Νίκος Καββαδίας - Βάρδια (1954)
[κριτικὴ στὸ μυθιστόρημα]

Φωτογραφία ἐξωφύλλου
τοῦ Pierre Devin ἀπὸ τὸ
λιμάνι τῆς Θεσσαλονίκης.
Προμετωπίδα καὶ τέσσερις
παραλλαγὲς στὸ ἴδιο θέμα
τοῦ Γιάννη Τσαρούχη

Στὸν Παναγῆ Γιαννουλᾶτο

Ferdinand: Is she dead?
Bosola: She is what you would have her. Fix your eye here.
Ferdinand: Constantly.
Bosola: Do you not weep?
Others sins only speak; murder shrieks out.
The element of water moistens the earth.
But blood flies upward and bedews the heavens.
Ferdinand: Cover her face; mine eyes dazzle; She died young.
Webster
(From «The Duchess of Malfi»)

«...Ἀπόξω νετάρανε τοὺς κάβους ἀπὸ τὶς δέστρες, δυὸ γυναῖκες μὲ φορέματα βραδινά.
Ὅταν τελειώσανε, σηκῶσαν τὰ μαντήλια καὶ χαιρετήσανε.»
Melbourne 15.08.1951 s/s Cyrenia
Tyrrenian Sea 21.12.1952 s/s Cyrenia

* Ὁρισμένα ἀποσπάσματα τοῦ μυθιστορήματος εἶναι ἀφιερωμένα στοὺς:
Ἰσμήνη καὶ Θωμᾶ Πολίτη
Γρηγόρη Μπενάκη
Τατιάνα Μιλλιέξ
Θανάση Καραβία
Εὔα Δελῆ
Νίκο Φαμελιάρη
Ζένια Καββαδία

Ὁ Νίκος Καββαδίας (1910-1975) ἔγινε πολὺ νωρὶς γνωστὸς στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴν πρώτη του ποιητικὴ συλλογὴ «Μαραμπού», ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1933 καὶ ποὺ γιὰ καιρὸ πλῆθος ναυτικοὶ τὴν ἤξεραν ἀπ᾿ ἔξω. Διατήρησε σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ τὸ παρωνύμιο «Μαραμπού», τ᾿ ὄνομα τοῦ κακοσήμαδου καὶ καταραμένου πουλιοῦ ποὺ εἶχε διαλέξει στὰ εἴκοσί του χρόνια γιὰ νὰ συμβολίσει τὸν ἑαυτό του.

Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο δημοσίευσε τὴν «Βάρδια» τὸ 1954, προτοῦ σωπάσει γιὰ εἴκοσι χρόνια, ἦταν γιὰ νὰ ἐξερευνήσει ἕνα νέο ἐκφραστικὸ τρόπο. Ὀνειρεύτηκε ἐν συνεχείᾳ - ἢ καμώθηκε πὼς ὀνειρεύτηκε - νὰ γράψει Ἀπομνημονεύματα. «Μὰ θὰ μὲ σκοτώσουν ἂν τὰ διηγηθῶ ὅλα», συνήθιζε νὰ λέει. Στὴν πραγματικότητα ἡ ἴδια ἡ «Βάρδια» ἦταν μυθιστόρημα, ποίημα καὶ ἀναμνήσεις συγχρόνως.

Μέσα στὸ βιβλίο ὑπάρχει καταρχὰς ἡ ἱστορία ἑνὸς ταξιδιοῦ. Στὴ θάλασσα τῆς Κίνας ἕνα παμπάλαιο φορτηγό, σαραβαλιασμένο -ἕνα ἀπὸ κεῖνα τὰ σαπιοκάραβα ποὺ εἶχαν ἤδη πουληθεῖ γιὰ παλιοσίδερα καὶ ποὺ οἱ Ἕλληνες ἐφοπλιστὲς τὰ πήγαιναν γιὰ ἐπιδιόρθωση στὸ Ρόττερνταμ καὶ ὕστερα τὰ ῾βαζαν νὰ γυρίζουν τὶς θάλασσες γιὰ χρόνια ἀκόμα- ἔχει βάλει πλώρη γιὰ τὸ Σαντούν.

Ἀλλὰ τὸ οὐσιῶδες ἔγκειται στὶς συνομιλίες. Σ᾿ αὐτὲς ἀκριβῶς θεμελιώνεται τὸ ἔργο. Στὶς ἀτέλειωτες ὧρες τῆς βάρδιας οἱ ναυτικοὶ -ὁ θερμαστής, ὁ καπετάνιος, ἢ ὁ ἀσυρματιστής, ὅπως ἦταν ὁ συγγραφέας- ἀναμασοῦν ἀπὸ κοινοῦ τὴν κατάστασή τους. Τὴ ζωή τους τὴν ἀντιλαμβάνονται ὡς κατάρα, ἀλλὰ μία κατάρα ποὺ τὴν ἀποδέχονται καὶ τὴν ἐπιζητοῦν: Δὲν ὑπάρχει γι᾿ αὐτοὺς χειρότερη δυστυχία ἀπὸ τὴ ζωὴ στὴ στεριά, τὴν ἀναγκαστικὴ ἀργία, τὴν ἀποχώρηση ποὺ τοὺς θάβουν ζωντανούς. Ὑπάρχει μία παράδοξη διαλεκτικὴ ἀγάπης καὶ μίσους, δυσπιστίας καὶ συνενοχῆς ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ναυτικοὺς καὶ τὸ πλοῖο τους: Αἰχμάλωτοι καὶ ξεριζωμένοι μαζί, ἀπεχθάνονται καθετὶ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς ἐλευθερώσει, νὰ σταματήσει τὴν πορεία τους.

Μέσῳ τῶν συζητήσεών τους εἰσάγονται στὴν ἀφήγηση ἀνέκδοτα καὶ ἀναμνήσεις - μία ὁλόκληρη σειρὰ ἀπὸ ἱστορίες, ἐκτεταμένες ἢ σύντομες, κωμικὲς ἢ φρικιαστικές, πάντα συναρπαστικές, ποὺ συνιστοῦν ἕνα δεύτερο πλάνο τοῦ ἔργου. Τὶς πιὸ μακριὲς ἀφηγήσεις τὶς κάνει ὁ ἀσυρματιστὴς ποὺ ἐκπροσωπεῖ σαφῶς τὸ συγγραφέα καὶ ἐξάλλου ὀνομάζεται Νικόλας, ὅπως ἐκεῖνος. Ὅταν ἡ ἀφήγηση περνάει στὸ πρῶτο πρόσωπο, περίπου στὴ μέση του βιβλίου, τὸ μυθιστόρημα φτάνει στὴν ἀρτίωσή του. Μὲ τὸ τέχνασμα αὐτὸ ἀποκτᾶ πρῶτα πρῶτα μία λυρικὴ διάσταση: Ἕνα πλῆθος ἀπὸ ὀνειροπολήσεις ἢ φαντασιώσεις ἐκφράζονται μέσῳ ἀληθινῶν ποιημάτων σὲ πρόζα. Ἀλλὰ κυρίως τὸ μυθιστόρημα παίρνει τώρα ὁριστικὰ ἕναν χαρακτήρα ἐξομολόγησης. Ἐξάλλου, ὅλες οἱ ἀφηγήσεις τῶν ναυτικῶν εἶναι ἐπίσης ἐξομολογήσεις ποὺ ἀποσπῶνται ἀπὸ χείλη ποὺ μοιάζουν νὰ μὴν θέλουν νὰ τὶς κάνουν. Οἱ ἐξομολογήσεις τοῦ ἀσυρματιστῆ, ποὺ εἴτε τραβοῦν σὲ μάκρος εἴτε, ἐντελῶς ἀντίθετα, κομματιάζονται καὶ ὁλοκληρώνονται στὰ κλεφτὰ μὲ ἀποσπάσματα στὴ μέση ἄλλων ἀφηγήσεων, κυριαρχοῦν στὸ ἔργο. Ἕνα αἴσθημα ἐνοχῆς τεράστιο, ἐμετικό, ἀφόρητο ἀναδίδεται ἀπ᾿ αὐτές: «Ὅ,τι ἀγγίζω σαπίζει. Δὲν πεθαίνει, σαπίζει».

Μέσα σ᾿ ἕνα κλίμα συντέλειας τοῦ κόσμου ἡ πατρίδα-Ἀνατολὴ δὲν ἐπιφυλάσσει στὸν ταξιδιώτη παρὰ τὸ θέαμα τῆς ἐρήμωσης, τῆς πορνείας, τῆς σύφιλης καὶ τοῦ θανάτου - καθρέφτη ἀψευδοῦς της σήψης τοῦ παρελθόντος ποὺ ἔχει μόλις βγεῖ στὴν ἐπιφάνεια ἀκολουθώντας τὸ νῆμα τῶν ἀναμνήσεων. Σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο καταγωγῆς δὲν μποροῦν κἂν ν᾿ ἀράξουν. Ὁ αἰώνιος πλάνης δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα τῆς ἐπιστροφῆς. Περιπέτεια ξεχωριστή, ἐξωτική, φαντασμαγορία μὲ χίλια χρώματα, πότε ποιητική, πότε ἄσεμνη, πότε παραληρηματική. Μὰ σίγουρα καὶ ἀκόμα πιὸ πολύ, εἰκόνα πιθανή, εἰκόνα πολὺ ἀληθοφανὴς τῆς ἄχαρης μοίρας μας.

Michel Saunier

(Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς γαλλικῆς ἔκδοσης τῆς «Βάρδιας»)

1η ἔκδοση: Ἀ. Καραβίας, 1954
2η ἔκδοση: Κέδρος, 1980-1989
3η ἔκδοση: Ἄγρα, 1989

ISBN 960-325-040-6