Σοφίας Νικολαΐδου, «Κικὴ Δημουλᾶ: ποιήματα»

σ.22, περιοδικὸ Ἐντευκτήριο, τχ.57, Ἀπρ.-Ἰουν. 2002


Ν.Σκοπός, 21.12.2001
Ἀγαπητὴ κυρία Δημουλᾶ,

μὲ λένε Μερόπη Νταβρίτογλου καὶ εἶμαι μαθήτρια τῆς Β´ υκείου. Ζῶ σὲ ἕνα χωριὸ ἔξω ἀπὸ τὶς Σέρρες, Νέο Σκοπὸ τὸ λένε, μᾶλλον δὲ θὰ τὸ ἔχετε ἀκουστά. Φέτος ὁ φιλόλογός μας, ὁ κύριος Πέτκογλου μᾶς διάβασε τὸ «Σπάνιο Δῶρο» στὴν τάξη. Ἦταν Νοέμβριος καὶ ἔβρεχε πολύ. Ἔξω εἶχε λάσπη καὶ τὰ μποτάκια μου εἶχαν γίνει χάλια, ὅλο πιτσίλες καὶ βρομιά. Ὁ κύριος Πέτκογλου μᾶς ἔδειξε τὸ βιβλίο, «Ἐφηβεία τῆς λήθης» τὸ ἔλεγαν. Ἡ Μαρία Τζιζᾶ, ἡ διπλανή μου στὸ θρανίο, σήκωσε τὸ χέρι της καὶ ρώτησε τί θὰ πεῖ «λήθη». Εὐτυχῶς, γιατί κανείς μας δὲν ἤξερε καὶ ντρεπόμασταν νὰ ρωτήσουμε. Ὁ κύριος Πέτκογλου ἄρχισε νὰ διαβάζει ἀργά. Μ᾿ ἀρέσει ὅπως διαβάζει, δὲν κάνει σὰν τοὺς ἠθοποιοὺς στὰ σήριαλ· οὔτε ὑψώνει τὴ φωνὴ οὔτε χτυπιέται. Ἀφήνει τὶς λέξεις νὰ ἀκουστοῦν κάπως οὐδέτερα, σὲ μερικοὺς δὲν ἀρέσει αὐτό, προτιμοῦν τὸ νταβαντούρι καὶ τὰ μυξοκλάματα, ἀλλὰ ἐμένα μου ἀρέσει ἔτσι. Ἀλλιῶς φαίνεται ψεύτικο σὰν τηλεόραση. Εἰδικὰ τοὺς τελευταίους στίχους τοὺς διάβασε πιὸ σιγανά, σὰν νὰ εἶχε καταπιεῖ λιγάκι τὴ φωνή του, κάναμε ἡσυχία νὰ ἀκούσουμε.
Κυρία Δημουλά, ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ πάω πανεπιστήμιο. Δὲν εἶμαι καὶ πολὺ καλὴ μαθήτρια, δηλαδή, γιὰ νὰ λέμε τοῦ στραβοῦ τὸ δίκιο, σπρώχνοντας τὶς περνάω τὶς τάξεις. Θέλω νὰ πῶ, πολλὰ βιβλία δὲν ἔχω διαβάσει. Καὶ ποιήματα καθόλου. Πολὺ ἀκαταλαβίστικά μου φαίνονται ἢ βαρετά. Ἀλλὰ οἱ τελευταῖοι στίχοι τοῦ ποιήματος, ἐκεῖ ποὺ λέει...

Ποτὲ μὴ γελαστεῖτε νὰ τοὺς πάρετε ἀγκαλιά.
Τυλίγονται ἄγρια
γύρω ἀπ᾿ τὸν σπάνιο λαιμὸ αὐτοῦ τοῦ δώρου,
θὰ σᾶς πνίξουν.

Τίποτα. Ὅταν σᾶς ζητᾶνε ἀγκαλιὰ
μολὼν λαβὲ μωρό μου, μολὼν λαβὲ νὰ ἀπαντᾶτε.

…μὲ ἔκαναν καὶ μούδιασα μέσα βαθιά. Δὲν εἶμαι σίγουρη ἂν καταλαβαίνω ἀκριβῶς τί θέλετε νὰ πεῖτε. Μὰ ὁ κύριος Πέτκογλου μοῦ ἐξήγησε ὅτι αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ μὲ νοιάζει, διόλου. Λέει ὅτι τὸ ποίημα, ἅμα γραφτεῖ, ταξιδεύει μόνο του. Ὡραῖο, ἔ; Λοιπόν, πῆρα τὸ θάρρος νὰ σᾶς γράψω, γιὰ νὰ σᾶς πῶ αὐτό. Ὅτι ἐγώ, ἡ Μερόπη ἀπὸ τὸ Νέο Σκοπό, θὰ τοὺς θυμᾶμαι τοὺς στίχους σας. Κάθε φορὰ ποὺ ὁ Μάκης θὰ μὲ παίρνει ἀγκαλιά, θὰ τοὺς θυμᾶμαι. Καὶ ὅταν θὰ παντρευτοῦμε καὶ θὰ κάνουμε παιδιά, τὴν ὥρα τῆς μεγάλης ἀγκαλιᾶς θὰ ἔρχονται. Γιατὶ ἐκεῖνο τὸ «μολὼν λαβέ» ποὺ εἶχα μάθει στὸ δημοτικὸ νομίζω ὅτι τώρα τὸ κατάλαβα. Καὶ τὸ κατάλαβα μιὰ κι ἔξω.
Θέλω νὰ εἶστε πάντα καλὰ καὶ νὰ γράφετε.

Μὲ ἀγάπη,
Μερόπη Νταβίτογλου
Νέος Σκοπός, Σερρῶν.


Ἀγαπητὴ Κική,

μὲ συγχωρεῖς ποὺ παίρνω τὸ θάρρος νὰ σοῦ ἀπευθυνθῶ στὸν ἑνικό. Διαβάζω τὰ ποιήματά σου χρόνια τώρα καὶ εἶναι σὰν νὰ σὲ ξέρω. Ἀκόμα πιὸ πολύ, νιώθω λὲς καὶ μεγαλώσαμε μαζὶ (εἴμαστε περίπου συνομήλικες). Μὲ λένε Σωσὼ Αὐγερινοῦ καὶ εἶμαι φιλόλογος. Ἔχω βγεῖ στὴ σύνταξη ἐδῶ καὶ χρόνια. Τὰ ποιήματά σου τὰ ἔχω πλάι μου στὸ κρεβάτι, πάντα. Στὸ κομοδίνο. Αὐτὸ ποὺ ἀλλάζει εἶναι ποιὸ βάζω πάνω πάνω κάθε φορά. Ἐδῶ καὶ χρόνια σκεφτόμουν νὰ σοῦ γράψω. Ὅλο κάτι μὲ σταματοῦσε. Φαντάζομαι ὅτι καταλαβαίνεις, ὅταν δὲν εἶσαι σίγουρος γιὰ κάτι, οἱ δικαιολογίες περισσεύουν. Μιὰ τὰ γραπτά, οἱ διορθώσεις καὶ τὰ διαγωνίσματα, μιὰ τὰ παιδιά, μιὰ ἡ ἀμηχανία μου νὰ γράφω γράμματα. Μὰ ἔχει καιρὸ ποὺ τὰ δυὸ πρῶτα δὲ μὲ βασανίζουν. Τὸ σχολεῖο σχόλασε, τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν καὶ ἔφυγαν. Ξέρεις ἐσὺ τὸ ἄδειο σπίτι πὼς βαραίνει. Ὅσο μᾶς ζουρζουρίζουν τὸ κεφάλι γκρινιάζουμε, μὰ ποιὰ νὰ καταλάβει ἀπὸ πρὶν τί βραχνὰς εἶναι νὰ γυρνᾶς στὰ ἄδεια δωμάτια μὲ τὰ παλιὰ παιχνίδια στὴ σειρὰ καὶ τὸ παλιωμένο χνῶτο τῶν ἀγαπημένων νὰ ποτίζει τοὺς τοίχους. Καμιὰ φορὰ μοῦ φαίνεται πὼς οἱ σκιὲς βαραίνουν στὰ σανίδια καὶ τὰ κάνουν νὰ τρίζουν. Δὲν εἶμαι χήρα. Ἐκεῖνος ἁπλῶς ἔφυγε -καὶ πάει. Ἡ μοναξιά, ἔτσι ἢ ἀλλιῶς, εἶναι ἡ ἴδια. Ἐσὺ τουλάχιστον ξέρεις ποὺ θὰ τὸν βρεῖς, ἔχεις τὸ μνῆμα. Τέλος πάντων. Μὴ σὲ ζαλίζω μὲ δικές μου ἔγνοιες. Ἤθελα νὰ σοῦ πῶ, γι᾿ αὐτὸ σοῦ γράφω, πὼς ἐκεῖνοι οἱ «Συζυγικοὶ καυγάδες ἄφθαρτοι» μὲ τσακίζουν, κάθε φορὰ ποὺ τοὺς διαβάζω. Κυρίως στὸ σημεῖο ποὺ λέει

Νὰ δῶ τί θὰ ἀπογίνεις ὅταν θὰ ἔρθω νὰ σὲ βρῶ.
Πῶς θὰ τὰ βγάλεις πέρα μόνος σου
μέσα σε ἄδειο σπίτι. Ἂν τὰ κατάφερα ἐγὼ
εἶναι γιατὶ στεκόμουν μὲ τὸν βούρδουλα
νὰ φοβερίζω τὴ φωτογραφία σου
πὼς θὰ τὴν στείλω πίσω στὴ λογική της νὰ ψωμοζεῖ
ἂν δὲν λύσει τὰ μάγια
ποὺ σοῦ ἔχει κάνει ἡ ἔκλειψή μου.

Πῶς θὰ τὰ βγάλεις πέρα ὅταν θὰ ἔρθω νὰ σὲ βρῶ.
Ἔτσι ποὺ δὲν πιστεύεις σὲ καμιὰ παραφροσύνη
νὰ δῶ σὲ ποιὰν ἀνάξιά σου ἀνακύκληση θὰ περιδινηθεῖς
σὲ τί παλιόχαρτα κάθε καρυδιᾶς καρύδι θὰ ὑποπέσεις
καὶ τί ἀγνώριστη μορφὴ καινούργιου εἴδους
μιᾶς χρήσεως θὰ προκύψεις.

Εἶμαι φιλόλογος καὶ ἔχω καταπιεῖ τόνους ἑρμηνειῶν καὶ ἀναλύσεων. Φιλολογικοῦρες, ποὺ θὰ ἔλεγαν καὶ οἱ κόρες μου. Νὰ ξέρεις πάντως πὼς στὰ ζόρικα, τὰ βράδια ποὺ δὲν ἔχω ὕπνο καὶ γυρνάω μὲ τὴ ρόμπα στὰ δωμάτια (δὲ λέω παραπάνω, ἐσὺ καταλαβαίνεις), μοῦ ἔρχονται στὸ νοῦ αὐτοὶ οἱ στίχοι. Ὁ μόνος λόγος ποὺ δὲ σαβούρντισα ἐκείνη τὴ φωτογραφία ἀπὸ τὸ παράθυρο.
Δὲν εἶσαι μοναχή σου, νὰ τὸ ξέρεις. Κοντά σου στέκουν ἄνθρωποι μὲ τὰ ποιήματα στὰ χέρια τους, κεριὰ ἀναμμένα. Ἄλλο δὲ θὰ πῶ. Φοβᾶμαι μὴν πλαντάξω καὶ δὲν εἶναι πρέπον.

Σὲ φιλῶ,
Ἀναστασία Αὐγερινοῦ,
κατὰ τὶς κόρες μου, κυρία μαμά.


Agapiti kyria,

lypamai pou sas grafo se greeklish, alla etsi pia milo me tous anthropous. Den egrapsa pote kanoniko gramma, mono mail stelno stous filous. Me lene Ari Tserto kai eimai kathigitis pliroforikis. 30 xronon, fantazomai exete paidia stin ilikia mou. Sas grafo gia na sas po oti auto to «Pasxa sto fourno» apo ti syllogi sas Enos leptou mazi mou exei taraksei tous algorythmous. Den ksero pos na to po allios na katalavete. An kai nomizo oti den xreiazeste polla polla. Eida kai mia fotografia sas se mia synenteuxi. Poly taratatzoum vlemma. Olokliros diktyakos topos. Koitas ta matia, proxoras san se diadromo. Den katevazete kepegia. Opoios exei ta kotsia, as perasei mesa. Theloun polla kila gap goup zois dyo tetoia matia. Kyra mou, ego apo logia kai stolismata den ksero. Alla gia sena, gia sena mono, tha grapso liga ellinika sto pliktrologio. To poiima sou, ekeino pou m᾿ aresei. To grafo apekso, gi᾿ auto syxora me an kano lathi

ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΦΟΥΡΝΟ

Βέλαζε τὸ κατσίκι ἐπίμονα βραχνά.
Ἄνοιξα τὸ φοῦρνο μὲ θυμὸ τί φωνάζεις εἶπα
σὲ ἀκοῦνε οἱ καλεσμένοι.
Ὁ φοῦρνος σου δὲν καίει, βέλαξε
κᾶνε κάτι ἀλλιῶς θὰ μείνει νηστικὴ
χρονιάρα μέρα ἡ ὠμότητά σας.

Ἔβαλα τὸ χέρι μου. Πράγματι.
Παγωμένο τὸ μέτωπο τὰ πόδια ὁ σβέρκος
τὸ χορτάρι ἡ βοσκὴ τὰ κατσάβραχα
ἡ σφαγή.

Sto grafo kai sto stelno, diko mou doro tora. Diko mou poiima, etsi to niotho. Ksero pos den pareksigeis. Kai etsi, pliroforiaka, gia na to ksereis, den eimai oikologos diolou. Ego ksero kai agapo ta tsimenta tis polis, tis vradines voltes sto diktyo, den ematha pote mou ti tha pei xortari kai xorio. Alla, prama periergo, auto to poiima mou myrizei anoiksi. Freskokommena louloudia kai kseplymeno aima sto neroxyti. Vremenes tsimentoplakes kai baxaria sto fournismeno kreas. Flyaries, tha peis kai tha exeis dikio. To poiima stekei mono tou. Ta leei ola me tis lekseis tou kai kanei boom.

Skyvo kai se filo sta daktyla,
A.


Σάββατο, 2.11.01

Δὲ θὰ τῆς γράψω. Ὅλο γυρνᾶνε στὸ μυαλὸ οἱ στίχοι της. Δὲ θὰ τῆς γράψω, ὅμως. Ποῦ ἀκούστηκε πανεπιστημιακὸς-κριτικὸς νὰ προσκυνήσει μία ποιήτρια. Μὰ θὰ μοῦ βγοῦνε ἀπ᾿ τὴ μύτη οἱ λέξεις. Οἱ λέξεις της. Ξέρει καὶ τὶς μερεύει. Ἄσε τί λέω στὶς παρέες, ἐκεῖ περνάει ἡ ξινίλα γιὰ ἐφέ. Ἐδῶ ὅμως, στὸν καναπὲ ὅταν τὴν διαβάζω καὶ στὸ κρεβάτι ὅταν μοῦ βελονιάζουν τὸ μυαλὸ οἱ στίχοι της, ἐδῶ μετροῦν οἱ φλογοβόλες φράσεις, οἱ εἰκόνες - πυροτέχνημα, οἱ στίχοι ποὺ βιδώνονται στὴν παρεγκεφαλίδα σκάβοντάς την. Ἄ, δὲ θὰ τὸ παραδεχτῶ ποτὲ δημόσια. Μὰ νιώθω μία φαγούρα στ᾿ ἀκροδάχτυλα, θέλω λιγάκι νὰ ξεσπάσει ἡ μαντάρα μέσα μου, νὰ ξεφουσκώσει τὸ μπαλονάκι τοῦ μυαλοῦ. (Πῶς τὸ φουσκώνει ἔτσι ἐπιδέξια!). Νά, θὰ ἁρπάξω τώρα τὰ στιχάκια της, θὰ τὰ ἀντικρύσω μὲ δικά μου λόγια.

Φωνάζω τὴ στάχτη
νὰ μὲ ξαρματώσει.
Καλῶ τὴ στάχτη
μὲ τὸ συνθηματικό της ὄνομα: Ὅλα.

Ἡ ἄτιμη. Ξέρει καὶ στίβει τὸ μανόγαλα τῶν λέξεων. «Φωνάζω» Τὸ ρῆμα ἐπανέρχεται, ἀλλαγμένο. «Καλῶ». Ἄνω καὶ κάτω τελεία. Μὲ τρία γράμματα τὸ ὄνομα τῆς στάχτης. Ὅλα. Δὲ λέω ἄλλο. Ἀκόμα καὶ ὁ κριτικός, καμιὰ φορά, σωπαίνει.

Μοχθηρὸ ἑρπετὸ ἡ προσαρμογή.
στὴν προστασία της κατέφυγαν καὶ τὰ ὄνειρα
Καὶ τὰ κατάντησε φυτὰ – δὲν εἶναι νὰ τὰ βλέπεις.

Κλείνει ὁ κλοιὸς τῆς φράσης γύρω ἀπὸ ἕνα ἐπίθετο (μοχθηρό) καὶ ἕνα οὐσιαστικὸ (φυτά). Ἡ παύλα σηκώνει τὴν οὐρά της – ἴδιος κροταλίας πάνω ἀπ᾿ τὸ σχόλιο «δὲν εἶναι νὰ τὰ βλέπεις». Τελεία.

Ἄντε, σὲ συγχωρῶ στιγμὴ ποὺ ἤμουν.

Ξέρει νὰ κουβεντιάζει «ἄντε, σὲ συγχωρῶ» κι ὕστερα ἀνάβει τὰ βεγγαλικὰ τοῦ στίχου «στιγμὴ ποὺ ἤμουν». Ὁ ἀναγνώστης κοιτάει τὰ λαμπαδιασμένα φῶτα καὶ στοχάζεται.

Ὡραῖα ποὺ θὰ φεύγαμε φοβιτσιάρες ἄγκυρες

Μὲ φὶ καὶ ῥὸ παρήχηση καὶ «φοβιτσιάρες ἄγκυρες» νὰ δείχνουν τὰ βαρίδια μας στὰ πόδια. Μὰ πῶς μὲ κάνει καὶ μιλῶ τοιουτοτρόπως; Ποῦ εἶναι τὸ ὕφος μου τὸ νέτο σκέτο; Μὲ πιάνει στὴν παγίδα τῆς -βοήθεια!

Δαπανηρὴ ἰδέα ὁ βίος.
Ναυλώνεις ἕναν κόσμο
γιὰ νὰ κάνεις τὸ γύρο μιᾶς βάρκας.

Τὸ παραδέχομαι. Στὰ ἀτακαριστὰ εἶναι καλή, πολὺ καλή. Κλείνει τὸ ποίημα καὶ τὸ μυαλὸ κάνει πανιά. Δύσκολο τὸ ἐπίθετο στὴ φράση, τὸ ἔχει τοῦ χεριοῦ της. Καὶ ἡ μεταφορὰ μὲ τὴν εἰκόνα, ἀξεδιάλυτες.

Ὅλα δὲν εἶναι χρόνος.
Ὑπάρχουν καὶ καθρέφτες προικοθῆρες.

Τὸ λέω ξανά. Τὸ ἐπίθετο ποὺ ἀλλοῦ ξιπάζεται καὶ περιαυτολογεῖ τὴν κιτσαρία του, στὰ ποιήματά της παραδίνεται. «Καθρέφτες προικοθῆρες». Γιὰ πές μου, τί νὰ σχολιάσω τώρα. Ὅποιος κατάλαβε, κατάλαβε.

Σκοτάδι ἐξομολόγο μὲ καλεῖ

Πές μου, ἐσὺ ποὺ ἔμαθες νὰ καταπίνεις τὰ ρὸζ χάπια μαῦρα μεσάνυχτα, ποὺ βλέπεις τὶς σκιὲς νὰ μεγαλώνουν κι ἀκοῦς μέσα στὴ νύχτα τοὺς θορύβους τοῦ σπιτιοῦ (κακιὰ παρέα), πές μου πόσες φορὲς δὲν ἔσκυψες κεφάλι στοῦ σκοταδιοῦ τὸ ράσο, σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρὸ γιὰ ἐξομολόγηση.

Τὸν ἔχεις ἐσὺ γραμμένο τὸ θάνατο
στὰ παλιά σου τὰ μάτια.

Καμιὰ φορὰ, ὅταν διαβάζω δυνατὰ τοὺς στίχους της, κόβεται ἡ ἀνάσα μου στὸ γύρισμα, ἐπάνω στὸ διασκελισμό. Τότε, μέσα στὰ αὐτιά μου ἀκούω κάποιον νὰ τοὺς προφέρει ψιθυριστά, μὲ ἀνάσα κομμένη, λὲς καὶ πνίγεται.

Ὤ, μὲ γειὰ τὴν ἀποχώρηση εὐχήθηκα
καὶ βγῆκες.

Λέξεις πικρὲς καὶ εἰρωνεία ξεπεταρούδι. Δυὸ λέξεις καὶ ὁ στίχος ἀκούγεται ντὰπ ντούπ, λὲς καὶ φοράει παπούτσια ἀπὸ σίδερο.

Ἕνα μικρὸ ποίημα. Κι ἂν ὃ μὴ γένοιτο
δὲν ἐπαρκέσει τελικὰ τὸ ὀξυγόνο
παρηγοριέσαι λὲς τουλάχιστον ἀπέφυγε
ἐκεῖνον τὸν χαμένο ποδαρόδρομο
ποὺ φάγανε στὴ μούρη τὰ μεγάλα
ξυπόλυτα δονκιχωτικά.

Μ᾿ ἀρέσει νὰ γυρνῶ στὰ ποίηματά της. Νὰ τὰ διαβάζω φωναχτά. Νὰ τὰ ἀκούω. Δὲ θὰ τὸ γράψω οὔτε καὶ θὰ τὸ πῶ ποτέ. Αὐτὴ ἔχει τὴν ποίηση καὶ πορεύεται. Τί νὰ τῆς κάνουνε οἱ ξένες λέξεις. Ψάχνουνε καὶ σκαλώνουνε στοὺς στίχους της, πᾶνε νὰ τοὺς ξηλώσουν, νὰ μελετήσουνε τὸ νῆμα ποὺ τοὺς δένει. Πέρασα τόσα χρόνια με ποιήματα καὶ ποίηση δὲν ξέρω τί θὰ πεῖ. Ἴσως, καλύτερα. Πάντως, ἂν μὲ ρωτοῦσε ἐξωγήινος τί σόι πράμα εἶναι τὰ ποιήματα καὶ γιὰ ποιὸ λόγο τὰ διαβάζουνε οἱ ἄνθρωποι, θὰ ἀπαντοῦσα: παρηγοριά. Οἱ ἄνθρωποι λένε μεταξὺ τοὺς ἱστορίες. Πιάνονται ἀπ᾿ τὶς λέξεις σὰν σὲ πόμολο. Πότε ἀνοίγει ἡ πόρτα, πότε ὄχι.