Γεώργιος Βιζυηνός - Παιδικὰ ποιήματα


Τὸ σκυλί

Κάθε νύχτα στὴν αὐλὴ
γάβου-γάβου τὸ σκυλί,
δῶσ᾿ του καὶ γαβγίζει.
Τοῦ σπιτιοῦ ἐδῶ αὐτὸς
εἶναι φύλακας πιστός,
ποιὸς δὲν τὸν γνωρίζει;

Ἀψηλὰ τ᾿ ἀφεντικὰ
κοιμηθήκανε γλυκά,
πέρασε ἡ ὥρα.
Τὸ γνωρίζει τὸ σκυλὶ
καὶ φωνάζει ἀπ᾿ τὴν αὐλὴ
γάβου, γάβου τώρα.

Γιὰ νὰ ξέρουν οἱ κακοί,
ποὺ γυρνοῦν ἐδῶ κι ἐκεῖ
κάτι νὰ σουφρώσουν,
πὼς σὰν ἔμπουν στὴν αὐλή,
θὰ τοὺς πιάσει τὸ σκυλὶ
καὶ δὲ θὰ τὴ γλυτώσουν.

 

Τὸ ναυτόπουλο

Τὰ νέφη ἀστράφτουν στὸ βουνό,
βροντοῦν καὶ μπουμπουνίζουν,
σκεπάσανε τὸν οὐρανό,
τὸ κῦμα φοβερίζουν.
Ὁ νέος ναύτης τραγουδεῖ,
καὶ τὸ πανί του σιάζει:
«Ἐγὼ εἶμαι ἑλληνικὸ παιδί,
τὸ νέφος δὲ μὲ σκιάζει!»

Ἀγέρας πέφτει στὰ πανιὰ
τὰ σκίζει καὶ τ᾿ ἁρπάζει
καὶ συνταράζει τὰ σκοινιὰ
καὶ τὸ κατάρτι σπάζει.
Ὁ νέος ναύτης τραγουδεῖ,
παρὼν ὅπου προστάζουν:
«Ἐγὼ εἶμαι ἑλληνικὸ παιδί,
ἄνεμοι δὲ μὲ σκιάζουν!»

Ἡ θάλασσα λυσσομανᾶ
καὶ κυματεῖ κι ἀφρίζει
τὸ πλοῖο του καταπονᾶ,
τὸ σκᾶ καὶ τὸ σκορπίζει.
Ὁ νέος ναύτης τραγουδᾶ
καὶ μιὰ σανίδ᾿ ἁρπάζει:
«Ἐγὼ εἶμαι ἑλληνικὸ παιδί,
φουρτούνα δὲ μὲ σκιάζει!»

Τὸ ἕνα κῦμα τὸν πετᾶ
καὶ τ᾿ ἄλλο τονε χάφτει
κι ἡ μαύρη θάλασσα ζητᾶ
νὰ καταπιεῖ τὸ ναύτη.
Μ᾿ αὐτὸς ἀκόμα τραγουδεῖ
καὶ κολυμπάει καὶ πάει:
«Ἐγὼ εἶμαι ἑλληνικὸ παιδί,
κι ὁ πλάστης μὲ φυλάει!»

 

Τὸ τρυγόνι

Ταίρι ταίρι τὰ πουλιὰ
στὴ βοσκὴ πηγαίνουν
ταίρι ταίρι στὴ φωλιὰ
σὰ νυκτώσει, μβαίνουν.

Ἕνα μόνο, τὸ φτωχό,
μὲ καρδιὰ θλιμμένη,
ὅλη μέρα μοναχὸ
κι ὅλη νύχτα μένει.

Εἶχεν ἄλλοτε κι αὐτὸ
ταίρι μπιστεμένο,
κι ἔψαλλε ζευγαρωτὸ
καὶ ευτὐχισμένο.

Μὰ σὰ βόσκαν μιὰν αὐγὴ
κι ἔπαιζαν στὴ φτέρη,
σκότωσαν οἱ κυνηγοὶ
τὸ γλυκό του ταίρι.

Οὔτε θέλησ᾿ ἄλλη μιὰ
νὰ χαρεῖ, νὰ ψάλλει,
οὔτε κάμνει γνωριμιὰ
καὶ φιλίαν ἄλλη.

Μόνο, τόσο θλιβερὸ
λογυρνᾶ στὰ δάση,
ποὺ θολώνει τὸ νερὸ
πρὶν τὸ δοκιμάσει.

Ἀπὸ λύπη καὶ στοργὴ
λίγο λίγο λυώνει
κι ἀποθνήσκει στὴ σιγὴ-
καὶ τὸ λὲν τρυγόνι.

 

Ἡ κλώσσα

Κλόκ, κλόκ, κλόκ, μ᾿ ἕνα θυμὸ
στὴν αὐλὴ γυρνᾶ ἡ κλώσσα
μὲ τὸ φουντωτὸ λαιμὸ
καὶ μὲ τὰ παιδιὰ τὰ τόσα.

Κλώσσα, φίλη μου παλιά,
τὶ θυμώνεις σὰ ζυγώνω;
Δὲν σοῦ ἐγγίζω τὰ πουλιὰ
μόνο σοῦ τὰ καμαρώνω.

Μιὰ τὰ κράζεις τρυφερά,
κάτι ποὖβρες νὰ μοιράσουν,
μιὰ ἀπὸ κάτω ἀπ᾿ τὰ φτερά,
τὰ σκεπάζεις, νὰ ἡσυχάσουν.

Κι ὅταν δεῖς κανὰ σκυλὶ
ποὺ ὀρέγεται πουλάκια,
χύνεσαι ὠσὰν τρελλὴ
νὰ τοῦ βγάλεις τὰ ματάκια.

 

Ἡ προσευχὴ τῶν παιδιῶν

Θεὸς τὸν ἥλιο ὁδηγεῖ
ποὺ πρέπει ν᾿ ἀνατείλει,
πῶς νὰ περάσει ἀπὸ τὴ γῆ
τὸ φῶς του νὰ μᾶς στείλει.

Θεὸς ὁρίζει τὰ ψηλὰ
ὁ ἥλιος ὅταν σβήνει,
νὰ φέγγουν τ᾿ ἄστρα τὰ πολλὰ
κι ἡ κάτασπρη σελήνη.

Καὶ τὰ λουλούδια, ποὺ χυτὰ
στὴ γῆ μοσκοβολοῦνε,
Θεὸς τὰ ἔμαθε κι αὐτὰ
πότε καὶ ποῦ ν᾿ ἀνθοῦνε.

Καὶ τὸ μικρὸ-μικρὸ πουλί,
ποὺ ψάλλει στὸ κλωνάρι,
Θεὸς τοῦ εἶπε νὰ λαλεῖ
νὰ κελαηδεῖ μὲ χάρη.

Θεὸς χαρίζει στὰ παιδιὰ
τὸ νοῦ τους καὶ τὴ γλώσσα,
νὰ λὲν ὅ,τι ἔχουν στὴν καρδιὰ
καὶ νὰ μαθαίνουν τόσα.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ καλὰ παιδιὰ
βράδυ, πρωί, χρωστοῦνε
στὴν προσευχή τους μὲ καρδιὰ
νὰ τὸν εὐχαριστοῦνε.

 

Ἡ καταιγίς

Ἦλθαν τὰ νέφη τοῦ Βοριᾶ,
τ᾿ ἀλόγατα καβάλα
κι ἐξεπεζέψανε βαριὰ
στὰ ὄρη τὰ μεγάλα.

Καθένα σὲ κορφὴ κοντὰ
ὀχυρωμένο ἀχνίζει,
καθένα ἀστράφτει καὶ βροντᾶ
καὶ πόλεμον ἀρχίζει.

Ρίχνουν γιὰ σκάγια τὴ Βροχή,
γιὰ βόλια τὸ χαλάζι
καὶ πλημυρρᾶ στὴν ἐξοχὴ
καὶ τὰ σπαρμένα ἁρπάζει.

Βγαίνει ὁ γεωργός, ἀντὶ σπαθί,
μ᾿ ἕνα τσαπὶ καὶ φτυάρι-
ποιὸς ἠμπορεῖ ν᾿ ἀντισταθεῖ
σὲ ὁρμητικὸ χειμάρρι;

Στρέφει τὰ μάτια στὰ ψηλὰ
καὶ τὸν Θεὸν κοιτάζει,
τὸ δάκρυ του κατρακυλᾶ
-Βοήθα με! -φωνάζει.

Καὶ ὁ Θεὸς ποὺ τὸν πονεῖ
γιὰ τὴν καλὴ καρδιά του,
γνέφει τοῦ Ἥλιου νὰ φανεῖ
νὰ πάει βοήθειά του.

Ἀπὸ τὴ μιὰ ἡ συννεφιὰ
κι ὁ ἥλιος ἀπ᾿ τὴν ἄλλη,
τῆς Ἴριδος ἡ ἐμορφιὰ
ἀνάμεσα προβάλλει.

-Βάλετ᾿ ἐχθροὶ τοὺς κεραυνούς,
τὰ ὅπλα σας στὴ θήκη,
γιατὶ εἶμαι ἐγὼ στοὺς οὐρανοὺς
ἡ παλαιὰ συνθήκη

ποὺ ἔγραψε ὁ Δημιουργὸς
μὲ χρώματα ποὺ μένουν,
γιὰ νὰ τὰ βλέπ᾿ ὁ γεωργὸς
νὰ ξέρει τὶ σημαίνουν.

Τὸ κόκκινο εἶναι κρασί,
τὸ κίτρινο σιτάρι,
τὸ πράσινο ἡ περισσὴ
ἐλιά, ποὺ θὲ νὰ πάρει,

γιὰ νὰ τοῦ πάει «λειτουργιὰ»
καὶ νάμα νὰ τοῦ στείλει,
καὶ νὰ τ᾿ ἀνάφτει μὲ καρδιὰ
σ᾿ ἀκοίμητο κανδήλι.

 

Τριαντάφυλλο

Τριαντάφυλλο σγουρὸ
Χαϊδεμένο λουλουδάκι
πόσο πόσο λαχταρῶ
νὰ σοῦ πάρω ἕνα φιλάκι.

Μὰ ἡ κυρὰ τριανταφυλλιὰ
ἔχει ἀγκάθια κι ἀγκυλώνει
κι ὅποιος κλέφτει τὰ φιλιὰ
ἀκριβὰ τῆς τὰ πληρώνει.

Δι᾿ αὐτὸ μὴ φοβηθῇς,
σὰν καλὸ παιδὶ ὁποῦ ῾μαι,
ὅταν βλέπω πῶς ἀνθεῖς
σ᾿ ἀγαπῶ καὶ εὐχαριστοῦμαι.

Γιατὶ ἔχεις μία πνοὴ
ποὺ τὲς γειτονιὲς μυρώνει
κ᾿ ἔχεις βράδυ καὶ πρωῒ
γιὰ τραγουδιστὴ ἕν᾿ ἀηδόνι.

 

Καλὴ νύχτα

Πίσω ἀπ᾿ ἄσπρα βουνά,
σκεπασμένα μὲ χιόνι,
δύνει ὁ ἥλιος ξανὰ
κι ἀρχινᾷ καὶ νυχτώνει.

Στὴν ζεστή τους φωλιὰ
ἕνα ἕνα κουρνιάζουν
καὶ σιγοῦν τὰ πουλιὰ
γιατί, βλέπεις, νυστάζουν.

Τὸ φεγγάρι χλωμὸ
προχωρεῖ στὸν αἰθέρα.
Καλὴ νύκτα, μαμά,
καλὴ νύκτα, πατέρα!

Καὶ ἡ πούλια κρυφὴ
προσπαθεῖ ν᾿ ἀνατείλει.
Καλὴ νύχτα, ἀδελφοί,
ἀδελφές μου καὶ φίλοι!

Καλὴ νύχτα καὶ σύ,
παραμάνα Ταρσίτσα,
καὶ μουρμούρα Πισσὴ
καὶ βουβή μου κουκλίτσα.

 

Ὁ ἀποχωρισμός

α. Ἡ μάννα

Φουρτούνιασεν ἡ θάλασσα καὶ βουρκωθήκαν τὰ βουνά!
εἶναι βουβὰ τὰ ἀηδόνια μας καὶ τὰ οὐράνια σκοτεινά,
κι ἡ δόλια μου ματιὰ θολή,
παιδί μου ὧρα σου καλή!

Εἶναι ἡ καρδιά μου κρύσταλλο καὶ τὸ κορμί μου παγωνιά!
σαλεύ᾿ ὁ νοῦς μου, σὰν δενδρί, ποὺ στέκ᾿ ἀντίκρυ στὸ χιονιά,
καὶ εἶναι ξέβαθο πολύ,
παιδί μου ὧρα σου καλή!

Βοΐζει τὸ κεφάλι μου σὰν τοῦ χειμάρρου τὴ βοή!
ξηράθηκαν τὰ χείλη μου καὶ μοῦ ἐκόπη κι ἡ πνοή,
σ᾿ αὐτὸ τὸ ὕστερο φιλί,
παιδί μου, ὧρα σου καλή!

Νὰ σὲ παιδέψ᾿ ὁ Πλάστης μου, κατηραμένη ξενητιά!
Μᾶς παίρνεις τὰ παιδάκια μας καὶ μᾶς ἀφήνεις στὴ φωτιά,
καὶ πίνουμε τόση χολή,
ὅταν τὰ λέμ᾿ «ὧρα καλή».

β. Τὸ παιδί

Φυσᾶ βοριάς, φυσᾶ θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή!
μὲ παίρνουν, μάννα, σὰ φτερό, σὰν πεταλούδα τρυφερή,
καὶ δὲν μπορῶ νὰ κρατηθῶ,
μάννα μὴν κλαῖς, θὰ ξαναρθῶ.

Βογγοῦν τοῦ κόσμου τὰ στοιχειά, σηκώνουν κῦμα βροντερό!
θαρρεῖς ἀνάλυωσεν ἡ γῆ, καὶ τρέχ᾿ ἡ στράτα, σὰ νερό,
καὶ γὼ τὸ κῦμα τ᾿ ἀκλουθῶ,
μάννα μὴν κλαῖς, θὰ ξαναρθῶ.

Ὅσες γλυκάδες καὶ χαρὲς μᾶς περεχύν᾿ ὁ ἐρχομός,
τόσες πικράδες καὶ χολὲς μᾶς δίν᾿ ὁ μαῦρος χωρισμός!
Ὤχ! Ἂς ἠμπόργα νὰ σταθῶ...
μάννα μὴν κλαῖς, θὰ ξαναρθῶ.

Πλάκωσε γύρω καταχνιὰ κι ἦρθε στὰ χείλη μ᾿ ἡ ψυχή!
Δός με τὴν ἅγια σου δεξιά, δός με συντρόφισσαν εὐχή,
νὰ μὲ φυλάγη, μὴ χαθῶ,
μάννα, μὴν κλαῖς, θὰ ξαναρθῶ.