The Happy Prince, by Oscar Wilde |
Ὄσκαρ Οὐάιλδ - Ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας |
HIGH ABOVE the city, on a tall column, stood
the statue of the Happy Prince. He was gilded all over with thin leaves
of fine gold, for eyes he had two bright sapphires, and a large red ruby
glowed on his sword-hilt. He was very much admired indeed. «He is as beautiful as a weathercock,» remarked one of the Town Councillors who wished to gain a reputation for having artistic tastes; «only not quite so useful,» he added, fearing lest people should think him unpractical, which he really was not. «Why can't you be like the Happy Prince?» asked a sensible mother of her little boy who was crying for the moon. «The Happy Prince never dreams of crying for anything.» «I am glad there is some one in the world who is quite happy,» muttered a disappointed man as he gazed at the wonderful statue. «He looks just like an angel,» said the Charity Children as they came out of the cathedral in their bright scarlet cloaks and their clean white pinafores. «How do you know?» said the Mathematical Master, «you have never seen one.» «Ah! but we have, in our dreams,» answered the children; and the Mathematical Master frowned and looked very severe, for he did not approve of children dreaming. |
ΨΗΛΑ ΠΑΝΩ ἀπ᾿ τὴν πόλη, σὲ μιὰ μεγάλη κολώνα,
ὀρθώνεται τὸ ἄγαλμα τοῦ εὐτυχισμένου πρίγκιπα. ὅλο τὸ ἄγαλμα εἶναι σκεπασμένο
μὲ λεπτὰ φύλλα ἀπὸ ὑπέροχο καθαρὸ χρυσάφι, ποὺ λάμπουν καὶ ἀστράφτουν σὰν
πορφυρένια λέπια. Στὴν θέση τῶν ματιῶν βρίσκονται δυὸ λαμπερὰ ζαφείρια,
ἐνῷ ἕνα μεγάλο κόκκινο ρουμπίνι γυαλίζει στὴ λαβὴ τοῦ ξίφους του. Τὸ ἄγαλμα αὐτὸ ὅλοι τὸ θαύμαζαν πάντοτε. «Εἶναι πιὸ ὡραῖο κι ἀπὸ ἕναν τενεκεδένιο πετεινὸ ποὺ μᾶς δείχνει κατὰ ποῦ φυσάει ὁ ἄνεμος», παρατήρησε κάποτε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς πολιτείας, ποὺ ἤθελε νὰ ἔχει τὴ φήμη φιλότεχνου· «ἔ, μόνο βέβαια ποὺ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο χρήσιμο μὲ τὸν πετεινό», πρόσθεσε ὁ ἴδιος, ἔ, γιὰ μὴν νομίζουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι πὼς δὲν εἶχε καὶ πρακτικὸ μυαλό. «Ἄχ, γιατί νὰ μὴ μοιάζεις κι ἐσὺ παιδάκι μου μὲ τὸν εὐτυχισμένο πρίγκιπα», ρώτησε μιὰ εὐαίσθητη μητέρα τὸ μικρό της τὸ παιδί, ποὺ ἔκλαιγε ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ τῆς ζητοῦσε τὸ φεγγάρι. «Ὁ εὐτυχισμένος πρίγκιπας δὲν κάνει ποτὲ τέτοια τρελλὰ ὄνειρα σὰν τὰ δικά σου· κι οὔτε κλαίει ποτὲ γιὰ τὸ τίποτα». «Χαίρομαι πολὺ ποὺ βλέπω νὰ ὑπάρχει κάποιος ἀπόλυτα εὐτυχισμένος σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο», μουρμούριζε ἕνας ἀπογοητευμένος πολίτης, θαυμάζοντας τὸ ὑπέροχο ἄγαλμα. «Μοιάζει σὰν ἄγγελος», φώναζαν ὅλα μαζὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Σχολείου τὴν ὥρα ποὺ βγαῖναν ἀπ᾿ τὴ Μητρόπολη, φορώντας τ᾿ ἄσπρα καθαρά τους ροῦχα. «Πῶς τὸ ξέρετε αὐτό;» ρώτησε τὰ παιδιὰ ὁ Καθηγητὴς τῶν Μαθηματικῶν, «ἔχετε ξαναδεῖ ἄγγελο;». «Πῶς δὲν ἔχουμε ξαναδεῖ, στὰ ὄνειρά μας!», απάντησαν τὰ παιδιά. Κι ὁ κύριος Καθηγητὴς τῶν Μαθηματικῶν σούφρωσε τὰ φρύδια του κι ἔγινε σοβαρός, γιατὶ δὲν εἶχε σὲ ὑπόληψη τὰ παιδικὰ ὄνειρα. |
One night there flew over the city a little
Swallow. His friends had gone away to Egypt six weeks before, but he had
stayed behind, for he was in love with the most beautiful Reed. He had met
her early in the spring as he was flying down the river after a big yellow
moth, and had been so attracted by her slender waist that he had stopped
to talk to her. «Shall I love you?» said the Swallow, who liked to come to the point at once, and the Reed made him a low bow. So he flew round and round her, touching the water with his wings, and making silver ripples. This was his courtship, and it lasted all through the summer. «It is a ridiculous attachment,» twittered the other Swallows; «she has no money, and far too many relations»; and indeed the river was quite full of Reeds. Then, when the autumn came they all flew away. After they had gone he felt lonely, and began to tire of his lady-love. «She has no conversation,» he said, «and I am afraid that she is a coquette, for she is always flirting with the wind.» And certainly, whenever the wind blew, the Reed made the most graceful curtseys. «I admit that she is domestic,» he continued, «but I love travelling, and my wife, consequently, should love travelling also.» «Will you come away with me?» he said finally to her; but the Reed shook her head, she was so attached to her home. «You have been trifling with me,» he cried. «I am off to the Pyramids. Good-bye!» and he flew away. |
Μιὰ νύχτα πάνω ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν πόλη, ὅπου βρισκόταν
τὸ ἄγαλμα τοῦ εὐτυχισμένου πρίγκιπα, πετοῦσε ἕνα Χελιδόνι. Οἱ φίλοι του
εἴχανε φύγει γιὰ τὴν Αἴγυπτο πρὶν ἀπὸ ἕξι βδομάδες καὶ κεῖνο εἶχε ξεμείνει,
γιατὶ εἶχε ἀγαπήσει μιὰ Σουσουράδα. Τὴν εἶχε συναντήσει τὴν ἀρχὴ τοῦ καλοκαιριοῦ
πίσω ἀπὸ μιὰ μεγάλη κίτρινη πέτρα, καθὼς πετοῦσε ἀπάνω στὸ ποτάμι. Τόσο
τὸν γοήτευσε ἡ λεπτή της μέση, ποὺ σταμάτησε κι ἄρχισε νὰ τῆς κουβεντιάζει. «Θές νὰ σ᾿ ἀγαπῶ;», ρώτησε τὸ Χελιδόνι, ποὺ τ᾿ ἄρεσε πάντα νὰ μιλάει στὰ ἴσια. Κι ὅταν ἡ Σουσουράδα ἀπάντησε μὲ μιὰ βαθιὰ ὑπόκλιση σ᾿ αὐτὴ τὴν πρόταση, τὸ Χελιδόνι ἄρχισε νὰ πετάει χαρούμενο γύρω της, ἀγγίζοντας τὸ νερὸ μὲ τὰ φτερά του. Κι αὐτά του τὰ αἰσθήματα κράτησαν ὁλόκληρο τὸ καλοκαίρι. «Ἄ, πολύ ἀνόητη ἀφοσίωση», τιτίβιζαν τὰ ἄλλα Χελιδόνια· «ἡ νύφη εἶναι ἀπένταρη κι ἔχει καὶ μεγάλο σόι. Καὶ πραγματικά, τὸ ποτάμι ἦταν γεμᾶτο Σουσουράδες. Ὅταν ἦρθε τὸ φθινόπωρο, ὅλα τὰ Χελιδόνια πέταξαν μακριά. Κι ἔτσι τὸ Χελιδόνι ποὺ ἀγαποῦσε τὴ Σουσουράδα ἔμεινε μόνο του. Νιώθοντας ἔρημο κι ἐγκαταλελειμένο ἀπὸ τοὺς δικούς του, ἄρχισε νὰ στενοχωριέται μὲ τὴν ἀγαπημένη του καὶ στὸ τέλος τὴ βαρέθηκε. «Δὲν μπορεῖς νὰ πεῖς μιὰ κουβέντα μαζί της», εἶπε κάποτε τὸ Χελιδόνι· «καὶ πολύ φοβᾶμαι ὅτι εἶναι φοβερὰ φιλάρεσκη, γιατὶ πάντα τὴ βλέπω νὰ χορεύει μὲ τὸν ἄνεμο». Κι ἀλήθεια, κάθε φορὰ ποὺ φυσοῦσε ὁ ἄνεμος, ἡ Σουσουράδα ἔκανε τὶς καλύτερες φιγοῦρες της. «Δὲ λέω ὄχι» συνέχισε νὰ σκέφτεται τὸ Χελιδόνι, «ἂς χορεύει, ἀλλὰ ὄχι κι ἔτσι». «Κι ἔπειτα, ἔχουμε διαφορετικὲς προτιμήσεις, αὐτὴ εἶναι ντόπιο πουλί, ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι ἀποδημητικό καὶ μ᾿ ἀρέσουν τὰ ταξίδια. Θὰ πρέπει, λοιπόν, νὰ ἀρέσουν καὶ στὴ γυναίκα μου». Στὸ τέλος, τὸ Χελιδόνι ρώτησε τὴ σουσουράδα: «Θὲς νά ῾ρθεις μαζί μου;», ἀλλὰ ἐκείνη κούνησε τὸ κέφαλι μ᾿ ἕναν τρόπο ποὺ σήμαινε ὅτι δὲν εἶχε καμίαν ὄρεξη νὰ πάει στὰ ξένα. «Ἄ, ὥστε ὅλον αὐτὸν τὸν καιρὸ μὲ κορόιδευες», φώναξε τὸ Χελιδόνι. «Φεύγω κι ἐγὼ γιὰ τὶς πυραμίδες, γειά σου!» καὶ πέταξε μακριά. |
All day long he flew, and at night-time he
arrived at the city. «Where shall I put up?» he said; «I hope the town has
made preparations." Then he saw the statue on the tall column. «I will put up there,» he cried; «it is a fine position, with plenty of fresh air.» So he alighted just between the feet of the Happy Prince. «I have a golden bedroom,» he said softly to himself as he looked round, and he prepared to go to sleep; but just as he was putting his head under his wing a large drop of water fell on him. «What a curious thing!» he cried; «there is not a single cloud in the sky, the stars are quite clear and bright, and yet it is raining. The climate in the north of Europe is really dreadful. The Reed used to like the rain, but that was merely her selfishness.» Then another drop fell. «What is the use of a statue if it cannot keep the rain off?» he said; «I must look for a good chimney-pot,» and he determined to fly away. But before he had opened his wings, a third drop fell, and he looked up, and saw -Ah! what did he see? The eyes of the Happy Prince were filled with tears, and tears were running down his golden cheeks. His face was so beautiful in the moonlight that the little Swallow was filled with pity. «Who are you?» he said. «I am the Happy Prince.» «Why are you weeping then?» asked the Swallow; «you have quite drenched me.» «When I was alive and had a human heart,» answered the statue, «I did not know what tears were, for I lived in the Palace of Sans-Souci, where sorrow is not allowed to enter. In the daytime I played with my companions in the garden, and in the evening I led the dance in the Great Hall. Round the garden ran a very lofty wall, but I never cared to ask what lay beyond it, everything about me was so beautiful. My courtiers called me the Happy Prince, and happy indeed I was, if pleasure be happiness. So I lived, and so I died. And now that I am dead they have set me up here so high that I can see all the ugliness and all the misery of my city, and though my heart is made of lead yet I cannot chose but weep.» «What! is he not solid gold?» said the Swallow to himself. He was too polite to make any personal remarks out loud. |
Πετοῦσε ὅλη τὴν ἡμέρα, καὶ τὸ βράδυ ἔφτασε
στὴν πολιτεία. «Ποῦ νὰ πάω νὰ κουρνιάσω;» ἀναρωτήθηκε· «ἐλπίζω αὐτὴ ἡ πόλη
νὰ ἔχει ἑτοιμαστεῖ νὰ μὲ δεχτεῖ». Ὕστερα εἶδε τὸ ἄγαλμα πάνω στὴν ψηλὴ κολώνα καὶ εἶπε: «Ἄ, ἐδῶ θὰ ξεκουραστῶ, εἶναι περίφημη θέση κι ἔχει καθαρὸ ἀέρα». Ἔτσι πήγαινε καὶ κάθισε ἀνάμεσα στὰ πόδια τοῦ εὐτυχισμένου πρίγκιπα. «Ἀπόψε τὸ κρεββάτι μου εἶναι χρυσό» σκέφτηκε, κοιτώντας πέρα τὸν ὁρίζοντα· κι ἑτοιμάστηκε νὰ βολευτεῖ νὰ κοιμηθεῖ. Μὰ τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἔκρυβε τὸ κεφάλι του μέσ᾿ στὰ φτερά του, ἔσταξε ἀπάνω του μιὰ μεγάλη σταγόνα νερό. «Περίεργο πράγμα», φώναξε, «οὔτε ἕνα συννεφάκι δὲν βλέπω στὸν οὐρανό, τ᾿ ἀστέρια εἶναι καθαρὰ καὶ λάμπουν, ἀλλὰ νὰ ποὺ βρέχει. Τὸ κλίμα στὰ βορινὰ μέρη τῆς Εὐρώπης εἶναι φοβερό. Ἄραγε τῆς σουσουράδας ποὺ δὲν ἤθελε νὰ ἔρθει μαζί μου τῆς ἀρέσει ἡ βροχή;» Καί, νά, ποὺ μιὰ δεύτερη σταγόνα ἔπεσε πάλι. «Τί τό ᾿θελαν καὶ τό ᾿στησαν αὐτὸ τὸ ἄγαλμα, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ προφυλάξει ἀπ᾿ τὴ βροχὴ ἕνα πουλάκι;» εἶπε τὸ Χελιδόνι, «πρέπει νὰ βρῶ καμιὰ καπνοδόχο», κι ἀποφάσισε νὰ πετάξει ἀλλοῦ. Ἀλλὰ μόλις ἑτοιμάστηκε ν᾿ ἀνοίξει τὰ φτερά του, ἔπεσε καὶ τρίτη σταγόνα. Καὶ τότε κοίταξε ψηλὰ καὶ εἶδε -ἄ! τί εἶδε; Τὰ μάτια τοῦ εὐτυχισμένου πρίγκιπα ἤτανε γεμάτα δάκρυα, ποὺ κυλούσανε στὰ χρυσαφένια μάγουλά του. Τὸ πρόσωπό του ἦταν τόσο ὡραῖο στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, ποὺ τὸ μικρὸ Χελιδόνι πλημμύρισε ἀπὸ λύπη καὶ συμπόνοια. «Ποιός εἶσαι;» τὸν ρώτησε. «Εἶμαι ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας» ἀπάντησε. «Καὶ τότε γιατί κλαῖς; Μ᾿ ἔκανες μούσκεμα, τὸ ξέρεις;». «Ὅταν ζοῦσα καὶ μέσα μου φώλιαζε ἀνθρώπινη καρδιά, δὲν ἤξερα τί εἶναι τὰ δάκρυα, γιατὶ ἔμενα στὸ Παλάτι τῆς Ἀφροντισιᾶς, ὅπου δὲν εἶχε θέση καμιὰ λύπη, κι οὔτε ποτὲ ἐπιτρέπουν σὲ καμιὰ λύπη νὰ μπεῖ. Τὶς ὧρες τῆς ἡμέρας ἔπαιζα μὲ τοὺς φίλους μου στὸν κῆπο, καὶ τὸ βράδυ ἤμουνα ὁ πρῶτος στὸ χορό. Γύρω ἀπ᾿ ὅλο τὸν κῆπο ὑψωνόταν ἕνας μεγάλος τοῖχος καὶ ποτὲ δὲ ρώτησα νὰ μάθω τί βρισκότανε πίσω ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν τοῖχο ποὺ ἦταν τόσο ψηλός· τόσο ὡραῖα ἦταν ὅλα ἐκεῖ μέσα! Οἱ αὐλικοί μου μὲ φώναζαν Ευτυχισμένο Πρίγκιπα, καὶ πραγματικά, ἤμουν εὐτυχισμένος, ἂν βέβαια λογαριάζεται γιὰ εὐτυχία τὸ νὰ διασκεδάζει κανεὶς συνέχεια. Ἔτσι λοιπόν, ἔζησα, κι ἔτσι πέθανα, εὐτυχισμένος. Καὶ τώρα ποὺ δὲ ζῶ πιά, μ᾿ ἔβαλαν τόσο ψηλὰ ἐδῶ πάνω, ποὺ μπορῶ καὶ βλέπω ὅλη τὴν ἀσχήμια καὶ τὴ φτώχεια τῆς πολιτείας μου· καὶ παρ᾿ ὅλο ποὺ ἡ καρδιά μου εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ μολύβι, δὲν μπορῶ νὰ κάνω ἄλλο, ἀπ᾿ τὸ νὰ κλαίω.» «Μπά! Δὲν εἶναι ἡ καρδιά του ἀπὸ χρυσό» ἀναρωτήθηκε μέσα του τὸ Χελιδόνι, ἀλλὰ ἦταν πολὺ εὐγενικὸ πουλάκι καὶ δὲν ἤθελε νὰ κάνει στὸν εὐτυχισμένο πρίγκιπα μία τόσο προσωπικὴ ἐρώτηση. Τὴ θεωροῦσε ἀδιάκριτη καὶ προσβλητικὴ γιὰ τὸ χρυσαφένιο ἄγαλμα. |
"Far away,» continued the statue in a low musical
voice, «far away in a little street there is a poor house. One of the windows
is open, and through it I can see a woman seated at a table. Her face is
thin and worn, and she has coarse, red hands, all pricked by the needle,
for she is a seamstress. She is embroidering passion- flowers on a satin
gown for the loveliest of the Queen's maids-of-honour to wear at the next
Court-ball. In a bed in the corner of the room her little boy is lying ill.
He has a fever, and is asking for oranges. His mother has nothing to give
him but river water, so he is crying. Swallow, Swallow, little Swallow,
will you not bring her the ruby out of my sword-hilt? My feet are fastened
to this pedestal and I cannot move." «I am waited for in Egypt,» said the Swallow. «My friends are flying up and down the Nile, and talking to the large lotus-flowers. Soon they will go to sleep in the tomb of the great King. The King is there himself in his painted coffin. He is wrapped in yellow linen, and embalmed with spices. Round his neck is a chain of pale green jade, and his hands are like withered leaves.» «Swallow, Swallow, little Swallow,» said the Prince, «will you not stay with me for one night, and be my messenger? The boy is so thirsty, and the mother so sad.» «I don't think I like boys,» answered the Swallow. «Last summer, when I was staying on the river, there were two rude boys, the miller's sons, who were always throwing stones at me. They never hit me, of course; we swallows fly far too well for that, and besides, I come of a family famous for its agility; but still, it was a mark of disrespect.» But the Happy Prince looked so sad that the little Swallow was sorry. «It is very cold here,» he said; «but I will stay with you for one night, and be your messenger.» «Thank you, little Swallow,» said the Prince. So the Swallow picked out the great ruby from the Prince's sword, and flew away with it in his beak over the roofs of the town. He passed by the cathedral tower, where the white marble angels were sculptured. He passed by the palace and heard the sound of dancing. A beautiful girl came out on the balcony with her lover. «How wonderful the stars are,» he said to her, «and how wonderful is the power of love!» «I hope my dress will be ready in time for the State-ball,» she answered; «I have ordered passion-flowers to be embroidered on it; but the seamstresses are so lazy.» He passed over the river, and saw the lanterns hanging to the masts of the ships. He passed over the Ghetto, and saw the old Jews bargaining with each other, and weighing out money in copper scales. At last he came to the poor house and looked in. The boy was tossing feverishly on his bed, and the mother had fallen asleep, she was so tired. In he hopped, and laid the great ruby on the table beside the woman's thimble. Then he flew gently round the bed, fanning the boy's forehead with his wings. «How cool I feel,» said the boy, «I must be getting better»; and he sank into a delicious slumber. Then the Swallow flew back to the Happy Prince, and told him what he had done. «It is curious,» he remarked, «but I feel quite warm now, although it is so cold.» «That is because you have done a good action,» said the Prince. And the little Swallow began to think, and then he fell asleep. Thinking always made him sleepy. When day broke he flew down to the river and had a bath. «What a remarkable phenomenon,» said the Professor of Ornithology as he was passing over the bridge. «A swallow in winter!» And he wrote a long letter about it to the local newspaper. Every one quoted it, it was full of so many words that they could not understand. «To-night I go to Egypt,» said the Swallow, and he was in high spirits at the prospect. He visited all the public monuments, and sat a long time on top of the church steeple. Wherever he went the Sparrows chirruped, and said to each other, «What a distinguished stranger!» so he enjoyed himself very much. When the moon rose he flew back to the Happy Prince. «Have you any commissions for Egypt?» he cried; «I am just starting.» «Swallow, Swallow, little Swallow,» said the Prince, «will you not stay with me one night longer?» «I am waited for in Egypt,» answered the Swallow. «To-morrow my friends will fly up to the Second Cataract. The river-horse couches there among the bulrushes, and on a great granite throne sits the God Memnon. All night long he watches the stars, and when the morning star shines he utters one cry of joy, and then he is silent. At noon the yellow lions come down to the water's edge to drink. They have eyes like green beryls, and their roar is louder than the roar of the cataract. |
Κι ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας συνέχισε μὲ τὴν
μαλακὴ καὶ μελῳδικὴ φωνή του: «Πέρα μακριά, σ᾿ ἕνα στενὸ δρομάκι, βρίσκεται
ἕνα φτωχόσπιτο. Τὸ ἕνα του παράθυρο μένει ἀνοιχτό, κι ἔτσι ἀπὸ ἐκεῖ μπόρεσα
νὰ δῶ μιὰ γυναῖκα ποὺ κάθεται στὸ τραπέζι. Τὸ πρόσωπό της εἶναι στεγνὸ καὶ
θλιμμένο, καὶ τὰ τυραννισμένα κόκκινα δάχτυλά της εἶναι κατατρυπημένα ἀπ᾿
τὴ βελόνα. Εἶναι ῥάπτρια ἡ καημένη καὶ δουλεύει σκληρὰ χωρὶς σταματημό.
Τώρα κεντάει σ᾿ ἕνα φόρεμα ἀπὸ ἀτλάζι, πολύχρωμα μεταξωτὰ λουλούδια γιὰ
τὴν πιὸ χαριτωμένη κοπέλλα τῆς ἀκολουθίας τῆς βασίλισσας. Βιάζεται νὰ τὸ
τελειώσει, γιατὶ ἡ εὐγενικὴ πελάτισσά της θὰ τὸ φορέσει στὸν αὐριανὸ ἐπίσημο
χορό. Σ᾿ ἕνα κρεββάτι στὴν ἄκρη στὸ δωμάτιο, εἶναι ξαπλωμένο τὸ ἄρρωστο
παιδί της. Ψήνεται στὸν πυρετό, κι ὅλη τὴν ὥρα ζητάει πορτοκάλια. Ἀλλὰ τὸ
μόνο ποὺ ἔχει νὰ τοῦ δώσει ἡ μητέρα του, εἶναι νερὸ ἀπ᾿ τὸ ποτάμι καὶ τίποτ᾿
ἄλλο. Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι, θέλεις νὰ τῆς πᾶς ἐσὺ τὸ
ῥουμπίνι ἀπ᾿ τὴ λαβὴ τοῦ σπαθιοῦ μου; Ἕμένα τὰ πόδια μου εἶναι κολλημένα
σ᾿ αὐτὸ τὸ βάθρο καὶ δὲν μπορῶ νὰ κουνηθῶ.» «Μὲ περιμένουν οἱ φίλοι μου στὴν Αἴγυπτο», εἶπε τὸ Χελιδόνι. «Οἱ φίλοι μου πετοῦν πάνω κάτω στὸν Νεῖλο, καὶ κουβεντιάζουν μὲ τὰ μεγάλα νούφαρα. Σύντομα θὰ πᾶνε νὰ κοιμηθοῦν στὸν τάφο τοῦ μεγάλου Βασιλιᾶ. Ὁ Βασιλιᾶς εἶναι ἐκεῖ αὐτοπροσώπως μέσ᾿ στὸ ζωγραφιστό του φέρετρο. Εἶναι τυλιγμένος σὲ κίτρινο λινὸ ὕφασμα, καὶ ταριχευμένος μὲ μπαχάρια. Γύρω στὸ λαιμό του ἔχει μία ἀλυσίδα ἀπὸ χλωμὸ πράσινο νεφρίτη, καὶ τὰ χέρια του εἶναι σὰν μαραμένα φύλλα.» «Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι, δὲν γίνεται ν᾿ ἀναβάλεις γιὰ μιὰ μέρα τὸ ταξίδι σου, καὶ νὰ σὲ στείλω ἐκεῖ ποὺ σοῦ εἶπα; Τὸ παιδάκι εἶναι διψασμένο, κι ἡ μητέρα του θλιμμένη.» «Νὰ σοῦ πῶ τὴν ἁμαρτία μου, πριγκιπά μου, δὲν τὰ χωνεύω τὰ παιδιά» ἀπάντησε τὸ Χελιδόνι. «Τὸ τελευταῖο καλοκαίρι, ποὺ ἔκανα τὶς διακοπές μου στὸ ποτάμι, δυὸ παλιόπαιδα, τῆς μυλωνοῦς τὰ παιδιά, μοῦ πετοῦσαν ὅλη τὴν ἡμέρα πέτρες. Φυσικὰ δὲν μπόρεσαν νὰ μὲ χτυπήσουν, ἀλλὰ τί νὰ τὸ κάνεις, μ᾿ ἀνάγκασαν νὰ κυνηγάω μύγες μακριὰ ἀπὸ ἐκεῖ.» Ὁ Πρίγκιπας φαινόταν τόσο λυπημένος, ποὺ μετάδωσε τὴ λύπη του στὸ Χελιδόνι καὶ στὸ τέλος τοῦ εἶπε: «Κάνει πολὺ κρύο ἐδῶ πάνω, ὡστόσο θὰ μείνω μιὰ νύχτα μαζί σου καὶ θὰ γίνω ἀγγελιαφόρος σου.» «Σ᾿ εὐχαριστῶ πολὺ μικρό μου Χελιδονάκι» εἶπε ὁ Πρἰγκιπας. Ἔτσι τὸ Χελιδόνι ἔβγαλε μὲ τὸ ῥάμφος του τὸ μεγάλο ῥουμπίνι ἀπ᾿ τὸ σπαθὶ τοῦ Πρίγκιπα, καὶ πέταξε μ᾿ αὐτὸ μακριὰ πάνω ἀπὸ τὶς στέγες τῶν σπιτιῶν τῆς πολιτείας. Πέρασε ἀπ᾿ τὸ καμπαναριὸ τῆς Μητρόπολης μὲ τοὺς σκαλισμένους ἀγγέλους στὸ μάρμαρο, πέρασε ἀπ᾿ τὸ παλάτι κι ἄκουσε τοὺς ἤχους τοῦ χοροῦ. Μιὰ ὡραία κοπέλλα βγῆκε στὸ μπαλκόνι μὲ τὸν ἀγαπημένο της, ποὺ τὸ Χελιδόνι τὸν ἄκουσε νὰ τῆς λέει: «Τί ὄμορφα ποὖναι τ᾿ ἄστρα, καὶ πόσο ἐκπληκτικὴ εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης!» «Ἐλπίζω τὸ φόρεμά μου νὰ εἶναι ἕτοιμο γιὰ τὸν ἐπίσημο χορό» παρατήρησε ἐκείνη· «εἶπα νὰ μοῦ κεντήσουν πάνω ὄμορφα λουλούδια ἀπὸ μετάξι, μὰ ἡ μοδίστρα μου εἶναι πάρα πολὺ τεμπέλα!» Τὸ πουλὶ πέρασε πάνω ἀπ᾿ τὸ μεγάλο ποτάμι κι εἶδε τὰ φανάρια νὰ κρέμονται στὰ κατάρτια τῶν καραβιῶν. Πέρασε ἀπ᾿ τὸ Γκέττο, τὴ συνοικία τῶν Ἑβραίων, κι εἶδε τοὺς γενάτους ἐμπόρους ποὺ ζύγιζαν τὰ ἐμπορεύματά τους. Κι ἐπιτέλους, ἔφτασε στὸ φτωχόσπιτο καὶ κοίταξε μέσα. Τὸ παιδάκι στριφογύριζε στὸ κρεββάτι του ἀπὸ τὸν πυρετό, κι ἡ μητέρα του εἶχε ἀποκοιμηθεῖ, ἦταν πάρα πολὺ κουρασμένη. Ὅρμησε μέσα τὸ Χελιδόνι, κι ἄφησε τὸ μεγάλο ῥουμπίνι πάνω στὸ τραπέζι καὶ πλάι στὴ δαχτυλήθρα τῆς μητέρας. Ὕστερα, πέταξε μαλακὰ καὶ μὲ συμπόνοια γύρω ἀπ᾿ τὸ κρεββάτι, κάνοντας ἀέρα στὸ μέτωπο τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ μὲ τὰ φτερά του. «Δροσίστηκα, θὰ μοῦ ῾πεσε ὁ πυρετός» εἶπε τὸ παιδάκι, καὶ βυθίστηκε σ᾿ ἕνα γλυκὸ ὕπνο. Λίγο ἀργότερα τὸ Χελιδόνι πέταξε πίσω στὸν Εὐτυχισμένο Πρίγκιπα, καὶ τοῦ διηγήθηκε τί ἔγινε. Στὸ τέλος εἶπε: «Περίεργο, ἂν καὶ κάνει κρύο, τώρα πιὰ δὲν κρυώνω, ἀντίθετα ζεσταίνομαι.» «Εἶναι γιατὶ ἔκανες μία καλὴ πράξη» εἶπε ὁ Πρίγκιπας. Τὸ μικρὸ Χελιδόνι ἄρχισε νὰ σκέφτεται, κι ὕστερα τὸ πῆρε ὁ ὕπνος. Ἔτσι γινόταν πάντοτε, οἱ σκέψεις φέρνουν ὕπνο. Τὰ ξημερώματα, τὸ Χελιδόνι πέταξε κάτω στὸ ποτάμι καὶ λούστηκε. «Μπά! ἕνα ἀξιόλογο φαινόμενο» ξεφώνησε ὁ Καθηγητὴς τῆς Ὀρνιθολογίας καθὼς περνοῦσε τὴν γέφυρα πάνω ἀπ᾿ τὸ ποτάμι. «Πραγματικὸ φαινόμενο» εἶπε. Ἕνα Χελιδόνι μέσα στὸ χειμῶνα. Κι ὁ Καθηγητὴς ἔγραψε ἕνα μεγάλο γράμμα σχετικὰ μ᾿ αὐτὸ τὸ φαινόμενο σὲ μιὰ τοπικὴ ἐφημερίδα. Ὅλοι σχολίασαν σοβαρὰ αὐτὸ τὸ γράμμα, γιατὶ εἶχε πολλὲς λέξεις ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὶς καταλάβουν. «Ἄ, ἀπόψε θὰ φύγω γιὰ τὴν Αἴγυπτο» εἶπε τὸ Χελιδόνι χαρούμενο. Ὕστερα ἐπισκέφθηκε ὅλα τὰ μνημεῖα τῆς πόλης καὶ κάθησε ἀρκετὴ ὥρα στὸ κωδωνοστάσιο μιᾶς ἐκκλησίας. Ὅπου κι ἂν πήγαινε, τὰ σπουργίτια τιτίβιζαν, κι ἔλεγε τὸ ἕνα στὸ ἄλλο: «Ἄ! τί λαμπρὸς ἐπισκέπτης!»· κι αὐτὴ ἡ παρατήρηση τῶν σπουργιτιῶν, κολάκευε πάρα πολὺ τὸ Χελιδόνι. Ὅταν βγῆκε τὸ φεγγάρι, τὸ πουλὶ πέταξε πάλι στὸν Εὐτυχισμένο Πρίγκιπα καὶ τὸν ῥώτησε: «Ἔχεις καμιὰ παραγγελία γιὰ τὴν Αἴγυπτο; Φεύγω.» «Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι» εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «δὲν μένεις ἀκόμη μιὰ νύχτα μαζί μου;» «Ἄ, μὲ περιμένουν στὴν Αἴγυπτο» ἀπάντησε τὸ Χελιδόνι. «Αὔριο οἱ φίλοι μου θὰ πετοῦν πάνω ἀπ᾿ τὸ δεύτερο καταρράχτη τοῦ Νείλου. Ὁ ἱπποπόταμος κουρνιάζει ἐκεῖ ἀνάμεσα στὰ βοῦρλα, καὶ πάνω σ᾿ ἕνα μεγάλο γρανιτένιο θρόνο κάθεται ὁ θεὸς Μέμνονας. Ὅλη τὴ νύχτα παρατηρεῖ τ᾿ ἄστρα, καὶ ὅταν τὸ ἄστρο τῆς αὐγῆς λάμψει, βγάζει φωνὴ χαρᾶς, καὶ ὕστερα σωπαίνει. Τὸ μεσημέρι τὰ κίτρινα λιοντάρια κατεβαίνουν στὴν ἄκρη τοῦ νεροῦ νὰ πιοῦν. Ἔχουν μάτια σὰν πράσινα βηρύλλια, καὶ ὁ βρυχηθμός τους εἶναι ἠχηρότερος ἀπὸ τὴ βοὴ τοῦ καταρράχτη. |
"Swallow, Swallow, little Swallow,» said the
Prince, «far away across the city I see a young man in a garret. He is leaning
over a desk covered with papers, and in a tumbler by his side there is a
bunch of withered violets. His hair is brown and crisp, and his lips are
red as a pomegranate, and he has large and dreamy eyes. He is trying to
finish a play for the Director of the Theatre, but he is too cold to write
any more. There is no fire in the grate, and hunger has made him faint." "I will wait with you one night longer,» said the Swallow, who really had a good heart. «Shall I take him another ruby?» «Alas! I have no ruby now,» said the Prince; «my eyes are all that I have left. They are made of rare sapphires, which were brought out of India a thousand years ago. Pluck out one of them and take it to him. He will sell it to the jeweller, and buy food and firewood, and finish his play.» «Dear Prince,» said the Swallow, «I cannot do that»; and he began to weep. «Swallow, Swallow, little Swallow,» said the Prince, «do as I command you.» So the Swallow plucked out the Prince's eye, and flew away to the student's garret. It was easy enough to get in, as there was a hole in the roof. Through this he darted, and came into the room. The young man had his head buried in his hands, so he did not hear the flutter of the bird's wings, and when he looked up he found the beautiful sapphire lying on the withered violets. «I am beginning to be appreciated,» he cried; «this is from some great admirer. Now I can finish my play,» and he looked quite happy. The next day the Swallow flew down to the harbour. He sat on the mast of a large vessel and watched the sailors hauling big chests out of the hold with ropes. «Heave a-hoy!» they shouted as each chest came up. «I am going to Egypt"! cried the Swallow, but nobody minded, and when the moon rose he flew back to the Happy Prince. «I am come to bid you good-bye,» he cried. «Swallow, Swallow, little Swallow,» said the Prince, «will you not stay with me one night longer?» «It is winter,» answered the Swallow, «and the chill snow will soon be here. In Egypt the sun is warm on the green palm-trees, and the crocodiles lie in the mud and look lazily about them. My companions are building a nest in the Temple of Baalbec, and the pink and white doves are watching them, and cooing to each other. Dear Prince, I must leave you, but I will never forget you, and next spring I will bring you back two beautiful jewels in place of those you have given away. The ruby shall be redder than a red rose, and the sapphire shall be as blue as the great sea.» |
«Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι»
εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «πέρα μακριὰ στὴν πόλη βλέπω ἕνα νεαρὸ ἄνδρα σὲ μιὰ σοφίτα.
Εἶναι σκυμμένος πάνω σ᾿ ἕνα γραφεῖο γεμάτο χαρτιὰ καὶ πλάι του γέρνουν μαραμένες
λίγες βιολέττες. Τὰ μαλλιά του εἶναι γκρίζα καὶ σγουρὰ καὶ τὰ χείλη του
εἶναι κόκκινα σὰ ῥοδάκινο κι ἔχει μεγάλα ὀνειροπόλα μάτια. Πασχίζει νὰ τελειώσει
ἕνα θεατρικὸ ἔργο, ἀλλὰ κρυώνει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ συνεχίσει τὸ γράψιμο.
Στὸ τζάκι του ἔχει σβήσει ἡ φωτιὰ καὶ ἡ πείνα τὸν ἔχει ἀδυνατίσει.» «Θὰ σοῦ κάνω τὴ χάρη νὰ μείνω ἀκόμη μιὰ βραδιά» εἶπε τὸ Χελιδόνι, ποὺ ἦταν στ᾿ ἀλήθεια καλόκαρδο. «Θὲς νὰ τοῦ πάω αὐτοῦ τοῦ δυστυχισμένου κανένα ἄλλο ῥουμπίνι;» «Ἀλοίμονο! τώρα πιὰ δὲν ἔχω ἄλλο ῥουμπίνι» εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «ὅτι μοῦ ἀπομένει εἶναι τὰ μάτια μου. Εἶναι καμωμένα ἀπὸ σπάνια ζαφείρια, ποὺ τὰ φέρανε ἀπὸ τὶς Ἱνδίες ἐδῶ καὶ χίλια χρόνια. Βγάλε τὸ ἕνα, καὶ πήγαινέ το στὸ φτωχὸ καλλιτέχνη. Θὰ τὸ πουλήσει στὸν κοσμηματοπώλη, καὶ θ᾿ ἀγοράσει φαγητὸ καὶ καυσόξυλα, καὶ θὰ τελειώσει τὸ ἔργο του.» «Καλέ μου Πρίγκιπα, αὐτὸ δὲν θὰ μπορέσω νὰ τὸ κάνω ποτέ!» εἶπε τὸ Χελιδόνι. «Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι, κάνε ὅ,τι σοῦ λέω». Ἔτσι τὸ Χελιδόνι ξεκόλλησε τὸ ἕνα ζαφειρένιο μάτι τοῦ Πρίγκιπα καὶ πέταξε στὴ σοφίτα τοῦ καλλιτέχνη. Δὲ δυσκολεύτηκε νὰ μπεῖ μέσα γιατὶ ὑπῆρχε μιὰ τρύπα στὸ ταβάνι. Ὅρμησε καὶ βρέθηκε στὸ δωμάτιο. Ὁ νέος εἶχε χωμένο τὸ κεφάλι του μέσ᾿ στὰ χαρτιά του, κι ἔτσι δὲν ἄκουσε τὸ θρόισμα τῶν φτερῶν τοῦ πουλιοῦ. Μὰ ὅταν σήκωσε τὸ κεφάλι του, βρῆκε τὸ ὡραῖο ζαφείρι πάνω στὶς μαραμένες βιολέττες. Μόλις εἶδε τὴν πολύτιμη πέτρα, τὴν πῆρε στὰ χέρια του καὶ εἶπε: «Ἄ, ἄ, ἀρχίζουν κι ἐκτιμοῦν τὴ δουλειά μου, αὐτὸ θὰ μοῦ τὄστειλε κρυφὰ κανένας μεγάλος θαυμαστής μου. Τώρα ἔχω τὸ κουράγιο νὰ τελειώσω τὸ ἔργο μου»καὶ φαινόταν βαθιὰ εὐτυχισμένος. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ Χελιδόνι πέταξε κάτω στὸ λιμάνι. Κάθησε στὸ κατάρτι ἑνὸς μεγάλου καραβιοῦ καὶ παρατηροῦσε τοὺς ναῦτες ποὺ τραβοῦσαν μὲ χοντρὰ σχοινιὰ κάτι μεγάλες κάσες καὶ τοὺς φώναζε: «Φεύγω γιὰ τὴν Αἴγυπτο!» μὰ κανένας δὲν τὸ πρόσεξε, κι ὅταν βγῆκε τὸ φεγγάρι, πέταξε πίσω στὸν εὐτυχισμένο Πρίγκιπα. «Ἦρθα νὰ σ᾿ ἀποχάιρετήσω» τοῦ φώναξε. «Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι» εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «θὰ μείνεις μαζί μου ἀκόμα μιὰ νύχτα;» «Χειμώνιασε» ἀπάντησε τὸ Χελιδόνι, «καὶ θὰ μὲ προλάβει τὸ χιόνι. Στὴν Αἴγυπτο τώρα ὁ Ἥλιος εἶναι ζεστὸς πάνω στὰ πράσινα φοινικόδεντρα, καὶ οἱ κροκόδειλοι κείτονται στὴ λάσπη καὶ κοιτᾶνε τεμπέλικα γύρω τους. Οἱ σύντροφοί μου χτίζουνε φωλιὰ στὸ Ναὸ τοῦ Μπάαλμπεκ, καὶ τὰ λευκορόδινα περιστέρια τοὺς κοιτοῦν, καὶ γουργουρίζουν τὸ ἕνα στὸ ἄλλο. Πρέπει νὰ σ᾿ ἀφήσω καλέ μου Πρίγκιπα, ἀλλὰ δὲ θὰ σὲ ξεχάσω ποτέ· καὶ τὸ ἄλλο καλοκαίρι ποὺ θἄρθω, θὰ σοῦ φέρω δύο ὡραιότατα πετράδια νὰ τὰ βάλεις στὴ θέση ἐκείνων ποὺ ἔδωσες. Τὸ ῥουμπίνι θὰ εἶναι πιὸ κόκκινο κι ἀπ᾿ τὸ πιὸ κόκκινο τριαντάφυλλο, καὶ τὸ ζαφείρι θὰ εἶναι γαλάζιο σὰν τὴν ἀπέραντη θάλασσα. |
"In the square below,» said the Happy Prince,
«there stands a little match-girl. She has let her matches fall in the gutter,
and they are all spoiled. Her father will beat her if she does not bring
home some money, and she is crying. She has no shoes or stockings, and her
little head is bare. Pluck out my other eye, and give it to her, and her
father will not beat her." «I will stay with you one night longer,» said the Swallow, «but I cannot pluck out your eye. You would be quite blind then.» «Swallow, Swallow, little Swallow,» said the Prince, «do as I command you.» So he plucked out the Prince's other eye, and darted down with it. He swooped past the match-girl, and slipped the jewel into the palm of her hand. «What a lovely bit of glass,» cried the little girl; and she ran home, laughing. Then the Swallow came back to the Prince. «You are blind now,» he said, «so I will stay with you always.» «No, little Swallow,» said the poor Prince, «you must go away to Egypt.» «I will stay with you always,» said the Swallow, and he slept at the Prince's feet. |
«Κάτω ἐδῶ στὸ δρόμο, στέκεται ἕνα κοριτσάκι
ποὺ πουλάει σπίρτα στοὺς περαστικούς» εἶπε ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας. «Τῆς
ἔπεσαν ὅμως τὰ σπίρτα μέσα στὰ νερὰ καὶ βράχηκαν καὶ καταστράφηκαν. Ἂν δὲν
πάει στὸ σπίτι του λεφτὰ θὰ τὸ δείρει ὁ πατέρας του· καὶ τώρα κλαίει τὸ
καημένο. Δὲ φοράει οὔτε κάλτσες, οὔτε παπούτσια, καὶ τὸ κεφάλι του εἶναι
γυμνό. Ξεκόλλησε τὸ ἄλλο μου μάτι, καὶ δῶσ᾿ το του, γιὰ νὰ μὴ τὸ δείρει
ὁ πατέρας του.» «Θὰ μείνω μιὰ νύχτα ἀκόμα μαζί σου» εἶπε τὸ Χελιδόνι, «μὰ δὲν μπορῶ νὰ ξεκολλήσω καὶ τὸ ἄλλο μάτι, θὰ μείνεις ὁλότελα τυφλός.» «Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι, κάνε ὅ,τι σοῦ λέω» εἶπε ὁ Πρίγκιπας. Καὶ τὸ Χελιδόνι ξεκόλλησε καὶ τὸ ἄλλο μάτι τοῦ Πρίγκιπα καὶ πέταξε γιὰ νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ τὸν εἶχε παρακαλέσει. Πέρασε μπροστὰ ἀπ᾿ τὸ κοριτσάκι, κι ἄφησε νὰ πέσει τὸ κόσμημα στὴν παλάμη του. «Ἄ! τί ὡραῖο γυαλάκι» φώναξε τὸ κοριτσάκι, κι ἔτρεξε στὸ σπίτι του, γελαστὸ καὶ χαρούμενο. Ὕστερα τὸ Χελιδόνι γύρισε στὸν Πρίγκιπα καὶ τοῦ εἶπε: «Τώρα ποὺ ἔμεινες τυφλός, θὰ μείνω γιὰ πάντα μαζί σου». «Ὄχι μικρό μου Χελιδόνι» εἶπε ὁ τυφλὸς Πρίγκιπας, «πρέπει νὰ φύγεις γιὰ τὴν Αἴγυπτο.» «Θὰ μείνω γιὰ πάντα μαζί σου» ἐπέμενε τὸ Χελιδόνι, κι ἔπεσε καὶ κοιμήθηκε στὰ πόδια τοῦ Πρίγκιπα. |
All the next day he sat on the Prince's shoulder,
and told him stories of what he had seen in strange lands. He told him of
the red ibises, who stand in long rows on the banks of the Nile, and catch
gold-fish in their beaks; of the Sphinx, who is as old as the world itself,
and lives in the desert, and knows everything; of the merchants, who walk
slowly by the side of their camels, and carry amber beads in their hands;
of the King of the Mountains of the Moon, who is as black as ebony, and
worships a large crystal; of the great green snake that sleeps in a palm-tree,
and has twenty priests to feed it with honey-cakes; and of the pygmies who
sail over a big lake on large flat leaves, and are always at war with the
butterflies. «Dear little Swallow,» said the Prince, «you tell me of marvellous things, but more marvellous than anything is the suffering of men and of women. There is no Mystery so great as Misery. Fly over my city, little Swallow, and tell me what you see there.» So the Swallow flew over the great city, and saw the rich making merry in their beautiful houses, while the beggars were sitting at the gates. He flew into dark lanes, and saw the white faces of starving children looking out listlessly at the black streets. Under the archway of a bridge two little boys were lying in one another's arms to try and keep themselves warm. «How hungry we are!» they said. «You must not lie here,» shouted the Watchman, and they wandered out into the rain. Then he flew back and told the Prince what he had seen. «I am covered with fine gold,» said the Prince, «you must take it off, leaf by leaf, and give it to my poor; the living always think that gold can make them happy.» Leaf after leaf of the fine gold the Swallow picked off, till the Happy Prince looked quite dull and grey. Leaf after leaf of the fine gold he brought to the poor, and the children's faces grew rosier, and they laughed and played games in the street. «We have bread now!» they cried. Then the snow came, and after the snow came the frost. The streets looked as if they were made of silver, they were so bright and glistening; long icicles like crystal daggers hung down from the eaves of the houses, everybody went about in furs, and the little boys wore scarlet caps and skated on the ice. The poor little Swallow grew colder and colder, but he would not leave the Prince, he loved him too well. He picked up crumbs outside the baker's door when the baker was not looking and tried to keep himself warm by flapping his wings. But at last he knew that he was going to die. He had just strength to fly up to the Prince's shoulder once more. «Good-bye, dear Prince!» he murmured, «will you let me kiss your hand?» «I am glad that you are going to Egypt at last, little Swallow,» said the Prince, «you have stayed too long here; but you must kiss me on the lips, for I love you.» «It is not to Egypt that I am going,» said the Swallow. «I am going to the House of Death. Death is the brother of Sleep, is he not?» And he kissed the Happy Prince on the lips, and fell down dead at his feet. At that moment a curious crack sounded inside the statue, as if something had broken. The fact is that the leaden heart had snapped right in two. It certainly was a dreadfully hard frost. |
Ὅλη τὴν ἄλλη μέρα, τὸ Χελιδόνι καθόταν στὸν
ὦμο τοῦ Πρίγκιπα, καὶ τοῦ ῾λεγε ἱστορίες γιὰ ὅ,τι εἶχαν δεῖ τὰ μάτια του
στὶς παράξενες χῶρες ποὺ εἶχε πετάξει. Τοῦ μίλησε γιὰ τοὺς ἐρῳδιούς, ποὺ
στέκουν σὲ μακριὲς σειρὲς στὶς ὄχθες τοῦ Νείλου, καὶ πιάνουν χρυσόψαρα μὲ
τὰ ράμφη τους· γιὰ τὴ Σφίγγα, ποὺ εἶναι τόσο παλιὰ ὅσο καὶ ὁ κόσμος ὁ ἴδιος,
καὶ ζεῖ στὴν ἔρημο, καὶ ξέρει τὰ πάντα· γιὰ τοὺς ἐμπόρους, ποὺ περπατοῦν
ἀργὰ δίπλα στὶς καμῆλες τους, καὶ βαστοῦν κεχριμπαρένιες χάντρες στὰ χέρια
τους· γιὰ τὸν Βασιλιὰ τῶν Βουνῶν τοῦ Φεγγαριοῦ, ποὺ εἶναι μαῦρος σὰν τὸν
ἔβενο, καὶ λατρεύει ἕναν μεγάλο κρύσταλλο· γιὰ τὸ μεγάλο πράσινο φίδι ποὺ
κοιμᾶται σὲ ἕνα φοινικόδεντρο, καὶ ἔχει εἴκοσι ἱερεῖς νὰ τὸ ταΐζουν μὲ μελόπιτες·
καὶ γιὰ τοὺς πυγμαίους ποὺ ἀρμενίζουνε σὲ μία μεγάλη λίμνη πάνω σὲ μεγάλα
ἐπίπεδα φύλλα, καὶ εἶναι πάντοτε σὲ πόλεμο μὲ τὶς πεταλοῦδες. «Ἀγαπημένο μου Χελιδονάκι» εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «μοῦ διηγήθηκες θαυμάσια κι ἐνδιαφέροντα πράγματα, ἀλλὰ τὸ πιὸ θαυμάσιο κι ἐνδιαφέρον πράγμα εἶναι ὁ πόνος τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὰ βάσανά τους. Δὲν ὑπάρχει πιὸ τρομερὸ πράγμα ἀπὸ τὴ φτώχεια. Πέτα, λοιπόν, πάνω ἀπ᾿ τὴν πολιτεία μου, κι ἄρχισε νὰ μοῦ πεῖς ὅ,τι βλέπεις.» Τὸ Χελιδόνι τότε πέταξε πάνω ἀπ᾿ τὴ μεγάλη πόλη, καὶ εἶδε τοὺς πλούσιους νὰ διασκεδάζουν μέσα στὰ ὡραιότατα καὶ πολυτελῆ μέγαρά τους, ἐνῷ ἔξω ἀπ᾿ τὶς πόρτες τους κάθονταν ζητιάνοι. Πέταξε στὰ σκοτεινὰ σοκάκια κι ἀντίκρισε τὰ ἀδύναμα πρόσωπα πεινασμένων παιδιῶν νὰ κοιτοῦν ἀδιάφορα τοὺς μαύρους δρόμους. Κάτω ἀπὸ τὴν ἁψίδα μιᾶς γέφυρας ἦσαν δύο παιδάκια, τὸ ἕνα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄλλου, καὶ προσπαθοῦσαν νὰ ζεσταθοῦν. «Θεέ μου, πῶς πεινᾶμε!» ἔλεγαν τὰ παιδιά. «Μὴν κοιμᾶστε ῾δῶ, θὰ παγώσετε» τοὺς φώναξε ὁ Φύλακας, καὶ τὰ παιδιὰ σηκώθηκαν καὶ συνέχισαν τὴν ἄσκοπη περιπλάνησή τους στὴ βροχή. Ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτά, τὸ Χελιδόνι γύρισε πίσω καὶ διηγήθηκε στὸν Πρίγκιπα ὅ,τι εἶχε δεῖ. «Ὅλο μου τὸ σῶμα εἶναι καλυμμένο μὲ καθαρὸ χρυσάφι» εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «φρόντισε νὰ τὸ βγάλεις φύλλο-φύλλο, καὶ νὰ τὸ δώσεις στοὺς φτωχούς μου (ὑπηκόους)· οἱ ζωντανοὶ πάντοτε πιστεύουν ὅτι ὁ χρυσὸς μπορεῖ νὰ τοὺς κάνει εὐτυχισμένους.» Καὶ τὸ Χελιδόνι τότε, ἄρχισε νὰ τραβάει ἕνα-ἕνα φύλλο τὸ χρυσάφι, ὥσπου ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας ἔμεινε γυμνὸς ἀπὸ τὴ χτυπητὴ ὀμορφιά του καὶ παρουσίαζε πιὰ ἕνα ἄθλιο θέαμα. Κι ἕνα-ἕνα φύλλο χρυσάφι, τὸ Χελιδόνι τὸ πήγαινε στοὺς φτωχούς, καὶ ζωήρεψαν τὰ πρόσωπα τῶν μικρῶν παιδιῶν, καὶ πῆραν ῥοδαλὸ χρῶμα, κι ἄρχισαν νὰ γελοῦν καὶ νὰ παίζουν στοὺς δρόμους φωνάζοντας: «Τώρα ἔχουμε ψωμί!» Ὕστερα ἦρθε τὸ χιόνι, καὶ μετὰ τὸ χιόνι ἦρθε ἡ παγωνιά. Οἱ δρόμοι ἔμοιαζαν νὰ εἶχαν γίνει ἀπὸ ἀσήμι, τόσο γυάλιζαν καὶ γλιστροῦσαν. Ἄπὸ τὶς ἄκρες τῶν σπιτιῶν κρέμονταν οἱ πάγοι σὰν μακριὰ γυάλινα σπαθιά. Ὅλοι περπατοῦσαν τυλιγμένοι σὲ γοῦνες καὶ τὰ παιδάκια μὲ τὶς ζεστὲς κουκοῦλες τους ἔτρεχαν μὲ τὰ πατίνια πάνω στὸν πάγο. Τώρα τὸ φτωχὸ Χελιδονάκι κρύωνε ὅλο καὶ περισσότερο, ὡστόσο δὲν ἐννοοῦσε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν Πρίγκιπα, γιατὶ τὸν ἀγαποῦσε πάρα πολύ. Τσιμποῦσε τὰ ξίχουλα τοῦ ψωμιοῦ στὶς πόρτες τῶν φούρνων, ὅταν ὁ φούρναρης κοιτοῦσε ἀλλοῦ, καὶ προσπαθοῦσε νὰ ζεσταθεῖ χτυπώντας τὰ φτερά του. Ὅ, τι καὶ νἄκανε, ἤξερε ὅτι θὰ πέθαινε γρήγορα. Μόλις εἶχε τὴ δύναμη νὰ πετάξει ἀκόμη μιὰ φορὰ στὸν ὦμο τοῦ Πρίγκιπα. «Ἀντίο, ἀγαπημένε μου Πρίγκιπα!» τοῦ μουρμούρισε, «Θὰ μ᾿ ἀφήσεις νὰ σοῦ φιλήσω τὸ χέρι;» «Χαίρομαι πολὺ ἀγαπημένο μου Χελιδονάκι ποὺ φεύγεις γιὰ τὴν Αἴγυπτο» εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «ἔμεινες ἀρκετὰ ἐδῶ· ὅμως πρέπει νὰ μὲ φιλήσεις στὰ χείλη γιατὶ σ᾿ ἀγαπάω.» «Δὲν πρόκειται νὰ φύγω γιὰ τὴν Αἵγυπτο καλέ μου Πρίγκιπα» εἶπε τὸ Χελιδόνι, ἀλλὰ γιὰ τὸν Οἶκο τοῦ Θανάτου. Ὁ Θάνατος εἶναι ἀδελφὸς τοῦ Ὕπνου, ἔτσι δὲν εἶναι;» Καὶ τὸ Χελιδόνι φίλησε τὸν Εὐτυχισμένο Πρίγκιπα στὰ χείλη, κι ἔπεσε νεκρὸ στὰ πόδια του. Ἐκείνη τὴ στιγμή, ἕνα περίεργο ῥάγισμα, ἕνα κράκ, ἀντήσησε μέσα στὸ ἄγαλμα, σὰν κάτι νἄσπασε. Ἦταν ἡ μολυβένια καρδιά του ποὖχε κοπεῖ στὰ δυό. Ὁπωσδήποτε ἦταν ἕνας τρομακτικὰ δριμὺς παγετὸς ἐκεῖνο τὸ βράδυ. |
Early the next morning the Mayor was walking in the square below in company with the Town Councillors. As they passed the column he looked up at the statue: «Dear me! how shabby the Happy Prince looks!» he said. «How shabby indeed!» cried the Town Councillors, who always agreed with the Mayor; and they went up to look at it. «The ruby has fallen out of his sword, his eyes are gone, and he is golden no longer,» said the Mayor in fact, «he is little better than a beggar!» «Little better than a beggar,» said the Town Councillors. «And here is actually a dead bird at his feet!» continued the Mayor. «We must really issue a proclamation that birds are not to be allowed to die here.» And the Town Clerk made a note of the suggestion. So they pulled down the statue of the Happy Prince. «As he is no longer beautiful he is no longer useful,» said the Art Professor at the University. Then they melted the statue in a furnace, and the Mayor held a meeting of the Corporation to decide what was to be done with the metal. «We must have another statue, of course,» he said, «and it shall be a statue of myself.» «Of myself,» said each of the Town Councillors, and they quarrelled. When I last heard of them they were quarrelling still. «What a strange thing!» said the overseer of the workmen at the foundry. «This broken lead heart will not melt in the furnace. We must throw it away.» So they threw it on a dust-heap where the dead Swallow was also lying. «Bring me the two most precious things in the city,» said God to one of His Angels; and the Angel brought Him the leaden heart and the dead bird. «You have rightly chosen,» said God, «for in my garden of Paradise this little bird shall sing for evermore, and in my city of gold the Happy Prince shall praise me.» |
Πρωὶ-πρωὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα, περνοῦσε κάτω ἀπ᾿
τὸ ἄγαλμα στὴν πλατεῖα, ὁ Δήμαρχος· ἦταν μαζὶ μ᾿ ἕνα Σύμβουλό του. Καθὼς
περνοῦσαν ἀπὸ τὸ βάθρο, στάθηκαν καὶ κοίταξαν ψηλὰ τὸ ἄγαλμα. Ὁ Δήμαρχος
εἶπε: «Τί περίεργο! Ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας σήμερα φαίνεται ἄθλιος.» «Πράγματι, ἔχει τὰ χάλια του» φώναξε καὶ ὁ Σύμβουλος, ποὺ πάντοτε συμφωνοῦσε μὲ τὸν Δήμαρχο. Ὕστερα ἀνέβηκαν πάνω στὸ ψηλὸ βάθρο γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν. «Τὸ ῥουμπίνι ἔχει πέσει ἀπ᾿ τὸ σπαθί του, τὰ μάτια του χάθηκαν, κι εἶναι πιὰ ξεπουπουλιασμένος ἀπὸ χρυσάφι· τώρα φαίνεται χειρότερος κι ἀπὸ ζητιάνο» εἶπε ὁ Δήμαρχος. «Χειρότερος κι ἀπὸ ζητιάνο» ἐπανέλαβε ὁ Σύμβουλος. Καὶ συνέχισε: «Νὰ κι ἕνα πουλάκι, νεκρὸ στὰ πόδια του. Πρέπει νὰ βγάλουμε ἕνα διάγγελμα νὰ μὴν ἐπιτρέπεται στὰ πουλιὰ νὰ πεθαίνουν ἐδῶ.» Κι ὁ Κλητήρας ποὺ τοὺς συνόδευε κράτησε σημείωση γιὰ τὴν πρόταση. Ἔτσι, κατέβασαν ἀπὸ τὸ ψηλὸ βάθρο τὸν Εὐτυχισμένο Πρίγκιπα. «Μιὰ καὶ δὲν εἶναι πιὰ ὡραῖος, δὲν εἶναι οὔτε χρήσιμος» εἶπε ὁ Καθηγητὴς τῶν Καλῶν Τεχνῶν στὸ Πανεπιστήμιο. Ὕστερα, ἔλιωσαν τὸ ἄγαλμα σὲ καμίνι, κι ὁ Δήμαρχος κάλεσε τὸ Συμβούλιο ν᾿ ἀποφασίσει τὶ θὰ ἔκαναν τὸ μέταλλο. Καὶ εἶπε: «Φυσικά, πρέπει νὰ κάνουμε ἕνα ἄλλο ἄγαλμα, κι αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ δικό μου ἄγαλμα.» «Ἄ, ἄ, ἄ, ὄχι, τὸ δικό μου», φώναζαν οἱ ἄλλοι Σύμβουλοι. Κι ἔτσι μάλωσαν, κι ἐξακολουθοῦν ἀκόμη νὰ μαλώνουν. Ὁ ἐπιστάτης τῶν ἐργατῶν στὸ καμίνι εἶπε τὴν ὥρα ποὺ ἔλιωναν τὸ ἄγαλμα: «Τί περίεργο πράγμα, αὐτὴ ἡ σπασμένη καρδιὰ ἀπὸ μολύβι δὲν λιώνει μὲ τὴ φωτιά. Πρέπει νὰ τὴν πετάξουμε. Καὶ τὴν πέταξε μέσα στὸν τενεκὲ μὲ τὰ σκουπίδια, ἐκεῖ ὅπου κείτονταν ἐπίσης καὶ τὸ νεκρὸ Χελιδόνι. «Φέρτε μου τὰ δυὸ πιὸ πολύτιμα πράγματα ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν πόλη» εἶπε ὁ Θεὸς σὲ ἕναν ἀπ᾿ τοὺς Ἀγγέλους του· κι ὁ Ἄγγελος τοῦ ἔφερε τὴ μολυβένια καρδιὰ καὶ τὸ νεκρὸ Χελιδόνι. «Πέτυχες ἀπόλυτα στὴν ἐπιλογή σου» εἶπε ὁ Θεός, «διότι μέσα στὸν κῆπο μου, στὸν Παράδεισο, αὐτὸ τὸ μικρὸ πουλὶ θὰ τραγουδάει αἰώνια, καὶ μέσα στὴ χρυσαφένια πολιτεία μου ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας πάντα θὰ μὲ δοξάζει.» |