Γεώργιος Μ. Βιζυηνός - Ὁ Μοσκώβ-Σελήμ

Νεοελληνικὰ διηγήματα, Ἐπιμέλεια: Πάνος Μουλλᾶς, Ἀθῆναι,
ἔκδ. Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, 1998, σσ. 202-252.


Ἤθελα νὰ μὴ σὲ εἶχα συναντήσει ἐπὶ τῆς ὁδοῦ μου. Ἤθελα νὰ μὴ σὲ εἶχα γνωρίσει ἐν τῷ βίῳ μου! Ἐπότισας καὶ σὺ ἀρκετὴν τὴν ψυχήν μου πικρίαν, ἀγαθέ, παράδοξε Τοῦρκε, ὡς ἐὰν μὴ ἤρκουν αὐτῇ αἱ θλίψεις, τὰς ὁποίας καθ᾿ ἑκάστην τῇ προξενοῦσιν αἱ τύχαι τῶν ὁμοεθνῶν μου!

Ἀλλ᾿ ὅ,τι ἔγινεν ἡ ἀλγεινή, ἡ κάτισχνος μορφή σου, μὲ τὸ βαθὺ καὶ μελαγχολικὸν ἐκεῖνο βλέμμα ταράττει τὸν ὕπνον μου, πτοεῖ τὴν μοναξιά μου. Ἡ κλαυθμηρὰ καὶ τρέμουσα φωνή σου ἠχεῖ παραπονουμένη εἰς τὰ ὦτα μου. Πρέπει νὰ γράψω τὴν ἱστορίαν σου.

Δὲν ἀμφιβάλλω, ὅτι οἱ φανατικοὶ τῆς φυλῆς σου θὰ βλασφημήσωσι τὴν μνήμην ἑνὸς «πιστοῦ», διότι ἤνοιξε τὰ ἄδυτα τῆς καρδίας αὐτοῦ πρὸ τῶν βεβήλων ὀφθαλμῶν ἑνὸς ἀπίστου. Φοβοῦμαι μήπως οἱ φανατικοὶ τῆς ἰδικῆς μου φυλῆς ὀνειδίσωσιν ἕνα Ἕλληνα συγγραφέα, διότι δὲν ἀπέκρυψε τὴν ἀρετήν σου, ἢ δὲν ὑποκατέστησεν ἐν τῇ ἀφηγήσει σου ἕνα χριστιανικὸν ἥρωα. Ἀλλὰ μὴ σὲ μέλῃ. Δὲν θὰ ἀφαιρεθεῖ τι ἀπὸ τὴν ἀξίαν σου, διότι ἐνεπιστεύθης εἰς ἐμὲ τὰς περιπετείας τῆς ζωῆς σου. Καὶ δὲν θὰ μὲ τύψῃ ποτὲ ἡ συνείδησις, διότι, ὡς ἁπλοῦς χρονογράφος, ἐξετίμησα ἐν σοὶ οὐχὶ τὸν ἄσπονδον ἐχθρὸν τοῦ Ἔθνους μου, ἀλλ᾿ ἁπλῶς τὸν ἄνθρωπον. Διὰ τοῦτο μὴ σὲ μέλῃ. Θὰ γράψω τὴν ἱστορίαν σου.

*
* *

Εἶχε παρέλθει σχεδὸν τὸ θέρος καὶ ἦτο πρὸς ἑσπέραν. Μετὰ δεκάωρον ἱππασίαν, δι᾿ αὐχμηρῶν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ χωρίων, ἐφθάσαμεν εἰς τὴν ἕδραν τῆς ὑποδιοικήσεως Β. ἐν τῇ ἀνατολικῇ Θράκῃ. Ἐπὶ τῆς ὑψηλῆς ἀκροπόλεως διεκρίνομεν ἤδη τοὺς μελανοὺς ὄγκους καταπεπτωκότων βυζαντινῶν πύργων, καὶ ὕπερθεν τῶν ἐρυθροσκεπῶν οἰκοδομημάτων ὑψοῦντο εὐθυτενεῖς οἱ δυὸ τρεῖς τῆς πολίχνης μιναρέδες, περίλευκοι ὑπὸ τοῦ λαμπροῦ φωτὸς ἤρεμα δύοντος ἡλίου. Δὲν εἴχομεν νὰ διανύσωμεν εἰμὴ ὀλίγα μόνον χιλιόμετρα ὅπως φθάσωμεν εἰς τὸ κατέναντι ἡμῶν τέρμα τοῦ ταξειδίου ἐκείνου, καὶ ἔπρεπε νὰ ποτίσωμεν τοὺς ἵππους, διὰ νὰ χωνεύσουν, κατὰ τὸ λέγειν τῶν ἐντοπίων, τὸ νερόν, πρὶν φθάσουν εἰς τὸν σταῦλον.

- Ἐδῶ θὰ ποτίσωμεν; Ἠρώτησα τὸν συνοδεύοντά με, ὅτε διέκρινα πρὸ ἡμῶν μικρὸν παραρρέοντα ρύακα.

- Ὄχι, θὰ ποτίσωμεν εἰς τὴν «Καϊνάρτζα», λιγάκι πάρα πέρα. Δὲν εἶναι ὅλως διόλου πάνω στὸν δρόμον μας, μὰ ὕστερα ἀπὸ τόσον κόπον ἀξίζει νὰ γνωρίσης τὴν Καϊνάρτζαν. Εἶναι ἀθάνατο νερό. Ξεβουρβουλᾶ ἀπὸ μέσ᾿ ἀπὸ τὸν βράχο.

Μετὰ μικρὸν ἐξεκλίναμεν τῆς ὁδοῦ καὶ διὰ σειρᾶς λοφίσκων κατὰ τὸ πλεῖστον συσκίων, ἀνεξαιρέτως ὅμως γραφικῶν, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ μέρος ὅπερ ὁ συνοδός μου ἐπέμενε νὰ γνωρίσω.

Ἀληθῶς ἡ «Καϊνάρτζα» εἶναι τερπνότερον θέαμα πηγῆς, ὀφείλουσα τὸ τουρκικὸν αὐτῆς ὄνομα εἰς τὸ ὅτι ἀναβλύζουσα παρέχει τὸ θέαμα σφοδρῶς κοχλάζοντας λέβητος. Τὰ χιονόψυχρά της ὕδατα τόσον διαυγῆ, ὅσον ἠδύνατο νὰ εἶναι ὑγροὶ ἀδάμαντες, ἀναθρώσκουσι φωσφορίζοντα ἐκ τοῦ βάθους λευκοτάτου τιτανώδους βραχώματος, μετὰ θελκτικοῦ μυστηριώδους ψιθύρου πυκνὰ καὶ γοργὰ καὶ ἀκάματα, ὡς ἐὰν ἦσαν κύματα μαγικῶν ζωοφόρων ὑποχθονίων πνευμάτων, τὰ ὁποῖα, Πότνια μήτηρ, ἡ Γῆ μετ᾿ ἀεννάου στοργῆς ἐκπέμπει ἀπὸ τῶν κόλπων αὐτῆς, μὲ τὴν ἐντολὴν νὰ περιχυθῶσι καὶ ἀναπτύξωσιν ἐν τῇ εὐρείᾳ πεδιάδι τόσα καὶ τόσα φυτὰ καὶ ἀνθύλλια λιποψυχοῦντα ὑπὸ τὰ ὀλέθρια τοξεύματα τοῦ θερινοῦ ἡλίου.

Καὶ ἔθαλλε λοιπὸν ἐκεῖ κατὰ μῆκος τοῦ γλαυκοῦ καὶ λάλου ρείθρου ἐκτενὴς χλοερὰ ὄασις, ὁμαλὸν ἀποτελοῦσα χωριογράφημα, ἐν ᾧ ἐξέχουσι παρὰ τὰ ὕδατα βαθυπράσινοι «βροῦλοι» καὶ πάπυροι, ἀγαπητὸν ἐνδιαίτημα τῆς «καλλιπτέρυγος παρθένου» καὶ τόσων ἄλλων ποικιλομόρφων ἐντόμων καὶ χρυσαλλίδων. Βραχύκορμοι καὶ πυκνόκλαδοι ἀγριοϊτέαι, καθ᾿ ὁμάδας ἐγειρόμεναι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, παρεῖχον, ὡς φαίνεται, ἑσπερινὸν καταφύγιον εἰς σμῆνος τρυγόνων. Ἡ ἑσπερινὴ αὔρα ἔφερε μέχρις ἡμῶν τοὺς γλυκεῖς ἐρωτικοὺς αὐτῶν στόνους, ἐνῶ ἁρπακτικὸς ἱέραξ, ὑψηλὰ ἐπὶ ξηροῦ κλάδου κεραυνοπλήκτου τινὸς πλατάνου ἱδρυμένος, παρεμόνευε τοὺς φαιδρούς, τοὺς λιγυφθόγγους κορυδαλλοὺς σκορπίζοντας τὸ τελευταῖον της ἡμέρας ἐκείνης ᾆσμα, ἀφανεῖς εἰς τὰ ὕψη τῶν αἰθέρων.

Οἱ περὶ τὴν ὄασιν ἐκείνην ἀπέραντοι ἀγροὶ εἶχον ἀποδώσει πλέον τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν εἰς τὰ ἁλώνια τῶν πέριξ χωρίων ἐκ τῆς πολίχνης Β. καὶ ἑπομένως ἡ ἐξοχή, ἐφ᾿ ὅσον ἐξικνεῖτο ἡ ὅρασις, ἐφαίνετο ἔρημος κ᾿ ἐγκαταλελλειμένη. Μόνον οἱ αὐλοὶ τῶν ποιμένων ἠκούοντο μακρόθεν, ὁδηγούντων τὰ ποίμνιά των εἰς τὰς μάνδρας, διὰ τὸ ἑσπερινὸν ἄλμεγμα.

Ὁ καύσων τῆς ἡμέρας ὑπῆρξεν ὑπερβολικὸς καὶ ἐπειδὴ τὰ ἀπὸ τῶν βορεινῶν κλιτύων ἐκπηγάζοντα ὕδατα ἀποτελματοῦνται κατὰ τὸ ἀνατολικὸν βάθος τοῦ ἀπεράντου τούτου λεκανοπεδίου, ἡ συνήθως ἐγειρομένη κατὰ τὲ τὴν πρωίαν καὶ τὴν ἑσπέραν ὁμίχλη ἤρχισε νὰ καλύπτῃ τὰς γυμνὰς πρὸς τὸν ὁρίζοντα ἐκτάσεις, συγχέουσα πρὸς τὸ μέρος τοῦτο τὸν οὐρανὸ μετὰ τῆς γῆς.

Ὅτε πιῶν καὶ νιφθεὶς ἀπὸ τῆς δροσοβόλου πηγῆς ἐπλάνησα τὰ βλέμματά μου ἐπὶ τῆς χωριογραφίας ταύτης, ἐνόμισα ὅτι μετετέθην αἴφνης εἰς τίνα μικρᾶν ὄασιν τῶν στεππῶν τῆς μεσημβρινῆς Ρωσσίας. Οἰκίσκος τις μακρὰν ἀπὸ τῆς πηγῆς ἐπὶ λοφίσκου πεπηγμένος καὶ μόλις διακρινόμενος ὄπισθεν τοῦ πυκνοῦ φυλλώματος δυὸ ὑψικόρμων φηγῶν, συνέτεινε θαυμασίως πρὸς ἐπαύξησιν τῆς στιγμιαίας ἐκείνης αὐταπάτης. Ὁ οἰκίσκος οὗτος, ξυλόπηκτος μᾶλλον ἢ ξυλόπλεκτος καθ᾿ ἅπαντα αὐτοῦ τὰ μέρη, ἦτο προφανὴς ἀπομίμησις τῶν πενιχρῶν κατοικιῶν, τὰς ὁποίας οἱ ρώσοι χωρικοὶ ὀνομάζουσι «Ἰόμπα».

Τῶν τοιούτων οἰκίσκων καὶ ἡ καπνοδόχη ἀκόμη εἶναι πεπηγμένη ἐξ ἀκατεργάστων τεμαχίων ξύλου καὶ ἐπειδὴ κατ᾿ ἐκείνην τὴν στιγμὴν λευκὸς ἀραιὸς καπνὸς ἀνερριχᾶτο ἐξ αὐτῆς περιελισσόμενος περὶ τὰ φυλλώματα τῶν δέντρων:

- Ποῖος κατοικεῖ ἐδῶ; ἠρώτησα τὸν ἐντόπιον συνοδόν μου.

- Ὁ Μοσκὼβ - Σελήμ, ἀπήντησεν ἀδιαφόρως ἐκεῖνος.

- Θὰ εἶναι κανεὶς Ρῶσος ποῦ ἔμεινεν ἐδῶ μετὰ τὸν τελευταῖον πόλεμον;

- Τὸ ἐναντίον. Εἶναι Τοῦρκος ἐντόπιος. Τὸν πῆγαν στὴν Ρωσσία αἰχμάλωτο, καὶ δὲν μᾶς ἔκαμε τὴν χάρι νὰ μὴ γυρίσει πίσου. Εἶναι ἑφτάψυχος ἄνθρωπος!

- Πῶς εἶναι ἑφτάψυχος;

- Νά, χτυπιέται τώρα κ᾿ εἰκοσιπέντε χρόνια μέσ᾿ στοὺς πολέμους καὶ κόρακας δὲν τὸν εὑρίσκει.

- Καὶ τί κάμνει ἐδῶ τώρα;

- Περιποιεῖται αὐτὸν τὸν μικρὸν κῆπον καὶ πουλεῖ τὰ ὀπωρικά του. Ἔχει καὶ μίαν ἀγελάδα καὶ ὄρνιθες. Ἔπειτα κάμνει καὶ τὸν φετζῆ· ψήνει τσάι. Εἶναι τρελλὸς ἄνθρωπος.

- Πῶς εἶναι τρελλός, εἶπον ἐγώ, ἀφοῦ ζῇ τόσον γνωστικά!

- Ναί, εἶπεν ἐκεῖνος. Δὲν ἀκοῦς πῶς τὸν λέγουν Μοσκὼβ - Σελήμ; Ἔχει μανία μὲ τοὺς Ρούσσους. Οἱ Τοῦρκοι στὴν ἀρχὴ δοκίμασαν νὰ τὸν ἐβγάλουν ἀπὸ τὴ μέση, τὸν ἐπῆραν γιὰ προδότη. Ὕστερα ὅμως τὸ κατάλαβαν πὼς τἄχει κομμάτι χαμένα καὶ τὸν ἄφηκαν. Αὐτὸς δὲν θέλει νὰ τοὺς ἰδῆ. Φυλάγει νἄρθουν οἱ Ροῦσσοι, λέγει, καὶ τίποτε ἄλλο. Οἱ Τοῦρκοι πάλι ἔρχονται ἐδῶ καὶ τρώγουν καὶ πίνουν καὶ διασκεδάζουν μ᾿ αὐτὸν καὶ τὸν περιπαίζουν.

Καὶ πρὶν ἢ τελειώση τὴν φράσιν του, - Νάτος! ἀνεφώνησε. Νὰ ὁ Μοσκὼβ - Σελήμ, ποὺ σὲ λέγω. Σὲ εἶδε μὲ τὸ ῾καλπάκι᾿ καὶ μὲ τὰ ποδήματα - χωρὶς ἄλλο σὲ πῆρε διὰ Ροῦσσον. Δὲν ἠξεύρεις πὼς φυλάγει νὰ ἔλθουν οἱ Ροῦσσοι καὶ πόσο τὸν πειράζουν δι᾿ αὐτὸ καὶ τὸν περιπαίζουν.

Ὑψηλός, εὐθυτενὴς ἀνὴρ ἐφάνη τῷ ὄντι χωρῶν πρὸς ἡμᾶς στερρῷ τῷ βήματι ἀπὸ τοῦ οἰκισμοῦ ἐκείνου. Ἐφαίνετο πολὺ πλέον ἢ μεσῆλιξ. Τὰ μακρὰ αὐτοῦ σκέλη, μὲ ὅλην τὴν στεγνότητα τοῦ ἐδάφους, ἦσαν βυθισμένα μέχρι τῶν μηρῶν ἐντὸς ὑψηλῶν στρατιωτικῶν ὑποδημάτων, ἐξ ἐκείνων τὰ ὁποῖα οἱ κοζάκοι κατὰ δεκάδας χιλιάδων ἐπώλησαν εἰς τοὺς ἐντοπίους, καθ᾿ ἃς ἡμέρας ἀπῆρον ἀπὸ τῆς Θρᾴκης. Ἠγάπων ἄρα γὲ τὸν τόπον τόσον πολύ, ὥστε, ἀφοῦ δὲν ἐπετρέπετο πλέον εἰς τοὺς πόδας των νὰ πατῶσι τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα χώματα τόσον, ὥστε προετίμησαν νὰ ἐπιστρέψωσιν ἐκ Τουρκίας μ᾿ ἐλαφροτέρους πόδας καὶ βαρύτερον βαλάντιον; Δὲν ἠξεύρω. Τὸ βέβαιον εἶναι μόνον, ὅτι τὰ ὑποδήματα τοῦ Μοσκὼβ - Σελὴμ δὲν ἠδύναντο πλέον νὰ χρησιμεύσωσιν ὡς ἀντιπρόσωποι ρωσσικῶν ποδῶν ἐπὶ θρακικοῦ ἐδάφους. Τόσον ἦσαν τετριμμένοι οἱ πάτοι αὐτῶν, ὥστε τὰ πέλματα τοῦ Μοσκὼβ - Σελὴμ ἀντικατέστησαν ἤδη πρὸ πολλοῦ τὸ ρωσσικὸν δέρμα.

Πρὸς ἀντίθεσιν, ἔφερεν ὁ Τοῦρκος ἐρυθροτάτην περὶ τὴν ὀσφὺν ζώνην, ἣς αἱ ἀναρίθμητοι πτυχαί, ὡς ἀλλεπάλληλα σπάργανα, ἐκάλυπτον παραμορφοῦσαι τὸ ἄνω αὐτοῦ σῶμα ἀπὸ τοῦ ὑπογαστρίου μέχρις ἄνωθεν τῶν μαστῶν. Τοῦτο καθίστα τὸ παράστημα τοῦ Μοσκὼβ - Σελὴμ τόσω μᾶλλον κωμικόν, καθ᾿ ὅσον τὸ ἱμάτιον, ὅπερ ἔφερεν ἀμέσως ἐπὶ τῆς ζώνης καὶ τοῦ ὑποκαμίσου, ἦτο προφανῶς παλαιὸς στρατιωτικὸς ἐπενδύτης φέρων ἀκόμη δυὸ τρία ἐπιμελῶς ἐστιλβωμένα ρωσσικὰ κομβία, καὶ σῴζων τὰ ἴχνη τῶν ἀποτετριμμένων σειριτίων τοῦ περιλαιμίου καὶ τῶν χερίδων. Εἰς ἐπίμετρον ἔφερεν ὁ Μοσκὼβ - Σελὴμ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ὑψηλὸν φέσιον Τούρκου στρατιωτικοῦ, ἄνευ θυσάνου ὅμως, καὶ περιδεδεμένον περὶ τοὺς κροτάφους διὰ λεπτοῦ πρασίνου μανδηλίου. Παραδοξοτέρα στολὴ δὲν ἠδύνατο νὰ γίνῃ, οὔτε δι᾿ αὐτοὺς τοὺς μωρὰς νεωτερεριστικὰς ἀξιώσεις ἔχοντας ἐντοπίους.

- Dobro - doide, Bratuska! ἀνεφώνησεν ὁ Τοῦρκος πλησιάζων μετὰ προφανοῦς ταραχῆς. Τουτέστι: καλῶς ἦρθες, ἀδελφέ! Καθ᾿ ἣν δὲ στιγμὴν ἐγὼ τῷ ἀπέδιδον τὸν χαιρετισμὸν κατὰ τὸν τουρκικὸν τρόπον, συγκλείσας ἐκεῖνος τὰ σκέλη, καὶ ἀναλαβὼν ἀρειμάνιον παράστημα, ἀντεχαιρέτησεν ὡς Ρῶσσος στρατιώτης.

- Τί κάμνεις; τῷ εἶπον ἐγώ. Καλὰ εἶσαι; καλά;

- Κακὰ καὶ ψυχρά, ἀπήντησεν ἐκεῖνος. Δόξα τῷ Θεῷ!

Λαβὼν δὲ τὴν χεῖρα μου ἐντὸς τῆς ὀστεώδους παλάμης του ἔσεισεν αὐτὴν ἰσχυρῶς καὶ μετὰ περιπαθείας. Εἶτα κύψας πρὸς τὸ οὕς μου, ἠρώτησε χαμηλοφώνως καὶ μετὰ τρυφερᾶς, ὡς ἐννόησα, οἰκειότητος:

- Μοσκώβ; Μοσκώβ;

Ἠτένισα πρὸς αὐτὸν μετ᾿ ἀπορίας. Ἐκεῖνος ὅμως, κλείσας τὸν ἕτερον ὀφθαλμόν, ἔνευσεν ἐμφαντικῶς, ὡς ἐὰν ἤθελε νὰ εἴπῃ: Ἔννοιά σου! καὶ ἂν σὺ δὲν τὸ ὁμολογῆς ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ τρίτου, ἐγὼ ὅμως τὸ αἰσθάνομαι πὼς εἶσαι Ρῶσσος, καὶ πολὺ εὐχαριστοῦμαι διὰ τοῦτο.

- Ὄχι Μοσκώβ! ἀπήντησα ἐγὼ τότε στεναχωρημένος. Ὄχι Μοσκώβ! Χριστιάν, Ρούμ.

Τὸ ὑψηλόν του Μοσκὼβ - Σελὴμ ἀνάστημα, διαψευσθέντος ἤδη σκληρῶς ἐν τῇ προσδοκίᾳ, συνεκάθησεν ἤδη καθ᾿ ὅλους τοὺς ἁρμούς του, ὥστε ὁ ἄνθρωπος ἔγινεν ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς στιγμῆς κατὰ μίαν σπιθαμὴν τουλάχιστον βραχύτερος.

Ὁ Μοσκὼβ - Σελὴμ θὰ ἦτο πλέον ἢ πεντηκοντούτης, ἐφαίνετο ὅμως ἕνεκεν τοῦ παραστήματος καὶ τῆς μαύρης αὐτοῦ κόμης πολὺ νεώτερος. Ἰσχνότατος ὡς πρὸς τὸ λοιπὸν σῶμα, εἶχε καλῶς ἀνεπτυγμένην κεφαλήν, κανονικῶς ἐξέχον μέτωπον, καὶ μόνον αἱ σάρκες τοῦ προσώπου του ἐφαίνοντο ὠχρότεραι καὶ χαλαρώτεραι ἢ κατὰ φύσιν. Θὰ ἔλεγε τὶς ὅτι μόλις ἀνέρρωσεν ἀπὸ μακρᾶς νόσου. Ἡ τρομώδης καὶ ἄτονος αὐτοῦ φωνὴ καὶ τὸ βαθὺ μελαγχολικὸν βλέμμα ἐποίουν ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀνδρικὸν αὐτοῦ παράστημα. Συμπαθέστατοι ἦσαν πρὸ πάντων οἱ μεγάλοι αὐτοῦ ὀφθαλμοί, στεφανούμενοι ὑπὸ κανονικῶς καμπύλων καὶ λίαν πυκνῶν ὀφρύων.

Εἶναι παράδοξον πὼς πρόσωπα τινά, ἄγνωστα ἡμῖν τέως, ἠμποροῦν νὰ μᾶς συναρπάσουν ἐνίοτε κατὰ τὴν πρώτην αὐτῶν ἐμφάνισιν, χωρὶς νὰ γνωρίζωμεν τὸν λόγον, νὰ μᾶς ἀπασχολοῦσιν ἐσωτερικῶς, χωρὶς νὰ γνωρίζωμεν διὰ ποίαν αἰτίαν, διὰ ποῖον σκοπόν. Τοιοῦτόν τι μοὶ συνέβη ὡς πρὸς τὴν ἐμφάνισιν τοῦ Μοσκὼβ - Σελήμ.

Συνήρπασε τὴν συμπάθειάν μου, τὸ ἐνδιαφέρον μου, οὕτως εἰπεῖν, ἐξ ἑφόδου, μὲ ὅλην τὴν κωμικότητα τῆς στολῆς του. Ἐνῷ ὁ συνοδός μου περιῆγε τοὺς ἵππους ἀπὸ τοῦ χαλινοῦ, ὅπως ἀναπνεύσωσιν ὀλίγον ἀπὸ τοῦ δρόμου πρὶν πίωσιν, προσεπάθησα νὰ μάθω παρὰ τοῦ Σελὴμ ἐὰν ἡ πενία ἢ ἄλλος τὶς λόγος τὸν ἔκαμε νὰ κατοικῇ ἐκεῖ καὶ νὰ εἶναι, ὡς εἶπεν αὐτός, ῾κακὰ καὶ ψυχρά᾿. Ἐκεῖνος ὅμως ἀποφυγῶν νὰ ἐξηγηθῆ, μετ᾿ ἐπιτηδειότητος, μὲ προσεκάλεσε νὰ πάρω ἕνα καφὲ καὶ μὲ ἠρώτησε πόθεν ἔρχομαι, καὶ τί γνωρίζω περὶ νέας τινὸς καθόδου τῶν Ρώσσων εἰς τὴν Τουρκίαν. Καὶ τὸν μὲν καφὲν προετίμησα νὰ τὸν ροφήσω ἐκεῖ παρὰ τὰ ἀναβλύζοντα τῆς Καϊνάρτζας νάματα, περὶ δὲ Ρώσσων, ὅπως μὲ ἠρώτησε, δὲν ἢξευρ᾿ ἀληθῶς τί ν᾿ ἀπαντήσω, εὐχάριστον διὰ τὸν φιλοξενοῦντα.

Παράκαμψα λοιπὸν τὸν σκόπελον ὅπως καὶ ἐπετέθην τώρα πάλιν κατ᾿ αὐτοῦ διὰ παντοίων ἐρωτήσεων. Εἰς πάσας ἀπήντησε διὰ βραχυλογίας οὕτω προσφυούς, ὥστε ἀντὶ νὰ κορέση, ἐπέτεινεν ἔτι μᾶλλον τὴν περιέργειαν νὰ μάθω τὰ κατὰ τὸν ἄνθρωπον τοῦτον. Μίαν μόνον ἐσχημάτισ᾿ ἀληθῶς πεποίθησιν περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἡ ἀλλοπρόσαλλος ἐνδυμασία του οὐδὲν ἔχει κοινὸν πρὸς τὸν κόσμον τῶν ἰδεῶν του. Τὸ ὑπὸ τοῦ συνοδοῦ μου ρηθέν, ὅτι ἦτο τρελλὸς ἄνθρωπος ὁ Μοσκὼβ - Σελήμ, μοὶ ἐφάνη ἐπὶ τέλους ὡς ὕβρις ἐναντίον ἐμοῦ τοῦ ἰδίου. Ὁ ἄνθρωπος ἓν μόνον εἶχε παράδοξον, ὅτι ἐξετίμα τινὰ πράγματα κατ᾿ ἀπροσδόκητον τρόπον.

- Ἐγύρισες πολὺν κόσμον; μὲ εἶπεν ὅτε ἡτοιμάσθην νὰ ἱππεύσω. Ἐπῆγες εἰς τὴν Ρουσσίαν;

- Εἰς τὴν Ρουσσίαν μόνο ὄχι, τῷ ἀπήντησᾳ παίζων.

- Ἔ! τότε λοιπὸν πούποτε δὲν ἐπῆγες. Γι᾿ αὐτὸ δὰ ἐγύρισες κι ὅλα τὰ μέρη κ᾿ ἦλθες πίσω. Πᾶνε μία εἰς τὴν Ρουσσία καὶ θὰ ἰδῆς πὼς δὲν θὰ σὲ κάμῃ καρδιὰ νὰ τὴν ἀφήσῃς.

- Πῶς ἔτσι; τὸν ἠρώτησα μειδιῶν.

- Τώρα δὲν ἠμποροῦμε νὰ κουβεντιάσουμε, εἶπεν ἐκεῖνος. Ἐποτίσατε τ᾿ ἄλογα, καὶ δὲν κάνει νὰ στέκουν. Πρέπει νὰ καβαλικεύσετε καὶ νὰ σφίξετε κομμάτι τὰ ῾ζυγκιά᾿ γιὰ νὰ χωνέψουν τὰ ζῷα τὸ νερό τους.

Ἱππεύσαμεν, ἐκεντήσαμεν τοὺς ἵππους, καὶ μέχρι τοῦ καταλύματος ἡμῶν, δὲν ἀντηλλάξαμεν λέξιν μετὰ τοῦ συνοδοῦ μου. Ὁ Τοῦρκος ἐνησχόλει τὴν φαντασίαν μου. Ἐν τῇ πολίχνῃ Β. ἤθελον νὰ διατρίψω ὀλίγον καιρὸν χάριν ἀναψυχῆς καὶ ἀναπαύσεως ἀπὸ ἐργασιῶν, αἴτινες ἀπὸ τίνος εἶχον ἐνασχολήσει τόσω πολὺ τὸ πνεῦμα μου, ὥστε οὔτε ὕπνον ἥσυχον δὲν μ᾿ ἐπέτρεπον. Γινώσκοντες τοῦτο οἱ φιλοξενοῦντές με, ἀπεσύρθησαν εὐθὺς μετὰ τὸ δεῖπνον, ὑπὸ τὴν εὐλογοφανῆ πρόφασιν, ὅτι, κεκοπιακὼς ἐκ τῆς μακρᾶς ἱππασίας, εἶχον ἀνάγκην ἀναπαύσεως. Καὶ δὲν ἠπατῶντο μὲν ὡς πρὸς τοῦτο, ἀλλὰ τὶς θὰ τὸ πιστεύση; Ἀκριβῶς τὴν νύχτα, καθ᾿ ἣν ἤλπιζον νὰ κοιμηθῶ χορταστικά, μετὰ τοσαύτην κόπωσιν, ἀκριβῶς ἐκείνην τὴν νύχτα ἔμελλον νὰ διανύσω ὅλως διόλου ἄυπνος!

Ἡ ἐμφάνισις τοῦ Τούρκου παρὰ τὴν Καϊνάρτζαν μὲ τὴν ἀλλόκοτον αὐτοῦ ἐνδυμασίαν, μὲ τὸν ρωσσικὸν οἰκισμόν του, τόσω ἀσήμαντος, τόσο γελοία, ἐὰν θέλετε, εἰς πᾶσαν ἄλλην περίστασιν, κατώρθωσεν ἐκείνην τὴ νύχτα, νὰ κατακυριεύση τὴν φαντασίαν μου, εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ὥστε ἄκων καὶ μὴ βουλόμενος ἐμέτρων τὰς μακρὰς τῆς νυκτὸς ὥρας, παντοίας σχηματίζων ὑποθέσεις καὶ ἐξάγων συμπεράσματα περὶ τοῦ συμπαθοῦς, τοῦ μελαγχολικοῦ καὶ συγχρόνως παραδόξως ἀνδρικοῦ ἐκείνου χαρακτῆρος. Τρελλὸς δὲν εἶναι βέβαια, ἔλεγον κατ᾿ ἐμαυτόν. Οὔτε εἶναι δυστυχὲς τί πλάσμα παρὰ τῷ ὁποίῳ ἡ παραφροσύνη προμηνύεται ἤδη ἐν τῇ μονομανίᾳ τοῦ φιλορωσσισμοῦ. Ἀληθῶς μία μυστηριώδης σκιὰ διὰ τῶν ρεμβῶν, τῶν μελαγχολικῶν αὐτοῦ βλεμμάτων προδιδομένη, φαίνεται κατέχουσα τὸν ἐσωτερικὸν αὐτοῦ βίον.

Ἀλλὰ πόσον αἰθρία εἶναι ἡ συνομιλία του! πόσον ἀξιοπρεπὴς ἡ στάσις του! Ἐνώπιον τῆς ἀνδρικῆς συμπεριφορᾶς του, λησμονεῖ κανεὶς τὸ γελοῖον τῆς ῾ἀρλεκινικῆς᾿ ἐνδυμασίας καὶ παραβλέπει τὴν φιλορρωσσικὴν ἀδυναμίαν του. Ὁμοιάζει πρὸς ὑπερήφανον ἔλαφον ἥτις, ἂν καὶ φέρῃ τὸ δέρμα σπαραγμένον ὑπὸ τῶν κυνηγετικῶν κυνῶν, ἂν καὶ φέρῃ τὸ θανατηφόρον τραῦμα εἰς τὰ πλευρά, κρατεῖ ὅμως ἀκόμα ὑψηλὰ τὴν κεφαλὴν ἐν τῷ ἐσχάτῳ κρυσφυγέτω.

Ἀλλὰ τί ἔχει λοιπὸν αὐτὸς ὁ παράξενος Τοῦρκος, καὶ μοῦ ἐπῆρε τὸν ὕπνον, καὶ μοῦ ἐχάλασε τὴν ἡσυχίαν;

Ἀγανακτῶν δὲ κυρίως κατ᾿ ἐμοῦ αὐτοῦ μᾶλλον ἢ κατὰ τοῦ Τούρκου ἠγέρθην τῆς κλίνης ὄρθρου βαθέως, καὶ διασκευάσας τὰς τῆς ἐνδυμασίας μου ἀψοφητεῖ καὶ ὅπως, ἔλαβον τὴν πρὸς Καϊνάρτζαν ἄγουσαν.

Ὅτε ἔφθασα παρὰ τὴν πηγήν, διέκρινα τὸν Μοσκὼβ - Σελὴμ σαρώνοντα τὸ προαύλιον τῆς ἰδιορρύθμου του κατοικίας. Νομίζω ὅτι καὶ ἐκεῖνος μὲ διέκρινεν ἐν τῷ λυκόφωτι ἱστάμενον παρὰ τὴν πηγήν, ἀλλὰ οὔτε ἐξενίσθη διὰ τὴν πρόωρον ἐμφάνισίν μου, οὔτε ἰδιαιτέραν τινὰ σπουδὴν ἔδειξε ταύτην τὴν φορὰν νὰ μὲ πλησιάση. Ἡ αὐγὴ ἐπορφύρου ἤδη τὸν ὁρίζοντα, ἡ αὔρα καὶ ἡ δρόσος τῆς πρωίας διασκέδασαν τὸ βάρος τῆς κεφαλῆς μου. Ἔπιον ἐκ τῆς πηγῆς καὶ ἀνεζωογονήθην. Διευθυνθεὶς ἔπειτα βραδέως πρὸς τὸν οἰκίσκον τοῦ Τούρκου ἐχαιρέτησα αὐτὸν φιλοφρόνως, καί:

- Ἔμαθα ὅτι ψήνεις καλὸ τσάι «κατὰ ρωσσικὸν τρόπον», τῷ εἶπον, καὶ ἦλθα νὰ τὸ δοκιμάσω. Εἶμαι πολὺ φίλος του τσαϊοῦ, ὅταν ψήνεται «κατὰ ρωσσικὸν τρόπον».

Ἀφοῦ οἱ ἄλλοι τὸν πειράζουν διὰ τὸν φιλορωσσισμόν του, εἶπα κατ᾿ ἐμαυτόν, ἂς ἀρχίσω καὶ ἐγὼ ἐντεῦθεν νὰ ἰδῶ ποὺ θὰ καταντήσωμε.

Ὁ Τοῦρκος ὠρθώθη ἀξιοπρεπῶς μόλις διὰ τῆς χειρὸς ἀποδοὺς τὸν ἀσπασμόν μου, προσηλώσας δὲ τοὺς μεγάλους αὐτοῦ ὀφθαλμούς, πλήρεις θλίψεως καὶ ἀπορίας ἐπὶ τοῦ προσώπου μου:

- Βάι, ἀνεφώνησε. Τί σ᾿ ἔκαμαν οἱ Ροῦσσοι καὶ δὲν τοὺς ἀρέσεις; Ἄμποτε νὰ εἴχαμε κομμάτι ρούσσικο τσάι, νὰ πιῆς καὶ σύ, νὰ πιῶ κ᾿ ἐγώ! Ὁρίστε κάθισε.

Παρακύψας δ᾿ ἐγὼ διὰ τῆς ἀνοικτῆς θύρας τοῦ οἰκίσκου, - Βλέπω, τῷ εἶπον, ἔχεις ἕνα Σαμοβάρ· φαίνεται πὼς ἐτελείωσε τὸ τσάι σου.

- Μὴ ρωτᾷς! εἶπε. Δὲν εἶχα ποτέ, ποῦ νὰ τελειώσῃ. Τὸ Σαμοβὰρ ποὺ βλέπεις, τὸ παράγγειλα ἐγὼ καὶ τὸ ἔκαμαν ἐδῶ ὅπως ἠμποροῦσαν. Τὸ τσάι ποὺ βράζω μέσα, δὲν εἶναι διὰ σένα. Τὸ βράζω μόνον ἔτσι διὰ παρηγοριά, ὅταν συλλογιοῦμαι. Μ᾿ ἀρέσει σὰν κάθουμαι μονάχος νὰ ἀκούω τὸ νερὸ νὰ μουρμουρίζῃ. Δὲν πιστεύεις;

Καὶ εἰσελθῶν ἐξήγαγε κασσιτέρινον κυτίον, ὅπως μοὶ δείξη τὸ περιεχόμενον. Εὐάρεστος ὀσμὴ θύμου, ἡδυόσμου, ἐλελιφάσκου, καὶ ἄλλων ἐγχώριων ἰαματικῶν ἀνθέων καὶ φυτῶν προσέβαλε τὴν ὄσφρησίν μου.

- Κατὰ τὸ Σαμοβὰρ καὶ τὸ τέϊον, τῷ εἶπον.

Ἀληθῶς δὲ τὸ διὰ τεμαχίων παλαιοῦ τενεκὲ ἀκόμψως καὶ ἀμαθῶς συγκεκολλημένον ἐκεῖνο ἀγγεῖον, ὠμοίαζε τὸ ρωσσικὸν Σαμοβάρ, ὅσον ὁ Σελὴμ τοὺς Ρώσσους στρατιώτας. Καὶ ὅταν ὁ Σελὴμ αὐτὸς - εἶπον κατ᾿ ἐμαυτὸν - μοσκοβίζη ὅσον καὶ τὸ τέϊόν του, οὐδεὶς κίνδυνος μὴ ἐκρωσσισθῇ ἐπὶ τέλους ἡ Τουρκία.

- Ὁρίστε, στὸν Θεό σου, κάθισε, ἐπανέλαβεν ὁ Σελήμ. Θὰ σὲ ψήσω ἕναν καλὸν καφέ, σοῦ ἔχω καὶ δροσεροὺς καρποὺς μαζευμένους, καὶ γάλα. Θαρρεῖς μὲ τὸ εἶπεν ὁ ὁδηγός μου πὼς θὰ ἔλθῃς νὰ κουβεντιάσουμε. Κάθισε ἐδῶ σ᾿ αὐτὸ τὸ σκαμνί. Βλέπεις αὐτὸ τὸ λειβάδι ἐκεῖ κάτω, σκεπασμένο μὲ τὴν καταχνιά; Νά, ἔτσι εἶναι μερικοὶ τόποι στὴ Ρουσσία!

Ὁ Σελήμ, ἐν τῷ μεταξὺ λόγων, ἀπεκρέμασεν ἀπὸ τοῦ χαμηλοῦ προστεγάσματος τῆς οἰκίας καλαθίσκον πλήρη ὡρίμων καρπῶν καὶ παρέθηκεν αὐτὸν πρὸ ἐμοῦ ἐπὶ μικροῦ σκίμποδος. Εἶτα εἰσῆλθε νὰ ψήσῃ τὸν καφὲ καὶ φέρῃ τὸ γάλα. Οἱ κορυδαλλοὶ ἡμιλλῶντο πρὸς ἀλλήλους βαθμηδὸν ἀναρριχώμενοι εἰς τὴν εὐώδη ἀτμόσφαιραν. Ὁ φλοῖσβος τῶν κοχλαζόντων τῆς πηγῆς κυματίων ἔφθανεν εὔηχος μέχρις ἐμοῦ. Ἐπὶ τῶν κλάδων τῆς φηγοῦ, τὸ μόνον ὑπολειφθὲν ἀπὸ τῆς πρωινῆς βοσκῆς τοῦ τρυγόνιον ἐγόγγυζε διὰ τὴν μοναξιάν του. Ἱλαρὸν φῶς ἀπὸ τῆς Ἀνατολῆς ἐχρύσιζε τὰς κορυφὰς τῶν πρὸς τὰ ἀριστερὰ λόφων καὶ ἐχύνετο ἐπὶ τῶν ἀφυπνιζομένων ρείθρων, ὡς πρωινὸν μειδίαμα ἐπὶ τῶν χειλέων καλλιμόρφου παρθένου. Πῶς ἦτο δυνατὸν ν᾿ ἀπατηθῶ ἐπὶ τοσοῦτον χθὲς τὸ ἑσπέρας! Τί κοινὸν ἔχει ἡ ἰμερόεν λαλοῦσα, ἡ θερμὴ καὶ μυροβόλος αὐτὴ σκηνογραφία, πρὸς τὰς βωβὰς καὶ ξηρὰς καὶ στυγνὰς τῶν βορεινῶν κλιμάτων εἰκόνας; Ἀληθὲς ὅτι εἰς τὸ ἀπώτατον βάθος τοῦ πρὸ ἐμοῦ θεάματος, στρῶμα λευκοτάτης ὁμίχλης ἐξηπλοῦτο ἀκόμη ἐπὶ τῶν βαλτωδῶν πεδίων. Ἀλλὰ μήπως τὸ λευκάζον ἐκεῖνο στρῶμα δὲν εἶναι τὸ ἀέριον τοῦ Τιθωνοῦ λέχος, ἀπὸ τοῦ ὁποίου πρὸ μικροῦ ἀνέστη ἡ ροδάκτυλος Ἠῶς; Μετ᾿ ὀλίγας στιγμὰς θεραπαινίδες τῆς θεᾶς ταύτης, αἱ αὔραι, ἀναραπάζουσι τ᾿ ἀραχνοϋφῆ του λινὰ καὶ τρίχαπτα ἐπὶ τῶν πτερύγων αὐτῶν, καὶ τὸ στρῶμα δὲν ἐπιπροσθεῖ πλέον τῆς ἀπλήστου τῶν μεσημβρινῶν λαῶν ὁράσεως. Ἔσχον ποτὲ παρόμοια θεάματα αἱ σκυθρωπαί, αἱ ἀνήλιοι χώραι τῆς Σκυθίας;

- Ἔμαθα πὼς ἤσουν εἰς τὴν Ρωσσίαν αἰχμάλωτος, εἶπον εἰς τὸν Σελὴμ ἐπανερχόμενον μετὰ τοῦ καφὲ καὶ τοῦ γάλακτος. Ὁ Θεὸς νὰ μὴ σὲ ξαναδώση τέτοιο δυστύχημα.

- Ἄπαγε τῆς βλασφημίας σου! ἀνέκραξεν ὁ Τοῦρκος ἔκπληκτος, καὶ μικροῦ δεῖν ἄφηκε νὰ τοῦ πέσουν οἱ «τζισβέδες» ἀπὸ τῶν χειρῶν του. Ἐὰν ἐπιθυμεῖς τὸ καλόν μου, εὐχήσου με αἰχμάλωτον εἰς τὴν Ρουσσία!

- Δὲν ἠμπορῶ νὰ σὲ ἐννοήσω! εἶπον ἐγὼ ἐκπεπληγμένος.

- Σὲ φαίνεται παράξενον, εἶπεν ἐκεῖνος, διότι δὲν γνωρίζεις τὴν ἱστορίαν μου. Ἔτσι φαίνεται παράξενον καὶ εἰς τοὺς ἄλλους, ἂν καὶ δὲν τοὺς τὸ εἶπα φανερὰ καὶ ξάστερα. Ἐσένα σὲ τὸ εἶπα. Ἂς εἶναι. Ἂν ἀγαπᾷς τὸ καλό μου, εὐχήσου με αἰχμάλωτον εἰς τὴν Ρουσσία.

Ὁ Σελὴμ ἐκάθησε χαμαὶ ἐπὶ τοῦ κατωφλίου τῆς στενῆς θύρας τοῦ οἰκίσκου του, καὶ ἐτάνυσε τὰ μακρά του σκέλη πρὸς ἐμὲ μὲ τὴν χαρακτηρίζουσαν τοὺς ὁμοεθνεῖς του ἀδιαφορίαν περὶ τὰ τοιαῦτα, οὕτως ὥστε ἠδυνάμην νὰ βλέπω τὰ πέλματα τῶν ποδῶν αὐτοῦ προκύπτοντα διὰ τῶν τετριμμένων ὑποδημάτων του. Τὸ ἄνω σῶμα του κατεῖχε πλέον ἢ τὰ δυὸ τρίτα τοῦ ὕψους τῆς θύρας. Τὸ σκοτεινόν του οἰκίσκου ἐσωτερικὸν ἐχρησίμευεν ὡς βάθος, ἐφ᾿ οὗ ἐξεῖχεν ἔτι μᾶλλον ἡ ποικίλη καὶ παράξενος ἐνδυμασία τοῦ Τούρκου, καὶ ἡ ὠχρότης τοῦ προσώπου του. Τότε πρῶτον παρετήρησα κυρίως τὴν ἔκφρασιν τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ ἐκ τοῦ πλησίον. Ποτὲ δὲν εἶδον ὀφθαλμοὺς τόσω βαθέος καὶ τόσω ἐκφραστικῶς ἀντανακλώντας ἀόριστον τινὰ θλιβεράν τῆς ψυχῆς διάθεσιν, τὴν ὁποίαν οἱ ἄνθρωποι συνήθως ὀνομάζομεν «πένθος τῆς καρδίας». Ὅταν ὁ Σελὴμ ἐννόησεν, ὅτι ἐγώ, ροφὼν ἐν τῷ μεταξὺ τὸν καφέν μου, ἐμελέτων ἐταστικῶς τὸ βλέμμα του, ἐχαμήλωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ἐμειδίασε μελαγχολικῶς.

- Ἐγώ, εἶπε, ἔπαθα κάτι τί ἀπὸ τὴν εὐγενεία σου - μεγάλο θαῦμα!

- Ἂς εἶναι «χαΐρι», τοῦ εἶπον κατὰ τὸ ἰδίωμα τῶν Τούρκων.

- «Ἰνσαλλάχ» εἶναι χαΐρι, ἀπήντησεν ἐκεῖνος, καὶ προσέθηκε μετὰ τίνα σιγήν:

- Ἐκτύπησε ἡ καρδιά μου, σὰν σὲ εἶδα χθὲς τὸ βράδυ. Σ᾿ ἐνόμισα Ροῦσσον. Μὴ ρωτᾷς πὼς μ᾿ ἐφάνηκε. Σὰν εἶδα πὼς δὲν ἤθελες νὰ εἶσαι Ροῦσσος, παράξενο πρᾶγμα, εἶπα, τόσω καλὸς ἄνθρωπος καὶ νὰ μὴν εἶσαι Ροῦσσος. Ἐβιάζεσο νὰ φύγῃς κ᾿ ἐγὼ θαρρεῖς ἐβιαζόμουν περισσότερο. Καὶ ὅμως, σὰν ἔφυγες καὶ ὕστερα, μὲ ἦλθ᾿ ἕνα παράπονο, γιατί δὲν μπόρεσα νὰ σὲ κρατήσω. Μὲ ἦλθε μία ἐπιθυμία νὰ σὲ ἰδῶ, νὰ σὲ μιλήσω - μεγάλο θαῦμα!

Μόλις ἐδιάβηκες μὲ τ᾿ ἄλογο, κ᾿ ἔπεσα καταπόδι σου, σὰν τὸ λαγωνικό. Μὰ ἐντροπιάσθηκα νὰ σὲ φωνάξω. Καὶ σύ, ποὺ νὰ γυρίσης νὰ ἰδῆς ὀπίσω! Ἂς εἶναι δά!

Εἰς τὸ χωριὸ ἐρώτησα καὶ ἔμαθα ποιὸς εἶσαι. Θεὸς νὰ δώσῃ χαΐρι! εἶπα. Γι᾿ αὐτὸ μὲ ἔσυρεν ὁ ἀέρας τοῦ κατόπιν του. Ἂν εἶναι λοιπὸν ἔτσι, εἶπα μέσα μου, αὐτὸς θὰ ξαναέλθη στὴν Καϊνάρτζα. Δὲν γίνεται ἀλλοιώτικα. Καὶ ἤμουν τόσον βέβαιος ὅτι θὰ ξανάλθης, ὥστε σήμερα ποὺ σὲ εἶδα δὲν μ᾿ ἐφάνηκε καθόλου παράξενο.

- Ἦτον μία συννενόησις τῶν ψυχῶν μας, τῷ εἶπον. Κ᾿ ἐγὼ δὲν ἠμπόρεσα νὰ ἡσυχάσω πρὶν ἐπανέλθω νὰ σὲ ἴδω.

- Ἀλήθεια; ἀνεφώνησεν ὁ Σελὴμ μετὰ παιδικῆς χαρᾶς. Καλὰ λοιπὸν τὸ λέγουν πὼς δυὸ ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ εἶναι τόσο ξένοι μεταξύ τους, καὶ ὅμως οἱ ψυχές τους νὰ εἶν᾿ ἀδέλφια!

Καὶ χαμηλώσας ὀλίγον τὴν φωνὴν ὁ Σελὴμ ἀπήγγειλε μετὰ θρησκευτικῆς εὐλαβείας τὰ τοῦ Πέρσου ποιητοῦ:

Ἀπὸ τῆς γῆς τὰ σκότη ἄτυχη ψυχὴ
τὸν οὐρανὸ κυττάζει.
μίαν ἄλλη ψυχὴ βλέπει στ᾿ ἄστρα εὐτυχῆ,
ποὺ τὴν γλυκοματιάζει -
Τὸ ξεύρουν μεταξύ των: εἶναι συγγενεῖς,
μὰ τοὺς χωρίζει Εἱμαρμένη ἀπηνής!

- Ἐσὺ εἶσαι διαβασμένος ἄνθρωπος, ἐξηκολούθησεν εἶτα ὁ Σελὴμ ἀναλαβὼν τὸ πρότερον ὕφος. Γιὰ πές μου, στὸν Θεό σου! Δὲν εἶν᾿ ἀλήθεια πὼς καὶ οἱ πέτρες, ποὺ εἶναι στὸν κόσμο, ἂν εὕρισκαν κανένα νὰ ποῦν τὰ «ντέρτια» τους, θὰ ἦσαν ἐλαφρότερες;

- Πολὺ ἀλήθεια! εἶπον ἐγώ, ἀποσβολωμένος πὼς ἐκ τοῦ τρόπου, καθ᾿ ὃν ὁ Σελὴμ ἐσκέπτετο. Πολὺ ἀλήθεια!

- Αὐτό, εἶπεν ὁ Σελήμ, τὸ φαντάζομαι, γιατί νοιώθω τὴν καρδιά μου νὰ γίνεται ὁλοένα καὶ βαρύτερη ἀπὸ τὰ ντέρτια μου, τόσο ποὺ καμμιὰ φορὰ μου φαίνεται πὼς ἔγινε πιὰ πέτρα. Ἄλλον ἀπὸ αὐτὸ τὸ κρύο τὸ νερό, ποὺ ξερβουβουλᾶ ἀπὸ τὸν ἄψυχο τὸν βράχο, δὲν ἔχω ποιὸν νὰ ἐμπιστευθῶ τὸν πόνον μου. Μὰ καὶ αὐτὸ καμμιὰ φορὰ θαρρεῖς δὲν θέλει νὰ μ᾿ ἀκούσῃ, καὶ μιλεῖ μονάχο του περισσότερο ἀπὸ ἐμένα, τὸ φλύαρο, καὶ ὥστε νὰ γυρίσω νὰ τὸ ἰδῶ, περνᾷ καὶ φεύγει.

- Ἂν μπορῶ ν᾿ ἀκούσω ἐγὼ τὰ ντέρτια σου, Σελὴμ - Ἀγά, τῷ εἶπον, ὑπόσχομαι νὰ μείνω ἐδωνὰ ἀκίνητος, ἀμίλητος. Τί κρυφὸ πόνο ἔχεις στὴν καρδιά σου;

- Δὲν ἔχω κανένα κρυφὸ νὰ σὲ διηγηθῶ, μὲ εἶπε τότε, ἢ κανένα «ντέρτι» ποὺ δὲν ἠμποροῦσαν ν᾿ ἀκούσουν κι ἄλλοι. Μὰ γιὰ τοὺς ἄλλους ὁ Μοσκὼβ - Σελὴμ εἶναι ἄνθρωπος σχεδὸν τρελλός. Τί θέλεις νὰ τοὺς πῶ; Πῶς θέλεις νὰ μὲ καταλάβουν; Γι᾿ αὐτὸ σὰν ἄκουσα διὰ τὴν εὐγενεία σου, ἐπῆρε ἀναπνοὴ τὸ στῆθος μου. Τέτοιος ἄνθρωπος, εἶπα μέσα μου, θὰ εἶναι καλὸς καθὼς καὶ οἱ Ροῦσσοι. Σ᾿ αὐτὸν ἂν πῇς τὸν πόνο σου, εἶναι σὰν νὰ τὸν εἶπες εἰς ὅλο τὸν κόσμο. Ἔτσι δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ μὲ κατηγορήση πλέον διὰ δειλόν, διὰ προδότην. Διότι ὅπως σὲ τὸ χάραξα προτήτερα, ἔτσι ἔχω ἀπόφασι καὶ νὰ τὸ κάνω. Ἅμα πατήσουν τὸ ποδάρι τοὺς ἄλλη μία οἱ Ροῦσσοι στὴν Τουρκία, ἐγὼ θὰ πάγω μὲ τὸ μέρος τους. Θὰ γίνω σύμμαχός τους. θὰ πάγω εἰς τὸν τόπο τους καὶ δὲ θὰ ἔλθω πίσου. Ἔχω δίκιο; ἔχω ἄδικο; Θὰ τὸ καταλάβης ὅταν ἀκούσῃς τὴν ἱστορία μου.

Ἐνταῦθα πρέπει νὰ ὁμολογήσω ὅτι ἠδίκησα τὸν Σελὴμ ἔστω καὶ κατὰ διάνοιαν. Διότι ναὶ μὲν νὰ προβλέψω τὸ αἴτιον τῆς θλίψεώς του δὲν ἠδυνάμην οὐδ᾿ ὀπωσοῦν. Ἀλλ᾿ κ᾿ ὁ τρόπος δι᾿ οὗ εἰσήρχετο εἰς τὸ προκείμενον, συνεδέετο τόσῳ προφανῶς πρὸς τὴν ἀποδιδομένην αὐτῷ μόνιμον ἰδέαν τοῦ φιλορωσσισμοῦ, ὥστ᾿ ἐφοβήθην πρὸς στιγμὴν μὴ περιέπεσα εἰς τὴν παγίδα ἐξύπνου τινὸς μονομανοῦς καὶ κατεδίκασα ἐμαυτὸν ν᾿ ἀκούσω πράγματα ἀνάξια προσοχῆς σπουδαιοτέρας. Ἐσκέφθην ὅμως πάλιν ἐν ἀκαρεῖ, ὅτι ὁ λαλῶν πρὸς ἐμὲ ἦτο Τοῦρκος. ἀνῆκε δηλαδὴ εἰς τὸ Ἔθνος ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου ἰδιαίτατον χαρακτηριστικὸν εἶναι ἡ βαθεῖα περιφρόνησις παντὸς ὅ,τι δὲν συμφωνεῖ πρὸς τὴν θρησκείαν καὶ τὰς παραδόσεις αὐτοῦ, ἡ μετὰ τυφλοῦ φανατισμοῦ προσήλωσις εἰς ἐκείνας πρὸς πάντων τὰς προλήψεις, ὧν ἀντικείμενον εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ἐθνικῆς φιλαυτίας καὶ φιλοτιμίας, καὶ πρὸ πάντων ἡ μετὰ στωικῆς ἀπαθείας ἀποδοχὴ τῶν τῆς ψυχῆς περιπετειῶν ἔν τε τοῖς ἐθνικοῖς καὶ τοῖς ἰδιωτικοῖς πράγμασι. Καὶ θὰ ἦτο λοιπὸν ὑπὸ πλείστας ἐπόψεις ἐνδιαφέρον νὰ γνωρίση τις ὁποίοι λόγοι ἔκαμαν τὸν Σελὴμ νὰ ἀρνηθῆ, ν᾿ ἀποβάλῃ τὸν ἐθνικὸν αὐτοῦ χαρακτῆρα.

Ὁ Σελήμ, ἀφοῦ ἐπὶ τίνα ὥραν ἔμεινε συλλογισμένος, ὡς ἐὰν προσεπάθει νὰ συγκεντρώση τὰς δυνάμεις του, ἐχαμήλωσεν αἰδημόνως τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ἤρχισε νὰ διηγῆται μετὰ φωνῆς ἀσθενοῦς καὶ παλλομένης, οὕτως ὡς ἐὰν ἐξήρχετο ἀπὸ χαλασμένου μουσικοῦ ὀργάνου:

- Ἐγεννήθην ἀπὸ Μπέηδες καὶ εἶχα πλουσίαν οἰκογενείαν. Εἶχα ἀκόμη δυὸ ἀδελφοὺς ὁμομητρίους. Ἐπειδὴ δὲ ἤμην ὁ τελευταῖος, καὶ ἀδελφὴν δὲν εἴχομεν, ἡ μητέρα μας ἡ συγχωρεμένη, ὄχι μόνον δὲν ἤθελε νὰ μὲ ἐβγάλη ἀπὸ τὸ «χαρέμι», ἀλλὰ καὶ μ᾿ ἐστόλιζεν ὡς νὰ ἤμουν κόρη. Ἤθελε βλέπεις ἡ καϋμένη νὰ γελᾷ τὸν ἑαυτόν της καὶ [νὰ] παρηγορῇ τὴν λύπιν της, διότι δὲν εἶχε κ᾿ ἐκείνη μίαν θυγατέρα. Ἔγινα δώδεκα χρόνων παιδὶ καὶ ἀκόμη εἶχα μακρυὰ μαλλιά, «κηνιασμένα» νύχια, βαμμένα μάγουλα, κ᾿ ἐφοροῦσα κοριτσίστικα φορέματα. Ἡ μητέρα μ᾿ ἐκαμάρωνε - Θεὸς συγχωρέσοι την! - τόσω περισσότερον, ὅσω φανερώτερον ἦτο, ὅτι μόνον ἐγὼ τὴν ὠμοίαζα καθ᾿ ὅλα. Ἐγώ, ἐνόσω ἤμην μικρός, ὑπέφερα νὰ μὲ ζωγραφίζουν καὶ νὰ μὲ στολίζουν ὡσὰν κοῦκλα. Ἐνόσω ὅμως ἐμεγάλωνα, ἐπερίσσευε καὶ ἡ ἀηδία μου διὰ τὰ χαϊδεύματα τῶν γυναικῶν. Αὐτὸ προξενοῦσε μεγάλην θλίψιν εἰς τὴν καλήν μου τὴν μητέρα, διότι τὸ ἔβλεπεν ἡ καϋμένη πὼς ἤμουν ἀνυπόμονος, πὼς δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα νὰ πετάξω ἔξω ἀπὸ τὰ χέρια της. Τὸν πατέρα μας τὸν ἔβλεπα πολὺ σπανίως. Ἦταν ὑπερήφανος, αὐστηρὸς ἄνθρωπος καὶ δὲν ὡμιλοῦσε πολὺ εἰς τὸ χαρέμι. Ἐμένα ποτὲ δὲν μ᾿ ἐπῆρεν εἰς τὴν ποδιάν του νὰ μὲ χαϊδεύση. Θαρρεῖς πὼς μ᾿ ἐσυχαινόνταν ὅταν μ᾿ ἔβλεπε μὲ μακρυὰ μαλλιὰ καὶ κοριτσίσια ροῦχα. Ποτὲ δὲν μ᾿ ἐχάρισε τίποτα, καὶ πάντοτε μὲ ὠνόμαζε μὲ ἐμπαιχτικὰ παρονόματα. Ἦταν ὅμως καὶ παλληκαρᾶς ἄνθρωπος. Ἀγαποῦσε πολὺ τὰ ἄλογα καὶ τὰ ὅπλα καὶ ἐπερίπαιζε τὰ γυναικίστικα πράγματα. Ἐγὼ μέσα τὸν ἐλάτρευα κ᾿ ἐπιθυμοῦσα νὰ γίνω σὰν ἐκεῖνον, ὠπλισμένος καβαλάρης, τόσω θερμότερα, ὅσω περισσότερον ἐπέμεναν νὰ μὲ κρατοῦν εἰς τὸ χαρέμι!

- To βλέπω πὼς δὲν μ᾿ ἀγαπᾷς ἐμένα, μὲ εἶπεν ἡ μητέρα μου μίαν ἡμέραν, ἐνῷ ἐχάιδευε τὰ μαλλιά μου. Καϋμένο παιδί! Δὲν τὸ ξεύρεις πὼς ὁ πατέρας ἔχει τώρα καὶ ἄλλην γυναῖκα, πῶς ἐμᾶς δὲν θέλει πιὰ νὰ μᾶς γνωρίζει! Ἂν πᾷς κ᾿ ἐσὺ μαζί του, ἐγὼ θ᾿ ἀποθάνω! Τὸ ξεύρεις; - Μὰ ἔχει καὶ εὔμορφο «ἄτι» ὁ πατέρας, εἶπα ἐγὼ τότε, ὡσὰν παιδί, ἔχει καὶ χρυσὰ πιστόλια εἰς τὴν μέση, γι᾿ αὐτὸ ἔχει καὶ ἄλλην γυναῖκα. - Καλά, εἶπεν ἡ μητέρα μου, ὕστερα ἀφοῦ ἐσκέφθη πολλὴν ὥρα λυπημένη. Τὸ μπαϊράμι δὲν εἶναι μακρυὰ ἀρνί μου. Ἂν θέλῃς νὰ μ᾿ ἀγαπᾷς ὅσον σ᾿ ἀγαπῶ ἐγώ, καὶ πιστόλια θὰ σὲ ἀγοράσω τότε καὶ ὅ,τι ἄλλο θελήσης. Δός με μόνον τὴν ὑπόσχεσί σου πὼς δὲν θὰ γένης καὶ σὺ ἀδιάφορος σὰν τ᾿ ἄλλα σου τ᾿ ἀδέλφια. - Καθὼς εἶπα, θὰ ἤμην ἕως δώδεκα χρόνων παιδί, καὶ θαρρῶ πὼς ἄλλο ἀπὸ τὸ γάλα ποὺ μ᾿ ἐβύζαξε, τίποτα δὲν ἠμπόρεσε νὰ μὲ ἀφομοιώση τόσον εἰς τὴν μητέρα μου, ὅσον ἡ ὑπόσχεσις ὅτι θὰ μ᾿ ἐβγάλη τὰ κοριτσίστικα καὶ [θά] μὲ φορέση πιστόλια. Ἀγάπην - ἀγάπην ἠσθανόμην δι᾿ αὐτὴν ἄπειρον καὶ μόνον δι᾿ αὐτὴν τὴν ἀγάπην της ἐστάθη δυνατὸν νὰ μὲ ἔχουν τόσον καιρὸ μεταμορφωμένον καὶ φυλακισμένον. Ἀπὸ τὴν στιγμὴν ὅμως ποὺ μὲ ἔδωκε νὰ καταλάβω, ὅτι ὁ πατέρας τὴν καταφρονεῖ πρὸς χάριν μίας ἄλλης, δὲν ἤξευρα μὲ ποιὸν τρόπον νὰ τῆς φανερώσω τὴν ἀγάπην μου ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον. Ποτὲ δὲν ἔφευγα ἀπὸ κοντά της. Ποτὲ δὲν παρήκουσα τοὺς λόγους της. - Ὅταν μὲ ἀγαπᾷς ἐσύ, ἔλεγε πολλὲς φορὲς ἡ μητέρα μου - Θεὸς σχωρέσοι την, - δὲν αἰσθάνομαι τὴν περιφρόνησι τῶν ἄλλων. Ἴδε τ᾿ ἀδέλφια σου, ἐπῆραν ἀπὸ τὸν πατέρα τους. Δὲν ἔχουν καρδιὰ μέσα στὰ στήθια. Μόνον ἐσὺ ὠμοίασες ἐμένα. Ὁ Θεὸς νὰ σὲ δώσῃ τὴν εὐλογία του!

Τὸ μπαϊράμι δὲν ἄργησε νὰ ἔλθῃ, κ᾿ ἐγὼ εὑρέθηκα ἔξαφνα παλληκαράκι μὲ τὸ «τιπελίδικο» μου τὸ «φέσι», μὲ πράσινα «τζαμεντάνια» καὶ «ποτούρια», μὲ χρυσοκέντητα «τοζλούκια», καὶ κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν τῆς μητρός, μὲ δυὸ μικρὰ «πιστολάκια» εἰς τὸ μεταξωτό μου ζωνάρι.

Ἐπῆγα νὰ πετάξω ἀπὸ τὴν χαρά μου. Πρῶτα πρῶτα ἔτρεξα νὰ ἀγκαλιασθῶ τὸν πατέρα μου. Τώρα πλέον δὲν θὰ μὲ περιπαίζῃ. Τώρα θὰ τὸν ἀρέσω. Ὅσην χαρὰ ἄλλην τόσην λύπην ἐπῆρα, ὅταν μὲ εἶδε κ᾿ ἐξύνισε τὸ αὐστηρό του πρόσωπο, καὶ εἶπε πὼς δὲν ἠξεύρω νὰ περπατῶ σὰν ἀγόρι!

Ἔλεγα ἄλλοτε μὲ τὸν νοῦ μου: ἂν δὲν μὲ ἀγαπᾷ ὁ πατέρας ἴσα μὲ τ᾿ ἄλλα μου τ᾿ ἀδέλφια, φταίουν τὰ κοριτσίστικά μου φορέματα. Ἐπερίμενα λοιπὸν νὰ μὲ πάρη μὲ τὸ καλό, τώρα ποὺ ἐνδύθηκα ὡσὰν ἐκεῖνον, ποὺ ἐκαβαλίκευα περήφανος τὸ ἀλογάκι κ᾿ ἐπήγαινα εἰς τὸ σχολεῖο. Τίποτε. Πάντοτε ἐγὼ ἤμην ὁ ἀνίκανος, ὁ δειλός, ὁ συχαμερός. Ὅ,τι καὶ ἂν ἔκαμνα, πάντοτε ἔφταια. Ἔλυωνε ἡ καρδιά μου, ὅταν ἔβλεπα πὼς ὁ πατέρας μὲ κανένα τρόπον δὲν ἤθελε νὰ μὲ ἀγαπήση. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό. Ἐθύμωνε ὅταν ἔβλεπε πὼς ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός μου δὲν ἄφινε τὸν μεσιανὸ νὰ μὲ κακομεταχειρίζεται.

Τὸ ἐναντίον, ἡ μητέρα μου ποὺ τὰ ἐμάθαινε ὅλα προσπαθοῦσε νὰ μὲ κρατήσῃ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον καιρὸν κοντά της εἰς τὸ χαρέμι, μὲ τὴν πρόφασιν ὅτι μ᾿ ἐδίδασκε τὸ μάθημά μου. Ἦταν ἀπὸ μεγάλη οἰκογένεια καὶ ἤξευρε γράμματα. Κ᾿ ἐγὼ τὸ ἤθελα νὰ εἶμαι κάποτε μαζί της, διότι τὸ ἔβλεπα πὼς ἦτο δυστυχής, καὶ ὅτι εἶχε πολλὴν παρηγοριὰ ὅταν εἴμεθα μαζί, καὶ ἠμποροῦσε νὰ μὲ λέγῃ πόσες πίκρες τὴν ἐπότιζε ἡ δεύτερη γυναῖκα τοῦ ἀνδρός της. Ἡ καρδιά μου ἔσταζεν αἷμα ὅταν τὰ ἄκουα, μὰ ποτὲ δὲν ἀπεφάσισα νὰ μαλώσω μὲ κανένα, νὰ ὑπερασπιθῶ τὴν μητέρα μου διὰ τὴν ἀδικία ποὺ ὑπέφερε. Διότι ἡ μόνη μου ἐπιθυμία ἦτο νὰ μ᾿ ἀγαπήση ὁ πατέρας μου. Λοιπὸν ἔκαμνα ὅ,τι ἤξευρα πὼς τὸν εὐχαριστοῦσε, καὶ πρὸ πάντων προσπαθοῦσα νὰ εἶμαι τὸ ἕνα με τὸν μεγάλο μας ἀδελφό, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχεν ὁ γέρος πολλὴν ἀδυναμίαν. Τὸν ἔμοιαζεν ὡς τὴν τρίχα τὸν πατέρα μας, μὰ ἦταν πολὺ μαλακός, πολὺ καλόκαρδος νέος. Πολλὲς φορὲς τὸν ἄκουσα νὰ μ᾿ ἐπαινῇ εἰς τὸν πατέρα, πολλὲς φορὲς προσπάθησε νὰ μὲ βάλῃ στὴν καρδιά του - ἐστάθηκεν ἀδύνατο. Ἔγινα δεκαοχτὼ χρονῶν παλληκάρι, ἕνα γλυκὸ λόγο δὲν ἄκουσα ἀπὸ τὰ χείλη του. Ἐκεῖ μία μέρα ἦλθαν νὰ κληρώσουν στρατιώτας κ᾿ ἐβγῆκεν ὁ κλῆρος τοῦ ἀδελφοῦ μου τοῦ μεγάλου.

- Χαίρω, πολὺ χαίρω, εἶπεν ὁ πατέρας, ὅταν τοῦ ἐφέραμεν τὴν εἴδησι. Ὁ Σερασκέρης εἶναι κάπως συγγενής μας, καὶ ἀφοῦ «κισμέτι» σου ἦταν νὰ γένῃς στρατιώτης, θέλω νὰ γένῃς μεγάλος εἰς τὰ σταρτιωτικά. Θὰ στείλω ἕνα γράμμα εἰς τὸν Σερασκέρη καὶ θὰ κάμῃς καθὼς σὲ παραγγείλω.

Ὁ ἀδελφός μου ἔχασε τὴν θωριά του, καὶ καθὼς ἔστεκε μὲ σταυρωμένα χέρια ἐμπρός του, ἔτρεμε σὰν τὸ φύλλο. Ὁ πατέρας καθὼς εἶπα, τὸν ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, μὰ ἦταν αὐστηρός, σκληρὸς ἄνθρωπος. Ἐκεῖνο ποὺ ἤθελε, ἔπρεπε νὰ γίνῃ.

- Δὲν εἶναι τίποτε γιὰ νὰ φοβηθῆ κανείς, ἐξακολούθησε νὰ λέγῃ ὁ πατέρας, ὅσον εἶναι γραφτὸ του ν᾿ ἀποθάνη μὲ τὸ μολύβι θ᾿ ἀποθάνη. Ἀκούω ἔξω βροντᾷ τὸ τουμπελέκι - οἱ νεοσύλλεκτοι μαζεύονται γιὰ νὰ διασκεδάσουν - ἄιντε, πήγαινε ναὑρῆς τοὺς συντρόφους σου.

Ὁ ἵδρως ἔσταζε ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ μου, τὰ μάτια του ἦταν βαθειὰ σκοτιδιασμένα. Ὁ πατέρας δὲν ἐγύρισε νὰ τὸν ἰδῆ. Ἂν δὲν ἐπρόφθανα νὰ βάλω τὸ χέρι μου ἀποκάτω στὴν μασχάλη του, νὰ τὸν κρατήσω, θὰ ἔπεφτε λιποθυμισμένος ἐκεῖ πέρα. Ὁ πατέρας ἐγύρισε τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἐσηκώθηκεν ἀπὸ τὸ «μεντέρι», καὶ χωρὶς νὰ προσθέση τίποτε, χωρὶς νὰ καλονυχτίσῃ, ἐπῆγεν εἰς τὸ χαρέμι. Ἄλλη φορὰ ποτὲ δὲν εἶχε πάγει τόσον ἐνωρὶς εἰς τὸ χαρέμι.

Ἦταν ἐπάνω - κάτω δειλινό. Τὰ «τουμπελέκια» ἔρχονται ὁλονὲν κοντήτερα. Φωνὲς ἀκούονταν: «Πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ Σουλτάνου»! βιολιὰ καὶ λαγοῦτα ἀκούσθησαν ἔξω ἀπὸ τὴν θύραν μας - ἤρχονταν νὰ τὸ πάρουν. Ὁ ἀδελφός μου ἐχύθη εἰς τὸ λαιμό μου, ἔκρυψε τὸ πρόσωπό του εἰς τὰ στήθια μου, καὶ μὲ κάτι κλάμματα ποὺ ἐράγιζαν τὴν καρδιά σου, μὲ μία φωνὴ βαθειὰ βαθειὰ καὶ ἀπελπισμένη: - Δὲν πηγαίνω! εἶπεν. Θὰ μὲ σκοτώσουν εἰς τὸν πόλεμο. Δὲν βαστῶ νὰ πάγω!

- Μὴν ἀπελπίζεσαι, τοῦ εἶπα, ἀφέντη μου. Εἶναι καιρὸς ἀκόμη ἕως ὅτου νὰ πᾷς, ὁ πατέρας μπορεῖ ἀκόμη νὰ σ᾿ ἐξαγοράση· καὶ ἂν δὲν τὸ κάμῃ, ἐγὼ πηγαίνω εἰς τὸν τόπο σου. Μὴ φοβᾶσαι!

Ὁ θόρυβος ἔφθασεν ἐπάνω στὴν σκάλα. Τὸ πράσινο «μπαϊράκι», ἡ σημαία τῆς στρατολογίας, ἐφάνηκεν ἐμπρός. Οἱ νεοσύλλεκτοι κατόπιν. Μερικοὶ ἦσαν μεθυσμένοι ἀπὸ κρασὶ καὶ ἀφιόνι. Μερικοὶ ἦσαν μεθυσμένοι χωρὶς νὰ ἔπιαν τίποτε. Ὅλοι ὅμως ἐφαίνονταν χαρούμενοι, καὶ ἂς μὴν ἦσαν καθόλου.

- Ἔλα, ἀδελφὲ Χασάνη, ἐφώναξεν ὁ σημαιοφόρος, ἕνας κοντὸς καὶ χοντρὸς κακῆς διαγωγῆς ἄνθρωπος. Ἡ Βασιλεία μᾶς δίδει ὀχτὼ μέρες διορία, νὰ χαροῦμε ὅπως θέλουμε, πρὶν ἔμβουμε στ᾿ «ἀσκέρι». Ἔλα. Καὶ σὰν ἔχῃς στὸ μάτι καμμιὰν εὔμορφη ρωμιὰ καὶ σὰν ἔχῃς κανένα ἀπὸ τοὺς γκιαούρηδες «καρίζι» - ἔλα. Νὰ καιρὸς τώρα νὰ βγάλης τὸ «ἄχτι» σου. Ὅ,τι κι ἂν κάνῃ κανεὶς τώρα, ὅλα σχωρεμένα.

Ὁ καϋμένος ἀδελφός μου! ἔμοιαζε τὸν πατέρα μου στὴν ὄψι, σκληρὸς καὶ ἄγριος ἀπ᾿ ἔξω, καὶ κανένας δὲν ἐπίστευε πόσο μαλακός, πόσο ἥμερος ἦταν στὴν καρδιά. Καὶ ἤρχονται νὰ τὸν πάρουν ἀρχηγὸ τοὺς διὰ δαρμοὺς καὶ σκοτωμούς, διὰ κλεψιὲς καὶ μπερμπατιὲς ποὺ ἐλογάριαζαν νὰ κάμουν!

Τὰ βιολιὰ ἔπαιζαν κάτω εἰς τὸ κατώγι. Οἱ δοῦλοι ἐμαζεύθηκαν ὅλοι μέσα στὴ σάλα. Ὁ ἀδελφὸς ἦταν κίτρινος σὰν τὸ κερί. Ὁ «μπαριακτάκης» τὸν πῆρε καὶ τὸν μίλησε ἰδιαιτέρως. Ἂν ἤμουν ἐγώ, ποτὲ δὲν θὰ μ᾿ ἔπαιρναν μαζί τους. Μὰ ὁ ἀδελφός μου δὲν εἶχε θέληση. Σὰν τοὺς εἶδε ὅλους με τόση ψευτοπαλληκαριά, παραδώθηκε θαρρεῖς εἰς τὴν προαίρεσί τους. Ἐκρέμασε τὸ κεφάλι του καὶ τοὺς ἀκολούθησε. Δὲν πειράζει, εἶπα μέσα μου, ἂς πάγῃ μαζί τους νὰ διασκεδάσῃ. Θὰ πάρη θάρρος. Ἀφοῦ τὸ θέλει ὁ πατέρας, δὲν εἶναι τρόπος νὰ μὴν πάγη στρατιώτης. Ἐκείνη τὴν νύκτα δὲν ἦλθε νὰ κοιμηθῆ στὸ σπίτι. Κ᾿ ἐπειδὴ ἐπρόφθασε κ᾿ ἔφυγε καὶ ὁ ἄλλος ἀδελφός μου μαζί τους, ἐγὼ ὁ μικρότερος ἔπρεπε νὰ μὴ λείψω ἀπὸ τὸ «σελαμλίκι». Τὰ τύμπανα βροντοῦσαν ὅλη νύχτα, καὶ δυὸ φορὲς ἔστειλα νὰ ἐξετάσουν οἱ δοῦλοι μὴν τύχη καὶ τὸν ἐμέθυσαν ἄσχημα. Δὲν εἶχε τίποτε ὡς τὰ μεσάνυχτα.

Τὸ πρωὶ πρωὶ ἐβγήκα νὰ πάγω νὰ τὸν πάρω, γιατί ἔνοιωσα τὸν ἄλλον ἀδελφό μου ποὺ ἦλθε μόνος καὶ ἐπλάγιασεν εἰς τὸ κρεββάτι. Δὲν ἐπῆγα πολὺ μακρυά, νὰ ὁ «Μπαριακτάρης», μὲ πεντέξη νεοσύλλεκτους καταπόδι του, μὲ κρεμασμένα κεφάλια καὶ «αὐτὸς ὁ τοῖχος δικός μου!», «αὐτὸς ὁ τοῖχος δικός σου!». Τόσω μεθυσμένοι ἦσαν.

- Ποῦ εἶναι ὁ Χασᾶν ὁ ἀδελφός μου; τὸν ἠρώτησα.

- Ἐπῆγε στὸ διάβολο! ἐμούγκρισεν ἐκεῖνος, βραχνὰ βραχνά. Ἄφησε τὰ συντρόφια του κ᾿ ἐπῆγε στὸ διάβολο!

Ἑτοιμαζόμην νὰ προχωρήσω, ὅταν εἶδα τὸν δοῦλο ἑνὸς πλουσίου νέου.

- Ὁ ἀδελφός μου ψὲς τὸ βράδυ ἦταν μὲ τὸν ἀφέντη σου, τοῦ λέγω. Ξέρεις ποῦ εἶναι τώρα;

- Πάλε μ᾿ ἐκεῖνον εἶναι, ἀπήντησεν αὐτὸς κ᾿ ἔκλεισε πονηρὰ τὸ μάτι.

- Μὰ ποῦ εἶναι; Στὸ κονάκι σας;

- Θεὸς φυλάξοι! λέγει αὐτός, τέτοια φτερουγιασμένα πουλιὰ μέσ᾿ στὸ κλουβὶ τί θέλουν;

- Δὲν ἔχω διάθεσι ν᾿ ἀκούω τὲς συχαμάρες σου, τοῦ λέγω τότε. Ξεύρεις νὰ μὲ πῇς τί ἔγινε ὁ ἀδελφός μου;

- Ξεύρω, εἶπεν ἐκεῖνος τότε μὲ αὐθάδεια. Ἔγινε λιπόστρατος.

Δὲν ἐπρόφθασε νὰ πῇ τὴν λέξι, τὸν ἁρπάζω ἀπὸ τὸ καρύδι τοῦ λαιμοῦ μὲ τόσην δύναμι, ὅπου τὰ μάτια του ἐβγήκαν σὰν τὰ αὐγὰ ἀπὸ τὴν θέσιν τους.

- Σκύλλε, τοῦ εἶπα, πάρε πίσω αὐτὴν τὴν βλαστημιά, εἰδεμὴ σὲ παίρνω τὴν ζωή σου!

- Ἀμάν! ἀμάν! ἐβόγγησεν ἐκεῖνος μισοπνιγμένος. Ἄφησέ με καὶ δὲν τὸ λέγω. Δὲν τὸ εἶπα κανενὸς ἄλλου.

- Ἔλα ἐδῶ, ἄθλιε, τοῦ εἶπα τότε, καὶ τὸν ἔσυρα μέσα εἰς τὸ σπίτι.

- Ἐγὼ δὲν φταίγω τίποτε, εἶπεν. Εἶμαι δοῦλος κ᾿ ἔκαμα ὅ,τι μ᾿ ἐπρόσταξαν. Ἑτοίμασα τ᾿ ἄλογα καὶ τοὺς ἐφύλαγα ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό. Τ᾿ ἄλλα τὰ χρειαζούμενα τὰ ἔφερε ὅλα ὁ ἀδελφός σου ὁ δεύτερος. Δὲν σὲ τὸ εἶπε ποῦ τὸν ἐβοήθησε νὰ φύγῃ; θὰ ἤτανε δυὸ ὧρες περασμένα τὰ μεσάνυχτα ποὺ τοὺς ἐδώκαμε δρόμο.

Τοῦ ἔκλεισα ἕνα φλουρὶ στὸ χέρι, καὶ - Κύτταξε καλά, τοῦ εἶπα, ἂν μάθω πὼς ἐφλυάρησες τίποτε - σ᾿ ἔχω σκοτωμένο!

Ὕστερ᾿ ἀπὸ δυὸ τρεῖς ὧρες ἐστεκόμουν ἐμπρὸς εἰς τὸ στρατιωτικὸν συμβούλιον καὶ ἔδιδα προφορικὴν ὁμολογίαν: «Ἐπειδὴ ὁ μεγαλείτερός μου ἀδελφὸς εἶναι ἀπαραίτητος εἰς τὴν οἰκογένειάν μας, ἔρχομ᾿ ἐγὼ νὰ τὸν ἀντικαταστήσω κατὰ τὸ δικαίωμα τὸ ὁποῖον μὲ δίδει ὁ νόμος καὶ ἡ συνήθεια τοῦ τόπου».

Ἡ ὑπόληψις τῆς οἰκογενείας μας ἦτο μεγάλη, ὁ πατέρας μου, ἐὰν ἤθελε, ἠμποροῦσε νὰ τὸν ἐξαγοράση τὸν ἀδελφό μου. Τὸ συμβούλιο λοιπὸν δὲν ἐψιλολόγησε πολλὰ πράγματα. Ὁ γραμματεὺς ἔσβυσε τὸ ὄνομα τοῦ Χασᾶν καὶ ἔγραψε τὸ ἰδικό του. Ἔδωκα τὸν ὅρκον εἰς τὸν Σουλτάνον καὶ τὴν σημαίαν, καὶ ἐσκεπτόμουν καθὼς ἔβγαινα τὴν θύρα μὲ τί τρόπο ν᾿ ἀναφέρω τὸ πρᾶγμα στὸν πατέρα μου. Ὁ γέρος ἦταν φιλότιμος, ὑπερήφανος, ἰδιότροπος ἄνθρωπος. Ἐμπρὸς εἰς τὴν ὑπόληψίν του τὴν ζωὴ δὲν τὴν εἶχε τίποτε. Στοῦ κόσμου τὰ μάτια τὴν ἔσωσα τὴν ὑπόληψί μας. Κανεὶς δὲν εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ εἴπῃ τὸν ἀδελφό μου λιπόστρατον, ἀφοῦ ἐγὼ ἤμην ὁ νεοσύλλεκτος. Ἀλλὰ ὁ πατέρας; ὁ πατέρας ἐλογάριαζε τὰ πράγματα μὲ τὸν ἰδικό του τὸν τρόπο - πῶς θὰ τὸν εὕρῃ ἄρα γε αὐτὸ ποὺ ἔγινε;

Ἐκεῖ ποὺ εἶχ᾿ αὐτὰ στὸν νοῦν μου κ᾿ ἐκαταίβαινα τὴν σκάλα, νὰ ἕνας ταχυδρόμος ὤρμησε μέσα στὴν αὐλὴ τοῦ διοικητηρίου. Τὸ ἄλογό του ἔπλεεν εἰς τὸν ἵδρω, - Βασιλικὸ διάταγμα: Οἱ νεοσύλλεκτοι νὰ ξεκινήσουν αὐτὴν τὴν στιγμὴ διὰ τὴν Ἀδριανούπολι. Μ᾿ ἐφώναξαν ὀπίσω καὶ μὲ κράτησαν, καὶ ἔστειλαν νὰ συναθροίσουν καὶ τοὺς ἄλλους.

Τότε δὲν ἤξευρα ἀκόμη τ᾿ εἶν᾿ ὁ στρατιώτης. ἕἝνα λεπτό, τοὺς παρεκάλεσα, νὰ πεταχτῶ, ν᾿ ἀφήσω τῆς μητέρας μου ὑγείαν - ἀδύνατον. Ὅλων τὰ πρόσωπα ἦταν σοβαρά. Ὁ ἀξιωματικὸς ποὺ ἦλθε διὰ τὴν κλήρωσι - Θεὸς νὰ σὲ φυλάξη! Ὁ ταχυδρόμος ἤρχετο ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα..τὸν ἠρώτησαν τὰ νέα. Εἰς ὀλίγην ὥρα τάμαθεν ὁ κόσμος: Τὸ κράτος ἔχει πόλεμο μὲ τὴν Ρουσσία - ἦταν ὁ πόλεμος τῆς Κριμαίας ὅπου ἄρχισε.

Μὲ τὸν κατάλογο στὸ χέρι, ὁ χιλίαρχος ἐμάνδριζ᾿ ἕναν νεοσύλλεκτο μέσα εἰς ἕνα «ἀχοῦρι». Ἐμένα μὲ εἶχαν βάλει αὐτοῦ μέσα πρῶτο πρῶτο. Ἐνόμιζες πὼς τοῦ ἐσκότωσε κανεὶς ἀπὸ ἐμᾶς τὸν πατέρα του. Μὲ τέτοιο τρόπο μας ἐκύτταζε. Ὅσο τὸν συλλογιοῦμαι τώρα, θαρρῶ πὼς δὲν ἐχθρεύθηκα, δὲν ἠμπορῶ νὰ ἐχθρευθῶ κανένα εἰς τὸν κόσμο περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν κακοῦργο!

- Μία στιγμή! Μισὴ στιγμή! Ἐδῶ εἶναι ζωὴ ἢ θάνατος. Ὅποιος πηγαίνει δὲν ἠξεύρει ἂν θὰ γυρίση πίσω. Μία στιγμὴ γιὰ νὰ φιλήσω τὸ χεράκι τῆς μητέρας μου, νὰ πάρω τὴν εὐχή της!

- Ἀδύνατον! Ἀδύνατον!

Ὅταν μᾶς ἔβγαλαν εἰς τὴν αὐλὴ διὰ ν᾿ ἀναχωρήσωμεν, διέκρινα τὸν δεύτερό μου ἀδελφόν, μέσα εἰς τὸ πλῆθος ποὺ ἦλθε ν᾿ ἀποχαιρετήσῃ τοὺς ἰδικούς του. Δὲν ἤξευρε τί ἔκαμα ἐγὼ εἰς τὸ μεταξύ, καὶ ἀποροῦσε πὼς ἐστεκούμουν εἰς τὴν σειρὰ μὲ τοὺς νεοσύλλεκτους.

- Ὁ πατέρας - εἶπε, σὰν ἦλθε κοντά μου - μ᾿ ἔδωκεν ἕνα γράμμα κ᾿ ἕνα πουγγὶ νὰ τὰ δώσω τοῦ Χασάνη. Μὲ παρήγγειλε νὰ τοῦ εἰπῶ πὼς τὸν στέλλει τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὴν μέση της καρδιᾶς του, νὰ φανῇ ἄξιο παιδί του, νὰ μὴν τὸ ντροπιάσῃ. Ἤθελε νὰ ἔλθῃ καὶ ὁ ἴδιος νὰ τὸν ἀποχαιρετήσῃ μὰ τὸ πρᾶγμα ἦλθε πολὺ ἔξαφνα καὶ φοβήθηκε γιατί τὸ παιδί του πάγει στρατιώτης. Ποῦ εἶναι ὁ Χασάνης;

- Ἐσὺ ξεύρεις πολὺ καλὰ πὼς ὁ ἐφέντης ὁ ἀδελφός μου εἶναι ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ εἶναι, εἶπα ἐγὼ τότε, καὶ εἶναι μὲ τὴν σύμπραξί σου. Ἀλλὰ καθὼς βλέπεις, ἡ θέσις του δὲν εἶναι ἄδεια. Καὶ ἂν θέλῃς νὰ μὴν εὕρῃς αὐτὴν τὴν φορὰ τὸν μπελά σου διὰ τὴν ἄτιμη χάρι ποὺ τοῦ ἔκαμες, ἄκουσε τί θὰ σὲ εἰπῶ. Οἱ χωροφύλακες θὰ σταλοῦν κατόπιν εἰς τοὺς λιποτάκτας μὲ αὐστηρὴ διαταγὴ νὰ τοὺς πιάσουν. Ἐσὺ ποὺ ξεύρεις τὸ καταφύγιό τους, τρέξε νὰ σώσης τὸν ἀδελφό μας. Δὲν ἠξεύρει κανεὶς πὼς εἶναι λιπόστρατος, διότι ἐγώ, πρὶν ζητηθῆ ἐκεῖνος, ἔδωκα «τακρίρι» καὶ ἔγινα δεκτός, καθὼς μὲ βλέπεις, εἰς ἀντικατάστασίν του. Εἰπέ του λοιπὸν νὰ γυρίσῃ ἀμέσως ὀπίσω, μὴν τύχη καὶ μαθευθῆ ὅτι ἔφυγε διὰ νὰ γλυτώσῃ, καὶ μὴ προσβληθῇ ἡ φιλοτιμία τῆς οἰκογενείας μας. Εἰς τὸν πατέρα νὰ πῇς πὼς φιλῶ τὸ χέρι του μὲ δάκρυα, καὶ παρακαλῶ νὰ μὲ δώσῃ τὴν εὐχή του. Εἰπέ του, ἐγὼ ἐπαρεκάλεσα τὸν Χασάνη νὰ μὲ ἀφήσῃ νὰ πάγω εἰς τὴν θέσι του. Ἤξευρα πόσο τὸν ἀγαπᾷ ὁ πατέρας, καὶ δὲν ἤθελα νὰ τὸν στερηθῆ στὰ γηρατειά του.

Αὐτὰ ἐπρόφθασα καὶ τοῦ εἶπα, ὅταν ἔξαφνα ἐσήμανεν ἡ τρομπέττα. Τὰ δυὸ τ᾿ ἀδέλφια ἀγκαλιασθήκαμε μὲ δάκρυα στὰ μάτια - ποιὸς ἠξεύρει ἂν θὰ ξαναϊδωθοῦμε! - ἡ τρομπέττα ἐσήμανεν ἀκόμη μία φορὰ, οἱ ἀξιωματικοὶ ἐκαβαλίκευσαν.

- Πάρε αὐτὸ τὸ δαχτυλίδι, εἶπα, καὶ δῶσ᾿ το τῆς μητέρας μου. Πῶς ἤθελα νὰ ἤτανε καμμιὰ φτωχὴ γυναῖκα, ὡσὰν αὐτὲς ποὺ ἀγκαλιάζουν τὰ παιδιά τους ἐδῶ μέσα εἰς τὸν κόσμο, διὰ νὰ ἠμποροῦσᾳ νὰ τὴν ἔβλεπα ἀκόμη μία φορὰ πρὶν ἀναχωρήσω, ν᾿ ἀκούσω μίαν εὐχὴ ἀπὸ τὰ χείλη της τὰ ἅγια. Μὰ ἐκείνη εἶναι χανούμισσα, μεγάλου μπέη θυγατέρα, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔβγῃ ἀπὸ τὸ χαρέμι, κ᾿ ἐμένα δὲν μ᾿ ἄφηκαν! Δῶσ᾿ της τὸ δαχτυλίδι! Ὅταν θωρῇ τὴν διαμαντόπετρα ὁποῦ ἀστράφτει ἀνάμεσα στὸ μάλαμα, ἂς μὲ θυμᾶται, ἂς θαρρῇ πὼς βλέπει τὸ παιδί της.

Ἡ τρομπέττα ἐσήμανε τρίτη φορά. Ἐμπρὸς εἰς τὴν αὐλόθυρα ἕνας «ἰμάμης» ἔσφαξ᾿ ἕνα πρόβατο, καὶ ἐχύθηκε τὸ αἷμα εἰς τὸν δρόμο μας. Ὕστερα ἐσήκωσε τὰ χέρια νὰ προσευχηθῆ μέσ᾿ στὴν καρδιά του καὶ νὰ μᾶς εὐλογήση. Μέσα στὴν νεκρικὴ σιγή, ἀκούστηκε τὸ τουμπελέκι ἔξαφνα γοργὸ γοργὸ καὶ ἄγριο, ὑψώθηκε ἡ πράσινη σημαία καὶ ὅλοι ἐφωνάξαμε μὲ τὴν καρδιά μας: Πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ Σουλτάνου!

*
* *

Ἔτσι ἐμβῆκα ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπεις εἰς τὰ στρατιωτικά. Ἀλήθεια πὼς τὰ εὕρηκα εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ὄχι καθὼς τὰ ἐφανταζόμουν. Ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ μὲ εἰπῇ πὼς παραμέλησα ποτὲ τὸ χρέος μου. Ὡς καὶ ὁ χιλίαρχος ὅστις μᾶς ἐστρατολόγησε, ἄνθρωπος σὲ λέγω, ποὺ νὰ ἔπιανες τὴν μύτη του, θὰ ἔσταζε φαρμάκι, ὡς κ᾿ ἐκεῖνος ὕστερ᾿ ἀπὸ δυὸ τρεῖς ἡμέρας δρόμον ἤρχισε νὰ μὲ γλυκοττάζη. Δὲν θέλω νὰ σὲ εἰπῶ ἕνα πρὸς ἕνα ὅσα ἦλθαν στὸ κεφάλι μου τόσον καιρὸ ὁποὺ διήρκεσεν ὁ πόλεμος τῆς Κριμαίας. Τοὺς κόπους καὶ τὲς στερήσεις καὶ τὲς κακουχίες τὲς ἔχω κάμει «χαλάλι» εἰς τὸν ἀφέντη μου τὸν Σουλτάνο, χαλάλι καὶ τὸ αἷμα ὅσον μου ἐχύθηκεν ἐμπρὸς εἰς τὴν Σιλίστριαν. Χαλάλι του τὸ ἔκαμα, καθὼς κάμν᾿ ἡ μάνα στὸ τέκνο τῆς χαλάλι τὸ γάλα ποὺ τὸ βύζαξε. Ἕνα πρᾶγμα μόνον μου ἐκάθησε σὰν πέτρα στὴν καρδιὰ - ἦταν τὸ πρῶτο πρῶτο ποὺ μ᾿ ἐπίκρανε - αὐτὸ δὲν ἠμπορῶ νὰ τὸ ξεχάσω. Ἀφοῦ δηλαδὴ ἐδιώξαμε τοὺς Ρούσσους ἀπὸ τὴν Σιλίστρια, εὑρέθηκε πὼς εἶχα μία κακιὰ πληγή, ἡ ὁποία δὲν ἠμποροῦσε νὰ γιατρευθῆ μονάχη καθώς μου ἐγιατρεύθηκαν οἱ ἄλλες. Μ᾿ ἐσήκωσαν λοιπὸν δυὸ νομάτοι καὶ μ᾿ ἐπῆγαν μέσα εἰς τὸ φρούριο, εἰς τὸ νοσοκομεῖο. Πρέπει νὰ ἤμουν εἰς τὸν ἑαυτό μου. Ὅταν ἄρχισα κομμάτι νὰ αἰσθάνωμαι καὶ νὰ καταλαβαίνω τί ὁμιλοῦν τριγύρω μου, ἀκούω ν᾿ ἀναφέρεται συχνὰ πυκνὰ τὸ ὄνομά μου εἰς τὰ στόματα δυὸ τριῶν ποὺ κάθονταν ἐκεῖ κοντά μου. Προσέχω μὲ τὸν νοῦ καλλίτερα - ἦταν μία ἱστορία: τὸ πὼς ἐγὼ ἐπῆρα τὴν πληγὴ διὰ νὰ γλυτώσω τὴν σημαίαν μας ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ, ὕστερ᾿ ἀφοῦ ἔπεσεν ὁ σημαιοφόρος καὶ ὁ χλωμὸς χιλίαρχος μᾶς ἄφησε περικυκλωμένους ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ κ᾿ ἔφυγε. Θαρρῶ πὼς ἐγιατρεύθηκ᾿ ἀπ᾿ ἐκείνη τὴν στιγμὴ μόνο μὲ τὴν ἱστορία ὅπου ἄκουσα παρὰ μὲ τὲς ἀλοιφὲς καὶ μὲ τοὺς ἐπιδέσμους. Καλλίτερα ν᾿ ἀπέθνῃσκα τότε μ᾿ ἐκείνην ἐκεῖ τὴν εὐχαρίστησι! Ἕνας ἰατρὸς - θαρρῶ πὼς ἦταν φράγκος - μ᾿ ἔδωκε νὰ ἐννοήσω πὼς ἔγραψαν εἰς τὸν ἀφέντη μας τὸν Σουλτάνο καὶ θὰ μὲ βάλῃ ἕνα παράσημο ἐπάνω στὴν πληγή μου, ἅμα γίνω καλὰ καὶ σηκωθῶ, διότι εἶμαι καλὸ παλληκάρι. Μὰ ὅλ᾿ αὐτὰ θαρρεῖς ποὺ ἤτανε γελάσματα διὰ νὰ γιατρευθῶ μίαν ὥρα γρηγορώτερα.

Ὅταν ἐθεραπεύθη ἡ πληγή μου κ᾿ ἐβγήκα ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο, βλέπω τὸν κίτρινο χιλίαρχο τὸν λιποτάκτη - ποὺ νὰ τὸν γνωρίσω! Τὸν ἐπροβίβασεν ὁ Σερασκέρης τρεῖς βαθμοὺς καὶ τὸν ἐκρέμασαν ἕνα τρανὸ παράσημο, διότι ἔσωσε τὴν σημαία μέσ᾿ ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν! Μόλις μ᾿ ἀνεγνώρισε, μὲ γνεύει νὰ τὸν πλησιάσω.

- Σήμερα, εἶπε, πηγαίνει ἓν᾿ ἀπόσπασμα εἰς τὸ Βαλκάνι νὰ κτίση ὀχυρώματα. Θὰ πᾷς καὶ σὺ μαζὶ νὰ σκάφτῃς καὶ νὰ κουβαλᾷς χῶμα! Ἄιντε νὰ μὴ σὲ ἰδοῦν τὰ μάτια μου ἄλλη φορὰ δῶ πέρα.

Αὐτὴ ἦτον ἡ ἀνταμοιβὴ καὶ τὸ παράσημό μου!

Ὁ φράγκος ὁ γιατρὸς μὲ τὸ φανέρωσε. Οἱ τρεῖς βαθμοὶ προβιβασμὸς καὶ τὸ παράσημο ἐστάλθηκαν ἀπὸ τὸν Σουλτάνο τὸν ἀφέντη μας διὰ τὸν ὅστις ἔσωσε τὴν σημαίαν του ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ. Μὰ ὁ φαρμακιέρης ἐκεῖνος ὁ χιλίαρχος ἦταν συγγενὴς μὲ μίαν εὐνοουμένη τοῦ Σερασκέρη, καὶ ὄχι μόνον ὡς λιποτάκτης δὲν ἐτιμωρήθη, ἀλλὰ καὶ ἐπαρασημοφορήθη καὶ ἐπροβιβάσθη! μὲ τὸ αἷμα, ποὺ ἔχυσα ἐγώ, τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος ἔφευγε!

Ἐνόσω ἤμουν ἄρρωστος ἐλογόριαζα νὰ γράψω στὸν πατέρα μου πὼς κάτι τί κατώρθωσα κ᾿ ἐγὼ στὸν πόλεμο, καὶ ἤμουν βέβαιος πὼς θὰ ἐφρόντιζε διὰ τὴν προαγωγή μου, τώρα κάν. Ἦταν ἄνθρωπος ποὺ ἀγαποῦσε τὴν ἀνδρεία καὶ τὸ θάρρος. Ὁ Σερασκέρης ἦτο συγγενής μας πάντοτε, καὶ ὅ,τι ὑπεσχέθη ὁ πατέρας εἰς τὸν μεγαλείτερό μου ἀδελφό, ὅταν ἐκληρώθη, ἠμποροῦσε τώρα νὰ τὸ κάμῃ δι᾿ ἐμέ. Μὰ ὅταν ἔμαθα τί θὰ εἰπῇ νὰ ἔχῃς συγγενῆ τὸν Σερασκέρη, εἶπα μέσα μου ἂς λείψη! Καλλίτερα νὰ κάμνω πρῶτος τὸ καθῆκον μου εἰς τὴν γραμμή, διότι ἠξεύρω πὼς κανεὶς δὲν θὰ μὲ προστατεύση ἄλλος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ «κισμέτι» μου, παρὰ νὰ ἔχω τέτοια προστασία. Ποιὸς ἠξεύρει; ἠμπορεῖ μέσα εἰς τὸν κίνδυνο τῆς μάχης νὰ μοῦ τὸ φέρῃ ὁ διάβολος στὸν νοῦ, πὼς ἔχω συγγενῆ τὸν Σερασκέρη, καὶ νὰ προδώσω τὸ καθῆκον μου, νὰ γίνω λιποτάκτης! Καὶ ὕστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτό, ἠμπορεῖ ὁ Σερασκέρης νὰ διατάξη τὸ παράσημο καὶ τὰ γαλόνια δι᾿ ἐμένα τὸν συγγενῆ του, ἐνῷ τὸ παλληκάρι ὅπου ἔσωσε τοῦ κράτους τὴν τιμὴ καὶ τὴν σημαία τῆς θρησκείας, ὄχι μόνον χωρὶς ἀνταμοιβὴ θὰ μείνη διὰ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ καταφρόνησι θὰ ὑποφέρῃ, καλὴ ὥρα σὰν ἐμένα, ποὺ πῆραν τὸ σπαθὶ καὶ τὸ ντουφέκι ἀπὸ τὸ χέρι μου καὶ μ᾿ ἔδωκαν ἕνα κοφίνι κ᾿ ἕνα φτιάρι! Ὄχι! ξεύρω πόσο φαρμακερὴ πικράδα εἶναι σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀδικία μέσα. Δὲν θέλω νὰ τὴν πιῆ κανένας ἄλλος! Ἂν εἶναι γιὰ νὰ πάγω ἐμπρός, θέλω νὰ πάγω διὰ τὴν ἀξίαν μου, καὶ ὄχι ἀπὸ εὔνοια καὶ προστασία. Τέτοιοι συλλογισμοὶ μ᾿ ἐμπόδισαν νὰ γράψω τότε στὸν πατέρα μου. Κάλλιο νὰ εἶχα γράψει! Ποιὸς ἤξευρε; Θὰ ἔπαιρναν τουλάχιστον μίαν εἴδησι πὼς εἶμαι ζωντανός. Διότι ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐποχὴγ καὶ ὕστερα, τόσον ἀνάποδα μοῦ ἦλθαν ὅλα, ὥστε δὲν ἐστάθη δυνατὸν νὰ στείλω ἕνα γράμμα στὴν πατρίδα μου.

Ἑφτὰ σωστὰ χρονάκια ὑπηρέτησα τὸν βασιλέα τότε, ἑφτὰ παράδες στὸ κεμέρι μου δὲν εἶχα, ὅταν μ᾿ ἔδωσαν τὴν ἄδεια νὰ ἐπιστρέψω εἰς τὸ σπίτι μου. Καὶ δὲν τὸ λέγω αὐτὸ ἀπὸ παράπονο. Ἐμεῖς καὶ οἱ ἰδικοί μας, ἡ ζωὴ καὶ ἡ περιουσία μας, εἶναι κτῆμα τοῦ ἀφέντη μας τοῦ Σουλτάνου καὶ εἶναι χαΐρι καὶ εὐτυχία ὅταν ἐξοδεύωνται εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του. Μὰ ὁ Σουλτάνος ἀπὸ ἔλεος καὶ εὐσπλαχνία διὰ τὸν λαόν του, διέταξε διὰ τὸν κάθε στρατιώτη, καθὼς τὸν παίρνει διὰ τὸ ντοβλέτι ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του, ἔτσι νὰ τὸν γυρίζῃ πάλιν ὀπίσω καὶ τὸν ἀφίνη εἰς τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του. Ἐμένα ποὺ μ᾿ ἀφήκανε γυμνὸ σχεδὸν καὶ ἀνυπόδητο, δώδεκα ἡμερῶν δρόμο μακρὰν ἀπὸ τὸν τόπο μου, τί ἤθελες νὰ κάμω;

Δὲν θέλω νὰ σὲ εἰπῶ τὸ τί ὑπέφερα ἕως νὰ φθάσω εἰς τὸ σπίτι μας. Τρεῖς τέσσαρες φορὲς μόνον μ᾿ ἐφυλάκισαν αὐτὰ τὰ κνώδαλα οἱ ὑπάλληλοι τῆς βασιλείας, γιατί δὲν ἤξευραν νὰ διαβάσουν τὸ χαρτὶ ὅπου κρατοῦσα εἰς τὸ χέρι μου καὶ μ᾿ ἔπαιρναν διὰ κλέφτη. Τρεῖς τέσσαρες φορὲς ἐδοκίμασαν νὰ μὲ σκοτώσουν ὡς κατάσκοπον. Ἐπὶ τέλους ἐγώ, ὁ ὁποῖος ἐπῆγα τόσον ὑπερήφανος, τόσον ἀφωσιωμένος καὶ μὲ τόσες χρυσὲς ἐλπίδες εἰς τὴν στρατιωτικὴ ὑπηρεσία, ἐγύριζα ταπεινωμένος καὶ μὲ τόσες χρυσὲς ἐλπίδες εἰς τὴν στρατιωτικὴ ὑπηρεσία, ἐγύριζα ταπεινωμένος, περιφρονημένος εἰς τὸν τόπο μου, ὄχι μὲ τὸ παράσημο ποὺ ἀξιώθηκα μέσα εἰς τὴν φωτιὰ τῆς μάχης, ἀλλὰ μὲ τὲς πληγὲς εἰς τὸ στῆθος καὶ μὲ τὸν «τρουβᾶ» τοῦ ζητιάνου εἰς στὴν ἀμασχάλη! Αὐτὰ βέβαια δὲν θὰ ἤθελε ποτὲ ὁ ἀφέντης μου ὁ Σουλτάνος καὶ δὲν ἤμουν ἐγὼ ὑπόχρεως νὰ τὰ ὑποφέρω. Καὶ ὅμως... ἄμποτε νὰ ἦταν μόνον αὐτὴ ἡ δυστυχία!

Ὅταν ἐμβῆκα εἰς τὴν αὐλή μας, κανένας δὲν μ᾿ ἐγνώρισε. Μὰ πίστευσέ με, μήτ᾿ ἐγὼ ἐγνώρισα κανένα, ὡς καὶ αὐτὰ τὰ κτίρια ἔγιναν ἀγνώριστα. Εἰς τὰ δικά μου χρόνια, ὅπου καὶ ἂν ἐγύριζες τὸ βλέμμα σου, θὰ σ᾿ ἔλεγαν τὰ πράγματα ποὺ βλέπεις, πὼς ἐδῶ μέσα προστάζει ἕνας αὐστηρὸς ἀφέντης, ἕνας ὅστις ἀγαπᾷ τὴν τάξι καὶ τὴν εὐμορφία καὶ τὴν ἡσυχία. Κάθε ἄλλο πρᾶγμα τώρα. Ἡ βρύσις μέσα στὴν αὐλὴ ἐστείρευσε. Τῆς θύρας τὰ κρικέλια ἐκοκκίνησαν ἀπὸ τὴν σκουριά, καὶ στοῦ σπιτιοῦ τὸ ἔμβασμα κανένας δὲν ἔστεκε ὅπως ἄλλοτε μὲ σταυρωμένα χέρια, ἕτοιμος ν᾿ ἀνοίξη εἰς τὸν ἀφέντη του τὴν θύρα. Τοὺς δούλους, τοὺς ἤκουα μόνον πὼς ἐφώναζαν ἀνδιάτροπα καὶ ὑβρίζοντο καὶ ἐγελοῦσαν ὡσὰν δαιμονισμένοι. Μὰ ποὺ κανένας νὰ φανῇ, νὰ ἰδῇ, νὰ ὑπάγῃ νὰ εἰδοποιήση! Θορυβημένος, μὲ βαρειὰ καρδιά, μὲ θολωμένα μάτια, ἀνέβηκα τὴν σκάλα τοῦ σπιτιοῦ κ᾿ ἐρεύθηκα μέσα στὴν σάλα, ποὺ ἐσυνήθιζε νὰ κάθεται ὁ πατέρας ἄλλοτε αὐτὴν τὴν ὥρα. Κανεὶς δὲν ἦτο μέσα. Μ᾿ ὅλα ταῦτα ἕνα μεγάλο βάρος ἐσηκώθηκεν ἀπὸ τὰ στήθη μου καὶ ἀνέπνευσα. Τὰ ὅπλα του ἐκρέμεντο εἰς τὸν τοῖχον. Τὸ κομβολόγι, τὸ «τσιμποῦκι» του, τὰ πράγματα ὅσα εἶχεν ἄλλοτε τριγύρω του, ἦσαν αὐτοῦ: Δὲν ἔπαθ᾿ ὁ πατέρας τίποτε! Καὶ ἀπὸ τὴν χαράν μου δὲν ἐπαραξενεύθηκα πὼς ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα ἦσαν καμπόσο σκονισμένα, καὶ δὲν ἐπρόσεξα τὸν γέρο ὑπηρέτη μου, ποὺ ἔτριβε τὰ μάτια του ἐμπρός μου διὰ νὰ βεβαιωθῆ ἂν εἶμαι ἐγὼ τῷ ὄντι ἢ μήπως ὀνειρεύεται.

- Ἐγὼ εἶμαι, Σακήρμπαμπα, τοῦ εἶπα, τί γκουρλώνεις ἔτσι τὰ μάτια σου;

- Μέγας ὁ Θεὸς καὶ μέγας ὁ Προφήτης! ἐφώναξεν ὁ γέρος ὅλος ἔκπληξι καὶ ἔπεσε τὸ ραβδὶ ποὺ ἀκουμβοῦσε ἀπὸ τὰ χέρια του. Ἂν εἶσαι σὺ Σελήμης ὁ ἀφέντης μου, χτύπα καὶ πᾶρε τὴν ψυχή μου. Γι᾿ αὐτὸ ἐμάκρυν᾿ ὁ Θεὸς τὰ χρόνια μου: νὰ ζήσω νὰ σὲ ἰδῶ στὸ μητρικό σου σπίτι μέσα, μὲ τοῦ ζητιάνου τὸν τρουβὰ στὴν ἀμασχάλη.

- Δὲν εἶναι τίποτε, τοῦ εἶπα, γέρο τίποτε δὲν εἶναι. Μποροῦσα νὰ ἔλθω ἀκόμη χειρότερα παρ᾿ ὅ,τι μὲ βλέπεις. Ὁ Θεὸς ἔτσι θέλησε. Ὅποιος δουλεύει τὸν Βασιλέα καὶ τὸν Σουλτάνο τὸν ἀφέντη μας πιστὰ καὶ ἄξια, ἠμπορεῖ νὰ γυρίση καλλίτερα στὸ σπίτι του;

- Χίλιες φορὲς νὰ ἔλειπε. Χίλιες φορές, παιδὶ τῆς ψυχῆς μου, νὰ μὴ τὴν εἶχες κάνει αὐτὴν τὴν δούλεψι στὴν βασιλεία, γιὰ νὰ μὴν εἶχαν ἰδεῖ τὰ μάτια μου αὐτὰ ποὺ εἶδαν ἕως τώρα!

- Ἦταν γραφτό, Σακήρμπαμπα, τοῦ εἶπα τότε. Ποῦ εἶναι ὁ Χασᾶν ὁ ἀδελφός μου; Ποῦ εἶναι ὁ πατέρας μου; ἄμε νὰ δώσης εἴδησιν εἰς τὴν μητέρα μου μέσα στὸ χαρέμι, νὰ μοῦ στείλουν τὰ φορέματά μου, ν᾿ ἀνάψουν τὸ λουτρό. Καὶ εἰπὲ εἰς τὸν Χασάν, ἂν θέλῃ, νὰ μὲ κάμῃ συντροφιὰ στὸ λούσιμο. Εὑρέ τον καὶ στεῖλε μου τον. Ἀκοῦς;

- Ὦ Σελήμ, Σελήμ! εἶπεν ὁ γέρος τότε, καὶ ἡ φωνή του θαρρεῖς ποὺ ἐλιποψύχησε μέσα στὰ στήθη του. Ἂς ἦταν βολετό! Μὲ τῆς ζωῆς μου τὴν θυσία! Δὲν ξεύρεις λοιπὸν τίποτε;

- Τί θέλεις νὰ ἠξεύρω; Εἶσαι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ βλέπω εἰς τὸ σπίτι μας ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσα χρόνια.

- Τότε καλλίτερα ποὺ μ᾿ ἔρριξ᾿ ὁ Θεὸς μπροστά σου, καὶ δὲν σ᾿ ἀπάντησε κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ πατέρα σου, καὶ δὲν ἀπάντησες αὐτὸν τὸν ἴδιον, καὶ φαρμακώσουν τὴν καρδιά σου, ὄχι μονάχα μ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε, ἀλλὰ καὶ μ᾿ ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἔγινε.

- Μὰ τί λοιπὸν ἔγινε; τοῦ εἶπα. Λέγε γρήγορα. Τὸ βλέπω πῶς εἶναι δυστύχημα αὐτὸ ποῦ ἔγινε! Τί ἔγινε;

- Ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἔγινεν, εἶπεν ὁ γέρος τότε, εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ πατέρας σου καὶ ἡ μικρή του ἡ χανούμισσα, πὼς τάχα εἶσαι σὺ αἰτία, σὺ φταίγεις δι᾿ αὐτὸ ποὺ ἔγινεν. Ἐκεῖνο ὅμως ὅπου ἔγινε... Μέγας ὁ Θεὸς καὶ ὁ Προφήτης μέγας! Μὴν ἀπελπίζεσαι. Κάθησε εἰς τὸ μεντέρι. Θὰ σὲ τὸ πῶ, ὅσο βαστᾷ ἡ ραγισμένη μου καρδιά. Θὰ σὲ τὸ πῶ. Μὴν τρέμεις! Κάθησε. Ἐδῶ κανεὶς δὲν ἔρχεται, κανένας δὲν ἀκούσει. Ἀπ᾿ τὸν καιρὸ ποὺ ὁ πατέρας σου ἔρριξεν ἔξω τὸ καράβι, ἐδῶ κανεὶς ἀπὸ τοὺς δούλους δὲν ρωτᾷ γιὰ τίποτε, κανεὶς δὲν στέκεται «τσαπρὰζ - ντιβάνι». Γιατί τοῦ πῆρεν ὁ Θεὸς τὴ φώτησι, τὸν ἔχουν μαγεμμένο τὸν πατέρα σου, παιδί μου, κ᾿ ἔστησε μέσα στὸ χαρέμι τὸ «μικιάνι» του. Αὐτὸς ποὺ τὸν ἐγνώριζες! Καὶ ἔδωκε τὰ γένεια του εἰς τῆς μικρᾶς χανούμισσας τὰ χέρια, τῆς μητρυιᾶς σου.

- Σακήρμπαμπα! τοῦ εἶπα τότε. Τί μὲ σκεντζεύεις ἔτσι ἄσπλαχνα, τί σχίζεις φύλλο φύλλο τὴν καρδιά μου, ὡσὰν νὰ ἤσουν ὁ χειρότερος ἐχθρός μου! Κάτι μεγάλη συμφορά μου ἔγινε σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι. Εἰπέ μου τὴν ἀμέσως νὰ τὴν μάθω. Ἁφὲς τὲς γυναικοδουλειὲς καὶ τὰ μαγέμματα.

- Ἄχ! παιδάκι τῆς ψυχῆς μου! ἀνέκραξεν ὁ γέρος τότε καὶ ἄρχισε νὰ κλαίῃ. Ὁ ἀδελφός σου ὁ Χασᾶν...

- Ἀπέθανεν ὁ ἀδελφός μου; Ἂχ Θεέ μου! Θεέ μου!

- Εἴθε ν᾿ ἀπέθνησκεν, ἀπήντησεν ὁ γέρος, καὶ ἡ πλημμύρα τῆς καρδιᾶς μου ἀνεχαιτίσθη διὰ ν᾿ ἀκούσω. - Εἴθε ν᾿ ἀπέθνῃσκε, καθὼς ἀπέθαναν τόσοι καὶ τόσοι ἀφεντάδες μέσα στὰ χέρια τῶν ἰδικῶν τους, σὰν ἐτελείωσαν οἱ ἡμέρες ποὺ τοὺς ἔγραψεν ὁ Πλάστης τὴν ὥρα ποὺ τοὺς ἔδιδε ψυχὴ νὰ ἔμβουν εἰς τὸν κόσμον! Εἴθε ν᾿ ἀπέθνῃσκε, καθὼς ἀπέθανε καὶ τὸ δικό μου παλληκάρι πάνω στὸ χῶμα τῆς Κριμαίας μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι γιὰ τὴν Θρησκεία καὶ γιὰ τὸν Καλίφη, νὰ τώχουμεν παρηγοριά, ποὺ τώρα χαίρεται τὴν χάρι καὶ τὴν εὐμορφία μέσα εἰς τ᾿ ἄνθη καὶ τὰ λουλούδια τοῦ Παραδείσου! Ἄχ! ἄχ! ἀφέντη τῆς ψυχῆς μου - τὸν Χασᾶν, τὸν ἀδελφόν σου, τὸν ἐσκότωσαν... Τὸν σκότωσαν ἄδικα τῶν ἀδίκων!

Ἡ φωνὴ τοῦ Σελὴμ ἐξέλιπεν ἐν τῷ λάρυγγί του διηγουμένου ταῦτα. Τὰ δάκρυά του ἔρρεον.

- Δὲν περιμένεις ν᾿ ἀκούσῃς ἀπὸ ἐμέ, ἐξηκολούθησεν ὁ Τοῦρκος μετὰ μακρὰν σιωπήν, τί φρικτὸν κεραυνοβόλημα ἦταν αὐτὸ διὰ τὴν καρδίαν μου. Ὁμολογῶ πὼς ἔτρεμα μέχρις ἐκείνης τῆς στιγμῆς μὴν τύχη καὶ ἀκούσω ὅτι ὑποφέρει ἡ μητέρα μου, ἔπαθεν ἐκείνη τίποτε. Καὶ ὅταν ἤκουσα τὸν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ μου, εὐχαρίστησα ἐσωτερικῶς τὸν Θεόν, ὅτι μ᾿ ἐλυπήθη τουλάχιστον τόσον, ὥστε νὰ μὲ χαρίση τὴν μητέρα μου. Σὲ εἶπα πὼς ἀποχωρίσθηκ᾿ ἀπ᾿ αὐτήν, σὲ εἶπα πόσο πολὺ τὴν ἀγαποῦσα, πόσον αὐτὴ ἀξαρτοῦσε τὴ ζωήν της ἀπὸ τὴν ἀγάπη μου. Ἀλλ᾿ ὅταν ἤκουσα πὼς ἐσκοτώθη ὁ ἀδελφός μου, καὶ ὁ πατέρας φρονεῖ ἐμένα αἴτιον τοῦ δυστυχήματος, ἡ λύπη μου, ἡ ἔκπληξίς μου μὲ ἀπελίθωσαν ἀκίνητον ἐκεῖ στὸν τόπο μου.

Ὁ γέρος ὑπηρέτης ἦταν ἀγαθῆς ψυχῆς. Μᾶς ἀγαποῦσε μὲ ὅλα τὰ σπλάγχνα του. Αὐτός μας ἔβγαζεν εἰς τὸν δρόμον ὅταν ἤμεθα μικρά, αὐτός μας ἐπήγαινεν εἰς τὸ σχολεῖο καὶ μᾶς ἔφερεν. Αὐτὸν καὶ ἡ μητέρα μας εἶχεν ἐμπιστευτόν, ὁσάκις ἤθελε νὰ μᾶς μηνύση ἢ νὰ μᾶς στείλη τίποτε, ὅταν ἐμεγαλώσαμεν καὶ δὲν μᾶς ἦτο συγχωρημένο νὰ ἐμβαίνωμεν εἰς τὸ χαρέμι. Δι᾿ αὐτὸ καὶ ἦτο ἀφωσιωμένος περισσότερον εἰς ἡμᾶς καὶ τὴν μητέρα, παρὰ εἰς τὸν πατέρα καὶ τὴν δεύτερή του τὴ γυναῖκα. Ὅταν ἠμπόρεσε νὰ κρατηθῆ ἀπὸ τὰ κλαύματα, τότε ἠμπόρεσα νὰ μάθω τί συνέβη εἰς τὸ σπίτι μας ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἄφησα ἐγὼ καὶ ἀνεχώρησα. Τὸ ἐξηγοῦμαι σύντομα.

Μόλις ἐμεῖς οἱ νεοσύλλεκτοι εἴχαμε φύγει, καθὼς εἶπα, ἄρον - ἄρον, παρουσιάζεται ὁ πατήρ μου εἰς τὸ δικαστήριον καὶ καταγγέλλει τὸν ἀδελφόν μου τὸν Χασᾶν ὡς λιπόστρατον, ὡς λιποτάκτην!

Ὁ κριτὴς καὶ ὁ μουφτὴς τὸν ἐβεβαίωσαν πὼς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ Χασᾶν λιπόστρατος, ἀφοῦ ἐγὼ ὁ ἀδελφός του ἐπισήμως ἔδωκα ὁμολογίαν καὶ τὸν ἀντικατέστησα κατὰ τὸν νόμον καὶ κατὰ τὴν συνήθειαν.

- Ἔχω μάρτυρας, ἐπέμενεν ὁ πατέρας μου, ὅτι ὁ υἱός μου ὁ ὑπόχρεως εἰς στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν ἐδραπέτευσεν εἰς τὰ βουνὰ μὲ ἕνα ἄλλον σύντροφον τὴν νύχτα, καὶ δὲν ἐγύρισεν ὀπίσω ἕως τώρα. Ποιὸς ἔχει τὸ δικαίωμα, τὸ νόμιμον δικαίωμα, ν᾿ ἀντικαταστήσῃ τὸν λιπόστρατον; Τὸν κληρωτὸν μάλιστα. Ἀλλ᾿ ὁ υἱός μου, ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς ἔφυγε, εἶναι λιπόστρατος. Καὶ ἐπειδὴ ἐγὼ εἰς τὴν οἰκογένειάν μου δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνεχθῶ τὸ τοιοῦτον ὄνειδος, τὸ ἀπαιτῶ νὰ συλληφθῆ καὶ ὁ υἱός μου, ὅπως πᾷς λιπόστρατος, νὰ ὑποφέρῃ διπλασίαν τὴν ποινήν, καὶ νὰ ἀναγκασθῇ σιδηροδέσμιος νὰ ἐκτελέσῃ τὸ καθῆκον του! Πώς! ἐχθροῦ ποδάρι πάτησε τὸ χῶμα τοῦ Σουλτάνου τοῦ ἐφέντη μας, καὶ ἕνα παλληκάρι, τὸ ὁποῖον ἕως τώρα ἐμεγάλωσε μὲ τ᾿ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ εὐσπλαχνία τοῦ ἀφέντη μας, ποὺ ἐμεγάλωσε μὲ τὸ παράδειγμά μου - λιποστρατεῖ καὶ φεύγει; Ἐὰν δὲν στείλετε κατόπιν τοῦ τοὺς «σουβαρῆδες», ἐὰν δὲν τὸν συλλάβετε, θὰ καταγγείλω εἰς αὐτὸν τὸν Σερασκέρη τὸ κακούργημα.Ὅσον διὰ τὸν Σελήμ, τὸν ἀδελφό του - αὐτὸς ἠμποροῦσε ν᾿ ἀντικαταστήσῃ καμμίαν κορασίδα εἰς τὰ καθήκοντά της, μὰ ὄχι τὸν Χασᾶν μου εἰς τὸν πόλεμον! Ὅ,τι καὶ ἂν ἔκαμε, τὸ ἔκαμε διὰ λογαριασμόν του. Ἐγὼ οὔτε ἀνέχομαι, οὔτε ἀναγνωρίζω τίποτε. Ἠπάτησε τὸν νόμο καὶ ἀπέκρυψε τὸν λιποτάκτη. Εἶναι ἰδικόν σας χρέος νὰ τὸν τιμωρήσετε.

Οἱ πλέον ἄγριοι, οἱ πλέον αἱμοβόροι χωροφύλακες ἐστάλησαν εἰς τὰ βουνά, ὅπου ὑπέθετον ὅτι ἐκρύπτετο ὁ Χασὰν μὲ τὸν σύντροφόν του. Πολὺ δὲν ἐχρειάσθη νὰ τοὺς εὕρουν. Ἀλλὰ οἱ νέοι ἦσαν ὠπλισμένοι καὶ ἀντιστάθηκαν. Ὁ σύντροφος τοῦ ἀδελφοῦ μου εἶχε μέσα ἰσχυρὰ καὶ εἶχε βεβαιότητα, πὼς ὅ,τι καὶ ἂν κάμῃ, δὲν ἔχει νὰ φοβῆται τίποτε. Φθάνει νὰ μὴ πιασθῆ, ἐνόσῳ ἔχ᾿ ἡ βασιλεία ἀνάγκην ἀπὸ στρατιώτας. Δι᾿ αὐτὸ καὶ ἀντιστάθηκαν ἀπὸ τοὺς ὑψηλοὺς βράχους, κ᾿ ἐπλήγωσαν ἕνα χωροφύλακα. Τότε οἱ ἄλλοι ἐρρίφθησαν ἐπάνω τοὺς ὡσὰν τὰ σκυλλιά, ἐπολιόρκησαν τοὺς νέους ὀπίσω ἀπὸ ἕνα βράχο καί, ὅταν ἐτελείωσαν τὰ βόλια τους, ἔκαμαν ἕφοδο μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι. Ὁ ἕνας νέος πρόφθασε καὶ τοὺς ξέφυγε μέσ᾿ ἀπὸ μίαν χαράδρα ἀπαρατήρητος· τὸν ἀδελφό μου τὸν εὑρῆκαν ἀκουμβημένον εἰς τὸ «μετερίζι» του, αἱματόφυρτον, σκοτωμένον. Ἡ σφαῖρα τοῦ ἐτρύπησε τὸ μέτωπον, ἐκεῖ ποὺ ἐσημάδευεν!

Ὅταν ἐπῆγεν εἴδησις στὸν πατέρα μου, δὲν ἔδειξε καμμίαν λύπην.

- Εἶν᾿ ὁ Θεὸς ποὺ ἐθριάμβευσεν, εἶπε. Ἂς πάρουμε κ᾿ οἱ ἄλλοι τους παράδειγμα. Τὰ γραφτὰ δὲν γίνοντ᾿ ἄγραφα. Ἦταν γραφτό του νὰ ἀποθάνη ἀπὸ μολύβι. Δὲν ἐπῆγε στὸν πόλεμο κ᾿ ἐπῆγε στὰ χαμένα! Πηγαίνετε νὰ σκάψετε τὸ μνῆμα του.

Ἀλλὰ εὐθὺς ὁποὺ τὸν ἔθαψαν καὶ ἄδειασεν ὁ τόπος του μέσα στὸ σπίτι, ἤρχισεν ὁ πατέρας σου ν᾿ ἀλλάζῃ, εἶπεν ὁ γέρος ὑπηρέτης. Αὐτὸς ποὺ ἦτο τόσον αὐστηρὸς μέσα στὸ κονάκι του, ποὺ εἶχε τόση ἐπιμέλεια στὰ κτήματά του, αὐτὸς ὁποὺ δὲν ἔβαλε ποτὲ πιοτὸ στὰ χείλη του, ἔγινε τώρα νὰ τὸν βλέπῃς καὶ νὰ κλαῖς. Μήτε τὰ κτήματά τους ξεύρει, μήτε τὸ σπίτι του πονεῖ, μόνον κάθεται ἀπ᾿ τὸ πρωὶ ὡς τὰ μεσάνυχτα μὲ τὴν μποτίλια τοῦ ῥακιοῦ μπροστά του, κάθεται σὰν τόπακας μέσ᾿ στὸ χαρέμι.

Ὁ δεύτερός σου ἀδελφὸς παντρεύτηκε καὶ χώρισεν ἐδῶ καὶ πέντε χρόνια. Ἡ μητρυιά σου εὑρῆκε τρόπο νὰ τὸν καταπείσῃ νὰ γράψη ὅσα κτήματα καὶ ἂν ἔχῃ ἐπάνω της. Τὸ ξεύρεις, εἶναι ἄτεκνη κι ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ συνέβη τὸ δυστύχημα τοῦ ἀδελφοῦ σου δὲν κάμνει ἄλλο τίποτε, παρὰ νὰ βεβαιώνῃ τὸν πατέρα σου, πὼς τὸν παραπλάνησες νὰ ἔβγῃ στὰ βουνά, γιὰ νὰ πληγώσης τὴν φιλοτιμία του, γιὰ νὰ τὸν δείξης, πὼς τὸ παιδὶ ποὺ ἀγαποῦσε, δὲν τὸν ἔμοιαζε, γιὰ νὰ γενῆς ἐμπόδιο στὸ μέλλον του, στὴν πρόοδόν του καὶ ἄλλα τέτοια καὶ χειρότερα. Κ᾿ ἐκεῖνος τὰ πιστεύει, διότι δὲν ἀκούει ἄλλο τίποτε. Νὰ εἶσαι ἀπὸ ποὔποτε νὰ τὸν ἰδῆς μέσ᾿ στὸ χαρέμι τώρα, γέρον ἄνθρωπο μὲ γένεια σὰν τὸ χιόνι, νὰ κάθεται νὰ «σεριανίζῃ» πὼς χορεύουνε γυμνὲς ἐμπρός του οἱ σκλάβες ποὺ τοῦ ἔφερεν ἐκείνη, νὰ καταδέχεται νὰ τὸν φιλοῦν καὶ τὸν χαϊδεύουν, καὶ νὰ τοῦ λέγουν τὰ τραγούδια ποὺ τοὺς ἔμαθεν ἐκείνη, μόνον καὶ μόνον γιὰ νὰ τὸν κάμνῃ ἔκδοτο εἰς τὸ πιοτὸ καὶ τὲς ἀκολασίες ὡς ποὺ νὰ κλείση αὐτὸς τὰ μάτια, νὰ πάρῃ ἐκείνη ἄλλον συνομήλικόν της.

- Ὤ! τὴν πτωχή μου τὴν μητέρα! εἶπα ἐγὼ τότε, φαντάζομαι πόσο φαρμάκι τὴν ποτίζουν ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, τὴν καλή μου τὴν μητέρα.

- Ὅσο γι᾿ αὐτὸ μὴν ἔχεις καμμιὰ ἔννοια, εἶπεν ὁ γέρος βαθειὰ συλλογισμένος. Ἐκείνη - ἂς ἔχῃ δόξαν ὁ Θεὸς - δὲν φοβᾶται πλέον ἀπὸ πίκρες... Ὅταν ἐδιάβηκες ἐσύ, ἔτσι χωρὶς νὰ σὲ ἰδῆ, χωρὶς νὰ σὲ μιλήσῃ, μ᾿ ἐφώναξε καὶ μὲ τὸ εἶπε: Ἐγώ, Σακήρμπαμπα, μὲ εἶπεν, αὐτὴν τὴν πίκρα δὲν θὰ τὴν βαστάξω! Ὕστερα ἦλθε τὸ δυστύχημα καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ παιδιοῦ της - ποιὸς ἠξεύρει; ἦταν ἀγαθή, ἁγία γυναῖκα - ἔτσι τὸ εἶπε, καὶ ἔτσι ἔγινε. Θαρρεῖς πὼς ἡ κάθε ἡμέρα ἔτρωγε ἀπὸ πάνω της ὑγεία καὶ ζωὴ καὶ τὴν ἐπλησίαζε στὸν τάφο... Κάθε λίγο με ἐφώναζε, καὶ μὲ ρωτοῦσε γιὰ τὸν πόλεμο, τί ἀκούω, καὶ τί χαμπάρι ἔρχετ᾿ ἀπὸ σένα. Ἐσὺ πάλι σὰν ἔφυγες, ἔρριξες πέτρα πίσω σου! καὶ δὲν ἐφάνηκε γραφή σου ὡς τὰ σήμερα - Ἐγὼ τὴν ἔλεγα καὶ τὴν παρηγοροῦσα.

Ἕνα διαμάντι δαχτυλίδι ποὺ εἶχεν εἰς τὸ δάχτυλό της τῆς φαινόταν πὼς ἐθόλωνε ὁλοένα περισσότερο. Εἶναι τὰ δάκρυα στὰ μάτια σου χανοὺμ - Ἐφέντη, ποὺ δὲν σ᾿ ἀφήνουν νὰ τὸ ἰδῆς πόσον ἀστράφτει, τῆς ἔλεγα. Μὰ ἐκείνη δὲν ἐπίστευεν.

- Δὲν τώχω σὲ καλὸ αὐτὸ τὸ θόλωμα, μὲ εἶπεν. Ἡ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ μου τρέχει κίνδυνο. Εἶναι πληγωμένο. Εἰν᾿ ἑτοιμοθάνατο! Καὶ ὅσον ἔσβυνεν ἡ ζωὴ ἀπὸ τὰ μάτια της, τόσο θολώτερο τῆς φαινόταν τὸ δαχτυλίδι.

Μίαν ἡμέρα - τὸ ἐνθυμοῦμαι ὡσὰν νὰ ἦταν τώρα - ἔστειλε πάλι καὶ μ᾿ ἐφώναξε νὰ τῆς εἰπῶ τί χαμπέρια ἦλθαν ἀπὸ τὸν ἀφέντη, τὸ παιδί της.

- Ἕνας ὁποὺ κατέβηκεν ἀπὸ τὴν Τοῦσα - τῆς εἶπα ἐγὼ τότε, ἔτσι γιὰ παρηγοριά - μας ἔφερε χαμπέρι πὼς ἐνικήθηκεν ὁ Μόσκοβος καὶ πὼς ὁ ἀφέντης μας ὁ Σελὴμ ἐπῆρ᾿ ἕνα παράσημο ἀπὸ τὸν Βασιλέα, κ᾿ ἕνα βαθμὸ μεγάλο.

- Τί νὰ τὰ κάμω! εἶπεν ἐκείνη, κ᾿ ἐχαμογέλασε μὲ τὸ γλυκό της πρόσωπο, σὰν ἄγγελος ποὺ εἶναι λυπημένος. Ἐμένα ἐμαύρισαν τὰ μάτια μου νὰ βλέπω τοὺς δρόμους ἀπὸ ποὺ θὰ ἔλθη τὸ παιδί μου. Τὸ δαχτυλίδι ποὺ μὲ ἄφησε δὲν ἠμπορῶ πλέον νὰ τὸ διακρίνω ἂν φέγγῃ!

Ὕστερα τὸ ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ λευκό της τὸ δάχτυλο καὶ τὸ ἔδωκε στὴν Κιρκασία ποὺ κάθονταν εἰς τὸ προσκέφαλό της.

- Νά, Μελέικᾳ, τῆς εἶπε. Σὲ εἶχα σκλάβα ἀγορασμένη. Μ᾿ ἀγάπησες καὶ μὲ περιποιήθηκες, ὡσὰν νὰ ἤμουν μητέρα σου. Ἐμπρὸς εἰς τὸ Θεὸ καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς μάρτυρας, «σὲ βγάζω τσιράκι», σὲ δίδω τὴν ἐλευθερία σου. Ἐγὼ δὲν εἶχα τύχη νὰ ξαναϊδῶ τὸ φῶς μου, τὴν ἀγάπη μου, τὸ πουλὶ τῆς καρδιᾶς μου... Κρύψε τὸ δακτυλίδι ποὺ σὲ δίδω σὰν τὰ μάτια σου! Ἂν εἶσαι σὺ πλειότερο ἀπὸ ἐμένα τυχερὴ καὶ ἔλθη τὸ παιδί μου, ὁ ἐφέντης μου - σ᾿ ἀφήνω εἰς τὸν τόπο μου νὰ τὰ ἀγαπᾷς καὶ νὰ τὸ περιποιῆσαι. Εἶναι βαρειὰ ξενητεμμένο καὶ θέλω σὰν ἔλθη εἰς τὸ σπίτι μου νὰ μὴν εὑρεθῆ ὀρφανωμένο!...

Ἡ μεγάλη μας χανούμισσα παράδωκεν εἰς τὸν Θεὸ τὸ πνεῦμα της!

Τὰ δάκρυά μου ἔτρεχαν σὰν τὸ ποτάμι ὅλην τὴν ὥρα ποὺ μοῦ διηγῆτο ὁ γέρος ὑπηρέτης μου, καὶ ἔκλαυσα καὶ ὕστερ᾿ ἀφοῦ ἔπαυσε πολλὴν ἀκόμη ὥραν. Ἔκλαυσα διὰ τοὺς νεκροὺς καὶ ἔκλαυσα διὰ τὸν ἑαυτό μου, ὁποὺ ἠρχόμην νὰ ζήσω τώρα πλέον μέσα εἰς ἐκείνην τὴν κατάστασι ποὺ περιέγραψεν ὁ γέρος, ὀρφανὸς καὶ μισημένος.

Τὸν ἔστειλα νὰ πῇ κρυφὰ τῆς Μελέικας τῆς Κιρκασίας ὅτι ἦλθα, νὰ τῆς ζητήσῃ ἀπὸ τὰ φορέματά μου ὅ,τι ἦτο δυνατὸν νὰ εὑρεθῆ ἀκόμη, καὶ τὰ φέρῃ γρήγορα εἰς τὸ δημόσιο λουτρὸ κατόπι μου.

Ὅταν ἐγύρισα εἰς τὸ σπίτι ἦτο βράδυ βράδυ. Ὅλος ὁ κόσμος τὸ ἔμαθε πλέον πὼς ἦλθα. Μόνον ὁ πατέρας μου ὄχι. Ἡ γυναῖκα του δὲν θ᾿ ἄφησε νὰ τοῦ τὸ ποῦνε, ὑπέθεσα, καὶ ἔστειλα τὴν ἄλλην ἡμέραν τὸν Σακήρμπαμπα καὶ τοῦ τὸ εἶπε.

- Φῶς στὰ μάτια σου, τοῦ εἶπε, μπέη - ἐφέντη! Ἦλθε τὸ ξενητεμένο τὸ παιδί σου! ὁ στρατιώτης σου.

- Δὲν ἔχω κανένα παιδὶ στρατιώτη, εἶπεν ἐκεῖνος. Ἐμένα τὸ παιδί μου ποὺ ἦταν διὰ στρατιώτης δὲν ἔρχεται πλέον ἀπ᾿ ἐκεῖ ποὺ πῆγε. Αὐτὸς ποὺ ἦλθε - νὰ μὴ τὸν διοῦν τὰ μάτια μου!

Ὅλον τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐταλαιπωρούμην εἰς τὴν ὑπηρεσία, ὅλον τὸν δρόμον ποὺ ἐκακοπάθησα τόσο, εἶχα τὴν κρυφὴ παρηγοριά, πὼς τώρα πλέον θὰ κερδίσω τὴν ἀγάπη τοῦ πατέρα μου. Τὸ σῶμα μου ἦταν γεμάτο πληγὲς μικρὲς καὶ μεγάλες. Φθάνει νὰ τὲς ἰδῆ μόνον, ἔλεγα, καὶ θὰ τὸ καταλάβη πὼς ἐκληρονόμησα τὸ θάρρος καὶ τὴν ἀνδρεία του, πὼς εἶμαι παλληκάρι. Τὸν ἔμοιασα εἰς τὴν καρδιά, κι᾿ ἂς μὴν τὸν ὁμοιάζω εἰς τὸ πρόσωπον. Χωρὶς ἄλλο θὰ μὲ σφίξη πλέον εἰς τὴν ἀγκαλιά του, θὰ μὲ φιλήση. Τέτοια καὶ πόσα ἄλλα τέτοια δὲν ἐσκεπτόμην! Καὶ ἔκρυβα τὸ ὄνομά μου, ὅταν ἔφθασα εἰς τὰ περίχωρα ἐδῶ κοντά, διὰ νὰ μὴ προσβληθῆ ἡ φιλοτιμία του ἀπὸ τὰ χάλια ὅπου εἶχα.

Κάλλιο νὰ μὲ περνοῦσεν ἕνα βόλι στὴν καρδιὰ ἐκεῖ ποὺ ἐζητοῦσα ν᾿ ἀποκτήσω τὴν ἀγάπη του μέσα στὸν θόρυβο τῆς μάχης, παρὰ νὰ ἔλθω καὶ νὰ εὕρω τόσον μῖσος ἀπὸ μέρους του, ὕστερα ἀφοῦ ἔμεινα ἔρημος ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μ᾿ ἀγαποῦσαν.

Δυὸ ἡμέρες ἔμεινα εἰς τὸ σπίτι μόνος. Τὴν τρίτη ἡμέρα ἔρχονται καὶ μὲ παίρνουν εἰς τὸ κριτήριο.

- Ἐδῶ καὶ τόσα χρόνια, εἶπεν ὁ κριτής, ἐκκρίθης καὶ κατεδικάσθης, διότι ἔκρυψες ἕνα λιπόστρατον καὶ ἐγέλασες τὸν Βασιλέα. Λιπόστρατος ἦταν ὁ ἀδελφός σου, μηνυτὴς ὁ ἴδιος ὁ πατέρας σου. Θὰ καθήσης ἕνα χρόνο φυλακή. Διότι ὁ ἴδιος ὁ πατέρας σου ξανανέωσε τὴν κρίσι σου πάλιν.

Εἰς πᾶσαν ἄλλην περίστασι θὰ ἤξευρᾳ ν᾿ ἀπαλλαχθῶ ἀπὸ τοιαύτην καταδίκη, θὰ ἤξευρᾳ νὰ βάλω «τὰ δυὸ πόδια» τοῦ κριτοῦ «σ᾿ ἕνα παποῦτσι». Ἀλλὰ ἐδέχθηκα τὴν καταδίκη στὸ κεφάλι μου ἐπάνω διὰ νὰ γίνῃ τοῦ πατέρα μου τὸ θέλημα. Μήπως τὸ σπίτι μας καθὼς τὸ ηὗρα δὲν ἦτο τάχατε δι᾿ ἐμὲ χειρότερο ἀπὸ φυλακή; Θεὸς συγχωρέσοι τὸν Σακήρμπαμπα, ποὺ δὲν ἀφῆκε νὰ μὲ λείψη τίποτε. Ἔπειτα δὲν εἶχα οὔτ᾿ ἐντροπὴ νὰ αἰσθανθῶ, οὔτε καταφρόνησι νὰ ὑποφέρω. Ὅλοι τὸ ἐγνώριζαν πὼς ὑποφέρω διὰ τὴν κακογνωμία τοῦ πατρός μου καὶ μ᾿ ἐλυποῦντο καὶ μὲ παρηγοροῦσαν καὶ μὲ περιποιοῦντο, ὡσὰν νὰ ἤμουν ὁ ἀφέντης των. Αὐτὸ στὸ πατρικό μου σπίτι βέβαια δὲν θὰ τὸ εἶχα.

Ἔτσι χρόνος ἐπερνοῦσεν καὶ ὅσον ἐπλησίαζεν εἰς τὸ τέλος, τόσον ἐσφίγγετο ἡ καρδιά μου. Ὁ δεύτερός μου ἀδελφὸς ἐπούλησε τὰ κτήματα ποὺ ἐπῆρεν ἀπὸ τὴν γυναῖκα του καὶ ἐπέρασεν εἰς τὴν Ἀνατολή. Ἐγὼ θὰ ἤμουν λοιπὸν καταδικασμένος νὰ ζήσω μέσα στὸ σπίτι μας. Εἰς τὸ σημεῖον ποὺ καντήτησεν ὁ πατέρας μου δὲν εἶχα πλέον ἐλπίδα νὰ συννενοηθῶ μαζί του. Ἐκεῖ μανθάνομεν ἔξαφνα πὼς ἔγιν᾿ ἐπανάστασις εἰς τὴν Ἐρζεγοβίνα. Δὲν ἔχασα καιρό. Ἕνα βαρβᾶτο ἄλογο ἀπὸ τὸν σταῦλο, μία ἀσημένι᾿ ἀρματωσιά, καὶ δρόμο!

Ὁ Σακήρμπαμπας πολλὲς φορὲς εὑρῆκε τρόπο νὰ μ᾿ ἐπαινέσῃ τῆς Μελέικας τὴν εὐμορφιὰ καὶ τὴν καλωσύνη. Τὸ φαγητὸ ποὺ μ᾿ ἔφερνε στὴν φυλακὴ τὸ ἐμαγείρευε μονάχη καὶ ὅ,τι ἄλλο ἐχρειάσθηκα ἀπὸ τὸ σπίτι, ἐκείνη μὲ τὸ φρόντισεν, ὡσὰν νὰ ἦταν ἡ ἴδιά μου μητέρα ἀκόμη ζωντανή. Μία μυστικὴ φωνὴ τὸ ἔλεγεν εἰς τὴν καρδιά μου: σ᾿ αὐτὴ τὴν κόρην ἔδωκεν ἡ μητέρα σου τὸ δαχτυλίδι, αὐτὴ θὰ εἶναι τὸ «κισμέτι» σου. Μὰ δὲν ἠξεύρεις πώς μου ἦλθε ὅταν ἤκουσα τὸν πόλεμο. Θὰ πάγω νὰ ζητήσω τὸ «κισμέτι» μου μέσα εἰς τὸν καπνὸ καὶ τὴ φωτιὰ τῆς μάχης ἀκόμη μία. Ἡ σπιτικιὰ ζωή, ἡ εὐτυχία τῆς οἰκογενείας δὲν ἔγινε γραφτῆ δι᾿ ἐμένα. Κ᾿ ἐπῆγα.

Ἔδωκε ὁ Θεὸς κ᾿ ἔλαχεν ὁ ἀρχηγός, ὁποὺ μ᾿ ἐπῆρεν εἰς τὸ τάγμα του, γενναῖος, καὶ ἴσως ἴσως διὰ τοῦτο κάπως δίκαιος. Ὅταν ἐγύρισα ὀπίσω ὕστερ᾿ ἀπὸ δυὸ χρόνια, εἶχα μερικὲς πληγὲς παραπάνω, μὰ εἶχα κ᾿ ἕνα μικρὸ βαθμὸ κ᾿ ἕνα παράσημο ἀνδρείας.

Αὐτὴ τὴν φορὰ ἠμπόρεσα νὰ ἰδῶ καὶ τὸν πατέρα μου στὸ σελαμλίκι. Τὸν πατέρα μου! ἂν δὲν μὲ εἶχε γεννημένο, δὲν θὰ τὸν ἐγνώριζα! Τί ἔγινε τὸ ὑπερήφανό του μέτωπο, τ᾿ ἀστραφτερά του μάτια, τὰ πλατειὰ ἐκεῖνα στήθειά του, τί ἔγιναν; Θαρρεῖς πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ποὺ δὲν τὸν εἶδα, ἦταν ἄρρωστος εἰς τὸ κρεββάτι κ᾿ ἐκιτρίνισεν ἡ θωριά του κ᾿ ἐρυτιδόθηκε τὸ μέτωπό του κ᾿ ἐλύγισε τὸ σῶμα του, κ᾿ ἔτρεμαν ὡσὰν τὸ φύλλο τὰ χέρια καὶ τὰ γόνατά του! Ἔτσι τὸν ἐδιόρθωσεν ἡ νέα του γυναῖκα!

Ὅταν ἐμβῆκα μέσα κ᾿ ἐφίλησα τὸ χέρι του, ἐσήκωσε τὰ βαθουλά του μάτια καὶ μ᾿ ἐκύτταξε, μ᾿ ἐκύτταξε καλὰ καλά, καὶ δυὸ μεγάλα δάκρυα ἐκόλλησαν εἰς τὰ χλωμά του μάγουλα.

- Μοιάζεις τὴ μάνα σου! μὲ εἶπεν. Ἐκείνη ἦταν ἡ καλή μου ἡ γυναῖκα, μά... ἀπέθανε. Αὐτὴ ἡ ἀλεποῦ, σὰν ἔγραψα τὸ βιό μου πάνου της, μὲ ἔδιωξεν ἀπ᾿ τὸ χαρέμι!

- Τί θὰ εἰπῇ, ἀφέντημ! τοῦ λέγω. Στὴν οἰκογένειά μας πότε ἀκούστηκε νὰ διώξη μία γυναῖκα τὸν ἐφέντη της ἀπὸ τὸν ἴδιο του τὸ σπίτι!

- Αὐτὸ κ᾿ ἐγὼ θαυμάζουμαι! εἶπεν ἐκεῖνος μὲ παιδικὴν ἀπορίαν. Μὰ ἔλα πάλιν ποὺ τὴν ἀγαπῶ τὴν μαριόλα! Βάλε ρακὶ νὰ πιοῦμε στὴν ὑγεία της!

Εἰς τέτοιο βαθμὸ τοῦ εἶχε καταστρέψει τὸ πιοτὸ τὸν ἀνδρικό του χαρακτῆρα. Εἰς αὐτὴ τὴν κατάστασιν εὕρηκα κ᾿ ἐγνώρισα κ᾿ ἐγὼ τὸν πατέρα μου!

Κατόπιν ὁ Σελὴμ μοὶ διηγήθη, ὅτι ἡ παραλυσία, σωματική τε καὶ πνευματική, τοῦ πατρὸς ἐπέφερε τὴν παράλυσιν τῶν οἰκονομικῶν τῆς οἰκογενείας του. Αἱ ἀγέλαι ἐπωλήθησαν μικρὸν κατὰ μικρόν. Οἱ σταῦλοι ἠρημώθησαν, τὰ καλλίτερα τῶν γεωργικῶν κτημάτων περιῆλθον εἰς χεῖρας τῶν δανειστῶν καὶ τοκογλύφων, εἰς τῶν ὁποίων τὸ βαλάντιον προσέτρεχεν ὁ γέρων κτηματίας ὁσάκις ἡ νέα του σύζυγος εἶχε νὰ ἱκανοποιήση νέαν τινὰ ἰδιοτροπίαν. Ἓν κτῆμα «νικιάχι», δηλαδὴ προικῷον της μητρός του, ἔμενεν ἀκόμη ἐλεύθερον ὑποχρεώσεων. Τοῦτο τὴν καλλιέργειαν ἀνέλαβεν αὐτοπροσώπως ὁ Σελήμ, ὡς ἔκαμνεν ἄλλοτε ὁ πατήρ του, καὶ ἐντὸς βραχέος χρόνου κατώρθωσε νὰ τὸ βελτιώση ἐπὶ τοσοῦτον, ὥστε καὶ αὐτὸς ὁ ἀποβλακωθεὶς πλέον γέρων νὰ τὸ θαυμάζῃ!

- Ἐσὺ μοιάζεις τῆς καλῆς μου τῆς γυναίκας! τοῦ ἔλεγεν ἐνίοτε. Εἶσαι τὸ παιδὶ τῆς ψυχῆς μου!

Ὁ Σελὴμ λησμονῶν τότε τὴν ἀδίκως σκληροτάτην πρὸς αὐτὸν διαγωγὴν τοῦ γέροντος, ἐχύνετο περὶ τὸν τράχηλο αὐτοῦ, καὶ περιπτυσσόμενος αὐτόν, προσεπάθει νὰ κορέση τὴν ἐπὶ τοσαῦτα ἔτη κατέχουσαν αὐτὸν δίψαν πατρικῆς στοργῆς καὶ ἐκτιμήσεως. Ἀλλ᾿ ὅτε οἱ ἀσπασμοὶ καὶ αἱ περιπτύξεις αὐτῶν ἔληγον, ὁ Σελὴμ ἠσθάνετο ἐν ἑαυτῷ τὴν ἀπογοήτευσιν, ἣν αἰσθάνεται ὁ διψαλέος ὁδοιπόρος, ὅστις ἐπὶ μακρὸν ἀποπλανηθεὶς τῆς ὁδοῦ του ἐπὶ μόνῳ τῷ πόθῳ του νὰ πίῃ χορταστικὰ ἐκ γνωστῆς αὐτῷ ζειδώρου πηγῆς, εὑρίσκει αἴφνης τὸ ῥεῖθρον αὐτῆς ἀπεξηραμένον. Ὁ πατὴρ τὸν ὁποῖον ἐνηγκαλίζετο, δὲν ἦτο πλέον ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον ἐθαύμαζεν ἄλλοτε καὶ τοῦ ὁποίου ἓν φιλόστοργον βλέμμα θὰ τὸν ἔκαμνεν ἔξαλλον ἐκ χαρᾶς. Ὁ πατὴρ τὸν ὁποῖον ἐφίλει, ἦτο μέθυσος, ἠλίθιος γέρων, ἀποβλακωμένος ὑπὸ τῆς τῶν πνευματωδῶν ποτῶν καταχρήσεως ἐπὶ τοσούτον, ὥστε νὰ μὴ ἔχῃ πλέον σαφῆ συνείδησιν εἰμὴ ἐὰν ταύτην τὴν στιγμὴν πίνῃ ἢ δὲν πίνῃ. Ἡ διάνοιά του εἶχεν ἐρημωθῆ ὑπὸ τῶν παθῶν, ἡ καρδία του ἐστείρευσεν ὑπὸ τοῦ κόρου, στοργὴ καὶ ἀξιοπρέπεια πατρικὴ δὲν ὑπῆρχον πλέον παρ᾿ αὐτῷ.

Διὰ τοῦτο ὁ Σελὴμ ἐπέσπευσε τώρα τὴν συνένωσίν του μετὰ τῆς Μελέικας τῆς Κιρκασίας, ἀπελευθέρου τῆς μητρός του.

- Ἠμποροῦσα νὰ πάρω ἀπὸ πλούσιαν οἰκογένειαν, εἶπε, νὰ βάλω εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐσπατέλησεν ὁ πατέρας μου. Ἀλλά, ἡ μητέρα μου ἦταν ἅγια γυναῖκα - νὰ γίνῃ μόσχος καὶ ἄμβρα τὸ χῶμα ὅπου κεῖται -, ἀφοῦ ἔδωκε τὸ δαχτυλίδι μου εἰς τὴν Μελέικα, θὰ εἰπῇ πὼς ἦταν τὸ «κισμέτι» μου.

Καὶ ἦτο ἄξιον νὰ σεβασθῆ τὴν ἐκλογὴν τῆς μητρός του ὁ Σελήμ, διότι ἡ Μελέικα ἦτο τῷ ὄντι πεπροικισμένη ὑπὸ πλείστων ἀρετῶν. Περιποιήθη τὸν παράλυτον πενθερόν της μετὰ παιδικῆς αὐταπαρνησίας καὶ κατέστησε τὸν Σελὴμ μέτοχον συζυγικῆς εὐδαιμονίας, ὅσον εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθῆ τοῦτο ἐν τῇ τουρκικῇ οἰκογενείᾳ. Ὅταν ἐξερράγη τῷ 1875 ἡ τελευταία ἐπανάστασις τῆς Ἐρζεγοβίνης, ὁ Σελὴμ ἦτο εὔπορος γαιοκτήμων καὶ εἶχε τρία ζωηρὰ καὶ εὔμορφα παιδιά.

- Ἂν ἤμουν ἀνύπανδρος, εἶπεν ὁ Σελήμ, δὲν θὰ ἐπερίμενᾳ μηδὲ στιγμήν. Τόσον μου ἐτινάχθηκε ἡ καρδιὰ εἰς τὰ στήθη, ὅταν ἔμαθα πὼς ὅλοι μας οἱ κόποι καὶ τὸ αἷμα, ποὺ ἐχύθηκε εἰς τὰ ἑξήντα δυό, ἐπῆγαν εἰς τὰ χαμένα. Μὰ τὰ παιδιὰ ἦσαν μικρὰ καὶ ὁ πατέρας ἄρρωστος, κ᾿ ἐμένα δὲν μ᾿ ἐχωροῦσαν τὰ ροῦχα μου, ὅταν ἐσυλλογιζόμην πὼς γίνετ᾿ ἐναντίον τοῦ Σουλτάνου πόλεμος.

Δὲν ἐπέρασε πολὺς καιρός, νὰ καὶ ἡ Σερβία σηκώθηκε, νὰ καὶ ἡ Βουλγαρία. Ἡ Βασιλεία προσκάλεσεν ἐφέδρους. Θυμοῦμαι πὼς δὲν ἤτανε ἀκόμη ἡ σειρά μου, μὰ ὅταν ἔμαθα πὼς ἑτοιμάζεται καὶ ἡ Ρουσσία, δὲν ἐπερίμενα σειρά, δὲν ἐσυλλογίσθηκα, δὲν ἄκουσα κανένα. Τὸ ξεύρεις ὅτι ἀρχίεχθρος τοῦ ἔθνους μας λογίζεται ὁ Ροῦσσος. Τὸ νερὸ καὶ ἡ φωτιὰ μποροῦν νὰ κάμουνε φιλία μεταξύ τους καὶ νὰ ἔχουνε ὁ Μόσκοβος καὶ ὁ Ἰσλὰμ ποτέ, ποτέ! Δὲν βλέπεις τοὺς Τατάρους, τοὺς Τζερκέζιδες, ποὺ ἄφησαν τὰ σπίτια καὶ τὸ ἔχειν τους καὶ ἦλθαν εἰς τὸ κράτος τοῦ Σουλτάνου, γυμνοὶ καὶ ἀνυπόδητοι καλλίτερα, παρὰ νὰ κατοικοῦν εἰς ἕνα τόπο μὲ τοὺς Ρούσσους;

Ἔτσι ἀφῆκα τὰ παιδιά μου, τὴν γυναῖκα μου, τὸν βιό μου στ᾿ ἀνοιχτὰ καὶ κατεγράφτηκα εἰς τοὺς ἐφέδρους: Βιὸς καὶ γυναῖκα καὶ παιδιὰ εἶναι κτῆμα τοῦ Σουλτάνου, καὶ ὅταν πολεμοῦμε μὲ τὸν Μόσκοβο, ἑπτὰ ζωὲς νὰ ἔχω, καὶ τὲς ἑπτὰ τὲς χάνω εἰς τὸν πόλεμο διὰ νὰ νικήσῃ ὁ ἐφέντης μας! Μὲ τὴν Ρουσσία ἐπολεμήσαμε τὰ μοῦτρα εἰς τὴν Σιλίστρια. Ἐκείν᾿ ἡ ἔχθρα καὶ τὸ μίσος, ὁποὺ τῆς εἶχα ἄλλοτε, ἐπολλαπλασιάσθη τώρα, ὅταν ἔμαθα ὅτι ἔρχονται πάλι νὰ ξαναπατήσουν τὰ χώματά μας. Αὐτοὶ ζητοῦν νὰ μᾶς ἐξολοθρεύσουν, ἔλεγα, ἀπὸ τῆς γῆς τὸ πρόσωπον κ᾿ ἐγὼ ἂν εἶναι βολετὸ καὶ ζωντανοὺς τοὺς τρώγω! Καὶ ἀνεχώρησα εἰς τὸν πόλεμον.

Τὸ πρῶτο μας ἐπῆγαν ἐναντίον τῆς Σερβίας, κ᾿ ἐκεῖ ἐφάνηκε πὼς ἡ Ρουσσία θέλει τὸ κακό μας. Δὲν ἠξεύρω τί νὰ ἐγράφηκεν εἰς τὰς ἐφημερίδας διὰ τοὺς Τούρκους τότε. Μὰ ἐγὼ ποὺ ἐπολέμησα εἰς τὸ Ἀλεξινὰτς ἐκεῖνο τὸ φθινόπωρο, σὲ βεβαιῶ πὼς τὴν ἐκυριεύσαμε τὴν χώρα ὅλη ἀκόμη μία φορὰ, ὡσὰν νὰ μὴν ἦτο ἰδική μας! Καὶ ὅμως τί ὠφέλησε! Ἕνα παλιόχαρτο τοῦ Τσάρου, καὶ ὁ Σερασκέρης μᾶς ἐπρόσταξε νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν Σερβία! Φτού! ποὺ νὰ τοὺς δώσῃ ὁ Θεὸς τὸν μπελᾶ τους! Ἦταν ὡσὰν νὰ ἐπρόσταζες κανένα νὰ ἔβγῃ μέσα ἀπὸ ἕνα σπίτι, ὁποὺ ἔκτισε μὲ τὸ αἷμα καὶ μὲ τὰ κόκκαλα τὰ εἰδικά του.

Κ᾿ ἐβγήκαμε, διὰ τὴν εἰρήνη τάχα, διὰ τὴν ὁμόνοια! Τόσο μεγάλη γνῶσιν εἶχεν ὁ Σερασκέρης τοῦ Σουλτάνου, καὶ οἱ ἄλλοι χαραμοφαγάδες, ὅσοι κάμνουν τὸ «ντοβλέτι»! Ὁ Μόσκοβος, καθὼς γνωρίζεις, ἐκεῖνο ποὺ εἶχε νὰ κάμῃ τὸ ἔκαμε: Πρὶν νὰ θεραπευθοῦνε οἱ πληγὲς ποὺ ἐπήραμεν εἰς τὴν Σερβία, οἱ Ροῦσσοι ἐπέρασαν τὸν Δούναβι! κ᾿ ἐγὼ ποὺ ἤμουν διὰ νὰ ὑπάγω εἰς τὴν πατρίδα μου, νὰ γιατρευθῶ, ἐξέχασα καὶ θέρμη καὶ παροξυσμό, καὶ ἄλλαξα δρόμο. Οἱ Ροῦσσοι πατήσανε τὸ χῶμα τοῦ Σουλτάνου, εἶπα. Ὁ Σελὴμ πῶς θὰ ὑπάγῃ νὰ ἐμβῇ στὸ σπίτι του; Εἶχα μία μολυβιὰ στ᾿ ἀριστερό μου χέρι ἀγιάτρευτη ἀκόμα, καὶ τὸ εἶχα κρεμασμένο στὸν λαιμό μου. Μὰ εἰς τὸ πρῶτο μέρος ὁποὺ ἀπάντησα στρατεύματα, ἔλυσα τὸ μαντήλι, ἕσφιξα τὰ δόντια, νὰ μὴ μὲ ἐννοήσουν ὅτι πονῶ, καὶ παρουσιάσθηκα εἰς τὸν ἀξιωματικό τους. Τότε ἂν ἦταν βολετό, ἤθελε κάμουν στρατιώτας ὡς καὶ αὐτὲς τὲς μνηματόπετρες. Ἐγὼ ἤμουν «τσαούσης». Μ᾿ ἐδέχθηκε χωρὶς πολλὴν ἐξέτασι, κ᾿ ἐπήγαμε. Θαρρεῖς ὅτι ἦτο γραφτό, ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσον πόλεμο καὶ τόσο σκοτωμὸ μέσα εἰς τὰ Μπαλκάνια, νὰ ζήσω, διὰ νὰ πᾶνε νὰ μὲ κλείσουν μέσα εἰς τὴν Πλεύνα.

- Ἔι, Πλεύνα, ἔι! - ἀναστέναξεν εἶτα εἰπὼν ὁ Σελήμ, κ᾿ ἐξηκολούθησε τὴν ἱστορίαν του σύννους. Ἐσὺ μὲ ἔφερες τὸν νοῦ μου εἰς τὸν τόπο του! Μάρτυρα ἔχω τὸ Θεό, πὼς ὅταν ἔφθανα εἰς τὴν Πλεύνα, ἤμουν ὡσὰν μεθυσμένος, ὡσὰν τρελλός. Τοὺς Ρούσσους τοὺς εὑρήκαμε χωμένους ποὺ καὶ ποὺ ἐδῶθε ἀπὸ τὰ Μπαλκάνια, καὶ ὅπου τοὺς εὑρήκαμε τοὺς «ἐπαστρέψαμε»! Ὕστερ᾿ ἀπὸ τῆς Κριμαίας τὸν καιρὸ πρώτη φορὰ τοὺς ξαναέβλεπα ἐμπρός μου. Καθένας των μ᾿ ἐφαίνετο ἑφτὰ φορὲς κακώτερος ἀπὸ τὸν διάβολο! Ἀρχιεχθρὸς τοῦ γένους, π᾿ ἀνάθεμα τὸν! ἔλεγα, ὅταν μ᾿ ἐτύχαινε κανένας πληγωμένος ἀβοήθητος, καὶ τὸν ἀπετελείωνα κ᾿ ἐκεῖνον μὲ θηριώδη εὐχαρίστησι.

Ὅταν ἐμβήκα μέσα στὴν Πλεύνα ἤμουν ἑκατόνταρχος καὶ ἡ Πλεύνα ἦταν ξακουσμένη ἀπὸ τὴν πρώτη της ἡρωικὴν ἀντίστασι. Φαντάζεσαι λοιπὸν μὲ τί χαρά, μὲ τί ἐλπίδες ὡδηγοῦσα τοὺς ἀνθρώπους μου, μὲ τί ἐνθουσιασμὸ κρατοῦσα τὸ σπαθὶ στὸ χέρι, μὲ τί ἀλαλαγμὸ τὸν ἐχαιρετήσαμε τὸν γέρο ἥρωα τῆς Πλεύνας, τὸν Ὀσμὰν - πασά. Ἠρχόμεθα βοήθεια στὴν δύναμί του, τρεῖς χιλιάδες ἄνθρωποι, καὶ οἱ Ροῦσσοι δὲν ἠμπόρεσαν νὰ μᾶς ἐμποδίσουν, ὅπου κι ἂν ἐπεράσαμε.

- Ἐδῶ θὰ τὸ χορτάσω πλέον τὸ μῖσος, εἶπα, τὸ ἀχόρταγο. Ἐδῶ θὰ τοὺς ἐκδικηθῶ ἀλύπητα τοὺς Ρούσσους τοὺς ἐχθρούς μας, τοὺς ἀγρίους, τοὺς ἄσπλαχνους!

Καὶ ὅταν ἦλθεν ἡ στιγμὴ κι ἀνοίξαμε φωτιὰ ἐπάνω τους ἐκεῖνο τὸν Σεπτέμβριο, τότε ὁ ἐνθουσιαμός μου δὲν εἶχε πλέον ὅρια. Ἡ κάθε σφαῖρα ποὺ τοὺς ἐστέλλαμε, τὴν αἰσθανόμουν πὼς ἔπαιρνεν ἀπὸ τὴν καρδιά μου δύναμι γιὰ νὰ χτυπήση ὅπου πάγει βαθύτερα, νὰ καταστρέψη φαρμακερώτερα. Καὶ ὅπου ἤτανε δουλειὰ διὰ μπαγιονέτα καὶ σπαθί, ἐκεῖ δὲν ἤμουν τελευταῖος. Μὰ τὸ γραφτὸ εἶναι γραφτό, κανένας δὲν τ᾿ ἀλλάζει.

Μία μολυβιὰ ποὺ πῆρα δεξιὰ μεριὰ μέσ᾿ στὸ πλεμόνι μ᾿ ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν θέσι μου καὶ μ᾿ ἔβαλεν εἰς τὸ νοσοκομεῖο. Πολὺ ἄσχημη πληγή! Ἦλθεν ὁ χειμῶνας καὶ ἐγὼ ἀκόμη δὲν ἠμποροῦσα νὰ σαλεύσω· ἔφτυνα αἷμα.

Δὲν ἄκουσα νὰ γέννουν καὶ μεγάλα πράμματα ὅλον ἐκεῖνο τὸν καιρό. μὰ ἔξαφνα ἕνα βράδυ καταλαμβάνω πὼς οἱ γιατροὶ κ᾿ οἱ ἄνθρωποι τοῦ νοσοκομείου καὶ οἱ ἄρρωστοι, ὅσοι ἦσαν εἰς τὰ πόδια τους, ὀλίγοι λίγοι ἔλειψαν καὶ πᾶνε! Κρυφομιλήματα καὶ στεναγμοί, βλασφημιὲς καὶ ὕστερα πάλι νεκρικὴ σιγή, - σηκώθηκα στὸ πόδι. Ἦταν σκοτάδι, δὲν τὰ διέκρινα καλὰ - καλὰ τὰ πράγματα, μὰ μακρυὰ ἀκούονταν στρατεύματα ποὺ ἐπήγαιναν κατὰ τὸν ποταμό. Αὐτὸ δὲν εἶναι καλὸ πρᾶγμα! Ἀπὸ καιρὸ μᾶς εἴχανε περικλεισμένους μέσα εἰς τὰ ὀχυρώματα οἱ Ροῦσσοι· ζωοτροφίες δὲν ἀπέμειναν στὴν Πλεύνα.

Νὰ ἰδῆς ποὺ ἀναγκάσθηκεν ὁ Γαζὴ - Ὀσμᾶν πασσᾶς νὰ τραβηχθῆ ἀπὸ ἐδῶ πέρα! Παίρνω λόγυρα, οἱ δρόμοι ἄδειοι! Τριγύρω μου κανείς. Ὅσοι ἔμειναν θὰ ἦσαν ὡσὰν ἐμένα καὶ χειρότεροι. Ἐπῆρα τὸν μανδύα μου καί, ἔτσι καθὼς ἐβρέθηκα, μέσα εἰς τὸ σκοτάδι, ἔτρεξα κατόπι τους. Στὸν δρόμο εὕρηκα καὶ ἄλλους πληγωμένους, χωλούς με δεκανίκια. Ἐπήγαιναν βιαστικὰ καὶ αὐτοί, ὅπως ἠμποροῦσεν ὁ καθένας, καὶ ἐβόγγιζαν καὶ ἔκλαιαν καὶ ἐβλαστημοῦσαν. Τότε ἀγρίεψε καθ᾿ ἑαυτὸ ἡ καρδιά μου. Ἐσφίχθηκα μὲ ὅλη μου τὴν δύναμι κ᾿ ἐπρόφθασα ἕνα «ταμποῦρι» ποὺ ἐπήγαινε σιωπηλὰ κ᾿ ἕνα ἄλλο ποὺ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ πλάγι κατὰ πάνω μου.

- Γύρισε πίσω γρήγορα! ἐφώναξεν ἕνας ἀξιωματικὸς ἀπὸ τὸ ἄλογο. - Μὲ διέκρινε πὼς ἤμουν ἀπὸ τοὺς ἀρρώστους. - Θὰ σὲ σκοτώσουν ἐδῶ πέρα! πίσου!

- Εἶμαι ὁ Σελήμ, ὁ ἑκαντόταρχος, τοῦ εἶπα· πῶς νὰ γυρίσω πίσου! Ὅσον ἠμποροῦσα νὰ σηκώσω τὸ ντουφέκι, νὰ σύρω τὸ σπαθί, τὸ πρόσταγμα ἦταν «ἐμπρός»!, καὶ τώρα ποὺ πληγώθηκα, προστάζεις νὰ γυρίσω πίσου. Ἢ θὰ μὲ πάρετε μαζί σας, ἢ θὰ μὲ σκοτώσετε ἐδῶ πέρα! Πίσου κανεὶς δὲν ἔμεινε. Μὲ παραδίδετε στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν μας; Κ᾿ ἐστάθηκα ἐμπρός του κ᾿ ἔπιασα τὸ χαλινάρι τοῦ ἀλόγου του.

- Ἂν εἶσαι λάτρης τοῦ Μωάμεθ τοῦ Προφήτου μας, τοῦ εἶπα, τράβα καὶ κόψε τὸ κεφάλι μου! Εἰκοσιπέντε χρόνια στρατιώτης τοῦ Σουλτάνου, πὼς μ᾿ ἀπαρνεῖσθε καὶ μὲ ἀφίνετε νὰ πέσω ζωντανὸς στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν μου;

Ἀκόμα δὲν ἐπρόφθασα νὰ τελειώσω, καὶ τὸ ἄλογο, ποὺ ἠσθάνθη τὰ φτερνιστήρια στὰ πλευρά του, τινάχθηκεν ἐπάνω μου καὶ μ᾿ ἔριξεν ἀνάσκελα. Καμπόσους στρατιώτας ἄκουσα ποὺ ἐπέρασαν πατώντας εἰς τὰ στήθια μου τὰ πληγωμένα. Ὕστερα μὲ ἦλθε σὰν λιποθυμία...

Ὅταν ἦλθα εἰς τὸν ἑαυτόν μου ἦταν ξημερώματα. Σὰν ὄνειρο μ᾿ ἐφάνηκεν ὁ τόπος ποὺ εὑρέθηκα. Τὸ γόνατό μου μ᾿ ἐπονοῦσε δυνατά, δὲν ἠμποροῦσα νὰ τὸ σαλέψω. Τότε ἐνθυμήθηκα τ᾿ ἄλογο, τὸ πέσιμό του καὶ τὸ ποδοπάτημα ποὺ πέρασ᾿ ἀπὸ πάνω μου. Ἂς τὸ βροῦν ἀπὸ τὸν Θεό! οἱ ἄσπλαχνοι! Ὕστερα ἦλθαν εἰς τὸν νοῦ μου ὅσα ἐκατόρθωσα μέσα εἰς τοὺς πολέμους τόσα χρόνια, κ᾿ ἐσυλλογίσθηκα πόσο καλλίτερα θὰ ἦτο νὰ μ᾿ ἐσκότωνε κανένα βόλι στὴν γραμμή, καὶ μ᾿ ἐκυρίευσεν ἕνας ἀνέκφραστος τρόμος. Τί ἔχω τώρα νὰ τραβήξω ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας!

Ἐκεῖ ἀκούω κάτω, πέρ᾿ ἀπὸ τὸν ποταμὸ βροντοῦν κανόνια. Ἄνοιξε φωτιά, χτυπιοῦνται. Ἀλλάχ! Ἀλλάχ! Στὰ χείλη μου δὲν θέλει ν᾿ ἀναβῇ μία προσευχὴ διὰ τοὺς ἀδελφούς μου! Δὲν ἠμπορῶ νὰ πῶ: Θεὸς βοήθειά τους! Τόσο μεγάλο ἦταν τὸ παράπονο τῆς καρδιᾶς μου, γιατί μὲ ἄφηκαν στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν μας. Τί ἐγίνετο ἐκεῖ κάτω δὲν ἠμποροῦσα νὰ τὸ καταλάβω, ἐννόησα ὅμως ὅτι ἡ Πλεύνα δὲν ἦτο πλέον ἰδική μας! Θέλεις ἡ λύπη κ᾿ ἡ ἀπελπισία μου, θέλεις ἡ κατάστασις τῆς ὑγείας μου, θέλεις τὸ κρύο τὸ πολύ, μὲ ἔφεραν μία νάρκωσι, μία παραζάλη, δὲν ἤξευρα τί ἔκαμνα. Εὑρέθηκα ὅλως διόλου χωρὶς ὅπλα. Ὁ Θεὸς - ὄχι ὁ Θεὸς - οἱ ὁμόθρησκοί μου μὲ παράδωκαν «κουρμπάνι» στὸν ἐχθρό μας. Τώρα ἔχει δίκαιο καθείς των νὰ μ᾿ ἐκδικηθῆ κατὰ τὰ ἔργα καὶ τοὺς λογισμούς μου, - ἂς ἔλθουν! ἂς μὲ κάμουν κομμάτια νὰ μὲ φᾶν οἱ σκύλλοι!... Καὶ ἔτσι ἐξηντλημένος καθὼς ἤμουν, ἐσύρθηκα κ᾿ ἔπεσα κοντὰ εἰς ἕνα βράχο τυλιγμένος εἰς τὸν μανδύα μου.

Ὅταν ἦλθα εἰς τὸν ἑαυτό μου, εὑρέθηκα εἰς ἕνα φορητὸ νοσοκομεῖο. Ἔμαθα πὼς ἤμουν αἰχμάλωτος τῶν Ρώσσων κ᾿ ἐγὼ κι ὅλοι ὅσοι εἴμεθα στὴν Πλεύνα, σαράντα χιλιάδες στρατιῶται, μαζὶ μὲ τὸν Ὀσμᾶν - πασσὰ καὶ τόσους ἄλλους πασσάδες!

Δὲν εἶναι πρᾶγμα εὔκολο γιὰ μένα, ἐξηκολούθησεν ὁ Σελὴμ μετὰ τίνα παῦσιν, νὰ περιγράψω τί συνέβηκε μέσ᾿ στὴν καρδιά μου ἀπὸ τώρα κ᾿ ὕστερα. Μὰ ἴσως εἶναι εἰς ἐσένα εὐκολώτερο νὰ τὸν μαντεύσης, ὅταν ἀκούσῃς ἀπ᾿ ἐδῶ κ᾿ ἐμπρὸς τὴν ἱστορία μου.

Καὶ ὁ Σελὴμ προσεπάθησε νὰ μὲ παραστήσῃ ὁποίαν ἔκπληξιν ἠσθάνθη ὅτε εἶδε τὴν φιλάνθρωπον εὐσπλαγχνίαν, μεθ᾿ ἣς ὁ Ρῶσσος ἰατρὸς καὶ αἱ βοηθοὶ αὐτοῦ ἀδελφαὶ τοῦ ἐλέους ἐθεράπευσαν τὰς πληγάς του ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν, ἐνδύσαντες καὶ θρέψαντες αὐτὸν καλλίτερον παρ᾿ ὅτι ἐτρέφοντο ἐντὸς τῆς Πλεύνας οἱ πασσάδες. Τυφλωμένος ὑπὸ τοῦ φανατισμοῦ ἐναντίον τῶν Ρώσσων, ἐφαντάζετο αὐτοὺς σκληρούς, αἱμοβόρους, ἑτοίμους νὰ κατασπαράξωσι τὰς σάρκας του ὠμὰς ὡς ἄγρια θηρία. Καὶ ὅμως ἦσαν Ρώσσοι αὐτοὶ ποὺ ἔβλεπεν ἐμπρός του! καὶ εὕρισκεν αὐτοὺς τώρα εὐγενεῖς καὶ περιποιητικούς, προσπαθοῦντας διὰ παντοίων τρόπων νὰ παρηγορήσωσι τοὺς αἰχμαλώτους διὰ τὴν τύχην των, νὰ ἐνθαρρύνωσιν αὐτοὺς διὰ τὸ μέλλον, καὶ νὰ τοὺς διαβεβαιώσωσιν ὅτι καὶ αἰχμάλωτοι ὄντες ἀπολαμβάνουσι τοῦ θαυμασμοῦ τῶν Ρώσσων καὶ ὁλοκλήρου του κόσμου, διὰ τὴν ἀνδρείαν μεθ᾿ ἣς ἐπολέμησαν καὶ τὴν γενναιότητα. Ὁ Σελὴμ ἴδια διὰ τὸ πλῆθος τῶν κατὰ καιροὺς πληγῶν, ὧν τὰ ἴχνη ὁ ἰατρὸς ἐμελέτησεν ἐπὶ τοῦ σώματός του, ἐφάνη εἰς αὐτοὺς ἰδιαιτέρας ἀξίας ἄνθρωπος. Τῷ ἔδωκαν νὰ ἐννοήση ὅτι, ἐὰν ὁ Τσάρος εἶχε στρατιώτας μόνον τοιούτους, οἶος ὁ Σελήμ, θὰ ἦτο Σουλτάνος ὅλου τοῦ κόσμου. Τοῦτο ἐκολάκευσε πολὺ τὴν φιλαυτίαν τοῦ στρατιώτου, ὅστις σπανίως ἤκουσεν ἓν «ἀφερήμ» διὰ τὰ κατορθώματα τὰ ὁποῖα παρ᾿ ἄλλοις ἔθνεσι βραβεύονται παραδειγματικῶς. Μετὰ τίνα καιρὸν ὁ Σελὴμ ἐστάλη μετὰ τῶν λοιπῶν αἰχμαλώτων εἰς Ρωσσίαν.

Ἐκ πολιτικῆς ὀπισθοβουλίας οἱ Ρώσσοι ἐπεδαψίλευσαν τοῖς ἐν τῷ πολέμῳ ἐκείνη αἰχμαλωτισθείσι Τούρκους περιποιήσεις σχεδὸν ἀπιστεύτους. Δάκρυα ἀνέβαινον εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Σελήμ, ὅτε διηγεῖτο τὴν εὐμενῆ καὶ συμπαθητικὴν ὑποδοχήν, ἣς ἔτυχον ὅθεν κι ἂν διῆλθον. Οἱ Ρώσσοι χωρικοὶ ἐχαιρέτιζον τοὺς αἰχμαλώτους ἐχθροὺς προσαγορεύοντες αὐτοὺς Bratuska, δηλαδὴ ἀδελφούς!

Ὅπου καὶ ἂν ἐσταμάτα ὁ σιδηρόδρομος, προσέφερον αὐτοῖς τέιον καὶ ἄλλα θερμαντικὰ ποτά. Καὶ ὅπου ἂν ἐξήρχοντο τῶν ἁμαξῶν, οἱ ἐγχώριοι ἐνηγκαλίζοντο καὶ ἠσπάζοντο αὐτούς. Πάντα ταῦτα ἐπέφερον εἰς τὴν κατὰ βάθος χρηστήν, τὴν εὐαίσθητόν του Σελὴμ καρδίαν, ἀληθῆ ἐπανάστασιν αἰσθημάτων. Αὐτοὶ εἶναι λοιπὸν οἱ λεγόμενοι ἄσπονδοι ἐχροὶ τοῦ ἔθνους του; Αὐτοὶ εἶναι οἱ θέλοντες νὰ ἐξολοθρεύσωσι τοὺς Τούρκους ἀπὸ τοὺς προσώπου τῆς γῆς; Πόσον ἐσφαλμένην ἰδέαν εἶχε περὶ τῶν Ρώσσων!

- Ἤμουν τρελλὸς ἕως τότε, προσέθετεν ὁ Σελήμ. Δι᾿ αὐτὸ σὲ εἶπα πὼς ἡ Πλεύνα ἔβαλε τὸν νοῦν μου εἰς τὸν τόπο του.

Ἐν Πλεύνᾳ εἶδεν ὁ Σελὴμ ὁποίας στερήσεις καὶ βασάνους ὑφίσταντο οἱ ὀλίγοι Ρώσσοι αἰχμάλωτοι, καὶ ἐπερίμενε λοιπὸν νὰ ὑποστῇ ἐν Ρωσσίᾳ τὰς αὐτάς, ἂν ὄχι χειροτέρας. Ἀντ᾿ αὐτῶν ὁ Σελὴμ καθ᾿ ὅλον τὸ διάστημα τῆς αἰχμαλωσίας του ἔφαγε χορταστικά, ἐνεδύθη θερμὰ καὶ καθάρια ἐνδύματα, ἤκουσε λόγους γλυκεῖς καὶ παρηγόρους, οἴους οὔτε παρὰ τῶν ὁμοεθνῶν αὐτοῦ δὲν ἤκουσε κατ᾿ οἶκον, καὶ τὸ κυριώτατον, ὁ Σελὴμ καὶ οἱ συναιχμάλωτοί του ἀφέθησαν ἐλεύθεροι καὶ ἀνενόχλητοι νὰ τελῶσι πάντα τὰ θρησκευτικά των καθήκοντα εἰς ἐπὶ τούτω παρασκευασθέντα οἰκήματα. Τοιοῦτόν τι ὁ ἐχθρὸς τοῦ Ἰσλὰμ βεβαίως δὲν θὰ τὸ ἐπέτρεπε. Δὲν εἶναι λοιπὸν παράδοξον ἐὰν ὁ Σελὴμ μετέβαλε τώρα γνώμην ὡς πρὸς τὸ δυνατόν τῆς συμβιώσεως Μωαμεθανῶν καὶ Ρώσσων, καὶ ἐχαρακτήριζεν ὡς μωροὺς τοὺς ἀγωνιζομένους ἐναντίον τῆς εἰσβολῆς Ρώσσων εἰς τὴν Τουρκία, τὴν Εὐρωπαϊκήν.

- Ἡ Ντουνιὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλη, ἔλεγε, καὶ ὁ φτωχὸς ὁ Τσάρος δὲν ἔχει πὼς νὰ ἐξοικονομήση τοὺς ὑπηκόους του. Εἶναι τόσο καλοὶ ἄνθρωποι. Ἂς ἔλθουν εἰς τὸν τόπο μας. Τί τὸν κουστίζει τὸν Σουλτάνο; Τὸ «ζεῦκι» ποὺ τραβᾷ μέσα στὴν Πόλι, μπορεῖ νὰ τὸ τραβᾶ καὶ στὸ Μπαγδάτι καὶ στὴν Δαμασκό. Δὲν εἶναι ποῦ θὰ ζήσουμε σὰν ἀδελφάκια μὲ τοὺς Ρούσσους; Bratuska! Bratuska!

Τοιουτρόπως λοιπὸν ἡ πολιτικὴ τῶν Ρώσσων σύνεσις ἔγνω νὰ γεφυρώση τὸ ἀτελεύτητον χάσμα, τὸ ὁποῖον ἐχώριζεν αὐτοὺς αἰωνίως ἀπὸ τῶν Τούρκων. Ὅ,τι δὲν κατωρθώση διὰ τῆς λεοντῆς, ἐπετυγχάνετο λάθρα διὰ τῆς ἀλωπεκῆς. Περὶ τὰς ἑκατὸν χιλιάδας Τούρκων στρατιωτῶν, ἀπαχθέντων εἰς αἰχμαλωσίαν, ἐκολακεύθησαν νὰ πιστεύσωσιν ὅτι δὲν ἐγένετο αἰχμάλωτοι, ἀλλ᾿ ἁπλῶς ξένοι τῶν Ρώσσων. Κατὰ συνέπειαν ὀφείλουσιν εἰς αὐτοὺς ἐν τῷ μέλλοντι τὴν αὐτὴν διαγωγὴν καὶ πολιτείαν, ἣν ἡ θρησκεία τοῦ Μωάμεθ ὑπαγορεύει τοῖς πιστοῖς πρὸς πάντας ὑφ᾿ ὧν τὴν στέγην ἤθελον ὡς ξένοι γευθῆ «ἄρτον καὶ ἅλας».

Ὡς πρὸς τὸν Σελήμ, εἰς τὸ ἕτερον ἄκρον τῆς ἐπιζευγνυούσης τὸ χάσμα ἐκεῖνο γεφύρας, ἐστάθη προληπτικὸς φανός, ἡ θερμὴ τῦ ἔρωτος φλόξ, νεύουσα αὐτῷ μακρόθεν νὰ ἐπιταχύνῃ τὴν εἰς τὰς ρωσσικὰς ἀγκάλας ἐπάνοδόν του.

- Νὰ βλέπῃ τὶς τὴν εὐμορφιὰ εἶναι χαΐρι, εἶπεν ὁ Σελήμ, ἐγγίζων τὸ κεφάλαιον τοῦτο ὀλίγον στενοχωρημένος. Ἐγνώρισα ἕνα γέρον ἀξιωματικὸ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἦλθαν εἰς τὰ εἰκοσιεννιὰ εἰς τὴν Ἀδριανούπολιν· ἐνθυμοῦνταν ὀλίγα τουρκικὰ καὶ μ᾿ ἐπροσκάλεσεν εἰς τὸ σπίτι του νὰ πιοῦμε τσάι. Εἶχε μία θυγατέρα χήρα, ποὺ τὸν ἐκύτταζε - Θεὸς νὰ τὴν χαρίση στὸν πατέρα της! - ἦταν καλὴ σὰν ἄγγελος! Ὁ ἄντρας της, ἕνα «τσακπίνι», χρόνους καὶ καιροὺς τῆς ἔκαμνε τὸν ἀγαπητικό, ἕως ὅτου κατώρθωσε καὶ τὴν ἐπῆρε. Μὰ μήπως τὴν ἐπῆρε διὰ νὰ τὴν χαρή; Ἕνα τσακπίνι! Σὰν ἔπαιξε τὸν βιό της εἰς πέντ᾿ ἕξη ἑβδομάδες στὰ χαρτιά, ἐπῆρε τὸ πιστόλι καὶ τρύπησε τὸ κολοκύθι του. Καὶ ἦταν χήρα ἡ καϋμένη ἕξη χρόνια τότε. Ὁ γέρος ἀγαποῦσε τὰ χαρτιὰ κ᾿ ἐκεῖνος, κ᾿ ἔπαιζε μὲ τὴν Παυλόφσκα νὰ περνᾷ τὴν ὥρα του, μὰ σὰν ἐγνωρισθήκαμε μία φορὰ, δὲν μὲ ἄφηκε πλέον τὸν γιακά μου. Μὲ διηγεῖτο τοὺς πολέμους, ὅσους ἐπολέμησε, καὶ μὲ ἄκουε νὰ ἐπαινῶ τοὺς Ρούσσους μὲ μεγάλην εὐχαρίστησι.

Ἡ εὔμορφη Παυλόφσκα ἄκουεν μόνον ὅσα τῆς ἐξηγοῦσεν ὁ πατέρας της, κ᾿ ἐσειοῦσε τὸ κεφάλι καὶ τὸ δάχτυλο πὼς δὲν εἶναι καλοὶ οἱ Ροῦσσοι, διότι μεθοῦν καὶ παίζουν «κουμάρι». Ὁ Σελὴμ ποὺ δὲν πίνει, ποὺ δὲν παίζει κουμάρι - Χαρασσό! χαρασσό! Καὶ τώλεγε μὲ μία γλυκειὰ φωνή, μὲ κάτι βλέμματα! - Τί νὰ σὲ εἰπῶ! Ἦταν ὡραία ἡ Μελέικα, ἡ γυναῖκα μου, ὡραία καὶ καλή, μὰ - Τί νὰ σὲ εἰπῶ; Στὰ σπίτια τὰ δικά μας οἱ γυναῖκες οἱ πιὸ καλὲς εἶναι ὡσὰν τὰ πρόβατα. Ἔζησα τόσα χρόνια με τὴν Μελέικά μου καὶ εἴχαμε τρία παιδάκια. Πιστεύεις; Ποτὲ δὲν εἶδεν εἰς τὰ μάτια μου ὅπως ἡ Παυλόφσκα. Τὸ βλέμμα τῆς Παυλόφσκας δὲν ἐταπεινώθη ἐμπρὸς εἰς τὸ δικό μου ὡσὰν δοῦλος ὁποὺ κλίνει τὸ κεφάλι διὰ νὰ τὸν προστάξη ὁ ἀφέντης του, ἢ νὰ τὸν μαλώση. Ὄχι. Τὸ ἔνιωθα πὼς ἔμβαινεν ὡσὰν γλυκειὰ φωτιὰ μέσα εἰς τὴν καρδιά μου καὶ τὴν ἐφώτιζε καὶ τὴν ἐζέσταινε καὶ τὴν ἐξεμάργωνε καὶ τὴν ἐφτέρωνε καὶ τὴν ἔκαμνε νὰ πετάξη ἀπὸ τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία της ἕως εἰς τὰ οὐράνια, νὰ αἰσθάνεσαι ὅμως πὼς εἶναι καλλίτερα νὰ ἐπετοῦσεν εἰς τὴν ἀγκάλην τῆς Παυλόφσκας. Καὶ ἡ φωνή της! Καὶ τὸ τραγούδι της! Ἀλήθεια, δὲν ἐκαταλάβαινα τὴ γλῶσσα τους, μὰ διὰ τοῦτο ἴσα - ἴσα ἔνοιωθα πὼς ἐλαλοῦσε μέσ᾿ στὰ φυλλοκάρδια μου. Μήπως καταλαβαίνεται ἡ γλῶσσα τ᾿ ἀηδονιοῦ; Καὶ ὅμως ὅποιος ἂν τ᾿ ἀκούσῃ, τὸ νοιώθει πὼς λαλεῖ διὰ πόνο καὶ διὰ βάσανα καὶ δι᾿ ἀγάπη τῆς καρδιᾶς του. Θεὸς νὰ τὴν χαρίση στὸν πατέρα της! Πολλὲς φορὲς ἐκάθησα τὴν νύχτα στὸ κρεββάτι ἄγρυπνος καὶ ἐσυλλογίσθηκα καὶ ἔκλαψα, σὰν τὸ μικρὸ παιδί, γιατί δὲν ἔπλασ᾿ ὁ Θεὸς καὶ τὴν Μελέικά μου ἔτσι, ἀφοῦ τῆς ἔδωκε τόσην εὐμορφιὰ καὶ τόσην καλωσύνη.

Μὰ ἡ Μελέικά μου εἶχε τὸ δαχτυλίδι ὅπου τῆς ἔδωκε ἡ μητέρα μου. Δὲν ἐγίνετο νὰ τὴν ἀφήσω. Κ᾿ αἱμάτωνε ἡ καρδιά μου. Καί, ὅταν ἦλθεν ὁ καιρὸς κ᾿ ἐτελείωσεν ὁ πόλεμος καὶ ἄρχισαν νὰ μᾶς γυρίζουν ὀπίσου, τότε τὸ ἐννόησα πὼς δὲν ἠμποροῦσα νὰ παγαίνω ἀπ᾿ ἐκεῖ χωρὶς ν᾿ ἀφήσω ἕνα κομμάτι τῆς ψυχῆς μου εἰς τὴν Ρουσσία!...

Καὶ ὕστερ᾿ ἀπὸ τὴν τόσην εὐτυχία εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν μου, ἐξηκολούθησ᾿ ὁ Σελὴμ ἠρεθισμένος τώρα, ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσην περιποίησι ὁποὺ εὕρηκα εἰς τῶν ἐχθρῶν μας τὰ χέρια, ἄκουσε τώρα πώς μας ὑποδέχθηκαν οἱ ἐδικοί μας, ἡ βασιλεία ποὺ τὴν ἐδουλέψαμε μὲ τὴν ψυχὴ στὰ δόντια, ἄκουσε πὼς ἐπεριποιήθη τοὺς πολεμιστάς της.

Καὶ μὲ ζωφερώτατα χρώματα περιέγραψεν ὁ Σελὴμ τὴν μετὰ ταῦτα τύχην του.

Μέχρι τῶν προσεχῶν λιμένων οἱ αἰχμάλωτοι μετεφέροντο ὡς εἶχον μετὰ πλείστης περιποιήσεως διὰ τῶν σιδηροδρόμων.

Τὸ πλῆθος ὅθεν καὶ ἂν διήρχοντο τοὺς ἀπεχαιρέτιζον προσαγορεύοντες αὐτοὺς πάντοτε μὲ τὸ γλυκὺ τοῦ ἀδελφοῦ ὄνομα, καὶ ἐπωφελοῦντο τῆς τελευταίας στιγμῆς, ὅπως δείξουν ὡς πλεῖστον τὴν ἀγάπην ὡς πρὸς τοὺς ἀπερχομένους.

Ἕκαστος τῶν αἰχμαλώτων ἔφερεν ἀνεξαιρέτως ἐνθύμιόν τι χαρισθὲν εἰς αὐτὸν ὑπὸ τῶν γνωρίμων του. Τὸν Σελὴμ συνώδευσεν ἡ Παυλόφσκα μετὰ τοῦ πατρός της μέχρι τῆς θαλάσσης καὶ τὸν ἐνηγκαλίσθησαν καὶ ἀπεχωρίσθησαν ἀπ᾿ αὐτοῦ χύνοντες κρουνηδὸν τὰ δάκρυα. Ἀλλ᾿ ἡ καλοζωία πάντων ἔληγεν αὐτοῦ εἰς τὴν ἀκτήν. Αὐτοῦ εἰς τὴν ἀκτὴν ὑπεχρεοῦτο ἕκαστος αἰχμάλωτος ν᾿ ἀφήσῃ ὅ,τι εἶχε ρωσσικὸν ἐπάνω του, νὰ ἐνδυθῇ τὰ πιναρᾶ ἐκεῖνα ράκη, τὰ ὁποῖα ἔφερε τόσον καιρὸν ἐπὶ τῶν πεδίων τῆς μάχης, καὶ οὕτω, ἡμίγυμνοι καὶ ἀνυπόδητοι οἱ πλεῖστοι ἐπεβιβάζοντο κατὰ ἑκατοντάδας καὶ χιλιάδες ἐπὶ τῶν ἀναμενόντων ἀτμοπλοίων, στιβαζόμενοι ἀνηλεῶς μέχρι καὶ ἐντὸς αὐτοῦ τοῦ χώρου τοῦ προωρισμένου διὰ τὸ ἔρμα. Καὶ ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν πρωτεύουσαν τοῦ Κράτους, τότε δὴ τότε ἐκαταράσθησαν τὴν στιγμήν, καθ᾿ ἣν προσεκλήθηκαν νὰ ἐπιστρέψωσιν εἰς τὴν γλυκειάν των πατρίδα!

Ἡ ἐπάνοδος τῶν αἰχμαλώτων ἐγένετο ἐν μέσῳ χειμώνι. Ἡ Κωνσταντινούπολις ἦτο τότε ἀκόμη κατακεκλυσμένη ὑπὸ τῶν ἐκ Βουλγαρίας προσφύγων, οἱ ὁποῖοι εἶχον πλημμυρίσει πᾶν δημόσιον κτίριον, ὡς καὶ πλεῖστα ὅσα ἰδιωτικὰ κονάκια. Καὶ αὐτὰ τὰ ὀθωμανικὰ τεμένη ἐτύγχανον κτήματα γυναικοπαίδων μέχρι τῶν πυλώνων αὐτῶν, καὶ ἐντὸς τῶν ὁδῶν ἀκόμη ἔβλεπε τὶς ἐσκηνωμένα τὰ ἄγρια ἐκεῖνα πλάσματα ἔτι ἀγριώτερα ἐξ ἀπελπισίας.

Καὶ λοιπὸν οἱ ἀπειροπληθεῖς ἐκεῖνοι αἰχμάλωτοι ποὺ ἔμελλον νὰ κατακλιθῶσιν ἐπιστρέψαντες; Περὶ τοῦτο οὐδεμία φροντὶς εἶχε ληθφῆ. Τὰ ἀτμόπλοια ἀπεβίβαζον αὐτοὺς κατὰ σμήνη ἐπὶ τῆς γεφύρας τοῦ Γαλατᾶ ἢ ἐπὶ τῶν ὀχθῶν τοῦ Βοσπόρου, κακῶς ἔχοντας ἐκ τοῦ φοβεροῦ διάπλου, πεινώντας καὶ ριγώντας. Οἱ συνοδεύσαντες αὐτοὺς ἀξιωματικοὶ ἀπήρχηντο ἅμα τῇ ἀποβάσει τῶν εἰς τὸ Σερασκεράτον, καὶ οἱ μαχηταὶ τῆς Πλεύνας, πλείονες τῶν τεσσαράκοντα χιλιάδων, μετὰ τόσων ἄλλων συναιχμαλώτων, ὕστερον ἀπὸ τόσην εὐμάρειαν βίου ἐν τῇ χώρᾳ τοῦ ἐχθροῦ των, εὑρέθησαν αἴφνης ἐκτεθειμένοι εἰς τὸν ἐκ πείνης καὶ ψύχους θάνατον, κατέναντι τῶν μεγαλοπρεπῶν βωμῶν καὶ ἑστιῶν, ὑπὲρ ὦν τοσάκις προεκινδύνευσαν.

- Ὅταν ἐνθυμοῦμαι, ἔλεγεν ὁ Σελήμ, ὅτι ὕστερα ἀπὸ τόσους ἀγῶνας καὶ τόσα κατορθώματα, ἐμεῖς οἱ στρατιῶται τοῦ Σουλτάνου καταδεχθήκαμε νὰ παίρνωμεν ἐλεημοσύνην ὡς καὶ ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους, ἐνῷ οἱ λεπτοκαμωμένοι ἐφεντῆδες, μὲ τὲς μεταξωτὲς ὀμβρέλλες, μὲ τὰ γάντια τους, ἐπερνοῦσαν κ᾿ ἔκαμναν πὼς δὲν μᾶς βλέπουν, ραγίζεται ἡ καρδιά μου! Ὁ Θεὸς ἐσήκωσε τὸ «μερχαμέτι» ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸν «ἰσλάμ»!

Μετ᾿ οὐ πολὺ ἡ ὑπομονὴ τῶν δυστυχῶν ἐκείνων πλασμάτων ἐξηντλήθη, ἡ αὐλὴ τοῦ Σερασκεράτου ἐπολιορκήθη, καὶ μυρίαι φωναὶ ἐζήτησαν τὸν ἀπὸ τοσούτων ἐτῶν καθυστερούμενον τοῖς στρατιώταις μισθόν, μισθὸν αἵματος καὶ ταλαιπωρίας, ὅπως δυνηθῶσι νὰ ἐπανανακάμψωσιν ἕκαστος εἰς τὴν ἑστίαν του. Ἀλλὰ - κατὰ τὴν γνώμην τοῦ Σελὴμ - δὲν ἐπερίσσευσε τίποτε ἀπὸ τὰς σπατάλας τῶν μεγιστάνων, ὅπως πληρωθῶσιν οἱ στρατιῶται. Καὶ ἐπειδὴ οὗτοι ἤρχισαν νὰ ἐγείρωσιν ἀπέλπιδας ταραχὰς ἀνὰ τὰς ὁδούς, ἠναγκάσθησαν τέλος νὰ τοὺς περικλείσουν ἐντὸς τῶν αὐλῶν τῶν μεγάλων τζαμίων, καὶ νὰ τοὺς παρέχωσιν ἓν ἐλεεινὸν σιτηρέσιον, διαβαυκαλῶντες αὐτούς, ὅτι προσεχῶς θὰ λάβωσι τὰ ὀφειλόμενα! Ὁ τυφοειδὴς πυρετὸς ἐδεκάτιζεν ἤδη ἀπὸ πολλοῦ τὰ πλήθη τῶν προσφύγων, καὶ οἱ δυστυχεῖς στρατιῶται, συμπυκνωθέντες ἐντὸς τῶν αὐτῶν μὲ τοὺς νοσοῦντας περιβόλων, ἤρχισαν ν᾿ ἀποθνήσκωσι κατὰ ἑκατοντάδας. Ἡ ἀστυνομία, φοβουμένη τὴν δικαίαν τῶν ἀνθρώπων τούτων ἀγανάκτησιν, προέβη εἰς τὸ μέτρον ν᾿ ἀφαιρέση ἀπ᾿ αὐτῶν πᾶν εἶδος ὅπλου, τὸ ὁποῖον τυχὸν ἔφερον. Καὶ οὕτω λοιπόν, ἐνῷ ὁ Σελὴμ κατέκειτο ὑπὸ εἶδος τί σκηνῆς ἐντὸς τοῦ ψυχροῦ βορβόρου, σφόδρα πυρέσσων καὶ μηδένα ἔχων τὸν βοηθήσοντα, ἀκούει νεανίσκον τινὰ ἐκ τῶν τῆς ἀστυνομίας ἀπαιτοῦντα παρ᾿ αὐτοῦ νὰ τῷ ἐγχειρίσῃ τὸν ρωσσικὸν ἀκινάκην, ὃν ἔτυχε κρατῶν εἰς χεῖρας. Τὸν ἀκινάκην τοῦτον διὰ μυρίων προφυλάξεων κατώρθωσεν ὁ Σελὴμ νὰ φέρῃ μέχρι Κωνσταντινουπόλεως.

Ἦτο πολύτιμον ἐνθύμιον τῆς ἀγαπητῆς αὐτοῦ Παυλόφσκας.

- Φαντάζεσαι, μὲ εἶπε, τί ἐντύπωσιν μὲ ἔκαμεν ἡ αὐθάδεια τοῦ παιδαρίου. Δὲν μὲ ἔφθανεν ὁ φόβερος παροξυσμός, ἡ φοβερὴ κατάστασις ποὺ εὑρισκόμουν, ἦλθε καὶ αὐτὸς νὰ μοῦ αἱματώση τὴν καρδιά μου. Δὲν τοῦ παρέδωκα τὸ ὅπλον. Καὶ ὅταν ἐδοκίμασε νὰ τὸ πάρη μὲ τὴν βίαν, ἐπετάχθηκα ἐπάνου, τὸν ἕσφιξα ἀπὸ τὸ καρύδι καὶ τὸν ἐκύλισα μέσα στὴν λάσπη.

- Σκύλλε, τοῦ εἶπα, ἀπὸ τοῦ Σελὴμ τοῦ «Γιούζμπασι» τὰ χέρια μήτε ὁ Μόσκοβος δὲν ἀξιώθηκε νὰ πάρη ἕνα ὅπλο!

Συνέπεια τῆς ἀπονενοημένης ταύτης πράξεως τοῦ δυστυχοῦς Σελὴμ ἦτο, ὅτι τὴν ἑσπέραν ἐκείνην κακῶς ἔχων ἀπήχθη εἰς τὴν ἀστυνομίαν, ἐδάρη ἀνηλεῶς, καὶ ἀφηρέθη ὄχι μόνον τὸν ἀκινάκην, ἀλλὰ καὶ τὰ δηλωτικὰ τοῦ ἀξιώματος αὐτοῦ σειράδια ἀπὸ τοῦ στρατιωτικοῦ του μανδύου.

- Τί νὰ σηκώνεις αὐτὰ μέσα εἰς τοὺς δρόμους καὶ ἐπαιτεῖς, τῷ εἶπον αὐστηρῶς. Διὰ νὰ ἐντροπιάζῃς τὸ «ντοβλέτι»; Στρατιώτης πλέον δὲν εἶσαι. Πολὺ ὀλιγώτερον ἀξιωματικός. Χάσου ἀπὸ ἐδῶ πέρα!...

- Τώρα σ᾿ ἐρωτῶ, εἶπεν ὁ Σελήμ, ἀφοῦ ἐξέθηκε ταῦτα λεπτομερῶς, ποιὸς φταίει εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον, ὁ φονιὰς ἢ ὁ σκοτωμένος; Γιατί μὲ ἦλθε μία φρικτὴ ἰδέα στὸ κεφάλι, ὅταν μ᾿ ἔλυσαν τὰ χέρια μου, καὶ δὲν θὰ ἦτο καθόλου δύσκολον νὰ τοὺς ματοκυλίσω ὅλους ἐπάνω στὲς βελουδένιες τὲς καρέκλες τους. Μὰ ἔζησα ἕως τότε δίκαια καὶ τίμια καὶ δὲν ἤθελα νὰ λερωθῆ τὸ ὄνομά μου. Ἔχεις γυναῖκα καὶ παιδιὰ στὸν τόπο σου, Σελήμ, εἶπα στὸν ἑαυτό μου, ἂν δὲν σοῦ μένῃ τίποτε, σῶσε τοὺς κὰν τὴν καλή σου τὴν ὑπόληψι. Καὶ μ᾿ ἔδωκεν ὁ Θεὸς ὑπομονή, καὶ ἔσυρα τὸ ἄρρωστο κουφάρι μου ἀκόμη δυὸ τρεῖς μῆνας μέσα εἰς τοὺς δρόμους τῆς Πόλεως ἕως ὅτου ἔλυωσαν τὰ χιόνια κι ἄνοιξαν οἱ δρόμοι καὶ ἠμπόρεσα νὰ σουρμλισθῶ νὰ φθάσω γάλι - γάλι εἰς τὸ σπίτι μου.

- Εἰς τὸ σπίτι μου! ἐπανέλαβεν ὁ Σελὴμ μετὰ τίνα σιγήν, καὶ ἐμειδίασε τὸ ἀλγεινόν, τὸ ἔμπλεον πικρίας μειδίαμα αὐτοῦ. Ἔτσι θαρροῦσα ὁ ταλαίπωρος, πὼς ἔρχομαι τουλάχιστον εἰς τὸ σπίτι μου! Ἔρχομαι εἰς τὰ παιδιά μου, εἰς τὴ γυναῖκα μου, νὰ κυτταχθῶ, νὰ γιάνω, ν᾿ ἀρχίσω πάλι τὴν ἐργατικὴ ζωή, ἀφοῦ δὲν ἦταν γραφτὸ ν᾿ ἀποθάνω ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσα βάσανα... Τὸ σπίτι μου! Ποῦ εἶναι τὸ σπιτάκι μου; Ποῦ εἶναι ἡ γυναικούλα μου, τὰ παιδάκια μου;

Ὅταν ἐμεῖς ἐπροστατεύσαμε τὸν θρόνο τοῦ Σουλτάνου καὶ τὴν ὕπαρξι τῆς βασιλείας, ἐκεῖθε ἀπὸ τὰ Βαλκάνια, οἱ ἐφέντηδες, ποὺ ἔμειναν νὰ κυβερνοῦν τὸν τόπο, νὰ τὸν ὑπερασπίζωνται, ἑνώθησαν μὲ τοὺς Τσερκέζους καὶ μὲ τοὺς Μουχατζήριδες, ὁποὺ ἔφευγαν ἀπὸ τὴ Βουλγαρία κ᾿ ἐπάτησαν χριστιανικὰ χωριὰ καὶ σπίτια κ᾿ ἐχάλασαν τόση ζωή, καὶ ἅρπαξαν τόση περιουσία. Κάτι παλληκαριὰ θαρροῦσαν πὼς ἐκάνανε! Ὅταν ὅμως ἔπεσεν ἡ Πλεύνα κ᾿ ἐχύθηκεν ὁ Μόσκοβος ἐδῶθε ἀπὸ τὰ Βαλκάνια, τότε τὸ ἔνοιωσαν πὼς ἔρχεται ἡ κατάρα νὰ τοὺς φάγη, τὸ ἔνοιωσαν πὼς θὰ τοὺς ἔβγουν ξείδια ἀπὸ τὴ μύτη τους τὰ κακουργήματα ποὺ εἶχαν κάνει, κι ἀφήκανε τὰ σπίτια τους εἰς τ᾿ ἀνοιχτά, κ᾿ ἐγκρημνίσθηκαν εἰς τὴν Πόλι διὰ νὰ γλυτώσουν τὴ ζωή τους. Ὁ πατέρας μου δὲν ἔζη τότε πλέον, τὸν ἔφαγε τὸ ρακὶ ποὺ ἔπινε. Θεὸς σχωρέσ᾿ τον! Ἡ γυναῖκα του εἶχε πουλήσει ἀπὸ πρωτήτερα ὅλα τὰ κτήματά μας, ἅμα ἔμεινε νοικοκυρὰ μονάχη, κ᾿ ἐπῆρε τὸν παρὰ κ᾿ ἐπῆγε κ᾿ ἐπανδρεύθηκε στὴν Πόλι. Τὸ μετρικὸ ποὺ ἔπεφτε σὲ μένανε - ἑξήντα χιλιάδες γρόσια - τὸ ἔβαλεν ὁ «μουφτὴς» εἰς τὸ διάφορο, νὰ μείνουν εἰς τὰ παιδιά μου, ἂν τύχη καὶ δὲν ἔλθω. Μὰ κοντὰ στὸ ξερὸ τὸ ξύλο καίεται καὶ τὸ χλωρό, κ᾿ ἡ καϋμένη ἡ γυναίκα μου - βλέπεις τὴν ἄφηκ᾿ ἀβοήθητη διὰ νὰ βοηθήσω τὸ ντοβλέτι! - σὰν ἔμαθε πὼς ἔρχεται ὁ Μόσκοβος, ἐσμίχθηκε κ᾿ ἐκείνη μὲ τὲς ἄλλες οἰκογένειες κ᾿ ἔφυγε στὴν Πόλι.

Τὸ τί συνέβηκε κατόπι τὸ συμπαιρένεις εὔκολα. Οἱ Χριστιανοί, ὅσοι ἦσαν μέσα εἰς τὰ βουνὰ φευγάτοι, ἅμα ἔμαθαν πὼς ἔφυγαν οἱ Τοῦρκοι, ἐγύρισαν ὀπίσω κ᾿ ἔδωκαν στὰ σπίτια μας φωτιά, γιὰ τὴν ἐκδίκησι. Οἱ Τοῦρκοι ποὺ ἐφεύγανε μέσα εἰς τὸν χειμῶνα, ἔμειναν οἱ μισοὶ πρὶν φθάσουν εἰς τὴν Πόλι, καὶ ὅταν ἐπῆγαν ἐκεῖ πέρα, πολλοὶ πολλοὶ δὲν ἐπερίσσευσαν διὰ νὰ γυρίσουν ὀπίσω. Ἡ πείνα, τὸ κρύο καὶ ἡ λοιμική, μ᾿ ὠρφάνεψαν ἐκεῖ ἀπὸ τὰ παιδιὰ κι ἀπὸ τὴ γυναῖκα μου! Καὶ ἀπομάξας τὰ δάκρυά του ὁ Σελήμ: - Μπροστὰ εἰς τὸν θρόνον τοῦ Σουλτάνου, ἀνέκραξε, ποὺ τὸν ἐμπροστάτευσα τόσες φορὲς μὲ τὴ ζωή μου, ξεψύχησαν τρία παιδιὰ καὶ μία γυναῖκα, πρὶν ἔλθη τὸ «ἐτζέλι» τους, καὶ αὐτὰ ἦταν δικά μου... ἦταν τὸ μόνο ποὺ μοῦ ἔμεινεν εἰς αὐτὸν τὸν κόσμο!...

Ὁ τάλας ἔκλινε τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τοῦ στήθους. Ἀλγεινὴ κατήφεια συνεσκότισε τὴν ὠχρότητα τοῦ ἀγαθοῦ αὐτοῦ προσώπου. Συσπάσας δὲ μετ᾿ ὀλίγον τὰς ὀφρὺς καὶ ἀνατιναχθεὶς ἐκ τῆς θέσεώς του:

- Ἂς ἔλθη τώρα, εἶπε, ὅποιος ἐπλάσθη ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ καρδιὰ στὰ στήθη, ἂς ἔλθη νὰ τὸν κατηγορήση τὸν Σελὴμ διὰ τὰ φρονήματά του! Ἐσήκωσ᾿ ὁ Θεὸς τὸ «μερχαμέτι» του ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο, διὰ τὶς κακίες τῶν ἐφέντηδων καὶ τῶν ἀγάδων. Καὶ ἔκαμε τὴ χώρα μας «κισμέτι» τῆς Ρουσσίας, διὰ τὴν καλωσύνη καὶ τὴ φρονιμάδα της. Δὲν τὸ παρατηρεῖς τάχα καὶ σὺ ὁ ἴδιος; Ποῦ εἶναι τὰ Σιλίστρια; ποῦ ἡ Ἐρζεγοβίνη; ποῦ ἡ Σερβία; ποῦ ἡ Βουλγαρία; Παντοῦ ἐνικήσαμε καὶ παντοῦ ἐχάσαμε! Γι᾿ αὐτὸ δὲν θέλω πλέον νὰ ἠξεύρω τίποτε. Ὀλίγα χρόνια ποὺ μ᾿ ἐχάρισεν ἀκόμη ὁ Θεός, εἶναι κισμέτι μου καὶ εἶναι δίκαιο νὰ τὰ ζήσω πλέον ὅπως μου ἀρέσει. Πῶς μου ἀρέσει νὰ ζήσω; Αὐτὸ ἀπὸ κανένα δὲν τὸ ἔκρυψα. Νὰ σὺ τὸ βλέπεις; Μόνον τὰ αἴτια δὲν θέλουν νὰ γνωρίσουν, καὶ δι᾿ αὐτὸ μὲ παίρνουν δι᾿ ἀνόητον, καὶ ἴσως ἴσως θὰ μὲ πάρουν διὰ κακὸν καὶ διὰ λιποτάκτην, ὅταν ἀκούσουν ὅτι ὁ Σελὴμ ὁ ἑκατόνταρχος ἐπῆγε μὲ τὸ Μόσκοβο.

- Αὐτὸ κανεὶς δὲν θὰ τολμήση νὰ τὸ εἰπῇ, σὲ βεβαιῶ, τοῦ εἶπα. Τώρα ὁποὺ ἔμαθα ἐγὼ τὴν ἱστορία σου κανεὶς δὲν θὰ τὸ εἰπῇ. Εἶσαι γενναῖος ἄνθρωπος, Σελὴμ - Ἀγά! Καὶ εἶσαι πολὺ ἀδικημένος!

- Ὁ Θεὸς νὰ σὲ πολυχρονᾶ χαρούμενο κ᾿ εὐτυχισμένο! εἶπεν ὁ πτωχὸς ἀπὸ καρδίας κ᾿ ἔσφιγξε τὴν χεῖρα μου. Ἐλάφρυνεν ἡ καρδιά μου σήμερα. Ὁ Θεὸς νὰ σὲ τ᾿ ἀνταποδώση. Δὲν ἐγνώρισα ποτὲ τόσον μεγάλην ἡδονὴ μέσα εἰς τὴν δυστυχίαν! Μόνον αὐτὸ θὰ σὲ παρακαλέσω, πολὺ σὲ τὸ παρακαλῶ: Ἄμα διαβάσεις εἰς τὶς γαζέττες πὼς ἔρχονται οἱ Ροῦσσοι πάλι, νὰ μὲ μηνύσης, ὅσο ἔχεις γρήγορα. Φτερὰ θὰ κάμω, σὲ βεβαιῶ, διὰ νὰ ἑνωθῶ μαζί των.

- Θὰ ὑπάγω κατ᾿ αὐτὰς εἰς τὴν Πρωτεύουσαν, ὀπόθε ἐλπίζω νὰ ἐπιστρέψω μετὰ ἕνα, τὸ πολὺ δυὸ μῆνας, τῷ εἶπον. Τότε θὰ ἔλθω νὰ σὲ ἰδῶ ἐπίτηδες καὶ νὰ σὲ εἰπῶ τί πρέπει νὰ περιμένωμεν αὐτὸν τὸν χειμῶνα. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὰ πράγματα κρυφοβράζουν πάλιν εἰς τὴν Βουλγαρία. Ἡ Ρωσσία δὲν θέλει τὸν ἡγεμόνα της, καὶ πολὺ πιθανὸν νὰ εὕρῃ πάλιν ἀφορμὴν νὰ περάσῃ ἐκ νέου τὸν Δούναβιν.

- Ἀμήν! νὰ δώσῃ ὁ Θεός! ἀνεφώνησεν ὁ Τοῦρκος ὑψώσας πρὸς τοὺς οὐρανοὺς τὰ ὄμματα.

Μετὰ τίνας ἔτι παρηγόρους διαβεβαιώσεις ἀπεχαιρέτησα τὸν Μοσκὼβ - Σελὴμ ἐγκαρδίως καὶ ἀνηρχόμην ἀπὸ τῆς Καϊνάρτζας σύννους. Περίεργον ψυχολογικὸν τραῦμα, ἔλεγον κατ᾿ ἐμαυτόν, ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτω, αἱ κακοπάθειαι τοῦ ὁποίου ὑπερβαίνουν πᾶσαν γνωστὴν ἀφήγησιν περὶ καρτερίας καὶ ἀντοχῆς τῶν Τούρκων στρατιωτῶν. Φύσει γενναῖος καὶ φιλόσοφος, ἀλλὰ σκαιῶς παρεγνωρισμένος ὑπὸ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐρρίφθη εἰς τὸν πόλεμον ἅμα ἠνδρώθη, ἐπιλήσμων ὄχι μόνον τῆς ἐν τῷ χαρεμίῳ θηλυπρεποῦς αὐτοῦ ἀγωγῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀτυχοῦς ἐκείνης μητρός, ἥτις τόσω τρυφερῶς τὸν ἠγάπησεν, ὥστε δὲν ἠδυνήθη νὰ ἐπιζήση μετὰ τὸν χωρισμὸν αὐτοῦ τὸν αἰφνίδιον. Παράδοξος καὶ ἡ πλάνη τῶν γονέων ὡς πρὸς τὰ φρονήματα καὶ τὰ αἰσθήματα τῶν τέκνων των. Προσηλωμένοι εἰς τὴν ἐξωτερικὴν ὁμοιότητα μόνον, ἔκριναν ἀμφότεροι προληπτικῶς. Ὁ πατὴρ ἴδια ἐγένετο αἴτιος διὰ τοῦτο τῆς προρρίζου καταστροφῆς τοῦ οἴκου του. Ἀληθῶς εἰπεῖν, ὁ Σελὴμ συνήνου ἐν ἑαυτῷ πᾶν ὅ,τι καλὸν καὶ ἀγαθὸν ὑπῆρχε μεμερισμένον ἐν τῇ ἰδιοσυγκρασίᾳ τῶν γονέων αὐτοῦ. Τὸ ἀπτόητον καὶ ἀνδρικὸν τοῦ χαρακτῆρος, ἡ φιλοτιμία καὶ ὑπερηφάνεια αὐτοῦ τί ἄλλο ἦσαν εἰμὴ αἱ ἀρεταὶ τοῦ πατρός του; Ἀλλ᾿ ἐνῷ τὰς ἀρετὰς ταύτας διέφθειρεν ἐν τῇ ψυχῇ τοῦ γέροντος μόνη ἡ σκαιότης τοῦ πνεύματος, τὸ ἀπανθρώπως σκληρόν, τὸ ἀσυνέτως αὐστηρὸν αὐτοῦ ἦθος, ὁ Σελήμ, κληρονομήσας πρὸς ταῖς ἀρεταῖς ἐκείναις τὸ πρᾶον ἦθος, τὴν φυσικὴν σύνεσιν, τὴν ὑπομονήν, τὴν ἀγαθότητα τῆς καρδίας, ἐγένετο προσωπικότης ἐπιβαλλοῦσα τὸ σέβας καὶ τὴν ἐκτίμησιν.

Κωμικὴ ἰδιοτροπία τῆς φύσεως μοὶ ἐφαίνετο ὅτι ὁ πολεμικός, ὁ μεγαλόψυχος Σελήμ, ἐκληρονόμησε παρὰ τῆς ἠπίας καὶ εἰρηνικῆς αὐτοῦ μητρὸς ὄχι μόνον τὴν ἐν τισιν ἐξαίρετον τῆς καρδίας ἀδυναμίαν, ἀλλὰ καὶ ἔκτακτόν τινα ζωηρότητα φαντασίας ἐξυπηρετικὴν τῆς ἀδυναμίας ἐκείνης. Ὁ Σελὴμ ἐδημιούργησεν ἑαυτῷ ρωσσικὸν ἐν τῇ ἑλληνικῇ ἐκείνῃ χώρᾳ βίον, διότι ἡ ζωηρὰ αὐτοῦ φαντασία, δεκαζομένη ὑπὸ τῆς ρωσσικῆς ἀδυναμίας, συνεπλήρου τὰς ἐλλείψεις τοῦ βίου ἐκείνου οὕτως, ὥστε νὰ αἴρεται πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ τὸν κωμικὸν δι᾿ ἡμᾶς τοὺς ἄλλους καὶ γελοῖον, ἀκριβῶς ὅπως ἡ ἀγαθὴ ἐκείνη χανούμισσα ἔπλαττεν ἐν ἑαυτῇ κατὰ φαντασίαν θῆλυ τέκνον ἐνδύουσα καὶ βάφουσα τὸν ἀνδρικώτατον Σελὴμ ὡς θυγάτριον.

Τοιουτρόπως καθ᾿ ὅλον τὸ διάστημα τῆς ὁδοῦ ἐνησχολούμην ἀνευρίσκων ἐν τῷ χαρακτήρι τοῦ Σελὴμ ἓν πρὸς ἓν τὰ ψυχολογικὰ αὐτοῦ στοιχεῖα προϋπάρξαντα ἤδη χωριστὰ ἐντὸς τῶν ἀντιθέτων φύσεων τῶν γονέων του. Ὅτι ὁ ἐθνικὸς ἐγωισμός, ὁ φανατισμὸς τῆς θρησκείας ὄχι μόνον ἐξηφανίσθη ἀνεπιστρεπτεῖ ἐκ τῆς συνηδείσεώς του ἀπὸ τοιούτων γονέων γεννηθέντος, ἀλλὰ καὶ εἰς φρονήματα ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα εἶχε μεταπέσει, μοὶ ἐφαίνετο ἀφ᾿ ἑαυτοῦ ἐννοούμενον. Ὕστερον ἀπὸ τὰς θυσίας ὅσας προσέφερεν ὑπὲρ τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ ἔθνους καὶ τῆς θρησκείας, καὶ ὕστερον ἀπὸ τὰ φρικτὰ ψυχικὰ τραύματα ὅσα ἔλαβε παρὰ τῶν εἰδικῶν του ἀπέναντι αὐτῶν ἐκείνων τῶν ὑπερανθρώπων θυσιῶν, πᾶσα ἠθικὴ πρὸς αὐτοὺς ὑποχρέωσις τοῦ φίλου μου μοὶ ἐφαίνετο διὰ παντὸς ἐξωφλημένη. Ἔπειτα ἐσκεπτόμην καὶ ἓν ἄλλο πρᾶγμα.

Πολλάκις ἤκουσα νὰ λέγεται παρὰ τῶν ἡμετέρων, ὅτι οἱ Τοῦρκοι οὐδέποτε ἐθεώρησαν τὰς ἐν Εὐρώπῃ κτήσεις τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους ὡς πραγματικῶς εἰς αὐτοὺς ἀνηκούσας. Τουναντίον πιστεύουσι καὶ ὁμολογοῦσιν, ὅτι πατρὶς αὐτῶν φυσικὴ εἶναι ἡ «Κόκκινη Μηλιά», καὶ ὅτι, τῆς ὥρας ἐπιστάσης, ἅπαντες σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις θὰ διαβῶσιν ἀθορύβως καὶ ἀπαθῶς τὸν Βόσπορον, ἐπιστρέφοντες ἡμῖν εὐλαβῶς ὡς ἱερὰν παρακαταθήκην τὰς κλείδας τοῦ Βυζαντίου. Καὶ ναὶ μὲν εἰς τὴν ἀληθῶς βυζαντινὴν ταύτην ἐλπίδα ἡ πραγματικὴ ἱστορία ἀντιτάσσει μακρὰν σειρὰν περιφανῶν ὑπερανθρώπων, ἀπεγνωσμένων, θηριωδῶν ἀγώνων, δι᾿ ὧν οἱ Τοῦρκοι βῆμα πρὸς βῆμα διημφισβήτησαν κατὰ πᾶσαν εἰσβολὴν ἢ ἐπανάστασιν τὴν ἀκεραιότητα τοῦ κράτους αὐτῶν ἐν Εὐρώπῃ. Ἀλλὰ μήπως ὁ Σελὴμ δὲν τὸ ὑπέδειξεν; Πρὸς τί ὠφέλησαν τάχα τόσαι νίκαι καὶ τόσα κατορθώματα τῶν τουρκικῶν στρατευμάτων; Μήπως ὅ,τι ἦτο διὰ νὰ γίνῃ δὲν ἔγινε πάλιν; Ἀφ᾿ ὅτου ἡ χαλυβδίνη της ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως χεὶρ συνέσεισε τὸ ἐν Εὐρώπῃ κράτος τοῦ Σουλτάνου, ἐπήνεγκεν εἰς αὐτὸ ρήγματα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι πλέον δυνατὸν νὰ φραγῶσι καὶ συγκολληθῶσι μήτε διὰ τοῦ ἀφθόνου αἵματος, μήτε διὰ τῶν ἀπείρων σωμάτων, ὅσα οἱ πιστοὶ προθύμως διαθέτουσι πρὸς τοῦτο.

Μία μετὰ τὴν ἄλλην ἐξέπεσαν, τὸ Μαυροβούνιον, ἡ Σερβία, ἡ Ρουμανία, ἡ Βουλγαρία αὐτή, ἡ Βοσνία καὶ ἡ Ἐρζεγοβίνη. Πανταχοῦ σχεδὸν οἱ ἀγαθοὶ Τοῦρκοι ἐπολέμησαν νικῶντες καὶ ὑποτάσσοντες καὶ κατακτῶντες ἐκ νέου τὰς χώρας ταύτας, καὶ ὅμως πάντοτε εἶδον ἑαυτοὺς ἐκβεβλημένους τῶν ἰδίων αὐτῶν κτήσεων ὑπὸ τῆς παρεμβαινούσης Εὐρώπης, καὶ μάλιστα τῆς Ρωσσίας.

Τί παράξενον λοιπόν, ἐὰν ἄνθρωπος ὡς ὁ Μοσκὼβ - Σελήμ, αἰσθάνεται ὡς ἐπιστάσαν πλέον τὴν εἱμαρμένην ἐκείνην ὥραν, καθ᾿ ἣν ὁ Καλίφης χρεωστεῖ νὰ μεταφέρῃ τὸν θρόνον του εἰς Δαμασκὸν ἢ εἰς Βαγδάτην;

Ὅτε τὸν ἀπελθόντα Σεπτέμβριον ἐπανῆλθον ἐκ τῆς πρωτευούσης εἰς τὴν ὑποδιοίκησιν Β., εἶχε συντελεσθῆ πλέον ὑπὸ τῶν Βουλγάρων τὸ πραξικόπημα τῆς τοῦ Βάττεμβεργ ἐκθρονίσεως. Πολλοὶ τίνες συνήχθησαν ἅμα τῇ ἀφίξει μου εἰς τὸ κατάλυμά μου διὰ ν᾿ ἀκούσωσιι σχετικὰς εἰδήσεις ἀπὸ εὐρωπαϊκῶν ἐφημερίδων, ἂς ὑπέθετον ὅτι θὰ εἶχον ἀναγνώσει, ἀφοῦ εἰς τὸν ἐγχώριον τύπον δὲν ἐπέτρεπο ἡ δημοσίευσις τοιούτων. Μεταξὺ τῶν προσελθόντων ἦτο καὶ ὁ δημαρχιακὸς ἰατρός, ἰσχνὸς νέος, διδάκτωρ τοῦ ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου, ἄπληστος καινοθήρας καὶ θερμὸς πολιτειολόγος. Ὅτε ἀνεκοίνωσα αὐτῷ τὴν ἱστορίαν τοῦ Σελήμ, πρὶν ἢ ἀπέλθω εἰς τὴν πρωτεύουσαν, ἀνεφώνησε μετὰ τῆς ἐμφύτου αὐτῷ ζωηρότητος.

- Εἶναι ὅλοι τους demoralisés, φίλε μου, ὅλοι τους. Ὁ συγχρωνισμὸς πρὸς τοὺς ξένους τοὺς ἀφήρησε πλέον τὸν φανατισμόν. Εἰς τὸν πρῶτον ἐν τῷ μέλλοντι κτύπον θὰ τὸ πράξουν ὅλοι ὅπως ὁ Σελήμ. Κανεὶς δὲν θὰ ὑπακούση εἰς τὸν Σουλτάνον, ὅλοι θ᾿ αὐτομολήσωσι πρὸς τοὺς ἐναντίους.

Ἐπαναβλέπων τώρα τὸν ἰατρὸν μετὰ τὰ ἐν Βουλγαρίᾳ γεγονότα:

- Αὔριον πρωὶ πρωί, τῷ εἶπον, σὲ προσφέρω ἕναν καφὲν παρὰ τὰ νάματα τῆς ἐγχωρίου Κασταλίας.

- Ποιὸς θὰ μᾶς τὸν ψήση; ἠρώτησεν ἐκεῖνος ἀπορῶν.

- Ὁ Μοσκὼβ - Σελήμ, βέβαια. Δὲν πιστεύω νὰ ἀνεχώρησε ἀκόμη διὰ τὴν Ρωσσίαν. Ναῦλον δὲν ἔχει. «Τεσκερέν» δὲν τοῦ δίδουν. Περιμένει λοπὸν νὰ τῷ φέρῳ εἰδήσεις περὶ τῆς ἀφίξεως τῶν Ρώσσων, καὶ θὰ περιμένῃ πολὺν καιρὸν ἀκόμη.

- Ὤ! τὸν ἄθλιον! εἶπε τότε ὁ ἰατρὸς μετ᾿ οἴκτου. Τὸν ἐπῆραν κάτι ἀνόητοι εἰς τὸν λαιμό τους.

- Πῶς; εἶπον ἐγώ.

- Ἅμα ἠκούσθη τὸ πραξικόπημα τῶν Βουλγάρων, εἶπεν, ἐπῆγαν καὶ τὸν διεβεβαίωσαν ὅτι ἦλθαν οἱ Ρώσσοι. Τὴν ἄλλην τὴν ἡμέρα μ᾿ ἔστειλεν ἡ Δημαρχία νὰ τὸν ἐπισκεφτῶ - τὸν εὕρηκα ἡμίπληκτον! βεβαίως τὸ ἔπαθε ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν χαρά του.

Τὴ ἐπαύριον, ὀλίγον ἀργά, μετέβημεν ἀμφότεροι πρὸς ἐπίσκεψίν του. Εὕρομεν αὐτὸν κείμενον ἐντὸς τοῦ σκοτεινοῦ οἰκίσκου του ἐπὶ τετριμμένης ψάθου. Τὸ συμπαθητικὸν ἐκεῖνο πρόσωπόν του κατέστη σχεδὸν ἀγνώριστον. Αἱ ὠχραὶ αὐτοῦ σάρκες ἐφαίνοντο τώρα ἔτι μᾶλλον ἐξωδηκυίαι καὶ χαλαραί. Ἀγρία τις σκυθρωπότης ἐδέσποζεν αὐτοῦ, γιγνομένη ἔτι μᾶλλον ἐπαισθητὴ ἕνεκα τῆς πρὸς τὰ δεξιὰ διαδρομῆς τοῦ στόματος καὶ τοῦ ἑτέρου τῶν μεγάλων αὐτοῦ ὀφθαλμῶν. Ἡ χεὶρ καὶ τὸ σκέλος αὐτοῦ τὸ δεξιὸν κατέστησαν δυσκίνητα, ὡς εἶπεν ὁ ἰατρός. Μετὰ τὴν σημερινὴν ὅμως ἐξέτασιν ἐπείθετο ὅτι τὸ κακὸν θὰ παρέλθη ταύτην τὴν φοράν. Τόσῳ βελτιωμένην εὕρισκε τὴν κατάστασιν τοῦ νοσοῦντος.

Ὁ δύστηνος Σελήμ, ὅτε μὲ εἶδεν ἐνώπιόν του, ἐδοκίμασε νὰ μειδιάσῃ τὸ ἀλησμόνητον ἐκεῖνο μελαγχολικὸν μειδίαμά του. Τὸ σῶμα μου ἀνετριχίασε. Τόσῳ ἀποτροπαίως ἀγρία ἀπέβη ἡ ὄψις του, ὡς ἐκ τῆς νοσηρᾶς ἀλλοιώσεως τῶν χαρακτηριστικῶν του! Δάκρυα ἀνέβησαν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς μου, καὶ ὅτε ὁ Σελὴμ τὰ παρετήρησεν, ἤρχισε νὰ κλαίῃ ὡς παιδίον, κρύψας τὸ πρόσωπον ἐντὸς τῆς χειρός του. Ἐκάθησα παρ᾿ αὐτῷ, ἔλαβον τὴν χεῖρα του ἐντὸς τῆς ἰδικῆς μου καί:

- Τί ἔχεις, τῷ εἶπον, ἀγαθέ μου φίλε! Περαστικὰ νὰ τὰ κάμῃ ὁ Θεός!

Ὁ Σελὴμ μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης δὲν ἐπρόφερε λέξιν... ἐρραγίσθη δὲ τώρα ἡ καρδία μου, ὅτε ἤκουσα τὴν ἰσχνὴν ἄλλως τε καὶ κλαυθμηρὰν φωνήν του, ἀκουομένην οὕτω, ὡς νὰ ἐξήρχετο ἐκ τάφου τινὸς κειμένου ὑπὸ τὴν ψίαθόν του.

- Δόξα τῷ Θεῷ! εἶπεν ὁ δυστυχὴς στένων. Μὲ βλέπεις τί ἔχω!

- Δὲν εἶναι τίποτε, τῷ εἶπον. Ὁ δόκτωρ ἐφέντης μὲ διαβεβαιώνει ὅτι τὸ κακὸν ἐπέρασε πλέον καὶ θὰ γίνῃς καλὰ μετ᾿ ὀλίγον. Ἀλλὰ πῶς σοῦ ἦλθε λοιπὸν τοιαύτη συμφορά; Πῶς ἔβλαψες τὸν ἑαυτόν σου; Τόσην πάλιν χαρά, ἔτσι στὰ χαμένα, γίνεται; Ὁ γιατρὸς μὲ λέγει πὼς τὸ ἔπαθες ἀπὸ τὴν χαράν σου!

- Μὴν τὸ λέγεις αὐτό! ἐκλαυθήρισεν ὁ νοσῶν μὲ ἀποδοκιμαστικὴν χειρονομίαν. Ἄμποτε νὰ ἦτο χαρά!... Ἐμένα μ᾿ ἔγραψεν ὁ Θεὸς ν᾿ ἀποθάνω ἀπὸ τὴν λύπη μου!... Ἀλήθεια, κ᾿ ἐγὼ ἐνόμιζα πὼς θὰ χαρῶ... μὰ δὲ γίνεται.

Καὶ συγκεντρώσας τὰς ἀσθενεῖς αὐτοῦ δυνάμεις, ἐξηκολούθησεν ὁ Τοῦρκος λαλῶν μὲ τὴν κλαυθμηρῶς ἐκλείπουσαν φωνήν του μὲ τὸ ἀλγεινῶς μελαγχολικὸν αὐτοῦ βλέμμα προσηλωμένον ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν μου:

- Ὁ πατέρας μου καὶ ἡ μητέρα μου ἦσαν ἰσλάμ... Ἐγὼ κι ὅλοι οἱ ὀσμανλῆδες κτῆμα τοῦ Σουλτάνου... Τὸ αἷμα καμμιὰ φορὰ νερὸ γίνεται;... Πῶς ν᾿ ἀρνηθῶ τὸ αἷμα μου!... Νὰ προδώσω τὸν ἀφέντη μου!... Νὰ πάγω μὲ τοὺς Ρούσσους!... Αὐτὴ ἡ φοβερὴ ἰδέα μ᾿ ἐβασάνισε μία νύχτα, ὅλη νύχτα... Μία νύχτα, ὅλη νύχτα ἐπάλευεν ὁ νοῦς μὲ τὴν καρδιά μου... Ἐπάνω στὰ ξημερώματα... ἀπὸ τὴν λύπην μου, ἀπὸ τὴ συλλογή μου, μ᾿ ἀποφάνηκε..

Τὰ βλέμματα τοῦ ἰατροῦ ἐκπεπληγμένα συνηντήθησαν μετὰ τῶν εἰδικῶν μου οὐχ ἧττον ἐκπεπληγμένου. Ὅτε ὁ Σελὴμ ἀνέκτησε δυνάμεις:

- Ἀλλὰ τί ἀνάγκη, λοιπόν, εὐλογημένε, τῷ εἶπον, τί ἀνάγκη νὰ συλλογίζεσαι τόσον! Δὲν ἔβλεπες τὴν δουλειάν σου.

- Οἱ Ροῦσσοι ἦλθαν πάλιν εἰς τὴν Βουλγαρία! εἶπεν ἐκεῖνος φιλοτίμως. δὲν τὸ ἔμαθες ἀκόμη;

- Ὤ! τοὺς ψεύτας, τοὺς κακούργους! ἀνεφώνησα τότε, ὀλίγον ἔλειψε νὰ καταστρέψουν τὴν ζωὴν ἑνὸς ἀνθρώπου. Δὲν σὲ ὑπεσχέθην ἐγὼ νὰ σὲ φέρω τὰς μόνας ἀληθινὰς εἰδήσεις; Μάθε λοιπὸν ἀπὸ ἐμένα, φίλε μου, ὅτι οὔτε ἦλθε, οὔτε θὰ ξαναέλθη πλέον Ρῶσσος εἰς τὴν χώραν τοῦ Σουλτάνου.

- Ἂν ἀγαπᾷς τὸν Θεός σου! ἀνεφώνησεν ἔξαλλος, πλὴν ὀδυνηρῶς ὁ Τοῦρκος. Ἀλήθεια, δὲν ἦλθαν; Ἔλα νὰ σὲ φιλήσω! Οἱ ὀφθαλμοί του ἤστραψαν ἀπαισίως. - Ἂς ἀγαπᾷς τὸν Θεό σου! Δὲν θὰ ἔλθουν πλέον;

Ὁ ἰατρὸς παρεμβὰς αἴφνης μεταξὺ ἡμῶν μὲ ἀπώθησεν ἀποτόμως ἀπὸ τῆς κλίνης τοῦ νοσοῦντος, ἀποταθεὶς δὲ πρὸς αὐτὸν σοβαρῶς:

- Φίλε μου, τῷ εἶπεν, ἔχεις ἀνάγκην ἡσυχίας. Ἄφησε τοὺς Ρώσσους νὰ κουρεύωνται καὶ κύτταξε τὴν ὑγείαν σου!

Ἀσυνάρτητοι τινὲς λέξεις τοῦ Σελὴμ ἔφθασαν μέχρις ἡμῶν. Τὴν ἐπιφώνησιν: Ἀλλάχ! Ἀλλάχ! τὴν ἤκουσα διακεκριμένως.

Ὅτε ὁ γιατρὸς ἠγέρθη ἀπὸ τῆς στρώμνης τοῦ νοσοῦντος καὶ μὲ ἠτένισεν, εἶχε τὸ πρόσωπον λευκὸν ὡς πανίον καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς διεσταλμένους ἐκ φρίκης.

- Πάγει, ἐψέλλισε μὲ τρέμοντα χείλη. Τὸν ἐσκότωσε ἡ χαρά του!...

Δευτέρα προσβολὴ τῆς νόσου ἔθηκε πέρας εἰς τὰς βασάνους τοῦ γηραιοῦ στρατιώτου, καί: ὁ Τοῦρκος ἔμεινε Τοῦρκος.