ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -ι-


-9- Ἀτὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:
«Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν,
ἦ τοι μὲν τόδε καλὸν ἀκουέμεν ἐστὶν ἀοιδοῦ
τοιοῦδ᾿ οἷος ὅδ᾿ ἐστί, θεοῖς ἐναλίγκιος αὐδήν.
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Αλκίνοε, βασιλιά περίλαμπρε, μες στο λαό σου ο πρώτος,
αλήθεια είναι όμορφο να κάθεσαι ν᾿ ακούς τον τραγουδάρη,
και να 'ναι σαν αυτόν, που ακούγεται καθώς θεού η φωνή του."
5 οὐ γὰρ ἐγώ γέ τί φημι τέλος χαριέστερον εἶναι
ἢ ὅτ᾿ ἐυφροσύνη μὲν ἔχῃ κάτα δῆμον ἅπαντα,
δαιτυμόνες δ᾿ ἀνὰ δώματ᾿ ἀκουάζωνται ἀοιδοῦ
ἥμενοι ἑξείης, παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι
σίτου καὶ κρειῶν, μέθυ δ᾿ ἐκ κρητῆρος ἀφύσσων
Άλλη αναγάλλια εγώ τρανότερη δεν ξέρω, μόνο να 'χει
ο κόσμος όλος σε ξεφάντωση στρωθεί, κι οι καλεσμένοι
στο αρχονταρίκι ν᾿ αφουγκράζουνται το θείο τον τραγουδάρη,
γραμμή καθούμενοι· και δίπλα τους γεμάτα τα τραπέζια
ψωμί και κρέατα᾿ κι ανασέρνοντας κρασί από το κροντήρι
10 οἰνοχόος φορέῃσι καὶ ἐγχείῃ δεπάεσσι:
τοῦτό τί μοι κάλλιστον ἐνὶ φρεσὶν εἴδεται εἶναι.
σοὶ δ᾿ ἐμὰ κήδεα θυμὸς ἐπετράπετο στονόεντα
εἴρεσθ᾿, ὄφρ᾿ ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω:
τί πρῶτόν τοι ἔπειτα, τί δ᾿ ὑστάτιον καταλέξω;
να τρέχει ο κεραστής στις κούπες τους να το κερνάει, να πίνουν.
Αυτή η χαρά λογιάζω εστάθηκεν η πιο τρανή του ανθρώπου.
Μα να η καρδιά σου που λαχτάρησε τα πάθη μου να μάθει
τα θλιβερά, για να φουντώσουνε πιο ακόμα οι στεναγμοί μου.
Τι πρώτο να σου πω και τι στερνό ν᾿ αφήσω, απ᾿ όσα μύρια
15 κήδε᾿ ἐπεί μοι πολλὰ δόσαν θεοὶ Οὐρανίωνες.
νῦν δ᾿ ὄνομα πρῶτον μυθήσομαι, ὄφρα καὶ ὑμεῖς
εἴδετ᾿, ἐγὼ δ᾿ ἂν ἔπειτα φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ
ὑμῖν ξεῖνος ἔω καὶ ἀπόπροθι δώματα ναίων.
εἴμ᾿ Ὀδυσεὺς Λαερτιάδης, ὃς πᾶσι δόλοισιν
βάσανα μου᾿ δωκαν οι αθάνατοι που κυβερνούν τα ουράνια;
Μα τ᾿ όνομά μου πρώτα ακούσετε, για να το ξέρετε όλοι'
θέλω κι αργότερα, ξεφεύγοντας της μοίρας και του Χάρου,
να μείνω φίλος σας, κι ας βρίσκεται το αρχοντικό μου αλάργα.
Είμαι ο Οδυσσέας, ο γιος του αντρόκαρδου Λαέρτη· ο κόσμος όλος
20 ἀνθρώποισι μέλω, καί μευ κλέος οὐρανὸν ἵκει.
ναιετάω δ᾿ Ἰθάκην ἐυδείελον: ἐν δ᾿ ὄρος αὐτῇ
Νήριτον εἰνοσίφυλλον, ἀριπρεπές: ἀμφὶ δὲ νῆσοι
πολλαὶ ναιετάουσι μάλα σχεδὸν ἀλλήλῃσι,
Δουλίχιόν τε Σάμη τε καὶ ὑλήεσσα Ζάκυνθος.
ξέρει τους δόλους μου, κι η δόξα μου ψηλά στα ουράνια φτάνει!
Πατρίδα μου ειν᾿ η Ιθάκη η ξέφαντη, με το καμαρωμένο
το Νήριτο, το φυλλοσούσουρο βουνό της, κι ένα γύρο
νησιά πολλά προβάλλουν, όλα τους κοντά κοντά βαλμένα,
η Σάμη, η δασωμένη Ζάκυθο και το Δουλίχιο᾿ κι είναι
25 αὐτὴ δὲ χθαμαλὴ πανυπερτάτη εἰν ἁλὶ κεῖται
πρὸς ζόφον, αἱ δέ τ᾿ ἄνευθε πρὸς ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε,
τρηχεῖ᾿, ἀλλ᾿ ἀγαθὴ κουροτρόφος: οὔ τοι ἐγώ γε
ἧς γαίης δύναμαι γλυκερώτερον ἄλλο ἰδέσθαι.
ἦ μέν μ᾿ αὐτόθ᾿ ἔρυκε Καλυψώ, δῖα θεάων,
η Ιθάκη χαμηλή, στο πέλαγο ψηλά ψηλά, στη δύση,
μα τ᾿ άλλα αλάργα στου ήλιου βρίσκουνται και στης αυγής τα μέρη.
Πετραδερό νησί, μα ασύγκριτη λεβεντομάνα, κι ούτε
άλλο στον κόσμο εγώ γλυκύτερο μπορώ να δω απ᾿ τη γη μου.
Η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, στις βαθουλές σπηλιές της
30 ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, λιλαιομένη πόσιν εἶναι:
ὣς δ᾿ αὔτως Κίρκη κατερήτυεν ἐν μεγάροισιν
Αἰαίη δολόεσσα, λιλαιομένη πόσιν εἶναι:
ἀλλ᾿ ἐμὸν οὔ ποτε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθον.
ὣς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων
μου αντίσκοφτε το δρόμο, θέλοντας να με κρατήσει γι᾿ άντρα.
Κι η Κίρκη η δολερή απ᾿ το σπίτι της στην Αία να φύγω πίσω
δε μ᾿ άφηνε, κι αυτή γυρεύοντας να με κρατήσει γι᾿ άντρα.
Όμως ποτέ δε μου μετάστρεψαν τη γνώμη μες στα στήθη·
τι πιο γλυκό στον κόσμο τίποτε δεν ξέρω από πατρίδα
35 γίγνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον
γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων.
εἰ δ᾿ ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ᾿ ἐνίσπω,
ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκεν ἀπὸ Τροίηθεν ἰόντι.
«Ἰλιόθεν με φέρων ἄνεμος Κικόνεσσι πέλασσεν,
κι από γονιούς, ακόμα αν κάθεσαι σε μυριοπλούσια σπίτια
στα ξένα μέρη εκεί που βρέθηκες, αλάργα απ᾿ τους γονιούς σου.
Άκουσε τώρα το πολυπαθο του γυρισμου ταξίδι
που μου 'χε ο Δίας ορίσει, ως άφηνα της Τροίας τη χώρα πίσω:
Από του Ιλίου τα μέρη μ᾿ έριξαν στους Κίκονες οι ανέμοι,
40 Ἰσμάρῳ. ἔνθα δ᾿ ἐγὼ πόλιν ἔπραθον, ὤλεσα δ᾿ αὐτούς:
ἐκ πόλιος δ᾿ ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες
δασσάμεθ᾿, ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης.
ἔνθ᾿ ἦ τοι μὲν ἐγὼ διερῷ ποδὶ φευγέμεν ἡμέας
ἠνώγεα, τοὶ δὲ μέγα νήπιοι οὐκ ἐπίθοντο.
στην Ίσμαρο᾿ κι εγώ την πάτησα και σκότωσα τους άντρες,
κι όσα απ᾿ το κάστρο τους κουρσέψαμε — γυναίκες, βιος περίσσιο —
μοιρασιά εγίναν, να 'χει φεύγοντας καθένας το δικό του.
Και τότε εγώ μιαν ώρα αρχύτερα να φύγουμε ζητούσα,
όμως εκείνοι οι τρισανέμυαλοι δε θέλαν να μ᾿ ακούσουν.
45 ἔνθα δὲ πολλὸν μὲν μέθυ πίνετο, πολλὰ δὲ μῆλα
ἔσφαζον παρὰ θῖνα καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς:
τόφρα δ᾿ ἄρ᾿ οἰχόμενοι Κίκονες Κικόνεσσι γεγώνευν,
οἵ σφιν γείτονες ἦσαν, ἅμα πλέονες καὶ ἀρείους,
ἤπειρον ναίοντες, ἐπιστάμενοι μὲν ἀφ᾿ ἵππων
Πινόταν το κρασί αλογάριαστο, και πλήθος βόδια σφάζαν
στεφανοκέρατα, στριφτόζαλα, κι αρνιά στο ακροθαλάσσι.
Ωστόσο οι Κίκονες εφώναζαν τους Κίκονες τους άλλους,
που ήταν γειτόνοι τους, πιο αντρόκαρδοι και πιο πολλοί από κείνους,
κι ως ήταν στεριανοί, απ᾿ τ᾿ αμάξια τους να πολεμούν κάτεχαν,
50 ἀνδράσι μάρνασθαι καὶ ὅθι χρὴ πεζὸν ἐόντα.
ἦλθον ἔπειθ᾿ ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ,
ἠέριοι: τότε δή ῥα κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη
ἡμῖν αἰνομόροισιν, ἵν᾿ ἄλγεα πολλὰ πάθοιμεν.
στησάμενοι δ᾿ ἐμάχοντο μάχην παρὰ νηυσὶ θοῇσι,
μα και πεζή με τους αντίμαχους, σαν το καλνούσε η ανάγκη.
Και φτάσαν όσα τ᾿ ανοιξιάτικα λουλούδια και τα φύλλα
την κονταυγή᾿ κι εμάς μας πλάκωσε κακή και μαύρη μοίρα
του Δία τους άμοιρους, αρίφνητες να ποτιστούμε πίκρες.
Κι ως πήραν θέση, άνοιξαν πόλεμο, και δίπλα στ᾿ άρμένα μας
55 βάλλον δ᾿ ἀλλήλους χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν.
ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ,
τόφρα δ᾿ ἀλεξόμενοι μένομεν πλέονάς περ ἐόντας.
ἦμος δ᾿ ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε,
καὶ τότε δὴ Κίκονες κλῖναν δαμάσαντες Ἀχαιούς.
ο ένας στον άλλο απάνω ρίχναμε με τα χαλκά κοντάρια.
Όσο βαστούσε η αυγή και πλήθαινε το φως της άγιας μέρας,
αντιπαλεύοντας κρατιόμαστε, κι ας ήταν πιότεροι μας'
όμως σαν πήρε ο γήλιος κι έγειρεν, η ώρα που λυούν τα βόδια,
μας καταπόνεσαν οι Κίκονες και στο φευγιό μας ρίξαν.
60 ἓξ δ᾿ ἀφ᾿ ἑκάστης νηὸς ἐυκνήμιδες ἑταῖροι
ὤλονθ': οἱ δ᾿ ἄλλοι φύγομεν θάνατόν τε μόρον τε.
«ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ,
ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο, φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους.
οὐδ᾿ ἄρα μοι προτέρω νῆες κίον ἀμφιέλισσαι,
Από έξι σύντροφοι λιοντόκαρδοι σε κάθε μας καράβι
χάθηκαν, κι οι άλλοι ξεγλιτώσαμε της μοίρας και του Χάρου.
Κι ανοίξαμε πανιά να φύγουμε με πικραμένα σπλάχνα,
εμείς γλιτώνοντας το θάνατο — χωρίς τους συντρόφους μας.
Κι ουδέ πιο μπρός τα δρεπανόγυρτα καράβια μας κινήσαν,
65 πρίν τινα τῶν δειλῶν ἑτάρων τρὶς ἕκαστον ἀῦσαι,
οἳ θάνον ἐν πεδίῳ Κικόνων ὕπο δῃωθέντες.
νηυσὶ δ᾿ ἐπῶρσ᾿ ἄνεμον Βορέην νεφεληγερέτα Ζεὺς
λαίλαπι θεσπεσίῃ, σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε
γαῖαν ὁμοῦ καὶ πόντον: ὀρώρει δ᾿ οὐρανόθεν νύξ.
πριν τρεις φορές τους δόλιους συντρόφους φωνάξουμε, έναν έναν,
που χτυπημένοι από τους Κίκονες στον κάμπο εσκοτωθήκαν.
Καί τότε ο Δίας βοριά ξεσήκωσεν ο νεφελοστοιβάχτης
με φοβερό δρολάπι απάνω μας, και σκέπασε με νέφη
στεριά μαζί και πέλαα, κι άπλωσε θολή απ᾿ τα ουράνια νύχτα.
70 αἱ μὲν ἔπειτ᾿ ἐφέροντ᾿ ἐπικάρσιαι, ἱστία δέ σφιν
τριχθά τε καὶ τετραχθὰ διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο.
καὶ τὰ μὲν ἐς νῆας κάθεμεν, δείσαντες ὄλεθρον,
αὐτὰς δ᾿ ἐσσυμένως προερέσσαμεν ἤπειρόνδε.
ἔνθα δύω νύκτας δύο τ᾿ ἤματα συνεχὲς αἰεὶ
Τρέχαν τα πλοία μας με τις πλώρες τους σκυφτές, και τα πανιά τους
στα δυό, στα τρία, στα πέντε σκίστηκαν απ᾿ την όρμή του ανέμου.
Πως θα χαθούμε φοβηθήκαμε, και τα πανιά με βιάση
μαϊνάροντας στεριά γυρέψαμε με τα κουπιά, να βγούμε.
Δυό νύχτες πανωτές κοιτόμαστε στον άμμο και δυο μέρες,
75 κείμεθ᾿, ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ ἐυπλόκαμος τέλεσ᾿ Ἠώς,
ἱστοὺς στησάμενοι ἀνά θ᾿ ἱστία λεύκ᾿ ἐρύσαντες
ἥμεθα, τὰς δ᾿ ἄνεμός τε κυβερνῆταί τ᾿ ἴθυνον.
καί νύ κεν ἀσκηθὴς ἱκόμην ἐς πατρίδα γαῖαν:
κι η έγνοια κι ο κάματος μας έτρωγαν τα σπλάχνα᾿ η τρίτη ωστόσο
μόλις επήρε αυγή και χάραζε, κινούμε με απλωμένα
τ᾿ άσπρα πανιά στα όρθά κατάρτια μας, καθούμενοι, τι εκείνα
καλά τα κυβερνούσαν ο άνεμος κι οι τιμονιέροι μόνο.
Θα 'φτανα ανέβλαβος στον τόπο μου, μα το Μαλιά ως ζητούσα
80 ἀλλά με κῦμα ῥόος τε περιγνάμπτοντα Μάλειαν
καὶ Βορέης ἀπέωσε, παρέπλαγξεν δὲ Κυθήρων.
«ἔνθεν δ᾿ ἐννῆμαρ φερόμην ὀλοοῖς ἀνέμοισιν
πόντον ἐπ᾿ ἰχθυόεντα: ἀτὰρ δεκάτῃ ἐπέβημεν
γαίης Λωτοφάγων, οἵ τ᾿ ἄνθινον εἶδαρ ἔδουσιν.
να κεφαλώσω, ξάφνου μ᾿ έσπρωξαν μαζί βοριάς και κύμα
και ρέμα πέρα από τα Κύθηρα, κι αλάργα με ξοριάσαν.
Εννιά μερόνυχτα παράδερνα μ᾿ ενάντιους τους ανέμους
στο ψαροθρόφο απάνω πέλαγο᾿ στις δέκα βγήκαμε όξω
στη γη των Λωτοφάγων, με άνθινη που ζουν θροφή μονάχα.
85 ἔνθα δ᾿ ἐπ᾿ ἠπείρου βῆμεν καὶ ἀφυσσάμεθ᾿ ὕδωρ,
αἶψα δὲ δεῖπνον ἕλοντο θοῇς παρὰ νηυσὶν ἑταῖροι.
αὐτὰρ ἐπεὶ σίτοιό τ᾿ ἐπασσάμεθ᾿ ἠδὲ ποτῆτος,
δὴ τοτ᾿ ἐγὼν ἑτάρους προί̈ειν πεύθεσθαι ἰόντας,
οἵ τινες ἀνέρες εἶεν ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες
Μόλις στο ακρόγιαλο ανασύραμε νερό, γοργά το γιόμα
δίπλα στα γρήγορα καράβια μας συντάζαν οι συντρόφοι.
Και πια σα φάγαμε, σαν ήπιαμε και φράθηκε η καρδιά μας,
είπα να πέψω απ᾿ τους συντρόφους μου να παν μπροστά να μάθουν
σαν ποιοι θνητοί, ψωμί που γεύουνται, στα μέρη τούτα ζούνε,
90 ἄνδρε δύω κρίνας, τρίτατον κήρυχ᾿ ἅμ᾿ ὀπάσσας.
οἱ δ᾿ αἶψ᾿ οἰχόμενοι μίγεν ἀνδράσι Λωτοφάγοισιν:
οὐδ᾿ ἄρα Λωτοφάγοι μήδονθ᾿ ἑτάροισιν ὄλεθρον
ἡμετέροις, ἀλλά σφι δόσαν λωτοῖο πάσασθαι.
τῶν δ᾿ ὅς τις λωτοῖο φάγοι μελιηδέα καρπόν,
απ᾿ τους δικούς μου δυο διαλέγοντας, μαζί τους κι έναν κράχτη.
Κι αυτοί γοργά το δρόμο παίρνοντας τους Λωτοφάγους βρήκαν.
Κι οι Λωτοφάγοι δε μελέτησαν κακό στους συντρόφους μας
κανένα, μοναχά τους έδιναν λωτό ν᾿ απογευτούνε.
Μα αν του λωτού το μελοστάλαχτο καρπό κανείς γευόταν,
95 οὐκέτ᾿ ἀπαγγεῖλαι πάλιν ἤθελεν οὐδὲ νέεσθαι,
ἀλλ᾿ αὐτοῦ βούλοντο μετ᾿ ἀνδράσι Λωτοφάγοισι
λωτὸν ἐρεπτόμενοι μενέμεν νόστου τε λαθέσθαι.
τοὺς μὲν ἐγὼν ἐπὶ νῆας ἄγον κλαίοντας ἀνάγκῃ,
νηυσὶ δ᾿ ἐνὶ γλαφυρῇσιν ὑπὸ ζυγὰ δῆσα ἐρύσσας.
πια δε γνοιαζόταν για μηνύματα κι ουδ᾿ έλεε να διαγείρει᾿
το 'χε να μείνει εκεί καλύτερο και με τους Λωτοφάγους
λωτό να γεύεται, κι ολότελα το γυρισμό ξεχνούσε.
Μα τους δικούς μου εγώ τραβώντας τους στα βαθουλά καράβια
μεβιάς τους έδεσα θρηνάμενους στους πάγκους από κάτω.
100 αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κελόμην ἐρίηρας ἑταίρους
σπερχομένους νηῶν ἐπιβαινέμεν ὠκειάων,
μή πώς τις λωτοῖο φαγὼν νόστοιο λάθηται.
οἱ δ᾿ αἶψ᾿ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον,
ἑξῆς δ᾿ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.
Τους άλλους πάλι μπιστεμένους μου συντρόφους να βιαστούνε
και ν᾿ ανεβούν στα γοργοτάξιδα πλεούμενα προστάζω,
κανείς μη φάει λωτό κι ολότελα το γυρισμό ξεχάσει.
Κι ως ανέβηκαν δίχως άργητα και στα ζυγά κάθισαν
γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
105 «ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ:
Κυκλώπων δ᾿ ἐς γαῖαν ὑπερφιάλων ἀθεμίστων
ἱκόμεθ᾿, οἵ ῥα θεοῖσι πεποιθότες ἀθανάτοισιν
οὔτε φυτεύουσιν χερσὶν φυτὸν οὔτ᾿ ἀρόωσιν,
ἀλλὰ τά γ᾿ ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται,
Κι ανοίξαμε πανιά και φύγαμε με πικραμένα σπλάχνα,
ως που ξεπέσαμε στων άνομων, ανήμερων Κυκλώπων
τη γη, που αφήνουν στους αθάνατους θεους τις έγνοιες όλες,
κι ουδέ φυτεύουν με τα χέρια τους ποτέ κι ουδέ κι οργώνουν
όλα τους άσπαρτα κι άνόργωτα φυτρώνουν απ᾿ το χώμα,
110 πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ᾿ ἄμπελοι, αἵ τε φέρουσιν
οἶνον ἐριστάφυλον, καί σφιν Διὸς ὄμβρος ἀέξει.
τοῖσιν δ᾿ οὔτ᾿ ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες,
ἀλλ᾿ οἵ γ᾿ ὑψηλῶν ὀρέων ναίουσι κάρηνα
ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, θεμιστεύει δὲ ἕκαστος
στάρι, κριθάρι· μεγαλόρωγα στ᾿ αμπέλια τους σταφύλια
απ᾿ τις βροχές του Δία τρανεύοντας κρασί τους δίνουν πλήθιο.
Να βουλευτούν δεν έχουν σύναξες κι ουδέ από νόμους ξέρουν
στων αψηλών βουνών τ᾿ ακρόκορφα σε σπήλια μέσα ως ζούνε,
χώρια απ᾿ τους άλλους τις γυναίκες του και τα παιδιά του ορίζει
115 παίδων ἠδ᾿ ἀλόχων, οὐδ᾿ ἀλλήλων ἀλέγουσιν.
«νῆσος ἔπειτα λάχεια παρὲκ λιμένος τετάνυσται,
γαίης Κυκλώπων οὔτε σχεδὸν οὔτ᾿ ἀποτηλοῦ,
ὑλήεσσ': ἐν δ᾿ αἶγες ἀπειρέσιαι γεγάασιν
ἄγριαι: οὐ μὲν γὰρ πάτος ἀνθρώπων ἀπερύκει,
ο καθανείς, κι ουδέ που γνοιάζεται τι κάνει ο γείτονας του.
Ένα νησί που λέτε απλώνεται μπρός στο λιμάνι, αγρίδι,
μήτε κοντά μήτε κι απόμακρα στη χώρα των Κυκλώπων,
πυκνό λογγάρι᾿ γίδια αρίφνητα βοσκολογούνε μέσα
— αγριόγιδα᾿ τι ανθρώπου πάτημα δεν τ᾿ αποδιώχνει εκείθε'
120 οὐδέ μιν εἰσοιχνεῦσι κυνηγέται, οἵ τε καθ᾿ ὕλην
ἄλγεα πάσχουσιν κορυφὰς ὀρέων ἐφέποντες.
οὔτ᾿ ἄρα ποίμνῃσιν καταί̈σχεται οὔτ᾿ ἀρότοισιν,
ἀλλ᾿ ἥ γ᾿ ἄσπαρτος καὶ ἀνήροτος ἤματα πάντα
ἀνδρῶν χηρεύει, βόσκει δέ τε μηκάδας αἶγας.
οι αγριμολόοι, που από 'να ακρόκορφο σε άλλο περνούν και σέρνουν
στους λόγγους μέσα τόσα βάσανα, δεν έρχουνται εδώ πέρα᾿
κάμποι οργωμένοι εδώ δε βρίσκουνται μηδέ θωρείς κοπάδια'
όλα είναι ανέσπαρτα κι ανόργωτα χειμώνα καλοκαιρι,
κι ούτε άνθρωπος κανείς, αγριόγιδες βελάστρες βόσκουν μόνο᾿
125 οὐ γὰρ Κυκλώπεσσι νέες πάρα μιλτοπάρῃοι,
οὐδ᾿ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν
νῆας ἐυσσέλμους, αἵ κεν τελέοιεν ἕκαστα
ἄστε᾿ ἐπ᾿ ἀνθρώπων ἱκνεύμεναι, οἷά τε πολλὰ
ἄνδρες ἐπ᾿ ἀλλήλους νηυσὶν περόωσι θάλασσαν:
τι οι Κύκλωπες αλικομάγουλα πλεούμενα δεν έχουν,
κι ουδέ μαστόρους έχουν γι᾿ άρμενα, να πιάσουν να σκαρώσουν
γι᾿ αυτούς καράβια καλοκούβερτα, να τα τελεύουν όλα
σε ξένες πολιτείες αράζοντας, ως συνηθούν οι άνθρωποι
να σκίζουν με τα πλοία τη θάλασσα και να συναγρικιούνται.
130 οἵ κέ σφιν καὶ νῆσον ἐυκτιμένην ἐκάμοντο.
οὐ μὲν γάρ τι κακή γε, φέροι δέ κεν ὥρια πάντα:
ἐν μὲν γὰρ λειμῶνες ἁλὸς πολιοῖο παρ᾿ ὄχθας
ὑδρηλοὶ μαλακοί: μάλα κ᾿ ἄφθιτοι ἄμπελοι εἶεν.
ἐν δ᾿ ἄροσις λείη: μάλα κεν βαθὺ λήιον αἰεὶ
Αυτοί και το νησί θα μέρωναν, σοδιά να δίνει πλούσια·
τι η γη κακή δεν ήταν θα 'βγαζε τα πάντα στον καιρό τους·
λιβάδια στης ψαριάς της θάλασσας το κύμα πλάι θωρούσες,
αφράτα, με νερά᾿ θα κάρπιζαν εδώ τ᾿ αμπέλια αιώνια.
Κι είχε καλά χωράφια ο τόπος τους· σπαρτά τον κάθε χρόνο
135 εἰς ὥρας ἀμῷεν, ἐπεὶ μάλα πῖαρ ὑπ᾿ οὖδας.
ἐν δὲ λιμὴν ἐύορμος, ἵν᾿ οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν,
οὔτ᾿ εὐνὰς βαλέειν οὔτε πρυμνήσι᾿ ἀνάψαι,
ἀλλ᾿ ἐπικέλσαντας μεῖναι χρόνον εἰς ὅ κε ναυτέων
θυμὸς ἐποτρύνῃ καὶ ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται.
βαθιά θα θέριζαν στην ώρα τους, τι ήταν παχύ το χώμα.
Είχε και κόρφο καλολίμανο᾿ να δέσεις χρεία δεν ήταν
σκοινιά καθόλου, ουδέ αγκυρόπετρες να ρίξεις και πρυμάτσες,
μον᾿ στα ρηχά να βγεις, προσμένοντας οι ναύτες πότε πάλε
θα πουν να φύγουν, μόλις οι ανέμοι ξανά φυσήξουν πρίμοι.
140 αὐτὰρ ἐπὶ κρατὸς λιμένος ῥέει ἀγλαὸν ὕδωρ,
κρήνη ὑπὸ σπείους: περὶ δ᾿ αἴγειροι πεφύασιν.
ἔνθα κατεπλέομεν, καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν
νύκτα δι᾿ ὀρφναίην, οὐδὲ προυφαίνετ᾿ ἰδέσθαι:
ἀὴρ γὰρ περὶ νηυσὶ βαθεῖ᾿ ἦν, οὐδὲ σελήνη
Στου λιμανιού την κόχη κρούσταλλο νερό αναβρεί από σπήλιο
— μιαν ανεβάλλουσα—κι ολόγυρα πολλές φυτρώνουν λεύκες.
Κει πέρα μπήκαμε κι αράξαμε· κάποιος θεός το δρόμο
στη σκοτεινή νυχτιά μας έδειχνε- δεν έφεγγε να ιδούμε.
Πυκνή καταχνιά τα καράβια μας περίζωνε᾿ σε νέφη
145 οὐρανόθεν προύφαινε, κατείχετο δὲ νεφέεσσιν.
ἔνθ᾿ οὔ τις τὴν νῆσον ἐσέδρακεν ὀφθαλμοῖσιν,
οὔτ᾿ οὖν κύματα μακρὰ κυλινδόμενα προτὶ χέρσον
εἰσίδομεν, πρὶν νῆας ἐυσσέλμους ἐπικέλσαι.
κελσάσῃσι δὲ νηυσὶ καθείλομεν ἱστία πάντα,
κρυμμένο το φεγγάρι είχε χαθεί κι αυτό ψηλά απ᾿ τα ουράνια.
Γι᾿ αύτό και το νησί τα μάτια μας δεν το 'χαν ξεχωρίσει
μηδέ τα κύματα, που ολόμακρα καταγιαλού κυλούσαν,
ως τη στιγμή τα καλοκούβερτα που άραξαν άρμενα μας.
Κι ως τα καράβια άραξαν, τα πανιά μαϊνάραμε όλα, κι όξω
150 ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης:
ἔνθα δ᾿ ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν.
«ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
νῆσον θαυμάζοντες ἐδινεόμεσθα κατ᾿ αὐτήν.
ὦρσαν δὲ νύμφαι, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο,
κι εμείς εβγήκαμε στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω,
και καρτερούσαμε κοιμάμενοι τη θείαν Αυγή να φέξει.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
γυρνούμε το νησί, θαμάζοντας τις τόσες ομορφιές του·
και του βουνού οι Κυράδες σήκωσαν, του Βροντοσκουταράτου
155 αἶγας ὀρεσκῴους, ἵνα δειπνήσειαν ἑταῖροι.
αὐτίκα καμπύλα τόξα καὶ αἰγανέας δολιχαύλους
εἱλόμεθ᾿ ἐκ νηῶν, διὰ δὲ τρίχα κοσμηθέντες
βάλλομεν: αἶψα δ᾿ ἔδωκε θεὸς μενοεικέα θήρην.
νῆες μέν μοι ἕποντο δυώδεκα, ἐς δὲ ἑκάστην
οι θυγατέρες, αγριοκάτσικα, να φάνε οι σύντροφοί μου.
Γυρτά δοξάρια, μακροκάλαμα κοντάρια απ᾿ τα καράβια
μεμιάς αρπάζοντας αρχίζουμε, στα τρία διαμοιρασμένοι,
να ρίχνουμε, κι ευτύς μας έδωκε που ο θεός κυνήγι.
Καράβια με ακλουθούσαν δώδεκα, και πέσαν στο καθένα
160 ἐννέα λάγχανον αἶγες: ἐμοὶ δὲ δέκ᾿ ἔξελον οἴῳ.
«ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ᾿ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ:
οὐ γάρ πω νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος ἐρυθρός,
ἀλλ᾿ ἐνέην: πολλὸν γὰρ ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἕκαστοι
από εννιά αγρίμια᾿ δέκα διάλεξαν να πάρω εγώ μονάχα.
Έτσι, ως του ήλιου τα βασιλέματα καθούμενοι όλη μέρα
με πλήθος κρέατα και με ολόγλυκο κρασί ευφραινόμαστε όλοι·
δε μας απόλειπε το κόκκινο κρασί μαθές ακόμα·
είχαν τα πλοία μας· τι ως πατήσαμε το κάστρο των Κικόνων,
165 ἠφύσαμεν Κικόνων. ἱερὸν πτολίεθρον ἑλόντες.
Κυκλώπων δ᾿ ἐς γαῖαν ἐλεύσσομεν ἐγγὺς ἐόντων,
καπνόν τ᾿ αὐτῶν τε φθογγὴν ὀίων τε καὶ αἰγῶν.
ἦμος δ᾿ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε,
δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.
που ο καθένας μας εγνοιάστηκε να πάρει σε λαγήνια.
Σιμά μας των Κυκλώπων βλέπαμε τη γη και τους καπνούς της
κι απ᾿ τα κοπάδια τα βελάσματα και τις φωνές των ίδιων.
Και σύντας ο ήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια,
σε ύπνο απογείραμε, στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω.
170 ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
καὶ τότ᾿ ἐγὼν ἀγορὴν θέμενος μετὰ πᾶσιν ἔειπον:
«‘ἄλλοι μὲν νῦν μίμνετ᾿, ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι:
αὐτὰρ ἐγὼ σὺν νηί τ᾿ ἐμῇ καὶ ἐμοῖς ἑτάροισιν
ἐλθὼν τῶνδ᾿ ἀνδρῶν πειρήσομαι, οἵ τινές εἰσιν,
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
όλους σε σύναξη τους κάλεσα κι αναμεσό τους είπα:
,, Οι άλλοι σας τώρα εδώ να μείνετε, πιστοί μου εσείς συντρόφοι,
κι ατός μου εγώ με το καράβι μου και με τους σύντροφούς μου
θα πάω να μάθω, εδώ ποιοι κάθουνται, σαν τι λογής ανθρώποι.
175 ἤ ῥ᾿ οἵ γ᾿ ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι,
ἦε φιλόξεινοι, καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής.’
«ὣς εἰπὼν ἀνὰ νηὸς ἔβην, ἐκέλευσα δ᾿ ἑταίρους
αὐτούς τ᾿ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι.
οἱ δ᾿ αἶψ᾿ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον,
Άνομοι να 'ναι τάχα, ανέσπλαχνοι, που δεν ψηφούν το δίκιο,
για έχουν ψυχή θεοφοβούμενη και συμπαθούν τον ξένο;"
Είπα, και στο άρμενο ανεβαίνοντας προστάζω τους συντρόφους,
μόλις ανέβουν στο πλεούμενο, να λύσουν τις πρυμάτσες.
Μπήκαν κι εκείνοι δίχως άργητα, και στα ζυγά ως καθίσαν
180 ἑξῆς δ᾿ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τὸν χῶρον ἀφικόμεθ᾿ ἐγγὺς ἐόντα,
ἔνθα δ᾿ ἐπ᾿ ἐσχατιῇ σπέος εἴδομεν ἄγχι θαλάσσης,
ὑψηλόν, δάφνῃσι κατηρεφές. ἔνθα δὲ πολλὰ
μῆλ᾿, ὄιές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον: περὶ δ᾿ αὐλὴ
γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
Και σύντας πια κει πέρα φτάσαμε — μακριά μαθές δεν ήταν —
στην άκραν άκρα, πλάι στη θάλασσα, θωρούμε ομπρός μας σπήλιο
ψηλό, με δάφνες κατασκέπαστο᾿ πολλά κοπάδια μέσα,
γίδες και πρόβατα, μαντρίζουνταν τη νύχτα᾿ και τρογύρα
185 ὑψηλὴ δέδμητο κατωρυχέεσσι λίθοισι
μακρῇσίν τε πίτυσσιν ἰδὲ δρυσὶν ὑψικόμοισιν.
ἔνθα δ᾿ ἀνὴρ ἐνίαυε πελώριος, ὅς ῥα τὰ μῆλα
οἶος ποιμαίνεσκεν ἀπόπροθεν: οὐδὲ μετ᾿ ἄλλους
πωλεῖτ᾿, ἀλλ᾿ ἀπάνευθεν ἐὼν ἀθεμίστια ᾔδη.
μια αυλή αψηλή, που την περίζωναν στη γη χωμένες πέτρες
κι ακόμα δρυς αψηλοφούντωτοι και τρισμεγάλα πεύκα.
Ένας πελώριος άντρας πλάγιαζε κει μέσα, που τ᾿ αρνιά του
βοσκούσε μοναχός, παράμερα᾿ κι που δ᾿ έσμιγε τους άλλους
ποτέ, μον᾿ πάντα του ασυντρόφιαστος με το κακό στα φρένα
190 καὶ γὰρ θαῦμ᾿ ἐτέτυκτο πελώριον, οὐδὲ ἐῴκει
ἀνδρί γε σιτοφάγῳ, ἀλλὰ ῥίῳ ὑλήεντι
ὑψηλῶν ὀρέων, ὅ τε φαίνεται οἶον ἀπ᾿ ἄλλων.
«δὴ τότε τοὺς ἄλλους κελόμην ἐρίηρας ἑταίρους
αὐτοῦ πὰρ νηί τε μένειν καὶ νῆα ἔρυσθαι,
Τόσο θεόρατος που τα 'χανες, δε θύμιζε άνθρωπο, όχι,
που τρώει ψωμί, μονάχα ακρόκορφο λες κι ήταν δασωμένο
βουνού αψηλού, που στ᾿ άλλα ανάμεσα μονάχο ξεχωρίζει.
Στους άλλους τότε μπιστεμένους μου συντρόφους δίνω διάτα
στο άρμενο πλάι να μένουν, το άρμενο στο νου τους πάντα να 'χουν.
195 αὐτὰρ ἐγὼ κρίνας ἑτάρων δυοκαίδεκ᾿ ἀρίστους
βῆν: ἀτὰρ αἴγεον ἀσκὸν ἔχον μέλανος οἴνοιο
ἡδέος, ὅν μοι ἔδωκε Μάρων, Εὐάνθεος υἱός,
ἱρεὺς Ἀπόλλωνος, ὃς Ἴσμαρον ἀμφιβεβήκει,
οὕνεκά μιν σὺν παιδὶ περισχόμεθ᾿ ἠδὲ γυναικὶ
κι υστέρα δώδεκα διαλέγοντας, τους πιο αντρειανούς συντρόφους.
κινούσα, ασκί κρατώντας γίδινο, κρασί γεμάτο μαύρο,
γλυκόπιοτο᾿ μου το 'χε ο Μάρωνας, του Ευάνθη ο γιος, χαρίσει
του Φοίβου ο λειτουργός, στην Ίσμαρο που ζούσε, σκέποντας -
στο άλσος του Απόλλωνα το σύδεντρο καθόταν, μα από σέβας
200 ἁζόμενοι: ᾤκει γὰρ ἐν ἄλσεϊ δενδρήεντι
Φοίβου Ἀπόλλωνος. ὁ δέ μοι πόρεν ἀγλαὰ δῶρα:
χρυσοῦ μέν μοι ἔδωκ᾿ ἐυεργέος ἑπτὰ τάλαντα,
δῶκε δέ μοι κρητῆρα πανάργυρον, αὐτὰρ ἔπειτα
οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσι δυώδεκα πᾶσιν ἀφύσσας
δεν του πειράξαμε το ταίρι του και το παιδί του, μήτε
τον ίδιο εμείς· γι᾿ αυτό μου χάρισε παράξια δώρα τότε:
Τάλαντα εφτά χρυσάφι μου 'δωκε με τέχνη δουλεμένο,
κι ακόμα ένα κροντήρι ολάργυρο μου χάρισε, και τέλος
λαγήνες δώδεκα μου γέμισε κρασί γλυκό κι ακράτο,
205 ἡδὺν ἀκηράσιον, θεῖον ποτόν: οὐδέ τις αὐτὸν
ἠείδη δμώων οὐδ᾿ ἀμφιπόλων ἐνὶ οἴκῳ,
ἀλλ᾿ αὐτὸς ἄλοχός τε φίλη ταμίη τε μί᾿ οἴη.
τὸν δ᾿ ὅτε πίνοιεν μελιηδέα οἶνον ἐρυθρόν,
ἓν δέπας ἐμπλήσας ὕδατος ἀνὰ εἴκοσι μέτρα
που να το πίνουν μόνο αθάνατοι᾿ στο σπίτι του κανένας
δούλος για βάγια του δεν κάτεχε κρασί πως έχει τέτοιο,
έξω απ᾿ τον ίδιο, τη γυναίκα του και μια κελάρισσά τους.
Και κάθε που ήταν απ᾿ το κόκκινο γλυκό κρασί να πιούνε,
μια κούπα μόνο αρκούσε σε είκοσι μέτρα νερό να ρίξει,
210 χεῦ᾿, ὀδμὴ δ᾿ ἡδεῖα ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει
θεσπεσίη: τότ᾿ ἂν οὔ τοι ἀποσχέσθαι φίλον ἦεν.
τοῦ φέρον ἐμπλήσας ἀσκὸν μέγαν, ἐν δὲ καὶ ᾖα
κωρύκῳ: αὐτίκα γάρ μοι ὀίσατο θυμὸς ἀγήνωρ
ἄνδρ᾿ ἐπελεύσεσθαι μεγάλην ἐπιειμένον ἀλκήν,
κι απ᾿ το κροντήρι ευτύς ξεχύνουνταν γλυκιά ευωδιά ένα γύρο,
θεϊκιά, και τότε πια δεν άντεχες να μην το δοκιμάσεις.
Ασκί τρανό από τούτο γέμισα, και πήρα το ταγάρι
με τις θροφές᾿ ψυχανεμίζουνταν η πέρφανη καρδιά μου
πως άντρα ν᾿ ανταμώσω πήγαινα περίσσια αντρεία ζωσμένο,
215 ἄγριον, οὔτε δίκας ἐὺ εἰδότα οὔτε θέμιστας.
«καρπαλίμως δ᾿ εἰς ἄντρον ἀφικόμεθ᾿, οὐδέ μιν ἔνδον
εὕρομεν, ἀλλ᾿ ἐνόμευε νομὸν κάτα πίονα μῆλα.
ἐλθόντες δ᾿ εἰς ἄντρον ἐθηεύμεσθα ἕκαστα.
ταρσοὶ μὲν τυρῶν βρῖθον, στείνοντο δὲ σηκοὶ
άγριο, που ουδέ από νόμους ήξερε κι ουδέ το δίκιο εψήφα.
Σε λίγο ομπρός στο σπήλιο φτάσαμε, μα μέσα αυτός δεν ήταν,
μον᾿ τα παχιά τ᾿ αρνιά του εβόσκιζε ψηλά στα βοσκοτόπια.
Κι εμείς το σπήλιο τριγυρίζοντας το αποθαμάξαμε όλο:
τυριά γεμάτα τα τυρόβολα᾿ στις μάντρες στοιβαγμένα
220 ἀρνῶν ἠδ᾿ ἐρίφων: διακεκριμέναι δὲ ἕκασται
ἔρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι,
χωρὶς δ᾿ αὖθ᾿ ἕρσαι. ναῖον δ᾿ ὀρῷ ἄγγεα πάντα,
γαυλοί τε σκαφίδες τε, τετυγμένα, τοῖς ἐνάμελγεν.
ἔνθ᾿ ἐμὲ μὲν πρώτισθ᾿ ἕταροι λίσσοντ᾿ ἐπέεσσιν
τ᾿ αρνιά, τα ρίφια᾿ κι ήταν ξέχωρα κλεισμένη η κάθε γέννα,
χώρια μαθές τα πρωτογέννητα και χώρια τα μεσάτα,
και τα ψιμάρνια χώρια᾿ ξέχειλα τ᾿ αγγειά από ορό θωρούσες —
λεβέτια, σκάφες, όλα, που 'φτιανε, να τα 'χει και ν᾿ αρμέγει.
Τα παρακάλια τότε οι σύντροφοι κινούσαν, πρώτα απ᾿ όλα
225 τυρῶν αἰνυμένους ἰέναι πάλιν, αὐτὰρ ἔπειτα
καρπαλίμως ἐπὶ νῆα θοὴν ἐρίφους τε καὶ ἄρνας
σηκῶν ἐξελάσαντας ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ:
ἀλλ᾿ ἐγὼ οὐ πιθόμην, ἦ τ᾿ ἂν πολὺ κέρδιον ἦεν,
ὄφρ᾿ αὐτόν τε ἴδοιμι, καὶ εἴ μοι ξείνια δοίη.
να πάρουμε τυριά να φύγουμε, και πάλι διαγυρνώντας
αρνιά από τα μαντριά ν᾿ αρπάξουμε και ρίφια, να τα πάμε
στο πλοίο, κι αμέσως να μακρύνουμε πα στ᾿ αρμυρά πελάγη.
Μα εγώ δεν άκουσα, και θα 'μαστε πολύ πιο κερδεμένοι᾿
πρώτα να ιδώ τον ίδιον ήθελα κι αν θα μου δώσει δώρα᾿
230 οὐδ᾿ ἄρ᾿ ἔμελλ᾿ ἑτάροισι φανεὶς ἐρατεινὸς ἔσεσθαι.
ἡ«ἔνθα δὲ πῦρ κήαντες ἐθύσαμεν ἠδὲ καὶ αὐτοὶ
τυρῶν αἰνύμενοι φάγομεν, μένομέν τέ μιν ἔνδον
ἥμενοι, ἧος ἐπῆλθε νέμων. φέρε δ᾿ ὄβριμον ἄχθος
ὕλης ἀζαλέης, ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη,
μα οι σύντροφοί μου δεν θα γνώριζαν καμιά του καλοσύνη!
Ανάψαμε φωτιά και στους θεούς προσφέραμε θυσίες,
μετά κι εμείς να φάμε πήραμε τυρί, και καθισμένοι
τον καρτερούσαμε, ως που γύρισε· στην πλάτη εκουβαλούσε
ξύλα στεγνά, ένα ακέριο φόρτωμα, να τα 'χει για το δείπνο.
235 ἔντοσθεν δ᾿ ἄντροιο βαλὼν ὀρυμαγδὸν ἔθηκεν:
ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ᾿ ἐς μυχὸν ἄντρου.
αὐτὰρ ὅ γ᾿ εἰς εὐρὺ σπέος ἤλασε πίονα μῆλα
πάντα μάλ᾿ ὅσσ᾿ ἤμελγε, τὰ δ᾿ ἄρσενα λεῖπε θύρηφιν,
ἀρνειούς τε τράγους τε, βαθείης ἔκτοθεν αὐλῆς.
Κι ως χάμω τα 'ριξε, αντιλάλησε βαριά τρογύρα ο βράχος.
Εμείς στην αγκωνή χωθήκαμε του σπήλιου φοβισμένοι,
κι αυτός στο σπήλιο το πλατύχωρο τα ζωντανά του μπάζει,
όλα όσα θα 'ρμεγε, όξω αφήνοντας τ᾿ αρσενικά — τους τράγους
και τους κριγιούς — στην αψηλόχτιστην αυλή· μετά ένα βράχο,
240 αὐτὰρ ἔπειτ᾿ ἐπέθηκε θυρεὸν μέγαν ὑψόσ᾿ ἀείρας,
ὄβριμον: οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκοσ᾿ ἄμαξαι
ἐσθλαὶ τετράκυκλοι ἀπ᾿ οὔδεος ὀχλίσσειαν:
τόσσην ἠλίβατον πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν.
ἑζόμενος δ᾿ ἤμελγεν ὄις καὶ μηκάδας αἶγας,
που 'χε να κλειεί του σπήλιου το άνοιγμα, σηκώνει και σφαλίζει,
κατάβαρο᾿ και να τον φόρτωνες σε εικοσιδυό καρότσια
γερά και να 'χουν ρόδες τέσσερεις, δε σάλευε απ᾿ τον τόπο·
τόσο τρανός ο βράχος που 'βαλε στην πόρτα, για να κλείσει.
Κι ως τις αρνάδες πήρε κι άρμεξε και τις βελάστρες γίδες
245 πάντα κατὰ μοῖραν, καὶ ὑπ᾿ ἔμβρυον ἧκεν ἑκάστῃ.
αὐτίκα δ᾿ ἥμισυ μὲν θρέψας λευκοῖο γάλακτος
πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος κατέθηκεν,
ἥμισυ δ᾿ αὖτ᾿ ἔστησεν ἐν ἄγγεσιν, ὄφρα οἱ εἴη
πίνειν αἰνυμένῳ καί οἱ ποτιδόρπιον εἴη.
με τάξη, τα μικρά στις μάνες τους να τις βυζάξουν σπρώχνει.
Μισό απ᾿ το γάλα το άσπρο βάλθηκε μετά γοργά να πήξει,
κι όπως το μάζωξε, το απίθωσε στα τυροβόλια μέσα᾿
το άλλο μισό σε κάδους το 'βαλε να το 'χει για την ώρα
που θα δειπνούσε, με το χέρι του ν᾿ απλώνει και να πίνει.
250 αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα,
καὶ τότε πῦρ ἀνέκαιε καὶ εἴσιδεν, εἴρετο δ᾿ ἡμέας:
« ‘ὦ ξεῖνοι, τίνες ἐστέ; πόθεν πλεῖθ᾿ ὑγρὰ κέλευθα;
ἦ τι κατὰ πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε,
οἷά τε ληιστῆρες, ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ᾿ ἀλόωνται
Κι ως όλες τις δουλειές ξετέλεψε χωρίς ν᾿ αργήσει, πήρε
φωτιά ν᾿ ανάψει, κι ως μας ξέκρινε, τέτοια ρωτώντας είπε:
,, Ξένοι, πούθε έρχεστε αρμενίζοντας στης θάλασσας τις στράτες;
Ποιοί 'στε; Δουλειά καμιά μην έχετε; Για και γυρνάτε ως λάχει,
σαν τους κουρσάρους, μες στα πέλαγου τριγυρνούν και φέρνουν
255 ψυχὰς παρθέμενοι κακὸν ἀλλοδαποῖσι φέροντες;»
«ὣς ἔφαθ᾿, ἡμῖν δ᾿ αὖτε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ,
δεισάντων φθόγγον τε βαρὺν αὐτόν τε πέλωρον.
ἀλλὰ καὶ ὥς μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπον:
« ‘ἡμεῖς τοι Τροίηθεν ἀποπλαγχθέντες Ἀχαιοὶ
κακό στον άλλο κόσμο, παίζοντας την ίδια τη ζωή τους;"
Αυτά είπε, κι η καρδιά μας ράγισε· μας έπιασε τρομάρα
τέτοιο βαρύ γρικώντας μούγκρισμα, τέτοιο θεριό θωρώντας·
ωστόσο κι έτσι του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω:
,, Αργίτες είμαστε· μισεύοντας από την Τροία, μας δείραν
260 παντοίοις ἀνέμοισιν ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης,
οἴκαδε ἱέμενοι, ἄλλην ὁδὸν ἄλλα κέλευθα
ἤλθομεν: οὕτω που Ζεὺς ἤθελε μητίσασθαι.
λαοὶ δ᾿ Ἀτρεί̈δεω Ἀγαμέμνονος εὐχόμεθ᾿ εἶναι,
τοῦ δὴ νῦν γε μέγιστον ὑπουράνιον κλέος ἐστί:
στα πλάτη τ᾿ άμετρα της θάλασσας λογής λογής ανέμοι.
Στα σπίτια μας να πάμε θέλαμε, μα πήραμε άλλες στράτες
και δρόμους άλλους, από θέλημα του Δία το δίχως άλλο.
Στο γιο του Ατρέα τον Αγαμέμνονα σταθήκαμε στρατιώτες —
καμάρι μας! Στον κόσμο η δόξα του παντού γιγάντια απλώνει,
265 τόσσην γὰρ διέπερσε πόλιν καὶ ἀπώλεσε λαοὺς
πολλούς. ἡμεῖς δ᾿ αὖτε κιχανόμενοι τὰ σὰ γοῦνα
ἱκόμεθ᾿, εἴ τι πόροις ξεινήιον ἠὲ καὶ ἄλλως
δοίης δωτίνην, ἥ τε ξείνων θέμις ἐστίν.
ἀλλ᾿ αἰδεῖο, φέριστε, θεούς: ἱκέται δέ τοί εἰμεν,
που τέτοιο μέγα κάστρο επάτησε και σκότωσε χιλιάδες.
Κι εμείς, φτασμένοι εδώ, προσπέφτουμε στα γόνατα σου τώρα,
σαν ξένους αν μας καλοσκάμνιζες με αγάπη· ωστόσο κι άλλο
μπορούσες να μας δώσεις χάρισμα, στους ξένους ως ταιριάζει.
Σεβάσου τους θεούς, στα πόδια σου μας βλέπεις, αντρειωμένε"
270 Ζεὺς δ᾿ ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε,
ξείνιος, ὃς ξείνοισιν ἅμ᾿ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ.’
ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμείβετο νηλέι θυμῷ:
«νήπιός εἰς, ὦ ξεῖν᾿, ἢ τηλόθεν εἰλήλουθας,
ὅς με θεοὺς κέλεαι ἢ δειδίμεν ἢ ἀλέασθαι:
τιμή στους ξένους πρέπει· αντάμα τους οδεύει ο Δίας ο ξένιος.
για να παιδεύει τους που αδίκησαν τον ξένο, τον ικέτη."
Είπα, κι εκείνος με ανελέημονη καρδιά μου απηλογήθη:
,, Μυαλό δεν έχεις, ξένε, φαίνεται, για από μακριά θα φτάνεις
που τους θεούς μου λες να σκιάζουμαι, να φεύγω την οργή τους!
275 οὐ γὰρ Κύκλωπες Διὸς αἰγιόχου ἀλέγουσιν
οὐδὲ θεῶν μακάρων, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτεροί εἰμεν:
οὐδ᾿ ἂν ἐγὼ Διὸς ἔχθος ἀλευάμενος πεφιδοίμην
οὔτε σεῦ οὔθ᾿ ἑτάρων, εἰ μὴ θυμός με κελεύοι.
ἀλλά μοι εἴφ᾿ ὅπῃ ἔσχες ἰὼν ἐυεργέα νῆα,
Μηδέ το Δία ψηφούν οι Κύκλωπες το βροντοσκουταράτο,
μηδ᾿ άλλο θεό κανένα, τι είμαστε πολύ τρανότεροι τους.
Αν δε θελήσω εγώ, δε θα 'βρετε και συ κι οι σύντροφοί σου
σπλαχνιά καμιά᾿ πολύ που μ᾿ ένιαξε να μου χολιάσει ο Δίας!
Μα τό καράβι σου που το άραξες το καλοσκαρωμένο;
280 ὣ ἤ που ἐπ᾿ ἐσχατιῆς, ἦ καὶ σχεδόν, ὄφρα δαείω.’
«ὣς φάτο πειράζων, ἐμὲ δ᾿ οὐ λάθεν εἰδότα πολλά,
ἀλλά μιν ἄψορρον προσέφην δολίοις ἐπέεσσι:
« ‘νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων ἐνοσίχθων
πρὸς πέτρῃσι βαλὼν ὑμῆς ἐπὶ πείρασι γαίης,
Εδώ μαθές κοντά για απόμακρα; Για μίλα μου να ξέρω!"
Με αυτά με ψάρευε, μα δούλευε και μένα ο νους περίσσια
κι είδηση επήρα κι έτσι απόκριση πονηρεμένη δίνω:
,, Ο Ποσειδώνας το πλεούμενο μας το 'κανε κομμάτια
σε μια ακρινή γωνιά της χώρας σας στα βράχια ρίχνοντας το,
285 ἄκρῃ προσπελάσας: ἄνεμος δ᾿ ἐκ πόντου ἔνεικεν:
αὐτὰρ ἐγὼ σὺν τοῖσδε ὑπέκφυγον αἰπὺν ὄλεθρον.’
«ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ οὐδὲν ἀμείβετο νηλέι θυμῷ,
ἀλλ᾿ ὅ γ᾿ ἀναί̈ξας ἑτάροις ἐπὶ χεῖρας ἴαλλε,
σὺν δὲ δύω μάρψας ὥς τε σκύλακας ποτὶ γαίῃ
οι πελαγίσιοι άνεμοι ως το 'σπρωξαν και χτύπησε σε κάβο᾿
μονάχα εγώ κι αυτοί απ᾿ το θάνατο γλιτώσαμε τον άγριο.»
Είπα, κι εκείνος ο ανελέημονος δεν αποκρίθη λέξη,
μονάχα πάνω στους συντρόφους μου χιμάει και βάζει χέρι,
κι έπιασε δυο και τους κοπάνισε στη γης, κουτάβια ως να 'ταν,
290 κόπτ': ἐκ δ᾿ ἐγκέφαλος χαμάδις ῥέε, δεῦε δὲ γαῖαν.
τοὺς δὲ διὰ μελεϊστὶ ταμὼν ὡπλίσσατο δόρπον:
ἤσθιε δ᾿ ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος, οὐδ᾿ ἀπέλειπεν,
ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα μυελόεντα.
ἡμεῖς δὲ κλαίοντες ἀνεσχέθομεν Διὶ χεῖρας,
και τα μυαλά τους κάτω εχύθηκαν και μούσκεψαν το χώμα.
Μετά τους έκοψε, τους λιάνισε και σύνταζε το δείπνο,
και πήρε, λιόντας λες βουνόθρεφτος, να τρώει χωρίς ν᾿ αφήσει
τίποτα πίσω, σάρκες, κόκαλα, και σπλάχνα και μεδούλια.
Εμείς, θωρώντας τέτοιο αβάσταχτο κακό, στο Δία με θρήνους
295 σχέτλια ἔργ᾿ ὁρόωντες, ἀμηχανίη δ᾿ ἔχε θυμόν.
αὐτὰρ ἐπεὶ Κύκλωψ μεγάλην ἐμπλήσατο νηδὺν
ἀνδρόμεα κρέ᾿ ἔδων καὶ ἐπ᾿ ἄκρητον γάλα πίνων,
κεῖτ᾿ ἔντοσθ᾿ ἄντροιο τανυσσάμενος διὰ μήλων.
τὸν μὲν ἐγὼ βούλευσα κατὰ μεγαλήτορα θυμὸν
τα χέρια υψώναμε᾿ δε βλέπαμε μπροστά μας φως κανένα.
Κι ο Κύκλωπας, τα κρέατα ως έφαγε τ᾿ ανθρωπινά κι ακράτο
ρούφηξε γάλα κι απογέμισε την άπατη κοιλιά του,
καταμεσός στ᾿ αρνιά του εκοίτουνταν φαρδύς πλατύς στο σπήλιο.
Εγώ για μια στιγμή μελέτησα στην πέρφανη καρδιά μου
300 ἆσσον ἰών, ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ,
οὐτάμεναι πρὸς στῆθος, ὅθι φρένες ἧπαρ ἔχουσι,
χείρ᾿ ἐπιμασσάμενος: ἕτερος δέ με θυμὸς ἔρυκεν.
αὐτοῦ γάρ κε καὶ ἄμμες ἀπωλόμεθ᾿ αἰπὺν ὄλεθρον:
οὐ γάρ κεν δυνάμεσθα θυράων ὑψηλάων
να πάω κοντά, και με τό χέρι μου να ψάξω, που το σκότι
του κρύβει η σκέπη να 'βρω, κι έπειτα το κοφτερό σπαθί μου
να σύρω, να το μπήξω μέσα του᾿ μα ευτύς αλλάζω γνώμη·
τι θα μας έβρισκε ακαρτέρευτος χαμός και μας στο σπήλιο.
Ποιος είχε χέρια τον ασήκωτο να ξεσαλέψει βράχο,
305 χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον ὄβριμον, ὃν προσέθηκεν.
ὣς τότε μὲν στενάχοντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν.
«ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
καὶ τότε πῦρ ἀνέκαιε καὶ ἤμελγε κλυτὰ μῆλα,
πάντα κατὰ μοῖραν, καὶ ὑπ᾿ ἔμβρυον ἧκεν ἑκάστῃ.
που εκείνος κλείνοντας απίθωσε στις αψηλές του πόρτες;
Ετσι προσμέναμε στενάζοντας τη θείαν Αυγή να φέξει.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
ανάβει τη φωτιά, κι ως άρμεξε το διαλεχτό κοπάδι με τάξη,
τα μικρά στις μάνες τους να τις βυζάξουν σπρώχνει.
310 αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα,
σὺν δ᾿ ὅ γε δὴ αὖτε δύω μάρψας ὡπλίσσατο δεῖπνον.
δειπνήσας δ᾿ ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα,
ῥηιδίως ἀφελὼν θυρεὸν μέγαν: αὐτὰρ ἔπειτα
ἂψ ἐπέθηχ᾿, ὡς εἴ τε φαρέτρῃ πῶμ᾿ ἐπιθείη.
Κι ως όλες τις δουλειές ξετέλεψε χωρίς ν᾿ αργήσει, αρπάζει
δυό πάλε απ᾿ τους δικούς μου συντρόφους και στρώθηκε στο γιόμα.
Χορτάτος πια το βράχο ανέκοπα μετακουνάει το μέγα,
και το παχύ κοπάδι απ᾿ τη σπηλιά σαν έβγαλε, τον στήνει
ξανά, λες κι έβαζε το σκέπασμα σε σαϊτολόγο απάνω·
315 πολλῇ δὲ ῥοίζῳ πρὸς ὄρος τρέπε πίονα μῆλα
Κύκλωψ: αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην κακὰ βυσσοδομεύων,
εἴ πως τισαίμην, δοίη δέ μοι εὖχος Ἀθήνη.
«ἥδε δέ μοι κατὰ θυμὸν ἀρίστη φαίνετο βουλή.
Κύκλωπος γὰρ ἔκειτο μέγα ῥόπαλον παρὰ σηκῷ,
και πήρε το βουνό, σφυρίζοντας, με τα παχιά τ᾿ αρνιά του
ο Κύκλωπας· κι εγώ απομένοντας κακά στο νου λογιούσα,
αν η Αθηνά να πάρω μου 'δινε το γδικιωμό μου πίσω.
Και τούτη η πιο καλή μου εικάστηκε βουλή· σε μάντρα δίπλα
κάποιο κορμό θωρούμε ελίτικο, χλωρό, τρανό, κομμένο
320 χλωρὸν ἐλαί̈νεον: τὸ μὲν ἔκταμεν, ὄφρα φοροίη
αὐανθέν. τὸ μὲν ἄμμες ἐίσκομεν εἰσορόωντες
ὅσσον θ᾿ ἱστὸν νηὸς ἐεικοσόροιο μελαίνης,
φορτίδος εὐρείης, ἥ τ᾿ ἐκπεράᾳ μέγα λαῖτμα:
τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος εἰσοράασθαι.
από τον Κύκλωπα για αργότερα, ραβδί του να τον έχει,
σαν ξεραθεί. Κι εμείς, θωρώντας το μπροστά μας, με κατάρτι
το συνομοιάζαμε γι᾿ απλόχωρο καματερό καράβι,
μαύρο, εικοσάκουπο, τα πέλαγα που σκίζει τα μεγάλα'
τόσο λογιάζαμε το μάκρος του πως είναι και το χόντρος.
325 τοῦ μὲν ὅσον τ᾿ ὄργυιαν ἐγὼν ἀπέκοψα παραστὰς
καὶ παρέθηχ᾿ ἑτάροισιν, ἀποξῦναι δ᾿ ἐκέλευσα:
οἱ δ᾿ ὁμαλὸν ποίησαν: ἐγὼ δ᾿ ἐθόωσα παραστὰς
ἄκρον, ἄφαρ δὲ λαβὼν ἐπυράκτεον ἐν πυρὶ κηλέῳ.
καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκα κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ,
Ένα κομμάτι τότε του 'κοψα, μακρύ σαν την οργιά μου,
και στους συντρόφους το παράδωκα, να μου το ξεφλουδίσουν
κι όπως το ίσιωσαν, πήρα το 'ξυσα, στην άκρη μύτη να 'χει,
κι ευτύς, για να σκληρύνει, το 'χωσα στης στιάς τη φλόγα μέσα,
μετά με τέχνη το συγύρισα στην κοπριγιά από κάτω,
330 ἥ ῥα κατὰ σπείους κέχυτο μεγάλ᾿ ἤλιθα πολλή:
αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάσθαι ἄνωγον,
ὅς τις τολμήσειεν ἐμοὶ σὺν μοχλὸν ἀείρας
τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ, ὅτε τὸν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι.
οἱ δ᾿ ἔλαχον τοὺς ἄν κε καὶ ἤθελον αὐτὸς ἑλέσθαι,
που άπλωνε ολούθε σκόρπια, ατέλειωτος σωρός, στο σπήλιο μέσα.
Λαχνό στους άλλους τότε πρόσταξα να ρίξουν, για να ιδούμε,
μαζί μου ποιοί κουράγιο θα 'παιρναν ν᾿ ασκώσουν το παλούκι
και να το χώσουν μες στο μάτι του, μόλις τον πάρει ο γύπνος.
Κι έπεσε ο κλήρος στους που θα 'θελα κι ατός μου να διαλέξω,
335 τέσσαρες, αὐτὰρ ἐγὼ πέμπτος μετὰ τοῖσιν ἐλέγμην.
ἑσπέριος δ᾿ ἦλθεν καλλίτριχα μῆλα νομεύων.
αὐτίκα δ᾿ εἰς εὐρὺ σπέος ἤλασε πίονα μῆλα
πάντα μάλ᾿, οὐδέ τι λεῖπε βαθείης ἔκτοθεν αὐλῆς,
ἤ τι ὀισάμενος, ἢ καὶ θεὸς ὣς ἐκέλευσεν.
όλοι όλοι τέσσερεις οι σύντροφοι, κι εγώ μαζί τους πέντε.
Το δείλι εγύρισε τα ωριόμαλλα κοπάδια του λαλώντας,
κι ευτύς στο σπήλιο το πλατύχωρο τα ζωντανά του μπάζει
— όλα, κι ουτ ένα στην ψηλόχτιστη δεν άφησε όξω αυλή του·
κάτι θαρρείς ψυχανεμίζουνταν για και θεός του το 'πε.
340 αὐτὰρ ἔπειτ᾿ ἐπέθηκε θυρεὸν μέγαν ὑψόσ᾿ ἀείρας,
ἑζόμενος δ᾿ ἤμελγεν ὄις καὶ μηκάδας αἶγας,
πάντα κατὰ μοῖραν, καὶ ὑπ᾿ ἔμβρυον ἧκεν ἑκάστῃ.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα,
σὺν δ᾿ ὅ γε δὴ αὖτε δύω μάρψας ὡπλίσσατο δόρπον.
Κι ως σήκωσε ψηλά κι απίθωσε μπρος στη μπασιά το βράχο,
με τάξη τις αρνάδες άρμεξε και τις βελάστρες γίδες,
στερνά και τα μικρά στις μάνες τους να τις βυζάξουν σπρώχνει.
Κι ως όλες τις δουλειές του ετέλεψε χωρίς ν᾿ αργήσει, αρπάζει
δυό πάλε απ᾿ τους δικούς μου συντρόφους και στρώθηκε στο δείπνο.
345 καὶ τότ᾿ ἐγὼ Κύκλωπα προσηύδων ἄγχι παραστάς,
κισσύβιον μετὰ χερσὶν ἔχων μέλανος οἴνοιο:
«Κύκλωψ, τῆ, πίε οἶνον, ἐπεὶ φάγες ἀνδρόμεα κρέα,
ὄφρ᾿ εἰδῇς οἷόν τι ποτὸν τόδε νηῦς ἐκεκεύθει
ἡμετέρη. σοὶ δ᾿ αὖ λοιβὴν φέρον, εἴ μ᾿ ἐλεήσας
Κι εγώ τον Κύκλωπα σιμώνοντας κινούσα λόγια κι είπα,
καυκί κρατώντας μες στα χέρια μου, κρασί γεμάτο μαύρο:
,, Κύκλωπα, εγεύτης σάρκα ανθρώπινη· για πιες κρασί από πάνω,
να μάθεις τι λογής φυλάγαμε πιοτό στο πλοίο μας μέσα.
Σπονδή για να σου κάμω το 'φερνα, μπορεί να με λυπόσουν
350 οἴκαδε πέμψειας: σὺ δὲ μαίνεαι οὐκέτ᾿ ἀνεκτῶς.
σχέτλιε, πῶς κέν τίς σε καὶ ὕστερον ἄλλος ἵκοιτο
ἀνθρώπων πολέων, ἐπεὶ οὐ κατὰ μοῖραν ἔρεξας;»
«ὣς ἐφάμην, ὁ δ᾿ ἔδεκτο καὶ ἔκπιεν: ἥσατο δ᾿ αἰνῶς
ἡδὺ ποτὸν πίνων καὶ μ᾿ ᾔτεε δεύτερον αὖτις:
και στην πατρίδα μου να μ᾿ έστελνες᾿ μα εσύ ξεφρενιασμένος
πια δε βαστιέσαι. Πως αργότερα θα πει να σου 'ρθει κι άλλος
απ᾿ τους πολλούς ανθρώπους, άσπλαχνε, τέτοια ανομία που δείχνεις;»
Είπα, κι αυτός το δέχτη, το άδειασε και φράθηκε περίσσια,
τέτοιο κρασί να πιεί γλυκόπιοτο, και μου ζητούσε κι άλλο:
355 «‘δός μοι ἔτι πρόφρων, καί μοι τεὸν οὔνομα εἰπὲ
αὐτίκα νῦν, ἵνα τοι δῶ ξείνιον, ᾧ κε σὺ χαίρῃς:
καὶ γὰρ Κυκλώπεσσι φέρει ζείδωρος ἄρουρα
οἶνον ἐριστάφυλον, καί σφιν Διὸς ὄμβρος ἀέξει:
ἀλλὰ τόδ᾿ ἀμβροσίης καὶ νέκταρός ἐστιν ἀπορρώξ.’
,, Αν με αγαπάς, ακόμα δώσε μου, και πες μου τ᾿ ονομά σου,
μα τώρα ευτύς, και συ χαρούμενος το δώρο σου να πάρεις.
Πλούσια είναι η γη μας, και στους Κύκλωπες απ᾿ τις βροχές του Δία
δίνουν κρασί τα μεγαλόρωγα στ᾿ αμπέλια μας σταφύλια'
μα ένα κρασί σαν τούτο, αθάνατο, μόνο οι θεοί το πίνουν!"
360 «ὣς φάτ᾿, ἀτάρ οἱ αὖτις ἐγὼ πόρον αἴθοπα οἶνον.
τρὶς μὲν ἔδωκα φέρων, τρὶς δ᾿ ἔκπιεν ἀφραδίῃσιν.
αὐτὰρ ἐπεὶ Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος,
καὶ τότε δή μιν ἔπεσσι προσηύδων μειλιχίοισι:
«Κύκλωψ, εἰρωτᾷς μ᾿ ὄνομα κλυτόν, αὐτὰρ ἐγώ τοι
Είπε, κι εγώ από το φλογόμαυρο κρασί ξανακερνούσα᾿
τρεις φορές του 'δωκα, τρεις το άδειασε κι ο ανέμυαλος ως κάτω.
Σαν είδα το κρασί στου Κύκλωπα τα φρένα να 'χει ανέβει,
γλυκομιλώντας του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω:
,, Το ξακουστό γυρεύεις, Κύκλωπα, να μάθεις όνομα μου·
365 ἐξερέω: σὺ δέ μοι δὸς ξείνιον, ὥς περ ὑπέστης.
Οὖτις ἐμοί γ᾿ ὄνομα: Οὖτιν δέ με κικλήσκουσι
μήτηρ ἠδὲ πατὴρ ἠδ᾿ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι.’
«ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμείβετο νηλέι θυμῷ:
«Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι μετὰ οἷς ἑτάροισιν,
θα το 'χεις, μα και συ που 'ταξες να μου χαρίσεις δώρο!
Κανένας τ᾿ όνομά μου, κι όλοι τους Κανένα με φωνάζουν,
κι η μάνα μου μαθές κι ο κύρης μου κι οι επίλοιποι σύντροφοι.»
Είπα, κι εκείνος με ανελέημονη καρδιά μου απηλογήθη:
,, Θ᾿ αφήσω τον Κανένα ολόστερνο να φάω᾿ πιο πριν τους άλλους
370 τοὺς δ᾿ ἄλλους πρόσθεν: τὸ δέ τοι ξεινήιον ἔσται.
«ἦ καὶ ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος, αὐτὰρ ἔπειτα
κεῖτ᾿ ἀποδοχμώσας παχὺν αὐχένα, κὰδ δέ μιν ὕπνος
ᾕρει πανδαμάτωρ: φάρυγος δ᾿ ἐξέσσυτο οἶνος
ψωμοί τ᾿ ἀνδρόμεοι: ὁ δ᾿ ἐρεύγετο οἰνοβαρείων.
θα φάω συντρόφους του· το δώρο μου για σένα ετούτο θα 'ναι!»
Αυτά είπε, κι έγειρε τ᾿ ανάσκελα, και βρέθη ξαπλωμένος
με το χοντρό του σβέρκο ανάζερβα, και βούλιαξε στον ύπνο
τον παντοδαμαστή᾿ κι ανάβλυζαν κρασί και βούκες σάρκες
ανθρωπινές απ᾿ το λαρύγγι του, και ξέρναε μεθυσμένος.
375 καὶ τότ᾿ ἐγὼ τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς,
ἧος θερμαίνοιτο: ἔπεσσι δὲ πάντας ἑταίρους
θάρσυνον, μή τίς μοι ὑποδείσας ἀναδύη.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τάχ᾿ ὁ μοχλὸς ἐλάινος ἐν πυρὶ μέλλεν
ἅψεσθαι, χλωρός περ ἐών, διεφαίνετο δ᾿ αἰνῶς,
Μεμιάς εγώ βαθιά παράχωσα στη θράκα το παλούκι,
ως να πυρώσει μόνο, κι έδινα μιλώντας στους συντρόφους
κουράγιο, μήπως απ᾿ το φόβο του κανείς αναγυρίσει.
Σαν ήρθεν η ώρα πια το ελίτικο παλούκι να κορώσει,
χλωρό κι ας ήταν, και κοκκίνιζε σαν κάρβουνο αναμμένο,
380 καὶ τότ᾿ ἐγὼν ἆσσον φέρον ἐκ πυρός, ἀμφὶ δ᾿ ἑταῖροι
ἵσταντ': αὐτὰρ θάρσος ἐνέπνευσεν μέγα δαίμων.
οἱ μὲν μοχλὸν ἑλόντες ἐλάινον, ὀξὺν ἐπ᾿ ἄκρῳ,
ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν: ἐγὼ δ᾿ ἐφύπερθεν ἐρεισθεὶς
δίνεον, ὡς ὅτε τις τρυπῷ δόρυ νήιον ἀνὴρ
το πήρα απ᾿ τη φωτιά και σίμωσα· κι οι σύντροφοι ένα γύρο
στάθηκαν ποιος θεός μας φύσηξε τρανό κουράγιο τότε;
Το σουβλερό στην άκρη πιάνοντας ελίτικο παλούκι
οι άλλοι στο μάτι του το κάρφωσαν κι εγώ, πεσμένος πάνω,
το στρούφιζα, καθώς ο μάστορας τρυπάει με το τρυπάνι
385 τρυπάνῳ, οἱ δέ τ᾿ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι
ἁψάμενοι ἑκάτερθε, τὸ δὲ τρέχει ἐμμενὲς αἰεί.
ὣς τοῦ ἐν ὀφθαλμῷ πυριήκεα μοχλὸν ἑλόντες
δινέομεν, τὸν δ᾿ αἷμα περίρρεε θερμὸν ἐόντα.
πάντα δέ οἱ βλέφαρ᾿ ἀμφὶ καὶ ὀφρύας εὗσεν ἀυτμὴ
μαδέρι καραβιού, κι οι αργάτες του, λουρί απ᾿ τις δυο τις άκρες
μια εδώ μια εκεί τραβώντας, άπαυτα γυρίζουν το τρυπάνι·
παρόμοια στρέφαμε στο μάτι του βαθιά το πυρωμένο
μπροστά παλούκι, που όπως λάβριζε, πλημμύριζε στο γαίμα'
κι η πυρά απ᾿ το βολβό που καίγουνταν ματόκλαδα και φρύδια
390 γλήνης καιομένης, σφαραγεῦντο δέ οἱ πυρὶ ῥίζαι.
ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν μέγαν ἠὲ σκέπαρνον
εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ μεγάλα ἰάχοντα
φαρμάσσων: τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κράτος ἐστίν
ὣς τοῦ σίζ᾿ ὀφθαλμὸς ἐλαϊνέῳ περὶ μοχλῷ.
του καψαλούσε, και χοχλάκιζαν οι ρίζες του ματιού του.
Πως ο χαλκιάς, σκεπάρνι θέλοντας να βάψει για πελέκι,
πυρό σε κρύο νερό το βούτηξε, και τούτο τσιτσιρίζει,
τι αυτό είναι που όλη του τη δύναμη στο σίδερο θα δώσει·
όμοια το μάτι του τσιτσίριζε τρογύρα στο παλούκι.
395 σμερδαλέον δὲ μέγ᾿ ᾤμωξεν, περὶ δ᾿ ἴαχε πέτρη,
ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ': αὐτὰρ ὁ μοχλὸν
ἐξέρυσ᾿ ὀφθαλμοῖο πεφυρμένον αἵματι πολλῷ.
τὸν μὲν ἔπειτ᾿ ἔρριψεν ἀπὸ ἕο χερσὶν ἀλύων,
αὐτὰρ ὁ Κύκλωπας μεγάλ᾿ ἤπυεν, οἵ ῥά μιν ἀμφὶς
Κι έσυρε εκείνος άγριο μούγκρισμα, που οι βράχοι αντιλάλησαν.
Κάνουμε πίσω απ᾿ την τρομάρα μας εμείς, κι εκείνος σέρνει
αιματοστάλαχτο απ᾿ το μάτι του το ελίτικο παλούκι
και το πετάει μακριά του, ξέφρενος σαλεύοντας τα χέρια·
και με φωνή τρανή τους Κύκλωπες ανακαλούσε γύρω,
400 ᾤκεον ἐν σπήεσσι δι᾿ ἄκριας ἠνεμοέσσας.
οἱ δὲ βοῆς ἀίοντες ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος,
ἱστάμενοι δ᾿ εἴροντο περὶ σπέος ὅττι ἑ κήδοι:
«‘τίπτε τόσον, Πολύφημ᾿, ἀρημένος ὧδ᾿ ἐβόησας
νύκτα δι᾿ ἀμβροσίην καὶ ἀύπνους ἄμμε τίθησθα;
που στις κορφές τις ανεμόδαρτες σε σπήλια μέσα εζούσαν.
Κι άλλος αλλούθε πήραν κι έτρεχαν γρικώντας τις φωνές του,
κι όξω απ᾿ το σπήλιο γύρω εστάθηκαν ρωτώντας τι έχει πάθει:
,, Ποιά σου 'ρθε συφορά, Πολύφημε, κι αψοφωνάζεις έτσι
μέσα στη θεία τη νύχτα κι άσκωσες και μας από τον ύπνο;
405 ἦ μή τίς σευ μῆλα βροτῶν ἀέκοντος ἐλαύνει;
ἦ μή τίς σ᾿ αὐτὸν κτείνει δόλῳ ἠὲ βίηφιν;»
«τοὺς δ᾿ αὖτ᾿ ἐξ ἄντρου προσέφη κρατερὸς Πολύφημος:
‘ὦ φίλοι, Οὖτίς με κτείνει δόλῳ οὐδὲ βίηφιν.’
«οἱ δ᾿ ἀπαμειβόμενοι ἔπεα πτερόεντ᾿ ἀγόρευον:
Αθέλητα σου μήπως σου άρπαξαν τ'αρνιά, για εσέ τον ίδιο
μεβιάς για και με δόλο βάλθηκε κανείς να θανατώσει;"
Κι απ᾿ τη σπηλιά ο τρανός Πολύφημος απηλογιά τους δίνει:
,, Κανένας, φίλοι, όπου με αφάνισε, κι όχι μεβιάς — με δόλο!
Και τότε εκείνοι με ανεμάρπαστα του αποκρίθηκαν λόγια:
410 εἰ μὲν δὴ μή τίς σε βιάζεται οἶον ἐόντα,
νοῦσον γ᾿ οὔ πως ἔστι Διὸς μεγάλου ἀλέασθαι,
ἀλλὰ σύ γ᾿ εὔχεο πατρὶ Ποσειδάωνι ἄνακτι.’
«ὣς ἄρ᾿ ἔφαν ἀπιόντες, ἐμὸν δ᾿ ἐγέλασσε φίλον κῆρ,
ὡς ὄνομ᾿ ἐξαπάτησεν ἐμὸν καὶ μῆτις ἀμύμων.
,, Aφού κανένας δε σου ρίχτηκε και βρίσκεσαι μονάχος,
αρρώστια ο μέγας Δίας αν σου 'στειλε, πως θες να την ξεφύγεις;
Ευκήσου μοναχά στον κύρη σου, στο ρήγα Ποσειδώνα!»
Είπαν και φύγαν, κι αναγάλλιασε βαθιά η καρδιά μου εμένα,
που τ᾿ όνομά μου κι η αψεγάδιαστη τους γέλασε βουλή μου.
415 Κύκλωψ δὲ στενάχων τε καὶ ὠδίνων ὀδύνῃσι
χερσὶ ψηλαφόων ἀπὸ μὲν λίθον εἷλε θυράων,
αὐτὸς δ᾿ εἰνὶ θύρῃσι καθέζετο χεῖρε πετάσσας,
εἴ τινά που μετ᾿ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε:
οὕτω γάρ πού μ᾿ ἤλπετ᾿ ἐνὶ φρεσὶ νήπιον εἶναι.
Ωστόσο ο Κύκλωπας, μουγκρίζοντας, βογγώντας απ᾿ τους πόνους,
ψαχουλευτά ως την πόρτα τράβηξε και κύλησε το βράχο,
κι ατός του μπρος στην πόρτα εκάθισε με διάπλατα τα χέρια,
μήπως κανέναν πιάσει, ως θα 'βγαινε μαζί με το κοπάδι·
για τόσο με περνούσε ανέμυαλο! Μα εμένα ο νους μου κιόλας
420 αὐτὰρ ἐγὼ βούλευον, ὅπως ὄχ᾿ ἄριστα γένοιτο,
εἴ τιν᾿ ἑταίροισιν θανάτου λύσιν ἠδ᾿ ἐμοὶ αὐτῷ
εὑροίμην: πάντας δὲ δόλους καὶ μῆτιν ὕφαινον
ὥς τε περὶ ψυχῆς: μέγα γὰρ κακὸν ἐγγύθεν ἦεν.
ἥδε δέ μοι κατὰ θυμὸν ἀρίστη φαίνετο βουλή.
πήρε και δούλευε, τα πράματα δεξιά πως θα 'βγουν όλα,
αν δρόμο θα 'βρισκα τους συντρόφους και μένα να γλιτώσω
απ᾿ το χαμό, και δόλους ύφαινα λογής λογής και τέχνες·
κι ως τη ζωή μας όλοι επαίζαμε κι απάνω μας κρεμόταν
κακό μεγάλο, αυτό μου εικάστηκε το πιο καλό πως είναι:
425 ἄρσενες ὄιες ἦσαν ἐυτρεφέες, δασύμαλλοι,
καλοί τε μεγάλοι τε, ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχοντες:
τοὺς ἀκέων συνέεργον ἐυστρεφέεσσι λύγοισιν,
τῇς ἔπι Κύκλωψ εὗδε πέλωρ, ἀθεμίστια εἰδώς,
σύντρεις αἰνύμενος: ὁ μὲν ἐν μέσῳ ἄνδρα φέρεσκε,
Ηταν εκεί κριγιοί δασόμαλλοι, τρανοί, καλοθρεμμένοι,
και το μαλλί τους μαυρομόρικο· χωρίς να κάνω κρότο
με λυγαριές συντρείς τους έδενα καλόστριφτες, που βρήκα
το άνομο τέρας να 'χει, ο Κύκλωπας, για στρώμα, να κοιμάται.
Οι τρεις κριγιοί κι από 'ναν σήκωναν τον άντρα κάτωθέ του
430 τὼ δ᾿ ἑτέρω ἑκάτερθεν ἴτην σώοντες ἑταίρους.
τρεῖς δὲ ἕκαστον φῶτ᾿ ὄιες φέρον: αὐτὰρ ἐγώ γε--
ἀρνειὸς γὰρ ἔην μήλων ὄχ᾿ ἄριστος ἁπάντων,
τοῦ κατὰ νῶτα λαβών, λασίην ὑπὸ γαστέρ᾿ ἐλυσθεὶς
κείμην: αὐτὰρ χερσὶν ἀώτου θεσπεσίοιο
κουβάλειε ο μεσιανός και πήγαινε· μαζί, σκεπάζοντας τον,
τραβούσαν οι άλλοι δυο δεξόζερβα. Κι όσο για με τον ίδιον,
απ᾿ το κοπάδι ξεχωρίζοντας το πιο γερό κριάρι
το αγκάλιασα απ᾿ το σβέρκο, κόλλησα στη μαλλιαρή κοιλιά του
και πέτρα την καρδιά μου κάνοντας εκρύφτηκα από κάτω,
435 νωλεμέως στρεφθεὶς ἐχόμην τετληότι θυμῷ.
ὣς τότε μὲν στενάχοντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν.
«ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
καὶ τότ᾿ ἔπειτα νομόνδ᾿ ἐξέσσυτο ἄρσενα μῆλα,
θήλειαι δὲ μέμηκον ἀνήμελκτοι περὶ σηκούς:
απ᾿ το πυκνό μαλλί κρεμάμενος, που με αποσκέπαζε όλο.
Έτσι προσμέναμε στενάζοντας τη θείαν Αυγή να φέξει.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
για τη βοσκή με ορμή ξεχύθηκαν τ᾿ αρσενικά να βγούνε.
Με σπαργωμένα τα μαστάρια τους, ανάρμεχτα, στις μάντρες
440 οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο. ἄναξ δ᾿ ὀδύνῃσι κακῇσι
τειρόμενος πάντων ὀίων ἐπεμαίετο νῶτα
ὀρθῶν ἑσταότων: τὸ δὲ νήπιος οὐκ ἐνόησεν,
ὥς οἱ ὑπ᾿ εἰροπόκων ὀίων στέρνοισι δέδεντο.
ὕστατος ἀρνειὸς μήλων ἔστειχε θύραζε
τα θηλυκά βέλαζαν άπαυτα· κι ο αφέντης τους, σε πόνους
μέσα ανημέρωτους, ψαχούλευε των κριαριών τις πλάτες,
ορθά ως διάβαιναν τούτο ο ανέμυαλος δεν ένιωσε,
πως ήταν κάτω απ᾿ τα στήθη των δασόμαλλων αρνιών δεμένοι εκείνοι!
Στερνός, ολόστερνος ετράβηξε να βγει ο κριγιός ο μέγας,
445 λάχνῳ στεινόμενος καὶ ἐμοὶ πυκινὰ φρονέοντι.
τὸν δ᾿ ἐπιμασσάμενος προσέφη κρατερὸς Πολύφημος
:«‘κριὲ πέπον, τί μοι ὧδε διὰ σπέος ἔσσυο μήλων
ὕστατος; οὔ τι πάρος γε λελειμμένος ἔρχεαι οἰῶν,
ἀλλὰ πολὺ πρῶτος νέμεαι τέρεν᾿ ἄνθεα ποίης
τι το μαλλί κι εγώ τον βάραιναν, που 'χα σκεφτεί το δόλο.
Κι αυτά είπε ο δυνατός Πολύφημος, καθώς τον ψαχουλούσε:
,, Κριάρι μου καλό, τι μου 'παθες και βγαίνεις απ᾿ το σπήλιο
έτσι στερνό; Δε μένεις άλλοτε ξοπίσω απ᾿ το κοπάδι"
πρώτο κινάς γοργά στ᾿ ολόδροσο γρασίδι να βοσκήσεις,
450 μακρὰ βιβάς, πρῶτος δὲ ῥοὰς ποταμῶν ἀφικάνεις,
πρῶτος δὲ σταθμόνδε λιλαίεαι ἀπονέεσθαι
ἑσπέριος: νῦν αὖτε πανύστατος. ἦ σύ γ᾿ ἄνακτος
ὀφθαλμὸν ποθέεις, τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσε
σὺν λυγροῖς ἑτάροισι δαμασσάμενος φρένας οἴνῳ,
πρώτο τη στράτα παίρνεις τρέχοντας στου πόταμου το ρέμα,
και πρώτο να γυρίσεις βιάζεσαι το δειλινό στη μάντρα.
Τώρα κινάς στερνό κι ολόστερνο! Του αφέντη σου το μάτι
μην κλαις και συ, που του το τύφλωσε με πίβουλους συντρόφους
ένας κιοτής, το νου του παίρνοντας με το κρασί;— ο Κανένας!
455 Οὖτις, ὃν οὔ πώ φημι πεφυγμένον εἶναι ὄλεθρον.
εἰ δὴ ὁμοφρονέοις ποτιφωνήεις τε γένοιο
εἰπεῖν ὅππῃ κεῖνος ἐμὸν μένος ἠλασκάζει:
τῷ κέ οἱ ἐγκέφαλός γε διὰ σπέος ἄλλυδις ἄλλῃ
θεινομένου ῥαίοιτο πρὸς οὔδεϊ, κὰδ δέ κ᾿ ἐμὸν κῆρ
Όμως ακόμα λέω δεν ξέφυγε κι αυτός το χαλασμό του!
Τα ίδια με μένα τώρα αν ένιωθες και μπόρειες να μιλήσεις,
να μου φανέρωνες που κρύβεται και φεύγει την οργή μου,
θα τον ετσάκιζα βροντώντας τον στο χώμα, τα μυαλά του
να σκορπιστούν στο σπήλιο ολόγυρα, ν᾿ αλάφρωνε η καρδιά μου,
460 λωφήσειε κακῶν, τά μοι οὐτιδανὸς πόρεν Οὖτις.’
«ὣς εἰπὼν τὸν κριὸν ἀπὸ ἕο πέμπε θύραζε.
ἐλθόντες δ᾿ ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους τε καὶ αὐλῆς
πρῶτος ὑπ᾿ ἀρνειοῦ λυόμην, ὑπέλυσα δ᾿ ἑταίρους.
καρπαλίμως δὲ τὰ μῆλα ταναύποδα, πίονα δημῷ,
τόσα ο Κανένας που μου φόρτωσε τυράννια ο τιποτένιος!"
Σαν είπε τούτα, αφήκε λεύτερο να φύγει το κριάρι.
Μόλις το σπήλιο πίσω αφήκαμε και την αυλή του,
πρώτος λύθηκα εγώ και καταπιάστηκα να λύσω και τους άλλους·
μετά με βιάση τα λιγνόποδα, καλόθρεφτα κριάρια,
465 πολλὰ περιτροπέοντες ἐλαύνομεν, ὄφρ᾿ ἐπὶ νῆα
ἱκόμεθ'. ἀσπάσιοι δὲ φίλοις ἑτάροισι φάνημεν,
οἳ φύγομεν θάνατον, τοὺς δὲ στενάχοντο γοῶντες.
ἀλλ᾿ ἐγὼ οὐκ εἴων, ἀνὰ δ᾿ ὀφρύσι νεῦον ἑκάστῳ,
κλαίειν, ἀλλ᾿ ἐκέλευσα θοῶς καλλίτριχα μῆλα
όλο ξοπίσω μας κοιτάζοντας, λαλούμε ως το καράβι.
Κει πέρα φτάνοντας μας δέχτηκαν χαρούμενοι οι συντρόφοι
για όσους γλιτώσαμε απ᾿ το θάνατο, και κλαίγαν για τους άλλους.
Μα εγώ τους έγνεφα σηκώνοντας τα φρύδια πια να πάψουν
να κλαιν, μον᾿ τα πολλά καλότριχα κριάρια να βιαστούνε
470 πόλλ᾿ ἐν νηὶ βαλόντας ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ.
οἱ δ᾿ αἶψ᾿ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον,
ἑξῆς δ᾿ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.
ἀλλ᾿ ὅτε τόσσον ἀπῆν, ὅσσον τε γέγωνε βοήσας,
καὶ τότ᾿ ἐγὼ Κύκλωπα προσηύδων κερτομίοισι:
στο πλοίο να μπάσουν, πια να φύγουμε πα στ᾿ αρμυρά πελάγη.
Κι αυτοί ανέβηκαν δίχως άργητα, και στα ζυγά ως καθίσαν
γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
Μα σύντας τόσο αλάργα βρέθηκα, που να μου ακούν το λάλο,
με λόγια αγγιχτικά στον Κύκλωπα φωνάζω λέγοντας του:
475 «Κύκλωψ, οὐκ ἄρ᾿ ἔμελλες ἀνάλκιδος ἀνδρὸς ἑταίρους
ἔδμεναι ἐν σπῆι γλαφυρῷ κρατερῆφι βίηφι.
καὶ λίην σέ γ᾿ ἔμελλε κιχήσεσθαι κακὰ ἔργα,
σχέτλι᾿, ἐπεὶ ξείνους οὐχ ἅζεο σῷ ἐνὶ οἴκῳ
ἐσθέμεναι: τῷ σε Ζεὺς τίσατο καὶ θεοὶ ἄλλοι.’
,, Κιοτής δεν ήταν ο άντρας, Κύκλωπα, που να του φας ζητούσες
με αγριότη ανήμερη τους συντρόφους στη βαθουλή σπηλιά σου.
Οι τόσες αδικίες σου, ανέσπλαχνε, θα σ᾿ έβρισκαν μια μέρα —
συ που δεν ντράπηκες τους ξένους σου μες στο δικό σου σπίτι να φάς᾿
γι᾿ αυτό κι ο Δίας κι οι επίλοιποι θεοί σου το πλέρωσαν."
480 «ὣς ἐφάμην, ὁ δ᾿ ἔπειτα χολώσατο κηρόθι μᾶλλον,
ἧκε δ᾿ ἀπορρήξας κορυφὴν ὄρεος μεγάλοιο,
κὰδ δ᾿ ἔβαλε προπάροιθε νεὸς κυανοπρῴροιο.
ἐκλύσθη δὲ θάλασσα κατερχομένης ὑπὸ πέτρης:
Είπα, κι ως πιότερο του φούντωσε στα στήθη η οργή, ξεκόβει
ενός βουνού τρανού το ακρόκορφο και κατά μας το ρίχνει'
κι έπεσε ομπρός στο γαλαζόπλωρο καράβι μας ο βράχος,
κι από μια τρίχα να πετύχαινε του τιμονιού την άκρα.
Κι ο βράχος, πέφτοντας, τη θάλασσα τρικύμισε όλη, κι έτσι
485 τὴν δ᾿ αἶψ᾿ ἤπειρόνδε παλιρρόθιον φέρε κῦμα,
πλημυρὶς ἐκ πόντοιο, θέμωσε δὲ χέρσον ἱκέσθαι.
αὐτὰρ ἐγὼ χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντὸν
ὦσα παρέξ, ἑτάροισι δ᾿ ἐποτρύνας ἐκέλευσα
ἐμβαλέειν κώπῃς, ἵν᾿ ὑπὲκ κακότητα φύγοιμεν,
καταστεριάς το πλοίο μας το 'σπρωξε το κύμα αναγυρνώντας,
κι απ᾿ το αντιμάμαλο καθίσαμε στον άμμο αθέλητα μας.
Μα τότε εγώ μακρύ φουχτώνοντας κοντάρι σπρώχνω πέρα,
και στα κουπιά να πέσουν πρόσταζα τους άλλους, γνέφοντας τους
με τό κεφάλι, να γλιτώσουμε την άγρια ετούτην ώρα·
490 κρατὶ κατανεύων: οἱ δὲ προπεσόντες ἔρεσσον.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ δὶς τόσσον ἅλα πρήσσοντες ἀπῆμεν,
καὶ τότε δὴ Κύκλωπα προσηύδων: ἀμφὶ δ᾿ ἑταῖροι
μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἐρήτυον ἄλλοθεν ἄλλος:
«‘σχέτλιε, τίπτ᾿ ἐθέλεις ἐρεθιζέμεν ἄγριον ἄνδρα;
κι αυτοί μπροστά ρίχτηκαν όλοι τους και τα κουπιά δουλεύαν.
Μα σύντας πια το κύμα σκίζοντας διπλιάσαμε το δρόμο,
ως πάλι να μιλήσω εγύρευα του Κύκλωπα, οι σύντροφοι
άλλος αλλούθε με τριγύριζαν, πραγά αντισκόφτοντας με:
,, Κεφάλι αγύριστο, τον άσπλαχνο τι θες κι αγγρίζεις άντρα;
495 ὃς καὶ νῦν πόντονδε βαλὼν βέλος ἤγαγε νῆα
αὖτις ἐς ἤπειρον, καὶ δὴ φάμεν αὐτόθ᾿ ὀλέσθαι.
εἰ δὲ φθεγξαμένου τευ ἢ αὐδήσαντος ἄκουσε,
σύν κεν ἄραξ᾿ ἡμέων κεφαλὰς καὶ νήια δοῦρα
μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών: τόσσον γὰρ ἵησιν.’
Πριν λίγο βράχο μας σφεντόνισε, και γύρισε τα πίσω
καταστεριάς το πλοίο μας, κι είδαμε το Χάρο με τα μάτια.
Αν άκουε τώρα αυτός τα λόγια μας ξανά και τις φωνές μας,
μ᾿ ενα αγκαθόβραχου θα 'ριχνε, τόσου πάει, δικό μας
κεφάλι δε θαπόμενε άσπαστο κι ουδέ του πλοίου μαδέρι!"
500 «ὣς φάσαν, ἀλλ᾿ οὐ πεῖθον ἐμὸν μεγαλήτορα θυμόν,
ἀλλά μιν ἄψορρον προσέφην κεκοτηότι θυμῷ:
«Κύκλωψ, αἴ κέν τίς σε καταθνητῶν ἀνθρώπων
ὀφθαλμοῦ εἴρηται ἀεικελίην ἀλαωτύν,
φάσθαι Ὀδυσσῆα πτολιπόρθιον ἐξαλαῶσαι,
Τέτοια μου λέγαν, μα την πέρφανη δε λόγιζαν καρδιά μου,
μον᾿ άλλη μια φορά του φώναξα με μανιασμένα σπλάχνα:
,, Απ᾿ τους θνητούς ανθρώπους, Κύκλωπα, κανείς αν σε ρωτήσει
τέτοια δουλειά ποιος σου 'κανε άσκημη και σου 'βγαλε το μάτι,
να πεις πως ο Οδυσσέας σε τύφλωσεν, ο καστροπολεμίτης
505 υἱὸν Λαέρτεω, Ἰθάκῃ ἔνι οἰκί᾿ ἔχοντα.’
«ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ:
‘ὢ πόποι, ἦ μάλα δή με παλαίφατα θέσφαθ᾿ ἱκάνει.
ἔσκε τις ἐνθάδε μάντις ἀνὴρ ἠύς τε μέγας τε,
Τήλεμος Εὐρυμίδης, ὃς μαντοσύνῃ ἐκέκαστο
γιός του Λαέρτη, και το σπίτι του θα το 'βρει στην Ιθάκη!»
Σαν είπα τούτα, εκείνος βόγγηξε κι αυτά μου απηλογήθη:
,, Αλί μου, τα παλιά μοιρόγραφτα με βρίσκουν όλα τώρα!
Ζούσε ένας μαντολόγος όμορφος, τρανός στα μέρη τούτα,
κι ήταν που γιός του Ευρύμου, ο Τήλεμος, στη μαντοσύνη ο πρώτος,
510 καὶ μαντευόμενος κατεγήρα Κυκλώπεσσιν:
ὅς μοι ἔφη τάδε πάντα τελευτήσεσθαι ὀπίσσω,
χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς.
ἀλλ᾿ αἰεί τινα φῶτα μέγαν καὶ καλὸν ἐδέγμην
ἐνθάδ᾿ ἐλεύσεσθαι, μεγάλην ἐπιειμένον ἀλκήν:
που εδώ μαντολογώντας γέρασε, στη χώρα των Κυκλώπων
αυτός και τούτα μου προφήτεψε πως θα γενούν μια μέρα,
απ᾿ του Οδυσσέα τα χέρια κάποτε πως θα᾿ χανα το φως μου.
Μα πάντα εγώ έναν άντρα πρόσμενα να φτάνει στο νησί μας
κι όμορφος να 'ναι κι αψηλόκορμος, περίσσια αντρεία ζωσμένος·
515 νῦν δέ μ᾿ ἐὼν ὀλίγος τε καὶ οὐτιδανὸς καὶ ἄκικυς
ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν, ἐπεί μ᾿ ἐδαμάσσατο οἴνῳ.
ἀλλ᾿ ἄγε δεῦρ᾿, Ὀδυσεῦ, ἵνα τοι πὰρ ξείνια θείω
πομπήν τ᾿ ὀτρύνω δόμεναι κλυτὸν ἐννοσίγαιον:
τοῦ γὰρ ἐγὼ πάϊς εἰμί, πατὴρ δ᾿ ἐμὸς εὔχεται εἶναι.
και τώρα ετούτος ο κοντούτσικος, ο ψόφιος, ο χαμένος,
το μάτι μου 'βγαλε, θολώνοντας με το κρασί το νου μου!
Μα έλα, Οδυσσέα, κοντά μου γύρισε, να σε φιλοκονέψω
και να γυρέψω καλοστράτισμα για σε απ᾿ τον Κοσμοσείστη,
που πέτεται πως είναι κύρης μου, κι εγώ πως είμαι γιός του.
520 αὐτὸς δ᾿, αἴ κ᾿ ἐθέλῃσ᾿, ἰήσεται, οὐδέ τις ἄλλος
οὔτε θεῶν μακάρων οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων.’
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον:
αἲ γὰρ δὴ ψυχῆς τε καὶ αἰῶνός σε δυναίμην
εὖνιν ποιήσας πέμψαι δόμον Ἄϊδος εἴσω,
Αυτός, αν το 'θελε, θα με 'γιαινε — κανένας άλλος όμως
απ᾿ τους τρισμάκαρους αθάνατους και τους θνητούς ανθρώπους.»
Σαν είπε τούτα, εγώ του φώναξα κι απηλογιά του δίνω:
,, Μακάρι να μπορουσα να᾿ παιρνα και τη ζωή σου τώρα,
στον Κάτω Κόσμο να κατέβαινες νεκρός, ως είναι αλήθεια
525 ὡς οὐκ ὀφθαλμόν γ᾿ ἰήσεται οὐδ᾿ ἐνοσίχθων.’
«ὣς ἐφάμην, ὁ δ᾿ ἔπειτα Ποσειδάωνι ἄνακτι
εὔχετο χεῖρ᾿ ὀρέγων εἰς οὐρανὸν ἀστερόεντα:
‘κλῦθι, Ποσείδαον γαιήοχε κυανοχαῖτα,
εἰ ἐτεόν γε σός εἰμι, πατὴρ δ᾿ ἐμὸς εὔχεαι εἶναι,
πως δεν το γιαίνει πια το μάτι σου μηδέ κι ο Κοσμοσείστης!»
Έτσι μιλούσα᾿ εκείνος έπειτα στο ρήγα Ποσειδώνα
προσεύχουνταν, τα χέρια απλώνοντας στ᾿ αστερωμένα ουράνια:
,, Της Γης αφέντη γαλαζόχαιτε, για δώσε, Ποσειδώνα,
αν πέτεσαι πως είσαι κύρης μου κι εγώ είμαι γιος σου αλήθεια,
530 δὸς μὴ Ὀδυσσῆα πτολιπόρθιον οἴκαδ᾿ ἱκέσθαι
υἱὸν Λαέρτεω, Ἰθάκῃ ἔνι οἰκί᾿ ἔχοντα.
ἀλλ᾿ εἴ οἱ μοῖρ᾿ ἐστὶ φίλους τ᾿ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐυκτίμενον καὶ ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν,
ὀψὲ κακῶς ἔλθοι, ὀλέσας ἄπο πάντας ἑταίρους,
πατρίδα πια ο καστροπολέμαρχος να μη χαρεί Οδυσσέας,
του Λαέρτη ο γιος, που 'χει τα σπίτια του χτισμένα στην Ιθάκη.
Μα αν τους δικούς του η Μοίρα του 'γραψε να ιδεί και να γυρίσει
στο αρχοντικό του το καλόχτιστο, στη γη την πατρική του,
να φτάσει καν με δίχως συντρόφους, αργά, συφοριασμένος,
535 νηὸς ἐπ᾿ ἀλλοτρίης, εὕροι δ᾿ ἐν πήματα οἴκῳ.’
«ὣς ἔφατ᾿ εὐχόμενος, τοῦ δ᾿ ἔκλυε κυανοχαίτης.
αὐτὰρ ὅ γ᾿ ἐξαῦτις πολὺ μείζονα λᾶαν ἀείρας
ἧκ᾿ ἐπιδινήσας, ἐπέρεισε δὲ ἶν᾿ ἀπέλεθρον,
κὰδ᾿ δ᾿ ἔβαλεν μετόπισθε νεὸς κυανοπρῴροιο
σε άρμενο ξένο, και στο σπίτι του να βρει τυράννια κι άλλα!»
Σαν είπε τούτα, ο Γαλαζόχαιτος τον άκουσε που ευκήθη'
κι ο Κύκλωπας που τρανότερο στα χέρια ασκώνει βράχο
και τον πετάει στρουφογυρνώντας τον με φόρα γιγαντένια.
Ξοπίσω από το γαλαζόπλωρο καράβι πέφτει ο βράχος,
540 τυτθόν, ἐδεύησεν δ᾿ οἰήιον ἄκρον ἱκέσθαι.
ἐκλύσθη δὲ θάλασσα κατερχομένης ὑπὸ πέτρης:
τὴν δὲ πρόσω φέρε κῦμα, θέμωσε δὲ χέρσον ἱκέσθαι.
«ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἀφικόμεθ᾿, ἔνθα περ ἄλλαι
νῆες ἐύσσελμοι μένον ἁθρόαι, ἀμφὶ δ᾿ ἑταῖροι
κι από μια τρίχα να πετύχαινε του τιμονιού την άκρα.
Κι ο βράχος, πέφτοντας, τη θάλασσα τρικύμισε όλη, κι έτσι
μπροστά μας έσπρωξαν τα κύματα, προς τη στεριά την άλλη.
Πια τέλος στο νησί σα φτάσαμε, κει που είχαν όλα μείνει
τ᾿ άλλα μας πλοία τα καλοκούβερτα, κι οι σύντροφοί μας όλοι
545 ἥατ᾿ ὀδυρόμενοι, ἡμέας ποτιδέγμενοι αἰεί,
νῆα μὲν ἔνθ᾿ ἐλθόντες ἐκέλσαμεν ἐν ψαμάθοισιν,
ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.
μῆλα δὲ Κύκλωπος γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἑλόντες
δασσάμεθ᾿, ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης.
ώρα την ώρα καρτερώντας μας κάθονταν και θρηνούσαν,
μόλις εφτάσαμε, καθίσαμε στον άμμο το καράβι·
πρώτα εμείς βγήκαμε από τ᾿ άρμενο το βαθουλό στον άμμο,
μετά του Κύκλωπα όξω βγάλαμε τ᾿ αρνιά, κι εκεί αρχινάμε
τη μοιρασιά, για να 'χει φεύγοντας καθένας το δικό του.
550 ἀρνειὸν δ᾿ ἐμοὶ οἴῳ ἐυκνήμιδες ἑταῖροι
μήλων δαιομένων δόσαν ἔξοχα: τὸν δ᾿ ἐπὶ θινὶ
Ζηνὶ κελαινεφέι Κρονίδῃ, ὃς πᾶσιν ἀνάσσει,
ῥέξας μηρί᾿ ἔκαιον: ὁ δ᾿ οὐκ ἐμπάζετο ἱρῶν,
ἀλλ᾿ ὅ γε μερμήριξεν ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι
Διαλέγουν κι οι αντρειωμένοι σύντροφοι για μένα το κριάρι,
όξω από τ᾿ άλλα αρνιά που εμοίραζαν κι εγώ στο Δία το σφάζω,
στην αμμουδιά, το μαυροσύγνεφο, που όλον τον κόσμο ορίζει,
και τα μεριά του καιω᾿ μα αλίμονο, την προσφορά μου εκείνος
δεν αποδέχτη, μόνο ελόγιαζε το πως θ᾿ αφανιζόνταν
555 νῆες ἐύσσελμοι καὶ ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι.
«ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ᾿ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ:
ἦμος δ᾿ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε,
δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.
όλα τα πλοία τα καλοκούβερτα κι οι γκαρδιακοί συντρόφοι.
Έτσι ως του ήλιου τα βασιλέματα καθούμενοι όλη μέρα
με πλήθος κρέατα και με ολόγλυκο κρασί φραινόμαστε όλοι.
Και σύντας ο ήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια,
σε ύπνο απογείραμε στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω.
560 ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
δὴ τότ᾿ ἐγὼν ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα
αὐτούς τ᾿ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι:
οἱ δ᾿ αἶψ᾿ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον,
ἑξῆς δ᾿ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
γοργά τους συντρόφους μου επρόσταζα και τους παρακινούσα,
μόλις ανέβουν στα πλεούμενα, να λύσουν τις πρυμάτσες.
Μπήκαν κι εκείνοι δίχως άργητα, και στα ζυγά ως καθίσαν
γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
565 «ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ,
ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο, φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους.
Κι ανοίξαμε πανιά να φύγουμε με πικραμένα σπλάχνα,
εμείς γλιτώνοντας το θάνατο — χωρίς τους συντρόφους μας.