1204-2004: 800 χρόνια από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους

Η Βενετία και τα ίχνη του Βυζαντίου

GHERARDO ORTALLI
Eugéne Delacroix, «Η είσοδος των Σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη στις 12 Απριλίου 1204» («Entry of the Crusaders into Constantinople on 12 April 1204»)

Η Τέταρτη Σταυροφορία και η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1204 είναι από τα πολυσυζητημένα θέματα της μεσαιωνικής ιστορίας και έχει τύχει ανάμεικτων ερμηνειών. Η Ιστορία τις αναφέρει ως ένα έγκλημα ενάντια στην ανθρωπότητα αλλά επίσης και ως την αναπόφευκτη κατάρρευση του βυζαντινού πολιτικού καθεστώτος, το οποίο ταλανιζόταν από μια ανεξέλεγκτη εσωτερική κρίση εξαιτίας της αντιπαράθεσης δύο διαφορετικών πολιτισμών. Στην πραγματικότητα όλες αυτές οι πολιτικές, οικονομικές και θρησκευτικές μηχανορραφίες που ελάμβαναν χώρα στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας δεν μπορούν να αποτελέσουν ασφαλή κριτή της κατάστασης αυτής. Η βενετική πλευρά υποστηρίζει ότι η κατάληξη αυτή οφείλεται αποκλειστικά στις ειδικές σχέσεις μεταξύ Βυζαντίου και Δύσης που είχαν διαμορφωθεί την περίοδο εκείνη. Είναι βέβαιο όμως ότι η εκστρατεία που ξεκίνησε το 1202 εξετράπη από τον προκαθορισμένο στόχο - την επανάκτηση της Ιερουσαλήμ - και προκάλεσε ισχυρούς τριγμούς στους εκκλησιαστικούς κύκλους αλλά και ανάμεσα στους ίδιους τους Σταυροφόρους.

* Στόχος η ένωση των εκκλησιών

Σε όλα αυτά η Βενετία έπαιξε έναν πολύ αποφασιστικό ρόλο, ιδιαίτερα από τη χρονιά του 1204, η οποία και σηματοδοτεί την αρχή της Ενετοκρατίας στη Δύση. Το βενετσιάνικο κράτος, που μεγάλωσε ως μια μικρή επαρχία στην περιφέρεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, κατέληξε λίγους αιώνες μετά να παίζει τον ρόλο του ρυθμιστή σε όλη τη γύρω περιοχή. Η ναυτική δύναμη της Βενετίας προέβαλλε η πλέον κατάλληλη για να μεταφέρει τα πλήθη των Σταυροφόρων στην Ανατολή και πολλοί είδαν την εκστρατεία αυτή ως μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να παγιώσει η πόλη την ισχυρή της θέση στην Ανατολική Μεσόγειο.

Τη στιγμή της αναχώρησης προς τους Αγίους Τόπους ο βενετσιάνικος στρατός είχε να αντιμετωπίσει και να λύσει μείζονα ζητήματα: τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί για την επιχείρηση δεν ήταν αρκετά και αρχικά έμοιαζε ότι η εκστρατεία θα έφθανε στο τέλος της, προτού καλά καλά αρχίσει. Η νέα συμφωνία όμως που επετεύχθη ανάμεσα στον δόγη Ενρίκο Ντάντολο και τους Σταυροφόρους προέβλεπε ότι η Βενετία θα εξοφλούσε όλα της τα χρέη, σε περίπτωση που η επιχείρηση ανακατάληψης της Ιερουσαλήμ στεφόταν με επιτυχία, ένας στόχος για τον οποίο η πόλη μπορούσε να εγγυηθεί - και οι ίδιοι οι Σταυροφόροι ήταν άνθρωποι με τιμή που δεν αθετούσαν τον λόγο τους. Ο ίδιος ο Δόγης έγινε Σταυροφόρος για να διατρανώσει τη σοβαρότητα του εγχειρήματος.

Η κατάκτηση όμως από τους Σταυροφόρους και η λεηλασία της πόλης Ζάρα στην Αδριατική Ακτή που ανήκε στην Ουγγαρία άνοιξε κι άλλες πληγές: αυτός δεν ήταν πόλεμος ενάντια στους άπιστους μουσουλμάνους, αλλά ενάντια σε χριστιανικούς πληθυσμούς. Η συνέχεια αποδείχθηκε ακόμη πιο τραυματική: οι Σταυροφόροι δικαιολόγησαν τον ερχομό τους στην Κωνσταντινούπολη προφασιζόμενοι την ανάγκη να λύσουν τις εσωτερικές αναταραχές, οι οποίες μαίνονταν στη βυζαντινή πολιτεία, και τους πολέμους ανάμεσα στις διάφορες βυζαντινές δυναστείες. Βαθύτερος στόχος τους ήταν φυσικά η ένωση των δύο Εκκλησιών, της Λατινικής και της Ελληνικής, οι οποίες ήταν χωρισμένες από την εποχή του Σχίσματος του 1054. Για τη Βενετία όμως αυτά που μετρούσαν πάνω απ' όλα ήταν τα οικονομικά συμφέροντα τα οποία θα προέκυπταν από μια τέτοια εκστρατεία, η ισχυρή παρουσία χιλιάδων στρατιωτών στα εδάφη του Βυζαντίου και οι πανάρχαιοι δεσμοί που την ένωναν με την Αυτοκρατορία.

* Η κυριαρχία των δόγηδων

Με την κατάληψη της Πόλης η Σταυροφορία φάνηκε ότι επιτέλεσε τον στόχο της και, αντί να προχωρήσει περαιτέρω στους Αγίους Τόπους, προτίμησε να καλύψει μια θέση απολύτως στρατηγική στο κέντρο της Αυτοκρατορίας. Οι Σταυροφόροι άλλωστε ένιωθαν απόλυτα ασφαλείς ως οι μόνοι στρατιώτες που βρίσκονταν εντός των ίδιων τους εδαφών. Ο δόγης Ντάντολο, ο οποίος, παρά τα 95 του χρόνια και την τύφλωση που τον ταλαιπωρούσε, συνέχισε να παίζει τον πιο κρίσιμο ρόλο στην όλη εκστρατεία, απέκτησε τον τίτλο του Κυρίαρχου του Ενός Τετάρτου και Μισού της Αυτοκρατορίας - δηλαδή σχεδόν του ενός τρίτου της συνολικής της έκτασης. Ετσι, σύμφωνα με τις νέες ισορροπίες, η Βενετία ήλεγχε πια έναν ναυτικό χώρο που περιλάμβανε πολλά μέρη απόλυτης στρατηγικής κι εμπορικής σημασίας αλλά και μεγάλες εκτάσεις, όπως η Κρήτη. Υπήρχε ο βυζαντινός αυτοκράτορας φυσικά, αλλά οι συμφωνίες ανάμεσα στα δύο μέρη προέβλεπαν ότι ο Δόγης δεν ήταν επ' ουδενί υπήκοός του.

Οι Βενετοί έπαιξαν σημαντικό ρόλο για την πορεία της αυτοκρατορίας και μετά την κατάληψη της Πόλης. Ο συνολικός απολογισμός της εκστρατείας έδειξε ότι αυτή ήταν ιδιαίτερα αποδοτική για τη Βενετία. Ο οικονομικός και πολιτικός έλεγχος που αποκτήθηκε από την πλευρά των Βενετσιάνων βοήθησε την πόλη να διατηρήσει τον πρωταρχικό της ρόλο στη Δύση, ακόμη και μετά το 1261 όταν οι Γενοβέζοι - παραδοσιακοί εχθροί των Βενετών - ανακατέλαβαν τα ηνία της Αυτοκρατορίας μαζί με τους Βυζαντινούς.

* Από την υποταγή στην αυτονομία

Το έτος 1204 ήταν η χρονιά η οποία ουσιαστικά έκρινε τις σχέσεις Βυζαντίου και Βενετίας. Δίκαια λοιπόν μπορεί κάποιος να δει από τη μια πλευρά μια τεράστια αυτοκρατορία να πασχίζει να κρατήσει τις θέσεις της επικυριαρχίας της στην περιοχή αυτή και από την άλλη μια μικρή και μετριοπαθή βυζαντινή επαρχία να ενδυναμώνεται και τελικά να κατακτά την αρχαία πρωτεύουσα. Αλλά για να κατανοήσει κανείς τόσο τη βενετσιάνικη πολιτεία όσο και την ίδια την Τέταρτη Σταυροφορία, πρέπει να λάβει υπόψη του τη διαλεκτική κι εξελικτική διαδικασία σε ένα ενιαίο περιβάλλον όπου συνυπήρχαν δύο διαφορετικοί πολιτισμοί. Η Βενετία γεννήθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και υπεράσπισε για πολλούς αιώνες τον βυζαντινό της χαρακτήρα. Η υποταγή της όμως αυτή σταδιακά έγινε αυτονομία, η αυτονομία μεταβλήθηκε σε μια από κοινού διακυβέρνηση, ώσπου να φθάσουμε στην τελική σύγκρουση των δύο πολιτισμών.

Αλλά τα ίχνη και τα σημάδια του Βυζαντίου παρέμειναν πάνω στον χαρακτήρα της. Για παράδειγμα, ως τον 10ο αιώνα τα δημόσια έγγραφα της Βενετίας άνοιγαν με το όνομα του βυζαντινού αυτοκράτορα. Στα τέλη του 12ου αιώνα όλοι οι Δόγηδες έφεραν τίτλους βυζαντινών αυλικών αξιωματούχων. Το σύστημα χρονολόγησης των εγγράφων παρέμεινε βυζαντινό και συνέχισε να χρησιμοποιεί το μεσαιωνικό Index, ενώ ως την ενθρόνιση του τελευταίου βενετού Δόγη το 1789 το τελετουργικό ακολουθούσε αυστηρά τη βυζαντινή παράδοση. Μόνο μετά το 1797, οπότε και εγκαθιδρύθηκε η Γαληνότατη Δημοκρατία, η Βενετία απέταξε τα σύμβολα της βυζαντινής αυτοκρατορίας - το βυζαντινό κάλυμμα του κεφαλιού που έφεραν οι Δόγηδες αντικαταστάθηκε από την αρχαία μίτρα ενώ καταργήθηκαν το βυζαντινό σκιάδιον και το καμελάβκιον.

Στην ουσία η σύνθετη σχέση Βυζαντίου και Βενετίας από την Τρίτη Σταυροφορία και μετά δεν διαλύθηκε μονάχα εξαιτίας της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές οντότητες. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας επίσης και μια διαδικασία που έλαβε χώρα στους κόλπους της βυζαντινής κοινοπολιτείας. Ο επαρχιακός βυζαντινός χαρακτήρας της Βενετίας ανδρώθηκε, αυτονομήθηκε και κατέληξε να είναι αγνώριστος - και ανταγωνιστικός - απέναντι στη βυζαντινή αυτοκρατορία, της οποίας ήταν αναπόσπαστο μέλος. Κάποια βυζαντινά στοιχεία όμως ήταν τόσο καλά χαραγμένα στον βενετικό γενετικό κώδικα που δεν κατάφεραν να τον εγκαταλείψουν παρά μόνο τον 18ο αιώνα, οπότε και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν μόνο μια μακρινή ανάμνηση χαμένη στη λήθη του χρόνου.

Ο κ. Gherardo Ortalli είναι καθηγητής της Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βενετίας.

ΤΟ ΒΗΜΑ, 24-10-2004
Κωδικός άρθρου: B14298B511