Ἡ μεγαλοσύνη τῶν ἐθνῶν δὲ μετριέται μὲ τὸ στρέμμα. Μὲ τῆς καρδιᾶς τὸ πύρωμα μετριέται καὶ τὸ αἷμα. |
Οἱ Χαιρετισμοὶ τῆς ἨλιογέννητηςΚάποια ρόδα εἶν᾿ ἕτοιμα ν᾿ ἀνθίσουν |
Ὁ θάνατος τῶν Ἀρχαίων... Κ᾿ εἶναι συνοδειὰ χωρὶς ξαφτέρουγα Καὶ γυναῖκες οὔτε, οὔτε παιδιὰ Κοντοστέκουν καὶ τρικλίζουν Κ᾿ ἔτσι πᾶν, καὶ τοὺς τρομάζουν Κ᾿ εἶναι σὰ βγαλμένοι ἀπό ῾να σκύψιμο Κ᾿ εἶναι σὰ βγαλμένοι ἀπὸ λογάριασμα Καὶ ραβδιὰ κρατᾶν προσκυνητάδων Κ᾿ ἕνας ἕνας κι ἀπὸ δυὸ «Τ᾿ εἶναι τὰ δεφτέρια ποὺ κρατᾶτε Κάτι σάλεψε, κυμάτισαν τὰ πλήθη, «Εἶν᾿ ἐδῶ κλειστοὶ μέσ᾿ στὰ κιβούρια, Κ᾿ εἶναι τῆς Ἀλήθειας οἱ διδάχοι, Κ᾿ εἶναι οἱ Πλάτωνες, καὶ πίσω τους, Τὴ στερνὴ πατρίδα τους τὴν παρατᾶν «Τοὺς γνωρίζω, τοὺς γνωρίζω, Καὶ τὸ λόγο ποὺ ἀρχινῆσαν Καὶ κρυψῶνες ηὕρανε καὶ σκῆτες, Κι ἀπ᾿ τοὺς πάπυρους ἐκείνους μιὰ ψυχὴ «Θὰ διαβοῦμε καὶ στεριὲς καὶ πέλαγα, Ὅπου πᾶμε, θἄβρουμε πατρίδες Τ᾿ Ἄλπεια τὰ βουνὰ θὰ δρασκελήσουμε, Καὶ πλανῆτες μὲ δικό μας φῶς, Καὶ ὁ Κελτὸς καὶ ὁ Γότθος κι ὁ Ἀλαμάνος, Τοῦ οἰκοδόμου θὰ τοῦ δείξουνε ρυθμούς, Μόλις βγοῦμε ἀπ᾿ αὐτὸ δὰ τὸ κοιμητήρι Ὀλύμπων κορφὲς καὶ Παρνασσῶν! Κ᾿ οἱ κακόσορτοι σοφοὶ καὶ οἱ στέρφοι ἔτσι βλέποντάς μας χρυσοφτέρουγους |
Οἱ πολυθεοίΜακαρισμένος ἐσὺ ποὺ μελέτησες Εἶδες τὸν κόσμο κι ἀτέλειωτο κι ἄναρχο Στοὺς χριστιανοὺς τοὺς μισόζωους ἀνάμεσα Κι ἀφοῦ τὸ τέκνο μεγάλωσες, ἔνιωσες Σοφός, κριτὴς καὶ προφήτης μᾶς μοίρασες Ὅμως ὁ ἀέρας τριγύρω στὴ φλόγα σου |
Ἡ ξενητεμένη... Γύρισε πάλι, γύρισε στὰ μέρη ποὺ ἐγεννήθης! |
Ἡ νίκηἘδῶ στὸ ἑλληνικὸ τὸ χῶμα, στὸ χῶμα τοῦτο πάντα ἀνθοῦνε Εἶδα τὴ Νίκη τὴ μεγάλη, Ἀσύγκριτη σὰν τὴν ἰδέα, Τὴν εἶδα. Μὲ τὸ πέταμά της Δὲν ἔτρεχε νὰ φτάσῃ πρώτη, γονατιστός, μὲ θαμπωμένα Ἐσὺ ποὺ δείχνεις πὼς ἀνθοῦνε |
Ἡ νίκηΤὸ τελευταῖο ποίημα τοῦ ποιητῆ,ἐντὸς τοῦ Β´ παγκοσμίου πολέμου Παιδιά μου ὁ πόλεμος, Κι᾿ ἂν εἶναι, καὶ στὸν πόλεμο |
Ὁ πιὸ τρανὸς καημός μουΤὴν ὥρα τὴν ὑπέρτατη ποὺ θὰ τὸ σβῇ τὸ φῶς μου Δὲ θὰ εἶν᾿ οἱ κούφιοι λογισμοί, τὰ χρόνια τὰ χαμένα, Ὁ πιὸ τρανὸς καημός μου |
ΔεξίλεωςΚι ἀπὸ τὸ πρῶτο μάρμαρο κι ἀπὸ τὸ πρῶτο μνῆμα Ἐμὲ Δεξίλεο μὲ λέν, παιδὶ εἶμαι τῆς Ἀθήνας, |
Ρόδου ΜοσκοβόλημαἘφέτος ἄγρια μ᾿ ἔδειρεν ἡ βαρυχειμωνιὰ Μὰ χτὲς καθὼς μὲ θάρρεψε τὸ γέλιο τοῦ Μαρτιοῦ 1905 |
Ἓν ἄνθοςΚαὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο Ἓν ἄνθος ὅμοιο μὲ ἀνεμώνη Τὰ μάτια ἀνοίγοντ᾿ ἐκεῖ πέρα Ἐκεῖ θαμπώνουνε τὰ μάτια Κ᾿ ἡ φαντασία ἀμέσως βλέπει τὴν Ὀμορφιά, ποὺ τρισμεγάλη, Καὶ κάθεται σὲ δόξας θρόνο, Καὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο Ἐδῶ ἀπὸ τἄστρα ἡ Τέχνη φτάνει, Ἐδῶ δὲν ἔρχεται ἡ παρθένα Ἐδῶ μ᾿ εὐλάβεια καὶ τὸ ἀγέρι γλυκὰ φιλιὰ ἀπὸ τὰ ταιράκια Ὁ Παρθενώνας μὲ φεγγάρι Κ᾿ οἱ ἕξι ἀλύγιστες Παρθένες Κι ἀγάλματα, πέτρες, κολῶνες Σμίγουν ἐδῶ θεοὶ καὶ χρόνοι Καὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο - Ἐγὼ εἶμαι τἄνθος τὸ παρθένο Κι ἀνθῶ καὶ χαίρομαι τὰ κάλλη Κι ἀπὸ τοῦ κάμπου τἄνθη τἄλλα Μέσ᾿ στὴ σκιὰ ποὺ ρίχνει ἐμπρός μου Κι ἀγνώριστο, κι ἀχνό, μιὰ στάλα, Γιατί στὸν κόσμο εἶναι ζευγάρι Γιατί στὸν κόσμο - ἄκου καὶ τάλλο - Γιατί σὰν τἄστρο φῶς ἀφίνει Κι ὁ Παρθενώνας φεγγοβόλος Ἐνῶ σ᾿ ἐμένα φτωχὰ νιάτα, Ἐγὼ εἶμαι τἄνθος ποὺ κρυμμένο, μέσα στὰ κάλλη, στὴ γαλήνη σκορπίζω μίαν ἀνατριχίλα, Καὶ τὰ λιθάρια τἀκουσμένα Καὶ κοίτα! καθεμιὰ Καρυάτις καὶ τίποτε δὲν ἔχει πλάνο Καὶ κοίτα! καθεμιὰ Καρυάτις Ἐδῶ στὴ δόξα τῶν αἰώνων, ἐδῶ στὴν ἔρμη ἀθανασία, κάποιας παράδεισος, μαζί σου |
Οὐράνια... Πρὶν ἀρχίσουν τὸ διάβα τους Καὶ πάλι θεὸς ὕστατος Ἡ γῆ μας γῆ ἄφθαρτων Στὰ ἐντάφια λευκὰ σάβανα Ἡ ἀρχαία ψυχὴ ζῆ μέσα μας ... Μαγικὸ μισοδιάφανο τοῦ ὡραίου ποὺ δείχνει ἀπόμακρα Θαῦμα θαυμάτων μέσα μου Ἀσάλευτη, πανύψηλην πλέον βαθὺ ἀπ᾿ τὸν Ἔρωτα, |
Ὁ ΣάτυροςὍλα γυμνὰ τριγύρω μας, Ἐδῶ εἶν᾿ ἀριὰ κι ἀταίριαστα Ἐδῶ τὰ πάντα ξέστηθα Ἐδῶ ὁ λεβέντης μάγεμα, - Παράτησε τὸ φόρεμα Σκίσε τὸν πέπλο, πέταξε Καὶ γίνε ἀτάραχο ἄγαλμα, Καὶ παῖξε καὶ παράστησε Μέτωπο, μάτια, κύματα Καὶ ὁλόκαρδα, κι ἀμπόδιστα Νὰ πιῶ στὰ ροδοχάραγα, Μακριά μας ὅσα ἀταίριαστα, - Στὴ γύμνια τὴν ἡλιόκαλη Κάτι γυμνὸ καὶ ξέσκεπο Ὁ Σάτυρος. Καὶ ρίζωσα |
ΧειμάρραἊς ἄνθισαν οἱ μυγδαλιές, κι ἂς τὴν κρυφομηνᾶτε Ἂς εἶναι μέσα μου ἡ καρδιὰ σκληρὰ σφιχτοδεμένη Ἂς ἄνθισαν οἱ μυγδαλιές. Νά! Ὁ οὐρανὸς θολώνει, Ἂς κλαίει καὶ μέσα μου ἡ καρδιά. Κι ἀπὸ τὰ κλάματά της |
Ὤ! Πόλη!Ὤ! Πόλη! Ἐσὺ τοῦ πράσινου διθάλασσο ὅραμα, Ἀπὸ Βοριᾶ, ἀπὸ Δύση κι ἀπ᾿ Ἀνατολή, |
Νερὸν ἤθελα νἄπινα στῆς Ἄρνας τὰ λαγγάδια, τῆς ἀρνησιᾶς νὰ μ᾿ ἔζωναν τὰ τρίσβαθα σκοτάδια. Τάχα θἄβλεπ᾿ ἀγνώριστα Ἢ τάχα νόμος ἅγιος, |
Καβάλλα πάει ὁ Χάροντας τὸ Διγενῆ στὸν Ἅδη, κι ἄλλους μαζί... Κλαίει, δέρνεται τ᾿ ἀνθρώπινο κοπάδι. Καὶ τοὺς κρατεῖ στοῦ ἀλόγου του Καὶ σὰ νὰ μὴν τὸν πάτησε |
- Ὁ Ἀκρίτας εἶμαι, Χάροντα, δὲν περνῶ μὲ τὰ χρόνια. Μ᾿ ἄγγιξες καὶ δὲ μ᾿ ἔνοιωσες στὰ μαρμαρένια ἁλώνια; Εἶμ᾿ ἐγὼ ἡ ἀκατάλυτη Δὲ χάνομαι στὰ Τάρταρα, |
* * *
Στοῦ σοφοῦ τὸ παράθυρο ποῦ σκύβει νύχτα μέρα στῆς μελέτης τ᾿ ἀπόκρυφα, ἡ Φύσις ἡ μητέρα ἔστρωσε μοσχομύριστη Τ᾿ ἀταίριαστα καὶ τ᾿ ἄμοιαστα, |
Δίδυμα τέκνα γέννησαν ὁ Φοῖβος κ᾿ ἡ Ἁρμονία ἐσᾶς, Πολύμνια ψάλτρια, φιλόσοφε Οὐρανία! Ἡ πρώτη τὸν ἀμάραντον Ἀλλὰ τόσο ταιριάζουνε |
* * *
Μὲ πελέκι ἀστραπόμορφον ἡ ἀλύπητη Ἐπιστήμη χτυπάει καὶ σπάει τὸ Εἴδωλο καὶ τὸ ρίχνει συντρίμμι. Κ᾿ ὕστερα γίνετ᾿ εἴδωλον Κ᾿ ἔτσι ἁλυσίδες γύρω μας |
Ξένε σοφέ, πὼς ἤθελα τὸ φθαρτό μου τραγούδι νὰ σμίξω μὲ τοῦ λόγου σου τὸ ἀθάνατο λουλούδι. «- Μάθε πὼς τὰ συστήματα πὼς δὲν ἀξίζουν τίποτε |
* * *
Ἡ μαύρη Λάμια ποὺ ἔκλεισε στὴν καρδιά της τὸν Ἅδη, νὰ κατέβω μὲ πρόσταξε μεσ᾿ στὸ ξερὸ πηγάδι, νἄβρω τὸ δαχτυλίδι της Ψάχνω, δὲ βρίσκω τίποτε... |
Ἥλιε, ἐσύ, πηγὴ ἀστείρευτη κάθε ζωῆς, εἰκόνα τοῦ ὡραίου ὑπερτέλεια καὶ τοῦ Ἀπείρου κορῶνα. Πρὶν ἀρχίσουν τὸ διάβα τους Καὶ πάλι θεὸς ὕστατος |
Ἡ γῆ μας γῆ τῶν ἄφθαρτων ἀερικῶν καὶ εἰδώλων, πασίχαρος καὶ ὑπέρτατος θεός μας εἶναι ὁ Ἀπόλλων. Στὰ ἐντάφια λευκὰ σάβανα Ἡ ἀρχαία ψυχὴ ζῆ μέσα μας |
Βραδινὴ Φωτιά- Θυμᾶσαι τὴ φτωχούλα τὴν καλύβα —Τον ἀσκητὴ θυμᾶσαι τῆς καλύβας; (Τάχα κλέφτης; καλόγερος; βοσκός;) - Θυμᾶσαι τὴ χλωμὴ σωμένη του ὄψη καὶ τ᾿ ἀλαφροσκυμμένο του κορμί; - Θυμᾶσαι τὴ φωτιὰ στὸ πλούσιο δάσος, τὴ βραδινὴ φωτιὰ τὴν ξαφνική; - Θυμᾶσαι; Τί ν᾿ ἀπόγινε; Κανένας δὲν τὸν ξανάειδε πιὰ τὸν ἀσκητή. |
Δυὸ ΜάτιαΤοῦ λύχνου μου τὸ λάδι σώθηκε, Ὁ κόσμος δὲν ὑπάρχει. Ἀπὸ τῆς ἄβυσσος Μόνο δυὸ μάτια στὰ σκοτάδια φέγγουνε. |
Ἡ Ἀγάπη μας...Ἡ Ἀγάπη μας παιδούλα στὰ χρόνια. Ἡ Ἀγάπη μας, παιδούλα... μὰ νά, στὸ πρόσωπό της [Βραδινὴ Φωτιὰ Α´] |
Στὴ γυναίκα μουἘδῶ τὸ σπίτι ἄνθιζ᾿, ἐδῶ τὸ πράσινο βλαστάρι Ἐδῶ τοῦ πόθου δυὸ πηγὲς μᾶς δρόσιζαν τὰ χρόνια, Ἐδῶ γλυκαπολάψαμε τῆς πρωτογεννημένης Ἐδῶ πρωτοδεχτήκαμε στὴν ἀγκαλιὰ μιὰ μέρα Ἐδῶ τὰ νιάτα σου ἤτανε καὶ στὴ φροντίδα ἀπάνου Ἐδῶ τὸ σπίτι ἄνθιζ᾿, ἐδῶ τὸ πράσινο βλαστάρι Ἐδῶ ἡ ζωὴ ποὺ πέθανεν ἤθελε νεκροθάφτη |
Τὰ σκολειὰ χτίστεΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΡΙΩΝ ΣΤΡΟΦΩΝ … Λιτὰ χτίστε τα, ἁπλόχωρα, Καὶ τὰ πορτοπαράθυρα τῶν τοίχων Γιομίζοντάς τα νὰ τὰ ζωντανεύουν ΟΛΟΝ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ: Μὲ τὴ φλόγα ποὺ ψαίνει καὶ ποὺ πλάθει, Κάτου σημάδια ποὺ ἔμπηξε τὸ ψέμα! Λιτὰ χτίστε τα, ἁπλόχωρα, μεγάλα, Καὶ τὰ πορτοπαράθυρα τῶν τοίχων Γιομίζοντὰς τα νὰ τὰ ζωντανεύουν Τοῦ τραγουδιοῦ τὴ γλώσσα ἀντιλαλώντας, Τὰ σκολειὰ χτίστε, ὑψῶστε τὰ πλατάνια λογῆς, κεχριμπαρένια, ἄλικα, μαῦρα. Καὶ βαθιοὺς τράφους γύρω γύρω σκάφτε Ξόβεργα καὶ καρφιὰ κρατᾶ καὶ πάει |
ἈγοράΠάντα διψᾶς - ὅπως διψάει τὸ πρωτοβρόχι Κι ὅλο τραβάει μὲ τὰ πουλιὰ καὶ μὲ τὰ κήτη, Καὶ τὸ καράβι καὶ τὸ σπίτι σοῦ εἶπαν: «Ὄχι! [Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1896] |
Ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὰ δέντραἈπὸ πάνω ἀπὸ τὰ δέντρα τὸ φεγγάρι Νύχτα μου εἶν᾿ ἡ γνώμη, πίκρα καὶ ἡ καρδιά μου. Σὲ γιομίζει, καὶ ἀναβρύζει, συντριβάνι [Τὰ Παθητικὰ Κρυφομιλήματα, 1920] |
Τὰ ΦτεράToutes blanches et toutes d ᾿ or... Ὁλόλευκα, ὁλόχρυσα, [Ξανατονισμένη μουσική, 1890] |
ἩδονισμόςἈπὸ τραγούδια ἕν᾿ ἄυλο κομπολόι Γυμνοί. Καὶ σὰν κισσὸς θὰ σκαρφαλώσω Τὸ κρασὶ ποὺ ξανάφτει καὶ τὸ γάλα Καὶ στὰ πόδια σου τ᾿ ἀσπροσκαλισμένα, [Βραδυνὴ Φωτιὰ Β´] |
...στὴ Μαίρη Κουτσούρη......Καὶ μοῦ ῾πανε: «ξεψύχησε μὲ τοὺς δικούς σου στίχους» Βαρκούλα τὴ ψυχούλα της Μὲ τὸν ποιητὴ θὰ ὑψώθηκε μοίρα συντροφικὴ Στὴ μεταμόρφωση αὐτή, τοῦ ὀνείρου ἡ μουσική... Βαρκούλα τὴ ψυχούλα της |
Δεκατετράστιχο [69]Τῆς καρδιᾶς μου τὸ σκόρπισμα γυρεύει Εἴτε κ᾿ ἡ ἀγάπη σὲ γλυκοχαϊδεύει, Τρύπια φελούκα μισοβουλιασμένη Μυστικολάτρα ὁρμὴ μ᾿ ἐσὲ μὲ δένει, [Τὰ Δεκατετράστιχα, 1919] |
Δεκατετράστιχο [126]Θεέ μου! Θεέ μου! Μὰ τίποτε δὲν ἔχω Ἀπὸ βουλή, ἀπὸ γνώμη δὲν κατέχω. τὸ ψέμα...Εἶμαι σὰν ἕνα θηλυκὸ βλέπει ὅλο ἀγνάντια του...Εἶμαι τὸ κακὸ [Τὰ Δεκατετράστιχα, 1919] |
Ποίημα γιὰ τὸν ΚαραϊσκάκηἈπό «. Πόλεμος θἄρχιζε. Στὰ ξάγναντα, μπροστά μου, Ὅσο κι ἂν ἔγερν᾿ ἐμὲ δείλια πρὸς τὰ χάμου, Καὶ νά! ἀπὸ τοῦ βουνοῦ τὴν κορωμένη ράχη τὴν κατεβαίνανε, καὶ σ᾿ ὅλους μέσα ποιός; [«Τὰ δεκατετράστιχα», |
Σ᾿ αὐτὸν τὸ λάκκο 3Σ᾿ αὐτὸν τὸ λάκκο τὸν πιὸ πικρὸ Σ᾿ αὐτὸν τὸ λάκκο τὸν πιὸ βαθὺ [Τὰ Παθητικὰ Κρυφομιλήματα, 1920] |
Ὅταν ἤμουνα Βασιλιάς...PIERRE BAUDRY Στὴν χώρα τὴν ὀνειρευτὴ ποὺ ζοῦσα βασιλιάς, Καὶ τότε τῶν προγόνω μου πετώντας τὴν πορφύρα, Γιὰ νὰ μπορέσω πιὸ καλὰ νὰ ψάξω ἀπάνου, χάμου, Καὶ τώρα ἐγὼ πού, ἀφορισμένος, λείψανο, ρημάδι, [Ξανατονισμένη μουσική, 1890] |
Τὸ χάρισμαΣοῦ φέρνω ἀπ᾿ τὴ γαλάζια μου πατρίδα Εἶδα τὸν ἥλιο κι εἶδα κάθε ἀστέρι, Ρουμπίνια ἐδῶ κι ἐκεῖ μαργαριτάρια Κι εἶναι ἀπὸ αἷμα κάθε τῆς ρουμπίνι... [Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, 1892] |
Ὕστερ᾿ ἀπὸ τὴ ζωήΣὰν πεθάνω, σὰν τὸ κερὶ θὰ σβήσω, Κανένας οὐρανὸς δὲ θὰ μὲ πάρει; Θὰ χαθεῖ; Δὲ θὰ γίνει γαλαξίας; Τὸ ἄστρο τῆς ἀνυπόταχτης ἀγάπης |
Ὁ Ὀλυμπιακὸς ὝμνοςἈρχαῖο Πνεῦμ᾿ ἀθάνατο, ἁγνὲ πατέρα Στὸ δρόμο καὶ στὸ πάλεμα καὶ στὸ λιθάρι, Κάμποι, βουνὰ καὶ πέλαγα φέγγουν μαζί σου (Ἀσάλευτη Ζωή, 1896)
|
Πάει καὶ τὸ Λίγο Φῶς...Πάει καὶ τὸ λίγο φῶς, δετός, ἄνεργος, νύχτα, τρέμω, καίω. |
Τὸ Διαμαντένιο του Ὄρθρου μου...Τὸ διαμαντένιο του ὄρθρου μου πετράδι! Σ᾿ ἀγαπῶ μὲ τὸν ἥλιο, μὲ τὸ ἀστέρι Σ᾿ ἀγαπῶ μὲ τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀηδόνια, Σ᾿ ἀγαπῶ μὲ τῆς θλίψης τὰ τρηδόνια |
Τὸ ΦάντασμαὩραῖε νεκρέ, μονάρχη ἐσὺ τοῦ μυστικοῦ οὐρανοῦ μου |
Ὕμνος τῶν ΑἰώνωνΜητέρα μας πολύπαθη, ὦ ἀθάνατη, Καὶ οἱ πέτρες ποὺ τὶς ἔστησε στὸ χῶμα σου Κι αὐτὸ τὸ κάστρο ποὺ μουγγρίζει μέσα του Καὶ τοῦ Σλάβου τὸ διάβα ἀντιλαλούμενο Ὅλα ἕνα νύφης φόρεμα σοῦ ὑφαίνουνε, Ὦ τίμια φυλαχτά, στολίδια ἀταίριαστα, |
Ὦ Πηνελόπη, Ἀγρύπνησα...Ὦ Πηνελόπη, ἀγρύπνησα, ῾τι μοῦ εἶχες γίνει ταῖρι, |
Ἔρχομ᾿ Ἐγώ...Ἔρχομ᾿ ἐγώ, φτάνω ἐγὼ πρὸς Ἐσένα! K᾿ ἔτσι σὲ ἡμέραν ἠλιόκαλην ὅπως Καὶ τῆς καρδιᾶς: ―Ξερριζώσου, τῆς εἶπα, |
«Σατυρικὰ γυμνάσματα», δεύτερη σειρά1. Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι, κομματάρχηδες καὶ κοτζαμπασῆδες, ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι! Ρωμαίικο, νά! Μὲ γειά σου, μὲ χαρά σου. μέρος β´Οἱ βωμοὶ συντριμμένοι καὶ σβησμένα Σὰν ἀγριμιῶν καὶ σὰν ἀρνιῶν κοπάδια Βάρβαροι σὲ ναοὺς τὶς προσκυνᾶνε. Τ᾿ ἄτι σου ἀκόμα μᾶς πατᾷ, Μπραΐμη! 4 γιὰ τὴν πατρὶς καυγᾶ στοὺς καφενέδες. Φαγοπότι, ξαπλωταριό, τὰ ἴδια. τ᾿ ἀνταμώνει ἀττικώτατη ἁρμονία. τὸν Περικλῆ. Μὰ ὁ Χασεκὴς τῆς πρέπει. |
Σταλμένο τοῦ ποιητῆ Λ. ΜαβίληΣτὴ σιγαλιὰ ἡ ψυχή σου εἶναι φευγάτη, Σ᾿ ἀλαβαστρένια γάστρα ὁλογιομάτη Γάστρα εἶν᾿ ὁ στίχος, καὶ λουλούδι ὁ νοῦς σου. τὸν καπνὸ τῆς μπαρούτης ηὗρε ταίρι 1896 |
ΜικρούλαἜλα μικρούλα, καὶ στ᾿ ἀχνὸ Ἐκεῖ τὰ χιόνια του ὁ Χιονιᾶς καὶ σὰν παλεύουν τὰ στοιχειά, Ἐκεῖ εἶναι ὁ Λύκος ποὺ πεινᾷ, |
Ὁ γκρεμιστήςἈκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης, |
ΒραχώριΠόσες μᾶς θρέψανε στιγμές, καὶ πῶς τὶς λησμονοῦμε! Χαρά, τρισύλλαβο ὄνομα λαμπρόηχο, τὸ Βραχώρι! Ηὗρα μές᾿ στὰ λαγκάδια σου παρθένα κατατόπια. Θυμοῦμαι: Κάποιας λίμνης σου φανταχτερῆς μία μέρα Τῆς Μούσας ὑποτακτικός, δικούς μου ἀνοίγω δρόμους Πρόκοβε, χώρα εὐλογητή, καθάρια, καρποφόρα. Γραμμένο γιὰ τὸ «Θάρρος». Ἀθήνα, 14-12-1926. |
ΧριστούγενναΤί φῶς καὶ χρῶμα κι ἐμορφιὰ νὰ σκόρπιζε τ᾿ ἀστέρι, Νἄμουν τοῦ σταύλου ἕν᾿ ἄχυρο, ἕνα φτωχὸ κομμάτι, Νὰ ἰδῶ τὴν πρώτη του ματιὰ καὶ τὸ χαμόγελό του, Νὰ λάμψω ἀπὸ τὴ λάμψι του κι᾿ ἐγὼ σὰν διαμαντάκι Νὰ μοσκοβοληθῶ κι᾿ ἐγὼ ἀπὸ τὴν εὐωδία, Ἄχ, ἄχ, χριστουγεννιάτικο τῆς φαμελιᾶς τραπέζι, Τὰ ποτηράκια ἠχοῦν γλυκά, λαμποκοποῦν τὰ πιάτα, Γάλλος στὴ μέση ὁλόζεστος μοσχοβολᾶ, ῥοδίζει, Καὶ νά, ἀρχίζει ἀκούραστη ὁ πάππος ὁμιλία, Νἄμουν τοῦ σταύλου ἕνα ἄχυρο ἕνα φτωχὸ κομμάτι |
Ὁ ἑλληνικὸς ὕμνος
|
Ἡ ἀρχήΣὲ ξένη χώρα γυριστὴς καλέστηκα σὲ γάμο, Ὅλο καὶ δρόμος, κι ὅλο ἐμπρός· μὰ ὅσο νὰ φτάσω σὲ ἄκρη, Ἦχοι παλιοὶ καὶ γνώριμοί μου γλυκοψιθυρίζουν Καὶ ξανασμίγω ἀθέλητα καὶ ξαναλέω τὴ ρίμα Ἀσάλευτη ζωή, 1904 |
ἈγάπεςἌλλοι ἀγαπᾶν τὰ ντροπαλὰ καὶ τὰ μικρούλια, Εὐφραίνουν ἄλλους γύρω στῆς γωνιᾶς τὰ θράκια Κι ἄλλοι βαθιοὺς διψᾶν τοὺς ἴσκιους μέσ᾿ στὰ δάση, ἐσένα ἀγάπη δὲ σὲ δένει μὲ τὴν πλάση· 1896 Ἀσάλευτη ζωή, 1904 |
ἈγοράΠάντα διψᾶς –ὅπως διψάει τὸ πρωτοβρόχι Διψᾶς καὶ τὸ καράβι ποὺ τὸ πέλαο τὸ ᾿χει, Μήτε ἡ παράμερη εὐτυχιὰ ποὺ δὲ σαλεύει, μόνο τ᾿ ἀλάφιασμα τοῦ σκλάβου ποὺ δουλεύει· 1896 Ἀσάλευτη ζωή, 1904 |
ΧαλάσματαΓύρισα στὰ ξανθὰ παιδιάτικα λημέρια, Ἀσάλευτη ζωή, 1904 |
Τραγούδι ἑνὸς πατέραὪ τοῦ σπιτιοῦ μου πρωτογέννητο καμάρι, Τὸ ρόδο ὁλόδροσο δὲν ἔμοιαζες πρὶν πάρῃ καὶ σὰ νὰ ζήταγες βοήθεια, ἄρχισες θρῆνο ὁ πρῶτος θρῆνος. Ἄρχισε τὸ μέγα Δράμα! 1894 Ἀσάλευτη ζωή, 1904 |
Τὸ φάντασμαὩραῖε νεκρέ, μονάρχη ἐσὺ τοῦ μυστικοῦ οὐρανοῦ μου 1906 Ἡ πολιτεία καὶ ἡ μοναξιά, 1912 |
Σὲ μιὰ ποὺ πέθανεΖωούλα ἐσύ, ποὺ σ᾿ ἔσβησε τὸ φύσημα τοῦ Χάρου Ὦ σωπασμένη μουσική, ποὺ ἡ μνήμη δὲ μπορεῖ μου, Σὰ μακρινὸ ξημέρωμα χάραξες μέσ᾿ στὸ νοῦ μου, Καὶ κάτι μέσα μου ἄφησες ξανθὸ σὰν κεχριμπάρι, Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904 |
Τοὺς μενεξέδες...Τοὺς μενεξέδες ἔλυωσε Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904 |
Καὶ τέτοιος...Καὶ τέτοιος ποὺ εἶμαι, καὶ μὲ τέτοια Γι᾿ αὐτὸ μουγκρίζει μέσα μου βαθιά, Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904 |
Πάει τὸ ταξίδι...Πάει τὸ ταξίδι, φτάσαμε. Τ᾿ ὡραῖο νησάκι νά το! Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904 |
Τὸν πόνο σου...Τὸν πόνο σου ἐδῶ πέρα μὴ τὸν παρατᾶς, Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904 |
Ἀλάφρωσε...Ἀλάφρωσε ἀπὸ τὸ λαμπρὸ τραγούδι τὴ φωνή σου, Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904 |
ΣιωπήΜιὰ ψεύτρα εἶν᾿ ἡ βοή, τὰ λόγια εἶναι μαχαίρια, Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904 |
Νύχτα θὰ ξεκινούσαμε...Νύχτα θὰ ξεκινούσαμε, θ᾿ ἀφήναμε τὴν πόλη, Μὰ ὁ ὕπνος μᾶς ἐγέλασε, καὶ ἀργήσαμε στὴν πόλη, Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904 |
Στὸν ποιητὴ ποὺ ἔγινε κριτικός μουὍ,τι κι ἂν κάμεις, Οἱ πεντασύλλαβοι, 1925 |
Δὲν ξέρω ἐγὼ...Δὲν ξέρω ἐγὼ κανένα θεὸ Χρέος, Ἐσὺ μὲ κάνεις δοῦλο, ἐσὺ σατράπη, πότε ἀνθεῖς, περιβόλι ὁλόγυρά μου. σὰ θάλασσας ἀγέρας τὰ πλεμόνια. Ὅ,τι δὲν ἀγαποῦμε, δὲν ὑπάρχει. Σατιρικὰ γυμνάσματα, 1912 |
Σ᾿ ἀγαπῶ...Σ᾿ ἀγαπῶ μὲ τὴ γλώσσα μισοζοῦν, ἀργορεύουν, Σ᾿ ἀγαπῶ μ᾿ ὅλα τ᾿ ἄστρα καὶ τῶν ἴσκιων τὸ σμάρι Τὰ παράκαιρα, 1919 |
Ἀπὸ τὸ «βιβλίο τῶν ὡρῶν»Rainer Maria Rilke Σβύσε τὰ μάτια μου· μπορῶ νὰ σὲ κοιτάζω, 28.1.24 Ξανατονισμένη μουσική, 1930 |
Τὸ τραγούδι τῶν ἄσπρων μαλλιῶνΣὰ νὰ σὲ βλέπω γιὰ πρώτη φορὰ Πάντα σὲ βλέπω γιὰ πρώτη φορὰ Γιὰ τὴν Παράδεισον, Εὔα, ὁ Θεὸς Τάχα νεοφώτιστος τώρα Βραδινὴ φωτιά, 1944 |
ΤαπεινωσύνηἩ περηφάνια μου εἶναι νὰ σταθῶ Σοῦ φέρνω τὸ γυαλὶ ποὺ καθρεφτίζει Στὴ χώρα τῶν ἀπέραντων ὀνειρευτὰ Βραδινὴ φωτιά, 1944 |
ἩδονισμόςἈπὸ τραγούδια ἒν᾿ ἄυλο κομπολόϊ Γυμνοί. Καὶ σὰν κισσὸς θὰ σκαρφαλώσω Τὸ κρασὶ ποὺ ξανάφτει καὶ τὸ γάλα Καὶ στὰ πόδια σου τ᾿ ἀσπροσκαλισμένα, Βραδινὴ φωτιά, 1944 |
Ὅπου διαβεῖς...Ὅπου διαβεῖς, τὸ διάβα σου Καὶ σὲ κρατεῖ. Ὅθε διάβηκες, Κι ἂν πάψῃ σου τὸ πέρασμα, Βωμοί, 1915 |
Πρωΐ...Πρωΐ· μέσα στ᾿ ἀκύμαντα Σὰν ἀπὸ χέρι ἀπότολμο Ἀλλ᾿ ὁ ἥλιος ὑψώθηκεν, Ἴαμβοι καὶ ἀνάπαιστοι, 1897 |
Μιὰ ζωήΣτὸ Βασιλάδι χτύπησα μὲ τὸ σκληρὸ καμάκι Ἅη Σώστη, ἐσὺ μὲ ξάφνισες· τοῦ πλατιοῦ πέλαου βόγγοι, Οἱ καημοὶ τῆς λιμνοθάλασσας, 1912 |
Στὸ σπίτι μας...Στὸ σπίτι μας δὲν ἔμπαινες, πετοῦσες Οἱ Παναγιὲς οἱ χαμηλοβλεποῦσες «Οὐράνια Χάρη, βόηθα τ᾿ ὀρφανό, κ᾿ ἐγώ, καὶ πάντα, τὸ κατατρεμένο. Τὰ δεκατετράστιχα, 1919 |
Στὸν ποιητὴ Μ. ΜαλακάσηΚαὶ καβαλλάρης πέρναγες, ξανθόμαλλο παιδάκι, Οἱ καημοὶ τῆς λιμνοθάλασσας, 1912 |
Ὕστερ᾿ ἀπὸ χρόνιαΣτὸ φίλο Ν. ΚαμπᾶὉ καιρός, ἡ μελέτη, ἡ ξενιτιά, Ἐμένα μ᾿ ηὖρεν ἄπραγο ἡ νυχτιά, Τάχα καὶ ποιοὺς νὰ λάτρεψες θεούς, δὲν κάνουν οἱ καρδιὲς τοὺς ἀδερφούς; 1912 Ἡ πολιτεία καὶ ἡ μοναξιά, 1912 |
Κάποτε κάπου...Κάποτε κάπου ἀφάνταστο τραγούδησα τραγούδι Στ᾿ ἄδειο σεντούκι του γυρτὸς ὁ σφιχτοχέρης, ἴδιος, Βαστῶ μιᾶς φλόγας τὸν καπνὸ κ᾿ ἑνὸς καπνοῦ τὸν ἴσκιο Τὰ παθητικὰ κρυφομιλήματα, 1925 |
Καὶ μέσ᾿ στὸν τάφο...Καὶ μέσ᾿ στὸν τάφο ἀσάλευτο καὶ μεσ᾿ στὸ ζόφο ποὺ μὲ κλεῖ, 1939 Πρόσωπα καὶ μονόλογοι |
Ἀγρύπνησα...J᾿ai fait ce que je pus... Ἀγρύπνησα, ὑπηρέτησα, ἔκαμα ὅ,τι μποροῦσα, 27.2.22 Ξανατονισμένη μουσική, 1930 |
Τὸ τέλοςΣὲ ξένη χώρα γυριστῆς καλέστηκα σὲ γάμο, Καὶ ἡ ξένη χώρα εἶν᾿ ὅραμα, κ᾿ εἶναι καπνὸς τὸ ἄτι, Καὶ σᾶς κρατῶ καθὼς κρατεῖ τὸ ἀξέχαστο παιγνίδι Ἐγώ, τ᾿ ἀδέξιο, τ᾿ ἄβουλο παιδὶ τ᾿ ὀνειροπλάνο. Ἀσάλευτη ζωή, 1904 |