Ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες πνευματικὲς φυσιογνωμίες τῆς νεώτερης Ἑλλάδας καὶ ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ποιητὲς τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Εἶναι ἕνας στοχαστὴς διαχρονικὸς καὶ ἐπίκαιρος.
Τὸ τεράστιο ποιητικό του ἔργο ὑμνεῖ τὴν ἱστορία, τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὸν ὁραματισμὸ τῆς «μεγάλης ἰδέας» γιὰ τὴν πατρίδα, ἀλλὰ παράλληλα ἀσχολεῖται μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ συναισθήματά του.
Ἡ λυρικότητα καὶ ἡ γλωσσοπλαστική του δεινότητα εἶναι μοναδικές. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν ποιητική του ὀντότητα ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς διακρίθηκε καὶ γιὰ τὴν κριτική, φιλολογικὴ ἀλλὰ καὶ διηγηματογραφική του ἐργασία.
Γεννήθηκε στὴν Πάτρα στὶς 13 Ἰανουαρίου τοῦ 1859, ἡ καταγωγή του ὅμως ἦταν ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι. Τὸ 1864 πεθαίνει ἡ μητέρα του Πηνελόπη ἀπὸ πρόωρο τοκετό, ἐνῶ λίγο ἀργότερα, τὸ 1865 πεθαίνει καὶ ὁ πατέρας του Μιχαὴλ Παλαμᾶς. Τὸν ἑπτάχρονο Κωστὴ ἀνέλαβε τότε, ὁ θεῖος του Δημήτριος Παλαμᾶς καὶ τὸν πῆρε στὸ σπίτι του στὸ Μεσολόγγι. Ἐκεῖ ὁ ποιητὴς ἔμεινε ἀπὸ τὸ 1867 ὡς τὸ 1875. Ἤδη ἀρχίζει ν᾿ ἀσχολεῖται στὰ γυμνασιακά του χρόνια μὲ τὴν λογοτεχνία.
Μόλις τελείωσε τὸ γυμνάσιο, τὸ 1876, ἦρθε στὴν Ἀθήνα, ὅπου ἐγγράφηκε στὸ Πανεπιστήμιο, στὴ Νομικὴ σχολή. Οἱ σπουδές του ὅμως δὲν κράτησαν πολύ, γιατί ἡ ποίηση καὶ ἡ λογοτεχνία ἀπὸ νωρὶς τὸν κέρδισαν. Τὸ 1879 διαμένει σ᾿ ἕνα μικρὸ σπίτι στὴν ὁδὸ Ἱπποκράτους, ὅπου συγκατοικεῖ μὲ τὸ Νίκο Καμπᾶ, γιὰ περίπου ἕνα χρόνο. Ἀργότερα θὰ μείνει στὴν ὁδὸ Ἀσκληπιοῦ γιὰ πολλὰ χρόνια. Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς ἀσχολεῖται καὶ μὲ τὴ δημοσιογραφία καὶ συνεργάζεται μὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά, χρησιμοποιώντας κατὰ καιροὺς τὰ ψευδώνυμα «Κώστας», «Διαγόρας», «Ὁνολουλού», «Φλόρα Μιράμπιλης», «W». Πολὺ γρήγορα ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς συναδέλφους του καὶ γίνεται ὁ ἱδρυτὴς τῆς ἐπονομαζόμενης «Νέας Ἀθηναϊκῆς Σχολῆς». Τὸ 1886 τυπώνει τὴν πρώτη του ποιητικὴ συλλογὴ «Τὰ τραγούδια τῆς Πατρίδος μου».
Τὸ 1887 νυμφεύεται (κουμπάρος ὁ Βλάσης Γαβριηλίδης) μὲ τὴν Μαρία Βάλβη μὲ τὴν ὁποία καὶ θὰ ἀποκτήσει τρία παιδιὰ - τὴ Ναυσικᾶ, τὸ Λέανδρο καὶ τὸν Ἄλκη. Ὁ θάνατος βρίσκει τὸν Ἄλκη σὲ ἡλικία 5 χρόνων στὶς 24 Φεβρουαρίου τοῦ 1898 καὶ ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς βυθίζεται σὲ ἄφατη ὀδύνη. Γιὰ τὸ χαμὸ τοῦ μικροῦ του γιοῦ γράφει τὸ ἀριστουργηματικὸ ἐλεγεῖο «Ὁ Τάφος» (1898).
Τὸ 1879 διορίζεται γραμματέας στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ θ᾿ ἀποχωρήσει τὸ 1928 μὲ τὸ βαθμὸ τοῦ Γενικοῦ Γραμματέα καὶ μὲ πολλὲς τιμητικὲς διακρίσεις, ἡ σπουδαιότερη ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι ὁ τίτλος τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ τὸ 1926. Νωρίτερα, τὸ 1924 ἡ Γαλλικὴ κυβέρνηση τὸν τιμᾶ μὲ τὸ παράσημο τῆς «Λεγεῶνος τῆς Τιμῆς». Τὸ 1929 ἀναλαμβάνει καθήκοντα ὡς Πρόεδρος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1933 τιμᾶται μὲ τὸ μετάλλιο «Γκαῖτε» ἀπὸ τὸν Γερμανὸ πρεσβευτὴ στὴν Ἀθήνα. Ἀνακηρύσσεται Ἐπίτιμος Πρόεδρος τοῦ νεοϊδρυθέντος τμήματος τῆς Διεθνοῦς Ἑνώσεως Συγγραφέων καὶ λίγο ἀργότερα τοῦ ἀπονέμεται τὸ «Οἰκονόμειο Βραβεῖο». Τὸ 1934 ἡ Ἱσπανικὴ κυβέρνηση τὸν τιμᾶ μὲ τὸ μετάλλιο «Del la plaque del l᾿ Ordre de la Republique» καὶ ἕνα χρόνο μετὰ τοῦ ἀπονέμεται τὸ Μετάλλιο τῆς Ἀμβροσιανῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Μιλάνου. Τὸ ἴδιο ἔτος μετακομίζει ἀπὸ τὸ σπίτι του τῆς ὁδοῦ Ἀσκληπιοῦ 3, στὴν ὁδὸ Περιάνδρου 3, στὴν Πλάκα. Τὸ 1936 ἑορτάζεται ἡ πενηντάχρονη προσφορὰ τοῦ ποιητῆ στὰ πνευματικὰ δρώμενα καὶ τοῦ ἀπονέμονται τὰ διάσημα τοῦ Ἀνωτέρου Ταξιάρχου τοῦ Βασιλικοῦ Τάγματος καὶ τὸ βραβεῖο «Γραμμάτων καὶ Τεχνῶν» τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας. Τὴν ἴδια ἐποχὴ τὸν ἐπισκέπτεται στὸ σπίτι του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος καὶ τοῦ μεταφέρει τὰ συγχαρητήρια καὶ τὶς εὐχὲς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὸ 1937 ἀποκαλύπτεται προτομὴ τοῦ Κωστὴ Παλαμᾶ στὸ Μεσολόγγι.
Τὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του θὰ τὰ ζήσει ἀποτραβηγμένος καὶ θ᾿ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴ συγγραφὴ νέων ἔργων, τὴ διευθέτηση τῶν παλαιοτέρων του καὶ τὴν ἁπλὴ συναναστροφὴ γνωστῶν, φίλων καὶ θαυμαστῶν του. Στὰ χρόνια της Γερμανικῆς κατοχῆς, στὶς 9 Φεβρουαρίου τοῦ 1943, πεθαίνει ἡ σύντροφός του Μαρία. Δεκαοχτὼ μέρες ἀργότερα, βαριὰ ἄρρωστος ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς πεθαίνει στὶς 27 Φεβρουαρίου τοῦ 1943, στὶς 3 π. μ. Ἡ κηδεία του ἔμεινε μνημειώδης στὰ χρονικά της πατρίδας μας. Χιλιάδες λαὸς πλημμύρισε τὸ Α´ Νεκροταφεῖο Ἀθηνῶν καὶ συνόδευσε τὸν μεγάλο μας ποιητὴ μέχρι τὴν τελευταία του κατοικία, ψάλλοντας τὸν ἐθνικὸ ὕμνο, μπροστὰ στὰ μάτια τῶν ἔκπληκτων Γερμανῶν κατακτητῶν. Λίγο νωρίτερα ὁ ποιητὴς Ἄγγελος Σικελιανὸς εἶχε ἀπαγγείλει τὸ περίφημο νεκρώσιμο ποίημα στὴ μνήμη τοῦ Κωστὴ Παλαμᾶ.
Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα... Βογκῆστε τύμπανα πολέμου... Οἱ φοβερὲς σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα! Σ᾿ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα ! Ἕνα βουνὸ Μὰ ἐσὺ Λαέ, ποὺ τὴ φτωχή σου τὴ μιλιά, γιγάντιο φλάμπουρο κι ἀπάνω ἀπὸ μᾶς Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, Σ᾿ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα! Ἕνας λαός, Τί πάνωθέ μας, ὅπου ὁ ἄρρητος παλμὸς ποὺ ἀφοῦ τὸ ἔργο της θεμέλιωσε βαθιὰ Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, |