Φίλιππος Φιλίππου - Ἐσμεράλδα, μωρό μου

Ὁ θεῖος μου, ὅπως μου διηγήθηκε ὁ πατέρας μου, γνώρισε τὸ Νίκο Καββαδία πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμο, ὅταν καὶ οἱ δύο ἦταν μπαρκαρισμένοι στὸ Α/Π «Ἑλένη» τοῦ Ἐμπειρίκου. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ θεῖος Πίπος ἦταν τζόβενο καὶ ὁ Καββαδίας ἁπλὸς ναύτης -δὲν εἶχε πάρει δηλαδὴ ἀκόμα τὸ δίπλωμα τοῦ ἀσυρματιστῆ. Πιστεύω πὼς ἂν γνωρίζονταν ἀργότερα, σὲ ἡλικία ὡριμότητας, ἂς ποῦμε τότε ποὺ γράφτηκε ἡ «Βάρδια», δηλαδὴ τὸ 1951-1952, ὁ θεῖος μου ἴσως νὰ μὴν αὐτοκτονοῦσε. Στὸ συγκεκριμένο βιβλίο ὁ Καββαδίας ἔχει βάλει πολλὲς ἱστορίες γιὰ προδωμένους ναυτικοὺς καὶ ἄπιστες συζύγους, ποὺ ἂν ὁ θεῖος μου τὸ διάβαζε κι ἔβλεπε ποὺ ὁδηγοῦν οἱ ζήλιες δὲν θὰ προχωροῦσε στὸν φόνο τῆς γυναίκας του καὶ στὴν συνέχεια στὸν αὐτοχειριασμό.

Ἐν πάση περιπτώσει, τὴν ἐποχὴ τῆς γνωριμίας τοὺς ἦταν νεαροὶ ἄντρες, ἄδολοι σχεδὸν κι ἀθῶοι. Παρὰ τὴ διαφορὰ τῆς ἡλικίας τους -ὁ θεῖος μου ἦταν καμιὰ δεκαριὰ χρόνια νεότερος-, εἶχαν πολλὰ κοινὰ σημεῖα, ἀλλὰ ὑπῆρχαν στὸν χαρακτήρα τους καὶ μερικὲς θεμελιακὲς διαφορές. Μπορῶ ν᾿ ἀναφέρω, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπη τους γιὰ τὴ θάλασσα, τὴ ροπὴ γιὰ ἀνεξαρτησία, τὴ λατρεία τους γιὰ τὴ γυναίκα, τὸν ἐνστερνισμὸ τῶν ἀριστερῶν ἰδεῶν, τὴν ὁλοφάνερη κλίση τους πρὸς τὸ ἀγωνίζεσθαι. Αὐτὰ ποὺ τοὺς χώριζαν τὰ θεωρῶ ἐπουσιώδη: ὁ Καββαδίας ἦταν νηφάλιος καὶ μᾶλλον ὀρθολογιστής, ὁ θεῖος μου ὀξύθυμος καὶ κυκλοθυμικός. Ὁ Καββαδίας φοβόταν τὸν γάμο καὶ ὁ θεῖος μου παντρεύτηκε. Ἀκόμα, ὁ Καββαδίας παρέμεινε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του πιστὸς στὶς ἰδέες του, ἐνῶ ὁ θεῖος μου, ὄντας κομμουνιστής, ἱδρυτικὸ μέλος τοῦ ΕΑΜ τῆς Κέρκυρας, πῆγε καὶ ἐντάχθηκε στὸν ἀντάρτικο στρατὸ τοῦ Ζέρβα, μόνο καὶ μόνο γιὰ νά ῾χει κάθε μέρα ἕνα πιάτο φαγητὸ καὶ ἐνίοτε καμιὰ χρυσὴ λίρα -ἀπὸ κεῖνες ποὺ ἔδιναν οἱ Ἄγγλοι.

Ἕνα περιστατικὸ ποὺ ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο στὸ τσιμέντωμα τῆς φιλίας τους εἶναι τὸ παρακάτω (τὸ ἐπεισόδιο συνέβη στὴ Γένοβα καὶ δείχνει μὲ ἀνάγλυφο τρόπο τὸν χαρακτήρα τους). Τὸ βαπόρι ἦταν δεμένο πολλὲς μέρες στὸ ντόκο, ἔτσι τὸ πλήρωμα μποροῦσε νὰ βγαίνει σὲ καθημερινὴ βάση ἔξω καὶ νὰ ἐπιδίδεται σὲ ἐρωτικὰ νταραβέρια. Ἡ μακρὰ παραμονὴ στὸ λιμάνι ἔδεσε τοὺς ἄντρες μὲ τὶς ντόπιες γυναῖκες, μερικὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες συνήθιζαν νὰ μπαίνουν στὶς καμπίνες καὶ νὰ ξενυχτᾶνε. Ὁ θεῖος μου εἶχε κουβαλήσει στὴν καμπίνα του μία χήρα ἢ χωρισμένη, κάτι τέτοιο τέλος πάντων, ποὺ τὸν περιποιόταν καὶ τὸν φρόντιζε. Ἐπειδὴ ἦταν πρωτόμπαρκος ὁρισμένοι παλιοὶ ναυτικοὶ δὲν τὸν ὑπολόγιζαν. Κάποιος ἀπὸ αὐτούς, ἕνας θερμαστής, ποὺ θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του μάγκα, εἶχε βάλει στὸ μάτι τὴ γυναίκα καὶ μία μέρα, τὴν ὥρα ποὺ ἡ χήρα ἀνέβαινε τὴ σκάλα, τῆς ἔπιασε τὰ ὀπίσθια. Ἀγαπάει ὁ Θεὸς τὸν κλέφτη ἀλλὰ ἀγαπάει καὶ τὸ νοικοκύρη: ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ θεῖος μου ἦταν ἀνεβασμένος στὴν κορυφὴ ἑνὸς ἄλμπουρου, δεμένος μὲ σκοινὶ κι ἔβαφε. Ὅταν πῆρε εἴδηση τὸν θερμαστὴ νὰ χουφτώνει τὴ γυναίκα, τὴ δική του γυναίκα, τοῦ ἀνέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι, θόλωσε, ἐπιχείρησε νὰ κατεβεῖ, προσπάθησε νὰ πιαστεῖ ἀπὸ τὸ μπακαρᾶ, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ μαραφέτι γύρισε καὶ τοῦ ῾κοψε τὸ μικρὸ δάχτυλο τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ. Τὸ δάχτυλο ἔπεσε στὴ λαμαρίνα τῆς κουβέρτας, ἐνῶ πάραυτα ὁ λοστρόμος φρόντισε νὰ μεταφέρει τὸν θεῖο μου στὴν καμπίνα τοῦ γραμματικοῦ γιὰ τὶς πρῶτες βοήθειες. Ὁ Καββαδίας ποὺ εἶχε δεῖ ὅλη τὴ σκηνὴ ἀπὸ τὸ φινιστρίνι τῆς καμπίνας του ἔσπευσε στὸ σημεῖο τοῦ ἀτυχήματος. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ γάτα τοῦ μάγειρα μύρισε τὸ ζεστὸ ἀκόμα δάχτυλο κι ἔφυγε, ἐνῶ ὁ σκύλος τοῦ λοστρόμου ποὺ γνώρισε ἀμέσως σὲ ποιὸν ἀνῆκε τό ῾γλειψε ἁπαλά. Τότε ὁ Καββαδίας τὸ σήκωσε, τὸ φύσηξε νὰ φύγει ἡ σκόνη καὶ τὸ πῆγε στὸν γραμματικὸ νὰ τὸ πλύνει μὲ οἰνόπνευμα καὶ νὰ τὸ βάλει σ᾿ ἕνα ποτήρι μὲ φορμόλη. Γιὰ νὰ μὴν τὰ πολυλογῶ, ὁ τραυματίας καὶ τὸ δάχτυλό του μεταφέρθηκαν ἐπειγόντως στὸ τοπικὸ νοσοκομεῖο, ὅπου ἕνας Αὐστριακὸς γιατρὸς κατάφερε νὰ ἐπιτύχει μία καλὴ συγκόλληση.

Ἕνα ἄλλο ἐπεισόδιο ποὺ δείχνει πόσο γερὴ ἦταν ἡ φιλία τους ἔγινε τὴν ἴδια χρονιά, λίγους μῆνες ἀργότερα. Τὸ βαπόρι βρισκόταν στὴ Μασσαλία καὶ οἱ δύο φίλοι ἔβγαιναν κάθε μέρα γιὰ νὰ πᾶνε νὰ βροῦνε γυναῖκες: ὁ Καββαδίας τὴν Ἐσμεράλδα, μία τσιγγάνα, κι ὁ θεῖος μου τὴν Ἐμινέ, μίαν ἀραπίνα ἀπὸ τὸ Μαρόκο. Μπῆκαν στὸ χαμαιτυπεῖο ὅπου συνήθως σύχναζαν, στὴν rue des Phociens, στὸ Quartier du Panier τῆς Παλιᾶς Πόλης, καὶ φώναξαν τὶς γυναῖκες στὸ τραπέζι τους: ἡ τσιγγάνα καὶ ἡ ἀραπίνα, πῆγαν καὶ κάθησαν στὰ γόνατά τους. Ὅλα πήγαιναν καλά, καθὼς τὰ δύο ζευγάρια χαϊδολογοῦνταν, πίνοντας καὶ χαχανίζοντας μέσα στὸ ντουμάνι ἀπὸ τοὺς καπνοὺς τῶν τσιγάρων. Τὸ μαγαζὶ ἦταν γεμάτο ναυτικοὺς κάθε φυλῆς ἀπὸ τὰ βαπόρια ποὺ φόρτωναν ἢ ξεφόρτωναν, κάθε κοπέλα εἶχε βρεῖ τὸ ταίρι της. Ξαφνικά, ἐμφανίστηκε μπροστά τους ὁ θερμαστὴς ποὺ λέγαμε. Φαινόταν ἐλαφρῶς πίτα. Πῆγε στὸν πάγκο, παράγγειλε ποτό, καὶ μπάνιζε τὶς κοπέλες τοῦ μαγαζιοῦ. Τὴν προηγούμενη φορὰ τὴν εἶχε γλιτώσει φτηνά, χωρὶς καμιὰ συνέπεια, ἐπειδὴ ὁ θεῖος μου ἔδωσε τόπο στὴν ὀργή. Ἐκεῖ, ὅμως, στὸ μισοσκότεινο χαμαιτυπεῖο, ἡ ὑπομονὴ τοῦ θείου Πίπου ἐξαντλήθηκε, ὅταν ὁ ἐν λόγῳ, ἐκλαμβάνοντας τὴν ἀνεκτικότητα ὡς ἀδυναμία, σηκώθηκε, ἔκανε μερικὰ βήματα κι ἐπιχείρησε νὰ σηκώσει τὴν τσιγγάνα ἀπὸ τὰ γόνατα τοῦ Καββαδία. «Πᾶμε νὰ σὲ ξεσκίσω, μωρὴ χαμούρα!» τῆς εἶπε, ἁρπάζοντάς την ἀπὸ τὸ μπράτσο. Τὸ θράσος του ὀφειλόταν στὸ ὅτι κάποτε τὴν εἶχε χρυσοπληρώσει γιὰ νὰ τὴν πάρει νυχτιά. Τόσο ὁ Καββαδίας ὅσο καὶ ἡ γυναίκα ἀντέδρασαν πολιτισμένα στὴν παράλογη ἐπιθυμία τοῦ θερμαστῆ. «Γύρνα στὴ θέση σου!», τοῦ εἶπε ἤρεμα ὁ Καββαδίας. «Ἀπόψε ἔχω παρέα», εἶπε ἡ Ἐσμεράλδα. Ὁ θεῖος μου δὲν ἄνοιξε στὸ στόμα του, ἕσφιξε ὅμως τὶς γροθιές του, συγκρατώντας τὴν ἐπιθυμία του νὰ ὁρμήσει στὸν παλικαρᾶ καὶ νὰ τὸν τουλουμιάσει στὸ ξύλο.  Ὁ θερμαστὴς κοίταξε περιφρονητικὰ τὸν Καββαδία, τοῦ πέταξε ἕνα ἀπειλητικὸ «θὰ σοῦ δείξω ἐγώ!» καὶ ξαναγύρισε στὸν πάγκο. Ἦταν τόσο ἀντιπαθὴς ὥστε ὄχι μόνο δὲν τὸν ἔκαναν παρέα οἱ συνάδελφοί του ἀπὸ τὸ βαπόρι, ἀλλὰ οὔτε καὶ οἱ γυναῖκες τοῦ μαγαζιοῦ ἤθελαν νὰ καθήσουν μαζί του -τὶς θεωροῦσε ἰδιοκτησία του. Ἐκείνη τὴν βραδιὰ ἦταν καὶ ἄτυχος ἀφοῦ κανένα θηλυκὸ δὲν ἦταν διαθέσιμο. Ὁ θεῖος μου ποὺ δὲν ξεχνοῦσε εὔκολα τὶς παλιανθρωπιές, μονολότι εἶχε συγχωρέσει τὴν πρώτη φορὰ τὸν ἀσχημονήσαντα (ὅπως εἶχε συγχωρήσει καὶ τὴ γυναίκα του ὅταν τὴν πρωτόπιασε μὲ γκόμενο), δὲν θέλησε νὰ ἀφήσει τὸ συμβὰν νὰ λήξει ἔτσι. Προτοῦ, λοιπόν, ἑτοιμαστοῦν νὰ ἀναχωρήσουν γιὰ τὸ ξενοδοχεῖο, ζήτησε ἀπὸ τὸν σερβιτόρο τρία πηρούνια, χώνοντάς του μὲ τρόπο στὸ χέρι ἕνα χαρτονόμισμα γιὰ νὰ κάνει τὸ κορόϊδο σὲ ὅσα θὰ ἐπακολουθοῦσαν. Ἀμέσως μετά, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ θερμαστὴς ἦταν σκυμμένος στὸ ποτήρι του, ὁ θεῖος μου μὲ τὰ πηρούνια κρυμμένα στὴν τσέπη τοῦ σακακιοῦ τοῦ τὸν πλησίασε καὶ τὸν ἀτένισε μὲ θάρρος. «Ἔλα ἔξω ρέ, νὰ καθαρίσουμε!», τὸν πρόσταξε. Ἐκεῖνος παρ᾿ ὅτι μεθυσμένος, κατάλαβε πὼς δὲν θὰ τὰ ἔβγαζε πέρα μὲ τὸν ἁψίκορο νεαρό, ποὺ εἶχε μὲ τὸ μέρος του καὶ τὸν Καββαδία καὶ τ᾿ ἄλλα παλικάρια ἀπὸ τὸ πλήρωμα τοῦ βαποριοῦ. «Δὲν εἶμαι σὲ φόρμα σήμερα!». Ὁ θεῖος μου τότε τὸν τράβηξε ἀπὸ τὸ μανίκι λέγοντάς του πὼς δὲν εἶναι ἄντρας. Ὁ θερμαστής, βλέποντας πὼς βρισκόταν σὲ μειονεκτικὴ θέση, ἀρνήθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν πάγκο. Τότε ὁ θεῖος Πίπος πῆρε φόρα καὶ τοῦ κάρφωσε ἕνα πηρούνι στὸ δεξὶ κωλομέρι. Θέλοντας ἐκεῖνος νὰ τὸ παίξει ψύχραιμος, δὲν ἔβγαλε τσιμουδιά, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ δεύτερο πηρούνι νὰ καρφωθεῖ στὸ ἀριστερὸ κωλομέρι του. Πονώντας, σήκωσε τὸ κεφάλι του γιὰ νὰ κοιτάξει τὸ θεῖο μου, ποὺ κρατοῦσε στὸ χέρι τὸ τρίτο πηρούνι, ἕτοιμο νὰ τὸ καρφώσει στὸ μάτι του. (Ἀσφαλῶς, δὲν εἶχε τέτοια πρόθεση, ἡ κίνηση ἦταν καθαρὰ ἀπειλητική). Ξέροντας πὼς δὲν εἶχε καμιὰ ἐλπίδα, ὁ θερμαστὴς σηκώθηκε καὶ μὲ τὰ πηρούνια στὸν κῶλο -τὸ αἷμα ἔτρεχε, λερώνοντας τὸ παντελόνι του-, πῆγε στὸ κοντινὸ ἀστυνομικὸ τμῆμα γιὰ νὰ καταγγείλει τὸ περιστατικό. Φυσικά, ὅταν ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα ἔφτασαν οἱ ἀστυνομικοί, ὁ Καββαδίας, ὁ θεῖος μου καὶ οἱ δύο γυναῖκες βρίσκονταν σὲ κάποιο ξενοδοχεῖο κι ἔβγαζαν τὰ μάτια τους.

Θὰ κάνω ἐδῶ μία παρέκβαση. Οἱ δύο φίλοι εἶχαν στὴ Μασσαλία μία ἐνδιαφέρουσα συνάντηση μὲ τὸν Γιῶργο Σεφέρη ἕναν χρόνο νωρίτερα, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1937, ὅταν ἐκεῖνος ποὺ τότε ἦταν πρόξενος στὴν Κορυτσὰ πήγαινε στὸ Λονδίνο γιὰ νὰ τακτοποιήσει κάτι ἐκκρεμότητες τῆς ὑπηρεσίας του. Ἔτυχε τώρα νὰ συνταξιδεύουν στὸ ἴδιο βαπόρι ὁ Στρατὴς Τσίρκας μὲ τὴ γυναίκα του τὴν Ἀντιγόνη ποὺ ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ νὰ κάνουν τὸ ταξίδι τοῦ μέλιτος στὴν Εὐρώπη. Ὁ Καββαδίας, θέλοντας νὰ τιμήσει τοὺς δύο ποιητὲς -τύπωσε τὸ Μαραμποὺ τὸ 1933, ἐνῶ ὁ Σεφέρης ἐξέδωσε τὴ Στροφὴ τὸ 1931 καὶ ὁ Τσίρκας τοὺς Φελλάχους τὸ 1937-, τοὺς πῆγε σ᾿ ἕνα ἐξοχικὸ μαγαζὶ στὴν περιοχὴ τοῦ Πράντο. Ἐπέστρεψαν στὸ κέντρο τῆς Μασσαλίας μ᾿ ἕνα ταξὶ καὶ οἱ δύο ναυτικοὶ μὲ τὸν Σεφέρη συνόδευσαν τοὺς νεόνυμφους στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ τοῦ Saint-Charles γιὰ νὰ πάρουν τὸ τρένο γιὰ τὸ Παρίσι -ὁ Τσίρκας θὰ συμμετεῖχε στὸ Β´ Διεθνὲς Συνέδριο τῶν Συγγραφέων γιὰ τὴν Ὑπεράσπιση τῆς Κουλτούρας ἐναντίον τοῦ Φασισμοῦ. Ὡς γνωστόν, μαζὶ μὲ τὸν μαῦρο Ἀμερικανὸ ποιητὴ Λάνγκστον Χιοὺς ἔγραψε τὸν ὅρκο τῶν ποιητῶν στὸν Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα ποὺ διαβάστηκε στὸ συνέδριο ἀπὸ τὸν Λουὶ Ἀραγκὸν (λίγο ἀργότερα ὁ Καββαδίας ἔγραψε τὸ δικό του ποίημα γιὰ τὸν ἀδικοχαμένο Ἀνδαλουσιανό, αὐτὸ ποῦ λέει «Ἀτσίγγανε κι ἀφέντη μου, μὲ τί νὰ σὲ στολίσω; Φέρτε ...»). Ὁ Σεφέρης, ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ ἑλληνικὸ προξενεῖο τῆς πόλης, εἶχε καθυστερήσει μία μέρα τὸ ταξίδι του γιὰ τὸ Λονδίνο κι ἔτσι ὁ Καββαδίας σκέφτηκε νὰ τὸν μυήσει στὰ μυστικὰ τῆς Μασσαλίας. Πράγματι, μετὰ τὸν σταθμό, εἶπε στὸν ὁδηγὸ μία διεύθυνση καὶ σὲ λίγο ἔφταναν στὴ rue des Phociens. Ὁ Σεφέρης, ποὺ γνώριζε καλὰ τὸ κτίριο τοῦ ἑλληνικοῦ προξενείου ἀπὸ τὶς προηγούμενες φορὲς ποὺ πέρασε ἀπὸ ἐκεῖ, ξαφνιάστηκε. «Εἶναι ἡ γειτονιὰ μὲ τὰ μπουρδέλα», τοῦ εἶπε ὁ Καββαδίας καὶ τὸν προσκάλεσε νὰ μποῦν σ᾿ ἕνα μπὰρ γιὰ νὰ τοῦ γνωρίσει τὴν Ἐσμεράλδα. Ὁ Σεφέρης ἐξοργίστηκε ἀπὸ τὴν ἀναπάντεχη πρόταση, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν ἄνθρωπος μὲ καλὴ ἀνατροφὴ ἁπλῶς σκυθριώπασε καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ τὸν ἀφήσουν μόνο. Ὁ Καββαδίας καὶ ὁ θεῖος μου κατέβηκαν καὶ ὁ Σεφέρης πῆγε στὸν προορισμό του μὲ τὸ ἴδιο ταξί. Χρόνια ἔκαναν νὰ μιλήσουν οἱ δύο ποιητές. Ἡ συμφιλίωσή τους ἔγινε μὲ πρωτοβουλία τοῦ Καββαδία ποὺ ἔγραψε τὸ «Ἐσμεράλδα» (αὐτὸ ποὺ λέει «Μὴ φεύγεις. Πές μου, τό ῾πνιξες μία νύχτα στὸ Λονδίνο ἢ στὰ βρωμιάρικα νερὰ κάποιου ἄλλου λιμανιοῦ;») καὶ τὸ ἀφιέρωσε σὲ αὐτόν: «Στὸν Γιῶργο Σεφέρη», διαβάζουμε κάτω ἀπὸ τὸν τίτλο τοῦ ποιήματος ποὺ μπῆκε στὸ Πούσι τὸ 1947. Ἀσφαλῶς, τὸ ὄνομα Ἐσμεράλδα παραπέμπει στὴν τσιγγάνα τῆς Μασσαλίας, τὴν ὁποία ὁ Σεφέρης δὲν θέλησε νὰ γνωρίσει. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ζοῦσε μίαν ὑπέροχη ἐρωτικὴ ἱστορία μὲ τὴ Μαρώ

Ἡ Ἐσμεράλδα ἦταν ἡ ἀφορμὴ καὶ γιὰ τὴν παρ᾿ ὀλίγο ρήξη ἀνάμεσα στὸν Καββαδία καὶ τὸν θεῖο μου. Τὸ περιστατικὸ ποὺ κλόνισε τὴ φιλία τους ἔγινε ἕνα μήνα μετὰ τὸ συμβὰν μὲ τὸν Σεφέρη. Τὸ Α/Π «Ἑλένη» σαλπάρισε ἀπὸ τὴ Μασσαλία γιὰ τὴν Ἀμβέρσα, τὸ Ρότερνταμ καὶ τὸ Λονδίνο, ὅπου θά ῾μπαινε σὲ δεξαμενὴ γιὰ σέρβις. Οἱ δύο γυναῖκες, ἡ τσιγγάνα καὶ ἡ ἀραπίνα, τοὺς ἀκολούθησαν στὴν Ἀγγλία ταξιδεύοντας μὲ τὸ ἴδιο πλοῖο. Ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα ὀλιγοήμερο ταξίδι ἀναψυχῆς ποὺ θὰ τὸ ἐκμεταλλεύονταν γιὰ νὰ γνωρίσουν τὰ ἀξιοθέατα τῆς πόλης. Στὸ Λονδίνο οἱ δύο φίλοι θὰ ξεμπαρκάριζαν καὶ θὰ ἐπέστρεφαν στὴ Μασσαλία μὲ τὸ τρένο μέσῳ Παρισιοῦ. Ἔλα, ὅμως, ποὺ τὰ θηλυκὰ ἔχουν τὸν διάολο μέσα τους. Μία μέρα ποὺ ὁ Καββαδίας ἔφυγε γιὰ νὰ πάει νὰ βρεῖ στὸ City τὸν θεῖο του, τὸν Παναγὴ Γιαννουλᾶτο, ἡ Ἐσμεράλδα μπῆκε στὴν καμπίνα τοῦ θείου μου μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ἀποπλανήσει. Μπορεῖ νὰ τὸ ᾿κάνε ἀπὸ πόθο ἢ ἐρωτικὴ βουλιμία, ἀλλὰ δὲν ἀποκλείεται νὰ ῾θελε νὰ τὴ σπάσει στὴν ἀραπίνα μὲ τὴν ὁποία συνδεόταν μὲ λυκοφιλία. Ἡ Ἐμινὲ εἶχε κατέβει στὸ ντόκο, νὰ χαζέψει λίγο τους ἐρασιτέχνες ψαράδες στὸν Τάμεση, κι ἡ τσιγγάνα βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ δράσει. Ὁ θεῖος μου, τὴν ὥρα ποὺ ἡ Ἐσμεράλδα μπῆκε στὴν καμπίνα, βρισκόταν σὲ δημιουργικὸ οἶστρο: ἔφτιαχνε ἕνα μαντολίνο μὲ εἰδικὸ ξύλο μουριᾶς ποὺ βρῆκε στὴν Ἀγγλία. Ἑπομένως, δὲν εἶχε καμιὰ διάθεση γιὰ ἐρωτικὲς διαχύσεις καὶ τὸ κυριότερο δὲν ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ μποροῦσε νὰ ψιλογαμήσει τὴν γκόμενα τοῦ φίλου του. Αὐτὸ δὲν τό ῾ξερε ἡ Ἐσμεράλδα, ἡ ὁποία βλέποντας τὴν ἀδιαφορία του πείσμωσε, γύμνωσε τὸ στῆθος της καὶ τὸν πλησίασε μὲ τὴν θηλὴ προτεταμένη, ἕτοιμη νὰ τοῦ τὴ χώσει στὸ στόμα. Γιὰ κακή της τύχη, ἐκείνη τὴ στιγμὴ γύρισε ἡ ἀραπίνα, ἡ ὁποία βλέποντας τὴν σ᾿ αὐτὴν τὴν ἄσεμνη στάση ἔβαλε τὶς φωνὲς καὶ ὅρμησε νὰ τῆς βγάλει τὰ μάτια μὲ τὰ δάχτυλά της. Οἱ δύο γυναῖκες ἄρχισαν νὰ παλεύουν, ὁ θεῖος μου τὸ διασκέδαζε, καὶ μόνο ὅταν ἡ Ἐσμεράλδα ἔβγαλε ἕνα σουγιᾶ ἀπὸ τὴν κρυφὴ τσέπη τοῦ φουστανιοῦ της καὶ ὅρμησε κατὰ τῆς οὕτως εἰπεῖν ἀντιζήλου της, πετάχτηκε ὄρθιος, τῆς τὸν πῆρε καὶ τὸν πέταξε στὴν θάλασσα. Ἐπιστρέφοντας, ὁ Καββαδίας πληροφορήθηκε τὰ συμβάντα ἀλλά, ὅπως γίνεται συνήθως, τοῦ τὰ εἶπαν ἀρκετὰ διαστρεβλωμένα. Ὁ θεῖος μου ἀναγκάστηκε νὰ τοῦ ἀφηγηθεῖ τὸ περιστατικὸ μὲ κάθε λεπτομέρεια, ὅποτε ἐκεῖνος πείστηκε γιὰ τὴ δολιότητα τῆς φίλης του. «Εἶναι ἀλήθεια, Ἐσμεράλδα, μωρό μου;» ρώτησε τὴν τσιγγάνα ὁ Καββαδίας. Ἐκείνη δὲν ἀπάντησε, ὁπότε ὁ Καββαδίας τὴν τιμώρησε μὲ μίας ἡμέρας ἀποχὴ ἀπὸ τὰ ἐρωτικά του καθήκοντα. Ἀργότερα, συζητώντας μὲ τὸν θεῖο μου, εἶπε τὴν περίφημη φράση -τὴν ἔβαλε στὴ Βάρδια του-, «τὶς γυναῖκες στὰ μπουρδέλα τὶς λέμε δημόσιες, τὶς ἄλλες ποῦ ῾ναι ἀπέξω πῶς πρέπει νὰ τὶς φωνάζουμε; Βρές μου τὴ λέξη». Τὸ νόημα τῆς φράσης δὲν ἔγινε κατανοητὸ ἀπὸ τὸ θεῖο μου. Διότι, μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία, ὅταν εἶδε ἕνα ὄμορφο θηλυκὸ ποὺ τοῦ γυάλισε, πῆγε καὶ παντρεύτηκε -κάτι ποὺ τὸ πλήρωσε πολὺ ἀκριβά.

Στὶς 19 Ἰουνίου, ἂν θυμᾶμαι καλά, τοῦ 1956, ὁ θεῖος μου τραυμάτισε θανάσιμα μὲ μαχαίρι τὴ γυναίκα του στὶς Κουκουβάουνες, στὸ σπίτι τοῦ ἐραστῆ της, κάποιου οἰκοδόμου ὀνόματι Μαρκάκη. Ὅταν τὴν εἶδε νεκρή, παραφρόνησε καὶ χτυπήθηκε στὸ στῆθος καὶ στὴν κοιλιὰ μὲ τὸ ἴδιο μαχαίρι. Ἡ Ἀκρόπολις κατέγραψε τὴν εἴδηση σ᾿ ἕνα μικρὸ μονόστηλο, μὰ τὸ θέμα δὲν ἀπασχόλησε καθόλου τὸ πανελλήνιο -στὴν ἐξουσία βρισκόταν ὁ νεοεκλεγμένος Κωνσταντῖνος Καραμανλής-, ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἀντιμετώπιζε σοβαρὰ προβλήματα, τὴν ἀνεργία, τὸ Κυπριακό κλπ. Αὐτὸ ὅμως τὸ γεγονός, τὸ πιὸ δραματικὸ κομμάτι τῆς ζωῆς τοῦ θείου Πίπου, παραμένει ὁλοζώντανο στὸ μυαλὸ τοῦ πατέρα μου, χαραγμένο μὲ ἀνεξίτηλα χρώματα -βεβαίως δὲν γνώρισε ποτὲ τὸν Καββαδία, τὸν Σεφέρη καὶ τὸν Τσίρκα. Διότι, ἡ Ἐσμεράλδα, ἡ Ἐμινὲ καὶ οἱ ἄλλες γυναῖκες μὲ τὰ περίεργα ὀνόματα ἀποτελοῦν ἁπλῶς τὶς ἀφορμὲς γιὰ νὰ μοῦ ἀφηγεῖται κάπου κάπου κωμικοτραγικὲς ἱστορίες ἀπὸ τὰ λιμάνια τοῦ κόσμου μὲ ἥρωα τὸν ἀδελφό του.

Φίλιππος Φιλίππου
ΤΑ ΝΕΑ 09.08.2003