Χειμερινοὶ Κολυμβητές

Ἡ Μαστοράντζα τοῦ Ἐρντεμπίλ

Lyra, 2005


Περιεχόμενα

Πληροφορίες

Παρουσίαση


1. Τὸ Αἷμα τοῦ Ροδιοῦ 2:51
2. Ὁ Ἅγιος κι ὁ Ἀσίκης 2:10
3. Ποιὸς εἶν᾿ αὐτός; 4:03
4. Ὁ γιὸς τοῦ τυφλοῦ 3:05
5. Ἡ μαστοράντζα τοῦ Ἐρντεμπίλ 2:19
6. Ὁ ἀνέμελος σαλός 3:11
7. Βεντέτα 3:06
8. Μάρκο Κράλιεβιτς 2:10
9. Ἡ Μίρκα ἡ Σλάβα 5:26
10. Στὴ λίμνη Ἀχρίδα 3:30
11. Κεμὰλ Ὀζμπαϊρί 2:47
12. Στὴ Ρούσα τὴν πεντάμορφη 3:21
13. Ἡ Νεκρανάσταση τοῦ Ἀλῆ 2:06
14. Ἀνατολὴ Ἀνατολῶν 4:30

συνολικὴ διάρκεια:

42:35

1. Τὸ Αἷμα τοῦ Ροδιοῦ

Τὸ αἷμα τοῦ Ροδιοῦ
Στίχοι: Εὐάγγελος Ζάχος
Μουσική: Εὐάγγελος Ζάχος
Ἑρμηνεία: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς, Μιχάλης Σιγανίδης καὶ Χορωδία

Στοῦ Καραμπὰχ1 τὰ ὑψίπεδα καλπάζει
ἕνας ἀσίκης τῆς Ἀνατολῆς
ποὺ ἄφησε τὸ ροκάνι γιὰ τὸ σάζι,
Σαγιὰτ Νοβά,2 ὁ αἰώνιος σεβνταλής.

Καὶ λέει καὶ τὶς χορδὲς γλυκὰ χτυπάει:
- Τί μοῦ ῾κανες ἀγάπη μου, ξανά;
Τὸ αἷμα τοῦ ροδιοῦ μὲ κυνηγάει3
κι ὅταν πονῶ, στενάζουν τὰ βουνά!

Κι ὁ Καύκασος τὰ ἀκούει καὶ ρωτάει:
- Ἀπὸ ποῦ εἶν᾿ ὁ ἀσίκης ποὺ περνᾶ
καὶ ποὺ σὲ τόσες γλῶσσες τραγουδάει,
πέρσικα, ἀρμένικα, γεωργιανά;4

- Ἀπὸ τὸν πύργο τῆς Βαβὲλ κρατάει,
εἶπε τὸ ὄρος Ἀραράτ, τὸν εἶδα,
χωριό του ὁ ἔρωτας καὶ τραγουδάει
πὼς ἡ ἀγάπη δὲν ἔχει πατρίδα!

Λιώσανε πιὰ στὸν Καύκασο τὰ χιόνια
κι εἴπανε στὸ Σαγιὰτ τὸ μυστικό τους
καὶ τώρα, πάνω ἀπὸ διακόσια χρόνια,
ὅλες οἱ φάρες τῆς Ἀνατολῆς τὸν λὲν δικό τους.

Τὸ τραγούδι ἀναφέρεται σὲ ἕνα ὑπαρκτὸ πρόσωπο, τὸν Σαγιὰτ Νοβὰ ποὺ ἔζησε τὸν 10 αἰ. Ὁ Σαγιὰτ Νοβὰ ἦταν ἀσίκης, δηλαδὴ περιπλανώμενος τραγουδιστὴς καὶ μουσικός. Τὸ 1985 προβλήθηκε ἡ ταινία «Τὸ αἷμα τοῦ ροδιοῦ» ποὺ ἦταν βιογραφία τοῦ Σαγιὰτ Νοβᾶ. Τὴν καταγωγή του διεκδικοῦν ὅλες οἱ φυλὲς τοῦ Καυκάσου. Περιόδευε σὲ πολλὲς περιοχὲς ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ τὸν Καύκασο μέχρι τὴ Μικρὰ Ἀσία τραγουδώντας τὸν Ἔρωτα πρὸς τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴν ἀγάπη μεταξὺ τῶν λαῶν. Ἔγινε γνωστὸς κυρίως γιὰ τὰ «τετράγλωσσα λογοπαίγνιά» του. Ἡ ἰδέα τῶν πολύγλωσσων τραγουδιῶν προέρχεται ἀπὸ ἕνα μουσικὸ καὶ πολιτικὸ κίνημα ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη τὸν 17ο αἰ. καὶ διαδόθηκε σὲ ὅλες τὶς χῶρες τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.

1. Τὰ ὑψίπεδα τοῦ Ναγκόρνο Καραμπὰχ ἔγιναν παγκόσμια γνωστὰ στὴ δεκαετία τοῦ ῾90, ὅταν οἱ Ἀρμένιοι ποὺ κατοικοῦν ἐκεῖ ξεσηκώθηκαν καὶ θέλησαν νὰ ἀποσχιστοῦν ἀπὸ τὸ Ἀζερμπαϊτζὰν καὶ νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν Ἀρμενία.

2. Ὁ ἀσίκης Σαγιὰτ Νοβὰ ἔζησε τὸ 18ο αἰώνα (1712-1795). Ἀρχικὰ ἦταν ξυλουργός, ἀλλὰ ἄφησε τὸ ροκάνι γιὰ νὰ γίνει ἀσίκης, πλανόδιος τραγουδιστὴς καὶ μουσικός, Ἀσοὺγκ στὶς γλῶσσες τοῦ Καυκάσου. Δὲν ξέρουμε ἀπὸ ποιὰ φυλὴ τοῦ Καυκάσου προερχόταν, γιατὶ ὅλες διεκδικοῦν τὴν καταγωγή του. Λέγεται ὅτι ἀπέκρουσε τὸν ἔρωτα μιᾶς Γεωργιανῆς πριγκιποπούλας γιὰ ν᾿ ἀφιερωθεῖ στὸ σάζι καὶ στὸν κεμεντζέ, τὴν ὄρθια ποντιακὴ λύρα, καὶ νὰ συνθέτει τὰ «τετράγλωσσα λογοπαίγνια» ποὺ τὸν ἔκαναν πασίγνωστο στὸν Καύκασο, τὴ Μικρασία, τὴν Κεντρικὴ Ἀσία καὶ τὴ Ρωσία. Μᾶλλον, ὅμως, συνέχισε μία παλιὰ παράδοση τῶν ἀσίκηδων, ποὺ προσωποποιοῦσαν τὴν Ἀνατολὴ καὶ ἀφιερώνονταν στὸν ἔρωτά της. Στὰ τραγούδια του προεκτείνει τὸν ἔρωτα πρὸς τὴν πανώρια Ἀνατολὴ καὶ τὸν μετουσιώνει σὲ ἀγάπη μεταξὺ τῶν λαῶν.

3. Τὸ Γενάρη τοῦ 1985 παρουσιάστηκε στοὺς ἀθηναϊκοὺς κινηματογράφους ἡ ταινία «Τὸ χρῶμα τοῦ ροδιοῦ» τοῦ ἀρμενικῆς καταγωγῆς σκηνοθέτη Σεργκέι Παρατζάνοφ. Ἦταν μία βιογραφία τοῦ Σαγιὰτ Νοβά.

4. Ὁ Σαγιὰτ Νοβὰ δημιούργησε σχολή, ποὺ οἱ κυριότεροι ἐκπρόσωποί της ἦταν οἱ Ἀρμένιοι ποιητὲς Τζιβανὶ καὶ Σιρίν. Ἡ ἰδέα τῶν πολύγλωσσων τραγουδιῶν, προέρχεται ἀπὸ ἕνα διεθνὲς μουσικὸ καὶ πολιτικὸ κίνημα τοῦ 17ου αἰῶνα, ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἐξαπλώθηκε σ᾿ ὅλη τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία. Βλέπε τὸ τραγούδι «Στὴ Ρούσα τὴν πεντάμορφη».

2. Ὁ Ἅγιος κι ὁ Ἀσίκης

Στίχοι: Εὐάγγελος Ζάχος
Μουσική: Εὐάγγελος Ζάχος
Ἑρμηνεία: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς καὶ Κώστας Σιδέρης

Ὁ Ἀσὶκ1 Καρίπης2 ὁ φτωχὸς
στὸν Καύκασο γυρνοῦσε, βρὲ
ὁλομόναχος.

Ἄπ᾿ τὸ Σιβὰζ3 ἦρθαν γραφτὰ
παντρεύουν τὴν καλή του, βρὲ
ἄχ, γιὰ λεφτά.

Κι ὁ Ἀσίκης τὸ καλό του σάζι4
σκασμένος δίνει μία, βρὲ
ἄχ, καὶ τὸ σπάζει.

Δὲ φτάνω, λέει μπαϊλντισμένος
μὰ νάσου ὁ Ἅη Γιώργης, βρὲ
ἀρματωμένος.

Μεγάλε μου Ἅη Γιώργη καπετάνο5
δανείζεις τὸ ἄτι σου, μωρὲ
σὲ μουσουλμάνο;

Πάρ᾿το Καρὶπ καὶ μὴ διστάσεις
στὴ γῆς μὴ βάλεις πόδι, μπρὲ
καὶ θὰ προφτάσεις.

Πετάει ὁ ἀσίκης στὸν αἰθέρα
καὶ φτάνει στὸ Σιβάζ, μωρὲ
τὴν ἴδια μέρα.

Ἁρπάζει τὴν καλή του ἀπ᾿ τὰ καπάνια6
καὶ πέταξαν ψηλά, μωρέ, πολὺ ψηλά,
στὰ ἐπουράνια.

Οἱ ἀσίκηδες ἦταν πλανόδιοι λαϊκοὶ ὀργανοπαῖχτες, τραγουδιστὲς καὶ ποιητές. Καρὶπ σημαίνει φτωχός. Ὁ Ἀσὶκ Καρίπης ἦταν ὑπαρκτὸ πρόσωπο ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ Σιβὰζ (Σεβάστεια) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὁ θρύλος του καταγράφτηκε ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Πούσκιν τὸ 1820 στὸν Καύκασο. Συμβολίζει τὴν συμμαχία Χριστιανῶν καὶ Μουσουλμάνων ἐνάντια στὴν ἐμπορευματοποίηση τῆς Ἀνατολῆς- μέρος τῆς ὁποίας ἦταν καὶ τὰ συνοικέσια ἀπὸ συμφέρον. Ὁ χριστιανὸς Ἅγιος Γεώργιος λατρεύτηκε ἀπὸ ὅλους τοὺς πληθυσμοὺς τῆς Ἀνατολῆς ὡς ὁ κατεξοχὴν ὑπερασπιστὴς τῶν φτωχῶν. Καὶ σήμερα ἀκόμα λατρεύεται μὲ σεβασμὸ ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους καὶ τοὺς Μπεκτασῆδες τῆς ἑλληνικῆς Θράκης. Τὰ καπάνια εἶναι τὰ μαγαζιὰ στὶς σκεπαστὲς ἀγορὲς τῆς Ἀνατολῆς.

1. Ἀσίκης στὰ ἀραβικὰ σημαίνει ἐραστής, ἐρωτευμένος, καὶ στὰ ἑλληνικὰ ὡραῖος ἄντρας ποὺ συνδυάζει τὴ σωματικὴ ὀμορφιὰ μὲ ψυχικὰ χαρίσματα, λεβέντης. Στὶς γλῶσσες, ὅμως τῆς Ἀνατολῆς σημαίνει τραγουδιστὴς καὶ ὀργανοπαίχτης πλανόδιος, ποιητὴς καὶ συνθέτης, τροβαδοῦρος. Τὰ τραγούδια τῶν Ἀσίκηδων ἦταν μακροσκελῆ καὶ ἐναλλάσσονταν μὲ διηγήσεις, μὲ προσαρμογὲς γνωστῶν ἐπῶν στὴν ἐπικαιρότητα, ἀντίθετα ἀπὸ τὰ τραγούδια τῶν Ρεμπέτηδων, ποὺ τραγουδοῦσαν γιὰ τοὺς κατοίκους τῶν πόλεων τραγούδια μὲ μικρὸ ἀριθμὸ τετράστιχων.

2. Το ὄνομα τοῦ μυθικοῦ Ἀσὶκ Καρὶπ σημαίνει «φτωχὸς ἀσίκης». Ἡ παράδοση προέρχεται ἀπὸ ἕνα διήγημα τοῦ Ἀλέξανδρου Πούσκιν, τοῦ μεγάλου της ρωσικῆς λογοτεχνίας, δάσκαλου τῶν παγκόσμια γνωστῶν ρώσων συγγραφέων Τουργκένιεφ, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι. Ἔζησε τὶς πρῶτες τέσσερες δεκαετίες τοῦ 19ου αἰώνα καὶ πῆγε στὸν Καύκασο στὰ 1820, ὅπου μελέτησε τὶς λαϊκὲς παραδόσεις καὶ κατέγραψε τὸ θρύλο τοῦ Ἀσὶκ Καρίπ. Τὸ 1822 πῆγε στὴν Κριμαία, ὅπου ἔμαθε γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, κι ἔγραψε ποίημα ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδας.

3. Σιβάζ, εἶναι ἡ Σεβάστεια τῆς ἀνατολικῆς Μικρασίας. Ἀπὸ τὴν πόλη αὐτὴ καταγόταν ὁ Φτωχὸς Ἀσίκης καὶ τριγυρνοῦσε σ᾿ ὅλη τὴν Ἀνατολή. Ἔχουν σωθεῖ τραγούδια του, ἀλλὰ κατὰ μίαν ἄποψη εἶναι πρόσωπο μυθικό.

4. Οἱ Ἀσίκηδες συνόδευαν τὸ τραγούδι τους μὲ τὸ σάζι, ἕνα μπουζούκι μὲ πολὺ μακρὺ μπράτσο ποὺ τὸ παῖζαν μὲ τὰ δάχτυλα ἢ καὶ μὲ δοξάρι σὰν ὄρθιο βιολί, ὅπως τὸν ποντιακὸ κεμεντζὲ ἢ τὴν κρητικὴ λύρα.

4. Ὁ Καππαδόκης Ἅγιος εἶναι, ὅπως λέει ἡ ᾀσματική του ἀκολουθία, «ὁ τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτὴς καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστὴς» καὶ ἐμφανίζεται πάντα ὅταν τὸν ἐπικαλοῦνται ζητώντας βοήθεια, ὅποιοι κι ἂν εἶναι αὐτοὶ καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ θρησκευτική τους ἔνταξη. Προσωποποιεῖ τὸν Ἀκρίτα ὑπερασπιστῆ τῶν συνόρων τοῦ Βυζαντίου τὸν πάντα δίκαιο, ποὺ δὲν ὑποστήριζε ἀναγκαστικὰ τὰ συμφέροντα τοῦ Αὐτοκράτορα, ἀλλὰ τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες. Ὁ μύθος ὅπου σκοτώνει τὸ δράκο γιὰ νὰ γλιτώσει τὴ βασιλοπούλα, σημαίνει τὴν παρέμβαση τοῦ ἡλιακοῦ ἥρωα ὅταν οἱ χθόνιες θεότητες τοῦ κακοῦ βασανίζουν τὸν κόσμο. Ὡς ὑπερασπιστὴ τὸν λατρεύουν ὅλοι οἱ Ἀνατολίτες κάθε θρησκείας καὶ δόγματος. Ἡ Γεωργία τοῦ Καυκάσου πῆρε τὸ ὄνομά του. Ἡ λατρεία τοῦ διαδόθηκε καὶ στὴ Δύση. Τὸ 800 ἡ Σύνοδος τῆς Ὀξφόρδης τὸν ἀνακήρυξε προστάτη τῆς Ἀγγλίας καὶ σήμερα ἀκόμα στὴ Βρετανία ἡ ὕψιστη τιμὴ εἶναι τὸ μετάλλιο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἀργότερα ἔγινε προστάτης τοῦ Δουκάτου τῆς Μόσχας καὶ ὁλόκληρης τῆς Ῥωσικῆς Αὐτοκρατορίας.

5. Τὰ καπάνια, τὰ μαγαζιά, ἀπείλησαν νὰ ἐξαγοράσουν τὴν ἀγαπημένη τοῦ Ἀσὶκ Καρὶπ μέσῳ κάποιου πλούσιου ἐκπροσώπου τους. Ὁ θρύλος τοῦ φτωχοῦ Ἀσίκη σημαίνει πὼς μπροστὰ στὴν εἰσβολὴ τῆς ἐμπορευματοποίησης στὴν Ἀνατολή, συμμάχησαν Χριστιανοὶ καὶ Μουσουλμάνοι γιὰ νὰ σώσουν τὸ γάμο ἀπὸ ἔρωτα, νὰ ἐμποδίσουν τὰ συνοικέσια ἀπὸ συμφέρον.

3. Ποιὸς εἶν᾿ αὐτός;

Στίχοι: Ἀμποὺλ Χασὰν ἐλ Νουρί1
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γαλλικά: Εὐάγγελος Ζάχος
Μουσική: Εὐάγγελος Ζάχος
Ἑρμηνεία: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς καὶ Κώστας Σιδέρης

Ποιὸς εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ μ᾿ ἔκανε ἀλήτη
καὶ μὲ ξαπόστειλε μακριὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι,
ποὺ τὰ καάφερε νὰ μ᾿ ἐξορίσει
νὰ μὲ παραπετάξει ἐδῶ στὴ Δύση!
Ποιὸς εἶν᾿ αὐτός;

Μὲ χώρισε ἀπ᾿ ὅσους φίλους ἔχω
μὲ καταδίκασε παντοῦ νὰ τρέχω,
μ᾿ ἀνάγκασ᾿ ἔτσι νὰ περιπλανιέμαι
χαμένος δυτικὰ νὰ τυραγνιέμαι!
Ποιὸς εἶν᾿ αὐτός;

Γιὰ νὰ ἐμφανίζεται ὅποτε λάχει
ὅταν μ᾿ ἐξαφανίζει δίχως μάχη
καὶ νὰ μὲ βγάζει ἐμένα ἀπὸ τὴ μέση
ὅταν νὰ παρουσιάζεται τ᾿ ἀρέσει!
Ποιὸς εἶν᾿ αὐτός;

Ἦρθε καὶ μ᾿ ἐπισκέφτηκε μιὰ μέρα
καὶ ξάφνου ἀλύπητα μ᾿ ἔκανε πέρα,
ὅταν ἐγὼ ἀποφάσισα μιὰ δόση
νὰ πάω νὰ τὸν βρῶ γιὰ νὰ μὲ σώσει!
Ποιὸς εἶν᾿ αὐτός;

Καὶ φεύγοντας μοῦ λέει δὲ θὰ διακρίνεις
ποτέ σου πιὰ ὅ,τι κοιτᾶς νὰ κρίνεις
καὶ πάντα ἐμένα θ᾿ ἀγναντεύεις
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ κάθε τι ποὺ θὰ γυρεύεις.
Ποιὸς εἶν᾿ αὐτός;

Ό Ἀμποὺλ Χασὰν ἐλ Νουρὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ Νουριστὰν καὶ λέγεται ὅτι ἦταν Τσιγγάνος, κάτι ποὺ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὰ ποιήματά του. Δὲν ξέρουμε τὴ χρονολογία γέννησής του, ἀλλὰ ξέρουμε πὼς ἔζησε στὴ Βαγδάτη τὸν 9ο αἰώνα, τὸν τρίτο αἰώνα τῆς Ἐγίρας, καὶ πέθανε ἐκεῖ τὸ 907. Ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους ἱδρυτὲς σούφικης σχολῆς τοῦ Ἰράκ. Ἡ Βαγδάτη, ὡς πρωτεύουσα τοῦ κυριότερου ἰσλαμικοῦ κράτους, εἶχε τεράστια κεντρομόλο δύναμη γιὰ τοὺς σοφοὺς τοῦ Ἰσλάμ.

Τὸν 9ο αἰώνα τὸ Ἀλεβίτικο ρεῦμα δὲν εἶχε ἀκόμα ξεχωρίσει τελείως ἀπὸ τὸ Σουννίτικο. Τότε θεωρητικοποιήθηκε ἡ ἔννοια τοῦ «δρόμου», ποὺ δὲν εἶναι δόγμα ἀλλὰ ἕνας ἰδιαίτερος τρόπος νὰ βρίσκει ὁ καθένας ἐλεύθερα τὸν προσωπικό του δρόμο γιὰ νὰ φτάσει στὸ θεό. Στὰ τέλη τοῦ 8ου αἰώνα ὁ ἱερωμένος Σουλὰμ Χαλὶλ προκάλεσε μία δημόσια δίκη κατηγορώντας τοὺς Σούφηδες ὡς αἱρετικούς. Ὁ Ἀμποὺλ Χασὰν ἐλ Νουρί, ἀντιμετώπισε μὲ παρρησία τὶς κατηγορίες ἀποδεικνύοντας πὼς ὁ θεῖος ἔρωτας ἦταν ἀπόλυτα ὀρθόδοξος καὶ καθόλου αἱρετικός. Στὰ ποιήματα τοῦ «Μακαμὰτ ἀλ Κουλούμπ» θέτει τὰ προβλήματα τοῦ Ὄντος, τοῦ Ὑπάρχειν. Πόσο ὑπάρχει ὁ ὑπηρέτης ποὺ χάθηκε στὸ δρόμο καὶ ποὺ δὲν βρέθηκε ἀκόμα ἀπὸ τὸ θεὸ ἢ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του; Ὁ Ἀλ Νουρὶ ἔφτασε σὲ τόσο ὑψηλὸ σημεῖο ἁγιότητας ποὺ κάποια φορὰ ὁ ποταμὸς Τίγρης πλησίασε τὶς δυὸ ὄχθες του γιὰ νὰ τὸν ἀφήσει νὰ περάσει «ἁβρόχοις ποσί». Ὁ Τσιγγάνος ποιητής, ὅμως, δὲ δέχθηκε πὼς ἄξιζε νὰ τοῦ γίνει τέτοια τιμὴ καὶ προτίμησε νὰ πάρει τὴ βάρκα γιὰ νὰ περάσει ἀπέναντι ὅπως ὅλος ὁ κόσμος.

4. Ὁ γιὸς τοῦ τυφλοῦ1

Στίχοι: Εὐάγγελος Ζάχος
Μουσική: Λάμπρος Τσίγγας
Ἑρμηνεία: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς & Κώστας Σιδέρης

Τὸν εἶδα νά ῾ρχεται μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ χιόνια
καλπάζει ἀνάλαφρος στὴν καταχνιά,
μὲ τ᾿ ἄσπρο του ἄλογο ἀπ᾿ ἄλλα χρόνια
σὰν παραμύθι ἀπ᾿ τὰ παλιά.

Γκὲλ καρντὰς γκέλ!2
ἐγὼ εἶμ᾿ ὁ Κιόρογλου
γιὸς τοῦ τυφλοῦ.

Μὲς τὸ μαρμάρινο κι ἀβέρτο ἁλώνι
τοὺς δράκους πάλεψε μὲ τὰ φτερὰ
κι ὅσοι τὸν γνώρισαν σαστίσαν ὅλοι
καὶ κάποιο κλάψανε ἀπὸ χαρά.

Γκὲλ καρντὰς γκέλ,
ἐγὼ εἶμ᾿ ὁ Κιόρογλου
γιὸς τοῦ τυφλοῦ.

Στοὺς κάμπους διάβηκε μὲς τὸ λιοπύρι
ἴδιος ἀρχάγγελος, τρελλὸς βοριᾶς
κι ὅπου κι ἂν πάτησε κόκκινοι κρίνοι
φυρτώσαν χάρισμα τῆς λεβεντιᾶς!

Γκὲλ καρντὰς γκέλ,
ἐγὼ εἶμ᾿ ὁ Κιόρογλου
γιὸς τοῦ τυφλοῦ.

Κι εἶπα καρντάσι μου τί μὲ κοιτάζεις
φόρα τὸ ροῦχο σου τὸ κρεμεζὶ
καβάλα στ᾿ ἄλογο καὶ μὴ διστάζεις
βιτσιὰ στὸ φάρο σου κι ἔλα μαζί!

Γκὲλ καρντὰς γκέλ,
ἐγὼ εἶμ᾿ ὁ Κιόρογλου
γιὸς τοῦ τυφλοῦ.

Ὁ Κιόρογλου εἶναι λαϊκὸς ἥρωας τῶν Τούρκων ποὺ ἔδρασε κυρίως στὴ Μικρὰ Ἀσία, ἂν καὶ ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία. Εἶναι ἥρωας-ἐπαναστάτης προστάτης τῶν φτωχῶν καὶ καταπιεσμένων ἐνάντια στοὺς ἰσχυρούς. Ἡ αἴγλη ποὺ τὸν συνόδευε ἦταν τόση, ποὺ τὸ ὄνομά του ἦταν θρύλος καὶ ἀνάμεσα στοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμούς. Καὶ σήμερα ἀκόμη ἔχει ἐπιβιώσει ἕνας μουσικὸς σκοπὸς ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του καὶ ἀποτελεῖ τὸν «τοπικὸ ὕμνο» τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Λέσβου, ἀκουόμενος σὲ πανηγύρια καὶ ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις. Ὁ σκοπὸς αὐτὸς μεταφυτεύτηκε αὐτούσιος στὴν δεκαετία τοῦ 1920. Βλ. Ν. Διονυσόπουλος, Λέσβος Αἰολίς. Τραγούδια καὶ χοροὶ τῆς Λέσβου, Πανεπιστημιακὲς ἐκδόσεις Κρήτης, 1997, Β6, 112 -117, (Ἂτ χαβασὶ ἢ Κιόρογλου). Κιόρ: τυφλός. Ὀγλού: γιός. Γκέλ: ἔλα. Καρντάς: ἀδερφός. Κόκκινοι κρίνοι: ἰδιόμορφο βολβῶδες φυτὸ μὲ μεγάλα κόκκινα ἄνθη καὶ ἔντονη εὐωδιά. γίνεται περίπου 0,40μ ψηλὸ καὶ εἶναι αὐτοφυὲς στὴν Μ. Ἀσία καὶ τὰ ἀπέναντι νησιά, ὅπως π.χ. τὴν Λέσβο.

1. Κιόρογλου εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Καππαδόκη ἥρωα τῆς μεγαλύτερης τουρκικῆς ἐποποιίας «Κιόρογλου Ντεστανῆ» καὶ σημαίνει «ὁ γιὸς τοῦ τυφλοῦ». Σ᾿ ἕνα δεύτερο ἐπίπεδο «ὁ γιὸς τοῦ ἄπιστου», τοῦ «κιαφίρ», τοῦ «γκιαούρη», δηλαδὴ τοῦ ἄπιστου χριστιανοῦ ποὺ παντρεύτηκε μία πιστή, μιὰ μουσουλμάνα. Ἀνάλογος καὶ ταυτόσημος εἶναι καὶ ὁ Καππαδόκης ἥρωας τῆς μεγαλύτερης ἑλληνικῆς ἐποποιίας, ὁ Διγενὴς Ἀκρίτας. Κι αὐτὸς εἶναι γιὸς τοῦ ἄπιστου ἐμίρη, τοῦ μουσουλμάνου ποὺ παντρεύτηκε μία πιστή, μιὰ χριστιανή. Ὁ Διγενὴς Ἀκρίτας, ὅπως ἀπέδειξαν διάφοροι ἐρευνητὲς (Ἐνρὶ Γκρεγκουαρ, Διγενὴς Ἀκρίτας, Νέα Ὑόρκη, 1942), ἦταν συγγενὴς καὶ σύμμαχος μὲ τοὺς Μανιχαϊστὲς Παυλικιανούς, Ἀρμένιους καὶ Ποντο-Λαζοὺς δυϊστές, ποὺ πίστευαν πὼς ὁ κόσμος κυβερνιέται ἀπὸ δυὸ δυνάμεις ποὺ ἀντιπαλεύουν αἰωνίως ἡ μιὰ τὴν ἄλλη. Τὴ δύναμη τοῦ καλοῦ καὶ τὴ δύναμη τοῦ κακοῦ, τὴ δύναμη τῶν λαϊκῶν, καὶ τὴ δύναμη τῶν ἐκμεταλλευτῶν εὐγενῶν. Ἦταν σύμμαχος μὲ ὅσους στήριξαν τὴ φιλολαϊκὴ δυναστεία τῶν Ἰσαύρων, εἰκονοκλαστῶν καὶ ἀντιλατίνων, μὲ ὅσους στήριξαν τὸ Σχίσμα τοῦ Φωτίου μὲ τὴ λατινικὴ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ γενικὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν δουλοπάροικων καὶ τὸ ἀντι-φεουδαρχικὸ κίνημα στὸ Βυζάντιο. Ὁ Κιόρογλου, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἦταν ἕνας ληστὴς ἐπαναστάτης ποὺ σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ πάλεψε ἐνάντια στοὺς Ὀθωμανοὺς τοπάρχες καὶ στὸ Σουλτάνο, ὅταν αὐτοὶ αὐθαιρετοῦσαν εἰς βάρος τῶν μικρῶν οἰκισμῶν καὶ τῶν ἀνεξάρτητων κι αὐτοδιοικούμενων κοινοτήτων τῆς Μικρασίας. Καὶ οἱ δυὸ Καππαδόκες φέρουν μὲ περηφάνεια τὰ προσωνύμια τῆς διπλῆς θρησκευτικῆς τους καταγωγῆς. Φαίνεται, λοιπόν, πὼς καὶ οἱ δυὸ εἶναι ἕνας καὶ ὁ αὐτὸς ἥρωας κι ὅτι ὁ Κιόρογλου εἶναι μετεξέλιξη τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα.

Δυστυχῶς, τὸ ἔπος τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα, ποὺ θεωρεῖται καὶ ἐθνικό μας ἔπος, δὲν κυκλοφορεῖ στὴν Ἑλλάδα. Τὰ πέντε χειρόγραφα ἀπὸ τὰ ὁποῖα μᾶς εἶναι γνωστό, τὰ χειρόγραφα τῆς Ἄνδρου, τῆς Τραπεζοῦντας, τῆς Γκρόττα Φερράτα τῆς Ρώμης, τῆς Ὀξωνίας καὶ τοῦ Ἐσκουριὰλ τῆς Μαδρίτης, δὲν εἶναι γνωστὰ στοὺς Ἕλληνες ἀναγνῶστες, ἀλλὰ οὔτε καὶ στοὺς ἐκδότες. Ἀντίθετα, τὸ ἔπος τοῦ Κιόρογλου κυκλοφορεῖ στὴν Τουρκία καὶ σὲ ἐπιστημονικὲς ἀλλὰ καὶ σὲ λαϊκὲς ἐκδόσεις, ποὺ βρίσκει κανεὶς στὰ παζάρια.

2. Γκέλ, καρντάς, γκέλ, στὰ Τούρκικα σημαίνει «ἔλα, ἀδερφέ, ἔλα». Ἡ λέξη «καρντὰς» χρησιμοποιεῖται κυρίως στὴ Βόρεια Ἑλλάδα καὶ γι᾿ αὐτὸ οἱ Νότιοι ὀνομάζουν τοὺς Σαλονικιοὺς «καρντάσηδες» ἢ «καρντάσια».

5. Ἡ μαστοράντζα τοῦ Ἐρντεμπίλ

Στίχοι: Εὐάγγελος Ζάχος
Μουσική: Εὐάγγελος Ζάχος
Ἑρμηνεία: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς, Κώστας Σιδέρης,
λοιποὶ Χ.Κ. καὶ χορωδία

Ἀκοῦστε τί ἐγίνηκε στοῦ Χορασὰν1 τὰ μέρη;
Καὶ δὲν ἐγίνηκε κρυφά, μὰ μέρα μεσημέρι.
Στὴ Μέκκα τῆς Ἀνατολῆς, πού ῾ναι τὸ Χὰτζ Γιαβάνι2
ἡ μαστοράντζα τοῦ Ἐρντεμπὶλ3 ἐβγάλανε φιρμάνι.

Ἕνα ντερβίση πήρανε, τὸν κάνανε σουλτάνο
στὸ Χορασὰν καὶ στὸ Ἱσπαχὰν καὶ στὸ Ἰρὰν ἐπάνω.
- Ἔλα ντερβίση μου Ἰσμαήλ, ἄσε τὴν προσευχή σου,
ζητᾶνε οἱ Κιζιλμπάσηδες4 ν᾿ ἀδράξεις τὸ σπαθί σου.

Καὶ θαύμασε ὅλος ὁ ντουνιᾶς ὅ,τι ἔκαναν ἐκεῖνοι
φακὶρ ντερβίσης βασιλιᾶς δὲν ἔχει ξαναγίνει!
Τ᾿ ὄνομα τοῦ Σὰχ Ἰσμαὴλ μπῆκε στὰ παραμύθια,
μὰ ὅλοι στὴν Ἀνατολὴ ξέρουν πὼς εἶν᾿ ἀλήθεια.

1. Τὸ Χορασάν, μιὰ ἐπαρχία τῆς βόρειας Περσίας νοτίως τῆς Κασπίας, στάθηκε ἡ πηγὴ τῆς ἰδέας τοῦ Παζαριοῦ.

2. Τὸ Χὰτζ Γιαβάν, τὸ μικρὸ προσκύνημα, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸ μεγάλο προσκύνημα τῆς Μέκκας, βρίσκεται στὸ Χορασᾶν. Καὶ εἶναι ὁ τάφος τοῦ Ἀλῆ Ριζά, τοῦ μόνου ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἰμάμηδες τοῦ Ἰσλάμ, ποὺ θάφτηκε στὴν Κεντρικὴ Ἀσία. Οἱ Δώδεκα Ἰμάμηδες εἶναι ἀντίστοιχοί με τους^ Δώδεκα Ἀποστόλους τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ κάπου στὸ βάθος καὶ μὲ τὰ δώδεκα ζώδια τοῦ ζωδιακοῦ κύκλου.

3. Στα τέλη τοῦ 13ου αἰῶνα, στὸ Ἐρντεμπὶλ τοῦ Ἀζερμπαϊτζᾶν, ἀνάμεσα στὴν Ταυρίδα καὶ τὴν Κασπία, ὁ σούφης Σαφὶ ἐλ Ντὶν ἐλ Ἐρντεμπιλί, ποὺ ἔζησε μεταξὺ 1252 καὶ 1334, ἵδρυσε στὰ χνάρια τοῦ παλαιότερου σοφοῦ Γιουσοὺφ Χαμαντανὶ ἕναν ἰδιαίτερο «δρόμο», μιὰ πρόταση κοινωνικῆς ὀργάνωσης ποὺ ὀνομάστηκε Δρόμος τῶν Μαστόρων τοῦ Ἐρντεμπὶλ καὶ πρέσβευε τὴν ἔξωση τῶν ἐμπόρων-μεταπρατῶν ἀπὸ τὸ Παζάρι καὶ μία αὐστηρὰ ἀξιοκρατικὴ ἱεράρχηση τῶν μαστόρων τοῦ Παζαριοῦ. Ὁ γιός του ὁ Σὰντρ ἐλ Ντίν, ἔστειλε τὸ μαθητή του, Κιασὶμ ἀλ Ἀνουάρ, στὸ Χορασὰν καὶ στὸ Χεράτ, νὰ διαδώσει τὴ θεωρία τοῦ Σάφι, τὴ Σαφεβία. Γιὸς τοῦ σαφεβίτη σείχη Χαϊντὰρ ἦταν ὁ Ἰσμαήλ, τὸν ὁποῖο οἱ Κιζιλμπάσηδες ἢ Ἐρυθροκέφαλοι, ποὺ φοροῦσαν μία κόκκινη μήτρα, ἀνέβασαν στὸ θρόνο τοῦ Ἰρὰν κάνοντας τὴ Σαφεβία, ἀπὸ κοινωνικὴ θεωρία ποὺ ἦταν ἀρχικά, δυναστεία ἀνάλογή με τὴν Ὀθωμανική. Ὁ Σάχης Ἰσμαὴλ προσπάθησε νὰ κατακτήσει καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ὅπου εἶχε πολυπληθεῖς ὀπαδοὺς μεταξὺ τῶν μαστόρων. Ἀλλὰ οἱ Γενίτσαροι κι οἱ Μπεκτασῆδες, γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὴν ἐξουσία, θεώρησαν πὼς ὁ φανατισμὸς τῶν Κιζιλμπάσηδων ἦταν ἀνάρμοστος πρὸς τὸν διαπραγματευτικὸ πολιτισμὸ τοῦ Παζαριοῦ. Ἡ στροφή τους αὐτή, ὁδήγησε τὸ ὀθωμανικὸ Ἰσλὰμ πρὸς τὸν Σουννιτισμὸ καὶ ἔγινε μπούμερανγκ γιὰ τοὺς ἴδιους. Ἡ νέα ἐπίσημη ἱεραρχία πουριτανικῆς ἔμπνευσης τοὺς ἔσπρωξε στὴν ἀντιπολίτευση καὶ στὸ περιθώριο, ὅπου ἀναγκάστηκαν νὰ συμμαχήσουν πάλι μὲ τὶς συγκρουσιακὲς κοινωνικὲς δυνάμεις, αὐτὲς ποὺ εἶχαν στηρίξει ἀρχικὰ τὴ δυναστεία τοῦ Ὀσμάν, καὶ ἀργότερα τοῦ Σὰχ Ἰσμαήλ.

4. Οἱ Κιζιλπάσηδες, οἱ ἐρυθροκέφαλοι, ἦταν κάτι ἀνάλογο μὲ τοὺς Ρουσάτους, τοὺς Κόκκινους τῶν βυζαντινῶν πόλεων, κάτι σὰν ἄκρα ἀριστερά. Ριζοσπαστικότεροι ἀπὸ τοὺς Πράσινους. Στὶς ἀπαρχὲς τῆς Τουρκικῆς ποίησης ὅλοι οἱ μεγάλοι ποὺ συνέθεσαν στὴν τουρκικὴ γλώσσα ἦταν Κιζιλμπάσηδες. Ὁ Γιουνοὺς Ἐμρέ, ὁ Καϊκουσοὺζ Ἀμπντάλ, ὁ Χατάι, ὁ Πὶρ Σουλτὰν Ἀμπντάλ, ὁ Ἐμράχ, ὁ Ντερτλί, ὁ Γκεβχαρὶ καὶ ἄλλοι Ἀσίκηδες ποὺ τριγυρνοῦσαν καὶ ὀργίζονταν ἀπὸ τὶς ἀδικίες τῶν δυνατῶν καὶ ἀπὸ τὸ δογματισμὸ τῆς ἐπίσημης ἰσλαμικῆς ἱεραρχίας.Ὕστερα ὅμως ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς ποὺ ὑπέστησαν οἱ Κιζιλμπάσηδες ἐπὶ Σουλτάνου Σελὶμ τοῦ 1ου καὶ ἐπὶ Σουλεϊμὰν τοῦ Μεγαλοπρεποῦς, οἱ θιασῶτες τῆς ἰδέας τοῦ φτωχοῦ καὶ δίκαιου Σουλτάνου ἀποσύρθηκαν καὶ ζοῦσαν στὴν ἀφάνεια καὶ τὴν παρανομία. Ἀλλὰ παρέμεινε στὶς λαϊκὲς παραδόσεις ἡ εἰκόνα τῆς ἀπολυτότητάς τους. Ἀπὸ τὸ «κιζίλ» ἢ «κουζοὺλ» τοῦ «κιζιλμπὰς» τοῦ «ἐρυθροκέφαλου» παράγεται τὸ «κοὺζ-γκούν», ποὺ σημαίνει καυτός, θυμωμένος πολύ, ὅπως λέμε τρελαμένος, ἐπαναστατημένος. Ἀπὸ τὸ «κουζοὺλ» βγαίνει καὶ ἡ λέξη τῆς κρητικῆς διαλέκτου «κουζουλός» ποὺ σημαίνει θερμόαιμος καὶ τρελός. Σχετικὴ εἶναι κι ἡ ἑλληνικὴ ἔκφραση «ἔγινε Τοῦρκος», μὲ τὴ σημασία «θύμωσε πολὺ μέχρι ν᾿ ἀλλαξοπιστήσει». Οἱ ἀστοὶ τῆς Πόλης καὶ τῆς Σμύρνης ἀποκάλεσαν Κιζιλμπάσηδες τοὺς συχνὰ ἐπαναστατημένους ὑπαίθριους ποὺ προέρχονταν ἀπὸ κοινότητες ἐπαγγελματικὲς ἢ θρησκευτικές. Τοὺς ὀνόμαζαν καὶ «Τούρκους», μὲ τὴν ὑποτιμητικὴ σημασία ποὺ δίνουμε κι ἐμεῖς στὴν ὀνομασία «βλάχος», συνώνυμο τοῦ «χωριάτης» καὶ τοῦ «ἄξεστος». Κυκλοφοροῦσαν ἐναντίον τους καὶ διάφορες συκοφαντίες, πὼς ἔκαναν κρυφὰ ὀργιαστικὲς τελετές. Κι ἔτσι μένουν κρυμμένες οἱ ἱεροτελεστίες τῶν ὁμάδων αὐτῶν ποὺ περιλαμβάνουν φαγοπότι καὶ μουσικὲς συναυλίες ἐξαίσιας τέχνης. Παρ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ ὁ μύθος τοῦ φτωχοῦ καὶ δίκαιου Σουλτάνου ἐπιβίωσε μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν τῆς Καππαδοκίας καὶ τοῦ Πόντου. Κυκλοφοροῦσε μέχρι πρόσφατα καὶ σὲ λαϊκὰ φυλλάδια στὴν τουρκικὴ τυπωμένα μὲ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο.

6. Ὁ ἀνέμελος σαλός

Στίχοι: Εὐάγγελος Ζάχος
Μουσική: Εὐάγγελος Ζάχος
Ἑρμηνεία: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς, Κώστας Σιδέρης

Μὴ μὲ χτυπᾶς, εἶμ᾿ ἄνθρωπος, μικρέ, δὲν εἶμ᾿ ἐλάφι2,
εἶμ᾿ ὁ ντερβὶς Ἀμπντὰλ Μουσᾶ1, ποὺ τὰ μακάμια3 γράφει.
Μὰ ὁ κυνηγὸς ἐτόξευσε, στὰ στήθια τὸ χτυπάει
καὶ νὰ τὸ πιάσει κυνηγᾶ σ᾿ ἕναν τεκκὲ4 ὅπου πάει.

Βροντάει τὴν πόρτα τοῦ τεκκέ, χτυπιέται ῾κεῖ καὶ κλαίει:
- Γιὰ δῶστε μου τὸ ἐλάφι μου, στοὺς ντερβισάδες λέει.
Βγαίνει καὶ ὁ Ἀμπντὰλ Μουσᾶ, μὲ ράσο ματωμένο,
τοῦ δείχνει ἐκεῖ τὸ βέλος του, στὰ στήθια του μπηγμένο.

- Ἔλα μικρὲ καὶ βγάλτο μου καὶ πάρε με καὶ σκλάβο!
- Ὄχι ντερβίσης θὰ γινῶ, νὰ ἰδῶ, νὰ καταλάβω.
Καὶ τὸ μικρὸ μπεγόπουλο ἔμειν᾿ ἐκεῖ ντερβίσης,
τὸν εἶπαν Καϊκουσοὺζ Ἀμπντάλ5, νὰ μὴν τὸν λησμονήσεις!

1. Ὁ πιὸ ὀνομαστὸς ἅγιος στὴ Νότια Τουρκία εἶναι ὁ Σουλτὰν Ἀμπντὰλ Μουσᾶ, ποὺ σημαίνει Ἄναξ Μωϋσῆς ὁ Σαλός. Ἐγκαταστάθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνα στὸ Ἐλμαλὶ τῆς ἀρχαίας Λυκίας, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι στὸν τόπο ποὺ ὀνομάζεται Τεκκέ-κιοϊ καὶ ἔζησε ἐκεῖ ὡς τὸ θάνατό του. Σ᾿ ἕνα κοντινὸ χωριό, τὸ Ντεγιρμέν-κιοϊ, ὑπῆρχαν δυὸ ὑδρόμυλοι κι αὐτὸς πῆγε κι ἀγόρασε τὸν ἕνα. Ἀλλὰ ὁ παλιὸς ἰδιοκτήτης ξόδεψε ἄσκοπα τὰ λεφτὰ καὶ μετὰ πῆγε στὸν Καδὴ καὶ παραπονέθηκε πὼς ὁ Ἀμπντὰλ Μουσὰ τοῦ ἔκλεψε τὸ μύλο του. Κι ἐκεῖνος φώναξε τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ρώτησε: «Μπορεῖς ν᾿ ἀποδείξεις πὼς ἀγόρασες τὸν ἕνα μύλο τοῦ Ντεγιρμέν-κιοϊ;». «Μπορῶ», εἶπε ὁ Ἀμπντάλ. «Γιατὶ μόλις τὸν ἀγόρασα, τὸν ἔκανα νὰ γυρνάει ἀνάποδα». Καὶ ὄντως, ὁ μύλος γυρνοῦσε ἀντίθετα ἀπὸ τὴν κατεύθυνση ποὺ πίεζε τὸ νερὸ πέφτοντας πάνω στὴ φτερωτή του. Ὁ μύλος αὐτὸς λειτουργεῖ μέχρι σήμερα. Τὸν ὀνομάζουν Σαλὰκ Ντεγιρμὲν ποὺ θὰ πεῖ «τρελὸς μύλος». Στὸν τάφο τοῦ Ἀμπντὰλ Μουσᾶ συνεχίζουν νὰ γίνονται θαύματα καὶ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα προσκυνήματα τῆς περιοχῆς τῆς Ἀττάλειας.

2. Τὸ ἐλάφι εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ δώδεκα ἄγρια ζῶα ποὺ οἱ νομάδες θεωροῦν ἱερά. Μαζί με τὸ γερανὸ θεωρεῖται τὸ πιὸ ἀγαπημένο ζῶο. Στὸ κυνήγι δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ σκοτώσει, ἅμα δὲ θέλει τὸ ἴδιο, καὶ γιὰ νὰ δεχτεῖ χρειάζεται ὁλόκληρη ἱεροτελεστία, ὥστε νὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ ἡ ψυχή του. Πολλοὶ νομάδες καταδικάζουν τελείως τὸ κυνήγι του κι αὐτὸς ποὺ σκοτώνει ἐλάφι θεωρεῖται φονιάς, σὰ νά ῾χει σκοτώσει ἄνθρωπο. Ἀλλὰ καὶ στὴ χριστιανικὴ παράδοση ἡ ταύτιση τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου μὲ τὸ ἐλάφι θυμίζει κι ἄλλους Ἁγίους ποὺ ἔχουν τοτεμικὴ σχέση μὲ ζῶα, ὅπως ὁ Ἅγιος Βλάσιος μὲ τὸ λύκο, ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος μὲ τὸ σκύλο κλπ. Οἱ δερβίσηδες τῆς Ἀνατολῆς ταυτίζονταν τόσο πολύ με τὰ ἐλάφια ποὺ παίρναν καὶ τὴ μορφή τους κι ἀνῆκαν πιὰ στὴ φυλὴ τῶν ἐλαφιῶν.

3. Μακάμια ἣ Δρόμοι εἶναι οἱ ὀκτὼ Ἤχοί της Μουσικῆς, αὐτοὶ ποὺ διδάσκονται στὸ βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ὀνομάζεται Ὀκτώηχος ἢ Ὀκταήχι, ποὺ ἀπὸ αἰῶνες ἦταν ἀναγνωστικὸ γιὰ νὰ μαθαίνουν ταυτόχρονα γράμματα καὶ μουσικὴ τὰ παιδιά.

4. Τεκκὲς δὲ σημαίνει «χασισοποτεῖο», σημαίνει «μοναστήρι» καὶ ξενώνας καὶ φιλανθρωπικὸ ἵδρυμα. Ἂν σὲ κάποιους τεκκέδες οἱ μοναχοί, οἱ ντερβίσηδες, κάπνιζαν χασίσι, δυόσμο, λεβάντα ἢ ἄλλα βοτάνια, αὐτὸ γινόταν μέσα ἀπὸ μία συγκεκριμένη διαδικασία πνευματικῆς ἔρευνας. Στοὺς τεκκέδες μαζεύονταν σημαδιακοὶ ἄνθρωποι μὲ ἀνοιχτὴ σκέψη καὶ μεράκι γιὰ τὴν ἔρευνα, ποὺ ἐρευνοῦσαν τὴν καθημερινὴ ζωή, τὶς τροφές, τὰ πιοτά, τὰ βοτάνια, τὴ φαρμακευτική, τὴν ἰατρική, τὴ μουσική, τοὺς κώδικες καὶ τοὺς κανόνες τῆς ὁμαδικῆς καὶ τῆς ἀτομικῆς συμπεριφορᾶς, μέχρι καὶ τὴν ὀργάνωση τῆς κοινωνίας. Τοὺς μοναχοὺς καὶ ἐρευνητὲς αὐτοὺς στὸ χῶρο τοῦ Ἰσλὰμ τοὺς ὀνόμαζαν Σούφηδες, δηλαδὴ φιλόσοφους, ἴσως ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ λέξη «σοφός».

5. Ὁ μαθητὴς τοῦ Ἀμπντὰλ Μουσᾶ, Καϊκουσοὺζ Ἀμπντάλ, εἶναι κι αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους Ἁγίους. Ὀνομαζόταν ἀρχικὰ Γκαϊμπί, ὅταν στὰ δεκαοχτώ του χρόνια συνάντησε τὸν Ἅγιο. Παρέμεινε σαράντα χρόνια στὸν τεκκὲ καὶ διαδέχθηκε τὸ δάσκαλό του ὡς ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ. Ἐκεῖ τοῦ δώσανε τὸ προσωνύμιο «Καϊκουσοὺζ Ἀμπντάλ», δηλαδὴ «ἀνέμελος τρελός», ἄτομο ποὺ δὲν εἶχε πιὰ ὑποχρεώσεις καὶ κοινωνικοὺς δεσμούς. Περιόδευσε μὲ τοὺς ντερβίσηδες τῆς μονῆς του στὴν Ἀδριανούπολη, στὸ Διδυμότειχο, στὴ Φιλιππούπολη, στὴ Σόφια, στὸ Μοναστήρι, στὸ Μπεράτι καὶ σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Ἀλβανίας. Μετὰ πῆρε σαράντα ντερβισάδες καὶ πῆγε στὴν Αἴγυπτο, ὅπου γιάτρεψε τὸ Σουλτάνο ποὺ ἦταν μονόφθαλμος καὶ ἵδρυσε ἕναν τεκκὲ στὸ ὄρος Ἐλ Μουκαττὰμ κοντὰ στὸ Κάϊρο, στὴ θέση Κασρ-ουλ-άϊν, καὶ μέχρι σήμερα εἶναι γνωστὸς ὡς Ἀμπ-ντὰλ-οὐλ-Μαγραβή. Κάποιοι ἱστορικοὶ λένε πὼς γεννήθηκε τὸ 1342 καὶ πέθανε τὸ 1443 στὸν τεκκὲ τῆς Αἰγύπτου. Πιθανὸν ὅμως, ἕνας τάφος ποὺ βρέθηκε πρόσφατα στὸ Διδυμότειχο μὲ τὸ ὄνομά του χαραγμένο στὴν ταφόπλακα, νὰ μὴν εἶναι κενοτάφιο, ἀλλὰ ὁ πραγματικός του τάφος.

7. Βεντέτα

Στίχοι: Εὐάγγελος Ζάχος
Μουσική: Εὐάγγελος Ζάχος
Ἑρμηνεία: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς, Κώστας Σιδέρης

Ὁ καλόγερος τοὺς λέει νὰ διαλύσουν τὴ βεντέτα1
κι ἀπὸ δίκη δημοσία νὰ περάσουν τὸ φονιᾶ.
Μὰ δὲν ἤθελαν καμία βρὲ νὰ ἀκούσουνε κουβέντα
κι ἔφευγαν ἀρματωμένοι γιὰ νὰ στήσουν παγανιά.

Κι ὁ καλόγερος θυμώνει, τότε τὸ δεξί του χέρι
πρὸς τὸν οὐρανὸ σηκώνει σὰν τὸ δίκοπο μαχαίρι.
Κι ἔξαλλος λέει καὶ οὐρλιάζει, πρὸς τὸ μαῦρο μπαϊρακτάρη2
ποὺ νὰ φύγει ἑτοιμαζόταν τὴν ἐκδίκηση νὰ πάρει:

-Διάνα βρὲ νὰ μὴν πετύχει ἀπὸ σᾶς οὔτ᾿ ἕνα βόλι!3
Ἡ μπαρούτη ἡ δική σας νὰ μὴν παίρνει πιὰ φωτιά!
Μὲ τὰ ὅπλα σας γεμάτα, ὄρθιοι νὰ ψοφήσετ᾿ ὅλοι!
Καὶ ἡ φάρα σας νὰ σβήσει, νὰ χαθεῖ ἀπὸ τὰ χαρτιά!

Ὅταν χτύπησαν στ᾿ αὐτιά του τὰ φριχτὰ ἐτοῦτα λόγια
τοῦ λεβέντη μπαϊραχτάρη πού ῾ρθε ἀπὸ τὴν Τροπόγια4,
σκύβει κάτω τὸ κεφάλι καὶ τοῦ λέει: - Εἶμαι μέσα,
βρὲς καλόγερε τὴν ἄκρη γιὰ νὰ κλείσουμε τὴ μπέσα!

Κι ἔγινε τότες εἰρήνη στὴ Μεγάλη Μαλεσία5
καὶ στὸ Κόσσοβο, καὶ κάτω μέχρι καὶ τὴ Θεσσαλία.
Κι ὅλοι, Ἀλβανοὶ καὶ Σλάβοι, Βούλγαροι, Ῥωμιοὶ καὶ Βλάχοι,
κατεβάσανε τὰ ὅπλα καὶ τὰ χῶσαν στὸ σελάχι.

1. Στη βόρειο Ἀλβανία, στὴ χώρα τῶν Γκέκηδων, τὴ Γκεκαριά, σώζεται ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια τὸ ἔθιμο τῆς Βεντέτας, ὅπως σώζεται καὶ στὴν Κρήτη καὶ στὴν Κορσικὴ καὶ στὴ Μάνη καὶ σὲ κάποιες ἄλλες μεσογειακὲς χῶρες, ποὺ κρύβουν ἐπιμελῶς τὸ σκληρὸ ἔθιμο, ἐνῶ ταυτόχρονα τὸ διατηροῦν μὲ περηφάνια. Βεντέτα εἶναι ὁ φόνος τοῦ φονιᾶ ἀπὸ τὸν ἀμεσότερο συγγενῆ του θύματος, βοηθούμενο ἀπὸ τὴν οἰκογένεια ἢ τὴ φάρα του, ποὺ ἐννοεῖ νὰ πάρει τὸ αἷμα της πίσω. Ὁ νέος φόνος ὅμως δημιουργεῖ νέα ἀπαίτηση τιμωρίας ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του νέου θύματος. Κι ἔτσι στήνεται ἕνας ὁλόκληρος κύκλος αἵματος καὶ ἔχθρας ἀνάμεσα στὶς φάρες, δηλαδὴ τὰ γένη μιᾶς περιοχῆς, ποὺ μπορεῖ νὰ διαρκέσει πολλὲς γενιές. Πέρα ἀπὸ κάθε ἠθικὸ χαρακτηρισμὸ τοῦ σκληροῦ αὐτοῦ ἐθίμου οἱ ἀνθρωπολόγοι θεωροῦν πὼς ἡ Βεντέτα ἦταν, πρὶν ἀπὸ κάθε τι ἄλλο, ἕνα οἰκολογικὸ φαινόμενο. Πῶς γνώριζε ἰδιαίτερη ἔξαρση σὲ περιόδους ὑπερπληθυσμοῦ στὰ βουνά, ὅπου βοηθοῦσε στὸ νὰ βγαίνουν ἀπ᾿ τὴ μέση τὰ ὑπεράριθμα ἄτομα ποὺ δὲ μποροῦσε νὰ τὰ συντηρήσει ὁ ὀρεινὸς ὄγκος.

Ἀναφορὰ στὴ Βεντέτα ὑπάρχει στὸ περίφημο «Ζακόνι», τὸν Νομοκάνονα δηλαδὴ τοῦ βασιλιὰ τῶν Σέρβων Στέφανου Ντουσάν, ποὺ συντάχτηκε τὸν 14ο αἰώνα, ὅπως καὶ σὲ ἄλλους νομοκάνονες, αὐτὸν ποὺ ἀποδίδεται στὸν Γεώργιο Καστριωτη Σκεντέρμπεη κι αὐτὸν ποὺ ἀποδίδεται στὸ σύντροφο τοῦ τελευταίου Ἀλέξανδρο Δούκα-Γκίνη, ποὺ ὅλοι ἔχουν πρότυπα βυζαντινά, ὅπως τὴν «Ἐκλογὴ τῶν Νόμων» καὶ τὸν «Γεωργικὸ Νόμο» τῶν εἰκονομάχων αὐτοκρατόρων Λέοντος τοῦ Γ´ καὶ Κωνσταντίνου τοῦ Ε´. Τὸ «κανούνι» τοῦ Ντουκαγκίνη ἴσχυε μέχρι πρόσφατα στὴν ὀρεινὴ βόρεια Ἀλβανία καὶ στὸ Κόσσοβο.

Ἡ Βεντέτα καταργήθηκε στὴ Βόρεια Ἀλβανία κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἰταλο-γερμανικῆς Κατοχῆς καὶ τῆς Ἀντίστασης. Τὸ Μέτωπο Ἐθνικῆς Ἀπελευθέρωσης ἐπικαλούμενο οἰκονομία αἵματος κατάφερε νὰ πείσει τὰ ἀντιμαχόμενα γένη νὰ σταματήσουν τὶς αἱματοχυσίες. Καὶ μετὰ τὸν πόλεμο ἡ ἀνακωχὴ συνεχίστηκε μὲ τὴν ἐγγύηση τοῦ ἐκπρόσωπου τοῦ Μετώπου καὶ ἡγέτη τῆς Ἀλβανίας Ἐμβὲρ Χότζα. Σημαντικὸ γιὰ τὸ κύρος του ὑπῆρξε τὸ ἴδιο τὸ ὄνομά του. Χότζας εἶναι ὁ δάσκαλος καὶ ταυτόχρονα ὁ ἱερέας. Οἱ Ἀλβανοὶ ἤξεραν πὼς ὁ πατέρας τοῦ ἀνῆκε στὸ δόγμα τῶν Μπεκτασήδων, δηλαδὴ σὲ μία μεικτὴ θρησκεία, συγκερασμὸ Χριστιανισμοῦ καὶ Ἰσλάμ, ποὺ προπαγάνδιζε τὴ συνδιαλλαγὴ καὶ τὴν ἀποφυγὴ κάθε φανατισμοῦ. Ἀλλὰ ὅταν πέθανε ὁ Ἐμβὲρ Χότζας τὸ 1985 καὶ χάθηκε ὁ ἐπώνυμος ἐγγυητὴς τῆς «μπέσας», ἔληξε ὕστερα ἀπὸ σαράντα τόσα χρόνια ἡ ἀνακωχὴ ἀνάμεσα στὶς φάρες ποὺ εἶχαν χρέη αἵματος καὶ ἡ Βεντέτα ξαναφούντωσε. Πάνω ἀπὸ 3.000 οἰκογένειες στὸν ἀλβανικὸ βορρᾶ ἔστρεφαν τὰ ὅπλα ἡ μιὰ ἐνάντια στὴν ἄλλη, ξαναφέρνοντας στὴ μνήμη τους ὑποθέσεις καὶ ἀντιθέσεις θαμμένες πρὶν ἀπὸ δυὸ γενιές. Μέχρι ποὺ οἱ ἐχέφρονες γερόντοι τοῦ βορρᾶ ζήτησαν διαμεσολαβητὲς ἀπὸ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, ποὺ θεώρησαν ὡς τὸν πιὸ ἔγκυρο θεσμὸ τῆς Εὐρώπης. Τὸ Ἀλβανικὸ κράτος ἀπὸ τὴ μεριά του προχώρησε τὸ 1999 στὴν ἐπανέκδοση τοῦ νομοκάνονα τοῦ Ἀλέξανδρου Δούκα - Γκίνη, ποὺ μιὰ καταγραφὴ τοῦ εἶχε γίνει στὸ Μεσοπόλεμο.

2. Μπαϊρακτάρης σημαίνει σημαιοφόρος καὶ στὸν ἀλβανικὸ βορρᾶ πολέμαρχος.

3. Οἱ περιγραφὲς τῆς Βεντέτας ποὺ ἔχουμε ἀπὸ Εὐρωπαίους περιηγητὲς τοῦ 18ου καὶ 19ου αἰῶνα συγκλίνουν στὸ ὅτι πάντα ἔβγαινε στὴ μέση, ἀνάμεσα στὰ ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα, ἕνας παραλογισμένος καλόγερος μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του καὶ πίεζε τὸν μέλλοντα ἐκδικητὴ νὰ δεχθεῖ τὴ συγνώμη τοῦ φονιᾶ καὶ τῆς οἰκογένειάς του γιὰ νὰ λήξει ὁ κύκλος τοῦ αἵματος. Κι ὅταν ἐκεῖνος δὲ δεχόταν τὸν ἀφόριζε καὶ τοῦ ἔριχνε κατάμουτρα ὁλόκληρο κομπολόι κατάρες σὲ ἔμμετρο λόγο ἢ τραγουδιστά.

4. Τροπόγια εἶναι πόλη τοῦ ἀλβανικοῦ βορρᾶ.

5. Στὴ Βόρεια Ἀλβανία βρίσκεται μία ὀρεινὴ περιοχὴ ποὺ ὀνομάζεται Μεγάλη Μαλεσία, δηλαδὴ Μεγάλη Ὀρεινή. Προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀλβανικὴ λέξη «μάλε» ποὺ σημαίνει βουνό, ὅπως κι ἡ Μαλεσίνα τῆς Λαμίας.

8. Μάρκο Κράλιεβιτς

Στίχοι: Εὐάγγελος Ζάχος
Μουσική: Εὐάγγελος Ζάχος
Ἑρμηνεία: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς
Εἰσαγωγή: Φίλιππος Παπαφιλίππου
Εἰσαγωγικὸ Κείμενο: Μένανδρος (6ος αἰ. μ.Χ.)

Ἤκουν δὲ αὐτοὺς ἐπῳδαῖς καὶ τελεταῖς
ἀνοίγειν τοῦ ᾍδου τὰς πύλας
καὶ κατάγειν ὃν βούλονται ἀσφαλῶς
καὶ ὀπίσω αὖθις ἀναπέμπειν!

Πῆρα τὸ μαῦρο πρόβατο ἀπ᾿ τὰ κέρατα
καὶ τριγυρνοῦσα στὸ Στρυμόνα, στὰ βουνὰ
μεσ᾿ στὰ γυμνὰ τὰ βράχια καὶ τὰ ἔλατα
στὸ Τσέγγελ Ντάγ, στοῦ Μάρκου τὰ στενά.1

Καὶ βρήκαμε τὴ νύχτα μὲ φεγγάρι
τοῦ Μάρκο Κράλιεβιτς τὰ λείψανα τὰ ἅγια,2
τὸ πρόβατο ἔπεσε ἄψυχο κουφάρι
κι ἔψαλα τῶν Βογόμιλων τὰ μάγια!3

Κι ὁ Ἅδης μοῦ ῾κανε μεγάλη χάρη.
Βγῆκε ὁ Μάρκο Κράλιεβιτς σὰ μπόρα
κι εἶπε: Σταθεῖτε, Σλάβοι, Σκιπετάροι,4
μὴν πολεμᾶτε πιὰ γι᾿ αὐτὴ τὴ χώρα!

Ἀφοῦ θυμᾶστε ἀκόμα τ᾿ ὄνομά μου
ἀξίζω νὰ μοῦ κάνετε χατίρι
νὰ βροῦν ἀναπαμὸ τὰ κόκαλά μου
Τὸ γκρεμισμένο χτίστε τὸ γεφύρι!5

1. Σε πολλὰ χωριὰ τῆς Μακεδονίας ὑπάρχουν τοπωνύμια ποὺ ἀναφέρονται στὸν Κράλη Μάρκο. Ἀκόμα καὶ στὸ πολὺ κοντινὸ στὴ Θεσσαλονίκη Μελισσοχώρι ἢ Μπάλτζα σώζονται θρύλοι γιὰ τὸν «Κλάρη» Μάρκο. Δείχνουν τὸ σπίτι του στὸν οἰκισμὸ τῆς Μπάλτζας Πουρνάρι καὶ δείχνουν κι ἕνα βράχο πάνω ἀπ᾿ τὸν οἰκισμὸ Νταουτλί, ὅπου ὁ Μάρκος χτύπησε μία λάμια καὶ τὴν πέτρωσε. Ἀλλὰ τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ τοπωνύμιο «Στενὸ τοῦ Μάρκου». Πέντε ὡς ἕξι ὦρες ποδαρόδρομο ἀπ᾿ τὶς Σέρρες, σὲ μιὰ ἀπ᾿ τὶς προεκτάσεις πρὸς νότο τοῦ ὄρους Ὄρβηλος, στὸ Τσεγγὲλ Ντὰγ ἢ Τσιγγέλι, ποὺ σχηματίζει τὸ ὅριο ἀνάμεσα στὴ Βουλγαρία καὶ στὴν Ἑλλάδα, ὑπάρχει ἕνα στενὸ τέσσερα ὡς πέντε μέτρα πλάτος. Ἀπὸ τὴ μιὰ ὑψώνεται κατακόρυφος ὁ βράχος κι ἀπὸ τὴν ἄλλη κυλάει ὁ Στρυμόνας κι ὅταν πλημμυρίζει τὸ καλύπτει. Ὁ Κράλη Μάρκος, καθὼς λέει ὁ θρύλος, προσπάθησε νὰ περάσει καλπάζοντας ἀπὸ τὸ στενὸ αὐτὸ κυνηγημένος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του. Καὶ τὸν πῆρε τὸ ποτάμι κι αὐτὸν καὶ τὸ μυθικὸ ἄλογο τοῦ τὸν Σάρατς.

2. Ὁ τίτλος«κρὰλ» σημαίνει στὶς σλαβικὲς γλῶσσες «βασιλιάς», μὲ ἀναφορὰ στὸν Καρλομάγνο. Στὴν παλαιὰ βορειογερμανικὴ ἡ λέξη σήμαινε «δυνατὸς» κι ἀπ᾿ αὐτὴν προῆλθε τὸ ὄνομα Κάρολος. Οἱ Βυζαντινοὶ χρησιμοποιοῦσαν τὸν τίτλο «κράλης» ὅταν ἀναφέρονταν στοὺς ἡγεμόνες τῆς Σερβίας καὶ τῆς Ρουμανίας κι ὕστερα οἱ Ὀθωμανοὶ τὸν χρησιμοποίησαν γιὰ τοὺς μὴ μουσουλμάνους ἡγεμόνες. Ὁ Κράλη Μάρκο εἶναι ὁ κυριότερος ἥρωας τῶν σλαβόφωνων δημοτικῶν τραγουδιῶν. Τὸν ὀνομάζουν καὶ Μάρκο Κράλιεβιτς, ποὺ σημαίνει ὁ γιὸς τοῦ βασιλιᾶ, τὸ βασιλόπουλο. Ἔζησε τὸν 14ο αἰώνα καὶ ἦταν γιὸς τοῦ Σέρβου ἡγεμόνα Βουλκάσιν, ποὺ εἶχε καὶ δυὸ ἀδέρφια, τοὺς βοεβόδες Οὔγγλιες καὶ Γκόϊκο. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Στέφανου Ντουσάν, τὸ 1335, ποὺ εἶχε ἐπεκτείνει τὸ κράτος τῶν Σέρβων ὡς καὶ τὴ Θεσσαλία, εἶχαν ἐκδηλωθεῖ αὐτονομιστικὲς τάσεις μεταξὺ τῶν ἐπιγόνων καὶ ὑποτελῶν του. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν κι ὁ Κρὰλ Βουλκάσιν, ὁ πατέρας τοῦ Μάρκου, ποὺ ἔλεγξε τὴ Βόρεια Ἀλβανία, τὸ Κόσοβο καὶ τὴ Βόρεια Μακεδονία. Ἐνῶ ὁ πατέρας κι οἱ μπαρμπάδες του ἐμφανίζονται ὡς στηρίγματα τῆς ἐλεύθερης πόλης, ὁ ἴδιος στάθηκε στήριγμα τῆς ἀνοιχτῆς κοινωνίας τοῦ Παζαριοῦ ποὺ πρότειναν οἱ Ὀθωμανοί. Ὁ Βουλκάσιν καὶ τὰ δυὸ ἀδέρφια του σκοτώθηκαν στὴ μάχη τῆς Μαρίτσας τὸ 1371. Ὁ Μάρκος τότε ἔγινε Κράλης στὴν περιοχὴ τοῦ Πρίλαπου τῆς βόρειας Μακεδονίας. Στὴ μάχη τοῦ Κοσσιφοπεδίου τὸ 1389 πολέμησε μὲ τὸ μέρος τοῦ Σουλτάνου καὶ ἐνάντια σ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ἡγεμονίσκους, Σλάβους, Ἀλβανοὺς καὶ Ἕλληνες, ποὺ εἶχαν συνασπιστεῖ γοητευμένοι ἀπὸ τὸ Λατινο-Γερμανικὸ φεουδαρχικὸ σύστημα καὶ δὲν δέχονταν τὴν ἀγορὰ χωρὶς σύνορα καὶ χωρὶς κρατικὴ παρέμβαση. Μαζί με τὸ Μάρκο τότε πολέμησε κι ὁ γιὸς τοῦ Τσάρου τῶν Σέρβων. Ὁ Μάρκος ἔγινε ὁ πιὸ λαοφιλὴς ἥρωας τῶν Βαλκανίων, γιατὶ ἔκανε σωστὴ ἐπιλογή. Κι ἀκόμα σήμερα ἀναφέρεται στὰ ὡραιότερα δημοτικὰ τραγούδια, τὰ «γιέσμας», στὰ παραμύθια καὶ στὶς παραδόσεις τῆς Σερβίας, τοῦ Κοσσόβου καὶ ὁλόκληρης τῆς Μακεδονίας. Εἶναι ὅ,τι κι ὁ Διγενὴς Ἀκρίτας ἢ ὁ Κιόρογλου στὴν Ἀνατολή, ὁ τύπος τοῦ γενναίου πολεμιστῆ δικαιοκριτῆ καὶ τοῦ ἀκούραστου γλεντζὲ καὶ τὸ ἄλογό του, ὁ Σάρατς, ὅπως κι ὁ φίλος του Κωνσταντῖνος, εἶναι τὸ ἴδιο μ᾿ αὐτὸν ἀγαπητοί.

3. Ὁ μικρὸς πρόλογος εἶναι παρμένος ἀπὸ τὸν βυζαντινὸ χρονογράφο Μένανδρο, συνεχιστῆ τοῦ Ἀγαθία. Ἀναφέρεται στοὺς Μανιχαίους τῆς ἄνω τοῦ Αἵμου Βουλγαρίας, ποὺ ἔκαναν δαιμονικὲς ἱεροτελεστίες καὶ καλοῦσαν ψυχὲς τεθνεώτων θυσιάζοντας ἕνα μαῦρο πρόβατο. Οἱ Μανιχαῖοι αὐτοὶ τὸν 10ο αἰώνα πῆραν τὸ ὄνομα Βογό-μιλοι, δηλαδὴ Θεόφιλοι. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ ἄποψη πὼς ὁ Μάρκο Κράλιεβιτς δὲν εἶχε σχέσεις μὲ τοὺς Βογόμιλους τῆς Βουλγαρίας ποὺ τελικὰ συμβιβάστηκαν μὲ τὴν Ῥωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ μὲ τοὺς ἀκραίους Μανιχαίους τῆς Δραγουβιτίας, τῆς γύρω ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη περιοχῆς.

4. Σκιπετάροι ἢ Σκιπτάρ, αὐτοονομάζονται οἱ Ἀλβανοί, ποὺ ὀνομάζουν καὶ τὴ χώρα τους Σκιπερία, δηλαδὴ «χώρα τῶν ἀετῶν». Οἱ ὀνομασίες αὐτὲς προέρχονται ἀπὸ τὸ ὅτι τὸ Ἄλβανον ἦταν ἡ τελευταία χώρα ποὺ διατηροῦσε τὸ δικέφαλο ἀετό, τὸν μαῦρο δικέφαλο σὲ κόκκινο φόντο τοῦ Γεώργιου Καστριώτη - Σκεντέρμπεη.

5. Δὲν εἶναι τυχαῖα ἡ σχέση τοῦ Μάρκου μὲ τὶς σλαβόφωνες παραλλαγὲς τοῦ Γεφυριοῦ τῆς Ἄρτας. Τὸ γεφύρι τῆς Ἄρτας, τῆς Ἄρδασας, τοῦ Δρίνα ἢ τῆς Μαρίτσας, συμβόλιζε γιὰ τοὺς Βαλκάνιους τὴ μεγάλη θυσία τῶν γυναικῶν, ποὺ δέχθηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν ἐλευθερία τους στοὺς μικροὺς οἰκισμοὺς τῆς ὀρεινῆς ὑπαίθρου καὶ νὰ κλειστοῦν, νὰ ἐντοιχιστοῦν, στοὺς πέτρινους τοίχους τῆς κατοικίας τῆς πόλης, νὰ γίνουν οἱ γέφυρες γιὰ τὴ μετάβαση ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν Σέρβων, τῶν ὑπηρετῶν τῆς γῆς, καὶ τῶν Σ(κ)λά-βων, δουλοπάροικων γεωργῶν, στὴν κοινωνία τῆς βιοτεχνικῆς πόλης. Καὶ συμβολίζει ἀκόμα τὶς προσπάθειες συνδιαλλαγῆς.

Κτητορική προσωπογραφία τοῦ Μάρκο ἀπ᾿ τὸ ὁμώνυμο μοναστήρι, ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Δημήτριο.

9. Ἡ Μίρκα ἡ Σλάβα

Στίχοι: Εὐάγγελος Ζάχος
Μουσική: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς
Ἑρμηνεία: Ευάγγελος Ζάχος

Ἡ Μίρκα ἡ Σλάβα ἔτρεξε νὰ δεῖ τὸ γυρισμό,
τ᾿ ἀσκέρια ποὺ ἐπιστρέφανε ἀπὸ τὸ σκοτωμό.
Νὰ ξεχωρίσει κοίταγε τὸν ἄντρα τὸν καλό της,
τῆς ἀδερφῆς της τὸ σεβντὰ καὶ τὸ μικρὸ ἀδερφό της.

Ἀδίκως τοὺς ἐγύρευε κι ἔχασε τὴ μιλιά της,
ἔκοψε γιὰ τὸν ἄντρα της τὰ μακριὰ μαλλιά της,
γιὰ τὸ γαμπρό της ἔκανε τὸ μοῦτρο τῆς κομμάτια
κι ἀπὸ τὸ κλάμα τοῦ ἀδερφοῦ σβήσαν τὰ δυό της μάτια!

Πέρασ᾿ ὁ χρόνος, τὰ μαλλιὰ ξαναμακρύναν πάλι,
τὰ ματωμένα μάγουλα βρῆκαν τὰ πρῶτα κάλλη.
Μὰ τὰ ματάκια της τὰ δυό, τὰ γαλανά, θλιμμένα,
μέσ᾿ στὸ σκοτάδι ἔμειναν θολὰ κι ἀποσβησμένα.

Ὁ Γκόραν ἦταν ἕνας πελώριος Γιουγκοσλάβος σὰν ἀρκούδα, μὲ μακριὰ μαλλιὰ καὶ γένια, ποὺ σπούδαζε γλυπτικὴ στὴ Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν στὸ Παρίσι. Πολλὲς φορὲς ὅταν ἐρχόταν στὸ φοιτητικὸ ἑστιατόριο, γρύλιζε φουρκισμένος ἀπὸ τὴν κακία τῶν ἀνθρώπων κι ἔκανε ζημιὲς στὸ πέρασμά του. Τότε ἡ δικιά του, μιὰ τεράστια ξανθιὰ Σκανδιναβέζα, ἔβγαζε ἀπ᾿ τὸ ταγάρι της ἕνα βιβλιαράκι καὶ τοῦ διάβαζε στιχάκια, σερβο-κροάτικη ποίηση, γιὰ νὰ τὸν καλμάρει. Συχνὰ ἐκεῖνος νευρίαζε περισσότερο γιὰ τὴν κακὴ προφορά της ποὺ παράλλαζε τὰ νοήματα καὶ τὴν ἔβαζε οὐρλιάζοντας νὰ προφέρει σωστὰ τοὺς στίχους. Ὕστερα ὅμως κάλμαρε καὶ τὴν ἄκουγε κι ἔλεγε κι αὐτὸς μαζί της τὰ ποιήματα ποὺ θυμόταν ἀπ᾿ ἔξω. Κάποια φορὰ τὸν εἶδα τὴν ὥρα ποὺ ἄκουγε ἕνα ποίημα νὰ πατάει τὰ κλάματα σὰ μωρό. «Τί ἔγινε ρὲ Γκόραν;». Κι αὐτὸς ἀπάντησε μὲ ἀναφιλητά: «Ἄχ, τὸ καημένο τὸ κορίτσι, ἄχ!». Ἅρπαξε τὸ βιβλίο, τὸ ἕσφιξε μέσ᾿ στὴ χερούκλα του κι ἄρχισε νὰ μοῦ μεταφράζει τὸ ποίημα στὰ γαλλικὰ ὅπως μποροῦσε, ἐνῶ τὰ δάκρυα συνέχιζαν νὰ τρέχουνε στὰ μάγουλά του. Πέρασαν πάνω ἀπὸ τριάντα χρόνια ποὺ δὲν τὸν ξαναεῖδα τὸ φίλο μου τὸ Γκόραν καὶ δὲν ξέρω τί νὰ ἀπόγινε μέσ᾿ στὸ καζάνι τῶν κεντρικῶν καὶ βόρειων Βαλκανίων ποὺ ἔβραζε. Ξέχασα καὶ τὸ ὄνομα τοῦ κλασικοῦ Σέρβου ποιητὴ ποὺ μοῦ τὸ εἶπε τότε μὲ πολλὰ ἐγκώμια γιὰ τὴ μαστοριὰ τῶν στίχων του. Ἀλλὰ δὲν ξέχασα ποτὲ τὶς εἰκόνες τοῦ ποιήματος, ὅπως μοῦ τὶς μετέδωσε ὁ φίλος μου μὲ τὰ σπασμένα γαλλικά του. Κι ἔτσι ἀπὸ μνήμης προσπάθησα νὰ τὸ ξανασυνθέσω.

10. Στὴ λίμνη Ἀχρίδα

Στίχοι: Εὐάγγελος Ζάχος
Μουσική: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς
Ἑρμηνεία: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς

Στὴ Λίμνη Ἀχρίδα ἀπὸ τὸ Βιβλικὸ κατακλυσμὸ1
ψαρεύουν ἕνα σπάνιας γεύσης ψάρι,
πάντρεμα πέστροφας μὲ σολομό,
ὅπου Κορὰν τὸ λὲν οἱ Σκιπετάροι.2

Ἐκεῖ ποὺ λές, ἀντάμωσαν προτοῦ μύρια φεγγάρια
οἱ Βλάχοι, ἀπὸ τὴ Στρούγγα, οἱ Μογλενίτες,3
οἱ Σλάβοι ἀπ᾿ τῆς Ἀχρίδας τὰ πριάρια4
κι ἀπὸ τὸ Πόγραδετς οἱ Ἀλβανίτες.

Κι εἶπαν «ταιριάζουν σὲ βασιλικὴ βεγγέρα
τοῦ ἀφέντη μας στὴν Πόλη αὐτὰ τὰ ψάρια».
Καὶ στέλναν ἀπὸ τότες πᾶσα ἡμέρα
φρέσκα Κορὰν μὲ χιόνι στὰ ταγάρια.

Καβαλαραῖοι φοβεροὶ πάντα τὰ κουβαλοῦσαν.
Σὲ κάθε χάνι ἄλλαζαν ἀραβανίτικα ἄτια,5
τὴν Ἐγνατία σ᾿ ἕνα μερόνυχτο περνοῦσαν
χιλιάδες στάδια ὡς τοῦ Βοσπόρου τὰ παλάτια!

Μετά, ὅταν πλάκωσε ἡ δυναστεία τοῦ Ὀσμάν,
οἱ Ἀχριδιῶτες, ποὺ βασιλιᾶ δὲν ξεχωρίσαν,
γιὰ τὸ Σουλτάνο στέλναν πλέον τὰ Κορὰν
κι ὡς τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους συνεχίσαν.

Πῆγα κι ἐγὼ ὁ ταπεινὸς πρόπερσι στὴν Ἀχρίδα
σὲ μιὰ ταβέρνα γιὰ νὰ πιῶ ἕνα ποτήρι,
κι ἔστειλαν οἱ ψαράδες ἕνα πιάτο
μὲ ροδοκκόκινα Κορὰν στὴν ἀφεντιά μου.

Τὸ τραγούδι ἀναφέρεται στὸ πραγματικὸ γεγονὸς τῆς ἀποστολῆς Κορὰν ἀπὸ τοὺς ψαράδες τῆς Ἀχρίδας ἀρχικὰ στὰ ἀνάκτορα τῶν αὐτοκρατόρων τοῦ Βυζαντίου καὶ ἀργότερα στὰ σαράγια τῶν Σουλτάνων τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ λίμνη Ἀχρίδα, ἡ μεγαλύτερη τῆς Βαλκανικῆς, βρίσκεται στὴν ΠΓΔΜ. Οἱ πληθυσμοὶ ποὺ ἀναφέρονται συγκεντρώθηκαν ἐκεῖ κατὰ τὴ Μεγάλη Μετανάστευση τῶν λαῶν (7ος - 9ος αἰ.). Ἐγνατία: ἡ μεγάλη ἁμαξήλατη στρατιωτικὴ καὶ ἐμπορικὴ ὁδὸς ποὺ κατασκεύασαν οἱ Ρωμαῖοι καὶ ὁδηγοῦσε ἀπὸ τὸ Δυρράχιο στὴν Κωνσταντινούπολη. Λειτούργησε σὲ ὅλη τη διάρκεια τῆς Βυζαντινῆς καὶ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.

1. Ἡ λίμνη Ἀχρίδα εἶναι ἡ μεγαλύτερη λίμνη τῆς Βαλκανικῆς χερσονήσου, μετὰ τὴ λίμνη Πρέσπα. Βρίσκεται στὴν πρώην γιουκοσλαβικὴ Δημοκρατία τῆς Μακεδονίας. Τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικό της ὄνομα ἦταν Λυχνίτις ἢ Λυχνιδός. Ἁπλώνεται σὲ 270 τετραγωνικὰ χιλιόμετρα, σ᾿ ἕνα ὑψηλὸ λεκανοπέδιο τῆς Μακεδονικῆς Ἰλλυρίας ποὺ κλείνεται ἀπὸ τὰ ἀνατολικὰ καὶ τὰ δυτικὰ ἀπὸ ψηλὰ βουνά, καὶ μόνο στὰ νότια χαμηλὰ ὑψώματα 200-300 μέτρων τὸ χωρίζουν ἀπὸ τὸ λεκανοπέδιο τῆς Κορυτσᾶς. Ἡ ἐπιφάνεια τῆς βρίσκεται σὲ ὑψόμετρο 687 μέτρων καὶ τὸ βάθος της εἶναι 280 μέτρα. Τραβάει νερὰ ὑπογείως ἀπὸ τὴ λίμνη Πρέσπα ποὺ βρίσκεται σὲ μεγαλύτερο ὑψόμετρο καὶ ἀπὸ τὶς ἄφθονες πηγὲς στὰ νοτιοανατολικά, γύρω ἀπὸ τὴν ὀνομαστὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Ναούμ. Στὸ βορρᾶ μέσα ἀπὸ μία χαράδρα, τὰ νερά της σχηματίζουν τὸ ποτάμι τοῦ Μαύρου Δρίνου ποὺ ἑνώνεται βορειότερα μὲ τὸν Ἄσπρο Δρίνο, μπαίνει στὴ βόρεια Ἀλβανία καὶ χύνεται στὴν Ἀδριατική.

2. Πολλὰ εἴδη ψαριῶν ζοῦν στὰ βαθιὰ καὶ στὴν ἐπιφάνεια τῆς λίμνης. Πέστροφες μὲ ἄσπρη ἢ μὲ ρὸζ σάρκα, ἀντζούγιες, κυπρίνοι, μπαρμπούνια, σαρδέλες τοῦ γλυκοῦ νεροῦ καὶ ἄλλα. Τὸ πιὸ φημισμένο καὶ τὸ πιὸ σπάνιο εἶν᾿ ἕνα εἶδος πέστροφας μὲ κόκκινη σάρκα ποὺ τὸ δέρμα της ἔχει κόκκινα στίγματα καὶ εἶναι διασταύρωση σολομοῦ καὶ πέστροφας.

3. Στο φρούριο τῶν Μογλενῶν, πάνω στὸ δρόμο τῆς ἀρχαίας Ἐγνατίας ποὺ ὁδηγοῦσε ἀπ᾿ τὸ Δυρράχιο τῆς Ἀλβανίας στὴ Θεσσαλονίκη, μετοικίστηκαν πολεμιστὲς ἀπ᾿ τὸν Εὐφράτη καὶ διέδωσαν στοὺς Ἀλβανούς, στοὺς Βλάχους καὶ τοὺς Σκλαβινοὺς τῆς περιοχῆς τῶν λιμνῶν Πρέσπας καὶ Ἀχρίδας, μιὰ Μανιχαϊκὴ αἵρεση, τὸν Παυλικιανισμό, ποὺ πρέσβευε τὴν «ἰσοπολιτεία» τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἀπελευθέρωση τῶν δουλοπάροικων καὶ πολεμοῦσε τὸν φεουδαλισμό. Μιὰ πλειάδα Μανιχαϊκῶν αἱρέσεων ἄνθισε στὴν περιοχή. Φουνδαῖτες ἢ Σακκοφόροι, Κουδούγεροι, Μπαμποῦνοι, Παταρίνοι, δημιούργησαν μίαν ἀτμόσφαιρα ἀνοχῆς καὶ σύμπνοιας ποὺ ἐκφράστηκε καὶ μὲ τὸ χτίσιμο οἰκισμῶν μὲ πληθυσμὸ μεικτῆς καταγωγῆς, τὶς περίφημες Ζαγκόρες ἢ Χῶρες, ὅπου γίνονταν δεκτοὶ καὶ οἱ Σκλαβινοί, οἱ ἡμινομάδες γεωργοὶ ποὺ καμιὰ ἐξουσία δὲν τοὺς ἀναγνώριζε δικαιώματα.

4. Πριάρια εἶναι οἱ λιμναῖες βάρκες χωρὶς καρίνα.

5. Αραβάνια ἣ ἀραβανίτικα ἄτια λένε τὰ ἄλογα ποὺ εἶναι γυμνασμένα ὥστε νὰ καλπάζουν χρησιμοποιώντας μία τ᾿ ἀριστερά τους πόδια ταυτόχρονα, μία τὰ δεξιά τους. Ὁ καλπασμὸς γίνεται ἔτσι πιὸ ὁμαλὸς καὶ δὲν ταρακουνιέται πολὺ ὁ καβαλάρης.

11. Κεμὰλ Ὀζμπαϊρί

Στίχοι: Εὐάγγελος Ζάχος
Μουσική: Παραδοσιακό (μελωδία τοῦ Ἐρωτόκριτου)
Ἑρμηνεία: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς καὶ Κώστας Σιδέρης

Ἀπ᾿ τῆς Ἀλάνιας1 ὁ Κεμὰλ κράταγε τὸ λιμάνι,
μὰ ὅλο τὸ σόϊ του ἤτανε Κρητικοὶ Μουσουλμάνοι,2
ποὺ φύγαν στὴν Ἀνατολὴ μετὰ τὸ Εἰκοσιένα
καὶ μίλαγε τὰ κρητικὰ καλύτερ᾿ ἀπὸ μένα.

Εἰς τὸ Στρασβοῦργο πήγαμε μαζὶ τὸν μήνα Ἰούλιο,
δυὸ βήματα ἀπ᾿ τὸ Εὐρωπαϊκὸ τὸ Κοινοβούλιο.
Σὲ μίαν ἀλάνα, σὲ σωστὸ ντενεκὲ μαχαλᾶ,
γιὰ νὰ γουστάρουμε ὄργανα καὶ νάκλια3 ἀπ᾿ τὰ καλά.

Εἶχαν πολλοὺς λυράρηδες οἱ Τουρκοκρητικοί,
ποὺ παῖζαν γιὰ ὅσους ἔρχονταν στὶς φάμπρικες ἐκεῖ,
ἀπ᾿ ὅλη τὴν Ἀνατολὴ κι ἀπὸ τὴν Ἰωνία
κι ἀπ᾿ τοῦ Βελγίου τὶς στοὲς κι ἀπὸ τὴ Γερμανία.

Κοψίδια σούβλας, παστουρμᾶ καὶ φίνο μεζεκλίκι
καὶ βέρα γλώσσα κρητική, ποὺ λέει γιὰ σεβνταλίκι.
Τριγύρω στὶς παρέες τους ἐνῶ τσιμπολογοῦσα,
λέγαν τὸν Ἐρωτόκριτο, λέγαν τὴν Ἀρετοῦσα.

Μὰ ὅπως τὰ σκάτωσαν μετὰ ἡ Ἑλλάδα κι ἡ Τουρκία,
πέθανε ὁ φίλος μου ὁ Κεμάλ,4 κάπου στὴ Ἑσπερία,
χωρὶς ποτὲ ν᾿ ἀξιωθεῖ νὰ δεῖ τὸν Ψηλορείτη,
τὸν τόπο τῶν πατέρων του, τὴν ὄμορφη τὴν Κρήτη!

1. Ἀλάνια εἶναι μία μικρὴ πόλη, τῆς νότιας Μικρασίας στὸν κόλπο τῆς Ἀττάλειας.

2. Τουρκοκρητικοὺς ὀνομάζουν συνήθως τοὺς Κρητικοὺς ποὺ ἔγιναν Μουσουλμάνοι πρὶν καὶ μετὰ τὴν κατάκτηση τοῦ νησιοῦ ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς τὸ 1680. Διακόσια χρόνια ἀργότερα οἱ ἐξισλαμισμένοι καὶ ἑλληνόφωνοι Κρητικοὶ θεωρήθηκαν Τοῦρκοι καὶ ἄρχισαν νὰ πιέζονται ἀπὸ τὴν ἀνεξάρτητη Κρήτη νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ νησί. Ἐκπατρίστηκαν σταδιακὰ γιὰ νὰ ἐγκατασταθοῦν στὰ παράλια της Μικρᾶς Ἀσίας. Στὴ νέα τους πατρίδα, στὴν Ἰωνία καὶ στὴ Νότια Μικρασία, συνέχισαν νὰ μιλᾶνε τὴν κρητικὴ διάλεκτο καὶ νὰ διατηροῦν τὰ ἔθιμά τους, τὰ τραγούδια, τοὺς χοροὺς καὶ φυσικὰ τὴν κρητικὴ λύρα.

3. Νάκλια στὴν κρητικὴ διάλεκτο εἶναι τὰ ἀνέκδοτα, τὰ καλαμπούρια.

4. Ὁ Κεμάλ Ὀζμπαϊρὶ ὁ Τουρκοκρητικός, ποὺ τὸ ὄνομά του στὰ τούρκικα σημαίνει «αὐθεντικὸ λιβάδι», ἦταν ἕνας σπάνιος ἄνθρωπος ποὺ ὁ χαρακτήρας του ἀντιστοιχοῦσε στὸ ὄνομά του. Ἦταν σὰν τὰ ψηλὰ λιβάδια τοῦ Ταύρου τῆς Κιλικίας, ὅπου ἀνθίζουν τὰ πιὸ σπάνια λουλούδια. Ἦταν καθηγητὴς τῆς γαλλικῆς φιλολογίας στὴ Μέση Ἐκπαίδευση στὴν Ἀλάνια καὶ στὴν Ἀττάλεια ὅταν στὴ δεκαετία τοῦ ῾50 καὶ τοῦ ῾60 ἐμφανίστηκαν στὴ Νότια Μικρασία Γάλλοι ἐθνογράφοι γιὰ νὰ μελετήσουν τοὺς νομάδες τοῦ Ταύρου. Ὁ Κεμὰλ ἤξερε τὰ λημέρια τῶν νομάδων, τοὺς ἐξωτικοὺς μύθους καὶ τὶς παραδόσεις τους κι ὁδηγοῦσε τοὺς Γάλλους στὰ καμπίσια καταλύματα τῶν παλαιῶν νομάδων, ἀλλὰ καὶ στὰ ψηλὰ λιβάδια τοῦ Ταύρου. Τὸν γνώρισα στὸ Παρίσι, σὲ μιὰ συζήτηση Ἐθνολόγων καὶ Ἀνθρωπολόγων ὅπου μοῦ τὸν σύστησαν ὡς Τοῦρκο. Τὸν ἄκουσα ὅμως νὰ βρίζει στὴν Κρητικὴ διάλεκτο καὶ κατάλαβα ποιὰ ἦταν ἡ καταγωγή του. Ὕστερα πήγαμε καὶ ἤπιαμε μαζὶ ρακὶ γιὰ νὰ γίνουμε φίλοι καὶ μεθύσαμε καὶ τραγουδήσαμε τραγούδια Κρητικὰ καὶ Ποντιακά.

12. Στὴ Ρούσα τὴν πεντάμορφη

Στίχοι: Εὐάγγελος Ζάχος
Μουσική: Εὐάγγελος Ζάχος
Ἑρμηνεία: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς καὶ Κώστας Σιδέρης

Στὴ Ρούσσα1 τὴν πεντάμορφη, -ἀλ ἐλμά, βὲρ ἐλμά2
τῆς Μέλισσας τὴν κόρη
μίλησε τὸ καρὰ γιλάν,3 -ἀλ ἐλμά, βὲρ ἐλμά
μαύρου φιδιοῦ τ᾿ ἀγόρι, -βὲρ γκιουζὲλ ἐλμά.

Θὰ ρθοῦνε νὰ σὲ κλέψουνε, -ἀλ ἐλμά, βὲρ ἐλμά
οἱ σύντεκνοι τοῦ δράκου
ἔλα μαζί μου νὰ σωθεῖς, -ἀλ ἐλμά, βὲρ ἐλμά
καὶ τὸ σεβντά μου ἄκου, -βὲρ γκιουζὲλ ἐλμά.

Μὰ ἡ Ρούσσα ἡ Πεντάμορφη, -ἀλ ἐλμά, βὲρ ἐλμά
τὶς μέλισσες μαζώνει
καὶ μὲς τὸ κάστρο τῆς Μπὰλ Κήζ,4 -ἀλ ἐλμά, βὲρ ἐλμά
κλείνεται καὶ γλυτώνει, -βὲρ γκιουζὲλ ἐλμά.

Κι ἔρχεται ὁ δράκοντας Γεσίλ, -ἀλ ἐλμά, βὲρ ἐλμά
τῶν σερπετῶν φοβέρα
ποὺ κυβερνάει τὰ δώδεκα, -ἀλ ἐλμά, βὲρ ἐλμά
τὰ ζώδια στὸν αἰθέρα, -βὲρ γκιουζὲλ ἐλμά.

Μὰ μπρὸς στὸ κάστρο τῆς Μπὰλ Κίζ, -ἀλ ἐλμά, βὲρ ἐλμά
ὁ δράκοντας βαλτώνει
κι ὁ πονηρὸς Καρὰ Γιλᾶν, -ἀλ ἐλμά, βὲρ ἐλμά
σ᾿ ἕνα μῆλο τρυπώνει, -βὲρ γκιουζὲλ ἐλμά.

Στὴ Ρούσσα τὸ προσφέρουνε, -ἀλ ἐλμά, βὲρ ἐλμά
κι ἐκείνη τὸ δαγκάνει
καὶ δίχως ἄλλην ἀφορμή, -ἀλ ἐλμά, βὲρ ἐλμά
τὴν παρθενιά της χάνει, -βὲρ γκιουζὲλ ἐλμά.

Τὸ τραγούδι ἀναφέρεται στὸ μύθο τῆς Ρούσσας τῆς Πεντάμορφης, (Σαρὶ Κὶζ δηλαδὴ Ξανθὴ Κόρη) ποὺ τὸ ἱερό της ὑπάρχει στὸ Κὰζ Ντὰγ (Ὄρος τῶν Χηνῶν) στὴ χερσόνησο τῆς Τρωάδας, πάνω ἀπὸ τὴν Λέσβο. Ἡ προέλευσή του ἐντοπίζεται στὴν Παμφυλία, ὅπου κυκλοφορεῖ ἕνας μύθος ἀντίστροφος ἀπὸ αὐτὸν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας: ὁ πονηρὸς ἄνδρας δίνει στὴν ἀγαθὴ γυναίκα νὰ φάει ἕνα μῆλο μέσα στὸ ὁποῖο εἶναι κρυμμένο φαλλικὸ σύμβολο. Ἡ ἀνάμειξη πολλῶν γλωσσῶν στὸ ἴδιο τραγούδι ἀνάγεται στὸν 17ο αἰ. καὶ ὀφείλεται σὲ ἕνα κοινωνικὸ κίνημα. Ἀλ ἐλμά: πάρε μῆλο. Βὲρ ἐλμά: δῶσε μῆλο. Καρά: μαῦρος. Γιλάν: φίδι. Μπάλ: μέλισσα, μέλι. Κίζ: κόρη, κορίτσι. Βὲρ γκιουζὲλ ἐλμά: δῶσε ὡραῖο μῆλο. Γεσίλ: πράσινος

1. Ὁ μύθος τῆς Ρούσας της πεντάμορφης ἢ Σαρῆ-Κήζ, τῆς Ξανθῆς Κόρης, ποὺ τὸ ἱερό της ὑπάρχει στὸ Ὄρος τῶν Χηνῶν πάνω ἀπ᾿ τὴν Τροία, προέρχεται ἀπὸ τὴν Παμφυλία, μιὰ μικρὴ περιοχὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀνάμεσα στὴ Λυκία καὶ στὴν Κιλικία, στοὺς πρόποδες τοῦ Ταύρου, στὸν κόλπο τῆς Ἀττάλειας. Ἐκεῖ κυκλοφορεῖ ἕνας μύθος παράλληλος τῆς Βίβλου, μητριαρχικῆς ὅμως ἔμπνευσης. Ὁ πονηρὸς Ἀδὰμ πείθει τὴν ἀγαθὴ Εὔα νὰ φάει τὸ μῆλο ποὺ μέσα του εἶναι κρυμμένο τὸ φαλλικὸ σύμβολο τοῦ φιδιοῦ.

2. Οἱ τούρκικες φράσεις ποὺ προστίθενται ἀνάμεσα στοὺς στίχους σημαίνουν: ἇλ ἐλμὰ - πάρε μῆλο, βὲρ ἐλμὰ - δῶσε μῆλο, βὲρ γκιουζὲλ ἐλμὰ - δῶσε ὡραῖο μῆλο. Εἶναι ἀπὸ τραγούδι τῆς Οἰνόης τοῦ Πόντου. Ἡ ἀνάμειξη πολλῶν γλωσσῶν στὸ ἴδιο τραγούδι ἔγινε συνήθειο χάρις σ᾿ ἕνα κίνημα κοινωνικό. Στὴ Θεσσαλονίκη στὰ μέσα τοῦ 17ου αἰῶνα ὁ Ἰσραηλίτης ραββῖνος καὶ ποιητὴς Σαμπατάι Σεβὶ ξεκίνησε τὴν προσπάθεια συνένωσης τῶν τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν τῆς Ἀνατολῆς. Πάνω ἀπὸ τετρακόσιες χιλιάδες κόσμος, Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι καὶ Ἰσραηλίτες, κατευθύνθηκαν μὲ τὰ πόδια πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη, σὲ μιὰ εἰρηνικὴ διαδήλωση γιὰ νὰ πείσουν τὸν Σουλτάνο νὰ ἑνώσει τὶς τρεῖς θρησκεῖες καὶ ν᾿ ἀποκτήσουν ὅλοι ἴσα δικαιώματα. Ἀλλὰ ὁ Σουλτάνος ἐπέμενε νὰ γίνουν ὅλοι Μουσουλμάνοι καὶ ν᾿ ἀποκτήσουν ἔτσι ἰσονομία. Μετὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἐξισλαμισμὸ τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ κινήματος, ποὺ ἔπεισε πολλοὺς Ἰσραηλίτες νὰ ἐξισλαμιστοῦν εἰκονικά, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς διαδηλωτὲς γύρισαν στὰ σπίτια τους ἀπογοητευμένοι. Ἕνα ἀπὸ τὰ ἐπακόλουθα στάθηκε τὸ «γλεντζέδικο κίνημα», τὸ «Χασίντ», ποὺ ξέσπασε στὰ Καρπάθια ὄρη ὅταν ὁ Ἰσραηλίτης μουσικὸς Ἰσραὴλ Σὲμ Τὸβ προσπάθησε νὰ περιθάλψει τοὺς βόρειους Ἰσραηλίτες, τοὺς Ἀσκεναζίμ, ποὺ γυρνοῦσαν ἀπὸ τὴ διαδήλωση τῆς Κωνσταντινούπολης στὴν Οὐκρανία, ἐνῶ τοὺς λιάνιζαν οἱ Κοζάκοι στὸ δρόμο. Σ᾿ ἕνα πρόχειρο ξενώνα-νοσοκομεῖο, τοὺς δίδασκε πὼς τὸ μόνο νόημα τῆς ζωῆς ἦταν τὸ γλέντι καὶ πὼς αὐτὸ μονάχα ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους πέρα ἀπὸ θρησκεῖες καὶ οἰκονομικὰ συμφέροντα. Στὰ γλεντζέδικα τραγούδια ποὺ σκαρφίστηκε ἀνακάτευε τὶς γλῶσσες γιὰ νὰ μαθαίνουν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἀνακατεύονται. Τὸ μήνυμά του τὸ υἱοθέτησαν ἀμέσως οἱ μουσικοί. Τὸ ἑνωτικὸ κίνημα τῶν λαῶν μέσῳ τῶν γλωσσῶν τους, πραγματικὸ ἀντιρατσιστικὸ κίνημα, διαρκεῖ ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα σὲ ὅλες τὶς χῶρες τῆς Παλαιᾶς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Στὴ Θεσσαλονίκη κύριος ἐκπρόσωπος τοῦ στάθηκε ὁ Ἑβραῖο-μουσουλμάνος ρεμπέτης Ἀβραὰμ Ἐφέντης, ποὺ κυκλοφοροῦσε τραγουδώντας μὲ τεράστιο σουξὲ σ᾿ ὅλη τὴν Ἀνατολή, ἀπὸ τὴ Βοσνία ὡς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἀνακατεύοντας στὰ τραγούδια του πολλὲς γλῶσσες. Στὴν Ἑλλάδα κυκλοφοροῦν ἀκόμα σήμερα ἀπόηχοι αὐτοῦ τοῦ κινήματος. Παράδειγμα τὸ γνωστὸ τραγούδι ἡ Γιουλμπαχάρ, ποὺ τὸ ρεφρέν του τὸ ψάρεψε ὁ Τσιτσάνης στοὺς τεκκέδες στὴ Θεσσαλονίκη τὸ 1937-1938, ὅταν ἦταν ἐκεῖ φαντάρος καὶ ἔπαιζε μπουζούκι μαζὶ μὲ τὸ Μάρκο Βαμβακάρη καὶ τὸ Γιάννη Παπαϊωάννου:
Γιὰ Ραμπὶ τὸ γιὰ Ραμπί, γιὰ Ραμπὶ τὸ Γιαχαβάχα, λουλούδι μου Γιούλ-Μπαχάρ! Ποὺ σημαίνει: Κύριος ὁ θεὸς τῶν Μουσουλμάνων (ὁ Γιαραμπής), Κύριος κι ὁ θεὸς τῶν Ἰουδαίων (ὁ Ἰεχωβᾶς).

3. Καρά γιλὰν θὰ πεῖ «τὸ μαῦρο φίδι».

4. Μπὰλ Κὴζ σημαίνει «κόρη τοῦ μελιοῦ».

13. Ἡ Νεκρανάσταση τοῦ Ἀλῆ

Στίχοι: Εὐάγγελος Ζάχος
Μουσική: Λάμπρος Τσίγγας
Ἑρμηνεία: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς

Ὁ Ἀλής1, τ᾿ ἀσλάνι2 τοῦ Θεοῦ, προτοῦ πεθάνει
κάλεσε τὰ παιδιά του στὸ ντιβάνι
τὸν Χουσεῒν3 μαζὶ μὲ τὸ Χασάνη4
κι εἶπε τὸ τελευταῖο του φιρμάνι:

Τὴ Ζουλφικὰρ προσέχτε τὸ σπαθί μου
νὰ μπεῖ στὴν κάσα μου καὶ πάρτε τὴν εὐχή μου.
Κι ἀφῆστε με μονάχο στὸ πατάρι
ποὺ θά ῾ρθει ἕνας φακίρης νὰ μὲ πάρει.

Τ᾿ ἀγόρια τὸν βολέψαν καὶ κρυφτῆκαν
νὰ δοῦνε ποιὸς θὰ ῾ρχότανε σκεφτῆκαν.
Μὰ ὁ ξένος εἶχε πρόσωπο κρυμμένο,
μὲ πέπλο μυστηρίου σκεπασμένο.

Τ᾿ ἀγόρια τὶς γκαμῆλες πλησιάζουν
ποὺ κουβαλοῦσαν τὸν Ἀλῆ κι ἁρπάζουν
τὸν πέπλο τοῦ φακίρη. Τότε ἐφάνη
ὁ ἴδιος ὁ Ἀλῆς, τοῦ Θεοῦ τ᾿ ἀσλάνι.

Κι ἔφυγε μέσ᾿ στὴν ἔρημο, ἐκεῖ πέρα,
μὰ θὰ ξαναγυρίσει κάποια μέρα
ὁ Ἀλῆς θανάτῳ θάνατον πατήσας,
λιοντάρι τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ψυχῆς σας.

1. Ἀλὴς ἦταν ἐξάδελφος τοῦ Προφήτη Μωάμεθ καὶ ἄντρας τῆς κόρης του Φατιμᾶς. Ἀποδέχτηκε τὴ διδασκαλία τοῦ Μωάμεθ πρῶτος, μετὰ τὴ σύζυγο τοῦ προφήτη Χατιτσὲ ἢ κατ᾿ ἄλλη παράδοση, δεύτερος μετὰ τὸν πεθερὸ τοῦ Προφήτη Ἀμποὺ Μπέκρ. Ὁρίστηκε ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῶν ἱδρυτικῶν στελεχῶν τοῦ Ἰσλὰμ ὡς τέταρτος Χαλίφης, τοποτηρητὴς τοῦ Προφήτη. Οἱ ὀπαδοί του, οἱ Ἀλῆδες ἢ Ἀλεβίτες ἢ Ἀλαουίτες ἢ Σιίτες, θεώρησαν πὼς ἦταν ὁ νόμιμος διάδοχος τοῦ Μωάμεθ. Οἱ ὑπόλοιποι Μουσουλμάνοι ποὺ θεωροῦν ὅτι ὁ τοποτηρητὴς τοῦ Προφήτη ἔπρεπε νὰ ἐκλέγεται, δέχονται τὸν Ἀλῆ ὡς μεγάλο Ἅγιο τοῦ Ἰσλάμ. Δολοφονήθηκε ἀπὸ ὀπαδοὺς τοῦ ἀντιπάλου κόμματος, ἀλλὰ οἱ Ἀλεβίτες δὲ δέχτηκαν ποτὲ πὼς πέθανε καὶ περιμένουν πὼς θὰ ξαναγυρίσει. Οἱ Ἀλεβίτες ἔδειξαν πάντα περισσότερη ἀνοχὴ ἀπέναντι στὶς ἄλλες θρησκεῖες καὶ ἰδιαίτερα ἀπέναντι στὸν Ἀνατολικὸ Χριστιανισμό. Ἄλλωστε δέχονται τὴν Ἁγία Τριάδα, τὴν ἀρχὴ τῆς τριαδικότητας, ἐνῶ οἱ ἄλλοι Μουσουλμάνοι ἦταν εἴτε μονιστές, σὰν τοὺς Ἰουδαίους, εἴτε δυϊστές, σὰν τοὺς Παυλικιανοὺς τῆς Μικρασίας καὶ τοὺς Μανιχαίους τῶν Βαλκανίων.

2. Ἀσλάνι, ἀπὸ τὴν τούρκικη λέξη «ἀρσλὰν» σημαίνει λιοντάρι. Ἡ παρομοίωση τοῦ Ἀλῆ μὲ λιοντάρι τοῦ Θεοῦ, θυμίζει ἀνάλογη παρομοίωση τοῦ Χριστοῦ: «ἀναπεσὼν ἐκοιμήθη ὡς λέων, τὶς ἐγερεῖ αὐτόν»!

3. Ὁ Χουσεῒν ἦταν δευτερότοκος γιὸς τοῦ Ἀλῆ. Μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ πατέρα του δὲ συμφώνησε μὲ τὴν παραίτηση τοῦ ἀδελφοῦ του πρὸς ὄφελος τοῦ Μωάβια καὶ κήρυξε ἐπανάσταση ἐνάντια στὴν ἐξουσία τῆς Δαμασκοῦ. Ὁ στρατὸς ποὺ ἔστειλε ὁ Γεζίντ, ὁ γιὸς τοῦ Μωάβια, συνάντησε τοὺς Ἀλεβίτες στὴν Κέρμπελα ἢ Καρμπάλα, κοντὰ στὸν Εὐφράτη, στὶς 10 Ὀκτωβρίου τοῦ 680. Στὴ μάχη ἔπεσε ὁ Χουσεῒν μαζὶ μὲ δεκαεννιὰ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογένειας τοῦ Ἀλῆ καὶ πολλοὺς ὀπαδούς του. Ἡ ἐπέτειος τοῦ θανάτου του γιορτάζεται κάθε χρόνο σὰν ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, μὲ πένθιμες τελετὲς κατὰ τὶς ὁποῖες οἱ πιστοὶ αὐτομαστιγώνονται καὶ στηθοχτυπιοῦνται, ὅπως κάνουν σὲ ἔνδειξη πένθους καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπώλεια κάποιου δικοῦ τους ἢ κάποιου ἡγετικοῦ τους στελέχους. Στὶς τελετὲς αὐτὲς παίζεται κι ἕνα μελῳδικὸ δράμα, ὀνομαζόμενο «ταζιέ», ἀνάλογο μὲ τὸν Ἐπιτάφιο Θρῆνο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

4. Ὁ Χασὰν ἦταν γιὸς τοῦ Ἀλῆ καὶ τῆς Φατιμᾶς, τῆς κόρης τοῦ Προφήτη Μωάμεθ. Ὑπῆρξε ὁ πέμπτος Χαλίφης τοῦ Μωάμεθ. Μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ πατέρα του ἀνακηρύχθηκε διάδοχός του τὸ 664 μ.Χ. ἀπὸ τοὺς ὀπαδούς του. Μὴ θέλοντας ὅμως ἐμφύλιο πόλεμο μὲ τὸν χαλίφη τῆς Δαμασκοῦ Μωάβια, παραιτήθηκε μὲ τὸν ὅρο νὰ διαδεχθεῖ τὸ Μωάβια. Ἀλλὰ πέθανε, ἑφτὰ χρόνια ἀργότερα, ἀπὸ ὕποπτο θάνατο.

14. Ἀνατολὴ Ἀνατολῶν

Στίχοι: Εὐάγγελος Ζάχος
Μουσική: Ἐλεύθερη διασκευὴ στὸ Ἐξαποστειλάριον
τῶν Χριστουγέννων «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς»
Ἑρμηνεία: Φίλιππος Παπαφιλίππου

Ἀνατολὴ ἀνατολῶν καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ

Ὁ δρόμος εἶναι δύσβατος κι ἀτέλειωτος μπροστά τους,
μὰ ὅλο πρὸς σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ πετᾶνε τὰ ὄνειρά τους.
Τρέχουν πρὸς τὴν ἀνατολή, κι ἂς εἶναι τόσο ξένη,
μὰ ὅσο τὴν ζυγώνουνε, στὸ βάθος ξεμακραίνει.

Ἀπὸ τὴ δύση ἔρχονται, φαίνονται κουρασμένοι,
γιατὶ τὄχουν στὴν μοίρα τους νὰ ὁδεύουνε σκυμμένοι.
Τρέχουνε νὰ τὴ φτάσουνε καὶ νἄτηνε μπροστά τους,
μὰ ὅσο τὴν ζυγώνουνε, γλιστράει πάλι μακριά τους.

Ἡ ἀνατολὴ μένει γι᾿ αὐτοὺς πάντα μιὰ χώρα ξένη,
ὅπου κρατάει ἐπίμονα τὴν πόρτα της κλεισμένη.
Καὶ πάντα πεισματάρικα κρατάει τὰ μυστικά της,
γιὰ νὰ τὰ λέει στὰ κρυφά, τὴ νύχτα, στὰ παιδιά της. (δίς)

Ἐξαποστειλάριον τῶν Χριστουγέννων.
Ἦχος γ´. Αὐτόμελον.

Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς, ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν,
ἀνατολὴ ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ,
εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν·
καὶ γὰρ ἐκ τῆς Παρθένου ἐτέχθη ὁ Κύριος.


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Παίζουν οἱ:
Κώστας Βόμβολος - ἀκορντεόν
Χάρης Παπαδόπουλος - μπουζούκι
Δημήτρης Πολυζωΐδης - βιόλα
Μιχάλης Σιγανίδης - κοντραμπάσο
Κώστας Σιδέρης - μεσομπούζουκο
Γιῶργος Ταμκατζόγλου - κιθάρες
Φλῶρος Φλωρίδης - κλαρίνο, μπάσο κλαρίνο, σοπράνο σαξόφωνο

Ἐνορχήστρωση: Χειμερινοὶ Κολυμβητές
Διεύθυνση ὀρχήστρας: Κώστας Βόμβολος

Στὰ τραγούδια ἀκούγονται:

  1. ἀκορντεόν, κιθάρες, σοπράνο σαξόφωνο, κοντραμπάσο, μπουζούκι, φωνές
  2. ἀκορντεόν, κιθάρα, κλαρίνο, κοντραμπάσο, μεσομπούζουκο, μπουζούκι, φωνές
  3. ἀκορντεόν, κιθάρα, κοντραμπάσο, μπάσο κλαρίνο, φωνές
  4. ἀκορντεόν, βιόλα, κιθάρα, κοντραμπάσο, μπουζούκι, φωνές
  5. ἀκορντεόν, βιόλα, κιθάρα, κλαρίνο, κοντραμπάσο, μπουζούκι, φωνές
  6. ἀκορντεόν, κιθάρα, κλαρίνο, κοντραμπάσο, μζαομπούζουχο, μπουζούκι, φωνές
  7. ἀκορντεόν, κιθάρα, κοντραμπάσο, μπάσο κλαρίνο, μπουζούκι, φωνές
  8. ἀκορντεόν, κιθάρες, κοντραμπάσο, μπουζούκι, φωνή
  9. βιόλα, φωνὴ
  10. ἀκορντεόν, βιόλα, κιθάρα, κλαρίνο, κοντραμπάσο, μπουζούκι, φωνὴ
  11. ἀκορντεόν, κιθάρα, κλαρίνο, κοντραμπάσο, μεσομπουζουκο, μπουζούκι, φωνές
  12. ἀκορντεόν, κοντραμπάσο, μπάσο κλαρίνο, φωνές
  13. ἀκορντεόν, κιθάρα, κλαρίνο, κοντραμπάσο, μεσομπουζουκο, μπουζούκι, φωνή
  14. φωνή

Παραγωγή: Ἐταιρία Γενικῶν Ἐκδόσεων Α.Ε.
Ὑπεύθυνη παραγωγῆς: Ντόρα Ρίζου

Ἐπιμέλεια παραγωγῆς: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς

Ἡ ἠχογράφηση ἔγινε ἀπ᾿ τοὺς Ἰσαὰκ Μήτκα καὶ Γιάννη Παξεβάνη, στὸ στούντιο «Ἀγροτικόν», στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ μίξη ἀπ᾿ τὸν Γιάννη Παξεβάνη, στὸ στούντιο «Ν», στὴν Ἀθήνα. (Νοέμβριος 2005)
Ψηφιακὴ ἐπεξεργασία: Θοδωρὴς Χρυσανθόπουλος

Ἐξώφυλλο (φωτ.: ἀρχαῖο νεκροταφεῖο στὴ Θράκη): Ἀργύρης Μπακιρτζῆς

Κείμενο: Εὐάγγελος Ζάχος-Παπαζαχαρίου

Γραφιστικὴ ἐπιμέλεια: Ἀργυρὼ Σύριγγα - Πολύτροπον

Διαχωρισμοί: Colornet

Ἐκτύπωση: Fabel Sound

Γιὰ περισσότερες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὰ ἄγνωστα φαινόμενα καὶ λέξεις, βλέπε τὰ βιβλία τοῦ Εὐ. Ζάχου-Παπαζαχαρίου, «Ἀνατολὴ Ἀνατολῶν» καὶ «Παραμυθένια Βαλκάνια» Ἀθήνα 2005, ἐκδόσεις Ἀλήστου Μνήμης, Χαριλάου Τρικούπη 22, Ἀθήνα 106 79, τήλ. 210-3623092, e-mail: alfeios@acci.gr


ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Και τί δὲν περιέχει τοῦτος δῶ ὁ μπαχτσές. Σὲ μία ἐποχὴ θρησκευτικῆς μισαλλοδοξίας καὶ ἐθνικιστικῆς ἔξαρσης, ποὺ μᾶς κληρονόμησε ὁ 19ος αἰώνας, τὰ τραγούδια τοῦ δίσκου, μὲ τοὺς γνωστοὺς μουσικοὺς κώδικες ἐπικοινωνίας τῶν Χειμερινῶν Κολυμβητῶν, ἐπιχειροῦν μία περιήγηση στὸν γεωγραφικὸ χῶρο ποὺ ἀποτελεῖ τὴν κληρονομιὰ τοῦ Βυζαντίου καὶ κατόπιν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἀπὸ τὴν Ἀχρίδα μέχρι τὴ Βαγδάτη καὶ τὸν Καύκασο, μέχρι καὶ τὶς ἐσχατιὲς τῆς Ἀνατολῆς, ἀνιχνεύοντας ὅ,τι ἑνώνει τοὺς λαοὺς καὶ ὄχι ὅ,τι τοὺς χωρίζει. Τοὺς κοινοὺς μύθους, τοὺς κοινοὺς ἢ ἀντίστοιχους ἥρωες καὶ ἁγίους, ὅπως ὁ Διγενής, ὁ Κιόρογλου κι ὁ Ἄη Γιώργης. Τὰ συμβάντα ποὺ μαρτυροῦν τὶς κοινωνικὲς καὶ οἰκονομικὲς αἰτίες ποὺ κρύβονται πίσω ἀπὸ τὶς θρησκευτικὲς καὶ ἐθνικιστικὲς ἀντιπαραθέσεις. Μᾶς ταξιδεύουν στὶς περιηγήσεις τοῦ Πούσκιν στὸν Καύκασο. Ἀνατολίτικο κάντρι γουέστερν στὸ στὶλ τοῦ Μορρικόνε, ἀναφορὰ στὸν Σαγιὰτ Νοβὰ καὶ στὴν βιογραφικὴ ταινία «Τὸ χρῶμα τοῦ ροδιοῦ» τοῦ Σεργκέι Παραντζάνωφ. Ἁγιωργήτικο διηγηματικὸ ἄσμα στὸ στὶλ τῶν δημωδῶν, τῶν πανηγυριῶν καὶ τῶν πλανόδιων ἀσίκηδων τραγουδιστάδων. Ῥεμπέτικο Σμυρναίικο ἀπὸ τοὺς στίχους τοῦ τσιγγάνου ποιητὴ Ἀμπντοὺλ Χασὰν ἐλ Νουρὶ ποὺ ἔψαχνε τὸν προσωπικό του δρόμο πρὸς τὴ θέωση. Τὸ ἔπος τοῦ Κιόρογλου Νεστανῆ ποὺ θὰ πεῖ «ὁ γιὸς τοῦ τυφλοῦ». Ὁ Κιόρογλου εἶναι ἓν καὶ τὸ αὐτὸ μὲ τὸν Διγενῆ Ἀκρίτα, ἰσχυρίζονται κάποιοι μελετητές. Μιὰ ἐπαναστατικὴ θεωρία ποὺ ἔγινε πράξη ἤτανε καὶ ἡ διακήρυξη τῶν Μαστόρων τοῦ Ἐρντεμπίλ. Οἱ σαλοὶ δὲν εἶναι μόνον ἅγιοι τῆς ἐκκλησίας. Κι οὔτε ἔχουν μόνο αὐτοὶ στενὴ σχέση μὲ τὴ φύση καὶ τὰ ζῶα. Ταξίμι γιὰ τὸ κλείσιμο τῆς ἀλβανικῆς βεντέτας. Ἐλεγεία στὸν Μάρκο Κράλη ποὺ ἅγιασε ὡς λαϊκὸς ἥρως, προστάτης τῶν φτωχῶν, εἰσηγητὴς τῆς συναδέλφωσης καὶ τῆς συμφιλίωσης. Σερβικὸ ἀντιπολεμικὸ μοιρολόι μὲ τὴ βιόλα νὰ στριγκλίζει. ᾨδὴ στὸ ψάρι ποὺ τὸ λὲν Κοράν. Ῥιζίτικα κάλαντα τοῦ Κεμὰλ τοῦ τουρκοκρητικοῦ. Ἕνα ἔξοχο δεῖγμα στὴν παράδοση τῶν μεικτῶν πολυγλωσσικῶν τραγουδιῶν, μιὰ παραλλαγὴ στὸν μύθο τῆς πρωτόπλαστης Εὔας. Νεκρικὸ ἄσμα, τοῦ θάρρους καὶ τῆς ἐπιστροφῆς. Ψαλμὸς σὲ ἦχο τρίτο, μονωδία βυζαντινή. Αὐτὰ κι ἄλλα πολλὰ [π.χ. κάποτε ἡ λέξη τοῦρκος ἦταν ὑποτιμητική, σχεδὸν βρισιά] βρίσκονται λεπτομερῶς ἀνεπτυγμένα στὸ 36 σελίδων βιβλιαράκι ποὺ συνοδεύει τὸ ἐκπληκτικὸ αὐτὸ δισκάκι. Μελατᾶται σὰ μιὰ βίβλος τοῦ πρόσφατου ἱστορικοῦ μας παρελθόντος μπλεγμένου σὲ θρύλους παραδόσεις καὶ παραλογές. Ἀπολαμβάνεται ὡς μιὰ νέα προσπάθεια ἑνωτικοῦ πνεύματος γιὰ τὴν ἁρμονικὴ συνύπαρξή μας, ὅπως τὴν ὁραματίστηκε ὁ Ρήγας κι ὁ Σαμπατάι Σεβή. Ὁ τίτλος τοῦ δίσκου, ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο τραγούδι, παραπέμπει στὴν πόλη τοῦ δυτικοῦ Ἀζερμπαϊτζᾶν, Ἐρντεμπίλ, ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ ὁρίστηκαν, ἀπὸ σούφηδες- μοναχοὺς ποὺ ἦταν ταυτόχρονα καὶ μαστόροι σὲ διάφορες μεταποιητικὲς δραστηριότητες, οἱ κανόνες τῆς λειτουργίας τοῦ παζαριοῦ· τοῦ χώρου ὅπου γινόταν στὸ ἑξῆς ἡ ἀνταλλαγή, τὸ ἀλισ-βερίσι, χωρὶς τὴν ἐπέμβαση μεσαζόντων, δηλαδὴ ἐμπόρων, ἀνάμεσα στὸν παραγωγὸ καὶ τὸν καταναλωτή, τοῦ ὁποίου ἡ ἰδέα διαδόθηκε ἀμέσως στὴν Κεντρικὴ καὶ Δυτικὴ Ἀσία, στὶς Ἰνδίες, στὴν Ἀφρικὴ καὶ σ᾿ ἕνα μεγάλο μέρος τῆς Εὐρώπης, καὶ παντοῦ οἱ λαοὶ τὸ δέχτηκαν μὲ ἐνθουσιασμό. Τὸ ἐκτεταμένο ἔνθετο κείμενο εἶναι ἐπίσης τοῦ Εὐ. Ζάχου, γνωστοῦ ἀπὸ τὰ βιβλία του «La poesie populaire des Grecs» (1966), «Albanie» (1971), «Histoire politique des alphabets utilises dans les Balkans» (1975), «Ἡ πιάτσα» (1980), «Τὸ λεξικὸ τῆς πιάτσας» (1981), «Ὁ ἄλλος Θεόφιλος» (1998), κ.ἄ. βιβλία καὶ ἄρθρα. Μαζὶ μὲ τοὺς Χειμερινοὺς Κολυμβητὲς συμπράττει μὲ τὴ βιόλα του ὁ ἐκ τῶν ἀρχικῶν μελῶν τοῦ συγκροτήματος Δημήτρης Πολυζωίδης, ποὺ ζεῖ μόνιμα στὴν Αὐστρία, καθὼς καὶ κλιμάκιο τῶν ὑπερηλίκων καὶ δυσκόλως ἐγειρομένων πλέον, μελῶν τῆς χορωδίας ΡΟΞ.