Γεώργιος Βιζυηνός - Ποῖος ἦτον ὁ φονεὺς τοῦ ἀδελφοῦ μου


Σήμερα πιὰ θὰ φάγω μία βούκα ψωμὶ νὰ πάγῃ στὴν καρδιά μου! – Εἶπεν ἡ μήτηρ μου καθεζομένη μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ μου παρὰ τὴν λιτὴν τράπεζαν, ἣν ὁ ὑπηρέτης εἶχε παραθέσει εἰς τὸ δωμάτιόν μας.

– Πρῶτα κᾶμε το, καὶ ὕστερα πέ το, μητέρα. - Ἀπήντησε πειρακτικῶς ὁ ἀδελφός μου, διότι ἀπὸ τίνος πολλάκις μὲν ἤκουε τὴν καλὴν ταύτην πρόθεσιν, ποτὲ ὅμως δὲν τὴν ἔβλεπε πραγματουμένην.

Ἡ μήτηρ, συνειθισμένη εἰς παρομοίας του νεωτέρου της υἱοῦ παρατηρήσεις, οὐδ᾿ ἐπρόσεξε κἂν εἰς τοὺς λόγους του. Ἀλλ᾿ ἐπιστραφεῖσα πρὸς τὴν ὄπισθεν αὐτῆς θύραν, ἵνα βεβαιωθῇ ὅτι εἶναι κεκλεισμένη,

– Καὶ μὴ μοῦ ἀφήσετε, εἶπεν, αὐτὴ τὴν σεισουράδα νὰ ξαναμβῇ δῶ μέσα. Ὤ, χαρὰ στό μας ἀλήθεια, σταὶς τούμπαις καὶ τοὺς σάλτους!

Σεισουράδα ἦτον ὁ Γάλλος ὑπηρέτης τοῦ ἐπὶ τὸν Βόσπορον ξενοδοχείου, ἐν ᾧ ἡ μήτηρ μου ἦλθε νὰ μὲ συναντήσῃ, μόλις ἀφικόμενον ἐκ τῆς Ἑσπερίας. Τὸ πρωτοφανὲς διὰ τὴν ἐπαρχιώτιδα σχῆμα τοῦ φράκου, αἱ συνεχεῖς τοῦ καταξυρίστου Γάλλου ὑποκλίσεις, ἐνέπνευσαν εἰς αὐτὴν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἀκατάληπτον ἀντιπάθειαν. Καὶ τὸ χειρότερον ἦτο, ὅτι ὁ δυστυχὴς ὑπηρέτης προσπαθῶν καὶ καλὰ νὰ κατακτήσῃ τὴν εὔνοιάν της ἐπολλαπλασίαζε τοὺς σάλτους καὶ ταῖς τούμπαις αὐτοῦ, ὑποκλινόμενος οὕτω πιθηκιστικῶς, ὥστε ἐκορύφωσε, κατ᾿ αὐτὰς ἔτι τὰς πρώτας ἡμέρας, τὴν ἐναντίον αὐτοῦ ἀγανάκτησιν τῆς μητρός μου, ἥτις καὶ τὸν ἐβάπτισε μὲ τὸ ὄνομα τῆς σεισοπυγίδος, διότι, ἔλεγεν, εἶχε θηλυκό, τουτέστι καταξύριστον πρόσωπον καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ σταθῇ στὰ ξερά του, χωρὶς νὰ σκύψῃ τὸ κεφάλι καὶ νὰ σείσῃ τὴν οὐρά του.

Μετὰ τίνας οὕτω πως ἐμπαικτικὰς παρατηρήσεις καὶ ἐπὶ τοῦ ὅλου παραστήματος καὶ τῆς ἐνδυμασίας τοῦ ἀτυχοῦς Λουῆ, ἡ μήτηρ μου διέκοψεν ἀνεπαισθήτως τὸ γεῦμα της καί, προσηλώσασα τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸ παράθυρον, ἐβυθίσθη ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον εἰς σκέψεις, κατὰ τὴν συνήθειάν της.

Ὁ Βόσπορος ἐκυλίετο χαριέντως ὑπὸ τὰ βλέμματά μας· πολυάριθμα ἰσχνοτενὴ ἀκάτια διέσχιζον τὰ κυανά του νερὰ κατ᾿ ἀντιθέτους διευθύνσεις, ὡς χελιδόνες πετῶσαι μετ᾿ ἀπαραμίλλου ταχύτητος. Ἡ μήτηρ μου τὰ παρετήρει δι᾿ ἀπλανῶν ὀμμάτων· καὶ μετὰ μακρὰν σιωπὴν ἀναστεξάσασα βαθέως,

– Διὲς ἐσύ! εἶπε, πῶς περνοῦν τὰ χρόνια, καὶ γυρνοῦν τὰ πράγματα! Δὲν θὰ γυρίσῃ τὸ παιδί μου, ἔλεγα, δὲν θὰ προφθάσῃ νὰ ἔλθῃ πίσω, καὶ θ᾿ ἀποθάνω, καὶ θὰ μείνουν τὰ μάτια μου ἀνοιχτά, ἀπὸ τὴν λαχτάρα ποὺ ἔχουν νὰ τὸ διοῦνε! Ὅλ᾿ ἡμερίτσα παραφύλαγα τοὺς δρόμους καὶ ρωτοῦσα τοὺς διαβάτας. Καὶ ὅταν ἐβράδυαζεν, ἄφην᾿ ἀνοιχτὴ τὴν θύρα ἕως στὰ μεσάνυχτα. Μὴ σφαλεῖς, Μηχαῆλε, μπορεῖ νὰ ἒλθ᾿ ἀκόμη. Καὶ δὲν θέλω νὰ ἔλθη τὸ παιδί μου καὶ νά ῾βρῃ κλειστὴ τὴν θύρα μου. Φθάνει ποὺ εἶναι τόσα χρόνια ἔρημο καὶ ξένο, ἂς μὴν ἔρθῃ καὶ στὸ χωριό του νὰ τοῦ φανῇ πῶς δὲν ἔχει κανέναν εἰς τὸν κόσμο, ποὺ νὰ φυλάγῃ τὸν ἐρχομό του. Σὰν ἐπλάγιαζα, σ᾿ ἔβλεπα στὸν ὕπνο μου, καὶ μ᾿ ἐφαίνετο πὼς ἄκουα τὴν φωνή σου, κ᾿ ἐσηκονόμουν καὶ ἄνοιγα τὴν θύρα: ἦλθες, παιδί μου; - Ἦταν ὁ ἀγέρας, ποὺ σβυντζίνιζε στὸν δρόμο.

Καὶ ἔτσι ξημέρονε, καὶ ἔτσι βράδυαζε. Ὀχτὼ χρονάκια πέρασαν, ψωμὶ δὲν ἐπῆγε στὴν καρδιά μου. Γιατί, δὲν θὰ προφθάσῃ νὰ ἔλθῃ τὸ παιδί μου, ἔλεγα, καὶ θὰ πεθάνω καὶ θὰ μείνουν τὰ μάτια μ᾿ ἀνοιχτά! Καὶ διὲς ἐσύ! Τώρα ποὺ σ᾿ ἔχω κοντά μου, τώρα ποὺ σὲ θωρῶ, μοῦ φαίνεται σὰν νὰ ἦταν χθὲς ποὺ διάβηκες καὶ σήμερα ποὺ ἦλθες. Καὶ οἱ πίκραις ποὺ ἤπια, παιδί μου, καὶ οἱ τρομάραις ποὺ ἐτράβηξα εἶναι σὰν νὰ μὴν ἤτανε ποτέ!

Ἐδῶ ἔκοψε μηχανικῶς ὀλίγον ἄρτον, ὡς ἐὰν ἤθελε νὰ ἐξακολουθήσῃ τὸ φαγητόν της· ἀλλὰ πρὶν τὸν θέσῃ εἰς τὸ στόμα, ἠτένισε πάλιν διὰ τοῦ παραθύρου, εἶδε τὸν ἀείρροον Βόσπορον, εἶδε τὰ παλινοστοῦντα σκάφη, καὶ στενάξασα ἐκ μέσης καρδίας ἐπανέλαβεν ἀργὰ καὶ θλιβερά·

– Ἔτσι περνοῦν τὰ χρόνια, καὶ γυρνοῦν τὰ πράγματα! Ἀπ᾿ ἐκεῖ ποὺ ἐφοβούμουν δὲν ἔπαθα τίποτε· καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ ποὺ ἤμουν ἥσυχη ἦλθε τὸ κακό! Ἐπῆγες εἰς τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, παιδί μου, καὶ δὲν ἐχάθηκες, κ᾿ ἐγύρισες. Καὶ ὁ Χρηστάκης μας – πέντε ὥραις δρόμον ἐπῆγε, κ᾿ ἔμεινεν ἐκεῖ!... Ἔ... μόνον οἱ νεκροὶ δὲν γυρίζουν πίσου!...

Ἤτανε παραμονὴ τῶν Φωτῶν – ξεύρεις πῶς εἶναι ἡ καρδιά μου σὲ τέτοιαις ἐπίσημαις ἡμέραις. Ἐνθυμήθηκα τὸν μακαρίτη τὸν πατέρα σου, κ᾿ ἐνθυμήθηκα, πὼς μιὰ τέτοια παραμονή, σὰν εἶδες τοῦ κόσμου τὰ παιδιὰ ποὺ κρατοῦσαν ταὶς σουρβιαὶς καὶ σούρβιζαν τοὺς ἀνθρώπους μέσ᾿ στὸν δρόμο, πῆρες καὶ σὺ μία σκοῦπα καὶ ἄρχησες νὰ χτυπᾷς τὸν πατέρα σου πά᾿ στὴν ράχη καὶ νὰ τὸν σουρβίζῃς: «Σοῦρβα, σοῦρβα! γερὸ κορμί, γερὸ σταυρί, ὅλο γειὰ καὶ δύναμι, καὶ τοῦ χρόν᾿ γεροί!» Ἔτσι μικρὸ ποὺ ἤσουνε, ἤξευρες τὰ λόγια. Καὶ τὸ χάρηκεν ὁ μακαρίτης, καὶ σὲ πῆρε στὴν ἀγκαλιά του καὶ σὲ φίλησε: – Ἔχε τὴν εὐχή μου, καὶ νὰ μοῦ τρανέψῃς! – Καὶ σ᾿ ἔδωκε μία πεντάρα, καὶ μ᾿ ἐκούνησε μὲ τὸ δάχτυλο καὶ μὲ εἶπε. - Αὐτὸ τὸ παιδί, γυναῖκα, θὰ γένῃ! – Ποὺ τὸ ἤξευρε, πῶς ὕστερ᾿ ἀπὸ τρεῖς μῆνες θὲ νὰ σ᾿ ἄφην᾿ ὀρφανό! Καὶ ποῦ τὸ ἤξευρε, πὼς οἱ παραμοναὶς τῶν Φωτῶν θὲ νἄρχουνταν καὶ θὰ περνοῦσαν καὶ σὺ θὰ κακοπάθιαζες στὴν ξενητειὰ κι ἐγὼ θὲ νἄκλαιγα μονάχη!

Ἔτσι κ᾿ ἐκείνη τὴν παραμονή. Ὁ Μιχαῆλος ποὺ μὲ ἤξευρεν, ἐπῆγεν ἀπὸ νωρὶς εἰς τὸ βουνὸ καὶ ἔφερε μία σουρβιά: Ἕνα μεγάλο κλωνὶ γεμάτο σφιχτὰ καὶ πράσινα μάτια – Μ᾿ αὐτὰ τὰ σοῦρβα, μάνα, θὰ διοῦμεν ἀπόψε τὴν τύχη μας. - Σὰν ἦρθεν ὁ Χρηστάκης στὸ σπίτι, ἐκαθήσαμε στὸ παραγῶνι κ᾿ ἐχωρίσαμε τὴν φωτιὰ σὲ δυὸ μεριαίς, καὶ ἄρχησεν ὁ Μιχαῆλος νὰ βάζῃ τὰ σοῦρβα στὴν μέση πά᾿ στὴν καυτερὴ τὴν πλάκα, γιὰ νὰ διοῦμε τὴν τύχη μας. Πρῶτα πρῶτα σ᾿ ὠνομάτισεν ἐσένα, κ᾿ ἔκοψε σοῦρβο καὶ τὸ ἔβαλε. Καὶ μόλις τὤβαλεν, ἐβρόντηξε καὶ πήδηξε κι᾿ ἐβγῆκεν ἀπ᾿ τὴν στιά. Ἔχε τὴν εὐχή μου, Μιχαῆλο! τοῦ εἶπα. Ἀπόψε εὔφρανες τὴν καρδιά μου. Σὰν εἶν᾿ ὁ Γιωργής μας γερός, εἴμασθ᾿ ὅλοι καλά! Ὕστερα μ᾿ ὠνομάτισεν ἐμένα. Ἔ! κ᾿ ἐγώ, πές, καλὰ πῆγα. Ὕστερα ὠνομάτισε τὸν Χρηστάκη – καὶ διες ἐσύ! Τὸ μάτι τῆς σουρβιᾶς ἔμεινε πά᾿ στὴν πλάκα ποὺ τὤβαλε, σιγανὸ καὶ ἀκίνητο, ὥστε ποὺ ἐμαύρισε κ᾿ ἐκάπνισε κ᾿ ἔγειρεν ὀλίγο καὶ ἐκάηκε! – Χριστὸς καὶ Παναγιά, παιδάκι μου! τοῦ εἶπα. Δὲν ἔβαλες καλὸ σοῦρβο! Κ᾿ ἐπῆρα τὴν σουρβιὰν ἀπὸ τὸ χέρι του κ᾿ ἐδιάλεξα τὸ πιὸ καλὸ τὸ μάτι καὶ ἄνοιξα καινούριο τόπο στὴν φωτιὰ καὶ τὸ ἔβαλα... Ἐκάπνισεν ὀλίγο, ἐμαύρισεν, ἐτανίσθη κ᾿ ἔμεινε στὸν τόπο! Τότ᾿ ἐγέλασεν ὁ Χρηστάκης δυνατὰ κ᾿ ἐπῆρεν ἕνα δαυλὶ καὶ ἀνεκάτωσε τὰ κάρβουνα καὶ εἶπε:

– Ἐγώ, μητέρα, εἶμαι βασταγερὸς ἄνθρωπος, τὸ ξέρεις. Ἔτσι εὔκολα εὔκολα δὲν πηδῶ νὰ φύγω μέσ᾿ ἀπὸ λίγη ζέστη σὰν καὶ λόγου σας. Ἂν θέλῃς νὰ ἰδῇς τὴν τύχη μου, φέρ᾿ ἐδῶ! –

Καὶ πῆρε τὸ κλωνὶ ἀπὸ τὸ χέρι μου καὶ τὸ ἔβαλε μέσ᾿ στὴν φωτιά. Κ᾿ ἐπυρώθηκαν τὰ σοῦρβα καὶ ἤρχησαν νὰ βροντοῦν καὶ νὰ πηδοῦνε...

Τώρα, λέγε μου ἐσὺ ὅ,τι θέλεις. Σοῦρβα εἶναι σοῦρβα, τὸ ξέρω. Καὶ τὴν τύχη τὴν βλέπουν γιὰ τὴν συνήθεια, ὄχι γιὰ τὴν ἀλήθεια, κι᾿ αὐτὸ σωστό. Μὰ ὅταν θυμηθῶ τοὺς κούφιους ἐκείνους κρότους καὶ ταὶς μακρυναὶς τουφεκιαὶς ποὺ ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγαις ἡμέραις ἄρχησαν ν᾿ ἀκούγωνται τριγύρω στὰ χωριά, μοῦ ξεσηκόνετ᾿ ἡ καρδιά μου, καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἡσυχάσω. Τὸ πρᾶγμα ἦταν καθαρὸ καὶ ξάστερο, μὰ μεῖς δὲν τὸ ψηφήσαμε, μόνο τὸ πήραμ᾿ ἐλαφρυὰ κ᾿ ἐγελάσαμεν.

Ἐκεῖ πάνου στὰ γέλοια ἄνοιξεν ἡ θύρα κ᾿ ἐμβῆκεν ὁ Χαραλαμπὴς τοῦ Μητάκου. Τὸν ξεύρεις. Ἦταν συνομήλικος τοῦ Χρηστάκη καὶ τὸν ἔμοιαζε πολὺ στὸ ἀνάστημα καὶ ταὶς πλάταις. Ὅσον ἦτο μικρὸς ἤρχετο συχνὰ στὸ σπίτι μας· μὰ σὰν ἐμεγάλωσε κ᾿ ἐπῆρεν ἄσχημο δρόμο, δὲν ἠμποροῦσα νὰ τὸν βλέπω μπροστά μου. Γιατὶ πολλαὶς φοραὶς ἔκαμνε τὸ κακό, καὶ τὸν ἔπαιρναν γιὰ τὸν Χρηστάκη. Τόσο πολὺ τὸν ἔμοιαζε· καὶ σὰν συντεχνίταις ὅπου ἤτανε φοροῦσαν καὶ τὰ ἴδια τὰ ροῦχα. Γι᾿ αὐτὸ τὸν ἔβαλα μίαν ἡμέρα μπροστά. Ἀπὸ τότε δὲν ἐξαναπάτησε στὸ κατώφλοιό μας· κ᾿ ἐκείνη τὴν βραδειὰ ἦλθε.

– Καλησπέρα, κυρά! Καλὸ στὰ κάμνετε!

– Καλὸ στὸν Λαμπή. Ἂν μὲ φέρνῃς κάνα γράμμα, κάτσε νὰ σὲ κεράσω.

– Ὄχι, κυρά, ἐγὼ τὴν παραίτησα πιὰ τὴν πόστα. Καὶ ἦρθα ἴσα ἴσα νὰ ξαναπῶ τοῦ Χρηστάκη νὰ μὴν ἀφήσῃ νὰ τὴν πάρῃ κανένας ἄλλος.

Ἐκεῖ, σὰν νὰ μ᾿ ἐταράχθηκεν ἡ καρδιά μου!

– Καὶ γιατί, Λαμπῆ;

– Γιατ᾿ εἶναι καλὴ δουλειὰ ἡ πόστα, κυρά, καλὴ δουλειά!

– Καὶ σὰν εἶναι καλὴ δουλειὰ ἡ πόστα, γιατί δὲν τὴν κρατεῖς τοῦ λόγου σου, ποὺ τὴν εἶχες ὡς στὰ τώρα;

Θαρρεῖς τοῦ ἔδωκε κανεὶς μιὰ μαχαιριά, καὶ ἄλλαξεν ἡ θωριά του καὶ ἄρχησε νὰ μασσᾷ τὰ λόγια του.

– Ἐγώ, κυρά, δυὸ χρόνια πῆγα κ᾿ ἔφερα τὴν πόστ᾿ ἀπὸ τὸ σιδερόδρομο, ἔκαμ᾿ ἀρκετοὺς παράδες. Τώρα πιὰ ἂς κάμουν καὶ οἱ φίλοι.

– Ἄκουσε νὰ σὲ πῶ, τοῦ εἶπα τότε, Λαμπῆ! Ἐσὺ ἂν ἔκαμες παράδες, καθὼς τὸ λένε – Θεὸς κ᾿ ἡ ψυχή σου! Ἐμεῖς τέτοιους παράδες δὲν τοὺς χρειαζόμασθε. Ἔπειτα, ξεύρεις· οἱ καϋμέδες δὲν ἔχουν πλέον πέραση. Καὶ αὐτὸς ποὺ κουβαλεῖ τὴν πόστα δὲν μπορεῖ πλέον ν᾿ ἀρχοντήνῃ μὲ τὰ ὑστερήματα, ποὺ στέλνει κανένα ὀρφανό, ξενητεμμένο, μέσ᾿ στὸ γράμμα, νὰ μνημονέψουν τὸν πατέρα του. Ὅσο γιὰ τὴν ἄλλη τέχνη ποὺ σ᾿ ἀρχόντηνε, Λαμπῆ, νὰ ὁ Θεὸς καὶ ἂς σὲ κρίνῃ. Ἐμένα τὸ παιδί μου εἶναι χριστιανὸς καὶ τίμιος ἄνθρωπος, καὶ ξεύρει νὰ βγάλῃ τὸ ψωμί του μὲ τὸν ἵδρω τοῦ προσώπου του.

Ἔτσι τοῦ εἶπα, γιατὶ τὸ ἤξευρα πὼς ἦταν κλέφτης. Καὶ κεῖ ποὺ τοῦ τἄλεγα, παιδί μου, τὸν ἔπιασε μία τρεμούλα καὶ ἄσπρισαν τὰ χείλια του, καὶ ἀγρίεψεν ἡ ματιά του, σὰν σεληνιασμένος. - Ὦ, Παναγία μου! τρεῖς φοραὶς ἄνοιξε τὸ στόμα του νὰ συντύχῃ, καὶ τρεῖς φοραὶς ἄκουσα τὰ δόντια του νὰ κροτιοῦνται, παιδί μου, μὰ τὴν φωνήν του δὲν τὴν ἄκουσα! Ἔτσι ἐστριφογύριζε τὸ νεκρὸ-χλωμό του πρόσωπο! Καὶ εἶδα τὴν ἄπειρή του φρίκη καὶ τὴν ματιά του τὴν τρομαγμένη, ποὺ ξέταζε κλεφτάτα κλεφτάτα τὰ ροῦχα, καὶ τὸ δεξί του χέρι, ὡς ἀνάμεσα στὰ δάχτυλα! Ὡσὰν νὰ ἤτανε χρισμένος κάτι τι κι᾿ ἐφοβοῦνταν μὴν τὸ διοῦμε. Καὶ ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν φρικτὸν ἀγῶνα – Ὤ, Παναγία μου! σὰν κανεὶς ποὺ ψυχομαχᾷ λαιμοπνιγμένος, παιδί μου,

– Μὴν ἀκοῦς τὸν κόσμο, κυρά! Ἐγὼ εἶμαι καλὸς ἄνθρωπος! εἶπε, κ᾿ ἔκρυψε τὸ πρόσωπο μὲ τὰ χέρια του, κ᾿ ἐβγῆκε, καὶ δὲν ἐκαλονύχτισε!...

– Θωρεῖς, μητέρα; Εἶπε τότε ὁ Χρηστάκης. Σὲ τὤλεγα καὶ δὲν τὸ πίστευες. Ἐσκότωσεν ἄνθρωπο, καὶ τὸν πιάνει τὸ αἷμα. Ὅλος ὁ κόσμος τὸ λέγει καὶ σὺ δὲν τὸ πιστεύεις. Ἅμα πῇς πὼς ξεύρεις κάτι τι ποὺ ἔκαμεν –ἂς εἶναι καὶ γιὰ δοκιμὴ μονάχα– θαρρεῖ πῶς τοῦ λὲς γιὰ τὸ φονικό. Θαρρεῖ πῶς ἐφάνηκε τὸ αἷμα στὰ χέρια του, γιὰ νὰ τὸν προδώσῃ.

– Ἀφοῦ δὲν τὸ εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, τοῦ εἶπα, τί σὲ μέλει καὶ τὸν κακολογᾶς. Κάθε ἀρνὶ κρεμιέται ἀπὸ τὸ ἴδιο του ποδάρι. Καὶ ἂν εἶναι ἀλήθεια, ἔχει Θεὸ ποὺ θὰ τὸν κρίνῃ καὶ ἂς ὄψεται. Κᾶμε μου μόνο τὴν χάρι, καὶ μὴ ἀνακατόνεσαι στὴν ὑπόθεσι τῆς πόστας: Αὐτὸς χωρὶς αἰτία βέβαια δὲν τὴν παραιτᾷ.

– Δὲν ἀκοῦς ποῦ σοῦ τὸ λέγω, μητέρα; Εἶπε πάλ᾿ ἐκεῖνος. Εἶναι τὸ αἷμα ποὺ τὸν πιάνει! Τὸ αἷμα, ποὺ ἔχυσε στὸν δρόμο του, ἐστοιχειώθηκε τώρα, καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ περάσῃ. Προχθὲς ἀναγκάσθηκε νὰ γυρίσ᾿ ἀπὸ τὰ μισόδρομα καὶ ν᾿ ἀφήσῃ τὴν πόστα. Ἀκούεις, εἶδε κάποιον ποὺ τὸν παραμόνευε: Χωρὶς ἄλλο ἦταν τὸ αἷμα. Γιατὶ λέγουν, πὼς ὅποιος σκοτώσῃ ἄνθρωπο καὶ δὲν σκεφθῇ νὰ γλύψῃ ἀπὸ τὸ μαχαῖρι του τὸ αἷμα, ἢ θὰ στοιχειωθῇ νὰ τὸν πνίξῃ καμμιὰ μέρα, ἢ θὰ τὸν μαρτυρεύῃ, ὡς ποὺ νὰ τ᾿ ὁμολογήσῃ καὶ νὰ τὸν κρεμάσουν.

– Νἄχῃς τὴν εὐχή μου, παιδάκι μου, μὴ μοῦ ξεσηκόνῃς τὴν καρδιά μου περισσότερο. Καί, νἄχῃς τὴν εὐχὴ τῆς Παναγίας, μὴν ἀνακατόνῃς αὐτὰ τὰ πράγματα! Γιατὶ σ᾿ ἀκούει κανεὶς ἀπὸ τὴν ἐξουσία κ᾿ εὑρίσκεις τὸν μπελᾶ σου! Ἄφησε καὶ τὴν πόστα καὶ τὸν ποστιέρη νὰ κουρεύωνται, καὶ βλέπε τὴν δουλειά σου, σὰν νοικοκυροπαίδι.

Μὰ κεῖνος ὁ μακαρίτης –τὸν ἤξευρες πῶς ἤτανε– δὲν τὸν ἐχωροῦσεν ὁ τόπος νὰ καθήσῃ. Τὸν ἔμαθα τέχνη καὶ τὸν ἄνοιξ᾿ ἀργαστήρι, γιὰ νὰ πιάσῃ τὸν τόπο τοῦ πατέρα του. Μά, ἔλα ποὺ ἀγαποῦσε νὰ γυρνᾷ μέσα στοὺς δρόμους!

– Ἀπ᾿ ἐδῶ ὡς στὸ Λουλεβουργάζι, εἶπεν, εἶναι πέντε ὥραις δρόμος. Μιὰ φορὰ κάθε δεκαπέντε θὰ πάγω καὶ θὰ ἔλθω, γιατί ν᾿ ἀφήσω νὰ ὠφεληθῇ ἄλλος;

– Ὄχι, νἄχῃς τὴν εὐχή μου! Δὲν σ᾿ ἀφήνω νὰ πάρῃς τὴν πόστα! Ὑποσχέσου μου πὼς δὲν τὴν παίρνεις, γιατὶ θὰ μὲ κάμῃς νὰ χάσω τὴν ἡσυχία μου!

– Ἔ! καλά, εἶπε τότε. Δὲν τὴν παίρνω. Ἄφησε νὰ μείνῃς καναδυὸ μῆνες χωρὶς γράμμα, καὶ νὰ διῇς ἐσὺ πῶς θὰ τὸ μετανοιώσῃς.

Αὐτὸ μ᾿ ἔγγιξεν ἐκεῖ ποὺ μὲ πονοῦσε. Τὰ γράμματά σου δὲν ἤρχοντο τακτικά, γιατὶ τὰ ἄνοιγαν στὸν δρόμο. Καὶ δὲν φθάνει, ποὺ δὲν ἄφηναν μέσα τίποτε, μόνον ὕστερα ἐντρέπονταν νὰ τὰ φέρουν ἀνοιγμένα, καὶ ἔτσι ἔμενα ἐγὼ χωρὶς εἰδήσεις σου, κ᾿ ἐκαθόμουν κ᾿ ἔκλαια. Μολαταῦτα δὲν τοῦ εἶπα τίποτε. Τόσον καιρὸ ὑπόφερα, ἂς ὑποφέρ᾿ ἀκόμα.

Ὅταν ἦλθεν ἡ ἡμέρα τῆς πόστας, τὸν βλέπω κ᾿ ἐμβαίνει μὲ τὸν σάκκο τοῦ κονακιοῦ στὴν ἀμασχάλη, καὶ μὲ τὸ τουφέκι στὸν ὦμο του.

– Τώρα πιά, μητέρα, εἶπε, τὸ κεραστικὸ δὲν θὰ πηγαίνῃ σὲ ξένα χέρια. Αὔριο ποὺ θὰ σὲ φέρω τὸ γράμμα τοῦ Γεωργῆ, θὰ μοῦ τὸ δώσης ἐμένα. Ὁρίστε; - Εἶχαν περάσει κοντὰ δώδεκα ἡμέραις ἀπὸ ἐκείνη τὴν βραδειά, ποὺ τοῦ τὸ εἶχα ἐμποδίσει. Ὅπως πάντοτε, ἔτσι καὶ τότε εἶχαν ξεχασθῆ πλέον οἱ προφητείαις τῆς παραμονῆς τῶν Φωτῶν. Μὰ τὸν γυιὸν τοῦ Μητάκου δὲν τὸν ἐλησμόνησα. Γι᾿ αὐτὸ ἄρχησα νὰ τὸν νειδίζω, πὼς ἔκαμε δουλειὰ τοῦ κεφαλιοῦ του. Μὰ κεῖνος ποὺ ν᾿ ἀκούσῃ! Ἐπῆρε τὴν ὑποχρέωση πάνου του! Ὑπεσχέθηκε στοὺς προεστοὺς καὶ στὸν Καϋμακάμη!

Σὰν εἶδα ποὺ πᾶν τὰ λόγια μου χαμένα, τὸν ἔδωσα κ᾿ ἐγὼ τὸ γράμμα σου, καί, ἔχε τὸν νοῦ σου δά, παιδί μου, τοῦ εἶπα, νὰ μὴ χάσης τὸ γράμμα τοῦ Γεωργῆ μας! – Θαρρῶ πὼς τόνε βλέπω ἀκόμα! Ἔβγαλε τὸ φέσι του, ἐφίλησε τὸ χέρι μου, κ᾿ ἐπήγε... Ποιὸς τὸ ἤξευρε νὰ μὴ τὸν ἀφήσῃ!...

Τὴν ἄλλη τὴν ἡμέρα ἤτανε νἄρθη ὁ καινούριος ὁ Δεσπότης. Οἱ ἐπίτροποι καὶ οἱ προεστοὶ ἐπῆγαν ἀπὸ νωρὶς εἰς τὸν σιδηρόδρομο· οἱ δάσκαλοι μὲ τὰ παιδιὰ τοῦ σχολειοῦ ἀραδιασμένα· οἱ παπάδες καὶ οἱ ἄλλοι χωριανοὶ ἐβγῆκαν καμμιὰν ὥρα δρόμο, γιὰ νὰ τὸν προσωπαντήσουν. Ὁ Μιχαῆλος ἐπῆγε κ᾿ ἐκεῖνος μαζί τους. Ἔμεινεν ἄδειο θαρρεῖς τὸ χωριό. Ἡ ὥρα τῆς πόστας ἦλθε, μὰ δὲν ἀνησύχησα γιὰ τὸν Χρηστάκη: Χωρὶς ἄλλο θὰ ἔλθη μὲ τὴ συνοδεία τοῦ Δεσπότη. Ὁ καιρὸς ἦταν καλὸς κ᾿ ἐγὼ ἐφύλαγα στὸ παραθύρι. Σὰν εἶδα τὸν κόσμον ἀπὸ μακρὰ ποὺ ἐπέστρεφε, ἔσιαξα τὸ φακιόλι μου κ᾿ ἐβγῆκα ὡς ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ νὰ φιλήσω κ᾿ ἐγὼ τοῦ Δεσπότη τὸ χέρι. Τὰ ἑξαπτέρυγα καὶ οἱ σημαῖαις τῆς ἐκκλησίας ἔλαμπαν ἀπὸ μακρυὰ εἰς τὸν ἥλιο, καὶ κατόπιν ἐγυάλιζαν οἱ σταυροὶ καὶ τὰ φελώνια τῶν παππάδων. Πίσω, στὸ ἕνα πλάγι, διέκρινα χρυσοσέλωτο τὸ ἄσπρο ἄτι, ποὺ ἐπῆγαν γιὰ τὸν Δεσπότη· μὰ ὅσο καὶ ἂν ἐκόντευε, Δεσπότης δὲν ἐφαίνετο ἐπάνω του. Βγά! εἶπα μὲ τὸν νοῦ μου, καὶ ἄρχησα νὰ πλησιάζω ἀνήσυχη καὶ βιαστική.

– Φεῦγα, κυρά! ἐφώναξε τότε ἕν᾿ ἀπὸ τὰ παιδιά, ποὺ ἔτρεχαν ἐμπρὸς ἐμπρὸς μὲ τὰ γιορτερά τους. Φεῦγα πίσω, γιατ᾿ ἔρχεται τ᾿ ἀσκέρι! Ἀκοῦς ἐκόψαν τὸν σιδερόδρομο καὶ μᾶς ἐπῆραν τὸν Δεσπότη!

Ἐκεῖ ἐτινάχθηκεν ἡ καρδιά μου! Ὁ πόλεμος ἀκούετο, μὰ οἱ Ροῦσσοι ἤτανε μακρυά, ξεύρω κ᾿ ἐγώ; στὰ Μπαλκάνια, μᾶς ἔλεγαν, κι ἀκόμη παρὰ πέρα. Καὶ τώρα νὰ κόψουν ἔξαφνα τὸν σιδερόδρομο. - Εἶδες, εἶπα, καὶ θὰ πάθῃ τίποτε τὸ παιδί! καὶ ἐκόπηκαν τὰ γόνατά μου κ᾿ ἔμεινα στὸν τόπο. Ἐκεῖ ἐπρόφθαξε τὸ πλῆθος βιαστικὸ καὶ τρομαγμένο. Κ᾿ ἐπρόβαλ᾿ ὁ Σταυρὸς μὲ τὰ ξαπτέρυγα κ᾿ ἐπρόβαλ᾿ ὁ παππᾶς μὲ τὸ θυμιατήρι, καὶ πρόβαλαν τέσσαρες νομάτοι μ᾿ ἕνα λείψανο στὸν ὦμο, καὶ στὸ πλάγ᾿ ὁ Μιχαῆλος ἀνεμαλιάρης καὶ λουσμένος εἰς τὰ δάκρυα... Ἄχ! παιδί μου! παιδάκι μου!... Ποιὸς τὸ ἤξευρε νὰ τὸν ἐμποδίσῃ!–

Ἐδῶ ἡ τρέμουσα φωνὴ τῆς συνεπνίγη ὑπὸ τῶν λυγμῶν καὶ τῶν κλαυθμῶν της.

Ἦτον ἡ πρώτη φορὰ ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Καὶ ἐπειδὴ ἐγνώριζον τὴν φύσιν τῆς δυστυχοῦς μητρός μου, οὔτε ἐγὼ τὴν διέκοψα, οὔτε τὸν ἀδελφόν μου ἀφῆκα. Ἡ θλῖψις ὑπερεπλημμύρει τὴν φιλόστοργον αὐτῆς καρδίαν, καὶ ἂν δὲν τὴν ἄφηνεν νὰ ἐκχειλίσῃ ἅπαξ καὶ δὶς καὶ τρὶς τῆς ἡμέρας, δὲν ἠδύνατο νὰ εὕρῃ ἀνακούφισιν. Τὸ φοβερὸν τραῦμα εἶχε πλήξει τὸν πολυπαθῆ μας οἶκον πρὸ τριῶν καὶ ἐπέκεινα ἐτῶν. Ἀλλ᾿ ἡ πρόσφατος ἔλευσις ἐμοῦ, ὅστις δὲν εἶχον ἰδῆ τὸ φρικτὸν ἐκεῖνο δρᾶμα ἐκ τοῦ πλησίον, ἀνέξανε τὰς μόλις οὐλωθείσας πληγὰς τῆς ταλαίνης. Ἡ ἐμὴ παρουσία καθίστα τὴν ἀπώλειαν τοῦ μακαρίτου πολὺ μᾶλλον ἐπαισθητοτέραν, διότι, καθὼς ἔλεγεν ἡ μήτηρ μου δικαίως, ἐφαίνετο πλέον πὼς ἡ χαρά μας δὲν εἰμποροῦσε νὰ εἶναι σωστή. Τόσον ὀλίγους ποὺ τοὺς ἀφῆκα τοὺς ἐδικούς μου, τοὺς εὕρισκον ὀλιγωτέρους. Καὶ οὔτε ἐγὼ νὰ τὸν φιλήσω, οὔτε ὁ πτωχὸς ἀδελφός μου ἠδύνατο πλέον νὰ εὐφρανθῇ ἐπὶ τῇ ἐπανόδῳ τοῦ τόσον καιρὸν προσδοκηθέντος ἀδελφοῦ του! Καὶ ἔκλαιε λοιπὸν ἡ δύστηνος καὶ διηγεῖτο τὴν θλιβερὰν ἐκείνην ἱστορίαν, ὡς ἐὰν εἶχε συμβῇ αὐτὴν τὴν προτεραίαν.

Καὶ ὅταν αἱ πλήμμυραι τῶν δακρύων ἀνεκούφιζον ὀλίγον τὴν βαρυπενθῇ αὐτῆς καρδίαν, νομίζετ᾿ ἐλησμόνει τὴν δυστυχίαν της; Πολλοῦ γε καὶ δεῖ. Τὴν θλῖψιν διὰ τὸν φόνον τοῦ ἀγαπητοῦ μας ἀδελφοῦ διεδέχετο ἡ ἀμείλικτος ὀργὴ κατὰ τοῦ φονέως.

– Καμμιὰ φορά, μοὶ ἔλεγε κατ᾿ ἰδίαν ὁ ἀδελφός μου, ἐνόμιζον πὼς ἄρχιζε νὰ ξεχνᾷ τὸν Χρηστάκη, μὰ ποτὲ δὲν τὴν εἶδα νὰ ξεχάσῃ τὸν φονιά του.

Καθ᾿ ὅλον τὸ μεταξὺ διάστημα οὔτε Δεσπότη, οὔτε Καϋμακάμη ἀφῆκεν ἥσυχον διὰ νὰ τῇ εὕρουν τὸν φονέα τοῦ τέκνου της. Κατ᾿ ἀρχὰς ἐνομίσθη, ὅτι ἐφονεύθη, συντυχῶν εἰς τὴν συμπλοκὴν κατὰ τὴν ἐπὶ τοῦ σταθμοῦ τοῦ Λουλεβουργὰζ ἔφοδον. Ἀλλὰ μετ᾿ ὀλίγον ἐπιστώθη, ὅτι τοῦτο δὲν ἦτο δυνατόν. Οἱ ἐπελθόντες πρὸς παραλαβὴν τοῦ ἀρχιερέως εὗρον τὸν σταθμὸν τοῦτον ἐρημωμένον ὑπὸ τῶν ἐπιτοπίων ἀρχῶν πρὸ δυὸ ἤδη ἡμερῶν, ἐξ οὗ χρόνου πᾶσα συγκοινωνία μετὰ τῆς πρωτευούσης ἦτο διακεκομμένη, τοὺς δὲ Ρώσσους ἀμαχητὶ καταλαβόντας τὸ χωρίον, ἀλλὰ μόλις περὶ τὰ μέσα τῆς προηγηθείσης ἐκείνης νυκτός. Τὸν πτωχὸν ἀδελφόν μου ὅμως ἀνεκάλυψαν ἐν τῇ ἀτάκτῳ αὐτῶν ἐπιστροφῇ παρὰ τὴν γέφυραν τῆς λεωφόρου, πολὺ μακρὰν τοῦ χωρίου, καὶ νεκρὸν πολὺ πρὸ τῆς ἀφίξεως τῶν Ρώσσων. Δὲν ἐφονεύθη λοιπὸν τυχαίως, οὐδ᾿ ἐν συμπλοκῇ. Ἀλλ᾿ οὔτ᾿ ἐπίτηδες ἦτο δυνατὸν νὰ ἐφονεύθῃ ὑπὸ στρατιωτῶν ἢ λῃστῶν. Διότι οὔτε οἱ μὲν θὰ ἄφηναν τὸν νεκρὸν ἀσύλητον, οὔτε οἱ δὲ ἀνέπαφον τὸν ταχυδρομικὸν σάκκον. Πᾶσα δὲ ἐπίσημος ἔρευνα κατέληγεν εἰς τὸ ψηλαφητὸν συμπέρασμα ὅτι ὁ φόνος ἐγένετο ἐξ ἐνέδρας καὶ οὐχὶ πρὸς σκοπὸν ληστεύσεως. Διὰ τοῦτο ἡ μήτηρ μου ἐπέμενεν εἰς τὴν εὕρεσιν καὶ τιμωρίαν τοῦ φονέως. Ὁ τρόπος δι᾿ οὗ ὁ πρώην κακῆς φήμης ταχυδρόμος παρέπεισε τὸν ἀνύποπτον νεανίαν νὰ διαδεχθῇ τὸ ἐπικίνδυνον αὐτοῦ ἔργον, παρεῖχεν εἰς τὰς ἐρεύνας αὐτῆς τὸν ὁδηγητικὸν μίτον.

– Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀλλοιῶς, ἔλεγεν. Ὁ φονιὰς πρέπει νὰ ἦταν μανιασμένος μαζί του, καὶ πρέπει νὰ τὸ ἤξευρε. Ἀλλέως δὲν μποροῦσε νὰ τὸν παραμονεύσῃ αὐτὴ τὴν πρώτη τὴν ἡμέρα, ποὺ πῆρε τὴν πόστα πάνου του. Εἶναι λοιπὸν χωρὶς ἄλλο χωριανός μας, ἢ κανεὶς ἀπὸ τὰ περίχωρα. Ὅταν ἐπῆραν αὐτόν, ποὺ εἶχε πρῶτα τὴν πόστα, στὴν φυλακή, εἶπα πὼς ἔκαμεν ὁ Θεὸς κρίσι. Μὰ ὕστερ᾿ ἀπὸ δυὸ ἡμέραις τὸν ἔβγαλαν, γιατὶ εὑρέθη, πῶς, ὅταν ἔγεινε τὸ φονικό, ἐκεῖνος ἦταν στὸ χωριό μας. Ποιὸς τὸ ξεύρει; Ἴσως κ᾿ ἐψευτομαρτύρησαν... Μὰ τώρα, ποὺ ἦρθες πιὰ καὶ σύ, παιδί μου, μὴν ἀφῆστε τὸν ἀδερφό σας ἀνεκδίκητο. Μὴ μὲ βλέπεις ἔτσι καὶ σιωπᾷς! Ἂν δὲν εἶχα παιδιὰ στὸν κόσμο, θενἄκοφτα τὰ μαλλιά μου, θενἄβαζα ἀνδρίκια ροῦχα, καὶ μὲ τὸ τουφέκι στὸν ὦμο θενὰ κυνηγοῦσα τὰ ἰχνάρια τοῦ φονιᾶ, ὡς ποὺ νὰ ῾κδικήσω τὸν νεκρό μου. Γιατὶ διές, παιδί μου, ὁ φτωχός μας ὁ Χρηστάκης δὲν εὑρίσκει ἡσυχία, μόνο παλεύει μέσ᾿ στὸ μνῆμα του ὅσαις φοραὶς νοιώθει τὸ φονιά του νὰ πατῇ τὰ χώματα. Καὶ τὸν νοιώθει, παιδί μου! στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου νὰ εὑρίσκεται, ἐκεῖνος τὸν νοιώθει, σὰν νὰ τοῦ πατοῦσε τὴν καρδιά του! Γι᾿ αὐτὸ ἐκδίκησι! πρέπει νὰ γενῆ ἐκδίκησι!

Ὁ μὴ γνωρίσας τὴν ἀγαθοτάτην ταύτην μητέρα πρὸ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ της, θὰ τὴν ἐκλάβῃ ἴσως ὡς γυναῖκα τραχέος καὶ σκληροῦ χαρακτῆρος, ἀφοῦ ἐγὼ αὐτὸς ἐδυσκολευόμην πλέον νὰ ἀνεύρω ἐν αὐτῇ τὴν ἄπειρον ἐκείνην φιλανθρωπίαν, ἥτις τὴν ἔκαμνε νὰ φείδηται καὶ νὰ συμπονῇ καὶ αὐτὴν τὴν ἄψυχον φύσιν, καὶ ὡς ἐκ τῆς ὁποίας δὲν ὑπέφερε νὰ ἴδῃ οὐδὲ μίαν ὄρνιθα σφαζομένην. Διότι, ναὶ μέν, ἐκδίκησιν λέγουσα, ἠννόει κυρίως δικαιοσύνην. Ἀλλὰ τὴν δικαιοσύνην ταύτην δὲν ἠννόει ἄνευ προσωπικῆς αὐτῆς ἱκανοποιήσεως προσμετρουμένην μόνον ὑπὸ τῆς ἀπαθοῦς χειρὸς τοῦ νόμου.

– Νὰ τὸν ἰδῶ κρεμασμένον, ἔλεγε, νὰ τραβήξω τὸ σχοινί του καὶ ὕστερα ἂς ἀποθάνω!

Τόσον φρικαλέως ἐπιθυμητὴ ἐφαίνετο ἡ ἐκδίκησις εἰς τὴν φιλοστοργίαν τῆς φυσικῆς καὶ ἀμορφώτου γυναικός!

Τὰ ψυχρὰ τῆς ἐπιστήμης σκέμματα, δι᾿ ὧν ἐδοκίμαζον ἐνίοτε νὰ καταπραΰνω τὰς ὁρμὰς τῆς θερμῆς αὐτῆς καρδίας, ἐξητμίζοντο πρὶν φθάσωσι τὸν σκοπὸν αὐτῶν, ὡς μικραὶ σταγόνες ὕδατος, ὅταν πίπτωσιν ἐπὶ σφοδρῶς φλεγομένης καμίνου. Οὕτω καὶ κατ᾿ ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Ὅταν μετὰ μακρὰν διδαχὴν περὶ τῆς θέσεως τῶν ἀτόμων ἀπέναντι τῆς δημοσίου δικαιοσύνης, τῇ ὑπεσχέθην ὅτι θὰ κινήσω πάντα λίθον πρὸς εὕρεσιν καὶ τιμωρίαν τοῦ κακούργου,

– Ναί! εἶπε, μετὰ τίνος ἀγρίας ἐντρυφήσεως. Νὰ τὸν ἰδῶ κρεμασμένο, νὰ τραβήξω τὸ σχοινί του, καὶ ὕστερ᾿ ἂς πεθάνω!

Ἀλλ᾿ αἴφνης ἐκρούσθη ἡ θύρα, καί, μετὰ προφανοῦς δυσαρεσκείας εἶδε τὴν καταξύριστον μορφὴν τοῦ ὑπηρέτου εὐσεβάστως παρακύπτουσαν ὄπισθεν τοῦ θυροφύλλου.

– Τί τρέχει, Λουή; τὸν ἠρώτησα εἰσερχόμενον.

– Μία Τούρκισσα, ἀπήντησεν ὑποκλινόμενος πρὸ τῆς συνωφρυωμένης μητρός μου, μία Τούρκισσα πρὸς ἐπίσκεψιν.

– Πρὸς ἐπίσκεψιν ἡμῶν; Δὲν εἶναι δυνατόν! Θὰ ἔχῃς λάθος, Λουή, πήγαινε! Δὲν γνωρίζομεν καμμίαν Τούρκισσαν. Ἀλλ᾿ ἐνῷ τὸν ἀπέπεμπον οὕτω, χάριν τῆς μητρός μου, ἠκούσθη ταραχὴ ἐν τῷ διαδρόμῳ καὶ φωναὶ ὡς ἐριζόντων. Ὁ Λουὴς ὑπεκλήθη ἐκ νέου ὅσον οἶον τε βαθέως, ὅπως μὲ πείσῃ, ὅτι ἡμεῖς ἤμεθα οἱ ζητούμενοι. Ἀλλ᾿ αἴφνης ἡ θύρα ἀνοίγει μετὰ φοβεροῦ πατάγου, ὠθήσασ᾿ αὐτὸν νὰ πέση κατακέφαλα, ἐνῷ μία γραία, σχεδὸν ἀπερικάλυπτος Ὀθωμανὶς ἐρρίπτετο εἰς τοὺς πόδας τῆς μητρός μου, μετὰ λυγμῶν καὶ δακρύων. Φαίνεται ὅτι οἱ ἔξω ὑπηρέται τῇ ἐκώλυον τὴν εἴσοδον καὶ ἐκ τῆς ἀπελπισίας αὐτῆς ἐβίασε τὴν θύραν. Ὁ ἐμβρόντητος Λουὴς ἐπρόφθασε νὰ συνέλθῃ καὶ ἐκδιώξῃ διὰ λακτισμῶν τὸν δειλῶς ἀκολουθοῦντα αὐτὴν ὑψηλότατον λευκοσάρικον σοφτᾶν, ἀλλ᾿ ὁ ἀδελφός μου, παρεμβάς, ὡς τὸν εἶδεν, ἐπέπληξε τὸν ὑπηρέτην καὶ εἰσήγαγε μετὰ μεγάλης χαρᾶς τὸν ἰσχνὸν καὶ λευκόχλωμον ἐκεῖνον Τοῦρκον, ὡς ἐὰν ἦτο ὁ οἰκειότατος αὐτῷ φίλος.

– Εἶναι ὁ Κιαμήλης μας, εἶπεν, ἐπιδεικτικῶς πρὸς ἐμέ, καὶ αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ μητέρα του!

Ἡ μήτηρ μου μόλις καὶ μετὰ βίας ἁπαλλαγεῖσα τῶν περιπτυγμῶν τῆς Ὀθωμανίδος, ἠτένισεν ὑψηλὰ πρὸς τὴν συμπαθητικὴν τοῦ σοφτᾶ μορφὴν μετὰ παραδόξου στοργῆς, καὶ

– Ἐσὺ εἶσαι Κιαμήλη, παιδί μου; τὸν ἠρώτησε. Καὶ πῶς εἶσαι; Καλά; Δὲν σ᾿ ἐγνώρισα μὲ αὐτὴ τὴν φορεσιά σου!

Ὁ Τοῦρκος ἔκυψε μετὰ δακρύων εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ λαβὼν ἐφίλησε τὴν ἄκραν του φορέματός της.

– Ὁ Θεὸς πολλὰ καλὰ νὰ σὲ δίνῃ, Βαλινδέ! εἶπε. Μέρα νύχτα παρακαλῶ νὰ κόβῃ ἀπὸ τὰ χρόνια μου νὰ βάζῃ στὰ δικά σου.

*
* *

Ἡ μήτηρ μου ἐφαίνετο ὑπερβολικὰ εὐχαριστημένη· ὁ Μιχαῆλος ἐπῆγε νὰ τὰ χάσῃ ἀπὸ τὴν χαράν του, ἀπευθύνων μυρίας ἐρωτήσεις καὶ περιποιήσεις πότε εἰς τὸν ἰσχνοτενὴ ἐκεῖνον πρασινορασοφόρον καὶ πότε εἰς τὴν μητέρα του. Μόνον ἐγὼ καὶ ὁ Λουὴς ἱστάμεθα ἄφωνοι καὶ ἐνεοί. Ἐπὶ τέλους λαβὼν τὸν ἀδελφόν μου κατὰ μέρος,

– Ἔλα, ἄφησε τὰ γέλοιά σου, λέγω, καὶ εἰπέ μου τί συμβαίνει ἐδῶ πέρα; Τί σᾶς εἶναι αὐτοί;

– Τώρα θὰ σὲ τὸ πῶ, εἶπεν ὁ ἀδελφός μου γελῶν ἔτι περισσότερον. Τώρα θὰ σὲ τὸ πῶ. Πήγαινε, Λουή! δυὸ καφέδες γρήγορα! Μὰ κύτταξε, νὰ μὴν τοὺς κάμῃς πάλε σὰν τὰ φράγκικά σου τ᾿ ἀποπλύματα! Ἅ-λά-τούρκα, καὶ χωρὶς ζάχαρι! Ἀκοῦς;

Καὶ ταῦτα λέγων εἰσῆλθε μετ᾿ ἐμοῦ εἰς τὸ προσεχὲς δωμάτιον.

– Αὐτὸς εἶναι ἕνας Τοῦρκος, ποὺ τὸν ἐγιάτρευεν ἡ μητέρα ἑφτὰ μῆνες εἰς τὸ σπίτι μας, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ μάνα του, ποὺ ἦλθε τώρα νὰ τῆς πῇ τὸ Σπολλάτη!

Εἶπεν ὁ ἀδελφός μου, γελάσας πρὸς μεγάλην μου ἔκπληξιν.

– Ἕνας Τοῦρκος, ποὺ τὸν ἐγιάτρευεν ἡ μητέρα ἑφτὰ μῆνας! Καὶ ἀπὸ τότε ἔγεινεν ἡ μητέρα νοσοκόμος τῶν Τούρκων; Ἠρώτησα ἐγὼ συνωφρυωμένος ἐξ ἀγανακτήσεως.

Πρέπει νὰ σημειώσω, ὅτι ὁ Μιχαῆλος ἐσυνείθιζε ν᾿ ἀστεΐζηται ἐπὶ τῶν ἀδυναμιῶν τῆς μητρὸς ἡμῶν, τόσω μᾶλλον ἀσμένως, ὄσω μᾶλλον ἀγγογύστως καὶ προθύμως τὰς ἐπλήρονεν ἐκ τοῦ ἰδίου του βαλαντίου. Τίποτε δὲν τὸν ηὐχαρίστει τόσον, ὅσον νὰ μιμῆται τὴν μητέρα μας, δρώσαν ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν ἀδυναμίας τινός, τῆς ὁποίας τὰ στοιχεῖα παρεμόρφου ἐπὶ τὸ κωμικώτερον κατὰ τρόπον ὅλως ἴδιον αὐτῷ. Ἡ ἀνοχὴ τῆς καλῆς μητρός, ἥτις ἐγέλα καὶ αὐτή, ὁσάκις τὸν ἤκουεν, ἐρρίζωσεν ἐν αὐτῷ ἔτι μᾶλλον τὴν κακὴν ταύτην συνήθειαν. Διὰ τοῦτο, ὅταν μὲ εἶδεν ἀγανακτοῦντα ἐπὶ τῷ ἀκούσματι,

– Ἄκουσε νὰ σὲ πῶ, μοὶ εἶπεν. Ἂν ἐννοῇς νὰ τὰ ἔχῃς ἔτσι καταιβασμένα, δὲν σὲ λέγω τίποτε. Θὰ μοῦ χαλάσῃς τὴν ἱστορία. Κάλλιο νὰ τὴν ἀφήσουμε μίαν ἄλλην ἡμέρα, γιὰ νὰ γελάσῃς καὶ σὺ μὲ τὴν καρδιά σου, νὰ γελάσῃ κ᾿ ἡ μητέρα κομμάτι, ποὺ τόσαις ἡμέραις δὲν ἐγέλασεν ἀκόμη μὲ τὰ σωστά της, ἡ καϋμένη.

– Ἔλα! τῷ εἶπον τότε. Ἡ μητέρα φαίνεται πολὺ εὐχαριστημένη ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψιν, καὶ εἶναι ὅλως διόλου ἐνασχολημένη μὲ τοὺς Τούρκους της, ποὺ δὲν εἰμπορῶ νὰ χωνέψω. Ὡς ποὺ νὰ πιοῦν τὸν καφέ τους καὶ νὰ μᾶς ξεφορτωθοῦν, εἰπέ μου τὴν ἱστορία.

– Ἄκουσε λοιπόν, μοὶ εἶπεν. Εἰξεύρεις πόσον ἡ μητέρ᾿ ἀνησυχοῦσεν ὅταν ἔλειπες. Καὶ δὲν φθάνει ποὺ ἀνησυχοῦσεν ἐκείνη, μόνον δὲν ἄφηνε καὶ τὸν κόσμο στὴν ἡσυχία του. Ποιὸς περνᾷ νὰ τὸν σταματήσῃ μέσ᾿ στὸν δρόμο· ποιὸς ἔφθανεν ἀπὸ πουθενά, νὰ πὰ νὰ τὸν ρωτήσῃ: μὴ σὲ εἶδαν, μὴ σὲ ἄκουσαν. Τὴν ξεύρεις. Ἕνα πρωὶ πρωὶ ἐτρυγούσαμε τὰ πεπόνια στὸ χωράφι. Ἔξαφνα βλέπ᾿ ἕνα διαβάτη ποὺ περνοῦσε. Δὲν τὸν ἀφήνει νὰ πάγῃ στὴν δουλειά του, μόνο τρέχει στὴν φράκτη.

– Ὥρα καλή, θειέ!

– Πολλὰ τὰ ἔτη, κυρά!

– Ἀπὸ τὴν Εὐρώπη ἔρχεσαι;

– Ὄχι, κυρά, ἀπὸ τὸ χωριό μου. Καὶ ποῦ εἶν᾿ αὐτὴ ἡ Εὐρώπη;

– Νά, ξεύρω κι᾿ ἐγώ; αὐτοῦ ποὺ εἶναι τὸ παιδί μου. Δὲν ἄκουσες νὰ λένε τίποτε γιὰ τὸ παιδί μου;

– Ὄχι, κυρά. Καὶ πῶς τὸ λένε τὸ παιδί σου;

– Ἀμ᾿ ξέρω καὶ ῾γὼ μαθές; Ὁ νουνός του τὸ βάφτισε Γιωργί, καὶ πατέρας του ἤτανε ὁ Μιχαλιὸς ὁ πραμματευτής, ὁ ἄνδρας μου. Μὰ κεῖνο, ἀκοῦς, ἐπρόκοψε καὶ πῆρεν ἕνα ὄνομα ἀπὸ τὰ περιγραμμάτου· καὶ τώρα, σὰν τὸ γράφουνε μέσ᾿ σταὶς ἐφημερίδες, δὲν ἠξεύρω κι ἐγὼ ἡ ἴδια, τὸ παιδί μου εἶναι μαθὲς ποὺ λένε, ἢ κανένας φράγκος!

– Τὴν ἱστορία, Μιχαῆλε! τὴν ἱστορία τοῦ Τούρκου! διέκοψα ἐγὼ ἀνυπομόνως.

– Στάσου δά! εἶπεν ἐκεῖνος. Ἡ ἱστορία ἦλθεν ὕστερ᾿ ἀπὸ τὴν κουβέντα. Ὕστερ᾿ ἀπὸ τὴν κουβέντα, βλέπεις τὴν μητέρα καὶ κόφτει τὸ πιὸ καλό, τὸ πιὸ μεγάλο πεπόνι.

– Ἂμ᾿ δὲν παίρνεις κάνα πωρικὸ ἀπὸ τὸν κῆπο μας, θεῖε;

– Εὐχαριστῶ, κυρά, δὲν ἔχω τόπο νὰ τὸ βάλω.

– Δὲν πειράζει, θεῖε, τὸ καθαρίζω καὶ τὸ τρώγεις.

– Εὐχαριστῶ, κυρά, μὲ κρατεῖ κοιλόπονος.

– Ἔλα νὰ χαρῇς, κᾶμε μου τὴν χάρι. Γιατί, διές, ἔχω παιδὶ στὴν ξενητιά, κ᾿ ἔχω καρδιὰ καμμένη. Κι᾿ ἀφοῦ δὲν μπορῶ νὰ τὸ στείλω στὸ παιδί μου, φά᾿ το κἂν τοῦ λόγου σου ποὺ εἶσαι ξένος. Ἴσως τρώῃ κι᾿ ἐκεῖνο ἀπὸ κανέναν ἄλλονε.

Ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὴν ὑπομονή του.

– Ντζάνουν καλά, χριστιανὴ γιά! μὰ σὰν ἔχῃς παιδὶ στὴν ξενιτιά, τί σὲ φταίγω ἐγὼ νὰ βάλω, ἔτσι θεονήστικος, ὅλην αὐτὴ τὴν χολέρα μέσ᾿ στὸ στομάχι μου! Μὴ θαρρῇς πῶς ἐβαρέθηκα τὴν ζωή μου; Ἐγὼ ἔχω γυναῖκα ποὺ μὲ καρτερᾷ, κ᾿ ἔχω παιδιὰ νὰ θρέψω. Μὰ σὰν θέλῃς καὶ καλὰ νὰ χρησιμοποιήσης τὸ πεπόνι σου, στεῖλε το στοῦ Γερό-Μούρτου τὸ χάνι. Ἐκεῖ κοντὰ ἕνας ξένος παλεύει μὲ τὸν θάνατο, θερμασμένος ἐδῶ καὶ τρεῖς ἑβδομάδες. Ἅμα γευθῇ αὐτὴν τὴν χολέρα, πίστεψέ με, θὰ γλυτώσῃ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν θέρμη καὶ ἡ θέρμη ἀπ᾿ αὐτόνε.

– Τέλος πάντων! τοῦ εἶπα, ἐτελείωσαν τὰ ἐπεισόδια; Ἄρχησε πλέον τὴν ἱστορία!

– Στάσου δά! ἀπήντησεν ἐκεῖνος πειρακτικῶς. Μήπως εἴμεθα εἰς τὴν Εὐρώπην ποὺ πουλοῦν τὸ κρέας δίχως κόκκαλα; Σὲ λέγω τὴν ἱστορία καθὼς ἐγένηκεν. Ἂν δὲν σ᾿ ἀρέσῃ, ἄφησέ την κατὰ μέρος. Πᾶμε νὰ διοῦμε τὴν χανούμισσα!

– Σὲ ἤθελα νὰ εἶσαι ἀπὸ πουθενά, ἐξηκολούθησεν ἔπειτα, νὰ ἰδῇς τὴν μητέρα, ὅταν τὸ ἄκουσε. - Χριστὸς καὶ Παναγιά, παιδάκι μου! – Καὶ ἔπεσε τὸ πεπόνι ἀπὸ τὰ χέρια της, κι᾿ ἔγεινε σὰν πήττα! Κ᾿ ἔσιαξε τὸ φακιόλι στὸ κεφάλι της, κ᾿ ἐπῆρε τὸν δρόμο. Δηλαδὴ τὰ σπαρμένα καὶ τ᾿ ἄσπαρτα χωράφια κατ᾿ εὐθείαν γιὰ νὰ φθάση ὅσον τὸ δυνατὸν γρηγορώτερα. Ἐγὼ ποὺ τὴν ἤξευρα, τὴν ἀφήκα νὰ πάγῃ. Μὰ σὰν ἐπροχώρησε καμπόσο καὶ εἶδε ποὺ δὲν τὸ ἐκούνησα, ἐγύρισε πίσω θυμωμένη, καί,

– Τί χάσκεις ἀπ᾿ αὐτοῦ, μωρὲ πολλακαμμένε; - ἐφώναξε. - Ἔ; φυλάγεις νὰ τὸ πῶ γιὰ νὰ σαλέψῃς;

Ἂν σὲ βαστᾷ μὴν τὴν ἀκολουθεῖς; Θὰ ἦταν καλὴ νὰ μὲ φακιολίση μὲ καμμιὰ βωλάκα. Ἀφήκα λοιπὸν τὴν δουλειά μου, κ᾿ ἔπεσα καταπόδι της. Ποῦ νὰ τὴν φθάσῃς! Βρὲ ἀγκάθια, βρὲ χανδάκια, βρὲ φράχταις – δὲν ἔβλεπε τίποτε. Τίποτε ἄλλο, παρὰ τοῦ Γερο-Μούρτου τὸν σκεπὸ ποὺ ἐκοκκίνιζε μακρυὰ μέσ᾿ στὰ σπαρμένα.

Σὰν ἔφθασε κοντά, ἄρχησαν τὰ γόνατά της νὰ τρέμουν κ᾿ ἐκάθησε σὲ μιὰ πέτρα.

– Χριστὸς καὶ Παναγιά, παιδάκι μου! Καὶ πῶς δὲν μοῦ τὸ εἶπες πῶς ἦταν ἕνας ἄρρωστος δωπέρα;

– Ἀμ᾿ τί νὰ σὲ τὸ πῶ! Μήπως εἶσαι γιατρὸς γιὰ νὰ τὸν γειάνης; Ἐκεῖνο, ὡς καὶ ὁ Παππα-Δῆμος, ποὺ τ᾿ ἄκουσε, δὲν ἐπῆγε νὰ τὸν διῇ. Γιατ᾿ εἶναι, λέγει, Τοῦρκος, κ᾿ οἱ Τοῦρκοι δὲν πληρόνουν, γιὰ εὐχέλαιο.

– Τοῦρκος εἶπες; ἐφώναξε τότε, καὶ ἦλθεν ὀλίγο σὴν θωριά της. - Σὰν εἶναι Τοῦρκος – Δόξα σοι ὁ Θεός! Εἶχα μία φοβέρα μήπως ἦταν τὸ Γιωργί μας!

– Κρῖμα ποὺ δὲν σοῦ τὸ εἶπα πρωτήτερα, μητέρα, νὰ μὴ χαλάσῃς τοῦ κόσμου τὰ χωράφια καὶ νὰ κάμῃς τὰ πόδια μου κόσκινο μέσ᾿ στ᾿ ἀγκάθια. Ἀπὸ τὴ βία σου, μ᾿ ἔκαμες νὰ πάρω τὸν δρόμο ἀξυπόλυτος. - Μὰ κείνη, στὸ μεταξύ, ξανακίνησε πρὸς τοῦ Μούρτου τὸ χάνι.

Ἐκεῖ ποὺ ἔπεσα πάλε καταπόδι της, κ᾿ ἐπήγα νὰ πηδήξω ἕνα χανδάκι, ἀκούω κάποιον καὶ βογκᾷ. Στρέφω καὶ θωρῶ, ἕνας Τούρκαρος χαμαί, μὲ κίτρινο πρόσωπο, μὲ κόκκινα μάτια! Ἔτσι εὔκολα ποὺ γελῶ στὴ ζωή μου, ποτὲ δὲν ἐγέλασα γιὰ ἄρρωστον ἄνθρωπο.

Κ᾿ ἐκείνη τὴν ἡμέρα δὲν ἠμπόρεσα νὰ βασταχθῶ, γιατί, δὲν ἠξεύρεις. Ἐδῶ ἦταν μία βάτος, κι᾿ ἐδῶ μι᾿ ἀγριαγγινάρα. Κι᾿ ὁ Τοῦρκος, ποὺ παράδερνε παραλαλώντας εἰς τὴν μέση, ἐγύριζε στὴ βάτο, καὶ τῆς ἔκαμνε τεμενάδες, καὶ τὴν γλυκομιλοῦσε, καὶ τῆς ἔκαμνεν ἐργολαβία. Ἐγύριζε στὴν ἀγριαγγινάρα κ᾿ ἔτριζε τὰ δόντια, κι ἀγρίευε τὰ μάτια, κ᾿ ἐσήκωνε μὲ βρυσιαὶς τὸ χέρι του, νὰ τῆς κόψη τὸ κεφάλι! Τὰ μεγάλα του λόγια ἀπὸ τὴν μιὰ καὶ ἡ ἀδυναμία του ἀπὸ τὴν ἄλλη ἤτανε νὰ σκάσῃς ἀπὸ τὰ γέλοια. Μὰ σὰν ἦλθεν ἡ μητέρα καὶ μὲ εἶδε, σοῦ ἔκαμεν ἕνα θυμό! ἕνα θυμό! Θεὸς νὰ σὲ φυλάγῃ!

– Τί στέκεις καὶ γελᾷς αὐτοῦ, βρὲ χάχα; Ε; τί στέκεις καὶ γελᾷς! Ὁ ἄνθρωπος ψυχομαχᾷ, καὶ σὺ τὸ χαίρεσαι; Πιάσ᾿ ἀπὸ κεινά! Φορτώσου τὸν στὴν ράχη σου!

– Καλέ, χριστιανή, αὐτὸς εἶναι μιάμισυ φορὰ μακρύτερος ἀπὸ μένα, πῶς θέλεις νὰ τὸν φορτωθῶ στὴν ράχη μου!

– Πιᾶσ᾿ ἀπ᾿ ἐκεῖνα, σὲ λέγω, γιατί ξέρεις;

Ἂν σὲ βαστᾷ μὴν τὸ κάμῃς! Ἔπιασα λοιπὸν καὶ μὲ φόρτωσε τὸν Τουρκαλᾶ στὴν ράχη μου κ᾿ ἐπήραμε τὸν δρόμο.

Ὁ Γερο-Μοῦρτος ἔλιαζε τὴν κοιλιά του ἔξω ἀπὸ τὴν θύρα τοῦ χανιοῦ. Σὰν μᾶς εἶδε, ἐγέλασε βαθειὰ μέσ᾿ στὸν λαιμό του κ᾿ ἐφώναξεν. - Ὠρέ, δὲν μοῦ φορτώνεσαι κάλλιο κειὸ τὸν ψόφιο γάδαρο, γιὰ νὰ κερδαίσης κἂν τὰ πέταλά του, μόνο σκομαχᾶς ἔτσι στὰ χαμένα γιὰ νὰ πᾶς τὴν λοιμικὴ στὸ σπίτι σου;

Ἐγὼ δὲν ἀπηλογήθηκα γιατί, καταλαμβάνεις, ἀναπνοὴ γιὰ χορατὰ δὲν μ᾿ ἐπερίσσευε. Μὰ ἡ μητέρα, τὴν ξεύρεις τὴν μητέρα. Τοῦ ἐδιάβασε τὸν ἑξάψαλμο γιὰ τὴν ἀπονιά του!

Σὰν τὸν ἐφέραμε στὸ σπίτι, ἐστρώσαμε τὸ στρῶμα τοῦ Χρηστάκη καὶ τὸν ἐπλαγιάσαμε. Ὁ Χρηστάκης ὁ μακαρίτης ἐγύριζε τότε στὰ χωριὰ τῆς ἐπαρχίας, μὲ ταὶς πραμματειαὶς ἐπάνω στ᾿ ἄλογο. Ἤτανε πρὶν ἀνοίξῃ τὸ μαγαζί του. Καὶ σὰν ἔμαθε πὼς ἔχουμε τὸν ἄρρωστο εἰς τὸ σπίτι, ἐπῆγε κ᾿ ἔρριψε τὴν κάππα του εἰς τῆς θειᾶς μας τὸ σπίτι, στὸ Κρυονερό. Ἡ μητέρα τὸν ἐμάλονε πάντοτε γιὰ ταὶς ἀκαταστασίαις του, κ᾿ ἐκεῖνος ὁ μακαρίτης ἀφορμὴν ἐγύρευε γιὰ νὰ ξωμένῃ, νὰ ζῇ τοῦ κεφαλιοῦ του. Ἑφτὰ μῆνες εἴχαμε τὸν ἄρρωστο στὸ σπίτι, ἑφτὰ μῆνες δὲν ἐπάτησε τὸ κατώφλοιό μας. Ὡς ποὺ ἀναγκάσθηκεν ἡ μητέρα νὰ τὸν στείλῃ μαζί μου στὴν Πόλι, πρὶν γιατρευθῇ ὅλως διόλου.

– Καὶ πῶς εἶχε ξεπέσει στὸ χωριό μας; ἠρώτησα ἐγώ. Καὶ πῶς συνέβη ν᾿ ἀρρωστήσῃ;

– Χούμ! εἶπεν ὁ ἀδελφός μου ξύων τὴν κεφαλήν του. Αὐτὸ κ᾿ ἐγὼ μόνον ἄκραις μέσαις τὸ γνωρίζω. Μήπως μἄφηκε μαθὲς ἡ μητέρα νὰ τὸν ἐρωτήσω, καθὼς ἤθελα;

–Ἄνθρωποι εἴμεθα, ἔλεγε, καὶ οἱ ἀρρώσταις εἶναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλοίμονο σ᾿ ὅποιον δὲν ἔχει ποιὸς νὰ τὸν κυττάξῃ! Καὶ ποιὸς ἠξεύρει, ἂν αὐτὴν τὴν ὥρα καὶ τὸ Γιωργί μας δὲν εἶν᾿ ἄρρωστο στὴ ξενιτιά, χωρὶς κανένα ἐδικὸ στὸ πλάγι του! Μὴν κάθεσαι λοιπὸν καὶ μοῦ ψιλορωτᾷς τὸν ἄνθρωπο, μόνο γειᾶνε τον πρῶτα!

Ὁ Κιαμήλης εἶναι καλός, πολὺ καλὸς ὁ καϋμένος, ἐξηκολούθησεν ὁ ἀδελφός μου, καὶ πολλαὶς φοραὶς ἄνοιξε μονάχος του νὰ μὲ πῇ τὸ πῶς ἀρρώστησε. Μὰ ὅσαις φοραὶς τὸ δοκίμαζε τόνε ξανάπιανεν ἡ θέρμη.

Ἐδῶ μᾶς διέκοψεν εἰσελθοῦσα ἡ μήτηρ μου μετὰ τῶν ξένων της. Ἡ κοντὴ καί πως εὔσωμος Ὀθωμανὶς εἶχε τακτοποιημένον τὸ λευκότατον αὐτῆς γιασμάκιον καὶ συνεκράτει ἐπὶ τὸ κοσμιώτερον τὸν μαῦρον καὶ μακρὸν αὐτῆς φερετζέν, ὑπὸ τὸν ποδόγυρον τοῦ ὁποίου μόλις ἔβλεπες τὰ μυτωτὰ καὶ κίτρινα παπούτσια της. Ἀλλὰ βαθεῖαν ἐντύπωσιν μοὶ ἐνεποίησε τώρα ἡ ὠχρὰ καὶ μελαγχολικὴ τοῦ Κιαμὴλ ὄψις, τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ὁποίας μοὶ ἐφάνησαν τόσον ἥμερα, τόσον ἠδέα, ὥστ᾿ ἐκέρδησεν οὕτως εἰπεῖν ἐξ ἑφόδου τὴν συμπάθειάν μου. Τοῦτο δὲν διέφυγε τὴν προσοχὴν τῆς μητρός, ἥτις ἐγνώριζε τὴν πρὸς τοὺς Τούρκους ἀντιπάθειάν μου. Δι᾿ αὐτὸ ἀτενίσασα φιλοστόργως πρὸς αὐτὸν ἐνῷ μοὶ τὸν παρουσίαζεν,

– Ὁ ἀρίσκος* ὁ Κιαμήλης!, εἶπεν, εἶναι πολύ, πολὺ καλὸ παιδί. Τρώγει καὶ κόλλυβα· πίνει καὶ ἁγίασμα· φιλᾷ καὶ τοῦ παππᾶ τὸ χέρι· τί νὰ κάμῃ! Ὅλα γιὰ νὰ γειάνῃ.

* Χαϊδευτικὸν = ὁ καϋμένος.

Οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς μητρός του ἐπληρώθησαν δακρύων. Μόλις δὲ τοῖς ἀπέτεινα δυὸ τρεῖς λέξεις εἰς τὴν γλῶσσαν των, καὶ ἤρχησαν νὰ μὲ πληρῶσιν εὐχῶν κ᾿ εὐλογιῶν, ἐπαίνων κ᾿ ἐγκωμίων μὲ τὰς γνωστὰς ἐκείνας ὑπερβολὰς τῆς τουρκικῆς ἐθιμοτυπίας. Ἀλλ᾿ ἡ μήτηρ μου διακόψασα τὸν χείμαρρον τῆς ρητορικῆς αὐτῶν ἀποτόμως,

– Τώρα καθῆστε, εἶπε, νὰ διοῦμε τί θὰ κάνουμε. Ἡ χανούμισσα, παιδί μου, ἔχει ἕνα γυιὸ στὸν Ζαπτιέ, ποὺ εἶναι ἀπὸ τοὺς πρώτους ἀνακριτάδες. Τῆς εἶπα τὴν συμφορὰ ποὺ μᾶς ἐγείνηκε· θὰ τὸν βάλῃ νὰ μᾶς εὕρῃ τὸν φονιά! Ἡ καϋμένη! δὲν ἠξεύρεις τί καλὴ ποὺ εἶναι! Τί κρῖμα, ποὺ δὲν τὸ ἤξευρα νὰ ἔρθω προτήτερα στὴν Πόλι! Ὡς τὰ τώρα θὰ τὸν εἶχα τρεῖς φοραὶς κρεμασμένο, καὶ θὰ ἤμουν ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν μεριὰ τουλάχιστον ἥσυχη!

Ἡ Τούρκισσα ἠννόησεν ὀλίγον περὶ τίνος ἐπρόκειτο.

– Ναί, εἶπε, ὁ υἱός μου ὁ Ἐφέντης, καὶ ὁ δοῦλος σας ὁ Κιαμήλης καὶ ἐγὼ ἡ σκλάβα σας, ὡς τοῦ Σουλτάνου τὸ κατώφλοιο θενὰ πᾶμε, μὰ τὴν ὑπόθεσί σας χαμαὶ δὲν θὰ τὴν ἀφήσουμε. Χωρὶς ἄλλο τὴν εἶχαν ὡς τὰ τώρα μηντὲρ ἀλτὶ (ὑπὸ τὸν τάπητα) καὶ δι᾿ αὐτὸ δὲν ἐπιάσθηκ᾿ ὁ φονιάς. Ὁ γυιός μου, ὁ Ἐφέντης εἶναι ἀνακριτὴς εἰς τὸν Ζαπτιέ, τὴν γῆ νὰ σχίσῃ νὰ ἔμβῃ ὁ κακοῦργος, πάλι θὰ τὸν εὕρῃ.

– Καί, τίποτε· ἐξηκολούθησεν ὁ Κιαμήλης, μὲ τὴν συμπαθητικὴν φωνήν του. Οὔτε λεπτὸ ἔξοδα! Ὁ Ἐφέντης ὁ ἀδελφός μου μὲ μία κονδυλιὰ τὰ διορθώνει. Καὶ ἂν θέλῃ ὁ Θεός, πάγω κ᾿ ἐγὼ στὴν ἐπαρχία γιὰ τὴν ἀνάκριση. Ὅταν σκοτώθηκε τὸ παιδὶ τῆς Βαλιδές μου, εἶναι σὰν νὰ σκοτώθηκεν ὁ Ἐφέντης ὁ ἀδελφός μου. Πρέπει νὰ γενῇ ἐκδίκησι!

Ἀπερίγραπτον εὐχαρίστησιν ἐνεποίει ὁ ζῆλος ἀμφοτέρων ὄχι μόνον εἰς τὴν μητέρα, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν ἀδελφόν μου καὶ εἰς ἐμὲ αὐτόν, ὅστις ἐσκεπτόμην τώρα, ὅτι καὶ ἡ πρὸς ἀλλοθρήσκους γενομένη εὐεργεσία δὲν ἀπωλέσθη ἐπὶ ματαίῳ. Ἐφ᾿ ἱκανὴν ὥραν συνδιελέχθημεν ἐπὶ τοῦ θέματος, κ᾿ ἐγώ, ὅστις ἤμην τελείως ἀπηλπισμένος περὶ ἀνακαλύψεως τοῦ φονέως, διά τε τὸν παρεμπεσόντα χρόνον καὶ διὰ τὰς εὐθὺς μετὰ τὸν φόνον ἐπισυμβάσας ὡς ἐκ τοῦ πολέμου καταστροφὰς ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ἡμῶν, δὲν ἤργησα νὰ πεισθῶ ὅτι εἶναι πιθανὸν ἀκόμη νὰ δοθῇ δικαιοσύνη εἰς τὸν ἀτυχῆ νεκρόν μας. Ἦτο λοιπὸν πολὺ φυσικόν, ἂν τώρα ἤρχησα νὰ περιποιῶμαι τοὺς μόνους δυνατοὺς νὰ μᾶς παρασταθῶσι πρὸς ἐκπλήρωσιν τοῦ καθήκοντος ἡμῶν τούτου. Ἅμα ὡς ἡ γραία Ὀθωμανὶς παρετήρησε τὴν διάθεσίν μου ταύτην,

– Καὶ τώρα εἶπε, Σουλτάνε μου, δὸς τὰ κλειδιὰ στὸν ξενοδόχο· ἀπὸ σήμερα καὶ νὰ πάγῃ εἶσθε μουσαφήριδές μου.

Τοῦτο ἦτον ὅλως διόλου ἀπροσδόκητον. Οἱ Τοῦρκοι, ἰδίως ἐν μεγαλοπόλεσιν, ὄχι μόνον δὲν κατοικοῦν ὑπὸ μίαν μὲ χριστιανοὺς στέγην, ἀλλ᾿ οὐδ᾿ εἰς τὴν αὐτὴν συνοικίαν τοὺς ἀνέχονται. Τί ἦτο λοιπὸν τοῦτο; Μι᾿ ἀπὸ τὰς πολλὰς δουλοπρεπεῖς φιλοφρονήσεις; Ἀλλ᾿ ὄχι, ἡ γραία δὲν ὠμίλει διὰ τὸν τύπον.

– Ἐσὺ εἶσαι διαβασμένος ἄνθρωπος, μοὶ ἔλεγε, καὶ γνωρίζεις τοῦ Θεοῦ τὸν νόμον. Κ᾿ ἐὰν εἶχα μόνο μία πεθαμὴ τόπο στὴν οἰκουμένη, καὶ ἤξευρα πὼς ἡ εὐλογημένη γυναῖκα ποὺ ἐκοίταξε τ᾿ ὀρφανό μου ἑφτὰ μῆνες εἰς τὸ στρῶμα τοῦ παιδιοῦ της εὑρίσκετ᾿ ἐδῶ πέρα ξένη, καὶ δὲν τῆς ἔδιδα τὸ ἀναπαυτήριο τῆς κεφαλῆς μου νὰ πατήσῃ τὸ ποδάρι της – δὲν θὰ ἔκλειεν ὁ Θεὸς τὴν θύραν τοῦ ἐλέους του εἰς τὴν προσευχήν μου; Δὲν θὰ ἐσήκωνε τὴν εὐλογίαν ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν μου; Δὲν θ᾿ ἀπέστρεφε τὸ πρόσωπόν του ἀπὸ τὸ κουρμπάνι μου; Ἔλα, ζαχαρένιε μου! Μὴν τὸ κάμῃς καὶ κριματισθῶ!

Καὶ παρεμβὰς ὁ Κιαμήλης καὶ φιλήσας τὴν ἄκραν του φορέματός μου,

– Μὴ σᾶς κακοφανῇ, εἶπε, γιατὶ δὲν ᾔλθαμε νὰ σᾶς πάρουμε πρωτήτερα. Τὸ μάθαμε πὼς εἶσθ᾿ ἐδῶ, καὶ δυὸ μέραις τώρα γυρνοῦμε νὰ σᾶς εὕρουμε. Ὅλα τὰ χάνια κατὰ σειρὰν ἐπήραμεν. Ὅλη τὴν Πόλιν ἐκοσκινίσαμε. Μὰ ἐμεῖς, ἁπλοὶ ἄνθρωποι, εἴμασθε σὰν τὰ βώδια. Κοντὰ στὸν νοῦν ἤτανε, πὼς ἀφέντης σὰν τοῦ λόγου σου πορεύεται ἀλὰ φράγκα, καὶ κάθεται στὸ ξενοδοχεῖο. Τώρα ποὺ σᾶς ηὕραμε, δὲν μπορεῖ νὰ γείνῃ ἀλλοιῶς. Καὶ ἀποταθεὶς πρὸς τὴν μητέρα μου· Δὲν εἶν᾿ ἔτσι, σουλτάνα μου; εἶπε. Ἐμεῖς τὰ ἐσυμφωνήσαμε πλέον. Αὐτὸς ὁ κιαφίρης ὁ Σεισουράδας δὲν θὰ σὲ χαλάσῃ πιὰ τὸ κέφι σου. Μιὰ κλωτσιὰ ποὺ μ᾿ ἔδωκε τοῦ τὴν σχωρνῶ γιὰ τὸ χατήρι σου, μὰ δωπέρα δὲν μένουμε πλέον. Δὲν εἶν᾿ ἔτσι;

– Ναί, εἶπεν ἡ μητέρα μου, δὲν μένουμε, σὰν τὸ θέλῃ καὶ ὁ Γεωργής! Ἀκοῦς ἐκεῖ, τὴ Σεισουράδα νὰ χτυπήση τὸ παιδί μου, τὸν Κιαμήλη!

Τότε παρετήρησα ὅτι καθ᾿ ἣν ὥραν ἐγὼ ἤκουον τὴν ἱστορίαν τοῦ Κιαμὴλ παρὰ τοῦ ἀδελφοῦ μου, οἱ τρεῖς ἐναπομείναντες εἶχον συνομώσει κατὰ τοῦ ξενοδόχου καὶ τοῦ ἀτυχοῦς Λουή. Ἔπειτα ἡ γραία Ὀθωμανὶς ἀνέκρουσε μίαν ἀνατολικωτάτην δέησιν. - «Ἑπτὰ ἡμέρας θὰ καθήσω ἔξω ἀπὸ τὸ ἐνδιαίτημά σου· ἑπτὰ φορὰς τὴν ἡμέραν θὰ φιλῶ τὸ κατώφλοιον τῆς θύρας σου· ἑπτὰ φορὰς τὴν ὥρα» κτλ. - κ᾿ ἐγὼ ἔχασα ἑπτὰ φορὰς τὴν ὑπομονήν μου. Ἄλλως τε, ἡ πρόσκλησις αὕτη μοὶ ἐφαίνετο εὐνοϊκὴ διὰ τὴν ὑπόθεσίν μας. Διὰ τοῦτο ἀφῆκα τὴν μητέρα μου νὰ πράξῃ ὅπως θὰ τὴ ἤρεσκεν.

Μόλις παρῆλθεν ἠμίσεια ὥρα καὶ ἡ Ὀθωμανὶς μετὰ τοῦ υἱοῦ τῆς ἀπήρχετο ἐν ἀληθεῖ θριάμβω, ἄγοντες μεθ᾿ ἑαυτῶν τὴν μητέρα καὶ τὸν ἀδελφόν μου, ὡς ἐὰν ἦσαν τὰ μᾶλλον περιζήτητα λάφυρα. Εἰς ἐμὲ οὔτε αἱ ὑποθέσεις, οὔτε αἱ διαθέσεις μου ἐπέτρεπον ν᾿ ἀλλάξω κατοικίαν. Ἀπεποιήθην λοιπὸν νὰ δεχθῶ τὴν ξενίαν των ὅπως τὴν προσέφερον. Ὑπεσχέθην ὅμως ὅτι εὐθὺς ὡς τελειώσω τὰς εἰσαγωγικὰς ἐνεργείας παρὰ ταῖς ἀρμοδίαις ἀρχαὶς πρὸς ἀναζήτησιν τοῦ φονεύσαντος τὸν ἀδελφόν μας, θὰ τοὺς ἐπισκέπτωμ᾿ ἐπὶ μακρὸν καὶ καθ᾿ ἑκάστην ἐν τῷ οἴκῳ των.

Ἡ ἐργασία αὕτη δὲν ἐχρειάσθη πολὺν χρόνον. Διότι, ὅπου ὁ νόμος δὲν ὑπάρχει παρὰ ἐν τῇ καλῇ θελήσει τῶν καθ᾿ ἕκαστα ἀρχῶν, ἢ χρονίζει καὶ ἡ ἁπλουστέρα ὑπόθεσις ἐπ᾿ ἄπειρον, ἢ τελειοῦται ἐν μιᾷ στιγμῇ καὶ ἡ μᾶλλον περίπλοκος. Καὶ ναὶ μὲν ἡ ἐδική μας δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ τελειώσῃ οὕτως ἀστραπηδόν, ἀλλ᾿ ἤδη κατ᾿ αὐτὰς τὰς πρώτας ἡμέρας τῶν μετὰ τοῦ ὑπουργείου τῆς ἀστυνομίας συνεννοήσεών μου, διετάχθησαν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ἡμῶν πολλαὶ συλλήψεις, ὁ δὲ υἱὸς τῆς φίλης ἡμῶν Ὀθωμανίδος, ὁ ἀνακριτής, ὅλως ζῆλος καὶ ἀφοσίωσις, ἐξεκίνησεν ἐκ τῆς πρωτευούσης, συνοδευόμενος ὑπὸ τοῦ ἀδελφοῦ μου, κ᾿ ἐφωδιασμένος μὲ πᾶσαν πληρεξουσιότητα πρὸς ἀνάκρισιν τῶν συλληφθέντων καὶ πρὸς καταδίωξιν ἄλλων ὑπόπτων. Εἰς τὸν ἀνυπόμονον Κιαμὴλ δὲν ἐπετρέψαμεν νὰ συναπέλθῃ, τοῦτο μὲν χάριν τῆς ἐπισφαλεστάτης ὑγιείας του, τοῦτο δὲ ὅπως μὴ μείνωσιν αἱ δυὸ γραίαι ὅλως διόλου μόναι.

– Καὶ τώρα πιὰ ποὺ ἐβάλαμε τὸ νερὸ στ᾿ αὐλάκι, μᾶς ἔλεγε μετὰ τίνας ἡμέρας ἡ μήτηρ μου, ἔρχου δά, παιδί μου, νὰ περνᾷς τὴν ἡμέρα μαζί μας. Ἐμεῖς εἴμεθα ὅλη μέρα στὸ σπίτι, γιατὶ ἐτελειώσαμε τοὺς γύρους μας. Καὶ ποῦ δὲν μ᾿ ἐπήγε τὸ παιδί μου ὁ Κιαμήλης! καὶ ποῦ δὲν μ᾿ ἐπῆγεν ἡ χανούμισσα! Πρῶτα πρῶτα ἐπήγαμεν ἐδῶ κοντὰ στὴν Ἁγιὰ-Σοφιά. Ὕστερα μ᾿ ἐπῆγαν κ᾿ ἐπροσκύνησα στὸν τάφο τοῦ Κωνσταντίνου, στὸ Μεφὰ-μεϊδάνι. Νὰ πᾶς καὶ σὺ δά, παιδί μου! Ἐδῶ μεριὰ ἔχουν τὸν Ἀράπη, ποὺ τὸν ἐσκότωσε, σκεπασμένο ὅλο λαχούρια καὶ χαλιά. Κ᾿ ἐκεῖ μεριὰ τὸν φτωχὸ τὸν βασιλέ, μὲ μόνο μία μικρὴ κανδύλα πά᾿ στὸ μνῆμα του! Κ᾿ ἐπήγαμε καὶ σ᾿ ἕνα τζαμὶ καὶ εἴδαμεν ἐπάνω σ᾿ ἕνα παλαιὸ δένδρο τὴν ἁλυσίδα, ποὺ ἦταν κρεμασμένη ἡ χεῖρα τῆς Δικαιοσύνης. Κ᾿ ἐπήγαμε καὶ στὸ Μβαλουκλί, καὶ εἴδαμε τὰ ψάρια, ποὺ ζωντάνεψαν μέσ᾿ στὸ τηγάνι, ὅταν ἐπάρθηκεν ἡ Πόλι. Καὶ ἐπάνω στὴν Πόρτα ποὺ ἐπάρθηκεν, εἴδαμε τὰ γράμματα, ποὺ ἔγραψεν ὁ ἄγγελος ἐκείνη τὴν ἡμέρα, τάχα γιὰ τὴν Πόλι. «Τὸ χειρ᾿ χειρ᾿ χειρότερο»! Τὰ εἴδαμε, μά, σὰν ἀγράμματη ποὺ εἶμαι, δὲν τὰ διάβασα. Καὶ τί νὰ τὰ διαβάσω, παιδί μου! Μήπως δὲν τὸ βλέπουμε κάθε μέρα πῶς πηγαίν᾿ ἡ Πόλι; Καὶ ποῦ ἀλλοῦ δὲν πήγαμε! Καὶ τί δὲν εἴδαμε! Μὰ τώρα ποὺ τελείωσαν, ἄρχησα πάλε νὰ στενοχωροῦμαι. Γι᾿ αὐτὸ ἔρχου κάθε μέρα νὰ σὲ βλέπω, νἄχῃς τὴν εὐχή μου, καὶ νὰ μὲ λέγῃς δὰ κι ὅλα, πῶς πηγαίν᾿ ἡ κρίσι μας.

Ἡ οἰκία τῆς χήρας Ὀθωμανίδος κεῖται ἐπὶ τῆς εὐρείας μὲν τώρα, ἀλλ᾿ ὄχι πλέον ὡς πρὶν γραφικωτάτης ὁδοῦ, τῆς Νδιβὰν-γιολοῦ, οὐ μακρὰν τῆς πλατείας τοῦ βυζαντινοῦ ἱπποδρομίου. Προφανῶς εἶναι παλαιὸν κτῆμα, εὐπόρου ἄλλοτε οἰκογενείας. Διότι ἐνῷ αἱ παρακείμεναι οἰκίαι φαίνονται ἀλυπήτως κολοβωμέναι ὑπὸ τῆς εὐρύνσεως τοῦ δρόμου, ἡ τῆς Ὀθωμανίδος διακρίνεται δι᾿ ἑνὸς προαυλίου, στενοτάτου μὲν νῦν, καὶ ἐπιτρέποντος τοῖς ἐν τῷ ἐξώστῃ καθημένοις νὰ βλέπωσιν ὑπὲρ τὸν χαμηλὸν αὐτοῦ τοῖχον πάντα τὰ ἐν τῇ ὀδῷ, ὅπως δήποτε ὅμως λειψάνου τῆς προτέρας εὐρυχωρίας. Ὄπισθεν αὐτῆς ἔχει ὡραῖον κηπίσκον μὲ ὑψηλοτάτους κισσοσκεπεῖς τοίχους καὶ μὲ μικρὸν περίπτερον εἰς τὴν μίαν πλευράν. Εἰς τοὺς τοίχους τούτους ὀφείλει κυρίως τὴν ὡς ἐκ θαύματος διάσωσιν τοῦ μεγίστου αὐτῆς μέρους ἀπὸ τῆς μεγάλης πυρκαϊᾶς, ἥτις εἶχεν ἀποτεφρωμένην ὁλόκληρον τὴν ὄπισθεν τῆς ὁδοῦ ἐκείνης συνοικίαν. Μέρος τῆς ἀπέναντι τοῦ περιπτέρου πλευρᾶς τοῦ τοίχου, καταρρεύσαν, φαίνεται, κατὰ τὴν πυρκαϊάν, ἀνοικοδομήθη ἐκ τοῦ προχείρου, ἐπιτρέψαν τὴν εἰς αὐτὴν προσαρμογὴν μικρᾶς θύρας, δι᾿ ἧς ὁ οἶκος ἀπέκτησε νέαν συγκοινωνίαν μὲ τὰ ἐκτός, πολὺ συντομωτέραν εἰς τὸν ἀπὸ τοῦ ὑπουργείου τῆς Ἀστυνομίας διὰ τῶν ἀχανῶν ἐρειπίων προσερχόμενον. Ἐν τούτοις ἡ κατὰ βάθος αὕτη εὐρυχωρία ἐμηδενίζετο ὑπὸ τῆς ἀπωλείας, ἣν τὸ πλάτος τῆς οἰκίας ὑπέστη κατὰ τὴν πυρκαϊάν. Διότι οἰκονομικαὶ δυσχέρειαι δὲν ἐπέτρεπον τὴν ἐπιδόρθωσιν τῆς βλαβείσης πλευρᾶς· αἱ δ᾿ ἐκ τοῦ προχείρου προσκαρφωθεῖσαι ἠμίκαυστοι σανίδες ἄφινον τὰ κατ᾿ αὐτὴν δωμάτια παντὶ ἀνέμῳ ἀναπεπταμένα, καὶ ἐντελῶς ἀκατοίκητα.

Καὶ ὅμως ἐν τῇ οἰκίᾳ ταύτῃ ἐχώρει ὄχι μόνον ἡ γραία Ὀθωμανὶς μετὰ τοῦ Κιαμήλη, ὄχι μόνον ὁ Ἐφέντης μετὰ τῆς πολυπληθεστάτης αὐτοῦ οἰκογενείας, ἀλλὰ καὶ ἡ μήτηρ μου καὶ ὁ ἀδελφός μου, καὶ δὴ πάντες οἱ ἐγγὺς καὶ μακρὰν συγγενεῖς ἡμῶν, ὅσοι ἤρχοντο πρὸς ἐπίσκεψίν μου. Διότι ὁ πιστὸς Κιαμήλης εὐθὺς ὡς ἐμυρίζετο τινα, τὸν ἰχνηλάτει μέχρις ὅτου, ἀνευρῶν τὴν κατοικίαν, μετέφερε τὰ πράγματά του εἰς τὸν οἶκον τῆς μητρὸς αὐτοῦ, ἔστω καὶ διὰ τῆς βίας. Ἡ δὲ καλῇ Ὀθωμανὶς ἔχαιρεν ἐπὶ τούτω· διότι, ἔλεγε, δυὸ κακοὺς ἀνθρώπους δὲν τοὺς χωρεῖ οὔτε ὅλη ἡ οἰκουμένη· ἐνῷ χίλιοι καλοὶ ἄνθρωποι κάμνουν μουχαμπέτι καὶ μέσα εἰς ἕνα καρυδότσουφλο!

Τοιαύτη ἦτον ἡ οἰκία ἐν ᾗ ἐπὶ τέσσαρας σχεδὸν ἑβδομάδας διέτριβον τὸν πλείω τῆς ἡμέρας χρόνον, μεταβαίνων τακτικὰ καθ᾿ ἑκάστην. Τὰς δεξιώσεις τῆς γραίας Ὀθωμανίδος τὰς ἤκουον ἀπὸ τῶν δικτυωτῶν παραθύρων αὐτῆς, πρὶν ἔτι κρούσω τὴν ἐπὶ τοῦ Νδιβᾶν-γιολοῦ θύραν. Ἡ ἔλευσίς μου ἐπεριμένετο ἐκ τοῦ ἐξώστου. Ἡ δ᾿ ἐμφάνισίς μου ἐπροξένει ἐν τῷ οἴκῳ ταραχὴν ὁμοίαν μὲ τὸν θόρυβον πολλῶν πτηνῶν ἐπτοημένων ἐκ τῆς ἐμφανίσεως αἰλούρου τινος πρὸ τοῦ μεγάλου κλωβοῦ των. Ἦσαν αἱ φωναὶ τῶν γυναικῶν, τῶν παίδων καὶ τῶν παιδισκῶν τοῦ Ἐφέντου, αἵτινες ἐσκίρτων φεύγουσ᾿ ἐν ἀτάκτῳ σπουδῇ εἰς τὸ χαρέμιόν των, ἐκ φόβου μήπως τὰς ἰδῶ ἄνευ γιασμακίου. Ὁ Κιαμήλης μὲ τὸ μικρὸν καὶ χιονόλευκον σαρίκιόν του, τὸν μακρὸν καὶ πράσινον τσουμπέν του, μὲ τὴν ὠχρὰν καὶ συμπαθητικὴν αὐτοῦ μορφήν, ὑψηλὸς ὅσον σχεδὸν καὶ ὁ τοῖχος τοῦ προαυλίου, μοὶ ἤνοιγε τακτικὰ τὴν θύραν μὲ τὸ γλυκὺ καὶ μελαγχολικὸν αὐτοῦ μειδίαμα ἐπὶ τῶν χειλέων, μέχρις ἐδάφους ὑποκλινόμενος διὰ τὸν ἐγκάρδιον τεμενᾶν τῆς ὑποδοχῆς. Αἱ δυὸ γραίαι εἶχον πάντοτε ἕτοιμον κανὲν γλύκισμα εὐχάριστον εἰς ἐμέ, ἢ κανὲν παραμύθιον ἔτι πολὺ εὐχαριστότερον. Πρὸ πάντων ἡ Ὀθωμανὶς ἦτο κατενθουσιασμένη δι᾿ ἐμέ, ὅστις, ἔλεγε, τόσο σοφὸς καὶ σπουδασμένος ποὺ ἤμουνε, δὲν ἔγεινα εἰδωλολάτρης ἄπιστος, μόνον ἐπίστευα μὲ ὅλη τὴν καρδιά μου – εἰς τὰ παραμύθια! Μόνον διὰ δυό τινα ἐμεμψιμοίρει τρομερὰ ἐναντίον μου. Πρῶτον διότι κατ᾿ οὐδένα τρόπον ὑπέφερον ν᾿ ἀκούσω τι περὶ τῶν θαυμάτων τῆς μαγείας, δεύτερον ὅμως διότι δὲν κατεδέχθην ἀκόμη νὰ ξενισθῶ μίαν νύκτα ὑπὸ τὴν στέγην τοῦ πτωχικοῦ της. Καὶ δὲν ἐστάθη μὲν δυνατὸν νὰ συμφωνήσωμεν ποτὲ ἐπὶ τοῦ πρώτου, συνεβιβάσθημεν ὅμως ἐπὶ τέλους ὡς πρὸς τὸ δεύτερον.

Ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν ἐπεριμένομεν τὸν υἱόν της τὸν ἀνακριτὴν νὰ ἐπιστρέψῃ. Εἶχεν ἤδη στείλει περὶ τοὺς εἴκοσιν ὑπόπτους εἰς τὰς φυλακὰς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου μετήνεγκε τὴν κρίσιν ἡμῶν, ὅπως ἀπαλλαγῇ τῆς ἐπηρείας τῶν ἐπαρχιακῶν ἀρχῶν. Ὅταν φθάσῃ ὁ Ἐφέντης, εἶπον εἰς τὴν γραίαν, τὴν νύκτα ἐκείνην θὰ κοιμηθῶ εἰς τὸν οἶκον σου. Θὰ ἔχω πολλὰ νὰ πληροφορηθῶ. Τρεῖς ἡμέρας μετὰ τοῦτο, ἐὰν δὲν ἀπατῶμαι, ἐπέστρεψεν ὁ ἀνακριτής. Ὁ ἀδελφός μου, ὅστις ἔφθασε τὴν προτεραίαν, μοὶ διηγήθη πολλὰ περὶ τῆς σκληρᾶς αὐτοῦ δραστηριότητος.

– Αὔριον λοιπὸν θὰ ἔλθω μετὰ τὸ δειλινόν, τοῖς εἶπον, ὅταν θὰ ἦναι ἐδῶ καὶ ὁ Ἐφέντης. Μὴ μὲ προσμένετ᾿ ἐνωρίτερον.

Τὴν ἐπιοῦσαν ἀναβὰς ἐν ἐκ τῶν παρὰ τὴν Παλαιὰν Γέφυραν μισθουμένων δημοσίων ἱππαρίων, καὶ μὴ φεισθεὶς τοῦ ἠλιοκαοῦς καὶ γυμνοῦ τὰς κνήμας ἱππηλάτου, ὅστις, ἱδρῶτι περιρρεόμενος, ἔτρεχε καθ᾿ ὅλην τὴν ὁδὸν παρὰ τὴν οὐρὰν τοῦ γοργοῦ καὶ πειθηνίου ἀλόγου, ἔφθασα πρὸ τῆς οἰκίας πολὺ ἐνωρίτερον ἢ ὅ,τι ὑπεσχέθην. Διὰ τοῦτο δὲν παρεξενεύθην, μὴ ἀκούσας ταύτην τὴν φορὰν τὰς δεξιώσεις τῆς Ὀθωμανίδος, ὄπισθεν τοῦ δικτυωτοῦ παραθύρου της. Ἀλλ᾿ ὅταν, ἀνοιγείσης τῆς θύρας, εἶδον ἐνώπιόν μου μικρόν, βλακωδῶς προσατενίζον μὲ τουρκόπαιδον, καὶ οὐχὶ τὴν ὠχρὰν τοῦ Κιαμὴλ ὄψιν, ποιοῦντος τὸν μεγάλον αὐτοῦ τεμενᾶν μὲ τὸ αἰωνίως μελαγχολικὸν ἐκεῖνο μειδίαμα, δὲν ἠξεύρω πῶς διετέθην ξένως καὶ παραδόξως. Ἐκτὸς τοῦ παιδός, οὐδεὶς ἐφαίνετο ἐν τῇ αὐλῇ. Εἰσῆλθον εἰς τὸ πλακόστρωτον καί πως δροσερὸν κατώγειον – κ᾿ ἐδῶ οὔτε ψυχή. Ἐκάλεσα μετά τινος ἀνυπομονησίας τὴν μητέρα μου, τὸν ἀδελφόν μου, οὐδεὶς ἀπεκρίθη. Ἡ μικρὰ πρὸς τὸν κῆπον θύρα εἰς τὸ βάθος τοῦ κατωγείου ἦτο, παρὰ τὸ σύνηθες, ὀλίγον ἀνοικτή. Καὶ ἀφοῦ δὲν ἠδυνάμην ν᾿ ἀνέλθω τὴν κλίμακα πρὶν ἢ βεβαιωθῶ ὅτι τὸ χαρέμιον ἀπεσύρθη ἐκ τῆς σάλλας, ἐχώρησα διστάζων πρὸς αὐτήν, καὶ παρακύψας εἶδον εἰς τὸν κῆπον.

Πλησίον τοῦ ὑψηλοῦ κισσοσκεποῦς τοίχου, κατὰ τὸ ἥμισυ εἰς τὴν σκιάν, ἐκάθηντο ἡ μήτηρ μου, ἡ Ὀθωμανὶς καὶ ἄλλη τις ρακένδυτος καὶ ἀσκεπὴς τὴν κεφαλὴν γραία, κατὰ τὸ φαινόμενον πιναρὰ ρωμηοκατσιβέλα, ἤτοι Ἀθιγγανὶς ἑλληνόφωνος. Ὑψηλότερον τῶν λοιπῶν καθημένη, ἐκράτει ἐπὶ τῶν γονάτων αὐτῆς ὕπτιον κόσκινον, ἐφ᾿ οὗ κύπτουσαι ἡ Ὀθωμανὶς καὶ ἡ μήτηρ μου, ἐφαίνοντο προσπαθοῦσαι νὰ ἐννοήσωσι κάτι τι, μετὰ προφανοῦς ἐκπλήξεως καὶ ἀπορίας. Μετὰ μακρὰν σιωπήν·

– Καθὼς σὲ λέγω, εἶπεν ἡ Ἀθιγγανὶς μετὰ δογματικῆς ἐμφάσεως. Ὁ φονιὰς εἶναι κοντά σας· γυρίζει τριγύρω σας· μὴν τὸν ζητᾶτε μακρυά.

– Χά! εἶπεν ἡ μήτηρ μου, μετὰ θριαμβευτικῆς χαρᾶς. Λοιπὸν ἐπιάσθηκε! Θὰ εἶναι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔστειλεν ὁ Ἐφέντης δεμένους. Ἐλησμόνησα νὰ σὲ πῶ πῶς οἱ ὕποπτοι εὑρίσκονται στὴν Πόλι.

– Σὲ εἶπα νὰ μὴ μοῦ λέγῃς τίποτε, χωρὶς νὰ σ᾿ ἐρωτῶ, ἀλλοιῶς θὰ μὲ χαλάσῃς τὰ μάγια! εἶπε δυσανασχετοῦσα ἡ Πυθία τῶν τριόδων, καὶ ἔσεισε τὸ κόσκινον ἰσχυρῶς καὶ ἠκούσθη ἐν αὐτῷ κρότος, ὡς συγκρουομένων ὀσπρίων.

– Ἔλα, μὴν κακιόνεις! εἶπεν ἡ Ὀθωμανίς, ἂς τὰ ρίξωμεν ἀκόμη μιά. Μέτρησέ τα πάλι.

– Χούμ! εἶπεν ἡ μάντισσα, τρεῖς καὶ ἡ ἀλήθεια! Καλά! Μὰ καθὼς σᾶς εἶπα, μὴ μὲ λέτε τίποτε. Ἐκεῖνο ὅ,τι καὶ ἂν εἶναι, θὰ τὸ ποῦνε τὰ κουκκιά. Κύτταξ᾿ ἐδῶ, κοκκώνα, τὸν φονιά, τὸν βγάλλω πάλιν ἔξω. - Καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ κοσκίνου ἕνα μελαψὸν κύαμον ἔρριψεν αὐτὸν ὑπὲρ τὴν κεφαλὴν καὶ ὄπισθεν αὐτῆς ἐκστομίσασα μίαν κατάραν. - Τώρα, εἶπεν ἔπειτα, σεῖς μετρήσετέ τα κι ἐγὼ νὰ τὰ ρωτήσω.

Ἡ μήτηρ μου ἔλαβε τὸ κόσκινον, ἔχυσε τοὺς κυάμους εἰς τὴν ποδιάν της, καὶ θέσασα αὐτὸ πάλιν ἐπὶ τῶν γονάτων τῆς Ἀθιγγανίδος ἤρχισε νὰ ἐνθέτῃ μετροῦσα τοὺς κυάμους ἀνὰ ἕνα μετὰ τοσούτης προσοχῆς καὶ ἀκριβείας, μεθ᾿ ὅσης ἴσως οὐδέποτε φιλάργυρος ἐμέτρησε πολυτίμους μαργαρίτας, μέλλων νὰ τοὺς ἐμπιστευθῇ εἰς ξένας χεῖρας.

– Σωστὰ εἶναι; ἠρώτησεν ἡ Ἀθιγγανίς, ρίψασα τοὺς ψαροὺς αὐτῆς πλοκάμους ἐπὶ τῶν ὠμοπλατῶν της.

– Ναί! ἀπεκρίθη ἡ μήτηρ μου, σωστὰ σαράντα.

Ἡ Ἀθιγγανὶς ἔλαβε τότε τὸ κόσκινον καὶ περιαγαγοῦσα ἐπὶ τῶν ἐν αὐτῷ κυάμων οἰκειότητος ἐκφραστικὸν βλέμμα καὶ συνταράξασ᾿ αὐτοὺς δὶς καὶ τρίς, ὡς ἐὰν ἤθελε ν᾿ ἀφυπνίσῃ τὸ βαθέως ἐν αὐτοῖς κοιμώμενον μαντικὸν πνεῦμα, ἀνεφώνησεν ἐπὶ τὸ ἐπιτακτικώτερον!

– Ἄνθρωπος σκοτώθηκε, ποιὸς νὰ τὸν ἐσκότωσε; - Τρεῖς τοὺς λύκους, τρεῖς τοὺς κλέφταις, τρεῖς τ᾿ ἀσκέρια τὰ σκασμένα· τρεῖς γιὰ τοὺς κρυφοὺς ἐχθρούς του, καὶ κουκκιὰ σαρανταένα. - Καὶ ταῦτα ἐπάδουσα ἐχώριζε τοὺς κυάμους εἰς διαφόρους τριάδας, κατὰ τὸ φαινόμενον, ἀποδιδοῦσα εἰς ἑκάστην διάφορον θέσιν καὶ ἰδιότητα. - Τρεῖς τοὺς κλέφταις, τρεῖς τοὺς λύκους, τρεῖς τ᾿ ἀσκέρια τὰ σκασμένα, τρεῖς γιὰ τοὺς κρυφοὺς ἐχθρούς του καὶ κουκκιὰ – σαρανταένα!

– Πόσα κουκκιὰ ἐμέτρησες, κοκκώνα;

– Σαράντα, εἶπεν ἡ μήτηρ μου.

– Καὶ σαράντα ἤτανε, εἶπεν ἡ Ἀθιγγανίς. Μά, μβῆκε μέσα κι᾿ ὁ φονιὰς κ᾿ ἔγειναν σαράντα ἕνα. Θωρεῖς τὸν ἔχω μαγεμμένο, κ᾿ εἶμ᾿ ἄξια νὰ τὸν φέρω μέσ᾿ στὸ κόσκινό μου κι ἀπὸ τὴν ἄκρηα τοῦ κόσμου.

Ἀφοῦ αἱ δυὸ γυναῖκες ἐβεβαιώθησαν περὶ τοῦ ἐκ θαύματος αὐξηθέντος ἀριθμοῦ τῶν κυάμων, ἡ μάντισσα ἐτάραξε τὸ κόσκινον ἐπανειλημμένως, καὶ μετὰ ταχυδακτυλουργικῆς δεξιότητος ἐτίναξε τρεῖς φορᾶς τὰ ὄσπρια ὑψηλὰ εἰς τὸν ἀέρα, καὶ τρεῖς φορὰς τὰ ὑπεδέχθη ἐν τῷ κοσκίνῳ πάλιν, χωρὶς οὐδὲ ἓν νὰ ἐκπέσῃ. Μεθ᾿ ὅ, θεῖσα τὸ κόσκινον ἐπὶ τῶν γονάτων καὶ κύψασα ἐπ᾿ αὐτοῦ, σοβαρῶς ἤρξατο νὰ μελετᾷ, ὡς μοὶ ἐφαίνετο, τὰς συμπτώσεις τῶν κυάμων. Ἡ μήτηρ μου καὶ ἡ Ὀθωμανὶς ἐσπούδαζον καὶ αὐταὶ μετὰ πολλῆς εὐλαβείας.

– Κύτταξε! εἶπεν ἡ Ἀθιγγανὶς μετὰ μακρὰν θρησκευτικὴν σιωπήν. - Ἐδῶ εἶναι ὁ φονιὰς καὶ ἐδῶ εἶσαι σύ. Κανένας δὲν εἶναι τόσο κοντά σου, ὅσον αὐτὸς καὶ τὰ παιδιά σου. Γι᾿ αὐτό, σὲ λέγω, μὴν τὸν ζητᾷς μέσα στὴν Πόλι, μὴν τὸν ζητὰς στὰ μακρυά. Θενἆναι κανένας χωριανός, κανένας ἐδικός σου.

Ἡ μεγάλη περιέργεια μεθ᾿ ἧς προσεῖχον εἰς τὰ γινόμενα μ᾿ ἔκαμε φαίνεται νὰ λησμονήσω, ὅτι ἤμην κατάσκοπος μέχρι τοῦδε καὶ νὰ ἐρεισθῶ βαρύτερον πῶς ἐπὶ τῆς θύρας τοῦ κηπαρίου. Πρὶν ἢ τὸ ἐννοήσω, ἡ θύρα ἠνοίγη μετὰ τρυγμού, κ᾿ ἐγὼ ἐφωράθην ἱστάμενος ὄπισθεν αὐτῆς.

– Βγά! ἐπεφώνησεν ἡ μήτηρ ἔκπληκτος, διὰ τὴν ἀπρόοπτον παρουσίαν μου. - Ἐδῶ εἶσαι, παιδί μου; Καὶ πῶς δὲν ἦλθεν ὁ Μιχαῆλος νὰ μὲ τὸ πῇ; Χαρά στον, τὸν πολλακαμμένο!

Ἥ τε μήτηρ μου καὶ ἡ Ὀθωμανὶς ἐφαίνοντο δυσαρέστως πῶς ἐξαφανισθεῖσαι ὑπὸ τοῦ τρόπου, καθ᾿ ὃν ἐφωράθησαν ἐν τῇ ἐνασχολήσει των, καὶ ἀμφότεραι δὲν ἤξευρον πῶς νὰ μοὶ ἀποκρύψωσι πλέον τὰ γεγονότα. Ἐγνώριζον, ὡς εἶπον, τὸν κατὰ δεισιδαιμονιῶν καὶ μαγισσῶν ἰδίᾳ
 πόλεμόν μου. Πρὸ τινῶν ἡμερῶν ἔτι εἶχον ἐκδιώξει κακὴν κακῶς μίαν, ἥτις ἐπέμενε καὶ καλὰ νὰ ἰδῆ τὴν μοῖραν μου. Καὶ προφανῶς ἐξέλεξαν τὴν ἀπόκεντρον ἐκείνην γωνίαν διὰ τὰς μαντείας αὐτῶν, χάριν ἀσφαλείας. Αἱ μεμψιμοιρίαι τῶν κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ μου ἐδήλουν, ὅτι τὸν εἶχον τάξει ἐπὶ τῆς θύρας νὰ προφυλάττῃ τὴν ἔλευσίν μου, καὶ ὅτι προέδωκε τὸ καθῆκον του, ἀφήσας με νὰ εἰσχωρήσω μέχρις αὐτῶν ἀπροάγγγελτος. Ἡ πονηρὰ Πυθία ἐμάντευσε τὴν θέσιν τῶν πραγμάτων, εὐθὺς ὡς εἶδε τὸ σκυθρωπὸν πρόσωπόν μου· καὶ περισυναγαγοῦσα τοὺς κυάμους καὶ τὰ κόσκινά της ἐν σπουδῇ παρυπεξῆλθε διὰ τῆς ἑτέρας τοῦ κήπου θύρας, ὡς βρεμμένη γάτα. Ἀναμφιβόλως ἔσχε τὴν προβλεπτικότητα νὰ προπληρωθῇ. Ἡ ἀμηχανία τῶν δυὸ εὐπίστων γναικῶν, ἡ ἀδεξιότης αὐτῶν πρὸς εὕρεσιν προχείρου τινος ἀφορμῆς πρὸς δικαιολογίαν των, μ᾿ ἔκαμε νὰ μετανοήσω διὰ τὴν ἀδιακρισίαν μου. Διὰ τοῦτο προσποιηθεὶς τελείαν ἄγνοιαν τῶν γεγονότων,

– Βελόναις ἀγοράζετε, μητέρα; ἠρώτησα μετ᾿ ἀδιαφορίας.

– Ναί, παιδί μου! εἶπεν ἡ μήτηρ μου μετά τινος δισταγμοῦ, πὲς πὼς ἀγοράζουμε βελόναις, γιὰ νὰ ῾μβαλλώσουμε τὰ ψέμματα. Καὶ πότε ἦλθες;

– Τώρα δά, μητέρα, μόλις ἔφθασα.

– Καὶ ποὖν᾿ αὐτὸ τὸ κακόπαιδο, ὁ Μιχαῆλος. Πῶς δὲν ἦρθε νὰ μὲ τὸ μηνύσῃ;

– Δὲν ἠξεύρω, μητέρα, δὲν εἶναι κανένας στὴν αὐλή, ἄλλο ἀπὸ τὸ παιδί, ποὺ μοῦ ἄνοιξε τὴν θύρα.

– Ἀμ᾿ ποιὸς ἠξεύρει ποὺ θὰ πῆγε πάλι. Δὲν τὸν χωρεῖ ὁ τόπος νὰ καθήσῃ.

Ἡ Ὀθωμανὶς ἐξηκολούθει νὰ μὲ βλέπῃ πλαγίως καὶ πονηρῶς μὲ τὸ μειδίαμα τῆς δυσπιστίας ἐπὶ τῶν χειλέων, περιμένουσα τὴν ἔκρηξιν τῆς ἀγανακτήσεώς μου δι᾿ ὅσα εἶδον. Ἀλλ᾿ ἐγὼ ἀντὶ πάσης ἐπιτιμήσεως, περιττῆς πλέον τώρα, προσεποιήθην μὲ ὅλα τὰ δυνατά μου, ὅτι δὲν εἶδον τίποτε.

– Πᾶμε λοιπὸν μέσα, εἶπε, τώρα θὰ ἔλθη καὶ ὁ Ἐφέντης.

Τότε ἠκούσθη πάλιν ἄνωθεν τῶν κεφαλῶν ἡμῶν ὁ συνήθης τοῦ ὑποχωροῦντος χαρεμίου θόρυβος. Προφανῶς οἱ κάτοικοί του ἦσαν μέχρι τοῦδε προσηλωμένοι εἰς τὰ ἐπὶ τοῦ κηπαρίου παράθυρα, παρακολουθοῦντες μετ᾿ εὐλαβοῦς σιγῆς τὰς κοσκινομαντείας τῆς Ἀθιγγανίδος.

Μόλις εἴχομεν ἐπαναλάβει τὰς συνήθεις προσαγορεύσεις καὶ φιλοφρονητικὰς χειρονομίας, καὶ ἀνηγγέλθη ἔξωθεν ἡ εἴσοδος τοῦ Ἐφέντη. Μετὰ πολλῆς δυσκολίας ἀνεγνώρισα τὸν σκιατραφῆ καὶ φραγκοφορεμένον τοῦτον Τοῦρκον, διότι ὁ ἥλιος τῆς ἐπαρχίας ἐνῷ ἀπεχρωμάτισεν ἐπιλευκάνας τὰς κυριωτέρας ἐπιφανείας τῆς ἐνδυμασίας του, εἶχε μαυρίσει τὴν λευκὴν αὐτοῦ μορφήν, οὕτως, ὥστε δὲν ἔβλεπες ποῦ ἐτελείωνον αἱ παρειαὶ καὶ ποὺ ἤρχιζε τὸ βαθύχρουν κ᾿ ἐπιμελῶς περικεκαρμένον αὐτοῦ γένειον. Ὅσον λακωνικαὶ ἦσαν αἱ ἄλλοτε ἐν τῷ γραφείῳ τοῦ Ζαπτιὲ δεξιώσεις ἡμῶν, τόσον εὔρρους ἦτο σήμερον ἡ ρητορικὴ τοῦ ὑπαλλήλου, τόσον ἐξεζητημένη, ὥστε νὰ μὲ ἀνησυχῇ, ὡς πρὸς τὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς ἀποστολῆς του.

– Ἀφήσατέ μας μόνους, εἶπον πρὸς τὰς γυναῖκας. Ὁ Ἐφέντης θὰ ἔχῃ νὰ μοὶ διηγηθῆ λυπηρὰς λεπτομερείας, ἀκαταλλήλους διὰ τὰ νεῦρα σας.

Αἱ γυναῖκες ἐξῆλθον. Ὁ Ἐφέντης ἐσκυθρώπιασε.

– Λεπτομερείας, εἶπε, θὰ εἶχον πραγματικῶς νὰ σᾶς ἀφηγηθῶ φρικαλέας. Δὲν τὸ κάμνω, διὰ νὰ μὴ λυπηθῆτε ἐκ περισσοῦ, μανθάνοντες πόσα κρίματα ἐπῆρα στὸν λαιμό μου! Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστολῆς εἶναι ἔτσι κ᾿ ἔτσι πολὺ λυπηρόν, καὶ πρέπει νὰ τὸ μάθετε. - Εἶναι μηδέν. Εἶναι ἀποτυχία! Ἀποτυχία, ὡς πρὸς τὴν ἐδικήν μας ὑπόθεσιν. Διότι αἱ ἀνακρίσεις μου ἔφεραν πολλὰ κακουργήματα εἰς φῶς καὶ πολλοὶ ἔνοχοι θὰ λάβωσι τὰ ἐπίχειρα τῆς κακίας των, ἀλλ᾿ ὁ φονεὺς τοῦ ἀδελφοῦ μας δὲν εὑρέθη. Ἢ πρέπει νὰ ἐφονεύθῃ κατὰ τὰς ἐπισυμβάσας καταστροφὰς ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ, ἢ πρέπει νὰ εἶναι ὁ ταχυδρόμος, ὃν ὁ μακαρίτης διεδέχθη. Αὐτὸς ὁ ταχυδρόμος θὰ μὲ κάμῃ νὰ χάσω τὸν νοῦν μου! Τὸν εὑρίσκω ἀποδεδειγμένον αὐτουργὸν πολλῶν κακουργημάτων, τὸν εὑρίσκω πιθανώτατον ἔνοχον εἰς τὸν φόνον τοῦ πτωχοῦ ἀδελφοῦ μας, ἀλλ᾿ ἀδυνατῶ νὰ τὸν εὕρω αὐτὸν τὸν ἴδιον! Ἀδυνατῶ νὰ τὸν συλλάβω! Μόλις ἔφθασα ταύτην τὴν πρωίαν, ἔδωκα τὰς αὐστηροτάτας διαταγάς. Εἶμαι σχεδὸν βέβαιος ὅτι κρύπτεται ἐν τῇ πρωτευούσῃ. Ξεύρεις. Ἡ γρηὰ ζητᾷ τὸν ψύλλο μέσ᾿ στὸ πάπλωμα κ᾿ ἐκεῖνος κάθεται πά᾿ στὰ ματογυάλια της. Ὅμως μὴν εἰπῇς ἀκόμη τίποτε εἰς τὴν Βαλινδέ, τὴν κοκκώνα. Εἶπα καὶ εἰς τὸν Μιχαῆλο τὸ ἴδιο. Ὅταν μ᾿ ἐρώτησε σήμερον πρωί, τῆς εἶπα, πὼς ἡ θέσις μου μ᾿ ἀπαγορεύει νὰ εἰπῶ τίποτε πρὶν ἀποφανθῇ τὸ δικαστήριον. Ἡ καϋμένη ἡ κοκκώνα! Δὲν εἶπε τίποτε, ἀλλὰ φοβοῦμαι πῶς ἐννόησε τὴν ἀποτυχίαν μου.

Εἶπον ἤδη πόσον κατ᾿ ἀρχὰς ἐδυσπίστουν καὶ εἰς αὐτὰς τὰς δραστηριωτέρας ἐνεργείας τῆς δικαιοσύνης ἐν τῇ ὑποθέσει ταύτη, τὸ μὲν ὡς ἐκ τοῦ παρεμπεσόντος μακροῦ χρόνου, τὸ δὲ ὡς ἐκ τῆς ἐπισυμβάσης ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ λεηλασίας καὶ σφαγῆς. Τίς οἶδεν ἐὰν οἱ φονεῖς δὲν εὗρον τὰ ἐπίχειρα τῆς κακίας αὐτῶν θεόθεν, ἀπολεσθέντες ἐν τῇ γενικῇ ἐκείνῃ καταστροφῇ, μόνοι αὐτοὶ δικαίως, μεταξὺ τόσων ἀθῴων; Ἀλλ᾿ ὅταν μετ᾿ ὀλίγον ἐγνώρισα τὸν Ἐφέντην μετέβαλον γνώμην, καὶ ἤλπισα κ᾿ ἐγὼ μετὰ τῶν λοιπῶν, ὅτι ὁ ζῆλος αὐτοῦ θὰ ἱκανοποιήσῃ τὸν νόμον καὶ θὰ μᾶς βοηθήσῃ πρὸς ἐκπλήρωσιν τοῦ θλιβεροῦ πρὸς τὸν προσφιλῆ ἡμῶν νεκρὸν καθήκοντος. Αἱ εἰδήσεις τοῦ ἀνακριτοῦ αὐτοῦ, μὴ ἀποκρύπτουσαι μείζονα ἢ ὅτι ὡμολόγουν ἀποτυχίαν, ἐξηφάνισαν τὰς ἐλπίδας ἐκείνας διὰ παντός. Οὐδὲν ὑπελείπετο πλέον τώρα εἰμὴ νὰ μετριάσω τὴν ἐπὶ τῆς μητρὸς ἡμῶν ἐντύπωσιν τῆς εἰδήσεως, ἀναβάλλων αὐτὴν ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον. Ὁ ἀτυχὴς Ἐφέντης, τεθλιμμένος ἐν πάσῃ εἰλικρινείᾳ, συνεφώνει μετ᾿ ἐμοῦ περὶ ἐγκαταλείψεως πάσης περαιτέρω καταδιώξεως, πρὸ πάντων ὅτε τὸν ἐβεβαίωσα πόσον σπαράσσεται ἡ καρδία μου, διὰ τοὺς ἀθῴους, ὅσοι ἐδεινοπάθησαν, καθειρχθέντες ὡς ὕποπτοι κατὰ τὰς αὐστηρὰς αὐτοῦ ἀνακρίσεις. Ὡς πρὸς τὸν πρώην ταχυδρόμον ἡ ἐδική μας ὑπόθεσις δὲν ἐκέρδιζε διὰ τῆς συλλήψεώς του. Ἀφοῦ ἐπανειλημμένως ἤδη ἀπεδείχθη ἐν δικαστηρίῳ τὸ alibi αὐτοῦ.

Ἐνόμιζον ὅτι ἡ μήτηρ μου προσεδόκα ἔξωθεν τοῦ δωματίου ἀνυπόμονος νὰ μάθῃ τὰς εἰδήσεις τοῦ Ἐφέντη. Ἀλλ᾿ ὅταν ἐγερθεὶς παρέκυψα διὰ τῆς θύρας νὰ ἴδω, τὴν διέκρινα εἰς τοὺς πρόποδας τῆς κλίμακος, ἐλέγχουσαν χαμηλῇ τῇ φωνῇ, ἀλλὰ λίαν σφοδρῶς τὸν ἀδελφόν μου Μιχαῆλον, ὅστις μετὰ μίαν στιγμήν, πλήρης ταραχῆς καθὼς ἦτο, ἐξέδραμε τῆς οἰκίας.

– Νὰ μὴ σὲ ἰδῶ νὰ ἔλθῃς πίσω χωρὶς νὰ φέρῃς τὸν Κιαμήλη! ἐφώνησεν ἡ μήτηρ μου κατόπιν του.

– Τί τρέχει, μητέρα; ἠρώτησα ἐγώ, ὅταν εἶδον τὴν μεγάλην ἀνησυχίαν ἐπὶ τῆς μορφῆς της.

– Τίποτε, παιδί μου, τίποτε.

Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸ μαγειρεῖον, μηδὲν περὶ τῆς ὑποθέσεως ἡμῶν ἐρωτήσασα. Τόσον πολὺ τὴν ἀπησχόλει, φαίνεται, ἡ ἔλλειψις τοῦ Κιαμήλη!

Ἦτον ἡ πρώτη φορὰ καθ᾿ ἣν ἔβλεπον τὸν Ἐφέντην εἰς τὸν οἶκον του. Ὕστερον ἀπὸ τόσους ἀγῶνας ὑπὲρ ἡμῶν, δίκαιον ἦτο νὰ δειχθῶ πρὸς αὐτὸν ὅσον οἶον τε φιλοφρονητικὸς καὶ εὐγνώμων, πρὸ πάντων, ἀφοῦ ἔβλεπον πόσον ἠθύμει διὰ τὴν ἀκαρπίαν τῶν ἀγώνων ἐκείνων. Ἐκάθησα λοιπὸν παρ᾿ αὐτῷ, καὶ ἠρξάμεθα οἰκείως συνδιαλεγόμενοι ἐπὶ διαφόρων θεμάτων, κυρίως πολιτικῶν. Ὅταν ἐν τῇ ρύμῃ τοῦ λόγου τὸν ἠρώτησα τί φρονεῖ περὶ τοῦ κόμματος τῶν λεγομένων Νεοτούρκων ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἐγερθεὶς ἔκλεισε τὴν θύραν τοῦ δωματίου.

– Ἐγώ, εἶπε, φίλε μου, ἀνήκω εἰς τὸ προοδευτικὸν τοῦτο κόμμα. - Εἶτα, ἐξαγαγὼν τοῦ θυλακίου του ἓν κλειδίον, ἤνοιξε τὸ ὄπισθεν τῆς θύρας, ἐντὸς τοῦ τοίχου ἐκτισμένον ἐρμάριον, καὶ ἐξακολουθῶν νὰ ὁμιλῇ,

– Ἡ ταπεινή μου γνώμη εἶναι, εἶπεν, ὅτι οἱ συντηρητικοὶ εἶναι στάσιμοι, ἡ δὲ στασιμότης δὲν εἶναι πρόοδος.

Καὶ ταῦτα λέγων, ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ ταμείου καὶ ἔφερε νὰ παραθέσῃ ἐνώπιόν μου ἐπὶ τοῦ σοφᾶ ἕνα δίσκον. Μία χιλιάρικη, δυὸ ποτήρια, καὶ μερικὰ πιατάκια πλήρη πιστακίων, σταφίδων καὶ ζαχαρωτῶν εὑρίσκοντο ἐπὶ τοῦ δίσκου.

– Ἐννοῶ λοιπόν, ἐξηκολούθησεν ὁ Ἐφέντης, καθεζόμενος ἀπέναντί μου, ἐννοῶ ν᾿ ἀφήσωμεν τὰ παλαιὰ καὶ σκουριασμένα καὶ νὰ ἐμφορηθῶμεν νέου πνεύματος, νέων ἰδεῶν.

Καὶ ταῦτα λέγων ἐπλήρωσε τὰ πρὸ ἡμῶν ποτήρια μετὰ μεγάλης δεξιότητος. Τότε παρετήρησα, ὅτι τὸ νέον πνεῦμα δι᾿ οὗ οἱ Νεότουρκοι ἐμφοροῦνται, ἦτο – οἰνόπνευμα!

Ἐγνώριζον, ὅτι πολλοὶ τῶν Ἐφέντηδων τὸ τσούζουσιν ἱεροκρυφίως. Ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἠδυνάμην νὰ φαντασθῶ, ὅτι ἄνθρωπος ἐν σχετικῶς βραχεῖ διαστήματι ἠδύνατο νὰ πίῃ περὶ τὴν μίαν ὀκᾶν μαστίχας, καὶ τοῦτο ἄνευ ὕδατος!

Ὅταν ἦλθον νὰ μᾶς προσκαλέσωσιν εἰς τὸ δεῖπνον καὶ εἶδον τὸν καλὸν ἐκεῖνον ἄνθρωπον παραπαίοντα ἀπὸ τοίχου εἰς τοῖχον, τότε ἐννόησα διατὶ τὸ εἰς ὃ ἀνῆκε κόμμα καρκινοβατεῖ μόνον ἐπὶ τῆς ὁδοῦ τῆς προόδου, καὶ μοὶ ἦλθεν ὄρεξις νὰ γελάσω. Ἀλλ᾿ ὅταν εἶδον τὴν στυγνὴν τῆς Ὀθωμανίδος μορφήν, τὴν τεταραγμένην τῆς μητρός μου ὄψιν, ὅταν εἶδον ὅτι κεκρυμμένον τι δυστύχημα τοὺς ἔκαμνε νὰ μὴ προσέχωσι κἂν εἰς τοὺς τραυλισμοὺς τοῦ Ἐφέντου, δὲν ἠξεύρω ποία μυστηριώδης δύναμις συνετάραξε τὴν καρδίαν μου! Προφανῶς συνέβαινε κάτι τι πολὺ θλιβερώτερον τῆς μέθης τοῦ Ἐφέντου. Ἡ ὥρα παρήρχετο, ἀλλ᾿ οὔτε ὁ ἀδελφός μου, οὔτε ὁ Κιαμὴλ ἤρχετο νὰ δειπνήσῃ μεθ᾿ ἡμῶν. Ἡ πληκτικὴ σιγή, ἣν ἕκαστος ἡμῶν ἐτήρει, ἐκορύφωνεν ὁλονὲν τὴν ἀνησυχίαν μου, καὶ ἀφοῦ ἡ μήτηρ ἠρνεῖτο ν᾿ ἀποκριθῇ εἰς τὰς ἐρωτήσεις τῶν ὀφθαλμῶν μου,

– Ποῦ εἶναι ὁ Μιχαῆλος, μητέρα; τὴν ἠρώτησα, διακόψας τὸ φαγητόν.

– Τώρα θὰ ἔλθη, παιδί μου, εἶπεν ἐκείνη μετὰ θλιβεροῦ τόνου.

– Καὶ ὁ Κιαμήλης; ἠρώτησα ἐκ νέου.

Ἡ μήτηρ μου ἔθηκε τὸν δάκτυλον ἐπὶ τῶν χειλέων, καὶ μοὶ ἔνευσεν ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ νὰ σιωπήσω! Ἡ γραία Ὀθωμανίς, ἥτις ἔκυπτε τὴν καταβεβλημένην αὐτῆς κεφαλὴν μετ᾿ ἀπεριγράπτου θλίψεως, δὲν ἐσήκωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, ἀλλ᾿ ἐταράχθη σπασμωδικῶς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ τέκνου της. Ἔπειτα συνελθοῦσα,

– Μὴ χαλᾷς τὴν ὄρεξί σου, Σουλτάνε μου, εἶπε, προσπαθοῦσα ἐπὶ ματαίῳ νὰ μειδιάσῃ. - Δὲν εἶναι τίποτε. Ὁ Κιαμήλης ἐβγῆκε, καὶ ἄργησε νὰ ἔλθῃ, μὰ δὲν εἶναι τίποτε.

– Δόξα σοι ὁ Θεός! εἶπον τότε ἐγώ, ἀναπνεύσας. Ἐφοβήθην μὴν ἠσθένησεν. Ἀφοῦ εἶναι καλά, θὰ ἔλθῃ ὅπου καὶ ἂν εἶναι.

– Δόξα σοι ὁ Θεός! ἐπανέλαβεν ἡ γραία στενάζουσα βαθέως. Καὶ ὡς ἐὰν ἦτο ὑπερβολικὴ ζέστη, ἤνοιξε τὸ γιασμάκιόν της πλέον ἢ ὅτι τὸ ἔκαμε μέχρι τοῦδε ἐνώπιόν μου, καὶ ἤρχισε νὰ ἀερίζηται διὰ τῆς μιᾶς αὐτοῦ ἄκρας. Τὰ δάκρυα ἐστενοχώρουν τοὺς μεγάλους ἀλλὰ βαθουλούς πως ὀφθαλμοὺς τῆς γραίας, ἡ ἀνατολικὴ τῆς ὁποίας καλλονὴ μόλις διεφαίνετο πλέον ἐπὶ τοῦ μαραμένου προσώπου της.

– Καὶ τόσο γερὸ ποὺ εἶναι τὸ παιδί μου, ἐπρόσθεσεν ἔπειτα, πάλε δόξα σοι ὁ Θεός!

– Μόνον ὀλίγον χλωμὸς ποὺ εἶναι, τῇ εἶπον ἐγὼ πρὸς παρηγορίαν. Ἀλλοιῶς εἶναι γερὸ παιδί.

– Γερό, ἀνεστέναξεν ἐκείνη. Γερό, ἀλλὰ τί τὸ θέλω! Ἀπὸ μέσα ἔχει τὸ σκουλῆκι, ποὺ τοῦ ἀλέθει τὴν καρδιά! Καὶ σὰν τοῦ ἀναβῇ καμμιὰ φορᾷ στὸ κεφάλι – Θεὸς νὰ φυλάγῃ τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου καὶ ὕστερα τὸ δικό μου! Θεὸς νὰ σὲ φυλάγῃ, Σουλτάνε μου καὶ σένα! Καρὰ σεβδᾶ τὸν εἴπανε, ἐξηκολούθησε θρηνητικῶς ἡ γραία, καὶ καρὰ σεβδᾶς εἶναι. Γιατὶ πολλῶν μητέρων καρδιαὶς ἐμαύρισε, πολλὰ παλληκάρια ἔβαλε μέσα στὴ γῆ τὴ μαύρη! Ἡ κοκκώνα μὲ διηγήθη τὴν ἱστορία τοῦ χωριανοῦ σας ποὺ πῆρε τὸ φαρμάκι στὰ Ψωμαθιὰ γιὰ τὴν κόρη τοῦ Ξανθούλη, καὶ τοῦ ἔβγαλαν τραγούδι καὶ τὸ λαλοῦσαν μέσ᾿ στὸν δρόμο... Θεὸς νὰ φυλάγῃ τὸ παιδί μου!–

Ἐγνώριζον τὴν ἱστορίαν τοῦ χωριανοῦ μας. Ἐκ τοῦ ὑπαινιγμοῦ αὐτῆς συνεπέρανα τὸ πάθος τοῦ δυστυχοῦς Κιαμήλη. Ἡ ὠχρὰ μορφή, οἱ ρεμβώδεις ὀφθαλμοί, τὸ μελαγχολικὸν ἐκεῖνο στοιχεῖον ἐν ὅλῃ αὐτοῦ τῇ ὑπάρξει, οἱ διαλείποντες πυρετοί, ἡ ἀδιαλείπτως φθίνουσα ὑγεία του ὤφειλον νὰ μὲ κάμουν νὰ τὸ μαντεύσω.

– Λοιπὸν ὁ Κιαμήλης ἀγαπᾷ χωρὶς ν᾿ ἀνταγαπᾶται;

– Καὶ χωρὶς ἐλπίδα ν᾿ ἀγαπηθῇ ποτέ! ἐστέναξεν ἡ μήτηρ αὐτοῦ. Διότι ἡ σκύλα εἶναι πανδρεμμένη πλέον.

– Ἄ! εἶπον, αὐτὸ δὲν μ᾿ ἀρέσκει. Πρέπει νὰ βοηθήσουμε τὸν Κιαμήλη νὰ τὴν λησμονήσῃ.

Ἡ δυστυχὴς ἐξερράγη εἰς παρακλήσεις, εἰς εὐχὰς καὶ εὐλογίας, εἰς ἐπαίνους καὶ ἐγκώμια, πάντα ὑπερβολικὰ κατὰ τὴν ἀνατολικὴν συνήθειαν, ἀλλ᾿ ἀληθῶς ἐκ τοῦ βάθους τῆς καρδίας αὐτῆς ἐξερχόμενα.

– Ἐὰν μοῦ κάμῃς αὐτὸ τὸ καλό, εἶπεν ἐπὶ τέλους, θὰ γενῶ σκλάβα σου, νὰ σκουπίζω τὸ κατώφλοιον τοῦ σπιτιοῦ σου μὲ τὰς βλεφαρίδας τῶν ὀφθαλμῶν μου! – Εἶτα ἤρχησε νὰ διηγῆται.

Ἦταν πρὶν γενῇ τὸ Μονοπωλεῖον τοῦ καπνοῦ στὴν Πόλι. Ὁ Κιαμήλης μου δὲν ἦτον παιδὶ γιὰ νὰ γένῃ σοφτᾶς καὶ νὰ κάθεται μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα, καθὼς τὸν βλέπεις τώρα. Εἶχεν ἕνα συντροφικὸ καπνοπωλεῖο, ποὺ σὰν αὐτὸ δὲν ἦταν ἄλλο. Ὁ σύντροφός του ἐπωλοῦσε λιανικῶς στὴν Πόλι, καὶ τὸ παιδί μου ἐγύριζε σταὶς ἐπαρχίαις καὶ ῾γόραζε χονδρικῶς ἀπὸ τοὺς καπνογεωργούς. Ἐκεῖ στὴν ἐπαρχία, ἐσχετίσθη μὲ τὸν υἱὸν ἑνὸς κτηματίου. Ἔτσι γλυκὸ παιδὶ ποὺ ἤτανε ὁ Κιαμήλης μου, ὅλος ὁ κόσμος τὸ ἀγαποῦσε. Μὰ ὁ υἱὸς τοῦ κτηματίου τὸν ἀγάπησε πάρα πολύ. - Κάλλιο νὰ μὴν εἶχε σώσει! – Γιατὶ τὸν ἀγάπησε κι ὁ Κιαμήλης μου πολύ, καὶ τὸν ἔφερε στὴν Πόλι, καὶ πῆγαν στὸν ἰμάμη, καὶ ἄνοιξε τοῦ καθενὸς τὴν φλέβα, καὶ ἤπιεν ὁ ἕνας ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ ἄλλου κ᾿ ἔγειναν κανκαρδάσηδες (αἱματαδελφοί). Σὰν ἀγαπήθηκαν τόσο πολύ, – Ἔλα νὰ σὲ κάμω γαμβρό μου! τοῦ εἶπε. Ἔχω μίαν ἀδελφὴ στὸ κτῆμα μας – ἡ ὡραία τῶν ὡραίων. Μιὰ φορᾷ νὰ τὴν διῇς, θὰ χάσης τὸν νοῦ σου. - Ἔ! καὶ ὁ Κιαμήλης μου νέος ἤτανε, καὶ καλὸς ἤτανε, καὶ ἄξιος ἤτανε. Μὰ ὁ πατέρας τῆς κόρης – τὸν ἀγαποῦσε, δὲν λέγω πὼς δὲν τὸν ἀγαποῦσε – μὰ γαμβρόν του δὲν τὸν ἤθελε. Γιατὶ ἤτανε, λέγει, Σουλτάνης ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ γεννιοῦνται ἀπὸ ταὶς σκλάβαις τοῦ σουλτάνου, καὶ ἤθελε νὰ πάρῃ κανένα Μπέη, κανένα Πασσᾶ. Μὰ οἱ νέοι τὰ ἐσιάξανε μεταξύ τους, καὶ ἡ κόρη –π᾿ ἀνάθεμά της!– ἀγάπησε τὸν Κιαμήλη τόσο πολύ, ποὺ ὁ γέρος ἀναγκάσθηκε νὰ δαγκάσῃ τὰ χείλη του καὶ νὰ σιωπήσῃ, ἔτσι ἁψὺς καὶ ὑπερήφανος ποὺ ἦταν. Γιατὶ ἄλλο παιδὶ ἀπὸ τὴ Ναζιλὲ δὲν εἶχε καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὴν λυπήσῃ. Ἔτσι ἐδώσανε σημάδι καὶ ἀρραβωνιασθήκανε. Ποιὸς τὸ ἤξευρε νὰ τοὺς πανδρεύσῃ τότε, καὶ νὰ τοὺς φέρῃ στὴν Πόλι. Μὰ βλέπεις στὸ μεταξὺ ἔγεινε τὸ Μονοπωλεῖο, καὶ ἔκλεισαν ὅλα τὰ καπνάδικα τοῦ κόσμου, καὶ ἄφηκαν τόσους ἀνθρώπους χωρὶς δουλειά. Καὶ ὁ Κιαμήλης μου, ἄφησε ποὺ ἐζήμιωσε τόσο, μόνον ἔμεινε καὶ ἀργός. Ἔτσι ἐπῆγε στοῦ πεθεροῦ του νὰ ἔχῃ καὶ αὐτὸς ἐνασχόλησι στὸ κτῆμα, πότε μὲ τὸ ἕνα, πότε μὲ τὸ ἄλλο, μαζὶ μὲ τὸν γυναικάδελφόν του, καὶ ἀπεφάσισε καὶ αὐτὸς νὰ ζήσῃ στὴν ἐπαρχία γιὰ τὸ χατήρι τῆς ἀρραβωνιαστικῆς, ποὺ δὲν ἤθελε τώρα νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τὸν πατέρα της.

– Παιδί μου, Κιαμήλη, τοῦ ἔλεγα, καρπὸς ποὺ κρατεῖ σφιχτὰ στὸ δένδρο του εἶναι ἄγουρος ἀκόμη. Καὶ κορίτσι ποὺ δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀφήσῃ τὸ σπίτι τοῦ γονιοῦ του δὲν εἶναι ἀκόμη γιὰ γυναῖκα.

Μὰ ὁ Κιαμήλης, ποὺ τὴν ἀγαποῦσεν, ἔκαμνεν ὅ,τι τοῦ γύρευεν ἐκείνη. Σὰν ἐζύγωσεν ὁ καιρὸς τοῦ γάμου, ὁ Κιαμήλης καὶ ὁ ἀδελφοποιτός του ἀνέβησαν εἰς τ᾿ ἄλογο γιὰ νἄλθουνε στὴν Πόλι νὰ ψουνίσουνε. Ὁ σιδερόδρομος ἦταν κοντά, μὰ οἱ νέοι ἀγαποῦσαν τ᾿ ἄλογα, κ᾿ ἤθελαν καὶ καλὰ νὰ μβοῦνε καβαλάρηδες στὴν Πόλι, μὲ τὰ χρυσὰ κομβία στὰ γελέκια τους, μὲ τὰ κουμπούρια στὴ μέση καὶ ταῖς καραβίναις στὴν πλάτη τους. Ἔτσι ἐξεκίνησαν μὲ τὰ φλουριὰ στὰ κεμέρια τους. Ἔτσι ἔφθασαν ὡς στὸ γεφύρι τοῦ Λουλεβουργάζ, τὸ ἴδιο τὸ γεφύρι ποὺ σκοτώθηκεν ὕστερα καὶ ὁ φτωχὸς ὁ ἀδελφός σου. Τὸ γεφύρι, καθὼς μὲ εἶπεν ὁ Ἐφέντης ποὺ τὸ εἶδε, εἶναι στενὸ καὶ ἀψηλό· ὁ ποταμὸς εἶναι βαθὺς καὶ γρήγορος· τὴν μίαν ὄχθη γυμνὸς καὶ τὴν ἄλλη σκεπασμένος μὲ πολλαὶς καὶ ἄγριαις ἰτιαὶς καὶ ἄλλα δένδρα ποὺ σμίγονται μὲ τὸ δάσος ποὺ ἀρχίζει παρὰ πέρα.

Ὁ μεθυσμένος Ἐφέντης δὲν ἦτο εἰς θέσιν νὰ ἐξελέγξῃ τὴν ὀρθότητα τῆς περιγραφῆς, διότι πρὸ πολλοῦ ἤδη ἐρρογχάλιζεν ἐξαπλωμένος παρὰ τὴν τράπεζαν.

– Μόλις εἶχαν φθάσει ὡς τὴν μέση του γεφυριοῦ, ἐξηκολούθησεν ἡ γραία, καὶ ὁ Κιαμήλης, τὸ παιδί μου, εἶδε μέσ᾿ ἀπὸ ταῖς ἰτιαὶς μιὰ φλόγα, κι ἄκουσε μία τουφεκιά! Καὶ πρὶν προφθάση νὰ τὰ νοιώσῃ, παιδί μου, ἔπεσεν ὁ σύντροφός του πληγωμένος! Κ᾿ ἐξιππάσθηκε τὸ ἄλογο τοῦ Κιαμήλη, κ᾿ ἔγειρε σὲ μία μεριὰ κ᾿ ἔσπασε τὸ κάγκελο τοῦ γεφυριοῦ κ᾿ ἔπεσε στὸν ποταμὸ μαζὶ μὲ τὸ παιδί μου! Θεὸς νὰ φυλάγῃ τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν κακὴ τὴν ὥρα! Ποιὸς ἠξεύρει πόσαις ὥραις ἐπάλαιψε μὲ τὸ θάνατο! Μὰ βλέπεις δὲν ἤτανε γραφτό του. Τὸ ἄλογο εὑρέθηκε σκοτωμένο, κ᾿ ἐκεῖνος ἐγλύτωσε. Εὐχαριστῶ σε, Κύριε! Κ᾿ ἔτσι ποὺ ἐγλύτωσε, πάλε δόξα σοι ὁ Θεός! Τρεῖς ἡμέραις δὲν ἤξευρε ποὺ ἤτανε. Σὰν ἦλθε κομμάτι στὸν ἑαυτό του, ἐκατάλαβε πὼς εὑρίσκεται μέσα σ᾿ ἕνα μύλο. Τόσο μακρυὰ τὸν παρέσυρε τὸ ρεῦμα μπερδευμένον στὰ λουριὰ τοῦ ἀλόγου! Κι᾿ ἂν δὲν ἐπρόσθανε νὰ τὸν γλυτώσ᾿ ὁ μυλωνὰς στὴν ὕστερη στιγμή του – Ἂς εἶναι δά! Πολὺς καλὸς ἄνθρωπος δὲν ἦτο κι ὁ μυλωνᾶς, μά, ἂς εἶναι. Γιατί, σὰν ἦλθε τὸ παιδί μου στὸν ἑαυτό του, ἐκατάλαβε πῶς τοῦ ἐπῆρε τὸ κεμέρι ἀπὸ τὴ μέση του. Μὰ δὲν εἶπε τίποτε. Ἔτσι κ᾿ ἔτσι θὰ τοῦ τὸ ἔδιδε μὲ τὸ χέρι του. Τὸν εὐχαρίστησε λοιπὸν ὅπως ἠμποροῦσε, κ᾿ ἐπῆρε τὸν δρόμο, νὰ πά᾿ στοῦ πεθεροῦ του τὸ κτῆμα, νὰ ἰδῇ μὴν ἔπαθεν ὁ ἀδελφοποιτός του τίποτε, νὰ φέρῃ τὴν εἴδησι. Μὰ σὰν ἔφθασε μισοπεθαμένος ὡς τὴν θύρα του, δὲν τὸν ἔβαλε μέσα. Μόνον ἐγύρισε τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ γιὰ νὰ μὴν τὸν βλέπῃ, καί,

– Ἀφῆκες νὰ σκοτώσουν τὸν ἀδελφοποιτό σου, τοῦ εἶπε, χωρὶς ν᾿ ἀδειάσῃς τὸ τουφέκι σου· κ᾿ ἔρχεσαι στὸ σπίτι μου, χωρὶς τὸ κεφάλι τοῦ φονιὰ στὸ χέρι σου; Εἶσαι ἄνανδρος! Εἶσαι προδότης!

Καὶ τὸν ἐσκούντησεν ἔξω, κ᾿ ἔκλεισε τὴν θύρα! Χωρὶς ζωὴ στὸ κορμί του, χωρὶς παρὰ στὴν τσέπη του! Ποιὸς ἠξεύρει σὲ ποιὸ κάμπο θὰ ἦσαν τώρα σκόρπια τὰ κόκκαλά του, ἂν δὲν εἶχε τὴν τύχη νὰ ξεπέσῃ στὸ χωριό σας, ἂν δὲν εὑρίσκετο ἡ ἁγία αὐτὴ γυναῖκα, ἡ βαλιδὲ ἡ μητέρα σου, νὰ τὸν πρεμαζεύσῃ στὸ σπίτι της καὶ νὰ τὸν κυττάξῃ. Ἐμεῖς οἱ Τοῦρκοι λέμε, πὼς ὅλ᾿ οἱ Χριστιανοὶ θὰ πᾶνε στὴν κόλασι· μὰ σὰν συλλογιοῦμαι τὸ καλὸ ποὺ ἔκαμεν ἡ μητέρα σου, λέγω μὲ τὸν νοῦν μου: Σὰν δὲν πάγ᾿ αὐτὴ ἡ Χριστιανὴ στὸν παράδεισο, δὲν ἠξεύρω ποιὸς Τοῦρκος θενὰ πάγῃ! Ἂς εἶναι δά! Ταὶς βουλαὶς τοῦ Θεοῦ κανεὶς δὲν ταὶς ἠξεύρει!

Ὅλον ἐκεῖνο τὸν καιρὸ τὸ εἶχα χαμένο τὸ παιδί μου. Τὸ φονικὸ ποὺ ἔγεινε τὸ μάθαμε, μὰ ὁ Ἐφέντης δὲν ἦτο τότε ἀκόμη στὸν Ζαπτιέ, καὶ ὁ Σουλτάνης ὁ πεθεροκαμένος τοῦ Κιαμήλη ἀπεκρίθη πῶς δὲν τὸν ξαναεῖδεν. Ἔτσι τὸν ἐγράψαμε στὰ πεθαμμένα. Ὅταν ἦλθεν ὁ ἀδελφός σου καὶ μοῦ τὸν ἔφερε λιγνὸ λιγνὸ καὶ νεκροχλωμιασμένο, μ᾿ ἐφάνη πὼς ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ μνῆμα του. Καὶ τόση χαρὰ νὰ δίδῃ ὁ Θεὸς στὴ ζωή σας, παιδί μου, ὅση χαρὰ αἰσθάνθηκα ἐγὼ ἐκείνη τὴν ἡμέρα! Ἀλήθεια ἐπέρασε πολὺς καιρός, μὰ στὰ ὑστερνὰ ἔγεινε καλὰ τὸ παιδί μου. Σὰν ἔγεινε καλά, ἐσηκώθη νὰ φύγῃ.

– Ποῦ θὰ πᾶς, παιδί μου;

– Στὴν ἀρραβωνιαστική μου, μητέρα, στὸν πεθερό μου.

– Καὶ τί θὰ πᾶς σὲ τέτοιο πεθερό, παιδί μου; Ἄφησε τὸν νὰ κουρεύεται!

– Ὄχι, μητέρα, δὲν γίνεται. Πρέπει νὰ μάθῃ, πὼς δὲν εἶμαι οὔτε προδότης, οὔτε ἄνανδρος ἄνθρωπος. Πρέπει νὰ μιλήσω μαζί του.

Ἔτσι ἐσηκώθηκε κ᾿ ἐπήγε.

Ὓστερ᾿ ἀπὸ δυὸ τρεῖς ἑβδομάδες ἐγύρισεν ὀπίσω χωρὶς νὰ τὸν περιμένω. Μὰ ἄλλος ἐπῆγε, καὶ ἄλλος ἐγύρισε! Ποῦ ἐπῆγε, τί ἔκαμε, λόγο δὲν μᾶς εἶπε. Μόνον, ἅμα ἦλθεν, ἔπεσε στὸ στρῶμα μὲ τὴν θέρμη. Ἤτανε Γενάρης.

– Δὲν σοῦ τὸ εἶπα, παιδί μου, νὰ μὴ ταξειδεύσῃς μέσ᾿ στὸν χειμῶνα; Νὰ ποὺ ἀρρώστησες πάλι!

– Κάλλιο νὰ ἀπέθνησκ᾿ ἀπὸ τὸν χειμῶνα, μητέρα, παρὰ νὰ πάθω ὅ,τι ἔπαθα!

Αὐτὸ ἦταν ὅλο ποὺ μοῦ εἶπε, καὶ μοῦ ἔδωκε τὰ σημάδια, ποὺ ἐστείλαμε στὴν κόρη τοῦ Σουλτάνη, ὅταν τὴν ἀρραβωνιάσθηκε. Τότε ἐκατάλαβα τὴν ἀρρώστια του! Ἡ σκύλα ἐπανδρεύθηκε κ᾿ ἐπῆρεν ἕναν ἄλλον! Ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ τωὕρῃ! Ἐπῆρε τὸ κρῖμα τοῦ παιδιοῦ μου στὸν λαιμό της. Τὸν βλέπεις πὼς ἔγεινεν! Ἀπὸ τὸν καϋμό του ἐγράφθηκε δόκιμος εἰς τὸν Τεκὲ ἐδῶ κοντά μας, καὶ πάγει κάθε Παρασκευὴ καὶ τρώγει μαζὶ μὲ τοὺς νδερβησάδες τὸ ἀφιόνι, καὶ γονατίζει μ᾿ αὐτοὺς καὶ ἀναστενάζει, ὡς ποὺ αἱματώνουν τὰ σπλάγχνα του, καὶ χτυπᾷ τὰ στήθια του, ὡς ποὺ τὸν βγάλλουν λιποθυμημένον ἀπὸ τὴν μέση τους. Καὶ ἂν ἦτον μόνον τοῦτο δὲν πειράζει. Γιατὶ ὁ Σεΐχης, ὁ πρῶτος τῶν νδερβησάδων, τὸν ἀγαπᾷ πολὺ γι᾿ αὐτό, καὶ μὲ εἶπε, πὼς μίαν ἡμέρα τὸ παιδί μου θενὰ γείνῃ ἅγιος. Μὰ ἕνα κακὸ ποὺ τοῦ ἔρχεται καμμιὰ φορά, αὐτὸ θὰ μὲ κάμῃ νὰ χάσω τὸν νοῦν μου! Τὸν εἶδες πῶς εἶναι ἥσυχος καὶ γλυκὸς καὶ σιωπηλός. Τὸ ἔγεινεν ἀφ᾿ ὅτου ἔμαθεν πῶς ἐπανδρεύθηκεν ἡ ἀγαπητικιά του, πολὺ περισσότερον παρ᾿ ὅτι ἤτανε προτοῦ. Μὰ καιροὺς καιροὺς τὸν βλέπεις καὶ ἀγριεύει, καὶ τὸν πιάνει μία ἀνησυχία καὶ δὲν χωρεῖ μέσα στὰ ροῦχα του, καὶ δὲν ἠξεύρει τί κάμνει! Ἔτσι καὶ σήμερα. Τὴν ὥρα ποὺ ἐμεῖς ἤμεθα πίσω στὸν κῆπο μὲ τὴν Ἀτσιγγάνα, ἐμβῆκεν ἔξαφνα σὰν τὸν τρελλὸ στὸ σπίτι, ἅρπαξε κάτι τί ἀπὸ τ᾿ ἁρμάρι κ᾿ ἐβγῆκε κ᾿ ἔφυγε. Ἐμεῖς δὲν τὸν εἴδαμε. Μὰ ὁ Μιχαῆλος ποὺ ἐβάλαμε νὰ φυλάγῃ μήπως ἔλθῃς, τὸν εἶδε καὶ ἄνοιξε τὴν ἀγκάλη του νὰ τὸν ἐμποδίσῃ. Μὰ ἐκεῖνος, σὰν νὰ ἔβλεπε τὸν ὄξω ἀπ᾿ ἐδῶ μπροστά του, ἔβγαλε, λέγει, μιὰ βλαστημιὰ κ᾿ ἐσκόντησε τὸν Μιχαῆλο κατὰ γῆς κ᾿ ἐβγῆκε κ᾿ ἔφυγε! Γι᾿ αὐτὸ δὲν σὲ ἄνοιξε τὴν θύρα σήμερα τὸ παιδί μου, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ηὖρες κανένα νὰ σὲ ὑποδεχθῇ. Γιατὶ ὁ Μιχαῆλος, σὰν ἦλθε στὸν ἑαυτό του, ἔπεσε κατόπι στὸν Κιαμήλη, μήπως καὶ τὸν φθάσῃ, μὰ δὲν εἰμπόρεσε. Καὶ ἦλθε πίσου νὰ μᾶς εἰπῇ τί συνέβη, κ᾿ ἐβγῆκε πάλε, μήπως καὶ τὸν εὕρῃ πουθενὰ κοντὰ στὴν θάλασσα... Θεὸς νὰ φυλάγῃ τὸ παιδί μου ἀπὸ τὴν θάλασσα!

Καὶ ἀναστέναξεν ἡ γραία καὶ ἔδωκεν ἐλευθερίαν εἰς τοὺς χειμάρρους τῶν δακρύων της!

Ἄλλως ἐφανταζόμην τὸ δεῖπνον τῆς ἑσπέρας ταύτης, καὶ ἄλλως ἐτελείωσεν. Ἐδῶ ἐρρογχάλιζε, κτηνωδῶς μεθυσμένος, ὁ πλήρης ζήλου, ὁ δραστήριος ἐκεῖνος ἀνακριτής, ὃν μέχρι τοῦδε ἐνόμιζον πρότυπον ἐγκρατοῦς, ἀφωσιωμένου ὑπαλλήλου. Ἐκεῖ ἐθρηνώδει, βεβυθισμένη εἰς τὴν ἐσχάτην δυστυχίαν, ἡ γραία Ὀθωμανίς, ἥτις πρὸ τόσων ἡμερῶν ἡτοιμάζετο νὰ ἑορτάσῃ διὰ παντοίων τουρκικῶν διασκεδάσεων τὴν ἑσπέραν τῆς παρ᾿ αὐτῇ διαμονῆς μου, καὶ ἥτις δὲν εὔρισκεν ἀπόψε παραμυθίαν οὐδ᾿ εἰς αὐτὰς τὰς τρυφερωτάτας φροντίδας τῆς μητρός μου. Καὶ ὁ Κιαμὴλ ὁ νηφάλιος, ὁ σώφρων Κιαμήλ, ὅστις καὶ ἁγίασμα ἔπινε καὶ τοῦ παπᾶ τὸ χέρι φιλοῦσε, καὶ χάριν τοῦ ὁποίου κυρίως ἐλησμόνουν τὴν πρὸς τοὺς ὁμοθρήσκους του ἀντιπάθειάν μου, μοὶ παρουσιάζετο αἴφνης ὡς ἀνήκων εἰς τὴν μᾶλλον φανατικὴν τάξιν δερβισῶν οἰμωζόντων, ὡς ἄνθρωπος δυστυχής, τοῦ ὁποίου αἱ φρένες, ἴσως ἐκ τοῦ ἀτυχοῦς ἔρωτος, ἴσως ἐκ τῆς μεγάλης χρήσεως τοῦ ὀπίου, ἦσαν παρασεσαλευμέναι, ἔπασχον τοῦτ᾿ αὐτὸ περιοδικὰς ἐκλείψεις! Καὶ ὅμως, μίαν στιγμήν, ἐσκέφθην νὰ ἐξέλθω κ᾿ ἐγὼ πρὸς ἀναζήτησίν του. Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ὅτι δὲν θὰ ἤξευρον ποῦ νὰ ὑπάγω, ἐσυλλογίσθην ἀργότερον τὸν αἰδήμονα, τὸν εὐλαβῆ χαρακτῆρα του, καὶ ἐφαντάσθην πόσον ἐπιβλαβῶς ἠδύνατο νὰ ἐπηρεάσῃ τὴν ἀσθενῆ αὐτοῦ φύσιν ἡ ἰδέα, ὅτι ἔσχε μάρτυρα τῆς δυστυχίας αὐτοῦ καὶ ἐμέ, ὃν τόσον ἐξαιρετικῶς ἐτίμα καὶ ἐσέβετο. Ἐπειδὴ δὲ ἡ ὥρα παρήρχετο, καὶ οὔτε ὁ ἀδελφός μου, οὔτε ὁ Κιαμὴλ ἐπέστρεφε,

– Μοῦ ἔρχεται μία ἰδέα, εἶπον, πρὸς τὰς γυναῖκας. Ὁ Μιχαῆλος βεβαίως θὰ εὗρε τὸν Κιαμήλ· ἀλλ᾿ ὁ Κιαμήλ, ὕστερον ἀπὸ ὅ,τι συνέβη, ἐντροπιάρης καθὼς εἶναι, θ᾿ ἀποποιῆται νὰ ἔλθῃ εἰς τὸ σπίτι, ὡς ἐκ τῆς παρουσίας μου.

– Καλὰ τὸ ηὖρες! εἶπεν ἡ μήτηρ μου. Ἴσως περιπατοῦν ἔξω εἰς τὸν δρόμον καὶ περιμένουν νὰ σβύσῃ τὸ φῶς ἀπὸ τὴν σάλλα, καὶ ὕστερα νὰ μβοῦνε. Ἄιντε, παιδί μου, γιὰ νὰ μὴν ἀνησυχῇ περισσότερο ἡ χανούμισσα, ἔλα νὰ σὲ δείξω ποὺ θενὰ πλαγιάσῃς.

Μετά τινας ματαίας παρηγορίας πρὸς τὴν ταλαίπωρον Ὀθωμανίδα, ἡ μήτηρ μου προηγήθη, μικρὸν ἐλαιόλυχνον κρατοῦσα, καὶ ἐγὼ τὴν ἠκολούθησα.

– Σοῦ ἐστρώσαμεν εἰς τὸ κιόσκι, μοὶ εἶπεν ἐνῷ κατηρχόμεθα τὴν κλίμακα. Ἐσὺ κοιμᾶσαι πολὺ ἐλαφρυά, καὶ τὰ παιδιὰ ξυνοῦν πρωὶ καὶ κάμνουν πολὺ θόρυβο. Γι᾿ αὐτὸ σ᾿ ἐστρώσαμε στὸ κιόσκι.

Ὅταν ἡ μήτηρ μου ἤνοιξε τὴν θύραν τοῦ περιπτέρου, εὐώδης ὀσμὴ καιομένου ἀρωματικοῦ ξύλου προσέβαλε τὴν ὄσφρησίν μου. Τὰ πάντα ἐν τῷ οἰκίσκῳ ἐφαίνοντο ἐκτάκτως ηὐτρεπισμένα. Ἀλλ᾿ ἡ ἀθυμία, ἣν εἶχον εἰσερχόμενος εἰς αὐτόν, δὲν μοὶ ἐπέτρεψε νὰ περιεργασθῶ τίποτε. Μία ἀόριστος ἀνησυχία, ἐν κρυφὸν προαίσθημα ἀγνώστου τινὸς δυστυχήματος ἐκυρίευε τὴν καρδίαν μου. Διὰ τοῦτο, ὅταν ἡ μήτηρ μου ἤρχησε νὰ μ᾿ ἐρωτᾷ περὶ τῶν ὡς πρὸς τὸν φονέα τοῦ ἀδελφοῦ μου ἀνακοινώσεων τοῦ Ἐφέντου, ὑπῆρξα, τὸ ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη, λίαν αἰνιγματικὸς καὶ βραχυλόγος, καταλυπήσας αὐτήν, χωρὶς νὰ τὸ σκεφθῶ.

Πολλὴν ἤδη ὥραν μετὰ τὴν ἀποχώρησιν τῆς μητρός μου, ἐκαθήμην ἔτι ὀκλάδην ἐπὶ τοῦ ἐρυθροῦ χραμίου τοῦ χαμηλοῦ σοφά, κύπτων πρὸς τὸ ἀμυδρὸν φῶς ἐλεεινοῦ λυχναρίου, καὶ προσπαθῶν νὰ διασκεδάσω τὰς σκέψεις καὶ τὰς ζωηρὰς τῆς φαντασίας μου εἰκόνας διὰ τῆς ἀναγνώσεως, δὲν ἐνθυμοῦμαι πλέον τώρα τινὸς βιβλίου. Ἀλλὰ τ᾿ ἀντικείμενα τῆς νοερᾶς ὁράσεως παρεμπρόσθουν μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τοῦ βιβλίου, πολὺ φωτεινότερα τῶν φύλλων αὐτοῦ, καὶ ἡ ἀνάγνωσίς μου καθ᾿ ὅλον τὸ διάστημα δὲν ἦτο παρὰ μηχανικὸς τῶν ὀφθαλμῶν περίπατος ἐπὶ τῶν γραμμῶν ἑκάστης σελίδος. Δὶς ἢ τρὶς ἐξηπλώθην χαμαὶ ἐπὶ τοῦ μοσχοβολοῦντος στρώματός μου μὲ ὄμματα διὰ τῆς βίας κεκλεισμένα, ἀλλ᾿ εἰς μάτην. Ἡ ὀσμὴ τοῦ μόσχου, ἣν ἀπέπνεον τὰ χειροκέντητα προσκεφάλαιά μου, τόσον μεθυστική, τόσον ναρκωτική, δὲν ἴσχυε νὰ ἀποκοιμίσῃ τὴν συγκίνησίν μου. Ἡ ἱστορία τοῦ δυστυχοῦς Κιαμὴλ ἐξελίσσετο ἐν ζωνταναῖς εἰκόσιν ἐνώπιον τῶν κλειστῶν ὀφθαλμῶν μου. Πόσον κοινωνικός, πόσον εὐομίλητος θὰ ἦτο ἄλλοτε ὁ φιλέρημος, ὁ σιωπηλός, καὶ διὰ τοῦτο ἀνιαρὸς τώρα, σοφτᾶς, ὅστις κατέκτησεν οὕτως ἀσυνήθως τὴν φιλίαν ἑνὸς ἐκ τῶν Σουλτάνιδων, οἵτινες ἐν τῇ ὀθωμανικῇ ἀριστοκρατίᾳ κατέχουσι τὴν ἐγωιστικωτέραν θέσιν, μ᾿ ὅλην τὴν προοδεύουσαν πτωχείαν των! Καὶ τί φιλία θὰ ἦτο ἐκείνη; τί ἀδελφοποίησις! Ἀναμφιβόλως ὁ νέος Σουλτάνης εὖρεν ἐν αὐτῇ εὐδαιμονίαν πολὺ πλείῳ τῆς συνήθους, καὶ φιλάδελφος ὧν, ἔσπευσε νὰ ποιήσῃ μέτοχον αὐτῆς καὶ τὴν ὡραίαν ἀδελφήν του. Τώρα ἐφανταζόμην τὸν Κιαμήλ, ἐν κρυφῇ εἰδυλλιακῇ ἀγάπῃ μετὰ τῆς μελλούσης μνηστῆς του, μέτοχον συγκινήσεων κ᾿ αἰσθημάτων τόσον ἀγνώστων τοῖς ὁμοφύλοις αὐτοῦ, καὶ ὅμως τόσον φυσικῶν εἰς τὴν εὐαίσθητον αὐτοῦ καρδίαν. Τώρα πάλιν δαμαστὴν θυμοειδοῦς ἵππου, καλπάζοντα παρὰ τὸ πλευρὸν τοῦ ἀδελφοποιτοῦ του, μὲ τὴν γραφικὴν στολὴν τῆς ἐπαρχιακῆς νεολαίας, μὲ τὰ ζωηρὰ χρώματα καὶ τὸν ὁπλισμὸν αὐτοῦ ἀστράπτοντα, καὶ μετ᾿ ὀλίγον τὸν ἐφανταζόμην ἐν φοβερᾷ συγχύσει κρημνιζόμενον μετὰ τοῦ ἀφηνιασμένου ἵππου του ἀπὸ τοῦ μεγάλου ἐκείνου ὕψους τῆς γεφύρας καὶ ἀπελπιστικῶς παλαίοντα πρὸς τὴν μανίαν τοῦ ζῴου, πρὸς τὴν λύσσαν τῶν σφοδρῶν ρευμάτων, πρὸς τὸν θάνατον, ὡς ἔλεγεν ἡ μήτηρ του, ἕως οὗ, ἐξαντληθεὶς καὶ ἀποκαμών, ἀφίνετο νὰ σύρεται περιπεπλεγμένος πιθανῶς εἰς τὰ λωρία τοῦ ἀναβολέως, παίγνιον τῶν ὁρμητικῶν ὑδάτων καὶ αὐτὸς καὶ τὸ ἐκπνέον ἤδη ἄλογον. Καὶ ἔπειτα ὁ στυγνὸς ἐκεῖνος ἐγωιστής, ὁ ἀπάνθρωπος Σουλτάνης, ὅστις ἔκλειε τόσον ἀνηλεῶς τὴν θύραν αὐτοῦ εἰς τὸν ἡμιθανῆ μνηστῆρα τῆς ἰδίας αὐτοῦ θυγατρός! Καὶ ἔπειτα πάλιν ὁ δυστυχὴς Κιαμὴλ ἀσπλάγχνως ἐρριμένος παρὰ τὸ Χάνιον τοῦ Γερο-Μούρτου, κατατρυχόμενος ὑπὸ τοῦ πυρετοῦ καὶ ὅμως ἐκτεθειμένος εἰς τὰ ψύχη τῆς νυκτὸς καὶ τοὺς καύσωνας τῆς ἡμέρας, διὰ τὴν ἀνέχειάν του, ἐξαιτούμενος ἐν τῇ παραφροσύνῃ του ἔλεος παρὰ μιᾶς βάτου, ἴσως τῆς μνηστῆς του, καὶ ἀπειλῶν νὰ σφάξῃ μίαν ἀγριαγγινάραν, ἴσως τὸν φονέα τοῦ ἀδελφοποιτοῦ του! – Καὶ πῶς νὰ εὕρῃ ὁ ἀτυχὴς νέος τὸν φονέα; Καὶ πῶς νὰ ἐκδικήσῃ τὸν ἀδελφοποιτόν του; Καὶ τὸν εὖρεν ἄρα γε; Καὶ τὸν ἐξεδίκησε; Καὶ ἐὰν ἐξεδίκησε τὸν ἀδελφὸν τῆς μνηστῆς του, διατὶ τότε τὸν ἐγκατέλειπεν ἐκείνη, ἐνῷ ὤφειλε νὰ τὸν ἀγαπᾷ διπλασίως τώρα; Βεβαίως ὁ ἥμερος τοῦ Κιαμὴλ χαρακτὴρ δὲν ἴσχυσε νὰ ἐκπληρώσῃ τὸ ἄγριον καθῆκον τῆς σκληρᾶς, τῆς αἱμοχαροῦς αὐτοδικίας. Καὶ πρὶν ἢ κακουργήσῃ πρὸς ἱκανοποίησιν τῆς θυριώδους τοῦ πενθεροῦ του καρδίας, προετίμησε νὰ φονεύσῃ τὴν ἰδίαν αὐτοῦ καρδίαν διὰ παντός, καταστρέφων ὅλην αὐτῆς τὴν εὐδαιμονίαν. Ἴσως θὰ ἦτο καλλίτερον ἐὰν δὲν ἔκαμνεν αὐτὸς ἐξαίρεσιν· ἐὰν ἐφέρετο ὡς ἀληθὴς Ὀθωμανός, ἐκδικῶν τὸν ἀδελφοποιτὸν αὐτοῦ κατὰ τὸν βάρβαρον ἐκεῖνον τρόπον, ὃν παρὰ μὲν τοῖς ὁμοφύλοις του ὑπερορᾶ ὁ νόμος, παρὰ δὲ τοῖς Χριστιανοῖς οὐδ᾿ αὐτὴ ἡ φιλανθρωποτάτη τῆς γῆς θρησκεία ἠδυνήθη ἀκόμη νὰ καταργήσῃ.

Τοιαῦται εἰκόνες καὶ τοιαῦται σκέψεις ἀπησχόλουν τὴν διάνοιάν μου, ὅτε κρότος βημάτων ἐν τῇ εἰσόδῳ τοῦ περιπτέρου μ᾿ ἔκαμε νὰ τιναχθῶ αἴφνης ἐκ τῆς θέσεώς μου. Εἰσερχόμενος εἶχον ἰδεῖ ἐκεῖ χαμαὶ στρώματα τινά. Προφανῶς ὁ δι᾿ ὃν ἦσαν προωρισμένα ἤρχετο νὰ κοιμηθῇ. Ἴσως εἶναι ὁ ἀδελφός μου, εἶπον καὶ ἤνοιξα τὴν θύραν. Ἐν τῷ ἀραιῷ τοῦ προθαλάμου σκότει διεγράφετο ἀμυδρῶς τὸ ἰσχνὸν καὶ ὑψηλὸν τοῦ Κιαμὴλ ἀνάστημα μὲ τὸ φωσφοροειδῶς λευκάζον σαρίκιόν του, τὸ ὁποῖον ἤγγιζε σχεδὸν τὴν ὀροφὴν τοῦ δωματίου.

– Τὸ ξεύρουν μέσα πῶς ἦλθες, Κιαμήλη; Ἡ μητέρα σου ἦτο πολὺ ἀνήσυχος, εἶπον, προσπαθήσας νὰ κρύψω τὴν ἐμὴν ἀνησυχίαν.

– Τώρα πάγει πιά! εἶπεν ὁ Κιαμὴλ ἀκίνητος αὐτοῦ, μετὰ φωνῆς ἀνεξηγήτως παραδόξου.- Τώρα ἐτελείωσε τὸ κακό. Θὰ ἡσυχάσῃ κ᾿ ἐκείνη, θὰ ἡσυχάσω κ᾿ ἐγώ!

– Εὖγε, Κιαμήλη! εἶπον ἐγώ, ἐνθαρρύνων αὐτὸν νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ εἰς τὸ δωμάτιόν μου. Ἐγὼ τὸ ξεύρω πῶς εἶσαι γνωστικὸ παιδί. Τὸ ξεύρω πὼς αὐτὸ θὰ εἶναι πλέον ἡ τελευταία φορά.

– Ναί, εἶπεν ὁ Κιαμὴλ μετὰ πεποιθήσεως. - Ἡ τελευταῖα!

Ἀλλ᾿ ὁποία ὑπῆρξεν ἡ ἔκπληξίς μου, ὅταν τὸν εἶδον εἰσελθόντα εἰς τὸ δωμάτιόν μου! Ἡ ὠχρὰ μορφή του, ἐφ᾿ ἧς ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἀντηνακλᾶτο τὸ λευκὸν τοῦ σαρικίου του χρῶμα, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ τὸ πράσινόν του ράσου του, ἐφαίνετο ὡς μορφὴ νεκροῦ πρὸ πολλοῦ ἐκπνεύσαντος! Τὰ χείλη του ἦσαν πελιδνά, οἱ ὀφθαλμοί του σβεσμένοι, αἱ κινήσεις αὐτοῦ ὡς κινήσεις πτώματος ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν μυστικοῦ τινος γαλβανισμοῦ διατελοῦντος. Οἱ δὲ συνεχεῖς παλμοὶ τῆς ἀμυδρᾶς τοῦ λυχναρίου μου λάμψεως ἀνησύχως κυμαινόμενοι ἐπ᾿ αὐτοῦ, καθίστων τὴν ἐμφάνισίν του ῥιγηλῶς φρικαλέαν, ὡς ἐμφάνισιν νεκρικοῦ τινος φάσματος! Δὲν ἠξεύρω πῶς ἠδυνήθην νὰ τηρήσω τὴν παρουσίαν τοῦ πνεύματός μου. Ἀλλ᾿ ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη μετὰ φρίκης, ὅτι τὸν ἐνηγκαλίσθην καὶ τὸν ἐφίλησα πρὸς ἐνθάρρυνσιν. Τόσον πολὺς ἦτον ὁ πρὸς τὸν δυστυχῆ οἶκτος μου! Ὅταν ἡσύχασεν ὀλίγον, ἀνέπνευσεν ἐκ βάθους καὶ

– Τώρα πιὰ ἐτελείωσεν! εἶπε. Τώρα θὰ ἡσυχάσω! – Καὶ ἐξεστόμισεν ἄσεμνον βλασφημίαν κατά τινος τρίτου, μόνον δι᾿ ὑβριστικοῦ ἐπιθέτου ὀνομάσας αὐτόν.

– Δὲν φθάνει ποὺ ἐσκότωσε τὸν ἀδελφοποιτόν μου, εἶπεν ἔπειτα, δὲν φθάνει ποὺ κατέστρεψε τὴν εὐτυχία καὶ τὴν ὑγεία μου, μόνο ἤρχετο κάθε λίγο νὰ μοῦ φαρμακώνῃ καὶ τὴν ἀθλία ζωή, ποὺ μ᾿ ἐπερίσσευε!

Καὶ ὅταν εἶδεν ὅτι ἐγὼ δὲν εὕρισκον τί πρόχειρον νὰ τοῦ εἰπῶ,

– Ξεύρω, εἶπε. Ἐσὺ εἶσαι διαβασμένος ἄνθρωπος καὶ θὰ γελάσης. Γι᾿ αὐτὸ δὲν σὲ εἶπα τίποτε, ὡς τώρα. Μὰ ὁ Σεΐχης τοῦ Τεκέ μας εἶναι πιὸ διαβασμένος ἀπὸ σένα, εἶναι ἅγιος. Καὶ ὅποιος κάμνει τὸν λόγο του, κάμνει τὴν βουλὴ τοῦ Θεοῦ. Τρία χρόνια τώρα μὲ καταδιώκει ὁ βρυκόλακας, κανεὶς δὲν μ᾿ ἐγλύτωσε. Στὸ πανηγύρι ἐπήγαινα, μπροστά μου τὸν εὕρισκα· στὸ παζάρι ἐπήγαινα μπροστά μου τὸν εὕρισκα, ὡς ποὺ μὲ ἀπέλπισε, καὶ παράτησα τὴν δουλειά μου καὶ πῆγα κ᾿ ἔγεινα σοφτᾶς. Καλὰ ποὺ ἔκαμα! Γιατὶ ὁ Σεΐχης μας ποὺ σὲ εἶπα, αὐτὸς μ᾿ ἐγλύτωσε. Ἂς ἔχουμε τὴν εὐλογία του! «Μὴ τὸν βλέπεις ποὺ μοιάζει τὸν σκοτωμένο», μὲ εἶπεν. «Ὁ βρυκόλακας εἶναι μόνον ἕνα τουλούμι γεμάτο αἷμα. Φέρε με ἕνα μαυρομάνικο μαχαίρι νὰ σὲ τὸ διαβάσω· καὶ ἅμα τὸν ξαναϊδῇς, τρῦπα τον, νὰ χυθῇ τὸ αἷμα! Ἄλλη μιὰ φορὰ δὲν θὰ ξαναβγῇ μπροστά σου.

Τότε διέκρινα μετὰ φρίκης, ὅτι αἱ χεῖρες του ἦσαν καθημαγμέναι καὶ κηλιδωμένον τὸ ἔνδυμά του. Κρύος ἱδρὼς μὲ περιέλουσεν!

– Ὦ! Κιαμήλ, ἔχυσες αἷμα!

– Ὄχι! εἶναι μόνον τὸ αἷμα τοῦ βρυκόλακα, τοῦ σκοτωμένου.

– Καὶ τίνος σκοτωμένου ἦτον ὁ βρυσκόλακας; ἠρώτησα ἐγὼ τρέμων καθ᾿ ὅλα μου τὰ μέλη.

– Αὐτοῦ ποὺ σκότωσε τὸν ἀδελφοποιτόν μου, ἀπεκρίθη ἐκεῖνος.

– Καὶ ποιὸς λοιπὸν ἐσκότωσε τὸν φονέα τοῦ ἀδελφοποιτοῦ σου;

– Ποιὸς ἄλλος εἶχε τὸ καθῆκον παρὰ ἐγώ, εἶπεν ὁ Τοῦρκος μετὰ τοιαύτης ὑπερηφανείας, ὥστε νὰ τὸν βδελυχθῶ.

– Καὶ πῶς; Τέτοιο κακό! ἐψέλλισα ἔπειτα μηχανικῶς μᾶλλον καὶ ἀβουλήτως.

– Χμ! εἶπεν ὁ Τοῦρκος. Δὲν εἶναι γραμμένο στὸ χαρτί σας; Μάχαιραν δώσεις, μάχαιραν λάβῃς! Ὁ διάβολος ποὺ χύνει τὴν σφαῖρα γιὰ τὸν φονιᾶ, χύνει καὶ μία γιὰ τὸν ἐκδικητή του. Ἄκουσε λοιπόν. Ἴσως δὲν ἠξεύρεις ὅτι ὁ φονιᾶς τοῦ ἀδελφοποιτοῦ μου μ᾿ ἔκαμε νὰ κινδυνέψω, νὰ λῃστευθῶ ἀπὸ ἕνα μυλωνᾶ, νὰ διωχθῶ ἀπὸ τὸν πεθερό μου, καὶ νὰ ξεπέσω ἄρρωστος στὸ χωριό σας. Μάθε το λοιπόν, νὰ ποὺ σοῦ τὸ λέγω. Ἅμα ἦλθ᾿ ἀπὸ τὸ σπίτι σας στὴν Πόλι κ᾿ ἔνοιωσα τὸν ἑαυτό μου καλά, ἐπῆρα τὸ τουφέκι κ᾿ ἐπήγα πίσω στὸν μυλωνᾶ, ποὺ μ᾿ ἔβγαλ᾿ ἀπὸ τὸν ποταμὸ μισαποθαμμένο.

– Μοῦ ἔκλεψες ἕνα κεμέρι, τοῦ εἶπα, μὲ πεντακόσια φλουριά· μοῦ ἔσωσες μία ζωή, πέντε παράδες δὲν ἀξίζει. Ἐσὺ ποὺ λογυρίζεις τόσο συχνὰ στὴν ἄκρη τοῦ ποταμοῦ, χωρὶς ἄλλο θὰ γνωρίζῃς ποιὸς ἐσκότωσε τὸν ἀδελφοποιτό μου, τὴν ἡμέρα ποὺ μ᾿ ἔσυρες ἔξω. Κύτταξε τὸν λύκο τοῦ τουφεκιοῦ μου σηκωμένο! Ἂν μὲ τὸ πῇς, σὲ χαρίζω, ὅ,τι μου ἔκλεψες. Ἂν τὸ κρύψῃς, χάνεις τὴν ζωή σου! – Ἔτσι τοῦ εἶπα, καὶ καλὰ ἔκαμα. Γιατὶ ὁ μυλωνᾶς ἦταν δειλὸς κλεφταποδόχος, καὶ σὰν εἶδε τὰ στενά,

–Ὑποσχέσου, μοὶ εἶπε, πὼς δὲν θὰ κάμῃς τὸ φονικὸ μέσ᾿ στὸν μύλο μου καὶ σοῦ δείχνω τὸν ἄνθρωπό σου.

Ὑποσχέθηκα.

– Κρύψου, λοιπόν, μοὶ εἶπεν, ἐδῶ ἀπὸ πίσου. Ὅπου καὶ νὰ εἶναι, θὰ φθάσῃ ἕνας μὲ τὸν ταχυδρομικό του σάκκο στὴν ἀμασχάλη, μὲ τὸ τουφέκι στὸν ὦμο του. Αὐτὸς εἶναι ὁ φονιᾶς τοῦ σουλτανέλη. Ὀνομάζεται Χαραλαμπής, υἱὸς τοῦ Μητάκου. Κάθε δεκαπέντε περνᾷ τὸ ἴδιο τὸ γεφύρι, ποὺ ἔπεσες μὲ τ᾿ ἄλογο.

Τὰ ὦτα μου ἐβόιζον ἰσχυρῶς, μόλις τὸν ἤκουον.

Ὁ Τοῦρκος ἐξηκολούθησεν.

– Μὰ πρὶν προφθάσω ἀκόμα νὰ κρυφθῶ, νὰ κ᾿ ἐμβῆκε τὸ σκυλὶ μέσα καθώς μου τὸ περιέγραψε. Τὸν λύκο τὸν εἶχα σηκωμένο, μὰ ἔλα ποὺ ἔδωκα τὸν λόγο μου; Ἐφοβήθηκα μὴν ἐννοήσῃ τίποτε, καὶ μὲ κάμῃ νὰ τὸν παραβῶ. Ἔτσι ἐβγήκα, κ᾿ ἐτράβηξα πρὸς τὸ γεφύρι. Ἀπ᾿ ἐδῶ θὰ περάση, εἶπεν ὁ μυλωνᾶς. Ἐδῶ τὸν ἐκαρτέρησα, στὸν ἴδιο τὸν τόπο ποὺ ἔστεκεν, ὅταν ἐσκότωσε τὸν ἀδελφοποιτό μου. Ἐκεῖ τὸν εἶδα κ᾿ ἐπλησίαζεν εἰς τὸ γεφύρι. Μὰ καθὼς ἤτανε χειμώνας, καὶ τὰ κλαδιὰ χωρὶς φύλλα, καὶ καθὼς εἶχε τὴν ὑποψία μέσα του, μ᾿ ἐσκιάχθηκε πρὶν ζυγώσῃ ἀψηλά, στὴν μέση του γεφυριοῦ, κ᾿ ἐστράφη πίσου κι᾿ ἄρχησε νὰ τρέχῃ. Ἔπεσα κατόπι του μ᾿ ὅλη μου τὴ δύναμι, μὰ ἤτανε γρηγορώτερος. Δυὸ φοραὶς ἐτράβηξα πάνω του, δυὸ φοραὶς ἀπάντησε τὸ σκυλὶ φεύγοντας. Καλά!, εἶπα, ὅπου καὶ νὰ πᾷς θὰ ξαναπεράσῃς!

Ἄ! αὐτὸ λοιπὸν ἦτο τὸ στοιχειωμένον αἷμα, περὶ οὗ ἔλεγεν ὁ ἀτυχὴς ἀδελφὸς πρὸς τὴν μητέρα, ὅτι ἐσταύρωσε τὸν φονέα καθ᾿ ὁδὸν καὶ τὸν ἔκαμε νὰ ἐπιστρέψῃ καὶ νὰ παραιτηθῇ τῆς μετακομίσεως τοῦ ταχυδρομείου! Αἱ τρίχες μου ἠνωρθώθησαν· τὰ μέλη μου ἔτρεμον, ὡς φύλλα φθινοπώρου· δὲν ἤμην σχεδὸν κύριος τῶν αἰσθήσεών μου.

Ὁ Τοῦρκος ἐξηκολούθησε·

– Δεκαπέντε μέραις ἐπέρασαν, δεκαπέντε μέραις τὸν ἐφύλαγα καρτέρι. Ἤτανε στὸν καιρὸ τοῦ πολέμου. Ὁ Καϋμακάμης τοῦ τόπου ἔκοψε τὸ σιδηρόδρομο τοῦ Λουλεβουργάζ, καὶ ἔδωσε διαταγὴ νὰ φύγουν πρὸς τὴν Πόλι· ἐγὼ δὲν ἐσάλεψα. Μιὰ νύχτ᾿ ἀκόμη ἂν περνοῦσε θὰ μ᾿ ἐσκότωσαν οἱ Ροῦσσοι. Μὰ ὁ Θεὸς μ᾿ ἐφύλαξε καὶ μ᾿ ἔστειλε τὸν ἄνθρωπό μου.

Ὁ ψυχρὸς ἱδρὼς ἔρρεε ποταμηδὸν ἀπὸ τοῦ μετώπου μου. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι δὶς ἐχύθην νὰ σφίγξω τὸν λαιμόν του, νὰ πνίξω τὴν ὁμολογίαν εἰς τὸν λάρυγγά του. Ἀλλ᾿ ἡ φρίκη μὲ εἶχε κατακεραυνώσει. Κ᾿ ἐνῷ ἐσωτερικῶς ἐνόμιζον ὅτι κινοῦμαι, ἐξωτερικῶς ἔμενον ἀδρανής, ὡς ἄνθρωπος ἀποπεπληγμένος.

Ὁ Τοῦρκος ἐξηκολούθησεν·

– Αὐτὴν τὴν φορὰ ἤμην καλὰ κρυμμένος· καὶ γιὰ νὰ τοῦ πάρω κάθε ὑποψία τὸν ἀφήκα νὰ περάσῃ τὸ γεφύρι. Καὶ σὰν εἶδα πῶς καταίβηκε στὴν ὄχθη κ᾿ ἔσκυψε νὰ πιῇ νερό, ἐπερίμεν᾿ ἀκόμη μιὰ στιγμή, γιὰ νὰ μὴ πάρω τὸ κρῖμα στὸ λαιμό μου... Κ᾿ ὕστερα ἐτράβηξα...

– Ὦ! Ἄθλιε! Ἐφόνευσες τὸν ἀδελφόν μου!

Τότε ἠκούσθη ἐν τῷ κήπῳ συγκεχυμένος θόρυβος, ἐν ᾧ διέκρινον τὴν φωνὴν τοῦ μικροτέρου μου ἀδελφοῦ κράζοντος:

– Ἐδῶ! ἐδῶ μέσα κοιμᾶται!

Φλόγες πυρσῶν καὶ λαμπάδων ἐφώτισαν αἱματηρῶς τοὺς ἐπὶ τῶν τοίχων κισσούς, καὶ λάμψις ξιφῶν καὶ τουφεκίων ἐχώρησε διὰ τῆς μικρᾶς θύρας πρὸς τὸ περίπτερον. Ἦτον ἡ ἀστυνομία! Ἡ θύρα μου ἠνεώγη μετὰ πατάγου καὶ πρῶτος εἰσῆλθεν ὁ ἀδελφός μου.

–Ἄφησ᾿ τον νὰ τὸν πάρουν! ἀνέκραξεν. Εἶναι φονιᾶς! Ἐσκότωσε τὸν Χαραλαμπὴ τοῦ Μητάκου! Ἐσκότωσε τὸν χωριανό μας ἐμπρὸς στὰ μάτια μου!

Τὸ δωμάτιον ἐπλήσθη νυκτοφυλάκων, πυροσβεστῶν καὶ ἀστυνομικῶν κλητήρων. Ὁ Κιαμὴλ καρφωμένος εἰς τὴν θέσιν του, ἀφῆκε νὰ τὸν δέσουν χωρὶς τινὸς ἀντιστάσεως, χωρὶς συγκινήσεως. Ἐκεῖ προῆλθεν ἐκ τοῦ πλήθους ὁ ὁδηγῶν αὐτοὺς ἀξιωματικός, καὶ χαιρετήσας εὐγενῶς – Τί σύμπτωσις, μοὶ εἶπε, κύριε! Τί παράξενος σύμπτωσις σᾶς φέρει εἰς τὸν οἶκον τοῦ φονέως;

Τότε τὸν ἀνεγνώρισα μόλις. Τὸν εἶχον σχετισθῆ κατὰ τοὺς πηγαινοερχομούς μου εἰς τὸ ὑπουργεῖον τῆς ἀστυνομίας. Ἐγνώριζε τὴν ὑπόθεσίν μας. Καὶ εἶχεν ἀμειφθῆ διὰ πᾶσαν πρὸς εὐόδωσιν αὐτῆς προσπάθειάν του. Τὸν ἔλαβον λοιπὸν κατὰ μέρος, καὶ τῷ ἐξήγησᾳ, πὼς ὁ ψυχρῶς καὶ ἀπαθῶς θεωρῶν ἡμᾶς Κιαμήλ, ἐφόνευσε μὲν ἄλλοτε τὸν ἀδελφόν μου, νομίζων ὅτι ἐκδικεῖται τὸν φονέα τοῦ ἀδελφοποιτοῦ του, ἐφόνευσε δὲ ἀπόψε τὸν ὑπὸ τῆς ἀστυνομίας ζητούμενον ἔνοχον ταχυδρόμον, οὗ τὴν πραγματικὴν παρουσίαν ἐξελάμβανεν, ἐν τῇ πλάνῃ του, ὡς δαιμονικὴν ἐμφάνισιν πρὸς καταδίωξίν του ἐρχομένην.

Ὁ ἀξιωματικὸς ἕσφιξε συμπαθητικῶς τὴν χεῖρα μου, καὶ ἀπήγαγε τὸν δεσμώτην.

Τῇ ἐπαύριον λίαν πρωὶ κατ᾿ ἐπίμονον ἀπαίτησίν μου ἐγκατέλειπεν ἡ μήτηρ μου τὴν βδελυρὰν ἐκείνην οἰκίαν ἀπερχομένη κατ᾿ εὐθείαν εἰς τὸ χωρίον μας. Δὲν συνέφερε κατ᾿ οὐδένα τρόπον νὰ μάθῃ τὴν ἀλήθειαν...

- - -

Εἶχον παρέλθει τρία περίπου ἔτη ἀπὸ τῆς νυκτὸς ἐκείνης, ὅτε εἰσηρχόμην εἰς τὸ χωρίον μας, πρώτην φορὰν ἀφ᾿ ὅτου τὸ ἐγκατέλιπον παῖς ἔτι ὤν. Πολλὰ μεταξὺ ἐπισυμβάντα νεώτερα δυστυχήματα εἶχον ἐπισκιάσει τρόπον τινὰ τὸ παλαιὸν ἐκεῖνο. Ἀλλ᾿ ὅσῳ μᾶλλον ἐπλησίαζον εἰς τὸν οἶκον μας, τόσο μᾶλλον προέκυπτεν ἐκ τοῦ βάθους τῶν χρόνων ἡ θλιβερὰ αὐτοῦ ἱστορία, τόσῳ μᾶλλον ἀνενεοῦτο. Ἡ ὁδοιπορική μου ἅμαξα παρήλαυνεν ἤδη πρὸ μιᾶς ἑτοιμορρόπου, ἐγκαταλελειμμένης οἰκίας. Πᾶς ἄλλος ἤθελεν αἰσθανθῇ βαθέως ἐλεγειακὴν θλῖψιν, ἐάν, μετὰ μακρὰν ἐπανερχόμενος ἀπουσίαν, εὕρισκε νεκρικὴν σιγὴν ἐκεῖ ὅπου ἀφῆκεν εὔθυμον ἠχηρὸν βίον, καταστροφὴν καὶ ἐρημίαν, ἐκεῖ ὅπου ἀπέλιπε τὴν εὐεστὼ καὶ τὴν ἄνεσιν. Εἰς ἐμὲ τὰ κλειστὰ παράθυρα, οἱ χαίνοντες τοῖχοι, ἡ χορτοφυοῦσα αὐλή, ὁ ἀπερίφρακτος καὶ παντὶ λυμεώνι ἀναπεπταμένος κῆπος, δὲν ἠξεύρω πῶς ἐνεποίει παραδόξως ἱκανοποιητικὴν ἐντύπωσιν. Μοὶ ἐφαίνετο ὅτι θὰ ἐλυπούμην, ἐὰν ἐξηκολούθει ὁ οἶκος ἐκεῖνος ν᾿ ἀκμάζῃ. Διότι ἦτον ὁ οἶκος τοῦ Μητάκου, ὁ οἶκος τοῦ Λαμπή, τοῦ πρώην ταχυδρόμου. Καὶ τὸν ταχυδρόμον τοῦτον δὲν ἠδυνάμην νὰ μὴ θεωρῶ αἴτιον τοῦ φόνου τοῦ δυστυχοῦς ἀδελφοῦ μου. Ὁ καθ᾿ αὐτὸ φονεὺς εἶχε παραφρονήσει ἐνώπιόν μου, κατ᾿ αὐτὴν τὴν πρώτην δικαστικὴν ἀνάκρισιν, εὐθὺς ὡς ἐβεβαιώθη τίνος καρδίαν διεπέρασεν ἡ σφαῖρα, ἣν διηύθυνε κατὰ τοῦ φονέως τοῦ ἀδελφοποιτοῦ του. Ἀλλ᾿ ὡς σκοπὸν τῆς ὑπὸ τῆς τυφλῆς ἐκδικήσεως ριφθείσης ἐκείνης βολῆς ὁ ἔνοχος υἱὸς τοῦ Μητάκου ὑπεκατέστησε μετ᾿ ἀθεοφόβου πανουργίας τὰ στήθη τοῦ πτωχοῦ ἀδελφοῦ μου, ὅστις εἶχε τὴν ἀτυχίαν νὰ τὸν ὁμοιάζῃ ὄχι μόνον κατὰ τὸ ἀνάστημα καὶ τὴν στάσιν, ἀλλὰ καὶ κατ᾿ αὐτὰ τὰ ἐνδύματα. Ἦτο πλέον ἀποδεδειγμένον, ὅτι μόνον διὰ τοῦτο παρέπεισε τὸν εὔπιστον νεανίαν νὰ τὸν διαδεχθῇ ἐν τῇ ὑπηρεσίᾳ του, καὶ ἐγνώσθη, ὅτι ἦτο τόσον βέβαιος περὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς βδελυρᾶς πανουργίας του, ὥστε προεῖπε χαιρεκάκως καὶ αὐτὴν τὴν ὥρα τοῦ ὀλέθρου τοῦ ἀδελφοῦ μου!

Ὅταν ἐφθάσαμεν πρὸ τῆς οἰκίας ἡμῶν, ἐξεπλάγην ἰδὼν ἕνα πιναρόν, ρακένδυτον, γυμνόποδα Δερβίσην, ἐξερχόμενον τῆς αὐλῆς καὶ τρέχοντα ν᾿ ἀνοίξῃ τὴν θύραν τῆς ἁμάξης.

– Ἀμάν, σουλτανήμ! Κοκκώνα μπήλμεσιν!

Τὸ σῶμα μου ἀνετριχίασεν ἐκ φρίκης! Αὗται ἦσαν αἱ μόναι λέξεις, ἃς ἐξεφώνησεν ὁ Κιαμήλ, ὅτε ἐν πλήρει δικαστηρίῳ παραφρονήσας ἔπιπτε λιπόθυμος πρὸ τῶν ποδῶν μου!

– Διὰ τὸν Θεόν, Σουλτάνε μου, νὰ μὴν τὸ μάθῃ ἡ κοκκώνα!

Καὶ ὁ ἀπαίσιος ἦχος τῆς φωνῆς αὐτοῦ, ἦχος, ὃν θὰ ἐνόμιζέ τις ἐξελθόντα ἐκ βαθέος τινος τάφου μᾶλλον παρὰ ἐκ στόματος ἀνθρώπου, ἐτάραξε τόσον τὰ νεῦρα μου, ὥστε ὅταν ἐρρίφθην εἰς τὰς ἀγκάλας τῆς προσδραμούσης μητρός μου, δὲν ἠξεύρω ὁποῖον παράξενον κρᾶμα βδελυγμίας καὶ οἴκτου ἐπλήρου τὴν καρδίαν μου.

Οὕτως εἰσεχώρησα εἰς τὴν αὐλὴν στρέφων τὰ νῶτα πρὸς τὸ μέρος, ὅθεν ὑπέθετον τὸ βδέλυγμα ἐκεῖνο παρακολουθοῦν με.

Παρὰ τὴν ἑτέραν τοῦ οἴκου μας πλευρὰν ἦτον ἀνοικτὴ ἡ θύρα τοῦ κήπου. Ἐν τῷ κήπῳ τούτω ἀκμάζει ἀκόμη μία μηλέα, ὑπὸ τὴν σκιὰν τῆς ὁποίας τόσον εὐτυχεῖς συνεπαίζομεν ἄλλοτε, ἐγὼ καὶ οἱ ἀδελφοί μου. Ἀλλ᾿ αἱ ἠχηραὶ ἐκεῖναι φωναί, οἱ παιδικοί μας γέλωτες δὲν ἀκούονται πλέον ἐκεῖ. Αἰωνία σιγὴ βασιλεύει ὑπ᾿ αὐτήν, καὶ λευκὸς λίθινος σταυρός, πρὸ τοῦ ὁποίου καίει ἀκοίμητος λύχνος, μαρτυρεῖ τὴν ἱερότητα τοῦ τόπου. Ἐκεῖ κεῖται τεθαμμένος ὁ πολύκλαυστος ἀδελφός μου. Ἐκεῖ διηύθυνα δακρυρροῶν τὰ βήματά μου. Τὰ λαμπρότερα ρόδα, τὰ ἐκλεκτότερα ἄνθη κοσμοῦσι τὸ ἀναπαυτήριον αὐτοῦ. Ὁ κῆπος ἡμῶν ἦτο πολὺ ἀτημέλητος ἄλλοτε. Τώρα εἶναι πλήρης ἀνθέων, τὰ ὁποῖα φαίνονται ὡς ἐὰν ἀνέβλυσαν πολυπληθῆ ἐκ τοῦ τάφου ἐκείνου καὶ διεχύθησαν ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον μέχρι τῶν ἀπωτάτων γωνιῶν τοῦ κήπου.

– Ὅλα τὰ καλλιεργεῖ ὁ φτωχὸς ὁ Κιαμήλης! ἐψιθύρισεν ἡ μήτηρ μου θλιβερῶς.

Αἱ τρίχες μου ἠνωρθώθησαν ἐκ νέου. Καὶ στραφείς, μετὰ σπασμωδικῶς κινουμένων χειλέων, πρὸς τὸν περὶ οὗ ἐλάλει, – Σὲ προστάζω, τὸν εἶπον, νὰ μὴ ξαναπατήσῃς εἰς τὸ σπίτι μας!

– Ὤ, ὁ ἀρίσκος! ἀνέκραξεν ἡ μήτηρ μου, μετ᾿ ἀπεριγράπτου πόνου. Τίνος τὸ λέγεις, παιδί μου; Ἄμ᾿ ὁ φτωχὸς οὔτε ἀκούει, οὔτε μιλεῖ πλέον! Εἶναι τρελλὸς ὁ καϋμένος!

Ὁ Κιαμὴλ προσήλου τοὺς ἀλαμπεῖς αὐτοῦ ὀφθαλμοὺς εἰς τὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντος, ὡς ἄνθρωπος οὐδόλως ἐννοῶν τὰ περὶ αὐτὸν συμβαίνοντα. Ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἐφόρει τώρα πρασινόζωστον κιουλάφιον Δερβίσου, τὸ ὁποῖον τὸν καθίστα μέχρι γελοίου βαθμοῦ ὑψηλότατον. Περὶ τὸ κατεσκληκὸς αὐτοῦ σῶμα ἐκρέματο ἐρρακωμένον τὸ καφτάνιον τῆς εἰς ἣν ἀνῆκε μοναχικῆς τάξεως. Οἱ ἀγκῶνες αὐτοῦ διεφαίνοντο διὰ τῶν ρηγμάτων τῶν ἱματίων του, ἀλλὰ ἦτον ἐζωσμένος λαμπρὰν δερματίνην ζώνην φέρουσαν ἐπὶ τοῦ θηλυκωτῆρος μέγαν ἐκλεκτὸν λίθον, ὄνυχα τῆς Μέκκας. Ἡ δὲ μορφὴ αὐτοῦ, εἴτε ὡς ἐκ τῆς ἀπαθείας ἐν ᾗ διετέλει τώρα, εἴτε ὡς ἐκ τῆς ἐπιδράσεως τοῦ ἡλίου, ἐφαίνετο ὑγιεστέρα παρὰ πρότερον.

– Νὰ κουρεύωνται! Εἶπεν ἡ μήτηρ μου, βλέπουσα πρὸς αὐτὸν μετ᾿ οἴκτου. - Τὸν ἔκαμαν ἅγιον! Ἀφ᾿ ὅτου ἐτρελλάθηκε τὸν ἔκαμαν ἅγιον. Καὶ τοῦ φιλοῦν τὸ χέρι, καὶ τοῦ φέρνουν φαγητά, καὶ τοῦ φέρνουν ροῦχα, καὶ θέλουν νὰ τὸν πάρουν εἰς τοῦ καϋμακάμη τὸ σπίτι. Μὰ ἐκεῖνος δὲν τρώγει παρὰ ξερὸ ψωμί, δὲν φορεῖ παρὰ αὐτὰ ποὺ βλέπεις, καὶ κοιμᾶται κατὰ γῆς μέσ᾿ στὴν ἀχυρῶνα. Καὶ δὲν θέλει νὰ φύγῃ ἀπὸ κοντά μου ὅ,τι κι ἂν τοῦ κάμουν. Μόνον σὰν τὸν στενοχωρήσουν παρὰ πολύ, μόνο σὰν ταραχθῇ, βγάζει μία παράξενη φωνὴ – Γιὰ τὸν Θεό, Σουλτάνε μου, νὰ μὴν τὸ μάθῃ ἡ κοκκώνα! – Ἄλλο ἀπ᾿ αὐτὸ δὲν ἠξεύρει τίποτε! Ὁ ἀρίσκος ὁ Κιαμήλης!

Καὶ ἐνῷ ἐκείνη ἔλεγε ταῦτα, ἐγὼ ἐσυλλογιζόμην τὴν ἀνήμερον ἄλλοτε ὀργὴν τῆς κατὰ τοῦ φονέως, τὸ παράπονόν της, ὅτι ὁ πτωχὸς ἡμῶν ἀδελφὸς ἐταράσσετο ἐν τῷ τάφῳ του, ὁσάκις ὁ φονεὺς αὐτοῦ ἐπάτει τὸ χῶμα, ἔστω καὶ εἰς τὴν ἄκραν του κόσμου, καὶ ἀνετριχίαζε τὸ σῶμα μου ἐκ τῆς ἰδέας, ὅτι ὁ φονεὺς ἐκεῖνος περιπατεῖ καθ᾿ ἑκάστην ἐπὶ αὐτοῦ τοῦ τάφου τοῦ θύματός του, καὶ ἔτρεμον μὴ τὸ πληροφορηθῇ ἡ ταλαίπωρος. Αὐτὸ θὰ τὴν ἐφόνευεν!

– Μολαταῦτα, τῇ εἶπον, ἐὰν τὸν διώξῃς ἐσύ, εἶμαι βέβαιος, ὅτι θὰ φύγῃ νὰ πάγῃ μὲ τοὺς ἐδικούς του. Κᾶμε μου τὴν χάριν καὶ διῶξε τὸν ἀπὸ τὸ σπίτι μας.

– Ἄμ᾿ τί λογῆς δά! ἀνεφώνησεν ἐκείνη σχεδὸν δακρύουσα. - Ἐγὼ θυμοῦμαι καμμιὰ φορὰ ἐκείνη τὴν σεισουράδα, ποὺ τοῦ ἔδωσε μία κλωτσιὰ καὶ τὸν ἔδιωξεν ἀπὸ τὸ δωμάτιό μας, καὶ λέγω νὰ εἶχα ἕνα χέρι ἀπ᾿ ἐδῶ ὡς στὴν Πόλι, νὰ τοῦ δώσω μία στὸ θηλυκό του πρόσωπο. Καὶ σὺ μὲ λὲς νὰ τὸν διώξω ἐγὼ μὲ τὰ χέρια μου; Κεῖνος, βλέπεις, ἄφησε τὴν μητέρα του καὶ ἦρθεν εἰς ἐμένα. Κουβαλεῖ νερό, πάγει στὸν μύλο, πάγει τὰ ψωμιὰ στὸν φοῦρνο, σκάφτει τ᾿ ἀμπέλια, σκουπίζει τὴν αὐλή, καλλιεργεῖ τὰ λουλούδια πάνω στὸν τάφο τοῦ Χρηστάκη μας· ὡς καὶ τὸ κανδήλι θέλει νὰ τ᾿ ἀνάφτῃ μὲ τὸ χέρι του! Κ᾿ ἐγὼ δὰ μαθὲς πῶς νὰ τὸν διώξω ὕστερα, ἀφοῦ τὸν ἐκύτταξα ἑφτὰ μῆνες μέσ᾿ στὸ στρῶμα, σὰν τὸ παιδί μου! Ἂς τὥβρη ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅποιος τὸν ἐκατάντησε σὲ τέτοια δυστυχία! Ἔλα, νἄχῃς τὴν εὐχή μου, γυιόκα μου, ἅφες τὸν ταλαίπωρο μὲ τὴν συμφορά του, καὶ πές μου δὰ μαθές, εὑρέθηκεν ὁ φονιᾶς; Ὡς τόσο δὲν εἰμπόρεσε νὰ βρεθῇ ποιὸς ἤτανε!

– Ὄχι! ἀπεκρίθην ἐγώ, ὅστις τὸν ἔβλεπον ἐνώπιόν μου.

Διότι ἀνελογίσθην ὅσα μοὶ ἔλεγε περὶ αὐτοῦ· παρέβαλον τὴν ἀγαθότητα τοῦ παράφρονος μὲ τὴν βδελυρὰν πανουργίαν τοῦ πρώην ταχυδρόμου, καὶ δὲν ἤξευρον νὰ εὕρω, ποῖος ἐκ τῶν δυὸ ἦτον ὁ φονεὺς τοῦ ἀδελφοῦ μου!