Το ισλάμ, ο κεμαλικός εθνικισμός και η προδιαγεγραμμένη μοίρα των χριστιανών
Hugh Poulton: Ημίψηλο, γκρίζος λύκος και ημισέληνος μετάφραση: Εύα Πέππα, εκδόσεις Οδυσσέας, σελ. 430 |
Του Βλάση Αγτζίδη, Καθημερινή της Κυριακής, 2001
Οι τουρκικές σπουδές στην Ελλάδα ποτέ δεν έχαιραν ιδιαίτερης υποστήριξης. Παρότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται στο επίκεντρο των γεωπολιτικών εξελίξεων της περιοχής μας από τον 11ο μ.Χ. αιώνα, εν τούτοις ο νεότερος ελληνισμός επέλεξε να γνωρίζει ελάχιστα για τη γειτονική μας χώρα. Στα πλέον περιθωριακά θέματα από άποψη ενδιαφέροντος, συγκαταλέγονται αυτά που σχετίζονται με την ύστερη οθωμανική εποχή και με την καταλυτική εμφάνιση του τουρκικού εθνικισμού. Πιθανές αιτίες για την ελληνική υστέρηση είναι το τραύμα της ήττας του '22 και η αμφίσημη σχέση της νεοελληνικής διανόησης με τον τουρκικό εθνικισμό -αποτέλεσμα της εξιδανίκευσης του κεμαλισμού λόγω της συμμαχίας του με τους μπολσεβίκους αφενός και της κοινής νατοϊκής μοίρας αφετέρου.
Ο Hugh Poulton, διδάκτωρ της Σχολής Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, επηρεασμένος από τις αναλύσεις των Gellner και Anderson, επιχειρεί μια τολμηρή ανατομία της σύγχρονης Τουρκίας και του εθνικιστικού φαινομένου. Παρουσιάζει με υποδειγματικό τρόπο την ιστορία της, δίνοντας έμφαση στις ιδεολογικές προϋποθέσεις δημιουργίας της. Εξετάζει τον εθνικισμό ως πολιτική ιδεολογία και καταγράφει την πορεία του από τις πρώτες εκδηλώσεις του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι τις ανταγωνιστικές μεταξύ τους εθνικιστικές τάσεις που δρουν σήμερα: τον κοσμικό-αντιθεοκρατικό εθνικισμό, την τουρκοϊσλαμική σύνθεση, τον παντουρκισμό, το φονταμενταλισμό και τους εθνικισμούς των μειονοτήτων, με ιδιαίτερη έμφαση στον κουρδικό εθνικισμό.
Η μελέτη του τουρκικού εθνικισμού έχει μεγάλο ενδιαφέρον, πόσο μάλλον που πρόσφατα εξελέγη ως πρόεδρος της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης και αναπληρωτής του προέδρου της χώρας, εκπρόσωπος του φασιστικού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης. Πρέπει να σημειωθεί, ότι το κόμμα αυτό των Γκρίζων Λύκων -που είναι πολύ πιο εξτρεμιστικό από το κόμμα του Χάϊντερ και τους Γερμανούς νεοναζί- είναι το δεύτερο κόμμα στην τουρκική Βουλή με ποσοστό ψήφων μεγαλύτερο από το 20%.
Στο θεωρητικό μέρος της εργασίας του Η. Poulton, παρουσιάζεται εκτεταμένα και με πληρότητα το φαινόμενο του εθνικισμού. Στη συνέχεια, εξετάζεται η συλλογική ταυτότητα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και η άνοδος του εθνικισμού έως τη διάλυση της αυτοκρατορίας και οι αποκαλούμενοι «πόλεμοι της ανεξαρτησίας» που κατέληξαν στο σχηματισμό της σύγχρονης Δημοκρατίας της Τουρκίας. Αναλύεται το Ισλάμ ως θεσμός αλλά και ως ανταγωνιστική ιδεολογία προς τον εθνικισμό, καθώς και το σύστημα των μιλέτ και η εμφάνιση των εθνικισμών των υπόδουλων εθνών. Ο συγγραφέας διερευνά εξονυχιστικά την καθοδηγητική επιρροή των τουρκόφωνων της Ρωσίας επί του τουρκικού εθνικισμού, καθώς και την πλήρη ανάπτυξή του στην περίοδο των Νεότουρκων και του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επίσης έχει ο τρόπος διαμόρφωσης και διάδοσης της επίσημης ιδεολογίας του κεμαλικού εθνικισμού, η οποία υπήρξε και η ιδεολογία της τουρκικής ελίτ. Παρουσιάζονται οι απόψεις του Κεμάλ Ατατούρκ για τις χριστιανικές ομάδες του κράτους, την ιστορική θεώρηση για το ρόλο του τουρκικού έθνους, το Ισλάμ κ.ά. Εξαιτίας των βασικών ιδεολογικών αρχών του νέου καθεστώτος η μοίρα των χριστιανών, που απέμειναν στα εδάφη που έθεσε υπό την κυριαρχία του ο τουρκικός εθνικισμός, ήταν προδιαγεγραμμένη.
Ο συγγραφέας αναφέρει ότι οι χριστιανοί θεωρήθηκαν από τον Ατατούρκ ως εχθροί του νέου καθεστώτος και ξένα σώματα για το υπό διαμόρφωση «τουρκικό έθνος». Καταλήγει στη διαπίστωση: «Ο Κεμάλ έβλεπε τους χριστιανούς ως υλικό ακατάλληλο για εκτουρκισμό και γι' αυτό η πλειονότητά τους εκδιώχθηκε από την Τουρκία». Ο κεμαλικός υπουργός Δικαιοσύνης ξεκαθάριζε από το 1930: «Όποιοι δεν ανήκουν στην καθαρή τουρκική ράτσα, μόνο ένα δικαίωμα μπορεί να έχουν σ' αυτήν τη χώρα, το δικαίωμα να είναι υπηρέτες και δούλοι». Δίνονται εντυπωσιακά στοιχεία για τη μεταχείριση των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Εβραίων, για τον εξαναγκασμό τους να υιοθετήσουν τουρκικά επίθετα και να πάψουν να μιλούν τις μητρικές τους γλώσσες. Επίσης αναφέρεται στην πολιτική οικονομικής τους εξόντωσης με τον Κεφαλικό Φόρο του 1942 και τα πογκρόμ κατά των Ελλήνων.
Δεν ήταν όμως ασυμβίβαστες με τον τουρκικό εθνικισμό μόνον οι μειονότητες, αλλά και το Ισλάμ. Η αντιισλαμική πολιτική του Ατατούρκ και η κατάργηση του Χαλιφάτου οδήγησε στην πρώτη μεγάλη ρήξη με τους Κούρδους, οι οποίοι εξεγέρθηκαν το 1925 με επικεφαλής το σουνίτη, δερβίση Σαΐντ. Η αντικατάσταση του Ισλάμ από τον τουρκισμό, αποτέλεσε θεμέλιο λίθο της κεμαλικής πολιτικής.
Αυτό εκφράστηκε με τον πλέον έντονο τρόπο στην αντίληψη για την Τουρκική Ιστορία, όπως διατυπώθηκε στο Πρώτο Συνέδριο Ιστορίας στην Άγκυρα το 1932. Η οθωμανική εποχή και το Ισλάμ απαξιώθηκαν πλήρως, προς όφελος των Τούρκων: «...Η τουρκική ράτσα είχε φτάσει σε ένα υψηλό επίπεδο πολιτισμού στη γενέθλια γη της, όταν οι λαοί της Ευρώπης ήταν ακόμα αδαείς, άγριοι. Τα παιδιά της Τουρκίας θα μάθουν ότι ανήκουν σε έναν άριο, πολιτισμένο και δημιουργικό λαό, που κατάγεται από μια ανώτερη ράτσα με ιστορία δεκάδων χιλιάδων ετών...».
Οι Τούρκοι ανακηρύχθηκαν απόγονοι των ιδρυτών των πολιτισμών του Ιράκ, της Ανατολίας, της Αιγύπτου και του Αιγαίου. Με τη «Θεωρία της Γλώσσας-Ηλιου», η τουρκική γλώσσα θεωρήθηκε ως η βασική γλώσσα του ανθρώπινου πολιτισμού. Με βάση τη θεωρία αυτή, εφόσον τα επιστημονικά και αρχαιολογικά στοιχεία είχαν «αποδείξει» την πρωτοκαθεδρία της τουρκικής φυλής στην παγκόσμια ιστορία, ήταν λογικό επόμενο η γλώσσα της φυλής που υπήρξε η πηγή του πολιτισμού να είναι η μητέρα-γλώσσα από την οποία προήλθαν όλες οι υπόλοιπες.
Ο Η. Poulton μελετά αναλυτικά το τουρκικό φασιστικό φαινόμενο, το σύγχρονο ισλαμιστικό κίνημα και το κουρδικό κίνημα. Στο τέλος παρουσιάζει την κατάσταση των πληθυσμιακών ομάδων της σύγχρονης Τουρκίας που δεν ανήκουν στην τουρκόφωνη σουνιτική πλειονότητα και την αντίδρασή τους στις πρόσφατες μετεξελίξεις του τουρκικού εθνικισμού. Σε τέτοιες ομάδες, εκτός από τους Κούρδους, ανήκουν οι Λαζοί, οι Γεωργιανοί, οι Άραβες, οι Τσιγγάνοι, οι Καυκάσιοι (Τσερκέζοι, Τσετσένοι, Αμπχάζιοι κ.ά.), οι Βαλκάνιοι (Αλβανοί και Βόσνιοι), καθώς και οι μη μουσουλμανικές μειονότητες, όπως οι Έλληνες, οι Αρμένιοι, οι Εβραίοι και οι Ασσυροχαλδαίοι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η τουρκική «μητροπολιτική» πολιτική για τους «Τούρκους εκτός Τουρκίας». Μεταξύ αυτών και τους μουσουλμάνους (Τούρκους, Πομάκους και Τσιγγάνους) της Δυτικής Θράκης.
Εν κατακλείδι, η μελέτη του Hugh Poulton είναι πολύ σημαντική για τους αναλυτές των ελληνοτουρκικών σχέσεων και γενικότερα για το ελληνικό κοινό που αναζητά μια απροκατάλυπτη παρουσίαση του τουρκικού εθνικισμού από τη στιγμή της εμφάνισής του μέχρι σήμερα.
- Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας.