Ὁ φιλομαθὴς πτωχός
1872 Αὐγούστου 30.
Ἀλλοίμονο! εἶμαι φτωχὸ
σ᾿ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχό!
εἶμ᾿ ὀρφανὸ καὶ ξένο!…
κι᾿ ἀγράμματο θὰ μένω!
Τοῦ κάκου λὲν - Ὑπομονή·
πολλοὶ σὰν σένα ὀρφανοὶ
καὶ δύστυχοι καὶ ξένοι,
δὲν ἔμειναν θαμμένοι. -
Τοῦ κάκου, Γιατὶ ῾κεῖνοι ῾κεῖ
ἦσαν τῆς Τύχης ἐδικοί,
μὰ ῾μένα τὸ καϋμένο…
μ᾿ ἔχει λησμονημένο!
Καὶ νά. Ὠρφάνεψα μικρό,
καὶ τῆς ξενούρας τὸ πικρὸ
μὲ τράνεψεν ἀγιέρι
καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι.
Ἀγάπησαν ἄλλοι φλουριά,
ἄλλοι νὰ τρέχουν μὲ βεριὰ
καὶ μ᾿ ἀψηλὰ καπέλα
χωρὶς δουλειά. Τί τρέλλα!
Τῆς Ἀφροδίτης τὸ παιδὶ
οἱ ἄλλοι, κι᾿ ἄλλοι ὀπαδοὶ
τοῦ Βάκχου νὰ ῾πεθάνουν
κι᾿ ἄλλοι ἄλλα νὰ κάνουν.
Ἀγάπησε καὶ τ᾿ ὀρφανό,
Θεέ μου, τί πολὺ πονῶ!
τὰ γράμματα νὰ μάθῃ,
χίλια κακὰ κι᾿ ἂν πάθῃ.
Μ᾿ ἄπληστο στόμα ἀρχηνᾷ
τὰ νάματα τὰ φωτεινὰ
τοῦ Παρνασσοῦ νὰ πίνῃ
μὲ τόση εὐφροσύνη!…
Ἄν φταίγω τ᾿ ἄκακο ἐγὼ
φωτιὰ νὰ πέσῃ νὰ καγῶ·
θαρροῦσα πῶς χορταίνει
ἐκεῖνος ποῦ μαθαίνει.
Δὲν ἤξερα πῶς τ᾿ ἀργυρὸ
τῆς Κασταλίας μας νερό,
σὰ μιὰ φορὰ τὸ πιοῦμε
αἰώνια τὸ διψοῦμε!
Τόρα ἡ ψυχή μου λαχταρᾷ,
μὰ δὲ βαστῶ οὔτε παρᾶ
νὰ ῾πάγω ῾κεῖ ῾ποῦ τρέχει
τὴν γλῶσσά μου νὰ βρέχῃ!…
Μὲ εἶπαν πῶς ἐδὼ πολλοὶ
σὰ ἰδοῦν ἕν᾿ ἄτυχο πουλὶ
ποῦ ἀγαπᾷ τὰ φῶτα
δὲν «τῷ γυρνοῦν τὰ νῶτα.»
Ἔ, νὰ λοιπόν! Στὸ ἀψηλὸ
κατώφλοιό σας κι᾿ ἐγώ, δειλὸ
ἐκάθησα πουλάκι
μ᾿ αὐτὸ τὸ τραγουδάκι.
Ὦ σεῖς, τοῦ γένους οἱ τρανοί,
ἡ Τύχη ὅλα τὰ φθονεῖ,
καὶ τίποτε δὲν μένει
πιστὸ στὴν οἰκουμένη.
Δὲν σᾶς ζητῶ οὔτε ψωμί,
οὔτ᾿ ἕνα ῥοῦχο στὸ κορμί·
Διψῶ! διψῶ τὴ θεία
ἀληθινὴ Παιδεία!
Σεῖς ψάλλετε σ᾿ ὅλη τὴ γῆ.
- Ἀνάφτουμε οἱ ἀρχηγοί,
εἰς τὴ γρῃὰ Ἑλλάδα,
τῆς προκοπῆς τὴ δᾷδα.
Καὶ σεῖς, ὦ Ἀχαιῶν παιδιά,
τοῦ Ἑλικῶνος τὴν ποδιὰ
εἰς τὸ ἑξῆς ἀφῆτε
καὶ στὴν κορφὴ ἀναβῆτε. -
Καὶ ῾γὼ νὰ μείνω τ᾿ ὀρφανό;
μαρτύρομαι τὸν οὐρανό!
εἶμαι παιδὶ Ἑλλήνων!
εἶμαι βλαστάρι ῾κείνων!
Σ᾿ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχὸ
ναί, ἐγεννήθηκα φτωχό.
Μὰ Ἕλλην ὑπομένει
ἀπαίδευτος νὰ μένῃ;…
Ὦ σεῖς, τοῦ γένους οἱ τρανοί,
ἡ Τύχη ὅλα τὰ φθονεῖ
καὶ τίποτε δὲν μένει
ἐδὼ στὴν οἰκουμένη.
Ἀφήσετε τὴν ἀπονιά.
Βαστοῦν τὸν δίσκο μου ῾πὸ μιὰ
αἱ Μοῦσαι, κι᾿ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη
ὁ Λυτρωτής, καὶ ψάλλει.
- Εἶναι ῾δικό μου τ᾿ ὀρφανό·
καὶ ῾πάνου ῾κεῖ στὸν οὐρανό,
δὲν θὰ μετανοήσῃ
ὅποιος τὸ βοηθήσῃ.
Ποιητικά πρωτόλεια
Γεωργίου Μ. Βιζυηνοῦ
ἱεροσπουδαστοῦ τῆς ἐν Χάλκῃ Θεολογικῆς Σχολῆς.
Εξεδόθησαν δαπάνῃ φιλοκάλου τινός Ὁμογενοῦς,
ἐν Κωνσταντινουπόλει, τύποις Βυζαντῖδος, 1873, σσ. 18-21
|
Ὁ Νέος Τρουβαδόρος ἐν Ἀθήναις
(ἀπὸ τὸ Τὸ τέλος τοῦ παραμυθιοῦ
ἢ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνείρου, Ἑρμῆς 2001)
Μα τοῦ Παρνασσοῦ τὰς κίσσας,
καὶ τὸ δέρμα τοῦ Μαρσύου,
κι ἐγὼ πρέπω μεταξύ σας,
ποιηταὶ ἀπὸ γραφείου!
Δόξαν ἐπαιτῶν καὶ κλέος,
σύρ᾿ ἐκ τετριμμένης πήρας
τρουβαδόρος κι ἐγὼ νέος,
λείψανον θραυσθείσης λύρας,
καὶ σᾶς ψάλλω καθαρά,
τραλλαλὰ τραλλαλλαρά,
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Κι ἐγὼ μέλπων καταισχύνω
τὰς Ἀρκαδικὰς Σειρῆνας
καὶ γενναῖον ζῦθον πίνω
εἰς τὰς κλασικὰς Ἀθήνας,
καὶ σοβῶ διὰ τοῦ πλήθους
ὑψηλαύχην μουσοπόλος,
ὑπὸ θέρμης κακοήθους
παρακρούων ἀσυστόλως
δεξιὰ κι ἀριστερά,
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Ἐν ἐκστάσει κι ἐγὼ θῶκον
ποιητοῦ καὶ δάφνην εἶδον
καὶ οἰστρήλατος διώκων
τὸν χορὸν τῶν Ἰλισίδων.
Ἄχ! προσκρούσας ἐκυλίσθην
εἰς τοῦ ποταμοῦ τοὺς βράχους,
καὶ ὁπόταν ἀφυπνίσθην
ἔψαλον μὲ τοὺς βατράχους,
εἰς τ᾿ ἀκάθαρτα νερὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Κι ἐγὼ ὁσάκις εἰς τὴν πόλιν
μείν᾿ ἡ Μοῦσ᾿ ἄνευ ζωπύρου,
ἀνταλλάσσω τὴν ἀσβόλην
μὲ τὴν δρόσον τοῦ Φαλήρου,
κι ἀσπασθεὶς διὰ τῆς αὔρας
τὰς γυμνὰς τῶν Ναϊάδων
κυνηγῶ χελώνας, σαύρας,
δι᾿ ἀκάρπων πεδιάδων
τονθορύζων σοβαρὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Κι ἐγὼ γράφω. Κι ἂν ὁ χάρτης
λείψ᾿ ἐκ τῆς πολυγραφίας
(ὁ πιστός μου κύων μάρτυς,
μετασχὼν τῆς ἐργασίας)
πᾶσαν θύραν, πάντα τοῖχον,
πρὸς τὸ πεῖσμα τῶν κυρίων,
καταβρέχω διὰ στίχων,
καὶ τὸν κάλαμόν μου ξύων,
σχεδιάζω τολμηρὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Τοὺς κριτὰς κι ἐγὼ φορτίζω,
ὡς τὸν Ἡρακλῆν Αὐγείας,
καὶ τὴν δάφνην τοῖς χαρίζω,
ἂν μοὶ δώσουν τὰς χιλίας.
Ἂν μ᾿ ἐκδάρουν πλὴν τὸ δέρμα,
παρ᾿ ἀξίαν ἐννοεῖται,
καὶ τὸ τελευταῖον σπέρμα
τοῦ νοός μου ἐξαντλεῖται
ἐν τῷ σπείρειν μοχθηρά,
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Λοιπόν, μὰ τὰς λάλους κίσσας,
καὶ τὸν μάρτυρα Μαρσύαν,
κι ἐγὼ πρέπω μεταξύ σας,
κύκνοι κατὰ φαντασίαν,
ἀφοῦ πρὸς κοινόν μας κλέος,
τὴν πατρῴαν λύραν σύρας,
τρουβαδόρος ἐγὼ νέος
ἐκ τῆς Παλαιᾶς μου πήρας,
σᾶς τὰ εἶπον φανερὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
|
Ὁ Κριτὴς τοῦ Διαγωνισμοῦ
(ἀπὸ τὸ Τὸ τέλος τοῦ παραμυθιοῦ
ἢ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνείρου, Ἑρμῆς 2001)
(Προπαρασκευή)
Χώθηκε στὸν κοιτωνίτη
ὁ Κριτὴς ἀγάλι᾿ ἀγάλια,
φόρτωσε στὴν γερο-μύτη
δυὸ ζευγάρια ματογυάλια.
Ἐτραβήχθη στὸν σοφᾶ του,
κάθεται φαρδιὰ πλατιά,
καὶ μετροφυλλᾷ μπροστά του
ἀναρίθμητα χαρτιά.
–Όλοι τἄγραψαν μὲ χάρη,
σὲ πολύτιμο χαρτί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Βάλλει στὴν βαθειά του τσέπη,
βγάλ᾿ ἕνα χονδρὸ τσιγάρο.
Μὲ τὰ σπίρτα μόλις βλέπει
τὴν δουλίτσα του τὴν Μάρω,
τὸ δαγκᾷ καὶ τὸ βυζάνει
σὰν τῆς μάνας του βυζί,
κι ἀγγαρειὰ τὴν Μάρω πιάνει
νὰ δουλέψουνε μαζί.
- Δός μ᾿ αὐτὸ τὸ καλαμάρι·
Νά, μιὰ πένα κορδωτή,
γιὰ νὰ διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
(Τεχνικαὶ παρατηρήσεις)
Ἕνας πελεκᾷ τοὺς στίχους
στρογγυλοὺς σὰν κουκουνάρια·
ἄλλος σπάζει τοὺς δυστύχους
τὰ πλευρὰ καὶ τὰ ποδάρια!
Ἕνας τοὺς παραγεμίζει
κολοκύθια περιττά,
κι αὐτονὰς τοὺς ξεντερίζει
καὶ τοὺς κάμνει σκελετά!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
μὰ τοὺς λείπει κάτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Τοῦτος τὲς φωνὲς στριμώνει,
π᾿ ἀπ᾿ τὴν στενοχώρια σκάνουν·
τοῦτος πάλι τὲς ἀριώνει,
ποὺ ἡ μιὰ τὴν ἄλλη χάνουν!
Ἕνας κάθε λέξη γράφει
μὲ τὸ νὶ καὶ μὲ τὸ σί,
κι ἕνας παίρνει τὸ ξουράφι
καὶ σοῦ σφάζει τὴν μισή!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
μὰ τοὺς λείπει κάτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Τοῦτος μοῦ λογιωτατίζει,
καὶ τὰ κόφτει νδελικάτα·
τοῦτος βλασφημᾷ καὶ βρίζει,
σὰν τοὺς λούστρους μὲς στὴν στράτα!
Ἀπ᾿ τὰ λεξικὰ μᾶς βγάζει
ἕνας τὴν συναμική,
κι ἕνας πάλι δὲν σκαμπάζει
οὔτε γρὺ γραμματική!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
μὰ τοὺς λείπει κάτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
(Οὐσιαστικαὶ παρατηρήσεις)
Τοῦτος κλαί᾿ καὶ μουρμουρίζει,
σὰν μπαμπόγρια γρινιάρα·
τοῦτος δός του χαχανίζει,
σὰν νὰ τοὖρθε κουταμάρα.
Κι ἕνας τρίτος – Santo Dio!
Οὔτε λύπ᾿, οὔτε χαρά;
Ἢ δὲν τἄχε καὶ τὰ δύο,
ἢ τὰ εἶχε στὰ γερά!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
κι ὅλοι οἱ τρίτοι περιττοί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Ἕνας ἔπαθε πληθώρα
ἀπὸ αἴσθημα γενναῖον.
Τοῦτος ποὺ διαβάζω τώρα,
προστυχιὰ καὶ τῶν γονέων!
Τὰ φτερά τ᾿ αὐτὸς ἀνοίγει
καὶ στὸν οὐρανὸ πετᾷ.
Τοῦτος – ἔπεσε κι ἐπνίγη,
σὰν τὸν χοῖρο στὰ σκ…!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
μὰ τοὺς λείπει κάτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
(Γενικὸν συμπέρασμα)
Αὐτουνοῦ τοῦ λείπει ἕνα
κεῖνος τ᾿ ἄλλο δὲν γνωρίζει·
ἕνας τἄχει μαζωμένα,
καὶ γιὰ τοῦτο δὲν ἀχρήζει.
Μερικοὺς οὐδὲ κουκούτσι
τοὺς ἐδόθηκε μυαλός,
κι ἕνα τρύπιο μου παποῦτσι
δὲν ἀξίζ᾿ ὁ πιὸ καλός!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι,
κι ἂς τοὺς λείπει κάτι τί.
Πές μου, Μάρω, ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή;
(Τελικὸν συμπέρασμα)
Εἶχε παρ᾿ αὐτὴν τὸν πρῶτο
κι ἄρχισε νὰ ροχαλίζῃ.
Μὰ ξιππάσθη μὲ τὸν κρότο
κι εἶπε δίχως νὰ γνωρίζῃ.
- Ἀπὸ κάθε μιὰ φυλλάδα
λείπει, λέγεις, κάτιν τίς;
Δίχως ἄλλο στὴν Ἑλλάδα
δὲν ὑπάρχει ποιητής.
Καὶ κανένας δὲν θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή,
ἂν μᾶς κάμουνε τὴν χάρη
καὶ βραβέψουν τὸν Κριτή.
|
Τὸ Μπαλουκλί
(Τὰ ψάρια τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς)
(ἀπὸ τὸ Τὸ τέλος τοῦ παραμυθιοῦ
ἢ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνείρου, Ἑρμῆς 2001)
Σαράντα μέρες πολεμᾷ ὁ Μωχαμὲτ νὰ πάρῃ
την Πόλη τὴν μεγάλη.
Σαράντα μέρες ἔκαμεν ὁ ῾γούμενος τὸ ψάρι
στὰ χείλη του νὰ βάλῃ.
Ἀπ᾿ τὲς σαράντα κι ὕστερα, πεθύμησε νὰ φάγῃ
τηγανισμένο ψάρι.
–Ἂν μᾶς φυλάγ᾿ ἡ Παναγιὰ καθὼς μᾶς ἐφυλάγει,
τὴν Πόλη ποιὸς θὰ πάρη;
Ρίχτει τὰ δίχτυα στὸν γιαλό, τρία ψαράκια πιάνει,
–Θεός νὰ τὰ βλογήσῃ!
Τὸ λάδι βάλλει στὴν φωτιὰ μὲς στ᾿ ἀργυρὸ τηγάνι,
για νὰ τὰ τηγανίσῃ.
Τὰ τηγανίζ᾿ ἀπὸ τὴν μιά, καὶ πά᾿ νὰ τὰ γυρίσῃ
κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος.
Ὁ παραγιός του βιαστικὰ πετᾷ νὰ τοῦ μιλήσῃ,
καὶ τάχασεν ὁ γέρος!
–Μην τηγανίζῃς, γέροντα, καὶ μὄσχισε τὸ ψάρι
στην Πόλη τὴν μεγάλη!
Τὴν Πόλη τὴν ἐξακουστὴ οἱ Τοῦρκοι ἔχουν πάρει,
μᾶς κόβουν τὸ κεφάλι!
–Στὴν Πόλη Τούρκου δὲν πατοῦν κι Ἀγαρηνοῦ ποδάρια!
Μὲ φαίνεται σὰν ψεύμα!
Μ᾿ ἂν εἶν᾿ ἀλήθεια τὸ κακό, νὰ σηκωθοῦν τὰ ψάρια
νὰ πέσουν μὲς στὸ ρεῦμα!
Ἀκόμ᾿ ὁ λόγος βάσταγε, τὰ ψάρι᾿ ἀπ᾿ τὸ τηγάνι,
τὴν μία μεριὰ ψημένα,
πηδήξανε κι ἐπέσανε στῆς λίμνης τὴν λεκάνη,
γερά, ζωντανεμένα.
Ἀκόμ᾿ ὡς τώρα πλέουνε, κόκκιν᾿ ἀπὸ τὸ μέρος,
ὅπου τὰ εἶχε ψήσει.
Φυλάγουν τὸ Βυζάντιο ν᾿ ἀναστηθῇ κι ὁ γέρος
νὰ τ᾿ ἀποτηγανίση.
|
Τὸ Ὄνειρον
(ἀπὸ τὸ Τὸ τέλος τοῦ παραμυθιοῦ
ἢ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνείρου, Ἑρμῆς 2001)
Ἐψὲς εἶδα στὸν ὕπνο μου
ἕνα βαθὺ ποτάμι
–Θεός νὰ μὴν τὸ κάμῃ
νὰ γίνῃ ἀληθινό!
Στὴν ὄχθη του στεκόντανε
γνωστό μου παλικάρι,
χλωμὸ σὰν τὸ φεγγάρι,
σὰν νύχτα σιγανό.
Ἀγέρας τὸ παράσπρωχνε
μὲ δύναμη μεγάλη,
σὰν νἄθε᾿ νὰ τὸ βγάλῃ
ἀπ᾿ τῆς ζωῆς τὴν μέση.
Καὶ τὸ νερό, π᾿ ἀχόρταγα
τὰ πόδια του φιλοῦσε,
θαρρεῖς τὸ προσκαλοῦσε
στ᾿ ἀγκάλια του νὰ πέσῃ.
–Δεν εἶν᾿ ἀγέρας, σκέφθηκα,
καὶ σένα ποὺ σὲ δέρνει.
Ἡ ἀπελπισιὰ σὲ παίρνει
κι ἡ ἀπονιὰ τοῦ κόσμου!
Κι ἐχύθηκ᾿ ἀπ᾿ τὸν θάνατο
τὸν δύστυχο ν᾿ ἁρπάξω…
Ὠιμέ! Πρὶν ἢ προφθάξω
ἐχάθηκ᾿ ἀπ᾿ ἐμπρός μου!
Στὰ ρέματα παράσκυψα,
νὰ τὸν εὑρὼ γυρεύω.
Στὰ ρέματ᾿ ἀγναντεύω–
Τὸ λείψανο μ᾿ ἀχνό!…
Ἐψὲς εἶδα στὸν ὕπνο μου
ἕνα βαθὺ ποτάμι
–Θεός νὰ μὴν τὸ κάμῃ
νὰ γίν᾿ ἀληθινό!
|
Ὁ τελευταῖος Παλαιολόγος
Τὸν εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιά, τὸν Βασιλέα,
ἢ μήπως καὶ σὲ φάνηκε, σὰν ὄνειρο, νὰ ποῦμε,
σὰν παραμύθι τάχα;
-Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα,
πὰ νὰ γενῶ ἑκατὸ χρονῶ, κι᾿ ἀκόμα τὸ θυμοῦμαι,
σὰν νἄταν χτὲς μονάχα.
Στὴν Πόλη, στὴν Χρυσόπορτα, στὸν πύργον ἀπὸ κάτου,
εἶν᾿ ἕνα σπήλαιο πλατύ, στρωμένο σὰν παλάτι,
σὰν ἅγιο παρακκλήσι;
Κανένας Τοῦρκος δὲν μπορεῖ νὰ κρατηθῇ κοντά του,
κανεὶς τῆς σιδερόπορτας ναὕρῃ τὸ μονοπάτι,
νὰ πὰ νὰ τὸ μηνύσῃ.
Μόνο κανένας Χριστιανός, κανένας ποὺ τὸ ξέρει,
περνᾷ π᾿ αὐτοῦ κρυφὰ κρυφὰ καὶ τὸν σταυρό του κάνει
μὲ φόβο καὶ μ᾿ ἐλπίδα.
Ἔτσι κι᾿ ἐγώ, βαστούμενη στὸ πατρικό μου χέρι,
ἐπῆγα καὶ προσκύνησα. Καὶ ἐδ᾿ αὐτοῦ μ᾿ ἐφάνη-
Ὄχι μ᾿ ἐφάνη! Εἶδα:
Μέσ᾿ στὸ σκοτάδι τὸ βαθὺ ἕν᾿ ἄστρο, σὰν λυχνάρι,
σὰν μία φλόγα μυστική, ἀπ᾿ τὸν Θεὸ ἀναμμένη.
γαλάζια λάμψι χύνει.
Καὶ φέγγει τὴν λευκόχλωμη τοῦ Βασιλέως χάρι,
ποὺ μὲ κλεισμένα βλέφαρα ἐξαπλωμένος μένει
στὴν ἀργυρή του κλίνη.
- Ἀπέθανε, γιαγιά; - Ποτέ, παιδάκι μου! Κοιμᾶται,
κοιμᾶται μόνο! Τὴν χρυσὴ κορῶνα στὸ κεφάλι,
τὸ σκῆπτρο του στὸ χέρι.
Καί, σὰν παληοί του σύντροφοι, πιστοί του
παραστᾶται, στὰ στήθη τ᾿ ὁ Σταυραετός, στὰ πόδια του
προβάλλει δικέφαλο Ξαφτέρι.
Ἐπάν᾿ ἀπ᾿ τὸ κεφάλι του, ἡ ἀσπίδα παραστέκει,
κι᾿ ἐκεῖ ποὺ τὸ χρυσόπλεκτο, τὸ ψηφωτὸ ζωνάρι
τὴν μέση του κατέχει,
σὰν ἀστραπὴ π᾿ ἀπέμεινε χωρὶς ἀστροπελέκι,
ζερβιά, ὡς κάτου κρέμεται τ᾿ ἀστραφτερὸ θηκάρι-
μέσα σπαθὶ δὲν ἔχει!
-Γιατί, γιαγιά; Ποῦ εἶναι τό; -Βαμμένο μέσ᾿ στὸ αἷμα,
ἀκόμ᾿ ὡς τώρα βρίσκεται σ᾿ ἑνὸς ἀγγέλου χέρι,
στὸν οὐρανὸ ἐπάνου...
Ἤτανε τότε ποὺ ἡ Τουρκιὰ τὴν Πόλην ἐπολέμα.
Μέσα μία φοῦχτα ἐλεύθεροι, ἀπ᾿ ἔξω μύριο ἀσκέρι,
οἱ σκλάβοι τοῦ Σουλτάνου.
Κι᾿ ὁ Μωχαμὲτ ὁ ἴδιος του πὰ στ᾿ ἄγριό του ἄτι
-Δός μου τῆς Πόλης τὰ κλειδιά! τοῦ Κωνσταντίνου κράζει,
καὶ τὸ σπαθί σου δός μου!
-Ἔλα καὶ πάρ᾿ τα! λέγ᾿ αὐτός, τοῦ Τούρκου τοῦ μουχτάτη
Ἐγὼ δὲν δίνω τίποτε! Τίποτ᾿ ἐνόσῳ βράζει
μία στάλλα γαῖμα ἐντός μου!-
Κι᾿ ἐπρόβαλαν τὰ λάβαρα, κι᾿ ἀρχίνησεν ἡ μάχη!
Σαράντα μέραις πολεμοῦν, σαράντα μερονύχτια
χτυπιοῦνται καὶ χτυποῦνε,
οἱ Τοῦρκοι σὰν τὰ κύματα κι᾿ οἱ Χριστιανοὶ σὰν βράχοι.
Κι᾿ οὔτε τῶν Φράγκων προδοσιαίς, οὔτε τῶν φλάρων δίχτυα
τὸν Βασιλέα σειοῦνε.
Ἀπ᾿ ταὶς σαράντα κι᾿ ὕστερα Θεὸς τὸν παραγγέλλει.
-Γιὰ τοῦ λαοῦ τὰ κρίματα, εἶναι γραφτὸ νὰ γείνῃ,
προσκύνα τὸν Σουλτάνο!-
Μ᾿ αὐτός, τὸ χέρι στὸ σπαθί, πεισμόνεται, δὲν θέλει!
-Πρὶν μπρὸς σὲ Τοῦρκο τύραννο τὸ γόνατό μου κλίνῃ,
πὲς κάλλιο ν᾿ ἀποθάνω!-
Ἔξ᾿ ἀπ᾿ τὸ κάστρο χύνεται μὲ σπάθα γυμνωμένη,
καὶ σφάζει Τούρκων κατοσταὶς κι᾿ ἀγαρινῶν χιλιάδες-
Ἐκεῖνος κι᾿ ὁ στρατός του.
Μὰ ἦτ᾿ ὀλίγος ὁ στρατός, κι᾿ οἱ πρῶτοι λαβωμένοι!
Ἔπεσαν τ᾿ ἀρχοντόπουλα ἔφυγαν οἱ Ρηγάδες,
κι᾿ ἀπέμεινεν ἀτός του.
Ὅσο τὸν ζώνουν τὰ σκυλιά, τόσο χτυπᾷ καὶ σφάζει,
σὰν πληγωμένος λέοντας, σὰν τίγρη τῆς ἐρήμου,
ποὺ τὰ παιδιά της σκώσουν.
Μὰ κεῖ τοῦ πέφτει τ᾿ ἄλογο! Καὶ πέφτ᾿ αὐτὸς καὶ κράζει.
-Δὲν βρίσκετ᾿ ἕνας Χριστιανὸς νὰ πάρ᾿ τὴν κεφαλή μου,
πρὶν πᾶν καὶ μὲ σκλαβώσουν;-
Μιὰ τρίχα καὶ τὸν σκότωνεν Ἀράπικη λεπίδα!
Μὰ δὲν τὸ ἤθελ᾿ ὁ Θεός. Δὲν ἤθελε ν᾿ ἀφίσῃ
τῶν Χριστιανῶν τὸ Γένος
αἰώνια δίχως βασιλιᾶ κι᾿ ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα.
Γι᾿ αὐτὸ προστάζ᾿ ἕν᾿ ἄγγελο νὰ πὰ νὰ τὸν βοηθήση,
σὰν ἦταν κυκλωμένος.
Κι᾿ αὐτὸς τὸν Μαῦρο λακπατᾷ, τὸν Βασιλὲ γλυτώνει.
τὸ κοφτερό του τὸ σπαθί του παίρν᾿ ἀπὸ τὸ χέρι,
τοὺς Τούρκους διασκορπίζει.
Πὰ στὰ λευκά του τὰ φτερὰ τὸν Βασιλέα σκώνει,
μέσ᾿ στὸ πλατὺ τὸ σπήλαιο, ποὺ σ᾿ εἶπα, τόνε φέρει,
κι᾿ ἐκεῖ τόνε κοιμίζει.-
-Καὶ τώρα πιὰ δὲν εἰμπορεῖ, γιαγιάκα, νὰ ξυπνήσῃ;
-Ὢ βέβαια! Καιροὺς καιρούς, σηκώνει τὸ κεφάλι,
στὸν ὕπνο τὸν βαθύ του,
καὶ βλέπ᾿ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή, πὤχ᾿ ὁ Θεὸς ὁρίσει,
καὶ βλέπ᾿ ἂν ἦρθ᾿ ὁ ἄγγελος γιὰ νὰ τοῦ φέρῃ πάλι
τὸ κοφτερὸ σπαθί του.
-Καὶ θἄρθη, ναί, γιαγιάκα μου; -Θἄρθη, παιδί μου, θἄρθη.
Καὶ ὅταν ἔρθῆ, τί χαρὰ στὴν γῆ, στὴν οἰκουμένη,
σ᾿ ὅποιους θὰ ζοῦνε τότε!
Διπλό, τριπλὸ θὰ πάρομεν αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐπάρθη,
κι᾿ ἡ Πόλη, κι᾿ ἡ Ἁγιασοφιὰ δική μας θένα γένη.
-Πότε, γιαγιά μου; Πότε;
-Ὅταν τρανέψῃς, γυόκα μου, κι᾿ ἀρματωθῇς καὶ κάμῃς
τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά, σὺ κι᾿ ὅλ᾿ ἡ νεολαία,
νὰ σώσετε τὴν χώρα.
Τότε θὲ νἄρθ᾿ ὁ ἄγγελος κι᾿ ἀγγελικαὶ δυνάμεις,
νὰ μποῦνε, νὰ ξυπνήσουνε, νὰ ποῦν στὸν Βασιλέα,
πὼς ἦλθε πιὰ ἡ ὥρα!
Κι᾿ ὁ Βασιλὲς θὰ σηκωθῇ, τὴν σπάθα του θὰ δράξη,
καί, στρατηγός σας, θὲ νὰ μπῇ στὸ πρῶτο του βασίλειο
τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσῃ.
Καὶ χτύπα, χτύπα θὰ τὸν πὰ μακρὰ νὰ τὸν πετάξῃ,
πίσω στὴν Κόκκινη Μηλιά, καὶ πίσ᾿ ἀπὸ τὸν ἥλιο,
ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσῃ!
|
Ὑποθῆκαι
Ὅπου θαρριέται γιὰ καλό,
καὶ δίχως διάκι ἀνοίγεται,
τὸν βρίσκ᾿ ἡ μπόρα στὸν γιαλὸ
καὶ ναυαγεῖ καὶ πνίγεται.
Ὅπου σκαρόνει μιὰ φωλιὰ
σ᾿ ἕν᾿ ἄστατο κοτρώνι,
πρὶν ἢ καθήσῃ μία σταλιά,
γυρνᾷ καὶ τὸν πλακόνει.
Ὅπου γλυστρήσῃ, ἂν πιασθῇ
στῶν ἀλλωνῶν τὴν ἀνθρωπιά,
θὰ τὸν σκουντήσουν νὰ χαθῇ,
νὰ μὴν ὀρθοπατήσῃ πιά.
Χαρὰ στόν, ποὺ δὲν ἀρμενᾷ,
κι᾿ ἔχει στεριὸ τὸ σπίτι του,
κι᾿ οὐδὲ τὸν ξένο προσκυνᾷ,
οὐδὲ τὸν συντοπίτη του!
|
Στῆς μελαχρινῆς τὰ μάτια
Τὰ μάτια σου, πουλάκι μου μελαχροινό,
ποὺ φῶς μέσ᾿ στὶς καρδιὲς σταλάζουν,
μὲ τ᾿ ἄστρα τὰ ψυχρὰ ψηλὰ στὸν οὐρανό,
-μὴ σὲ γελοῦν οἱ ποιηταί- δὲ μοιάζουν.
Τ᾿ ἀστέρια κάθε μαύρη νύχτα φωτεινά
μὲ καλωσύνη λάμπουν στὰ πελάγη
τὰ βλέπει ὁ ναύτης, ποὺ μὲ γνῶσι κυβερνᾷ
καὶ ἴσιο δρόμο λάμνει ἐκεῖ ποὺ πάγει.
Τὰ μάτια σου τὰ μαῦρα, φῶς μου, ὅποιος τὰ ἰδῇ,
τόσες γλυκάδες καὶ φωτιὲς γεμάτα,
ἂν εἶναι καὶ τὸ γνωστικότερο παιδί,
θὲ νἄβγη ὀπὸ τὴν ἴσια του τὴν στράτα.
|
Ἡ ἀνεμώνη
Ἕνας βράχος στὰ βουνὰ
συλλογιέται μοναχός του.
Ἕνα ρυάκι, ποὺ περνᾷ,
κάτι τραγουδάει ἐμπρός του.
Μία ἀνεμώνη, ποὺ ἀνθεῖ
εἰς τὸν βράχο στηριγμένη,
νὰ νοήσῃ προσπαθεῖ
τὸ τραγούδι τί σημαίνει.
Κι᾿ ὅλο σκύφτει πιὸ πολύ,
καὶ ξεχνᾷ τὸ στήριγμά της.
Τί τραγούδι νὰ λαλῇ
ὁ τρεχάμενος διαβάτης;
Τραγουδεῖ γιὰ μία ἀγκαλιά,
ποὺ μὲ πόθον ἀνοιγμένη
στὴν χρυσὴν ἀκρογιαλιὰ
μέρα νύχτα τὸν προσμένει.
-Ἄχ, κι᾿ ἂς ἤμουν, λέγ᾿, ἐγὼ
κείνη ποὺ θὰ τ᾿ ἀγκαλιάσῃ!
Καὶ τὰ ρεῦμα τὸ γοργὸ
σκύβ᾿ ἡ λουλουδιὰ νὰ φθάσῃ,
Μά, σὰν ἔσκυβ᾿ ἔτσι δὰ
τὸ νερὸ μὲ τὴν ὁρμή του
τὰ φυλλάκια της μαδᾷ
τὰ κατρακυλᾷ μαζύ του.
Τώρα στέκει μαδητή,
στέκει στέλεχος μονάχο!
Διατί, ἄχ! διατὶ
ξεστηρίχθηκ᾿ ἀπ᾿ τὸν βράχο!
|
Θρᾳκῶν ᾎσμα
Ἀπὸ τὴ Θρᾴκη, βρὲ παιδιά,
ἀπὸ τὴν Πιερία
ἐβγῆκεν ἡ Θρησκεία.
Κι᾿ ἔσυραν αὔραις τοῦ Θρακιὰ
ἀπ᾿ τὴν χρυσή της δάδα
μιὰ σπίθα στὴν Ἑλλάδα.
Καὶ τὴν ἐσπείρανε κοντὰ
στὴν παλαιὰν Ἀθήνα,
στὴν πρώτην Ἐλευσίνα.
Κι᾿ ἐγείνη φῶς στὰ σκοτεινὰ
κι᾿ ἐφάνηκ᾿ ἐκεῖ κάτου
ὁ Δίας κι᾿ ἡ γενιά του.
Γι᾿ αὐτό, καθεὶς ἂς προσπαθᾷ
τὸ φῶς νὰ φέρῃ τώρα
στὴν πρώτη του τὴ χώρα!
Θρᾳκῶν ᾎσμα
Ἀπὸ τὴ Θρᾴκη, βρὲ παιδιά,
ἀπ᾿ τὸν Ὀρφέα ἐγείνη
ἡ πρώτη ψαλτοσύνη.
Καὶ τῆς Μαρίτσας τὰ νερὰ
τὴν σύραν γάλι γάλι
ὡς κάτω στ᾿ ἀκρογιάλι.
Καὶ τὴν ἐπῆραν τὰ νησιὰ
μὲ τὴν δική μας λύρα,
τὴν νιόπανδρη καὶ χήρα.
Κι᾿ αὐτὴ πανδρεύθηκε ξανὰ
καὶ γέννησε στὰ ξένα
τραγούδια ξακουσμένα.
Γι᾿ αὐτὸ τὸ μέτωπο ψηλά,
Θρακόπουλα καϋμένα,
καὶ ψάλλετε μ᾿ ἐμένα!
|
Ἀφαιρεμένη
Στ᾿ ἀνοιχτὸ τὸ παραθύρι,
ὅπως ἔλαχ᾿ ἔχει γύρει
λυπημένη κοπελιά.
Δὲν τὴν μέλλει πὼς ἡ αὔρα
παίζει καὶ σκορπᾷ τὰ μαῦρα
τὰ λυμένα της μαλλιά.
Στὸν ἀγκών᾿ ἀκουμβισμένη,
στὴν παλάμη ἔχει γερμένη
τὴν ὡραία κεφαλή.
Καὶ βεβαίως δὲν τὸ ξέρει,
πὼς τ᾿ ὁλόγυμνό της χέρι
μύριους πόθους προκαλεῖ.
Ἡ χλωμὴ μορφή της μοιάζει
τὸ λευκάνθεμο, ποὺ σπάζει
τοῦ βορηᾶ ἡ ψυχρὴ πνοή.
Κόρη μόλις στὰ δεκάξη,
ποιὰ φουρτοῦνα ἔχει ταράξει
τὴν ἀθῴα σου ζωή;
Ἡ ματιά σου σὲ ποιὰ χώρα
ταξειδεύει τόση ὥρα
κι᾿ ἀφαιρέθῃς σκυθρωπή;
Καὶ γιατί τ᾿ ἁγνά σου χείλη,
ποὺ ἡ χαρὰ μὲ δαῦτα ὠμίλει,
τὰ κλειδώνει ἡ σιωπή;
Ἀπὸ τῶν ματιῶν τὴν ἄκρη
ἁρμυρὴ δροσιὰ τὸ δάκρυ
σιγαλὸ κατρακυλᾷ.
Πότισμα ἀπὸ τέτοια αὐλάκια
κάθε κόρης μαγουλάκια
τὰ χλωμιάζει τὰ χαλᾷ.
Κι᾿ ὅταν ἡ καρδιὰ στὰ στήθη
ἀγαπᾷ, μὰ ἐλησμονήθη
ἀπ᾿ ἐκεῖνον, ποὺ ἀγαπᾷ,
μόνο αὐτὴ μπορεῖ νὰ ξέρῃ
πόσο πάσχει κι᾿ ὑποφέρει,
καὶ γιὰ τοῦτο σιωπᾷ.
|
Μεταμέλεια
Ἀνάθεμα τὴν πρώτ᾿ ἀρχή,
ποὺ μ᾿ εἶπαν νὰ πιστέψω,
πὼς δὲν μοῦ σώζετ᾿ ἡ ψυχή,
σὰν δὲν καλογερέψω!
Ἀπ᾿ τὴν ζωῆς τὴν Πασχαλιὰ
μ᾿ ἔκαμαν νὰ ξεπέσω·
ν᾿ ἀφήσω μακριὰ μαλλιὰ
καὶ ράσο νὰ φορέσω.
Νὰ ζῶ μὲ τὸ ξερὸ ψωμί,
μὲ τὸ νερὸ μονάχα·
γιὰ νὰ παιδέψω τὸ κορμί,
καὶ γιὰ ν᾿ ἁγιάσω τάχα!…
Καλόγεροι, σᾶς προσκυνῶ,
καὶ σᾶς φιλῶ τὰ χέρια.
Καὶ σᾶς πετῶ τὸν οὐρανὸ
καὶ τὰ χρυσὰ τ᾿ ἀστέρια.
Πετῶ τὸν σκοῦφο στὸ κελί,
τὸ ράσο στὸ ντουλάπι·
τὸν νοῦ μου – μόνο στὸ φιλὶ
καὶ μόνο στὴν ἀγάπη.
Θωρῶ πουλάκια στὴν αὐλή,
ποὺ παίζουν ταῖρι ταῖρι,
καὶ λέγω: νἄμουνα πουλί!
Νὰ ἤμουν περιστέρι!
Θωρῶ κοπέλες ποὺ περνοῦν
νὰ πᾶν στὸ περιβόλι
κι αὐτοῦ ποὺ κοντοπροσκυνοῦν–
μὲ παίρνουν οἱ Διαβόλοι!...
|
Τὸ παιδὶ στὸ ποτάμι
Σὰν κρυστάλλι κυλᾷ τὸ ποτάμι,
τὸ παιδὶ τὸ θωρεῖ καὶ γελᾷ:
Τί κακὸν εἰμπορεῖ νὰ τοῦ κάμῃ
τὸ καθάριο νερὸ ποῦ κυλᾷ;
Δυὸ κρίνοι στὸ ρεῦμα σαλεύουν
πότ᾿ ἐδῶ πότ᾿ ἐκεῖ σταυρωτοί.
Τὸ παιδάκι θαρρεῖ πὼς τὸ γνεύουν,
σὰν νὰ θὲν νὰ τοῦ ποῦν κάτι τί.
Πότ᾿ ἐδῶ πότ᾿ ἐκεῖ τοὺς προσκλίνει
τὸ νερὸ ποὺ περνᾷ μὲ σπουδὴ
τί νὰ γνεύουν οἱ κίτρινοι κρίνοι,
τί νὰ θέλουν νὰ ποῦν στὸ παιδί;
Στῆς ἰτιᾶς τὸ κλωνάρι θαρριέται,
ἄχ! ν᾿ ἀκούσ᾿ ὁ μικρὸς προσπαθεῖ!
Ξάφνου σπᾷ τὸ κλωνί, ποὺ κρατιέται,
καὶ κυλᾷ στὸ νερὸ τὸ βαθύ!
Μιὰ τὸ φῶς ἀπ᾿ τὰ μάτια του σβύνει,
μιὰ σὰν κόκκιν᾿ ἀστράφτει βαφή,
ὡς ποὺ πέσαν οἱ κίτρινοι κρίνοι
σὰν σταυρὸς στὴ νεκρή του μορφή!
Ποιὸ παιδί, ποὺ σιμόνει ποτάμι,
δὲν τὸ βλέπ᾿ ἀπ᾿ ἐδῶ καὶ καλά,
τί κακὸν εἰμπορεῖ νὰ τοῦ κάμῃ
τὸ καθάριο νερὸ ποῦ κυλᾷ;
|
ᾎσμα
Σὰν τὴν ἀστέρευτη πηγή,
ποὺ βουρβουλᾷ μέσ᾿ στὰ βουνά,
τὰ δάκρυά μου στὴ σιγὴ
κατρακυλοῦν παντοτεινά.
Κάμνουν ταῖς πέτραις μαλακιαίς,
ὀργόνουν μάρμαρα γερά,
καὶ σταὶς βαθειαίς των αὐλακαὶς
βλαστάνουν λούλουδ᾿ ἀνθηρά.
Μόν᾿ ἡ καρδιά σου δὲν μπορεῖ
νὰ λυγισθῇ, ν᾿ ἁπαλυνθῇ
μόνο σ᾿ ἐκείνη τὴν σκληρὴ
ὀλίγη ἀγάπη δὲν ἀνθεῖ.
|
Πρὸς τὴν Σελήνην
Ἡ σοβαρὴ καὶ χλωμιασμένη σου θωριά,
ποὺ ἀρμενίζει στ᾿ ἀψηλά, Σελήνη,
δὲν ῾ξεύρεις τί ἀδελφικὴ παρηγοριά,
τί παιδιακοὺς συλλογισμοὺς μὲ δίνει!
Κανένα φίλον ἀπὸ σένα πιὸ παλιό,
καὶ πιὸ πιστό, δὲν ἔχω νὰ ὀνομάσω.
Σ᾿ ἐγνώρισα πρὶν πρωτοέμβω στὸ σχολειό,
κι ἂν ῾μβω στὸν τάφο, δὲν θὰ σὲ ξεχάσω.
Θυμᾶσ᾿ ἀκόμα τὸ μικρὸ παιδί, ἐμέ,
μὲ τὸν μεγάλο πόθο στὴν καρδιά μου;
Μὲ τὴν λαχτάρα, νὰ μοῦ ἤρχεσαι χαμαί,
νὰ σ᾿ ἔχω σὰν παιχνίδι στὴν ποδιά μου;
Θυμᾶσαι πῶς, ἐσὺ στὰ ὕψη, ἐγὼ στὴ γῆ,
ἐτρέχαμε μαζί, ποιὸς νὰ περάσει;
Σὺ ἔχεις μείνει πάντα νέα καὶ γοργή,
καὶ μόν᾿ ἐγώ, ἐγὼ ἔχω γεράσει!
Θυμᾶσαι τὴν Βιζώ μας, τ᾿ ὄμορφο χωριό;
Τὸ σπίτι μας, τ᾿ ὡραῖο περιβόλι;
Καὶ μέσα στ᾿ ἄνθη του, θυμᾶσαι τὸ Μαριώ,
π᾿ ἀγάπησα μὲ τὴν καρδία μ᾿ ὅλη;
Αὐτὴ τὰ φταίει, ἂν ἀπ᾿ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ
ἀμέλησα τὰ κάλλη σου, Σελήνη!
Γιατ᾿ ἀπαιτοῦσε καὶ καλὰ νὰ μὴ θωρῶ,
παρὰ τὲς ὀμορφιές, ποὺ εἶχ᾿ ἐκείνη.
Αὐτὴ τὰ φταίει, ἂν τώρα πλέον δὲν μπορεῖ
ν᾿ ἀνοίξει σὰν καὶ πρῶτα ἡ καρδιά μου,
νὰ παίξει, φίλη μου, μαζί σου, νὰ χαρεῖ,
καθὼς τὴν ξεύρεις ἀπ᾿ τὰ παιδιακά μου!
Αὐτὴ τὰ φταίει! Καὶ γνωρίζεις διατί;
Διότι, γι᾿ ἄλλον, πρόδωκεν ἐμένα!
Καὶ μ᾿ ἔκαμε νὰ κλαίω ἀπ᾿ τὴν ὥρ᾿ αὐτή,
νὰ καταλυῶ τὴν νιότη μου στὰ ξένα!
Δὲν εἶδα πιὰ ἀπὸ τότε πρόσχαρη χρονιά!
-Ἔβαλε λὲς φαρμάκι στὴν ζωή μου!
Ὡς καὶ τοὺς φίλους μου τοὺς ηὖρεν ἀπονιά,
καὶ μ᾿ ἄφηκαν στὴν μέση τῆς ἐρήμου!
Μόνον ἐσὺ ἀκόμη, φίλη παιδιακή,
μόνον ἐσὺ δὲν μ᾿ ἔχεις λησμονήσει.
Καὶ σπλαχνικὰ τὸ φῶς σου στέλλεις τὸ γλυκύ,
νἀρθεῖ νὰ βρεῖ, νὰ μὲ παρηγορήσει.
Σ᾿ εὐχαριστῶ! Κι αὐτὴν ἀπόψε τὴν βραδιὰ
μ᾿ ἐλάφρυνες τὰ στήθη μου λιγάκι.
Γιατὶ μοῦ ἄδειασ᾿ ἡ γεμάτη μου καρδιά,
σὰν σ᾿ ἔχω γράψ᾿ αὐτὸ τὸ τραγουδάκι!
|
Παραβολή
Οὐδὲ τ᾿ ἄστρον τῆς αὐγῆς,
ἔχει τόση χάρι,
ὅσον ἔχεις, ὅταν βγῇς,
χαρωπὸ καμάρι.
Οὐδὲ τόσην εὐωδιὰ
τὸ χλωρὸ τριφύλλι,
ὅσην ἔχουνε δροσιὰ
τὰ γλυκά σου χείλη.
Οὐδὲ τόσην εὐωδιὰ
τ᾿ ἄνθη τοῦ ναρκίσσου,
ὅσην ἔχει μυρωδιὰ
ἡ λεπτὴ πνοή σου.
Οὐδὲ ψάλλει τὸ πουλὶ
τραγουδάκια τόσα,
ὅσα ξεύρει νὰ λαλῇ
ἡ σοφή σου γλῶσσα.
Ἕνα μόνον. -Σ᾿ ἀγαπῶ-
δὲν μπορεῖ νὰ μάθῃ,
καὶ γιὰ τοῦτο... Νὰ στὸ πῶ;
μιὰ ψυχὴ θὰ πάθῃ.
|
Δίστιχα
Τὸν ἔρωτ᾿ ἀπεφάσισα νὰ μὴν ἀναγνωρίσω
νὰ κλείσω τὴν καρδίαν μου καὶ νὰ τὴν θωρακίσω.
Ἂν ἠμπορεῖς φρονίμευσε καὶ ὅταν φρονιμεύσεις,
δὲν θὰ σοὶ εἶν᾿ ἀδύνατον φιλίαν νὰ μ᾿ ἐμπνεύσεις.
Τῆς χάριτος ἀνώτερος βαθμὸς δὲν εἶναι ἄλλος,
παρ᾿ ὅταν ἡ ἀφέλεια ἐπικοσμεῖ τὸ κάλλος.
Μικρὸν πὼς εἶχα ἤλπιζα εἰς τὴν ψυχήν σου τόπον,
σὺ δ᾿ ἀγνοεῖς κι᾿ εἰς τὴν σειρὰν ἂν εἶμαι τῶν ἀνθρώπων.
Ἐγνώρισες τὸ σφάλμα σου ἂν δὲν τὸ ἀποπλύνεις,
εἰδὲ τοῦ κόσμου ὄνειδος καὶ παίγνιον μὴ γίνεις.
Ἂν ἐμισήσω σφάλμα σου καὶ ὄχι ἄλλου ἦτον,
ὁποῖαι εἶν᾿ αἱ πράξεις μας τοιοῦτοι κι᾿ οἱ καρποί των.
Ὢ ἅφες τὴν εἰρήνην μου καὶ μὴ τὴν συνταράττεις,
δὲν εἶναι ἡ καρδία μου διὰ νὰ τὴν σπαράττεις.
|
Ἐπικούρειον
Σ᾿ αὐτὴ τὴ πρόσκαιρη ζωή μας διατί
νὰ μὴ χαρεῖ τὸ ζωντανὸ τὸ σῶμα;
Ὡς κι οἱ μωροὶ τὸ λέν᾿ πὼς εἴμαστε θνητοί,
πὼς θὰ μᾶς βάλουν μία φορὰ στὸ χῶμα.
Μὰ οὔτ᾿ οἱ δεσποτάδες μας οἱ κορδωτοί,
οὔτε οἱ πλέον διαβασμέν᾿ ἀνθρῶποι
γνωρίζουν τί θὰ γίνουμε κατόπι,
αὐτοῦ ποὺ θὲ νὰ πᾶμε...
- Βάλτε νὰ φᾶμε!
- Βάλτε νὰ πιοῦμε!
Γιατὶ αὐτὸ κανεὶς δὲ τὸ ἀμφισβητεῖ:
Φαγεί᾿ καὶ πιεί᾿ ἀλλοῦ δὲ θὰ τὰ βροῦμε!
Ἀνέλπιστα γυρνᾷ τῆς Τύχης ὁ τροχὸς
κι ὁ Χρόνος ποὺ περνᾷ δὲ στρέφει πίσω.
Τῆς χθὲς ὁ Κροῖσος εἶναι σήμερα φτωχὸς
κι ἐγὼ ὁ νέος αὔριο θ᾿ ἀσπρίσω.
Αὐτὰ τὰ ξέρουν ὅλοι πλέον εὐτυχῶς
κι ὅμως πολλοὶ στεροῦνται καὶ νηστεύουν!
Θὰ ἐλαφρύνουν τάχα γιὰ ν᾿ ἀνέβουν
αὐτοῦ ποῦ θὲ νὰ πᾶμε;...
-Βάλτε νὰ φᾶμε!
-Βάλτε νὰ πιοῦμε!
Γιατὶ ὡς κι οἱ τρελλοὶ τὸ ξέρουν, δυστυχῶς,
Φαγεί᾿ καὶ πιεί᾿ ἀλλοῦ δὲ θὰ τὰ βροῦμε!
Κι ὅποιος μιὰ κόρη, μίαν ὡραίαν ἀγαπᾷ,
ἂς τῆς χαρεῖ τὰ πρῶτα-πρῶτα κάλλη.
Λῦπες κι ἀρρώστιες θὰ τῆς πάρουν τὰ λοιπά,
καὶ θὰ τοῦ μείνει μόν᾿ ἡ παραζάλη.
Αὐτὸ στ᾿ ἀφτὶ καλὰ βεβαίως δὲ χτυπᾷ.
Μά, πλὴν αὐτοῦ, ξάφνου προβάλλ᾿ ὁ Χάρος
κι εἰδοποιεῖ: -«Ἀφέντη, μὴ πρὸς βάρος,
κοπιάστενε νὰ πᾶμε!...»
- Βάλτε νὰ φᾶμε!
- Βάλτε νὰ πιοῦμε!
Γιατὶ φαγεί᾿ καὶ πιεί᾿ καὶ κάλλη χαρωπὰ
στοῦ Χάρου τὸ κελλὶ δὲ θὰ τὰ βροῦμε!
|
Θρῆνος
Εἰς τὸ ῥεῦμα τῆς ζωῆς μου
διατὶ νὰ σ᾿ ἀπαντήσω;
Δι᾿ ἐμὲ ἀφοῦ δὲν ἦσο,
διατὶ νὰ σὲ ἰδῶ;
Καὶ μὲ ἔκανες ἀπαύστως
στεναγμοὺς νὰ ἀναπνέω,
καὶ γελᾷς, διότι κλαίω
δι᾿ ἐσὲ καὶ θρηνωδῶ.
Πάσχω νὰ σὲ ἀποφύγω,
προσπαθῶ νὰ σὲ μισήσω,
καὶ μακρὰν μακρὰν νὰ ζήσω
ἀπὸ σέ, σκληρὰ ψυχή.
Νὰ σωθῶ προτοῦ μὲ θάψει
ἡ ἀνεύσπλαχνός σου γνώμη,
πλήν, ἀχάριστη, ἀκόμη
ἡ ψυχή μου σὲ ποθεῖ.
Ἀπ᾿ ἐμὲ τὸ βλέμμα στρέφεις,
φεύγεις, κρύπτεσαι, μ᾿ ἀρνεῖσαι,
ἀλλ᾿ ἐδῶ ἐντός μου εἶσαι,
αἰθερόπλαστος μορφή.
Σὺ καὶ μόνη κυριεύεις
τὴν ὀδύνην, τὴν χαρά μου,
σὺ τὴν τύχην μου, τὸ πᾶν μου
καὶ αὐτήν μου τὴν ζωήν.
Εἰς τὸν κῆπον σου ὁπόταν
μοναχὴ τὰ ἄνθη λούεις,
καὶ τοῦ ῥύακος ἀκούεις
τὸν γλυκὺν μουρμουρισμόν,
φέρε φέρε κἂν εἰς μνήμην
ἕνα φίλον τῆς ψυχῆς σου
καί, σκληρά, ἀναλογίσου
μιὰ στιγμὴ τὸ παρελθόν.
|
Στίχοι τοῦ φρενοκομείου
Μέσ᾿ στὰ στήθια ἡ συμφορὰ
σὰν τὸ κῦμα πλημμυρᾷ,
σέρνω τὸ βαρύ μου βῆμα
σ᾿ ἕνα μνῆμα!
Σὰν μ᾿ ἁρπάχθηκε ἡ χαρὰ
ποὺ ἐχαιρόμουν μιὰ φορὰ
ἔτσι σὲ μίαν ὥρα...
μέσ᾿ σ᾿ αὐτὴν τὴν χώρα
ὅλα ἄλλαξαν τώρα!
Κι᾿ ἀπὸ τότε ποὺ θρηνῶ
τὸ ξανθὸ καὶ γαλανὸ
καὶ οὐράνιο φῶς μου,
μετεβλήθη ἐντός μου
καὶ ὁ ρυθμὸς τοῦ κόσμου.
Μέσ᾿ στὰ στήθια ἡ συμφορὰ
σὰν τὸ κῦμα πλημμυρᾷ,
σέρνω τὸ βαρύ μου βήμα
σ᾿ ἕνα μνῆμα ...
Τὸν σταυρὸ τὸν ἀψηλὸ
ἀγκαλιά, γλυκοφιλῶ
τὸ μυριάκριβο ὄνομά της,
κι᾿ ἀπ᾿ τὰ χώματά της
ἡ φωνή της ἡ χρυσὴ
μὲ καλεῖ «ἔλα καὶ σὺ
δίπλα στὸ ξανθὸ παιδί σου
καὶ κοιμήσου!»
|