-Τ- | Ἠὼς μὲν κροκόπεπλος ἀπ᾽ Ὠκεανοῖο ῥοάων ὄρνυθ᾽, ἵν᾽ ἀθανάτοισι φόως φέροι ἠδὲ βροτοῖσιν· ἣ δ᾽ ἐς νῆας ἵκανε θεοῦ πάρα δῶρα φέρουσα. εὗρε δὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον υἱὸν |
Η Αυγή η κροκοψιαντούσα επρόβαινε μεσ᾿ απ᾿ το
μέγα ρέμα του Ωκεανού, το φως σε αθάνατους και σε θνητούς να φέρει· κι έφτανε εκείνη στα πλεούμενα με του θεού τα δώρα. Κι ήβρε πεσμένο απά στον Πάτροκλο τον ακριβό το γιο της να κλαίει πικρά, και πλήθος σύντροφοι τρογύρα μαζεμένοι θρηνούσαν κι η Θεά η τρισεύγενη πήγε, κοντά του έστάθη, το χέρι του 'σφίξε, τον έκραξε κι αυτά του λέει τα λόγια: « Παιδί μου, αυτόν ας τον αφήσουμε, κι ας καίγεται η καρδιά μας, να κοίτεται, έτσι αφού το θέλησαν οι αθάνατοι να πέσει. |
5 | κλαίοντα λιγέως· πολέες δ᾽ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἑταῖροι μύρονθ᾽· ἣ δ᾽ ἐν τοῖσι παρίστατο δῖα θεάων, ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε· τέκνον ἐμὸν τοῦτον μὲν ἐάσομεν ἀχνύμενοί περ κεῖσθαι, ἐπεὶ δὴ πρῶτα θεῶν ἰότητι δαμάσθη· |
|
10 | τύνη δ᾽ Ἡφαίστοιο πάρα κλυτὰ τεύχεα δέξο καλὰ μάλ᾽, οἷ᾽ οὔ πώ τις ἀνὴρ ὤμοισι φόρησεν. ὡς ἄρα φωνήσασα θεὰ κατὰ τεύχε᾽ ἔθηκε πρόσθεν Ἀχιλλῆος· τὰ δ᾽ ἀνέβραχε δαίδαλα πάντα. Μυρμιδόνας δ᾽ ἄρα πάντας ἕλε τρόμος, οὐδέ τις ἔτλη |
Μον᾿ έλα εσύ και δέξου τ᾿ άρματα τα ξακουστά του Ηφαίστου· τόσο όμορφα κανείς δε φόρεσε θνητός ποτέ στους ώμους.» Αυτά είπεν η θεά, και τ᾿ άρματα μπρος στου Αχιλλέα τα πόδια πιθώνει χάμω, κι αντιβρόντηξεν η πλουμισμένη αρμάτα' κι οι Μυρμιδόνες όλοι ετρόμαξαν, δε βάστηξε κανένας να ρίξει τη ματιά του απάνω της, μον᾿ άρχισαν να τρέμουν. Μόνο ο Αχιλλέας, ως τα 'δε, εχόλιασε περίσσια ακόμα, κι άγρια κάτω απ᾿ τα βλέφαρα τα μάτια του ξαστράφταν, σαν τη φλόγα, και του θεού τα δώρα εχαίρουνταν να τα κρατά στα χέρια. Κι όταν πια χόρτασε κοιτάζοντας την πλουμισμένη αρμάτα, |
15 |
ἄντην εἰσιδέειν, ἀλλ᾽ ἔτρεσαν. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς ὡς εἶδ᾽, ὥς μιν μᾶλλον ἔδυ χόλος, ἐν δέ οἱ ὄσσε δεινὸν ὑπὸ βλεφάρων ὡς εἰ σέλας ἐξεφάανθεν· τέρπετο δ᾽ ἐν χείρεσσιν ἔχων θεοῦ ἀγλαὰ δῶρα. αὐτὰρ ἐπεὶ φρεσὶν ᾗσι τετάρπετο δαίδαλα λεύσσων |
|
20 | αὐτίκα μητέρα ἣν ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· μῆτερ ἐμὴ τὰ μὲν ὅπλα θεὸς πόρεν οἷ᾽ ἐπιεικὲς ἔργ᾽ ἔμεν ἀθανάτων, μὴ δὲ βροτὸν ἄνδρα τελέσσαι. νῦν δ᾽ ἤτοι μὲν ἐγὼ θωρήξομαι· ἀλλὰ μάλ᾽ αἰνῶς δείδω μή μοι τόφρα Μενοιτίου ἄλκιμον υἱὸν |
ευτύς στη μάνα του ανεμάρπαστα γυρνώντας είπε λόγια: « Μάνα, ο θεός αλήθεια τ᾿ άρματα μου τα 'χει δώσει, τέτοια καθώς ταιριάζει ένας αθάνατος, κι όχι θνητός να φτιάξει. Με αυτά θ᾿ αρματωθώ, μα σκιάζομαι περίσσια εγώ μη λάχει ωστόσο οι μύγες και στον άτρομο γιο του Μενοίτιου μέσα χωθούν, απ᾿ τις πληγές του μπαίνοντας τις χαλκοχτυπημένες, σκουλήκια εντός γεννοσποριάζοντας, και του νεκρού χαλάσουν την όψη—τι η ζωή του ετέλεψε—κι όλη σαπίσει η σάρκα.» Καί τότε η Θέτη, η χιοναστράγαλη θεά, του απηλογήθη: « Γιε μου, καθόλου να μη γνοιάζεσαι για τούτα στην καρδιά σου· |
25 | μυῖαι καδδῦσαι κατὰ χαλκοτύπους ὠτειλὰς εὐλὰς ἐγγείνωνται, ἀεικίσσωσι δὲ νεκρόν, ἐκ δ᾽ αἰὼν πέφαται, κατὰ δὲ χρόα πάντα σαπήῃ. τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα θεὰ Θέτις ἀργυρόπεζα· τέκνον μή τοι ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μελόντων. |
|
30 | τῷ μὲν ἐγὼ πειρήσω ἀλαλκεῖν ἄγρια φῦλα μυίας, αἵ ῥά τε φῶτας ἀρηϊφάτους κατέδουσιν· ἤν περ γὰρ κεῖταί γε τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν, αἰεὶ τῷ γ᾽ ἔσται χρὼς ἔμπεδος, ἢ καὶ ἀρείων. ἀλλὰ σύ γ᾽ εἰς ἀγορὴν καλέσας ἥρωας Ἀχαιοὺς |
το παίρνω απάνω μου, τ᾿ ανήμερα κοπάδια να του διώξω, τις μύγες, τους νεκρούς στον πόλεμο που τρώνε. Κάτεχε το, άθαφτος κι ένα χρόνο αλάκερο να κοίτεται εδώ πέρα, θα μείνει η σάρκα του ακατάλυτη, και πιο δροσάτη ακόμα. Μον᾿ κράξε τώρα εσύ σε σύναξη τους αντρειανούς Αργίτες, τον που 'χες πριν στον Αγαμέμνονα θυμό απαρνήσου ομπρός τους, και την αντρεία ζωσμένος γρήγορα για πόλεμο αρματώσου.» Είπε, και γέμισε τα στήθη του με ατρόμητο κουράγιο' μετά κρασί φλογάτο, αθάνατο, και μόσκο στα ρουθούνια του Πάτροκλου σταλάζει, απείραχτο να μείνει το κορμί του. |
35 | μῆνιν ἀποειπὼν Ἀγαμέμνονι ποιμένι λαῶν αἶψα μάλ᾽ ἐς πόλεμον θωρήσσεο, δύσεο δ᾽ ἀλκήν. ὣς ἄρα φωνήσασα μένος πολυθαρσὲς ἐνῆκε, Πατρόκλῳ δ᾽ αὖτ᾽ ἀμβροσίην καὶ νέκταρ ἐρυθρὸν στάξε κατὰ ῥινῶν, ἵνα οἱ χρὼς ἔμπεδος εἴη. |
|
40 | αὐτὰρ ὃ βῆ παρὰ θῖνα θαλάσσης δῖος Ἀχιλλεὺς σμερδαλέα ἰάχων, ὦρσεν δ᾽ ἥρωας Ἀχαιούς. καί ῥ᾽ οἵ περ τὸ πάρος γε νεῶν ἐν ἀγῶνι μένεσκον οἵ τε κυβερνῆται καὶ ἔχον οἰήϊα νηῶν καὶ ταμίαι παρὰ νηυσὶν ἔσαν σίτοιο δοτῆρες, |
Τότε ο Αχιλλέας ο αρχοντογέννητος εβγήκε στο
ακρογιάλι σκούζοντας άγρια, και ξεσήκωσε τους αντρειανούς Αργίτες. Κι όλοι που απόμεναν πρωτύτερα στο αρμενοστάσι μέσα, κι οι τιμονιέροι που εκρατούσανε των καραβιών το 'διάκι, κι οι τροφοδότες μέσα στ᾿ άρμενα που το ψωμί εμοιράζαν, όλοι μαζί κινούν στη σύναξη, τι είχε ο Αχιλλέας προβάλει, κι ήταν καιρό πολύ απ᾿ τον πόλεμο τον άγριο τραβηγμένος. Μαζί ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος κι ο ατρόμητος Διομήδης, τρανοί πολέμαρχοι, κουτσαίνοντας πήγαιναν, κι ακουμπούσαν πα σε ραβδιά, τι πόνους ένιωθαν ακόμα στις πληγές τους. |
45 | καὶ μὴν οἳ τότε γ᾽ εἰς ἀγορὴν ἴσαν, οὕνεκ᾽ Ἀχιλλεὺς ἐξεφάνη, δηρὸν δὲ μάχης ἐπέπαυτ᾽ ἀλεγεινῆς. τὼ δὲ δύω σκάζοντε βάτην Ἄρεος θεράποντε Τυδεΐδης τε μενεπτόλεμος καὶ δῖος Ὀδυσσεὺς ἔγχει ἐρειδομένω· ἔτι γὰρ ἔχον ἕλκεα λυγρά· |
|
50 | κὰδ δὲ μετὰ πρώτῃ ἀγορῇ ἵζοντο κιόντες. αὐτὰρ ὃ δεύτατος ἦλθεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων ἕλκος ἔχων· καὶ γὰρ τὸν ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ οὖτα Κόων Ἀντηνορίδης χαλκήρεϊ δουρί. αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντες ἀολλίσθησαν Ἀχαιοί, |
Κι ως φτάσαν, κάθισαν στη σύναξη μπροστά, στην
πρώτη αράδα. Στερνός επρόβαλε ο Αγαμέμνονας ο ρήγας, λαβωμένος μαθές και τούτος· μες στον πόλεμο τον άγριο του Αντηνόρου ο γιος ο Κόωνας, με το χάλκινο τον είχε βρει κοντάρι. Κι ευτύς, ως όλοι πια εμαζώχτηκαν οι Δαναοί, εσηκώθη αναμεσό τους ο φτερόποδος και μίλησε Αχιλλέας: « Λες ήταν, γιε του Ατρέα, το που 'γινε το πιο καλό στους δυο μας, σένα και μένα, σύντας πέσαμε σε καρδιοφάουσα αμάχη, θυμό γεμάτοι, και μαλώσαμε για την κοπέλα εκείνη; "Αχ, να 'ταν να την είχεν η Άρτεμη δοξέψει στα καράβια |
55 | τοῖσι δ᾽ ἀνιστάμενος μετέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς· Ἀτρεΐδη ἦ ἄρ τι τόδ᾽ ἀμφοτέροισιν ἄρειον ἔπλετο σοὶ καὶ ἐμοί, ὅ τε νῶΐ περ ἀχνυμένω κῆρ θυμοβόρῳ ἔριδι μενεήναμεν εἵνεκα κούρης; τὴν ὄφελ᾽ ἐν νήεσσι κατακτάμεν Ἄρτεμις ἰῷ |
|
60 | ἤματι τῷ ὅτ᾽ ἐγὼν ἑλόμην Λυρνησσὸν ὀλέσσας· τώ κ᾽ οὐ τόσσοι Ἀχαιοὶ ὀδὰξ ἕλον ἄσπετον οὖδας δυσμενέων ὑπὸ χερσὶν ἐμεῦ ἀπομηνίσαντος. Ἕκτορι μὲν καὶ Τρωσὶ τὸ κέρδιον· αὐτὰρ Ἀχαιοὺς δηρὸν ἐμῆς καὶ σῆς ἔριδος μνήσεσθαι ὀΐω. |
τη μέρα εκείνη που την έπαιρνα, τη Λυρνησσά πατώντας!
Τόσοι Αχαιοί τη γη την άμετρη δε θα δάγκωναν έτσι κάτω απ᾿ τα χέρια των αντίμαχων, όσο ο θυμός μου εκράτει. Ο Έχτορας άλλο που δεν ήθελε, κι οι Τρώες! Ωστόσο χρόνια οι Αργίτες το δικό μας μάλωμα θαρρώ θα το θυμούνται. Μα ό,τι έγινε έγινε, ας τ᾿ αφήσουμε, κι ας μας βαραίνει ο πόνος, κι εντός μας την καρδιά ας δαμάσουμε, σφιγμένοι απ᾿ την ανάγκη. Τώρα απαρνιέμαι εγώ τη μάνητα, μηδέ και μου ταιριάζει θυμό να θρέφω ακαταλάγιαστο. Μα εσύ στη μάχη σπρώξε τους Αχαιούς τους μακρομάλληδες, δίχως καιρό να χάνεις· |
65 | ἀλλὰ τὰ μὲν προτετύχθαι ἐάσομεν ἀχνύμενοί περ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι φίλον δαμάσαντες ἀνάγκῃ· νῦν δ᾽ ἤτοι μὲν ἐγὼ παύω χόλον, οὐδέ τί με χρὴ ἀσκελέως αἰεὶ μενεαινέμεν· ἀλλ᾽ ἄγε θᾶσσον ὄτρυνον πόλεμον δὲ κάρη κομόωντας Ἀχαιούς, |
|
70 | ὄφρ᾽ ἔτι καὶ Τρώων πειρήσομαι ἀντίον ἐλθὼν αἴ κ᾽ ἐθέλωσ᾽ ἐπὶ νηυσὶν ἰαύειν· ἀλλά τιν᾽ οἴω ἀσπασίως αὐτῶν γόνυ κάμψειν, ὅς κε φύγῃσι δηΐου ἐκ πολέμοιο ὑπ᾽ ἔγχεος ἡμετέροιο. ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἐχάρησαν ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοὶ |
κι εγώ στους Τρώες θ᾿ ανοίξω πόλεμο, να ιδώ αν το θένε ακόμα τις νύχτες δίπλα στα καράβια μας να τις περνούν ωστόσο στη γη θα γείρει λέω χαρούμενος- να ξαποστάσει εκείνος που θα γλιτώσει απ᾿ το κοντάρι μου στην άγρια μέσα μάχη.» Αυτά είπε, κι οι Αχαιοί το χάρηκαν οι καλαρματωμένοι, που αφήκε το θυμό του ο αντρόκαρδος γιος του Πηλέα᾿ και τότε ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας μιλούσε καθισμένος, χωρίς να σηκωθεί απ᾿ τη θέση του και να σταθεί στη μέση: «Αργίτες αντρειωμένοι, φίλοι μου, πιστοί σύντροφοι του Άρη, σωστό ν᾿ ακούτε αυτόν που ασκώνεται, να μην τον σταματάτε |
75 | μῆνιν ἀπειπόντος μεγαθύμου Πηλεΐωνος. τοῖσι δὲ καὶ μετέειπεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων αὐτόθεν ἐξ ἕδρης, οὐδ᾽ ἐν μέσσοισιν ἀναστάς· ὦ φίλοι ἥρωες Δαναοὶ θεράποντες Ἄρηος ἑσταότος μὲν καλὸν ἀκούειν, οὐδὲ ἔοικεν |
|
80 | ὑββάλλειν· χαλεπὸν γὰρ ἐπισταμένῳ περ ἐόντι. ἀνδρῶν δ᾽ ἐν πολλῷ ὁμάδῳ πῶς κέν τις ἀκούσαι ἢ εἴποι; βλάβεται δὲ λιγύς περ ἐὼν ἀγορητής. Πηλεΐδῃ μὲν ἐγὼν ἐνδείξομαι· αὐτὰρ οἱ ἄλλοι σύνθεσθ᾽ Ἀργεῖοι, μῦθόν τ᾽ εὖ γνῶτε ἕκαστος. |
στη μέση μπαίνοντας· αλλιώτικα κι ο πιο καλός
σαστίζει. Όταν πολλοί φωνές ασκώνετε, κανένας πώς ν᾿ ακούσει; πώς ν᾿ ακουστεί; η φωνή του χάνεται, και δυνατά ας φωνάζει. Τώρα θα πω κι εγώ τη γνώμη μου στον Αχιλλέα, κι ωστόσο οι Αργίτες οι άλλοι εσείς ακούστε με, τα λόγια μου προσέχτε: Οι Δαναοί μαζί μου τα 'βαζαν συχνά, και μου πετούσαν το λόγο αυτό᾿ μα εγώ δεν έφταιξα στ᾿ αλήθεια· ο Δίας κι η Μοίρα μονάχα κι η Ερινύα μας έμπλεξαν η νυχτοπαρωρίτρα' τι αυτοί 'ναι που βαριά στη σύναξη μου θόλωσαν τα φρένα, ατός μου του Αχιλλέα σαν άρπαξα το αρχοντομοίρι᾿ ωστόσο |
85 | πολλάκι δή μοι τοῦτον Ἀχαιοὶ μῦθον ἔειπον καί τέ με νεικείεσκον· ἐγὼ δ᾽ οὐκ αἴτιός εἰμι, ἀλλὰ Ζεὺς καὶ Μοῖρα καὶ ἠεροφοῖτις Ἐρινύς, οἵ τέ μοι εἰν ἀγορῇ φρεσὶν ἔμβαλον ἄγριον ἄτην, ἤματι τῷ ὅτ᾽ Ἀχιλλῆος γέρας αὐτὸς ἀπηύρων. |
|
90 | ἀλλὰ τί κεν ῥέξαιμι; θεὸς διὰ πάντα τελευτᾷ. πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη, ἣ πάντας ἀᾶται, οὐλομένη· τῇ μέν θ᾽ ἁπαλοὶ πόδες· οὐ γὰρ ἐπ᾽ οὔδει πίλναται, ἀλλ᾽ ἄρα ἥ γε κατ᾽ ἀνδρῶν κράατα βαίνει βλάπτουσ᾽ ἀνθρώπους· κατὰ δ᾽ οὖν ἕτερόν γε πέδησε. |
τι να 'κανα; θεού το θέλημα που κυβερνάει τα
πάντα! Του Δία παιδί είναι η Τύφλα, αγέραστο, και κάθε νου τυφλώνει, ανάθεμα τη᾿ κι έχει ανάλαφρα ποδάρια, τι στο χώμα δεν τα πατάει, μον᾿ στα κεφάλια μας απάνω οδεύει πάντα, και τους ανθρώπους βλάφτει μπλέκοντας από τους δυο τον έναν τι και το Δία τον ίδιο κάποτε, που λεν πως στέκει απάνω κι από θεούς κι ανθρώπους, τύφλωσεν᾿ η Ήρα μαθές και τούτον τον εξεγέλασε πλανεύοντας, ας ήταν και γυναίκα. Ηταν τη μέρα που τον άτρομο τον Ηρακλή μελλόταν η Αλκμήνη στην αψηλοπύργωτη τη Θήβα να γεννήσει· |
95 | καὶ γὰρ δή νύ ποτε Ζεὺς ἄσατο, τόν περ ἄριστον ἀνδρῶν ἠδὲ θεῶν φασ᾽ ἔμμεναι· ἀλλ᾽ ἄρα καὶ τὸν Ἥρη θῆλυς ἐοῦσα δολοφροσύνῃς ἀπάτησεν, ἤματι τῷ ὅτ᾽ ἔμελλε βίην Ἡρακληείην Ἀλκμήνη τέξεσθαι ἐϋστεφάνῳ ἐνὶ Θήβῃ. |
|
100 | ἤτοι ὅ γ᾽ εὐχόμενος μετέφη πάντεσσι θεοῖσι· κέκλυτέ μευ πάντές τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι, ὄφρ᾽ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἀνώγει. σήμερον ἄνδρα φόως δὲ μογοστόκος Εἰλείθυια ἐκφανεῖ, ὃς πάντεσσι περικτιόνεσσιν ἀνάξει, |
κι εκείνος ατών θεών τη σύναξη μιλούσε με καμάρι:
,,Όσοι θεοί που ζουν στον Όλυμπο κι όσες θεές, γρικήστε, σαν τι η καρδιά στα στήθη μέσα μου με σπρώχνει να μιλήσω: Κάποιον τρανό η Λεχούσα σήμερα θα βγάλει η πονοδότρα στο φως, που σε όλους τους γειτόνους του θα βασιλέψει γύρα, κι αυτός απ᾿ τη γενιά που απ᾿ το αίμα μου στη γη γονοκρατιέται." Κι η Ήρα η σεβάσμια του αποκρίθηκε με πονηριά μεγάλη: ,,Να μας γελάσεις θες᾿ τα λόγια σου δε θα τα κάμεις πράξη! Μον᾿ έλα τώρα κι όρκον άμωσε τρανό, του Ολύμπου ρήγα, πως σε όλους γύρα τους γειτόνους του θα βασιλέψει εκείνος |
105 | τῶν ἀνδρῶν γενεῆς οἵ θ᾽ αἵματος ἐξ ἐμεῦ εἰσί. τὸν δὲ δολοφρονέουσα προσηύδα πότνια Ἥρη· ψευστήσεις, οὐδ᾽ αὖτε τέλος μύθῳ ἐπιθήσεις. εἰ δ᾽ ἄγε νῦν μοι ὄμοσσον Ὀλύμπιε καρτερὸν ὅρκον, ἦ μὲν τὸν πάντεσσι περικτιόνεσσιν ἀνάξειν |
|
110 | ὅς κεν ἐπ᾽ ἤματι τῷδε πέσῃ μετὰ ποσσὶ γυναικὸς τῶν ἀνδρῶν οἳ σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθλης. ὣς ἔφατο· Ζεὺς δ᾽ οὔ τι δολοφροσύνην ἐνόησεν, ἀλλ᾽ ὄμοσεν μέγαν ὅρκον, ἔπειτα δὲ πολλὸν ἀάσθη. Ἥρη δ᾽ ἀΐξασα λίπεν ῥίον Οὐλύμποιο, |
που την ήμερα αυτή απ᾿ της μάνας του τα πόδια
ομπρός θα πέσει, απ᾿ τους θνητούς που από το γαίμα σου μαθές γονοκρατιούνται." Έτσι είπε αυτή, κι ο Δίας το δόλο της δεν τον ψυχανεμίστη, κι όρκο τρανόν αμώνει, που άσκημα μελλόταν να πλερώσει· τι η Ήρα γοργά χιμάει, τ᾿ ακρόκορφα του Ολύμπου παρατώντας, καο στο Άργος φτάνει ευτύς᾿ τι κάτεχε κει πέρα του Περσέα ο γιος ο Σθένελος πως όριζε, κι είχε τρανή γυναίκα, που 'τρεφε τότε μες στα σπλάχνα της εφτά μηνών αγόρι, Κι όξω στο φως ευτύς της το 'βγαλε, κι ας του 'λειπαν δυο μήνες, μα της Αλκμήνης εσταμάτησε τους πόνους και τη γέννα. |
115 | καρπαλίμως δ᾽ ἵκετ᾽ Ἄργος Ἀχαιικόν, ἔνθ᾽ ἄρα ᾔδη ἰφθίμην ἄλοχον Σθενέλου Περσηϊάδαο. ἣ δ᾽ ἐκύει φίλον υἱόν, ὃ δ᾽ ἕβδομος ἑστήκει μείς· ἐκ δ᾽ ἄγαγε πρὸ φόως δὲ καὶ ἠλιτόμηνον ἐόντα, Ἀλκμήνης δ᾽ ἀπέπαυσε τόκον, σχέθε δ᾽ Εἰλειθυίας. |
|
120 | αὐτὴ δ᾽ ἀγγελέουσα Δία Κρονίωνα προσηύδα· Ζεῦ πάτερ ἀργικέραυνε ἔπος τί τοι ἐν φρεσὶ θήσω· ἤδη ἀνὴρ γέγον᾽ ἐσθλὸς ὃς Ἀργείοισιν ἀνάξει Εὐρυσθεὺς Σθενέλοιο πάϊς Περσηϊάδαο σὸν γένος· οὔ οἱ ἀεικὲς ἀνασσέμεν Ἀργείοισιν. |
Ατή της έφερε το μήνυμα στο Δία, το γιο του Κρόνου:
,,Κάποιο μου λόγο, αστραποκέραυνε πατέρα Δία, θ᾿ ακούσεις· γεννήθηκε ο τρανός που μέλλεται να ορίζει στους Αργίτες, κι είναι ο Ευρυσθέας, ο γιος του Σθένελου και του Περσέα τ᾿ αγγόνι, γενιά δικιά σου, και ταιριάζει του να ρηγαδέψει στο Άργος." Είπε, κι αυτόν πικρός τον χτύπησε βαθιά στα φρένα πόνος, κι ευτύς χιμάει κι απ᾿ τα ωριοπλέξουδα μαλλιά την Τύφλα αρπάζει, βαρύ θυμό στα φρένα νιώθοντας, κι όρκο τρανόν αμώνει, να μη γυρίσει πα στον Όλυμπο και στ᾿ αστεράτα ουράνια ποτέ πια η Τύφλα, που τυφλώνει μας, θεούς κι ανθρώπους, όλους. |
125 | ὣς φάτο, τὸν δ᾽ ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν· αὐτίκα δ᾽ εἷλ᾽ Ἄτην κεφαλῆς λιπαροπλοκάμοιο χωόμενος φρεσὶν ᾗσι, καὶ ὤμοσε καρτερὸν ὅρκον μή ποτ᾽ ἐς Οὔλυμπόν τε καὶ οὐρανὸν ἀστερόεντα αὖτις ἐλεύσεσθαι Ἄτην, ἣ πάντας ἀᾶται. |
|
130 | ὣς εἰπὼν ἔρριψεν ἀπ᾽ οὐρανοῦ ἀστερόεντος χειρὶ περιστρέψας· τάχα δ᾽ ἵκετο ἔργ᾽ ἀνθρώπων. τὴν αἰεὶ στενάχεσχ᾽ ὅθ᾽ ἑὸν φίλον υἱὸν ὁρῷτο ἔργον ἀεικὲς ἔχοντα ὑπ᾽ Εὐρυσθῆος ἀέθλων. ὣς καὶ ἐγών, ὅτε δ᾽ αὖτε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ |
Αυτά είπε, και στριφογυρνώντας την απ᾿ τ᾿ αστεράτα
ουράνια· τη ρίχνει, κι έτσι εκείνη έβρέθηκε γοργά στη γης απάνω· κι όλο μαζί της βαρυγκόμιζε θωρώντας τα τυράννια που ο γιος του στού Ευρυσθέα τη δούλεψη τραβούσεν άπρεπά του. Όμοια και μένα, τότε που άπαυτα στων καραβιών τις πρύμνες ο μέγας κρανοσείστης Έχτορας χαλνούσε τους Αργίτες, η Τύφλα πάντα με δυνάστευε, που πρωτοτύφλωσέ με. Μ᾿ αφού τυφλώθηκα και με 'κανε το νου μου ο Δίας να χάσω, να τα βολέψω θέλω, δίνοντας καί ξαγορά μεγάλη. Μα βγές στη μάχη τώρα, κι άσκωσε μαζί και το άλλο ασκέρι, |
135 | Ἀργείους ὀλέκεσκεν ἐπὶ πρυμνῇσι νέεσσιν, οὐ δυνάμην λελαθέσθ᾽ Ἄτης ᾗ πρῶτον ἀάσθην. ἀλλ᾽ ἐπεὶ ἀασάμην καί μευ φρένας ἐξέλετο Ζεύς, ἂψ ἐθέλω ἀρέσαι, δόμεναί τ᾽ ἀπερείσι᾽ ἄποινα· ἀλλ᾽ ὄρσευ πόλεμον δὲ καὶ ἄλλους ὄρνυθι λαούς. |
|
140 | δῶρα δ᾽ ἐγὼν ὅδε πάντα παρασχέμεν ὅσσά τοι ἐλθὼν χθιζὸς ἐνὶ κλισίῃσιν ὑπέσχετο δῖος Ὀδυσσεύς. εἰ δ᾽ ἐθέλεις, ἐπίμεινον ἐπειγόμενός περ Ἄρηος, δῶρα δέ τοι θεράποντες ἐμῆς παρὰ νηὸς ἑλόντες οἴσουσ᾽, ὄφρα ἴδηαι ὅ τοι μενοεικέα δώσω. |
κι εγώ είμαι έδώ᾿ τα δώρα που 'ταξε σαν ήρθε στο καλύβι χτες ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος, θα τα 'χεις δίχως άλλο. Μ᾿ αν πάλε αλλιώς το θες, απάντεχε, κι ας λαχταράς απάλε᾿ τα δώρα ευτύς απ᾿ το καράβι μου θα φέρουν οι συντρόφοι, να ιδείς τι σου χαρίζω, μέσα σου για να φραθείς περίσσια.» Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος του απηλογήθη κι είπε: «Υγιέ του Ατρέα, τρανέ Αγαμέμνονα, ρηγάρχη τιμημένε, τα δώρα αν θέλεις τώρα δωσ᾿ τα μου, καθώς ταιριάζει κιόλα, για κράτα τα και συ᾿ στο χέρι σου! Μα τώρα ομπρός, στη μάχη το γρηγορότερο! Την ώρα μας μη χάνουμε εδώ πέρα |
145 | τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς· Ἀτρεΐδη κύδιστε ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον δῶρα μὲν αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα παρασχέμεν, ὡς ἐπιεικές, ἤ τ᾽ ἐχέμεν παρὰ σοί· νῦν δὲ μνησώμεθα χάρμης αἶψα μάλ᾽· οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν ἐνθάδ᾽ ἐόντας |
|
150 | οὐδὲ διατρίβειν· ἔτι γὰρ μέγα ἔργον ἄρεκτον· ὥς κέ τις αὖτ᾽ Ἀχιλῆα μετὰ πρώτοισιν ἴδηται ἔγχεϊ χαλκείῳ Τρώων ὀλέκοντα φάλαγγας. ὧδέ τις ὑμείων μεμνημένος ἀνδρὶ μαχέσθω. τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· |
χασομερώντας· τι η πιο δύσκολη δουλειά μπροστά μας στέκει. Τώρα ξανά μες στους μπροστόμαχους τον Αχιλλέα θα δείτε των Τρωών τους λόχους με το χάλκινο κοντάρι ν᾿ αφανίζει. Όμοια και σεις, το νου στον πόλεμο, και τον οχτρό χτυπάτε!» Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος του απηλογήθη κι είπε: «Παλικαριά, Αχιλλέα θεόμορφε, τρανή κι αν έχεις, όχι, μη σπρώχνεις τους Αργίτες άφαγους στο κάστρο να χυθούνε, και με τους Τρώες ν᾿ ανοίξουν πόλεμο᾿ τι η μάχη θα βαστάξει πολύ, από τη στιγμή που σμίγοντας θα χτυπηθούν τ᾿ ασκέρια και την καρδιά ο θεός με δύναμη και των δυονώ γεμίσει. |
155 | μὴ δ᾽ οὕτως, ἀγαθός περ ἐών, θεοείκελ᾽ Ἀχιλλεῦ νήστιας ὄτρυνε προτὶ Ἴλιον υἷας Ἀχαιῶν Τρωσὶ μαχησομένους, ἐπεὶ οὐκ ὀλίγον χρόνον ἔσται φύλοπις, εὖτ᾽ ἂν πρῶτον ὁμιλήσωσι φάλαγγες ἀνδρῶν, ἐν δὲ θεὸς πνεύσῃ μένος ἀμφοτέροισιν. |
|
160 | ἀλλὰ πάσασθαι ἄνωχθι θοῇς ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιοὺς σίτου καὶ οἴνοιο· τὸ γὰρ μένος ἐστὶ καὶ ἀλκή. οὐ γὰρ ἀνὴρ πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα ἄκμηνος σίτοιο δυνήσεται ἄντα μάχεσθαι· εἴ περ γὰρ θυμῷ γε μενοινάᾳ πολεμίζειν, |
Μον᾿ τους Αργίτες τώρα πρόσταξε μπρος στα γοργά
καράβια να φαν, να πιουν αντρεία κι ανάκαρα δε δίνει τίποτα άλλο᾿ τι άπ᾿ την αυγή ως τα βασιλέματα δε δύνεται κανένας στήθος με στήθος ν᾿ αγωνίζεται χωρίς να φάει καθόλου' τι ακόμα κι αν λυσσούν τα φρένα του για πόλεμο, όμως νιώθει όλο και πιο βαρύ το σώμα του, και τον δαμάζει η δίψα μαζί κι η πείνα, και του λύνουνται τα γόνατα, ως οδεύει. Μα ο που ψωμί χορτάσει τρώγοντας και πιει κρασί, και πιάσει ολημερίς μετά τον πόλεμο με των οχτρών τ᾿ ασκέρια, νιώθει αντριγιά τρανή στα στήθια του κι ακούραστα τα πόδια, |
165 | ἀλλά τε λάθρῃ γυῖα βαρύνεται, ἠδὲ κιχάνει δίψά τε καὶ λιμός, βλάβεται δέ τε γούνατ᾽ ἰόντι. ὃς δέ κ᾽ ἀνὴρ οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς ἀνδράσι δυσμενέεσσι πανημέριος πολεμίζῃ, θαρσαλέον νύ οἱ ἦτορ ἐνὶ φρεσίν, οὐδέ τι γυῖα |
|
170 | πρὶν κάμνει πρὶν πάντας ἐρωῆσαι πολέμοιο. ἀλλ᾽ ἄγε λαὸν μὲν σκέδασον καὶ δεῖπνον ἄνωχθι ὅπλεσθαι· τὰ δὲ δῶρα ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων οἰσέτω ἐς μέσσην ἀγορήν, ἵνα πάντες Ἀχαιοὶ ὀφθαλμοῖσιν ἴδωσι, σὺ δὲ φρεσὶ σῇσιν ἰανθῇς. |
ως να 'ρθει η ώρα που απ᾿ τον πόλεμο θα γύρουν
όλοι πίσω. Πες τώρα να σκολάσει η σύναξη, να συνταχτεί το γιόμα, κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας τα δώρα ας φέρει ομπρός μας, ως είμαστε όλοι εδώ στη μάζωξη, καλά για να τα ιδούνε οι Δαναοί, και συ στα φρένα σου χαρά βαθιά να νιώσεις. Κι ακόμα ορθός, αντίκρα σε όλους μας, ας ορκιστεί, ποτέ του πως δεν ανέβηκε στην κλίνη της, δεν έσμιξε μαζί της, καθώς το συνηθίζουμε όλοι μας, γυναίκες κι άντρες, ρήγα' κι έτσι και συ πια τώρα γλύκανε την πίκρα στην καρδιά σου. Μετά ας σου κάνει στο καλύβι του, να σε καλοκαρδίσει, |
175 | ὀμνυέτω δέ τοι ὅρκον ἐν Ἀργείοισιν ἀναστὰς μή ποτε τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι ἠδὲ μιγῆναι· ἣ θέμις ἐστὶν ἄναξ ἤ τ᾽ ἀνδρῶν ἤ τε γυναικῶν· καὶ δὲ σοὶ αὐτῷ θυμὸς ἐνὶ φρεσὶν ἵλαος ἔστω. αὐτὰρ ἔπειτά σε δαιτὶ ἐνὶ κλισίῃς ἀρεσάσθω |
|
180 | πιείρῃ, ἵνα μή τι δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσθα. Ἀτρεΐδη σὺ δ᾽ ἔπειτα δικαιότερος καὶ ἐπ᾽ ἄλλῳ ἔσσεαι. οὐ μὲν γάρ τι νεμεσσητὸν βασιλῆα ἄνδρ᾽ ἀπαρέσσασθαι ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ. τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων· |
πλούσιο τραπέζι, όσα σου πρέπουνε μαθές, να τα 'χεις όλα. Τώρα πια, γιε του Ατρέα, θα φέρνεσαι πιο δίκια στον καθένα. Χαρά στο βασιλιά, που αν τα 'βαλε με κάποιον πρώτος, όμως να φιλιωθεί μαζί του αργότερα γυρεύει μοναχός του!» Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας του απηλογήθη τότε: « Γιε του Λαέρτη, αλήθεια χαίρουμαι μ᾿ αυτά τα λόγια που 'πες' τι όλα όπως ταίριαζε τα ιστόρησες και τα 'βαλες σε τάξη. Τον όρκο παίρνω που μου γύρεψες, με σπρώχνει κι η καρδιά μου' μπρος στους θεούς εγώ όρκο ψεύτικο δεν παίρνω᾿ όμως ας μείνει λίγο ο Αχιλλέας εδώ, κι ας βιάζεται να βγει να πολεμήσει. |
185 | χαίρω σεῦ Λαερτιάδη τὸν μῦθον ἀκούσας· ἐν μοίρῃ γὰρ πάντα διίκεο καὶ κατέλεξας. ταῦτα δ᾽ ἐγὼν ἐθέλω ὀμόσαι, κέλεται δέ με θυμός, οὐδ᾽ ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονος. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς μιμνέτω αὐτόθι τεῖος ἐπειγόμενός περ Ἄρηος· |
|
190 | μίμνετε δ᾽ ἄλλοι πάντες ἀολλέες, ὄφρά κε δῶρα ἐκ κλισίης ἔλθῃσι καὶ ὅρκια πιστὰ τάμωμεν. σοὶ δ᾽ αὐτῷ τόδ᾽ ἐγὼν ἐπιτέλλομαι ἠδὲ κελεύω· κρινάμενος κούρητας ἀριστῆας Παναχαιῶν δῶρα ἐμῆς παρὰ νηὸς ἐνεικέμεν, ὅσσ᾽ Ἀχιλῆϊ |
Όλοι μαζί και σεις για μείνετε, τα δώρα ως που να φτάσουν απ᾿ το καλύβι μου και κάνουμε πιστούς αγάπης όρκους. Το θέλημα μου και τη διάτα μου για άκου, Οδυσσέα, και κάμε: Τους πιο αντρειανούς λεβέντες διάλεξε μες στους Αργίτες όλους, τα δώρα απ᾿ το δικό μου τ᾿ άρμενο γοργά να κουβαλήσουν, εψές στον Αχιλλέα που τάξαμε, μαζί και τις γυναίκες. Μα κι ο Ταλθύβιος στα πλατύχωρα των Αχαιών λημέρια κάπρο ας μου βρεί γοργά, να σφάξουμε στον Ήλιο και στο Δία.» Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος του απηλογήθη κι είπε: «Υγιέ του Ατρέα, τρανέ Αγαμέμνονα, ρηγάρχη τιμημένε, |
195 | χθιζὸν ὑπέστημεν δώσειν, ἀγέμεν τε γυναῖκας. Ταλθύβιος δέ μοι ὦκα κατὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν κάπρον ἑτοιμασάτω ταμέειν Διί τ᾽ Ἠελίῳ τε. τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς· Ἀτρεΐδη κύδιστε ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον |
|
200 | ἄλλοτέ περ καὶ μᾶλλον ὀφέλλετε ταῦτα πένεσθαι, ὁππότε τις μεταπαυσωλὴ πολέμοιο γένηται καὶ μένος οὐ τόσον ᾖσιν ἐνὶ στήθεσσιν ἐμοῖσι. νῦν δ᾽ οἳ μὲν κέαται δεδαϊγμένοι, οὓς ἐδάμασσεν Ἕκτωρ Πριαμίδης, ὅτε οἱ Ζεὺς κῦδος ἔδωκεν, |
μια άλλη φορά μπορείτε, αργότερα, για τούτα να
γνοιαστείτε, σαν τύχει αναπαή στον πόλεμο να κάνουμε μιαν ώρα και δε θα βράζει τόσο η μάνητα μες στα δικά μου στήθια. Μα τώρα που οι δικοί μας κοίτουνται στο χώμα, σπαραγμένοι από τον Έχτορα, σαν του 'δωκεν ο Δίας τη νίκη—τώρα να στρώσουμε τραπέζι θέλετε; Καλύτερο θαρρώ 'ναι να βγουν αφάγωτοι, αγιομάτιστοι να χτυπηθούν οι Αργίτες τούτη την ώρα ευτύς· κι αργότεερα, στου ήλιου το γέρμα, δείπνο πλούσιο ας γνοιαστούμε πια, σα θα 'χουμε ξοφλήσει τη ντροπή μας. Όμως πιο πριν κρασί δε δύνεται κι ουδέ φαγί ο λαιμός μου |
205 | ὑμεῖς δ᾽ ἐς βρωτὺν ὀτρύνετον· ἦ τ᾽ ἂν ἔγωγε νῦν μὲν ἀνώγοιμι πτολεμίζειν υἷας Ἀχαιῶν νήστιας ἀκμήνους, ἅμα δ᾽ ἠελίῳ καταδύντι τεύξεσθαι μέγα δόρπον, ἐπὴν τεισαίμεθα λώβην. πρὶν δ᾽ οὔ πως ἂν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν ἰείη |
|
210 | οὐ πόσις οὐδὲ βρῶσις ἑταίρου τεθνηῶτος ὅς μοι ἐνὶ κλισίῃ δεδαϊγμένος ὀξέϊ χαλκῷ κεῖται ἀνὰ πρόθυρον τετραμμένος, ἀμφὶ δ᾽ ἑταῖροι μύρονται· τό μοι οὔ τι μετὰ φρεσὶ ταῦτα μέμηλεν, ἀλλὰ φόνος τε καὶ αἷμα καὶ ἀργαλέος στόνος ἀνδρῶν. |
να κατεβάσει᾿ μένα ο σύντροφος σκοτώθη! Σπαραγμένος με κοφτερό χαλκό μου κοίτεται μες στο καλύβι τώρα, κατά την ξώπορτα κοιτάζοντας, και γύρα του οι σύντροφοι θρηνούν. Γι᾿ αυτά λοιπόν δε γνοιάζομαι, που λέτε εσείς, καθόλου' αίμα ζητώ, σφαγή και γόσματα φριχτά των πολεμάρχων!» Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος του απηλογήθη κι είπε: «Γιε του Πηλέα, που ο πιο λιοντόκαρδος στους Αχαιούς λογιέσαι, έχεις αντρεία από μένα πιότερη, περνάς με στο κοντάρι πολύ, μα λέω κι εγώ στη φρόνεψη πως σε νικώ περίσσια· τι είμαι από σένα γεροντότερος και πιο πολλά κατέχω. |
215 | τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· ὦ Ἀχιλεῦ Πηλῆος υἱὲ μέγα φέρτατ᾽ Ἀχαιῶν, κρείσσων εἰς ἐμέθεν καὶ φέρτερος οὐκ ὀλίγον περ ἔγχει, ἐγὼ δέ κε σεῖο νοήματί γε προβαλοίμην πολλόν, ἐπεὶ πρότερος γενόμην καὶ πλείονα οἶδα. |
|
220 | τώ τοι ἐπιτλήτω κραδίη μύθοισιν ἐμοῖσιν. αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν, ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ χαλκὸς ἔχευεν, ἄμητος δ᾽ ὀλίγιστος, ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς, ὅς τ᾽ ἀνθρώπων ταμίης πολέμοιο τέτυκται. |
Υπομονή λοιπόν στα λόγια μου τώρα η καρδιά σου
ας κάνει. Γοργά μπουχτίζεις απ᾿ τον πόλεμο, που πλήθια απά στο χώμα σκορπίζει γύρα το δρεπάνι του τα θερισμένα αστάχυα' κι είναι η σοδειά σου κακορίζικη, τη ζυγαριά σαν κλίνει ο Δίας, που κυβερνάει τον πόλεμο στης γης το ανθρωπολόγι. Οι Αργίτες το νεκρό δε γίνεται με την κοιλιά να κλάψουν, τι πλήθιοι απανωτοί σωριάζουνται στο χώμα κάθε μέρα' πότε λοιπόν από τον κάματο κανείς να ξανασάνει: Ωστόσο εμείς όποιον σκοτώνεται να θάβουμε ταιριάζει με ανέσπλαχνη καρδιά, θρηνώντας τον τη μέρα εκείνη μόνο. |
225 | γαστέρι δ᾽ οὔ πως ἔστι νέκυν πενθῆσαι Ἀχαιούς· λίην γὰρ πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι ἤματα πάντα πίπτουσιν· πότε κέν τις ἀναπνεύσειε πόνοιο; ἀλλὰ χρὴ τὸν μὲν καταθάπτειν ὅς κε θάνῃσι νηλέα θυμὸν ἔχοντας ἐπ᾽ ἤματι δακρύσαντας· |
|
230 | ὅσσοι δ᾽ ἂν πολέμοιο περὶ στυγεροῖο λίπωνται μεμνῆσθαι πόσιος καὶ ἐδητύος, ὄφρ᾽ ἔτι μᾶλλον ἀνδράσι δυσμενέεσσι μαχώμεθα νωλεμὲς αἰεὶ ἑσσάμενοι χροῒ χαλκὸν ἀτειρέα. μηδέ τις ἄλλην λαῶν ὀτρυντὺν ποτιδέγμενος ἰσχαναάσθω· |
Κι όσοι γλιτώνουν απ᾿ τον πόλεμο τον άγριο, ας μην ξεχνούνε να τρων, να πίνουν, να 'χουν δύναμη, με πιο μεγάλο πείσμα δίχως ξανάσα τους αντίμαχους να πολεμούμε πάντα, χαλκό φορώντας ακατάλυτο. Μα τώρα ομπρός, κανένας να μη χασομερά, προσμένοντας να πάρει κι άλλη διάτα' τι όποιος προσμένει κι άλλη διάτα μας βαριά θα το πλερώσει, στα πλοία που θα βρεθεί τ᾿ Αργίτικα. Λοιπόν μαζί ας ριχτούμε πάνω στους Τρώες τους αλογάρηδες, χτυπώντας τους με λύσσα.» Είπε, και του αντρειωμένου Νέστορα τους γιους μαζί του παίρνει και του Φυλέα το γιο το Μέγητα, το Θόα, το Λυκομήδη |
235 | ἥδε γὰρ ὀτρυντὺς κακὸν ἔσσεται ὅς κε λίπηται νηυσὶν ἐπ᾽ Ἀργείων· ἀλλ᾽ ἀθρόοι ὁρμηθέντες Τρωσὶν ἐφ᾽ ἱπποδάμοισιν ἐγείρομεν ὀξὺν Ἄρηα. ἦ καὶ Νέστορος υἷας ὀπάσσατο κυδαλίμοιο Φυλεΐδην τε Μέγητα Θόαντά τε Μηριόνην τε |
|
240 | καὶ Κρειοντιάδην Λυκομήδεα καὶ Μελάνιππον· βὰν δ᾽ ἴμεν ἐς κλισίην Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο. αὐτίκ᾽ ἔπειθ᾽ ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον· ἑπτὰ μὲν ἐκ κλισίης τρίποδας φέρον, οὕς οἱ ὑπέστη, αἴθωνας δὲ λέβητας ἐείκοσι, δώδεκα δ᾽ ἵππους· |
το γιο του Κρέοντα, το Μελάνιππο και το Μηριόνη,
κι όλοι για το καλύβι του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, τράβηξαν. Κι ευτύς ο λόγος πράξη γίνηκε μονοστιγμίς, και πήραν τα εφτά τριπόδια και τα δώδεκα φαριά που του 'χε τάξει, μαζί και τ᾿ αχτιδόβολα είκοσι λεβέτια απ᾿ το καλύβι' κι εφτά γυναίκες, που αψεγάδιαστες κάτεχαν τέχνες, βγάζουν, και του Βρισέα τη ροδομάγουλη στερνά στερνά την κόρη. Δέκα ο Οδυσσέας ζυγιάζει τάλαντα χρυσάφι, και διαγέρνει. κι οι άλλοι αντρειωμένοι Αργίτες πίσω του τα δώρα εκουβαλούσαν. Κι ως φτάσαν και στη μέση τά 'βαλαν της συντυχιας, ασκώθη |
245 | ἐκ δ᾽ ἄγον αἶψα γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα ἰδυίας ἕπτ᾽, ἀτὰρ ὀγδοάτην Βρισηΐδα καλλιπάρῃον. χρυσοῦ δὲ στήσας Ὀδυσεὺς δέκα πάντα τάλαντα ἦρχ᾽, ἅμα δ᾽ ἄλλοι δῶρα φέρον κούρητες Ἀχαιῶν. καὶ τὰ μὲν ἐν μέσσῃ ἀγορῇ θέσαν, ἂν δ᾽ Ἀγαμέμνων |
|
250 | ἵστατο· Ταλθύβιος δὲ θεῷ ἐναλίγκιος αὐδὴν κάπρον ἔχων ἐν χερσὶ παρίστατο ποιμένι λαῶν. Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν, ἥ οἱ πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰὲν ἄωρτο, κάπρου ἀπὸ τρίχας ἀρξάμενος Διὶ χεῖρας ἀνασχὼν |
ο γιος του Ατρέα, και πλάι στο ρήγα του στεκόταν
ο Ταλθύβιος, που στη φωνή θεό σου θύμιζε, τον κάπρο ανακρατώντας. Και τα μαχαίρι του ο Αγαμέμνονας πιάνει και σέρνει, πάντα που δίπλα στου σπαθιού του εκρέμουνταν το μακρουλό θηκάρι᾿ κι έκανε αρχή απ᾿ του κάπρου κόβοντας τις τρίχες, και τα χέρια μετά στο Δία σηκώνει᾿ αμίλητοι τρογύρα του εκαθόνταν οι Αργίτες όλοι, όπως και ταίριαζε, το βασιλιά ν᾿ ακούσουν. Κι ευκήθη τότε, τον απλόχωρο τον ουρανό θωρώντας: « Μάρτυς μου ο Δίας, απ᾿ τούς αθανάτους ο πιο τρανός κι ο κάλλιος· τη Γη, τον Ήλιο κράζω μάρτυρες, τις Ερινύες ακόμα, |
255 | εὔχετο· τοὶ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπ᾽ αὐτόφιν εἵατο σιγῇ Ἀργεῖοι κατὰ μοῖραν ἀκούοντες βασιλῆος. εὐξάμενος δ᾽ ἄρα εἶπεν ἰδὼν εἰς οὐρανὸν εὐρύν· ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος Γῆ τε καὶ Ἠέλιος καὶ Ἐρινύες, αἵ θ᾽ ὑπὸ γαῖαν |
|
260 | ἀνθρώπους τίνυνται, ὅτις κ᾽ ἐπίορκον ὀμόσσῃ, μὴ μὲν ἐγὼ κούρῃ Βρισηΐδι χεῖρ᾽ ἐπένεικα, οὔτ᾽ εὐνῆς πρόφασιν κεχρημένος οὔτέ τευ ἄλλου. ἀλλ᾽ ἔμεν᾽ ἀπροτίμαστος ἐνὶ κλισίῃσιν ἐμῇσιν. εἰ δέ τι τῶνδ᾽ ἐπίορκον ἐμοὶ θεοὶ ἄλγεα δοῖεν |
που τους νεκρούς γδικιούνται, αν κάποτε τον όρκο τους πάτησαν στην κόρη του Βρισέα δεν άπλωσα ποτέ μου εγώ το χέρι, μηδέ για να φραθώ την κλίνη της μηδέ για τίποτα άλλο, μον᾿ άγγιαχτη μες στο καλύβι μου κρατήθη πάντα εκείνη. Κι αν τίποτα απ᾿ αυτά τα ορκίστηκα ψεματινά, ας μου δώσουν μύρια κακά οι θεοί, όσα δίνουνε μαθές στους ορκοπάτες.» Είπε, και κόβει με το ανέσπλαχνο μαχαίρι το λαρύγγι του κάπρου, κι ο Ταλθύβιος υστέρα μες στο αφρισμένο κύμα στριφογυρνώντας τον επέταξε θροφή στα ψάρια. Ασκώθη τότε ο Αχιλλέας στους πολεμόχαρους αντίκρυ Αργίτες κι είπε: |
265 | πολλὰ μάλ᾽, ὅσσα διδοῦσιν ὅτίς σφ᾽ ἀλίτηται ὀμόσσας. ἦ καὶ ἀπὸ στόμαχον κάπρου τάμε νηλέϊ χαλκῷ. τὸν μὲν Ταλθύβιος πολιῆς ἁλὸς ἐς μέγα λαῖτμα ῥῖψ᾽ ἐπιδινήσας βόσιν ἰχθύσιν· αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς ἀνστὰς Ἀργείοισι φιλοπτολέμοισι μετηύδα· |
|
270 | Ζεῦ πάτερ ἦ μεγάλας ἄτας ἄνδρεσσι διδοῖσθα· οὐκ ἂν δή ποτε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἐμοῖσιν Ἀτρεΐδης ὤρινε διαμπερές, οὐδέ κε κούρην ἦγεν ἐμεῦ ἀέκοντος ἀμήχανος· ἀλλά ποθι Ζεὺς ἤθελ᾽ Ἀχαιοῖσιν θάνατον πολέεσσι γενέσθαι. |
«Πατέρα Δία, δεν είναι ψέματα πως τους θνητούς τυφλώνεις βαριά᾿ τι αλλιώτικα δε θ᾿ άναβεν ο γιος του Ατρέα ποτέ του τόση μια μάνητα στα στήθια μου· την κόρη αθέλητα μου με τόσο πείσμα δε θα μου 'παιρνε᾿ μα ο Δίας το δίχως άλλο θα 'βαλε πόθο, Αργίτες άμετροι να κατεβούν στον Άδη. Μα σύρτε τώρα, γιοματίσετε, να μπούμε πια στη μάχη.» Έτσι τους μίλησε, και σκόλασε τη σύναξη με βιάση, κι εκείνοι γρήγορα διασκόρπισαν καθένας στο άρμενο του. Οι γαύροι Μυρμιδόνες γνοιάζουνταν ωστόσο για τα δώρα, και στου Αχιλλέα του αρχοντογέννητου το πλοίο τα κουβαλούσαν |
275 | νῦν δ᾽ ἔρχεσθ᾽ ἐπὶ δεῖπνον, ἵνα ξυνάγωμεν Ἄρηα. ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν, λῦσεν δ᾽ ἀγορὴν αἰψηρήν. οἳ μὲν ἄρ᾽ ἐσκίδναντο ἑὴν ἐπὶ νῆα ἕκαστος, δῶρα δὲ Μυρμιδόνες μεγαλήτορες ἀμφεπένοντο, βὰν δ᾽ ἐπὶ νῆα φέροντες Ἀχιλλῆος θείοιο. |
|
280 | καὶ τὰ μὲν ἐν κλισίῃσι θέσαν, κάθισαν δὲ γυναῖκας, ἵππους δ᾽ εἰς ἀγέλην ἔλασαν θεράποντες ἀγαυοί. Βρισηῒς δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτ᾽ ἰκέλη χρυσέῃ Ἀφροδίτῃ ὡς ἴδε Πάτροκλον δεδαϊγμένον ὀξέϊ χαλκῷ, ἀμφ᾽ αὐτῷ χυμένη λίγ᾽ ἐκώκυε, χερσὶ δ᾽ ἄμυσσε |
τ᾿ άλλα τα 'βαλαν στα καλύβια του, κάθισαν τις γυναίκες, και τ᾿ άτια οι ξακουσμένοι σύντροφοι με το κοπάδι σμίγουν. Κι η κόρη του Βρισέα, πανέμορφη σαν τη χρυσή Αφροδίτη, με κοφτερό χαλκό τον Πάτροκλο σαν είδε σπαραγμένο, πάνω του πέφτει ξεφωνίζοντας, και πήρε να ξεσκίζει τον απαλό λαιμό, τα στήθη της και τ᾿ ώριο πρόσωπο της. Κι έλεεν αυτά η γυναίκα, που 'μοιαζε με τις θεές, θρηνώντας: « Πάτροκλε, τόσο που η τρισάμοιρη περίσσια σ᾿ αγαπούσα! Αχ, ζωντανό σε αφήκα φεύγοντας απ᾿ το καλύβι ετούτο, και τώρα που γυρίζω, ρήγα μου, σε βρίσκω σκοτωμένο! |
285 | στήθεά τ᾽ ἠδ᾽ ἁπαλὴν δειρὴν ἰδὲ καλὰ πρόσωπα. εἶπε δ᾽ ἄρα κλαίουσα γυνὴ ἐϊκυῖα θεῇσι· Πάτροκλέ μοι δειλῇ πλεῖστον κεχαρισμένε θυμῷ ζωὸν μέν σε ἔλειπον ἐγὼ κλισίηθεν ἰοῦσα, νῦν δέ σε τεθνηῶτα κιχάνομαι ὄρχαμε λαῶν |
|
290 | ἂψ ἀνιοῦσ᾽· ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί. ἄνδρα μὲν ᾧ ἔδοσάν με πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ εἶδον πρὸ πτόλιος δεδαϊγμένον ὀξέϊ χαλκῷ, τρεῖς τε κασιγνήτους, τούς μοι μία γείνατο μήτηρ, κηδείους, οἳ πάντες ὀλέθριον ἦμαρ ἐπέσπον. |
Αχ, πώς πλακώνει αλήθεια πάνω μου το 'να κακό
πα στ᾿ άλλο! Τον άντρα, που ο πατέρας μου 'δωκε κι η σεβαστή μου η μάνα, μπροστά στο κάστρο που διαφέντευε τον είδα σπαραγμένο με κοφτερό χαλκό᾿ τ᾿ αδέρφια μου τα τρία, τ᾿ αγαπημένα, που μια κοιλιά μας γέννα, ετράβηξαν κι αυτά μαζί στον Άδη. Μα κι έτσι εσύ να κλαίω δε μ᾿ άφηνες, του θεϊκού του Μύνη απ᾿ το γοργό Αχιλλέα σαν πάρθηκε το κάστρο, και σκοτώθη το ταίρι μου, μον᾿ έλεες πάντα σου, θα μ᾿ έκανες γυναίκα του θεϊκού Αχιλλέα, θα μ᾿ έφερνες στη Φθία με τα καράβια, και θα γιορτάζαμε το γάμο μας στους Μυρμιδόνες μέσα. |
295 | οὐδὲ μὲν οὐδέ μ᾽ ἔασκες, ὅτ᾽ ἄνδρ᾽ ἐμὸν ὠκὺς Ἀχιλλεὺς ἔκτεινεν, πέρσεν δὲ πόλιν θείοιο Μύνητος, κλαίειν, ἀλλά μ᾽ ἔφασκες Ἀχιλλῆος θείοιο κουριδίην ἄλοχον θήσειν, ἄξειν τ᾽ ἐνὶ νηυσὶν ἐς Φθίην, δαίσειν δὲ γάμον μετὰ Μυρμιδόνεσσι. |
|
300 | τώ σ᾽ ἄμοτον κλαίω τεθνηότα μείλιχον αἰεί. ὣς ἔφατο κλαίουσ᾽, ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες Πάτροκλον πρόφασιν, σφῶν δ᾽ αὐτῶν κήδε᾽ ἑκάστη. αὐτὸν δ᾽ ἀμφὶ γέροντες Ἀχαιῶν ἠγερέθοντο λισσόμενοι δειπνῆσαι· ὃ δ᾽ ἠρνεῖτο στεναχίζων· |
Γι᾿ αυτό κι ο θρήνος μου είναι αστέρευτος, που 'σουν γλυκός κι εχάθης!»
Αυτά θρηνώντας του 'λεε, κι έκλαιγαν μαζί της κι οι γυναίκες, τάχα τον Πάτροκλο, μα πίσω του τα πάθη τα δικά τους. Κι εκείνον τότες οι πρωτόγεροι με παρακάλια έζωσαν, κάτι να φάει, μ᾿ αυτός δεν ήθελε, μον᾿ έλεγε θρηνώντας: « Αν θέτε να μ᾿ ακούστε, σύντροφοι, τη χάρη κάνετε μου' να φράνω με ψωμί τα σπλάχνα μου μη μου ζητάτε ακόμα, μηδέ και με κρασί, τι αβάσταχτο νογώ τον πόνο εντός μου. Θα καρτερώ το λιοβασίλεμα, και θα βαστάξω κι έτσι.» Αυτά τους είπε, και προβόδησε τους άλλους βασιλιάδες' |
305 | λίσσομαι, εἴ τις ἔμοιγε φίλων ἐπιπείθεθ᾽ ἑταίρων, μή με πρὶν σίτοιο κελεύετε μηδὲ ποτῆτος ἄσασθαι φίλον ἦτορ, ἐπεί μ᾽ ἄχος αἰνὸν ἱκάνει· δύντα δ᾽ ἐς ἠέλιον μενέω καὶ τλήσομαι ἔμπης. ὣς εἰπὼν ἄλλους μὲν ἀπεσκέδασεν βασιλῆας, |
|
310 | δοιὼ δ᾽ Ἀτρεΐδα μενέτην καὶ δῖος Ὀδυσσεὺς Νέστωρ Ἰδομενεύς τε γέρων θ᾽ ἱππηλάτα Φοῖνιξ τέρποντες πυκινῶς ἀκαχήμενον· οὐδέ τι θυμῷ τέρπετο, πρὶν πολέμου στόμα δύμεναι αἱματόεντος. μνησάμενος δ᾽ ἁδινῶς ἀνενείκατο φώνησέν τε· |
μείναν οι γιοι του Ατρέα κι ο Φοίνικας, ο γέρο
αλογολάτης, εκεί, κι ο Ιδομενέας κι ο Νέστορας κι ο γαύρος Οδυσσέας, για να ξεδώσει από τον πόνο του᾿ μ᾿ αττός στο ματωμένο στόμα του πόλεμου αν δεν έμπαινε, που να ξεδώσει ο νους του! Κι ως τον θυμήθηκε, αναστέναζε βαθιά του κι είπε τότε: «Και συ μαθές πιο πριν, βαριόμοιρε, που απ᾿ όλους πιο αγαπούσα, μες στο καλύβι ατός σου νόστιμο μου το 'στρωνες το γιόμα με προθυμία κι ασπούδα, ως βιάζουνταν οι Αργίτες κάθε τόσο στους Τρώες τους αλογάδες πόλεμο πολύδακρο ν᾿ ασκώσουν. Και τώρα εσύ μπροστά μου κοίτεσαι νεκρός, κι εμέ η καρδιά μου |
315 | ἦ ῥά νύ μοί ποτε καὶ σὺ δυσάμμορε φίλταθ᾽ ἑταίρων αὐτὸς ἐνὶ κλισίῃ λαρὸν παρὰ δεῖπνον ἔθηκας αἶψα καὶ ὀτραλέως, ὁπότε σπερχοίατ᾽ Ἀχαιοὶ Τρωσὶν ἐφ᾽ ἱπποδάμοισι φέρειν πολύδακρυν Ἄρηα. νῦν δὲ σὺ μὲν κεῖσαι δεδαϊγμένος, αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ |
|
320 | ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος ἔνδον ἐόντων σῇ ποθῇ· οὐ μὲν γάρ τι κακώτερον ἄλλο πάθοιμι, οὐδ᾽ εἴ κεν τοῦ πατρὸς ἀποφθιμένοιο πυθοίμην, ὅς που νῦν Φθίηφι τέρεν κατὰ δάκρυον εἴβει χήτεϊ τοιοῦδ᾽ υἷος· ὃ δ᾽ ἀλλοδαπῷ ἐνὶ δήμῳ |
ψωμί, κρασί, σταλιά δε γεύεται, κι ας έχω μέσα
απ᾿ όλα, άπ᾿ τον καημό σου᾿ τι χειρότερο δε γίνεται να πάθω άλλο κακό, κι ακόμα αν μου 'λεγαν πώς πέθανε ο γονιός μου' που τώρα εκεί στη Φθία τα μάτια του ποτάμι λέω θα τρέχουν, τέτοιος τρανός υγιός που του 'λειψε᾿ κι εγώ σε τόπους ξένους για τη φριχτήν Ελένη κάθουμαι και με τους Τρώες χτυπιέμαι. Και για το γιο μου ακόμα αν μάθαινα, που αντρώνεται στη Σκύρο, αν ίσως και μου ζει ο Νεοπτόλεμος ο θεοδιωματάρης᾿ τι πάντα πριν στα στήθη μέσα μου λογάριαζα πως μόνος εγώ από το Άργος το αλογόθροφο μακριά θα σκοτωνόμουν, |
325 | εἵνεκα ῥιγεδανῆς Ἑλένης Τρωσὶν πολεμίζω· ἠὲ τὸν ὃς Σκύρῳ μοι ἔνι τρέφεται φίλος υἱός, εἴ που ἔτι ζώει γε Νεοπτόλεμος θεοειδής. πρὶν μὲν γάρ μοι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἐώλπει οἶον ἐμὲ φθίσεσθαι ἀπ᾽ Ἄργεος ἱπποβότοιο |
|
330 | αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ, σὲ δέ τε Φθίην δὲ νέεσθαι, ὡς ἄν μοι τὸν παῖδα θοῇ ἐνὶ νηῒ μελαίνῃ Σκυρόθεν ἐξαγάγοις καί οἱ δείξειας ἕκαστα κτῆσιν ἐμὴν δμῶάς τε καὶ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα. ἤδη γὰρ Πηλῆά γ᾽ ὀΐομαι ἢ κατὰ πάμπαν |
στην Τροίαν εδώ, και συ θα γύριζες πίσω στη Φθία, το γιο μου από τη Σκύρο μες στο γρήγορο, το μαύρο σου καράβι να πάρεις, να τον πας στο σπίτι του, να του τα δείξεις όλα, το βιος μου, το τρανό αψηλόροφο παλάτι και τους δούλους· τι πια ο Πηλέας έχει, απεικάζουμαι, πεθάνει μια για πάντα, για, κι αν ζωή μια στάλα του 'μεινε, τα βάσανα τον τρώνε κι απ᾿ τα έρμα γέρατα κι απ᾿ το άπαφτο το καρδιοχτύπι, πότε το μαύρο θα του παν το μήνυμα, να μάθει το χαμό μου.» Αυτά θρηνώντας έλεε, κι έκλαιγαν μαζί του κι οι γερόντοι, καθείς τα όσα άφησε θυμάμενος μακριά, στο αρχοντικό του. |
335 | τεθνάμεν, ἤ που τυτθὸν ἔτι ζώοντ᾽ ἀκάχησθαι γήραΐ τε στυγερῷ καὶ ἐμὴν ποτιδέγμενον αἰεὶ λυγρὴν ἀγγελίην, ὅτ᾽ ἀποφθιμένοιο πύθηται. ὣς ἔφατο κλαίων, ἐπὶ δὲ στενάχοντο γέροντες, μνησάμενοι τὰ ἕκαστος ἐνὶ μεγάροισιν ἔλειπον· |
|
340 | μυρομένους δ᾽ ἄρα τούς γε ἰδὼν ἐλέησε Κρονίων, αἶψα δ᾽ Ἀθηναίην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· τέκνον ἐμόν, δὴ πάμπαν ἀποίχεαι ἀνδρὸς ἑῆος. ἦ νύ τοι οὐκέτι πάγχυ μετὰ φρεσὶ μέμβλετ᾽ Ἀχιλλεύς; κεῖνος ὅ γε προπάροιθε νεῶν ὀρθοκραιράων |
Κι ο γιος του Κρόνου, ως είδε που 'κλαιγαν, εψυχοπόνεσέ τους, και λόγια μίλησε ανεμάρπαστα στην Αθηνά γυρνώντας: «Πια ολότελα απαρνήθης, κόρη μου, τον άξιο ετούτον άντρα! Τον Αχιλλέα μαθές δε γνοιάζεσαι καθόλου στην καρδιά σου. Μπρος στα καράβια τα όρθοκέρατα πώς κάθεται για ιδές τον, τον ακριβό του ακράνη κλαίγοντας· να φάνε πήγαν οι άλλοι, και μόνο εκείνος αγιομάτίστος κι αφάγωτος κρατιέται. Μον᾿ τρέχα, στάλαξε του αθάνατο κρασί στα στήθια μέσα και θεϊκιά θροφή πανέμνοστη, να μην τον κόψει η πείνα.» Αυτά είπε, κι η Αθηνά, που το 'θελε κι από τα πριν, πετάχτη, |
345 | ἧσται ὀδυρόμενος ἕταρον φίλον· οἳ δὲ δὴ ἄλλοι οἴχονται μετὰ δεῖπνον, ὃ δ᾽ ἄκμηνος καὶ ἄπαστος. ἀλλ᾽ ἴθι οἱ νέκτάρ τε καὶ ἀμβροσίην ἐρατεινὴν στάξον ἐνὶ στήθεσσ᾽, ἵνα μή μιν λιμὸς ἵκηται. ὣς εἰπὼν ὄτρυνε πάρος μεμαυῖαν Ἀθήνην· |
|
350 | ἣ δ᾽ ἅρπῃ ἐϊκυῖα τανυπτέρυγι λιγυφώνῳ οὐρανοῦ ἐκκατεπᾶλτο δι᾽ αἰθέρος. αὐτὰρ Ἀχαιοὶ αὐτίκα θωρήσσοντο κατὰ στρατόν· ἣ δ᾽ Ἀχιλῆϊ νέκταρ ἐνὶ στήθεσσι καὶ ἀμβροσίην ἐρατεινὴν στάξ᾽, ἵνα μή μιν λιμὸς ἀτερπὴς γούναθ᾽ ἵκοιτο· |
κι ως φαρδιοφτέρουγος, στριγγόφωνος αγιούπας απ᾿ τα ουράνια χιμίζει τον αιθέρα σκίζοντας, κι ως μες στο ασκέρι οι Αργίτες γοργά αρματώνουνταν, αθάνατο κρασί η θεά σταλάζει και θεϊκιά θροφή πανέμνοστη μες στου Αχιλλέα τα στήθη, · τα γόνατα μαθές η ανήμερη να μην του κόψει πείνα· και στου τρανού μετά πατέρα της το στέριο το παλάτι γυρνάει. Κι ωστόσο αυτοί απ᾿ τα γρήγορα ξεχύνουνταν καράβια. Ο Δίας πυκνό πώς ρίχνει κάποτε το χιόνι στούπες στούπες, απ᾿ του βοριά του αιθερογέννητου το φύσημα σπρωγμένο· όμοια πυκνά και τότε αστράφτοντας μέσα στον ήλιο κράνη |
355 | αὐτὴ δὲ πρὸς πατρὸς ἐρισθενέος πυκινὸν δῶ ᾤχετο, τοὶ δ᾽ ἀπάνευθε νεῶν ἐχέοντο θοάων. ὡς δ᾽ ὅτε ταρφειαὶ νιφάδες Διὸς ἐκποτέονται ψυχραὶ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο, ὣς τότε ταρφειαὶ κόρυθες λαμπρὸν γανόωσαι |
|
360 | νηῶν ἐκφορέοντο καὶ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι θώρηκές τε κραταιγύαλοι καὶ μείλινα δοῦρα. αἴγλη δ᾽ οὐρανὸν ἷκε, γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χθὼν χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς· ὑπὸ δὲ κτύπος ὄρνυτο ποσσὶν ἀνδρῶν· ἐν δὲ μέσοισι κορύσσετο δῖος Ἀχιλλεύς. |
απ᾿ τα καράβια ξεπετάγουνταν κι αφαλωτές ασπίδες
και στεριογουβωμένοι θώρακες και φράξινα κοντάρια. Ψηλά στα ουράνια η λάμψη απλώθηκε, κι η γης ακέρια γύρα απ᾿ του χαλκού το φέγγος γέλασε᾿ και των αντρών τα πόδια βροντούσαν. Κι ο Αχιλλέας στη μέση τους φορούσε τ᾿ άρματά του. Τα δόντια του γρικούσες που 'τριζαν, κι ίδια φωτιά που ανάβει τα δυο του μάτια άστραφταν, κι έπνιγεν ο πόνος την καρδιά του αβάσταχτος· κι αυτός, μανιάζοντας στους Τρώες να πέσει απάνω, τα θεία φορούσε δώρα, του Ηφαίστου που του 'χε φτιάσει η τέχνη. Και πρώτα γύρα απ᾿ τ᾿ αντικνήμια του περνά κνημίδες ώριες, |
365 | τοῦ καὶ ὀδόντων μὲν καναχὴ πέλε, τὼ δέ οἱ ὄσσε λαμπέσθην ὡς εἴ τε πυρὸς σέλας, ἐν δέ οἱ ἦτορ δῦν᾽ ἄχος ἄτλητον· ὃ δ᾽ ἄρα Τρωσὶν μενεαίνων δύσετο δῶρα θεοῦ, τά οἱ Ἥφαιστος κάμε τεύχων. κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε |
|
370 | καλὰς ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας· δεύτερον αὖ θώρηκα περὶ στήθεσσιν ἔδυνεν. ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ ὤμοισιν βάλετο ξίφος ἀργυρόηλον χάλκεον· αὐτὰρ ἔπειτα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε εἵλετο, τοῦ δ᾽ ἀπάνευθε σέλας γένετ᾽ ἠΰτε μήνης. |
που με θηλύκια στους αστράγαλους σφίγγονταν ασημένια·
δεύτερα πέρασε το θώρακα τρογύρα από το στήθος' μετά το ασημοκαρφοπλούμιστο σπαθί περνά στους ώμους, το χάλκινο, και το θεόρατο, βαρύ σκουτάρι αρπάζει, που σαν του φεγγαριού αντιφέγγιζε ψηλά το λάμπισμά του. Βαθιά απ᾿ το πέλαο πώς το αντίφεγγα θωρούν οι ναύτες ξάφνου από φωτιά, σε στάνη απόμερη, που άναψαν οι τσοπάνοι, πα στο βουνό, μα εκείνους άθελα τους σπρώχνουν όξω οι μπόρες, στην ψαροθρόφα μέσα θάλασσα, μακριά από τους δικούς τους· παρόμοια απ᾿ τ᾿ ώριο, μυριοξόμπλιαστο σκουτάρι του Αχιλλέα |
375 | ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἐκ πόντοιο σέλας ναύτῃσι φανήῃ καιομένοιο πυρός, τό τε καίεται ὑψόθ᾽ ὄρεσφι σταθμῷ ἐν οἰοπόλῳ· τοὺς δ᾽ οὐκ ἐθέλοντας ἄελλαι πόντον ἐπ᾽ ἰχθυόεντα φίλων ἀπάνευθε φέρουσιν· ὣς ἀπ᾽ Ἀχιλλῆος σάκεος σέλας αἰθέρ᾽ ἵκανε |
|
380 | καλοῦ δαιδαλέου· περὶ δὲ τρυφάλειαν ἀείρας κρατὶ θέτο βριαρήν· ἣ δ᾽ ἀστὴρ ὣς ἀπέλαμπεν ἵππουρις τρυφάλεια, περισσείοντο δ᾽ ἔθειραι χρύσεαι, ἃς Ἥφαιστος ἵει λόφον ἀμφὶ θαμειάς. πειρήθη δ᾽ ἕο αὐτοῦ ἐν ἔντεσι δῖος Ἀχιλλεύς, |
ψηλά στα ουράνια η λάμψη ανέβαινε᾿ κι ασκώνοντας
το κράνος το στέριο, στο κεφάλι ολόγυρα το φόρεσε᾿ σαν άστρο το φουντωμένο κράνος ξάστραφτε, και γύρα οι τρίχες σειούνταν· χρυσές, για φούντα που 'χεν ο ΄Ήφαιστος πυκνές στεριώσει απάνω. Κι ως ο Αχιλλέας εζώστη τ᾿ άρματα, πήρε γοργά να τρέχει, να ιδεί αν του πάνε, αν παίζουν μέσα τους τ᾿ αρχοντικά του μέλη· κι αυτά ήταν λες φτερά και σήκωναν το βασιλιά απ᾿ αλάφρου. Το γονικό βαρύ, ακατάλυτο, τρανό στερνά κοντάρι παίρνει απ᾿ τη θήκη του᾿ δε δύνουνταν κανένας να το παίξει Αργίτης άλλος μες στα χέρια του, μόνο ο Αχιλλέας μπορούσε— |
385 | εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε καὶ ἐντρέχοι ἀγλαὰ γυῖα· τῷ δ᾽ εὖτε πτερὰ γίγνετ᾽, ἄειρε δὲ ποιμένα λαῶν. ἐκ δ᾽ ἄρα σύριγγος πατρώϊον ἐσπάσατ᾽ ἔγχος βριθὺ μέγα στιβαρόν· τὸ μὲν οὐ δύνατ᾽ ἄλλος Ἀχαιῶν πάλλειν, ἀλλά μιν οἶος ἐπίστατο πῆλαι Ἀχιλλεύς· |
|
390 | Πηλιάδα μελίην, τὴν πατρὶ φίλῳ πόρε Χείρων Πηλίου ἐκ κορυφῆς φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσιν· ἵππους δ᾽ Αὐτομέδων τε καὶ Ἄλκιμος ἀμφιέποντες ζεύγνυον· ἀμφὶ δὲ καλὰ λέπαδν᾽ ἕσαν, ἐν δὲ χαλινοὺς γαμφηλῇς ἔβαλον, κατὰ δ᾽ ἡνία τεῖναν ὀπίσσω |
το φράξινο κοντάρι, ο Χείρωνας που απ᾿ τις κορφές
του Πηλίου για να σκοτώνει ηρώους αντρόκαρδους στον κύρη του είχε δώσει. Ο Άλκιμος τότε κι ο Αυτομέδοντας πιάνουν και ζεύουν τ᾿ άτια, τα καλοκάμωτα φορώντας τους λουριά, κι απ᾿ τις μασέλες περνούν τα χαλινάρια, κι έπειτα τραβούν τα γκέμια πίσω στο στέριο αμάξι᾿ κι ο Αυτομέδοντας το αστραφτερό μαστίγι, το ταιριαστό στο χέρι του, άρπαξε, και πήδηξε στ᾿ αμάξι με βιάση· κι ο Αχιλλέας ανέβηκε ξοπίσω, αρματωμένος, μες στ᾿ άρματά του στραφταλίζοντας, σαν ήλιος φωτοβόλος· κι άγρια φωνάζοντας τ᾿ αλόγατα τα γονικά προστάζει: |
395 | κολλητὸν ποτὶ δίφρον. ὃ δὲ μάστιγα φαεινὴν χειρὶ λαβὼν ἀραρυῖαν ἐφ᾽ ἵπποιιν ἀνόρουσεν Αὐτομέδων· ὄπιθεν δὲ κορυσσάμενος βῆ Ἀχιλλεὺς τεύχεσι παμφαίνων ὥς τ᾽ ἠλέκτωρ Ὑπερίων, σμερδαλέον δ᾽ ἵπποισιν ἐκέκλετο πατρὸς ἑοῖο· |
|
400 | Ξάνθέ τε καὶ Βαλίε τηλεκλυτὰ τέκνα Ποδάργης ἄλλως δὴ φράζεσθε σαωσέμεν ἡνιοχῆα ἂψ Δαναῶν ἐς ὅμιλον ἐπεί χ᾽ ἕωμεν πολέμοιο, μηδ᾽ ὡς Πάτροκλον λίπετ᾽ αὐτόθι τεθνηῶτα. τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπὸ ζυγόφι προσέφη πόδας αἰόλος ἵππος |
«Βαλίε και Ξάνθε, κοσμοξάκουστα παιδιά της Φτεροπόδας, τη φορά τούτη ο αλογολάτης σας το νου σας να γλιτώσει στους Δαναούς ξανά, τον πόλεμο σα θα 'χουμε χορτάσει. Μην τον αφήστε σαν τον Πάτροκλο στο κάμπο σκοτωμένο!» Και κάτω απ᾿ το ζυγό ο φτερόποδος του απηλογήθη Ξάνθος, σκύβοντας ξάφνου το κεφάλι του᾿ κι αλάκερή του η χήτη πλάι στο ζυγό στο χώμα εσούρνονταν, ξεφεύγοντας τη ζεύλα' τι ανθρώπινη λαλιά του εχάρισεν η κρουσταλλόχερη Ήρα: « Θα σε γλιτώσουμε, μη γνοιάζεσαι, τρανέ Αχιλλέα, και πάλε· όμως ζυγώνει η μαύρη μέρα σου᾿ κι ουδ᾿ είναι εμείς που φταίμε, |
405 | Ξάνθος, ἄφαρ δ᾽ ἤμυσε καρήατι· πᾶσα δὲ χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγὸν οὖδας ἵκανεν· αὐδήεντα δ᾽ ἔθηκε θεὰ λευκώλενος Ἥρη· καὶ λίην σ᾽ ἔτι νῦν γε σαώσομεν ὄβριμ᾽ Ἀχιλλεῦ· ἀλλά τοι ἐγγύθεν ἦμαρ ὀλέθριον· οὐδέ τοι ἡμεῖς |
|
410 | αἴτιοι, ἀλλὰ θεός τε μέγας καὶ Μοῖρα κραταιή. οὐδὲ γὰρ ἡμετέρῃ βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Τρῶες ἀπ᾽ ὤμοιιν Πατρόκλου τεύχε᾽ ἕλοντο· ἀλλὰ θεῶν ὤριστος, ὃν ἠΰκομος τέκε Λητώ, ἔκταν᾽ ἐνὶ προμάχοισι καὶ Ἕκτορι κῦδος ἔδωκε. |
μονάχα η Μοίρα η τρανοδύναμη κι ένας θεός μεγάλος. Δεν είναι από δικιά μας άργητα μηδέ κι οκνιά καθόλου, που οι Τρώες άρπαξαν απ᾿ του Πάτροκλου τους ώμους τ᾿ άρματά σου' της ωριοπλέξουδης τον σκότωσε Λητώς ο γιος, απ᾿ όλους ο πιο τρανός θεός, και χάρισε στον Έχτορα τη νίκη. Εμείς ακόμα και το Ζέφυρο νικάμε, απ᾿ τους ανέμους που λεν πως είναι ο γρηγορότερος· μα εσένα η Μοίρα γράφει από θνητό μαζί κι αθάνατο να σκοτωθείς στη μάχη.» Ως είπε αυτά, η φωνή του εκόπηκε, την πήραν οι Ερινύες. Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος βαρυγκομώντας του 'πε: |
415 | νῶϊ δὲ καί κεν ἅμα πνοιῇ Ζεφύροιο θέοιμεν, ἥν περ ἐλαφροτάτην φάσ᾽ ἔμμεναι· ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ μόρσιμόν ἐστι θεῷ τε καὶ ἀνέρι ἶφι δαμῆναι. ὣς ἄρα φωνήσαντος Ἐρινύες ἔσχεθον αὐδήν. τὸν δὲ μέγ᾽ ὀχθήσας προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς· |
|
420 | Ξάνθε τί μοι θάνατον μαντεύεαι; οὐδέ τί σε χρή. εὖ νυ τὸ οἶδα καὶ αὐτὸς ὅ μοι μόρος ἐνθάδ᾽ ὀλέσθαι νόσφι φίλου πατρὸς καὶ μητέρος· ἀλλὰ καὶ ἔμπης οὐ λήξω πρὶν Τρῶας ἅδην ἐλάσαι πολέμοιο. ἦ ῥα, καὶ ἐν πρώτοις ἰάχων ἔχε μώνυχας ἵππους. |
«Τι, Ξάνθε, μου μηνάς το θάνατο; δε σου ταιριάζει εσένα! Κι εγώ το ξέρω, είναι της μοίρας μου να σκοτωθώ εδώ πέρα, μακριά απ᾿ τον κύρη και τη μάνα μου᾿ μα κι έτσι, αν δε χορτάσω τους Τρώες στριμώχνοντας στον πόλεμο, τη μάχη δε σκολάζω!» Είπε, και μες στους πρώτους σκούζοντας λαλεί τ᾿ αλόγατά του. |