβρυτινούς, Ἀναγ. Πετιμεζᾶς, Γ. Χελιώτης καὶ Νικολάκης Σολιώτης. Τὰ 1822, εἰς τὸν Ἰανουάριον μήνα, ἐπῆγε ὁ Ἀναγνωσταρᾶς καὶ ἐπολιόρκησε τὴν Μεθώνη, τὴν Κορώνη μὲ Λεονταρίτες, μὲ Σπαρτιάτες, μὲ Ἀνδρουσάνους, μὲ Καρυτινούς. Οἱ Καρυτινοὶ πάντοτε ξεχείμαζαν ἐκεῖ καὶ ἦτον καμμιὰ διακοσαριά. Ἦταν λαδιά. Τὸν ἴδιο καιρὸ ἐπρόσταξε ἡ Κυβέρνησις τὸν Νικηταρᾶ καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Ἀνατολικήν Ἑλλὰς καὶ εἰς τὸν Ὀδυσσέα καὶ μὲ τὸν Π. Ζαφειρόπουλον μὲ τοὺς Ἁγιοπετρίτες. - Πόλεμος τοῦ Νικηταρᾶ μὲ τὸν Ζαφειρόπουλο.

Πάντοτε ἐπροσπαθοῦσα καὶ ἐπὶ Ρώσων καὶ ἐπὶ Γάλλων (καθὼς καὶ ἐπὶ Ἄγγλων) διὰ νὰ ἀποστατήσω τὸν Μορέα, ὄχι διότι περιοριζόμην μόνο εἰς αὐτὸν τὸν τόπον, ἀλλὰ τότε ὁ κόσμος δὲν εἶχεν εἴδησιν. Τὸ πράγμα δὲν ἠμποροῦσε νὰ γίνει γενικόν, διότι δὲν ἦτον προετοιμασμένον. Τὰ μέσα τὰ ἔβλεπα ὀλίγα, ἀλλ᾿ ὁ σκοπός μου ἦτον, μίαν φορὰν νὰ ἐλευθερώναμεν τὴν Πελοπόννησον, ἐκάμναμεν μίαν βάσιν, ἕνα quartier, καὶ ἔπειτα προοδεύαμεν καὶ ἐκτὸς τῆς Πελοποννήσου. Ἔπειτα ἡ Πελοπόννησος ἦτον ὡς νησὶ καὶ ἦτον εὔκολον νὰ ὑπερασπισθεῖ αὐτὸ τὸ μέρος. Ἡ ἐποχὴ τοῦ 1821 μὲ τὴν ἐποχὴ τοῦ 1805, 1806 καὶ 1807 ἦτον πολλὰ μεγάλη ἡ διαφορά. Ὅταν ἐκατέφευγα τὴν πρώτην φορὰν εἰς τὴν Ζάκυνθον, 1806, ἦλθε ἕνας ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὴν Τουρκικήν ἐξουσία νὰ μὲ ζητήσει ἀπὸ τοὺς Ρώσους καὶ ἔδιδαν 50.000 γρόσια. Ὁ Ρῶσος Διοικητὴς μὲ εἶπε νὰ κρυφθῶ καὶ ἔκαμα κρυμμένος ἕνα μήνα. Τοῦ Τούρκου τοῦ ἀπεκρίθησαν, ὅτι ἔφυγε ὁ Κολοκοτρώνης καὶ δὲν εὑρισκόμην εἰς τὴν Ζάκυνθον, καὶ ἔτζι ἀνεχώρησεν. Μίαν φορὰν μὲ ἐζήτησε ὁ Ἀλὴ - πασὰς διὰ τοῦ Μάνθου καὶ μὲ ἔκαμε μυρίας καὶ μεγάλας ὑποσχέσεις διὰ νὰ ὑπάγω εἰς τὰ Ἰωάννινα, ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν τὸ ἐδέχθηκα.

Αἱ ἐπαρχίες ἑτοίμαζον τοὺς Πληρεξουσίους διὰ τὴν Βʹ Συνέλευσιν. Τοὺς ἔγραφα νὰ ἔλθουν νὰ γίνει ἡ Συνέλευσις εἰς τὸ Ναύπλιον. Τὸ κόμμα τῶν ἀρχόντων δὲν ἤθελε νὰ ἔλθει ἐκεῖ, πρῶτο διότι ἦτον φρούριο, καὶ δεύτερο, διότι τὸ εἶχα ἐγώ. Ἄφησα τὸν Κολιόπουλο φρούραρχο καὶ ἐπέρασα εἰς τὴν Τριπολιτζά, ἀντάμωσα τὴν Γερουσία καὶ τὸν Μαυρομιχάλη, ἐκάμαμε συμφωνία διὰ νὰ βαστάξομε εἰς τὴν Συνέλευση τὴν Γερουσία καὶ νὰ μείνει ἡ Ἀρχιστρατηγία, ὁρκωθήκαμε διὰ νὰ βαστάξωμεν τὴν σειράν. Τέλος πάντων ἀποφασίσθη εἰς τὸ Ἄστρος νὰ γίνει ἡ Συνέλευσις. Ἐσυνάχθηκαν μέρος. Ἐκεῖ ἔγραψαν εἰς τὸν Μαυρομιχάλη, τάζοντές του νὰ τὸν κάμουν πρόεδρον νὰ ὑπάγει ἐκεῖ. Ὁ Μαυρομιχάλης ἀλησμόνησε τοὺς ὅρκους μας καὶ ἐπῆγε, τόσον καὶ ὁ Παπα - Φλέσσας καὶ λοιποί. Ἐσηκώθηκα καὶ ἐγὼ καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ Ἄστρος. Ἐκεῖ εἴμεθα χωρισμένοι φανερὰ δυὸ κόμματα, τὸ ἕνα ἐλέγετο τῶν Προεστῶν καὶ τὸ ἄλλο τοῦ Κολοκοτρώνη. Τῶν προεστῶν ἦτον οἱ περισσότεροι, ἦτον 150 Πληρεξούσιοι καὶ 6.000 στρατιῶτες (Ἀπρίλιος 1823). Ἐγὼ εἶχα τὸν Ὀδυσσέα, τὸν Μούρτζινο καὶ ἄλλους 40 Πληρεξουσίους μὲ 800. Αὐτοὶ ἔφεραν στρατιώτας γιὰ νὰ ὑποστηρίξουν τὴν γνώμην τους μὲ τὴν δύναμιν καὶ ἐγὼ μὲ τὴν δύναμιν ἐγύρευα νὰ τοὺς ἀνατρέψω τὴν γνώμην. Ἐμεῖς ἐκαθήμεθα εἰς τὰ Μελεγίτικα κονάκια καὶ ἐκεῖνοι εἰς τὰ Ἁγιαννίτικα, μία τουφεκιὰ μακριά. Ἐκεῖνοι ἔκαμναν συνεδρίασιν καὶ ἡμεῖς δὲν ἐπηγαίναμε. Αὐτοὶ ἤθελαν καὶ ἐψήφισαν νὰ γίνουν 50 στρατηγοὶ καὶ 150 βουλευταί. Αὐτὴ ἡ πολυαρχία δὲν μὲ ἄρεζε ἐμένα διατὶ ὁ πολὺς ἀριθμὸς ἤθελε μᾶς χάσει, καθὼς καὶ μᾶς ἔχασε. Ἐψήφισαν τόσους στρατηγούς, διατὶ ἐνόμισαν νὰ γκρεμίσουν μὲ τοῦτο τὴν ἐπιρροὴ τὴν ἐδικήν μου. Ἐψήφισαν νὰ ἐκποιήσουν τὴν γῆν, μὲ σκοπὸν νὰ βγάλουν ὅ,τι εἶχαν ἐξοδεύσει, ὅσα ἤθελαν, καὶ νὰ ἀποζημιωθοῦν εἰς γῆν καὶ νὰ ἀφήσουν τὸν λαὸν γυμνὸν καὶ ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ἐλπίδα τῆς γῆς. Τότε ὁ λαὸς ἐγύρισε μὲ τὴν γνώμην τὴν ἐδικήν μου. Αὐτοὶ σὰν εἶδαν τὴν κακὴν ἐντύπωσιν ὁποὺ ἔκαμεν ἡ ἐκποίησις, ἐβιάσθηκαν νὰ τὸ σβήσουν αὐτὸ τὸ ἄρθρον. Αὐτοὶ ἄρχισαν νὰ κολακεύουν τοὺς φίλους μου καὶ τοὺς ἔπαιρναν ἕναν - ἕναν μὲ τὸ μέρος των. Μὲ ἐπροσκάλεσαν νὰ ὑπάγω. Ἐπῆγα εἰς ἕνα περιβόλι, ὅπου ἔκαμναν τὴν Συνέλευσιν καὶ ἄρχισα νὰ τοὺς εἰπῶ: «Σεβαστὴ Συνέλευσις, δὲν εἶναι καλὰ αὐτὰ τὰ ψηφίσματα ὁποὺ ἐκάματε, νὰ εἶναι τόσο πολλοί βουλευταὶ καὶ τόσο πολλοὶ στρατηγοί, διατὶ θὰ μᾶς φέρουν τόσα ἔξοδα καὶ τόσες ζημίες, διότι τὸ ἔθνος μας εἶναι πτωχὸ καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ πληρώσει τόσους πολιτικοὺς καὶ πολεμικοὺς ἀνωφελεῖς». Ὁ Ζαΐμης ἐσηκώθηκε τότε καὶ λέγει: «Κολοκοτρώνη! Κολοκοτρώνη! εἰς τὸ χέρι σου στέκεται νὰ χαθεῖ ἡ Ἑλλὰς ἢ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἂν ἑνωθεῖς μαζί μας». Τὸν ἐρώτησα τρεῖς φορές: «Ἐγώ, κὺρ Ἀνδρέα;» Μὲ ἀπεκρίθηκε «Ἐσύ!». Ἔτζι ἐπῆγα καὶ ἐγὼ καὶ ὑπόγραψα, λέγοντας: «Ἂς ὄψεσθε διὰ ἐκεῖνα ὁποὺ θὰ ἀκολουθήσουν κακὰ εἰς τὴν Πατρίδα μας διὰ τὴν πολυαρχία». - Εἶχαν ψηφίσει πρόεδρον τοῦ Ἐκτελεστικοῦ τὸν Μαυρομιχάλη, μέλη τὸν Ἀνδρέα Ζαΐμη, Σωτήρη Χαραλάμπη, Ἀνδρέα Μεταξᾶ καὶ Ἀρχιγραμματέα τὸν Μαυροκορδάτο. Εἶχαν ψήφισμα νὰ μὴ βάλουν ἄλλον εἰς τὴν δούλευσιν κανέναν ἀπὸ τοὺς νεοφερμένους ἀπὸ τὴν Εὐρώπη, παρὰ μόνο τοὺς αὐτόχθονας. Ὁ Παπα - Φλέσσας, μινίστρος τῶν Ἐσωτερικῶν, Βάρβογλης μινίστρος τοῦ Δικαίου, Περραιβός, Ἀναγνωσταρᾶς, μινίστροι τοῦ Πολέμου, τὸν Αἰνιὰν μινίστρο τῆς Ἀστυνομίας, Περούκα μινίστρο τῆς Οἰκονομίας. Ὁ Ἀρχιγραμματεὺς τοῦ Ἐκτελεστικοῦ εἶχε καὶ τὰ χρέη τοῦ ἐξωτερικοῦ. Τότε ἐπροβάλαμε τὸν Γ. Κουντουριώτη πρόεδρον καὶ τὸ ἐδέχθη, πρόεδρον τοῦ Βουλευτικοῦ τὸν Ὀρλάνδο, ἀντιπρόεδρο τὸν Βρυσθένης καὶ ἐτελείωσε ἡ Συνέλευσις, ἀφοῦ ὑπόγραψα ἐγὼ καὶ οἱ ἐδικοί μου. Ἐπήγαμε εἰς τὴν Τριπολιτζά, ἐκεῖ ἔκαμαν διαταγὴ Βουλευτικὸ καὶ Ἐκτελεστικό καὶ ἐδιώρισαν τὸν Πάνο φρούραρχον τοῦ Ναυπλίου καὶ ἐβγῆκε ὁ Κολιόπουλος. Εἰς τρεῖς ἡμέρας ἔβαζον ὅλους ἐδικούς τους καὶ ἐκατάτρεχαν τοὺς δικούς μας. Ἐπῆρα τὸν Νέγρη. Ἐβγαίνομε εἰς τὴν Σιλήμνα καὶ κάνομε νόμους, αὐτοὶ ἔμειναν μονάχοι εἰς τὴν Τριπολιτζά. Ὁ σκοπός μας ἦτον νὰ στείλομεν ἀνθρώπους εἰς τὰς ἐπαρχίας νὰ οἰκονομοῦν τοὺς στρατιώτας καὶ ἡμεῖς νὰ κινήσωμεν κατὰ τῶν Τούρκων καὶ νὰ μὴ γνωρίζομε τὴν κυβέρνηση. Αὐτοὶ εἶδον τὴν ἀδυναμίαν τους, ἔκαμαν συμβούλιο, ἔκραξαν τὸν κὺρ Ἀναγνώστη Δεληγιάννη ὡς μεσίτη, διὰ νὰ δεχθῶ τὰς προτάσεις των. Ὁ Ὑψηλάντης ἦτον μὲ ἡμᾶς· ἡ γνώμη τους ἦτον νὰ μὲ βάλουν ἀντιπρόεδρο τοῦ Ἐκτελεστικοῦ διὰ νὰ ἔβγω ἀπὸ τὰ ἄρματα, νὰ μὲ ἀδυνατίσουν. Ἔστειλαν πρέσβεις· μὲ εὑρῆκαν εἰς τὴν Πιάνα, ἔπειτα ἀπὸ πολλὰς δυσκολίας ἔρχονται· ἐπέστρεψα εἰς τὴν Τριπολιτζά.

1823. Ἀπρίλιος, στοχάζομαι, Ἄστρος.

Εἰς τὴν Συνέλευσιν ἔγινεν πρόεδρος ὁ Μαυρομιχάλης τοῦ Ἐκτελεστικοῦ, ὁ Ζαΐμης στὸ Ἐκτελεστικό, ὁ Σωτὴρ Χαραλάμπης, ὁ Ἀνδρέας Μεταξᾶς, Ἀρχιγραμματεὺς τῶν Ἐξωτερικῶν καὶ Ἐσωτερικῶν ὁ Μαυροκορδάτος. Εἰς τὸ Βουλευτικὸν Ὀρλάνδος, καὶ Ἀντιπρόεδρος ὁ Βρυσθένης καὶ 70 (1) Βουλευτικοί. Ἐκάμαμεν τὸν ὅρκον εἰς τὸ Ἄστρος καὶ ἐκινήσαμεν διὰ τὴν Τριπολιτζάν. Μινίστρος τῆς Δικαιοσύνης ὁ Μπάρμπογλους, μινίστρος Ἐσωτερικῶν ὁ Παπα - Φλέσσας, τῆς Ἀστυνομίας ὁ Γ. Αἰνιάν, μινίστρος τοῦ Πολέμου, ὁ Ἀναγνωσταρᾶς καὶ ὁ Περραιβός, ὁ ἕνας διὰ τὴν Ρούμελην καὶ ὁ ἄλλος διὰ τὴν Πελοπόννησον. Πηγαινάμενοι εἰς τὴν Τριπολιτζὰν ἀρχίνησαν τὶς ραδιουργίες, ὅτι ἤθελαν νὰ βάλουν ἀπὸ τὸ μέρος τους εἰς (2) ὅλα τὰ ὑπουργήματα, πολιτικὰ καὶ στρατιωτικά, ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς τους. Ἐκάμαμεν τὴν Συνέλευσιν διὰ ὅλην τὴν Ἑλλάδα (3) καὶ ἐκεῖνοι τὸ καταμέρισαν εἰς τὴν συγγένειαν καὶ εἰς τὰ κόμματα. Ἐπῆγα ὁ ἴδιος μία βολὰ καὶ τοὺς εἶπα: «Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνουνε οἱ Μινίστροι, ὅ,τι σᾶς προβάλλουν κάνετε. Ἡ συνέλευσις σᾶς ὅρκωσε νὰ τηρᾶτε τοῦ ἔθνους τὴν ὑπόθεση καὶ νὰ βάλετε εἰς τὰ ὑπουργήματα ἀπὸ ὅλους νὰ δουλεύουν τὴν Πατρίδα καὶ νὰ πορεύονται καὶ ἐκεῖνοι εἰς τὴν δυστυχίαν, καὶ ἐγὼ βλέπω τοὺς ὑπουργοὺς νὰ κάνουνε κατὰ μέρος, καὶ ἔτζι διαιροῦνται καὶ οἱ πολιτικοί, διαιροῦνται καὶ τὰ ἄρματα».

Μοῦ ἀπεκρίθηκαν: «Καὶ ἀφτοῦνο τὸ διορθώνομε». Μὲ λόγο καὶ μὲ ἔργον ἦτον ἡ γνώμη των νὰ βάλουν ἀπὸ τοὺς ἐδικούς των (4) καὶ ἐγὼ νὰ ἀδυνατίσω. Βλέποντας ἐγὼ (5) τὸ πράγμα, ὅσον ἐπήγαινε τόσο χειρότερα, ὁμίλησα καὶ κάμαμε συνέλευση.

Στὴν συνέλευσιν ἔγινε ψήφισμα, ὅτι νὰ μὴ βάλουν ἄλλους ξένους, εἰμὴ τὸν Μαυροκορδάτον διὰ τὰ ἐξωτερικά. Ἀρχίνησαν καὶ ἔβαλαν φιλικῶς, καὶ ἐκεῖνα ποὺ ὑπογράψαμεν, τὰ ἀλησμόνησαν. Τότενες, σὰν ἔκαμα συνέλευση, εἴπαμε: «Τί εἶναι τοῦτο ποὺ γίνεται πατριῶτες; Ἄλλα ὑπογράψαμε καὶ ἄλλα βλέπομεν νὰ κάνουν. Ἡμεῖς εἴπαμεν, ὅτι πολιτικῶς καὶ στρατιωτικῶς νὰ ἐκλέγουν τοὺς ἀξίους, καὶ ἐκεῖνοι νὰ ὁμιλοῦν ὅλοι συμφώνως, καὶ ἔτζι νὰ τοὺς διορίζουν, καὶ αὐτοὶ τὸ ἐναντίον». Τότε ἐκίνησα τὸ μεσημέρι καὶ ἐπῆγα εἰς ἕνα χωριὸ ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴν Τριπολιτζὰ μία ὥρα, καὶ εἴχαμε καὶ τὸν Νέγρη (τὸ χωριὸ Σιλήμνα). Ὁ Ὑψηλάντης ἦτον. Οἱ βουλευταί, πλιότεροι ἦλθαν. Ἀποφασίσαμεν καὶ ἐκάμαμε ἕνα νόμο νὰ μὴν ἀκούομεν τὰς διαταγάς, καὶ ὅσοι εἴμεθα στρατιωτικοὶ νὰ πᾶμε κατὰ τοὺς Τούρκους, ὅσοι πολιτικοὶ νὰ μᾶς προβλέπουν ἀπὸ τροφὰς καὶ γλυτώσωμεν τὴν πατρίδα μας, καὶ ἐκεῖνοι ἂς κάθονται. Βλέποντας τὴν πανουργίαν ὁποὺ εἶχαν διὰ νὰ μὲ ἐξοντώσουν, ἐκεῖνοι μὲ ἐδυνάμωσαν. Τότε ἄρχισαν καινούργιο σχέδιο, καὶ βάνουν μεσίτας, καὶ τὸν Ἀναγνώστη τὸν Δεληγιάννη, ποὺ ἐκράταε τὸ μέσο ὅρο, νὰ ἰδεῖ ποῖος νικάει καὶ στέλνει τὸν διδάσκαλον τὸν Θεόδωρον καὶ τὸν Γιάννην Ράγκον νὰ ἔλθουν νὰ μοῦ εἰποῦν νὰ γυρίσω ὀπίσω, νὰ μὴ χαλάσει ἡ Κυβέρνησις, καὶ ἔμβα καὶ σὺ Ἀντιπρόεδρος. Παρακινώντας ὁ Ἀναγνώστης ὁ Δεληγιάννης, καὶ διὰ νὰ μὴ γίνει ἐμφύλιος πόλεμος ἐγύρισα νὰ ἰδῶ τί θὰ γίνει καὶ ἀπὸ τούτην τὴν Κυβέρνηση. Ἔτζι πῆγα εἰς τὸ Ἐκτελεστικό. Τὴν πρώτην ἡμέρα ποὺ ἐπῆγα, ἐχαιρέτησα τὸν Μαυρομιχάλη καὶ λοιπούς, καὶ μοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Πετρόμπεης, ὅτι: «Ὡς πότε θὰ χορεύεις Κολοκοτρώνη;» Καὶ τοῦ εἶπα: «Ὅσο τραγουδᾶτε σεῖς, χορεύω ἐγώ. Παῦτε τὰ τραγούδια καὶ παύω τὸν χορόν».

Ἀκολουθούσαμεν τὸ ἔργον τῆς Κυβερνήσεως. Ὁ Ἀρχιγραμματέας μας βάνει τὸν Περραιβὸν καὶ τὸν Αἰνιὰν νὰ κάμουν μίαν ἑταιρία διὰ τὴν Ἀττικήν καὶ Εὔβοιαν, ὅτι νὰ ἔλθουν ἐδῶ νὰ κάμουν ἄλλο Γκουβέρνο. Κάνουν ἕνα μήνα Συνέλευσιν μυστικῶς, κάνουν δεκατέσσερα κεφάλαια, τὰ ὁποῖα δὲν τὰ ἐνθυμοῦμαι, καὶ ὑπογραφθήκανε πολλοί, καὶ οἱ δύο μινίστροι, ὁ ἕνας τῆς Ἀστυνομίας καὶ ὁ Περραιβὸς καὶ ἄλλοι ὁποὺ ἔκαναν τὸ μυστικοσυμβούλιο: νὰ τὸ ὑπογράψωμεν καὶ ἡμεῖς. Τότες τὸ ἐπῆρε ὁ Μαυροκορδάτος νὰ τὸ διαβάσει ὡς Ἀρχιγραμματέας. Ἀρχίνησε καὶ ἐδιάβασε τὸ πρῶτον κεφάλαιον, ἀργά, τὸ δεύτερο κεφάλαιο, ποὺ εἶχε τὴν δύναμη, τὸ ἐδιάβασε ὀγλήγορα, διὰ νὰ μὴ καταλάβομε τίποτες. Τοῦ λέγω ἐγώ: «Γιὰ διάβασε αὐτὸ τὸ κεφάλαιο νὰ μᾶς τὸ ἐξηγήσεις καλά, νὰ ἰδοῦμε τί εἶναι». Τὸ ἐκατάλαβα ὅτι ἐμούδιασε, - τὸ ἐδιάβασε τζάτρα - πάτρα - διάβασε καὶ τὸ τρίτο κεφάλαιο - τὸ ἐδιάβασε, τὸ ἐτελείωσε. Τελειώνοντας τὰ κεφάλαια, ἔγραφαν ὅτι ὅλα τὰ κεφάλαια νὰ ἀλλάξουν, ἂν ἀνάγκη, ὄχι ποτὲ τὸ δεύτερο, νὰ μὴ ἐγγιχθεῖ (εἶχαν καὶ τσεκούρι μέσα). Ἐγὼ ἐμβῆκα σὲ ὑποψία. Ἀκαρτερῶ νὰ ὁμιλήσουν ὁ Πρόεδρος καὶ οἱ σύντροφοί μου· δὲν ὁμίλησε κανείς. Τότε ἐπετάχθηκα ἐγὼ καὶ λέγω: «Κύριε Αἰνιάν, σὺ εἶσαι Μινίστρος, αὐτὰ τὰ γράμματα - ξεύρω ποὺ μαζώνεστε τριάντα ἡμέρες - διατὶ δὲν εἰδοποιούσατε τὴν Κυβέρνηση (1) καὶ τὰ φέρετε τώρα νὰ ὑπογραφτοῦμε; Δὲν εἶσαι ἄξιος τῆς Ἀστυνομίας, κόπιασε στὸ καλό»· - καὶ τὰ γράμματα ἐκεῖνα τὰ ἐκρατήσαμε. Τὸ ἴδιο ἔκαμα καὶ τοῦ Περραιβοῦ. Δὲν ἐπέρασε καὶ ἐκεῖ ἡ ραδιουργία τους. Μετὰ ἡμέρες κάνουνε ἄλλο σχέδιο, ὅτι ἤτανε γέννημα τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ Ζαΐμη: Τὸ Ἐκτελεστικὸ εἶναι εὔλογο νὰ βγεῖ εἰς τὰ Δερβένια, νὰ βρεῖ στρατεύματα καὶ νὰ τὰ βαστάξει - τὸ ἔφτιασαν μόνοι τους, πρῶτα τὸ ἐστόλιζαν καὶ ὕστερα τὸ ἔβγαναν ἔξω ἕνα ἕνα πρόβλημα. - Παράστησαν τὴν ἀνάγκη τοῦ νὰ ὑπάγει τὸ Ἐκτελεστικὸ στὰ Δερβένια, καὶ ἐγὼ τοὺς εἶπα: «Νὰ στοχαστῶ, ἂς μείνει διὰ αὔριον αὐτὴ ἡ σκέψις». Ἐρώτησα καὶ τὸν Ἀναγνώστη τὸν Δεληγιάννη, καὶ τὸν Παπαφλέσσα, καὶ ἄλλους τοῦ κόμματός μου, καὶ πρῶτα δὲν τὸ εὕρηκαν εὔλογο. Γυρίζω ἐγὼ καὶ τοὺς λέγω: «Δὲν ἐβγῆκα μὲ τὰ ἄρματα εἰς τὴν Ρούμελην, δὲν ἐβγῆκα οὔτε πολιτικός (2) μόλον τοῦτο ἂς πᾶμε». Ἔτσι ἀποφασίσαμε τὴν δεύτερην ἡμέρα διὰ τὸν πηγαιμόν μας. Ὅσο ποὺ ἔστερξα τὸν πηγαιμόν μου, ἄρχισαν ἄλλο σχέδιο, ὅτι νὰ πάγει ὁ Ἀνδρέας ὁ Ζαΐμης διευθυντὴς εἰς Βοστίτσα καὶ Καλάβρυτα καὶ Πάτρα, διὰ νὰ πολιορκήσει τοὺς Τούρκους μὲ ἄρματα, καὶ νὰ πάρει καὶ τὸν Ἀνδρέα Μεταξᾶ. Ὁ Σωτὴρ Χαραλάμπης φοβούμενος μὴ πάγει εἰς τὴν ἐπαρχία του, εἶπε: «Νὰ ὑπάγω καὶ ἐγώ», καὶ ἐμείναμε οἱ τρεῖς, καὶ ἦτο πλῆρες τὸ Ἐκτελεστικό. Ἀποφάσισε νὰ ὑπάγει καὶ ὁ Χαραλάμπης, καὶ ἔπειτα νὰ γυρίσει ὅπου εἴμεθα ἡμεῖς. - Λογαριάζαμε νὰ πᾶμε στὰ Δερβένια· ἔτζι ἀνεχώρησαν διὰ τὰ Καλάβρυτα. Ἐκεῖνες τὲς ὧρες ποὺ ὀρδινιαζόμεθα ἡμεῖς νὰ πᾶμε στὰ Δερβένια μὲ τὸν ἀρχιγραμματέα, τῆς ἐπαρχίας Κορίνθου ἦτον ἀγοραστὴς ἕνας Κορθινὸς καλόγηρος μὲ ἄλλους συντρόφους, καὶ οἱ Νοταράδες τοὺς κακοφάνηκε, ὅτι ἔβαλε περισσότερο καὶ τὴν πῆρε· καὶ πηγαινάμενος στὴν Κόρινθο νὰ συνάξει τὰς προσόδους τὸν ἐσκότωσαν καὶ ἔδιωξαν καὶ τοὺς συντρόφους του· ἦλθε εἴδησις εἰς τὴν Κυβέρνηση. Μοῦ εἶπε ὁ πρόεδρος καὶ οἱ ἄλλοι οἱ συντρόφοι μου, διὰ νὰ πάγω μὲ δύναμη διὰ νὰ παιδεύσω τοὺς φονεῖς καὶ συστήσω τοὺς ἀγοραστάς, καὶ εἶχαν καὶ ἑπτὰ χιλιάδας γρόσια ἔρανον εἰς τὴν ἐπαρχίαν καὶ νὰ τὰ συνάξω καὶ αὐτά, καὶ ἐγὼ τοὺς ἀποκρίθηκα: «Δὲν πάγω μοναχός μου, διατί, ἂν καλὸ κάμω, κακὸ θὰ εἰποῦνε· δόμουτε καὶ τὸν Μεταξᾶ, ποὺ εἶναι μέλος τῆς Κυβερνήσεως, νὰ εἶναι αὐτόπτης, καὶ εἰς τὸ καλὸ καὶ εἰς τὸ κακό, νὰ δώσει τῆς Κυβερνήσεως λόγον τῶν πράξεών μου». - Φεύγοντας ἐγὼ δὲν ἔμεινε πλήρης ἡ Κυβέρνησις, ὅμως πᾶμε οἱ δύο καὶ ὁ Πρόεδρος καὶ ὁ Ἀρχιγραμματεὺς συνάζουν τὰ πρακτικὰ καὶ τὰ ἀρχεῖα καὶ ἔρχονται εἰς τὴν Κόρινθο καὶ τραβᾶμε διὰ τὰ Δερβένια. Ἔτζι ἀποφάσισα νὰ κινήσω μὲ τὸν Μεταξᾶ, καὶ ἐκίνησα μὲ 400 στρατιώτας. Ἀναχωρώντας ἐγὼ μὲ τὸν Μεταξᾶ διὰ τὴν Κόρινθο, ἐγύρισε καὶ ὁ Σωτὴρ Χαραλάμπης εἰς τὴν Τριπολιτζά. - Ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες τὸ Βουλευτικὸ καὶ τὰ δύο ἄτομα, ὁ Πρόεδρος καὶ ὁ Σωτὴρ Χαραλάμπης, καὶ ὁ Ἀρχιγραμματεύς, ποὺ ἔμεινεν ἐκεῖ μὲ τὸ Βουλευτικὸ (τὸν πρόεδρον ποὺ εἶχε τὸ Βουλευτικό, ὁ Ὀρλάνδος, ἀνεχώρησε, ἔμεινε ὁ Βρυσθένης Ἀντιπρόεδρος) ἔκαμαν συνέλευση, καὶ ἀποφάσισαν νὰ στείλουν πρέσβην τὸν Δεληγιάννην καὶ ἄλλους, νὰ στείλουν εἰς τὴν Πορτογαλλίαν νὰ ζητήσουν Βασιλέα. Ὁ Δεληγιάννης τοὺς ἀπεκρίθηκεν ὅτι: «Ἂν δὲν ρωτήσω τὸν ἀδελφό μου τὸν Κανέλλο καὶ τὸν Κολοκοτρώνη, δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς δώσω λόγο, διατὶ εἶμαι φαμελίτης».

Ὀρδινιάστηκε τὸ Ἐκτελεστικὸ νὰ ἔλθει στὴν Κόρινθο, νὰ πᾶμε στὰ Δερβένια καὶ ἐσυντροφεύθηκε ὁ κὺρ Ἀναγνώστης Δεληγιάννης νὰ ἔλθει διὰ ἡμᾶς, διὰ τὴν ὁμιλίαν ποὺ τοὺς ἐκάμαμεν, καὶ ὁ Μαυροκορδάτος τοὺς εἶπεν ὅτι: «Δὲν εἶμαι ἕτοιμος... ἔρχομαι καὶ ἐγώ». Ὁ σκοπός του ἦτον νὰ μᾶς συνεβγάλει. Ἐκίνησαν καὶ ἦλθαν καὶ μὲ ηὗραν στὸ Κλημεντοκαισάρι μὲ τὸν Μεταξᾶ, καὶ εἶχα καὶ τοὺς ἀγοραστάς βαλμένους εἰς τάξιν, καὶ τὸν ἔρανον μαζωμένον. Ἐξετάζοντας ποῖος ἐσκότωσε τὸν καλόγερον ὑπογράφτηκαν ὅλοι ἡμεῖς καὶ ὁ Σωτὴρ Νοταρᾶς. Ἐκράτησε τὸ γράμμα ἡ Κυβέρνησις, νὰ θεωρήσει τοῦτο τὸ φονικό. Οἱ ἐνοικιασταὶ ἐκουβάλαγαν τροφάς διὰ τὰ Δερβένια· ἔφθασε καὶ ὁ Πετρόμπεης, καὶ ὁ Σωτὴρ Χαραλάμπης καὶ Δεληγιάννης. Ἔφθασαν τὴν Παρασκευήν. Τοὺς ἐρωτήσαμεν, ποῦ εἶναι ὁ Ἀρχιγραμματεύς. - «Ὁ Ἀρχιγραμματεὺς δὲν εἶχε φορτηγὸ καὶ ἔμεινε νὰ ἐλθεῖ, τὴν Δευτέρα μουτουλὰκ εἶναι ἐδῶ» - μὲ αὐτὸ τὸν λόγον ἐμείναμε ἥσυχοι. Ἐρχάμενη Δευτέρα τὸ βράδυ καὶ δὲν ἦλθε, ἐγὼ ἔλαβα ὑποψίαν. Τὴν Τρίτην ἕως τὸ γεῦμα δὲν ἦλθε καὶ τότες ἔβαλα ἕνα ξύλο καὶ ἐτήραγα κατὰ τὴν Τριπολιτζά. - Ποῦ ἡ Κόρινθος, ποῦ ἡ Τριπολιτζά; Μὲ ἐρώταγαν: «Τί τηρᾶς;» - «Τηράω στὴν Τριπολιτζά». «Ἀμ᾿ τί βλέπεις;» «Βλέπω τὸν Μαυροκορδάτο, τὸν Δεσπότη Ἄρτης καὶ Σπετζῶτες καὶ Ὑδραίους καὶ πλέκουν ἕνα γαϊτάνι στοῦ Ἀναπλιοῦ τὴν πόρτα, μὰ τὸ τί γαϊτάνι εἶναι δὲν τὸ ἠξεύρω». Αὐτοῖνοι ἐγελάγανε. Τρεῖς ἡμέρες κοντὰ κοντὰ ἔκανα τούτη τὴν τέχνη. Ὁ Μαυροκορδάτος ἔμεινε γιὰ νὰ γίνει Πρόεδρος τοῦ Βουλευτικοῦ, καὶ ὄχι νὰ ἐλθεῖ εἰς τὸ χρέος του. - Ὄντας εἴμεθα εἰς τὴν Τριπολιτζὰ ἀποφασίσαμε τὸν Παν. Γιατράκο νὰ πολιορκήσει τὴν Πάτρα μὲ Μυστριῶτες, καὶ τὲς ἄλλες ἐπαρχίες τὲς εἴχαμε νὰ ἔλθουν εἰς τὸ Δερβένι, καὶ ἔφθασε εἰς τὴν Τριπολιτζὰ μὲ ἀλάϊ πασαλίτικο, μὲ δέκα ζυγιὲς ταβούλια καὶ μὲ ἄλλα μασκαραλίκια τοῦ Γιατράκου. - Τὴν ἴδια ὥραν ἦλθαν εἰς τὴν Τριπολιτζὰ τετρακόσιοι Ἀρκαδινοί μὲ τὸν Γρίτζαλη, Μῆτρο Ἀναστασόπουλο, Παπατζώρη, νὰ ἔλθουν εἰς τὰ Δερβένια. Εἰς τὸ παζάρι ἐπιάσθηκαν οἱ Ἀρκάδιοι καὶ οἱ Μυστριῶτες, ἐπάνω εἰς τὸ κρασί, καὶ σκοτώνονται δεκαπέντε ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἄλλο. Τῆς εὐθὺς τὸ Βουλευτικὸ ἔστειλε ταχυδρόμο καβαλλάρη καὶ μᾶς τὸ εἶπαν. Ἐκράταγαν τὴν μισὴν χώραν οἱ Ἀρκαδινοί, τὴν ἄλλην Μυστριῶτες καὶ τὸ τουφέκι ἐδούλευε. Ἀκούοντας ἡμεῖς αὐτό, μὲ ἀποφασίζουν νὰ πάγω στὴν Τριπολιτζὰ τὸ γληγορότερον, νὰ παύσω τὴν φωτιάν. Τοὺς εἶπα: «Δὲν πάγω» - μὲ φορτώθηκαν διὰ νὰ πάγω, ἀπεφάσισα. Τοὺς ἄφησα μὴ ἐντελεῖς. Ἐκίνησα μὲ τὰ ἡλιοβασιλεύματα, ὁλονυκτὶς καὶ μὲ βίαν ἔφθασα εἰς ἕνα χωριό, τρεῖς ὧρες μακρὰ ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, καὶ ἔστειλα ἕνα γράμμα: «Σακίμ, ὅποιος ρίξει τουφέκι εἶναι ἐχθρός μου, κι ἂς μὲ καρτερεῖ». Πηγαίνοντας ἡ διαταγή μου, ἐσκόλασε τὸ τουφέκι. Μετὰ δύο ἡμέρες ἐπῆγα καὶ ἐγώ. Πηγαινάμενος ἐκεῖ ἔκραξα τοὺς Ἀρκάδιους. Τὴν ἄλλην ἡμέραν τοὺς ἔστειλα, πᾶνε στὸ Δερβένι. Τὴν ἄλλην ἡμέραν πάγει καὶ ὁ Γιατράκος στὴν Πάτρα. Ἔμεινα ἐγὼ ἐκεῖ καὶ ἔστειλα ταχυδρόμο καὶ ἔδωσα εἴδησιν τῆς Κυβερνήσεως τὰ ὅσα ἔκαμα. Μία ἡμέρα βλέπω καὶ ἔρχεται ὁ Μαυροκορδάτος νὰ μὲ χαιρετήσει ὅταν ἔπαυσαν τὰ δεινὰ τῆς πόλεως. Τοῦ εἶπα: «Γιατί, κὺρ Ἀρχιγραμματέα, δὲν ἦλθες κοντὰ εἰς τὴν Κυβέρνηση»; Μοῦ ἀποκρίθηκε προφάσεις, ποὺ δὲν εἶχαν τὸν τόπο τους, καὶ μοῦ βγάνει ἕνα γράμμα προσκλητικό, ποὺ τὸν προσκάλειε διὰ Πρόεδρον τοῦ Βουλευτικοῦ. Μοῦ ἔβγαλε καὶ μία κόπια τῆς ἀπαντήσεώς του, ποὺ δὲν ἤθελε γιατί εἶναι Ἀρχιγραμματέας τοῦ Ἐκτελεστικοῦ. Ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Ἔκαμες ὡς πατριώτης, καὶ στέκεσαι εἰς τὸν λόγον σου, γιατί ἂν ἔμβαινες εἰς τὸ Βουλευτικό, τὸ Ἐκτελεστικὸ ἐχάλαγε, γιατὶ ἡ ψυχὴ τοῦ Ἐκτελεστικοῦ εἶσαι ἡ εὐγενία σου, καὶ ἀποκρίθηκες πολὺ καλά». Ἐγὼ ἐξέγνοιασα καὶ ἡ δουλειὰ ἐδούλευε εἰς τὸ Βουλευτικό. Μία τῶν ἡμερῶν τὸ Βουλευτικὸ ἔκλεξε τὸν Ἄρτης καὶ ἄλλους νὰ μοῦ ὁμιλήσουν διὰ νὰ δώκω γράμμα, νὰ τοὺς δεχθεῖ ὁ μακαρίτης Πάνος, ποὺ ἦτον εἰς τὸ Ναύπλιον φρούραρχος, διὰ νὰ κάτσει τὸ Βουλευτικὸ εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Ἐγὼ ἐπῆρα τὸν Ἀναγνώστη Δεληγιάννη καὶ τὸν Παπα - Φλέσσα διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν χωριστὰ εἰς μίαν κάμαραν τοῦ Βουλευτικοῦ. Σὰν ἐπήγαμε, ἄρχισε ὁ Ἄρτης τὴν ὁμιλίαν, νὰ τοὺς δώσω τὸ γράμμα: «Τὰ ἀσκέρια τουφεκίζονται κ.λπ.». Ἀποκρίθηκα: «Δὲν εἶναι καιρὸς νὰ πᾶτε στ᾿ Ἀνάπλι, τὸ Ἐκτελεστικὸ πάει στὰ Ντερβένια καὶ νὰ πάει τὸ Βουλευτικὸ στὸ Νάπλι δὲν φθάνει νὰ παρακινεῖ τὲς ἐπαρχίες. Ὅταν γυρίσει καὶ τὸ Ἐκτελεστικό, συναζόμεθα καὶ πᾶμε στ᾿ Ἀνάπλι». Ὁ Ἄρτης ὡμίλησε μὲ θυμὸ καὶ ἐβάρεσε τὸ χέρι του εἰς τὸ μηρί του, λέγει: «Ἔτσι τὸ θέλει τὸ ἔθνος», μὲ πεισματώδη ὁμιλία. Καὶ ἐγὼ σηκώθηκα διὰ νὰ τοῦ ἀποκριθῶ καθὼς ἔπρεπε, ὅμως μὲ ἐμπόδισεν ὁ Δεληγιάννης καὶ ὁ Παπαφλέσσας, καὶ ἔτσι ἀνεχώρησε καὶ ἔπαυσε αὐτοῦνο τὸ ζήτημα. Σὲ δύο ἡμέρες ἀκοῦμε, ὅτι ὁ Μαυροκορδάτος κάθεται ἐπὶ θρόνου πρόεδρος. Ἀκούοντας ἡμεῖς, ὅτι ἔκατσε πρόεδρος, μᾶς ἐφάνη παράξενο, γιατὶ οὔτε τὰ ἀρχεῖα ἔδωσε, καὶ τὸ Ἐκτελεστικὸ θὰ ἐχάλαγε. - Λέγει ὁ Δεληγιάννης: «Ἄσε νὰ τὸν ρίξομε πολιτικῶς». Τοῦ εἶπα: «Καλά... πολιτικῶς δὲν ρίχνεται, μόνε ἐγώ, ἐγὼ ἔχω τὸν τρόπον· θέλει βία τὸ ρίξιμό του». Κάθεται τρεῖς ἡμέρες κοντὰ - κοντὰ πρόεδρος. Ἐπάνω σὲ τοῦτες τὲς τρεῖς ἡμέρες ἡ γνώμη τοῦ Βουλευτικοῦ ἦτον νὰ τὸν κάμουν πρόεδρον καὶ νὰ τὸν στείλουν μὲ τὸν Ἀ. Δεληγιάννην εἰς τὴν Πορτογαλλίαν διὰ βασιλέα καὶ μᾶς προσκάλεσαν νὰ κάμομε συνέλεψιν εἰς τοῦ Πανούτσου Νοταρᾶ τὸ σπίτι. Ἐκάλεσαν καὶ μένα. Μέρος Βουλευτικοῦ συνάχθη. Ὁ Δεσπότης Ἄρτης, ὁ Παπαφλέσσας, Δεληγιάννης, ἐμαζώχθηκαν ἕως τριάντα ὅλοι. Ἐγὼ κάτι ἐχασομέρησα καὶ ἐπῆγα ὅλο στερνά. Ὁμιλοῦσαν μέσα, ἐπῆγα καὶ ἐγὼ σὰν μὲ προσκάλεσαν. Μπαίνοντας μέσα ἐπροσηκώθησαν καὶ μοῦ εἶπαν νὰ κάτσω στὴν ἀπάνω μεριὰν ὡς Ἀντιπρόεδρος· τοὺς εἶπα: «Κάθομαι ἐδῶ», καὶ ἔκατσα στὴν πόρτα. Παύουν τὴν ὁμιλίαν καὶ κάμνουν σιωπὴν ἕως δέκα λεπτά. Τοὺς εἶπα: «Ἂν ἔχετε καμμία μυστικὴ δουλειὰ καὶ σᾶς ἀντίσκοψα, νὰ πάγω νὰ σεργιανήσω ἐγώ». Μοῦ ἀπεκρίθηκαν: «Ὄχι, ἔχομεν ὁμιλίαν νὰ εἰποῦμεν, καὶ σὰν ἔντεσες ἀπὸ τὸ Ἐκτελεστικὸ Ἀντιπρόεδρος νὰ εἰπεῖς τὴν γνώμην σου». Ἐγὼ τοὺς ἀποκρίθηκα: «Τί ἀνάγκη ἡ γνώμη μου νὰ τὴν δώσω; Εἰς μερικὰ ἐρωτᾶτε τὸ Ἐκτελεστικό, εἰς ἄλλα ὄχι, τί πάει νὰ εἰπεῖ αὐτό;» - Ἐπετάχθηκε ὁ Ἄρτης: «Σὲ ποιὸ δὲ σ᾿ ἐρωτήσαμε;» «Δὲν μ᾿ ἐρωτήσατε ὅταν ἐβάλετε καὶ Πρόεδρον τοῦ Βουλευτικοῦ» - Ἕνα μήνα πρωτύτερα ὁ Ἄρτης καὶ ὁ Μαυροκορδάτος ἦτον εἰς τὰ μαχαίρια. - «Τὸ Βουλευτικό, λέγει ὁ Ἄρτης, ἦτο χηρευάμενο». Ἐγὼ εἶπα: «Ἐχάθηκαν τόσοι πατριῶται νὰ βάλετε, μόνε νὰ βάλετε τὸν Ἀρχιγραμματέα;». «Μὲ ἀποκρίθηκε: «Δὲν εἶναι κανένας προκομμένος σὰν τὸν Μαυροκορδάτον». Καὶ ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Μοῦ φαίνεται καὶ κουβεντιάσαμε... καὶ μοῦ ῾λεγες τόσα γιὰ τὸν Μαυροκορδάτο... πῶς εἰς ἕνα μήνα ἔγινε καλός;» Ἀπεκρίθηκε: «Ὁ καλὸς εἶναι καὶ κακός». - «Σὰν τὸν ἔκλεξες γιὰ καλόν, πάρτον εἰς τὴν Ἄρτα, ὄχι ἐδῶ εἰς Ἑλλάδα... καὶ μὴ μοῦ βροντᾶς τὸ πόδι, γιατὶ βροντῶ τὸ σπαθὶ καὶ σοῦ κόβω τὸ κεφάλι» - Εἰς τὸν θυμόν μου λέγω τέτοια (1). - Ἀκούοντας ὁ Δεσπότης σηκώνεται νὰ φύγει. «Σὰν δὲν μᾶς θέλετε τοὺς ξένους...» καὶ φόρεσε τὰ πασουμάκια του. - «Προφάσεις εἶναι αὐτές διὰ τοὺς ξένους, αὐτὰ εἶναι τῆς φαντασίας σου λόγια», καὶ ἔτσι ἐδιαλύθηκε ἡ ὁμιλία. Τὴν ἴδιαν ὥραν ἐπῆγα εἰς τὸ σπίτι μου, καὶ ἐβγῆκε καὶ ὁ Δεληγιάννης, καὶ ὁ Δεληγιάννης ἔβαλε ἀστυνομία στὸ σπίτι μου νὰ μὴ κράξω τὸν Μαυροκορδάτο. Ἔστειλα νὰ ἔλθει ὁ Μαυροκορδάτος εἰς τὸ κονάκι μου, ἦτον τὸ βράδυ - βράδυ. Μπαίνοντας ὁ Μαυροκορδάτος, ἦλθε καὶ ὁ Ἀναγνώστης. Ἐκάτσαμε οἱ τρεῖς, καὶ ἐκλείσαμε τὴν πόρταν καὶ ἀρχίνησα νὰ εἰπῶ τοῦ Μαυροκορδάτου: «Διατί νὰ κάμεις αὐτό;» Αὐτὸς ἀρχίνησε νὰ μοῦ ἀπολογηθεῖ μὲ τὰ γέλια τὰ συνηθισμένα, καὶ μοῦ λέγει ὅτι: «Εἶναι συμφερώτερον διὰ τὸ ἔθνος τὸ Βουλευτικὸ παρὰ τὸ Ἐκτελεστικό». - «Σοῦ λέγω τοῦτο, κύριε Μαυροκορδάτε, ὅτι ἐσυναναστράφημεν σαράντα ἡμέρας εἰς τὸ Ἐκτελεστικό, καὶ δὲν ἠμπορῶ... σοῦ λέγω, μὴ καθήσεις πρόεδρος, διότι ἔρχομαι καὶ σὲ διώχνω μὲ τὰ λεμόνια, μὲ τὴν βελάδα ποὺ ἦλθες». - Καὶ ἐβγῆκα εἰς σουλάτσο. Ὁ κὺρ Ἀναγνώστης, ὁποὺ ἔμεινε ὀπίσω, τοῦ εἶπε: «Ἔντεσα ἐγὼ καὶ ἐγλύτωσες, εἰμὴ θὰ σὲ ἐσκότωνε» - καὶ ἔρριξε τὸ φαρμάκι του καὶ αὐτός. Τὴν ἴδια νύκτα ἐπῆρε τὰ πλυμένα του ὁ Μαυροκορδάτος καὶ ἐπέρασε στὸ Κρανίδι καὶ ἔπειτα εἰς τὴν Ὕδραν.

Ὅταν ἦτον εἰς τὴν τάξιν τὸ Βουλευτικὸ καὶ τὸ Ἐκτελεστικό, ἐδόθη ἡ ἄδεια νὰ πραγματευθεῖ (2) τὸ δάνειον. Ἐκάμαμεν τὴν πρᾶξιν διὰ τὸ δάνειον, πρὶν νὰ διαιρεθοῦμεν τὸ Βουλευτικὸ μὲ τὸ Ἐκτελεστικό. Ἔμεινα μερικὲς ἡμέρες εἰς τὴν Τριπολιτζὰ καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν Μεσσηνίαν, διὰ νὰ συνάξω τὸν ἔρανον ὁποὺ εἴχαμεν ρίξει διὰ νὰ βαστάξωμεν τὰ στρατεύματα εἰς τὰ Δερβένια. Εἰς τὴν Δημητζάναν ἦτον συναγμένοι διὰ τοὺς προσόδους καὶ ἐκεῖ ἐπιάσθηκαν τοῦ Κολιόπουλου οἱ ἄνθρωποι μὲ ἀνθρώπους τῶν Δεληγιανναίων. Ἐκεῖ ἔρριξεν ἕνας στρατιώτης τοῦ Κολιόπουλου καὶ ἐλάβωσε τὸν Ἀνάστο Δεληγιάννη. Ὁ Κανέλλος, ὁποὺ ἦτον διωρισμένος διὰ τὰ Δερβένια, ἐγύρισεν ὀπίσω εἰς τὴν Καρύταινα. Εἰς τὴν Καλαμάταν ἀρρώστησα ἐγώ, ἀρρώστησε καὶ ὁ Κανέλλος, καὶ ἐγύρισα εἰς τὴν Τριπολιτζά. Ἀπὸ τότε ἄρχισαν ἀναφανδὸν νὰ ἐχθρεύονται οἱ Δεληγιανναῖοι μὲ τὸ Κολιόπουλον. Ἐγὼ δὲν ἤθελα τὸ κακὸ οὔτε τοῦ ἑνός, οὔτε τοῦ ἄλλου· ὁ ἕνας ἦτο συγγενής μου καὶ ὁ ἄλλος συμπέθερός μου. Τὸ Ἐκτελεστικό, συνθεμένον ἀπὸ τὸν Μαυρομιχάλην, Σωτὴρ Χαραλάμπην καὶ Μεταξᾶν ἔμεινε τρεῖς μῆνες εἰς τὴν Σαλαμίνα, καὶ ἔπειτα ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Τριπολιτζάν. Ἐκεῖ ἐσμίξαμεν· ἤμουν ἀκόμη ἀντιπρόεδρος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ. Ἕνα μέρος τοῦ Βουλευτικοῦ ἔφυγεν (1) ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ Ἄργος. Ὁ Πάνος ἔλαβε διαταγὴν ἀπὸ τὸ Ἐκτελεστικὸν νὰ πάρει τὰ ἀρχεῖα τοῦ Βουλευτικοῦ. Ὁ Θεοδωρὴς Ζαχαρόπουλος, ὁ ὁποῖος ἦτον φρούραρχος τοῦ Βουλευτικοῦ τοῦ κόμματός των, ὑπερασπίσθη καὶ δὲν τὰ ἔδωκε τὰ ἀρχεῖα· ἀπ᾿ ἐκεῖ τὸ Βουλευτικὸ ἀνεχώρησε διὰ τὸ Κρανίδι. Ἐκεῖ ἔρριξαν τὸ Ἐκτελεστικό, ὁποὺ ἦτον ἐκλεγμένον ἀπὸ τὴν Συνέλευσιν τοῦ Ἄστρους, καὶ ἐδιώρισαν τὸν Κουντουριώτην, πρόεδρον τοῦ Ἐκτελεστικοῦ, Ἰωάννην Κωλέττην, Π. Μπότασην καὶ Ἀ. Σπηλιωτάκην. Ἔπειτα ἐμβῆκαν εἰς τὰ καράβια, καὶ ἔστειλαν εἰς τὸ Ναύπλιον διὰ νὰ παραδώσει ὁ Πάνος τὸ φρούριον τοῦ Ναυπλίου. Αὐτὸς ἀπεκρίθηκεν ὅτι: «Ἡ Κυβέρνησις τοῦ Ἔθνους τοῦ ἐμπιστεύθηκε καὶ εἰς τὸ Ἔθνος μόνον χρεωστεῖ νὰ τὸ δώσει». Καὶ ἔτσι ἄρχισε ὁ ἐμφύλιος πόλεμος. Αὐτοὶ ἦταν ἕνα μέρος τοῦ Βουλευτικοῦ καὶ ἐνόμιζαν ὅτι εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ κρημνίσουν τὸ Ἐκτελεστικό. Τὸ Ἐκτελεστικὸν ἔλεγεν, ὅτι αὐτοὶ παρέλαβαν τὴν ἐξουσίαν ἀπὸ τὸ Ἔθνος, καὶ δὲν ἔχει δικαίωμα ἕνα μέρος βουλευτῶν νὰ κάμει ἄλλην Κυβέρνησιν, τὸ ἄλλο μέρος τῶν βουλευτῶν ἦτον εἰς τὴν Τριπολιτζά. Τὸ Ἐκτελεστικὸ ἦτον τότε ἀπὸ τὸν Μαυρομιχάλην πρόεδρον, τὸν Σωτὴρ Χαραλάμπην, Ἀνδρέαν Ζαΐμην καὶ Ἀνδρέαν Μεταξᾶν. Ἐγώ, ὅταν ἤμουν εἰς τὸ Ναύπλιον, πρὶν νὰ ἀρχίσει ὁ ἐμφύλιος πόλεμος, εἶχα δώσει τὴν παραίτησίν μου ὡς Ἀντιπρόεδρος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ, διότι ἐπρόβλεπα αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἡ παραίτησίς μου ἔλεγεν, ὅτι εἰς τὴν θέσιν τοῦ Ἀντιπροέδρου ἂς βάλουν ἄλλους πατριώτας, μόνον τὸν Κολοκοτρώνη δὲν ἠμποροῦν νὰ μὴ (2) βγάλουν. Ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐπῆγα εἰς τὴν Κόρινθον, ὁποὺ ἐπολιορκεῖτο καὶ δευτέραν φορὰν ἀπὸ τοὺς Κοριθινοὺς καὶ Στάϊκον. Οἱ Τοῦρκοι τῆς Κορίνθου ἐζητοῦσαν νὰ ἔλθει ὁ Κολοκοτρώνης νὰ παραδοθοῦν. Ἔτζι ἐπῆγα καὶ ἔκαμα συνθήκην, ν᾿ ἀφήσουν ὅλα τους τὰ πράγματα καὶ νὰ πάρουν τὰ ἄρματά τους καὶ νὰ τοὺς μπαρκάρω νὰ τοὺς στείλω εἰς τὴν Σαλονίκην. Ἔτσι ἐδέχθηκαν. Τοὺς ἐμπαρκάρησα εἰς τὸ Καλαμάκι εἰς δύο Σκλαβούνικα καὶ ἕνα Κεφαλονίτικο. Οἱ Κορίνθιοι μὲ ἐζήτησαν νὰ βάλουν φρούραρχον τὸν Χελιώτην. Τὸν ἔβαλαν προσωρινῶς, ἕως ὅτου νὰ διατάξει ἡ κυβέρνησις. Τὰ χρήματα τὰ ὁποῖα εὑρήκαμεν εἰς τὴν Κόρινθον τὰ διεμοίρασα εἰς ὅλους τοὺς Κορινθίους. 1823, μήνα Νοέμβριον καὶ Δεκέμβριον. - Ἀπὸ τὴν Κόρινθον ἐπῆγα εἰς τὴν Καρύταινα (3) νὰ συμβιβάσω τὸν Κολιόπουλον μὲ τοὺς Δεληγιανναίους ὁποὺ ἦτον εἰς πόλεμον. Ὁ Δημητράκης Δεληγιάννης ἐμάζωξε (4) στρατιώτας καὶ ἐπῆγε νὰ χαλάσει τὸ χωριὸ τοῦ Παλούμπα ὅπου εὑρίσκοντο τὰ σπίτια τοῦ Κολιόπουλου. Ἐσκοτώθηκε ἕνας γαμβρὸς τοῦ Κολιόπουλου. Ὅταν ἐπῆγα εἰς τὴν Καρύταιναν, ἔγραψα νὰ ἔλθει ὁ Μεταξᾶς διὰ νὰ εἰρηνεύσουν ὁποὺ ἐτρώγοντο. Ἦλθε. Ἔτσι εὕρηκεν ἀφορμὴ τὸ Βουλευτικὸ ὅτι ἐπῆγεν ὁ Μεταξᾶς εἰς τὴν Καρύταιναν χωρὶς τὴν ἄδειαν τοῦ Βουλευτικοῦ, τὸν ἔκαμαν ἔκπτωτον, καὶ ἔτζι τὸ Ἐκτελεστικὸ δὲν ἦτον πλῆρες, καὶ ἔκαμαν τὸ ἄλλο Ἐκτελεστικό (5). Πρὶν νὰ γίνει αὐτὸ εἰς τὴν Καρύταινα, ὁ Ζαΐμης, Λόντος καὶ ἄλλοι ἔκαμαν μίαν Ἀχαϊκὴν συμμαχίαν. Ὁ Σισίνης δὲν ἦτον μὲ τὴν γνώμην τους καὶ ἦτον ἐνάντιος. Αὐτοὶ ἐμάζευσαν στρατιώτας καὶ ἐπῆγαν ἐναντίον τοῦ Σισίνη, διὰ νὰ τὸν χαλάσουν καὶ νὰ ἑνώσουν τὴν Γαστούνην μὲ τὴν Ἀχαϊκήν τους συμμαχίαν. Ἔτζι ἄρχισε ὁ πόλεμος. Μαθαίνοντας ἐγὼ αὐτό, ἐπῆγα εἰς βοήθειαν τοῦ Σισίνη. Οἱ Ἀνδρέηδες ἅμα μὲ ἤκουσαν ὅτι πηγαίνω ἐναντίον τους ἀνεχώρησαν καὶ ἄφησαν τὴν Γαστούνην ἐλεύθερη. Ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐπῆγα εἰς τὴν Ἀρκαδιά. Εἰς τὴν Ἀρκαδιὰ ἔλαβα γράμματα ἀπὸ τὸ Ἐκτελεστικὸ καὶ μὲ ἔλεγε νὰ προφθάσω, καὶ ἔτσι ἐπῆγα εἰς τὴν Τριπολιτζά. Ἐγὼ ὑπεστήριξα τὸ Ἐκτελεστικὸ αὐτὸ ὡς τὸ μόνον νόμιμον ἔτσι τὸ (1) ἐνόμιζα. Ἄρχισε ὁ ἐμφύλιος πόλεμος. Πολιορκοῦν τὸ Ναύπλιον διὰ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης, στέλνουν καὶ στρατεύματα εἰς τὴν Τριπολιτζά, μᾶς πολιορκοῦν· κάμνομεν ἕνα μήνα πολιορκημένοι. Ὁ Λόντος, Νοταρᾶς, Ζαφειρόπουλος, Μπάρμπογλης, Γιατράκος, ἔκαμναν τὴν πολιορκίαν. Ὅταν μᾶς ἐπολιόρκησαν μᾶς ἐπρόλαβαν νὰ τοὺς δώσωμεν τὸ Ἐκτελεστικό, - Πετρόμπεη, Σωτὴρ Χαραλάμπη καὶ Μεταξᾶ - νὰ τοὺς πᾶνε κάτω. Ἡμεῖς τοὺς ἀπεκριθήκαμεν, ὅτι αὐτὸ δὲν γίνεται πλήν, ἂν θέλετε, νὰ πάρωμεν καὶ τὸ ἕνα Ἐκτελεστικὸ καὶ τὸ ἄλλο, καὶ τοὺς κρίνωμεν, καὶ ὅποιος ἔχει ἄδικο, ἐκεῖνος νὰ (2) παιδευθεῖ. Δὲν ἤκουσαν, ἀκολούθησαν διάφοροι ἀκροβολισμοί. Ὁ Κολιόπουλος ἦλθεν ὡς μεσίτης καὶ ἐσυμφωνήσαμεν: ὁ Πετρόμπεης νὰ μείνει ἀπείραγος καὶ νὰ πάει εἰς τὴν Μάνην, καὶ τὴν Τριπολιτζὰν νὰ τὴν ἀφήσωμεν εὔκαιρη, καὶ νὰ μὴν ἔμβουν μέσα οὔτε τοῦ ἑνός, οὔτε τοῦ ἀλλουνοῦ μέρους στρατιῶται. Ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά ἐπῆγα εἰς τὴν Καρύταινα, ὁ Σωτὴρ Χαραλάμπης εἰς τὰ Καλάβρυτα. Τὸ Ναύπλιον ἐπολιορκεῖτο ἀκόμη. Ὁ Νικήτας ἦτον εἰς τοῦ Μπουγιάτι. Ἀκούσθηκε μὲ τὸν Κουντουριώτη· ὁ Κουντουριώτης τοῦ ἐπρόβαλε νὰ γυρίσει μὲ τὸ μέρος του, αὐτὸς ἀποκρίθηκε: «Εἰσακουσθῆτε μὲ τὸν μπάρμπα μου, καὶ ἂν ἑνωθεῖ, ἑνώνομαι καὶ ἐγώ». Τοῦ ἔγραψα νὰ ὑπάγω νὰ ὁμιλήσωμεν. Μὲ ἔγραψε νὰ ὑπάγω στὸ Τσιβέρι μὲ μόνο 50 ἀνθρώπους καὶ νὰ περάσω ἀπὸ ἐδικούς του ἀνθρώπους. Ἐγὼ ὑποπτεύθηκα καὶ δὲν ἐπῆγα. Εἰς τὴν Καρύταινα ἐσύναξα στρατιώτας καὶ τοὺς ἐκτύπησα εἰς διάφορα μέρη. Ἔπιασα 300 ζωντανούς, χωρὶς νὰ χυθεῖ αἷμα. Ἐμβῆκαν εἰς τὴν Τριπολιτζὰ καὶ τοὺς ἐπολιόρκησα. Ὁ Γενναῖος, ὁ Κολιόπουλος καὶ ὁ Νικήτας, ἐπῆγαν εἰς βοήθειαν τοῦ Πάνου καὶ ἐπέστρεψαν ὀπίσω. Τότε ἦλθε ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης καὶ ἐσμίξαμεν ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν Τριπολιτζά. Μὲ εἶπε νὰ γράψω τοῦ Πάνου νὰ παραδώσει τὸ κάστρο. Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα ὅτι: «Δὲν ἠμπορῶ νὰ παραδώσω εἰς τοὺς τυχοδιώκτας, εἰς ἐσᾶς, ἂν εἶσθε ἱκανοὶ νὰ τὸ βαστάξετε, σᾶς τὸ παραδίδω, καὶ ἔχω καὶ 300.000 γρόσια ἔξοδα εἰς μισθούς». Αὐτὸς μ᾿ ἀποκρίθηκεν ὅτι: «Εἴμεθα ἱκανοὶ νὰ τὸ βαστάξωμεν καὶ ἀποκρινόμεθα ὅλα τὰ ἔξοδα ὁποὺ ἔχετε καμωμένα». Καὶ ἔτσι ἔγραψα τοῦ Πάνου καὶ τὸ παράδωσε τὸ φρούριον εἰς τοὺς Ἀνδρέηδες, ὄχι εἰς τὴν Κυβέρνησιν. Τοὺς προεῖπα νὰ βάλουν φρουρὰν εἰς τὸ Παλαμήδι ἐδικούς τους καὶ ὄχι χαϊμένους· καὶ ἐκεῖ ἔβαλαν τὸν Φωτομάρα, καὶ ἔπειτα ὁ Γρίβας, καὶ ἔγιναν ἐκεῖνα τὰ κακὰ ὁποὺ ἔγιναν. Ὁ Πάνος ἦλθε εἰς τὴν Καρύταιναν, ἔγινεν ἀμνηστεία διὰ τὸν Πάνο καὶ ἔτσι ἔλαβε διαταγὴν διὰ τὴν Πάτρα νὰ τὴν πολιορκήσει. Ἐκεῖ ἔσμιξεν ὁ Πάνος μὲ τὸν Ζαΐμην καὶ Λόντον. Αὐτοὶ ἦσαν δυσαρεστημένοι μὲ τὸν Κουντουριώτην, ἑνώθησαν μὲ ἡμᾶς. Ὁ Παπα - Φλέσσας ἐβγῆκε διὰ νὰ καθυποτάξει τὰς ἐπαρχίας Ἀρκαδιᾶς, Φανάρι καὶ λοιπάς. Τὰ δάνεια ἐδυνάμωσαν τὴν Κυβέρνηση Κουντουριώτη καὶ ἡ δύναμη τὴν ἔκαμε νόμιμη. Ἔγραψα νὰ ἔλθει ὁ Πάνος καὶ ὁ Γενναῖος εἰς τὴν Καρύταιναν διὰ νὰ ἀντισταθοῦν, τὸν Παπα - Φλέσσα, τὸν ἐκυνήγησαν (ἐπολέμησαν εἰς τοὺς Κωνσταντίνους) αἱ ἐπαρχίαι καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ Ναύπλιον. Ἔστειλαν δύναμιν τὸν Βάσον μὲ 800, ἀπαντήθηκαν οἱ στρατιῶτες μὲ τὸν Πάνο καὶ ἐσκοτώθη.

Ὁ Ζαΐμης ἔφθασε διὰ νὰ ἐμβοῦμεν εἰς τὴν Τριπολιτζάν. Οἱ Τριπολιτζῶτες ἐφοβήθηκαν διὰ τὸν σκοτωμὸν τοῦ Πάνου καὶ ἀντιστάθηκαν· τοὺς ἐφοβέρισε καὶ ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης (3). Ἡ Κυβέρνησις τοῦ Κουντουριώτη ἐδυνάμωσεν, ἔστειλεν εἰς τὴν Ρούμελην, ἔφερε τὸν Γκούρα, καὶ οἱ ἄλλοι καπεταναῖοι τῆς Ρούμελης ἐμβῆκαν εἰς τὴν Κόρινθον, ἐκυνήγησαν τὸν Νοταρᾶν. Ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐπῆγαν εἰς τὴν Κερπενή, χωριὸ τῶν Καλαβρύτων, ἔκλεισαν τὸν Ζαΐμη, ἦλθεν καὶ ὁ Καραϊσκάκης καὶ ὁ Τζαβέλας ἐναντίον τοῦ Ζαΐμη, τὸν ἐχάλασαν τὸν Ζαΐμη, καὶ ὁ Ζαΐμης, Λόντος καὶ Νικήτας κατέφυγαν εἰς τὴν Δυτικὴν Ἑλλάδα. Ὁ Καραϊσκάκης καὶ ὁ Τζαβέλας μ᾿ ἔγραφαν διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν καὶ μὲ παίρνουν ἀπάνω τους ἂν πάθω τίποτε. Ἐγὼ ὅμως δὲν ἤμουν πλέον εἰς τὴν Καρύταιναν, διότι ἦλθεν ὁ Κολιόπουλος σταλμένος ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση καὶ μοῦ εἶπεν ὅτι νὰ πᾶμε εἰς τὸ Ναύπλιον διὰ νὰ συμβιβασθοῦν τὰ πράγματα. Ἐπήγαμεν εἰς τὴν Τριπολιτζάν. Ἐκεῖ ἦτον μία ἐπιτροπὴ ἀπὸ τὸν Σκούρτην, τὸν Γ. Μαυρομάτην καὶ Κ. Ζαφειρόπουλον, καὶ μὲ ἔκαμαν ὅρκους, ὅτι νὰ πάγω κάτω νὰ συμβιβαστοῦν τὰ πράγματα καὶ ἀπὸ αὐτά. Ἐνεπιστεύθηκα ἐγώ, ἐπῆγα εἰς τὸ Ναύπλιον. Ἐκεῖ εἰς ἕνα δύο ἡμέρες βλέπω νὰ διώχνουν τοὺς ἀνθρώπους μου καὶ νὰ μὲ ἀφήνουν μοναχόν, in arresto ἕως ὅτου νὰ μαζώξουν καὶ τοὺς ἄλλους. Μᾶς ἐβαρκάρισαν εἰς μίαν γολέταν, Γοργώ (1), ἦταν καὶ ὁ Σκούρτης, καὶ μᾶς ἐπῆγαν εἰς τὴν Ὕδραν. Ἐκαθίσαμεν δύο ἡμέρες καὶ μᾶς ἔστειλαν στὸν Προφήτην Ἅγιον Ἠλίαν, ἕνα μοναστήρι. Ἐκαθίσαμεν 4 μήνας. 20 ἡμέρες μετὰ τὸ πιάσιμόν μας, ἦλθεν ὁ Μπραΐμης εἰς τὴν Πελοπόννησον. Εἰς τὴν Ὕδραν ἄρχισε νὰ γίνεται ἀπὸ τὸν λαὸν μία ἑταιρία διὰ νὰ μᾶς βγάλουν. Ὁ Κουντουριώτης ἑτοιμάζετο διὰ τὴν Πάτρα, ἔπειτα σὰν ἤκουσε ὁ Μπραΐμης ἦλθεν εἰς τὰ Μοθωκόρωνα, ἔκαμαν διαταγὰς διὰ νὰ γυρίσουν τὰ στρατεύματα διὰ τὸ Νεόκαστρον. Ἐπῆγεν ὁ Κουντουριώτης εἰς Τριπολιτζὰν καὶ ἔστειλε τὸν Σκούρτην ἀρχιστράτηγον εἰς ὅλα τὰ στρατεύματα. Εἶχε μαζὶ ἕνα ἥμισυ μιλλιούνι (2) γρόσια. Τὰ Ρουμελιώτικα στρατεύματα ἐκίνησαν καὶ αὐτά, πηγαίνουν εἰς τὸ Νεόκαστρον. Ἐκεῖ βάζουν φρουράρχους τὸν Π. Γιατράκο καὶ Γεώργ. Μαυρομιχάλη. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐπολιόρκησε τὸ Νεόκαστρο, ἔπειτα ἐξεμβαρκάρισεν εἰς τὸ παλιὸ Ναβαρίνο, ἐκεῖ ἐκλείσθησαν 1.000 Πελοποννήσιοι, στενοχωρημένοι ἀπὸ ζωοτροφίας ἐπροσκύνησαν, καὶ ὁ Ἰμπραΐμης τοὺς ἄφησεν ἐλευθέρους. Ἦτον ἐκεῖ ὁ Τζόκρης καὶ ὁ Τζανέτος καὶ ἄλλοι. Ὁ Ἰμπραΐμης ἀφέθηκε μὲ γλυκὸ τρόπο εἰς αὐτὴν τὴν περίστασιν, διὰ νὰ τραβήξει τοὺς Ἕλληνας διὰ νὰ προσκυνήσουν. Ὁ λαὸς ἄρχισε νὰ λέγει, ὅτι δὲν πολεμοῦμεν, ἂν δὲν βγάλετε τοὺς ἀρχηγούς μας. Τὰ Ρουμελιώτικα καὶ Σουλιώτικα στρατεύματα, μάλιστα ὁ Καραϊσκάκης καὶ ὁ Τζαβέλας ἐπρόβαλαν διὰ νὰ μὲ βγάλουν. Ἐκεῖ ἔκαμαν ὅλα τὰ στρατεύματα μίαν ἀναφορὰν καὶ ἐζητοῦσαν τὴν ἐλευθερίαν μας. Ἐπαρουσίασαν τὴν ἀναφορὰν εἰς τὸν Ἀναγνωσταρᾶν, ὁποὺ ἦτον Μινίστρος τοῦ πολέμου, καὶ αὐτὸς τὴν ἔσκισε λέγοντας: «Μὴν ἀνακατώνεσθε σ᾿ αὐτὲς τὲς δουλειές, ἀφήσετε αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν εἰς τὴν Κυβέρνηση». Γίνεται εἰς τὸ Κρεμμύδι πόλεμος καὶ νικῶνται οἱ ἐδικοί μας. Ὁ Καρατάσος ἔκαμεν ἕναν καλὸν πόλεμον. Τότε ὅλοι οἱ ἀρχηγοί Ρουμελιῶται ἐσυνάχθηκαν καὶ ἀπεφάσισαν ν᾿ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον, διὰ νὰ ὑπάγουν νὰ βοηθήσουν τὴν Ρούμελην, καὶ μάλιστα τὸ Μεσολόγγι, ὁποὺ ἄρχισε νὰ πολιορκεῖται. Τότε ἐπῆγαν εἰς τὸν Κουντουριώτην, ἐπῆραν τοὺς μισθούς των καὶ ἀνεχώρησαν ἄλλοι διὰ τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα καὶ ἄλλοι διὰ τὴν Δυτικήν. Ὁ Ἰμπραΐμης ἔκαμε ντεσμπάρκο καὶ εἰς τὴν Σφακτηρίαν, καὶ ἐσκοτώθη καὶ ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, καθὼς καὶ ὁ Τζαμαδός. Ἐπιάσθησαν εἰς τὴν Σφακτηρίαν μερικοὶ ζωντανοί, ὁ Π. Ζαφειρόπουλος, ἐπιάσθη σκλάβος εἰς τὸ Κρεμμύδι, πηγαίνει καὶ ὁ Κ. Ζαφειρόπουλος, πιάνεται καὶ αὐτός, καὶ ὁ Χατζῆ Χρίστος. Τὸ Νεόκαστρον σὰν ἐστενοχωρήθη πολύ, ἔκαμε συνθήκας καὶ παρεδόθηκεν. Ὁ ἐχθρὸς τοὺς μὲν στρατιώτας, χωρὶς τὰ ἄρματά τους, τοὺς ἄφησεν ἐλευθέρους, εἰς τοὺς ἀξιωματικοὺς τοὺς τὰ ἄφησε, καὶ μόνον ἐβάσταξεν αἰχμαλώτους τὸν Γεωργάκην Μαυρομιχάλην καὶ Παναγιώτην Γιατράκον. Μανθάνοντας ὁ Κουντουριώτης, ὅτι τρατάρει τὸ Νεόκαστρον, ἐμβαρκαρίσθηκεν εἰς τὸ Ἁλμυρὸ καὶ ἦλθε εἰς τὴν Ὕδραν. Ἐκεῖ ἐκατέβημεν καὶ ἡμεῖς. Σὰν εἶδαν τὸν κίνδυνον τῆς πατρίδος καὶ τὴν ἐπιμονήν, ὅπου ἔδειχνεν ὁ λαὸς διὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσουν, μᾶς ἐλευθέρωσαν. Ἤλθαμεν εἰς τὸ Ἀνάπλι. Ἐρχόμενοι εἰς τὸ Ναύπλιον ὁρκωθήκαμεν τὸ Βουλευτικόν, τὸ Ἐκτελεστικὸν καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅτι νὰ ἀφήσωμεν τὰ περασμένα, νὰ τὰ λησμονήσωμεν, νὰ ἑνωθῶμεν καὶ νὰ μὴν ἔχωμεν ἄλλην ἰδέαν, παρὰ νὰ δουλεύσωμεν τὴν πατρίδα μας. Ἔτσι μ᾿ ἔκαμαν γενικὸν Ἀρχηγόν. Ἐσυνάχθηκε τότε τὸ Βουλευτικὸ καὶ τὸ Ἐκτελεστικὸν εἰς ἕνα μέρος καὶ ἐπῆγα καὶ ἐγώ.

Εἰς τὴν Ὕδραν εὑρισκόμεθα ὁ Κολοκοτρώνης (3) ὁ Ἀναγνώστης Δεληγιάννης, Κανέλλος Δεληγιάννης, Νικολάκης καὶ Δημητράκης Δεληγιάννης, Ἰωάννης καὶ Παναγιώτης Νοταρᾶς, Γέρο Σισίνης, Χρύσανθος Σισίνης, υἱός του, Μῆτρος Ἀναστασόπουλος, ὁ Γρίτζαλης (4) ὁ Ἀναστάσης Κατζαρός, ὁ Δημήτριος Παπατζώνης, ὁ Θεόδωρος Γρίβας.

Εἰς τὴν Σφακτηρίαν ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἦτον ἀρχηγός, ὁ Ἀναστάσης Τσαμαδὸς μὲ 10 κομμάτια καράβια εἶχε τὴν θάλασσαν.

Καθὼς ἐσυνάχθηκε τὸ Ἐκτελεστικὸ καὶ Βουλευτικὸ μὲ ἐπροσκάλεσαν ἐμέ, κι ἐγὼ τοὺς εἶπα: «Σεβαστὴ Διοίκησις, ν᾿ ἀκούσετε τὴν γνώμην μου ὁποὺ θέλει σᾶς εἰπῶ. Στὴν Πάτρα, στὴν Κορώνη καὶ στὰ Μοθωκόρωνα Τοῦρκος νὰ μὴν ἀκούεται πουθενά, μόνον νὰ εἶναι ὅλο Ἑλληνικό. Τῆς Τριπολιτζᾶς τὸ Κάστρο πρέπει νὰ τὸ χαλάσομε, διατὶ δὲν συμφέρει μέσα εἰς τὴν Πελοπόννησον νὰ εἶναι μιὰ τέτοια (1) μάνδρα, διατὶ βγάνει ἀπὸ μέσα ὅλο ἐμφυλίους πολέμους καὶ ὄχι τώρα ὁποὺ ὁ Ἰμπραΐμης εἶναι μὲ πενήντα χιλιάδες στράτευμα εἰς τὴν Πελοπόννησον καὶ κρατεῖ τὰ κάστρα τῆς Μεσσηνίας τρία, καὶ κρατεῖ καὶ τὴν Πάτραν, καὶ ἔκαμε καὶ τόσες νίκες εἰς τοὺς Ἕλληνας, καὶ ἐσκότωσε καὶ τὸν Φλέσσαν μὲ τοὺς πεντακοσίους, καὶ ὁ Φλέσσας ἠμπορεῖ νὰ ἐσκότωσε 1.000, καὶ ἔκαψε καὶ τὴν Καλαμάτα καὶ τὰ στρατεύματα ἔφυγαν, καὶ ἔχει καὶ τόσες νίκες καμωμένες. Θὰ ἔλθει καὶ στὴν Τριπολιτζά, καὶ σὰν ἔλθει στὴν Τριπολιτζά, πιάνει καὶ τὸ κάστρο (2) καὶ τότε χαλάει καὶ ὅλην τὴν Πελοπόννησον, διατὶ εἶναι εἰς τὸν κέντρον». Μὲ ἀπεκρίθηκαν: «Δὲν ἔχουν ἔξοδα». Ἀπεκρίθηκα ἐγώ: «Δότε (3) μου τὴν ἄδειαν, καὶ μὲ τὸν λαὸν τὸ χαλῶ διὰ πέντε ἡμέρες, καὶ τότε δὲν εὑρίσκει ὁ Μπραΐμης νὰ κάμει φωλιά, καὶ τὸν κτυπῶ ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη. Ἂν πιάσει τὴν Τριπολιτζὰ δὲν τοῦ χρειάζεται ἄλλη φωλιά διὰ νὰ χαλάσει τὴν Πελοπόννησον. Ἐὰν (4) καὶ χαλάσωμεν τὴν Τριπολιτζά, δὲν εὑρίσκει φωλιὰ καὶ τὸν κατατρέχω μὲ τὰ στρατεύματα τῆς Πελοποννήσου. Τότε ἑνώνονται τὰ στρατεύματα, ἀλλέως δὲν θὰ ἑνώνονται διατὶ θὰ φοβοῦνται ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα μέρη». Καθὼς καὶ ἔγινε.

Αὐτοὶ ὑποπτεύθηκαν ὅτι ἔχω μίσος νὰ χαλάσει ἡ Τριπολιτζά, τὰ τείχη, καὶ ἀπεκρίθηκαν: «Νὰ ἰδοῦμεν». Ἐπῆγα εἰς τὸ Ἄργος, ἔκαμα ἀναφοράν, ἔκαμαν καὶ ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, καὶ δὲν ἀκούσθηκα. Τότενες ἔμασα 8.000 στράτευμα. Ἦλθαν τὰ στρατεύματα εἰς συναπάντησίν μου. Οἱ Ἀργίτες εἰς τὸ Ναύπλιον, οἱ Τριπολιτζῶται εἰς τὸ Ἄργος· τοὺς ἔλεγα: «Τρέξατε, ἀδέλφια μου, νὰ μὴ μᾶς πάρουν σκλάβους οἱ Ἀραπάδες, δὲν ἔχομεν βοήθειαν εἰμὴ ἀπὸ τὰ ἄρματά μας». - Δοξολογίες εἰς τὸν ὕψιστον ἄνδρες καὶ γυναῖκες. - Ἔστειλα διαταγὴν εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας (5) καὶ ἐσυνάχθησαν διὰ τρεῖς ἡμέρες 8.000. - Ὅταν ἤμουν ἀκόμη στὴν Τριπολιτζά, ἦλθεν ἡ εἴδησις τοῦ Φλέσσα. Ἔκαψε τὴν Καλαμάτα ὁ ἐχθρός, δυνατός, ἐκυρίευσε τὴν Μεσσηνίαν. Ἐγὼ ἔπιασα τὰ Δερβένια, ἐπέρασα καὶ ἀπὸ τὸ Λεοντάρι ἔφτιασα φούρνους, διὰ νὰ κουβαλοῦν τροφὰς εἰς τὸ Δερβένι, ἔφτιασα ταμπούρι δυνατὸ διὰ νὰ τὸν πολεμήσουν. Αὐτὸς εἶχε κατασκόπους, καὶ εἶδε ὅτι ἤθελε νὰ περάσει ἀπὸ τὰ Δερβένια μὲ χαλασμόν. Ἕνας Τοῦρκος Λιονταρίτης, σκλάβος εἰς τὴν Μπολιανήν, ἦτον φευγάτος εἰς τὸν Ἰμπραΐμην, εἶπε: «Ἐγὼ ἠξεύρω ἕνα τόπον νὰ πᾶμεν ἀπὸ τὲς πλάτες, νὰ ἀναβοῦμεν εἰς τὸν ἀπάνω (6) κάμπον». Ἔτζι ἐγώ, μὴν ἠξεύροντας ὅτι θὰ περάσει ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ μονοπάτι ὅπου ἐγὼ δὲν ἔλπιζα ποτὲ - ὅμως μὲ παρεκίνησε ὅτι οἱ Μεσσήνιοι ἦτον τραβηγμένοι εἰς τὰ βουνά, καὶ ἐκίνησα νὰ πιάσω ἐκείνην τὴν θέσιν ὁποὺ ἐπέρασε. Οἱ Τοῦρκοι ἐντόπιοι σκλάβοι ἔφευγαν καὶ ὁδηγοῦσαν τὸν Μπραΐμην. Ἔστειλα τὰ ἀνιψίδια μου νὰ τὸ πιάσουν, ἐγὼ ἐκίνησα εἰς τὰ Σαμπάζικα μὲ 80 ἀνθρώπους νὰ μαζώξω τὰ χωριά, νὰ πιάσω τὰς θέσεις. Ἐξημέρωσα εἰς ἕνα χωριό, εἰς τὴν Ἄκοβο, ἦλθαν καὶ ἄλλα χωριὰ νὰ πιάσωμεν τὴν θέσιν. Δὲν ἔφθασαν τρεῖς ὧρες τῆς ἡμέρας, καὶ μὲ τοὺς ὁδηγοὺς τοὺς Τούρκους ἔπιασε τὸ βουνὸ (7) πρὶν νὰ πᾶμε ἡμεῖς μὲ στράτευμα. Ὁ κόσμος ὁποὺ ἦτον εἰς τὸ χωριό, σὰν εἶδαν καὶ ἐκαβάλληκε τὸ βουνό, ἐτζάκισαν κι ἔφευγαν· καὶ ἐγὼ ἤμουν σὲ μίαν ράχη, κ᾿ ἔφυγαν ἀπὸ μπροσθά μου. Οἱ Τοῦρκοι ἐμβαίνουν εἰς τὴν Μπολιανήν, χωριὸ ἀπὸ 250 οἰκογένειες. Οἱ πεζοὶ ἔβαλαν φωτιὰ εἰς τὸ χωριό, οἱ καβαλλαραῖοι ἐκυνηγοῦσαν τὰ παιδιὰ νὰ τὰ σκλαβώσουν, ἀποπίσω ἤρχετο τὸ στράτευμα. Ρίχνω μιὰ μπαταριὰ τουφέκια. Οἱ Τοῦρκοι ἐφοβήθηκαν καὶ ἐγλύτωσεν ἐκεῖνος ὁ λαός, καὶ ἦτον τὸ μεσημέρι. Ἐκεῖνο τὸ βουνὸ ὁποὺ ἤμουν ἐγὼ ἦτον δυνατό, καὶ τῆς εὐθὺς ἔστειλα διαταγὴν εἰς τὸ Δερβένι νὰ γυρίσει ὅλο τὸ στράτευμα κατ᾿ ἐμέ, διατὶ οἱ Τοῦρκοι ἦλθαν ἀπὸ τὴν Μπολιανήν, καὶ τρέξατε (8) νὰ μὴν πιάσουν τὸν κάμπον. Τὸ στράτευμα ἦτον ὧρες ἕξ μακράν, ἐνύχτωσε κι ἐγὼ ἔμεινα τοποτηρητής, νὰ ἰδῶ οἱ Τοῦρκοι ποῦ θὰ κάμουν. Λαβαίνοντας τὸ γράμμα μου ἐκίνησε ὁ Γ. Γιατράκος μὲ 800, καὶ τὰ ἄλλα ἐκίνησαν ἀπὸ κοντά, Γενναῖος, Κολιόπουλος, Κανέλλος Δεληγιάννης, Παπατζώνης, Ἀρκαδινοί, Γρίτζαλης, οἱ Τριπολιτζῶτες, ὁ Κολιὸς (ἐσκοτώθη). Ἐγὼ ὀπισθοδρόμησα μίαν ὥραν κατὰ τὸν δρόμον ὁποὺ ἤρχονταν οἱ δικοί μας. Μὲ τὰ χαράγματα ἔφθασε ὁ Γιατράκος, ἔκαμε νὰ πιάσει ἕνα χωριό, Δυρράχι, ἐπειδὴ ὑποπτεύθηκε μὴ περάσουν οἱ Τοῦρκοι κατὰ τὸ Μυστρά (1)· ἀνεχώρησε καὶ ἐπῆγε. Ἐγὼ ἔμεινα εἰς τὴν ἰδίαν τοποθεσίαν. Ὁ Ἀντώνης ὁ Κολοκοτρώνης, ποὺ ἤξευρε τὸν τόπον, ἐπέρασεν ἀπὸ ἕνα μονοπάτι καὶ ἐβγῆκεν μπροσθὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Τὰ στρατεύματά μας ἐρχότανε κομματιαστά. Ἦλθαν ἄλλοι 1.000 καὶ τοὺς ἔστειλα καὶ ἔπιασαν κάτι καταράχια, καρσὶ τῶν 500 (Κανέλλος, Γενναῖος, Γρίτζαλης, Παπατζώνης)· ὁ Κολιόπουλος ἐρχόντουνε ἀπὸ κοντὰ μὲ τοὺς Ἀρκαδινοὺς καὶ μὲ ἄλλα στρατεύματα· οἱ Τοῦρκοι ἐβγῆκαν πρωι καὶ ἔκαμαν κατὰ μᾶς, ὄχι κατὰ Δυρράχιον. Ἀπαντήθηκαν, καὶ τὰ δικά μας δὲν τοὺς βάσταξαν, καὶ ἔκαμναν ρετιράδα καὶ ἐμένα (2). Ἐρχάμενοι εἰς ἐμένα τοὺς ἀποφασίζω, στέλνω 3.000 εἰς τὴν ράχην, νὰ τοὺς βαστάξωμεν ἐδῶ. Οἱ Τοῦρκοι ἦλθαν ἴσια μὲ τὸν Γενναῖον, καὶ ἐστάθηκαν. Δὲν τοὺς ἔδιδε χέρι νὰ περάσουν ἐμπρός, διότι ἄφηναν τὸ στράτευμα πίσω. Ἐπιάσθηκαν πόλεμον μὲ Γενναῖον, Κανέλλον καὶ λοιπούς. Οἱ δικοί μας ἔφτιασαν ταμπούρια οἱ 3.000, καὶ τοὺς ἔβαλε εὐθὺς τὸ κανόνι, μὰ δὲ τοὺς ἔκανε τίποτες. Ἐγὼ ἐπέρασα μισὴν ὥραν μακριὰ διὰ νὰ εἶμαι ἀγνάντια τοῦ πολέμου, καὶ ἐπρόσταξα τὸν Κολιόπουλο νὰ πάγει βοήθεια εἰς τὸ πρόποδον τοῦ βουνοῦ, ποὺ ἦτον ὁ Γενναῖος ἐπάνω, καὶ ἐπῆγε καὶ ἐπολέμαε καὶ ὁ Κολιόπουλος μὲ τοὺς Τούρκους. Ὁ Γενναῖος κατεβαίνει καὶ τοῦ λέγει: «Μπάρμπα, τραβήξου ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν θέσιν, καὶ πήγαινε στοῦ πατέρα μου, νὰ δυναμώσετε ἐκεῖ». Ἦλθε ὁ Κολιόπουλος εἰς ἐμέ, ἦλθαν καὶ Ἀρκαδιανοί (3), καὶ εἴμεθα ἕνα σῶμα καλό. Ὁ Γενναῖος μὲ τὸ στράτευμά του πολεμεῖ ὅλην τὴν ἡμέρα. Ἔρριχναν μπόμπες καὶ κανόνια. Πολεμᾶν ὅλη τὴν ἡμέρα. Ὁ Γιατράκος, ὁποὺ ἦτον εἰς τὸ χωριό, σὰν ἤκουσε τὸν πόλεμον, ἦλθε μεντάτι ἀπὸ ἕνα μέρος, καὶ οἱ Τοῦρκοι ἦσαν (4) πολλοί, καὶ τοῦ ἔπεσαν ἐπάνω καὶ τὸν χάλασαν. Δὲν μᾶς βόλιε νὰ τοῦ δώσωμεν βοήθειαν, διότι ἦτον βράχοι στὴν μέσην. Λαβώθηκε ὁ Γιατράκος, ἐσκόρπισε ἐκεῖνο τὸ στράτευμα. Περιμένωμεν βοήθειαν καὶ ἀπ᾿ τ᾿ ἄλλα χωριά, πλὴν δὲν ἦλθαν. Ὁ Γενναῖος, μὲ τοὺς ἄλλους εἰς τὸ καταράχι ἐπολέμησε καὶ ὅλην τὴν νύκτα, μὰ οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐπῆραν τὰ ὀμπρός. Τὴν ἄλλην ἡμέραν στέλνω τοὺς Ἀρκαδινοὺς νὰ πιάσουν ἕνα μονοπάτι διατὶ εἶδα τοὺς Τούρκους καὶ ἔπιασαν ὅλα τὰ καταράχια. Βλέποντας ὅτι ἔστειλα νὰ πιάσω τὸ μονοπάτι, ἐκίνησαν οἱ Τοῦρκοι ἐκεῖ. Οἱ Ἀρκαδινοί, ἀφοῦ ἐπολέμησαν, δὲν τοὺς βάσταξαν καὶ ἦλθαν κατ᾿ ἐμένα. Οἱ Τοῦρκοι ἐπῆραν τὸν κάμπον. Ἡ καβαλλαρία ἡ τουρκικὴ ἦλθεν ἕως εἰς τὸ Λιοντάρι, καίοντας τὰ χωριά. Καμμιὰ δεκαριὰ χιλιάδες ἐτέντωσαν ἀπὸ τὲς πλάτες τοῦ Γενναίου στὸν κάμπον. Βλέποντας ἐγὼ ἐκείνους, ὅτι ἐπλεύρωσαν τὰ στρατεύματα τὰ ἐδικά μας, ἐκατέβηκα μὲ τὸν Κολιόπουλον ἕνα κάρτο μακρὰν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, νὰ τοὺς φοβίσω. Δύο μέρες καὶ τρεῖς νύχτες ἄπαυτα ὁ πόλεμος. Σὰν εἶδα ὅτι δὲν ἐμποροῦσα νὰ τοὺς κάμω βοήθειαν, - μιὰ βρυσούλα ἦτον, δὲν ἐκόταγαν νὰ στείλουν νὰ πάρουν νερό, διατὶ τοὺς ἔφευγαν, δὲν εἶχα πολεμοφόδια, τροφὰς καὶ νερὸ - τοὺς ἔκαμα σινιάλο νὰ φύγουν μὲ φωτιές. Εἰς ἐκεῖνον τὸν πόλεμον ἐσκοτώθηκαν 5 δικοί μας, Τοῦρκοι ἀρκετοί. Ἔφυγαν οἱ ἐδικοί μας καὶ ἐτράβηξαν κατὰ τοῦ Τουρκολέκα, κι ἐπῆραν τὰ Δερβένια. Ἡμεῖς ἐτραβηχθήκαμεν κατὰ τὴν Καρύταιναν, ὅπου ἦτον τόπος δυνατός. Οἱ Τοῦρκοι ἐτράβηξαν κατὰ τὴν Τριπολιτζά, ἐμπῆκαν εἰς τὴν Τριπολιτζά. Ὅταν (5) ἐφύγαμεν τὸ βράδυ, ἔστειλα, νὰ κάψω τὴν Τριπολιτζά, τὸν Τζόκρην, καὶ δὲν ἐπρόφθασε. Ἀρχίνησε νὰ κάψει τὴν πόλιν, ἔφθασε ὁ Μπραΐμης, καὶ ἐπῆρε τῆς Τριπολιτζᾶς τὸ πράγμα ὅλο. Ἔκατζε ἡμέρες δέκα διὰ νὰ ἀναπαυθοῦν τὰ στρατεύματά του. Ἐκεῖνες τὲς δέκα ἡμέρες ἐγὼ ἐσύναξα Κολιόπουλον, Κανέλλον Δεληγιάννην, Παπατσώνην - τὴν νύχτα ὁποὺ ἔφυγαν ἐσκοτώθηκε ὁ Κολιός, ὄχι ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς - καὶ ἐγινήκαμεν ὡς 4.500. Ἐζυγώσαμεν κοντὰ διὰ νὰ πιάσωμεν τὰ πόστα, νὰ μὴν τραβήξει κατὰ τὴν Καρύταιναν καὶ χαλάσει τὲς χῶρες. Ὁ Ζαΐμης καὶ τὸ Ἀρχοντόπουλο ἦτον εἰς τὸ Τορνίκι, ὡς 2.000. Οἱ Μυστριῶτες καὶ οἱ Ἁγιοπετρίτες μὲ τὸν Ζαφειρόπουλον καὶ μὲ τὸν Π. Μπαρπιτζιώτην. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐκίνησε, καὶ πάγει εἰς τὸ Ἄργος. Ἀφήνει στράτευμα εἰς τὴν Τριπολιτζά, πάγει στὴν Γλυκειὰ (περιβόλι τοῦ Μιαούλη). Ἡμεῖς σὰν ἐμάθαμεν ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης ἐκατέβηκε στὸ Ἄργος, τοὺς ἔκαμα ἕνα στρατήγημα νὰ ἐβγοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, νὰ τοὺς πολεμήσωμεν καὶ πηδήσωμεν μέσα. Ἔστειλα τὸν Κολιόπουλον μὲ 1.000 νὰ πιάσει τὴν μάνα τοῦ νεροῦ κρυφίως, ποὺ νὰ μὴ φαίνεται τὸ στράτευμά του, τὸν Γενναῖον εἰς τὸ Περιθώρι μὲ 2.000 καὶ τὸν Κανέλλον Δεληγιάννην, Παπατζώνην καὶ λοιποὺς εἰς τὸ κέντρον, ψηλὰ εἰς τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τὴν πόρταν, κρυμμένοι κι ἐκεῖνοι· ἐγὼ στεκούμουν εἰς τὸ κέντρον. Ὁ Κανέλλος, ὁποὺ ἦτον εἰς τὴν μέσην, νὰ βγάλει 50 ἀνθρώπους. Οἱ Τοῦρκοι βλέποντές τους ὀλίγους νὰ βγοῦν. Ὁ Κολιόπουλος, Γενναῖος νὰ ἐμβοῦν ἀνάμεσα Τούρκους καὶ Τριπολιτζά, καὶ νὰ ἐμβοῦν μέσα ἀπὸ τοῦ Λεονταριοῦ τὴν πόρταν. Τὸ στρατήγημά μου ἔγινε ἀνωφελές. Οἱ Τοῦρκοι ἐβγῆκαν ὀλίγοι καὶ δὲν ἄφησαν τὸ κάστρο. Ἔγινε καμιὰ ὥρα ἀκροβολισμός, εἶδαν οἱ Ἕλληνες ὅτι δὲν ἔβγαιναν καὶ ἐφανερώθηκαν κι ἔπιασαν τὲς τάμπιες οἱ Τοῦρκοι. Τὴν ἰδίαν ὥραν λαμβάνω ἕνα γράμμα ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι (1). Ἡ Κυβέρνησις μᾶς ἔγραφε, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης πάγει εἰς τὴν Ἀκροκόρινθον, καὶ τὰ στρατεύματά μας νὰ πᾶν κοντά. Ἡμεῖς οὔτε πολεμοφόδια εἴχαμεν, οὔτε τροφὰς· ἐτρώγαμεν κριάρια καὶ ψάνη, διατὶ τὰ χωριὰ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν τρομάρα τους. Οἱ Τοῦρκοι τῆς Τριπολιτζᾶς γράφουν εἰς τὸν Ἰμπραΐμη νὰ φθάσει. Σὰν ἔλαβα καὶ τὸ γράμμα ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση, διορίζω τὸν Δημήτριον τὸν Κολιόπουλον νὰ πᾶμε εἰς τοὺς Μύλους τοὺς Ἀφεντικούς, νὰ πάρομε τζοπχανὲ καὶ τροφές. Ἀφήνω τὸν Κανέλλο καὶ τὸν Παπατζώνην μὲ 1.500, νὰ φοβίζουν τοὺς Τούρκους. Ἐγὼ μὲ 300 ἐκίνησα νὰ κάμω κατὰ τὴν διαταγὴν τῆς Κυβερνήσεως. Ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἔρριξε ἕνα νερὸ καὶ ἔγινε ἕνα πέλαγος. Οἱ ἄνθρωποι περνοῦν ἀπὸ μερικὰ χωριά, πίνουν κρασί, τοὺς πιάνει καὶ ἐμέθυσαν, καὶ ἀργοπόρησαν νὰ βγοῦν εἰς τὸ Παρθένι. Ἔστειλα τὸν Κωνσταντίνο Ζαφειρόπουλον, νὰ μετρήσει τ᾿ ἀσκέρι τοῦ Κολιόπουλου, ἀπὸ κοντὰ ἐπῆγα καὶ ἐγώ. Ἐτράβηξα νὰ ξημεσημεριάσωμεν εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπον. Ἐγὼ ἐκατέβηκα εἰς τὸ χάνι τοῦ Ἀχλαδόκαμπου, νὰ ξανασάνουν τὰ στρατεύματα, καὶ ἐγὼ νὰ κινήσω. Ἔγραψα εἰς τὴν Κυβέρνηση νὰ μοῦ βγάλουν τσοπχανέδες καὶ ψωμὶ εἰς τοὺς Μύλους τοὺς Ἀφεντικούς, νὰ πάγω ἔπειτα εἰς τὴν Ἀκροκόρινθον.

Ὁ Ἰμπραΐμης ἐκίνησε ἀπὸ τὸ Ἄργος καὶ ἐκοιμήθηκε εἰς τὰ Βρυσάκια. Ὁ τόπος ἦτον σκάπετα. Ὅταν ἐστείλαμεν τοὺς ταχυδρόμους, αὐτοὶ συναπαντήθηκαν μὲ τὴν μπροστέλαν τοῦ Ἰμπραΐμη, καὶ ἐγύρισαν φεύγοντας ὀπίσω, καὶ μᾶς εἶπαν ὅτι ἔφθασαν οἱ Τοῦρκοι (2). Ὀργάνισα εἰς 4 κολόνες τὸ στράτευμα· τὸν Βασίλη τὸν τουρμπετιέρη (3) τὸν ἔστειλα νὰ μᾶς κάμει σημάδι, ἂν οἱ Τοῦρκοι εἶναι ὀλίγοι, νὰ βαρέσει τὴν τρουμπέτα, ἐὰν ὅλο τὸ στράτευμα, νὰ ρίξει ἕνα ντουφέκι. Ἐπῆγε κι ἔρριξε τὸ ντουφέκι. Ὁ Κολιόπουλος νὰ πάγει εἰς τὴν Γύρα, ὁ Γ. Ἁλωνιστιώτης νὰ πάγει στοῦ Μπέγη στὴν Σκάλα, καὶ ὁ Γενναῖος νὰ πιάσει τοῦ Παρθενιοῦ τὴν στράτα, καὶ ἐγὼ εἰς τὴν ἄκραν (4). Βλέπομεν καὶ ξαγναντάει ὅλο τὸ στράτευμα τοῦ Ἰμπραΐμη ἕως 3.000 καὶ ἔπεσε στὸν κάμπον τοῦ Ἀχλαδόκαμπου. Τοὺς ἔκαμε 4 κολόνες κι ἐκεῖνος ἐμοίρασε τὴν πλιότερη καβαλλαρία κατὰ τὴν Γύρα. Οἱ Ἕλληνες ἔμου ἀποσταμένοι, ἔμου δὲν εἶχαν ταμπούρια, ἐπείκασα ὅτι θὰ χαλασθοῦμεν. Ἂν εἴχαμεν τὴν εἴδησιν ἀπὸ τὴν νύχτα, καὶ ἤθελε ταμπουρωθοῦμεν καὶ ἔλθει (5) καὶ ὁ Ζαΐμης θὰ ἐπολεμούσαμεν καλά. Ἐστοχάσθηκα, τὸ στράτευμα νηστικὸ καὶ χωρὶς τζοπχανέ. Ἐβάρεσα ριτιράδα νὰ γλυτώσω τὸ στράτευμα. Ὁ Κολιόπουλος ἐτράβηξε κατὰ τὸ μοναστήρι τὸν Ἅγιο Νικόλα, ὅπου ἦτον δυνατὸς ὁ τόπος. Βαρῶ τὴν τρουμπέτα νὰ σηκωθεῖ καὶ ὁ Γενναῖος, δὲν θέλει νὰ σηκωθεῖ. Βλέποντας ὁ Ἰμπραΐμης αὐτὸ ὅτι μένει, ἔβαλε κολόνες κολόνες εἰς τὸν ἄγριον τόπον, ἐγὼ ἐκ νέου διέταξα τὴν ριτιράδα. Βγαίνοντας εἰς τὸ Παρθένι μὲ καμμιὰ εἰκοσαριὰ καβαλλαραίους, ἐπῆγα νὰ πιῶ νερὸ εἰς ἕνα χωριό, στὰ Μπερτσοβᾶ. Ὁ Γενναῖος ἔπιασε ἕνα καταράχι ἀντίκρυ τοῦ χωριοῦ στὴν κορφὴν τοῦ βουνοῦ μὲ 1.500. Ἐκεῖ ποῦ ἐπῆγα νὰ πιῶ νερό, δὲν εὗρα (6) καὶ ἦτον σκάπετα μία βρυσούλα, καὶ ἐπῆγα νὰ πιῶ νερό. Οἱ Τοῦρκοι ἐστάθηκαν στ᾿ ἀμπέλια τὰ Μπερτζοβίτικα, ἕως ὁποὺ νὰ βγοῦν ὅλοι, καὶ ἡ καβαλλαριὰ ἡ τούρκικη ἐσκόρπισε στὸν κάμπον, καὶ μᾶς πλάκωσαν στὴν βρύση. Τοὺς βάλλομεν στὸ τουφέκι, κι ἔφυγαν. Ἐτουφεκίσθημεν, στοὺς Ἁγίους... (7). Ἐπῆγα καὶ ἐκάθησα ἀντίκρυ τοῦ Γενναίου. Οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐκστράτευσαν· ἔμειναν ἐκεῖ στ᾿ ἀμπέλια· τὸν ἔβλεπαν τὸν Γενναῖον, καὶ δὲν τοῦ πῆγαν ἀπάνω. Τὸ δειλινὸ ἐκάλεσα τὸν Γενναῖον μὲ τὴν τρομπέτα νὰ ἔλθουν σ᾿ ἐμᾶς, καὶ μὲ τὸ ἑσπέρας ἀνταμωθήκαμεν· ἀνταμώνοντας τοὺς λέγω: «Ὁ Κανέλλος εἶναι ἐκεῖ θαρρευμένος καὶ ὁ Παπατζώνης ὅτι οἱ Τοῦρκοι εἶναι ὀλίγοι νὰ πᾶμε ἐμπρὸς νὰ τοὺς σηκώσωμεν, διὰ νὰ μὴν τοὺς κλείσουν (1) οἱ Τοῦρκοι». Ἐφθάσαμεν τὸν ἐσηκώσαμεν, καὶ ἐπήγαμεν κατὰ τὴν Ἁλωνίσταινα ὅλοι. Ὁ Ἰμπραΐμης ἔμεινε στὴν Τριπολιτζά. Ἔγραψα εἰς τὲς ἐπαρχίες καὶ ἐσυνάχθησαν εἰς τὰ Δερβένια 7.000. Ἦλθε τὸ Ἀρχοντόπουλο, ὁ Ζαΐμης καὶ ὁ Λόντος, καὶ εἶχαν τὸ Λεβίδι μὲ 2.000 καὶ ἐγὼ εἶχα 5.000, τὸν Κολιόπουλον, τὸν Κανέλλον, τὸν Παπατσώνην καὶ τὰ Καρυτινὰ στρατεύματα μὲ τὸν Γενναῖον. Ἐμάθαμεν ἀπὸ ἕναν Τοῦρκον, ὅτι τοῦ ἦλθε μεντάτι ὁ γαμβρός του μὲ στρατεύματα εἰς τὴν Μοθώνην, καὶ θὲ νὰ κινηθεῖ διὰ βοήθειαν τοῦ Ἰμπραΐμη. Καὶ τότε ἔστειλα νὰ πιάσουν τὰ Δερβένια, διὰ νὰ μὴ περάσει πρὸς βοήθειαν. Ἔγραψα ἕνα γράμμα εἰς τὰ Δερβένια (2), νὰ ἐλθοῦν κι ἐκεῖνοι εἰς βοήθειαν, διατὶ θὰ πιάσω τὰ Βέρβενα καὶ νὰ ἔλθουν εἰς βοήθειαν, τόσον καὶ τοῦ Ζαΐμη νὰ ἔλθει εἰς τὴν Πάνω Κρέπα, καὶ στὸν Κολιόπουλον τὸν ἔστειλα μὲ 2.000 νὰ πιάσει τὰ Βαλτέτζια (3), καὶ τὸν Γενναῖον καὶ τὸν Παπατζώνην τὸν ἔστειλα νὰ πιάσουν τὰ Τρίκορφα. Καὶ τὸ βράδυ ἦλθε ὁ Ζαΐμης εἰς τὴν Ἐπάνω Κρέπα καὶ ἄναψαν φωτιές, τὲς εἶδαν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὴν Τριπολιτζάν καὶ ὑποπτεύθηκαν μήπως πιάσουν τὰ Τρίκορφα οἱ Ἕλληνες, καὶ τὴν αὐγὴν ἀπεφάσισε ὁ Ἰμπραΐμης, καὶ ἔστειλε ἕνα δύο χιλιάδες νὰ πιάσουν διὰ νυκτὸς τὰ Τρίκορφα. Ὁ Γενναῖος ἐκίνησε, δὲν ἐπρόφθασε νὰ πιάσει τὰ ταμπούρια ὅλα, παρὰ τὰ μισά, καὶ τὰ μισὰ ἔπιασε ὁ Ἰμπραΐμης. Ἀρχίνησε (4) τὸν πόλεμον· ἐγὼ ἤμουν εἰς τὴν Πάνω Κρέπα, ὅπου εὑρίσκοντο τὰ Καλαβρυτινὰ καὶ Κορινθιακὰ στρατεύματα. Ὁ Κολιόπουλος ἐκίνησε νὰ ἔλθει μεντάτι εἰς τὸν Γενναῖον. Ἔστειλε ὁ Μπραΐμης τὴν καβαλλαρίαν, ὁποὺ ἐθέρισε στὸν κάμπον. Ἐπῆγε στὴν Σιλήμνα, ὀπισθογύρισε τὸν Κολιόπουλον. Ἦτον κάμπος καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἀντισταθεῖ ὁ Κολιόπουλος. Τὰ στρατεύματα ἦσαν εἰς τὰ Βέρβενα 7.000· ἄκουσαν τὸν πόλεμον καὶ δὲν ἦλθαν εἰς βοήθειαν. Ἂν αὐτοὶ ἤρχοντο εἰς βοήθειαν, δὲν ἔστελνε ὁ Μπραΐμης ὅλον τὸ στράτευμα (5) ἐναντίον τοῦ Γενναίου. Ὁ Ἰμπραΐμης ὅσον ἔστελνε ἀπὸ Τριπολιτζὰ βοήθειαν, τόσον ἔστελνα κι ἐγὼ ἀπὸ τὸ ἄλλο εἰς βοήθειαν τῶν ἐδικῶν μας. Ὁ πόλεμος διήρκεσε ἀπὸ τὴν αὐγὴν ἕως δύο μετὰ τὸ μεσημέρι, 9 ὧρες. Κανόνια ἔρριχναν (6) ἐναντίον τὸ ταμπούρι τοῦ Γενναίου (7). Ὁ Γενναῖος ἐβγῆκε δύο φορὲς ἀπὸ τὸ ταμπούρι διὰ νὰ τοὺς πάρει κανόνια, ἀλλ᾿ εὕρισκε πολλὴν δύναμιν καὶ ἐγύρισε ὀπίσω. Τὰ κανόνια τῶν ἐχθρῶν δὲν ἐπροξενοῦσαν βλάβην. Εἰς τὸ ταμπούρι ἐσκοτώθη ὁ Παπατζώνης, καὶ ἄλλοι δύο τρεῖς σημαντικοί. Τὰ στρατεύματα τοῦ Ἰμπραΐμη ἦτον ἕως 20.000. Τὸ ταμπούρι ὅπου ἦτον ὁ Γενναῖος δὲν εἶχε φόβον, καὶ ἀφοῦ εἶδαν οἱ Τοῦρκοι, ὅτι δὲν κάμνουν τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἐξαπλώθηκε εἰς τὲς πτέρυγες. Ὁ Παναγιωτάκης Νοταρᾶς, ὁποὺ βαστοῦσε τὴν πλάτην τοῦ Γενναίου, ἀνεχώρησε, καὶ ἔτζι ἔφυγε καὶ ὁ Γιάννης Νοταρᾶς μὲ μεγάλον κίνδυνον· ἐπῆραν (8) τὰ ὀπίσθια τοῦ Γενναίου καὶ ἀφοῦ εἶδαν, ἔφυγαν ἀπὸ τὸ ταμπούρι καὶ ἔκαμαν κατὰ μᾶς. Ἡ καβαλλαρία τοὺς ἔφθασε, κι ἐκεῖ ἐχάθηκαν 180, καὶ πολλοὶ σημαντικοί ἀξιωματικοί, καθὼς Γεώργιος Ἁλωνιστιώτης, Κώστας Μπούρας, Ν. Ταμβακόπουλος, Χριστόδουλος Ναύτης, Χρίστος Παναγούλιας, καὶ ὅλοι οἱ λοιποὶ Ἕλληνες ἦτον διαλεκτοί, 110 ἀπὸ τὴν Καρύταιναν καὶ 70 ἀπὸ τὲς λοιπὲς ἐπαρχίες. Ἔστειλα ἕναν μπαϊρακτάρη Μιχαλάκη τοῦ Ζαΐμη μὲ 30 ἀνθρώπους· ἐβάσταξε τοὺς Τούρκους καὶ ἐγλύτωσαν οἱ ἐδικοί μας (9). Τὸ βράδυ ἐπήγαμεν εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα. Ὁ Ἰμπραΐμης, ἀφοῦ εἶδεν, ὅτι ἦτον ἐκεῖ στρατεύματα Ἑλληνικά, ἔπιασε τὴν Πιάνα καὶ τὸ Χρυσοβίτζι μίαν ὥραν μακριὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, καὶ εἰς τὴν μέσην εἶναι οἱ μύλοι τῆς Νταβιᾶς. Ἀφῆκε τὸν Σουλεϊμὰν μπέη μὲ 5.000, καὶ ἔφκιασε 12 ταμπούρια, διὰ νὰ φυλάγει τοὺς μύλους. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐξαπλώθηκε εἰς τοὺς κάμπους καὶ ἐθέρισε τὰ γεννήματα, καὶ τὰ ἔμβασε εἰς τὴν Τριπολιτζά, καὶ ἐπῆγε καὶ αὐτὸς ἐκεῖ. Εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα ἐβγῆκαν 100 Ἀράπηδες, τοὺς ἐπῆραν οἱ Ἕλληνες καὶ τοὺς ἐσκότωσαν ὅλους ἐκτὸς ἀπὸ τρεῖς τέσσερους, ὁποὺ ἔφυγαν καὶ ἔδωσαν τὴν εἴδησιν. Ὁ Ἰμπραΐμης ἔμαθε ὅτι εὑρισκόμεθα εἰς Ἁλωνίσταινα, ἐκίνησε μὲ ὅλον του τὸ στράτευμα εἰς πέντε κολόνες, καβαλλαραίους καὶ πεζούς. Εἴχαμεν σκοπὸ νὰ ὑπάγωμεν εἰς τὴν Δημητζάναν, ἀλλὰ δὲν ἐκαταφθάσαμεν. Τὴν αὐγὴν ἐφύγαμεν καὶ ἀφήκαμεν τὸν Κολιόπουλον μὲ 1.000, καὶ ἐκεῖ δὲν ἐμπόρεσε νὰ βαστάξει καὶ ἦλθε στὴ Βυτίνα, καὶ ἀπὸ τὴ Βυτίνα εἰς τὰ Μαγούλιανα. Ὁ Ἰμπραΐμης ἔκαψε τὴν Βυτίνα καὶ ἦλθε εἰς τὰ Μαγούλιανα. Ἐκεῖ δὲν ἠμπορέσαμεν νὰ τὸν βαστάξωμεν καὶ τὸ στράτευμα ἐσκορπίσθη. Οἱ Καρυτινοί, σὰν ἐμβῆκεν ὁ Ἰμπραΐμης εἰς τὴν ἐπαρχία τους, ἐπῆγε ὁ καθένας νὰ ἀσφαλίσει τὴν φαμελιάν του. Οἱ Κορινθινοὶ ἀνεχώρησαν, ὁ Λόντος ἀνεχώρησε καὶ αὐτός· ἐμείναμεν κατὰ περίστασιν, ἐγώ, ὁ Ζαΐμης, Κανέλλος Δεληγιάννης, Κολιόπουλος, καὶ Ἀναγνώστης Παπασταθόπουλος καὶ Ἀποστόλης Κολοκοτρώνης. Ἐπήγαμεν εἰς τὰ Λαγκάδια. Ἦλθε ὁ Ζαχαριάδης μὲ τὰ γράμματα, διὰ νὰ ὑπογράψωμεν τὴν ἀναφοράν, καὶ νὰ ζητήσωμεν τὴν ὑπεράσπισιν ἀπὸ τὴν Ἀγγλίαν· ἐπειδὴ καὶ δὲν ἠμπορούσαμεν ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων νὰ ἑνωθοῦμεν ὅλοι καὶ νὰ ὑπογράψωμεν τὴν ἀναφοράν, ὑπογράψαμεν οἱ ἕξ καὶ ἐβάλαμεν καὶ ὅλων τῶν ἄλλων τὰς ὑπογραφάς. Εἰς ἐκείνην τὴν περίστασιν εἴμεθα ἀπελπισμένοι, τὰ ὑπογράψαμεν, τὰ ἐδώσαμεν εἰς τὸν ἀπεσταλμένον ἄνθρωπον, καὶ ἐπῆγε στὴν Ζάκυνθον. Ὁ Ζαΐμης ἀνεχώρησε διὰ τὰ Καλάβρυτα· ὁ Γενναῖος ἐπῆγε διὰ νὰ εὕρει τὸν υἱόν μου Κωνσταντίνον εἰς τοῦ Ψάθαρη μὲ τὸν Κανέλλον καὶ ἐπῆγαν, ἐπῆραν τὲς φαμελιὲς καὶ τὲς ἐπῆγαν εἰς Ναύπλιον. Ὁ Κολιόπουλος ἐπῆγε εἰς τὸ Παλούμπα, ἐπῆρε τὴν φαμελιά του καὶ ἐπῆγε στὴ Μονεμβασία (1), καὶ ἔτζι διελύθη αὐτὸ τὸ σῶμα, καὶ ἔμεινα μὲ 30 ἀνθρώπους, καὶ ἐπέρασα κατὰ τὸ Φανάρι. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔστειλα διαταγάς, καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρας ἐμαζώχθηκαν 2.000. Ἐκεῖνο ὁποὺ ἐχάλαγε (2) τὸ μυαλὸ τοῦ Μπραΐμη ἦτον, ποὺ μοῦ χάλαγεν ἕνα στρατόπεδον καὶ εἰς δύο ἡμέρας ἐσύσταινα ἄλλο. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐπῆγε στὴν ἐπαρχίαν Καρύταινα, ἐπῆγεν ἕως στὰ Καλύβρυτα, Στρέζοβα, καίοντας καὶ σκλαβώνοντας, ἐλεηλάτησε ἕως ἐκεῖ καὶ ἐγύρισε ὀπίσω στὴν Τριπολιτζά· ἀπὸ ἐκεῖ μονονυχτὶς ἐπῆγε εἰς τὸν Μυστρά, ἐσκλάβωσε, ἐλεηλάτησε, καὶ ἐκεῖ ἦλθε πάλιν εἰς τὴν Τριπολιτζά, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, ἐκίνησε διὰ τὰ Μοθωκόρωνα. Ἄφηκα τὲς 2.000 εἰς τὲς Καρυές, ἐπῆγα ἐγὼ εἰς τὰ Βέρβενα, διὰ νὰ ἐμποδίσω νὰ διαλυθοῦν οἱ 5.000 συναγμένοι ἐκεῖ. Μόλις εἶδαν τοὺς Τούρκους ἐτζάκισαν· εἰς τὰ Βέρβενα ἐκλείσθηκαν καὶ μερικοί. Ὁ Ἀνδρέας, παιδὶ τοῦ Κοντάκη, ἐπολέμησαν, ἐσκότωσαν 15, καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐμβῆκαν εἰς τὴν Τριπολιτζά, ἐπήγαμεν εἰς τὸν Ἅγιον Πέτρον, καὶ διελύθη τὸ στράτευμα. Ὁ Ἰμπραΐμης καταβαίνοντας εἰς τὰ Μοθωκόρωνα, ἐκτύπησε τὸ στράτευμα ὁποὺ εἶχα ἀφήσει εἰς τὲς Καρυές, τοὺς ἐκτύπησε, δὲν τοὺς ἔκαμε τίποτες, καὶ ἀνεχώρησε διὰ τὴν Κορώνη. Ἐσκοτώθηκαν Τοῦρκοι 70.

Ἰδοὺ πῶς ἐστάθηκε ἡ ἀρχὴ τῆς ἀναφορᾶς διὰ τὴν ὑπεράσπισιν τῆς Ἀγγλίας. Μία φορὰ ἔλαβα ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸν Ρώμα καὶ μοῦ ἔλεγε, ὅτι ὁμίλησε μὲ τὸν Ἄδαμ. Ὁ Ἄδαμ τοῦ εἶπε: «Δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἀποσπάσωμεν τὸν Κολοκοτρώνην ἀπὸ τὸ ἀρχοντικὸ κόμμα;» Τὸ κόμμα αὐτὸ ἐνομίζετο ἀγγλοδιωκτικὸ καὶ ρωσολάτρικο, καὶ αὐτὸ τὸ διέδιδαν οἱ Μαυροκορδατισταί. Μοῦ ἔγραψε ὁ Ρώμας καὶ μοῦ ἔλεγε τὰ ὅσα τοῦ εἶπε, καὶ νὰ τοῦ γράψω ἰδιοχείρως τὸ φρόνημά μου (3). Ἐγὼ τοῦ ἀπεκρίθηκα ὅτι: «Δὲν εἶμαι ἀγγλοδιωκτικὸς καὶ ρωσολάτρης (4), ἀλλὰ εἶμαι φίλος ἐκείνου ὁποὺ θέλει νὰ κάμει τὸ καλὸν τῆς πατρίδος μου, καὶ γίνου ἐγγυητὴς εἰς τὴν ἐξοχότητά του τὸν Ἄδαμ, καὶ ὁ Ἄδαμ ἂς γίνει εἰς τὴν αὐλήν του διὰ τὰ φρονήματά μου». Ὁ Ἄδαμ ἔστειλεν εἴδησιν εἰς τὴν Ἀγγλίαν, καὶ μὲ μερικὸν καιρὸν ἔκραξε τὸν Ρώμα, ἐκλείσθηκε δύο ἡμέρες, ἔκαμε τὸ σχέδιο τῶν ἀναφορῶν, καὶ τὴν ἔστειλε τὴν μίαν νὰ τὴν ὑπογράψω ἐγώ, καὶ τὴν ἄλλην ὁ Μιαούλης· τὴν ὑπογράψαμεν· Ἐννοεῖτο τὸ Ἔθνος συνασμένον εἰς Συνέλευσιν, καὶ ἔτζι τὸ Βουλευτικό, τὸ Ἐκτελεστικὸ ὑπόγραψαν ὡς ἄτομα, ὄχι ὡς διοίκησις. Ἔλεγε ὅτι τὸν παρόντα νόμον νὰ ἐκτελέσουν οἱ πρόεδροι τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θαλάσσης. Ὑπογράφθηκα Πρόεδρος τῶν ἑνωμένων ἐπαρχιῶν τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος καὶ ἀρχιστράτηγος τῆς Ἑλλάδος· Μιαούλης (1), πρόεδρος τῶν νήσων, καὶ ναύαρχος τῶν κατὰ θάλασσαν Ἑλληνικῶν δυνάμεων. Αὐτὴν τὴν πρᾶξιν τῆς ἀναφορᾶς διὰ τὴν Λόνδρα, τὴν ἐπικύρωσε τὸ Ἔθνος εἰς τὴν Συνέλευσιν τῆς Ἐπιδαύρου καὶ τῆς Τροιζῆνος.

Ἔκαμα διαταγὲς Μυστρά, Μονεμβασία (2), Ἅγιο Πέτρο καὶ ἐσύναξα δέκα χιλιάδες (3), καὶ ἦλθα καὶ ἔπιασα τὰ Βέρβενα, καὶ ἡ γερόντισσα ἡ μάνα μου, (εἶχα ἕνα καπετάνιο Χειμαριώτη μαζί της) ἦλθε (4) στὸ Γεωργίτζι καὶ ἐπέρασε στὴν ἄκραν τοῦ Μυστρᾶ, διὰ νὰ περάσει στ᾿ Ἀνάπλι, καὶ εἴχαμε καὶ τὰ δύο τοῦ Σενετζήμπεη παιδιὰ ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά ἐνέχυρον· τὰ ἔβαλα εἰς ἕνα τόπον καὶ ἐφυλάχθηκαν ἕως ποὺ τ᾿ ἀλλάξαμεν μὲ τοὺς δύο Ζαφειρόπουλους ἀπὸ τὸν Ἰμπραΐμη, καὶ ἐπῆγα καὶ ἄφηκα τὸ στράτευμα εἰς τὰ Βέρβενα, καὶ ἐπῆγα νὰ ἐπισκεφθῶ τὴν φαμελιάν μας· δύο ὧρες τὰ Βέρβενα ἀπὸ τὸν Ἅγιον Πέτρον. Τὸ στράτευμα εἶδε μπουχὸ τῆς Τριπολιτζᾶς στὸν κάμπο καὶ εἶπε πὼς εἶναι στράτευμα, καὶ ἐσκόρπισαν, καὶ ὅταν ἐγύρισα, τοὺς ἀπάντησα. Εἶδα ὅτι δὲν ἔκανα δουλειά, ἔστειλα εἰς τὴν Κυβέρνηση ὅτι νὰ κάμουν στρατιώτας στ᾿ Ἀνάπλι, καὶ νὰ δώσουν τοῦ Λόντου, Γενναίου, Κανέλλου πληρωτικοὺς καὶ τότε στέλνω, ἔχοντας ἐκτελεστικὴ δύναμη, καὶ μαζώνω καὶ ἄλλα στρατεύματα. Ἔτζι ἦλθαν καὶ ἐσυνάχθημεν ἕως τέσσερες χιλιάδες. Ἦλθε ὁ Λόντος, ὁ Κανέλλος, κι ἐγινήκαμεν ὡς τέσσερες χιλιάδες· ἦτον εἰς τὸν Ἅγιον Πέτρον. Τότενες ἔδωκα διαταγὴ τοῦ Ἀντώνη Κολοκοτρώνη, τοῦ (5) νὰ ἔρχονται νὰ παίρνουν τζοπχανέδες, νὰ κτυποῦν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη· καὶ ἔπαιρναν σημαῖες, ἐσκότωναν, μᾶς ἤφερναν κεφάλια, καὶ ἐπλήρωνα ἕνα τάλλαρο τὸ κεφάλι, ἕνα τάλλαρο (6) τ᾿ ἀγόραζα ἀπὸ τοὺς στρατιώτας, καὶ τὰ ἔστελνα. Καὶ τότενες ἦλθε ὁ Μπαΐμης μὲ ὅλο του τὸ στράτευμα εἰς τὴν Τριπολιτζά, καὶ ἄφηκε τὴν δύναμιν εἰς τοὺς Μύλους (7), Δαβιά, καὶ εἰς τὴν Τριπολιτζά, καὶ ἐκίνησε μὲ τριάντα χιλιάδες κατὰ τοῦ Μυστρά. Ἐγὼ ἐκεῖνες τὲς ὧρες (8) ἔτυχα νὰ εἶμαι στ᾿ Ἀνάπλι, διὰ ὑπόθεσιν τοῦ στρατεύματος καὶ νὰ δώσω γνώμην καὶ τῆς Κυβερνήσεως διὰ τροφὰς καὶ πολεμοφόδια, καὶ ἔτζι ἀποφάσισα μία ἐπιτροπή, τὸν Κωνσταντίνον Δεληγιάννη κι ἕναν ἄλλον Ρουμελιώτην μὲ τὸν ἴδιον ὄνομα, καὶ Ἀναστάση Λόντον, καὶ τοὺς ἔστειλαν εἰς τὸ Ἄστρος καὶ ἔκαναν τροφὲς καὶ ἐπλήρωναν καὶ τοὺς Λουφεντζῆδες καὶ ὅσοι μπουλουξῆδες ἔρχοντο τὸ μηνιάτικό τους ἔπαιρναν τεσκερέ, καὶ ἐπληρώνονταν εἰς τὸ Ἄστρος. Ἐγὼ ἐβγῆκα εἰς τὸ Ἄστρος. Ἐκεῖ μοῦ ἦλθε ἡ εἴδησις, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης πάει εἰς τὸν Μυστρά (9), καὶ ἔγραψα τοῦ στρατεύματος νὰ κινήσει διὰ τὸν Μυστρά, καὶ ἐμβῆκα (10) εἰς ἕνα καΐκι καὶ ἐβγῆκα εἰς τὸ Λενίδι, διὰ νὰ συνάξω στρατεύματα. Ἔτζι ἠκολούθησε· ὅταν ἐπῆγα εἰς τὸ Λενίδι ἔκαμα 200 Λενιδιῶτες, καὶ ἐβγῆκα ἐμπρός, καὶ ἀντάμωσα καὶ τὸ ἄλλο (11) στράτευμα, ἕως 4.000 Ζαΐμης, Λόντος, Γενναῖος, Παναγιωτάκης Νοταρᾶς. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐπῆγε ἕως ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴν Μονεμβασία (12) καίοντας· ἐγύρισε εἰς τὴν Ἀπιδιά, ἐχώρησε τὸν γαμβρό του μὲ 1.000 καὶ ἦλθε εἰς ἕνα χωριό. Ἡμεῖς τὸν ἐβαρέσαμεν, 4 σκοτωμένοι, καὶ ἐτράβηξε σ᾿ ἕνα βουνό· ἔκαμε σενιάλο, καὶ ἦλθε τακτικὸ εἰς βοήθειάν του. Ἀπὸ ἐκεῖ τὰ στρατεύματα τὰ τούρκικα ἐκινήθηκαν εἰς τὸ Γεράκι, καὶ οἱ ἐδικοί μας εἰς τοῦ Κοσμᾶ. Ἐδιέταξα ὅλα τὰ στρατεύματα (13) κατὰ τὸν Ἅγιον Βασίλειον νὰ ἀναχωρήσουν καὶ νὰ ἑτοιμασθῶμεν εἰς πόλεμον· ὅλοι οἱ μισθωτοὶ ἀνεχώρησαν μὲ τὰ φορτηγὰ ἕως 3.000, καὶ ἐμείναμεν μόνο μὲ 1.000. Οἱ Τοῦρκοι δὲν ἦλθαν νὰ πολεμήσωμεν· ἐτράβηξαν εἰς τὸ Μαραθονήσι· ἐπῆγαν εἰς τὸν Πολυτζάραβον· ἐκεῖ ἀπάντησαν τοὺς Μανιάτες, ἔκαμαν πόλεμον δυνατόν, καὶ οἱ Τοῦρκοι ὀπισθοδρόμησαν. Εἰς διάφορα μέρη δυνατὰ ἐκλείσθηκαν οἱ ἐδικοί μας καὶ πολέμησαν χωρὶς νὰ τοὺς κάμουν οἱ Τοῦρκοι τίποτες. Ἐτράβηξαν ἔπειτα διὰ τὴν Τριπολιτζά, ἐβγήκαμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὰ Βέρβενα καὶ τότε ἀνεχώρησε ὁ Ζαΐμης κατὰ τὰ Καλάβρυτα, ὁ Νοταρᾶς (1) διὰ τὴν Κόρινθον καὶ ἐσύναζαν στρατιώτας διὰ νὰ ἀντισταθοῦν τοὺς Τούρκους, ἂν ἐπήγαιναν εἰς τὰς ἐπαρχίας των, ἕως ὅπου (2) ἔπιασαν τὰ Τζιπιανὰ Κορίνθιοι. Ἐγώ, ὁ Γενναῖος καὶ ὁ Λόντος ἐμείναμεν εἰς τὰ Βέρβενα. Ὁ Θεόδωρος Γρίβας ἔρχεται ἀπὸ τὸ Ναύπλιον μὲ 300 ἀνθρώπους εἰς τὰ Δολιανά. Τότε ἀποφάσισα καὶ παίρνω 200 ἀνθρώπους διὰ νὰ πάω εἰς τοὺς Μύλους τῆς Δαβιᾶς. Ἄφηκα τὸν Γενναῖον, τὸν Λόντο καὶ τὸν Κανέλλον εἰς τὰ Βέρβενα καὶ τοὺς εἶπα, ὅτι: «Εἰς τόσες ἡμέρες θὰ ἰδῆτε φωτιές, νὰ ἔχετε βάρδια καὶ ὅσες φωτιὲς ἐδῆτε μὲ τόσες χιλιάδες εἶμαι καὶ νὰ κάμετε καὶ σεῖς φωτιὲς διὰ νὰ καταλάβομε ὅτι τὰς εἴδατε. Καὶ αὐγὴν θὰ κτυπήσω τοὺς Τούρκους εἰς τοὺς Μύλους καὶ ἐσεῖς ὁλονυκτὶς νὰ πιάσετε τὰ Τρίκορφα, καὶ νὰ ἐμποδίζετε κάθε βοήθεια ὁποὺ θὰ ἔλθει ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά». Ἐπῆγα εἰς τὰ Δολιανά, ἐπῆρα τὸν Θ. Γρίβα κοντὰ μὲ τοὺς 300 ἀπὸ τὰ Δολιανά, ἐπέρασα εἰς τὰ Τζιπιανὰ καὶ τοὺς εἶπα: «Ἂν ἰδῆτε εἰς τὸ δεῖνα βουνὸ φωτιές, νὰ κινήσει ἐκεῖνο τὸ στράτευμα διὰ νὰ πιάσει τὴν Πάνω Χρέπα». Ἐπῆγα εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα, ἔστειλα πεζοδρόμον εἰς τὸν Ζαΐμην, ὁποὺ ἦτον εἰς τὰ Καλάβρυτα καὶ τοῦ ἔγραφα, μιὰ ὥρα ἀρχύτερα νὰ ἔλθει μὲ ὅσους ἠμπορέσει. Ἦλθε μὲ 600 ὁ Ζαΐμης καὶ εἶχα καὶ 1.400 καὶ ἐγινήκαμεν 2.000. Εἶχα σκοπὸν νὰ κτυπήσω τοὺς Μύλους τῆς Ταβιᾶς διὰ νὰ τοὺς κόψω τὲς ζωοτροφιές. Ἐρώτησα μερικοὺς Τούρκους, ὁποὺ ἔπιασαν οἱ Ἕλληνες, πόσοι ἦτον εἰς τὰ ταμπούρια τὰ τούρκικα, καὶ μὲ ἀπεκρίθηκαν ὅτι ἦτον μόνον 800. Ἔκαμα τὰ σημεῖα, καὶ τὰ διάφορα στρατεύματα ἦλθαν καὶ ἔπιασαν τὰς θέσεις, ὁποὺ τοὺς εἶχα εἰπεῖ, μὲ τὰ χαράματα. Ὁ Θ. Γρίβας ἐζήτησε τὴν θέση, ὁποὺ ἦτον ὁ Χασὰν μπέης· τοῦ ἔδωσα ὁδηγοὺς καὶ ἐπῆγε. Ὁ Βασίλης Ἁλωνιστιώτης μὲ τοὺς Ἁλωνιστιώτας ἐπῆγε εἰς τὸ πλευρό του, καὶ τὸν Ἀντώνη τὸν Κολοκοτρώνη τὸν ἔστειλα εἰς τὸ Χρυσοβίτζι μὲ 500 διὰ νὰ τοὺς πέσουν ἀποπάνω, ἂν δοκιμάσουν οἱ Τοῦρκοι νὰ ἐβγοῦν ἀπὸ τὰ ταμπούρια διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς βοήθειαν τῶν ἄλλων Τούρκων, ὁποὺ ἔμελλε (3) νὰ κτυπήσει ὁ Κωνσταντίνος Ἀναστόπουλος, τῆς ἀδελφῆς μου τὸ παιδί. Ἐγὼ καὶ ὁ Ζαΐμης μὲ 200 ἐσταθήκαμεν εἰς τὴν μέσην τῆς Πιάνας καὶ τῶν Ἁλωνιστιωτῶν, ἐμοιρασθήκαμεν εἰς πέντε θέσεις. Εἰς τὴν Πιάνα εἶναι ἕνας παλιόπυργος καὶ οἱ Τοῦρκοι τὸν εἶχαν φκιάσει ὡς κάστρο. Ἦτον 130 Τοῦρκοι· ἐκείνους εἶχα εἰπεῖ νὰ βαρέσουν τὴν νύκτα ἢ εἰς τὴν ράχην ἢ εἰς τὸ χωριό· ἡ μιὰ θέσις ἀπὸ τὴν ἄλλην ὁποὺ ἐβαστούσαμεν ἦτον μακριὰ 10 λεπτά.

Ὁ Κωνσταντὴς καὶ ὁ Λεχουρίτης ἐκατέβηκαν μὲ τὰ χαράματα εἰς τὸ χωριό, τὸ ὁποῖον ἦταν χαλασμένον ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἐπίτηδες, διὰ νὰ μὴ τὸ πιάσουν οἱ Ἕλληνες. Εἰς τὰ πρόποδα τοῦ χωριοῦ ἦταν δύο λόχοι Τοῦρκοι.

Ἄνοιξε τὸ τουφέκι εἰς τὴν Πιάνα, ἡμεῖς ἐκινήσαμεν εἰς βοήθειαν, οἱ δύο λόχοι, ἦλθαν ἐπάνω εἰς ἡμᾶς. Οἱ Τοῦρκοι βλέποντας ἐμᾶς 10 καβαλλαραίους ἐνόμισαν πὼς εἴμεθα πολλοὶ καὶ ἐτράβηξαν. Οἱ Ἁλωνιστιῶτες ἦλθαν ἀπὸ τὲς πλάτες τῶν Τούρκων, ὁ Γρίβας δὲν ἐστάθηκε νὰ πολεμήσει, ἀφοῦ εἶδε τὸν Σουλεϊμάνπεη. Ὁ Ἀντώνης Κολοκοτρώνης μὲ τὸν Κολφίνον Πετιμεζᾶ ἐρρίχθηκαν νὰ πιάσουν τὸ Κεφαλόβρυσο, τοὺς Μύλους· δὲν ἠμπόρεσαν νὰ περάσουν ἀπὸ τὰ τούρκικα ταμπούρια. Ὁ μπαϊρακτάρης ὁ ἐδικός μου καὶ τοῦ Ζαΐμη πλησιάζουν εἰς τὰς πτέρυγας τῶν Τούρκων· ὁ μπαϊρακτάρης τοῦ Ζαΐμη τοὺς ἐπρωτοτζάκισε, ἀφοῦ ἐσκότωσε τρεῖς μὲ τὴν λόγχην τοῦ μπαϊρακιοῦ. Οἱ Τοῦρκοι ἐμβῆκαν εἰς ἀταξίαν, ἀπὸ τοὺς δύο λόχους τέσσεροι μόνον ἐγλύτωσαν, ἐπήραμε 16 ταμπούρλα καὶ τὴν σημαίαν των. Οἱ Τοῦρκοι ὁποὺ ἦτον κλεισμένοι εἰς τὸν Παλιόπυργο ἐτζάκισαν καὶ τοὺς ἐσκότωσαν ὅλους 130 (4). Τὸ σῶμα τῶν Βερβένων ἦλθε εἰς τὴν προδιωρισμένην θέσιν τῶν Τρικόρφων. Ἦτον ἀρχηγοὶ Λόντος, Γιατράκος, Κανέλλος, Γενναῖος καὶ Χατζῆ Μιχάλης μὲ τὴν καβαλλαριάν. Εἴκοσι καβαλλαραῖοι· ἦτον ἡ πρώτη φορὰ ὁποὺ ἀρχίσαμεν νὰ κάμωμεν καβαλλαριάν. Οἱ Τοῦρκοι τῆς Τριπολιτζᾶς ἐκίνησαν εἰς βοήθειαν τῶν Τούρκων ὁποὺ ἐπολεμούσαμεν ἡμεῖς, ἐκτυπήθησαν καὶ ὀπισθοδρόμησαν ἀπὸ τὴν καβαλλαριὰν τὴν ἐδικήν μας. Τότε ἐπρόφθασε καὶ ὁ Νοταρᾶς εἰς τὴν Ἀπάνω Χρέπα. Ἀπό τὴν Τριπολιτζά καὶ ἀπὸ τὴν Σιλήμνα ἐβγῆκαν καὶ ἐκτύπησαν τὸν Γενναῖον εἰς τὰ Τρίκορφα, ἄντικρυ τῆς Σιλήμνας. Ἔπειτα ἀπὸ μίαν πεισματώδη μάχην ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Ἐσκοτώθηκαν ἕως 70· ἐπιάσθηκαν 9 καὶ 4 ταμποῦρλα· τοὺς ἐπῆραν καὶ ἕνδεκα ταμπούρια καὶ τὸ καστράκι τῆς Σιλήμνας. Ἀπὸ τὸν χαλασμὸν των δὲν ἐπρόφθασαν νὰ ἔμβουν εἰς τὴν Τριπολιτζά. Ὁ ἀρχηγὸς τῶν Τουρκῶν ἔστειλε 4 καβαλλαραίους διὰ νὰ δώσει εἴδησιν τοῦ Ἰμπραΐμη, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο εἰς τὴν Μεσσηνίαν καὶ ἑτοιμάζετο νὰ πάει νὰ χαλάσει τὰ Σουλιμοχώρια. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐκίνησε εἰς βοήθειαν τῶν ἀποκλεισμένων Τούρκων εἰς τὴν Ταβιά. Ὁ Γενναῖος δὲν εἶχε πλέον πολεμοφόδια καὶ ψωμὶ καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ Βαλτέτζι καὶ ἐγὼ εἰς τὸ Διάσελο τῆς Ἁλωνίσταινας. Τὴν τρίτη ἡμέρα διέταξα τὸν Γενναῖον νὰ πάρει τὸ σῶμα του καὶ νὰ πάει εἰς τοὺς Κάτω Μύλους κατὰ τὴν Σιλήμνα (1). Ἐκεῖ ἐπῆγε, ἐπολέμησε 4 ὧρες καὶ ἐκυρίευσε τὰ ὀχυρώματα, καίοντας καὶ τοὺς Μύλους. Ἐφονεύθησαν ὑπὲρ τοὺς 50 καὶ ἐκυρίευσαν τὰ ταμπούρια. Τὸ ἄλλο μέρος, ἐμεῖς καὶ ὁ Ἀντώνης Κολοκοτρώνης, Γκολφίνος, Γρίβας, Νοταρόπουλο, Τζόκρης, ἐχαλάσαμεν τοὺς ἐπιλοίπους μύλους καὶ τοὺς ἐκλείσαμεν εἰς ἕνα παλιόκαστρο, εἰς ἕνα βράχο ὁποὺ ἦτον ἀδύνατον νὰ ἀνέβει κανένας. Εἴχαμεν γνώμη νὰ τοὺς κόψωμεν τὸ νερὸ καὶ εἰς δύο ἡμέρες νὰ προσκυνήσουν. Ἀλλ᾿ εἰς αὐτὴν τὴν στιγμὴν μᾶς κάμνει φανὸ ὁ Γενναῖος, ὅτι ἔφθασε ὁ Ἰμπραΐμης, καὶ ἐτράβηξε κατὰ τὰ Βέρβενα ὁ Γενναῖος. Ἦλθαν 2.000 καβαλλαραῖοι, ἐπῆραν τοὺς Τούρκους τοὺς κλεισμένους, καὶ τὰ στρατεύματα τοὺς ἐπήγαιναν πολεμώντας ἀπὸ τὰ πισινά. Ἐπήγαμεν, ἀναχωρήσαμεν διὰ τὰ Βέρβενα, καὶ τὸ Νοταρόπουλο καὶ ὁ Τζόκρης ἔμειναν εἰς τὰ Τζιπιανά. Εἰς τὸν κάμπον τῆς Ταβιᾶς ἐχαλάσαμεν 8 ἢ 9 μύλους, ἀπὸ ἐκεῖ ἄλεθαν καὶ ἐπήγαιναν εἰς τὴν Τριπολιτζά. Τακτικοὶ Τοῦρκοι ἐχάθηκαν εἰς τρεῖς ἡμέρας καὶ εἰς τὰς διαφόρους θέσεις 500, ταμποῦρλα 20, πολλὰ μουσκέτα, σημαῖες 4, ἄλογα, ἀξιωματικοὶ πολλοί. Ἡμεῖς ἐπολεμούσαμεν ἐκεῖ, ἀλλὰ εἰς ὅλα τὰ μέρη, εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας ἐκτυποῦντο οἱ Τοῦρκοι καὶ δὲν ἔλειπε ἡμέρα ὁποὺ νὰ μὴ σκοτώνονται (2) Τοῦρκοι. Γράφω ἐγὼ ὅμως ἐδῶ ὅσας μάχας ἤμουν παρὼν καὶ ὁδηγοῦσα ἐγώ. Αὐτὸς ἦτον ὁ μόνος τρόπος νὰ κτυποῦν τοὺς Τούρκους, ἐπειδὴ διὰ νὰ συστήσω γενικὸν στρατόπεδον δὲν ἠμποροῦσα, αʹ) διότι δὲν εἶχα ζωοτροφίας, βʹ) πολεμοφόδια καὶ γʹ) διότι ἦτον τὸ μόνον ἀδύνατον νὰ νικήσωμεν τοὺς Τούρκους μὲ παρατεταγμένη μάχη διὰ τὸ πολυάριθμον τοῦ ἐχθροῦ· ἀλλὰ εἶχα δώσει ὁδηγίας νὰ κτυποῦν πάντοτε τὸν ἐχθρόν ἀπὸ ἐμπρός, ἀπὸ πίσω, ἀπὸ τὰ πλευρά, τὴ νύκτα νὰ τοῦ πέφτουν εἰς τὸ ὀρδί, νὰ καίουν οἱ ἐδικοί μας τὲς ζωοτροφίες, ὅταν δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τὲς πάρουν, διὰ νὰ μὴ τὲς ἀφήσουν εἰς τοὺς Τούρκους, καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἐχαλιῶντο πολλοὶ Τοῦρκοι, χωρὶς νὰ χάσωμεν Ἕλληνας. Πολλοὶ ἐφώναζαν τότε καὶ ἡ ἰδία ἡ Κυβέρνησις μὲ ἔγραφε νὰ συστήσω γενικὸν στρατόπεδον, καὶ νὰ κάμω ἕνα γενικὸν πόλεμον. Αὐτοὶ ὅμως δὲν ἤξευραν τὴν κατάστασίν μας, διότι οἱ Τοῦρκοι εἶχαν πιάσει τὸ κέντρον καὶ δὲν μᾶς ἄφηκαν ποτὲ νὰ συγκεντρωθοῦμεν 10 καὶ 15 χιλιάδες νὰ ἀντιπαραταχθοῦμεν εἰς τὸν ἐχθρόν. Κάθε ἐπαρχία ἐφρόντιζε διὰ τὴν ὑπεράσπισίν της. Ἔπειτα ὁ τόπος εἶχε ἐρημωθεῖ, ὁ πόλεμος δὲν ἄφηνε νὰ καλλιεργεῖται, ψωμὶ δὲν εὑρίσκαμεν, ἡ Κυβέρνησις ἦτον μόνον διὰ τὸ ὄνομα, διότι δὲν εἶχε καὶ ἐκείνη καὶ δὲν μᾶς ἔστελνε, μόνον μὲ ἀστάχυα, ψάνι καὶ μὲ κρέας ἐζούσαμε 20 καὶ 30 ἡμέρας. Καὶ ἂν ἐκάμναμεν καὶ ἕνα γενικὸν πόλεμον καὶ ἐχάνοντο 4 ἢ 5 χιλιάδες, ἦτον ἀδύνατον νὰ ματαμαζεύσω στράτευμα, ἐνῶ, ἐὰν ἐχάνοντο καὶ δέκα - δεκαπέντε χιλιάδες παλιαραπάδες, ἔφερνεν ἄλλους ὁ Ἰμπραΐμης. Εἰς αὐτὴν τὴν περίστασιν οἱ τζοπάνηδες μᾶς ἐβοήθησαν πολλοί (3), διατὶ ὅλο μὲ τὰ ζωντανὰ τοῦ κόσμου ἐβαστιέτο στρατόπεδο. Εἰς αὐτούς τοὺς ἀκροβολιστικοὺς πολέμους ὅλοι εὐδοκίμησαν, ὅλοι, πλὴν κατ᾿ ἐξοχὴν ὁ Ἀντωνάκης Κολοκοτρώνης, ὁ Κορέλας ἀπὸ τὸ Ἀρκοδορέμμα, ὁ Παπα Δημήτρης ἀπὸ τὸ Χρυσοβίτζι· ἐσκότωναν πότε 20, πότε 30, 40, 50. Εἰς ὅλες τὲς ἐπαρχίες ἀπαντοῦσε ἀντίσταση. Οἱ Ἀρκαδινοὶ καὶ οἱ Κοντοβουνίσιοι καὶ ὅλοι οἱ Μεσσήνιοι ἐπήγαιναν εἰς τὰ Μοθωκόρωνα καὶ τοὺς ἐκτυποῦσαν τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς ἐσκότωναν καὶ τοὺς ἔπαιρναν πότε 20, πότε 30, 40 μουλάρια, καὶ ἔτζι ἐζοῦσαν, διατὶ μισθὸν οἱ Πελοποννήσιοι δὲν ἐπῆραν, παρὰ ἀπὸ τὰ τούρκικα λάφυρα ἐζοῦσαν. Οἱ κάτοικοι τῶν ἐπαρχιῶν ἐπήγαιναν εἰς ἕνα βουνό, ἐρχόντανε οἱ Τοῦρκοι, ἔφευγαν καὶ ἐπήγαιναν εἰς ἄλλο βουνό· ὅλα αὐτὰ ἐγίνοντο εἰς τὰ 1826. Ἐπειδὴ τοῦ ἐχάλασα τοὺς μύλους τοῦ Ἰμπραΐμη, δὲν εἶχε πλέον πῶς νὰ ἔχει ζωοτροφίες. Ἄνοιξε δρόμο ἀπὸ τὰ Μοθωκόρωνα ἕως τὴν Τριπολιτζά, καὶ ἀπὸ τὴν Μεσσηνίαν ἔστελνε φορτηγὰ μὲ ζωοτροφίες, ἔπιασε εἰς τοῦ Ἴσσαρι καὶ ἔκαμε στρατόπεδον. Ἀφοῦ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐφοδίασε διὰ κάμποσον καιρὸν τὴν Τριπολιτζὰ καὶ ἄφηκε καὶ 5.000 φρουρά, αὐτὸς ἐσυνάχθηκε εἰς τὰ Μεσσηνιακὰ φρούρια. - Ἀφοῦ ἔμαθα ἀπὸ ζωντανοὺς Ἀράπηδες ποὺ ἔπιαναν οἱ Ἕλληνες, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης ἑτοιμάζεται διὰ νὰ περάσει ἀπὸ τὴν Γαστούνην καὶ νὰ ὑπάγει εἰς τὸ Μισολόγγι, ἔγραψα εἰς τὴν Κυβέρνησιν καὶ τοὺς ἔδιδα γνώμην μὲ δύο γράμματά μου, ὅτι νὰ μοῦ δώσουν τὴν ἄδειαν νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Γαστούνην ἢ ἄλλον νὰ στείλουν διὰ νὰ σηκώσουν ὅλες τὲς ζωοτροφιὲς ὁποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν Γαστούνην καὶ νὰ τὲς ἐμβάσουν εἰς τὸ Μισολόγγι, καὶ ἂν ἤθελαν μὲ ἀκούσει, ὁ Θεὸς ἠξεύρει (1) πῶς ἤθελε γυρίσουν τὰ πράματα, γιατὶ τὸ Μισολόγγι δὲν ἤθελε πέσει ἔχοντας ζωοτροφίας. Εἶχαν καιρὸν 20 ἡμέρες· τοὺς ἔδωσα τὴν εἴδησιν πρωτύτερα. Ἐφοδίασε τὰ τρία φρούρια μὲ στρατεύματα καὶ ζωοτροφίας, καὶ ἐκίνησε διὰ τὴν Γαστούνην. Οἱ Γαστουναῖοι, ἄλλοι ἐπῆραν τὰ βουνὰ καὶ ἄλλοι ἐκλείσθηκαν εἰς τὸ Χλουμούτζι· ἀπὸ τὲς ζωοτροφιὲς ἄλλες ἔκαψε καὶ ἄλλες ἐβάσταξε καὶ τὲς ἐπῆρε στὸ Μισολόγγι.

Τότενες οἱ Γαστουναῖοι σὰν ἐκλείσθηκαν εἰς τὸ Χλουμούτζι δὲν εἶχαν τ᾿ ἀναγκαῖα καὶ εἶχαν πολλὰ γυναικόπαιδα καὶ ὀλίγες τροφές. Βλέποντας ἀπὸ τὸ Χλουμούτζι οἱ Γαστουναῖοι ὅτι εἶναι πολιορκημένοι ἀπεφάσισαν τριακόσιοι νὰ πέσουν εἰς τὸ στράτευμα τοῦ ἐχθροῦ, νὰ πέσουν ἔξαφνα, νὰ βαρέσουν τοὺς ἐχθρούς, καὶ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸ Κάστρο· καὶ τοὺς ἐκτύπησαν τοὺς Τούρκους καὶ ἐχάλασαν πολλούς· ὅμως ἔπιασε ἕνα νερὸ τὸ βράδυ, καὶ ἐγύρισαν καὶ ἐκλείσθησαν εἰς ἕνα χωριὸ καὶ τοὺς ἔκοψαν ὅλους. Τούρκους ἐσκότωσαν ὅσους ἠμπόρεσαν καὶ ἐκεῖνοι ἐχάθηκαν, ἐπαραδόθηκαν καὶ εἰς τὸ Χλουμούτζι· ἦτον καὶ ὁ Μιχαλάκης Σισίνης ἐκεῖ. - Ἐσύναξε τ᾿ ἄρματά του ὁ Ἰμπραΐμης κι ἐπῆγε στὸ Μισολόγγι. Τὸ τί ἐγίνηκε στὸ Μισολόγγι εἶναι γνωστό, καὶ ἄλλη ἱστορία τὸ λέγει. Ἔσμιξε μὲ τὸν Κιουτάγιαν (2). Ἄλλη ἱστορία θέλει σημειώσει τὴν γενναιότητα τοῦ Μισολογγιοῦ. Παίρνοντας τὸ Μισολόγγι ἐχασομέρησε πολλὰ ὀλίγες ἡμέρες· ἡμεῖς εἴχαμεν συνέλευσιν εἰς τὴν Πιάδα.

Ὄντας ὁ ἐχθρὸς ἔλειπε στὸ Μισολόγγι, ἐπεριφερόμουνα ἕνα γύρω τὴν Τριπολιτζὰ καὶ ἐπῆγα καὶ εὕρηκα τὸ στενὸ ἀπὸ τὰ Ἁγιγεωργίτικα καὶ Μπερτζοβᾶ, ἄκαγα τὰ σπίτια ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἐμέτρησα διὰ νὰ κάμω ὀρδὶ ἐκεῖ, διατὶ ἦτον χειμώνας, καὶ ἐκατέβηκα στοὺς Μύλους τοὺς ἐθνικούς, καὶ ἔστειλα εἰς τὴν Κυβέρνησιν νὰ μὲ δώκει τροφάς, καὶ πολεμοφόδια, νὰ συνάξω στρατιώτας εἰς ἐκεῖνα τὰ χωριά, ποὺ εἶναι μιάμιση ὥρα ἀπὸ τὴν Τριπολιτζὰ ποὺ (3) νὰ εὕρω καιρὸ νὰ πηδήσω μέσα. Καὶ ἡ Κυβέρνησις μοῦ εἶπε νὰ ἐμβῶ μέσα εἰς τὸ Ἀνάπλι (4). Καὶ ἐγὼ τῆς (5) ἀποκρίθηκα: «Δὲν εἶναι ὥρα νὰ ἐμβῶ εἰς τὸ Ἀνάπλι, πλὴν ἂν μοῦ δίνετε ἐκεῖνο ποὺ θὰ εἰπῶ, διὰ νὰ ἠμπορέσω νὰ κάμω βλάβην εἰς τὸν ἐχθρόν, εἰς τὴν Τριπολιτζά». - Καὶ ἔτζι μοῦ ὑπεσχέθηκαν, καὶ ἄρχισαν νὰ μοῦ στέλνουν ζαϊρὲ καὶ τὸν ἐμετακόμιζα εἰς τὸ χωριὸ ἐκεῖνο, ποὺ ἔφτιανα τὸ ὀρδί. Ἔκαμα προσταγὴ εἰς ὅλες τὲς ἐπαρχίες καὶ ἐσυνάζοντο (6)· τὴν μίαν μεριὰ ἐσύναζαν στρατιώτας, καὶ τὴν ἄλλην τοὺς ἔστελναν τροφάς. Τότενες εἶχαν τὸν Κωνσταντὴ Μαυρομιχάλη στελμένον, ποὺ ἦτον ἕνα μέλος τῆς Διοικήσεως, μὲ καμμιὰ ἑκατοστὴ ἀνθρώπους, καὶ ἐπῆγα εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπο στὴν μέσην καὶ τοῦ ἔδιδα κι ἐκεινοῦ τροφές, καὶ ἀκούοντας οἱ ἐφημερίδες ὅτι μοῦ στέλνουν ζαϊρέδες διὰ τὴν Τριπολιτζὰ - διὰ τὸ ρεσάλτο - τὸ ἔβαλαν στὲς ἐφημερίδες καὶ ἔλεγαν ὅτι ὁ γενικὸς ἀρχηγὸς ἐσυφώνησε μὲ τὴν Κυβέρνησιν νὰ τοῦ δώσουν ζαϊρὲ καὶ πολεμοφόδια νὰ ρεσαλτάρει τὴν Τριπολιτζά· καὶ οἱ ἐφημερίδες ἐξεδόθηκαν πρὶν ἑτοιμασθῶ. Τέτοια μυστικότητα εἶχαν, ἔδιδαν εἴδησιν τοῦ ἐχθροῦ. Ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες ποὺ ἐγὼ ἐσύναζα τὰ στρατεύματα, στέλνουν γράμματα ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν ὁ Πετρόμπεης καὶ ὁ υἱός του Γεωργάκης, ποὺ εἶχαν συμφωνήσει εἰς τὸ Νιόκαστρον, ὅταν τὸν ἀλικότησαν ὅτι μὲ τρόπον κατὰ τὸν σκοπόν τους ἐστάλθη ἄνθρωπος, διὰ νὰ τοὺς ξεπατήσει εἰς τὴν Τριπολιτζά, (ἐδώκαμεν τοὺς δύο πασάδες, καὶ ἐπῆραν τὸν Γεωργάκην Μαυρομιχάλην καὶ Γιατράκον). Στέλνουν τὸν Φιλήμονα καὶ περνάει ἀπὸ τοὺς Μύλους καὶ πάγει ἐκεῖ ὁποὺ ἦτον ὁ Κωνσταντὴς ὁ Μαυρομιχάλης μὲ τὰ γράμματα καὶ κάθεται ἕνα ἡμερόνυκτο εἰς τὴν Τριπολιτζὰ νὰ τοῦ κάμει τὴν ἀπάντησιν ὁ Τοῦρκος κουμαντάντης ὁποὺ ἦτον ἐκεῖ καὶ τοὺς ἔκαμε τὴν ἀπόκρισιν κλειστήν, ὡς τοῦ ἔγραφαν καὶ ἐκεῖνοι, καὶ ἐγύρισεν εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπον, μὲ τὰ γράμματα καὶ ἦλθε νὰ ἐμπαρκαρισθεῖ εἰς τοὺς Μύλους διὰ τ᾿ Ἀνάπλι. Ἐγὼ τὸν ἐρώτησα: «Ποῦ ἤσουν;» - «Εἰς τὴν Τριπολιτζὰ μὲ γράμματα». - «Ποιὸς σ᾿ ἔστειλε;» - «Ἡ Κυβέρνησις». Τότενες εἶπα, ὅτι: ἐγὼ συνάζω στρατεύματα καὶ τροφὲς καὶ εἶμαι ἀρχηγός, καὶ κάνει μυστικὲς ὁμιλίες μὲ τοὺς Τούρκους; Σχίζω τὰ γράμματα, δέρνω καὶ τὸν Φιλήμονα. Ἀκούοντας ἡ Κυβέρνησις ὅτι ἔκαμα τοιοῦτο πράγμα, τῆς κακοφάνηκε καὶ μοῦ ἔγραψε πληκτικὸ γράμμα. Ἐγώ τῆς ἀπεκρίθηκα, ὅτι τὸ χρέος μου εἶναι ὡς ἀρχηγὸς νὰ γνωρίζω τί κάνει ἡ Κυβέρνησις μὲ τὸν ἐχθρόν, ἐγὼ νὰ παιδεύομαι...

Ἐγὼ ἄρχισα τὴ δουλειάν μου καὶ εἶχα συναγμένες 5.000 στράτευμα καὶ σκάλες καὶ ἀνέβηκα στὸ στρατόπεδον καὶ διαμοίρασα μίαν ἡμέραν, ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα, γιατὶ ἦτο σκάπετα ἀπὸ τὴν Τριπολιτζὰ τὸ στράτευμα τὸ δικό μας. Ἐμοίρασα τὸ στράτευμα μὲ ἀρχηγούς· ἔστειλα τὸν Νικήτα ἀπὸ τὴν πόρταν τοῦ Μυστρᾶ, τὸν Γενναῖον ἀπὸ τῆς Καρύταινας τὴν πόρταν, τὸν Κωνσταντὴ Μαυρομιχάλη ἀπὸ τῶν Καλαβρύτων τὴν πόρταν, καὶ τὸν Παναγιώτην Ζαφειρόπουλον μὲ τοὺς Ἁγιοπετρίτες ἀπὸ τοῦ Σαραγιοῦ τὴν πόρταν, καὶ τὲς ἄλλες πόρτες μὲ ἄλλα κουμάντα, καὶ ἐδιαμοίρασα τὲς σκάλες εἰς τὰ κουμάντα, ὁποὺ ν᾿ ἀνεβοῦν εἰς τὸ κάστρο, καὶ ἐγὼ ἔμεινα μ᾿ ἕνα σῶμα, διὰ νὰ δίδω βοήθειαν. Καὶ ἐκινήσαμεν ὅλοι μαζί, καὶ ὅταν ἐζυγώσαμεν εἰς τὴν Τριπολιτζά, κάποιοι προδότες, ἦτον νύκτα, ἔρριψαν δύο ντουφέκια, σενιάλε τοῦ ἐχθροῦ, ἐμπῆκαν καὶ δύο Βούλγαροι, ποιὸς τοὺς ἔστειλε ἀγνοῶ. Εἶπαν οἱ προδότες (1): «Ἀπόψε θὰ σᾶς γένει ρισάλτο». Ἐβγῆκαν οἱ Τοῦρκοι στὰ τείχη, παιδιά, γυναῖκες καὶ ἔσκουζαν ὡς τὴν αὐγήν. Ὁ Νικήτας ἔβαλεν ἀποκάτω σκάλες, - καὶ (2) βλέποντας ὅτι εἴμεθα προδομένοι, μὲ τὰ ξημερώματα ριτιράραμεν. Οἱ Τοῦρκοι τὸ πρωῒ εἶδαν ὅτι δὲν εἶναι στρατεύματα καὶ ἐκτύπησαν τοὺς Τριπολιτζῶτες, Λάμπρο Ριζιώτην. Ὁ Γενναῖος τοὺς ἐπῆγε μεντάτι, εἶχαν σκοτωθεῖ ἀπὸ τοὺς Τριπολιτζῶτες 10. Ὁ Γενναῖος ἀπὸ τὲς Ρίζες, βλέποντας ἐκίνησε μεντάτι. Ἔτζι ἀπετύχαμεν ἀπὸ τὲς προδοσιές, δὲν ἠμπορέσαμεν νὰ κάμωμεν δουλειά. Ἐσυνάχθημεν ὀπίσω εἰς τὰ χωριά, καὶ ἄρχισε ὁ κόσμος νὰ φεύγει. Ἐγὼ ἐτράβηξα νὰ κατεβῶ εἰς τὸ Ἀνάπλι, νὰ ὁμιλήσωμεν διὰ νὰ κάμωμεν Συνέλευσιν, διότι ἡ Κυβέρνησις στανικῶς ἕνα χρόνον ἔπειτα ἀπὸ τὴν διορία (3) ἐκυβέρναε. Νὰ εἰπῶ: «Τί προδοσιὲς εἶναι τοῦτες;» καὶ νὰ ὁμιλήσωμεν τὸν κίνδυνον τῆς Πατρίδος. Ἡ Κυβέρνησις κάνει μίαν διαταγήν, ὅτι κανεὶς στρατιωτικὸς νὰ μὴν πάγει στὸ Ἀνάπλι, διότι δὲν εἶναι δεκτός. Τότενες, βλέποντας τὴν διαταγήν, ἔγραψα εἰς τὸν Ζαΐμην καὶ εἰς τὲς ἐπαρχίες νὰ συναχθοῦν νὰ κάμωμεν Συνέλευσιν εἰς τὸ Ἄργος. Ἀρχίνησαν καὶ οἱ πληρεξούσιοι ἤρχοντο εἰς τὸ Ἄργος καὶ συνακούσθημεν νὰ πᾶμεν εἰς τὴν Πιάδα, καὶ ἐκινήσαμεν καὶ ἐπήγαμεν. Ἦλθαν καὶ ἀπὸ τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου πελάγους, καὶ οἱ Πελοποννήσιοι, καὶ ἐκάμαμεν Συνέλευσιν - τότε ἐκαταράσθη ἡ Συνέλευσις τὸν Ὑψηλάντην. - Ἐρχόμενοι ἐκεῖ ἀρχίσαμεν τὲς ἐργασίες, καὶ εἴχαμεν ἐκτελεστικὴν δύναμιν τὸν Ἀνδρέα Λόντον, πρόεδρον τὸν Γέρο Πανοῦτζον, - διατὶ ἤθελαν μέρος νὰ βάλουν τὸν Πετρόμπεην, μέρος τὸν Ζαΐμην· διὰ νὰ παύσουν τὴν φαγωμάρα ἐβάλαμεν τὸν Πανοῦτζον πρόεδρον τῆς Συνελεύσεως. Καὶ εἰς τὲς ἐργασίες ἐπάνω εἶχε μέρος Ρουμελιῶτες εἰς τὸ μέρος του, καὶ εἶπε ὁ Ὑψηλάντης: «Δὲν δεχόμεθα τὴν πρόσκλησιν ὅπου ἐκάματε στὴν Λόνδραν». Μὲ μιὰ φωνὴ ἀποκρίθηκαν: «Τὸ ἔθνος ἐκεῖνο ὁποὺ θέλει ἔκαμε, καὶ ἐκεῖνος δὲν μπορεῖ νὰ κάμει τῆς γνώμης του πράγματα». - Δὲν (4) τὸν ἤθελαν μὲ τελειότητα διὰ Ἕλληνα. Οἱ Ρουμελιῶτες μὲ τὸν Ὑψηλάντην, ἦτον ὁ Γκούρας κ.λ.π.

Τότε ἐσηκώθηκα ὀρθὸς καὶ εἶπα: «Δὲν εἶναι δίκαιον νὰ καταδιώξωμεν τὸν Ὑψηλάντην, διότι, μὲ φαίνεται, ἀρχῆς (5) νὰ ἔχετε γράμμα ἀπὸ τὸ μακαρίτην τὸν ἀδελφόν του, καὶ πῶς νὰ καταργήσωμεν τὸν ἀδελφό του ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα;». Καὶ μὲ ἄλλους λόγους τοὺς κατέπεισα: «Ἀλήθεια ἀντιστάθηκε, ἀλλ᾿ ἂς ἰδοῦμεν καὶ τὰ καλά». - Ἐκατόρθωσα καὶ ἔγινε συγκατάβασις, ἐπεριωρίσθη εἰς ἕνα χρόνον ἡ κατάργησις, καὶ ἀκολουθούσαμεν τὰς πράξεις μας.

Τὴν ἡμέραν τῶν Βαΐων ἔκαμαν γιουρούσι στὸ Μισολόγγι οἱ ἥρωες τοῦ Μισολογγιοῦ, σὲ τόσες χιλιάδες ἀσκέρι, σὲ τόσα κανόνια, χαντάκια, καβαλλαριά· ἐγλύτωσαν 2.000 καὶ τὸ γυναικόπαιδο ἔγινε θύμα. Μᾶς ἦλθε εἴδηση, μεγάλη Τετράδη· εἰς τὸ λειδινό (6), ποὺ εἶχε παύσει ἡ Συνέλευσις, καὶ εἴμεθα εἰς κάτι ἴσκιους. Μᾶς ἦλθε εἴδησις ὅτι τὸ Μισολόγγι ἐχάθη. Ἔτζι ἐβάλαμεν τὰ μαῦρα ὅλοι· μισὴ ὥρα ἐστάθη σιωπὴ ποὺ δὲν ἔκρινε (7) κανένας, ἀλλ᾿ ἐμέτραε καθένας μὲ τὸν νοῦν του τὸν ἀφανισμόν μας. Βλέποντας ἐγὼ τὴ σιωπήν (1) ἐσηκώθηκα εἰς τὸ πόδι, καὶ τοὺς ὡμίλησα λόγια διὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν. Τοὺς εἶπα, ὅτι τὸ Μισολόγγι ἐχάθη ἐνδόξως, καὶ θὰ μείνει αἰώνας αἰώνων ἡ ἀνδρεία (2). Ἐὰν βάλωμεν (3) τὰ μαῦρα καὶ ὀκνεύσομεν, θὰ πάρωμεν τὸ ἀνάθεμα καὶ θὰ πάρωμεν τὸ ἁμάρτημα τῶν ἀδυνάτων ὅλων. Μὲ ἀπεκρίθηκαν: «Τί νὰ κάμωμεν τώρα, Κολοκοτρώνη;» «Τί νὰ κάμωμεν;» τοὺς λέγω. «Τὴν αὐγὴν νὰ κάμωμεν συνέλευσιν, νὰ ἀποφασίσωμεν κυβέρνησιν πέντε, ἕξι, ὀκτὼ ἄτομα διὰ νὰ μᾶς κυβερνήσουν, καὶ νὰ διαλέξωμεν καὶ ἄτομα νὰ ἀποφασίσουν νὰ ἀνταποκρίνονται μὲ τὰ ἐξωτερικά, ποὺ τότε ἦτο περασμένος καὶ ὁ μινίστρος Κάνιγγ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν· ἡ ἐπιτροπὴ τῆς Συνελεύσεως διὰ τὰ ἐξωτερικὰ νὰ δίδει λόγον εἰς τὴν Κυβέρνησιν καὶ εἰς τὸν λαόν, καὶ ἡμεῖς οἱ ἄλλοι νὰ σκορπίσωμεν εἰς τὲς ἐπαρχίες καὶ νὰ πιάσωμεν γενικῶς τὰ ἄρματα, ὡς τὰ πρωτοπιάσαμεν εἰς τὴν Ἐπανάστασιν». Καὶ ἔτζι τὴν αὐγήν, τὴν μεγάλην Πέμπτην, ἐσυνεδριάσαμεν καὶ ἀποφασίσαμεν ἕνδεκα μέλη Ἐπιτροπὴν Κυβερνήσεως, καὶ πρόεδρον τὸν Ζαΐμην, Π. Μαυρομιχάλην, Ἀναγνώστην Δεληγιάννην, Γεώργιον Σισίνην, Ἀν. Χ. Ἀναργύρου, Δ. Τσαμαδόν, Σ. Τρικούπην, Α. Μοναρχίδην, καὶ Π. Δημητρακόπουλον, Ἀνδρέαν Ἴσκον καὶ Ἰωάννην Βλάχον. Ἡ διάρκεια τῆς ἐπιτροπῆς ἕως εἰς τὴν 1 Σεπτεμβρίου 1826, καὶ τότε, ἂν γλυτώσωμεν, συναζόμεθα καὶ τελειώνωμεν τὴν συνέλευσιν. - 26 Ἀπριλίου ἡ προκήρυξις. Ἔκαμαν καὶ μίαν ἄλλην ἐπιτροπὴν τῆς συνελεύσεως (4) διὰ νὰ ἀνταποκρίνεται μὲ τὰς ξένας δυνάμεις, Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανόν, Ἄρτας Πορφύριον, Π. Νοταρᾶν, Α. Κοπανίτζαν, Ἀναστ. Λόντον, Γ. Δαριώτην, Σ. Καλογερόπουλον, Γ. Αἰνιάν, Βασ. Μπουδούρην, Ἐμ. Ξένον, Ν. Ρενιέρην (5).

Εἴχαμεν τὸν Γενναῖον εἰς τὸ Ἀνάπλι διὰ νὰ μὴν γίνει ἀντίστασις· ἡ νέα Κυβέρνησις δὲν ἀπήντησεν ἐναντιότητα καὶ ἐμβῆκαν εἰς τὸ Ἀνάπλι. Μπαίνοντας μέσα ἀρχίνησαν τὰ ἐδικά τους. Ἐβγῆκα (6) στὸ Ἄργος, ἐσύναξα στρατεύματα καὶ πάω ἐμπρός. Ἔταξαν τοῦ Γενναίου νὰ τὸν κάμουν φρούραρχον καὶ τότε ἤθελαν νὰ κάμουν τὸν Λόντον. Ἔγραψα τοῦ Γενναίου: «Ἔβγα νὰ γλυτώσωμεν τὴν πατρίδα, καὶ αὐτοὶ ὅ,τι θέλουν ἂς κάμουν». Καὶ ἔτζι ἐκίνησε καὶ ὁ Γενναῖος. Ἐσύναξα ἕως χιλίους στρατιώτας καὶ ἔπιασα ἕνα χωριό εἰς τὸ Μπουγιάτι, ἕξ ὥρας ἀπὸ τὸ Ἄργος, κατὰ τήν... (7). Ἀπόλυσα τζαουσάδες καὶ ἐμάζωναν σφακτά, ἔγραψα καὶ εἰς τοὺς Κορινθίους (8) νὰ συναχθοῦν διότι ὁ Ἰμπραῒμ πασὰς θὰ ἐβγεῖ ἀπὸ τὸ Μισολόγγι. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐβγῆκε μὲ ὅλο του τὸ στράτευμα εἰς τὴν Πάτρα καὶ εἰπώθηκε ὅτι ἐβγῆκε καὶ μὲ τὰ στρατεύματα τοῦ Κιουταχῆ. Εἴδησις ψεύτικη, γιατὶ ὁ Κιουταχὴς ἐκίνησε διὰ τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα. Σὰν ἐπέρασε ὅλο (9) τὸ στράτευμα εἰς τὴν Πάτρα, ἐκίνησεν ἀμέσως καὶ ἔκαμε ὅλα του τὰ στρατεύματα κατὰ τὴν Πάτρα. Ὁ κόσμος καὶ ὁ λαὸς ἐσυνάχθηκε καὶ ἔπιασε τὰ βουνὰ μὲ παιδιά τους, γυναικόπαιδά τους (10) καὶ πράγματά τους καὶ ἔφυγαν δύο Τοῦρκοι Πελοποννήσιοι ἀπὸ τὸ βουνὸ Χελμὸ καὶ ἐπρόδωσαν εἰς τὸν Ἰμπραΐμη. Ἐπῆγε ὁ Ἰμπραΐμης εἰς τὸ Χελμὸ καὶ τουφέκι δὲν ἀπάντησε πουθενά, καὶ ἐσκλάβωσε περίπου ἀπὸ δύο χιλιάδες γυναῖκες καὶ παιδιά, καὶ ἐπῆρε καὶ 4.000... καὶ ἄλλοι ἀνεμοσκορπίσθησαν, καὶ ἐδόθηκε φήμη ὅτι ἐσκότωσαν 5.000. Οἱ Καλαβρυτινοὶ εἰς τὴν Καρύταινα, εἰς τὸ Λεοντάρι, εἰς τὴν Μάνην κατέφευγαν οἱ ἐπαρχίες καὶ ἐπῆρε φρίκη ὅλη ἡ Πελοπόννησος, καὶ ὁ Ἰμπραΐμης ἦλθε εἰς τὴν Τριπολιτζά. Καὶ ἐγὼ μαθαίνοντας τὴν εἴδησιν τούτην εἶχα δύο χιλιάδες καὶ ἐπεράσαμεν ἀντίκρυ ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, νὰ ἰδοῦμεν ποῦ θὰ κινηθεῖ, καὶ ἐτραβήξαμεν στῆς Καρύταινας τὴν ἐπαρχίαν.

Ὁ Ἰμπραΐμης μὲ τὸ στράτευμα (11) κατέβηκε Καρύταινας κάμπο καὶ Λεονταριοῦ. Ἐγὼ ἔστειλα τὸν Γενναῖον μὲ 500 νομάτους καὶ ἔπιασαν τὴν Ντεμνίτζα, χωροπούλα δυνατή, διὰ νὰ κλεισθεῖ μέσα, ἂν ἔλθει ὁ Ἰμπραΐμης ἀπάνω του. Ἀπὸ τὴν Ντεμνίτζα ἕως τὸ ὀρδί 4 ὧρες. Καὶ ἐγὼ ἐκρύφθηκα μὲ τὸ λοιπὸ στράτευμα, ἂν ἰδῶ τοὺς Τούρκους νὰ κτυπήσουν τὸν Γενναῖον νὰ τοὺς πάρω ἀποπίσω. Ὁ Ἰμπραΐμης δὲν ἦλθε διὰ τὸν Γενναῖον. Ἔμαθε ὅτι τὰ γυναικόπαιδα ἐπῆγαν κατὰ τὴν Μάνην καὶ ἐκεῖ ἀκολούθησε. Τὸ ὀρδὶ τὸ εἶχε εἰς τὸν κάμπον. Ὁ λαὸς ἀκούοντας, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης ἐβγῆκε εἰς τὰ πισινὰ χωριὰ καίοντας, ἐτραβήξανε κατὰ τὴ Μάνη, ὥς (1) ὁποὺ ἐγύρισε τὸ στράτευμά του. Ἐτράβηξε διὰ τὴν Μεσσηνία (2), καὶ Ἀρκαδινοί (3) καὶ οἱ Ἀνδρουτζάνοι ἀκούοντας τὴν φθορὰν τοῦ ἀπάνου κόσμου, ἐτραβοῦσαν κατὰ τὴν Μάνην. Κάπου ἔγινε καὶ τουφέκι, κάπου ἐσκλάβωσε. Ἔρριξε τὸ ὀρδί του εἰς τὸ Νησὶ τῆς Καλαμάτας. - Ὅταν ἔλειπε ὁ Ἰμπραΐμης εἰς τὸ Μισολόγγι, οἱ Μανιάτες ἔφκιασαν εἰς τὸν Ἁρμυρό, ὁποὺ εἶναι τῶν Καπετανιάνων τὰ σπίτια, ἕνα ταμπούρι δυνατὸ ἀπὸ τὸ πέλαγος ἕως εἰς τὸν βράχον, ἐκράτειε ἕως ἕνα μίλι, καὶ ἐκίνησε μιὰ φορὰ καὶ ἐπῆγε καὶ τὸν ἀντέκρουσαν (4) οἱ Μανιάτες, καὶ ἐσκότωσαν ἀρκετούς, καὶ ὀπισθοδρόμησεν. Ἐγὼ ἐκατέβηκα μὲ τὸ στράτευμα ἕως 3.000 εἰς τὰ Δερβένια, καὶ τοὺς ἄφηκα ἐκεῖ, καὶ ἐπῆρα μόνον 80 ἀνθρώπους καὶ ἐκατέβηκα εἰς τὴν Μεσσηνίαν καὶ ἐτράβηξα ὅλο τὴν ἄκρη, διότι ἦτον τὸ ὀρδὶ τοῦ Ἰμπραΐμη εἰς τὸ Νησί. Καὶ εἰς τὸν δρόμον ποὺ ἐπάγαινα ἔβανα τὴν τρομπέτα διὰ νὰ μὲ γνωρίσει ὁ κόσμος. Καὶ μὲ ἐγνώρισαν, καὶ τοὺς ἐμψύχωνα νὰ πᾶνε πίσω στὰ σπίτια τους. Καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ Ἁρμυρὸ καὶ ἔγραψα εἰς ὅλους τοὺς τόπους ὅτι οἱ Πελοποννήσιοι γυρίζουν εἰς τὲς ἐπαρχίες (5), καὶ ἔτζι ἐγύρισαν ὅλοι, τὰ γυναικόπαιδα στὰ σπίτια, οἱ ἄνδρες εἰς τὸν πόλεμον.

Ἐστάθηκα ὀκτὼ ἡμέρες, μὴ ματαδοκιμάσει ὁ Ἰμπραΐμης νὰ ἔλθει εἰς τὴν Βέργα. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐτραβήχθηκε καὶ ἐπῆγε εἰς τὰ κάστρα διὰ νὰ ἀνασάνει τὸ στράτευμά του καὶ νὰ ἀφήσουν τὰ γυναικόπαιδα. Ἐγὼ ἐγκαρδίωσα μὲ λόγους τοὺς Μανιάτες καὶ ἐσυνάχθηκαν πολλοὶ εἰς τὸ Ἁρμυρό, καὶ ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὸ στράτευμα, εἰς τὰ Δερβένια τοῦ Λεονταριοῦ, καὶ τὸ ἐσήκωσα τὸ στράτευμα καὶ ἐπῆγα εἰς τοῦ Μάνεση, ἀνάμεσα Λεονταριοῦ καὶ Μυστρᾶ, καὶ ἔστειλα καὶ ἦλθαν τὰ στρατεύματα τὰ Μυστριώτικα· ὅλοι εἴμεθα 4.000. Τροφὰς εἶχα ἀπὸ τὸ Μυστρά. Ὁ Ἰμπραΐμης ἔστειλε τὸν κεχαγιά του νὰ ματακτυπήσει τὴν Βέργα εἰς τὸ Ἁρμυρό, καὶ ἀπὸ πίσω ἔστειλε δύναμη ἕως νὰ ἐβγεῖ καὶ ὁ ἴδιος. Μαθαίνοντας, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης ἔχει νὰ πάγει εἰς τὴν Βέργα νὰ πολεμήσει, ὅτι «ὁ ἐχθρὸς ἔρχεται ἐπάνω μας καὶ νὰ ἐλθῆτε μεντάτι», λαβαίνοντας τὴν εἴδησιν τούτην, ἐκίνησα μὲ 2.000. Τὸ διάστημα ὅμως εἶναι μακρινό, δέκα ὧρες. Τὴν εἴδησιν μοῦ ἔστειλαν. - Οἱ Τοῦρκοι ἐπῆγαν, ἀντικρούσθηκαν ἀπὸ τοὺς Μανιάτες καὶ ὀπισθοδρόμησαν - οἱ Τοῦρκοι μισὴ ὥραν ἀπὸ τὴν Βέργαν κατὰ τὴν Καλαμάταν. - Ἐφθάσαμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν Γιάννιτζα, μακριὰ ἀπὸ τὸ στράτευμα τὸ τούρκικο μία ὥρα. Κινώντας ἡμεῖς, ἐβάρεσα τὴν τρουμπέτα διὰ νὰ κινήσει τὸ στράτευμά μας. Δὲν ἠλπίζαμεν νὰ ἀκούσουν οἱ Τοῦρκοι τὴν τρουμπέτα, διότι ἦτον σκάπετο. Ἀκούοντας οἱ Τοῦρκοι τὴν τρουμπέτα ἐτραβήχθηκαν μίαν ὥραν μακρύτερα εἰς τὸ ποτάμι τῆς Καλαμάτας, ὁποὺ ἦτον κάμπος. Ἂν ἐπρόφθανα, εἰς τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐπολεμοῦσαν οἱ Τοῦρκοι μὲ τοὺς Μανιάτες, ἠθέλαμεν τοὺς κλείσει καὶ ἤθελαν σκοτωθεῖ πολλοί (6). Οἱ Τοῦρκοι, μετὰ δύο ἡμέρας ἀνεχώρησαν διὰ τὸ Νησί. Ἀνεχώρησα καὶ ἐγὼ εἰς τὸ Μάνεσι, ὅπου εἶχα τὸ ἐπίλοιπο στράτευμα, διατὶ δὲν εἶχα τροφὰς νὰ σταθῶ ἐκεῖ. Περάσοντας δέκα ἢ δεκαπέντε ἡμέρας ὁ Ἰμπραΐμης ἐκίνησε τὴν καβαλλαριὰν νὰ ἔμβει εἰς τὴν Μάνην ἀπὸ τὸ Ἁρμυρό, καὶ τὸ πεζικὸ στράτευμα τὸ ἐμβαρκάρισε εἰς τὰ καράβια καὶ τὸ ἐξεμπαρκάρισε εἰς τὸ Βηρό, εἰς τὴν Τσίμοβαν πλευρά. Οἱ Μανιάτες ἐπετάχθηκαν καὶ οἱ γυναῖκες, καὶ ἐπελάγωσαν τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς ἔκαμαν πολὺν ἀφανισμόν. Ἀντεστάθηκαν καὶ εἰς τὴν Βέργαν εἰς τὴν καβαλλαρίαν, καὶ ἀφοῦ εἶδε ὁ Ἰμπραΐμης ὅτι δὲν κάμνει τίποτε, ἐτραβήχθηκε εἰς τὰ Μεσσηνιακὰ φρούρια. Εἰς τὸ Μάνεσι ἔκαμα 10 ἡμέρες. Ἐκεῖ ἔλαβα ἕνα γράμμα ἀπὸ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς τοὺς Ρουμελιῶτες, ὁποὺ ἦτον εἰς τὸ Ναύπλιον, Καραϊσκάκης, Τζαβέλας, Κώστας Μπότζαρης, Λάμπρος Βέϊκος, Γεώργιος Δράκος καὶ ἄλλοι ὁπλαρχηγοὶ ἀπὸ τὴν φρουρὰν τοῦ Μισολογγιοῦ, καὶ μὲ ἔγραψαν νὰ ὑπάγω νὰ ὁμιλήσωμεν νὰ ἑνωθοῦμεν ὅλοι, καὶ νὰ πάρωμεν μέτρα ὅλοι συμφώνως, καὶ νὰ βαρέσωμεν τὸν ἐχθρόν. Ἄφηκα ἀντιπρόσωπόν μου εἰς αὐτὸ τὸ στράτευμα τὸν Γεωργάκη Γιατράκο, καὶ ἐγὼ ἐπῆρα 50 νομάτους καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ Ἄργος. Ἐκεῖ ἔστειλα εἰς τὸ Ναύπλιον καὶ ἦλθε εἰς τὸ Ἄργος ὁ Καραϊσκάκης, Τζαβέλας καὶ λοιποί. Ὁ Κώστας Μπότσαρης καὶ μερικοὶ ἄλλοι τοὺς κράτησε ὁ Ζαΐμης καὶ τοὺς ἔκαμε νὰ μὴν ἐλθοῦν νὰ ἑνωθοῦμεν τὰ στρατεύματα. Οἱ σταφίδες ἐκόντευαν νὰ γενοῦν· ὁ Γιάννης καὶ ὁ Παναγιώτης Νοταράδες ἄρχισαν νὰ τρώγουνται. Ἡ αἰτία ἦτον, αὐτή (1) ἡ ἐπαρχία τῆς Κορίνθου. Τὸ μεγαλείτερον μέρος ἤθελε ἀρχηγὸν τὸν Παναγιώτην. Ὁ Γιάννης ἐπῆρε μισθωτοὺς καὶ ὑποστηριγμένος καὶ ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν ἤθελε νὰ ὑποχρεώσει τὴν ἐπαρχίαν νὰ εἶναι ὑπὸ αὐτόν, καὶ ὄχι ὑπὸ τὸν Παναγιωτάκη, καὶ ἔτζι ἄρχισαν καὶ πολεμοῦσαν ἀνάμεσόν των. Μὲ ἔκραξε ἡ Κυβέρνησις νὰ πάω μέσα εἰς τὸ Ναύπλιον. Ἐγὼ τοὺς εἶπα ὅτι δὲν ἠμπορῶ νὰ ἔμβω μέσα, ἀλλὰ νὰ ἐλθοῦν εἰς τὴν Ἄρια νὰ ὁμιλήσωμεν. Ἦλθε ὁ Ζαΐμης, ὁ Π. Μαυρομιχάλης, Βασίλης Μπουδούρης, καὶ ἄλλοι διοικηταὶ ἦλθαν εἰς τὴν Ἄριαν. Μοῦ ἐζήτησαν γνώμην τοῦ νὰ ἔβγει ὁ Ζαΐμης, νὰ πάει νὰ σβήσει τὸν ἐμφύλιον πόλεμον εἰς τὴν Κόρινθον. Ἐγὼ τοὺς εἶπα, νὰ μὴν ἔβγει ὁ Ζαΐμης, ἀλλὰ νὰ γράψουν μίαν διαταγὴ εἰς τὸν Γιάννη, καὶ μιὰ εἰς τὸν Παναγιώτη, καὶ νὰ λέγει ὅτι (2) «Αὐτοῦ ἔρχεται ὁ Γενικὸς Ἀρχηγὸς καὶ νὰ τὸν ἀκούσετε εἰς ὅ,τι σᾶς εἰπεῖ. Καὶ ὁ Ζαΐμης ὡς πρόεδρος νὰ μὴν ἐβγεῖ διὰ νὰ μὴ χαλάσει (3), καὶ ὄχι νὰ φκιάσει». Δὲν μὲ ἄκουσαν. Πηγαίνοντες μέσα ὀρδίνιασαν τὰ στρατεύματα τὰ Ρουμελιώτικα, καὶ ἐκίνησε ὁ Ζαΐμης νὰ πάει εἰς τὴν Κόρινθο. Ἐγὼ ἔμεινα εἰς τὸ Ἄργος. - Ὅταν ἀνταμώσαμεν μὲ τὸν Καραϊσκάκην καὶ λοιποὺς ὁπλαρχηγούς, ὡρκισθήκαμεν νὰ εἴμεθα ὅλοι ἑνωμένοι νὰ νικήσωμεν τὸν ἐχθρόν, νὰ στείλωμεν μίαν ἐπιτροπὴν εἰς τὴν Βοστίτζα καὶ Κόρινθον, καὶ ὅσα συναχθοῦν νὰ πληρωθοῦν ὅσοι κινήσουν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ Ἰμπραΐμης ἦλθε τότε εἰς τὴν Τριπολιτζὰ ἐκίνησε κατὰ τὸν Ἅγιο Πέτρο καὶ ἐκατέβηκε εἰς τὸ Ἄστρος. Ὁ Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος μὲ ἔδωσε εἴδησιν, ἔστειλα τὸ Νικήτα μὲ 200 καὶ ἐκλείσθηκε εἰς τὸ Καστράκι. Οἱ Τοῦρκοι ἐπῆραν ὅλην τὴν Τζακωνιὰ πλαστρί. Ἐγὼ παίρνω 100 ἀνθρώπους καὶ πηγαίνω εἰς τὰ χωριὰ τῆς Κορίνθου, ὁποὺ εἶχα γράψει νὰ ἔλθει ὁ Γενναῖος καὶ Κολιόπουλος. Τὸν Γενναῖον τὸν ἔστειλα μὲ 1.000 εἰς βοήθειαν εἰς τὸ Ἄστρος, ἦλθε καὶ ὁ Κολιόπουλος μὲ ἄλλους 1.000, τὸν ἔστειλα καὶ αὐτόν· ἔφθασε καὶ ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης μὲ 500· τριακοσίους ἔστειλε εἰς βοήθειαν τοῦ Παναγιωτάκη, διότι οἱ Δεληγιανναῖοι ἐβοηθοῦσαν τὸν Παναγιωτάκην, ἐπειδὴ τὸν εἶχαν συμπέθερο, καὶ ὁ Ζαΐμης καὶ Λόντος τὸν Γιάννη. - Εἰς τὰ Κλιμεντοκαίσαρα ἐσμίξαμε μὲ τὸν Ζαΐμη καὶ μὲ τοὺς λοιποὺς ἀρχηγούς. Ὁ Καραϊσκάκης εἶχε κινήσει διὰ τὴν ἐκστρατείαν τῆς Ρούμελης. - Ὁ Παναγιώτης εἶχε μερικοὺς ἀνθρώπους του εἰς τὸ Σοφικό· πηγαίνει ὁ Γιάννης, καὶ διὰ νὰ τοὺς βγάλει καίει ὅλο τὸ χωριό· τοιούτης λογῆς ἐφέροντο. Ἐπιάσαμεν ὁμιλίαν διὰ τὴν σταφίδα. Οἱ στρατιωτικοὶ ὁποὺ ἦτον βγαλμένοι ἀπὸ τὸ Μισολόγγι ἤλπιζαν νὰ λάβουν τοὺς μισθούς των ἀπὸ τὲς σταφίδες, διατὶ ἄλλον πόρον δὲν εἴχαμεν. Τοὺς εἶπα νὰ στείλωμε μίαν ἐπιτροπὴν νὰ τὰ συνάξει, καὶ ἡμεῖς νὰ μετρηθοῦμεν, ὁποὺ εἴμεθα ἕως 6 χιλιάδες, καὶ νὰ πᾶμε κοντὰ εἰς τὸν ἐχθρό, καθὼς ἔστειλα (4) τὸν Γενναῖο, τὸν Κολιόπουλο καὶ τὸν Νικήτα, καὶ ὅταν κτυπήσωμεν τοὺς Τούρκους, ὅποιος δουλεύσει νὰ πάρει τὸν μισθόν του. Δὲν ἐστέρχθηκαν τὴν γνώμην μου, μόνον εἶπαν: «Νὰ μείνωμεν ἐδῶ, νὰ πάρωμεν τοὺς λουφέδες μας, καὶ στερνὰ ἑνωνόμεθα καὶ πᾶμε κοντὰ εἰς τοὺς Τούρκους». Ἐγὼ τοὺς εἶπα: «Τώρα, εἶναι καιρὸς νὰ πᾶμεν ὁποὺ καίουν οἱ Τοῦρκοι τὰ χωριά, καὶ σὰν τὰ κάψουν, τί χρειάζεται νὰ πᾶμεν». Ἐμαλώσαμε μὲ τὸν κύρ Ἀνδρέα καὶ ἤλθαμεν εἰς λόγια: «Διατί, κύρ Ἀνδρέα, δὲν ἔστειλες εἰς τὸν ἀνεψιόν σου τὸν Γιάννη νὰ μὴν κάψει τὸ Σοφικό, ὁποὺ ἦτον τὸ πρῶτο χωριὸ τῆς ἐπαρχίας»; Μὲ ἀπεκρίθηκε, ὅτι δὲν εἶχεν ἄνθρωπον νὰ στείλει. Τοῦ λέγω: «Τίνος τὰ λὲς αὐτά, κὺρ Ἀνδρέα; Ἐσὺ εἶχες μαζί σου 4.000 ἀνθρώπους καὶ δὲν ἔστελνες ἕνα καβαλλάρη, διὰ νὰ μὴν καοῦν 200 σπίτια;» Ἐπάνω εἰς αὐτὰ τὰ λόγια καὶ ἄλλα, μοῦ εἶπε, ἐμπρὸς εἰς ὅλους τοὺς ὁπλαρχηγούς: «Κολοκοτρώνη, Κολοκοτρώνη, 6 χρόνους πασχίζεις νὰ ἑνώσεις τὰ ἄρματα καὶ εἰδὲ σὲ ἄφησα νὰ τὰ ἑνώσεις, εἰδὲ θέλει σὲ ἀφήσω». Δὲν τοῦ ὡμίλησε κανείς. Τοῦ ἐβάρεσα τὰ παλαμάκια (ἐχειροκρότησα) λέγοντάς του: «Εὖγε, καλὲ πατριώτη, ὁποὺ δὲν ἀφήνεις νὰ ἑνωθοῦν τὰ ἄρματα, καὶ ἂν ἦτον (5) ἑνωμένα δὲν ἔκαιε ὁ Ἰμπραΐμης τὰ χωριὰ καὶ νὰ σκλαβώνει τὸν κόσμον». Εἶδα ὅτι δὲν εἶχα διάφορο ἀπὸ αὐτούς. Τότε μὲ ἔστειλε ὁ Ζαΐμης τὸν Κίτζο Τζαβέλα, καὶ τὸ Νότη Μπότζαρη καὶ ἄλλους, καὶ μὲ εἶπαν νὰ πάρω 70 χιλιάδες γρόσια διὰ τὰ ἔξοδά μου ἀπὸ τὲς σταφίδες. Τοὺς εἶπα, ὅτι ὄχι μόνο 70 χιλιάδες νὰ εἶναι, οὔτε 70 μιλλιούνια νὰ εἶναι δὲν παίρνω, ἐδούλευσα τὸν τόσον καιρὸν χωρὶς μισθὸν τὴν Πατρίδα μου, θὰ τὴν δουλεύσω καὶ τώρα, τὸ κατὰ δύναμίν μου. Ἔμεινα πέντε - ἕξ ἡμέρες καὶ ἀνεχώρησα. Εἶχα τὸν Χατζῆ Μιχάλη μὲ 50 καβαλλαραίους μαζί μου. Αὐτοὶ ἔμειναν, ἐμάζωξαν 400 χιλιάδες γρόσια καὶ τὰ ἐμοιράσθηκαν.

Ὁ Καραϊσκάκης, ἀφοῦ ἐβγῆκε εἰς τὴν Ρούμελη, ἔγραψε καὶ ἐζητοῦσε βοήθειαν καὶ τότε ἐκίνησαν οἱ ὁπλαρχηγοὶ Ρουμελιῶτες, καὶ ὁ Γιάννης Νοταρᾶς ἦλθε εἰς τὸν Φαληρέα. Ὁ Ἰμπραΐμης ἔκαψε ὅλα τὰ χωριὰ τοῦ Ἁγίου Πέτρου καὶ Πραστοῦ· ὁ λαὸς ἐγλύτωσε εἰς τὸ Λενίδι· καὶ ἐπῆγε ἕως τὸ Μυστρὰ καίοντας καὶ ἐγύρισε εἰς τὴν Τριπολιτζά. Ὁ Γενναῖος, Νικήτας, Κολιόπουλος, δὲν ἔλειπαν νὰ παγαίνουν ἀπὸ κοντὰ μὲ ἀκροβολισμοὺς πολεμοῦντες τον. Ὁ Γενναῖος ἦλθε εἰς τὰ χωριὰ τῆς Κορίνθου, καὶ ὁ Κολιόπουλος, τοὺς ἔστειλα πάλιν ὀπίσω. Ἐπῆγε εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα. Ἦτον ἐκεῖ καὶ ὁ Μελετόπουλος καὶ ὁ Νικολάκης Πετιμεζᾶς, ἔκαμαν ἕνα καλὸν ἀκροβολισμὸν καὶ ἐσκοτώθηκαν ἀρκετοὶ Τοῦρκοι. Ὁ Κολιόπουλος ἔπιασε τὸν Ἀτσίχωλον, κοντὰ εἰς τὴν χώρα Καρύταινα, διὰ νὰ ἐμποδίσει τοὺς Τούρκους νὰ ὑπάγουν κατὰ τὲς Λιοδῶρες. Ἐγὼ ἐκράτησα τὸν Νικήτα καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ Ἄργος, ἔστειλα τοῦ Ἀλμέιδα, ὁποὺ ἦτον ἀρχηγὸς τακτικῶν καβαλλαραίων, ἕως 90, χωριστὰ οἱ 50 ἄτακτοι. Ἐπῆγα μὲ αὐτοὺς εἰς τὸν Ἅγιον Πέτρο, ἐσύναξα Ἁγιοπετρίτες, Τζακώνους, Μυστριῶτες, Τριπολιτζῶτες ἕως δύο χιλιάδες. Οἱ Τοῦρκοι, ὁποὺ ἦτον εἰς τὴν Τριπολιτζά, εἶχαν συνήθεια κάθε ἡμέραν κατὰ τὲς Ρίζες καὶ ἐθέριζαν καὶ ἐμάζευαν καὶ χορτάρι. Ἔστειλα καταπατητάδες καὶ ἐπαρατήρησαν. Σηκώνομαι διὰ νυχτός, χωρίζω τὴν ἄτακτη καβαλλαρία, ἐπὶ κεφαλῆς ὁ Χατζῆ Μιχάλης, καὶ πηγαίνει μὲ τὸ Νικηταρᾶ μὲ 1.000 νὰ πάγουν νὰ χωσασθοῦν κρυφά, καὶ ὁ Παναγιωτάκης Γιατράκος μὲ ἄλλους 1.000 καὶ μὲ τὴν τακτικὴν καβαλλαρίαν, ἀρχηγὸς Ἀλμέιδας (1). Ἐγὼ ἐβάσταξα τέσσαρους καὶ ἔμεινα εἰς τὸ κέντρο, μὲ συμφωνία νὰ ἰδῶ τοὺς Τούρκους καὶ ἅμα τοὺς κάμω σινιάλο νὰ ἐβγοῦν ἀπὸ τὲς χωσὲς νὰ περιζώσουν τοὺς Τούρκους. Ἐκείνη τὴν ἡμέραν δὲν ἦλθαν οἱ Τοῦρκοι ἐκεῖ ὁποὺ τοὺς προσμέναμεν. Οἱ Τοῦρκοι ἔβγαλαν 300 τακτικοὺς καραμπινιέρηδες, μὲ σκοπὸν νὰ περιφέρονται εἰς τὰ χωριά, νὰ κοιτάζουν μήπως οἱ Ἕλληνες εἶναι χωσασμένοι καὶ πειράξουν τοὺς πολλοὺς Τούρκους, ὁποὺ ἐθέριζαν εἰς τοὺς κάμπους· διατί οἱ Ἕλληνες ἔκαμναν χωσιὲς κάθε ἡμέραν καὶ ἐσκοτώνοντο πέντε ἕξ τὴν ἡμέρα, καὶ ἔδιδα εἰς κάθε Ἕλληνα ὁποὺ μοῦ ἔφερνε ἀπὸ ἕνα κεφάλι καὶ ἕνα τουφέκι, ἢ ζωντανὸν ἀπὸ ἕνα τάλλαρο. Ἐκίνησαν διὰ νὰ περιέλθουν. Ἦλθαν εἰς ἕνα χωριὸ Μεϊμέταγα ὀνομαζόμενον. Ἦτον ἐκεῖ ἕνας πύργος καὶ διὰ νὰ μὴ κλεισθοῦν ἐκεῖ, δὲν ἔκαμα τὸ σινιάλο, παρὰ ἀφοῦ τοὺς ἄφησα καὶ ἐβγήκανε ἀπὸ τὸ χωριὸ κάμποσο. Τοὺς κάμνω τὸ σημεῖον καὶ εὐθὺς πετάεται ἡ καβαλλαρία ὁποὺ ἦτον μὲ τὸ Νικήτα καὶ ἀπαντοῦνται (2) ἔξαφνα μὲ τοὺς Τούρκους. Οἱ Τοῦρκοι ἐδοκίμασαν νὰ σταθοῦν εἰς τὸν κάμπον, κάμνοντες τετράγωνον, ὅμως βλέποντες τὴν καβαλλαρία καὶ τὸ πεζικό, ὁποὺ τοὺς ἐπλάκωσε ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη, ἐγύρισαν εἰς τὸ χωριό. Δὲν ἐμπόρεσαν νὰ πιάσουν τὸν πύργο. Εἰς μισὴ ὥρα μόνον τέσσαρες ἐγλύτωσαν ἀπὸ 300· τέτοιο σκότωμα δὲν εἶδα ποτὲ μου. Ὅλοι οἱ καβαλλαραῖοι Τοῦρκοι ἤκουσαν τὸν πόλεμον καὶ ἦλθαν πρὸς (3) βοήθειαν, ἀλλὰ δὲν ἐκατάφθασαν κανένα ζωντανόν. Τοὺς εἶχα εἰπεῖ ἀπὸ τὸ βράδυ, ὅτι ἂν ἰδῶ στρατεύματα νὰ ἔρχονται τούρκικα σᾶς κάμνω σινιάλο καὶ τραβιέσθε κατὰ τὸ μέρος ὅπου ἤμουν. Τοὺς ἔκαμα τὸ σημεῖον· ὁ Νικήτας δὲν ἀκολούθησε, καθὼς τοῦ εἶχα εἰπεῖ, οἱ Τοῦρκοι τοὺς πηγαίνουν ἀπὸ κοντὰ ἕως τὸ βράδυ· ὁ Νικήτας ἐστάθηκε μὲ μιὰ τριανταριά, ἐσκότωσεν ἕναν σημαντικὸ Τοῦρκο καὶ ἔτζι ἐγύρισαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἡμεῖς ἀνταμώθημεν ὅλοι ὑγιεῖς εἰς τὸν Ἅγιο Πέτρο. Τὰ μουσκέτα καὶ τὰ ταμποῦρλα τὰ ἔστειλα εἰς τὸ Ναύπλιον. Ἐπῆγα εἰς τὸ Ναύπλιον διὰ νὰ πάρω πολεμοφόδια καὶ νὰ ἐπιστρέψω ὀπίσω διὰ νὰ κάμνω ἀπὸ αὐτὲς τὲς χωσιές. Οἱ Ἕλληνες ἐθάρρευαν καὶ ἐκατέβαιναν εἰς τὸν κάμπον ὅταν εἴχαμε καβαλλαρία. Εἰς αὐτὸν τὸν πόλεμον ἐφέρθηκαν ὅλοι μὲ ἀνδρείαν· ὁ Θεοδωρὴς Ζαχαρόπουλος διακρίθηκε περισσότερον, διότι ἔπεσε μέσα εἰς ἕνα σπίτι ὅπου ἦτον εἴκοσι Τοῦρκοι καὶ τοὺς ἐχάλασε. Ὁ Σταμάτης Μήτσας ἐλαβώθηκε εἰς τὸ ποδάρι ἀπὸ μπαγιονέτα. Ἡ καβαλλαρία ἡ τακτικὴ ἐπῆγε εἰς τὴν Ἄρια. Ὁ Ἀλμέιδας (4) μὲ ὑποσχέθηκε ὅτι ἐπιστρέφει, καὶ αὐτὸς ἔλαβε διαταγὴ καὶ ἐπῆγε εἰς τοῦ Δαμαλᾶ.

Ὁ Ἰμπραΐμης ἐτραβήχθηκε εἰς τὴν Μεσσηνία. Ἦλθε ὁ Σεπτέμβριος μήνας, καὶ εἰς τὸν Ὀκτώβριον ἐπῆγα εἰς τὸ Ἀνάπλι, διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν διὰ τὴν Συνέλευσιν. Εἶπα τῆς ἐπιτροπῆς τῆς Συνελεύσεως νὰ συναχθοῦν νὰ τοὺς εἰπῶ μίαν ὁμιλίαν. Ἐσυνάχθησαν καὶ ἐπαρησιάσθηκα εἰς τὴν Συνέλευσίν τους καὶ ἐπῆγα καὶ ἐγὼ καὶ τοὺς ὡμίλησα τοιούτως, ὅτι: «Τώρα εἶναι καιρὸς νὰ προκηρύξετε, ὡς ἐπιτροπὴ τῆς Συνελεύσεως, νὰ συναχθοῦν οἱ πληρεξούσιοι ὁποὺ ἦτον γνωρισμένοι, νὰ τελειώσωμεν τὴν Συνέλευσιν τοῦ ἀπερασμένου Ἀπριλίου καὶ θέλει χασομερίσωμεν. Τώρα εἶναι καιρός, εἶναι χειμώνας καὶ οὔτε ἡμεῖς πολεμοῦμε, οὔτε ὁ Ἰμπραΐμης». Ἐκεῖνοι μοῦ ἀποκρίθηκαν: «Ποῦ νὰ γένει ἡ Συνέλευσις;» Καὶ ἐγὼ τοὺς εἶπα: «Ἀπάνω στὴν Πελοπόννησον νὰ γένει ἡ Συνέλευσις, νὰ ἔχομε καὶ ἔγνοιαν τὸν Ἰμπραΐμη ὁποὺ νὰ δίνομε εἰς τὸ στρατιωτικὸ βοήθειαν εἰς κάθε ἀνάγκη, διότι ἔχομε τὸν ἐχθρὸν εἰς τὴν πόρταν μας». Καὶ εὐτοῦνοι μὲ ἀπεκρίθηκαν: «Ποῦ νὰ κάμομε συνέλευσιν εἰς σίγουρον τόπον», καὶ τοὺς ἀποκρίθηκα: «Εἶναι τὸ Λενίδι, εἶναι τὸ Κρανίδι, εἶναι τὸ Καστρί, εἶναι καὶ ἡ Πιάδα, ἀπὸ τοὺς 4 τόπους ὅποιον θέλετε ἐκλέχτε». Μὲ ἀπεκρίθηκαν: «Νὰ ρωτήσωμεν καὶ τὴν διοικητικὴν ἐπιτροπήν». Καὶ ἀνταμώσαμεν καὶ ὁμίλησαν τὰ δύο σώματα, καὶ ἀποφάσισαν μὲ δόλο ἢ εἰς τὸν Πόρο ἢ εἰς τὴν Αἴγινα, διὰ νὰ κάμουν τὴν Συνέλευσιν κατὰ θέλησίν τους, ὅποιον πληρεξούσιον θέλουν νὰ ἐμβάζουν, ὅποιον δὲν θέλουν νὰ μὴ τὸν δέχονται εἰς τὸ νησί. Καὶ μοῦ ἀποκρίθηκε ἡ ἐπιτροπὴ τὴν ὁμιλίαν ὁποὺ ἔκαμε μὲ τὸ ἄλλο σῶμα τὸ Κυβερνητικό, ὅτι νὰ γένει ἡ Συνέλευσις εἰς τὸν Πόρο, ἢ εἰς τὴν Αἴγινα. Καὶ ἐγὼ δὲν τὸ ἐδέχθηκα, καὶ τοὺς ἐπροφασίσθηκα ὅτι: «Ἐγὼ εἰς τὸ γιαλὸ δὲν ἐμπαίνω, γιατὶ ἔκαμα ὅρκο, ὅταν μὲ εἶχαν εἰς τὴν Ὕδρα, καὶ δὲν μπαίνω πλιὸ στὸ πέλαγο. Ἐὰν δὲν εἶμαι εἰς τὴν Συνέλευσιν ἐγώ, ποὺ ἤμουν ἕνα ἄτομο, δὲν ἔβλαβε· ὅμως εἶχα πολλοὺς ψήφους, καὶ ἀπὸ τὰ ἄρματα καὶ πολιτικούς, εἶχα καὶ ἄλλους ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ πᾶνε». Καὶ μὲ αὐτὸ ἐσηκώθηκα καὶ ἐπῆγα εἰς τοῦ κὺρ Ἀνδρέα νὰ τοῦ ὁμιλήσω περὶ τοῦ τόπου τῆς Συνελεύσεως. Ἦτον πρόεδρος τῆς Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς, καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ σπίτι του καὶ ἀρχίνησα τὴν ὁμιλίαν, καὶ τοῦ ἔλεγα: «Ἡ συνέλευσις εἰς τὰ νησιὰ δὲν εἶναι εὔλογο διὰ τὴν Πελοπόννησο, οὔτε διὰ ὅλο τὸ ἔθνος, διότι ἀλαργεύοντας ἡμεῖς ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, ἡ Πελοπόννησος κρυώνει, καὶ ὅσο εἴμεθα εἰς τὴν ξηρὰ τοὺς ἐμψυχώνουμε». Ὁ κὺρ Ἀνδρέας ἐκάθονταν εἰς τὸ παράθυρο καὶ ἐκοίταζε ἔξω καὶ ὄχι ἐμέ, ἐκούνειε καὶ τὸ πόδι. Τότες γυρίζω: «Κὺρ Ἀνδρέα, ἐγὼ σοῦ (1) κουβεντιάζω καὶ σὺ κοιτᾶς ἀλλοῦθε. Ὑγίαινε, ἀδελφέ, καὶ πλέον δὲν σοῦ ὁμιλῶ δι᾿ αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν». Καὶ τῆς εὐθὺς ἐπῆγα εἰς τὸ σπίτι μου καὶ ἐκαβάλληκα καὶ ἐπῆρα καὶ τὸν Τσόκρη μὲ διακοσίους ἀνθρώπους καὶ τὸν Νικολάκη Πονηρὸ καὶ Ἀναγνωστάκο, ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, καὶ ὅσο νὰ πάγω στὴν Ἑρμιόνη, ἐσύναξα τετρακοσίους, καὶ μαθαίνοντας ὅτι ἐγὼ πάω στὴν Ἑρμιόνη, σηκώθηκαν καὶ αἱ δύο ἐπιτροπαὶ καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Αἴγινα καὶ ἐπροκήρυξαν τὴν Συνέλευσιν. Καὶ ἐπροκήρυξα καὶ ἐγὼ νὰ μαζωχθοῦν νὰ κάμομε τὴν συνέλευσιν στὴν Ἑρμιόνη. Ἔστειλα τὸν Νικολάκη Πονηρὸ εἰς τὴν Ὕδρα, εἰς τὸν κὺρ Γιώργη καὶ λοιποὺς Ὑδραίους καὶ ἦλθον καὶ οἱ Ὑδραῖοι καὶ ἡ συνέλευσις ἡ ἐδική μας ἦτον ὡς ἐνενήντα πληρεξούσιοι καὶ εἰς τὴν Αἴγινα ἦτον πενήντα μὲ τὲς δύο ἐπιτροπές. Ἡ διαίρεσις ἀκολουθοῦσε τρεῖς μήνας. Ὁ Ἅμιλτον εὑρισκότουνε τὸν τότε καιρὸ ἐκεῖ, ἐπήγαινε καὶ εἰς τὴν Αἴγινα καὶ ἔρχονταν καὶ εἰς ἡμᾶς, νὰ μᾶς ἑνώσει νὰ κάνομε τὴν συνέλευσή μας, καὶ ἡμεῖς ἐλέγαμε: «Ἂς ἔλθουν ἐδῶ οἱ Αἰγινῆται, ποὺ εἴμεθα πλιότεροι (2) καὶ τοὺς δεχόμαστε». Ἐκεῖνοι ἔλεγον (3) τὸ ἴδιο. Καὶ ἐφιλονικούνταν τὸ πράγμα καὶ ἔγραφαν εἰς τὸν μινίστρο Κάνιγγ ὡς ἐπιτροπή, καὶ ἐγὼ ἔγραφα ἀτομικῶς. Καὶ ἐλάβαιναν καὶ ἐκεῖνοι ἀπόκριση, ἐλάβαινα καὶ ἐγώ. Ἔγινε ἕνας καυγὰς εἰς τὴν Ὕδρα μὲ τὸν Ἅμιλτον καὶ ἐσκοτώθηκαν, καὶ ὁ Ἅμιλτον ἦτον ἐνοχλημένος μὲ τοὺς Ὑδραίους.

Ἦλθε μία ἡμέρα ὁ Ἅμιλτον εἰς τὸ κονάκι, ὁποὺ ἐκρατοῦσα εἰς τὴν Ἑρμιόνη καὶ πάντα εἶχα διερμηνευτὴ τὸν κόντε Ἀνδρέα Μεταξᾶ μὴν ἠξεύροντας τὴν γλώσσα. Μοῦ λέγει μία ἡμέρα ὁ Ἅμιλτον: «Ἔμαθα ὅτι ἡ δική σας συνέλευσις ἔχει γνώμη νὰ καλέσει τὸν Καποδίστρια». Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα: «Ὅποιος σὲ τὸ εἶπα σὲ ἐγέλασε· διατὶ ὁ Καποδίστριας ἦτον μινίστρος τῆς Ῥωσίας (4) καὶ δὲν μᾶς δίδει χέρι κατὰ ὥρας νὰ προσκαλέσωμεν τοιοῦτον ἄνθρωπον· καὶ ὁ καιρὸς θέλει μᾶς ὁδηγήσει, διατὶ κρεμιόμαστε ἀπὸ τὴν Ἀγγλία, ποὺ ὑπεσχέθη τὴν διαφέντεψή μας». Καὶ ἔτσι ἀναχώρησε ὁ Ἅμιλτον. Καὶ ἡμεῖς τὸν Μάρτιον μήνα, σὰν ἐγινήκαμε πλήρεις ἐνενήντα, ἀρχίσαμεν τὲς ἐργασίες μας καὶ ἐβάλαμεν πρόεδρον τὸν Σισίνην. Τότενες ἔφθασε καὶ ὁ Κόχραν καὶ τὸν ἐψηφίσαμεν ἀρχιθαλάσσιον εἰς τὲς τρεῖς μοῖρες Σπετσῶν, Ὑδραίων καὶ Ψαρῶν. Εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν (1) ἦλθε καὶ ὁ Τσώρτσης, διατὶ ἔλεγε ἡ Συνέλευσις τῆς Αἰγίνης, ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης γυρεύει πάντα νὰ γίνει ἀρχιστράτηγος τῆς Ἑλλάδος, κι ἐγὼ ἀποφάσισα, διὰ νὰ μὴν εὑρίσκουν αὐτὴν τὴν πρόφασιν, ἔρριξα τὴν φιλοτιμία μου κάτω διὰ τὴν ἀγάπην τῆς πατρίδος, καὶ ἔρριξαν κάτω τὴν φιλοτιμίαν τους καὶ αἱ τρεῖς νῆσοι καὶ ὑπόγραψαν ἀρχιθαλάσσιον τὸν Κόχραν. Καὶ ἐρχόμενος ὁ Κόχραν εἰς τὸν Πόρον, ἐπῆρα τὸν Μεταξᾶ νὰ τὸν ἀνταμώσω εἰς τὸ καράβι καὶ ὡμιλήσαμεν τὰ ὅσα ἀπεφάσισε ἡ συνέλευσίς μας. Αὐτὸς ἐζήτησε τὴν ἕνωση καὶ ἡμεῖς ἐλέγαμεν τὴν ἴδιαν ὁμιλίαν: «Ἂς ἔλθει ἡ συνέλευσις τῆς Αἴγινας καὶ ἡμεῖς τὴν δεχόμεθα». Καὶ εἶδα εἰς τὴν ὁμιλίαν του τὴν φαντασίαν ὁποὺ εἶχεν ὁ Κόχραν καὶ ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὡς Ἕλλην, φαντασμένα. Βγαίνοντας ἀναχωρήσαμεν καὶ ἐπήγαμεν πίσω στὴν Ἑρμιόνη καὶ ἐκρατήσαμε καὶ τὸν γκενεράλη Τσούρτς εἰς τὴν Ἑρμιόνη. Καὶ τότε ἔσμιξε ὁ Κόχραν μὲ τὸν Τσούρτς καὶ ἔγιναν μία γνώμη διὰ νὰ μᾶς συμβιβάσουν. Ἐκεῖνες τὲς ὧρες ἔγραφαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ὅτι εἶναι στενοχωρημένοι ἀπὸ στρατεύματα, καὶ τότε ἡ συνέλευσις μ᾿ ἐπεφόρτισε νὰ στείλω στρατεύματα, καὶ διάταξα τὸν Γενναῖον καὶ ὅλες τὲς ἐπαρχίες, καὶ σὲ εἴκοσι ἡμέρες ἔγινε μὲ τρεῖς χιλιάδες, καὶ μὲ ὑποσχέθηκε ἡ συνέλευσις, ὅτι νὰ τοὺς πληρώσει ἡ συνέλευσις, τὸ ἔθνος, τοὺς λουφέδες, καὶ ἔτζι ἐμείναμε ἥσυχοι. Τότες ἤθελαν οἱ δύο ἀρχηγοὶ τῆς θαλάσσης καὶ ξηρᾶς νὰ μᾶς ἑνώσουν, καὶ νὰ εὕρουν ἕνα τρίτον τόπον, διὰ νὰ τελειώσουν τὴν συνέλευσιν· καὶ ὁ τρίτος τόπος ἦτον ἡ Τροιζήνα, λεγόμενη Δαμαλᾶ. Ὅμως ἀποκριθήκαμεν τῶν ἀρχηγῶν: «Ἡμεῖς πηγαίνομεν, ὅσα πρακτικὰ ἔχομε κάμει νὰ εἶναι ἐπικυρωμένα ἀπὸ τὴν συνέλευσιν, ἡ φρουρὰ νὰ μείνει ἡ ἰδία (2) (τὸν Νικηταρᾶ εἴχαμεν) καὶ ἂν στερχθοῦν ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν Τροιζήναν». Καὶ ἔτσι ἐστέρχθηκαν οἱ Αἰγινῆτες. Καὶ ἐσηκώθημεν καὶ τὰ δύο μέρη καὶ ἐσμίξαμεν εἰς τὴν Τροιζήνα, καὶ ἑνωμένοι εἰς τὴν Τροιζήνα ἀρχίσαμεν νὰ πρακτικὰ (ὅσα εἴχαμεν καμωμένα ἡμεῖς ἔμειναν ἀσάλευτα) καὶ ἀρχίσαμεν ἐμπρός. Ἀπεφασίσαμεν νὰ ψηφίσωμεν τρία ἄτομα ἐπιτροπὴ κυβερνητικὴ διὰ νὰ τηρᾶ (3) τὰ στρατεύματα, 15 τόσα ἄτομα διὰ τὸ Βουλευτικό. Καὶ ἐψηφοφορήσαμεν, καὶ οἱ πλέον ψῆφοι ἔπεσαν εἰς τὸ Γεωργάκη Μαυρομιχάλη, Μακρῆ καὶ Νάκο, νὰ εἶναι ἐπιτροπὴ προσωρινή, ὅσο νὰ ἐκλέξομε πρόεδρο. Ἡ ἐπιτροπὴ ἀσηκώθηκε καὶ ἐπῆγε εἰς τὸν Πόρο, καὶ ἔμεινε ἡ συνέλευσις νὰ τελειώσει τὰ πρακτικά της. Ἡμεῖς εἴχαμεν γνώμην νὰ προβάλωμεν τὸν Καποδίστριαν (1827). Ὅλοι ἐδοκιμάσθηκαν στὲς Κυβέρνησες, καὶ ὅλο εἰς τὸ χειρότερο ἐπηγαίναμε τὸ ἔθνος ἀπὸ τὲς διχόνοιές μας. Τότε ἐξεφώνησα καὶ εἶπα: «Ἡμεῖς, τὰ ἄρματα, ἐρρίξαμεν τὴν φιλοτιμίαν μας, καὶ ἔβαλαν τὸν Τσούρτς Ἄγγλον, καὶ οἱ ἀνδρεῖοι θαλασσινοί μας τὸν Κόχραν, τώρα, καὶ οἱ πολιτικοὶ πρέπει νὰ ρίξετε καὶ ἐσεῖς τὴν φιλοτιμίαν σας, νὰ ἐκλέξωμεν ἕναν Πρόεδρον νὰ μᾶς κυβερνήσει, νὰ ἰδοῦμεν οἱ Ἄγγλοι ὁποὺ ὑποσχέθηκαν διὰ τὴν ἀνεξαρτησίαν μας». Μία τῶν ἡμερῶν ἔβλεπαν ὅτι ἤθελαν νὰ προσκαλέσουν τὸν Καποδίστριαν εἰς τὸ ἔθνος, καὶ ἐκίνησαν ὁπλισμένοι νὰ ἐλθοῦν ἂν ἠμπορέσουν καὶ μᾶς φοβίσουν νὰ πάρουν τὰ πρακτικά, (ἦτον γραμματικὸς ὁ Σπηλιάδης) κι ἐγώ τοὺς ἐκατάλαβα μὲ τὶ σκοπὸν ἦλθαν· καὶ ἔκαμαν συνέλευσιν εἰς τοῦ Μαυρομιχάλη τὸ σπίτι, ἐπροσκάλεσαν καὶ ἐμένα, καὶ ἐπῆγα μόνος μου, καὶ ἀρχίνησαν νὰ μὲ ὁμιλήσουν περὶ τῆς συνελεύσεως, ὅτι δὲν βλέπουν καλὰ πράγματα εἰς τὴν συνέλευσιν. Ἐγὼ ἀποκρίθηκα μὲ πεῖσμα, ὅτι τὸ ἔθνος αὐτὸ θέλει, καὶ ὅποιος δὲν τοῦ ἀρέσει, ἂς τὸ χαλάσει ἂν ἠμπορέσει, καὶ ἐβγῆκα χωρὶς ἄλλον λόγον ἔξω. Βλέποντας ὅτι δὲν εἶχαν δύναμιν, καὶ ἂν εἶχαν δοκιμάσει ἤθελε ἐντροπιασθοῦν, ἐδιαλύθηκαν. Σὲ δύο ἡμέρες ἐκάμαμε συνέλευσιν καὶ ἀπεφασίσαμεν τὴν αὐγήν, ὅτι τὸ ἀπόγευμα νὰ ὑπογράψωμεν τὸν Καποδίστριαν (4). Καὶ ἔτζι ἐπῆγα εἰς τὸ κονάκι μου, ἔφαγα ψωμὶ καὶ ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ. Βλέπω καὶ ἦλθε ὁ κὺρ Γεώργης Κουντουριώτης καὶ Καρακατζάνης Σπετσιώτης, καὶ Μακρῆς Ψαριανὸς νὰ μοῦ ὁμιλήσουν διὰ τὴν ὑπόθεσιν τοῦ Καποδίστρια, ὁποὺ θέλει ἀπογράψομεν ἀπομεσήμερα. Μοῦ λένε, ὅτι: «Τὸ ἀπομεσήμερον θὰ ὑπογράψωμεν διὰ τὸν Καποδίστριαν». - «Τί μ᾿ ἐρωτᾶτε ἐμένα, ἐγὼ δὲν εἶμαι πρόεδρος οὐδέ (5) ἔθνος· ἔτζι ἀποφασίσανε τὴν αὐγὴν ὁ Πρόεδρος Σισίνης καὶ τὸ ἔθνος». Μοῦ ἀπεκρίθηκαν ὅτι: «Εἶναι καλὸ νὰ στείλωμεν νὰ πάρωμεν γνώμη ἀπὸ τὸν Ἅμιλτον, ἀραμένον εἰς τὸν Πόρον, ὅτι ἦταν φερμένος ἀπὸ τὴν Σμύρνη». - «Τί, νὰ στείλωμεν κανένα τυχοδιώκτην νὰ λέγει ἄλλα καὶ ἄλλα νὰ μᾶς λέγει καὶ νὰ χαλάσει τὴν ὑπόθεσιν τοῦ ἔθνους. Ποῖον εὑρίσκετε εὔλογον νὰ στείλωμεν; Ἂν ἐμπιστεύεσθε εἰς ἐμένα νὰ πάγω ἐγὼ ὁ ἴδιος». - «Σ᾿ ἐμπιστευόμεθα» (1) τρεῖς φορές, μὲ εἶπαν, «σ᾿ ἐμπιστευόμεθα». Ὁ Κουντουριώτης ἦτον μὲ μίαν γνώμην, ὅτι εἶχα εἰπεῖ τοῦ Ἅμιλτον, ὅτι δὲν θὰ ἐκλέξωμεν τὸν Καποδίστριαν, καὶ ἐνόμιζε ὅτι θὰ εὕρω ἀντίστασιν ἀπὸ τὸν Ἅμιλτον. Καὶ τότενες τοὺς εἶπα: «Σύρτε εἰς τὸ καλό». Καὶ ἐσηκώθηκα καὶ ἔκραξα τὸν Μεταξᾶ, καὶ ἐπῆρα καὶ δέκα νομάτους, τὸ μεσημέρι, καὶ δὲν ηὔξευρε ἄλλος κανένας ποῦ ὑπάγω, μόνο τὸν Νικηταρᾶν ἔκραξα καὶ τοῦ εἶπα νὰ ἔχει τὴν ἔγνοιαν, νὰ μὴ γίνει κανένα σκάνδαλον, ἕως ὁποὺ νὰ ἔλθω. Ἡ συνέλευσις τῆς (2) ἤρχετο θαῦμα, μὴν ἠξεύροντας ποῦ ὑπάγω. Καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ ποτάμι τοῦ Πόρου, καὶ οἱ βάρκες τοῦ Ἅμιλτον ἔκαναν νερό, καὶ ἐμπήκαμεν εἰς μίαν βάρκα, καὶ ἐπήγαμεν ἐπάνω στὴν φεργάδα (3). Μᾶς ἐδέχθηκε ὁ Ἅμιλτον καὶ ἐκάτζαμεν εἰς ὁμιλίαν. Τοῦ λέγω: «Πῶς σοῦ φαίνεται τώρα, ποὺ ἑνώθηκε ἡ Συνέλευσις καὶ κοντεύει νὰ τελειώσει;» - «Χαίρομαι τὴν ἕνωσίν σας, ἐκάματε πολλὰ καλά». Τοῦ εἶπα: «Καπιτὰν Ἅμιλτον, ἤλθαμεν νὰ πάρωμεν τὴν συμβουλήν σου, ὡς μᾶς συμβούλευες πάντοτε διὰ τὴν ἐλευθερίαν μας. Σὲ γνωρίζομεν ὡς ἕναν εὐεργέτην ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους καλύτερον». Μᾶς εἶπε: «Πέστε τὴν γνώμην σας, καὶ ἂν δύναμαι κι ἐγὼ νὰ σᾶς ἀποκριθῶ εἰς τὴν γνώμην σας». «Στοχάζομαι, Καπιτὰν Ἅμιλτον, ὅτι τοὺς γνωρίζεις τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ ἐδῶ καὶ τόσους χρόνους. Τοὺς βάλαμεν ὅλους νὰ μᾶς κυβερνήσουν, καὶ ποτὲ δὲν μᾶς ἐκυβέρνησαν καθὼς ἔπρεπε, καὶ βλέποντας ὅτι δὲν ἔχομεν ἄνθρωπον πολιτικὸν νὰ μᾶς κυβερνήσει, ἤλθαμεν νὰ σὲ πάρωμεν εἰς γνώμην, διατὶ ἐκεῖνο ὁποὺ ἤρχετο τῆς Συνελεύσεως ἀπὸ τὸ χέρι της, τὸ διορθώσαμεν, ἔβαλε τὸν Κόχραν ἀρχιθαλάσσιον, τὸν Τζώρτζ ἀρχιστράτηγον, τώρα χρειαζόμεθα ἕναν πολιτικόν. Τάχα δὲν μᾶς δίδει ἡ Ἀγγλία ἕνα πρόεδρον, ἕνα Βασιλέα;» Μᾶς ἀποκρίθηκε: «Ὄχι, ποτὲ δὲν γίνεται». - «Δὲν μᾶς δίδει ἡ Φράντζα;» - «Ὁμοίως» μᾶς ἀποκρίθη. - «Ἡ Ρουσία;» - «Ὄχι». - «Ἡ Προυσία;» - «Ὄχι». - «Ἡ Ἀνάπολη;» - «Ὄχι». - «Ἡ Ἱσπανία;» - «Ὄχι, δὲν γίνεται». Ἀφοῦ ἐμελέτησα ὅλα τὰ βασίλεια: - «Σὰν δὲν μᾶς δίδουν τοῦτες οἱ αὐλές, τί θὰ γίνωμεν ἡμεῖς;» - Μᾶς ἀποκρίθηκε, ὅτι: «Τηρᾶτε νὰ εὑρῆτε κανέναν Ἕλληνα». - «Ἡμεῖς ἄλλον Ἕλληνα ἀξιώτερον δὲν ἔχομεν, μόνον νὰ ἐκλέξωμεν τὸν Καποδίστριαν». Ἐγύρισε καὶ μ᾿ ἐκοίταξε, ἀκούοντας τὸ ὄνομα Καποδίστρια, καὶ μοῦ εἶπε: «Δὲν ἤσουν ἐσὺ ποὺ μοῦ εἶπες δὲν τὸν δεχόμεθα τὸν Καποδίστρια, διατὶ εἶναι τῆς Ρουσίας μινίστρος;» - «Ναί, ἐγώ, τοῦ εἶπα. Ἄλλος καιρὸς ἦτον τότε, καὶ ἄλλος τώρα. Διατὶ τὴν Ἀγγλίαν ποὺ ἔχομεν ὑπεράσπισιν, τὸ δεξὶ χέρι της Ἑλλάδος εἶναι ἡ θάλασσα, καὶ ἐβάλαμεν Ἄγγλον ἐπὶ κεφαλῆς, καὶ τὸ ζερβὶ χέρι Ἄγγλον, ὁποὺ εἶναι ἡ δύναμις τῆς ξηρᾶς. Καὶ ἂν μᾶς ἔδιδε ἡ Ἀγγλία καὶ ἕναν πολιτικόν, καὶ ἐκεῖνον τὸν ἐβάναμεν καὶ δὲν ἐτζακίζαμεν τὸ κεφάλι μας στὸν ἕναν καὶ στὸν ἄλλον, καὶ δι᾿ αὐτό, ὡς μοῦ λές, δὲν γίνεται. Πρέπει νὰ καλέσωμεν τὸν Καποδίστριαν». Μοῦ ἀποκρίθηκε ἐκ καρδίας: «Πάρτε τὸν Καποδίστρια ἢ ὅποιον διάβολον θέλετε, διατὶ ἐχαθήκατε». - Αὐτὸ ἤθελα νὰ ἀκούσω ἀπὸ τὸ στόμα του, τὸ ἄκουσα, καὶ ἀπέκει ἐτελείωσε ἡ ὁμιλία μας, καὶ τῆς εὐθὺς ἀνεχώρησα. Ἐχασομέρησα πολὺ εἰς τὴν φρεγάδα, καὶ τὸ ταμποῦρλο τῆς Συνελεύσεως ἀρχίναε νὰ κτυπᾶ. Ἀκούοντας τὸ ταμποῦρλο οἱ πληρεξούσιοι τῶν τριῶν νησιῶν ἀνεχώρησαν, καὶ ἐτράβηξαν καὶ ἐπῆγαν κοντὰ εἰς τὴν Παναγίαν (4), διὰ νὰ πᾶνε εἰς τὸν Ἅμιλτον. Καὶ ὁ Ἅμιλτον τοὺς εἶδε μὲ τὸ κιάλε, καὶ ἐμπῆκε εἰς τὴν φελούκα, καὶ ἦλθε εἰς τὴν Παναγιά. Καὶ ἐπῆγαν οἱ πληρεξούσιοι τῶν νήσων (5), διὰ νὰ τὸν ἐρωτήσουν καὶ ὁ Ἅμιλτον τοὺς ἠρώτησε: «Πῶς ἐφύγατε ἀπὸ τὴν Συνέλευσιν;» - «Ἤλθαμεν νὰ σὲ πάρωμεν διὰ μίαν γνώμην». Καὶ αὐτὸς τοὺς ἀποκρίθηκε: «Ἐγὼ τὴν γνώμην τὴν ἔδωσα τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ κάμετε ὅ,τι σᾶς εἰπεῖ». Καὶ ἀνεχώρησε κατὰ τὴν φρεγάδα. Μισὴ ὥρα ἦτον μακρὰν ἡ Παναγιὰ ἀπὸ τὴν συνέλευσιν· οἱ Ὑδραῖοι γυρίζουν. Ἔστειλαν καὶ μ᾿ ἔκραξαν, καὶ τοὺς διηγήθηκα ὅ,τι εἶπα. Τὴν αὐγὴν ἐσυναχθήκαμεν καὶ ὑπογράψαμεν διὰ τὸν Καποδίστρια. Ἄρχισαν καὶ ἔκαμαν τὰ γράμματα τῆς προσκλήσεως, τὰ ἔστειλαν ἀπὸ τρία μέρη, καὶ ἔτζι ἐτελείωσε ἐκείνη ἡ ὑπόθεσις. Ἐσυνάχθημεν τὴν ἄλλην ἡμέραν ν᾿ ἀποφασίσωμεν πρόεδρον τοῦ Βουλευτικοῦ, νὰ ψηφοφορηθοῦν τὰ ἄτομα διὰ τὴν προεδρίαν. Ἐπετάονταν στὴν Συνέλευσιν τὴν ἄλλην ἡμέραν, τὸν Ζαΐμη, ἄλλος τὸν Μπαρλᾶ, ἄλλος τὸν Κουντουριώτη, ἄλλος τὸν Πρασᾶ ἀπὸ τὴν Ἀνδρούσα, καὶ ἔγινε χασμωδία. Τὴν ἄλλην ἡμέρα πάλιν τὸ ἴδιο· εἴκοσι νὰ ψηφοφορήσουν, τὴν ἄλλην 16. Εἶδα τὴν χασμωδίαν καὶ τὸ παράξενο τοῦ κόσμου. Ἐσηκώθηκα ὁλόρθος: «Σεβαστὴ Συνέλευσις, ἡμεῖς καθήμεσθε (1) καὶ φιλονικοῦμεν διὰ Πρόεδρον τοῦ Βουλευτικοῦ, καὶ ἡ πατρίς μας κινδυνεύει νὰ χαθεῖ καὶ ἔχομεν συνέλευσιν ἑπτὰ μῆνες καὶ πρόεδρος εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα εἶναι ὁ Κιουταχής, καὶ πρόεδρος τῆς Πελοποννήσου ὁ Ἰμπραΐμης, καὶ ἡμεῖς καθήμεθα καὶ φιλονικοῦμεν, καὶ τώρα ἦλθε ὁ Μάης, καὶ ἡ Ἀθήνα κινδυνεύει καὶ ἡ Πελοπόννησος κινδυνεύει. Ἐχάθηκεν ἕνας ἀπὸ τόσους Ἕλληνας πληρεξούσιους νὰ κάμωμεν Πρόεδρον; Ὅμως καθήμεθα καὶ φιλονικοῦμεν!» Ἐκοίταξα τριγύρω μου, καὶ εἶδα ἕνα γεροντάκι, καὶ ἐκάθητο μὲ τοὺς Κρητικούς, ἀλλ᾿ οὔτε τὸ ὄνομά του ἐγνώριζα, οὔτε τὸν εἶδα, καὶ πηδάω μέσα ἀπὸ τὴν συνέλευση καὶ τὸν ἁρπάχνω, καὶ τὸν πηγαίνω εἰς τὸ κάθισμα τοῦ προέδρου Σισίνη, καὶ τὸν κάθισα στὸ σκαμνί. Εἶπα: «Τοῦτος δὲν εἶναι ἄξιος;». Καὶ ὅλη ἡ Συνέλευσις ἔβαλε τὴν φωνήν: «Ἄξιος, ἄξιος» καὶ ἐχειροκρότησε, καὶ ἐτελείωσε. Τὸν πατέρα μου συγχωροῦσαν (2). Ὁ Ρενιέρης σὰν νὰ ἐφοβήθηκε. Ἔτζι διαλύθηκε ἡ συνέλευσις.

Μιὰ φορὰ ἐπὶ Κουντουριώτη ἐπῆγα εἰς τὸ Ἀνάπλι, καὶ εἶπα τῆς Κυβερνήσεως, ὅτι: οἱ Ρουμελιῶτες πληρώνονται, καὶ οἱ Πελοποννήσιοι ἐγδύθηκαν ἀπὸ τὸν Ἰμπραΐμη, καὶ δὲν ἔχουν ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι· δὲν τοὺς πληρώνετε ὁποὺ ἐχάθηκαν; Καὶ ἀπεφάσισαν νὰ κάμουν 12.000 πρακτικούς, καὶ ὁ ἀριθμὸς νὰ εἶναι διὰ 15.000, ὁποὺ τὸ περιπλέον νὰ γίνονται ἀναλογία διὰ νὰ τοὺς ἔρχονται 30 γρόσια τὸ μήνα. Μοῦ εἴπανε, νὰ δουλεύουν τρεῖς μῆνες, καὶ εἰς τρεῖς μῆνες νὰ ἔλθουν νὰ πάρουν τὰ μηνιαῖα. Ἤλθανε τρεῖς μῆνες, καὶ ἔστειλα νὰ πάρω τὸ μηνιαῖο. Μοῦ ἀποκρίθηκαν, ὅτι: «Μιὰ μικρὴ δόσις ἦλθε ἀπὸ διόμιση μιλλιούνια, καὶ ἡ Κυβέρνησις εἶχε ἄλλες ἀναγκαῖες ὑπόθεσες, καὶ ἐδόθηκαν, ἡ ἐμπειρία σου ὅμως θὰ καταπραΰνει τοὺς στρατιώτας νὰ λάβουν ὑπομονήν».

Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἐδική μας δὲν ὁμοιάζει μὲ καμμιὰν ἀπ᾿ ὅσες γίνονται τὴν σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην. Τῆς Εὐρώπης αἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεών των εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος. Ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦτον ὁ πλέον δίκαιος, ἦτον ἔθνος μὲ ἄλλο ἔθνος, ἦτον μὲ ἕνα λαόν, ὁποὺ ποτὲ δὲν ἠθέλησε νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὡς τοιοῦτος, οὔτε νὰ ὁρκισθεῖ, παρὰ μόνο ὅ,τι ἔκαμνε ἡ βία. Οὔτε ὁ Σουλτάνος ἠθέλησε ποτὲ νὰ θεωρήσει τὸν Ἑλληνικὸν λαὸν ὡς λαόν, ἀλλ᾿ ὡς σκλάβους. Μίαν φοράν, ὅταν ἐπήραμεν τὸ Ναύπλιον, ἦλθε ὁ Ἅμιλτον νὰ μὲ ἰδεῖ· μοῦ εἶπε ὅτι: «πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ ζητήσουν συμβιβασμόν, καὶ ἡ Ἀγγλία νὰ μεσιτεύσει». Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὅτι: «Αὐτὸ δὲν γίνεται ποτέ, ἐλευθερία ἢ θάνατος. Ἐμεῖς, Καπετὰν Ἅμιλτον, ποτὲ συμβιβασμὸν δὲν ἐκάμαμεν μὲ τοὺς Τούρκους. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους ἐσκλάβωσε μὲ τὸ σπαθί καὶ ἄλλοι, καθὼς ἡμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπὸ γενεὰ εἰς γενεά. Ὁ βασιλεὺς μας ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δὲν ἔκαμε· ἡ φρουρά του εἶχε παντοτινὸν πόλεμον μὲ τοὺς Τούρκους καὶ δύο φρούρια ἦτον πάντοτε ἀνυπότακτα». Μὲ εἶπε: «Ποία εἶναι ἡ βασιλικὴ φρουρά του, ποῖα εἶναι τὰ φρούρια;» - «Ἡ φρουρὰ τοῦ Βασιλέως μας εἶναι οἱ λεγόμενοι Κλέφται, τὰ φρούρια ἡ Μάνη καὶ τὸ Σούλι καὶ τὰ βουνά». Ἔτζι δὲν μὲ ὁμίλησε πλέον. Ὁ κόσμος μᾶς ἔλεγε τρελλούς. Ἡμεῖς, ἂν δὲν εἴμεθα τρελλοί, δὲν ἐκάναμεν τὴν ἐπανάστασιν, διατὶ ἠθέλαμεν συλλογισθεῖ πρῶτον διὰ πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθῆκες μας, τὰ μαγαζιά μας, ἠθέλαμεν λογαριάσει τὴν δύναμιν τὴν ἐδικήν μας, τὴν τούρκικη δύναμη. Τώρα ὁποὺ ἐνικήσαμεν, ὁποὺ ἐτελειώσαμεν μὲ καλὸ τὸν πόλεμόν μας, μακαριζόμεθα, ἐπαινόμεθα. Ἂν δὲν εὐτυχούσαμεν, ἠθέλαμεν τρώγει κατάρες, ἀναθέματα. Ὁμοιάζαμεν σὰν νὰ εἶναι εἰς ἕνα λιμένα 50 - 60 καράβια φορτωμένα, ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εἰς τὴν δουλειά του καὶ μὲ μιὰ μεγάλη φουρτούνα, μὲ μεγάλο ἄνεμο, πηγαίνει, πουλεῖ, κερδίζει, γυρίζει ὀπίσω σῶον. Τότε ἀκοῦς ὅλα τὰ ἐπίλοιπα καράβια καὶ λέγουν: «Ἰδοὺ ἄνθρωπος, ἰδοὺ παλληκάρια, ἰδοὺ φρόνιμος, καὶ ὄχι σὰν ἐμεῖς ὁποὺ καθόμεθα ἔτζι δειλοί, χαϊμένοι», καὶ κατηγοροῦνται οἱ καπεταναῖοι ὡς ἀνάξιοι. Ἂν δὲν εὐδοκιμοῦσε τὸ καράβι, ἤθελε εἰποῦν: «Μὰ τί τρελλὸς νὰ σηκωθεῖ μὲ τέτοια φουρτούνα, μὲ τέτοιο ἄνεμο, νὰ χαθεῖ ὁ παλιάνθρωπος, ἐπῆρε τὸν κόσμον εἰς τὸν λαιμόν του». - Ἡ ἀρχηγία ἑνὸς στρατεύματος Ἑλληνικοῦ ἦτον μία τυραννία, διατὶ ἔκαμνε καὶ τὸν ἀρχηγό, καὶ τὸν κριτή, καὶ τὸν φροντιστή, καὶ νὰ τοῦ φεύγουν κάθε ἡμέρα καὶ πάλιν νὰ ἔρχονται· νὰ βαστάει ἕνα στρατόπεδον μὲ ψέμματα, μὲ κολακεῖες, μὲ παραμύθια· νὰ τοῦ λείπουν καὶ ζωοτροφίες καὶ πολεμοφόδια, καὶ νὰ μὴν ἀκοῦν καὶ νὰ φωνάζει ὁ ἀρχηγός· ἐνῶ εἰς τὴν Εὐρώπην ὁ Ἀρχιστράτηγος διατάττει τοὺς στρατηγούς, οἱ στρατηγοὶ τοὺς συνταγματάρχας, οἱ συνταγματάρχαι τοὺς ταγματάρχας καὶ οὕτω καθεξῆς. Ἔκανε τὸ σχέδιόν του καὶ ἐξεμπέρδευε. Νὰ μοῦ δώσει ὁ Βελιγκτὼν 40.000 στράτευμα τὸ ἐδιοικοῦσα, ἀλλ᾿ αὐτουνοῦ νὰ τοῦ δώσουν 500 Ἕλληνας δὲν ἠμποροῦσε οὔτε μιὰ ὥρα νὰ τοὺς διοικήσει. Κάθε Ἕλληνας εἶχε τὰ καπρίτσια του, τὸ θεό του, καὶ ἔπρεπε νὰ κάμει κανεὶς δουλειὰ μὲ αὐτούς, ἄλλον νὰ φοβερίζει, ἄλλον νὰ κολακεύει, κατὰ τοὺς ἀνθρώπους.

Εἰς τοὺς 1826 Νοέμβριον, σὰν ἐκατέβηκα ἐγώ εἰς τὴν Ἑρμιόνην γιὰ τὴν Συνέλευσιν, εἶχα τὸν Γενναῖον πίσω ἀφημένον, διὰ νὰ ἐμποδάει τοῦ Ἰβραΐμη τὴν καταδρομήν. Τότε ἡ ἐπαρχία τῆς Καρύταινας, καπεταναῖοι καὶ πρόκριτοι, τοῦ λένε ὅτι: «Ἂν ἠμπορεῖς (1) νὰ ἔφκιανες (2) τὸ κάστρο τῆς Καρύταινας, Γενναῖε, ἠμπόρειε νὰ φυλαχθεῖ τριγύρω ἡ Καρύταινα, τὸ Φανάρι καὶ ὅλες οἱ μεσόγειες ἐπαρχίες». Τὸν ἐκατάπεισαν τὸν Γενναῖον, καὶ εἶπε: «Νὰ στείλω τοῦ Πατέρα μου νὰ πάρω τὴν γνώμην καὶ νὰ ἰδοῦμε τί λέγει». Καὶ μοῦ ἔστειλε πεζὸν διὰ τοῦ κάστρου τὴν ὑπόθεσιν, καὶ τοῦ ἔδωσα τὴν ἄδειαν νὰ τὸ φτιάσει. Λαμβάνοντας τὴν ἄδειαν, ἔβαλε τῆς εὐθὺς καὶ ἐπλήρωσε τοὺς καμιναραίους διὰ χορήγι καὶ τοῦ ἔβγαλαν τέσσαρα καμίνια χορήγι, καὶ ἔστειλε καὶ ἔφερε καὶ μαστόρους, καὶ ἀρχίνησε καὶ τὄφτιανε. Καὶ ἐκεῖ ποὺ ἀρχίνησε νὰ τὸ φτιάσει, ηὗρε τέσσαρα πέντε μάσκουλα καὶ τὰ ἐγέμιζε μπαρούτι καὶ τὰ ἔρριχνε, καὶ εἰπώθη ηὕρηκε κανόνια, καὶ ἡ φήμη οὕτως διεδίδετο. Κανέναν ἀνεγνώριμον δὲν ἄφηνε ν᾿ ἀνέβει ἐπάνω, διατὶ ἦτον ὁ κόσμος προδότης. Καὶ ἀκούοντας ὁ Ἰμπραΐμης ὅτι ηὗρε κανόνια καὶ τὰ ἔρριχνε καθημερούσιον, δὲν ἐκίνησε νὰ πάει, διατὶ ἐστοχάζετο ὅτι κανόνια ἦτον. Ἔφκιασε πρῶτα τὲς πόρτες, ἔφκιασε τὲς στέρνες, καὶ ἀρχινώντας ἔφτιασε καὶ ἀπὸ τὸ Κάστρο ὅπου ἦτον ἀδύνατο κατὰ ὥρας, καὶ τότενες ἔβαλε φούρνους καὶ ἔκαμε καὶ παξιμάδι, καὶ ἔστειλε καὶ εἰς τὴν Δημητσάνα καὶ ἐπῆρε καὶ τρία τέσσερα φορτώματα μπαρούτι. Μολύβι ἔστοντας καὶ δὲν εὑρίσκονταν, ἔστειλε εἰς τὴν Ζάκυνθο καὶ ἀγόρασε πέντε ἕξ καντάρια βολύμι καὶ ἀγόρασε καὶ δυὸ κανόνια καὶ τὰ ἐκουβάλησε. Καὶ ἤφερε μαστόρους καὶ ἔφτιασε τὰ λέτα, καὶ τὰ ἔβαλε ἀπάνω στὸ κάστρο. Καὶ τότε δυναμώνοντας τὸ Κάστρο, ἡ ἐπαρχία Φαναριοῦ καὶ Καρύταινας ἤφεραν τὰ πράγματά τους, καὶ τὰ ἔβαλαν μέσα διὰ φύλαξιν, καὶ ἐδούλευσε ὅλον τὸν χειμώνα ἕως τὸν Ἀπρίλιον, καὶ ἔφθιασε τρεῖς καζάρμες μέσα, καὶ τὸ ἐτελείωσε τὸ μέσα. Καὶ εἰς τὸν καιρόν, εἰς τὸν πόλεμον τοῦ Λάλα, εἶχαν δύο κανόνια φερμένα ἀπὸ τὴν Κεφαλονιά, ἦτον καρφωμένα εἰς ἕνα τόπο, τὰ ἤφερε μὲ πολλὰ ἔξοδα, καὶ τὰ ἔβαλε εἰς τὸ Κάστρο. Τότενες ἔβανε φρουρὰ 200 στρατιώτας - εἶναι ἀνάμεσα σὲ δύο ποταμοὺς - εὑρέθηκαν περικεφαλαῖες τῶν σταυροφόρων. - Εἶχε βάρδια εἰς ἕνα βουνὸ εἰς τὴν Τροπολιτζὰ κοντά, καὶ ὄντας ἔβγαιναν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὴν Τριπολιτζάν, ὁποὺ ἐπήγαιναν πανταχοῦ λεηλατώντας εἰς τὴν Μεσσηνίαν, ξάφνου ἐσκλάβωναν - ἦτον τότε βάρδιες, ἂν ἔβγαιναν Τοῦρκοι, ἔδιδαν σημεῖον. Τὸ κάστρο ἔδιδε σημεῖον καὶ ὁλόγυρα οἱ φαμελιές, τὰ ζῶα ἔπεφταν κατὰ τὸ κάστρο· καὶ πάλιν εἶχε βάρδια εἰς τὸ Ντερβένι τοῦ Λεονταριοῦ, καὶ ὅταν ἔκαναν φανὸ εἰς τὸ βουνό, ἔρριχναν δύο κανόνια, καὶ ἤξευραν ὅτι ἔρχοντο ἀπὸ τὴν Μεσσηνίαν οἱ Τοῦρκοι. Καὶ ἔτζι ἐφυλάγονταν ὁ λαός, διατὶ ἐπήγαιναν οἱ γεωργοὶ καὶ ἐγεωργοῦσαν τὰ χωράφια, ὅτι εἶναι φυλαγμένοι ἀπὸ τὴν περίστασιν αἰφνίδιαν τοῦ ἐχθροῦ, διατὶ ἐπέθαναν ἀπὸ τὴν πείναν, ὅτι οἱ γεωργοί, ἂν εἶχαν καὶ κανένα βόδι, δὲν ἐτολμοῦσαν νὰ κατέβουν νὰ τοὺς βοηθήσουν, καὶ τότε κατέβαιναν μὲ τὴν προφύλαξιν τοῦ κάστρου. Καὶ οἱ βάρδιες ἡμέρα νύκτα ἦτο παντοῦ διὰ νὰ κάμουν φανούς, καὶ ἔκτοτε δὲν ἐλεηλάτησε διόλου αὐτὲς τὲς ἐπαρχίες, καὶ ἐμψύχωσε τὸν λαὸν πολύ, καὶ ὁλοένα ἐδούλευαν οἱ μαστόροι μέσα. Καὶ τότενες ἕως τὸν Ἀπρίλιον ἐδούλεψε. Τότε κατὰ τὸν μήνα Ἀπρίλιον ἔλαβε τὴν διαταγὴν καὶ ἐπῆγε στὴν Ἀθήνα.

Ἀπὸ τὸ μέρος τῆς Συνελεύσεως τῆς Τροιζῆνος τοῦ ἐστείλαμεν τοῦ Καραϊσκάκη εἰκοσιπέντε χιλιάδες γρόσια καὶ καβαλλαρία τὸν Χ[ατζῆ] Μιχάλη μὲ 120 ἄλογα. Τοῦ ἔγραφα ὅταν ἤμουν εἰς τὴν Τροιζήνα: «Κατὰ τὲς σέδρες, ποὺ κάνεις μὲ τοὺς ὁπλαρχηγούς, ἢ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς θὰ φᾶς, ἢ τὸ κεφάλι σου».

Τὸν Μάϊον μήνα ἐλευθερώθηκα καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὴν Συνέλευση καὶ ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ Ἄργος, καὶ διελύθηκε τὸ στρατόπεδο τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἐγύρισαν τὰ στρατεύματα τὰ Πελοποννησιακά. Σὰν ἐβγῆκα εἰς τὸ Ἄργος ἔστειλα διαταγὲς εἰς ὅλες τὲς ἐπαρχίες, ὅσες δὲν εἶχαν Τούρκους. Εἰς τὴν Μεσσηνίαν δὲν ἔστειλα, διατὶ ἦταν τρία φρούρια καὶ πάντοτε ἐμποδοῦσαν τὰ ἄρματα τὰ Μεσσηνιακὰ τοὺς ἐχθρούς. Εἰς τὴν Τριπολιτσὰ ἄφησα τὰ γειτονικὰ ἄρματα ἀπὸ φόβο τοῦ Μπραΐμη. Ἔστειλα διαταγὴν εἰς τὸν Μυστρά, διατὶ δὲν εἶχαν φόβο ἀπὸ τὸν Ἰμπραΐμην, ὁποὺ ἦτον εἰς τὴν Πάτρα, καὶ ἔστειλα εἰς τὸν Ἅγιον Πέτρον εἰς Μονεμβασιὰ (1), καὶ μοῦ ἀποκρίθηκαν, ὅτι νὰ φθιάσω στρατόπεδον καὶ τότε νὰ τοὺς διατάξω, καὶ ἔρχονται. Ἐγὼ ἐτράβηξα κατὰ τὴν Κόρινθον. Ὁ Γρίβας ἦτον στὸ Ἀνάπλι φρουρά, καὶ ὅλοι οἱ λοιποὶ Ρουμελιῶτες, καὶ δὲν ἐκίνησαν, καὶ εἰς τὴν Κόρινθο (2) ἦτον ὁ Νικολὸς Τζαβέλας, καὶ ἐκράτουν καὶ ἐκεῖνοι τὰ κάστρα, τὴν Κόρινθον, καὶ δὲν ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ κάστρο - ἔκαμαν τὰ κάστρα κληρονομικά. Καὶ ἐγὼ εὑρέθηκα εἰς τὸν λόγγο (Ἅη Γεώργη) τῆς Κορίνθου μὲ 250 σωματοφύλακάς μου καὶ ὁ Ζαΐμης εἶχε καὶ στράτευμα, ὁ Παναγιώτης Νοταρᾶς, καὶ ἐκοίταζαν νὰ πολεμήσουν μὲ τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὴν Κόρινθον. Ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Ἄφηστους νὰ κάθονται, μόνε νὰ συνάξωμεν στράτευμα νὰ βοηθήσωμεν τὴν πατρίδα». Τὴν ἴδιαν ὥραν ἔβγαινε ὁ Ἰμπραΐμης ἀπὸ τὴν Πάτρα καὶ ἔκραξε τὸν Νενέκο, καὶ ὁ Νενέκος ἐπροσκύνησε, καὶ τὸν ἔβαλε ὀμπροστὰ νὰ κάμει νὰ προσκυνήσουν, καὶ ἐπροσκύνησαν τὰ δύο μέρη τῶν Καλαβρύτων, καὶ ἡ Πάτρα ὅλη, μέρη Βοστίτσας, καὶ ἦλθε τὸ προσκύνημα ἕως τὰ Καλάβρυτα, δύο ὧρες ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὰ Καλάβρυτα, τὴν μητρόπολη.

Ὁ Ἰμπραΐμης τόσο ἕλκυσε πολὺ τὸν λαόν. Τοῦρκος δὲν ἐκόταε οὔτε ἀστάχυ νὰ κόψει, καὶ ὅλα μὲ τὸν παρά, καὶ τοὺς ἔδιδε προσκυνοχάρτια καὶ μέρος. Καὶ ἐπροσκύνησαν ὅλοι οἱ καπεταναῖοι - καὶ ἐπροσκύνησαν οἱ καπεταναῖοι τῶν ἀρχόντων. Οἱ Πετιμεζαῖοι καὶ οἱ ἄλλοι ἐπῆγαν καὶ ἐσωματώθηκαν καὶ ὁ λαὸς ὁ ἀπροσκύνητος ἐπῆγαν εἰς τὸ Μέγα Σπήλαιον, καὶ ἄλλοι στὰ βουνά, καὶ ἐκλείσθηκαν μέσα. Τότενες, σὰν ἦταν ἀδύνατοι, ἐπῆγαν μίαν νύκτα καὶ ἐπρόδωσαν τὸν Βασίλη Πετιμεζᾶ, καὶ μόλις ἐγλύτωσε. Τότε ἔστειλε τὸν Νικολάκη τὸν ἀδελφό του καὶ ἦλθε καὶ μὲ εὕρηκε εἰς τῆς Κόρθος τὰ χωριὰ καὶ μοῦ εἶπε: «Τρέξε νὰ πᾶμε εἰς τὸ Σπήλαιο, γιατὶ τότε παραδίδεται τὸ Σπήλαιον καὶ χάνεται ὅλη ἡ ἐπαρχία». Τότενες ἀποφάσισα τὸν Φῶτο, ἀγιουτάντε μου, καὶ τὸν μπαϊρακτάρη μου Καραχάλιο, καὶ τοὺς ἔδωσα τοῦ Νικολάκη τοῦ Πετιμεζᾶ νὰ πᾶνε εἰς τὸ Μέγα Σπήλαιον. Ἐγὼ ἐμάζωνα τὰ Κορινθιακὰ στρατεύματα. Ἐκεῖνοι ἐμπῆκαν εἰς τὸ μοναστήρι. Διὰ τρεῖς ἡμέρας ἔμασα 1.500 καὶ τοὺς ἔστειλα τὸν Παναγιώτη καὶ Γεωργάκη Χελιώτη, μὲ τοὺς καπεταναίους τους, νὰ πᾶνε στῆς Βοστίτσας τὰ χωριά, καὶ ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον, στοῦ Φονιᾶ, καὶ ἀκόμα δὲν εἴμεθα ζυγωμένοι κοντά, καὶ τὰ στρατεύματα τὰ προσκυνημένα ἐπῆραν τοὺς Τούρκους καὶ ἐπῆγαν καὶ ἐχάλασαν τὸ Διακοφτὸ καὶ ἐπῆραν σκλάβους καὶ πράγματα ἀρκετά. Καὶ εἰς τὸ γύρισμα ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ μοναστήρι, τοὺς κτύπησαν καὶ ἐσκότωσαν καμμιὰ σαρανταριὰ Τούρκους καὶ ἐπῆγαν πίσω στὸ ὀρδί, στὰ Καλάβρυτα καὶ ὁ Μπραΐμης ἐπῆρε καμμιὰ πενηνταριὰ καβαλλαραίους καὶ ἀγνάντευε τὸ μοναστήρι. Τὸ θεώρησε μὲ τὸ κιάλε· εἶδε πὼς δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ πολιορκήσει, διατὶ ἦτον τόπος κακός, καὶ ἐγύρισε πίσω. - Ἀπὸ τοὺς σκλάβους κακοπαθήσαμεν στὴν Πελοπόννησον. Εἰς τὸν Χελμὸ Τοῦρκοι ἐπρόδωσαν τοὺς Πετιμεζαίους.

Ἐγώ, ὄντας ἐβγῆκα εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον, ἔγραψα γράμματα εἰς τὸ Γενναῖο καὶ εἰς τὸν Κολιόπουλον, ὁποὺ ἦτον συναγμένοι, καὶ ἐπετάχθηκαν εἰς τὸ Λιβάρτζι, τὴν ἐπαρχία τὴν προσκυνημένη (Καλαβρύτων) καὶ τοὺς διέταττα: «Τζεκούρι καὶ φωτιὰ εἰς τοὺς προσκυνημένους». Καὶ ἔτζι ἐπέρασαν εἰς τὸ Λιβάρτζι. Τότε ἔστειλεν ὁ Μπραΐμης καταπατητάδες νὰ ἰδεῖ ποὺ εἶμαι καὶ τί ἀσκέρι ἔχω, καὶ ἔδωσε ἑνὸς ρωμηοῦ 300 μπαρμπούτια διὰ νὰ μάθει ποῦ εἶμαι νὰ μοῦ ριχθεῖ ἐπάνω, καὶ ἐγὼ τὸν ἔπιασα καὶ ἔστειλα εἰς τὴν δημοσιὰ καὶ τὸν ἐκρέμασα εἰς τὰ Καλάβρυτα, δύο ὧρες ἀπέξω. Τὸν ἐκρέμασα μὲ ἕνα χαρτὶ ποὺ ἔλεγε τὸ φταίξιμό του «προδότης τοῦ ἔθνους» καὶ τοὺς ἄλλους δύο τοὺς ἔστειλα εἰς τὸ μοναστήρι, εἰς τὸ Μέγα Σπήλαιον, διότι δὲν ἦτον βεβαιωμένοι προδότες, καὶ ἐπῆγα καὶ ἐγὼ εἰς τὸ Σπήλαιον. Καὶ μαθαίνοντας ὁ Μπραΐμης, ὅτι ἦλθαν στρατεύματα εἰς τὸ Λιβάρτζι, ὡς πέντε χιλιάδες, καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος μὲ δύο χιλιάδες, καὶ τὸ Σπήλαιο μακρὰ ἀπὸ τὰ Καλάβρυτα ὁποὺ ἦταν δύο ὧρες, καὶ τέσσερες ὧρες ἦτον ὁ Κολιόπουλος μὲ τὸν Γενναῖον, τὸ ἄλλο στράτευμα, μανθάνοντας ὁ Μπραΐμης ὅτι ἦλθαν τὰ στρατεύματα τὰ Καρυτινά, ἐτράβηξε διὰ Τριπολιτζὰ καὶ Καρύταινα τὰ στρατεύματά του, καὶ ἔστειλε τὸν Ντελῆ Ἀχμὲτ πασὰ καὶ ἐτραβήχθηκε στὴν Πάτρα μὲ τοὺς προσκυνημένους, καὶ εἰς τὸν δρόμον ὁποὺ ἐπέρναε εὑρῆκε τὸν κρεμασμένον, καὶ ἔβαλε καὶ ἐδιάβασε τὸ χαρτὶ ποὺ τοῦ εἴχαμε στὲς πλάτες καὶ εἰς τὸ στῆθος, καὶ ἔπιασε τὰ γένεια του καὶ ἐφοβέρισε τὴν Καρύταινα, καὶ ἐχώρισε ὀκτὼ χιλιάδες καβαλλαραίους καὶ πεζοὺς, διαλεκτὸ στράτευμα, διὰ νὰ περάσει στὲς Ἄκοβες καὶ Λαγκάδια, νὰ κάψει τὲς χῶρες Δημητσάνα, Ζυγοβίστι καὶ Στεμνίτσα, ὅτι, ἔλεγε, οἱ Ἕλληνες εἶναι τραβηγμένοι μὲ τὸν Γενναῖον. Καὶ μαθαίνοντας ὁ Γενναῖος καὶ ὁ Κολιόπουλος ὅτι ἀνεχώρησε ὁ Ντελῆ Ἀχμὲτ πασὰς καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Πάτρα, καὶ ὁ Μπραΐμης τραβάει κατὰ τὴν Τριπολιτζά, ἐγύρισαν μὲ τὸ στράτευμά τους πίσω καὶ ἔφθασαν τὴν μπροστέλλα τοῦ Μπραΐμη, καὶ ἔκαμαν ἕναν ἀκροβολισμὸν καὶ ἐσκότωσαν καμμιὰ δεκαπενταριά. Καὶ ὁ Μπραΐμης ἐτράβηξε διὰ τὴν Τριπολιτσά, καὶ τὸ στράτευμα ὁποὺ εἶχε στελμένο εἰς τὲς Ἄκοβες καὶ εἰς τὰ Λαγκάδια διὰ τὲς χῶρες - οἱ Ἄκοβες καὶ τὰ Λαγκάδια ἦτον καημένες καὶ ὅ,τι ἦτον ἀκόμη τὸ ἀπόκαψε - καὶ ἐβγῆκε τὸ τούρκικο στράτευμα εἰς τῆς Δημητσάνας τὸν κάμπο. Καὶ ὁ Γενναῖος καὶ ὁ Κολιόπουλος μὴν ἠξεύροντας ποῦ εἶχε νὰ τραβήξει, ἐγύρισε ὁ Κολιόπουλος καὶ ἐπῆγε τὴν Ἡλιοδώρα, καὶ ὁ Γενναῖος ἐτράβηξε διὰ νυκτός, καὶ ἔπιασε μὲ πεντακοσίους μόνο τὴ Δημητσάνα, καὶ ἔκτισε ταμπούρια διὰ νὰ πολεμήσει, καὶ τὸ λοιπὸ στράτευμα Καρυτινὸ διεσκορπίσθη εἰς τὰ βουνά, ὅπου ἦτον οἱ φαμελιές, πρὸς ὑπεράσπισιν τῶν φαμελιῶν. Καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐπῆγαν, ἐπέρασαν ἀπὸ τὲς φαμελιὲς καὶ ἐνύκτωσαν εἰς τῆς Δημητσάνας τὸν κάμπο. Οἱ στρατιῶτες τοὺς ἐπῆραν κατόπι νὰ τοὺς κλέψουν, νὰ τοὺς τουφεκίσουν - οἱ στρατιῶτες ποὖταν εἰς τὰ βουνὰ - καὶ νὰ πᾶνε μεϊτάτι εἰς τὸν Γενναῖον ἢ εἰς τὸν Κολιόπουλον. Καὶ ὁ Γενναῖος μὴν ἠξεύροντας, ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶναι τριγύρω εἰς τοὺς Τούρκους, βλέποντας τοὺς Τούρκους εἰς τὸν κάμπο, ἀπεφάσισε διὰ νυκτὸς νὰ τοὺς κτυπήσει μὲ τοὺς πεντακοσίους, καὶ ἔτσι ἐκίνησε, καὶ ἐπῆγε διὰ νυκτὸς εἰς τὸ κάμπο καὶ ἐζύγωσε κοντὰ εἰς τὸ στράτευμα τὸ τούρκικο, καὶ τοὺς ἔρριξε μιὰ μπαταριὰ τουφέκια, καὶ βλέποντας οἱ Ἕλληνες τὴν μπαταριὰ τὸ πείκασαν ὅτι εἶναι ὁ Γενναῖος, καὶ τότε ἔρριξε ὁ πᾶσα Ἕλληνας τὴν μπαταριά του, ἀπ᾿ ὅπου καὶ ἂν εὑρέθη ἀγνάντια εἰς τοὺς Τούρκους, καὶ τότε οἱ Τοῦρκοι ἀκούοντας ὅτι εἶναι περιτριγυρισμένοι, ἐσυνάχθηκαν εἰς τὸν κάμπο, ἔβαλαν βάρδιες τὴν καβαλλαρία καὶ ἐξενύκτησαν εἰς τὸ πόδι - οἱ Τοῦρκοι ὀκτὼ χιλιάδες. Ἐτραβήχθηκε ὁ Γενναῖος καὶ ἔπιασε τὸν δρόμο ὁποὺ εἶναι κατὰ τὴν Δημητσάνα, διὰ νὰ ξημερώσει νὰ ἰδεῖ πούθενε θὰ πᾶνε οἱ Τοῦρκοι, καὶ ἂν ἔρθουν κατὰ τὴν χώρα νὰ μπεῖ μέσα, ὁποὺ εἶχε τὰ ταμπούρια φτιασμένα, διὰ νὰ πολεμήσει. Οἱ Τοῦρκοι, βλέποντας τὴν μπαταρία τῶν Ἑλλήνων, ἐπείκασαν ὅτι εἶναι τὰ στρατεύματα ποὖτον μὲ τὸν Γενναῖον καὶ Κολιόπουλον. Ἐφοβήθηκαν καὶ γύρισαν πίσω κατὰ τὴν Τριπολιτσά. Ὁ Γενναῖος μὲ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας τοὺς ἔπεσε ἀπὸ κοντὰ καὶ ἐτράβηξαν οἱ Τοῦρκοι εἰς τὸ διάσελο τῆς Ἁλωνίσταινας διὰ νὰ περάσουν. Οἱ Ἁλωνιστιῶτες ἐβγῆκαν μπροστὰ εἰς τὸ διάσελο καὶ τοὺς πισωδρόμησαν εἰς ἄλλον δρόμον, καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐπέρασαν κοντὰ εἰς τὸ Ἀρκουδόρεμα, καὶ οἱ Ἕλληνες τοὺς πῆγαν (1) ἀπὸ κοντὰ καὶ τοὺς ἐπῆγαν ἴσια εἰς τὰ Τρίκορφα. Εἰς ἐκεῖνον τὸν κυνηγημὸν ἐσκοτώθηκαν μερικοὶ Τοῦρκοι, καὶ τοὺς πῆραν καὶ ἄλογα, καὶ ἐμπῆκαν εἰς τὴν Τριπολιτσά οἱ Τοῦρκοι. Σὰν ἐσυνάχθηκε ὅλο του τὸ ἀσκέρι εἰς τὴν Τριπολιτσά, ἐτράβηξεν νὰ πάγει εἰς τὰ κάστρα τῆς Μεσσηνίας, καὶ ὁ Γενναῖος μὲ 4.000 Καρυτινοὺς τοὺς ἐπῆρε ἕως εἰς τὴν Μεσσηνίαν διὰ νὰ μὴ σκλαβώσουν κόσμο εἰς τὸ πέραμά τους· καὶ ὁ Γενναῖος ἐπῆγε ἴσια μὲ τὰ Φλυοτζαροκάμαρα, ἀπὸ τὴν Καλαμάτα δύο ὧρες, καὶ ἔκαμε στάση. Ἐγὼ μαθαίνοντας ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης ἀνεχώρησε διὰ τὴν Τριπολιτζά, ἐτράβηξα κατὰ τοῦ Καλαβρύτου τὰ χωριά, ὁποὺ ἦτον προσκυνημένα, καὶ ἔστειλα τὸν Βασίλη τὸν Πετμεζᾶ κατὰ τὸν Ἅγιον Βλάση, τὰ χωριὰ τὰ προσκυνημένα, μὲ 1.500, διὰ νὰ πάρει τὰ προσκυνοχάρτια καὶ νὰ στείλει τοὺς προύχοντας καὶ νὰ τοὺς δώσω προσκυνοχάρτι τοῦ Γένους. Τὴν ἴδια ὥραν ἦλθαν καὶ 500 Ἀργεῖοι, καὶ τοὺς ἔστειλα στὸν Βασίλη Πετμεζᾶ. Κεφαλὴ αὐτῶν εἶχε ὁ Τσόκρης τὸν Νέζον καὶ τὸν γυναικάδελφόν του. Καὶ ἔπιασε τὸν Ἅγιο Βλάση καὶ μοῦ ἔστειλεν τὰ προσκυνοχάρτια.

Τότενες εἴμεθα εἰς τὸ Σπήλαιον, ἐγώ, ὁ Λόντος, οἱ Πετιμεζαῖοι ὅλοι, Λεχουρίτης, Σωτὴρ Θεοχαρόπουλος, καὶ Μπενιζέλος Ροῦφος. Ἦτον καὶ τὸ χηρευάμενον στράτευμα τοῦ Γιάννη Νοταρᾶ μὲ τὸν Λόντο. Τοὺς εἶπα: «Ἄϊτεστε νὰ πᾶμε εἰς τὰ προσκυνημένα χωριά, καὶ νὰ τραβήξωμεν κατὰ τὴν Πάτρα». Αὐτοὶ μοῦ εἶπαν, ὅτι: «Τράβα ἐμπρός, καὶ αὔριο ἐρχόμεθα» καὶ ἔμειναν ἕως 400 εἰς τὸ μοναστήρι. Ἐγὼ ἐπῆρα τοὺς ἐδικούς μου καὶ ὁ Γκολφίνος Πετμεζᾶς 400 καὶ ἐπήγαμε εἰς ἕνα χωριὸ λεγόμενο Πετζάκους. Ἔστειλα εἰς τὰ προσκυνημένα χωριὰ νὰ μοῦ στείλουν τὰ προσκυνοχάρτια τῶν Τούρκων καὶ νὰ τοὺς δώσω τοῦ Ἔθνους. Πρὶν νὰ κινήσω διὰ τὰ προσκυνημένα χωριά, ὁποὺ ἤμουν εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον, ἔγραψα ἕνα γράμμα εἰς τὴν Κυβέρνηση καὶ τῆς ἔλεγα: «Νὰ μὲ στείλουν στρατεύματα, πολεμοφόδια, διατὶ ἡ πατρὶς κινδυνεύει ἀπὸ τὸ προσκύνημα, καὶ ἂν ἠξεύρετε καμμιὰ μηχανὴ νὰ τρέφονται μὲ τὸν ἀέρα τὰ στρατεύματα, σᾶς παρακαλῶ νὰ μοῦ τὴν στείλετε. Ἂν ἠξεύρετε ὅτι εἶναι καμμιὰ μηχανὴ νὰ κάνει τὸ χῶμα μπαρούτι καὶ τὲς πέτρες μολύβι, στείλετέ μου τὸν μηχανικὸν διὰ νὰ τὸ κάμωμεν, ἐπειδὴ καὶ ἀκόμη τέτοια ἐφεύρεση δὲν τὴν ἔκαμαν οἱ ἄνθρωποι, σᾶς λέγω στείλετέ μου ὅλα αὐτά». Τὸ γράμμα τὸ ἔδωσα ἑνὸς καλογήρου καὶ τὸν ἐπιφόρτισα νὰ ὁμιλήσει εἰς τὴν Κυβέρνηση διὰ τὸν κίνδυνον τῆς Πατρίδος. Ὁ καλόγηρος ἐπῆγε εἰς τὸ Ἀνάπλι, καὶ τοὺς εἶπε νὰ συναχθοῦν εἰς τὸ Βουλευτικὸ νὰ τοὺς διαβάσει ὅσα ἦτον ἐπιφορτισμένος νὰ τοὺς εἰπεῖ ἀπὸ μέρους μου. Ἔτζι ἐσυνάχθηκαν, ἐδιάβασαν τὸ γράμμα, τοὺς εἶπε ὅσα τοῦ εἶχα παραγγολή (1) νὰ εἰπεῖ στοματικῶς. Ἕνας βουλευτὴς εἶπε: «Τί τὰ θέλει τὰ πολεμοφόδια; Αὐτὸς ἔχει πενήντα ἀνθρώπους». Ὁ καλόγηρος τοὺς ἐβεβαίωσε, ὅτι ἔχω 4.000 πλὴν δὲν τὸν ἐπίστευσαν. Ἔστειλε τὸ Βουλευτικὸ τὸν Ἀναγνώστην Ζαφειρόπουλον ἀπὸ τὸ Ζυγοβίτσι καὶ τὸν Ἀναγνώστη Παπαγιαννακόπουλον διὰ νὰ ἰδοῦν τὴν κατάστασιν τῶν στρατευμάτων καὶ τῶν ἐπαρχιῶν. Αὐτοὶ ἦλθαν εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον· τοὺς εἶπα ὅτι: «Ἡ Πατρὶς μας κινδυνεύει». Μὲ εἶπαν τὰ ὅσα ἦτον ἐπιφορτισμένοι νὰ μὲ εἰποῦν: «Νὰ κατέβω εἰς Ἄργος νὰ ἑνωθοῦμεν καὶ ἔπειτα νὰ κινήσουν ὅλοι πανστρατιά». Ἐγώ, ἂν τοὺς ἤκουα καὶ ἐπήγαινα εἰς τὸ Ἄργος, ἡ Πατρὶς ἐχάνετο, διατὶ οἱ περισσότερες ἐπαρχίες ἤθελαν προσκυνήσει, ἀκούοντας ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης πάει κατὰ τὸ Ἄργος. Τοὺς εἶπα: «Νὰ πᾶτε πίσω νὰ τοὺς εἰπῆτε στοματικῶς καὶ τὸ κάμνω καὶ διαγράφου: ὅτι νὰ κινηθοῦν ὅσοι βαστοῦν ἄρματα καὶ πιστεύουν Χριστὸ καὶ ἀγαποῦν τὴν Πατρίδα. Κρῆτες, Ἀϊβαλιῶτες, ὅ,τι εἶδος στρατεύματα καὶ ἂν ἦτον, καὶ ἂς ἐλθοῦν νὰ ἀπαντήσωμεν καὶ αὐτὸν τὸν μεγάλον κίνδυνον, καὶ ἐγὼ γίνομαι μικρότερος ἀπὸ ὅλους. Νὰ μοῦ στείλουν καὶ πολεμοφόδια καὶ διὰ ζωοτροφίες θὰ κάμω ὅ,τι ἠμπορέσω. Μὲ νερὸ καὶ μὲ τὰ λείψανα τῶν προβάτων ἠμποροῦμε νὰ περάσωμεν». - Ἐπῆγαν καὶ οὔτε ἀπόκρισιν μοῦ ἔδωσαν, οὔτε ζωοτροφίες, οὔτε πολεμοφόδια, οὔτε χαρτὶ νὰ γράφω διαταγές, οὔτε τοὐλάχιστον ἕνα παρηγορητικὸ γράμμα δὲν ἔστειλαν εἰς τὲς ἐπαρχίες, καὶ ἀμπαντονάρισαν (2) καὶ ἐμένα καὶ τὸν λαὸν τῆς Πελοποννήσου. Σὰν εἶδα αὐτή τους τὴν ἀδιαφορία, ἐκίνησα γιὰ τὸ Μέγα Σπήλαιον καὶ ἐνέργησα ὅσα εἶπα νωρίτερα.

Ὁ Ντελῆ Ἀχμὲτ πασὰς ἀπὸ τὴν Πάτρα ἐβγῆκε, ἐπλάκωσε μὲ τὰ προσκυνημένα στρατεύματα τοὺς Κορινθίους καὶ μέρος ἀπροσκυνήτων Βοστιτζάνων εἰς τὴν Ἁγίαν Παρασκευή, καὶ ἐσκότωσε περίπου τῶν 100 Ἑλλήνων - οἱ περισσότεροι ἀπὸ τὴν Κόρινθον, ἐπὶ κεφαλῆς ὁ Χελιώτης. Ἐσκοτώθηκαν καὶ δύο καπεταναῖοι καλοί. Ὁ πασὰς ἐγύρισεν εἰς τὴν Πάτρα. Ὅταν ἐβγῆκα εἰς τοὺς Πετζάκους, ἐπῆγαν εἰς τὴν Πάτρα οἱ προσκυνημένοι καὶ εἶπαν τοῦ πασᾶ, ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης ἔχει ὀλίγους στρατιῶτες καὶ ὁ Βασίλης Πετιμεζᾶς, καὶ νὰ ἔλθουν νὰ μᾶς χαλάσουν. Ὁ Ντελῆ Ἀχμὲτ Πασὰς ἐδέχθηκε τὴν γνώμην τους, ἐκίνησε μὲ 6.000 Τούρκους, καὶ ὁ Νενέκος μὲ 2.000 προσκυνημένους Ἕλληνας. Ἦλθαν εἰς τὲς Λάπατες, 3 ὧρες μακρὰ ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ἦτο ὁ Πετιμεζᾶς, καὶ μία ὥρα ἀπὸ ἐμένα. Εἶχα γράψει εἰς τὸ μέγα Σπήλαιον νὰ ἐλθοῦν ὁ Λόντος, Σ. Θεοχαρόπουλος, Ν. Πετιμεζᾶς, Λεχουρίτης, καὶ μοῦ ἔλεγον σήμερον - αὔριον ἀκόμη, καὶ δὲν ἦτον φερμένοι. Ἕνας καπετάνιος ἀπὸ τοὺς προσκυνημένους ἐκίνησε ἀπὸ τὸ ἴδιο χωριὸ ποὺ ἤμουνα ἐγώ, ἀπὸ τοὺς Πετζάκους, ἐπῆγε εἰς τοὺς Τούρκους, εἶπε ὅτι: «Ὁ Κολοκοτρώνης εὑρίσκεται μὲ μόνον 400 εἰς τοὺς Πετζάκους καὶ νὰ πᾶμε νὰ τὸν κτυπήσωμεν.» Ἀκούοντας ὁ πασὰς τοῦ καπετάνιου τὰ λόγια, εὐθὺς τὸ βράδυ ἐσύναξε ὅλους τοὺς καπεταναίους, νὰ κάμουν (6) συμβούλιον διὰ νὰ ἐλθοῦν νὰ μὲ βαρέσουν. Ἐκεῖ ὁποὺ ἐσυνάχθηκαν, ὡμίλησεν ὁ πασὰς καὶ τοὺς εἶπε, ὅτι: «Μοῦ ἦλθε εἴδησις ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης εἶναι εἰς τοὺς Πετζάκους μὲ 400 καὶ νὰ πᾶμε νὰ τὸν κτυπήσωμεν». Ἕνας καπετάνιος προσκυνημένος λεγόμενος Σταμάτης Μποτιώτης εἶπε: «Δὲν πᾶμε εἰς τοὺς Πετζάκους. Ἐμεῖς ἕνα βασιλέα ἔχομε, δὲν πᾶμε νὰ τὸν χαλάσομε καὶ αὐτόν». Τοῦ τὸ εἶπαν τοῦ πασᾶ καὶ ὁ πασὰς ἐγέλασε καὶ τοὺς εἶπε: «Ποῦ θέλετε νὰ πᾶμε λοιπὸν νὰ βαρέσομε;» Ὁ ἴδιος καπετάνιος ἀπεκρίθηκε, ὅτι: «Νὰ πᾶμε νὰ κτυπήσωμεν τὸν Πετιμεζᾶ, ὁποὺ εὑρίσκεται μὲ 2.000 εἰς τὸν Ἅγιο Βλάση». Ἔτζι ἔμειναν μὲ τὴν ἀπόφασιν νὰ πᾶν νὰ κτυπήσουν τὴν νύκτα τὸν Β. Πετιμεζᾶ.

Δύο ἀδέλφια ἀπὸ τοὺς προσκυνημένους κόβουν καὶ μοῦ λέγουν, ὅτι: «Θὰ ἔλθουν ἐπάνω σου». Ἐγώ, καὶ δὲν τὸ εἶπα τῶν Ἑλλήνων, ἀφήνω τὸν ἀγιουτάντε μου καὶ Οἰκονομόπουλον ἀπὸ Στεμνίτσαν καὶ τὸν Καραχάλιο μπαϊρακτάρη μου, καὶ τοὺς ἄφηκα εἰς τὸ χωριό, καὶ τοὺς εἶπα, βγαίνω ἔξω νὰ κοιμηθῶ - καὶ τὸ χωριὸ ἦτον δυνατὸ νὰ πολεμήσει - μὲ τὸν στοχασμό: ἂν εἶμαι ἔξω τοὺς βγάνω, ἂν δὲν εἶμαι δὲν ἔρχονται εἰς βοήθειά μου. Καὶ ἔτζι ἐβγῆκα εἰς τὸ κεφάλι τοῦ χωριοῦ, εἰς ἕνα καταράχι, καὶ ἐστάθηκα καραούλι, βάρδια, ὅλη τὴ νύχτα μὲ 10 νομάτους. Καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐξημερώθηκαν στὸν Ἅγιο Βλάση, στὸν Βασίλη τὸν Πετιμεζᾶ, καὶ εἰς τοὺς Ἀργείους, καὶ ἔκαμαν ὀλίγον ἀκροβολισμόν, καὶ ἀνεχώρησαν οἱ δικοί μας. Αἵματα δὲν ἐχύθηκαν εἴτε ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, εἴτε ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καὶ οἱ Ἀργεῖοι ἀνεχώρησαν διὰ τὸ Ἄργος. Ὁ Βασίλης Πετιμεζᾶς δὲν τοὺς εἶδε, οὔτε ἐγώ. Ἔτζι ὁ Βασίλης ἔμεινε εἰς τὲς θέσεις, Ἅγιον Βλάση, καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐπίστρεψαν εἰς τὴν Πάτραν μ᾿ ὅλους τοὺς προσκυνημένους. Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἦλθεν ὁ Λόντος, ὁ Νικολάκης Πετιμεζᾶς, ὁ Θεοχαρόπουλος, ὁ Ροῦφος, ὁ Λεχουρίτης μὲ τοὺς τετρακοσίους ποὖτον εἰς τὸ μοναστήρι, καὶ ἐγὼ ὀρδινιαζόμουνα ἀπὸ τοὺς Πετζάκους νὰ φύγω, γιατὶ δὲν ἤξευρα ποῖοι οἱ προσκυνημένοι καὶ ποῖοι ὄχι, καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν Κερπινή (1) ποὖναι δυνατότερος ὁ τόπος. Καὶ ὁ Λόντος μοῦ εἶπε μὲ τοὺς ἄλλους: «Γέροντά μου, νὰ κάτσομε ἐδῶ». Τοὺς εἶπα: «Εἶσθε ὅλοι ἄπιστοι καὶ δὲν ἠξεύρω τί νὰ κάμω. Ἐγὼ ἀναχωρῶ νὰ κάμω στράτευμα ἐδικό μου καὶ ἐσεῖς μείνετε στὴ θέση τὴν ἐδικήν μου.». Πηγαινάμενος εἰς τὴν Κερπινή, ἔστειλα τὸν ἀγιουτάντε μου τὸν Φωτάκο, καὶ ἐπῆγε γυρεύοντας διὰ νὰ φθάσει ὁ Γενναῖος καὶ ὁ Κολιόπουλος. Καὶ ὁ Γενναῖος ἦτον εἰς τοῦ Φρετζάλη, καὶ ὁ Κολιόπουλος ἐσύναξε στρατεύματα καὶ σὲ 5 ἡμέρες ἔφθασαν 5 χιλιάδες. Μαθαίνοντας ὁ Λόντος καὶ ἡ συντροφιά του, ὅτι ἔφθασαν τὰ στρατεύματα τὰ ἐδικά μου, ἀνεχώρησαν διὰ τὸ Ἄργος, καὶ ὄχι ὅτι ἔφθασαν τὰ στρατεύματα τὰ ἐδικά μου, ἀλλ᾿ ἔμαθαν ὅτι ὁ Δελῆ Ἀχμὲτ πασὰς ἐπήγαινε νὰ συνάξει τὴν σταφίδα. Ἀφοῦ ἀπελπίσθηκαν νὰ συνάξουν αὐτοὶ τὴν σταφίδα, τότε ἀνεχώρησαν, ἐπειδὴ δι᾿ αὐτὸ ἐκεῖ ἐκάθοντο. Ἅπλωσα τὰ στρατεύματα εἰς τὰ προσκυνημένα χωριά, καὶ ἔκαμα διαταγές, ὅτι ὅγοιο χωριὸ δὲν γυρίσει πίσω εἶναι τὰ σπίτια του καημένα, τὰ ἀμπέλια τους καημένα, θὰ τοὺς ἀφανίσω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς καὶ ὅτι ἂν ἐπιστρέψει, τὸ ἔθνος θὰ τοὺς συγχωρήσει, καὶ ἄλλα περισσά, φοβέρες. Ἐὰν στοχασθῆτε, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης θὰ σᾶς δώσει ἀπὸ 500 νὰ φυλᾶτε τὰ χωριά σας, εἶσθε γελασμένοι, διατὶ δὲν ἔχει τόσο στράτευμα, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος θὰ φεύγουν ἐκεῖνοι καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο θὰ ἐρχόμεθα ἐμεῖς νὰ καῖμε, καὶ νὰ σκοτώνουμε». - Λαμβάνοντας τὲς προσταγὲς τὲς ἔδειξαν τοῦ Ἰμπραΐμη, καὶ εἶπε ὅτι: «Ἐγὼ θὰ δείξω πόλεμο τοῦ Κολοκοτρώνη». Καὶ ἔτζι ἐγύρισαν ὀπίσω τὰ χωριά, ὁποὺ ἦταν προσκυνημένα, καὶ ἐπαίρνανε ὀπίσω τὰ προσκυνοχάρτια, καὶ τοὺς δίδαμε τοῦ ἔθνους. Καὶ ἔτζι ἐγύρισαν ὀπίσω εἰς τὰ χωριά τους, διὰ νὰ μὴ τοὺς κάψουν τὰ σπίτια τους. Καὶ ἐτράβηξα μὲ 8.000, καὶ ἐτραβήξαμε κατὰ τὴ Βοστίτζα, καὶ βγαίνοντας στὴν Βοστίτζα ἀγνάντια στὰ ψηλώματα, ἐβγάλαμε ἀνθρώπους νὰ τοὺς πλανέσομε διὰ νὰ ἐβγοῦν εἰς πόλεμον. Οἱ Τοῦρκοι δὲν εἶχον σκοπὸν νὰ πολεμήσουν, ἀλλὰ νὰ τρυγήσουν, καὶ εἰς τὴν ἄκρη τοῦ κάμπου εἶχαν τὴν καβαλλαρία τους, διὰ νὰ μὴν κατεβαίνουμε. Καὶ ἐκαθήσαμεν δύο ἡμέρες καὶ ἐπροκάλεσα, καὶ αὐτοὶ δὲν εἶχαν τὸν νοῦν τους διὰ πόλεμον. Βλέποντας ὅτι εἴμεθα ἄχρηστοι καὶ δὲν ἔχομε καὶ προβιζιόνες νὰ σταθοῦμε ἐκεῖ, ἐπῆρα τὸν Γενναῖον μὲ τὸ μισὸ στράτευμα, καὶ ἐτράβηξα εἰς τὸν Ἅγιον Βλάσην καὶ τὸν Κολιόπουλον, Μελετόπουλον, Πετιμεζάδες, τοὺς ἄφηκα Πάτρας καὶ Βοστίτζας χωριά. Πηγαινάμενος εἰς τὸν Ἅγιον Βλάση, λαβαίνοντας ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸ φρούριο τῆς Καρύταινας, καὶ λέγει ὅτι: «Ἡ Μεσσηνία πραγματεύεται νὰ προσκυνήσει - τὸν Νικήτα εἶχα ἀφήσει στὴν Μεσσηνία μὲ στράτευμα καὶ οἱ στρατιῶτες τοῦ ἔφυγαν (2) ἀπὸ τὴν πείναν - μόνον νὰ φθάσετε τὸ γληγορότερο νὰ μὴν πάθουμε καμμίαν». Ἄφηκα τὸν Γενναῖον, καὶ ἐπαράγγειλα καὶ τοῦ Κολιόπουλου νὰ σταθοῦν νὰ παρατηροῦν τὰ κινήματα τοῦ Δελῆ Ἀχμὲτ πασᾶ, καὶ τὸ προσκύνημα, ποὺ ἀρχίνησαν εἰς τὴν Γαστούνη καὶ Πύργον, καὶ ἐγὼ ἀνεχώρησα μὲ 200 σωματοφύλακας. - Ὁ πασὰς ἀπὸ τὴν Πάτρα συνάζει τὰ στρατεύματα καὶ τοὺς προσκυνημένους, καὶ πάει κατὰ τὸν Κολιόπουλο εἰς τὴν Καυκαριὰ - δυνατὸς τόπος - μόνον ἕνα ἔκαμε ὁ Κολιόπουλος, ὁποὺ δὲν ἔδωσε εἴδησιν τοῦ Γενναίου (3), ποὖτον 6 ὧρες μακρά· πλὴν ὁ Κολιόπουλος δὲν ἐνόμισε ὅτι πᾶνε ἐπάνω του οἱ Τοῦρκοι - καὶ ὡς ἐπήγαιναν ἀπάνου του, ἔκαμε ἕναν πόλεμον δυνατόν. Ἐσκοτώθηκαν ἕως 150 Τοῦρκοι, καὶ ἀπὸ τοὺς δικούς μας δὲν ἔπαθε κανεὶς τίποτε. Ἦτον μὲ τὸ Κολιόπουλον ὁ Χρίστος Φωτομάρας, ὁ Μελετόπουλος, ὁ Νικ. Πετμεζᾶς, καὶ ἄλλοι, ἦτον 2.000 καὶ οἱ Τοῦρκοι 8.000· καὶ ἔτζι ἐτράβηξε πάλιν ὁ πασὰς Δελῆ Ἀχμέτης καὶ ἐκατέβη εἰς τὴν Πάτραν καὶ εἰς τὴν Γαστούνην· ἔκαμε κατὰ τὴν Δίβρην· ἀμέσως καὶ ἡ Δίβρη καὶ τἄλλα χωριὰ ἐπροσκύνησαν. Ἀφοῦ ἔμαθεν ὁ Γενναῖος, ποὺ ἦτον εἰς τὸ Λιβάρτζι ἐναντίον των Τούρκων καὶ τῶν προσκυνημένων, καὶ ἐστρατοπεδεύθη εἰς τοὺς Παραλόγγους, ἀπέναντι τοῦ στρατοπέδου τοῦ Τούρκου μίαν ὥραν. Μαζὶ ἦτον καὶ ὁ Χρύσανθος, τὸ Σισινόπουλο (1) καὶ Θάν. Κουμανιώτης. Βλέποντας οἱ Τοῦρκοι τὸν Γενναῖον, σηκώθηκαν καὶ ἐτράβηξαν κατὰ τοῦ Λάλα. Ἔστειλεν ὁ Γενναῖος κοντά τους διάφορα σώματα καὶ ἐκτυπιόνταν, καὶ ἐβάρησαν τὴν πισινέλα τοῦ Τούρκου, καθὼς ἐκτυπήθηκε, καὶ μ᾿ ἕνα μπουλούκι εἰς τὸ γεφύρι τῆς Νεμούδας. Εἰς αὐτὸν τὸν ἀκροβολισμὸν ἐσκοτώθηκαν 40 Τοῦρκοι, πέντε ἐπιάσθηκαν, καὶ τρεῖς Ἕλληνες ἐσκοτώθηκαν. Ἐτράβηξεν ἐκεῖ ὁ πασὰς βιαίως ἀπὸ Γαστούνην καὶ Πάτρα, ὁ δὲ Γενναῖος ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Δίβρη διὰ νὰ τιμωρήσει τοὺς προσκυνημένους καὶ νὰ τοὺς γυρίσει εἰς τὸ ρωμαίϊκο, καθὼς καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὸ ἔθνος καὶ αὐτοὶ καὶ ὅλα τὰ πέριξ χωρία. Ἐπροσκύνησε καὶ ὁ Πύργος καὶ τοὺς ἔγραψε δύο γράμματα ὁ Γενναῖος, καὶ ὄχι μόνον δὲν ἤκουσαν, ἀλλ᾿ ἐπροσκάλεσαν καὶ τοὺς ἐπαρχιώτας τοῦ Φαναριοῦ νὰ προσκυνήσουν καὶ αὐτοί. Ὅθεν ἐβιάσθη ὁ Γενναῖος διὰ νὰ πάγει νὰ κάμει μερικὲς ζημίες· ἔκαψε σπίτια διὰ νὰ παραδειγματισθοῦν καὶ ἄλλοι πρὸς σωφρονισμόν.

Ἐγὼ ἐτράβηξα, ὡς εἶπα, καὶ ἐπέρασα τὴν ἐπαρχίαν Καλαβρύτου, Καρύταινας καὶ Λεονταριοῦ, καὶ ἐπέρασα στὴν Μεσσηνίαν, ὁποὺ ἦτον ὁ Νικήτας, εἰς τὸ χωριὸ Ζαβάζικα, κάτου εἰς τὰ καλύβια, στὴν Καλαμάτα δύο ὧρες. Καὶ εἰς τὸν πηγαιμό μου ἐμάζευα στρατεύματα καὶ ἐγινήκαμε ὡς χίλιοι Ἀρκαδιανοί, Ἀνδρουσανοὶ ἢ Μηλακιῶτες διὰ τρεῖς ἡμέρες χίλιοι. Τροφὲς (2) δὲν εἶχα· ἐδιάταξα τὰ χωριὰ καὶ ἐπῆρα διακόσια πινάκια γέννημα καὶ χίλια σφαχτὰ διὰ τὸ στράτευμα. Οἱ Πατραῖοι, οἱ Καλαβρυτινοὶ καὶ μέρος Φαναρίτες, ὁποὺ ἦτον προσκυνημένοι, γράφουν τοῦ Ἰμπραΐμη νὰ μὴ μᾶς τυραννάει. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἡμεῖς, ἀπὸ τὸ ἄλλο ἡ Καρύταινα. Ὅσο ἡ Καρύταινα ζωντανή, δὲν ἡσυχάζομεν. Τὸ προσκύνημά μας δὲν ὠφελεῖ. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐπῆρε ἕνα μέτρο, καὶ ἔστειλε τὸν Κεχαγιά του μὲ χίλιους μὲ τσεκούρια καὶ μὲ ἄρματα καὶ ἔστειλε στὴν Μεσσηνία νὰ βάλουν φωτιὰ καὶ τσεκούρι. Ὅσα δὲν ἐκαίονταν, νὰ βάνει τσεκούρι, ἐλαιῶνες, συκιές, μουριές. Ἔστειλε καὶ πέντε χιλιάδες καβαλλαραίους γιὰ νὰ στέκουν εἰς τὴν ἄκρη, στοὺς κάμπους, νὰ μὴν κατεβαίνουν οἱ Ἕλληνες καὶ τοὺς πολεμοῦν. «Καὶ ἡ ζωή σου, ἔλεγε στὸν Κεχαγιά, θὰ μὲ πληρώσει τὴν ζωὴν ὁποιουδήποτε φονευθεῖ, διότι δὲν σὲ στέλνω νὰ πολεμήσεις, ἀλλὰ νὰ καύσεις». Καὶ ἐκεῖνος ἐσύναξε τὸ στράτευμα καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ζαχάρω, τὸ λοιπὸ ποὺ τοῦ ἔμεινε· καὶ ἐπρόσταξε νὰ συναχθοῦν οἱ προσκυνημένες ἐπαρχίες νὰ πᾶν νὰ χαλάσουν τὴν Καρύταινα. Τοῦ Κεχαγιᾶ του τοῦ ἔδωκε μίαν προσταγὴ νὰ στείλει νὰ προσκυνήσουν εἰς τοὺς Μεσσηνίους, εἰμὴ καὶ δὲν προσκυνήσουν, νὰ ἀρχίσει τὸ ἔργον του· καὶ τὴν προσταγὴ τὴν ἔδωσε εἰς δύο σκλαβωμένους Γαστουναίους σκλάβους καὶ τὴν ἤφεραν ἐκεῖ ὁποὺ ἔντεσα καὶ ἐγώ. Διαβάζοντας τὴν διαταγήν, ποὺ ἦτον τόσον σφοδρά, τοῦ ἀποκρίθηκα, ὄχι ἀπὸ μέρος μου, ἀπὸ μέρος τοῦ λαοῦ τῆς Μεσσηνίας, ὅτι: «Αὐτὸ (3) ὁποὺ μᾶς φοβερίζεις, νὰ μᾶς κόψεις καὶ κάψεις τὰ καρποφόρα δένδρα μας, δὲν εἶναι τῆς πολεμικῆς ἔργον, διατὶ τὰ ἄψυχα δένδρα δὲν ἐναντιώνονται εἰς κανένα, μόνον οἱ ἄνθρωποι ὁποὺ ἐναντιώνονται ἔχουνε στρατεύματα καὶ σκλαβώνεις· καὶ ἔτζι εἶναι τὸ δίκαιον τοῦ πολέμου· μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὄχι μὲ τὰ ἄψυχα δένδρα· ὄχι τὰ κλαριὰ νὰ μᾶς κόψεις, ὄχι τὰ δένδρα, ὄχι τὰ σπίτια ποὺ μᾶς ἔκαψες, μόνον πέτρα ἀπάνω στὴν πέτρα νὰ μὴν μείνει, ἡμεῖς δὲν προσκυνοῦμε. Τί, τὰ δένδρα μας ἂν τὰ κόψεις καὶ τὰ κάψεις, τὴν γῆν δὲν θέλει τὴν σηκώσεις καὶ ἡ ἴδια ἡ γῆς ποὺ τὰ ἔθρεψε, αὐτὴ ἡ ἴδια γῆ μένει δική μας καὶ τὰ ματακάνει. Μόνον ἕνας Ἕλληνας νὰ μείνει, πάντα θὰ πολεμοῦμε καὶ μὴν ἐλπίζεις πὼς τὴν γῆν μας θὰ τὴν κάμεις δική σου, βγάλτο ἀπὸ τὸ νοῦ σου». Λαβαίνοντας τὴν ἀπόκρισιν ὁ Κεχαγιάς, τῆς εὐθὺς ἔβαλε τὸ ἔργον του, φωτιὰ καὶ τσεκούρι. Καὶ ἡμεῖς τὸ κεντήσαμε τὸ στράτευμά του εἰς πόλεμο, καὶ αὐτοὶ δὲν ἐκινιόταν εἰς πόλεμον, μόνε τὸ ἔργον τους. Καὶ πᾶνε τὴ νύκτα μερικοὶ Ἕλληνες καὶ ἔπιασαν τέσσερους Βουλγάρους ζωντανοὺς καὶ τοὺς ἐξέτασα καὶ μοῦ εἶπαν τὴν προσταγὴ νὰ μὴν κάμουν πόλεμον, μόνε νὰ κοιτάξουν τὴ δουλειά. Ἐγὼ τότενες ἐπέρασα εἰς τὸ Ἁρμυρὸ καὶ ἐκεῖ ἐσυνομίλησα μὲ τοὺς καπεταναίους καὶ ἄλλους Μανιάτες, νὰ βροῦμε ἕνα καΐκι νὰ στείλομε εἰς τοὺς ναυάρχους τὸ γράμμα τοῦ Ἰμπραΐμη καὶ τὴν ἀπόκριση τοῦ λαοῦ, ὁποὺ ἦτον ἀνοικτὰ ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴ Μεσσηνία, ἢ ὅπου τοὺς βροῦν. Καὶ εἶχε ὁ Παναγιώτης Καπετανιάνος Γιαννέας μία σκαμπαβία καὶ τῆς δώκαμε δέκα πέντε τάλλαρα καὶ τὰ γράμματα καὶ ἕνα γράμμα μου, καὶ ἔλεγα: «Ἰδοὺ τί κάνει ὁ ἐχθρὸς τῶν Ἑλλήνων». Καὶ ἐπῆγε γυρεύοντας ὅθεν τοὺς εὕρει. Καὶ ἐγὼ ἐτράβηξα καὶ ἐπῆγα μὲ τὸν Μούρτζινο καὶ εἶπα: «Τί κάνετε, ἀδέλφια; Νὰ πιάσωμεν τὸν Ἁρμυρὸ ποὺ ἔχω καὶ χίλιους στρατιώτας Πελοποννησίους». Καὶ ἔτσι ἐσυνάχθησαν καὶ ἐκίνησαν καὶ ὁ Ἀναστάσης Μαυρομιχάλης καὶ ἄλλοι καπεταναῖοι τῆς Μάνης καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν Ἁρμυρό. Τὴν ἴδια ἡμέρα ἔλαβα ἕνα γράμμα ἀπὸ Καρύταινα ἀπὸ τὸν Βασίλη Ἁλωνιστιώτη, ὅτι: «Τὸ Φανάρι ἀρχίζει νὰ προσκυνεῖ, μόνε πάρε μέτρα». Τῆς εὐθὺς ἔκραξα τὸν Μούρτζινο καὶ τοὺς καπεταναίους καὶ τὸν Νικήτα, καὶ ἐγὼ παίρνω διακοσίους νὰ περάσω ἀπὸ τὴν Καρύταινα, Λιοντάρι νὰ μάσω στρατεύματα, νὰ πάω κατὰ τὸ Φανάρι, νὰ ἔχω καὶ ἔγνοια, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης ἦτον εἰς τὴν Ζαχάρω καὶ ἐσύναζε στρατεύματα. Καὶ ἔτσι σὲ εἰκοσιτέσσερες ὧρες εὑρέθηκα στὴν Καρύταινα, καὶ ἔστειλα στρατεύματα κατὰ τὸ Φανάρι. Ἡ μὲν σκαμπαβία ἔντεσε νὰ εὕρει τὴν γαλλικὴν ἀρμάδα καὶ δίνοντας τὰ γράμματα τοῦ ναυάρχου τοῦ Γάλλου, ἔκαμε σινιάλο καὶ ἐμαζώχθηκαν καὶ οἱ τρεῖς Ναύαρχοι καὶ ἐδιάβασαν τὰ γράμματα καὶ δὲν ἐπίστευσαν, ὅτι εἶναι ἀληθινὸ ἐκεῖνο ὁποὺ κάνει ὁ Μπραΐμης, γιατὶ αὐτοὶ τοῦ εἶχαν στείλει πρῶτα νὰ παύσει τὸν πόλεμο, πλὴν ἐκεῖνο τὸ σκυλὶ δὲν ἄκουε καὶ ἐτήραε τὴν ἔχθρα, τὸ πάθος ὁποὺ εἶχε εἰς τοὺς Ἕλληνας. Τότε ἔκραξαν τὸν ἀείμνηστον καὶ μακαρίτην Ἅμιλτον καὶ μία φραντσέζικη καὶ ρούσικη φρεγάδα, καὶ ἦλθαν εἰς τὸ Ἁρμυρὸ νὰ ἰδοῦν ἂν τὰ γραφόμενα ἦτον ἀληθινά. Καὶ ἦλθαν εἰς τὸ Ἁρμυρὸ καὶ ἐβγῆκαν καὶ εὑρῆκαν τοὺς καπεταναίους ποὺ ἦτον μεινεμένοι ἐκεῖ. Ἀπὸ τὸ Ἁρμυρὸ ἕως τὴν Καλαμάτα εἶναι μιάμιση ὥρα ὁ τόπος ποὺ ἔκοβαν καὶ ἔκαιαν, καὶ οἱ καπεταναῖοι τοὺς ἔδειχναν τὸ τί κάνει ὁ Ἰμπραΐμης. Ἐμβῆκαν σὲ τρεῖς φελοῦκες οἱ τρεῖς κομαντάντηδες καὶ ἐβγῆκαν εἰς τῆς Καλαμάτας τὸ ποτάμι, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὸ Ἁρμυρὸ ὥρα μιάμιση, καὶ ἔκραξαν τὸν Κεχαγιὰ καὶ τοῦ εἶπαν νὰ παύσει τὴν φωτιὰ καὶ τὸ τσεκούρι. Καὶ αὐτὸς τοὺς ἀπεκρίθηκε: «Ἡ προσταγή μου εἶναι νὰ καίω καὶ νὰ κόβω ἀπὸ τὸν ἀνώτερόν μου». - «Διατί οἱ τρεῖς δυνάμεις τοῦ ἔστειλαν γράμμα νὰ κάμει ἀνακωχή, καὶ αὐτὸς κάνει πράγμα ποὺ δὲν εἶναι πράγμα τοῦ πολέμου (1) καὶ τῆς ἀνθρωπότητος» - «Ἐγὼ δὲν τὸ ἐξεύρω αὐτό, τὴν προσταγὴ τοῦ ἀνωτέρου μου κάνω, καὶ οἱ Ναύαρχοι καὶ ὁ Ἰμπραΐμης ἂς κάμουν ὅ,τι θέλουν». Καὶ τότε ἀνεχώρησαν οἱ κομαντάντηδες καὶ εὐθὺς ἔκαναν πανιὰ καὶ ἐπῆγαν εἰς τοὺς Ναυάρχους, καὶ τοὺς ὁμολόγησαν τί εἶδαν καὶ ἤκουσαν ἀπὸ τὸν Κεχαγιὰ τοῦ Ἰμπραΐμη. Καὶ τότενες ἀπεφάσισεν ὁ γενναιότατος Κόδριγκτον καὶ οἱ γενναιότατοι Ροῦσος καὶ Γάλλος καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸ Νιόκαστρο, καὶ τοῦ ἔκαψαν τὴν ἀρμάδα. Καὶ τότενες ὁποὺ ἐπῆγαν εἰς τὸ Ναβαρίνο νὰ ἤθελε εὑρεθοῦν καὶ δύο χιλιάδες Ἕλληνες, ἤθελαν σκοτώσουν τὲς δεκαπέντε χιλιάδες Τούρκους, γιατὶ ἔμεναν (2) εἰς ἀπελπισίαν, καίοντας τὴν ἀρμάδα. Καὶ τότενες ἔπαυσε καὶ τὴν φωτιά, καὶ ἀναχώρησε διὰ τὸ Νιόκαστρο· καὶ ὁ Ἰμπραΐμης, ποὺ ἦτο στρατοπεδευμένος καὶ νὰ πάει στὴν Καρύταινα, ἦλθε στὸ Ναβαρίνο, καὶ τότες ἔπαυσεν ὁ θυμὸς τοῦ πολέμου, στὸν Ὀκτώβριον μήνα. Ἐκείνη τὴν χρονιὰ ἔδωσε ἡ Καρύταινα 900.000 γρόσια εἰς τοὺς στρατιώτας διὰ μισθοὺς διὰ πέντε μήνας, ἀπὸ τὸν Ἰούνιον, Ἰούλιον, Αὔγουστον, Σεπτέμβριον, Ὀκτώβριον. Δὲν ἐστεκόμουν πουθενά, πότε εἰς τὴν Καλαμάταν, πότε εἰς τὴν Μεσσηνίαν, εἰς τὸ Λεοντάρι, Πάτρα, Καλάβρυτα, ποτὲ δὲν ἐξεκαβάλληγα. Διὰ ἕξ μήνας εἶχα 200 σωματοφύλακας, οἱ ὁποῖοι μὲ ἀκολουθοῦσαν παντοῦ. Ἀπὸ τὴν πολλὴν καβάλλα ἀρρώστησα, ἐφούσκωσαν τὰ πόδια μου καὶ τὰ ἀχαμνά (3) μου, ὁποὺ ἂν δὲν εἶχα τὸν Ἀγαμέμνον ἐχάνουμουν. Αὐτὸ τὸ καλοκαίρι ἐχάλασα 20 ρίζιμα χαρτὶ εἰς γράμματα καὶ εἰς διαταγάς. Ἡ Κυβέρνησις ἐτραβήχθηκε εἰς τὴν Αἴγινα καὶ δὲν τὴν ἔμελλε τίποτε, καὶ ἐκεῖ ἔμεινε, καὶ εἶχε μόνον τὰς ἐλπίδας της εἰς τὴν μεσιτείαν τοῦ Στρατφὸρ Κάνιγγ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν (4). Εἶχα ἕξ γραμματικοὺς καὶ ἔγραφαν ἡμέρα καὶ νύκτα, καὶ δὲν ἐπρόφθαναν. Εἰς τὸν καιρὸν τοῦ προσκυνήματος ἐφοβήβηκα μόνον διὰ τὴν πατρίδα μου, ὄχι ἄλλη φορά, οὔτε εἰς τὰς ἀρχάς, οὔτε εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Δράμαλη, ὁποὺ ἦλθε μὲ 30.000 στράτευμα ἐκλεκτό, οὔτε ποτέ· μόνον εἰς τὸ προσκύνημα ἐφοβήθηκα. Ἡ Ρούμελη ἦτον ὅλη προσκυνημένη, ἡ Ἀθήνα πεσμένη, τὰ ρουμελιώτικα στρατεύματα διαλυμένα, μόνον ἡ Πελοπόννησος ἦτον μεινεμένη μὲ τὰ δυὸ νησιά, Ὕδρα καὶ Σπέτζες, ὁποὺ εἶχαν δύναμιν. Ὁ Κιουταχὴς εἶχε πάρει προσκυνοχάρτια, ἐπάσχιζε νὰ πάρει καὶ ὁ Ἰμπραΐμης, διὰ νὰ τὰ στείλει εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ὅταν ἢ ὁ μινίστρος τῆς Ἀγγλίας ἢ ἄλλης δυνάμεως ἐμεσίτευαν εἰς τὸν Σουλτάνο διὰ τὴν Ἑλλάδα, νὰ τοὺς ἀποκριθεῖ: «Ποία Ἑλλάδα; Ἡ Ἑλλὰς εἶναι προσκυνημένη, νὰ τὰ προσκυνοχάρτια τους. Ἐκτὸς ἀπὸ μερικοὶ κακοὶ ἄνθρωποι, ἰδοὺ οἱ ἄλλοι ἐπροσκύνησαν». Τότε αἱ δυνάμεις δὲν εἶχαν τίποτε νὰ ἀποκριθοῦν, καὶ ἡμεῖς ἐχανόμεθα. Διότι, ἂν δὲν ἐπρόφθανα τὸ προσκύνημα, καὶ ἐπροσκύναε ἡ Πελοπόννησος, τότε τί ἤθελε κάμει καὶ ἡ Ὕδρα καὶ οἱ Σπέτζες; Ἤθελε χαθοῦν. Ἐβάσταξα τὸν κόσμον ἕως ὅτου ἔγινε ἡ ναυμαχία εἰς τὸ Νιόκαστρο, ἦλθε ὁ Κυβερνήτης καὶ ἡ ἐκστρατεία τῶν Φραντζέζων. Εἰς τὰ (1) 1826 ἀρχίνησα διὰ νὰ θαρρύνω τὸν κόσμο, καὶ ἔφτιασα τὰ σπίτια ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸ κάστρο, καὶ πύργο, καὶ ὁ κόσμος ἔλεγε, ὅτι ἂν ὁ Κολοκοτρώνης δὲν ἤξευρε ὅτι θὰ (2) ἐλευθερωθοῦμε, δὲν ἔκτιζε σπίτια, οὔτε ἔβαζε ἀμπέλια σ᾿ ἐθνικὴ γῆ. Καὶ διὰ νὰ ἰδεῖ ὁ κόσμος αὐτόν, ὅτι ἔκανε σπίτια, ἐμψυχώνετο ὁ κόσμος, ἐλάμβανε ἐλπίδες, καὶ ἔτσι τοὺς ἐνθάρρυνα.

Εἰς τὰς 6 Ἰανουαρίου ἦλθε ὁ Κυβερνήτης εἰς τὸ Νάπλι (3), καὶ ἐστάθηκε μία ἡμέρα (διατὶ ἦτον κομάντο ὁ Θεόδωρος (4) Γρίβας), καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Αἴγιναν. Τὸν ἐδέχθη τὸ Βουλευτικὸ καὶ τὸ Ἐκτελεστικό, ὡς Καποδίστριαν· καὶ τότες ἔκαμαν συνέλευσιν, καὶ τοῦ ἔδωσαν τὰ ἡνία τῆς Κυβερνήσεως. Καὶ περάσοντας πέντε - ἕξι ἡμέρες ἐδιέλυσε τὸ Βουλευτικό, καὶ ἔκαμε συμβούλους, Πανελλήνιο, καὶ ἄλλα συστήματα ποὺ εἶχαν οἱ Ἕλληνες, τὸ σύστημα τὸ πολιτικό. Καὶ ἀρχίνησε νὰ ὁδηγήσει καὶ τὰ στρατεύματα καὶ ἔκαμε στρατάρχη τὸν Ὑψηλάντη, καὶ τὸν ἔστειλε στὴν Ἐλευσίνα, στὰ Μέγαρα, καὶ ἐστάθηκε μερικὸν καιρόν. Καὶ ἔστειλε καὶ ἔβαλε Ἀστυνόμον, ἄλλαξεν ὅλα τὰ συστήματα, ἔβαλε τὸν Κουντουριώτην εἰς τὸ Οἰκονομικόν. Καὶ τότε ποὺ ἐκατάφθασε ὁ Κυβερνήτης ἦτον τὰ Πελοποννησιακὰ στρατεύματα κατεβασμένα ἕως τρεῖς χιλιάδες μὲ τὸν Γενναῖο διὰ νὰ πολεμήσουν τὴν τυραννίαν τοῦ Γρίβα, - διατί ἐλογάριαζε νὰ πάει νὰ χαλάσει τὸ Κρανίδι... ἔγραψε ἡ ἐπαρχία. Ὀλίγες ἡμέρες ἀρχύτερα ἦτον σκοτωμένοι οἱ Ἀργεῖοι μὲ τοὺς στρατιώτας τοῦ Γρίβα, καὶ ἐσκοτώθηκαν δέκα. Οἱ στρατιῶτες τοῦ Γρίβα εἴχανε πάρει καὶ ἕνδεκα χιλιάδες γιδοπρόβατα ἀπὸ τοὺς Βαλτιτσαίους ἀπὸ τὰ χειμαδιά τους, διατὶ ἐκρατοῦσε τὸ Παλαμήδι ὁ Γρίβας, (τότε ἐχάλασαν καὶ τὸν ἐλαιώνα, ἔκαψαν καὶ τὸ χωριὸ Φράρη) καὶ τὸ Ἴτζ Καλὲ ἐκρατοῦσε ὁ ἐξάδελφός του Στράτος. Καὶ ὁ Γ. Στράτος ἐκυνήγαε τοῦ Γρίβα τὸ κόμμα, καὶ ὁ Γρίβας ἐκυνήγαε τὸ δικό μας. Τότε ἔπιασε τὸν Γ. Τσόκρη καὶ τοῦ ἐπῆρε δέκα χιλιάδες γρόσια, καὶ ἔπιασε τὸν Ν. Μπούκουρα καὶ τοῦ ἐπῆρε εἴκοσι χιλιάδες καὶ ἄλλα τόσα κακὰ ἔκαναν. Ἐγὼ ἄργησα διὰ νὰ πάω εἰς τὴν Αἴγιναν, καὶ ἔγραψε ἕνα γράμμα διὰ νὰ πάω. Εἶπε τοῦ Ἀναστάση Λόντου, τότε Ἀστυνόμου: νὰ τὸ στείλεις χωρὶς νὰ τὸ δώσεις εἰς ἄλλου χέρια. Καὶ ἐγὼ ἤμουν κινημένος ἀπὸ τὴν Καρύταιναν, καὶ ἦλθα εἰς Ἄργος ποὺ ἦτον ὁ Γενναῖος καὶ τὰ ἄλλα στρατεύματα, καὶ ἐπῆγε εἰς τὸν Γενναῖον ὁ ἀποσταλμένος: - «Δόμου το», καὶ δὲν τοῦ ἔδωκε, καὶ ἔτζι ἦλθε εἰς τὸ κονάκι μου καὶ μοῦ τὸ ἔδωκε. Λαβαίνοντας τὸ γράμμα ἐκίνησα μὲ διακοσίους καὶ ἐπῆγα εἰς τὰ Ἐπίδαυρα, καὶ ἄλλους καπεταναίους, Τσόκρη καὶ ἄλλους πολλούς. Καὶ ἄφησα τοὺς στρατιώτας εἰς τὰ Ἐπίδαυρα, καὶ ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὴν Αἴγινα. Πηγαινάμενος καὶ ἐπαρρησιάσθηκα καὶ μ᾿ ἐδέχθηκε, γιατὶ εἴμασθε γνωρισμένοι ἀπὸ τὰ 1807, ὅταν ἀνεχώρησε διὰ τὴν Ρωσίαν (5) καὶ δεύτερα τὸν εἶχα ἀνταμώσει εἰς Κορφούς, ὅταν ἦλθε καὶ ἐπισκέφθηκε τὸν πατέρα του. Ὅταν ἐκατέβηκε εἰς τὴν Πίζα, καὶ ἔκαμε στάσιν ἐκεῖ, οἱ μερικοὶ φίλοι μας, τοὺς τόσους χρόνους τῆς ἐπαναστάσεως, εἶχαν γράμματα ἐναντίον μου, καὶ ἡ φήμη ἀπὸ τὲς ψευτιὲς τοῦ κόσμου, (ὡς καὶ τώρα ὁποὺ ἦλθε ὁ Βασιλέας μας) ὅτι ἔκαμα καλὸ εἰς τὴν πατρίδα, ἀλλὰ καὶ περισσότερο κακό. Ἔτζι τοῦ εἶχαν γεμίσει τὴν ἀκοήν του μὲ φήμη ψεύτικη, ὅτι ἔγδυσα τὸν κόσμο, ὅτι ἐτυραννοῦσα, καὶ ἄλλες κακουργίες τοιαῦτες, καὶ δὲν μὲ ἐτήραε μὲ καλὸ μάτι. Καὶ ἐγὼ τὸ ἐκατάλαβα, ὅμως εἶπα, τώρα ποὺ ἦλθε, ὡς τοιοῦτος ἄνθρωπος ποὺ εἶναι προκομμένος, θέλει καταλάβει εἰς ἕνα δύο μῆνες, ἂν καλὸ ἢ κακὸ ἔκαμα εἰς τὴν πατρίδα. Ἀπὸ ἐκεῖ μ᾿ ἐπῆρε, διορθώνοντας τὰ πράγματά του καλά, τῆς Κυβερνήσεώς του, καὶ τότε μ᾿ ἐπῆρε καὶ ἐπήγαμε εἰς τὸν Πόρο μὲ τὴν φρεγάδα τὴν Ἐγγλέζικη, ὁποὺ ἦτον φερμένος μὲ δαύτην, καὶ ἐχασομερήσαμε εἰς τὸν Πόρο δύο - τρεῖς ἡμέρες, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐμβῆκε πάλι εἰς τὴν φρεγάδα καὶ ἐτραβήξαμε καὶ ἐπήγαμε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Ὄντας ἀριβάραμε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, μ᾿ ἐπρόσταξε νὰ ἔβγω ἔξω εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὅτι: «Στ᾿ Ἀνάπλι δὲν βγαίνω, γιατὶ εἶμαι μαλωμένος μὲ τὸν Γρίβα, καὶ ἀντὶς νὰ κάμω καλό, ἠμπορῶ νὰ κάμω κακὸ τῆς Κυβερνήσεώς σου μὲ τέτοιους τρελλοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἡ ἐξοχότης σου κάμε μὲ τὸν ἀκατάστατον Γρίβα. Ὑπάγω εἰς τὸ Ἄργος, καὶ ὅταν τελειώσει ἡ ὑπόθεσις τ᾿ Ἀναπλιοῦ, πρόσταξέ με ποῦ νὰ πάγω». Καὶ ὁ Κυβερνήτης ἐβγῆκεν ἔξω καὶ ὁμίλησε τοῦ Γρίβα, καὶ ἐκατέβη ἀπὸ τὸ Παλαμήδι, τοῦ ἐπαράδωσε τὸ Παλαμήδι καὶ τοῦ ἔταξε διὰ νὰ παραδώσει τὸ Παλαμήδι νὰ τοῦ συμπαθήσει ὅσα σφάλματα ἔκαμε. Καὶ ὁ Γρίβας ὑποσχέθη νὰ πάρει 4 χιλιάδες καὶ νὰ πάει εἰς τὸν Τσούρτς, καὶ ἄλλα πολλὰ ταξίματα εἰς τὸν Κυβερνήτην· καὶ ὁ Γρίβας ἐσκιάζονταν νὰ πάει εἰς τὸν Πόρον διὰ ξηρᾶς ἀπὸ τὰ κακὰ ὁποὺ εἶχε καμωμένα, ἐφοβούνταν καὶ τὸν ἴσκιο του. Τὰ στρατεύματα δὲν ἦτον ἀκόμη διαλυμένα, καὶ τὸν ἔτρωγε ἀκόμη ὑποψία. Ἐδιόρθωσε τὰ κάστρα ὁ Καποδίστριας, καὶ εἶπε τοῦ Γρίβα, ὅτι: «Πᾶμε μαζὶ εἰς τὸν Πόρο, ἂν φοβᾶσαι, μὲ ὅρκο». Καὶ ἔτζι διορθώνοντας τὰ κάστρα τὸν ἐπῆρε καὶ ἐκεῖνον διὰ ξηρᾶς, καὶ τότε ἔστειλε εἰς τὸ Ἄργος τὸν γέροντα Βλασόπουλο, διὰ νὰ μοῦ εἰπεῖ νὰ πάω εἰς τὸν Πόρο καὶ νὰ λύσω ὅσα στρατεύματα καὶ ἂν ἔχω, τὰ στρατεύματα ὁποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὸ Ἄργος καὶ εἰς τὰ Ἐπίδαυρα, τὰ στρατεύματα τὰ Πελοποννησιακὰ ὅλα. Δὲν ἔλειψα νὰ διατάξω τὰ στρατεύματα νὰ λυθοῦν, διὰ νὰ πάει κάθε ἕνα εἰς τὸν τόπον του, καὶ ὅσους εἶχα λουφετζῆδες Ρουμελιῶτες, ἔστειλα, εἶπα τοῦ Γενναίου νὰ τραβηχθοῦν εἰς τὴν Καρύταινα καὶ νὰ τοὺς δίδω τροφάς, ἕως νὰ λάβω δεύτερη διαταγὴ ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη. Καὶ ἔτζι ἐμπῆκα εἰς τὴν φρεγάδα καὶ ἐπῆγα εἰς τὸν Πόρο. Σὰν ἐπῆγε μὲ τὸν Γρίβα εἰς τὸν Πόρο, τὸν ἄφησε ἔξω τοῦ Πόρου, καὶ ἔστειλε καὶ ἦλθε ὁ Ὑψηλάντης καὶ τὰ στρατεύματα εἰς τὴν Ἐλευσίνα, ὁ δὲ Γρίβας ποὖτον ἐκεῖ καὶ ἄλλα στρατεύματα (ποὺ τοῦ ἔταζε νὰ δώσει 4.000), τοῦ εἶπε, νὰ συνάξει ὅσους στρατιώτας δύναται καὶ τὸν ἀδελφόν του τὸν Γαρδικιώτη, νὰ πάει εἰς τὴν Βόνιτζα. Καὶ ἐπῆγε ὁ ἴδιος Καποδίστριας, διὰ νὰ ἐμπαρκαρισθοῦν στὸ καστέλι τοῦ Πόρου, ποὺ εἶχε φτιασμένο ὁ Ἐϊδέκ. Καὶ ἀπὸ τὲς 4.000 ποὺ τοῦ ἔταζε, ἐπαρρησίασε νὰ ἐμπαρκάρει 270, καὶ ἐν παρρησίᾳ τοῦ Κυβερνήτου ἄρχισαν τὴν ἀκαταστασίαν, καὶ ἐγύρευαν τοὺς λουφέδες πρὶν μισεύουν. Καὶ ἐθύμωσε καὶ ἐστράφη εἰς τὸν Πόρον, καὶ ἐκεῖνοι ἐμπαρκαρίσθησαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν γκενερὰλ Τσούρτς. Καὶ ἐχασομέρησε 5 - 6 ἡμέρες διὰ νὰ διορθώσει καὶ ἄλλα πράγματα. Καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Ἐλευσίνα, ὁποὺ ἦτον ὁ Ὑψηλάντης μὲ τἄλλα στρατεύματα καὶ ἔκαμε στρατάρχη τὸν Ὑψηλάντη, καὶ ἐβγῆκε εἰς τὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλάδα. Καὶ τότες ἐγύρισε πίσω εἰς τὴν Αἴγινα νὰ διοργανίσει τὸ ἔθνος, καὶ ἐδιοργάνισε 20 τάγματα ἀπὸ τὰ Ρουμελιώτικα στρατεύματα, καὶ ἀπὸ τὰ Μοραΐτικα κανένα. Τότενες, ὅταν ἐγύρισε, τοῦ εἶπα, ὅτι: «Ἐξοχώτατε, διατί δὲν κάνεις καὶ ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον τάγματα; Τὰ ἄρματα τῆς Πελοποννήσου τί θενὰ γένουν; Τί θενὰ γίνουν οἱ κόποι τους;» - Τότε μὲ ἀπεκρίθηκε: «Θοδωράκη (διατί ἔτσι μὲ ἔλεγε πάντοτε) δὲν καταλαβαίνεις τὰ ἐξωτερικά, διατί τὸ κάνω αὐτό. Νὰ ἠξεύρεις οἱ τρεῖς δυνάμεις ἀποφασίζουν μόνον τὴν Πελοπόννησον καὶ μέρος νησιά, καὶ δὲν ἔχουν σκοπὸν νὰ μᾶς πλατύνουν τὰ σύνορα. Καὶ ἐγὼ τὸ κάνω μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον, ὅτι νὰ εὑρίσκονται τὰ στρατεύματα τὰ Ρουμελιώτικα εἰς τὰ ἄρματα εἰς (1) τὰ σύνορά τους, καὶ οἱ Πελοποννήσιοι, ἂν κάμουν ἄρματα Πελοποννησιακά, οἱ σύμμαχοι θὰ εἰποῦν, τί θέλει ὁ Κυβερνήτης τὰ ἄρματα εἰς τὴν Πελοπόννησον, ποὺ ἡ Πελοπόννησος εἶναι ἐλεύθερη. Τηράει νὰ δυναμώνει τὰ στρατεύματά του καὶ δὲν τηράει ἐμᾶς ποὺ εἴμαστε διαφεντευτάδες τῶν Ἑλλήνων, καὶ κάνω κακὸ καὶ ὄχι καλό. Ὅμως, εἰπέ, εἰς τὰ στρατεύματα καὶ καπεταναίους τῆς Πελοποννήσου, νὰ ἰδοῦμε τί ὁ καιρὸς μὲ (2) διδάσκει καὶ νἆναι ἥσυχοι». Καὶ τότενες μ᾿ ἔκαμε ἕνα γράμμα διὰ τοὺς προσκυνημένους Πάτρα καὶ λοιπὰ καὶ τοὺς συγχωράει ἡ Κυβέρνησις, καὶ νὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ τὴν ἔκαμε τὴν διαταγὴ ἐπάνω εἰς ἐμένα καὶ ἐγὼ νὰ γράψω νὰ ἡσυχάσουν καὶ νὰ μὴν ἀνακατώνονται πλέον μὲ τοὺς Τούρκους. Τὴν διαταγὴ μὲ τὴν ἔδωκε στὰ ἔβγα τοῦ Γεναρίου καὶ ἔκαμα διαταγὰς εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας, καὶ ἔτσι οἱ προσκυνημένοι ἐτραβήχθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ δὲ Νενέκος εἰς τὰς 26 τοῦ Μαρτίου ἐπῆρε τοὺς Τούρκους καὶ ἐπῆγε κι ἐχάλασε μία οἰκογένεια Καρυτινὴ ὁποὺ ἦτον ἀπὸ παλαιὰ εἰς τὴν Πάτρα (1), ἐσκλάβωσε τὰ παιδιά, οἱ ἄνδρες ἐγλύτωσαν μόνον μὲ τὸ κορμί, μὲ τὸ τουφέκι στὸ χέρι, τοὺς πῆρε 6.000 σφαχτά. Εἰς τὰ 26, ὅταν ἐπρωτοπροσκύνησε, εἶχα διατάξει ἕναν λεγόμενον Σαγιᾶ νὰ τὸν σκοτώσει. Ὁ Σαγιᾶς μοῦ ἐζήτησε τὴν ἄδειαν καὶ ἐγὼ εἶχα τὴν ὄρεξιν, καὶ πάλιν ὅταν ἄκουσα καὶ ἐσκλάβωσε τοὺς Ἕλληνας τὸν ἐντεμπίχιασα μὲ ἕνα γράμμα: «Ἄπιστε, διατί δὲν τὸν σκοτώνεις, ποὺ ἀκόμη μὲ τοὺς Τούρκους εἶναι, ἀφοῦ ἦλθε ὁ Κυβερνήτης;» Τότε ὁ Σαγιᾶς ἔσμιξε τὸν Νενέκο καὶ ἐσκοτώθη (2) ὁ Νενέκος. Εἰς τὰ 1828 ἔγιναν παράπονα. Ὁ Νενέκος εἶχε φερμάνι ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ τὸν ἔλεγαν Μπέη Νενέκο.

«Διατί τοὺς Ρουμελιῶτες τοὺς ἔκαμα τάγματα καὶ τοὺς ἔβαλα στὰ σύνορα; Διὰ νὰ λέγουν ὅτι αὐτοὶ εἶναι εἰς τοὺς τάφους τῶν γονέων τους καὶ εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς των, καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ τοὺς ἐμποδίσω διὰ τὲς φαμελιές τους, βιὸς ποὺ ἔχασαν (3), καὶ διὰ τοῦτο δὲν βάνω Πελοποννησίους· πλὴν καὶ τοῦτοι, θὰ εὕρουν τὸν καιρόν τους καὶ θὰ εὕρουν τὰ δίκαιά τους». Ἦτον τέχνη του διὰ νὰ μακρύνει τὰ σύνορα καὶ νὰ ἔχει καὶ τὰ συνόρατα δυναμωμένα ἀπὸ τὲς καταδρομὲς τῶν Τούρκων. Τοῦτοι ὁρκώθηκαν εἰς τὰς συνελεύσεις νὰ πεθάνουν ὅλοι μαζὶ ὅσοι σηκώθηκαν στὰ ἄρματα καὶ ἂν κινδυνεύσουν οἱ Ρουμελιῶτες νὰ πᾶνε οἱ Πελοποννήσιοι πρὸς βοήθειάν τους.

Τὸν Μάϊον μήνα ἔφθασαν καὶ τὰ στρατεύματα τὰ Γαλλικά, ἀρχηγὸς ὁ Μαιζόν μὲ 14.000 καὶ μὲ ὅλην τὴν ὕλην τὴν πολεμικήν, θαλάσσιον καὶ ξηρᾶς. Τότες ὁ μακαρίτης ὁ Κυβερνήτης ἦλθε διὰ θαλάσσης στὸ Πεταλίδι, καὶ ἀκούοντας κι ἐγὼ ποὺ ἤμουν εἰς τὴν Καρύταινα, ἐπῆρα καμμιὰ ἑκατοστὴ ἀνθρώπους καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν Μεσσηνία καὶ ἦτον καὶ ὁ Νικηταρᾶς. Ἐσυνομίλησε καὶ ὁ Κυβερνήτης μὲ τὸν γκενερὰλ Μαιζὸν καὶ ὁ γκενερὰλ Μαιζόν ἔστειλε γράμματα εἰς τὸν Ἰβραΐμη, πὼς εἶναι προσταγμένος ἀπὸ τὰς τρεῖς Δυνάμεις νὰ ἔλθει μὲ τὰ στρατεύματά του εἰς τὴν Πελοπόννησον, καὶ ἀκόμη προσταγμένος νὰ σοῦ γράψω νὰ συνάξεις τὰ λείψανα τῶν καραβιῶν σου καὶ τὰ στρατεύματα, νὰ τραβηχθεῖς ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον, κι ἂν παρακούσεις καὶ δὲν τραβηχθεῖς, εἶμαι προσταγμένος νὰ σὲ πολεμήσω στεριᾶς (4) καὶ θαλάσσης. Καὶ τὸ στράτευμα ὅλο τὸ εἶχε βγαλμένο εἰς τὸ Πεταλίδι ἔξω εἰς τὴν ξηράν, καὶ ἀρχίνησε καὶ ἔφτιανε ἐργαλεῖα, κοφίνια καὶ ἄλλα διὰ μπαταρίες. Καὶ ἐζήτησε τοῦ Κυβερνήτου νὰ τοῦ ἀφήκει ἕνα στρατηγὸν μὲ ὀλίγους διὰ ὁδηγόν, νὰ εἶναι ὁδηγὸς τοῦ στρατεύματος διὰ τὸν τόπον, καὶ τοῦ ἄφηκε τὸν Νικηταρᾶ. Καὶ ἐπῆρε τὰ στρατεύματα καὶ ἐπῆγε μέρος κατὰ τὴν Κορώνη καὶ μέρος κατὰ τὸ Νεόκαστρον, καὶ ἐγὼ ἀνεχώρησα διὰ τὴν Καρύταινα.

Ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ὅσοι ἦτον εἰς τὴν Κορώνην Τοῦρκοι, δύο - τρεῖς χιλιάδες, ἀπεσκίρτησαν ἀπὸ τὸν Ἰμπραΐμη, βλέποντας τὴν δύναμιν τῶν Φραντζέζων καὶ τὴν ἀδυναμίαν τοῦ Ἰμπραΐμη, καὶ ἐτραβήχθηκαν μὲ σκοπὸ νὰ ὁμιλήσουν μὲ ἐμένα καὶ νὰ τοὺς σιγουράρω τὴν διάβασιν ἀπὸ τὸ Δερβένι νὰ περάσουν τὴ Ρούμελην, καὶ ἐτράβηξαν καὶ ἦλθαν ἴσια μὲ τὴν Ἀρκαδιὰ - τὸ σύνορο. Καὶ μαθαίνοντας ὁ Ἰμπραΐμης ὅτι ἐβγῆκαν, ἔστειλε καὶ τοὺς ἐπολέμησε καὶ ἐσκοτώθηκαν καμμιὰ ἑκατοστὴ τακτικοί. Καὶ μοῦ ἔστειλαν νὰ μιλήσομε νὰ κάμομε τρατάτο διὰ νὰ περάσουν. Καὶ ἐγὼ ἐδέχτηκα τὸ τρατάτο καὶ ἔστειλα τὸν Γενναῖο καὶ τὸν Κολιόπουλο εἰς τὸ Δερβένι τοῦ Λεονταριοῦ, καὶ ἀνταμώθηκαν καὶ ὁμίλησαν: Ὅσους σκλάβους ἔχουν νὰ τοὺς ἐλευθερώσουν. Καὶ ἐστρέχθηκαν καὶ ἐβγῆκαν εἰς τῆς Καρύταινας τὸν κάμπο μαζὶ μὲ τὰ στρατεύματα τὰ ἐδικά μας· εἰς τὴν Καρύταινα 2.000 καβαλλαρία καὶ 1.000 πεζοί. Εἰς τὴν Καρύταινα ἦλθαν οἱ μπέηδες καὶ μὲ ἀντάμωσαν· ἀπὸ ἐκεῖ ἐτράβηξαν διὰ τὴν Τριπολιτσὰ καὶ ἐτέντωσαν ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴν Τριπολιτσά. Καὶ αὐτοὶ ἐσκόπευαν νὰ πιάσουν τὸν Γενναῖον καὶ τὸν Κολιόπουλον διὰ ἐνέχυρον, καὶ ἐγὼ τοὺς εἶχα τεμπίχι νὰ μὴ πηγαίνουν στὸ ὀρδί. Καὶ ὁ Γενναῖος μίαν ἡμέραν ἐπῆγε μόνος του στὸ ὀρδὶ - (κάλλιο νὰ τὸν σκοτώσω ἐγώ, παρὰ νὰ τὸν πᾶνε σκλάβο), καὶ ἐσηκώθηκα καὶ ἐγὼ καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν Τριπολιτσά, καὶ ἐπολέμαε... Καὶ ἐπῆγε ἕνας Ἕλληνας τζασίτης καὶ τοὺς εἶπε: «Αὐτοῦ ποὺ πᾶτε διὰ τὰ Δερβένια σᾶς ἔχουν χωσιὲς νὰ σᾶς σκοτώσουν». Καὶ τότε ἐγύρισαν οἱ Τοῦρκοι στὸν κάμπο νὰ πᾶνε εἰς τὸ Ἄργος, καὶ ἐγὼ μὲ τὸ στράτευμα ἐπῆγα εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπο. Τοὺς πήγαινα πάντοτε πίσω στὸ πλευρό. Καὶ κατέβηκαν (1) εἰς τοὺς Μύλους τοὺς Ἀφεντικούς, καὶ ἔρριξαν τὸ ὀρδί τους. Ὁ γκενεράλες ὁ Φραντζέζος μὲ τὸν Κυβερνήτη ποὺ ἦτον εἰς τὴν Μεσσηνία, τοῦ εἶπε, ὅτι: «Νὰ μὴ σκοτώσουν οἱ Πελοποννήσιοι τοὺς Τούρκους, μόνε νὰ στείλεις τὸν ἀδελφόν σου». Τότε ἔστειλε ὁ Κυβερνήτης τὸν ἀδελφόν του στοὺς Μύλους καὶ ἔκαμε γράμμα νὰ περάσουν οἱ Τοῦρκοι, ἀπείραγοι. Ἐρχόμενος ὁ Αὐγουστίνος, μὲ ἀντάμωσε καὶ μοῦ ἔδωσε τὴν διαταγὴν τοῦ Κυβερνήτου, ὁποὺ ἔγραφε νὰ πᾶνε σάϊκοι, καὶ στέλνω καὶ τὸν Αὐγουστίνο νὰ τοὺς συνοδεύσετε. Τότενες λέγω τοῦ Αὐγουστίνου: «Ἔχομε τρατάτο νὰ ἔβγουν, πλὴν νὰ ἐλευθερώσουν τοὺς σκλάβους». - «Αὐτὸ ποὺ ἔχετε μιλημένο, κάμετέ το». Τότε ἔκραξα τοὺς μπέηδες, τὰ κουμάντα τῶν Ἀρβανίτων, νὰ τοὺς ὁμιλήσω διὰ τὴν ὑπόθεσιν αὐτὴν τῶν σκλάβων, καὶ μοῦ ἀποκρίθηκαν, ὅτι: «Στεῖλε ἀνθρώπους μέσα καὶ ὅσα παιδιὰ εὕρουν ἂς τὰ πάρουν». Ἔστειλα δύο καπεταναίους καὶ ἔβγαλαν καμμιὰ 80 παιδιὰ ποὺ εἶχαν τουρκεμένα καὶ 20 γυναῖκες - 100· καὶ εἶχαν δύο - τρεῖς γυναῖκες ἐνδυμένες ἀντρίκια καὶ τὲς ἐπῆρα στανικῶς καὶ τοὺς ἐλευθερώσαμε ὅλους, καὶ τοὺς ἔδωκα ὁδηγοὺς κοντὰ καὶ ἀπὸ πίσω μὲ τὸν Αὐγουστίνο καὶ ἐπηγαίναμε νὰ περάσουν τὴν Κόρινθο (2), καὶ ἐτράβηξαν τὴν ἡμέρα, καὶ ἔρριξαν τὸ ὀρδί τους στὸν Ἅγιο Βασίλη, καὶ ὁ Αὐγουστίνος μοῦ λέγει: «Νὰ πᾶμε καὶ ἐμεῖς στὸ ἴδιον τόπο». Ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Δὲν εἶναι δική σου δουλειά, ἠμπορεῖ νὰ μᾶς κάμουνε ἀπιστιά, πιάνοντες ἐμᾶς ἠμποροῦν νὰ πᾶνε ὅπου θέλουν, καὶ τὸ δικό μας στράτευμα 400 ἄνθρωποι». Καὶ ἐπῆγα εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον μίαν ὥρα ἀλάργα, καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐτράβηξαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἐπῆγαν ἀπὸ κάτω στὴν χώρα, διατὶ στὸ κάστρο ἦταν φρουρὰ Ἑλληνικὴ καὶ τὴν χώραν τὴν κρατοῦσαν Ἕλληνες. Καὶ ἔτζι ἐπήγαμεν ἐμεῖς μὲ τὸν Αὐγουστίνον καὶ εἴχαμε κονάκι ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ κάστρο, διατὶ πάντοτε ἐφοβούμαστε. Καὶ ἐστείλαμε τοῦ Ὑψηλάντη, ποὺ ἦτον στὴ Λευσίνα, νὰ ἔλθει εἰς τὸ Λουτράκι μὲ τοὺς ταγματάρχας διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν, κατὰ τὴν προσταγὴν τοῦ Κυβερνήτου νὰ ἐλθοῦν νὰ περάσουν εἰς τὸ Δερβένι. Καὶ ἐρχάμενοι ἐπήγαμε καὶ τοὺς ἀνταμώσαμε εἰς τὸ Λουτράκι μὲ τὸν Αὐγουστίνο. Τότενες οἱ Φραντσέζοι ἔστειλαν ἕνα κορβέτο, διὰ νὰ ἰδεῖ ἐὰν τοὺς Ἀρβανίτες τοὺς ἀφήνομε νὰ περάσουν (ἀπὸ τὴν Πάτρα τὸ ἐβάρεσαν), καὶ ἦλθε νὰ παρατηρεῖ τὰ κινήματα τὰ ἐδικά μας. Καὶ ὁ Ὑψηλάντης ἐγύρευε νὰ ἀφήκουν τὰ ἄρματά τους καὶ τὰ ἄλογά τους καὶ τότε νὰ περάσουν· ὅτι καὶ ἐμεῖς δυνάμεθα νὰ τοὺς βαρέσομε στὴν Πελοπόννησο, ἂν ἠθέλαμε νὰ τοὺς σκοτώσομε, τοὺς σκοτώναμεν εἰς τὴν Πελοπόννησον, ἀλλὰ διαταγὴ τῆς Κυβερνήσεως εἶναι νὰ περάσουν, ἐγὼ τοὺς εἶχα ἐνέχυρα διὰ τὴν διάβασίν τους. Οἱ Τοῦρκοι, βλέποντας τὴν ἀκαταστασίαν ἐκίνησαν μὲ τὰ ἐνέχυρα μίαν αὐγὴν διὰ τὰ Μαῦρα Λιθάρια, περνοῦν ἀπὸ Βοστίτζα εἰς Πάτρα, καὶ ἡμεῖς ἐκινήσαμε στρατεύματα διὰ νὰ τοὺς κτυπήσωμεν, ἐπειδὴ ἐπαράβηκαν, παίρνοντες τὰ ἐνέχυρα. Ἂν ἐπιάναμε τὰ Μαῦρα Λιθάρια δὲν ἐπέρναε κανείς.

Ὁ καπετὰν Χρίστος Ἀλεξανδρόπουλος ἀπὸ Στεμνίτσα μὲ λέγει τὰ ἀκόλουθα: Οἱ Τοῦρκοι στρατοπεδεύονται ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴν Πάτρα. Ἔστειλε ὁ Ντελῆ Ἀχμέτης ἕναν ἄνθρωπό του νὰ πᾶνε οἱ Ἀρχηγοὶ νὰ κουβεντιάσουν. Ἐσηκώθηκαν οἱ δύο μπέηδες οἱ χαλδούπηδες ποὺ ὅριζαν τὴν καβαλλαρίαν καὶ ἐπῆγαν μέσα διὰ νὰ τοὺς κουβεντιάσει· τοὺς ρώτησε «διατί φεύγετε ἀπὸ τὸν Ἰμπραΐμη;» - «Δὲν μᾶς ἔδωκε τοὺς μισθούς μας». - «Ἐγὼ σᾶς δίδω τοὺς μισθούς σας νὰ καθήσετε μεταμένα». Ἦλθε καὶ ὁ μπέης ὁ Ἀρβανίτης καὶ ὁμίλησε μὲ τὸν πασὰ διὰ νὰ μείνει, αὐτὸς δὲν τὸ ἔστερξε διὰ νὰ μείνει, ἔτσι τὸν ἐκτύπησε ὁ πασάς, τὸν ἐβάρεσε μὲ τὸ σπαθί· τότε τοῦ φωνάζει: «μὴ βαρεῖς», καὶ ἔβγαλε τὴν κουμπούρα καὶ τὸν ἐφόνευσε. Τότε καὶ οἱ ἄλλοι νεοφερμένοι ἐπῆραν τὸ κάστρο. Ὁ Μπέης ποὺ ἐσκοτώθηκε ὀνομάζετο Μουσάμπεης Γαρδικιώτης. Οἱ Ἀρβανίτες καὶ οἱ χαλδούπηδες ἔπειτα ἀπὸ ἕξ ἡμέρες ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Πάτρα· πᾶνε εἰς τὰ Ἰωάννινα· τὰ ἐνέχυρα ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Ἀρβανιτιά. Τότες ἐγὼ καὶ ὁ Αὐγουστίνος ἐπήγαμεν ἕως τὰ Τρίκαλα καὶ ἐγυρίσαμε πίσω εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Τότε ἐπαρακίνησα καὶ τὸν Κυβερνήτη καὶ ἐσήκωσε τὴν Κυβέρνηση καὶ ἦρθε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι.

Ἀλησμόνησα νὰ εἰπῶ, ὅτι τὸν Ἀπρίλιον, εἰς τὰ 1827, ὅταν ἤκουσε [ὁ] Ἰμπραΐμης ὅτι ἔρχονται στρατεύματα φραντζέζικα, ἐπῆγε εἰς τὴν Τριπολιτζὰ μὲ ὅλα του τὰ στρατεύματα, ἐγκρέμισε τὰ τείχη τῆς Τριπολιτζᾶς ἐκ θεμελίων, καὶ ὅλα τὰ σπίτια τῆς Τριπολιτζᾶς, καὶ ἔσπειρε ἁλάτι. Ἀφοῦ ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, ἔπιασε 25 ἐδικούς μας Ἁλωνιστιώτας, ὅλους συγγενεῖς μας. Ὅταν ἐπήγαινε εἰς τὸν κάμπον τοῦ Λεονταριοῦ ὁ Σεχνετζίπης, εἶπε τοῦ Ἰμπραΐμη καὶ τοὺς ἔστειλε μὲ ἕνα γράμμα εἰς τὴν Καρύταινα τοῦ Γενναίου. Ὁ Γενναῖος ὀρδίνιασε μιὰ ἑκατοστὴ σκλάβους ὁποὺ εἶχε καὶ τοὺς ἔστειλε εἰς τὴν Μοθώνην.

Ὁ Ἰμπραΐμης μοῦ ἐπαράγγειλε, μιὰ φορά, διατί δὲν στέκω νὰ πολεμήσωμεν. Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα ὅτι, ἂς πάρει πεντακόσιους - χίλιους, καὶ παίρνω καὶ ἐγὼ ἄλλους τόσους, καὶ τότε πολεμοῦμε, ἢ ἂν θέλει, ἂς ἔλθει καὶ νὰ μονομαχήσωμεν οἱ δύο. Αὐτὸς δὲν μὲ ἀποκρίθηκε εἰς κανένα. Καὶ ἂν ἤθελε τὸ δεχθεῖ, τὸ ἔκαμνα μὲ ὅλην τὴν καρδιά, διότι ἔλεγα: ἂν ἐχανόμουν, ἂς ἐπήγαινα· ἂν τὸν χαλοῦσα, ἐγλύτωνα τὸ ἔθνος μας.

Ὁ Κυβερνήτης ἔρχεται εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸν Ἰανουάριον, πηγαίνει εἰς τὴν Αἴγιναν, ὅπου ἦτον ἡ Ἀντικυβερνητικὴ ἐπιτροπὴ καὶ τὸ Βουλευτικόν. Ἐκεῖ ἐπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἔγινε δοξολογία καὶ δὲν ἠθέλησε νὰ ὁρκωθεῖ πρὶν νὰ κάμει τὰς παρατηρήσεις του. Εἶπε ὅτι: ἂν θέλετε νὰ διοικήσω, νὰ διαλυθεῖ τὸ Βουλευτικό, διότι ἐγὼ δὲν ἐμπορῶ νὰ δουλεύσω. Ἔχει ἡ πατρίς μας καὶ ἐχθροὺς καὶ φίλους, ἢ ἂν (1) καὶ δὲν θέλετε, ἐγὼ μένω καὶ θέλει δουλεύσω ὅσο εἶναι δυνατόν, ὡς μερικός. Τοὺς εἶπε αἴτια ἐξωτερικά. Διελύθηκε μόνον του τὸ Βουλευτικό, καὶ ἂν ἦτον κανένας βουλευτὴς δυσαρεστημένος, ἦτον περισσότερον διὰ τοὺς μισθούς του. Ὀργάνισε τὸ κράτος, ἔστειλε ἐπάρχους, ἐκτάκτους ἐπιτρόπους, ἄρχισε ἀνταπόκριση τακτική, ὁ καθένας νὰ γνωρίζει τὰ χρέη του. Ὁ στρατιωτικὸς ὡς στρατιωτικός, ὁ πολιτικὸς σὰν πολιτικός. Ἐσύστησε τὸ Πανελλήνιον καὶ τοὺς ἔβαλε ὅλους τοὺς ἄρχοντας μέσα· τὸν Κουντουριώτην τὸν ἔκαμε πρόβουλον τῆς Οἰκονομίας, τὸν Ζαΐμην πρόβουλον τοῦ Ἐσωτερικοῦ. Μολαταῦτα ἄρχισαν κάτι νὰ μιλοῦν, κάτι νὰ ἀντενεργοῦν, παρὰ μυστικά. Καὶ πρὶν νὰ ἔλθει ὁ Κυβερνήτης, ἐγύρευαν νὰ ἀντενεργήσουν μερικοί, διατὶ ἐπρόβλεπαν ὅτι ὅταν συστηθεῖ μία τακτικὴ Κυβέρνησις δὲν ἠμπορεῖ ὁ καθένας νὰ κάμει ὅ,τι θέλει. Ὁ Κυβερνήτης αὐτοὺς ὁποὺ τοῦ ἀντιστάθηκαν, αὐτοὺς εἶχε ἀγκαλιάσει πρῶτα. Τὰ ζιζάνια ἄρχισαν νὰ ἐμβαίνουν. Οἱ ἀδελφοί του, ποὺ νὰ εἶχαν κόψει τὸ ποδάρι τους ἐκεῖ ποὺ ἐκίνησαν νὰ ἔλθουν (2) εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἔφθασαν καὶ ἐκεῖνοι. Ἦλθε καὶ ὁ Ριμποπιέρος καὶ ὁ Καλεμινότ, ὁ πρέσβης ὁ Γάλλος, διὰ νὰ λάβουν πληροφορίας διὰ τὲς γαῖες τὲς ἐθνικὲς καὶ διὰ τὰ λοιπά. Ἔκαμε ὁ Κυβερνήτης καὶ ἐπιτροπὴ διὰ νὰ (3) ἐξετάσει αὐτά. Ἐδιορίσθηκαν καὶ ὅλοι οἱ ἔπαρχοι διὰ νὰ δώσει ὁ καθένας πληροφορίας. Μία ἡμέρα ἐπῆγα ἐγὼ καὶ ὁ Ρίζος... εἰς τὸν Ριμποπιέρην. Ἐκεῖ ἦλθε ἡ ὁμιλία καὶ ὁ πρέσβης μᾶς λέει, ὅτι τοῦ Σουλτάνου πόσον θὰ τοῦ παραξενοφαίνεται νὰ βλέπει τὴν σημαίαν τὴν Ἑλληνικὴν νὰ περνάει ἀπὸ ἐμπρὸς ἀπὸ τὰ μάτια του, καὶ ἀπὸ τέτοια. Ἄρχισε καὶ ὁ Ρίζος νὰ τοῦ λέγει, πλὴν φοβισμένα ἀλὰ πολίτα. Ἐγὼ τοῦ λέγω: «Κὺρ Ρίζο, ἄφησέ με νὰ εἰπῶ καὶ ἐγώ. Ἐξοχώτατε, λέγετε πὼς θὰ ὑποφέρει ὁ Σουλτάνος νὰ βλέπει τὴν σημαίαν μας νὰ περνάει ἀπὸ ἐμπροσθά του, καὶ ὅτι τοῦ κακοφαίνεται - καὶ δὲν μᾶς κακοφαίνεται καὶ ἐμᾶς ὁποὺ τοὺς ὑποφέραμεν τόσον καιρὸν εἰς τὴν γῆν τῶν προγόνων μας, καὶ κάθεται ἀκόμη εἰς τὰ πατρικά μας σπίτια καὶ τοὺς ὑποφέρομεν ἀκόμη, καὶ ἐκεινοῦ θὰ τοῦ κακοφανεῖ διατὶ θὰ περνάει ἡ σημαία μας; Αὐτὰ ὅλα νὰ τὰ εἰπεῖς τοῦ αὐτοκράτορος Νικολάου, σὲ ὁρκίζω εἰς τὴν τιμήν σου νὰ τοῦ τὰ εἰπεῖς».

Τὴν ἄλλην ἡμέραν ὁ Κυβερνήτης μοῦ λέγει: «Θεοδωράκη, τί εἶναι αὐτὰ ποὺ εἶπες!» - «Ἂν δὲν εἶναι (4) καλά, νὰ μὲ συμπαθήσετε, τέτοιας λογῆς εἶμαι μαθημένος». - «Ὄχι, καλὰ ἀποκρίθηκες».

Ὁ Κυβερνήτης μὲ εἶπε καὶ ἐχαιρέτησα τοὺς τρεῖς μινίστρους στὸν Πόρο καὶ ἐπῆγα εἰς τὸν Ἰγγλέζο καὶ ἦτον ἕνας συγγενής του πεθαμένος καὶ ὅσο ποὺ τὸν ἐχαιρέτησα μόνον. Καὶ ἔπειτα ἐπῆγα εἰς τὸν Γκιλμινὸ (5) καὶ μὲ ἐρώτησε διὰ τὴν ἐθνικὴν γῆν καὶ τοῦ ἀπεκρίθηκα μὲ τί τρόπο λέγεται ἐθνικὴ γῆ: «Ὄντας ἦλθε ὁ Τοῦρκος καὶ ἔκαμε ζάπι τὴν Πελοπόννησο στὰ 1717, ποὺ ἐπῆρε τὴν Πελοπόννησο καὶ τὴν ἔκαμε ζάπι, ἔμειναν Τοῦρκοι καθαυτὸ ἕως εἴκοσι φαμιλιὲς μεγάλες, ἄφηκε στὴν Πάτρα δύο φαμιλιές, ἄφηκε στὴν Γαστούνη τοὺς Χωτομαναίους, ἄφηκε εἰς τὸ Νιόκαστρο τὸν Ἄμμο, ἄφηκε εἰς τὴν Κορώνη τὸν Σαλὴμ Χατζῆ, τοὺς μπέηδες τῆς Κορώνης, ἄφηκε εἰς τὴν Μοθώνην ἄλλη μία οἰκογένεια, ἄφηκε εἰς τὴν Ἀνδρούσα τὸν λεγόμενον Μουσάγα, ἄφηκεν εἰς τὸ Λεοντάρι Πιγλὶ καὶ Σελδαρόγλη, ἄφηκε εἰς τὸν Μυστρὰ τοὺς μπέηδες, ἄφηκε εἰς τὴν Τριπολιτσὰ τὸν Ἀρναούτογλου καὶ Δεφτὲρ - Κεχαγιὰ καὶ ἄλλους, ἕνα - δύο φαμελιές. Ἄφηκε εἰς τὴν Μονεβασιὰ δύο οἰκογένειες, ἄφηκε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι ἄλλες τρεῖς οἰκογένειες μπέηδες, ἄφηκε εἰς τὴν Κόρθο τοὺς Χαληλμπέηδες, εἰς τὰ Καλάβρυτα καὶ εἰς τὴν Βοστίτσα καὶ Καρύταινα. Ἐπῆγαν στερνότερα Τοῦρκοι καὶ κατοίκησαν καὶ στὴν Καρύταινα, ὁ καθένας ἀπὸ ἑκατὸν ψυχές, καὶ τοὺς ἐχάρισεν ὁ τότε Σουλτάνος μέρος γῆς γιὰ τοὺς κήπους τους καὶ ὁ ἄλλος ἔμεινε εἰς τὸν λαόν. Ἀπὸ τὴν τυραννίαν τῶν Τούρκων καὶ ἀπὸ τὴν δοξομανίαν ἀρχίνησαν οἱ Ἕλληνες καὶ ἐγένονταν Τοῦρκοι, καὶ ὡς ἐτούρκιζαν ἐκεῖνοι, ἐλέγετο καὶ ὁ τόπος τους τούρκικος. Καὶ οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὰ βαρύτατα δοσίματα τῶν Τούρκων τοὺς ὑποχρέωναν καὶ ἔπαιρναν τὸν τόπον τους καὶ τοὺς ἄφηκαν σκλάβους. Τοὺς πῆραν ὅλον τὸν τόπον μὲ δυναστείαν. Εὑρίσκετο ἕνας τρίτος τόπος ἑλληνικός, τὰ βουνά, καὶ ὁ ὀμφαλὸς τῆς Πελοποννήσου, ὁ κάμπος, ἔγινε τούρκικος, καὶ ἂν εἶχε μείνουν ἀκόμη οἱ Τοῦρκοι, βέβαια δὲν εὑρίσκετο σπιθαμὴ γῆ ἰδιόκτητος, διατὶ οἱ Τοῦρκοι τὸ κυρίευαν· διατὶ οἱ Ἕλληνες τόμου ἐτούρκιζαν εἶχαν τὴν ἡσυχίαν τους καὶ ὅσοι ἦταν χριστιανοὶ πάντα τοὺς ἀδικοῦσαν, καὶ ἂν ἦτον κανένα ἔθνος ἄλλο, ἤθελε τουρκίσουν ὅλοι, μόνον ἦτον σκληρογνώμονες, διατὶ οὔτε ὁρκώθηκαν ποτὲ νὰ τὸν γνωρίσουν βασιλέα, οὔτε ἐπροσκύνησαν ὅλοι, διότι εἶχαν τὴν Σπάρτη ἀπάνω εἰς τὴν Πελοπόννησο, καὶ δὲν τὰ ἔδωκε ποτὲ τὰ ἄρματά της, καὶ τότενες εἶχαν καταφύγιον καὶ οἱ Ἕλληνες, λεγόμενοι Κλέφτες, καὶ ἐτρώγονταν μὲ τοὺς Τούρκους ἐπάνω εἰς τὴν Πελοπόννησον, καὶ ἐφυλάγονταν ἐπάνω εἰς τὴν Μάνην ἕως τὰ 1780. Ἐτότενες ἦλθεν ὁ Καπετὰν Πασάς, καὶ ἄρχισε μπεηλίκι καὶ ἐπλήρωναν 43 πουγγιὰ ἄσπρα τὸ χρόνο, λεγόμενο χαράτσι, καὶ τὰ ἔπαιρνεν ὁ Καπετὰν Πασάς, καὶ ἔπειτα ποὺ ἔγιναν ὀκτὼ - ἐννέα μπέηδες, ἕως ὅτου ἐσηκώσαμεν τὰ ἄρματα, καὶ ἔφθασε νὰ δίδουν ἕως 200.000 γρόσια. Ποτὲ τὰ ἄρματα δὲν τὰ ἔδωκαν οἱ Μανιάτες, διατὶ καὶ πρῶτα ὁποὺ ἐπῆραν τὴν Πελοπόννησον ὅλην ἔμεινε νὰ πάρουν καὶ τὴν Μάνη. Πλὴν τί νὰ κάμουν εἰς τὴν Μάνη ποὺ ἀπέθαναν ἀπὸ τὴν πείνα καὶ δίψα, καὶ δὲν τοὺς ἔδιδε χέρι νὰ κατοικήσουν. Ἐγύρευαν τὸν ἥμερον τόπον καὶ ὄχι τὸν ἄγριον, καθὼς εἰς τὴν Πελοπόννησον ὅλοι οἱ ἄγριοι τόποι ἔγιναν ἰδιόκτητοι. Τί διάφορον εἶχαν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὸν πετρώδη τόπον; Οἱ ἴδιοι κάτοικοι ἐτρόμαζαν νὰ τὸν δουλεύουν». Ἔτσι ἐτελείωσεν ἡ ὁμιλία μας. - Εἶπε: «Δὲν τὸ γνωρίζει ἡ Εὐρώπη ἔτσι».

Ἔτσι, ἀπὸ τὴ Μεσσηνίαν ὁ Κυβερνήτης ἐβγῆκε εἰς τὴν Καλαμάτα, καὶ φοβούμενος ὅτι ἀκόμη οἱ Τοῦρκοι ἦτον εἰς τὰ κάστρα, διὰ νυκτὸς ἐπέρασε εἰς τὸ Λεοντάρι, καὶ ἔπειτα εἰς τὴν Τριπολιτσά, καὶ ἦλθεν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, καὶ ἔκανε τὲς ἐργασίες τῆς Κυβερνήσεώς του. Σὰν ἐκουβέντιασε ὁ Μαιζόν μὲ τὸν Ἰμβραΐμη, ἔστειλε στρατεύματα εἰς τὴν Πάτρα διὰ νὰ ἀναχωρήσουν οἱ Τοῦρκοι τῆς Πατρός, ἢ ὅσοι ἔχουν ἰδιοκτησίες, ἂν εὕρουν μουστερῆδες νὰ τὲς πουλήσουν. Καὶ ἔτσι ἐπούλησαν μερικοί, ὅμως ἡ πουλησία τους ἦτον κακή, ἐπειδὴ δὲν ἦτον ἀκόμη τρατάτο μὲ τὸν Σουλτάνο, καὶ ἀνεχώρησαν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὴν Πάτρα. Μερικοὶ Τοῦρκοι ἐργένηδες ἔπιασαν τὸ Καστέλι, καὶ εἶπαν εἰς τοὺς Φραντσέζους: «Δὲν τὸ δίνομε, θέλομε τόσες χιλιάδες γρόσια, εἴτε μὴ ἔχουμε τουφέκι». Τῆς εὐθὺς οἱ Γάλλοι ἀρχίνησαν μὲ τὴν πολεμική τους τέχνη καὶ τοὺς ἐπῆγαν ἴσια μὲ τὰ τείχη καὶ τοὺς ἔβαλαν τὸ κανόνι καὶ ἐκρήμνισαν ἕνα μέρος τοῦ Καστελιοῦ, καὶ τότε ἐπαρουσιάσθηκαν καὶ τοὺς πῆραν τ᾿ ἄρματα καὶ τοὺς ἐπέρασαν εἰς τὸν Ἔπαχτο, εἰς τὸ Καστέλι ἄντικρυς. Καὶ ἔτσι ἐλευθερώθη ἡ Πάτρα ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἔμειναν Φραντζέζοι. Καὶ ὁ Κυβερνήτης ἔστειλε φρουρὰν διὰ τὸ κάστρο τὸν Βρέδ, καὶ ἔπιασε τῆς Πάτρας τὸ κάστρο, καὶ ἔμειναν καὶ οἱ Φραντσέζοι ἐκεῖ. Τὸν δὲ Ἰμβραΐμη τὸν ἐμβαρκάρισαν εἰς τὸ Νεόκαστρον καὶ ἐτράβηξε διὰ τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Τὸ μὲν Νεόκαστρο καὶ Μοθώνη τὸ ἐκράτησαν (1) οἱ Γάλλοι, τὴν δὲ Κορώνη ἔστειλε ὁ Κυβερνήτης τακτικὴ φρουρά. Ἔτσι ἔμειναν οἱ Γάλλοι ἕως 3.000, ἕως ποὺ ἦλθεν ὁ βασιλέας καὶ οἱ ἄλλοι ἐμβαρκαρίσθηκαν διὰ τὰ Παρίσια. Ὅσο ἦταν ἀκόμη εἰς τὴν Μεσσηνίαν, ἐσηκώθηκεν ὁ Μαιζόν νὰ ἔλθει εἰς τὸ Ἀνάπλι καὶ ἐγὼ εὑρισκόμουν εἰς τὴν Καρύταινα καὶ μοῦ ἔστειλεν ὁ Κυβερνήτης νὰ ἔβγω εἰς τὸ Δερβένι τοῦ Λεονταριοῦ μὲ 100 ἀνθρώπους, διὰ νὰ τοὺς συντροφεύσω ἕως τ᾿ Ἀνάπλι. Καὶ ἦταν τὴ μεγάλη ἑβδομάδα (1), καὶ ἐγὼ μὴν ἠξεύροντας ποίαν ἡμέραν ἤθελε νὰ ἔλθει, ἔστειλα βάρδια εἰς τὸ Δερβένι, καὶ μαθαίνοντας ὅτι ὁ Μαιζόν ἔρχεται, νὰ μοῦ δώσουν εἴδησιν μὲ σινιάλο νὰ ἔβγω εἰς τὸ Λεοντάρι. Τὰ φορτώματα τοῦ Μαιζόν ἦλθαν εἰς τὸ Ντερβένι, καὶ ἐρώτησαν οἱ ἄνθρωποί μου καὶ τοὺς εἶπαν ὅτι ἐπῆγε εἰς τὴν Μεσσηνία, εἰς τὴν Ἰθώμη, νὰ ἰδεῖ τὲς παλαιότητες, καὶ αὔριο θὲ νὰ ἐλθεῖ. Καὶ αὐτὸς ἐπῆγε βίαια εἰς τὲς παλαιότητες, καὶ ὥστε νὰ μοῦ κάμουν σενιάλο ὅτι ἔρχεται, ἐπροσπέρασε εἰς τὴν Τριπολιτσά, καὶ ἔστησε τὰ τσαντήρια του εἰς τοῦ Ἀναπλιοῦ τὴν πόρτα, καὶ δὲν ἐμβῆκε εἰς τὴν χώρα. Καὶ ἐπῆγα καὶ ἐγὼ ἀπὸ κοντὰ καὶ ἐκόνεψα εἰς τὴν χώρα, καὶ ἐπῆρα 5 - 6 κοντὰ μου καὶ ἐπῆγα νὰ τοῦ πάρω τὰ συμπάθεια, ὅτι εἶχα προσταγὴ ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη νὰ τὸν περιμένω εἰς τὰ Δερβένια τοῦ Λεονταρίου, καὶ μὲ ἐγέλασαν οἱ βάρδιες καὶ προσπέρασες καὶ νὰ μὲ συμπαθήσεις. Καὶ μοῦ εἶπε, ὅτι: «Ἐγὼ δὲν πάω ὡς Γκενεράλης, ὑπάγω ἄγνωστος καὶ δὲν βλάβει». Τὴν αὐγὴ ἐκαβάλληκε διὰ τ᾿ Ἀνάπλι, καὶ ἐγὼ ἐπῆρα τοὺς στρατιώτας μου καὶ ἐπῆγα κοντὰ καὶ τὸν ἐπῆγα ἕως εἰς τὸ Παρθένι. Καὶ τότενες ἐξεκαβάλληκε καὶ μὲ ἐπαρακάλεσε πολὺ διὰ νὰ γυρίσω ὀπίσω, καὶ ἐγὼ λέγω τοῦ Κυβερνήτου, τὸν παρακάλεσα ἐγὼ τὸν Κολοκοτρώνη καὶ ἐγύρισε πίσω. Ἐπῆγα εἰς τὴν Καρύταινα ὁποὺ ἦτον Λαμπρὴ τὴν ἄλλη μέρα, καὶ ὁ Μαιζόν ἐπῆγε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ τὸν προϋπάντησε ὁ Κυβερνήτης, καὶ τοῦ ἔκαμαν δεξίματα πολλά. Ἐπῆγε καὶ εἰς τὴν Αἴγινα· ἔπειτα πάγει εἰς τὴν Μεσσηνία καὶ ἀναχωρεῖ.

Ὁ Κυβερνήτης ἐνέργαε τὴν κυβέρνησιν τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Κυβερνήτης μὲ τὸ Πανελλήνιον ἔρριξαν τὰ ποίμνια νὰ δώσουν εἴκοσι παράδες τὸ ἕνα καὶ μὴν ἠξεύροντας τὸν τρόπον τῆς μετρήσεως καὶ τῆς πληρωμῆς, ἔβγαλαν ἀνθρώπους ἀδοκίμαστους νὰ μετρᾶν καὶ νὰ μαζώνουν γρόσια, καὶ μὴν ἠξεύροντας τί θὲ νὰ μαζώνουν καὶ νὰ παίρνουν ἀπὸ τὸ δέκα ἕνα τὰ μαζωχτικά τους. Ἕνα πράγμα τυφλὸ διὰ νὰ καζαντήσουν ἄνθρωποι καὶ εἰς τὴν κάσα νὰ μὴν πάγει τίποτες. Ἐγὼ ἐκίνησα ἀπὸ τὴν Καρύταινα καὶ ἔφθασα εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπο, καὶ ἐπήγαινα εἰς τὸ Ἀνάπλι. Βγαίνουν οἱ Ἀχλαδοκαμπίτες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, καὶ μὲ πιάνουν εἰς τὸν δρόμον καὶ μοῦ λέγουν: «Τί ἄδικο εἶναι τοῦτο, διὰ τὰ ἀπομείναντα πράγματα ποὺ μᾶς ἔμειναν νὰ δώσωμεν μισὸ γρόσι τὸ ἕνα, καὶ μετρώντας καὶ παίρνοντας; Ἐμεῖς, μᾶς ἐμέτρησαν 16.000 πρόβατα καὶ θὰ δώσωμεν 8.000 γρόσια, ποῦ θὰν τὰ εὕρομε; Πρέπει νὰ τὰ σηκώσομε μὲ διάφορο, νὰ μᾶς κάτσει τὸ διάφορο ἕνα γρόσι τὸ ἕνα; Καὶ τότε ἀποφασίζομεν καὶ τὰ πουλοῦμε, γιατὶ ἀπὸ αὐτὰ προσμένουμε νὰ τὰ κουρέψομε, νὰ πάρομε τὸν καρπὸ (τὸ φροῦτο) τὸ Μάη, καὶ νὰ κάμει ἡ κυβέρνησις ἔλεος». - Ἔκραξα ἐκεῖνον ὁποὺ εἶχε τὴν διαταγὴ λαβωμένην, τὸν μεγαλείτερον: «Δῶσε μου τὴν διαταγήν». Καὶ καθὼς τὴν ἐδιάβασα, τοῦ τὴν ἔδωκα ὀπίσω καὶ τοῦ εἶπα: «Σὲ παρακαλῶ, νὰ προσμείνεις δύο ἡμέρες, νὰ μὴν πειράξεις τὸν λαὸ νὰ δώσει τὰ γρόσια, καὶ ἂν δὲν σοῦ ἔλθει δεύτερη διαταγή, κάμε ἐκεῖνο ὅπου προστάζεσαι». Καὶ ἔτσι ἔμεινα ἥσυχος τὲς τρεῖς ἡμέρες. Καὶ πηγαινάμενος εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὴν Οἰκονομία ὁποὺ ἦτον ὁ Βιαρέτος, καὶ ἀρχινῶ νὰ τοῦ ὁμιλήσω: «Τί ἄδικο γίνεται εἰς τὸν λαόν, ποὺ ἐστείλετε ἀνθρώπους καὶ οἱ ἴδιοι νὰ μετροῦν καὶ οἱ ἴδιοι νὰ παίρνουν (ποίμνια), τιγὰρ τὰ εἴχετε ἄλλη φορὰ μετρημένα, καὶ νὰ ξεύρετε ἀπάνου κάτου; Ἐκεῖνος ὁποὺ θὰ μετράει θὰ γίνει ὑπέρπλουτος, καὶ ἡ κάσα δὲν θὰ ἔχει παράδες. Καὶ ὁ τσοπάνης θενὰ τσερεμευθεῖ ἀδίκως καὶ ἡ κάσα δὲν θὰ ἀπολαμβάνει». - Μὲ ἀποκρίθηκε: «Ἔτσι μὲ εἶπαν καὶ ἔτσι ἔκαμα». - «Ποῖος σὲ τὸ εἶπε;» - «Τὸ Συμβούλιον» - Τοῦ εἶπα: «Κακὰ ἐκάμανε, διατὶ ὁ λαὸς δὲν ἔχει παράδες εἰς τὸ χέρι νὰ δώσει τώρα καὶ πρέπει νὰ σκώσει μὲ διάφορο». - Τότενες μοῦ λέγει: «Μὲ τί τρόπο νὰ τὸ κάνομε;» - «Νὰ διατάξει ἡ Κυβέρνησις τοὺς μετρητάδες νὰ μετρᾶν τὰ πράγματα καὶ νὰ παίρνουν ἕνα δεφτέρι ἐκεῖνοι καὶ ἕνα οἱ χωριάτες, καὶ τὸν Μάϊον μήνα ποὺ πουλᾶν τὸ μαλλί τους, τὸ βούτυρό τους, νὰ πληρώσει εἰς τοὺς διοικητὰς εἰς κάθε ἐπαρχίαν, νὰ παρουσιάζει τὸ δεφτέρι τοῦ μετρητῆ καὶ τὸ ἄλλο τὸ δεφτέρι τοῦ λαοῦ, καὶ διὰ τὸν κόπον τῶν μετρητάδων εἶναι νοικοκύρης ἡ Κυβέρνησις νὰ πληρώσει ὡς θέλει». - Καὶ ἔτσι ἔκαμε δεύτερη διαταγή, καὶ ἔτσι ἀκολούθησε τὸ μέτρο. Μανθάνοντες οἱ Πελοποννήσιοι ὅτι θὰ δώσουν 20 παράδες τὸ ἕνα, ἐβογγοῦσαν, διατὶ δὲν εἶχον ποτὲ πληρωμένο εἰς τῆς Τουρκιᾶς τὸν καιρό. Ἔδιδαν δύο παράδες, καὶ ἕνα παρὰ τοῦ σπαῆ, ἐγίνοντο τρεῖς. Τὸ μέρος τὸ ἀρχοντικὸ ποὺ δὲν τοὺς ἔβαλε εἰς δουλειά, μὴν εὑρίσκοντες ἄλλο σκαρί, ἔλαβαν αἰτίαν, καὶ εἶπαν τοῦ λαοῦ, μὴν πληρώνετε! Οἱ Δεληγιανναῖοι καὶ ἄλλοι κατὰ τὸ συνηθισμένο τους, ὅπου δὲν ἔπαυσαν ποτὲ καὶ εἰς τὸν θρόνον τοῦ βασιλέως, ἔστειλαν ἀνθρώπους εἰς τὴν Μεσσηνίαν καὶ τοὺς ἐσήκωσαν τὸ μυαλό, καὶ εἶπαν ὅλοι ὅτι δὲν πληρώνομε, καὶ ἐτήραγαν οἱ ἄλλες ἐπαρχίες τὴν Καρύταινα, καὶ ἡ Καρύταινα ἐκοίταε τὴν Ἁλωνίσταινα καὶ τὸ Ἀρκουδόρεμμα, καὶ ἔτσι ἦτον ἕτοιμοι νὰ ἀντισταθοῦν μὲ τὸ τουφέκι. Ἐγὼ βλέποντας τὴν ἀκαταστασία, ἤμουν εἰς τὴν Τριπολιτσά, ἔγραψα τοῦ Κυβερνήτη νὰ φέρει ἕνα - δύο τάγματα ἀπὸ τὴν δυτικὴ Ἑλλάδα νὰ τοὺς βιάσουν νὰ πληρώσουν, διατὶ ἂν δὲν πληρώσουν τώρα ποτὲ λαὸν δὲν κάμνεις ὑπήκοον. Οἱ δὲ Ἀναπλιῶτες ὅσοι ἦταν παντοῦ ψεῦτες ἔλεγαν ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης τοὺς βάνει νὰ μὴν πληρώσουν. Ἔστειλε διαταγὲς καὶ ἐμβῆκε ὁ Τζαβέλας μὲ τὸ τάγμα του, καὶ ὁ Κώστας Βλαχόπουλος μὲ τὸ ἐδικό του· τρία τάγματα ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν Δυτικὴν Ἑλλάδα εἰς τὴν Πάτρα, καὶ τοὺς ἔλεγε ἡ διαταγή τους, ὅπου σᾶς διατάξει ὁ Κολοκοτρώνης νὰ πᾶτε, νὰ ἀκοῦτε τὲς ὁδηγίες του, γιατὶ ἐκείνους ὁποὺ ἤθελε μεταχειρισθῶ εἰς ἐκστρατείαν ἦταν ἐναντίοι, διατὶ δὲν ἤθελαν νὰ πληρώσουν ὅθεν ἦτον ἀνάγκη νὰ ἔλθουν ξένοι. Ἔστειλα ταχυδρόμους νὰ ἔλθει τοῦ Κίτσου τὸ τάγμα εἰς τὴν Τριπολιτσά, καὶ τοῦ Κώστα Βλαχόπουλου νὰ μένει εἰς τὴν Γαστούνη ἕως τὴν δεύτερη διαταγή, καὶ τὸ τρίτο τάγμα νὰ ἔλθει στὰ Τριπόταμα ἀνάμεσα Καλάβρυτα, Καρύταινα καὶ Γαστούνη. Ἐρχάμενος ὁ Τζαβέλας, δὲν ἔλειψα νὰ κινήσω εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα, καὶ εἰς τὸ Ἀρκουδόρεμμα, γιατὶ ἐκεῖ οἱ ἄλλες ἐπαρχίες ἐκοίταζαν. Σὰν ἐπῆγα, βλέποντας τὴν βίαν, ἢ τόσες χιλιάδες γρόσια θέλω ἀπὸ τὸ κάθε χωριὸ διὰ τὰ ζωντανά σας, ἢ νὰ τὰ μετρήσω. Καὶ ἔτσι ἄρχισα νὰ μετρήσω, τότες ἄρχιζαν καὶ ἐπλήρωναν, καὶ τοῦ ἔστελνα εἰς τὴν Καρύταινα εἰς τὸν Διοικητὴ τί πληρώνουν καὶ ὁ Διοικητὴς νὰ μοῦ στέλνει ἀπὸ κάθε χωριὸ ποὺ ἔλαβε τὴν πληρωμὴν τί σηκώνομε. Ἀκούοντας ὅτι πληρώνει ἡ Καρύταινα, ἔστελναν οἱ Διοικηταὶ καὶ τοὺς ἔστελναν δύναμη καὶ ἐσυνάχθηκεν ὅλη ἡ πληρωμὴ τῶν ζωντανῶν τῆς Πελοποννήσου καὶ ἔμειναν οἱ ραδιοῦργοι μὲ τὲς ραδιουργίες τους, ὡς ψεῦσται καὶ κατεργαραῖοι ποὺ ἦταν. Ἐμετρήθηκαν τὰ ζωντανὰ ὅλα καὶ ἐπλήρωσαν ἀπὸ εἴκοσι παράδες, παρ᾿ ἔξω τὰ μικρά. Ἔγινε τὸν Ἀπριλομάη. - Ἐκεῖνον τὸν χρόνο ὅσοι ἦταν δυσαρεστημένοι ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη, ἐπειδὴ εἶδαν ὅτι δὲν ἀνακατώθηκε ὁ τόπος, ἐστοχάσθηκαν νὰ κάμουν συνέλευση καὶ νὰ περιορίσουν ἢ νὰ πετάξουν τὸν Κυβερνήτη καὶ νὰ μείνωμεν εἰς ἀναρχία, ὡς πρῶτα. Ὁ Κυβερνήτης ἄκουσε ὁποὺ ἔλεγαν Συνέλευση, Σύνταγμα, ἐπρόσταξε εἰς τὴν ἐπικράτειαν νὰ γίνει Συνέλευσις εἰς τὸ Ἄργος, καὶ ἀρχίνησαν καὶ ἐμαζωνόντανε. Ἔστειλε καὶ ἐμένα, καὶ ἐκατέβηκα καὶ ἐγὼ εἰς τὸ Ἄργος, καὶ ἐβγῆκε καὶ ὁ Κυβερνήτης καὶ κόνευσε εἰς τοῦ Τσόκρη τὸ σπίτι. Ἐβγήκαμε μίαν ἡμέραν καὶ τοῦ ἔδειχναν οἱ τοπικοὶ διὰ νὰ κάμομε συνέλευσιν εἰς ἕνα περιβόλι, ποὺ τότες ἦταν ἀρχὲς Ἰουλίου καὶ ἔκανε κάψες πολλές, καὶ τοῦ ἔδωκα γνώμη νὰ μὴ γίνει εἰς τὸ περιβόλι, μόνε νὰ διορίσομε τὸ θέατρο ποὖναι στὴν Παναγιὰ κοντά, καὶ μοῦ ἀπεκρίθη: «Θέλει ἔξοδα». Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα: «Ἂς πᾶνε τόσα ἔξοδα, διατὶ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Εὐρώπη καὶ ἐξοδεύουν νὰ βλέπουν ἐκεῖνες τὲς πέτρες, καὶ ἐμᾶς εἶναι τιμὴ νὰ καθαρίσωμεν τὲς πέτρες νὰ φαίνονται καὶ νὰ κάμομε τὴν συνέλευσίν μας». Καὶ ἔτσι ἔστερξε καὶ ἔβαλε ξυλικὴ καὶ ἄλλα, καὶ ἔφτιασε ἕναν ὡραιότατον τόπον τῆς συνελεύσεως.Ἔτσι ἐσυνάχθηκε ὅλη ἡ συνέλευσις καὶ ἤρχισε τὲς ἐργασίες της καὶ ἐπεκύρωσε τῆς Τροιζῆνος τὰ πρακτικὰ καὶ τοῦ Κυβερνήτου τὰ ὅσα ἔκαμε. Ἡ βάσις ἦτον τῆς συνελεύσεως, ὅτι ἐκυρίευσεν ἡ γνώμη ὑπὲρ τοῦ Κυβερνήτου.

Εἰς μίαν ἀπὸ τὲς συνεδρίασες ἔγινε λόγος περὶ παρασήμων τοῦ Σωτῆρος καὶ ἐγὼ ἀντιστάθηκα. Ὁ Σταυρὸς εἶναι τοῦ καθενὸς ἡ ἐκδούλευσις, καὶ σὰν ἀποκτήσωμεν βασιλέα, τότε ἂς κάμει ὅ,τι θέλει.

Καὶ ἔτσι, μὲ ὅλα τὰ δικαιώματα καὶ τὴν γνώμην ὅλης τῆς Κυβερνήσεως, τὸν ἀποφασίσαμεν Κυβερνήτην πληρεξούσιον, ὡς ἤτανε καὶ ἀπὸ τὲς τρεῖς δυνάμεις, καὶ νὰ δώσει τὸν λογαριασμὸν εἰς τὴν συνέλευσιν, τί ἔλαβε, τί ἔδωκε. Καὶ ἡ συνέλευσις εὐχαριστήθηκε μὲ τὰ πρακτικά του καὶ πάλε τὸν ἀπεφάσισε. Ἀνήμερα τοῦ Σωτῆρος ἐτελείωσεν ἡ Συνέλευσις καὶ ἔμεινε νὰ ἐκλέξει ὁ ἴδιος τοὺς γερουσιαστάς, διατὶ τοῦ ἔδωκε ἡ Συνέλευσις ὀνόματα. Τὰ 20 νὰ ὁρίζει ἡ Συνέλευσις καὶ τοῦ ἄφησεν ἑπτὰ ἐκεινοῦ. Τότε ἀπεφασίσθη τὸ δάνειον.

Ἤθελαν οἱ ἀντενεργοῦντες στὴ Συνέλευση νὰ τοῦ δώσουν νὰ ρωτάει. Καὶ τί κάμνει (1). Τοῦ ἔδωκε τέλεια πληρεξουσιότητα, γιατὶ ἦτον ὁ μόνος ἄνθρωπος ἱκανός.

Τὰ ψηφίσματα τῆς συνελεύσεως εἰς τὸ Ἄργος ἔβαλαν βάσεις συνταγματικῆς κυβερνήσεως. Ἀφοῦ ἐκλέχθη ἡ Γερουσία, ἐσύστησε ὁ Κυβερνήτης καὶ ἐπιτροπὴ διὰ νὰ ἑτοιμάσει σύνταγμα. Μερικοὶ προύχοντες ἐδυσαρεστήθηκαν· κοντὰ εἰς αὐτοὺς οἱ Ὑδραῖοι, διατὶ δὲν τοὺς ἔδιδε ὁ Κυβερνήτης εὐθὺς τὰ ὅσα εἶχαν ἐξοδεύσει εἰς τὴν ἐπανάστασιν. Οἱ Χῖοι, διατὶ τοὺς ἐζήτησε λογαριασμόν. Ἐκακοφάνηκε καὶ μερικῶν λογιοτάτων, διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς ἐφημερίδος. Ἐζήτησαν σύνταγμα, καὶ ἔτζι οἱ προύχοντες οἱ παραπονεμένοι, ἑνωμένοι μὲ τοὺς Ὑδραίους καὶ (1) ἄλλους δυσαρεστημένους, ἔβγαλαν ἐμπροστὰ διὰ πρόφασιν τὸ σύνταγμα. Ἠμπορεῖ μεταξὺ τῶν προκομμένων νὰ ἐπίστευαν, ὅτι εἶναι καλὸ τὸ σύνταγμα διὰ νὰ ἔμβει εἰς ἐνέργειαν εὐθύς, πλὴν οἱ κοτσαμπασῆδες καὶ μερικοὶ ἄλλοι τὸ μετεχειρίστηκαν ὡς πρόσχημα. Ἐμβῆκε μέσα καὶ ξένος δάκτυλος καὶ ἐρέθιζε τὰ πράγματα. Ἔβγαλαν κλέφτες· ἐπῆγα, ἡσύχασα τὸν τόπο. Ἔστειλαν οἱ Ὑδραῖοι νὰ ἀποστατήσουν τὰ νησιά, ἐστάθηκαν ὑποχρεωμένοι νὰ γυρίσουν ὀπίσω εἰς τὴν Ὕδραν. Ὑποπτευόμενοι οἱ Ὑδραῖοι διὰ νὰ μὴν ἑτοιμάσει τὴν φρεγάδα τὴν «Ἑλλάδα» ὁ Κυβερνήτης ἐναντίον τῶν Ὑδραίων, ἔστειλαν τὸν Μιαούλην καὶ τὴν ἔκαψε, ἔκαψε καὶ ἄλλα δύο καράβια, ἔβαλε φωτιὰ εἰς τὸν Ναύσταθμον εἰς τὸ Βαπόρε, πλὴν ἐκατάφθασαν ἄνθρωποι τῆς Κυβερνήσεως καὶ τὰ ἔσβησαν. Ὁ Μιαούλης μὲ αὐτὸ τὸ κάμωμα ἀμαύρωσε τὴν ὑπόληψίν του, διότι ἕως τότε ὁ Μιαούλης δὲν εἶχε ἀνακατευθεῖ εἰς κανένα ἐσωτερικό, καὶ ἦτον ἡ ὑπόληψίς του καθαρή. Τὰ καράβια ἦτον ἰδιοκτησία τοῦ ἔθνους, καὶ ὄχι τοῦ Καποδίστρια. Ἐμποροῦσε νὰ ρίξει τὰ κατάρτια, νὰ τὰ γιομίσει θάλασσα καὶ ἔτσι ἔμεναν ἐκεῖ (2). Ἔπειτα ὁ Κυβερνήτης ἐσκοτώθηκε εἰς τὴν 27 Σεπτεμβρίου 1831, ὅταν ἐπήγαινε εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἀπὸ τὸν Κωνσταντίνον καὶ Γεώργιον Μαυρομιχάληδες. - Αὐτὴ ἡ φαμελιὰ εἶναι μιὰ φαμελιὰ ὁποὺ ἔχυσε πολὺ αἷμα διὰ τὴν ἐλευθερίαν μας, ἀλλ᾿ εἶναι φαμίλια ὁποὺ ἔκλινε εἰς τὲς δολοφονίες. Ὁ μακαρίτης Ἠλίας ἐσκότωσε τὸν θεῖον του Θεόδωρον Κουμουνδουράκη, ὁποὺ εἶχε τὴν ἀδελφὴν τοῦ πατέρα του διὰ γυναίκα. Ὁ Γεωργάκης μὲ τὸν Κατζάκο ἐπροσκάλεσαν νὰ ὁμιλήσουν μίαν ἡμέρα τοῦ Νικολάκη Πιεράκου, ξαδέλφου τους, καὶ ἀφοῦ ὁμίλησαν καὶ ἐκατέβαινεν εἰς τὴν σκάλαν, τοῦ ἔρριξαν καὶ τὸν ἐλάβωσαν εἰς τὴν κοιλιάν, καὶ ἐτρόμαξε νὰ γλυτώσει. Ἐγιατρεύετο διὰ ἕξ μήνας. - Πρὶν νὰ σκοτωθεῖ ὁ Κυβερνήτης, ἠκολούθησαν καὶ ἄλλα. Ἀπὸ τὴν Ὕδραν ἔστειλαν μία ἐπιτροπὴ ἀπὸ τὸν Παπαλεξόπουλον, τὸν Σπηλιωτόπουλον καὶ ἄλλους εἰς τὴν Μάνην, ἰδώθηκαν μὲ τὸν Κατσάκο, ἐκήρυξαν τὸ σύνταγμα, ἔστειλαν καὶ τρία καράβια οἱ Ὑδραῖοι διὰ νὰ ὑποστηρίξουν τὰ κινήματα τῶν Μανιατῶν. Ἤμουν εἰς τὴν Καρύταιναν· τότε ἔλαβα ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸν Κυβερνήτην, διὰ νὰ στείλω στρατεύματα εἰς τὴν Καλαμάταν, διὰ νὰ φυλάξω αὐτὴν τὴν πόλιν ἀπὸ τὴν λεηλασίαν τῶν Μανιατῶν. Ἔστειλα (3) τὸν Γενναῖο μὲ ἕνα τάγμα ρουμελιώτικο καὶ μὲ πολλοὺς Πελοποννησίους. Ἐπῆγε εἰς τὴν Καλαμάταν, ἦλθαν οἱ Μανιάτες ἐπολιόρκησαν τὸν Γενναῖον. Τὸ τάγμα τὸ ρουμελιώτικο τοῦ Ἀλεξάκη (καὶ ὁ Κώστας δὲν ἦτον ἐκεῖ) ἀπίστησε καὶ ἐγύρισε μὲ τοὺς Μανιάτες. Ἔρχεται ὁ Ρικόρδος, τότε ἡ ἰδία ἐπιτροπὴ καίει τὰ δύο καράβια τὰ Ἐθνικὰ καὶ ἕνα Ὑδραίϊκο τὸ περίλαβε ὁ Ρικόρδος. Κινῶ μὲ 400 καβαλλαραίους τακτικοὺς καὶ ἀτάκτους, καὶ ἔστειλαν καὶ ἦλθαν ἕως 4.000 ἀπὸ τὲς ἐπαρχίες. Οἱ Φραντζέζοι σὰν ἔμαθαν ὅτι ἐγὼ ἐσύναξα στρατιῶτες διὰ νὰ βαρέσουν τοὺς Μανιάτες, ἔστειλαν ἕνα τάγμα χωρὶς πρόσκληση τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως καὶ ἔπιασαν τὴν Καλαμάτα καὶ ἐκήρυξαν ὅτι οὔτε τοῦ ἑνός, οὔτε τοῦ ἄλλου μέρους δέχονται. Ἐπῆγα εἰς τὸ Νησί (4) καὶ ἦλθε ἕνα τάγμα γαλλικό, καὶ μοῦ εἶπε ὁ ἀρχηγός των, ὅτι εἶναι προσταγμένος ἀπὸ τὸν στρατηγόν του νὰ ἔμβει μέσα εἰς τὸ Νησί. Ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Ὅταν ἐσὺ εἶσαι προσταγμένος ἀπὸ τὸν στρατηγόν σου, ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὴν Κυβέρνησίν μου νὰ πιάσω τὸ Νησί. Ἂν θέλετε, σᾶς δέχομαι μέσα, καὶ σᾶς δίδω ὅ,τι σᾶς χρειάζεται». Αὐτὸς μοῦ λέει ὅτι εἶναι προσταγμένος νὰ ἀναχωρήσετε καὶ νὰ ἐμβοῦμεν μέσα. Ἐγὼ τοῦ εἶπα ὅτι: «Εἶμαι διαταγμένος ἀπὸ τὴν Κυβέρνησίν μου νὰ μείνω καὶ ἂν θέλετε ἂς γράψει ὁ στρατηγός σας εἰς τὴν Κυβέρνησιν, καὶ ἂν μὲ διατάξει ὁ Κυβερνήτης, ἀναχωρῶ». Ἐκεῖνοι μὲ ἀποκρίθηκαν: «Θὰ ἐμβοῦμεν, καὶ ἂν ἀκολουθήσει πόλεμος εἶναι εἰς βάρος σου». Ἐγὼ τοῦ ἀπεκρίθηκα ὅτι: «Ἂν ἀρχίσω ἐγὼ τὸν πόλεμον εἶναι εἰς βάρος μου, εἰδὲ καὶ ἂν ἀρχίσετε ἐσεῖς εἶναι τὸ βάρος ἐδικόν σας». Ἐνόμιζαν νὰ μὲ φοβίσουν καὶ νὰ τραβηχθῶ. Ἐκάθησαν τρεῖς ἡμέρες ἀπέξω ἀπὸ τὸ Νησὶ καὶ ἔβρεχε, τοὺς εἶπα νὰ ἔμβουν καὶ νὰ πιάσουν ἕνα μαχαλά, καὶ γράψετε εἰς τὴν Κυβέρνησιν, καὶ ἂν αὐτὴ μὲ διατάξει νὰ ἀναχωρήσω, εὐθὺς ἀναχωρῶ καὶ ἀπὸ τὸ σπίτι μου ἂν ἦτο. Βλέποντες ὅτι δὲν ἠμποροῦν νὰ μὲ βγάλουν, ἐτραβήχθηκαν ὅλοι εἰς τὴν Καλαμάτα. Ὅταν ἀνεχώρησε ὁ Γενναῖος ἀπὸ τὴν Καλαμάταν, τὴν ἔγδυσαν οἱ Μανιάτες, καὶ μόνον ἐγλύτωσαν τὰ σπίτια μερικῶν συνταγματικῶν. Οἱ Ὑδραῖοι ἀφοῦ εἶδαν τὸν Ρικόρδο νὰ ἔρχεται, ἔκαψαν τὰ δύο καράβια, ὁποὺ ἦτον ἐθνικά, καὶ τὸ τρίτο καράβι, ὁποὺ ἦτον ἰδιόκτητον, τὸ ἄφησαν σῶο καὶ τὸ ἐπῆρε ὁ Ρικόρδος. Οἱ Μανιάτες ἔγδυσαν τὴν ἐπιτροπὴν τὴν σταλμένη ἀπὸ τὴν Ὕδρα καὶ ὅλους τοὺς Ὑδραίους, ὁποὺ εἶχαν φύγει ἀπὸ τὰ καράβια, τοὺς περίλαβαν τὰ φραντζέζικα καὶ τοὺς ἔστειλαν εἰς τὴν Ὕδραν. Αὐτὴ ἡ ἐπιτροπὴ ἦλθε εἰς τὴν Μάνη καὶ ἐκήρυξε σύνταγμα, ἐλευθεριά, νὰ μὴ πληρώνει παρὰ ἕνα στὰ δέκα, καὶ τοὺς ἔπαιρναν ἐννέα στὰ δέκα, καὶ ἐζήμιωσαν καὶ τὴν Καλαμάταν μὲ 500.000 γρόσια. Τέτοιο σύνταγμα ἐκήρυτταν, σύνταγμα ἁρπαγῆς. Ἔμαθα ὅτι ἦλθε τότε ὁ Ρικόρδος εἰς τὸ Ἁλμυρὸ καὶ ἐκίνησα μὲ ὅλην τὴν καβαλλαρίαν, τακτικὴν καὶ ἄτακτη. Εἰς τὴν τακτικὴν καβαλλαρία ἦτον ὁ Καλλέργης, εἰς τὴν ἄτακτη ὁ Χατζῆ Χρίστος. Τὸν ἀντάμωσα καὶ ἐπέστρεψα εἰς τὸ Νησί· ὁ Ρικόρδος ἐπῆγε εἰς τὴν Τζίμοβα, ἐκατέβηκε ἡ μάνα τοῦ Μαυρομιχάλη, ὁμίλησε μὲ αὐτὸν καὶ ἔπειτα ἐκίνησε διὰ τὸ Ναύπλιον.

Ὅταν ἔκαψε ὁ Μιαούλης τὰ καράβια, ἐβόγγησε ὅλο τὸ ἔθνος διὰ τὴν ἀδικιὰν ὁποὺ ἔκαμε, νὰ κάψει τὰ ἐθνικὰ καράβια. Μερικοὶ βλέποντες, ὅτι οὔτε μὲ ἐπιτροπάς, οὔτε μὲ ἀποστασίας δὲν ἔκαμναν τίποτε, ἐσυμβουλεύθηκαν μερικοὶ καὶ ἀπεφάσισαν νὰ σκοτώσουν τὸν Κυβερνήτην. Ἐκεῖνες τὲς ὧρες ἔλαβα διαταγὴ νὰ ὑπάγω εἰς τὸ Ναύπλιον καὶ νὰ πάρω μαζί μου καὶ τὴν τακτικὴν καβαλλαρία, καὶ τὴν ἄτακτη μὲ τὸ πεζικὸ στράτευμα νὰ τὰ ἀφήσω μὲ τὸν Γενναῖον εἰς τὴν Μεσσηνίαν, διὰ νὰ ἐπαγρυπνοῦν τὰ κινήματα τῶν Μανιατῶν, νὰ μὴν ἔβγουν καὶ λεηλατήσουν (1) τὸν τόπον. Ὁ Πέτρος Μαυρομιχάλης εἶχε φύγει τὸν χειμώνα κρυφίως ἀπὸ τὸ Ἀνάπλι διὰ νὰ περάσει εἰς τὴν Ζάκυνθον, διὰ νὰ ὑπάγει εἰς τὴν Μάνην. Ὁ καιρὸς τὸν ἔρριξε κατὰ τὸ Κατάκωλον. Ὁ ἐκεῖ τότε διοικητὴς Ἀναγνωστόπουλος τὸν παρέλαβε καὶ τὸν ἔστειλε εἰς τὸ Ἀνάπλι, καὶ τὸν ἔβαλε εἰς φύλαξιν ἀναπαυτική, καὶ εἶχε ὅλα του τὰ ἀναγκαῖα πλουσιοπάροχα. Τὸν Γιάννην Κατζῆ τὸν ἔπιασε καὶ τὸν ἔβαλε εἰς τὸ Παλαμήδι, τὸν δὲ Κωνσταντίνον καὶ Γεώργιον Μαυρομιχάλην καὶ Κατζάκο εἶχε ὑπὸ φύλαξιν, νὰ εὑρίσκονται εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἀναπλιοῦ. Ὁ Κατζάκος ἔφυγε καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Μάνη καὶ ἔκαμνε τὰ συντάγματα αὐτά. Εἰς αὐτὸν τὸν καιρὸν εἶναι ὁποὺ ἐσυμβουλεύθηκαν νὰ σκοτώσουν τὸν Κυβερνήτην. Τοὺς ἐγύρισαν τὰ μυαλά, τάζοντές τους χιλιάδες τάλλαρα καὶ ἄλλα, καὶ ἂν δὲν ἐπαρακινοῦντο αὐτοὶ ἀπὸ μεγάλες ὑποσχέσεις, καὶ νὰ εἶναι βέβαιοι ὅτι θὰ γλυτώσουν, δὲν τὸ ἀποφάσιζαν ποτέ. Ἔτζι, ὡς προεῖπα, ἐπῆγαν εἰς τὴν πόρταν τῆς ἐκκλησίας τὴν Κυριακὴν τὴν αὐγήν, ἐχαιρέτησαν τὸν Κυβερνήτην· ὁ Κυβερνήτης εἶχε μόνον δύο, ἕνα κουλοχέρη καὶ ἕναν ἄλλον. Ἐμβαίνοντας εἰς τὴν πόρταν, ὁ Κωνσταντίνος τοῦ ἔρριξε μιὰ πιστόλα εἰς τὸ κεφάλι, ὁ Γεωργάκης μιὰ μαχαιριὰ εἰς τὴν κοιλιὰ καὶ ἔμεινε ὁ Κυβερνήτης νεκρός, ξαπλωμένος εἰς τὴν πόρταν. Ἀφοῦ ἔκαμαν αὐτά, ἔτρεξαν νὰ φύγουν· ὁ Κωνσταντῖνος ἐλαβώθηκε θανατηφόρα ἀπὸ τὸν κουλοχέρη τὸν Κρητικό, ὁ δὲ Γεωργάκης κατέφυγε εἰς τοῦ Βαλιάνου τὸ σπίτι. Εἶδε ὅτι ἐκεῖ δὲν ἐμπορεῖ νὰ βασταχθεῖ καὶ ἐπῆγε εἰς τοῦ Ρουὰν τὸ σπίτι. Ὁ πολιτάρχης Παναγιώτης Κακλαμάνος δὲν ἐταράχθηκε διόλου, διότι ἦτον κι αὐτὸς μπασμένος εἰς τὴν ὑπόθεση. Ὁ Ζεράρ (2) ὁποὺ ἐδιοικοῦσε τὰ Ἑλληνικὰ τακτικὰ στρατεύματα, εὑρέθηκε καβάλλα μὲ τὸν ἀγιουτάντε του εἰς τὸν Πλάτανον, ὁποὺ ἦτον ὁ στρατώνας καὶ ἔλεγε: «Τίποτε, τίποτε, μείνετε ἥσυχοι». Ὁ Ἀλμέδας ὁποὺ ἦτον φρούραρχος μὲ τὸ πιστὸν στράτευμα, ὁποὺ ἦτον ὁρκωμένο, ἔκλεισε τὲς πόρτες, ἐδιαμοιράσθηκαν εἰς ὅλες τὲς τάπιες καὶ εἰς ἄλλας θέσεις τῆς πόλεως, ἔπιασαν καὶ διάφοροι ἄλλοι πολῖται τὰ ἄρματα, καὶ ἔτσι ἐφυλάχθηκε, ὁποὺ ἐκινδύνευσε νὰ χαθεῖ τὸ Ἀνάπλι. Τῆς εὐθὺς ἐσυνάχθηκε ἡ Γερουσία μὲ τοὺς Γραμματεῖς καὶ ἀπεφάσισαν νὰ κάμουν τριμελῆ ἐπιτροπὴ τὸν Αὐγουστίνον, ἐμένα καὶ τὸν Κωλέττη. Ὁ Αὐγουστίνος μὲ ἔστειλε εὐθὺς μὲ τὸν θάνατον τοῦ Κυβερνήτου ἕνα πεζοδρόμον, διὰ νὰ μοῦ δώσει εἴδησιν καὶ νὰ πάω εἰς τὸ Ἀνάπλι. Ἤμουν εἰς τὴν Τριπολιτσά, ἐκεῖνες τὲς ὧρες εὑρέθηκα εἰς τὴν Τριπολιτσά. Ἡ Γερουσία ἐκοινοποίησε τὴν ἀπόφασίν της εἰς τὸν Αὐγουστίνον, ὁ Αὐγουστίνος εἶπε ὅτι δὲν δέχεται αὐτὴν τὴν θέσιν ἂν δὲν ἔλθει πρῶτον καὶ ὁ Κολοκοτρώνης νὰ ὁμιλήσωμεν. Ἐγὼ ἔλαβα τὴν εἴδησιν τὸ βράδυ, τὴν ἴδια Κυριακή, ἀπὸ τὸν πεζοδρόμον, ὅτι ὁ Κυβερνήτης ἐσκοτώθηκεν ἀπὸ τοὺς Μαυρομιχάληδες, καὶ ὁ ἕνας ἐσκοτώθηκε καὶ ὁ ἄλλος ἐπῆγε εἰς τὸν Ρουάν, δὲν ἤξευρα τίποτε ἄλλο περισσότερον. Τότε ἐσυλλογίσθηκα ὅτι εἶχε ἀποφασίσει ὁ Κυβερνήτης, ὅτι ἂν ἀποθάνει ἔξαφνα, νὰ γένει εὐθὺς συνέλευσις ἀπὸ τὸ ἔθνος. Εὐθὺς ἔκραξα τὸν διοικητὴν τῆς Τριπολιτζᾶς, ὁποὺ ἦτον ὁ Καρόρης, καὶ τοὺς γραμματικούς του, ἔγραψα παντοῦ διαταγὰς εἰς τὰ στρατεύματα ὁποὺ ἦταν μὲ τὸν Γενναῖον νὰ τραβηχθοῦν, καὶ ἔστειλα εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας διὰ νὰ στείλουν τοὺς πληρεξουσίους των διὰ νὰ κάμωμεν συνέλευσιν καὶ ἐγὼ νὰ μείνω εἰς τὴν Τριπολιτζά. Διατὶ ἐγὼ δὲν ἤξευρα πού θὲ νὰ τραβήξω, οὔτε τί νὰ κάμω, οὔτε ἤξευρα τί ἐγίνετο εἰς τὸ Ἀνάπλι, μὲ τὰ γράμματα ἔστελνα παντοῦ καβαλλαραίους καὶ πεζούς, καὶ τοὺς ἀνάγκαζα νὰ ἔλθουν μία ὥρα ἀρχύτερα. Τὴν αὐγήν, ξημερώνοντας Δευτέρα, μὲ ἦλθαν δύο πεζοί, ὁ ἕνας κοντὰ εἰς τὸν ἄλλον, καὶ μοῦ ἔφεραν τὰς εἰδήσεις, ὅτι ἡ Γερουσία ἐψήφισε τριμελῆ ἐπιτροπή, ὅτι ὁ λαὸς ἐπολιόρκησε τὸν Γεωργάκη Μαυρομιχάλη εἰς τοῦ Ρουὰν τὸ σπίτι, ὅτι τὸν ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Ρουάν, ὅτι τὸν ἐπαράδωκε καὶ τὸν ἐπῆγαν εἰς τὸ Παλαμήδι καὶ μοῦ ἔλεγαν νὰ φθάσω μίαν ὥραν ἀρχύτερα.

Τὸ βράδυ εἶχα βαστάξει μυστικὸ καὶ δὲν τὸ ἐκοινοποίησα εἰς τὴν πόλιν, τὸν θάνατον τοῦ Κυβερνήτου. Τὴν αὐγὴν ὁποὺ τὸ ἔμαθαν οἱ πολῖται τῆς Τριπολιτζᾶς ἔμειναν νεκροί, ἄφησαν τὰ ἐργαστήριά των, τὲς δουλειές τους καὶ ἐπερπατοῦσαν εἰς τοὺς δρόμους ὡσὰν τρελλοί. Ἐγὼ ἔστειλα εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας ταχυδρόμους μὲ δεύτερα γράμματα νὰ μείνουν ἥσυχοι αἱ ἐπαρχίαι, νὰ σταθοῦν οἱ ἔπαρχοι εἰς τὰς θέσεις των, καὶ νὰ ἐξακολουθοῦν τὰς ἐργασίας των. Τοὺς ἔδιδα καὶ τὴν εἴδησιν, ὅτι ἐκλέχθη μία ἐπιτροπὴ διὰ νὰ κυβερνήσει τὸν τόπον, καὶ ὅτι θέλει λάβει τὰ ἀναγκαῖα μέτρα διὰ νὰ βαστάξει τὴν ἡσυχίαν καὶ τὴν εὐταξίαν εἰς αὐτὴν τὴν κρίσιμον περίστασιν. Ἦλθαν οἱ προύχοντες τῆς πόλεως Τριπολιτζᾶς πρὶν ἀναχωρήσω διὰ τὸ Ναύπλιον, καὶ μοῦ εἶπαν ὅτι: «Τί νὰ γίνωμεν, ἐμεῖς φοβούμεθα νὰ μὴν πάθωμεν τίποτε, διότι ἡ πόλις μας εἶναι ἀνοικτὴ καὶ ξέφραγη». Τοὺς εἶπα νὰ βάλουν ντελάληδες καὶ νὰ διαβάσουν ὅσα ἔγραψα καὶ εἰς τὲς ἄλλες ἐπαρχίες. Αὐτοὶ μὲ ἐπαρεκάλεσαν νὰ βάλουν ντελάληδες νὰ μαζωχθοῦν οἱ πολῖται εἰς τὸ σχολεῖο καὶ νὰ ὑπάγω ἐγὼ νὰ τοὺς ὁμιλήσω. Τὸ ἐδέχθηκα, ἐσυνάχθηκαν οἱ πολῖται εἰς τὸ σχολεῖον, τοὺς ὁμίλησα διὰ μίαν ὥραν ὁλόκληρον, τοὺς εἶπα ὅσα ἔπρεπε νὰ τοὺς εἰπῶ εἰς τέτοιας περιστάσεις (1). Ἄφησα τὸ Σισινόπουλο μὲ 100 καβαλλαραίους διὰ τὴν ἡσυχίαν τοῦ τόπου, καὶ ἐγὼ ἐκίνησα, καὶ διὰ ἕξ ὥρας ἔφθασα εἰς τὸ Ἀνάπλι. Εἶχα μαζί μου 150 καβαλλαραίους. Ὁ λαὸς ἐζήτησε τὴν ἄδειαν καὶ ἄνοιξαν τὴν πόρταν καὶ ἐβγῆκαν εἰς προϋπάντησίν μου, ἕως τὸν τόπον ὁποὺ ἐξεμπαρκαρίσθηκε ὁ βασιλεύς, καὶ ὁ λαὸς ἀπεκεῖ μὲ ἐσυντρόφευσε ἕως τὸ σπίτι μου. Ἄλλοι ποὺ μὲ ἀπαντοῦσαν ἔκλαιγαν, ἄλλοι παραπονοῦντο καὶ ἐγὼ ἔλεγα εἰς ὅλο τὸν κόσμον: «Ἡσυχία». Πηγαινάμενος εἰς τὸ σπίτι τοὺς εἶπα: «Ἕλληνες, παγαίνετε εἰς τὰ σπίτια σας, μὴν ἔχετε κανέναν φόβον, καὶ τοῦ Θεοῦ ἡ δύναμις θέλει τὰ οἰκονομήσει ὅλα». Ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐπῆγα ἐκεῖ ὁποὺ ἐκάθετο ὁ Αὐγουστίνος διὰ νὰ τὸν παρηγορήσω. Πηγαινάμενος ἐκεῖ ἐπαρηγόρησε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ ἔπειτα μοῦ λέγει: «Εἰς τὸν λαιμόν σου κρέμομαι καὶ ἐγὼ καὶ τὸ ἔθνος, καὶ κάμε ὅ,τι σοῦ φανεῖ εὔλογον». Ἐγύρισα εἰς τὸ σπίτι, ὁμίλησα τοῦ Ἀλμέϊδα, ὁποὺ ἦτον φρούραρχος καὶ ἐπὶ κεφαλῆς εἰς τὰ στρατεύματα τὰ τακτικά, καὶ τοῦ εἶπα νὰ βάλει ντελάληδες νὰ καθίσει ἥσυχος ὁ καθένας εἰς τὸ σπίτι του καὶ νὰ βγάλει τὰ ὅπλα (διατὶ ἦταν ὅλοι οἱ πολῖται ἀρματωμένοι), καὶ καθὼς ἐφέρθηκες τὲς τόσες ἡμέρες, νὰ φερθεῖς καὶ τώρα διὰ τὴν ἡσυχίαν. Τὸ τακτικὸν ἐστάθηκε πιστὸν εἰς τὸν ὅρκον του, καὶ ἐμπόδισε τὴν σφαγὴν καὶ τὴν φωτιά. Τώρα νὰ κάμετε ὅρκον εἰς τὴν ἐπιτροπήν, ἕως νὰ ἰδοῦμεν ποῦ θὰ κατασταλάξει τὸ πράγμα.

Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐσυνάχθηκε ἡ Γερουσία καὶ οἱ Γραμματεῖς καὶ ἡμεῖς ἐκάμαμεν τὸν ὅρκον καὶ ἐπήραμεν τὲς ὑπόθεσες τοῦ Κράτους ἐπάνω μας. Ὁ λαὸς ἐφώναζε διὰ τὸν φονέα Γεωργάκη: «Ἢ σκοτώνετε τὸν φονέα, καὶ πιάνετε καὶ τοὺς συμβούλους, εἰτεμὴ θὰ κάμωμεν ἐκδίκησιν μοναχοί μας καὶ θὰ κάμωμεν ὅ,τι ἠμπορέσωμεν». Τότε ἡμεῖς ἀπεφασίσαμεν στρατιωτικὸν δικαστήριον, τὸν ἔκρινε, τὸν ἐκαταδίκασεν εἰς θάνατον, καὶ ἐκτελέσθη ἡ ἀπόφασις εἰς τὴν Πρόνοια. Οἱ δύο ὑπηρέται καὶ ὁ Κακλαμάνος ἐβάλθηκαν εἰς φυλακήν, οἱ ὁποῖοι ἐμαρτύρησαν τὴν ἑταιρίαν ὁποὺ εἶχαν νὰ σκοτώσουν τὸν Κυβερνήτην. Ἐβιάσαμεν τὸν Ζερὰρ νὰ κάμει τὴν παραίτησίν του, εἰδεμὴ ἠθέλαμεν τὸν κηρύξει ὡς ἕναν ἐπίβουλον. Ἔδωκε τὴν παραίτησίν του, ἐβάλθη εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Καλαμογδάρτη καὶ οἱ ἄλλοι δὲν ἐμαρτυριῶντο ἀπὸ τὸν ἄλλο. Πολλοὶ τρελλοὶ ἤρχοντο καὶ μὲ ἐφορτώνοντο καὶ μοῦ ἔλεγαν: «Κολοκοτρώνη, ἐκδίκησιν κάμε, σκότωσε τοὺς φονεῖς». Καὶ ἐγὼ τοὺς ἐμάλωσα καὶ τοὺς ἔδιωξα ἀπὸ τὸ σπίτι, λέγοντάς τους: «Πηγαίνετε εἰς τὰ σπίτια σας, δὲν εἶναι ἐδική σας δουλειά».

Εἰς τὴν Ὕδραν, μόλις ἔμαθαν ὅτι ὁ Κυβερνήτης ἐσκοτώθηκεν, ἐκίνησεν ὁ Σπηλιωτόπουλος καὶ Παπαλεξόπουλος καὶ ἄλλοι, καὶ ἔτρεξαν εἰς τὸ Ἀνάπλι διὰ νὰ κάμουν ὅ,τι θέλουν καὶ νὰ βάλουν εἰς ταραχήν. Τοὺς ἐπιάσαμεν καὶ τοὺς ἐβάλαμεν εἰς τὸ Καστέλι. Ὅλαι αἱ ἐπαρχίαι καὶ αἱ νῆσοι τῆς Ἑλλάδος (ἐκτὸς τῆς Ὕδρας) ἔστειλαν ἀναφορές, ἔκλαιον τὸν θάνατον τοῦ Κυβερνήτου, καὶ ἀνεγνώριζαν καὶ τὴν Διοικητικὴν ἐπιτροπήν, καὶ ἐγκωμίαζαν τὴν πρᾶξιν τῆς Γερουσίας. Ἔστειλαν οἱ εὑρισκόμενοι εἰς τὴν Ὕδραν μία ἐπιτροπή, δὲν ἐδεχθήκαμεν. Ἴσως ἂν ἐφώταε τὴν Γερουσίαν ὁ Θεὸς καὶ ἔβαζε ἄλλον εἰς τὸν τόπον τοῦ Κωλέττη, ἠθέλαμεν πάει καλλίτερα. Ἐδιοικήσαμεν ἕως τρεῖς μῆνας, ἐκάμαμεν προκήρυξιν καὶ ἐπροσκαλέσαμεν τὸ ἔθνος εἰς συνέλευσιν, νὰ συναχθεῖ εἰς τὸ Ἄργος, καὶ ἐσυνάχθηκε. Τότε ἦλθαν καὶ ἀπὸ τὴν Δυτικὴν Ἑλλάδα καὶ ὁ διάβολος ἕνωσε καὶ τὸν Γρίβα, ὁποὺ ἐτρώγετο μὲ τὸν Τσόγκα, καὶ ἦλθον μαζὶ ὅλοι. Συνάζοντας ὅλο τὸ ἔθνος, ἐγὼ ἐμέτρησα μὲ τὸ νοῦ μου, ὅτι ἐὰν καὶ κάμωμεν ἄλλην κυβέρνησιν, οἱ ἔξω αὐλὲς θέλει μᾶς πάρουν ὅτι εἴχαμεν ὅλοι συνωμοσίαν διὰ τὸν σκοτωμὸ τοῦ Κυβερνήτη, διατὶ σκοτώνοντας τὸν Κυβερνήτη, καὶ ἀλλάζοντας τὴν κυβέρνηση νὰ βάλωμεν ἄλλους, βέβαια ὁ κόσμος θὰ μᾶς ἔπαιρνε ὅτι εἴμεθα ὅλοι συνωμότες, ἢ ὅτι ὁ Κυβερνήτης ἦτον τύραννος, διότι ἐδοκιμάσαμεν τὰ ἀπερασμένα χρόνια τῶν πολλῶν τὴν κυβέρνησιν, - καὶ εἶπα ὅτι, ἂς ἔμπει ὁ Αὐγουστίνος πρόεδρος μόνος καὶ ἡ συνέλευσις ἂς τοῦ βάλει Γερουσία νὰ ἀκούεται μὲ τὸν πρόεδρον, νὰ κυβερνήσει ἕως ποὺ νὰ γράψει στὲς Δυνάμεις νὰ μᾶς στείλουν βασιλέα. Καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ἔκαμα τὴν παραίτησίν μου εἰς τὴν Συνέλευση. Ἀκούοντας ὁ Κωλέττης, ὅτι ἔκαμα τὴν παραίτησίν μου καὶ θὰ ἔβγει καὶ ἐκεῖνος καὶ ὅ,τι ἔκανε ὁ πρόεδρος θὰ ἦτον καλὰ γεναμένα, δὲν τοῦ ἄρεσε, καὶ ἄρχισε καὶ διέκοψε τοὺς Ἀνατολικοὺς καὶ Δυτικοελλαδίτας καὶ τοὺς καπεταναίους διὰ ἐμφύλιον πόλεμον. Ἐμεῖς ἐκάναμεν Συνέλευση καὶ τὰ κονάκια ὁποὺ εἶχαν οἱ πληρεξούσιοι καὶ οἱ Καπεταναῖοι ἦταν ἀνακατωμένα μὲ τὸ κόμμα τοῦ Ἔθνους. Ἀρχίνησε καὶ τὰ καταμέριζε τὰ κονάκια, καὶ ἔβαλε τὸν Γρίβαν, ὡς τρελλὸν ὅπου ἦταν, καὶ ἔφτιανε ταμπούρια εἰς τὰ κονάκια. Καὶ ἔτσι ἐπέρασε καὶ ἐκεῖνος καὶ ἐπῆγαν κατὰ μεριὰ ὅλη ἡ συντροφιά. Καὶ ἡ Συνέλευσις ἔβαλε φρουρὰ τὸν Κίτσο τὸν Τζαβέλα, καὶ εἶχαν γνώμη νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Συνέλευσιν διὰ νὰ τὴν χαλάσουν, ἀλλὰ δὲν ἐκόταγαν νὰ ἔλθουν ἀπὸ τὴν φρουρὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἄρματα. Καὶ ἔτσι ἡμέρα τὴν ἡμέρα αὔξαναν τὰ πάθη, καὶ ἐμεῖς πάντοτε ἐκάναμε τὴν Συνέλευση. Τοὺς ἔστειλε ὁ Αὐγουστίνος μιὰ καὶ δύο τὸν Κωλέττη: «Δὲν εἶναι καλὸ νὰ διαιρεθεῖ τὸ ἔθνος, μόνον ὁμόνοια καὶ εἰρήνη, καὶ ἡ Συνέλευσις νὰ κάμει τὰ ἔργα της». Μίαν ἡμέρα τοῦ λέγει: «Τί φτιάνει ὁ Γρίβας ταμπούρια στὸ σπίτι;» - «Ἀμ᾿ δὲν τὸν ἀφήνετε τὸν τρελλό; Αὐτοὶ ἔχουν εἰς τὴν γνώμη τους νὰ σκοτώσουν μεγάλους καὶ ὄχι μικρούς. Ἐμεῖς φυλαγόμαστε, ὅσοι ἔχομεν ὑποψία». Μίαν ἡμέρα, νὰ κοντοσυλλαβίσω, ἄνοιξε τὸ τουφέκι ἀπὸ ἐκείνους εἰς τὸ παζάρι καὶ ἐβάρεσαν τὸν Τριαντάφυλλον Τσουρᾶ καὶ τὸν Ρούκη. Ἔτσι ἄνοιξε τὸ τουφέκι. Ἐκαταμερίσαμεν. Ἐσκοτώθηκε καὶ ὁ Ἀποστόλης ποὖταν πολιτάρχης, καὶ ἔτσι ἐσηκώθηκε τὸ τουφέκι καὶ τοὺς ἐστενοχωρήσαμε εἰς ἕνα μαχαλά. Τότενες ἐσηκώθηκε ὁ Κώστας Μπότσαρης καὶ ἦλθεν εἰς τὸν Αὐγουστίνο καὶ εἶπε: «Νὰ τοὺς ἀφήσομε νὰ φύγουνε, καὶ ἐγὼ ὑπάγω μαζί τους εἰς τὴν Κόρινθο καὶ ἔρχομαι», καὶ ἄλλα ταξίματα. Τοὺς εἴχαμε πολὺ στενοχωρημένους, καὶ ἂν δὲν ἦτον αὐτὴ ἡ μεσιτεία, θὰ τοὺς ἐχαλάγαμεν ὅλους. Σκοτώθηκαν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο πολλοί. Καὶ ἔτσι μὲ αὐτὰ τὰ πάτα, τοὺς ἔδωκε λόγον τιμῆς νὰ ἔβγουν καὶ ἔτσι ἐβγῆκαν. Τόσο ἐστάλθηκε ἀπὸ τοὺς πρέσβεις (Κάνιγγ) διὰ νὰ παύσει τὸ τουφέκι καὶ ἔτσι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ Ἄργος, καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ ἀπέρασαν στὰ Μέγαρα καὶ ἄρχισαν τὲς ραδιουργίες των, καὶ ἔβγαλαν διπλώματα, ταγματαρχίες, καπεταναίους, - καὶ ἔβγαλε ἕως 5.000 καὶ ὑπεγράφετο ὁ ἴδιος (ὁ Κωλέττης) ὡς κεφαλή. Καὶ ἡ Συνέλευσις τότε ἐσηκώθηκε καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ Ἀνάπλι, καὶ ἔκαμε γράμματα εἰς τὲς Δυνάμεις, διὰ νὰ προφθάσει μίαν ὥραν ἀρχύτερα Βασιλέας. Ἔκαμε καὶ τὸ Σύνταγμα καὶ τόσα ἄλλα.

Ἐκεῖνοι ἔκαμαν ἕως 25 Μαρτίου εἰς τὰ Μέγαρα καὶ ἦλθαν εἰς τὸ Λουτράκι. Ὁ Νικολὸς Τζαβέλας ἐχρεωστοῦσε 80 χιλιάδες γρόσια καὶ διὰ νὰ μὴ πληρώσει ἐπῆγε μὲ ἐκείνους. Τόσο καὶ ὁ Χατζῆ Χρίστος ἐπαράτησε τὸν ὅρκον ποὖχε κάμει σὲ τρεῖς μῆνες, καὶ ἐπῆρε τὴν καβαλλαρία καὶ ἐπῆγε στὸν Κωλέττην. Εἶχε τὸν Καλλέργη ἡ κυβέρνησις σταλμένον μὲ τὴν καβαλλαρία καὶ τοὺς Κορθινούς, καὶ ἐστέκονταν ἀντικρὺ τῶν Συνταγματικῶν. Καὶ ὁ Κωλέττης ἦλθε εἰς τὸ Λουτράκι, καὶ τὸν ἐδυνάμωνε τὸ κόμμα ἀπὸ τὴν Ὕδρα, καὶ πανταχοῦ ὅσοι ἦσαν σκανδαλοποιοί, καὶ τὸ στράτευμα ὁποὺ εἶχε ὅλο μὲ διπλώματα καὶ ταξίματα. Καὶ ἔλεγε: «Ἂν βγάλομε τὸν Αὐγουστίνο, σᾶς δίδω ἄμπλα ἀουτοριτὰ (1), εἰς τὴν Πελοπόννησο, νὰ πάρετε τοὺς μισθούς σας, νὰ ἔχετε καὶ τοὺς βαθμούς σας». Ἡ Συνέλευσις ἐτελείωσε καὶ ἡ Γερουσία καὶ οἱ Γραμματεῖς ἔμειναν ἀσάλευτοι, μέρος νῆσοι δὲν ἄκουε τὴν διαταγὴ μόνον, καὶ μέρος Ρουμελιῶτες. Τὸ λοιπὸν ἔθνος ἄκουε τὲς διαταγὲς τῆς Κυβερνήσεως, - ἡ Πελοπόννησος ὅλη. Τόσο ἔγραψε καὶ ὁ Νικόλαος ἕνα γράμμα, ὅταν εἴμεθα στὴν ἐπιτροπή: «Βαστᾶτε τὸ Ἔθνος, νὰ εἴσαστε μονιασμένοι καὶ θὰ στείλομε βασιλέα». Τόσο καὶ ἀπὸ τὲς ἄλλες Αὐλές. Ἀπὸ ἡμέρες ἐγύρευα τὴν ἄδειαν (2) ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνον νὰ πάω καὶ ἐγὼ εἰς τὴν Κόρθο· ὁπού, ἂν ἤθελε ὑπάγω, 10 ἢ 5 ἡμέρες ἀρχύτερα δὲν ἤξευρα ἂν ἔμβαιναν μέσα (νὰ μὴν πᾶν ἀπάνω τους). Μόνον ἄκουε ὁ κόσμος τὸ Σύνταγμα καὶ δὲν ἤξευρε πὼς εἶναι Σύντριμμα, καὶ εἰς τὲς 25 Μαρτίου ἐβγῆκα νὰ πάω στὴν Κόρθο· καὶ ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἐβγῆκα ἐγώ, ὁ Νικήτας μὲ τὸν Καλλέργη ἔκαμαν τὴν ἀστοχασίαν καὶ πῆγαν στὸ Λουτράκι καὶ τοὺς πισωδρόμησαν ἐκεῖνοι. Τὸ στράτευμα τὸ δικό μας ἐσκόρπισαν καὶ ὁ κόσμος ἐκαρτέραε μὲ τὸ Σύνταγμα. Καὶ ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὸ Ἄργος καὶ ἐδείπνησα, καὶ ἀπάνω ποὺ ἤθελα νὰ καβαλλήκω νὰ πάω στὴν Κόρθο, μᾶς εἰδοποίησαν τὰ τρέχοντα, καὶ ὅτι οἱ Συνταγματικοὶ αὔριο ἔρχονται ἐδῶ. Καὶ τότενες ἄφησα τὸν Σταυριανὸ Καπετανάκη, τὸν Γεώργη Μιχαλάκη, τὸν Ἀγαλόπουλο, τὸν Τσόκρη, τοὺς ἄφησα εἰς τὸ Ἄργος, νὰ ἰδοῦμε τί θέλει γίνει. Ἐγὼ ἐτραβήχθηκα εἰς τὸ Σχοινοχώρι, μίαν ἥμισυ ὥρα μὲ τὸν τσιπχανέ, καὶ μόνον μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου, καὶ τὴν αὐγὴ ἔφθασε τὸ Σύνταγμα εἰς τὸ Ἄργος, καὶ ἐβγῆκαν οἱ Ἀργίτες μὲ τὲς δάφνες... Ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐδοκίμασαν νὰ πᾶνε στ᾿ Ἀνάπλι. Καὶ τὰ στρατεύματα ποὖταν στὴν Σαλαμίνα τὰ δικά μας, ἐμπῆκαν εἰς τὴν Πρόνοιαν. Ἐγὼ ἐτράβηξα κατὰ τὴν Τριπολιτσὰ καὶ μὲ 200 ἀνθρώπους ποὺ ἐκρατοῦσα τὸ Ἁϊνόρι, ποὺ ἦταν οἱ τοπικοὶ φευγάτοι. Καὶ ἔτσι ἦλθαν ἐκεῖ ὁποὺ ἤμουν ἐγώ, καὶ τοὺς ρώτησα, ἂν εἶναι πουθενὰ στρατεύματα. - «Ὄχι». - Ὁ Ζαΐμης καὶ ὁ Κολιόπουλος ἦτον σταλμένοι στὴν Πάτρα καὶ ὁ Τζαβέλας μὲ τὸ τάγμα του στὴν Πάτρα. - Καὶ ἐμβαίνοντας μέσα ἔρριξαν τὴν Γερουσία, νὰ κάμουν Κυβέρνησιν, ἐπιτροπὴν 5, καὶ ὁ ἕνας ἀπεφάσισαν καὶ ἐμένα. Καὶ ἐγὼ ἀπεκρίθηκα: «Δὲν εἶμαι ἄξιος». Καὶ τότε ἀπεφάσισαν τὸν Κολιόπουλο, τὸν Ζαΐμη, καὶ μοῦ ἔστειλαν τὰ γράμματα καὶ τοὺς τὰ ἔστειλα νὰ ἐλθοῦν τὸ γληγορότερο. Καὶ ἔκαμαν ἑπταμελῆ ἐπιτροπὴ τὸν Ὑψηλάντη, τὸν Κωλέττη, τὸν Μεταξᾶ, τὸν Μπότσαρη, τὸν Κολιόπουλο, τὸν Κουντουριώτη καὶ Ζαΐμη. Ἐγὼ εἶχα στείλει τὸν Γενναῖο, ὁποὺ ἐσύναζε στρατεύματα διὰ τὴν Κόρθο, καὶ ἔφθασε μὲ 1.000 εἰς τὴν Τριπολιτσά, καὶ ἐγὼ ἐστάθηκα εἰς τὴν Τριπολιτσὰ καὶ ἐκεῖνον τὸν ἐπρόσταξα νὰ πάει στοὺς Μύλους τοὺς Ἀφεντικούς, νὰ ἰδοῦμε τὸ Σύνταγμα τί θέλει κάμει. Τότενες ἔφθασε καὶ ὁ Ζαΐμης μὲ τὸν Κολιόπουλο ἀπὸ τὴν Πάτρα εἰς τὴν Τριπολιτσά, καὶ ἐστάθηκαν μία ὥρα καὶ ὁμιλήσαμεν, καὶ μοῦ λέγει ὁ Ζαΐμης: «Μὴ πεῖς τίποτε ὅσο νὰ πᾶμε κάτω, νὰ μὴν γίνει κανένας ἐμφύλιος πόλεμος καὶ χαθοῦμε». Ἐγὼ τοὺς ἀποκρίθηκα ὅτι: «Σύρτε κάτω καὶ ἂν γίνει εὐταξία καὶ κάμει ἡ ἐπιτροπὴ εὐταξία ἀπό τ᾿ Ἀνάπλι ἕως εἰς τὸ Ἄργος, ἐγὼ θέλω μείνει ἥσυχος καὶ τραβάω καὶ τὸν Γενναῖο καὶ πηγαίνω εἰς τὸ σπίτι μου καὶ ἡσυχάζω, εἴτε μὴ καὶ τὸ Σύνταγμα ἁπλωθεῖ μέσα εἰς τὴν Πελοπόννησο, ἐγὼ βέβαια διὰ τὴν πατρίδα ἔχω τόσα αἵματα καὶ κόπους καὶ θὰ κάμω ὅ,τι δύναμαι νὰ ἐμποδίσω τὸ κακό». Καὶ κατεβαίνοντας κάτω, ἔσμιξε ἡ ἐπιτροπὴ ὅλη καὶ ἔκαναν συμβούλιο, ὅτι πῶς θὲ νὰ πληρώσουν τὸ στράτευμα ὁποὺ ἦτον στὰ Μέγαρα τόσους μῆνες. Ὁ Ζαΐμης καὶ ὁ Κολιόπουλος καὶ ὁ Μεταξᾶς εἶχαν μία γνώμη, ὅμως οἱ ἄλλοι ἦταν τέσσεροι, καὶ πάντα οἱ τέσσεροι εἰς τὲς γνῶμες ἐνικοῦσαν. Ἔβαλαν τὸν Ζωγράφο γραμματέα τῶν πολεμικῶν, καὶ τὰ στρατεύματα τοῦ ἐγύρευαν λουφέδες, γιατὶ τοὺς εἶχε ταμένο ὁ Κωλέττης ὅτι, πηγαινάμενοι στ᾿ Ἀνάπλι, νὰ δώσει τοὺς λουφέδες, καὶ ἂν δὲν ἔχει νὰ εὑρεῖ. Σὰν δὲν εἶχαν μὲ τί νὰ τοὺς πληρώσουν τοὺς διεμοίρασε στὴν Πελοπόννησο νὰ πάρουν τοὺς λουφέδες μὲ ὅ,τι τρόπον ἠμπορέσουν. Ἔστειλαν τὸν Νότη Μπότσαρη νὰ λάβει ἀπὸ τὴν Πάτρα τοὺς λουφέδες του, (καὶ νὰ στείλει τὸ Σύνταγμα), νὰ παραδώσει ὁ Τζαβέλας τὸ κάστρο. Καὶ ὁ Τζαβέλας δὲν ἐδέχθηκε τὸ κάστρο νὰ δώσει, καὶ εἶπε: «Πατριώτης καὶ ἐγὼ εἶμαι, καὶ φυλάττω τὸ κάστρο ἕως νὰ ἔλθει ὁ βασιλέας μας». Δὲν ἐδέχθηκε οὔτε τὸν Νότη. Τὸν Χριστόδουλο Χατζῆ Πέτρου τὸν ἔστειλαν εἰς τὰ Καλάβρυτα, Γριζιώτη καὶ ἄλλους στὴν Κόρινθο, τὸν Κατσάκο μὲ τοὺς Μανιάτες στὴ Μεσσηνία, τὸν Βαγγέλη Κοντογιάννη, εἰς τὸν Ἅγιον Πέτρο, τὸν Ντελῆ Γιώργη, εἰς τὸν Μυστρά, τὸν Μακρυγιάννη (τοὺς στρατιῶτες του), τὸν Ταφιλπούζη καὶ τὸν Χατζῆ Χρίστο εἰς τὴν Τριπολιτσά, τὸν Διαμάντη Ζέρβα στὴν Γαστούνη καὶ εἰς ὅλες τὲς ἐπαρχίες ἔστειλαν στρατεύματα, ὄχι διὰ νὰ λάβουν τακτικὰ τοὺς μισθούς των, ἀλλὰ διὰ νὰ λεηλατήσουν ὅλες τὲς ἐπαρχίες. Τὸ Ἄργος τὸ ἔδωσαν τοῦ Γρίβα, τὸν Ταφιλπούζη μὲ τὸ τάγμα του τὸν ἀπεφάσισαν νὰ περάσει ἀπὸ τὴν Καρύταινα καὶ νὰ πάει στὴν Γαστούνη μὲ σημαία Ὀθωμανική, μὲ παντιέρες Ὀθωμανικές, μὲ τὴν χέρα τοῦ Μωάμεθ. Ἀκούοντας ἐγώ (1) ἔστειλα καὶ τὸν ἔβγαλα μὲ καταισχύνη, καὶ ἂν εἶχα τὴν ἔχθρα ποὺ ἔλαβα ἔπειτα, θὰ τοὺς σκοτώναμε. Καὶ τοῦ ἔστειλα (τοῦ Ταφιλπούζη) καὶ ἐμάζωξε τὲς μπαντιέρες, καὶ τοῦ εἶπα (2) ἂν περάσει καμμιὰ φορὰ μὲ ἀνοικτὲς μπαντιέρες, οἱ γυναῖκες οἱ χηρευάμενες θὰ τὸν σκοτώσουν: «Ποῦ ἀνοίγεις τὴν σημαία τὴν Τούρκικη, εἰς τὰ χώματα τὰ Ἑλληνικά;». - «Τί φταῖμε ἐμεῖς;» Ὁ Κωλέττης μᾶς εἶπε: «Δουλειὰ νὰ κάμετε καὶ ὅ,τι σημαία θέλετε. Μᾶς ἔδωσεν ὀφίκια, ἐγέλασε Τούρκους καὶ Ρωμαίους». - Ἔγραψα μερικῶς εἰς τὸν Ζαΐμη: «Τοῦτοι γυρεύουν ἐμφύλιο πόλεμο». Τότενες διατάττουν τὸν Γρίβα νὰ περάσει Λεοντάρι, Μεσσηνία, Καρύταινα, Ἀρκαδία, καὶ Φανάρι. Ἀκούοντας οἱ ἐπαρχίες, ἦλθαν οἱ πρόκριτοι καὶ καπιταναῖοι τῶν ἐπαρχιῶν καὶ μοῦ λέγουν: «Τί κάνεις, μᾶς γλύτωσες μιὰ φορὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, νὰ μᾶς γλυτώσεις καὶ τώρα». - Εἶχαν τρομάξει ἀπὸ τὸ Ἄργος καὶ Κόρινθο. - «Νὰ πιάσωμεν τὰ ἄρματα, νὰ ἐμποδισθοῦν». Τότενες ἐμάθαμεν ὅτι ὁ Βασιλέας τῆς Βαυαρίας ἐδέχθηκε νὰ στείλει τὸν υἱόν του Ὄθωνα· ἦταν ἔβγα Ἰουνίου. Τότενες ἔκαμα διαμαρτύρηση εἰς τὰς τρεῖς Δυνάμεις, νὰ μὴν κινήσει ὁ Γρίβας, νὰ τὸν ἐμποδίσουν γιατὶ ἔρχοντας ὁ Γρίβας εἰς τὴν Τριπολιτζὰ θέλει ἀνοιχθεῖ ἐμφύλιος πόλεμος. Καὶ δὲν μὲ ἄκουσαν εἰς αὐτὴν τὴν παρακάλεσιν. Καὶ τότενες ἔγινε μία προκήρυξις ἀπὸ ἐμὲ εἰς τὴν Γερουσία, ὅτι ὑποχρεωμένοι νὰ ὑπερασπισθοῦμε τὴν τιμή μας καὶ ζωή μας καὶ τὴν ἰδιοκτησία μας, δὲν γνωρίζομεν διὰ κυβέρνησιν τὴν τυραννικήν.

Αὐτὴ ἡ διοίκησις εἶδε ὅτι ἀδύνατον νὰ βασταχθεῖ καὶ ἐζήτησε ἀπὸ τοὺς τρεῖς Ἀντιπρέσβεις, διὰ νὰ ἔλθουν γαλλικὰ στρατεύματα, νὰ πιάσουν τὸ Ἀνάπλι καὶ τὴν Πάτρα. Τέτοια κυβέρνησις ἦτον νὰ δώσει τὰ ἐθνικὰ φρούρια εἰς ξένους νὰ τὰ φυλάττουν. Ἐπῆγε ὁ στρατηγὸς Γκενὲκ μὲ ἕνα σύνταγμα Γάλλων εἰς τὴν Πάτρα. Ὁ Κίτσος Τζαβέλας δὲν τοὺς ἐδέχθηκε, καὶ εἶπε ὅτι τὸ φρούριο θέλει τὸ παραδώσει ὅταν ἔλθει ὁ βασιλέας. Καὶ τοὺς εἶπε ὅτι ἂν θέλετε νὰ τὸ πάρετε μὲ βία, θέλει νὰ ἔχουν πόλεμον, καὶ ἔβαλε σημαίαν. Ἀφοῦ εἶδε ὁ στρατηγὸς Γάλλος τὴν ἐπιμονὴν καὶ τὴν ἀπόφασιν τοῦ Κίτσου ἀνεχώρησαν. Οἱ Γάλλοι ἐπῆγαν εἰς τὸ Ἀνάπλι καὶ ἔβγαλαν τὸ τοπικὸν τάγμα, καὶ ἔτσι ἐκλείσθηκαν μέσα καὶ ἐκάθοντο. Ἂν δὲν ἐπροσκαλοῦσαν τοὺς Γάλλους, ὁ Κωλέττης ἤθελε καταφύγει εἰς τὸν τόπον του, τὰ Γιάννινα.

Τὰ στρατεύματα ὁποὺ ἐπῆγαν ἐναντίον τοῦ Κίτσου Τζαβέλα, ἐσυμφώνησαν, καὶ εἶπαν νὰ ἐμποδίσουν τὸν ἐμφύλιον πόλεμον καὶ νὰ στείλουν ἀπεσταλμένους εἰς τὴν Διοίκησιν τοῦ Ἀναπλιοῦ, διὰ νὰ διορθώσουν τὰ πράγματα. Αὐτοὶ ἀπέρασαν ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ ἦτον ὁ Γενναῖος εἰς τὸ Βαλτέτσι. Ὅταν ἦλθαν, τοὺς ἀντάμωσα εἰς ἕνα χωριό, ἐστέρχθηκα, εἶχα κάμει τὴν προκήρυξιν καὶ ἦλθαν Ἀρκαδινοί, Φαναρῖται, Καρυτινοί, καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐπαρχίες καὶ ἔπιασαν τὲς θέσεις διὰ νὰ ἐμποδίσουν ἀπὸ τὸ νὰ ἔμβουν εἰς τὲς ἐπαρχίες καὶ νὰ τὲς λεηλατήσουν - καὶ ἐσυμφώνησαν καὶ μὲ αὐτά. Ἐπέρασαν καὶ ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, ὁμίλησα μὲ τὸν Γρίβα καὶ μὲ τὸν Χατζῆ Χρίστο. Ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐπῆγαν εἰς τὸ Ἀνάπλι. Ἐκεῖ ἐσυνάζοντο διὰ νὰ κάμουν Συνέλευσιν· ἑτοίμασαν μία ἐπιτροπὴ διὰ νὰ ἔλθουν νὰ μᾶς μιλήσουν. Ὅταν ὁ Γρίβας ἦλθε εἰς τὴν Τριπολιτζά, πολλὰ ὀλίγοι κάτοικοι ἔμειναν (2) οἱ δὲ λοιποὶ ἐσκορπίσθηκαν εἰς τὰς διαφόρους ἐπαρχίας, διατὶ ἐτρόμαξαν ἀφοῦ εἶδαν τὰ κακά, τὰ ὁποῖα ἔκαμαν εἰς τὸ Ἄργος καὶ τὴν Κόρινθον. Ἔστειλα ἕνα πεζὸν μέσα εἰς τὴν Τριπολιτζά, διὰ νὰ ὁμιλήσει, διὰ νὰ μὴ πολεμήσουν, καὶ ὁ Γρίβας τὸν πιάνει καὶ τὸν κόβει. Τότε ἐπῆγα ἀπὸ τὴν Καρύταινα καὶ ἐγὼ εἰς τὸ Βαλτέτζι. Εἶπα ὅτι αὐτοὶ ἔχουν σκοπό.

Εἰς αὐτὸν τὸν καιρὸ ὁ Βαγγέλης Κοντογιάννης πολεμεῖται ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ Ἁγίου Πέτρου καὶ ἕνα μέρος ἐπαρχίας Μυστρᾶ καὶ ἐκινδύνευε νὰ τὸν χάσουν. Εἶχε μαζί του ἕως τριακόσιους, μεταξὺ αὐτῶν ὀγδοήντα Τοῦρκοι. Ὁ Γενναῖος τὸ μαθαίνει αὐτό, πηγαίνει καὶ τὸν γλυτώνει καὶ τὸν ἐσυντρόφευσε ἕως τὸ Τσιβέρι (1), καὶ τὸν ἄφησε καὶ ἐβγῆκε εἰς τὴν Ρούμελην. Ὁ Νικήτας ἐχάλασε τὸν Κατσάκο εἰς τὴν Μεσσηνίαν, τὸν ἐπολιόρκησε εἰς τὰ Φουρτζαλοκάμαρα, καὶ ἂν δὲν ἤρχοντο οἱ Φραντζέζοι, τὸν ἔπιαναν ζωντανό. Ἔτσι ἐπαστρεύθηκε καὶ αὐτὸ τὸ μέρος. Τὸν Ἀποστόλη Κολοκοτρώνη τὸν εἶχα στείλει εἰς τὴν Καντήλα, διὰ νὰ ἐμποδίσει τὸν Καρατάσο. Ἐπῆγα εἰς τὸ Βαλτέτσι καὶ ἔστειλα (2) εἰς τὸν Γρίβαν ὅτι νὰ τραβηχθοῦν. Καὶ αὐτοὶ ἀποκρίθηκαν: «Ἔχομε πόλεμο». Ἐδιόρισα τὸν Γενναῖο νὰ ὑπάγει εἰς τοῦ Μαντζαγρᾶ, νὰ ἔβγουν ἀπὸ τὴν Τριπολιτζὰ νὰ πολιορκήσουν τὸν Γενναῖον, καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα διάφορα μέρη νὰ ἔμβουν οἱ ἐδικοί μας εἰς τὴν Τριπολιτζά. Ἐπῆγε ὁ Γενναῖος εἰς τοῦ Μαντζαγρᾶ, βγαίνει ὁ Γρίβας ἐναντίον του, δίδω τὸ σημεῖον νὰ κτυπήσουν καὶ νὰ ἔμβουν εἰς τὴν Τριπολιτζά. Κτυπιοῦνται. Ἕνας Βούργαρης, Μανιάτης λεγόμενος, ἐστάλθηκε ἀπὸ τὸν Χατζῆ Χρίστο καὶ ὁμίλησε τοῦ ἀγιουτάντε μου, διὰ νὰ μοῦ ὁμιλήσει νὰ παύσει ὁ πόλεμος καὶ ὑπεσχέθη νὰ ἐβγοῦν ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά. Ἔτσι ἐδέχθηκα τὴν γνώμη του διὰ νὰ μὴ χαλασθεῖ ἡ πόλις τῆς Τριπολιτζᾶς. Ὁμίλησα καὶ ἐγὼ προσωπικῶς μὲ τὸν Χατζῆ Χρίστο. Διατὶ ἂν ἄφηνα νὰ ἔμβαιναν τὰ στρατεύματα μὲ τὸ σπαθὶ εἰς τὸ χέρι ἐχαλιούνταν τὰ σπίτια, ὅσον τάξη καὶ ἂν ἐφύλαγαν οἱ στρατιῶται. Τέλος πάντων ἔφυγε καὶ ὁ Γρίβας μὲ τὸν Χατζῆ Χρίστο μὲ τὴν καβαλλαρία καὶ ἐκατέβηκαν εἰς τὸ Ἄργος. Ἐμβῆκα εἰς τὴν Τριπολιτζά, καὶ εἰς 5 ἡμέρας ἐμαζεύθηκαν ὅλες οἱ διασκορπισμένες οἰκογένειες. Εἰς ὀλίγες ἡμέρες ἦλθε καὶ ὁ Τζαβέλας. Εἰς ὅλους τοὺς ἀκροβολισμοὺς καὶ εἰς τοῦ Μαντζαγρᾶ ἐσκοτώθηκαν ἕως 50. Ἐσύναξα ὅλο τὸ στράτευμα, - ὅταν ἀνεχώρησαν οἱ Ρουμελιῶτες ἔκαμα λόγον διὰ τὴν εὐταξίαν. Εἰς ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα εἶχα ἀνταπόκρισιν καθημερινὴν μὲ τὸν Ζαΐμη, Μεταξᾶ καὶ Κολιόπουλο. Ὁ Καλλέργης, Τσόκρης, Ἀργεῖοι, Κατωναχαγιέτες ἦλθαν δύο ὧρες μακριὰ ἀπὸ τὸ Ἀνάπλι.

Ἦλθε ἀπὸ τὸν Τρικούπη μία πρόσκληση τοῦ Γενναίου διὰ νὰ κάμει μέρος εἰς τὴν ἐπιτροπὴ ὁποὺ ἐστάλθηκε διὰ νὰ ὑπάγει εἰς τὴν Βαυαρίαν καὶ νὰ προσκαλέσει τὸν Βασιλέα καὶ νὰ τὸν συντροφεύσει ἕως τὴν Ἑλλάδα. Ἐγὼ δὲν ἠμποροῦσα νὰ δεχθῶ νὰ ὑπάγει ὁ Γενναῖος ἀπὸ μίαν Κυβέρνηση, ὁποὺ δὲν ἀνεγνώριζα καὶ ἀπεφάσισα νὰ ὑπάγω εἰς τὸ Ἀνάπλι, διὰ νὰ ἰδῶ τί τρέχει δι᾿ αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν. Ἐπῆγα εἰς τὸ Ἄστρος, ἔδωσα εἴδησιν τοῦ Ρικόρδου, μοῦ ἔστειλε μία φελούκα καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν φεργάδα του. Μόλις ἔφθασα ἐκεῖ καὶ τὸ βράδυ ἔρχεται ὁ Κολιόπουλος νὰ μοῦ πάρει τὴν ἄδειαν διὰ νὰ ἀναχωρήσει. Μοῦ εὕρηκε πρόφαση δι᾿ αὐτήν τὴν βία, ὅτι τὸ καράβι τὸ Ἰγγλέζικο ὁποὺ ἤθελε νὰ πάρει τὴν ἐπιτροπή, ἐβιάζετο νὰ φύγει. Τί νὰ κάμω ἐγὼ πλέον. Τοῦ εἶπα τοῦ Κολιόπουλου: «Πήγαινε εἰς τὸ καλό». Ἐστοχασθήκαμε ἔπειτα νὰ στείλομε μιὰν ἐπιτροπὴ ἀπὸ τὸ ἔθνος ὅλο καὶ ἀπὸ τ᾿ ἄρματα εἰς τὴν Βαυαρίαν, πλὴν αἱ περιστάσεις δὲν μᾶς τὸ ἐσυγχώρησαν. Ἂν μὲ ἔλεγαν καθὼς ἦτον, ὅτι ἡ ἐπιτροπὴ ἦτον διορισμένη ἀπὸ τὴν Βαυαρίαν, τὸν ἔστελνα τὸν Γενναῖο καὶ ἐπήγαινε. Ἐχαιρέτησα καὶ τοὺς δύο Ναυάρχους, Ἄγγλον καὶ Γάλλον, μὲ εἶπαν διατὶ δὲν ἔστειλα τὸν υἱόν μου εἰς τὴν Βαυαρίαν καὶ τοὺς ἔλεγα ὅτι: «Δὲν γνωρίζω τὴν Διοικητικὴν ἐπιτροπή, διὰ νὰ δεχθῶ τὴν ἀπόφασίν της». Ἦλθε ὁ Ζαΐμης καὶ Μεταξᾶς καὶ ὁμιλήσαμεν εἰς τὴν φεργάδα. Ὁ σκοπός μου ἦτον ἡ Γερουσία νὰ μείνει ἐλεύθερη καὶ νὰ ἐκλέξει μίαν κυβέρνησιν ἀπὸ διάφορα κόμματα κατὰ τὴν ἔννοιαν τοῦ πρωτοκόλλου τῆς Λόντρας. Ἐπέστρεψα εἰς τὸ Ἄστρος, ἐπῆγα εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπο, ἦλθε ὁ Τζαβέλας καὶ ἄλλοι ὁπλαρχηγοὶ Ρουμελιῶτες τοῦ μέρους μας. Ἐγράψαμεν συμφώνως εἰς τοὺς ὁπλαρχηγοὺς ὁποὺ ἦτον μὲ τὸ σύνταγμα, νὰ ἐλθοῦν νὰ ὁμιλήσωμεν εἰς τὸ Τσιβέρι. Ἦλθαν, ὁμιλήσαμεν καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐπήγαμεν εἰς τὸ Ἄργος. Ἀπεφασίσαμεν ὡς ἐπιτροπὴ τῶν ἀρμάτων, νὰ ὀλιγοστέψουν τὰ κακά, καὶ ἐγράψαμεν εἰς τὸν Γρίβαν - διὰ νὰ ἐβγεῖ ἀπὸ τὸν Μορέα, - ὁ Γρίβας ἐπῆγε εἰς τὸ Κουτζοπόδι καὶ ἔκαμνε μεγάλας καταχρήσεις (3). - Ἐκεῖ ἀποφασίσαμεν νὰ γίνει μία στρατιωτικὴ ἐπιτροπὴ μὲ τὸν σκοπὸν νὰ μαζεύσει ὅλας τὰς προσόδους καὶ νὰ τὰς μοιράσει εἰς ὅλους μὲ ἀναλογίαν καὶ μὲ τάξιν, καὶ νὰ ἐμποδίσωμεν ὅσον ἦτον δυνατὸν τὲς μεγάλες καταχρήσεις ὁποὺ ἐγίνοντο. Ὁ Ζωγράφος ἔγραψε εἰς αὐτοὺς νὰ βαστάξουν εὐταξίαν, πλὴν ποῖος τὸν ἤκουγε. Ὅταν εἴμεθα εἰς τὸ Ἄργος, μὲ ἔγραψαν νὰ βγεῖ ἡ Γερουσία, καὶ ὁ Ζαΐμης καὶ ὁ Μεταξᾶς, νὰ ἐκλέξει καὶ ἕνα τρίτο μέλος καὶ νὰ ἐξακολουθήσει νὰ διοικήσει τὸν τόπο ἕως ὅτου νὰ ἔλθει ὁ Βασιλέας μας. Δὲν τὸ ἐδέχθηκα, διατὶ ἦτον τόσοι ὁπλαρχηγοὶ ἐκεῖ καὶ δὲν εἴμεθα σύμφωνοι. Ἔπειτα ἐδιαμοιρασθήκαμεν· ἐγὼ καὶ Χατζῆ Χρίστος ἐπήραμεν ἐπάνω μας τὴν Τριπολιτσά, Μυστρά, Λεοντάρι, ὅλην τὴν Μεσσηνίαν, Φανάρι, Καρύταιναν. Γκριζιώτης, Στράτος καὶ Τσόκρης ἔμειναν εἰς τὲς ἐπαρχίες Ἁγίου Πέτρου, Ἄργους, Κατωναχαγιέ, Κόρινθον, καὶ ὁ Τζαβέλας μὲ τὸν Νότη Μπότζαρη νὰ πάρουν Καλάβρυτα, Βοστίτζα, Πάτρα, Γαστούνη, Πύργο. Εἰς ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη ἦτον στρατιῶτες καὶ ἔκαναν μύριες καταχρήσεις καὶ τὰ χρέη ἦτον αὐτῆς τῆς ἐπιτροπῆς, νὰ συνάξουν ὅσους προσόδους ἔχουν νὰ δώσουν αἱ ἐπαρχίες καὶ νὰ διαμοιράζονται εἰς τοὺς διαφόρους ὁπλαρχηγούς, ἀναλόγως μὲ ἐκεῖνα ὁπού ῾χαν νὰ λάβουν· καὶ νὰ μαζεύουν ζωοτροφία μὲ ὅλη τὴν δυνατὴν εὐταξίαν εἰς τέτοιες ἀναρχικὲς περιστάσεις. Ἐπήγαμε λοιπὸν ὁ καθένας εἰς τὴν θέση του. Ὁ Τζαβέλας καὶ Νότης ἐπῆγαν εἰς τὴν Πάτρα· ἐγὼ καὶ ὁ Χατζῆ Χρίστος ἐπήγαμεν εἰς τὴν Τριπολιτζά καὶ οἱ λοιποὶ ἔμειναν εἰς τὸ Ἄργος. Ἀπεφασίσθη νὰ ἔλθει ἕνα τάγμα Φραντζέζοι διὰ νὰ πιάσει τὸ Ἄργος, διὰ νὰ ἔβγει ὁ Βασιλέας εἰς τοὺς Μύλους. Ἐκίνησαν ἀπὸ τὴν Μεσσηνίαν, ἦλθαν εἰς τὴν Τριπολιτσά· τοὺς περιποιήθηκα καθ᾿ ὅλους τοὺς τρόπους καὶ ἔπειτα κατέβηκαν στὸ Ἄργος. Ἐκεῖ δὲν ἠξεύρω πῶς ἔκαμαν καὶ πιάνονται μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Τσόκρη καὶ Γκριζιώτη, πολεμοῦν καὶ σκοτώνουν περισσότερον ἀπὸ 200 ψυχὲς ἀθῶες. Οἱ Φραντζέζοι ἔπιασαν τὸ παιδί μου ὡς ἐνέχυρον, διὰ νὰ μὴν πᾶν οἱ Ἕλληνες καὶ τοὺς κτυπήσουν. Ἔστειλε μίαν ἐπιτροπὴ ἡ Διοίκησις διὰ νὰ ἰδεῖ ἂν εἶχα ἐγὼ εἴδησιν. Ἦλθαν, ἐξέτασαν αὐτά, ἔγραψα καὶ ἐγὼ εἰς τὸν Στρατηγὸν καὶ τοὺς ἔλεγα, ὅτι ἂν εἶχα κανέναν σκοπὸν νὰ βαρέσουν τοὺς Φραντζέζους, δὲν τοὺς ἄφηνα νὰ περάσουν ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά - τοὺς ἐκαρτέραγα εἰς τοῦ Λεονταριοῦ τὸ Δερβένι καὶ δὲν ἔχω καμμία αἰτία διὰ νὰ εἶμαι ἐχθρὸς τῶν συμμαχικῶν στρατευμάτων, καὶ τί ἔπιασαν τὸ παιδί μου ἐνέχυρον. Ἂν ἤξευρα ὅτι τὸ νὰ κτυπήσω ἤθελα ὠφελήσει τὴν Πατρίδα μου, τὸ ἔκαμνα καὶ ἂς εἶχαν καὶ τὸ παιδί μου ἐνέχυρον. Καὶ ἔτσι ἐπληροφορήθηκαν ὅτι δὲν εἶχα εἴδησιν. Οἱ Γάλλοι μὲ ἐνόμιζαν ἐχθρόν τους, ἐγὼ δὲν τοὺς εἶχα δώσει ποτὲ αἰτία. Ὁ Κωλέττης καὶ τὸ ἐναντίον κόμμα τοὺς ἐγιόμισαν τὰ μυαλά, ὅτι ἐγὼ ἤμουν ἐναντίον τους καὶ Ρωσολάτρης.

Εἰς δέκα ἡμέρες φθάνει ὁ στόλος, ὁποὺ ἔφερνε τὸν Βασιλέα εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἄργους. Πρὶν ὅμως τοῦτο, οἱ Φραντζέζοι ἔστειλαν καὶ ἔπιασαν τὸ σπίτι τοῦ Τσαμαδοῦ, ὁποὺ ἦτον πρόεδρος τῆς Γερουσίας, καὶ τὸν ἐκακομεταχειρίσθησαν. Ἐξ αἰτίας τῆς περιστάσεως, καὶ ἄλλες βίες ὁποὺ ἔκαμναν εἰς τοὺς γερουσιαστάς, ἀπεφάσισαν νὰ ἐβγοῦν ἀπὸ τὸ Ἀνάπλι. Ἐγὼ εἶχα κατεβεῖ εἰς τὸ Ἄστρος, διὰ νὰ ὁμιλήσω διὰ μίαν ὑπόθεσιν ὁποὺ ἔτρεχε. Μερικοὶ γερουσιασταὶ εἶχαν σχέδιον νὰ ἐβγοῦν εἰς τὸ Ἄστρος, νὰ ἐκλέξουν μία νέα διοίκηση, συνθεμένη ἀπὸ τρεῖς, νὰ προσκαλέσουν τὸν Ζαΐμη καὶ Μεταξᾶ, καὶ νὰ κάμουν πρόεδρον προσωρινὸν τὸν Ρικόρδο, ἕως ὅτου νὰ ἔλθει ὁ βασιλέας. Ἔφυγε ἡ Γερουσία, καὶ ἔξαφνα μία αὐγὴ τοὺς βλέπω εἰς τὸ Ἄστρος. Δὲν ἐδέχθηκα τὴν πρότασίν τους, ὅμως εἶπα νὰ σταθεῖ τὸ πράγμα ἕως εἰς τὸν ἐρχομὸ τοῦ Βασιλέως, καὶ ἡ Γερουσία ἐπῆγε εἰς τὲς Σπέτζες καὶ ἔμεινε ἐκεῖ ἕως τὸν ἐρχομὸν τοῦ Βασιλέως. Ὅταν ἐβγῆκε ἡ Γερουσία εἰς τὸ Ἄστρος, εἶχα στείλει τὸν Κωνσταντίνον διὰ νὰ γίνει συμφωνία εἰς τὸ Ἀνάπλι. Ἡ συμφωνία ἦτον, νὰ βάλουν (2) εἰς ὅλον τὸ κράτος τοὺς ἥμισυ ἐπάρχους ἀπὸ τοῦ μέρους μας ἀνθρώπους, νὰ ἐπικυρώσουν τοὺς λογαριασμοὺς ὅλων τῶν στρατιωτικῶν διὰ τοὺς μισθούς των καὶ ἄλλα. Ὁ Κωλέττης ἦτον σύμφωνος, ἐκτὸς νὰ μὴν γνωρίσει τὴν Γερουσία, καὶ αὐτοῦ ἦτον ἡ δυσκολία, διότι δὲν ἤθελα νὰ δεχθῶ ὅλας τὰς προτάσεις ὁποὺ ἦτον ὠφέλιμοι δι᾿ ἐμέ, καὶ νὰ ἀφήσω τοὺς συντρόφους μου γερουσιαστάς. Αὐτοὶ ὁποὺ ἐζητοῦσαν νὰ γίνει μία διοίκησις καὶ δὲν ἐπρόσμεναν ἕως ὅτου νὰ ἔλθει ὁ Βασιλέας, ἔλεγαν: Αʹ ὅτι ὁ Βασιλέας θὰ ἀργήσει νὰ ἔλθει εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ τρεῖς καὶ τέσσαρους μῆνες. Βʹ ὅτι ὅταν ἔλθει ὁ Βασιλέας, θὰ εὕρει εἰς τὰ πράγματα τοὺς ἐναντίους, καὶ τότε θὰ λάβει ἀπ᾿ αὐτοὺς μόνον πληροφορίας ὡς εὑρισκομένους εἰς τὰς θέσεις καὶ μὲ τοῦτο θὰ κρύψουν ὅλα των τὰ σφάλματα, ποὺ ἔκαψαν στόλους, ἀφάνισαν ἐπαρχίες, ἐσκότωσαν τὸν Κυβερνήτην, κτλ., ἐνῶ ἂν ἐγίνετο μία νέα διοίκηση ἀπὸ τὴν Γερουσίαν, τὴν ὁποίαν ἕως τότε οἱ Ἀντιπρέσβεις καὶ ὁ βασιλεὺς τῆς Βαυαρίας ἐνόμιζε ὡς νόμιμον, ἤθελε δώσει αὐτὴ ἡ νέα διοίκηση πληροφορίες διὰ τὰς πράξεις τῶν ἐναντίων, καὶ νὰ τοὺς γνωρίσει τί ἄνθρωποι εἶναι, καὶ ἂν καὶ ὁ Κωλέττης μὲ τοὺς γραμματεῖς ἐπέμενε νὰ νομίζεται ὡς διοίκησις, ὁ Βασιλέας νὰ εὑρεῖ δύο κυβερνήσεις, καὶ νὰ μὴν ἀκούσει καμμιά, καὶ νὰ ἀκολουθήσει ἐδικόν του δρόμον. Ποτὲ δὲν ἐφαντάζετο κανένας ἀπὸ τὸ λεγόμενον Κυβερνητικὸ ὅτι ὁ Βασιλέας, φθάνοντας, δὲν θέλει τὸν ἐναγκαλισθεῖ, ἢ τὸ πολὺ ὅτι ἤθελε ἀδιαφορήσει, διότι ἐνόμισαν ὅτι ὁ Βασιλέας δὲν θέλει ἐναγκαλισθεῖ, παρὰ ὅσοι ἐστάθηκαν πιστοὶ εἰς τὴν μόνην τακτικὴν Κυβέρνησιν, ὁποὺ ἔλαβε τὸ ἔθνος μας ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς ἐπαναστάσεως. Τέτοιες ἰδέες εἶχαν ὅλοι οἱ γερουσιασταὶ καὶ ἐν γένει ὅσοι ἦτον Κυβερνητικοί. Εἰς τὴν Τριπολιτζά, ὅπου ἤμουν, ἀνταποκρίθηκα μὲ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς τῆς Δυτικῆς καὶ Ἀνατολικῆς Ἑλλάδος, μὲ ὅλην τὴν Πελοπόννησον καὶ μὲ τὰ νησιά, καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν μὲ τὲς Σπέτσες καὶ Τῆνον, νὰ ἑτοιμάσουν πληρεξουσίους, διὰ νὰ ἔλθουν νὰ συγχαροῦν τὸν Βασιλέα μας εἰς τὸ φθάσιμόν του. Ὁ σκοπός μου ἦτον νὰ συναχθοῦν ὅλοι εἰς τὸ Ἄργος, νὰ δεχθῶμεν τὸν Βασιλέα, καὶ ὁ κάθε ἀπεσταλμένος νὰ ἔχει καὶ ἀπὸ μίαν ἀναφορά, εἰς τὴν ὁποίαν νὰ περιγράφωνται ὅσα κακὰ ἔγιναν ἐξ αἰτίας μερικῶν λεγομένων συνταγματικῶν. Ἀφοῦ ἐκτυπήθηκαν οἱ Ἕλληνες μὲ τοὺς Φραντσέζους εἰς τὸ Ἄργος, ἄλλαξα σκοπόν, καὶ ἤθελα κατεβεῖ εἰς τοὺς Μύλους. Δὲν ἤξευρα τὴν ἐποχὴν ὁποὺ θὰ ἔλθει ὁ Βασιλέας, καὶ δι᾿ αὐτὸ δὲν ἐβίασα τοὺς ἀπεσταλμένους νὰ μαζευθοῦν. Ὁ Βασιλέας φθάνει εἰς τὸ Ἀνάπλι.

Τώρα εἶναι καιρὸς νὰ εἰπῶ μερικὰ πράγματα ὁποὺ ἔχουν σχέσιν μὲ τὴν ἄδικον καταδρομήν μου. Καὶ ὁ Θήρσιος καὶ ἄλλοι ξένοι ἐπαράστησαν εἰς τὴν Βαυαρίαν, ὅτι ἐγὼ ἤμουν ἀρχηγὸς Ρωσικοῦ κόμματος, ὅτι εἶμαι ἀρχηγὸς μιᾶς φατρίας ποὺ δὲν θέλει τὸν Βασιλέα καὶ ἄλλα παρόμοια. Αὐτοὶ ἦταν ξένοι ἄνθρωποι καὶ μολονότι ὁ Κολιόπουλος ἐπληροφόρησε τὸν Βασιλέα καὶ τὴν Βασίλισσα διὰ τὰ φρονήματά μου ὑπὲρ τοῦ Βασιλέως καὶ τοὺς εἶπε ὅτι ἠμπορεῖ νὰ μείνει ἐνέχυρον εἰς τὴν Βαυαρίαν, ἕως ὅτου νὰ φθάσει ὁ υἱός του εἰς τὴν Ἑλλάδα, μολοντοῦτο ἤρχοντο μὲ κάποιαν ὑποψία. Εἰς τὸ Ἀγγλικὸ καράβι ὁποὺ ἐμβῆκε ὁ Βασιλέας καὶ ἡ Ἀντιβασιλεία, ἴσως τὸν ἐπότισαν καὶ ἐκεῖ τίποτε. Τὸ ἐμπόδιον, ὁποὺ ἔγινε νὰ πάει ὁ Γενναῖος εἰς τὸ Μόναχον, τὸ παρεξήγησαν. Ἔρχεται ὁ Βασιλέας εἰς τοὺς Κορφούς, μαθαίνει ὅτι ἡ Γερουσία ἐβγῆκε ἀπὸ τὸ Ἀνάπλι καὶ ἐβγῆκε μὲ κακοὺς σκοπούς. Ἔρχεται ἕως ἀπέξω ἀπὸ τὴν Μάνην, καὶ μανθάνει ὅτι οἱ Φραντζέζοι ἐκτυπήθηκαν μὲ τοὺς Ἕλληνας, καὶ ὅτι ἐκεῖνοι οἱ Ἕλληνες ἦτον ἄνθρωποι τοῦ Κολοκοτρώνη, καὶ ἤθελε (1) νὰ ἀντισταθεῖ ὁ Κολοκοτρώνης εἰς τὸ ξεμπαρκάρισμα τοῦ Βασιλέως μὲ 10 καὶ 15 χιλιάδες· ἦλθαν λοιπὸν μὲ φουσκωμένα τὰ μυαλὰ ἐναντίον μου. Μὲ γράφουν ἀπὸ τὸ Ἀνάπλι καὶ μὲ εἰδοποίησαν τὰ πάντα. Ἐγὼ ἐλυπήθηκα νὰ ἰδῶ ὅτι αἱ ραδιουργίες ἔφθασαν νὰ παραμορφώσουν τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἄφησα εἰς τὸν καιρὸν διὰ νὰ γνωρίσει ὁ Βασιλέας καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ πράγματα. Ἔρχομαι εἰς τὴν φεργάτα τοῦ Ρικόρδου, ζητῶ νὰ παρουσιασθῶ εἰς τὸν Βασιλέα καὶ εἰς τὴν Ἀντιβασιλείαν, στέλνω τὸν Κολιόπουλον, μὲ ἀποκρίθηκεν ὅτι δὲν δέχεται ἐπισήμως ἀκόμη, καὶ νὰ παρευρεθῶ καὶ ἐγὼ εἰς τὸν τόπον ὁποὺ ἤθελεν ἔβγει ὁ Βασιλέας. Ὁ Ρικόρδος ἔδωκε γεῦμα καὶ ἐσυμφάγαμεν μὲ τὸν στρατηγὸν τῶν Βαυαρικῶν στρατευμάτων καὶ μὲ τὸν θεῖον τοῦ Βασιλέως καὶ Σμάλτς. Τοὺς ἐκατάλαβα ὅτι ἦταν ὕποπτοι.

Ἦλθε ἡ ἡμέρα τῆς ἐκβάσεως τοῦ Βασιλέως καὶ ἐβγῆκα καὶ ἐγὼ καὶ ἀνταμώθηκα μὲ τὸν Κουντουριώτη, Κωλέττη, Ζαΐμη καὶ λοιπούς· ἐφιληθήκαμεν. Ἐβγῆκε ὁ Βασιλέας. Ἐκινήσαμε καὶ ἐμβήκαμεν εἰς τὸ Ἀνάπλι. Ἐκεῖ ἐπαρουσιασθήκαμεν. Κάθε ἡμέρα ἤρχοντο ἐπιτροπαί, ἀλλὰ ἄλλαξαν τὰ πράγματα, καὶ δὲν ἔκαμαν οὔτε ἀναφορές, οὔτε τίποτε. Ἔλεγε ὁ Βασιλέας, ὅτι ἐφέρθηκαν οἱ Ἕλληνες μὲ ἀνδρείαν εἰς τὴν ἐπανάστασιν, ὅτι ἀφῆκε τοὺς γονεῖς του, τὴν πατρίδα του, διὰ νὰ ἔλθει εἰς τὴν νέαν πατρίδα, νὰ συνεργασθεῖ διὰ τὴν εὐτυχίαν τῆς Ἑλλάδος καὶ ἄλλα τέτοια ὁποὺ συνηθίζουν οἱ Βασιλεῖς, καὶ ἔκαμε προκήρυξιν εἰς αὐτὸ τὸ κεφάλαιο. Ἐπέρασαν δύο τρεῖς ἡμέρες, διάλυσα τοὺς παλαιούς μου ἀξιωματικούς, στρατιώτας, ὑπασπιστάς μου, γραμματικούς μου, καὶ τοὺς εἶπα: «Πηγαίνετε εἰς τὸ καλό, καθήσετε εἰς τὰ σπίτια σας ἥσυχοι καὶ τώρα ὁποὺ ἦλθε ὁ Βασιλέας θέλει γνωρίσει τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ πράγματα τοῦ τόπου μας, καὶ θέλει ἀνταμείψει τὸν καθένα κατὰ τὰς πράξεις του καὶ κατὰ τὰς ἐκδουλεύσεις του». Ἔπειτα τοῦ παρρησίασα μίαν ἀναφορὰ καὶ τοῦ ἐπρόσφερα τὸ κάστρο τῆς Καρύταινας, τὸ ὁποῖον εἶχα φτιάσει μὲ τὰ ἔξοδά μου. Ἔλεγα εἰς τὴν ἀναφορά μου, ὅτι τὸ κάστρο τὸ ἔφτιασα διὰ νὰ χρησιμεύσει εἰς τὴν ἀνάγκην τῆς πατρίδος μας, τώρα δὲν μοῦ χρησιμεύει, πλέον καὶ σᾶς τὸ προσφέρω. Ὁ σκοπός μου ἦτον νὰ δώσω τὸ παράδειγμα, ὥστε ὅσοι εἶχαν φτιάσει καὶ ἄλλοι πύργους ἢ ὀχυρώματα ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων, νὰ τὰ δώσουν. Ἔλαβα ἀπόκριση εὐχαριστήριον καὶ ὅτι θέλει φυλαχθεῖ ἡ ἰδιοκτησία μου. Ὅσον ἠμπόρεσα ἔκαμα τὸ χρέος μου εἰς τὴν πατρίδα καὶ ἐγὼ καὶ ὅλη ἡ φαμελιά μου. Εἶδα τὴν πατρίδα μου ἐλεύθερη, εἶδα ἐκεῖνο ὁποὺ ποθοῦσα καὶ ἐγὼ καὶ ὁ πατέρας μου καὶ ὁ πάππος μου καὶ ὅλη ἡ γενιά μου, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ Ἕλληνες. Ἀπεφάσισα νὰ πάω εἰς ἕνα περιβόλι ὁποὺ εἶχα ἔξω ἀπὸ τὸ Ἀνάπλι. Ἐπῆγα, ἐκάθισα καὶ ἀπερνοῦσα τὸν καιρό μου καλλιεργώντας, καὶ εὐχαριστούμουν νὰ βλέπω νὰ προοδεύουν τὰ μικρὰ δένδρα ὁποὺ ἐφύτευα. Εἰς ὀλίγον ἔστειλα ἕνα σπαθὶ τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Βασιλέως, ἡγεμόνος Παύλου Λουδοβίκου.

Ἐπῆγα εἰς τὴν Τριπολιτζά διὰ νὰ περάσω ἕνα δύο μῆνες, διότι ἐφοβήθηκα νὰ μὴν ἀρρωστήσω ἀπὸ τὴν κάψα εἰς τὸ Ἀνάπλι. Ἐπῆγα εἰς τὴν Τριπολιτζά, ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγα εἰς ἕνα πανηγύρι τῆς Ἁγίας Μονῆς, ὅπου ἐπήγαινα κάθε χρόνο, ὅτι εἶναι ἰδιοκτησία μου. Ὀπίσω εἰς τὸ Ἀνάπλι οἱ ραδιοῦργοι δὲν ἔλειψαν νὰ παρασταίνουν εἰς τὴν Κυβέρνησιν, ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης κάνει συνελεύσεις καὶ ἄλλες παρόμοιες ψευτιές. Ὁ Ζωγράφος ὁποὺ ἦτον νομάρχης τῆς Ἀρκαδίας (τόσον καὶ ὁ Μάνος ὁποὺ ἦτον διευθυντής), καὶ ἂν ἦτον τίποτε ἔπρεπε νὰ τὸ ἠξεύρει αὐτός, ἐπῆγε εἰς τὴν Ἀντιβασιλεία καὶ ἐπληροφόρησε, ὅτι ὅλα αὐτὰ ἦτον ψεύματα. Ἐγύρισα ὀπίσω εἰς τὸ Ἀνάπλι, ἐπῆγα, ἐχαιρέτησα τὸν Βασιλέα, τὴν Ἀντιβασιλείαν, τοὺς εἶδα μουδιασμένους, πλὴν δὲν ἐκατάλαβα τίποτες. Ἔμεινα εἰς τὸ περιβόλι μου. Ἐκεῖ ἦλθαν τὴν νύχτα, εἰς τὰς 7 Σεπτεμβρίου, καὶ μὲ ἐπῆρε ὁ Κλεώπας, μοίραρχος, μὲ 40 χωροφύλακας καὶ μὲ ἐπῆγε εἰς τὸ Ἴτζ Καλὲ καὶ μ᾿ ἐπαράδωσε εἰς τὸν φρούραρχον, καὶ μ᾿ ἔβαλαν 6 μῆνες μυστικὴ φυλακή, χωρὶς νὰ ἰδῶ ἄνθρωπον, ἐκτὸς τοῦ δεσμοφύλακα. Δὲν ἤξευρα τί γίνεται διὰ ἕξι μῆνες, οὔτε ποιὸς ζεῖ, οὔτε ποιὸς ἀπέθανε, οὔτε ποιὸν ἔχουν εἰς τὴν φυλακήν. Διὰ τρεῖς ἡμέρες δὲν ἤξευρα πὼς ὑπάρχω, μοῦ ἐφαίνετο ὄνειρο· ἐρωτοῦσα τὸν ἑαυτόν μου ἂν ἤμουν ἐγὼ ὁ ἴδιος ἢ ἄλλος κανείς· δὲν ἐκαταλάβαινα διατὶ μὲ ἔχουν κλεισμένο. Μὲ καιρὸν ἐπέρασε ἀπὸ τὸν νοῦν μου, ὅτι ἴσως ἡ Κυβέρνησις, βλέποντας τὴν ὑπόληψιν ὁποὺ ἔχει ὁ λαὸς πρὸς ἐμένα, μὲ φυλακώνουν διὰ νὰ μοῦ κόψουν τὴν ἐπιρροήν· δὲν ἐπίστευσα ποτὲ ὅτι θὰ φθάσουν εἰς αὐτὸν τὸν βαθμόν, διὰ νὰ φκιάσουν ψευδομάρτυρες. Ἔπειτα ἀπὸ ἕξι μῆνες, μᾶς ἐκοινοποίησαν τὴν κατηγορίαν, ὅτι τάχα ἐκάμναμεν ἀναφορές, πότε ἐναντίον ὅλης τῆς Ἀντιβασιλείας, πότε ἐναντίον τῶν δύο μελῶν, καὶ ὑπὲρ τοῦ Ἀρμανσπέργ, ὅτι ἠθέλαμεν νὰ κάμωμεν ἐπανάστασιν, καὶ ὅτι ἐβγάζαμε δι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπὸν καὶ ληστάς, ὅλα ἄρατα θέματα. Σὰν μ᾿ ἐκοινοποίησαν αὐτά, ἔβαλα ὑποψία εὐθὺς ὅτι εἶναι χέρι τῆς Κυβερνήσεως, καὶ θὰ μᾶς χαλάσουν. Μᾶς ἔβαλαν εἰς τὸ δικαστήριον. Ἐκεῖ ἐπαρρησιάσθηκαν μερικοὶ ἄτιμοι μικροὶ ἄνθρωποι ψευδομάρτυρες, καὶ ἔλεγαν πὼς εἶδαν ἀναφορὲς καὶ ἄλλα ψέμματα. Ἦλθαν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τίμιοι ἄνθρωποι νοικοκυραῖοι, εἶπαν πὼς ὅλα αὐτὰ εἶναι ψέμματα, ὅτι αὐτοὶ εἶναι κακῆς διαγωγῆς ἄνθρωποι, πλὴν ποῦ ἤκουαν αὐτούς; Ἤθελαν τὸν σκοπόν τους, καταδίκην. Ἔξαφνα μανθάνω, ὅτι βιάζει ὁ Σχινᾶς, μινίστρος τῆς Δικαιοσύνης, τὸ δικαστήριον καὶ ὑποχρεώνει τὸν πρόεδρον Πολυζωΐδην καὶ Τερτσέτην νὰ ὑπογράψουν μὲ βαγιονέτες. Μᾶς κατέβασαν, μᾶς ἐδιάβασαν τὴν ἀπόφασιν. Εἶδα τόσες φορὲς τὸν θάνατον, καὶ δὲν ἐφοβήθηκα οὔτε τότε. Καλλίτερα εἶναι ὁποὺ σκοτώνομαι ἄδικα, παρὰ δίκαια. Τὸν Κολιόπουλο ἐλυπόμουνα, διατὶ εἶχε φαμελιὰ μεγάλη. Ἐφάγαμε τὸ βράδυ. Τὴν αὐγὴ ἐκάμαμε τὴν διαθήκη μας καὶ ἐπροσμέναμε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Μετὰ δύο ὧρες ἐμάθαμε, ὅτι ὁ Βασιλέας μᾶς ἔκαμε χάρη τὴν ζωήν μας ἀπὸ τὸ ἄδικο. Μᾶς ἐπῆγαν εἰς τὸ Παλαμήδι, εἰς (1) σιγουρότερον μέρος. Ἐσταθήκαμε καὶ ἐκεῖ 11 μῆνες. Ὁ Βασιλεύς, ὅταν ἀνέβηκε εἰς τὸν θρόνο ἔκαμε διαταγὴ καὶ μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ αὐτὴν τὴν φυλακήν, τὴν τόσον ἄδικη. Ἐκατέβηκα ἀπὸ τὸ Παλαμήδι· ἡ ὑποδοχὴ ὁποὺ μοῦ ἔκαμεν ὁ λαὸς μὲ ἔκαμε νὰ λησμονήσω ὅλες τὲς δυστυχίες ὅπου ἐπέρασα. Ἔβλεπα ἄλλους νὰ κλαίουν, ἄλλους νὰ γελοῦν, καὶ ὅλοι νὰ φωνάζουν: Ζήτω! Ζήτω ἡ δικαιοσύνη καὶ ὁ Βασιλεύς! Ἐκάθησα δύο τρεῖς ἡμέρες εἰς τὸ σπίτι μου καὶ ἔπειτα ἦλθα εἰς τὴν Ἀθήνα. Ἐπρόσφερα τὸ σέβας μου καὶ τὴν εὐχαρίστησίν μου εἰς τὸν Βασιλέα καὶ εἰς τὸν Ἀρμανσπέργ, καὶ ἔπειτα ἐκάθησα ἥσυχος ἕως τούτην τὴν ὥρα, ὁποὺ διηγοῦμαι αὐτά (2).

ΡΗΤΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ

Ἢ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΝ

Μερικὰ ὁ ἐκδότης ἤκουσεν ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἡ ὀνομασία Γέρος τοῦ ἐγεννήθη, ἐπειδὴ ἦτο πολύξερος, ἔξυπνος, εἶχε πονηρίες. Ὅθεν καὶ τὸ τραγούδι τοῦ παλαιοῦ χαλασμοῦ τῶν Κολοκοτρωναίων: «Ὁ Θοδωράκης πολὺ πονηρεμένος - Ἐγλύτωσε ὁ καημένος». - Εἰς τὰ ἔθνη, ὁποὺ ἡ παιδεία δὲν εἶναι ἐξαπλωμένη καὶ ἡ ἐπιστήμη δὲν φωτίζει τοὺς νέους, οἱ γέροντες ἔχουν τὰ πρωτεῖα τῆς γνώσεως· ὅποιος εἶδε πρωϊμώτερα τὸν ἥλιο, ἔχει καὶ πρᾶξιν περισσότερη τῆς ζωῆς.

Ἀπέδιδεν εἰς τρία αἴτια τὰς νίκας τοῦ Ἰμβραῒμ πασᾶ: αʹ ὅτι ἡ Τριπολιτσὰ ἐσώζετο καὶ τὴν εἶχε κέντρον, βʹ εἰς τοὺς Τούρκους τοὺς σκλάβους τοὺς ἐντοπίους, καὶ γʹ εἰς τὴν φυλάκισιν τῶν ὁπλαρχηγῶν.

Ὁ Μάρκος Μπότσαρης ἔλεγεν: εἶχε πολλὴν νοημοσύνην. Ὁ Φῶτος Τζαβέλας: ἦτον τὸ τέλειο.

Ἀπέδιδε τὴν ἐπιρροήν του εἰς τὴν Πελοπόννησον εἰς τὰ ἀκόλουθα: Οἱ ἀνδρειότεροι τῆς Πελοποννήσου δὲν ἐζοῦσαν πλέον εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ἐπαναστάσεως. Τὸ ὄνομα τῆς οἰκογενείας του. Ἡ εἴδησις ὁποὺ εἶχε τῶν τόπων διὰ τὴν περασμένην του κλέφτικην ζωήν, καὶ τέλος ἐγνώριζε καὶ ὁμιλοῦσε εἰς τοὺς ἐντοπίους τὴν γλώσσαν των. Ἂν ἐζοῦσαν, ἔλεγεν, οἱ παλαιοί, ἠθέλαμεν κυριεύσει μὲ εὐκολίαν τὴν Πελοπόννησον τὸν πρῶτον χρόνον.

Ἐδιηγεῖτο πολλὰ θαύματα τῆς πλατομαντείας, καὶ ἐπίστευε κάποτε εἰς τὰ ὀνείρατα. Ὅταν ὀνειρεύετο, ὅτι βλέπει συνοδείαν γάμου, ἐξήγα τὸ ὄνειρο, ὅτι εἶναι Τοῦρκοι· καὶ εἰ μὲν ἐπροχωροῦσαν, ἐσήμαινεν ὅτι δὲν ἔμελλαν νὰ πολεμήσουν, εἰ δὲ καὶ ἔστεκαν καὶ ἐχόρευε μαζί τους, παίζοντας τὰ ταβούλια, ἐσήμαινεν ὅτι εἶχε πόλεμον, καὶ ἔκαμνε τὰς ἀναγκαίας προετοιμασίας.

Ἐδιηγεῖτο μὲ πολλὴν χάριν τὸν ἀκόλουθον μύθον: Ἕνας Σουλτάνος μίαν φορὰν ἠθέλησε νὰ περιηγηθεῖ τὸ βασίλειόν του, νὰ μάθει τὰ διάφορα ἤθη τῶν ὑπηκόων του, καὶ νὰ τοὺς διοικεῖ ὅπως πρέπει. Οἱ αὐλικοί του ἐναντιώνοντο εἰς αὐτήν του τὴν ἀπόφασιν, παρασταίνοντές του ὅτι εἶναι ἄμαθος εἰς τὲς κακοπάθειες καὶ τοὺς κινδύνους τοῦ ταξιδίου. Ὁ Σουλτάνος ἐπέμενε. Τότες ἕνας γέρος Τοῦρκος, μὲ μεγάλην ὑπόληψιν, εἶπε τοῦ Σουλτάνου: «Εἶναι τρόπος νὰ περιηγηθεῖς καὶ νὰ μάθεις τὰ ἤθη τῶν ὑπηκόων σου, χωρὶς νὰ ταξιδεύσεις. Κάμε νὰ σοῦ φτιάσουν τσαντήρια, ὅπου ὅλα, ἀπὸ τὸ χῶμα ἕως τὰ ξύλα ὁποὺ ἔχουν, νὰ τὸ σκεπάζουν, νὰ εἶναι ἀπὸ τὸν τόπον ὁποὺ ἐπιθυμεῖς νὰ μάθεις. Κοιμᾶσαι ἔπειτα εἰς καθένα ἀπὸ αὐτὰ μίαν νύκτα καὶ εἰς τὸν ὕπνον σου θὰ σοῦ παρουσιασθεῖ ὁ τόπος ἀπ᾿ ὅπου εἶναι τὸ τσαντήρι μὲ τοὺς κατοίκους του καὶ μὲ τὰ ἔργα ὅπου συνηθίζουν, καὶ ἔτσι ἠμπορεῖς νὰ μάθεις ὅ,τι ἐπιθυμεῖς, χωρὶς νὰ κακοπάθεις ταξιδεύοντας». Ὁ Σουλτάνος ἐκαταπείσθη εἰς τοὺς λόγους τοῦ γέρου, καὶ ἔκαμε καὶ τοῦ ἔφτιασαν τσαντήρια, ὅπως ὁ γέρος τοῦ εἶχε παραστήσει. Τοῦ ἔφτιασαν τσαντήρια ἀπὸ κερεστὲ τῆς Ρούμελης, ἄλλο ἀπὸ τῆς Ἀνατολῆς, ἄλλο ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου καὶ ἄλλο ἀπὸ τοῦ Μορέως, καὶ εἰς καθένα ἀπὸ αὐτὰ ἐκοιμήθη μία νύκτα. Κοιμώμενος εἰς τὸ τσαντήρι τῆς Ρούμελης εἶδε πολέμους, ἄτια νὰ χλιμιντροῦνε. Ἐκοιμήθη εἰς τὸ τσαντήρι τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἐκοιμήθη γλυκά, ὡσὰν νὰ πίει ἀφιόνι. Ἐκοιμήθη εἰς ἐκεῖνο τῆς Αἰγύπτου καὶ εἶδε τὸ Νεῖλο νὰ χύνει πλημμύρα θησαυροῦ, ἀλλὰ πλούτη τυφλά. Ἐκοιμήθη καὶ εἰς τὸ τσαντήρι τοῦ Μορέως καὶ εἶδε τρεῖς χιλιάδες διαβόλους μὲ δαυλοὺς ἀναμμένους στὸ χέρι νὰ τρέχουν καὶ νὰ κάνουν ταραχὴ ἀνυπόφερτη.

Μοῦ ἔλεγεν ὁ Νικηταρᾶς, ὅτι ὁ Γέρο Κολοκοτρώνης ἐρωτήθη μία φορά: Ποῖος ἠξεύρει περισσότερα, ὁ διάβολος ἢ ὁ ἄνθρωπος; Καὶ αὐτὸς ἀπεκρίθη: Ὁ ἄνθρωπος· ἐπειδὴ ἂν καλολογαριάσεις ζεῖ (καὶ τὸ ἀπέδειχνε) μόνον εἴκοσι χρόνους καὶ ἠξεύρει τόσα, καὶ ὁ διάβολος εἶναι ἀπέθαντος (λέξις τοῦ Νικηταρᾶ). Ἡ ἀπάντησις τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη ἔχει τὴν δύναμιν νὰ φανερώνει τὸ πλοῦτος τῶν κεφαλαίων, τὰ ὁποῖα ἐπισωρεύει ἡ παράδοσις τῶν αἰώνων.

Εἰς τὴν Τριπολιτζά εἶχον γράψει σάτιραν ἐναντίον τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τὴν ἐτοιχοκόλλησαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἦτον Κυριακὴ καὶ ἐσυνάχθη κόσμος καὶ ἐδιάβαζεν. Ὁ Γέρο Κολοκοτρώνης ἐπήγαινεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν νὰ λειτουργηθεῖ, καὶ ὅταν εἶδε τὸν κόσμον συμμαζωμένον, ἔστειλε τὸν Γραμματικόν του νὰ ἰδεῖ τί τρέχει. Ὁ Γραμματικὸς ἐπέστρεψε καὶ ἐμούδιαζε νὰ τοῦ εἰπεῖ. Ἔμαθε τέλος πάντων, τί εἶναι. Τότε ἐπῆγε, τὴν ἐξεκόλλησε καὶ τὴν ἐπῆρε στὸ χέρι καὶ ὅταν ἀπόλυσεν ἡ ἐκκλησία, τὴν ἔδωκε τοῦ παπᾶ καὶ τὸν ὑπεχρέωσε νὰ τὴν διαβάσει μεγαλοφώνως εἰς τὸν λαόν. Ἔπειτα, εἶπε: «Κρίνετε, ἂν μὲ βρίζουν δίκαια». Καὶ τινὲς λέγουν, ἐπρόσθεσε: «Ὁ κάλπικος παρὰς μένει στὸ νοικοκύρη του».

Ὅταν ἤκουσεν, ὅτι ὁ Σκούρτης ἐκλέχθη στρατάρχης, εἶπε: «Τώρα δὲν λείπει, παρὰ νὰ διορίσουν καὶ τὸν Γέρο Νοταρᾶ ναύαρχον, ἀντὶ τοῦ Μιαούλη».

Τὸ ἄν, ἔλεγεν, ἐσπάρθη πολλὲς φορές, ἀλλὰ δὲν ἐφύτρωσε.

Εἰς τὸ Βασίλειον τοῦ Μαρόκου θὰ ἐπήγαινα νὰ πολεμήσω, ὄχι ἀλλοῦ εἰς τόπον χριστιανικόν. Ὡς τὸν ἀετὸν ποὺ πάγει ψηλότερα ἀπὸ τὰ ἄλλα πουλιὰ εἰς τὸν οὐρανόν, ἀλλ᾿ ἀγναντεύει πάντοτε τὴ φωλιά του, ἐκοίταζα καὶ ἐγὼ τὴν Πελοπόννησον.

Ἀνέγνωσα, ἔλεγε, τὸν βίον τοῦ Σκεντέρμπεη, ἐσυλλογούμουν τὰ ἔργα του, δὲν ἐκλείσθη ποτὲ εἰς τὴν Κρόγια.

Ὅσες φορὲς καὶ ἂν ἐγράφθη εἰς ξένην στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν, δὲν ἐκρέμασε ποτὲ φούντα εἰς τὸ σπαθί του, ἐξηγῶν κατὰ γράμμα τοὺς στίχους τοῦ πολεμιστηρίου ἄσματος τοῦ Ρήγα: «Κάλλιο γιὰ τὴν πατρίδα κανένας νὰ χαθεῖ, - Ἢ νὰ κρεμάσει φούντα γιὰ ξένον στὸ σπαθί».

Ὁ Συνταγματάρχης κ. Πορὶ δε Σαὶν Βενσάν, εἰς τὴν ἔκθεσίν του τῆς ἐπιστημονικῆς ἐκστρατείας τῆς Πελοποννήσου, λέγει, ὅτι ὁ Κυβερνήτης δείχνοντάς του μίαν φορὰν τὸν Γέρο Κολοκοτρώνη τοῦ εἶπε: «Ἰδοὺ ὁ Ὀδυσσεὺς τῆς Νέας Ἑλλάδος!» καὶ τοῦ ἀνέφερε καὶ στίχους τοῦ Ὁμήρου πρὸς ἀπόδειξιν. Καὶ τῇ ἀληθείᾳ κατὰ τρία πράγματα ὁμοιάζουν πολὺ οἱ δύο οὗτοι ἄνδρες: κατὰ τὸ πνεῦμα, τὸν πατριωτισμόν, καὶ τὴν ἀκοίμητον πάλην μὲ τὰς μυστηριώδεις δυνάμεις τῆς τύχης. Καὶ οἱ δύο ἔζησαν τόσον, ὥστε ἐγήρασαν καὶ ἐχαίροντο εἰς τὸ δείλι τους τὲς ὧρες τῆς αὐγῆς τους.

Ὁ Θεός, ἔλεγε, ἔδωσε τὴν ὑπογραφή του διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος, δὲν τὴν παίρνει ὀπίσω.

Εἰς ἀπεσταλμένον ἀπὸ φίλον του στρατιωτικὸν ἐπίσημον, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐμηνοῦσε νὰ σκοτώσει τὸν Α. Δ., νὰ βγάλει ἀπὸ τὴν μέση τὸν Ζαΐμη, εἰτεμὴ τὸ γένος δὲν βλέπει σωτηρίαν, ἔλεγε ἀκούοντας τὴν παραγγελίαν: «Οὔ! νὰ χαθεῖ, θαρρεῖ πῶς εἶναι μῦγες· εἶναι ἄνθρωποι, ἔχουν καὶ αὐτοὶ τὸ φύσημα τοῦ Θεοῦ».

Εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτζᾶς ἕνας ἀξιωματικός του τοῦ λέγει φοβισμένος, τοῦ ἔδειχνε καὶ τὸ μέρος, ὅτι βλέπει στράτευμα ἀραδιασμένο, τί στράτευμα εἶναι, ὕποπτο, τάχα φιλέλληνες τακτικοὶ ἢ Τοῦρκοι; - Τηράει καλὰ ὁ στρατηγός, ἔπειτα λέγει τοῦ ἀξιωματικοῦ: «Ὄρνια, εἶναι ὄρνια. Ἀφοῦ ἐφιλεύθησαν τὸν Χατζῆ Κουλελὲ ἀναπαύονται ἀραδιασμένα, ὡς εἶναι συνήθειο τους, νὰ τὸν χωνεύσουν». (Ὁ Χατζῆ Κουλελές, Τοῦρκος πολεμικὸς σκοτωμένος).

Πηγαινάμενος μίαν φορὰν ἀπὸ τὰς Ἀθήνας εἰς τὸ Ἀνάπλι, ὅταν ἐρωτήθη τί νεώτερα εἶδε εἰς τὰς Ἀθήνας, εἶπε: «Εἶδα πράγμα ὁποὺ δὲν τὸ εἶδα ἄλλη φορὰ τόσων χρονῶν ὁποὺ εἶμαι, οἱ γυναῖκες ὣς τὰ τώρα ἤξευρα πὼς ἐφούσκωναν ἀπ᾿ ὀμπρός, εἰς τὰς Ἀθήνας εἶδα ὅτι φουσκώνουν ἀπὸ πίσω». Ἀπέβλεπεν ὁ λόγος του τὸ ἀδιάντροπον τῶν τότε γυναικείων φορεμάτων.

Εἰς τὸν Μυστρά, ἂν δὲν σφάλλω, τοῦ ἐκατάδωκαν δύο γυναίκας ἀτίμου διαγωγῆς, αἱ ὁποῖαι ἐξέκλιναν τοὺς στρατιώτας του. Ἔκαμε καὶ τοῦ τὲς ἔφεραν, καὶ βλέποντας ἕνα χωράφι μὲ τσουκνίδες, ἔκαμε καὶ τὲς ἐγύμνωσαν καὶ τὲς ἐκύλησαν εἰς τὲς τσουκνίδες.

Ἕνας ἀνεψιὸς τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη, ὅταν ἦταν κλεισμένοι εἰς τὸν πύργο τοῦ θείου του, ἔλεγε πρὸς τὸν Κολοκοτρώνη: «Κρίμας ὁποὺ δὲν εἶσαι Τοῦρκος, μέγας ἀφέντης θὰ γίνουσουν».- «Ἂν γίνω Τοῦρκος, θὰ μὲ σουνετεύσουν;». - «Βέβαια!... » - «Ἐμᾶς, ὅταν μᾶς βαπτίζουν, μᾶς κόβουν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς μας τρίχες καὶ τὲς βάζουν εἰς τὸ εἰκόνισμα τοῦ Χριστοῦ. Ἂν γίνω Τοῦρκος, εἰς τὸν ἄλλον κόσμον θὰ μὲ τραβοῦν ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ ὁ Μωάμεθ ἀπὸ τὴν ... καὶ δὲν θέλω νὰ βάλω εἰς παρόμοια διαφορὰ δύο τέτοιους προφητάδες».

Ὅταν ἀπὸ τὸ Ναύπλιον τὸν ἐπήγαιναν εἰς τὴν Ὕδρα, εἰς τὸν δρόμον τὸν ἀπήντησε ἕνας καὶ τὸν ὕβριζε καὶ ἔπτυε. Στρεφόμενος τότε πρὸς τοὺς στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι ἦσαν τριγύρω του, καὶ εἰς τὸν κόσμον, εἶπε: «Κρίνετε σεῖς, ἂν μοῦ πρέπει τοιαύτη καταισχύνη». Οἱ στρατιῶτες καὶ οἱ λοιποὶ ἔδιωξαν τὸν ὑβριστὴν κακὴν κακῶς.

Ὅταν σαράντα χωροφύλακες μὲ τὸν μοίραρχον ἐπῆγαν νύκτα, νὰ τὸν πάρουν ἀπὸ τὸ περιβόλι του, εἰς τὸ Ἀνάπλι, ἐπὶ Ἀντιβασιλείας, εἶπε: «Ἔφθανε νὰ μοῦ στείλουν ἕνα σκυλὶ μαλλιαρὸ ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποὺ κάνουν θελήματα, μὲ ἕνα γράμμα νὰ πάω εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ μὲ ἕνα φανάρι εἰς τὸ στόμα του, νὰ μᾶς φέγγει καὶ τῶν δυονῶν μας».

Ὅταν ἔπειτα ἀπὸ τὴν καταδίκην του τοῦ ἐδόθη εἴδησις, ὅτι ὁ Βασιλεὺς τοῦ χαρίζει τὴν ζωὴν καὶ μόνον τὸν ἀφήνει εἴκοσι χρόνους φυλακήν, εἶπε: «Θὰ γελάσω τὸν Βασιλέα, δὲν θὰ ζήσω τόσους».

Εὑρισκόμενος εἰς τὰς Ἀθήνας ἔβγαλε εἰς τὰ ὀπίσθια ἕνα σπειρί. Διὰ νὰ μάθει πόσον ἦτο μεγάλο ἔκραξεν ἕναν νὰ τοῦ τὸ ἰδεῖ· καὶ αὐτὸς τοῦ ἀπεκρίθη, εἶναι σὰν ρεβίθι. Κράζει ἄλλον ἔπειτα, τὸν ρωτᾶ καὶ τοῦ λέγει, εἶναι σὰν καρύδι. Κράζει τρίτον καὶ τοῦ λέγει, εἶναι σὰν αὐγό. «Περίεργον, ἐστράφη τότε καὶ εἶπε, ἀπὸ τὸ κεφάλι μου ὡς τὸν κ... μου, καὶ δὲν μπορῶ νὰ μάθω τὴν ἀλήθεια».

Ἀγαποῦσε νὰ φορεῖ περικεφαλαίαν, ὡς σημεῖον ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ. Τὴν ἐφόρει καὶ εἰς τὰ ἀποβατήρια τοῦ Βασιλέως εἰς Ναύπλιον καὶ ἦτον ὁ μόνος μὲ τὴν περικεφαλαίαν του. Δὲν μετεμορφώθη ὅμως ἀπὸ Θεόδωρος εἰς Σόλωνα ἢ Ἐπαμεινώνδα. Εἶχε ἀρκετὸν νοῦν καὶ πατριωτισμόν, διὰ νὰ μὴ στέρξει εἰς τὴν μεταμόρφωσιν· εἶχε καὶ ὑπόληψιν εἰς τὸ βάπτισμά του.

Εἰς τὴν νῆσον Ζάκυνθον, ὅταν ἀπέθανεν ἡ γυναίκα του, εἰς τὸ μνημόσυνόν της ἐπῆρε εἰς τὸ κεφάλι του τὸν δίσκον μὲ τὰ κόλυβα ἀπὸ τὸ σπίτι του ἕως εἰς τὴν ἐκκλησίαν, σημεῖον τῆς ἀγάπης του.

Ἐσυνήθιζε καὶ ἔπαιρνε τὸν Κολλίνον, μικρὸν τὴν ἡλικίαν, καὶ ἀνέβαιναν ἀπὸ τὴν Παναγίαν τοῦ Πικρίδη τὸν δρόμον τοῦ Κάστρου, εἰς Ζάκυνθον, τοῦ ἔδειχνε τὴν Πελοπόννησον καὶ τὰ βουνά της καὶ τοῦ ἔλεγε: «Ἐκεῖ ἔζησαν οἱ προπάτορές μας, τώρα ἡ γῆ ἐκείνη στενάζει εἰς τὸν ζυγὸν κτλ.».

Εἰς τὴν αὐτὴν νῆσον, ὑβριζόμενος ἀπὸ συντοπίτισσές του, ἐνῶ συνέτρωγε μὲ ἄλλους φίλους του εἰς τὴν ἐξοχήν, ἐθύμωσε καὶ τὲς ἐκτύπησε μὲ τὸ σπαθί. Δὲν ἐπαρηγορεῖτο ἔπειτα διὰ τὸ ἀγενὲς ἔργον του.

Γέλωτα ἄσβεστον τοῦ ἐπροξενοῦσεν ἡ ἐνθύμησις τῆς ἐπιστολῆς φίλου τινός, ὅστις τοῦ ἔγραφεν ἀπὸ τὴν Εὐρώπην: «Ἢ νὰ ἐλευθερωθοῦμεν, ἢ νὰ χαθῆτε».

Ἡ φιλοσοφία εἶναι παρατήρησις, τὸν ἤκουσα νὰ λέγει.

Διὰ νὰ δείξει τὸ φιλοπαλλήκαρον τῶν Τούρκων, ἀνέφερε μίαν φοράν, ὅτι, ἀφοῦ ἐσκοτώθη ὁ ἀνδρεῖος Ζαχαριᾶς καὶ τοῦ εἶχαν τὸ κεφάλι του εἰς τὴν Τριπολιτσά, ἕνας Τοῦρκος διὰ περίγελον τὸ ἐστόλισε μὲ ἕνα τριαντάφυλλον, καὶ οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι, ἐκεῖ παρόντες, ἔδειραν κακῶς τὸν χωρατατζή.

Πλαγιάζοντας μίαν φορὰν εἰς ἕνα ὀντὰ μὲ τὸν κύριον Ν. Πονηρόπουλον, τὸν ὁποῖον φιλικῶς πως ἔλεγε Πονηρόν, ἐδασκάλευσε τὸ μικρό του ἐγγόνι, ὅταν θὰ ἔλεγε τὸ «Πάτερ ἡμῶν», φθάνοντας εἰς τὸ «ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ», μεταξὺ τοῦ πονηροῦ καὶ τοῦ Ἀμὴν νὰ εἰπεῖ: Νικολάκη. Οὕτω καὶ ἔγινε. Καὶ ἐγέλασαν πολὺ καὶ οἱ δύο.

Ἕνας ἔτυχε διερμηνεὺς μεταξὺ τοῦ Ρώσου Ναυάρχου Ρικόρδου καὶ τοῦ Γέρου Κολοκοτρώνη, καὶ ἐπειδὴ ἦλθε λόγος διὰ τὸ κάψιμον τῆς φεργάδας εἰς τὸν Πόρον, εἶπεν ὁ Κολοκοτρώνης: τὸ φταίξιμον τὸ ἔχει ὁ γκενερὰλ Κουτουζώφ, καὶ ὄχι ἄλλος. Ὁ Ρικόρδος, μὲ ἀπορίαν εἶπε, τί ἔχει νὰ κάμει ἐδῶ ὁ Κουτουζώφ. Ἐχαμογελοῦσεν ὁ Γέρος, ποὺ σὰν καὶ ἔβλεπε νὰ πειράζεται ὁ Ρικόρδος. Ὁ διερμηνεὺς τότε ἐξήγησεν εἰς τὸν Ρικόρδον ὅτι παίζει μὲ τὴν λέξη Κουτοῦ-ζω-φ, μὴ θεωρώντας τὴν πρᾶξιν τοῦ Μιαούλη πρᾶξιν ἀνθρώπου γνωστικοῦ, καίοντος τὸ σπίτι του.

Εἰς τὸ πεῖσμα τοῦ Ρικόρδου ὁ Κουτούζωφ φθάνει εἰς πολλὰ ἀκόμη σήμερον. Μάρτυς μου ὁ Πάρκερ.

Εἰς τὴν θανὴν τοῦ μακαρίτου Ἀ. Ζαΐμη, ἀκολουθώντας τὸ λείψανον ἔκλαιγεν ἀπαρηγόρητα. Ὁ κύριος Τ. ζηλωτὴς νὰ ἀκούσει τὴν καρδίαν του, τοῦ λέγει: «Δὲν ἐνθυμεῖσαι τὲς διχόνοιές σας;» Ἀπεκρίθη: «Ἐσταθήκαμεν συχνὰ ἐχθροὶ ἀνάμεσόν μας, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐμίσησα ποτέ». Δείχνοντάς του συγχρόνως ἄλλον ἔξοχον ἀγωνιστὴν τῆς πατρίδος, τοῦ εἶπε: «Ἐσταθήκαμε συχνὰ φίλοι, ἀλλὰ δὲν τὸν ἀγάπησα ποτέ».

Ὀθωμανὸς Πελοποννήσιος, ἦλθεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον εἰς τὰς Ἀθήνας κατὰ τὸ 1836. Ἔφερε καὶ ἕνα ἄτι, δῶρον τοῦ Κολοκοτρώνη ἀπὸ τοὺς Συχνετζημπέηδες. Ὁ Κολοκοτρώνης ἐφιλοξένησε τὸν Τοῦρκον συντοπίτην του. Εἰς τὸ γεῦμα ἤκουσα νὰ τοῦ λέγει: «Νὰ εὕρεις ἀράδα καὶ νὰ εἰπεῖς εἰς τὸν Ἰμβραῒμ πασά, νὰ ἔχει χάριν πὼς ἐγὼ καὶ ἄλλοι στρατιωτικοὶ τῆς Πελοποννήσου εἴμεθα φυλακισμένοι, εἰτεμὴ πιθαμὴ γῆς δὲν ἐκέρδιζεν εἰς τὴν Πελοπόννησον». Μὲ τόσην πεποίθησιν ὁμιλοῦσεν, ὁποὺ ἴσως καὶ ἔλεγεν ἀλήθειαν, καὶ ἀνάθεμα τὲς διχόνοιες. Ἦλθε καὶ ἔπνεε τὰ λοίσθια ἡ Ἑλληνικὴ ἐλευθερία, ὅταν ὁ Ἰμβραΐμης ἁλώνιζε τὴν Πελοπόννησον καὶ ἔπεφτε τὸ Μισολόγγι, πολεμούμενον ἀπὸ τοὺς δύο στρατάρχας. Ἡ ναυμαχία τοῦ Ναβαρίνου καὶ ἡ ἐκστρατεία τοῦ Μαιζόν ἔσωσαν τὴν ἐλευθερίαν, ἀλλὰ πόσον ἐκατέβη ἡ ἀξία της!

Ὁμιλώντας διὰ τὸν Ναπολέοντα, ἔλεγεν: «Ὁ Θεὸς τοῦ πολέμου».

Ἐδιάβαζεν ὁ Κολοκοτρώνης, ὄντας εἰς Ζάκυνθον, τὸ Εὐαγγέλιον, εἰς τὴν ἔκδοσιν τὴν Ἀγγλικήν, τὴν ἐμποδισμένην ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἔτυχε παρὼν ὁ Δικαῖος Φλέσσας, τότε νέος καὶ ἀναγνώστης. «Μὴν διαβάζεις, τοῦ λέγει, δὲν πρέπει, ἔχει ἀφορισμὸν ὁ Πατριάρχης. Ἐσὺ ποὺ διαβάζεις εἶσαι καταραμένος, ὀργισμένος ἀπὸ τὸν Θεόν». Τοῦ τὸ δευτεροεῖπε. Ἄναψεν ὁ γέρος. Σοῦ ἁρπάζει τὸν Δικαῖον ἀπὸ τὰ μαῦρα περίσσια μαλλιά του, τὸν βάνει κάτου, καὶ ἐτρόμαξαν οἱ φίλοι του νὰ τὸν γλυτώσουν ἀπὸ τὰ χέρια του.

Ὁ Κολοκοτρώνης, μοῦ φαίνεται, ἐνθυμήθη τὸ Πατριαρχικὸ ἀφοριστικὸ τοῦ ἔτους 1804, μὲ τὸ ὁποῖο βέβαια δὲν ἦταν εἰς ἁρμονίαν. Ὁ νέος ἀναγνώστης ἔσυρεν ἀθέλητα τὸ δοξάρι του σὲ χορδὴν μεστὴν ἀπὸ παλαιὲς λύπες τῆς καρδίας του· οἱ δοξαριές του ἐπόνεσαν διότι ἐνθυμήθη τὸ αἷμα τῶν συντρόφων, καὶ τὸ Παπαδίστικο Συνοδικό. Καὶ ἴσως ἀκόμη αὐτὰ τοῦ ἐβασάνιζαν τὸν νοῦν, ὅταν 30 ἔτη ἔπειτα, εἰς τὸ φαεινότερο φῶς τῆς ἐλευθερίας, ἀπὸ τὸν ἄμβωνα τοῦ Δημοσθένους, μὲ δύναμιν ἢ ὀργὴν Δημοσθενικὴν ἐδημοσίευε τὴν τρομερὰν ἀπόφαση: «Αὐτὸς (ὁ Πατριάρχης) ἔκανεν ὅ,τι τοῦ ἔλεγεν ὁ Σουλτάνος».

Τὴν ἑορτὴν τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων ἐξεφώνησεν ὁ Κολοκοτρώνης τὸν λόγον, ὅπου σώζεται ἡ ἐκφραστική του φράσις. Ἡ ἐξουσία τῶν Ἀθηνῶν ὕποπτη, ἐπειδὴ δὲν ἤξευρε τὶ θὰ εἰπεῖ, ἀκούοντας ὅτι μέλλει νὰ βάλει λόγον, ἀπόλυσε τοὺς χωροφύλακας, διὰ νὰ τὸν ἐμποδίσουν νὰ μιλήσει. Ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε τελειώσει, καὶ κατέβαινε. Εἰς τὸν πλάτανο τοῦ παζαριοῦ εἶδε τοὺς χωροφύλακας νὰ τρέχουν: «Μὴν πᾶτε, τοὺς φώναξε, τὰ εἶπα, δὲν μ᾿ εὑρίσκετε πλέον ἐκεῖ.» - Ἡ δημηγορία ἐκείνη, μὲ τόσον κάλλος φυσικό, εἰς τὴν θαυμαστὴν Πνύκα, ἀπὸ Ἕλληνα πολεμιστὴν στεφανοφόρον τὰ ἆθλα τῆς νίκης καὶ τῆς ἐλευθερίας, ἦτον ὡς μία νεκρανάστασις τοῦ ἄμβωνος τοῦ Δημοσθένους. Καὶ τί φαεινότερον φῶς ἐλευθερίας; Εὖγε σου, ἴσως θὰ μοῦ ἔλεγεν ὁ Γέρος, φαεινότερον πῶς τὸ λές, φαεινότερο φῶς ἐλευθερίας, διατὶ ἐγλυτώσαμε τὰ ἀρχεῖα, διατὶ ἐμουρμούρισα κάμποσα λακρεντιὰ μὲ τοὺς μαθητάδες τοῦ Γενναδίου. Πολλὰ λείπουν ἀκόμη, θὰ μᾶς ἔλεγε καὶ τότε καὶ τώρα, διὰ νὰ ριζωθεῖ καὶ νὰ λάμψει εἰς τὴν Ἑλλάδα βασιλεία καὶ ἐλευθερία. Μὲ ποίαν καρδίαν οἱ ἐκλεκτοὶ ἄνδρες τοῦ ἀγῶνος, οἱ μακαρίτηδες, καὶ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοι ἤκουσαν τάχα τὸν Πάρκερ εἰς τὰ νερὰ τῆς Σαλαμῖνος νὰ πράττει ὅσα εἴδαμεν.

«Κτύπα τὸ ποδάρι σου, εἶσαι Βασιλέας», λέγουν ὅτι εἶπε μιὰ φορὰ εἰς τὸν Βασιλέα. - Μὲ αὐτὸν τὸν λόγο ἔδιδε πιστοποιητικὸ τῆς δυνάμεως αὐτῆς τῆς θεσμοθεσίας (τῆς βασιλικῆς) εἰς τὴν Ἑλλάδα. Κάνει ὅσο καλὸ θέλει, ἂν θέλει.

Προγνώστης τοῦ θανάτου του καὶ ἄνθρωπος ἀγάπης καὶ χριστιανικὴ ψυχή, ἐσυγχωριότανε μὲ ὅσους εἶχε πειραχθεῖ ἢ ἐχθρευθεῖ εἰς τὴν ζωήν του. Ὅθεν καὶ ἐταξίδευσεν ἐπίτηδες εἰς τὴν Ὕδραν τὸ ἔτος 1839, διὰ νὰ ἀνταμώσει τὸν γέροντα, ὡς αὐτόν, Λάζαρον Κουντουριώτην, τὸν ὁποῖον ὑπολήπτετο πολὺ διὰ τὰς θυσίας του εἰς τὸν ἀγώνα. Οὕτως ἔπραξε καὶ μὲ ἄλλους φίλους καὶ ἐχθρούς. Ἐσυγχώρησε καὶ τὸν Σχινᾶν, ὡς μὲ εἶπεν εἰς τὴν αἴθουσαν τῆς Βουλῆς κατὰ τὸ 1849 ὁ ἴδιος Σχινᾶς.

Ὅταν ὁ υἱός του Κωνσταντίνος ἐνυμφεύθη τὴν ἐγγονὴ τοῦ πρώην ἡγεμόνος τῆς Βλαχίας Καρατζᾶ εἶπε: «Ἐσυμπεθέρευσεν ἡ κάπα μὲ τὴν γούνα».

Ἐγίνετο λόγος εἰς τὸ συμβούλιον τοῦ κράτους νὰ καταργηθεῖ ἡ γκιλοτίνα: «Ὄχι, δὲν θέλω! εἶπε γελώντας, ἀλλὰ νὰ δοκιμάσετε καὶ ἐσεῖς πρῶτα τὴν τρομάρα της». Ἐγέλασαν καὶ οἱ ἄλλοι συνάδελφοί του.

Ὄντας κουρσάρος μὲ τὸν καπετὰν Ἀλεξανδρή, εἰς τὸ μοίρασμα τῶν λαφύρων ἔβαλε κατὰ μέρος κάτι ὁποὺ τοῦ ἤρεσε. Ὁ καπετὰν Ἀλεξανδρῆς τὸ ἐννόησε καὶ τοῦ εἶπε: «Μὴν χαλᾶς τὴν τιμήν, τὸ ἴσιο τῆς τέχνης, θέλοντας προνόμια». Τὸ ἐδιηγεῖτο ὁ ἴδιος.

Ἐδιηγεῖτο ἀκόμη μὲ πολλὴν εὐχαρίστησιν, ὅτι ἐδανείσθη ἀπὸ φίλον του ποσότητα χρημάτων χάριν φιλίας καὶ τοῦ τὰ ἀπέδωκε μὲ τὸ κεφάλαιον καὶ ποσὸν ἀνώτερο τοῦ μεγαλειτέρου τόκου. Τοῦ ἔδωκε τὴν ἀναλογίαν τοῦ κέρδους τοῦ κεφαλαίου.

«Ὀμπρὸς εἶμαι γέροντας, ὀπίσω νεούτσικος, βρέφος σὰν τὸ πουλὶ τῆς Ἀθηνᾶς - σοβαρό, γέρικο ὀμπρός, ὀπίσω ὀρὰ μικρή, ἀσκόπουλο». Τὰ ἔλεγεν εἰς Ἀθήνας, ὅταν ἦλθεν ἀπὸ τὸ Ναύπλιον καὶ ἐλογάριαζε παίζοντας τοὺς μήνας του, ὡς νὰ εἶχε γεννηθεῖ, ὅταν ἐξεφυλακίσθη ἀπὸ τὸ Παλαμήδι.

Ὅταν εἰς τὸ Βουλευτικὸν (δικαστήριον) τοῦ ἀνεγνώσθη ἡ ἀπόφασις θανάτου (τῶν τριῶν) εἶπε: «Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Τὸ εἶπε μὲ φωνὴν ἄτρεμην, ἔκαμε τὸν σταυρόν του καὶ ἐπῆρε μία πρέζα ταμπάκο.

Εἰς τὸν σκοτωμὸν τοῦ Κυβερνήτου ἔπλασεν ἢ ἐνθυμήθη, ἂν σώζεται εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον τῆς σοφίας τοῦ λαοῦ, τὸν μύθον τοῦ σαμαρτζῆ. Ἡ ἔννοιά του εἶναι αὕτη. Τὰ γαϊδούρια ἔκαμαν συνωμοσίαν καὶ ἐσκότωσαν τὸν ἐπιτήδειον σαμαρτζῆ τους καὶ ἐχοροπηδοῦσαν. Ἕνας γέρος γάϊδαρος, τὰ ἐμάλωσε, λέγοντάς τα: «Μὴ χαίρεσθε, θὰ ἴδετε τί μᾶς ἄξιζε, ὅταν τὰ σαμάρια τῶν ἄλλων θὰ μᾶς πληγώνουν τὴν ράχην».

Δὲν εὐτύχησα νὰ ἀκούσω, ταιριασμένον ὡς πρέπει εἰς τὴν περίστασιν τὸν μύθον τοῦ φιδιοῦ, τὸν ὁποῖον, ὡς λέγει ὁ μακαρίτης, ἐδιηγήθη εἰς τὸν ἀποκλεισμὸν τῆς Τριπολιτσᾶς. Ἡ συλλογὴ τῶν μύθων τοῦ Γέρου Κολοκοτρώνη θὰ ἦτον ἔργον χρήσιμον. Θὰ ἐφαίνετο ἡ συγγένεια τοῦ πνεύματός του μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Αἰσώπου. Τὸ ὅμοιον τοῦ τρόπου καὶ τοῦ πνεύματος ὁμολογεῖ καὶ ὁμοιότητα κοινωνίας. Ὁ φιλόλογος καὶ ὁ πολιτικὸς τῆς νέας Ἑλλάδος θὰ ὠφελεῖτο πολὺ ἀπὸ αὐτὸν τὸν κοινωνικὸν παραλληλισμὸν τῆς αὐτῆς φυλῆς μέσα εἰς τόσον χάσμα αἰώνων. Οἱ μύθοι τοῦ Γέρου φωτίζουν μὲ πολλὴν δύναμιν χρωμάτων συμβεβηκότα ἱστορικά, εἶναι διηγήματα κρεατωμένα ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ καιροῦ του· θὰ ἐχρησίμευον ὡς τύπος καὶ πλοῦτος τῆς ἐθνικῆς γλώσσης. Φθάνει μόνο ὅποιος ἐπιχειρισθεῖ τὴν συλλογὴν νὰ ἀκροάζεται ἀνθρώπους ἁπλούς, καὶ ὄχι πεπαιδευμένους. Οἱ πρῶτοι καὶ πιστότεροι εἶναι εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ Γέρου Κολοκοτρώνη διὰ τὸ περισσότερο σέβας τους πρὸς τὸν ἴδιον, καὶ πιστότεροι εἰς τὴν φράσιν του, μὴ γνωρίζοντας ἄλλην γλώσσαν, καὶ τέλος εἰδημονέστεροι τῆς ἴδιας. Ἐγὼ δὲν κατόρθωσα ἕως τώρα ν᾿ ἀπολαύσω τὸ σκοπούμενο. Ἄλλος εὐτυχέστερός μου, ἂς ἀφιερωθεῖ εἰς τὸ ἔργον καὶ ἂς πάρει τὸν ἔπαινον.

Εἰς τὸ 1821, Ἰουλίου 20, συνέτρωγαν ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης καὶ ὁ Κολοκοτρώνης εἰς τοὺς ἴσκιους τῶν δένδρων τοῦ Ἄστρους, τὴν αὐτὴν ἡμέραν ὅπου ὁ Ὑψηλάντης εἶχε φθάσει. Γίδα ψητὴ στρωμένη εἰς φύλλα, ἀσκὶ μὲ ρετσινόκρασο, μισὸ φλασκὶ διὰ ποτήρι καὶ ψωμί, ὄχι πρώτης ποιότητος, ἦτον ἡ ἑτοιμασία τοῦ γεύματος. Ὅταν ἐκάθησαν, κόβοντας ὁ Κολοκοτρώνης τὸ ψητὸ μὲ τὰ χέρια του, εἶπε εἰς τὸν Ὑψηλάντην: «Αὐτὰ εἶναι τὰ χρυσὰ πηρούνια καὶ τὰ χρυσὰ μαχαίρια τῆς Ἑλλάδος καὶ αὐτὸ τὸ ριτσινόκρασο τὰ πολύτιμα κρασιά της». Ἄρεσε εἰς τὸν φιλόπατριν Ὑψηλάντην τὸ γεῦμα τοῦ Κολοκοτρώνη, ἐπειδὴ ἐννόησε τὸ πνεῦμα του. Ἤθελε νὰ τὸν προλάβει ὁ Κολοκοτρώνης μὲ μάθημα, αὐτὸν ἀναθρεμμένον μὲ ὅλην τὴν πολυτέλειαν τῆς εὐζωΐας, καὶ νὰ τοῦ εἰκονίσει τὰς δεινοπαθείας τοῦ Ἑλληνικοῦ πολέμου, ἀλλὰ συνάμα καὶ ὅτι μὲ τὰ μέσα τοῦ τόπου, ἂν καὶ ἀτελῆ, πρέπει νὰ γενναιοψυχοῦν εἰς τὸν ἀγώνα καὶ νὰ πολεμήσουν τὸν ἐχθρόν.

Ὁ Καπετὰν Γ. Χελιώτης, Κορίνθιος, μὲ διηγήθη κατὰ τὸ 1847, ὅτι ἐδιατάχθη ἐπὶ Κυβερνήτου ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸν Κολοκοτρώνην, νὰ καταδιώξει μερικοὺς κλέπτας. Ὑπῆγε πρὸς καταδίωξιν, συναπαντήθη μὲ αὐτοὺς καὶ τοῦ ἐπρόβαλαν νὰ προσκυνήσουν, ζητῶντες ἀσφαλείας τινάς. Ὁ Χελιώτης ἀντάμωσε τὸν Κολοκοτρώνην καὶ τοῦ τὸ εἶπε. Αὐτὸς τοῦ ἀπάντησε: «Σύρε νὰ τοὺς κυνηγήσεις, καθὼς εἶναι τὸ χρέος σου, καὶ ἡ Κυβέρνησις δὲν κάνει πάτα μὲ ληστάς * εἰτεμὴ δὲν εἶναι Κυβέρνησις». Ὁ Χελιώτης ὑπῆγεν, ἄλλους ἔπιασεν, ἄλλους ἐσκότωσεν. Ὁ λόγος τοῦ Γέρου Κολοκοτρώνη περιέχει ἀξιοσημείωτα τὸν ἔλεγχον κατὰ τοῦ Χελιώτη, ὅτι ἔστερξεν εἰς τοιούτου εἴδους συνομιλίας τὴν προσωποποίησιν τῆς Κυβερνήσεως, ἢ τοῦ Κράτους ὡς δύναμιν ἠθικότητος, δικαιοσύνης καὶ αὐστηρότητος, καὶ ὅτι Ἐξουσία ὁποὺ συνθηκολογεῖ παρόμοια πάτα, δὲν εἶναι Κυβέρνησις.

Ἤκουσα ὅτι εἰς τὸν σκοτωμὸν τοῦ Καραϊσκάκη, μανθάνοντάς τον, ἐμοιρολόγησε ὡσὰν γυναίκα.

Ἕνας παπὰς ἀσπρογένης εἰς τὸ Σαραβάλι (1844), δείχνοντας μὲ τὸ δάκτυλό του, μᾶς ἔλεγε (εἴμεθα διάφοροι φίλοι), «ἐκεῖ ἔβανε ὁ γέρο Κολοκοτρώνης κάτι λόγους, ὁποὺ ἔκαναν τρομάρα». Καὶ ὁ κύριος Ἀ. Λουκόπουλος μοῦ ἐξήγησε πολλάκις τὴν μεγάλην ἐντύπωσιν, ὁποὺ τοῦ ἔκαμεν ὁ Κολοκοτρώνης ὀρθὸς εἰς μίαν πέτραν, βάνοντας λόγον πρὸς ἐμψύχωσιν τότε εἰς τὴν εἰσβολὴν τοῦ Δράμαλη. Ἂν δὲν λανθάνομαι, μοῦ ἔχει εἰπεῖ, ὅτι ἀφοῦ ἤκουσε τὴν ὁμιλίαν τοῦ Γέρου, ἐπρόσφερε τοὺς 1.200 μαχμουτιέδες. - Ὅταν κατὰ πρώτην φορὰν συναπαντήθη ὁ Ἀ. Ζαΐμης μὲ τὸν Κολοκοτρώνη τόσον ἐγλυκάνθη καὶ αἰχμαλωτίσθη ἀπὸ τὴν ὁμιλίαν του, ὁποὺ ἐκήρυττε νὰ τὸν κάμουν στρατάρχην ἀνεξέταστον κτλ.

Εἶπε μίαν φορὰν εἰς τὸν Κυβερνήτην: «Μοῦ χάλασες τὴν Ἑλλάδα» - Γιατί; τοῦ ἀπεκρίθη ἐκεῖνος. - Γιατὶ ἔπρεπε νὰ τὸ κάμεις πέντε φράγκικο καὶ 15 νὰ τὸ ἀφήσεις τούρκικο, μετὰ 20 χρόνους νὰ τὸ κάμεις 10 φράγκικο καὶ νὰ τὸ ἀφήσεις 10 τούρκικο, καὶ πάλιν μετὰ 20 νὰ τὸ κάμεις 15 φράγκικο καὶ νὰ τὸ ἀφήσεις 5 τούρκικο, ὥστε μετὰ 20 ἄλλους τόσους χρόνους, νὰ γένει ὅλο φράγκικο».

Ὁ ἀναγνώστης ἂς λάβῃ γνῶσιν καὶ τῶν δύο ἀκολούθων ἀνεκδότων:

Περιηγητὴς Ἄγγλος, εὑρισκόμενος εἰς τὸν Πόρον, εἶπεν εἰς τινα χωρικὸν Ποριώτην: - Νὰ ἤξευρες τί ἄνθρωπος κοιμᾶται ἐδῶ (ἐννοοῦσε τὸν Δημοσθένην). Ὁ χωρικὸς ξυπνητὸς τοῦ ἀποκρίθη: - Δὲν εἶναι ἐδῶ, λείπει. - Ποῦ λείπει; - Εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ μέρα μὲ τὴν ἡμέρα τὸν περιμένομεν».

Ἄλλος περιηγητὴς εἶδε βοσκὸν μὲ τὸ κοπάδι του, καθήμενον εἰς τὸ πεζούλι ἑνὸς ξωκκλησιοῦ, καὶ τὸν ἠρώτησε: τί πιστεύει; Ὁ βοσκός, κτυπώντας μὲ τὴ μαγκούρα του τὸν τοῖχον τῆς ἐκκλησίας, εἶπε: - ὅ,τι πιστεύει ἐτούτη. Καὶ ὁ περιηγητὴς τοῦ εἶπε: - Καὶ τί πιστεύει ἐτούτη; - Ὅ,τι πιστεύω ἐγώ...».

Τὸ πνεῦμα τοῦ λόγου τοῦ Γέρου Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ χωρικοῦ τοῦ Ποριώτου συμφωνοῦν· ἀναγνωρίζουν τὴν Δύσιν, ὡς ἑστίαν πολιτισμοῦ, ἐπιθυμητοῦ καὶ σωτηρίου διὰ τὴν Ἑλλάδα. Ὁ Ποριώτης, μάλιστα τὴν ἐπαινεῖ, ὡς φαίνεται, καὶ σαρκωμένην τὸν Ἑλληνικὸ πολιτισμόν. Σκεπτόμενος τινὰς βαθέα εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ τρίτου, ἐννοεῖ τὶ ἐστί καθαρὸς ἀνατολισμός.

Αὐτὰ τὰ τρία ἀνέκδοτα εἰκονίζουν τὰ δύο συστήματα, τὰ ὁποῖα ἀτελῶς πως διαιροῦν ἢ βασιλεύουν τὴν νέαν Ἑλλάδα. Ποῖος δικαστὴς μεταξὺ τῶν δύο συστημάτων; Ἕνας μέγας ἄνθρωπος τῆς Ἀνατολῆς, ὁ Μέγας Πέτρος. Ἀφοῦ ἡ Ρωσία ἔλαβεν ὡς ἀνεκτίμητον θησαυρόν, ὡς οὐράνιον φυλακτὸν τὴν Χριστιανικὴν Θρησκείαν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἦλθεν ἔπειτα καὶ ὁ Μέγας Πέτρος, ὁ ὁποῖος ἔστρεψε τοὺς ὀφθαλμούς του εἰς τὰς τέχνας καὶ τὴν σοφίαν τῶν Δυτικῶν Ἐθνῶν, καὶ ἔστησε τὰ μεγάλα καὶ λαμπρὰ θεμέλια τῆς αὐτοκρατορίας του. Ὁ Μέγας Πέτρος ναυπηγὸς εἰς τὰ ναυπηγεῖα τῆς Ὁλλανδίας εἶναι ἡ ὡραιοτέρα σελίς τῆς ἱστορίας τοῦ πατριωτισμοῦ τῶν ἀνθρώπων.

Ἐλπίζω ὅτι οἱ ἀναγνῶσται τοῦ βιβλίου τοῦ Γέρου Κολοκοτρώνη δὲν θέλουν δυσαρεστηθεῖ καὶ εἰς τὴν ἀνάγνωσιν τῶν ἀκολούθων ἀνεκδότων, τὰ ὁποῖα, κατὰ καιροὺς σημειώνων, ἐσύναξεν ὁ ἐκδότης.

Περὶ τὰ τέλη τοῦ 1835 ἠκούσαμεν τὸν κύριον.... νὰ εἴπει εἰς φιλικὴν συναναστροφὴν τὰ ἀκόλουθα: Τρία πράγματα ἔβλαψαν τὸν Κυβερνήτην, ὁ σύντροφος τῆς ἐξουσίας φθόνος, ἄδικος δυσαρέσκεια πολλῶν, καὶ ἡ ἐλευθεροστομία καὶ τὸ αὐστηρὸν τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἀδελφοί του πολὺ τὸν ἔβλαψαν. Ὁ Κυβερνήτης ἐπροσκάλεσε διαφόρους γερουσιαστάς, μέσα Ἰουλίου τοῦ 1831, διὰ νὰ τοὺς παρακινήσει νὰ φέρουν εἰς τέλος μερικὰ νομοσχέδια, τὰ ὁποῖα τοὺς εἶχε καθυποβάλει, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦτον καὶ τὸ περὶ διανομῆς γῆς. Ἐκρατοῦσεν εἰς τὸ χέρι μίαν ἐφημερίδα ξένην καὶ μᾶς εἶπε: Ἕνα ἄρθρον περὶ Βολιβάρ μοῦ ἔδωκεν αἰτίαν νὰ σᾶς κράξω. Ὀκνεύετε εἰς τὸ νομοσχέδιον περὶ διανομῆς γῆς, διότι δὲν θέλετε τὴν διανομήν, ὅπως τὴν ἔχω, διότι δὲν ἀγαπᾶτε τὴν ἰσότητα. Θέλετε ἡ διανομὴ νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τοὺς μεγάλους εἰς τοὺς μικρούς, ἐνῶ τὸ σχέδιόν μου ἀποβλέπει τώρα τοὺς μικρούς. Θὰ ἔλθει καὶ ἡ δική σας ἀράδα. Ἐνεργεῖτε, ἐνεργεῖτε, ὅσον εἶμαι ζωντανός. Ἠμπορεῖ νὰ ἐλθῆτε μίαν ἡμέραν καὶ νὰ μὲ βρῆτε κρύο κουφάρι. Θὰ ἔλθει ἄλλος καὶ μὲ τὸν ὁποῖον δὲν θὰ ἔχετε τὴν εὐκολίαν νὰ ἐξηγεῖσθε καθὼς μὲ ἐμένα. Εἰς αὐτὸν θέλω νὰ σᾶς παραδώσω ὡς ἐλεύθερα καὶ λογικὰ ὄντα, τοὐτέστιν ἰδιοκτήτας. Ὠφεληθῆτε ἀπὸ τὸν καιρόν». - Ἐξηγεῖ εἰς τὸν ἴδιον κύριον.... ὁ Κυβερνήτης τὸ σχέδιόν του πῶς ἔχει νὰ ὑποτάξει τὴν Σύραν. «Καμμία ἐκδίκησις. Ἡ Ἐθνικὴ Συνέλευσις ἔχει νὰ σκεπάσει ὅλους καὶ ὅλα. Πρόκειται περὶ τῆς τιμῆς τοῦ ἔθνους».

Περὶ τῆς εἰλικρινοῦς καὶ θετικῆς ἀποφάσεως τοῦ Κυβερνήτου εἰς τὸ νὰ διανεμηθεῖ ἡ ἐθνικὴ γῆ εἰς τὸ ἔθνος ἐννόμως, οἱ κύριοι Ρήγας Παλαμήδης καὶ Νικόλαος Πονηρόπουλος εἰς ἀξιομνημονεύτους συζητήσεις τῆς ἐν Ἀθήναις Ἐθνικῆς Συνελεύσεως ἐπρόσφεραν τὰς πλέον βεβαίας ἀποδείξεις.

Εἰς τὰ 1838 εὑρισκόμενος εἰς Παρισίους μὲ τὸν μακαρίτην Κ..... μοῦ εἶπε: «Ἡ πολιτικὴ ἀρχὴ εἰς τὴν Ἑλλάδα ἔκαμε τὸ πᾶν, οἱ στρατιωτικοὶ ἦτον τυφλὰ ὄργανα· ὅπου ἔμειναν μόνοι τους, ἀπέτυχαν. Οἱ γραμματικοὶ εἰς τὰ στρατόπεδα ἦτον μέσα ἰσχυρὰ διὰ τὰ θελήματα τῆς Διοικήσεως» - Ἕνα ἑσπέρας μετὰ τὸ γεῦμα, ἔλεγε, «παρατηρῶ ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπὸ ὅσους ἔγιναν μέτοχοι εἰς τὰς σφαγάς, εἰς τὰς ἀρχὰς τῆς ἐπαναστάσεως, ἐχάθηκαν κακῶς, εἶδα τὸν Βενιαμὶν ἀγωνιῶντα εἰς τὸ Ναύπλιον»· ἐξήγησεν ἀκολούθως, πῶς οἱ πρωτεύοντες διὰ νὰ ἐνοχοποιήσουν τὸν λαὸν καὶ τοῦ ἐμπνεύσουν σταθερότητα εἰς τὸν ἀγώνα τὸν παρεκίνουν νὰ φονεύει τοὺς αἰχμαλώτους Τούρκους. Ἐλεεινολογοῦσε πόσοι ἦσαν εἰς τὸ 1821, καὶ πόσοι εἶχαν μείνει τότε. Θλίβεται διὰ τοὺς ὅσους ἀπέθαναν καὶ δὲν εἶδαν τὴν πατρίδα ἐλευθερωμένην. Παρέσταινε τὴν ἡδονὴν τῆς ψυχῆς του, ὅτε τὸ ἑσπέρας, εἰς συναναστροφὰς ἐπισήμων ἀνδρῶν, προηγγέλλετο «ὁ πρέσβης τῆς Ἑλλάδος». - Ἔλεγεν ὁ Κολοκοτρώνης ἦτον ἄνανδρος, ὠφέλιμος εἰς τὸ προσκύνημα· τὸ ἐμπόδισε. - Ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης ἀμνηστευθεὶς ἐπέστρεψεν εἰς Ναύπλιον, καὶ ἔγινε τελετὴ καὶ οἱ ἀμνηστευθέντες ἔπρεπε νὰ δώσουν ὅρκον, ὁ Κολοκοτρώνης τὴν ὥραν τοῦ ὅρκου, στρέφων βλέμμα στερεὸν εἰς τὰ μέλη τῆς Κυβερνήσεως εἶπεν: «ἐμεῖς μόνοι θὰ ὁρκισθοῦμεν;», τότε αὐτὸς ἀπεκρίθη «καὶ ἐμεῖς!». - Ἕνας Στερεοελλαδίτης ἔλεγεν, ὅτι ὁ Σαμουὴλ ὁ Καλόγηρος τοῦ Σουλίου ἔλεγεν ὡς προφητείας πολλά, τὰ ὁποῖα ἐν μέρει καὶ ἐκπληροῦνται. Ἐρωτηθεὶς ὁ μακαρίτης πῶς τὸ ἐξηγεῖ, ἀπεκρίθη χαμογελῶν: «Ὁ Σαμουὴλ ἦτο βέβαια μαγνητισμένος».

Περὶ τὰ τέλη τοῦ 1835 ἤκουσα τὸν μακαρίτην Ζ.... νὰ ἀπαριθμεῖ, ὡς βοηθητικὰ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, τὴν ἥμερον κυβέρνησιν τοῦ Βελῆ Μπέη, ἥτις ἄφησεν εὐτυχία (ὁ Βελὴ πασὰς ἔδωκε θάρρος εἰς τοὺς Ἕλληνας φοβισμένους ἀπὸ τὴν πρώτην ἐπανάστασιν), τὸν χαλασμὸν τοῦ Ἀλῆ πασᾶ καὶ τὴν ἐνέργειαν τοῦ Παπαρρηγοπούλου ὡς ἑταιριστοῦ. Ἕως ὅπου ἦλθεν ὁ Ὑψηλάντης, ἔλεγεν, ἦτον ἄκρα ὁμόνοια· ἦτον ἀδυνάτου νοός· ἔβαλε διχόνοιαν μεταξὺ ἀρχόντων καὶ πολεμικῶν· ἐπροτιμοῦσε τοὺς δευτέρους. - Ὁ Κυβερνήτης, ἔλεγεν, ἐκέρδισε πολὺ ἔπειτα ἀπὸ τὸν θάνατόν του· ἂν ἠκούετο ζωντανὸς εἰς καμμίαν ἄκρα τῆς Ἑλλάδος, ἤθελε τρέξει ὅλη ἡ Ἑλλὰς νὰ τὸν προσκυνήσει.

Ὁ Στρατηγὸς Γ.... μοῦ εἶπεν, ὅτι φοβούμενος μήπως ὁ στρατηγὸς Κίτσος Τζαβέλας κακοπάθει ἀπὸ τὰ στρατεύματα τῆς ἑπταμελοῦς διοικήσεως, τὰ ὁποῖα ἐπήγαιναν ἐναντίον του εἰς Πάτρας, ἐβίασε πολὺ καὶ ἔπεισε τὸ Γέρο Κολοκοτρώνην, ὅστις ἐπέμενε νὰ μὴ θέλει νὰ κάμει προκηρύξεις, μὲ τὰς ὁποίας ἐφανέρωνεν, ὅτι δὲν ἀναγνωρίζει τὴν ἑπταμελῆ διοικητικὴν ἐπιτροπήν.

Ἤκουσα ἀπὸ τὸν Νικηταρᾶν τὰ ἑξῆς: Εἰς τὸν θάνατον τοῦ Κυβερνήτου ἕνας τσομπάνης ἀποκοιμήθη ἀπὸ τὴν λύπην του, ὁ λύκος τοῦ ἔφαγε τὰ πρόβατα: «Καλὰ ἔκαμε· τώρα ὁποὺ ἐχάθη καὶ ὁ σκύλος, ἂς τὰ φάγει· ἂν δὲν τἄτρωγεν αὐτός, ἄλλος θὰ τἄτρωγε».

Ἤκουσα ἀπὸ τὸν κύριον Π..... ποτὲ ὑπάλληλον τῆς κυβερνήσεως εἰς τὸ Νησὶ τῆς Καλαμάτας, ὅτι ὁ Κυβερνήτης εἶπεν εἰς τοὺς Μανιάτας: «Ἐγὼ εἶμαι θυρωρός, φυλάττω τὴν παρθένο (ἐννοοῦσε τὴν Ἑλλάδα), ἔχω χρεία τῆς συνδρομῆς σας, δὲν φθάνω μόνος· ἡ παρθένος ἔχει πολλοὺς ἐραστάς».

Τὰ ἔλεγεν εἰς Μανιάτες, καὶ Μανιάτες ἐσκότωσαν τὸν νυμφίον εἰς τὴν θύραν τῆς Ἐκκλησίας! - Ὁ Κυβερνήτης ἦτον λυτρωτὴς τοῦ λαοῦ, τῆς φυλῆς, ἀλλ᾿ ὁ λαός, ἡ φυλὴ δὲν ἐστάθη λυτρωτής του. Παράδειγμα ὁ τσοπάνης καὶ οἱ Πετρομπέηδες. Ὁ τσοπάνης ἀμέριμνος, ὡς φαίνεται, ἀφήνει καὶ ὁ λύκος τοῦ τρώει τὸν σκύλο, ἔπειτα ἀντὶ νὰ τροχίσει τὸ σπαθί του, νὰ πάρει τὸ τουφέκι του, νὰ κυνηγήσει τοὺς λύκους, νυστάζει, τοῦ ἔρχεται ὕπνος, κοιμᾶται καὶ πλακώνει ὅλο τὸ κοπάδι τῶν λύκων καὶ τοῦ τρώει καὶ τὰ ἐπίλοιπα πρόβατα.

Οἱ Πετρομπέηδες πᾶνε μακρύτερα· σκοτώνουν καὶ τὸ φύλακα, τὸ θυρωρό, τὸν Μεσσία, ἢ διὰ νὰ μὴ πειραχθεῖ ἡ ὀρθοδοξία κανενός, τὸν προφήτην τρίτης, τετάρτης τάξεως. Μεσσίας ὅμως εἶναι ὁ μεσίτης τῆς καλῆς ἰδέας, ποὺ σμίγει γῆν καὶ οὐρανόν, ποὺ ἀνοίγει τὰ μάτια τοῦ κόσμου εἰς τὴν ἀλήθειαν. Τὰ ἄνοιγε ὁ Κυβερνήτης;

Εἰς τὰ 1828 εἰς τὴν Αἴγινα ἐπῆγε ὁ Γεώργιος Μαυρομιχάλης νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Κυβερνήτη. Ἐφόρεσε τὴ λαμπρότερη ἐνδυμασία του, βουτημένη εἰς τὸ μάλαμα· ἐγελοῦσαν τὰ φορέματά του, ἐγελοῦσε ἡ καρδιά του, διατὶ ὁ νέος εἶχε κλίσιν πρὸς τὸν Κυβερνήτην· τὸν ἐδέχθη αὐτὸς ὡς πατέρας τὸν υἱόν, ἀλλὰ τοῦ εἶπε: «Δὲν σ᾿ ἐπαινῶ διὰ τὰ φορέματά σου καὶ πρὶν πατήσω τὰ χώματα τὰ Ἑλληνικά, καὶ ἀφοῦ ἦλθα καὶ εἶδα τὸ ἐβεβαιώθηκα, εἶναι καιροὶ ποὺ πρέπει νὰ φοροῦμεν ὅλοι ζώνη δερματένια, καὶ νὰ τρῶμεν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριο· - εἶδα πολλὰ εἰς τὴν ζωήν μου, ἀλλὰ σὰν τὸ θέαμα ὅταν ἔφθασα ἐδῶ εἰς τὴν Αἴγινα, δὲν εἶδα τὶ παρόμοιο ποτέ, καὶ ἄλλος νὰ μὴν τὸ ἰδεῖ· προεῖδα μεγάλα δυστυχήματα διὰ τὴν πατρίδα, ἂν ἐσεῖς δὲν θὰ εἶσθε σύμφωνοι μαζί μου καὶ ἐγὼ μὲ σᾶς. «Ζήτω ὁ Κυβερνήτης, ὁ σωτήρας μας, ὁ ἐλευθερωτής μας», ἐφώναζαν γυναῖκες ἀναμαλλιάρες, ἄνδρες μὲ λαβωματιὲς πολέμου, ὀρφανὰ γδυτά, κατεβασμένα ἀπὸ τὲς σπηλιές· δὲν ἦτον τὸ συναπάντημά μου φωνὴ χαρᾶς, ἀλλὰ θρῆνος· ἡ γῆ ἐβρέχετο ἀπὸ δάκρυα· ἐβρέχετο ἡ μερτιὰ καὶ ἡ δάφνη τοῦ στολισμένου δρόμου ἀπὸ τὸν γιαλὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν· ἀνατρίχιαζα, μοῦ ἔτρεμαν τὰ γόνατα, ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ ἔσχιζε τὴν καρδίαν μου· μαυροφορεμένες, γέροντες, μοῦ ἐζητοῦσαν νὰ ἀναστήσω τοὺς ἀπεθαμένους τους, μανάδες μοῦ ἔδειχναν εἰς το βυζὶ τὰ παιδιά τους, καὶ μοῦ ἔλεγαν νὰ τὰ ζήσω, καὶ ὅτι δὲν τοὺς ἀπέμειναν παρὰ ἐκεῖνα καὶ ἐγώ, καὶ μὲ δίκαιο μοῦ ἐζητοῦσαν ὅλα αὐτά, διότι ἐγὼ ἦλθα καὶ ἐσεῖς μὲ προκαλέσατε νὰ οἰκοδομήσω, νὰ θεμελιώσω κυβέρνησιν, καὶ κυβέρνησις καθὼς πρέπει, ζεῖ, εὐτυχεῖ τοὺς ζωντανούς, ἀνασταίνει τοὺς ἀποθαμένους, διατὶ διορθώνει τὴν ζημίαν τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀδικίας· δὲν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, ζεῖ τὸ ἔργον του, καρποφορεῖ, ἂν ὁ διοικητὴς εἶναι δίκαιος, ἂν τὸ κράτος ἔχει συνείδησιν, εὐσπλαγχνίαν, μέτρα σοφίας. Δύναμαι νὰ κάμω ἐγὼ ὅλα αὐτά, καὶ νὰ δικαιολογήσω τὴν παντοχὴν τοῦ κόσμου; δύναμαι νὰ πράξω μηδέν, χωρὶς τὴν σταθερὰν ὁμοφροσύνην τῶν πρώτων τοῦ τόπου; δὲν εἶναι κίνδυνος, ὅτι τὰ ἀγαθοεργήματά τους εἰς τὸν ἀγώνα ἔχυσαν πλησμονὴν ὀρέξεων, ἀπαιτήσεων εἰς τὰ στήθη τους; - πλησμονὴ ἀφιλίωτη μὲ τὸ γενικὸ καλό, μὲ τὸ κύρος τῆς ἐξουσίας καὶ μὲ τὴν εὐτυχίαν τοῦ λαοῦ· ἂν εὑρεθῶμεν εἰς ἀντιλογίαν, ἀντίμαχοι εἰς τὸ φρόνημα, ποῖος θὰ μονομερήσει; ἐγὼ ἢ ἐκεῖνοι; - Ὑιὲ τοῦ Μαυρομιχάλη, διὰ νὰ μὲ τιμήσεις ἦλθες εὐμορφοστολισμένος, τὸ ἐννοῶ καὶ σὲ ἀγαπῶ, ὅθεν καὶ σοῦ ἀνοίγω τὴν καρδίαν μου. Ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα σας ἕνας ὁμογενής περισσότερος, δὲν ἤφερα ξένους ὁπλοφόρους, συνοδείαν μου ἔχω μόνο τὴν πειθώ, τὸ φίλεργον καὶ τίμια γηρατεῖα· ὄχι ἐσὺ ποὺ εἶσαι νέος, ἀλλὰ οἱ πλέον, πλέον γέροντες δὲν ἔχετε γνώση λευκαμένην ἀπὸ παλαιότητα καιροῦ. Ὡς ψάρι εἰς τὸ δίκτυ σπαράζει εἰς πολλοὺς κινδύνους ἀκόμη ἡ Ἑλληνικὴ ἐλευθερία. Μοῦ ἐδώσατε τοὺς χαλινοὺς τοῦ κράτους· τίνος κράτους; μετροῦμε εἰς τὰ δάκτυλα τὴν ἐπικράτειάν μας, τ᾿ Ἀνάπλι, τὴν Αἴγινα, Πόρον, Ὕδραν, Κόρινθον, Μέγαρα, Σαλαμίνα. Ὁ Ἰμβραΐμης κρατεῖ τὰ κάστρα καὶ τὸ μεσόγειον τῆς Πελοποννήσου, ὁ Κιουτάγιας τὴν Ρούμελη, πολλὰ νησιὰ βασανίζονται ἀπὸ αὐτεξούσιον στρατιώτην καὶ ἀπὸ πειρατείαν, τὰ δύο μεγάλα καράβια σας, εἶναι ἀραμμένα ξαρμάτωτα εἰς τὸν Πόρο, ἡ Ἀθήνα ἔφαγε πέρυσι τοὺς ἀνδρειοτέρους τῶν Ἑλλήνων. Ποῦ τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ ἔθνους; Ἀκούω, ἐπουλήσατε καὶ τὴν δεκατιὰ τοῦ φετεινοῦ ἔτους, πρὶν ἀκόμα σπαρθεῖ τὸ γέννημα· ὁ τόπος εἶναι χέρσος, σπάνιοι οἱ κάτοικοι, σκόρπιοι εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰ σπήλαια· τὸ δημόσιον εἶναι πλακωμένον ἀπὸ δύο ἑκατομμύρια λίρες στερλίνες χρέος, ἄλλα τόσα ζητεῖτε οἱ στρατιωτικοί, ἡ γῆ εἶναι ὑποθηκευμένη εἰς τοὺς Ἄγγλους δανειστάς· ἀνάγκη νὰ τὴν ἐλευθερώσωμεν μὲ τὴν ἰδίαν ἀπόφασιν, ὡς θὰ τὴν ἐλευθερώσωμεν καὶ ἀπὸ τὰ ἄρματα τοῦ Κιουτάγια καὶ τοῦ Αἰγυπτίου. - Δὲν λυποῦμαι, δὲν ἀπελπίζομαι· προτιμῶ αὐτὸ τὸ σκῆπτρο τοῦ πόνου καὶ τῶν δακρύων, παρὰ ἄλλο· ὁ Θεὸς μοῦ τό ῾δωσε, τὸ παίρνω, θέλει νὰ μὲ δοκιμάσει· εἶμαι ἀπὸ τὴν φυλήν σας· εἰς ἕνα μνῆμα μαζὶ μὲ σᾶς θὰ θαφτῶ· ὅ,τι ἔχω, ζωήν, περιουσίαν, φιλίες εἰς τὴν Εὐρώπην, κεφάλαια γνώσεων, ἀποκτημένα ἀπὸ τόσα θεάματα καὶ ἀκροάματα συμβάντων τοῦ κόσμου τῆς ἡμέρας μου τὰ ἀφιερώνω εἰς τὴν κοινὴν πατρίδα, ἂς ὑψώσωμεν τὸ μεγαλεῖον της, ὥστε ὅποιος θελήσει, δυσκόλως νὰ τὸ ταπεινώσει, στερεωμένο εἰς ρίζες ἀρετῆς εἶναι ἀκαταμάχητον. Ἐκάμετε ἔργα πολεμικὰ ἀθάνατα. Βασιλεῖς καὶ ἔθνη σᾶς ἐπαίνεσαν, ἀλλὰ πίστευσέ μου, διὰ πολυετίαν ἀκόμη ἡ ζώνη τοῦ προδρόμου πρέπει νὰ εἶναι στολισμός μας, ὄχι χρυσοΰφαντη χλαμύδα. Ὡς οἱ παλαιοὶ ἥρωες ἢ Βασιλεῖς τῆς Ἑλλάδος πρέπει νὰ φυτεύωμεν δένδρα, νὰ ἀνοίγωμεν δρόμους νὰ παλεύωμεν μὲ τὰ θηρία τοῦ δάσους, νὰ δέσωμεν τὴν κοινωνίαν μας μὲ νόμους συμφώνους μὲ τὸ ἔθνος μας· οὔτε ὀπίσω, οὔτε ἐμπρὸς τοῦ καιροῦ μας· μὴ μοῦ ζητεῖτε ζωγραφίες πολύτιμες εἰς οἰκοδόμημα ἀκόμη ἀτελείωτον. Μέτρο καὶ ἄστρο εἰς δεινὰ Ἑλληνικὰ θεραπεία Ἑλληνική. Μὲ τὸ στόμα μας, ὄχι ὡς οἱ χειροῦργοι τῆς Εὐρώπης κόφτοντας, ἀλλὰ μὲ τὸ στόμα μας νὰ βυζαίνομεν τὸ ἔμπυο τῆς πατρίδος μας, διὰ νὰ τὴ γιάνωμεν.

Ἂν δὲν μᾶς ἀποστραφεῖ ὁ Μεγαλοδύναμος καὶ ἀξιωθοῦμε τὴν εὐλογίαν του, τὰ ἀκροθαλάσσιά μας θὰ στολισθοῦν ἀπὸ εὔμορφες πολιτεῖες, ἡ σημαία ἡ Ἑλληνικὴ θὰ δοξάζεται εἰς τὰ πελάγη, ἥμερα δένδρα θὰ ἀνθίζουν εἰς τὰ ἄγρια βουνά, καὶ οἱ ἐρημιὲς θὰ πληθύνουν ἀπὸ κατοίκους - καὶ ὄχι εἰς τὲς ὄψιμες ἡμέρες τῶν ἀπογόνων ὅσα σοῦ προλέγω, ἀλλὰ ἐσὺ θὰ τὰ ἰδεῖς πού ῾σαι νέος, θὰ ζήσεις καὶ θὰ γεράσεις. Ἕνα μόνον φοβοῦμαι πολὺ καὶ μὲ δέρνει ὑποψία, τρέμω τὴν ἀπειρίαν σας. Ἂν ἡ νέα κυβέρνησις τύχῃ νὰ συγκρουσθεῖ μὲ συμφέροντα ξένων δυνάμεων - ἐπειδὴ κάθε τόπος ἔχει χωριστὰ τὸ μυστήριον τῆς ζωῆς του, τὸν νόμον τῆς εὐτυχίας του, - ἂν πλανεθεῖ ὁ ἑλληνισμός σας καὶ σηκωθεῖ σκοτάδι μεταξύ μας, ὥστε ἐσεῖς νὰ μὴ διαβάζετε εἰς τὴν καρδίαν μου, θολωθοῦν καὶ μὲ οἱ ὀφθαλμοί, ποῖος ἠξεύρει;... ποῦ θὰ πᾶμε, τί θὰ γενοῦμε; Ἐτινάξετε τὸ καβούκι τῶν ἀλλοφύλων, ἀλλ᾿ οἱ πλεκτάνες τῆς διπλωματίας ἔχουν κλωστὲς πλανήτριες, φαρμακερές, κλωστὲς θανάτου, ἄφαντες, καὶ ἐσεῖς δὲν τὲς ἐννοεῖτε. Κατεβαίνω πολεμιστὴς εἰς τὸ στάδιον, θὰ πολεμήσω ὡς Κυβέρνησις, δὲν λαθεύομαι, τὸν ἔρωτα τῶν προνομίων ποὺ εἶναι φυτευμένος εἰς ψυχὲς πολλῶν, τὰ ὀνειροπολήματα τῶν λογιοτάτων, ξένων πρακτικῆς ζωῆς, τὸ φιλύποπτο, κυριαρχικὸ καὶ ἀνήμερον ἀλλοεθνῶν ἀνδρῶν. Ἡ νίκη θὰ εἶναι δική μας, ἂν βασιλεύει τὴν καρδίαν μας, θεὸς ζηλότυπος, μόνον τὸ αἴσθημα τὸ Ἑλληνικό· ὁ φιλήκοος τῶν ξένων εἶναι προδότης.

Εἴθε οἱ νέοι τῆς Ἑλλάδος νὰ εἶναι βοηθοί μου καὶ πρῶτος ἐσύ. Μὴ φορεῖς πολυτελῆ φορέματα ἀταίριαστα μὲ τὴν ἔνδειαν τῶν πολλῶν καὶ κεφάλαιο θαμμένο, ἀχρησίμευτο· ἢ ἀφορμή, ἡ ἀπόκτησίς του, κακῶν ὀρέξεων καὶ πράξεων· μὴ θέλεις ἄλλο στολίδι καὶ καύχημα, εἰμὴ ὅτι εἶσαι ἀπὸ οἰκογένεια δοξασμένη, ποὺ τόσο ἔχυσε αἷμα ἀνδρειωμένο διὰ τὴν ἀναγέννησιν καὶ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Πατρίδος».

Ὁ φιλαλήθης διηγητὴς τῆς συνομιλίας τοῦ Κυβερνήτου μὲ τὸν Μαυρομιχάλη, μοῦ ἐπρόσθεσε ἀκόμη, ὅτι σμίγοντας ὁ νέος τὴν ἡμέραν ἐκείνην φίλον του, τοῦ εἶπε: «Σήμερον ὁ Κυβερνήτης μὲ ἔκανε νὰ ἐντραπῶ». Θεία ἐντροπή, θυρωρὲ πολλῶν ἀρετῶν! Διατὶ νὰ μὴν προφυλάξεις τὸν Γεώργιο Μαυρομιχάλη τὶς 27 Σεπτεμβρίου, καὶ ἀντὶ νὰ σκύψει νὰ φονεύσει τὸν ἄνδρα, νὰ ἤθελε σκύψει νὰ τοῦ φιλήσει τὸ χέρι! ἄξιζαν τὰ χέρια τοῦ πατρός του! Πλοκὴ σκοτεινὴ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων ἡ συνείδησις τῶν Ἑλλήνων ἂς ὁμολογήσει, ποῖος ἦτον μᾶλλον ἐραστὴς τῆς ἀληθινῆς εὐτυχίας τοῦ Γεωργίου Μαυρομιχάλη, ὁ φονευμένος, ἢ οἱ σύμβουλοι τοῦ φόνου; Ποῖοι οἱ σύμβουλοι; Κριτὴς Θεὸς τοὺς γνωρίζει. - Δὲν ἐσέβετο, δὲν ὑπολήπτετο ὁ ἀρχηγὸς τοῦ κράτους τὴν οἰκογένειαν τῶν Μαυρομιχαλαίων; Ἀλλὰ τὴν ἀντιμάχετο μόνον εἰς θελήματα μὴ σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους καὶ μὲ τὰ δίκαια τῆς κοινότητος.

Βλασφημία ἐναντίον τοῦ πνεύματος ἦτον ἡ δολοφονία τοῦ Κυβερνήτου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν βλάσφημον ἁμαρτίαν δὲν εἶναι ἄλλη χειρότερη καὶ ἀενάως τιμωρούμενη. Δὲν εἶναι τὸ πνεῦμα ποὺ ἐγέννησε, σώζει καὶ φιλιώνει τὰ πάντα, πηγὴ ὑγείας καὶ κάλλους, σύνθρονος Θεοῦ. Καταστρέφεται ἡ κτίσις, μιαίνεται ἡ κοινωνία, ἂν λείψει ἡ ἁγιοσύνη τοῦ πνεύματος. Παραστάτης τῆς χάριτος τοῦ νοὸς εἰς τὴν Ἑλλάδα ἐπαινέθη ἀπὸ εἰδήμονας ὁ τριετὴς Κυβερνήτης! Ἦλθε εἰς τὰ 1828, ἐφονεύθη εἰς τὰ 1831. - Σύντομον, αἰφνίδιον ἔργον ὁ σκοτωμὸς ἀόπλου ἀνδρός· ψιλὴ ἡ κλωστή, τὸ μαχαίρι κοφτερό, ἀλλὰ δυσκολοκατόρθωτον νὰ λούσεις τὴν ἀνομίαν, νὰ ἀφανίσεις τὴν δυσφημίαν, νὰ ἀποφύγεις τὰ βασανιστήρια τῆς τιμωρίας. Καὶ ὁ ἄψυχος κόσμος μάχεται συχνά, ἐκδικητὴς τοῦ ἀθώου αἵματος· σὲ καταποντίζουν οἱ βροχὲς καὶ τὰ χαλάζια τοῦ οὐρανοῦ, - σὲ τιμωρεῖ τὸ σπαθὶ τοῦ ἐχθροῦ.

Τὸ συνέδριον τῶν Ἑλλήνων ὡς μνημεῖον καθαρισμοῦ, ὡς δεῖγμα σεβασμοῦ, εὐγνωμοσύνης, ἐψήφισεν ἀνδριάντα εἰς τὸν Κυβερνήτην καὶ δὲν τοῦ ἔγινε ἀκόμη· μὴ κάμετε, μὴ τοῦ στήσετε τὸν ἀνδριάντα· ὧρες ὧρες θὰ βλέπομε νὰ ἀνοίγουν οἱ πληγές του, νὰ τρέχουν αἷμα· ἵδρωτα καὶ αἷμα θὰ ρέει τὸ μαρμαρένιο ἄγαλμα· καὶ ξεύρετε πότε; ὅταν ἡμεῖς μὲ τόσην ἐλεεινότητα ἐσωτερική, καὶ ἐξωτερικὴ ἀνυποληψίαν, παλληκαρευόμεθα νὰ πάρομε κάστρα, χῶρες καὶ βασίλεια, καὶ ἂν συνείδησις καὶ ἀλήθεια μᾶς ξετυφλώνει τὰ μάτια, τότε ἀλλάζομε φύλλο καὶ ὑπερήφανοι νὰ ζητοῦμε διακονιὰ ἀπὸ ξένους δυνατούς. - Αὐτὰ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἔμφρονος ἀνδρὸς εἶναι μαρτύριον βαρύτερο ἀπὸ τὸ μολύβι τῶν Μαυρομιχαλαίων. - Τινὲς λέγουν, καὶ δὲν ἐκστράτευσε ὁ Ἀλέξανδρος τῆς Μακεδονίας μὲ μόνο 35 χιλιάδες στράτευμα καὶ μὲ μισὸ ἑκατομμύριο φράγκα καὶ ἐθριάμβευσε τὴν ἀπέραντον βασιλείαν τῶν Περσῶν; Ναί, ἀλλ᾿ ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἡμεῖς δὲν ἔχομεν, πνεῦμα· δὲν ἐννοῶ πνεῦμα διαστροφῆς, φθόνου, φόνου, διχονοιῶν, πνεῦμα ρηχὸ ἀτεχνίας, διατὶ ἀπὸ τέτοια πνεύματα εἴμεθα πνευματωδέστατοι· ἀλλὰ πνεῦμα συνέσεως, μεγαλοψυχίας. Ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε εἰς τὰ φυλλοκάρδιά του τὴν λατρείαν τῶν παλαιῶν ἡμερῶν καὶ πόθον δόξης· ὅθεν εἰς τὲς πεδιάδες τῆς Τρωάδος ἔστησε γυμνικοὺς ἀγώνας καὶ ἔσυρε χορὸν μὲ τοὺς ὁπλαρχηγούς του, γύρω εἰς τοὺς τάφους τῶν ἡρώων, καὶ ἐμακάριζε τὸν Ἀχιλλέα, διατὶ ἔλαβε Ὅμηρον ἐπαινέτην, καὶ ὡς ἕνας τῶν ἡμιθέων ἐκείνων ἐπολεμοῦσε εἰς τὲς μάχες, εἶχε τὴν σοφίαν τοῦ Ἀριστοτέλους, τὴν ποίησιν τοῦ Πινδάρου εἰς τὰ ἔργα του. - Τὸ ἱερὸ θεμέλιον τῆς μεγάλης ἰδέας ἔσταινε μὲ ἀλήθειες ὁ ἀτυχὴς τῶν Ἑλλήνων, ὁ ὁποῖος εἰς τὰ ἥμισυ τριετίας του ἐκινοῦσε εἰς τὴν ἐπικράτειαν στράτευμα ἐντόπιον δεκατρεῖς χιλιάδες, καὶ πέντε χιλιάδες τακτικό, καὶ πενήντα ὀκτὼ καράβια τοῦ πολέμου, καὶ ἐδημιούργησε εἰς τὸ στενὸ τῆς ὥρας τὸ στρατιωτικὸ σχολεῖον εἰς τὸ Ναύπλιον καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸν εἰς τὸν Πόρον, καὶ ναυπηγεῖον καὶ ἀγροκήπιον, καὶ τὸ Γυμνάσιον εἰς τὴν Αἴγινα, καὶ ἀλληλοδιδακτικὰ διὰ τὸν λαὸν παντοῦ, φτερὰ ὁσίων ἐλπίδων, καὶ εἰς τὰ χέρια τοῦ ὁποίου τὸ δάνειο θὰ ἄνθιζε, ὡς ἄνοιξη καλῆς χρονιᾶς. Ὁ θεμελιωτὴς τῶν Εὐελπίδων δὲν προόριζε τὸ σπαθί τῶν φιλοπολέμων καὶ εὐπατρίδων νέων, ἀκονισμένο ἀπὸ τὴν ἐπιστήμην νὰ κοιμᾶται εἰς τὴν θήκην του, ἀλλὰ κράτος ἐσωτερικῶς εὐτυχισμένο, τότε καὶ ὡς ἐκ θείας μοίρας δοξάζεται ἐξωτερικῶς, κρατεῖ ψηλὰ τὴν ἐθνικὴν σημαίαν, καὶ τὴν φέρει νικήτριαν εἰς τὸν κόσμον.

Σοφὴ ἡ τέχνη καὶ ἡ πρόνοια τοῦ ἀνδρὸς ὡς ὅλων τῶν ἀξίων ἀνδρῶν· ἡ 27 Σεπτεμβρίου ἐτσάκισε τὸν φιλόπατρι τεχνίτην, τὸν ἄμισθον ἐργάτην καὶ μετὰ θάνατον ἐδοκιμάσθη καὶ ἐμαρτυρήθη ἐντελέστερα τὸ προορατικό του.

Νυμφίος τῆς Ἑλλάδος εἶναι τὸ πνεῦμα, ὅταν αὐτὸς ὁ νυμφίος συζευχθεῖ μὲ τὸν Πλάτωνα καὶ Ἀριστοτέλη, τὰ σκῆπτρα τῆς φιλοσοφίας βασιλεύουν τὸν κόσμον, κρατούμενα ἀπὸ χέρια Ἑλληνικά· ὅταν, μὲ τὸν Ἀλέξανδρον, φθάνομεν τροπαιοφόροι ἕως εἰς τὸν Γάγγη ποταμόν· - ὅταν πάλε ἡ Ἑλληνικὴ φυλὴ κάμει διαζύγιον ἀπὸ τὸν εὔμορφον νυμφίον της καὶ σκοταδιάζει ὁ ἥλιος τοῦ ὀρθοῦ λόγου, τότε ἡ αἰχμαλωσία τῆς Ἑλλάδος εἰς τοὺς Ῥωμαίους, καὶ εἰς μελίσσι βαρβάρων τῆς Δύσεως, καὶ εἰς τοὺς Ὀθωμανούς, καί, διὰ νὰ μὴ μακρολογῶ τὸ πικρὸν ἡμερολόγιον τοῦ διαζυγίου, εἰς τὲς ἡμέρες μας καῖμε τὰ καράβια μας εἰς τὸν Πόρο μὲ δαυλὸ Ἑλληνικό, σκοτώνομε τὸν Κυβερνήτη, σέρνομεν ὡς ἐγκληματίαν προδοσίας τὸν Κολοκοτρώνη εἰς τὴ γκιλοτίνα, καὶ ἀράζομε τὸν Πάρκερ εἰς τὰ Ἀμπελάκια.

Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου εἶναι τὸ πνεῦμα, ἀλλὰ διὰ νὰ σὲ λυτρώσει πρέπει νὰ τὸ δοξολογεῖς καὶ νὰ τὸ ἀσπάζεσαι ὡς τὲς εἰκόνες τῶν Ἁγίων εἰς τὲς Ἐκκλησίες.

Τὸν μακαρίτην Ἰωάννην Καποδίστριαν δὲν ἀντεπληρώσαμεν μὲ πνεῦμα, ὥστε νὰ σωθοῦμε καὶ νὰ συνδοξασθοῦμεν ἐμεῖς καὶ ἐκεῖνος.

2. ΔΙΗΓΗΣΗ ΝΙΚΗΤΑΡΑ

Ἐγεννήθηκα εἰς ἕνα χωριὸ Μεγάλη Ἀναστάσοβα ἀπεδῶθε ἀπὸ τοῦ Μυστρᾶ πρὸς τὴν Καλαμάτα. Ὁ προπάππος μου ἦτον προεστὸς καὶ ὁ πατέρας μου ἔφυγε 16 χρονῶν καὶ ἐπῆγε μὲ τὰ στρατεύματα τὰ ρούσικα στὴν Πάρο καὶ ἦτον πολεμικός. Τὸν ἐσκότωσαν εἰς τὴν Μονοβασιὰ μαζὶ μ᾿ ἕνα ἀδελφό μου καὶ μ᾿ ἕνα κουνιάδο μου.

Ἀπὸ 11 χρονῶν μαζὶ μὲ τὸν πατέρα μου ἔσερνα ἄρματα.

Ἐτουφέκισα ἕνα Τοῦρκο στὸ Λιοντάρι. Ὁ Τοῦρκος ἦτον κλέφτης καὶ ἦτον μὲ τὸν γέρο Κολοκοτρώνη - Κλέφτες ἐκεῖνοι, ἡμεῖς ἀρματολοί.

Ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθο 18 χρονῶν.

Ἀφοῦ σκοτώθηκε ὁ Ζαχαριᾶς, ὁ Ἀναγνωσταρᾶς συμβιβάζει τοὺς ἐχθρευμένους κλέφτες καὶ πάγει εἰς Κορφούς. Ὁ Ζαχαριᾶς ἦταν στύλος τῶν κλεφτῶν. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ὁμιλεῖ μὲ τὸν Μοτσενίγο εἰς Κορφοὺς καὶ μὲ τὸν Μπενάκη κάμνει ἀναφορὲς εἰς τὸν Αὐτοκράτορα. Εἰς τὴν Ζάκυνθον τότε πάγω, γραφόμεθα εἰς τὰ στρατεύματα ὡς 5.000. Τότε ἤμουν... Πᾶμε στὴν Νεάπολη. Εἴμεθα 15 χιλ. νὰ πᾶμε στὴν Ρώμη. Ἐτσακίσθηκε ὁ Αὐτοκράτορας ὁ Ροῦσος εἰς τὸ Ἀούστερλιτς. Μᾶς κυνηγοῦν οἱ Γάλλοι. Ἐπιστρέφομε. Τότενες οἱ κλέφτες ἐχαλάσθηκαν, ὁ Γέρος ἐγλύτωσε. Ὑπάγω μὲ τὸν Γέρο Κολοκοτρώνη εἰς τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη.

Ἐπήγαμε εἰς τοὺς Κορφούς, πᾶμε στοὺς Τσάμηδες στὴν Τσαμουριά. Εἴχαμε συνωμοσία νὰ φέρουμε στρατεύματα στὴν Πελοπόννησον νὰ χτυπήσωμεν τὸν Βελὴ πασά. Εἴμεθα ἀκουσμένοι μὲ τὸν Δονζελώτ.

Ὅταν εἴμεθα στὴν Ἁγία - Μαύρα πηγαινάμενοι στὴν Ζάκυνθο νὰ ἑνωθοῦμεν καὶ ἔπειτα νὰ πᾶμε στὴν Γαστούνη, οἱ Ἄγγλοι παίρνουν Ζάκυνθον Κεφαλ.

Εἰς τὴν Ζάκυνθον οἱ δικοί μας, πατέρας μου, Πετιμεζᾶς, Κολοκοτρώνης, ἐμπῆκαν εἰς τὴν δούλευσιν τὴν Ἀγγλικήν. Ἡμεῖς ἀπελπισθήκαμε. Ὁ πατέρας μου μοῦ ἔστειλε ἕνα γράμμα.

Τί μοῦ λέγει ὁ Γέρο Κολοκ., ὅταν ἐνόμιζε ὅτι θὰ πάρουν πριζονέρηδες τοὺς ἰδικούς μου τοὺς Πελοποννησίους. Ὁ Πομόνης μοῦ φέρνει τὸ γράμμα εἰς τὴν Ἁγίαν Μαύραν. Ἐβγῆκε φωνὴ ὅτι οἱ δικοί μας ἐπιάσθησαν αἰχμάλωτοι εἰς τὴν Ζάκυνθον ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους καὶ τοὺς πᾶνε εἰς Μάλτα - Πᾶμε μοῦ εἶπε ὁ Γ.Κ. (1) νὰ πέσωμε εἰς ἕνα καράβι ἀγγλικό, θὰ μᾶς πάρουν καὶ ἔτσι πᾶμε καὶ ἐμεῖς εἰς τὴν Μάλτα. - Βλαστήμα τους, τοῦ εἶπα. Τοῦ ἔδειξα τὸ γράμμα ἀπὸ Ζάκυνθον καὶ τὸ ἔκαψα.

Λέμε εἰς τὸν Καμοὺς νὰ πᾶμε στὴν Πελοπόννησον διὰ νὰ μὴ πεθάνει εἰς ξένον τόπον ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης. Τὸ ἔχουν ἁμαρτία οἱ Τοῦρκοι νὰ πεθάνουν εἰς σύνορα χριστιανικά. Τὸ λέγει ὁ νόμος, ἡ πίστις τους.

Πᾶμε εἰς τὴν Ζάκυνθον μὲ τὸν Ἀλὴ Φαρμάκη. Ἀπατήσαμεν τὸν Καμούς.

Ἐμπήκαμε εἰς τὴν δούλευσιν τῆς Ἀγγλίας, ὁ Γέρος δὲν ἐμπῆκε τῆς γραμμῆς, ἐγὼ ἐμπῆκα σὰν ἀξιωματικὸς βολοντάριος.

Κατὰ τὸν Μάρτιον μήνα ἐπιστρέφομε εἰς τὴν Ἁγία Μαύρα γιὰ νὰ τὴν πάρουμε. Οἱ Σουλιῶτες ἐβγῆκαν σὲ κάτι βουνὰ καὶ μιλοῦν μὲ τὸν Γέρο. Ἡμεῖς πολεμήσαμε 16 χρόνους, δὲν καταδεχόμεθα, θὰ πολεμήσομε ὄχι σὰν ἐσᾶς ποὺ δὲν ἐρρίξατε ἕνα τουφέκι στὴν Ζάκυνθο. Κολ.: Θὰ πολεμήσομε καὶ θὰ τιμήσωμεν τὸν βασιλέα μας.

Ἐπολεμήσαμε καὶ ἐβγάλαμε ἀπὸ τὴν θέσιν τους τοὺς Ρουμελιῶτες καὶ Φραντσέζους. Ἐπήραμε τὴν Γύρα μὲ ρεσάλτο.

Ἔπειτα ἐπήγαμεν στὴν Μεσσήνα. Ὁ Τζούρτζ ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴν Ἀγγλία νὰ κάμει νέο ρεγκιμέντο.

Ὅταν ἐστάλθη ὁ Ναπολέων στὴν Ἔλβα ὁ Κάμβελ διέλυσε τὸ τάγμα ἀπὸ φθόνο.

Ὁ πατέρας μου μὲ τὸν Ἀναγνώστη, υἱὸς τοῦ Ζαχαριᾶ, πᾶνε στὴ Μάνη διὰ τὸ συμπεθεριό. Συμφωνοῦν. Θέλει πάει στὸ Τσερίγο. Ἀπὸ φουρτούνα πᾶνε στὰ Βάτικα. Ἐγνώριζε ἕνα φίλο Τοῦρκο, νομίζει ὅτι εἶναι αὐτὸς καὶ ἦτον ἄλλος. Τοῦ στέλνει χαιρετίσματα. Τοὺς παίρνουν πρὸς φιλοφροσύνην, τοὺς πιάνουν, τοὺς δένουν.

Ἀπὸ τὸ Τσερίγο στέλνει ὁ Κουμαντάντες. Οἱ Τοῦρκοι τοὺς σφάζουν, τὸν Ἀναγνώστη, τὸν ἀδελφό μου, τὸν πατέρα μου. Λόγοι τοῦ Γέρου Σταματέλου: Τὰ παιδιὰ εἶναι ἀναστημένα εἰς τὴν Φραγκιά, ἐγὼ ἔκαμα καλὰ καὶ κακά. Νὰ μὲ κόψετε ἐμένα νὰ κάμω χαλάλι τὸ γάλα τῆς μάνας μου, ὄχι τὰ παιδάκια μου.

Εἰς τὸν Ἀναγνώστη τὸν ἐλέγχουν διὰ τὸν πατέρα του. Εἰς τὸν ἀδελφόν μου προβάλλουν ν᾿ ἀλλάξει τὴν πίστιν. Θὰ πάω ἐκεῖ ποὺ πάγει ὁ πατέρας μου. - Κάθισε νὰ σὲ κάμομε Τοῦρκο. Τοῦ δείχνουν τὸν πατέρα του σκοτωμένον. - Γίνου Τοῦρκος. Τὸ παιδὶ κάμνει τὸν σταυρό του. Ἔγινε ἀπὸ τὸ αἷμα σταυρός. Πῆραν τὰ κεφάλια τους στὴν Τριπολιτσά.

Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς παραπονιέται ἀπὸ τοὺς Ρούσους εἰς τὸν Καπνίση, ὑπασπιστὴ τοῦ Αὐτοκράτορος, διατὶ νὰ μᾶς παρατήσει ἡ Ρουσία. Τώρα μᾶς ἄφησαν οἱ Ἄγγλοι.

Γράφουν στὸν Σανδρίνη νὰ ξεσηκώσουν τὰ ὀνόματά μας. Ἔρχεται ἀπάντηση ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ πᾶμε εἰς τὴν Ρουσία νὰ μᾶς δώσει γῆν, ὅλα τὰ καλά, ζῶα καὶ εἰς δέκα χρόνους νὰ ἐπιστρέψομε ὅ,τι μᾶς ἔδωσε. Στέλνομε τὸν Ἀναγνωσταρᾶ, Χρυσοσπάθη, εὑρίσκουν τὴν Ἑταιρεία. Ὁ Καποδίστριας τοὺς λέγει, σύρτε ὀπίσω, ἐδῶ ζοῦν ἀρκοῦδες, κρούσταλλα πολλά. Ἦτον στοχασμὸς νὰ πᾶμε ἀποικίες. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς μοῦ λέγει: δὲν ζοῦμε ἐκεῖ. Σχέδια περὶ ἐπαναστάσεως. Νὰ ζήσουμε εἰς βουνὰ μὲ γένεια.

Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς μὲ ἄλλους πᾶνε στὴν Ρουσία· ὁμιλοῦν μὲ τὸν Καποδίστρια.

Φεύγω ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον καὶ ἔρχομαι εἰς τὴν Μάνη καὶ ἀνταμώνω τὸν Χρυσοσπάθη. Ἐγὼ ἐχειροτόνησα τοὺς καλογήρους. Στὰς 18 ἀνταμώνω μὲ τὸν Χρυσοσπάθη.

Εἰς τὸ Μοναστήρι στὲς Καλτεζιὲς ἐνδύθηκα ὡς δοῦλος διὰ νὰ πάγω στὴν Ὕδρα, νὰ ἀνταμώσω τὸν Ἀναγνωσταρᾶ. Λημεριάζω μὲ τὸν Παπὰ εἰς ἕνα φίλον τοῦ Καλογήρου. Ὁμιλίες μὲ τὸν νοικοκύρη. Ἔκαμες κλέφτης; Ἀγνάντευσα τὴν Τριπολιτζά. Εἰς τὸ Ἄστρος. Βλέπω τὸ Παλαμήδι.

Ἐπήγαμε εἰς ἕνα χωριό· ποῖος εἶσαι; Δοῦλος. Ἔκαμες κλέφτης; Κατὰ ποῦ τοὺς γνωρίζω τοὺς κλέφτες ἐγώ; Ἀπὸ τὲς Καλτεζιὲς πηγαίνοντας εἰς τὸ Ἄστρο ἔβλεπα τὴν Τριπολιτσά. Ἔλεγα πότε νὰ ἐμπῶ μὲ τὸ σπαθί μου. Οἱ Τοῦρκοι ἔλεγαν, ἀνάθεμα τὸ σπίτι σας, τῶν χριστιανῶν. Ἀπὸ τὸ Ἄστρο ἐκοίταζα τὸ Παλαμήδι. Εἶπαν τοῦ Παπᾶ νὰ δώσει ἕνα γρόσι διὰ ἐμέ. Εἶναι δοῦλος. - Δὲν μοιάζει δοῦλος, εἶπε ὁ πατέρας τοῦ Ζαφειρόπουλου. Τὸ ἔδωσε ὁ Καλόγερος τὸ γρόσι, δὲν τοῦ τὸ ἔδωσα, δὲν ἤθελα νὰ δώσω ποτὲ χαράτσι τοῦ Τούρκου.

Ἀναγνωσταρᾶς μὲ τὸν Κιαμέλμπεη. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἔχει τὴν προστασία τοῦ Κιαμέλμπεη, ἡμεῖς ὀργανίζομε τὴν Ἑταιρείαν.

Εἰς τὴν Πελοπόννησον περιφέρομαι μὲ τὸν Ἀναγνωσταρᾶ. Ἔπειτα μὲ τὸν Κολιόπουλο. Ἐπιστρέφω εἰς Ζάκυνθο.

Ὁ Πετρίδης ἐπρόδωκε τὴν Ἑταιρείαν εἰς τὸν Maitland.

Ὁ Κολοκοτρώνης ὑβρίζει κατὰ περίστασιν τὸν Διόγο, ὁ ὁποῖος ἦτον βαλμένος εἰς τὴν Ἑταιρείαν ἀπὸ τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἀλεξάκη. Πάγει καὶ μαρτυράει τὴν Ἑταιρείαν εἰς τὸν Ἀλὴ - πασά. Ὁ Ἀλὴ πασὰς κράζει τοῦ Ἀλεξάκη. Ὁ Ἀλεξάκης τοῦ λέγει εἶναι φαρμασονίες. Ὁ Καλύβας, Θεοδόσης, Δραγώνας μελετοῦν νὰ σκοτώσουν τὸν Διόγο καὶ τότες αὐτὸς ἔφυγε.

Γραφὴ τοῦ Ἀλ. Ὑψηλάντη. Καπεταναῖοι ποὺ διατρίβετε στὰ Ἰονικὰ νησιὰ ἡ σάλπιγγα τῆς Ἑλλάδος πλησιάζει.

Μοῦ λέγει ὁ Γ. Κολοκ. νὰ πᾶμε στὴν Μάνη. Δὲν πῆγα γιατί? (sic).

Πρότασις ἑνὸς δούλου νὰ σκοτώσω ἕνα πλούσιον Τοῦρκον. Νὰ κάμω φυσέκια. Δίδω λόγον τιμῆς ὅτι δὲν σκοτώνω κανένα.

Εἶν᾿ κακά, μοῦ εἶπε, νὰ σκοτώσουμε ἕνα Τοῦρκο πλούσιον εἰς τὸ Τουρκάκι; Τὸ ἔκραξε τοῦ γέρου Κολοκοτρώνη φεύγει. Ἔρχεται ὁ Πάνος καὶ μοῦ λέγει ὅτι τοῦ γράφει ὁ πατέρας του νὰ ἔλθουμε μαζί. Τοῦ εἶπα δὲν μιλῶ μὲ λογιοτάτους. Ἔρχεται ὁ πάτερ Ἄνθιμος, μοῦ λέγει, νὰ μὴν πάω νὰ σκοτώσω Τούρκους. Τοῦ ἔδωσα ὑπόσχεση πὼς δὲν εἶχα τουφέκι καὶ ἔτσι ἐγλύτωσε ὁ Τοῦρκος.

Τὸ Φλεβάρη φεύγω ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο.

Ἀνταμώνομαι μὲ τὸν Φλέσσα, τὸν Ἀναγνωσταρᾶ.

Ὅταν ἐβγήκαμε εἰς τὸ Λιοντάρι ἕνας ἀγὰς κράζει τὸν ἀδελφόν μου. - Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου; - Ναί. - Εἶναι ἕνας παλιοχαμένος. - Ὄχι, εἶναι παλληκαρᾶς. - Ὁπόταν ἔλθει, φέρε μου τον νὰ τοῦ ἀνοίγω σπίτι. Τοῦ ἔδωσα ἔπειτα στὴν Τριπολιτσὰ 5 ρουμπιέδες. - Ποῦ εἶν᾿ τὸ σπίτι ποὺ θὰ μοῦ φτειάσεις; - Τώρα, εἶπε, ὅλα εἶναι δικά σου.

Ἀνήμερα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κινοῦμε.

Ὁ Κατζῆς δὲν μᾶς ἔδινε τὰ μπαρουτόβολα· τοῦ τὰ παίρνομε.

Ὁ Ἀρναουτογλῆς κλεισμένος στέλνει τὸν Μπουλούμπαση νὰ ὁμιλήσει μὲ τοὺς καπεταναίους. Τί λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Πετρούνης.

Τί λέγει ὁ Ἀναγνωσταρᾶς.

Στὸ Λιοντάρι μαζώνω τὸν κόσμο. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν Καλαμάτα.

Ὁ Ἀρναουτογλῆς κράζει τὸν Ἀναγνωσταρᾶ. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἔλεγε ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Καποδίστριας δὲν εἶναι καιρὸς διὰ ἐπανάστασιν.

Μπαϊρακτάρης Μανιάτης. Φλοκάτη του μὲ προβιές. Ὅλος ἐνδυμένος προβιές.

Ὁ Ἀνδριὰς μὲ τὴν μουσκέτα μοῦ λέγει νὰ σκοτώσουμε. Χτυπᾶ τὸν Μουράτο, ἐγὼ τοῦ κόβω μὲ τὸ σπαθὶ πέρα πέρα τὰ μοῦτρα. Τὴν θυγατέρα του τὴν πῆρε ὁ Παγώνης. Τὸ βράδυ σμίγουμε εἰς τοῦ Μπέη. Μπουλούμπασης. Ὁ Μπέης λέγει νὰ δίνετε δυὸ φλωριὰ κάθε σπίτι Τούρκικο. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς εἶπε, μᾶς κάλεσε ἐδῶ ὁ λαὸς ἀδικημένος ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς Προεστούς.

Εἰς τὸ Ἀνεμογδούρι στοῦ Πάπαρη στὴν Ρίζα ἔμασα στρατόπεδο Τριπολιτσῶτες, Μυστριῶτες ἕως 3.000.

Ἕνας Τοῦρκος ἀπὸ τὴν Καρύταινα τιπίλι πάει εἰς τὴν Τριπολιτζά. Συμβούλιο διὰ νὰ ἔβγουν μεντάτι νὰ μᾶς κτυπήσουν στὸ Πάπαρη. Μιὰ γερόντισσα χριστιανὴ τὸ ἀκούει, τὸ λέγει ἑνὸς παπὰ καὶ μὲ εἰδοποιεῖ. Ἡ γυναίκα ἦτον εἰς τὰ χαρέμια.

Πέμπω εἰς τοὺς ἐδικούς μας, πλὴν δὲν πάει ὁ στελμένος.

Τὸ ἀσκέρι ἀρχίζει νὰ φεύγει. Πῶς ἐμπόδιξα τὴν φυγήν τους.

Εἰς τὸ Λεοντάρι ἔφτιασα μιὰ βούλα ἀπὸ βολύμι καὶ ἐπάταγα. Εἶχα καὶ τὸν Δημητράκη τὸν Μήντζα, ἤξευρε τακτικὰ τὴν δούλευσιν. Τὸν ἔκαμα ἀγιουτάντε. Ἐγὼ ἤμουν φὲλδ μαρεσάλος. Ἐκεῖ εἰς τοῦ Πάπαρη ἀνέβηκα καὶ εἶπα, ἐλᾶτε νὰ ἀσπασθῆτε τὴν ἐλευθερίαν. Ἦλθαν γυναῖκες, κλπ. καὶ ἐφιλοῦσαν τὴν μπαντιέρα. Ἐχώριζα χωριὰ καὶ τοὺς ἔστελναν καραούλια.

Πηγαίνω εἰς ἕνα χωριό. Βλέπω καὶ πλακώνουν. Ἐγὼ ἔπιασα εἰς ἕνα βουνὸ μὲ τοὺς 60.

Ὁ μακαρίτης ὁ γέρος ἐκοίταζε μὲ τὸ κιάλε. Τὸ στρατόπεδο ἐστερέωσε. Οἱ Τοῦρκοι ἐπῆραν ἀπὸ τὴν Καρύταινα τοὺς ἄλλους Τούρκους.

Εἰς τοῦ Πάπαρη γενόμεθα 500. Μητροπέτροβας.

Πιάνει μιὰ πλάτη ὁ Γέρο Κολοκοτρώνης - θὰ σκοτωθεῖ ἕνας σημαντικὸς ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα. Οἱ Τοῦρκοι ἐβγῆκαν. Κυνηγοῦν τὸν Κυριακούκη καὶ τὸν Ἀντώνη Νικολόπουλο, 71 χρονῶνε 3 ὧρες. Ὁ Ἀντώνης σώνει τὰ φουσέκια· τὰ ἔρριξε ὅλα. Τὸ στερνὸ μὲ τὴν βέργα τὸ ἔρριξε. Ἔπειτα τὸν ἐσκοτώσανε.

Ἐγυρίσαμε καὶ πᾶμε εἰς τὸ Βαλτέτσι.

Τὴν μεγάλη Λαμπρὴ εἴχαμε 6 - 7 χιλιάδες ἀρνιὰ καὶ ἐψένανε. Ἔρχουνται Τοῦρκοι, εἴχαμε γιουρούσια. Εἰς τὸ Βαλτέτσι εἴχαμε φανούς. Περνοῦνε λάθος καὶ βαροῦν 4 τουφέκια. Κινοῦμε μεντάτι εἰς τὰ Βέρβενα. Παίρνω καμμιὰ 60νταριὰ καὶ πάω νὰ τοὺς προϋπαντήσω.

Μᾶς τσάκισαν 60 ποὺ εἴμεθα. Ἐκεῖ ἦταν λαγοὶ καὶ λαγωνικὰ καὶ ἐγινήκαμε ὅλοι ἕνα.

Ἦτον ὁ Εὐμορφόπουλος. Ἐφούσκωσαν τὰ πόδια του.

Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς κατορθώνει νὰ στείλει τὸν Ἠλία, τὸν Κυριακούλη νὰ πιάσουν τὸ Βαλτέτσι. - Θέλει εὑρῆτε καὶ τὸν Νικήτα. Ὁ Γ. Κολ. ἦτον στὸ Χρυσοβίτσι.

Δεσποτάδες στὰ Βέρβενα ἐδιοικούσανε.

Ἐβγῆκαν δέκα χιλιάδες καὶ ἐσφάλισα τοὺς 700 ποὺ ἦτον εἰς τὸ Βαλτέτσι.

Τοὺς ἐβγάλαμε ἀπὸ τὸ Βαλτέτσι πρὶν γένει ὁ πόλεμος τῶν 700 - Τοὺς ἐπήγαμε ἕως εἰς τὴν Τριπολιτσά. Τοὺς κατατρέχαμε. Ἀφήκαμε τὴν θέση. Ἐπῆγα εἰς τὸ Λιοντάρι καὶ ἐμιλήσαμε τοῦ Ἀναγνωσταρᾶ. Νὰ πᾶς νὰ ἀπαντήσεις τὸν Κεχαγιὰ ποὺ ἔρχεται εἰς τὸ Παρθένι. Μὲ ποιὸν θὰ πάγω; Νὰ πάρεις καμμιὰ διακοσαριὰ ἀπὸ τοὺς Λεονδαρίτες. Ἐστείλαμε τὸν ἀδελφό μου τὸν Νικόλα. Ἐπήραμε καμμιὰ διακοσαριὰ ἀπὸ τὸ ὀρδί.

Ὁ Γενναῖος ἦλθε. Εἶχε μιὰ τσούπρα. Εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον. Εἶπε ὅτι θέλει νὰ ἔλθει καὶ αὐτός. Ἒ ἄνθρωπος, λέγει ὁ ἀδελφός μου. Νὰ πᾶς νὰ εὕρεις τὸν πατέρα σου. Ἐγὼ δὲν σὲ γνωρίζω, εἶμαι μὲ τὸν Νικήτα. Θὰ εὕρουμε τὸν μπελά μας μὲ τὸν μπάρμπα μας. Ἦλθε ὁ Γενναῖος. Πᾶμε νὰ ἀπαντήσομε τὸν Κεχαγιά. Ἤμουν ἐγὼ ἀρχιστράτηγος. Μᾶς ἔφυγαν οἱ μισοί. Μᾶς ἐφωνάξανε τὰ καραούλια ἀπὸ τὰ Βέρβενα. Οἱ Τοῦρκοι ἐμπῆκαν εἰς τά (1).

Ἐρχόντανε οἱ Τοῦρκοι. Ὅποιος θέλει, ἂς ἔλθει. Ὁ ἀδελφός μου λέγει ἐγώ. Δεύτερος, ἐγώ, εἶπε ὁ Γενναῖος. Τὸ ξεύρει ὁ Νικόλας καὶ κλαίει. Τὸν ἄφησα ἐκεῖ.

Πῶς ἐγλύτωσε ὁ Γενναῖος.

Ἐπήγαμε εἰς τὰ Βέρβενα. Ἐβγῆκαν μὲ τοὺς σταυρούς, μὲ τὶς εἰκόνες οἱ Δεσποτάδες.

Ἐσκοτώσαμεν τοὺς Τούρκους στὸν κάμπο.

Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς λέγει εἰς τὸ Λιοντάρι εἰς τὸν Πετρόβεη.

Ὁ Κεχαγιὰς ἐπῆγε καὶ ἐπολιόρκησε τοὺς 700 εἰς τὸ Βαλτέτσι. Ἐκεῖ ἐρώτησε ὁ Κεχαγιὰς τὸν Τοῦρκο διὰ τὸν παλαιὸ πόλεμο. Ἀπὸ τὸ Παρθένι βλέπομε τὸν πόλεμο.

Ὁ Κεχαγιὰς ἐρωτᾶ ἕνα γέροντα Τοῦρκο περὶ τοῦ πῶς ἐπολέμησαν οἱ παλαιοὶ Τοῦρκοι τοὺς Ἕλληνες εἰς τὴν πολιορκίαν.

Ὁ λαὸς ἦλθε μὲ λαγοράβδες. Ὅταν ἦτον οἱ προεστοὶ καὶ οἱ 40 ρῶσσοι καὶ 4 κανόνια τοῦ κάμπου.

Ἀλέξης σημαιοφόρος. Οἱ χριστιανοὶ στέλνουν ἕνα γράμμα. Οἱ Τοῦρκοι στέργουν νὰ πᾶνε στ᾿ Ἀνάπλι. Ἕνας γέροντας Ἀρβανίτης, βλέποντας τὲς ράχες ὄχι ἀπὸ πολεμικοὺς γεμᾶτες, γνωμοδοτεῖ νὰ βγοῦν νὰ πολεμήσουν. Β[ι]αίνουν τζακίζουν οἱ περισσότεροι. Οἱ Μανιάτες καὶ οἱ Ρῶσοι πολεμοῦν. Οἱ Ρῶσοι σκοτώνονται. Ὁ Ἀλέξης ζώνεται τὴν σημαία λαβωμένος, φεύγει εἰς τὴν Κορώνη. Οἱ Τοῦρκοι πᾶνε κατὰ τὴν Μάνη, πλὴν δὲν ἠμπόρεσαν νὰ προοδεύσουν. Ἔπειτα 4.000 χιλιάδες ἀρβανίτες ἐμπαίνουν. Τότε ἔγιναν οἱ κλέφτες μὲ τὸ ἔμπα τῶν Ἀλβανῶν. Οἱ προεστοὶ ἔμειναν. Ἔπειτα ἦλθε ὁ Καπετάμπεης πασάς.

Εἰς τὸ Βαλτέτσι ἦτον ὁ Κεφάλας, ὁ Κυριακούλης, ὁ Μπεϊζανδές, ἕνας ἀδελφὸς τοῦ Φλέσσα, Μητροπέτροβας, Λιονταρίτες, Μανιάτες, Φαναρίτες.

Δὲν ἐπροφθάσαμε ἡμεῖς νὰ τοὺς χτυπήσομε, μᾶς εἶδαν ὅμως. Καθένας τῶν Ἑλλήνων ἐκαυχᾶτο ὅτι ἐσκότωσε 7 ἢ 8. Μήνας Μάης.

Τζασίτης. Ἡ γλώσσα του, τὰ μάτια του, τὰ αὐτιά του.

Ἀνήμερα τῆς Ἀναλήψεως πολεμοῦμε στὰ Δολιανά. Οἱ Τοῦρκοι ἦλθαν ἐκεῖ διὰ νὰ πᾶνε στοῦ Μυστρᾶ, στὸν Ἅγιον Πέτρον εἰς τὸ Ἄργος.

Πᾶμε στὰ Δολιανά.

Ἅγιος Λιᾶς μᾶς γίνηκες καὶ περπατεῖς μέσα στὲς ράχες - εἶπαν μερικοὶ Λαλαῖοι ποὺ ἐγνώρισαν τὸν Κολοκοτρώνη.

Ἐγινήκαμε 900. Ὁ ἀδελφός μου μὲ τὸ στυλιάρι.

Εἰς τὰ Δολιανὰ ἐπολεμήσαμε ἐγὼ καὶ ὁ ἀδελφός μου. Πολεμοῦμε μὲ τοὺς Τούρκους καὶ ἐμπαίνουνε πίσω εἰς τὴν Τριπολιτσά. Ἦτον ὁ Κεχαγιάς.

Τὸ καλοκαίρι πᾶμε εἰς τὴν Ρούμελην μὲ τὸν Λιά. Μὲ τὸν Ὀδυσσέα 4.000.

Φτιάνω πύργους εἰς τὰ Δερβένια καὶ εἰς τὸν Κερατόπυργο καὶ ἐμπόδιζα τοὺς Τούρκους τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ νὰ ἔμπει εἰς τὴν Πελοπόννησον. Εἶχα ὡς 1.000.

Ἀπὸ τὴ θάλασσα εἰς τὸ βουνὸ εἴχαμε ταμπούρια.

Ἔφθασα τὸ Σάββατο εἰς τὴν Τριπολιτσά. Παρασκευὴ ἔπεσε. Ἦτον συνθήκη νὰ βγάλουν μερτικὸ εἰς τοὺς Δερβενοχωρίτες. Διὰ τοῦτο ἐπῆγα.

Συναζόμεθα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι νὰ τὸ πάρομε ρεσάλτο. Χινόπωρος.

Στὴν Συνέλευσιν τῆς Ἐπιδαύρου γίνονται 4 στρατηγοί.

1822

Ἔκαμαν τὸν Ὑψηλάντη εἰς τὸ βουλευτικό, τὸν Μαυροκορδάτο εἰς τὸ ἐκτελεστικό. Ὁ Ὑψηλάντης ἔρχεται εἰς τὴν ἀνατολικὴ Ἑλλὰς μαζί μου.

Ἡ γερουσία μοῦ χαρίζει τὸ σπαθί.

Εἰς τὸ Δίστομο ἀνταμώνω τὸν Ὀδυσσέα. Προϊδεάζεται κακῶς περὶ τοῦ Ὑψηλάντη. Πᾶμε εἰς τὸ Δαδὶ κοντὰ 5.000. Εἶχα Ἀθηναίους, Θηβαίους, Ἁγιοπετρίτες.

Εἰς τὸ Τουρκοχώρι ἕως 8.000.

Ὁ Σάλας στέλνεται στὸν Ὄλυμπο.

Τὸ Μεγάλο Σάββατο νὰ χτυπήσομε τὴν Στυλίδα καὶ ἁγιὰ Μαρίνα, ἄλλοι καὶ Πατραντζίκι καὶ ἄλλοι στὸ Ζητούνι. Ὁ Ὑψηλάντης μένει μὲ τὸν Πανουριὰ στὴν Δρακοσπηλιά.

Ἐχωρίσαμε τὴν Πέμπτη ἀπὸ τὸ Τουρκοχώρι, τὸ μεγάλο Σάββατο εὑρεθήκαμε εἰς τὸν Ἀχινιὸ μακρὰ 6 ὧρες ἀπὸ τὸ Ζητούνι.

Ὁ Ὀδυσσέας παίρνει τὴν ἅγια Μαρίνα. Τὸ ὀρδὶ καὶ ἐγὼ παίρνομε τὴν Στυλίδα. Εἰς τὴν Στυλίδα κάμνομεν τὸ Χριστὸς Ἀνέστη.

Μᾶς τσακίζουν εἰς τὴν Στυλίδα. Ἑνώνομαι μὲ τὸν Ὀδυσσέα.

Ὁ Δράμαλης μᾶς πολιορκεῖ εἰς τὴν Ἁγίαν Μαρίνα. Εἶχε 17.000.

Πᾶμε εἰς τὴν Βοδονίτζα ριτιράδα. Ὁ Ὀδυσσέας δίδει τὴν παραίτησίν του. Ἀπάντησις: Σοῦ εὐχόμεθα καλό σου κατευόδιο.

Ὁ Ρηγανιὸλ ἀρχιστράτηγος νὰ φυλάξει τὰ Δερβένια. Εἰς τὸ Δαδὶ ἀνταμωνόμεθα μὲ τὸν Ὀδυσσέα. Ἀλβανοί. Προτάσεις.

Πῶς ἐσκοτώθη ὁ Μπαλάσκας καὶ ὁ Ἀλέξης Νοῦτζος. Τσοπάνης παραπονιέται διὰ τὰ πρόβατά του. Ἕνας Ἀρειοπαγίτης μοῦ λέγει διὰ νὰ σκοτώσω τὸν Ὀδυσσέα! Πρωτύτερα μοῦ εἶχε στείλει ἡ Διοίκησις ἕναν Γραμματικόν. Τὸν παίρνω μὲ τὴν κουμπούρα.

Ἔγραψαν τοῦ Γέρου διὰ τὰ τρέχοντα ὅτι ἡ Διοίκησις θέλει νὰ σκοτώσει μερικούς.

Ὁ Γέρος λέγει τὴν ἱστορία τοῦ Βασιλέα μὲ τὲς βέργες καὶ μὲ τὰ παιδιά του. Ὁ Γ. Κολ. τοὺς ἕνωσε. Ἐπῆγε ὁ Ὀδυσσέας εἰς τὸ Δαδί· ἐγὼ ἤμουν εἰς τὸ Καστράκι.

Περνῶ τὰ Ἑξαμίλια. Πιάνω τὸ Μπερπάτι.

Περνᾶ ὁ Δράμαλης ἀπὸ Κόρινθο καὶ Δερβενάκι. Μένει 17 ἡμέρες εἰς τὸ Ἄργος καὶ τ᾿ Ἀνάπλι. Ἔπειτα ἀπὸ τὲς 17 ἡμέρες ἀναχωρεῖ νὰ πάγει στὴν Κόρθο καὶ ἐτράβαγε ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.

Ἐγὼ ἤμουν εἰς τὸ Στεφάνι καὶ ἑτοιμαζόμουν νὰ πάω στὰ μεγάλα Δερβένια. Λοιπὸν μοῦ ἔκαμαν φανοὺς ὅτι οἱ Τοῦρκοι πᾶνε κατὰ τὴν Κόρινθο. Ἅμα μοῦ ἐκάμανε φανοὺς εὐθὺς διέταξα τὸ στρατόπεδο νὰ κινηθοῦν ὅλοι νὰ τρέξομε κατὰ τοῦ Δερβενακιοῦ. Τὸ Δερβὲνι μακρὰ 1½ ὥρα ἀπὸ τὸ Δερβενάκι. Ἐπήγαινα ἐμπροστὰ ἔφθασαν οἱ Ἕλληνες κατόπι.

Σταματῶ εἰς μίαν βρύσιν ἀποπίσω ἀπὸ τὸν Ἅϊ Σώστη κατὰ τὸ Στεφάνι.

Ὁ Γέρο Κολοκοτρώνης εἶναι εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον.

Στρατήγημα.

Ὁ Ἀντωνάκης ὁ Κ. πιάνει πλησίον τοῦ Δερβενακιοῦ. Ὁ Γέρος ρίχνει τουφέκια. Μὲ τὰ τουφέκια ἀνεβαίνω ἀπάνω ἀπὸ τὴν ρίζα εἰς τὸ βουνό. Χτυποῦμε τοὺς Τούρκους ἕως 280 εἰς τὸ Δερβενάκι Ἅϊ Σώστη. Ὁ βράχος, ἡ λαγκαδιὰ ἔγινε ἕνα ἀπὸ τὰ κουφάρια. Οἱ Τοῦρκοι, ὅσοι ἐπέρασαν, μένουν στὴν Κουρτιέσα, ὅσοι δὲν ἐπέρασαν πᾶνε στὴν Γλυκειά.

Ἐφύγαμε ἀπὸ τὸ Δερβενάκι καὶ ἐπιάσαμε πάλι τὸ Στεφάνι. Ἀπὸ τὸ Στεφάνι ἀγναντεύομε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Γλυκειά. Παρασκευὴ ἦτον.

Τὴν Τετράδη ἐκάναμε τὸν πόλεμο στὸν Ἅι - Σώστη. Τὴν Πέμπτη εἰς τὸ Στεφάνι ἐμοιράζαμε τὰ λάφυρα, τὴν Παρασκευὴ ξημερώνοντας ἑτοιμασθήκαμε νὰ πιάσωμεν τὰ Δέρβενα τὰ μεγάλα, διατὶ ἔγραφε ὁ Ὀδυσσέας ἀπὸ τὸ Δαδὶ ὅτι ἔρχονται 9.000 Ἀλβανοὶ Γκέκιδες.

Εἴδαμε ὅτι ὁ Δράμαλης ἐκίνησε ἀπὸ τὴν Γλυκειὰ νὰ περάσει ἀπὸ τὸ Μπερπάτι Ἁγιονόρι νὰ πάει στὴν Κόρθο. Ἡμεῖς κατεβήκαμε εἰς τοῦ Μπερπάτι ἀποπάνου στὸν δρόμο ἀλλὰ τοὺς μισοὺς τοὺς ἔστειλα εἰς ἄλλον δρόμον. Αὐτοὶ ἀφοῦ ἔκαμαν τὸν τουβά τους καὶ ἐγὼ ἐφύλαγα νὰ βαρέσω τὸν Δράμαλη τὸν ἴδιον, ἕνας παπὰς ἀπὸ τὸν φόβον του ἐπῆρε φωτιὰ τὸ τουφέκι ἀπὸ τὰ χέρια του. Αὐτοὶ πιάνουν μιὰ πλευρὰ καὶ μᾶς ἀδειάζουν τὰ τουφέκια. Βιαίνουν ἀπὸ τὸν δρόμον. Οἱ Ἕλληνες πέφτουν εἰς τὰ λάφυρα. Μὲ τὲς πλάκες ἐμπόδιζα τοὺς Ἕλληνας νὰ μὴ κάμουν λάφυρα, ἀλλὰ νὰ πᾶμε κατόπι τῶν Τούρκων.

Εἰς τὸ Ἁγιονόρι τοὺς χτυποῦμε. Σκοτώνονται ὣς 600. Ἡμέρα ἁγίας Παρασκευῆς τοῦτον τὸν μήνα. Ἔπειτα ἐπῆγα στὸ μεγάλο Δερβένι. Σὲ ὀλίγες ἡμέρες ἐσκοτώθηκε ὁ ἀδελφός μου στ᾿ Ἀνάπλι.

Τὸ Ἁγιονόρι εἶναι πλησίον τῆς Κλένιας.

Προσκαλοῦμαι διὰ νὰ εἶμαι ἀρχηγὸς τῶν Ἀθηναίων. Ἄλλοι ἤθελαν τὸν Ὀδυσσέα. Ἐγὼ συμφωνῶ νὰ μείνει ὁ Ὀδυσσέας. Μένει. Ἀφήνει τὸν Γκούρα, ὁ ὁποῖος τὸν σκοτώνει.

Ἐδυναμωθήκαμε εἰς τὸν Ἅγιο Σώστη.

Τὴν ἄλλην ἡμέρα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ἔλεγα τοῦ Ἀρσένη - λάκα θὰ τὸ κάμομε ἐδῶ. Ὁ Ἀρσένης μὲ εἶπε τὸ κεφάλι μου θὰ μείνει ἐδῶ ἀλλὰ σπειρὶ γέννημα δὲν θὰ πᾶνε τοῦτοι εἰς τὸ Ἀνάπλι. Κρανιδιώτης.

Τὸ ἀσκέρι μου ἐτσάκισε ἀπὸ τὰ ταμπούρια, ἐσκοτώθηκε ὁ Ἀρσένιος. Τὸν πῆρε ἕνα βόλι στὸ κεφάλι, τοῦ ἔκαψεν τὸ κεφάλι καθὼς ἔλεγε τὸ βράδυ. Οἱ Τοῦρκοι μᾶς παίρνουν τὲς θέσεις, μὲ κλείουν ἐμένα. Γύρω μᾶς ἔχουν μὲ τὰ μπαϊράκια. Ἕνας Δαριώτης ὁ Νικολέτος καὶ ἄλλοι 4 πολεμοῦν. Ὁ Παρασκευᾶς μὲ 50 πιάνει ἕνα τσουγκρί.

Οἱ Ἕλληνες καθὼς ἀκούουν ὅτι εἶμαι κλεισμένος ἔρχονται πρὸς βοήθειάν μου.

Οἱ Τοῦρκοι τσακίζονται ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μας.

Τὸ Παλαμήδι πέφτει. Οἱ Τοῦρκοι ἔκαναν συμβούλιο μέσα εἰς τὴν πόλιν. Ἀποθνήσκουν ἀπὸ τὴν πείνα. Ὁ Φωτάκος ηὗρε τὸ κεφάλι τοῦ Ἀρσενίου καὶ τὸ ἐθάψαμε εἰς τὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Ἔπειτα ἐπῆγα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι εἰς τὸ Παλαμήδι ἀπάνω. Ὁ Κολιόπουλος ἔγινε φρούραρχος. Ἐκάμαμε συνθῆκες μὲ τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς ἐμπαρκάραμε.

1823

Συνέλευσις τοῦ Ἄστρου. Ἐμφύλιος πόλεμος.

Ὁ Ἰμπραΐμης ἐφοβέριζε τὲς Σπέτσες μὲ 3.000. Πάγω στὲς Σπέτσες.

Ὅταν ἔπεσε τὸ Μισολόγγι ἤμουν στὴν Μεσσηνίαν. Ἔπειτα ἤμουν μὲ τὸν Καραϊσκάκη στὴν Λεπσίνα μὲ 800 ἀνθρώπους. Εἰς τὴν Ἀράχοβα ἐσκοτώσαμε τὸν Μουστάμπεη καὶ τὸν Κεχαγιὰ τοῦ Κιουτάγια. Ἔπειτα ἐπήγαμε στὴν Βελίτσα. Ἐκεῖ ἀσθένησα ἀπὸ πλευρίτη. Τὰ γένεια μου ἐκρουστάλλουσαν στὴν Ἀράχοβα. Ἄφηκα τοὺς ἀνθρώπους μου εἰς τὸν Καραϊσκάκη καὶ ἐγὼ εἰς τ᾿ Ἀνάπλι γιατρεύομαι ἀπὸ τὸν Μπάλη. Ὁπλαρχηγούς. Ἀγαλόπουλος. Μ᾿ ἔκαμαν ἔπειτα φρούραρχο τῆς συνελεύσεως τῆς Τροιζήνης ὅπου ἐψήφισαν τὸν Κυβερνήτη. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν Συνέλευσιν τῆς Τροιζῆνος ἦλθα εἰς Ἀθήνα μὲ στρατιῶτες.

Πάγω εἰς τὴν Μεσσηνία ἐμποδίζοντας τὸν κόσμο νὰ προσκυνήσει.

Ἔρχεται ὁ Κυβερνήτης. Μὲ στέλνει νὰ πραγματευθῶ μὲ τοὺς Τούρκους τοῦ Ἰμπραΐμ πασᾶ ποὺ ἔφευγαν.

Ἐπῆγα εἰς τὴν Βόνιτζα ὁποὺ ἦτον παρμένη.

Γίνομαι φρουρὰ τῆς Συνέλευσης τοῦ Ἄργους. Πληρεξούσιος τοῦ Λεονταριοῦ.

Γλύτωσέ μας ἀπὸ τὸν Καποδίστρια. Τυραννία· καὶ ὅ,τι νόμους θέλετε δεχόμεθα.

Νὰ τοὺς δώσω ἐγὼ ἕνα σχέδιο.

Τὸ Καβούκι τὸ τινάξετε, τὸ καπέλο ὄχι.

Ὅταν σκοτώθηκε ὁ Κυβερνήτης ἤμουν στὸ Ἄργος.

Εἰς τὴν περίστασιν τοῦ Πόρου· ὁ Μιαούλης ἦτον αὐθέντης τῶν πλοίων, ἐγὼ δοῦλος τοῦ ἔθνους. Εἶπα στοὺς ξένους: Δὲν θ᾿ ἀφήσω τοὺς Ἕλληνες νὰ χαθοῦν· μόνον ἀπὸ μίαν ἀνοησίαν θὰ χαθοῦν.

Μὲ εἶχε διαταγμένον νὰ πάγω στὴν Σύρα.

Πολιόρκησα τὸν Κατζάκο εἰς ἕνα χωριὸ καὶ ἦλθε ὁ Μπαρτεμῆς μὲ 400 Γάλλους καὶ τὸν γλύτωσε.

Εἰς τὴν Μεσσηνίαν εἶχα ταμεῖο, δικαστήριο, φροντιστήριο καὶ τοὺς πλήρωνα τακτικά.

Εἶπε ὁ Ἀναγνωσταρᾶς τοῦ Ν.[ικηταρᾶ]. Παλούκι εἰς ὅσους δίνουν ψωμί. Οἱ κλέφτες διαλυοῦνται. Ἀναγ.[νωσταρᾶς]. - Νικ.[ηταρᾶς]. - Κ.[ολοκοτρώνης] πᾶνε εἰς τὴν Ζάκυνθο. Οἱ Γάλλοι τοὺς διώχνουν. Ἀναφορὰ τοῦ Ἀναγ.[νωσταρᾶ]. Εἴμεθα ἀπόγονοι τῶν Ἡρώων, δὲν εἴμαστε κλέφτες κλπ. Τοὺς δέχονται οἱ Γάλλοι, τοὺς δίδουν θέσεις.

Στὰ Τρίκορφα εἰς τὴν καλύβα.

Τὰ ἀδέρφια μου ἐσπούδαξαν εἰς τὸν Μαρτελάον. - Ὁμιλία τοῦ Μαρτελάου μὲ τὸν Νικηταρᾶ.

Ἕνας ὀνόματι Φραγγιᾶς ἔρριχνε κανόνια· Οἱ Μπαρδουνιῶτες ἔφυγαν. Ἀπὸ τὸν Φραγγιὰ ἔλεγαν πὼς εἶναι Φραγκιά.

3. ΔΙΗΓΗΣΗ ΔΗΜΟΥ ΤΣΕΛΙΟΥ

Οἱ γονεῖς μου ἦτον ἀπὸ τὰ Κομετάτα, οἱ παππούληδές μου. Ἐπαντρεύτηκε ὁ παππούλης εἰς τὴν Ἀκαρνανία τὴν βάβω μου... Ὁ πατέρας μου ἐπῆρε ἀπὸ τὴν Ζάβιτζα. Ἐγεννήθηκα ἐγὼ εἰς τὸ Μεγανήσι τῆς Ἁγίας Μαύρας. Ἕνας Μεταξᾶς ἦλθε καὶ τὸ κατοίκησε. Ἐκεῖ ἐκατοίκησαν οἱ παππούληδές μας 4 ἀδέλφια Φερεντιναῖοι. Ὁ πατέρας μου τὸν ἔκαψε ἡ ἀστραπή· ἤμουν ἕνα χρόνον. Ἐκοιμότουν εἰς ἕνα κλαρί. Ἔζησε ἡ μάνα μου δυὸ χρόνια. Ἐκίνησε νὰ πάει διὰ μαρτυριὰ στὴν Ἁγία Μαύρα· στὸν δρόμο, ἦτον 17 νομάτοι, ἐπνίγηκαν 14· ἕνας παπάς, δύο - τρεῖς γυναῖκες μὲ τὴν μάνα μου ἐπνιγήκανε. Ἔπειτα μᾶς πῆραν διὰ τὴν ψυχή του ἕνας στὴν Ἁγία Μαύρα... Ἐπέρασα καμμιὰ δεκαριὰ χρονῶνε στὴν Ἀκαρνανία, ἐπῆγα πίσω, ἔκατζα ἐκεῖ ὥστε ἔγινα 16 χρονῶν, στὴν πεθερὰ τοῦ Βαλιανάκη. Ἐπέρασα στὸ Μεγανήσι, ἐγίνηκα 19 χρονῶνε. Ἦτον τὸ σπίτι μας στὸ Μεγανήσι. Ἦτον τρία σόγια κάτοικοι. Θιακοί, Ξερομερίτες καὶ Κεφαλληναῖοι. Εἶναι ἕνα πέραμα ἀπὸ τοῦ Μύτικα, ὡραῖο νησὶ σὰν καὶ νἆναι στὴν Παράδεισο. Ἐσηκώθηκα διὰ νὰ φύγω νὰ πάρω τὸν ἀδελφόν μου, ποὖταν ξενιτεμένος. Εὐγῆκα νὰ πάω νὰ εὕρω τὸν ἀδελφόν μου ποὖταν μὲ καράβι. Ἀξιώθηκε καὶ ἔκαμε καράβι δικό του. Εὐγῆκα νὰ πάω στὴν Ἁγία Μαύρα νὰ βγῶ νὰ τὸν εὕρω. Ηὗρα ἕνα Ζαφείρη κλεφτικάτον ἀπὸ τὴν Ἀκαρνανία, κάθονταν στὴν Ἁγία Μαύρα. Μοῦ λέει αὐτός: Δῆμο τί χαλεύεις νὰ πᾶς μὲ καράβια; Ἔρχεσαι νὰ πᾶμε στὸ Καρπενήσι; Βιαίνεις καὶ κλέφτης. Μ᾿ ἐπῆρε τὸν Ἰούλιο μήνα στὰ 1804. Ἐπήγαμε. Ἐστάθηκα μὲ τὸν Ζαφείρη ἀρματολὸς ἕναν χρόνον. Ὁ Γιωργάκης ἦτον Καπετάνιος καὶ ὁ Ζαφείρης ἦτον γαμβρός του. Ἐστάθημεν· τὸν Ἰούλιο μήνα ἐξεκινήσαμεν. Ἐπήγαμεν στὸ Καρπενήσι. Ἀρματολὸς ὁ Καπετὰν Γιωργάκης μὲ μπουγιουρδί. Ἐκάθησα ὣς τὶς 10 Ἀπριλίου, Λαμπρή. Ἔσμιξα τὸν Κατζαντώνη. 4 νομάτοι ἐγινήκαμε πέντε. Ἀντώνης, Λεπενιώτης, Τζόγκας καὶ ἕνας Θοδωρὴς 4, ἐγὼ 5. Ξακολουθάαμεν τὴν κλεψιὰ τότε διάφορους πολέμους. Ἐρχόντανε καὶ μεγαλώναμε. Ἐξακολουθάγαμε. Ἐμεγάλωσε ὁ Ἀντώνης, ἔτρεμε ἡ Τουρκιά. Στὰ 1805 ἦλθε καὶ ὁ Καραϊσκάκης. Ἔσμιξε μὲ τὸν Ἀντώνη κι αὐτός. Ἔφυγε ὁ Καραϊσκάκης ἀπὸ τὸ Πρεμέτι ἀπὸ τὴν φυλακή. Ἀπὸ τόπον εἰς τόπον ἦλθα εἰς τὰ Ἄγραφα. Ἐγίνηκε καὶ αὐτὸς πρώτη σκάλα, καθὼς ἤμουν καὶ ἐγώ. Λεπτότερος καὶ ψηλότερός μου, μακρύτερός μου, δὲν εἶχε ὄψη καλή. Τότε μὲ τὸν Καραϊσκάκη ἀπόκτησα πιστὴ ἀγάπη. Ἀπὸ τότε. Ἐσκοτώσαμε τὸν Λιάζαγα τὸν Βελιγκέκα. Ἐμεῖς εἴμεθα 40, ἐκεῖνοι χίλιοι...

Τὸν χειμώνα ἐκαθήμεθα εἰς ἕνα λιτρουβειὸ εἰς τὸ Μεγανήσι μὲ τὸν Καραϊσκάκη καὶ Ὀδυσσέα. Ὁ Καραϊσκάκης μοῦ εἶπε διὰ τὴν Ἑταιρείαν, ὅτι θὰ γίνει τὴν ἄνοιξιν. Ἡ φαμελιά μου ἦτον εἰς τὸ Μεγανήσι. Ἐβγῆκα ἔξω. Ἐβγήκαμεν ἔξω. Ἀνταμωθήκαμεν εἰς τὴ Βόνιτζα. Ὁ Ὀδυσσέας ἐτράβηξε διὰ τὴν Λεβαδιά. Ἐγὼ ἔμεινα, εἶχα τὰ ζευγάρια μου. Ἀνταμωθήκαμε πρὶν τὴ Λαμπρὴ μὲ τοὺς προεστοὺς τοῦ Κάραλη, Γιωργάκης... Χρηστάκης Στάϊκος, Μεγαπάνος, Τζόγκας, Βαρνακιώτης. Εἴπαμε νὰ βαρέσομε τοὺς Τούρκους μεγαλοβδόμαδο. Ὁ Βαρνακιώτης δὲν ἤθελε νὰ σηκωθεῖ. Ὁμιλήσαμεν εἰς τὸ Ζευγαράκι ἀνάμεσα στὴν Κατούνα καὶ τὸ Λουτράκι. Ὁ Βαρνακιώτης σήμερο καὶ αὔριο. Ἦρθε ὁ Πράσινος, ἀπόστολος ἀπὸ τὴν Βλαχιάν, ἦλθε σ᾿ ἐμᾶς. Ἡμεῖς τότε ξαφριζόμεθα. Μᾶς ἔστερναν μπαρούτι (μεγάλη Σαρακοστὴ) στὸ ἀκροθαλάσσιο. Ὁ Βαρνακιώτης ἐχασομέραε, δὲν ἀσηκώθη καὶ ἀργοπορώντας δὲν ἐπιάσαμε τὸ Μακρυνόρι. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Βαρνακιώτη ἐσκότωσαν μερικοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸ Ρίβιο. Ὁ Πράσινος ἐβίαζε. Εἶπε τοῦ Βαρνακιώτη: Θὰ σὲ σκοτώσει τὸ ἔθνος. Ἐμεῖς ἐπήγαμεν νὰ βαρέσομε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Βόνιτζα. Ὁ Νικολὸ Μπουρδάρας ἐπῆγε εἰς τὸ κάστρο τῆς Πλαγιᾶς. Ἕνας Σουλιώτης μπάζει τοὺς χριστιανοὺς εἰς τὸ κάστρο, σκοτώνουν τὸν ἀνώτερο Τοῦρκο. Ἐγίνονταν τὴν ἄνοιξιν αὐτά .................................................. ......................................................................................................................................................................................................

4. ΔΙΗΓΗΣΗ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΗ

Ἐγεννήθηκα εἰς ἕνα νησὶ ποὺ ἀθανάτισε ὁ θαυμαστότερος ποιητὴς τοῦ κόσμου. Ἐκεῖ ὁ Ἰθακήσιος καθήμενος εἰς τὸ τραπέζι τῶν συμπατριωτῶν ἔχυσε δάκρυα περίσσια, ὅταν ὁ βασιλικός ψάλτης τραγούδησε τοὺς ἥρωες τῆς Τρωάδος. Εὐωδιάζουν τὰ περιβόλια, τ᾿ ἄνθη, οἱ καρποί εἰς τὰ βιβλία τοῦ θείου ζωγράφου, ἀλλ᾿ ἐμὲ περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ παλαιοῦ ποιητοῦ μοῦ ἄρεσε νὰ ἀγναντεύω τὰ Ἀκροκεραύνια, τὸ βουνό τῆς Χιμάρας ποὺ στέρνει ἀκοίμητο ἀστροπελέκι ἢ νὰ θωρῶ κλαίοντας τὰ πέλαγα καὶ νὰ λέγω πότε θὰ μὲ πάρουν νὰ εὕρω δόξα εἰς τὸν κόσμο. - Δὲν ἤμουν ἐχθρὸς τοῦ Ἔρωτος εἰς τὴν νεότητά μου. Ἐχάρηκα κι ἐγὼ τὰ ξεφαντώματα τῆς ἀγάπης, ἀλλ᾿ ἡ ψυχή μου παρὰ ἄλλες εὐφροσύνες ὀρέγετο τὰ ἀνθρώπινα μεγαλεῖα. Ἦλθε ὥρα καὶ ἄφησα τὸ νησὶ τὸ πατρικό μου καὶ ὡς λέγει ἡ παροιμία κανεὶς δὲν πάει τόσο μακριὰ παρ᾿ ὅταν δὲν ἠξεύρει ποῦ πάγει. Ἐπῆγα κι ἐγὼ μακρύτερα ἀπὸ τὴν παντοχή μου. Ποιός ἤθελε μοῦ τὸ πεῖ.

Ἀναρίθμητους κινάει λαοὺς ὁ στρατάρχης τῆς Δύσεως ἐναντίον τοῦ ἔθνους ὁμοθρήσκου τοῦ ἔθνους μου. Δὲν ἐδείλιασα στὸν κίνδυνο. Ἔπεσε διπλὰ ἡ καρδιὰ εἰς τὸν κίνδυνο τοῦ πολέμου... Ἀλλ᾿ ἂς μὴ κάμομε ἀναρμόδιον ἔπαινο. Δὲν εἶμαι ἐγώ, οὔτε τὰ σχέδια τῶν ἄλλων ποὺ ἔδωσαν τὰ νικητήρια εἰς τὸ ξανθὸ γένος. Οἱ πάγοι τοῦ οὐρανοῦ, τὰ χιόνια, τὸ πῦρ ἐκυνήγησαν τοὺς στρατηγοὺς καὶ τὸ στράτευμα ἕως εἰς τὰ βασίλεια τοῦ Ἅδου.

Ἄλλος ἔπαινος μοῦ ταιριάζει.

Οἱ σημαῖες τῶν συμμάχων κυματίζουν εἰς τὲς πολιτεῖες τῆς Γαλλίας. Βουλή ἦτον νὰ διαμοιρασθοῦν τὴν περιβόητην γῆν. Οἱ Ἄγγλοι ἐνθυμοῦντο ὅτι οἱ προπάτορές τους εἶχαν γνωρίσει Ἄγγλον ἡγεμόνα Βασιλέα τοῦ τόπου. Ἡ ἀψύτητα τοῦ θυμοῦ ἐφλόγιζε! Ἐφλόγιζε τὰ σπλάγχνα τῆς γερμανίδας φυλῆς. Τότε ὁμνύω μὲ τὸν πολιτισμὸν τοῦ κόσμου. Τί δὲν ἔκαμα! Μονὸς διπλὸς ἐβάλθηκα.......

5. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΟΛΥΖΩΪΔΗΣ ΚΑΙ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ *

(Διάλογος)

- Δὲν βλέπετε ὁλόγυρα στ᾿ ἀκρογιά[λια] τὲς λογγιὲς τοῦ Τυράννου; Δὲν βλέπε[τε] τὸν στρ.[ατό] τῆς Ρούμ[ελης], τῶν Τζουμέ[ρκων], τῆς Κρήτης, τὸν Χάρ[οντα] ἀνεχόρτα[γον] νὰ πατήσουν διὰ νυχτὸς τὰ σπίτια, νὰ ἀτιμάσουν τὲς θυγατέρες;

- Βάστα τὰ λόγια Ἀλέξανδρε. Δὲν ἐφοβήθημεν τὸν Αἰγύπτιον, ποὺ φοβέριζε νὰ μᾶς κάψει καὶ ὁποὺ τρία χιλιάρμενα τὸν πολέμησαν στοὺς Ναβαρίνους. Τὸ βόλι μας ἐβύθισε συχνὰ εἰς τὰ κύματα σύψυχα κορμιὰ καὶ καράβια, τοὺς παλληκαράδες τῆς Τρίπολης ἢ τοῦ Ἀλιτζεριοῦ. Οἱ γεροντότεροι ἐπιάσθηκαν χέρια μὲ χέρια μὲ τοὺς θαλασσοκράτορας, θρέμματα τοῦ μεγάλου Ὠκεανοῦ, καὶ τὰ πέλαγα τῆς Μασσαλίας φυλάττουν ἐνθύμησιν τῆς ἀνδραγαθίας τῶν πατέρων μας, καὶ θέλεις νὰ μᾶς φοβίσουν αὐτοὶ ποὺ ὀνόμασες; Ἂν τὸ πράγμα ποὺ βούλεσαι νὰ κάμεις εἶναι καλὸ κάμε το.

Ἀφορμὴ γυρεύει ὁ νέος ἀρχηγὸς (1) νὰ σᾶς ἀφανίσει, γιατὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἕλληνες ἐμείνετε (2) ἐνδοξότεροι καὶ γενναιότεροι. Οἱ θησαυροὶ ποὺ ἀπόχτησαν μὲ αἷμα καὶ μὲ φόβους οἱ πρόγονοί σας φύγαν ἀπὸ τὸ νησί σας διὰ τὴν κοινὴν ἐλευθερίαν. Ἡ πειρατεία δὲν ἐμόλυνε ποτὲς τὸ πρόσωπό σας. Ἡ κολακεία δὲν φωλιάζει στὰ χείλη σας. Ὅ,τι ἐστάθηκαν οἱ πατέρες μας, ὅ,τι ἡμεῖς θέλομεν νὰ εἴμεθα ἕως θανάτου εἶναι τῆς μοίρας. Ἂν ἡ ἀτιμία καὶ ἐντροπὴ νὰ καταπλακώσουν τὴν Ὕδρα ἂς φθάσει τόπον εἰς τὲς μετέπειτα γενεές. Ἂν τὸ ἄδικο βασιλεύει εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ εἶσαι ἄξιος νὰ τὸ τοξεύσεις πάρε διὰ μετερίζι τὰ στήθη τῶν Ὑδραίων.

Ἐσεῖς τὸ λέγετε καὶ ἐγὼ τὸ δέχομαι. Ὤ μετάνοια ποὺ ἀμφέβαλα ὅτι δὲν βλέπω ἐμπρὸς μου τοὺς νικητὰς τοῦ Καβοντόρ[ου], τῆς Νικάρι, τῆς Σάμου, τῆς Κάσου, τοὺς τροπαιοφόρους γνωστοὺς εἰς τὰ ἄκρα τοῦ κόσμου. Τὸ θάρρος σας ἀνοίγει τὸν νοῦν μας εἰς νέες ἐλευθερίες. Οἱ ἄλλοι, ἂν μᾶς συνδράμουν, θὰ στήσουμε ἐδῶ ὄχι μόνον τὸ ἐλεύθερο τῆς φωνῆς καὶ τῆς γνώμης, ἀλλά, προσκαλώντας πληρεξουσίους ἀπὸ ὅλα τὰ χριστιανικά χώματα, θὰ ρίξομε τὰ παντοτινά θεμέλια τοῦ νόμου, τῆς τύχης καὶ τῆς εὐτυχίας τῆς πατρίδος.

Ὤ, λαὲ τῆς Ὕδρας, ἐγώ, οἱ νόμοι καὶ ἡ ἐλευθερία ξορισμένοι ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καταφεύγομε εἰς ἐσένα. Νέοι ποὺ ἐκυνηγήσατε τὰ χιλιάρμενα τοῦ ἐχθροῦ εἰς τὰ ἄγρια κύματα τῆς θαλάσσης, κορίτζια γεννημένα ἀπὸ εὐσεβίδισσες μανάδες, γέροντες ποὺ μὲ τὴν παλαιάν σας φρόνησιν δοξάζετε τὸν περιβόητο βράχο ποὺ κατοικεῖτε, μὴν μὲ ἀπαρατήσετε εἰς τὸν κίνδυνο ποὺ τρέχω, μαζὶ μὲ τὴν πατρίδα. Φυλάττοντας ἐμὲ θὰ φυλάξετε τὴν ἐλευθερία καὶ θὰ σώσετε τὴν Ἑλλάδα.

- Ποῖος εἶσαι ἐσύ; Πόθεν ἔρχεσαι; Μοιάζει καὶ ἄλλη φορὰ νὰ σὲ εἴδαμε καὶ νὰ κακοπαθήσαμε μαζὶ διὰ τὴν ποθητήν ἐλευθερίαν.

- Ὅσοι ἀπὸ σᾶς ἀρμενίζοντας ἀπὸ τὴν Μαύρη Θάλασσα εἴδατε τὲς στεριὲς νὰ σμίγουν, εἴδατε καὶ τὰ γονικά μου. Ἐκ νεότητος ἀγάπησα μάθηση καὶ σοφία καὶ ὅταν ἄκουσα τὸ σάλπισμα τῆς Πατρίδος, ποὺ ἐκαλοῦσε τὰ τέκνα της εἰς τοὺς πολέμους, δὲν ὄκνευσα εἰς τὰ ξένα. Ἀλλ᾿ ὅπου δοκιμάζονται οἱ ἀνδρειωμένοι, ἐκεῖ ποὺ παίρνεις ἢ δίνεις θάνατο, κι ἐγὼ ἐκίνησα.

Ξημερώματα τοῦ Χριστοῦ, συστρατιῶτες τῶν ἀρμάτων, εἰπέτε ἂν εἰς ἐκείνους τοὺς δακρύχαρους καιροὺς δὲν ἐφάνηκα ἕνας μὲ τοὺς καλύτερους. Τέλος ποῖος εἶμαι τὸ καράβι τοῦ Τζαμαδοῦ μὲ γνωρίζει.

- Εἶπες ποῖος εἶσαι καὶ μᾶς λύπησες τὴν ψυχή, διατί ἐνθυμηθήκαμε τοὺς ἀδελφούς μας σκοτωμένους εἰς τὰ βουνά, εἰς τὰ πέλαγα, εἰς τὲς στεριές. Μαυροφοροῦν οἱ θυγατέρες τους, τοὺς κλαίουν τὰ σπίτιά τους. Ἡμεῖς δὲν θὰ τοὺς ἰδοῦμεν πλέον, ὅπου, ὅταν ἐβάνονταν εἰς τὴν γραμμήν νὰ πιασθοῦν μὲ τὰ τρίκροτα τοῦ ἐχθροῦ, ὁμοίαζε ἡ θάλασσα νὰ χαίρεται τιμημένη ἀπὸ τὴν ἀνδρεία τους. Ἀλλ᾿ ἐσὺ διὰ ποίαν αἰτίαν ἔρχεσαι πρὸς ἡμᾶς;

- Τὰ αἵματα τῶν ἀδελφῶν μας βρυχίζουν εἰς τὰ αὐτιά μου. Ἐγὼ τοὺς ὀνειρεύομαι εἰς τὰ μεσάνυχτα, εἰς τὸ χάραμα. Χλωμοὺς τοὺς βλέπω, ἀπαρηγόρητους καὶ μοῦ λέγουν ὅτι ἀδικήθηκε ἡ γῆ, ποὺ ἐβράχηκε ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τους.

Δρόμον ἐπίβουλον καὶ ὀλετήριον πατεῖ ὁ νέος ἀρχηγός μας. Ἀξιωματικοί γίνονται σήμερα ἐκεῖνοι ποὺ ποτέ ἡ Πατρίδα δὲν ἐγνώρισε στρατιῶτες. Οἱ φίλοι του, οἱ συγγενεῖς του, οἱ κόλακές του συμβασιλεύουν μὲ αὐτόν. Εἰς ἡμᾶς ἀφήνει τὴν φτώχεια, τὴν πίκρα καὶ τὴν μετάνοια διὰ τὰ δοξασμένα ἔργα. Τί καρτεροῦμε; Νὰ μᾶς πωλήσει εἰς ξένο Βασίλειο, νὰ μᾶς παραδώσει σιδεροδέσμιους καὶ νὰ μιλοῦμε τὰ παράπονά μας εἰς τὰ ἀνήλια πέρατα τοῦ κόσμου.

- Κι ἄλλοι μᾶς εἶπαν αὐτὰ ποὺ λέγεις, ἀλλὰ ὁ Γέρο Δημήτριος (1) μᾶς εἶπε νὰ μὴν δίνομεν ἀκρόασιν, ὅτι πολλὰ δυστυχήματα τοῦ καιροῦ εἶναι ἀνοικονόμητα ἀπὸ τὲς περίστασες, ἄλλοι πάλε τὴν προσωπικήν τους βλάβην θέλουν νὰ τὴν κάμουν βλάβην κοινὴν τοῦ ἔθνους.

- Δὲν λέγω ὅτι ὁ γέρο Δημήτριος δὲν ὁμιλεῖ ἀθῶα, ἀλλὰ τὰ γεράματα καθὼς γονατίζουν τὸ κορμί γονατίζουν καὶ τὸν νοῦν. Ὁ γέρο Δημήτρης ἂς ἐξαλείψει τὴν ἀτιμίαν τῶν Ἑλλήνων, ποὺ ἀπὸ ἀνάγκην νὰ θρέψουν τὰ παιδιά τους πᾶνε καὶ μισθώνουν τὰ νικηφόρα χέρια εἰς τὸν τύραννο τῆς Μήλου. Ἂς μᾶς εἰπεῖ διατί οἱ Ἀϊβαλιές, οἱ Σάμιοι, οἱ φίλεργοι Χῖοι, οἱ Κρητικοί, ἐπέστρεψαν πάλε εἰς τὰ νησία μὲ τὰ ἁλυσοδεμένα γονικά τους. Διατί ὁ Γέροντας δὲν καίει τὰ περιγιάλια, νὰ τοὺς πάρει μὲ τὲς πλάκες, νὰ μὴ φύγουν ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς Ἐλευθερίας!

Διατί, ὦ Ὑδραῖοι, ὁ νέος ἀρχηγὸς δὲν ἐπικυρώνει δὲν γνωρίζει τὰ πλούτη, τοὺς θησαυροὺς ποὺ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ νησί σας καὶ ἔσωσαν τὴν Ἑλλάδα; Ὢ λαὲ τῆς Ὕδρας. Δὲν παραξενεύομαι ἂν ὁ Γερο - Δημήτριος, ἂν ἄλλοι 10 ἢ 12 φρονοῦν τὰ ὅμοια. Ἡ ἡμερότητα τῆς καρδίας, οἱ χρόνοι ἐξηγοῦν πολλά, ἀλλ᾿ ἡ ἀναισθησία τῶν πολλῶν μὲ φέρνει εἰς ἀφροσύνη. Ὢ Ὑδραῖοι, καθὼς δυστυχήσατε, καθὼς σάπηκαν τὰ καράβια σας, ἐχάσατε τὸν νοῦν σας, ἐχάσατε τὴν γενναιοψυχία διὰ τὴν ὁποίαν ἐσταθήκατε ἄλλη φορά περιβόητοι εἰς τὸν κόσμο.

Πολὺ μᾶς ἐλέγχεις, Ἀλέξανδρε. Ἀλλὰ τὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ χέρι μας; Τί νὰ κάμουμε ἐμεῖς ἄν, ὡς λέγεις, ἡ ἀδικία βασιλεύει εἰς τὴν Ἑλλάδα; Ἀπὸ ἐδῶ θὰ εὔγει ἡ ἀστραπὴ ποὺ θὰ κάψει τὸ ἔργον τοῦ τυράννου.

- Πῶς, μὲ τὰ σάπια καράβια ἢ μὲ τὲς χηράδες γυναῖκες;

- Ὄχι, ἀφιερώνοντας λατρεῖες εἰς τὸν πολίτην πλέον.

- Μιλεῖς βαθειὰ καὶ σοφὰ διὰ ἡμᾶς.

- Τρόπος τοῦ λέγειν, πλὴν ἁπλούστατο πράγμα. Ἐνθυμοῦ τοὺς περασμένους καιρούς, ὅταν ἦτον ἐλεύθερον εἰς τὸν καθένα νὰ γράφει, νὰ διασαλπίζει τοὺς στοχασμούς του διὰ τὴν κοινὴν σωτηρίαν. Αὐτὴ ἡ ἐλευθερία μᾶς ἔλειψε σήμερον. Ἐγὼ ἤθελα νὰ στήσω ἐφημερίδα εἰς τὸ Ἀνάπλι, νὰ τὴν ὀνομάσω «Ἀπόλλωνα», ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ, νὰ βλέπει τὰ πάντα, νὰ ἔρχονται οἱ ἀδικημένοι νὰ κλαίονται, νὰ ἔρχεται ἡ χήρα νὰ μοῦ μιλεῖ τὰ παράπονά της, νὰ τὰ γράψω καὶ νὰ τὰ ἀκοῦν οἱ συναγωνιστὲς τοῦ ἀνδρός της, νὰ ἔρχεται τὸ κοράσιο νὰ γυρεύσει τὴν προίκαν της ἀπὸ τὸ Ἔθνος, διατὶ ὀρφάνευε ἀπὸ 3 ἀδελφοὺς καὶ ἀπὸ γέροντας γονεῖς. Σκοτωμένοι τοῦ Καρπενησιοῦ καὶ τοῦ Καβοντόρο, λαβωμένοι τῆς Ἀράχοβας καὶ τῆς Ἀθήνας, διὰ ἐσᾶς ἀγωνιζόμουν, πλὴν νέα τυραννία εἶναι ὕποπτη καὶ γιὰ δίκαιον. Μὲ διώχνουν ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι, ἐμέ, ἐμὲ τὸν δωτήρα τοῦ νόμου καὶ τοῦ πολιτισμοῦ εἰς τὴν πατρίδα καὶ ἔρχομαι φυγὰς νὰ σώσω τὸν θεὸν εἰς τοὺς βράχους σας.

Ὤ, Ἀλέξανδρε. Κι ἄλλη φορά γράφοντας ἐφημερίδες εἰς τὴν πατρίδα μας, καὶ ἂν ἐννοεῖς τοῦτο νὰ κάμεις μὴν λογιάζεις ἐμπόδιο κανένα. Ὤ, ἁπλοὶ ἄνθρωποι μοιάζει ὅτι εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα ποὺ ἐγεννηθήκατε καὶ δὲν κατέχετε εἰμὴ τὸ βυζὶ τῆς μάνας σας.

6. ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ - ΤΖΑΜΑΔΟΣ *

(Διάλογος) [Νικηταρᾶς:]

- Ὅποτε θέλει ἂς ἔλθει ὁ θάνατος. Δὲν μὲ μέλλει, δὲν μοῦ κακοφαίνεται ἂν γέροντας νὰ σκοτωθῶ πιασμένος μαλλιὰ μὲ μαλλιὰ μὲ τοὺς ἐχτρούς, ἀλλά, μοῦ κακοφαίνεται νὰ δώσω ἢ νὰ πάρω θάνατο πολεμώντας ὡς ἐχθρὸς μ᾿ ἕναν Ὑδραῖον, μ᾿ ἕναν Κορίνθιον, μ᾿ ἕναν ἀπὸ τὸ Ξηρόμερο ἢ ἀπὸ τὴν Μακεδονία. Δὲν εἶναι οἱ Ὑδραῖοι, δὲν εἶναι οἱ Κορίνθιοι ποὺ μοῦ ἐσκότωσαν τὸν πατέρα, τὸν ἀδελφόν, τὸν ἀγαπητόν μου καλύτερα ἀπὸ ἀδελφόν, υἱὸν τοῦ Ζαχαριᾶ.

Τὸ ἄγριο κύμα μᾶς ἔρριξε εἰς τοὺς τόπους σας (1). Ἄλλη φορά πατροκαημένος ἔλεγε ὁ γέροντας (2): «Θανατώσετε ἐμένα ποὺ παλαιός ἐχθρὸς εἶμαι τῆς φυλῆς σας. Ἀλλὰ τὰ παιδιὰ εἶναι ἀθῶα, αὐτὰ ἀναστήθηκαν εἰς τὰ ξένα». Ἐκεῖνοι ἔσφαξαν τὸν πατέρα μου, ἐβλαστημοῦσαν τὸν Ζαχαριᾶ, ποὺ στὰ ζῶντα του μόνον ἀκούοντας τ᾿ ὄνομά του ἔσερναν φωνήν τρομάρας, ἐβίαζαν τὸν ἀδελφόν μου ν᾿ ἀλλάξει τὴν πίστιν του. Ὁ νέος, ὡραῖος σὰν ἡ εὔμορφη αὐγή, τοὺς ἔλεγε: «Θέλω νὰ πάγω ἐκεῖ ποὺ ἐπῆγε ὁ πατέρας μου». Τοῦ ἔκοφταν τὸ κεφάλι καὶ ἔκανε ὁ νέος τὸν σταυρό του, καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα του ἔγινε σταυρός εἰς τὸ χῶμα. (3). Καὶ οἱ ψυχὲς τῶν τριῶν γνωρίζουν ἂν ἐγὼ τοὺς ἐγδίκησα καὶ ἂν ἄγριον μὲ εἶδαν τὰ περιγιάλια τῆς Ζακύνθου, οἱ νύχτες, τὰ φεγγάρια, νὰ περπατῶ ξώφρενα, ἕως ὁποὺ δὲν ἐπληρωνόμουν (4) τὸ ἀθῶο αἷμα. Ἀλλὰ τί εἶναι ἡ ἐγδίκησις τοῦ πατρός μου (5), ὅταν ὅλο τὸ γένος μου βοᾷ ἐγδίκησιν. Χιλιάδες μύριοι σταυροὶ ἐκυμάτισαν εἰς τὸ αἷμα σὰν ὁ σταυρὸς τοῦ ἀδελφοῦ μου. Ὤ, πόση χαρὰ δοκίμασα, γέροντα (1), ὅταν μετέπειτα οἱ καιροί, ἡ θεία Πρόνοια, ἡ εὐχὴ τοῦ πατέρα μου, ἔκαμαν νὰ βροντήσει τὸ Ἑλληνικὸ ντουφέκι. Καὶ εἰς τὸ Ἀνεμογδούρι, στὴν Ρίζα τρεῖς χιλιάδες στρατιῶτες Τριπολιτσῶτες, Μυστριῶτες, Νησιῶτες, μ᾿ ἐκήρυξαν στρατηγόν τους. Καὶ ἔλεγα: Πότε οἱ τρεῖς χιλιάδες θὰ γίνουν 300 χιλιάδες καὶ μαζὶ τους ἐγώ, ταπεινότερος ἀπ᾿ ὅλους, νὰ πᾶμε νὰ προσκυνήσουμε τοὺς θείους τόπους τῆς θρησκείας μας, τὴν Ἱερουσαλήμ καὶ τὸν ναὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας; Αὐτοὶ οἱ στοχασμοὶ αἰωνίως εἶναι εἰς τὸν νοῦν μου. Ἦταν ὅταν ἐτζακιζόμουν στὴν Στυλίδα ἢ ὅταν οἱ σημαῖες τοῦ ἐχθροῦ μὲ ἀπόκλεισαν εἰς τὸν Ἅϊ Σώστη σ᾿ ἕναν πύργο μὲ 4 συντρόφους μου, καὶ ὅταν ἐχτυποῦσα, ἔπαιρνα μὲ τὲς πλάκες τὰ παλληκάρια μου διὰ νὰ μὴν πέφτουν στὰ λάφυρα, ἀλλὰ νὰ χυμοῦν στὸν ἐχθρό, κι ὅταν περιφερόμουν ὡς δοῦλος στὸ μοναστήρι, στὶς Καλτεζιὲς νὰ διαδίνω τὸ μυστήριο τῆς Ἑταιρείας, καὶ ὅταν ἐκρουστάλλιασαν τὰ γένεια μου στὴν Ἀράχοβα, καὶ ὅταν στὸ τραπέζι στὸν Ἅι - Γιώργη ἐστήσαμε καταμεσῆς τοῦ τραπεζιοῦ τὸ κεφάλι Μουστάμπεη καὶ Κεχαγιά, καὶ ἐτραγουδήσαμε μὲ τὸν ἀρχηγό Καραϊσκάκη τὰ παλαιὰ τραγούδια καὶ ἐχαιρόμαστε μὲ τὴν παντοχή, πλὴν καὶ ἄλλοι ἐμᾶς θὰ τραγουδίσουν. Μακάριζε ὤ γέροντα, τὸν ἀδελφόν σας. Δὲν ἐχάθηκε ἀλλὰ ζεῖ, πάλι· περίσσια πολεμώντας ἔσβησε τὸ χρέος του πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μὲ τὸ αἷμα του ἐκοινώνησε καὶ ἀπὸ τὰ λημέρια τῶν δικαίων τὸν ἔχομε ἐγὼ κι ἐσὺ εἰς τὸ πρόσταγμα τῆς πατρίδας.

Πηγαίνω, ἀκριβό μου τέκνο, εἰς τὴν Ὕδρα, ἔμαθα καὶ ἐδιδάχθηκα περισσότερο ἀπ᾿ ὅσα παρ᾿ ὅλα ὅσα μοῦ γράφει ὁ Κυβερνήτης (2). Θυμοῦ, ἀκριβό μου τέκνο, ὅτι διὰ ἐμὲ ἀνοίγεται ὁ τάφος, ἀλλὰ τὰ παιδιὰ μου εἶναι εἰς τὸν ἀνθὸ τῆς νεότητας καὶ νὰ εἶσαι πάντοτε φίλος μὲ αὐτά. Παρηγορημένος θὰ κατεβῶ στὸ μνῆμα ἂν στὰ ἄχαρα γηρατειά μου κατόρθωσα νὰ ἀποδιώξω ἀπὸ τοὺς συμπατριώτας μου κινήματα ἐπιζήμια εἰς τὴν δόξα τοῦ νησιοῦ καὶ τοῦ γένους (3).

Διὰ νὰ πλουτισθεῖ ἡ πατρίδα, τὸ βασίλειόν μας, πρέπει νὰ γίνει μεγάλο, καὶ ἡ διχόνοια δὲν εἶναι ὁ ἴσιος δρόμος. Μοῦ εἶπες, γέροντα, ὅτι δὲν νοιώθω τὸν κόσμο. Δὲν τὸ στέργω. Καὶ ἄλλοι μοῦ τὸ εἶπαν, πλὴν ἐγὼ ποτὲ δὲν τὸ ἐπίστευσα.

Δέκα χρονῶν ἤμουν καὶ ἔσερνα ἄρματα μὲ τὸν πατέρα μου. Ἐξενυχτούσαμε στὲς σπηλιές, ἐξημερωνόμαστε στὰ δάση σὰν θηρία. Ἐπέφταμε εἰς τοὺς ἐχθρούς, οἱ Χριστιανοὶ μᾶς εἶχαν παρηγορίαν. Μὲ ἡμᾶς ἦτον τὸ μελλούμενο τοῦ Ἑλληνικοῦ ὀνόματος. Ὅταν ἐμεγάλωσα, οἱ σύντροφοί μου μ᾿ ἐμένα ἐστομώσαμε τὴν λαγκαδιὰ καὶ τὸν βράχο ἀπὸ νικημένα κουφάρια. Δὲν ἤξευρα ἀλήθεια ἄλλα πράγματα, ἀλλ᾿ ἐγνώριζα ἐκεῖνο ποὺ σώζει τὴν πατρίδα. Ἂν αὐτοὶ ποὺ καυχιοῦνται ὅτι ἠξεύρουν νὰ κάμουν τοὺς νόμους, αὐτοὶ θὰ εἶχαν γῆν νὰ καθίσουν, οἶκον νὰ ἀρχηγεύσουν, ἂν τὰ σπαθιά μας καὶ τὰ τουφέκια μας δὲν ἤθελε κοιμήσουν εἰς τὸν ὕπνον τοῦ θανάτου τοὺς παλληκαράδες τῶν ἀλλοφύλων; Μὴ μὲ καταφρονεῖς, λοιπόν, Δημήτρη, πὼς τάχα δὲν γνωρίζω τὰ ἁρμόδια καὶ τὰ πρεπούμενα, διατὶ ἀδικεῖς τὰ χυμένα αἵματα τῶν Ἑλλήνων, χυμένα διὰ τὴν πατρίδα.

[Δημήτρης Τζαμαδός:]

- Μοῦ ἀρέσει ὅπως ὁμιλεῖς ἀγκαλὰ καὶ εἶχα νὰ σοῦ ἀντιλογήσω. Σὰν ἐσὲ ὁμιλοῦσε ὁ ἀδελφός μου ποὺ ἐχάσαμε εἰς τὴν Σφαχτηρία (4). Ἴσως, ἀδελφὲ μου, ἀνοιγοκλειώντας διὰ ὕστερη φορὰ τὰ μάτια σου ἐκοίταζες ποῦ πέφτει ἡ Ὕδρα, αὐτὴ ποὺ εἶχε ἀναστήσει τὰ δοξασμένα σου νιάτα. Σὲ πλάκωνε λύπη, μήνα βάρβαρος ἐχθρὸς τὴν πάταγε. Τὸ καράβι σου ἐγλύτωσε, ἀδελφέ μου, καὶ ἐσὺ δὲν ἐγλύτωσες.

Τέκνο μου, Νικήτα, σοῦ λέγω ὅτι, ὅσοι φρονεῖτε ὡς σ᾿ ἀκούω, ὀλιγοήμερη εἶναι ἡ ζωή σου, καὶ συχνὰ ὁ θάνατός σας γίνεται ζημία χωρὶς κέρδος (5).