Ὁ ἀποχωρισμός
α. Ἡ μάννα
Φουρτούνιασεν ἡ θάλασσα καὶ βουρκωθήκαν τὰ βουνά!
εἶναι βουβὰ τὰ ἀηδόνια μας καὶ τὰ οὐράνια σκοτεινά,
κι ἡ δόλια μου ματιὰ θολή,
παιδί μου ὧρα σου καλή!
Εἶναι ἡ καρδιά μου κρύσταλλο καὶ τὸ κορμί μου παγωνιά!
σαλεύ᾿ ὁ νοῦς μου, σὰν δενδρί, ποὺ στέκ᾿ ἀντίκρυ στὸ χιονιά,
καὶ εἶναι ξέβαθο πολύ,
παιδί μου ὧρα σου καλή!
Βοΐζει τὸ κεφάλι μου σὰν τοῦ χειμάρρου τὴ βοή!
ξηράθηκαν τὰ χείλη μου καὶ μοῦ ἐκόπη κι ἡ πνοή,
σ᾿ αὐτὸ τὸ ὕστερο φιλί,
παιδί μου, ὧρα σου καλή!
Νὰ σὲ παιδέψ᾿ ὁ Πλάστης μου, κατηραμένη ξενητιά!
Μᾶς παίρνεις τὰ παιδάκια μας καὶ μᾶς ἀφήνεις στὴ φωτιά,
καὶ πίνουμε τόση χολή,
ὅταν τὰ λέμ᾿ «ὧρα καλή».
β. Τὸ παιδί
Φυσᾶ βοριάς, φυσᾶ θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή!
μὲ παίρνουν, μάννα, σὰ φτερό, σὰν πεταλούδα τρυφερή,
καὶ δὲν μπορῶ νὰ κρατηθῶ,
μάννα μὴν κλαῖς, θὰ ξαναρθῶ.
Βογγοῦν τοῦ κόσμου τὰ στοιχειά, σηκώνουν κῦμα βροντερό!
θαρρεῖς ἀνάλυωσεν ἡ γῆ, καὶ τρέχ᾿ ἡ στράτα, σὰ νερό,
καὶ γὼ τὸ κῦμα τ᾿ ἀκλουθῶ,
μάννα μὴν κλαῖς, θὰ ξαναρθῶ.
Ὅσες γλυκάδες καὶ χαρὲς μᾶς περεχύν᾿ ὁ ἐρχομός,
τόσες πικράδες καὶ χολὲς μᾶς δίν᾿ ὁ μαῦρος χωρισμός!
Ὤχ! Ἂς ἠμπόργα νὰ σταθῶ...
μάννα μὴν κλαῖς, θὰ ξαναρθῶ.
Πλάκωσε γύρω καταχνιὰ κι ἦρθε στὰ χείλη μ᾿ ἡ ψυχή!
Δός με τὴν ἅγια σου δεξιά, δός με συντρόφισσαν εὐχή,
νὰ μὲ φυλάγη, μὴ χαθῶ,
μάννα, μὴν κλαῖς, θὰ ξαναρθῶ.
|