Γεώργιος Βιζυηνός - Μεταξὺ Πειραιῶς καὶ Νεαπόλεως


«Rio Grande» ὀνομάζετο τὸ ἀτμόπλοιον, καὶ τὸ ὄνομα ἤρμοζεν εἰς τὸ πρᾶγμα, διότι ἦτο ἀληθῶς μέγα πλοῖον, τὸ μεγαλήτερον τῆς ἐταιρίας. Εἶχε φθάσει ἀργότερον τοῦ δέοντος εἰς Πειραιᾶ, καὶ ὁ ἥλιος ἀνέτειλε πολὺ πρὶν παραλάβῃ τοὺς ἐξ Ἑλλάδος ἐπιβάτας, ἐνῷ, κατὰ τὸ δρομολόγιόν του, ὤφειλε νὰ καταλίπῃ τὸν λιμένα δυὸ ὥρας μετὰ τὸ μεσονύκτιον.

Ἀνήκων εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ποτὲ δὲν τὰ ἔχουν καλὰ μὲ τὴν θάλασσαν, ὅταν ἔθεσα τὸν πόδα ἐπὶ τοῦ καταστρώματος τοῦ κολοσσοῦ ἐκείνου ἠσθάνθην ἐν εἶδος ἀφοβίας πρὸς τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον, πολὺ ὁμοίας με τὴν αὐθάδειαν τοῦ μυθολογουμένου ἐριφίου, εἰς τὰς λοιδορίας τοῦ ὁποίου, ὡς γνωστόν, ὁ λύκος ἀπήντησε τὸ «οὐ σὺ μὲ λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος».

Ἡ θάλασσα, ἀξιοπρεπεστέρα τοῦ λύκου, οὐδ᾿ ἐσημείωσε κἂν τὴν ἀλαζονείαν μου. Ἐν τούτοις ἐγὼ τὴν σιωπὴν αὐτῆς δὲν τὴν ἀπέδωκα εἰς τὴν ἀκαταδεξίαν, ἀλλ᾿ εἰς τὴν ἀδυναμίαν της. Τὰ ἀτρεμοῦντα ὕδατα τοῦ λιμένος μοὶ ἐφαίνοντο ἀπολέσαντα τὴν εὐκινησίαν αὐτῶν μόνον καὶ μόνον ὡς ἐκ τοῦ τεραστίου βάρους τοῦ καταπιέζοντος τὰ στήθη των. Καί, μετ᾿ ἀκραδάντου πεποιθήσεως περὶ εὐπλοΐας, ἔβλεπον ἐναλλὰξ τὸ «Rio Grande» κολακευτικῶς, καὶ προκλητικῶς τὰ κύματα. – Ἄ! ἔλεγον πρὸς αὐτὰ ἐν τῷ νῷ μου. Αὐτὸν ἐδῶ τὸν φίλον δὲν θὰ μοῦ τὸν παίξετε εἰς τὰ δάκτυλα σάς, καθὼς τὰ ἀτμοκίνητά του Γύρου. – Καὶ μὲ τὴν πεποίθησιν ταύτην ἤρχισα νὰ βηματίζω στερρῶ τῷ ποδὶ κατὰ μῆκος τοῦ καταστρώματος.

Ἐπρόκειτο νὰ πλεύσω μέχρις Νεαπόλεως· καὶ ἐπειδὴ ἐμέλλομεν ἀναμφιβόλως νὰ ἔχωμεν καλοκαιρίαν, ἤρχισα νὰ περιεργάζωμαι τοὺς συνεπιβάτας μήπως εὕρω τινὰς γνωστούς, ἢ καταλλήλους πρὸς σύναψιν σχέσεων. Ὁ πλοῦς εἶναι μακρός, ἐσκέφθην, καὶ θὰ ἔχω ἐπαρκῆ χρόνον νὰ ἀπολαύσω τὰς καλλονὰς τῆς φύσεως κατὰ μόνας, νὰ συναναστραφῶ καὶ ἀνθρώπους ἐν κοινῷ. Καὶ ἐνῷ ἐσκεπτόμην ταῦτα, βλέπω ἕνα βραχύσωμον κύριον βηματίζοντα γοργῷ τῷ ποδί, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως πρὸς ἐμέ, μὲ χαμηλὸν ταξειδιώτου σκοῦφον ἐπὶ κεφαλῆς, μὲ ὀφθαλμοὺς ἡδονικῶς προσηλωμένους εἰς τὸ ἄκρον του χονδροῦ αὐτοῦ σιγάρου, τὸ ὁποῖον ἐβύζανε κρατῶν, ὡς μοὶ ἐφάνη, διά τε τῶν χειλέων καὶ τῶν ὀδόντων του. – Κάπου εἶδον αὐτὸν τὸν κύριον! – εἶπον κατ᾿ ἐμαυτόν, καὶ ἡτοιμάσθην νὰ χαιρετήσω. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος, πολὺ ἐνησχολημένος μὲ τὸ σιγάρον του, δὲν μὲ παρετήρησεν.

Αἱ φορτωτικαὶ τοῦ πλοίου μηχαναὶ εἶχον παύσει τὸν θόρυβον τῶν πᾶσαι, ἐκτὸς μιᾶς, ἥτις ἐξηκολοῦθει ἀναβιβάζουσα κιβώτια ἐπὶ κιβωτίων, διαφόρου μὲν σχήματος καὶ μεγέθους, ἀλλὰ πάντα σεσημασμένα τοῖς αὐτοῖς ἀρκτικοῖς γράμμασι, πάντα ἐπιμελῶς κεκλεισμένα ἐντὸς ἀδιαβρόχων περικαλυμμάτων τοῦ αὐτοῦ χρώματος. Ἐφαίνετο, ὅτι Ἀθηναῖός τις Ἰακὼβ μετὰ τῶν υἱῶν καὶ θυγατέρων, τῶν νυμφῶν καὶ τῶν γαμβρῶν, τῶν ἐγγόνων καὶ τῶν δισεγγόνων του, ἀπήρχετο εἰς ὑπερπόντιον παντοτεινὴν μετοικεσίαν. Καλότυχοι ὅσοι ἐπρόφθασαν νὰ καταλάβουν κλίνας! εἶπον κατ᾿ ἐμαυτόν, καὶ ἠσθάνθην τὴν περιέργειαν νὰ μάθω τὶς ἡ πολυμελὴς οἰκογένεια, ἥτις ἔπρεπε νὰ συνίσταται τουλάχιστον ἐκ τριάκοντα ἡλικιωμένων προσώπων, ἐὰν ὑποθέσωμεν, ὅτι εἰς ἕκαστον αὐτῶν ἀνελόγει ἓν κιβώτιον. Ἐν τούτοις τοιαύτη τις συμπαγὴς συνοδία δὲν ἐφαίνετο ἐπὶ τοῦ καταστρώματος.

Κατῆλθον εἰς τὰ δωμάτια, ὅπως βεβαιωθῶ συγχρόνως ἂν κατέχω ἀκόμη τὴν κλίνην μου, ἀλλ᾿ οὔτ᾿ ἐν τῇ εὐρείᾳ καὶ πολυτελεῖ τοῦ πλοίου αἰθούσῃ ὑπῆρχέ τι προδίδον πολυκοσμίαν.

– Καλά, εἶπον, ἀφοῦ ἐφορτώθησαν αἱ ἀποσκευαί, δὲν θ᾿ ἀργήση νὰ ἐπιβιβασθῇ καὶ ὁ στρατός. Θὰ τὸν ἴδωμεν, ὅπου καὶ ἂν εἶναι. – Καὶ ἡτοιμαζόμην νὰ ἐπιστρέψω εἰς τὸ κατάστρωμα, ὅτε ἤκουσα ἐλαφρὰ ποδοπατήματα γυναικὸς κατερχομένης τὰς βαθμίδας τῆς κλίμακος κατά τινα ρυθμόν, πρὸς ὃν καὶ ὑπέψαλλεν ἠδέως εὔθυμον καὶ ζωηρὸν ᾆσμα εἰς γλῶσσαν, ἧς τὴν ἐθνικότητα μόλις ἐπρόφθασα νὰ διακρίνω, καὶ εὑρέθην ἀπέναντι αὐτῆς τῆς ἀδούσης, οὐχὶ γυναικός, ὡς ἐφαντάσθην, ἀλλ᾿ ἀρρενωποῦ, κατὰ τὸ φαινόμενον μόλις δεκατετραετοῦς πλάσματος, κορασίου μᾶλλον κατὰ τὰ ἐνδύματα παρὰ κατὰ τὴν ὄψιν καὶ τὴν ἔκφρασιν.

– Καλὴ μέρα, Κανάτα! – Ἀνεφώνησεν ἡ μικρά, ὡς μὲ εἶδε, καὶ ἔτεινε περιχαρὴς καὶ ἐρασμία τὴν δεξιὰν πρὸς ἐμέ, ἐκπεπληγμένον διὰ τὴν παράδοξον προσφώνησιν.

– Βάλλω στοίχημα πὼς δὲν μ᾿ ἐνθυμεῖσθε πλέον! ἐψέλλισεν ἔπειτ᾿ ἀμηχάνως ἡ κόρη καὶ ἀπέσυρε τὴν χεῖρα τῆς ἐκ τῆς ἐδικῆς μου, μετανοοῦσα προφανῶς διὰ τὴν ἀδιάκριτον οἰκειότητα μεθ᾿ ἧς τὴν προσέφερεν.

– Καλὴ μέρα, Mademoiselle!... ἀπήντησα ἐγὼ ἐν τῷ μεταξύ, ἀμηχανῶν ἔτι μᾶλλον ἢ ἐκείνη, καὶ ἐξετάζων τὸ πρόσωπον αὐτῆς μετὰ περιεργίας.

– Βέβαια! – εἶπε τότε ἡ κόρη, συνοφρυουμένη παραπονετικῶς κατὰ τὸν τρόπον τῶν μικρῶν καὶ χαϊδεμένων παιδίων. – Ἐπέρασε πολὺς καιρός! Εἶναι τώρα τόσα χρόνια, ποὺ ἤμην εἰς τὴν Πόλιν, εἰς τὰ Θεραπειά. Ποὺ ἐπιάναμεν ἐγὼ τὸ ἕνα σας χέρι καὶ ἡ ἐξαδέλφη μου τὸ ἄλλο, καὶ σᾶς ἐκάμναμεν «κανάτα μὲ δυὸ ἀφτιά», καὶ ἔτσι κρεμασμένα ἀπὸ τὸ ἓν καὶ τὸ ἄλλο μέρος ἐπεριπατούσαμεν εἰς τὴν ἄκραν του Βοσπόρου μὲ τὸ φεγγάρι. Ἐνθυμεῖσθε τουλάχιστον τὴν ἐκδρομήν μας εἰς τὸ Μνῆμα τοῦ Ἕλληνος, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ἀντικρυνοῦ βουνοῦ; ταὶς τρέλλαις μας μὲ τὴν γρηὰ τὴν ἀτσιγγανίδα ποῦ ἦλθε νὰ ἰδῇ ταῖς τύχαις μας; ποὺ ἐπῆρε τὴν θείαν μου διὰ σύζυγον καὶ ἐμὲ διὰ παιδί σας; Καὶ ἐνθυμεῖσθε ποὺ κατέβημεν ἔπειτα εἰς τὸ «Τοκὰτ» καὶ ἐπεσκέφθημεν τὸ παλάτι; Καὶ ἐνθυμεῖσθε τοὺς στίχους ποὺ μοῦ ἐκάμετε; Ἢ θέλετε νὰ σᾶς τοὺς εἰπῶ; Σταθῆτε –

Ὅπου ἡλίου ἀκτὶς χρυσή,
ἐκεῖ ἄλλ᾿ ἄστρα δὲν ἀνατέλλουν·
ὅπου ὡς ῥόδον θάλλεις ἐσύ,
τ᾿ ἄλλα τ᾿ ἀνθήλια δὲν μὲ μέλουν.

– Ναί, ναί, ναί! ἐνθυμοῦμαι! ἀνέκραξα τότε, προλαμβάνων τὴν ἐξακολούθησιν νεανικῶν μου στιχαρίων. Μὰ εἶσθε λοιπὸν ἡ Mademoiselle...

– Δὲν εἶμαι ἡ Mademoiselle, διέκοψεν ἡ κόρη μετὰ παιδικῆς ἀγανακτήσεως, εἶμαι ἡ Μάσιγγα!

– Ἀλήθεια, εἶπον, ἡ Μάσιγγα! Τὸ ζωηρό, τὸ εὔμορφο κορίτσι! Πόσον ἐμεγάλωσες! καὶ τί ὡραῖα ποὺ ὁμιλεῖς τώρα τὰ ἑλληνικά! Δὲν θὰ τὸ ἐπίστευα, πῶς εἰμποροῦσες ν᾿ ἀπομάθῃς τὴν ἀγγλικὴν προφοράν σου. Εὖγε σου! Τώρα εἶσαι ἀληθινὴ Ἑλληνίς!

– Βλέπεις, ἐσπούδασα εἰς τὰς Ἀθήνας, εἶπεν ἡ νεᾶνις μετά τινος στόμφου, τρία χρόνια ἤμην ὑπότροφος εἰς τῆς κυρίας K.

– Τρία χρόνια ἐν Ἀθήναις, κ᾿ ἐγὼ νὰ μὴ τὸ γνωρίζω;

– Καὶ τί σᾶς ἔμελε νὰ τὸ μάθετε! Καλὲ δὲ βαριέσθε! Ποῦ σκοτίζεσθε σεῖς δι᾿ ἕνα τρελλοκόριτσο, καθὼς μ᾿ ὠνομάζετε. – Εἶτα ἀτενίσασά με ἀσκαρδαμυκτί. – Κάμνει τάχα πῶς δὲν τὸ ἤξευρε! ἀνεφώνησε. Καὶ προχθὲς εἰς τὴν ἑσπερίδα τῆς κυρίας M. δὲν μὲ εἴδετε;

– Πῶς! εἶπον, εἶσθε λοιπὸν ἐκεῖ;

– Ἂν ἤμην! Καὶ δὲν ὡμιλήσατε τόσην ὥραν μὲ τὸν πατέρα μου, καὶ σᾶς ἔδωκε τὸ ἐπισκεπτήριόν του, μὲ τὴν διεύθυνσίν μας, εἰς τὴν Καλκούτταν;

– Ἀνόητος ποὺ εἶμαι! ἀνέκραξα τότε, νὰ μὴν τὸ καταλάβω πῶς ἦτον ὁ πατήρ σου! Πίστευσόν με, τὸ ὄνομα μοὶ ἐφάνη γνωστόν, ἀλλὰ δὲν ἐκατάλαβα πὼς ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ πατήρ σου. Ἤμην πολὺ ἀνόητος, νὰ μὴ σὲ ἀναζητήσω μεταξὺ τῶν δεσποινίδων.

– Ἀνόητος δὲν ἦσθε, εἶπεν ἡ κόρη, σύρουσα τὴν φωνὴν αὐτῆς μετά τινος εἰρωνείας, ἀλλὰ ἦσθε πολὺ ἐνασχολημένος μὲ τὰς μεγάλας κυρίας. Μπάχ!

Καὶ τὴν περιφρονητικὴν ταύτην ἐπιφώνησιν κατὰ τῶν «μεγάλων κυριῶν» ἐπρόφερε μετὰ τῆς αὐτῆς παιδικῆς ἀνυποκρισίας καὶ ἰταμότητος μεθ᾿ ἧς ἐσυνείθιζε πάντοτε νὰ ἐκφράζηται περὶ ἄλλων προσώπων, ὅτε ἐξενίζετο παρὰ τὰς ἀκτὰς τοῦ Βοσπόρου εἰς τὸν οἶκον τῆς θείας της.

Θὰ εἶχον παρέλθει τουλάχιστον ἑπτὰ ἔτη ἀφότου τὴν συνήντησα ἐκεῖ μικρόν, ἐρασμιώτατον καὶ φιλοπαῖγμον κοράσιον. Αἱ μεταξὺ βιωτικαὶ φροντίδες καὶ μελέται δὲν εἶχον ἐπισκοτίσει ἐν τῇ μνήμῃ μου τὴν εἰκόνα της, ὅσον θὰ ἐνόμιζέ τις ἴσως. Τὸ βραχὺ χρονικὸν διάστημα, καθ᾿ ὃ συνέπιπτεν ἡ γνωριμία μας, ἦτο καὶ θὰ εἶναι πιθανῶς ἡ μόνη εὐτυχὴς ἐποχὴ τῆς ζωῆς μου. Ὅτε μετὰ ταῦτα, μακρὰν τοῦ ἀνεφέλου οὐρανοῦ μας ἐξωρισμένος, ἐν ἐρημίᾳ φίλων καὶ γνωστῶν, φυλακωμένος ὄπισθεν τῶν παγοσκεπῶν παραθύρων τῆς ἀξένου Γερμανίας, ἀνεκάλουν εἰς τὴν μνήμην μου τὰς εἰδυλλιακὰς ἐκείνας σκηνὰς τῆς παρὰ τὸν Βόσπορον εὐδαιμονίας, δὲν ἠδυνάμην νὰ χάσω ἐξ αὐτῶν τὸ ὡραιότερον τῶν κόσμημα, τὴν πλήρη ζωῆς, ἀφελείας καὶ χάριτος μορφὴν τῆς μικρᾶς μου φίλης. Καὶ ὅτε, μετὰ πολυετῆ ἐξορίαν ἐπανελθῶν, εὗρον τὰ πάντα μεταβεβλημένα, τὰ πάντα διάφορα, ὁσάκις, μονήρης καὶ σκυθρωπὸς ἐπεσκεπτόμην τοὺς τόπους τῶν παιδιῶν καὶ τῆς φαιδρότητος ἐκείνης, μόνον τὴν εἰκόνα τῆς Μάσιγγας εὕρισκον ἐν αὐτοῖς πιστὴν καὶ ἀμετάβλητον, διότι μόνον αὐτῆς ἡ παρουσία δὲν ἦλθε ν᾿ ἀντικαταστήσῃ τὸ ἴνδαλμα τῆς φαντασίας διὰ ξηρᾶς πραγματικότητος.

Σήμερον εἶχον τὸ πρωτότυπον τῆς εἰκόνος ἐκείνης ἐνώπιόν μου. Ἀλλὰ τὸ πρωτότυπον τοῦτο κατέστη ἐν τῷ μεταξὺ τόσον διάφορον τοῦ ἐξ οὗ εἶχον ἐγὼ τὴν εἰκόνα μου, ὅσον σπανίως διαφέρει ἀνεπτυγμένον πρόσωπον ἀπὸ τῆς ἐν παιδικῇ ἡλικίᾳ φωτογραφίας του. Τὸ καθ᾿ ὅλα λεπτὸν καὶ τρυφερὸν ἐκεῖνο παιδίον, μὲ τὴν ἀνεκφράστως ἐπίχαριν καὶ θελκτικὴν ὄψιν, τοὺς βραχεῖς ἑλικοειδεῖς βοστρύχους ἐπὶ τῶν ἀνοικτῶν ὠμοπλατῶν καὶ τοὺς ἰσχνοὺς καὶ ἀδιακόπως κινουμένους βραχίονάς του, μετεμορφώθη εἰς χονδροκοπημένον ἀγοροειδὲς κοράσιον, τὸ ἀρρενωπὸν καὶ ἰταμὸν τοῦ ὁποίου πρόσωπον ἐξέφραζε πᾶν ἄλλο ἢ τὴν γνωστὴν ἐκείνην αἰδήμονα γλυκύτητα καὶ μετριόφρονα χάριν παρθενικῆς ὄψεως. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς ταῦτα, δυὸ παχεῖαι μακρόταται πλεξίδες κομψῶς ἐζευγμέναι διὰ κυανῆς ταινίας παρεῖχον εἰς τὰ νῶτα τῆς νεάνιδος τὸν μᾶλλον ὑπερήφανον κόσμον τοῦ γυναικείου σώματος, ἐνῷ τὰς μικρὰς καὶ ἐπιμελῶς «γαντωμένας» χεῖρας της ἐβάρυνον διπλὰ καὶ τριπλὰ βραχιόλια πολύτιμα, ὅπως ἦτο πολύτιμος καὶ ἡ καρφοβελόνη ἡ ἀστράπτουσα διὰ τοῦ στενοῦ ἀνοίγματος τοῦ μακροῦ της ἐπενδύτου. Ἤξευρον ὅτι ὁ πατὴρ αὐτῆς, Μικρασιανὸς Ἕλλην, ἀλλ᾿ Ἀγγλίδα νυμφευμένος, ἦτον ὑπέρπλουτος ἄνθρωπος, διατελῶν εἰς ὕπατον καὶ λίαν προσοδοφόρων ἀξίωμα παρὰ τῇ Ἀγγλικῇ Κυβερνήσει ἐν Καλκούττῃ. Ἡ θέα τοῦ βαρέος ἐκείνου χρυσοῦ περὶ τοὺς βραχίονας μήπω καλῶς ἀνεπτυγμένης κορασίδος ἀνεκάλεσε τὸν ὑπερεξαγγλισθένα Κροῖσον εἰς τὴν μνήμην μου.

– Καὶ λοιπόν, εἶπον, Μάσιγγα, ὁ πατήρ σου ταξειδεύει μὲ τὸ ἴδιον ἀτμόπλοιον; Σὰν νὰ μοῦ ἐφάνη, ὅτι τὸν εἶδα ἐπάνω μ᾿ ἕνα χονδρὸ σιγάρον εἰς τὸ στόμα, μ᾿ ἕνα σκουφάκι στὸ κεφάλι του. Καὶ θὰ ἦλθες βέβαια νὰ τὸν ἀποχαιρετήσῃς. Ὁρίστε;

– Ὄχι, εἶπεν ἡ κόρη, εὐτυχῶς. Ἀναχωρῶ κ᾿ ἐγὼ μαζί του, καὶ μαζὶ μὲ τὴν μητέρα μου. Ἦλθαν νὰ μὲ πάρουν.

– Ὦ! αὐτὸ εἶναι ἀπροσδόκητος εὐτυχία! εἶπον ἐγώ. Ποτὲ δὲν ἐπίστευον, ὅτι θὰ ἔχω τόσην τύχην εἰς τὸ ταξείδιον τοῦτο.

– Ἀλήθεια; Τὸ λογαριάζεις τῷ ὄντι δι᾿ εὐτυχίαν, εἶπεν ἡ κόρη, πλαγιάζουσα τὴν κεφαλὴν καὶ ὑπόπτως ἀτενίζουσά τι, ἢ μὲ κολακεύεις μόνον; Κύτταξ᾿ ἐδῶ, θὰ ταξειδεύσωμεν μαζὶ ἕως εἰς τὴν Μασσαλίαν, διότι, καθὼς ἤκουσα, καὶ σὺ πηγαίνεις εἰς Παρισίους.

– Τί ἰδέα! εἶπον ἐγὼ ἐπιτιμητικῶς, νὰ νομίζῃς πὼς σὲ κολακεύω. Κρῖμα μόνον ὅτι δὲν ἐπῆρα εἰσιτήριον διὰ Μασσαλίαν! Δὲν ἐπίστευα ὅτι θὰ ἔχω τοιαύτην συντροφίαν καί, ἂς τὸ ὁμολογήσω, δὲν ἤξευρα, ὅτι θὰ ἔχωμεν τόσον μέγα καὶ στερεὸν ἀτμόπλοιον. Ἀλλὰ θὰ πάρω συμπληρωτικὸν ἀπὸ Νεαπόλεως καὶ ἑξῆς. Χωρὶς ἄλλο θὰ πάρω! Ἐκτός, ἐκτὸς ἂν αὐτὸς ὁ ὑπερπληθυσμός, ποὺ θὰ πλημμυρήσῃ τὰ δωμάτια, δὲν ἀναγκάσῃ καὶ σᾶς νὰ βγῆτε στὴν Νεάπολιν.

– Ποῖος ὑπερπληθυσμός;

– Νά! αὐτὴ ἡ μετοικεσία Βαβυλῶνος. Δὲν εἶδες τὰ ἀπειράριθμα κιβώτια ποὺ ἀναβιβάζουν; Σαράντα ἐμέτρησα εἰς τὸ κατάστρωμα καὶ πιστεύω νὰ εἶναι ἄλλα τόσα ἀκόμη εἰς τὴν «μαγούναν». Ἐζήτησα νὰ μάθω τίνων εἶναι, ἀλλὰ φαίνεται, ὅτι δὲν ἔφθασεν ἀκόμη «ἡ Σάρα καὶ ἡ μάρα καὶ ἡ κόκκινη χουλιάρα».

– Καλ᾿ αὐτὰ εἶναι δικά μας! ἀνέκραξεν ἡ κόρη, προπέμψασα τὴν ἐπιφώνησίν της δι᾿ ἠχηροῦ παραδόξως ἠδέος καὶ ἁρμονικοῦ γέλωτος. Δὲν εἶναι ἄλλοι ἐπιβᾶται πλέον. Ὁ πλοίαρχος τὸ εἶπεν. Ἅμα ἀναβιβάσουν τὰ κιβώτιά μας, ἀναχωροῦμεν.

– Καὶ πόσοι εἶσθε λοιπὸν ἐσεῖς; Ἠρώτησα ἐγὼ τότε μετ᾿ ἀνεξηγήτου ἀπορίας.

– Τρεῖς! Εἶπεν ἡ κόρη ἀφελῶς. Τρεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται.

– Καὶ πόσους ὑπηρέτας ἔχετε λοιπόν;

– A! αὐτοὺς νὰ σᾶς εἰπῶ δὲν τοὺς ἐμέτρησα. Ἐγὼ ἤμην ὡς πρὸ μιᾶς ἑβδομάδος εἰς τὸ σχολεῖον. Ἀλλὰ ξεύρω, ὅτι ὁ πατέρας ἔχει πολλοὺς ὑπηρέτας. Πᾶμε νὰ τὸν ἐρωτήσωμεν πόσους! – Καὶ λαβοῦσα μ᾿ ἐξαίφνης ἀπὸ τῆς χειρὸς ἀνῆλθε τὴν κλίμακ᾿ ἀστραπηδὸν μετ᾿ ἐμοῦ, ὅστις τὴν παρηκολούθησα πρὶν τὸ σκεφθῶ. Πατήρ της ἦτον ἀληθῶς ὁ κύριος, ὃν εἶχον συναντήσει πρὸ μικροῦ ὡς γνωστόν μου, γοργοῖς καὶ μικροῖς βήμασι διασκελίζοντα κατὰ μῆκος τὸ κατάστρωμα. Τὸν εὕρομεν εἰσέτι περιπατοῦντα, πάντοτε ταχέως, πάντοτε τὰς χεῖρας ὄπισθεν, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡδονικῶς προσηλωμένους ἐπὶ τοῦ ἄκρου τοῦ σιγάρου του, τοῦ ὁποίου τὸ ἥμισυ δὲν ἦτο παρὰ λευκὴ τέφρα στερεῶς κρατουμένη εἰς τὸ ἀκαὲς μέρος καὶ ἀκριβῶς τὸ αὐτὸ σχῆμα τοῦ χονδροῦ σιγάρου διατηροῦσα. Καὶ τοῦτο φαίνεται ὅτι ἤρεσκεν εἰς τὸν καπνιστήν, διότι, ὅταν ἤκουσε τὴν φωνὴν τῆς θυγατρός του, πρὶν ἀποστρέψῃ ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ σιγάρου τοὺς ὀφθαλμούς, ἔλαβεν αὐτὸ μετὰ μεγάλης προσοχῆς διὰ τῆς μιᾶς χειρός, καὶ τὸ ἐκράτησεν οὕτως, ὥστε νὰ κωλύσῃ τὴν κατάπτωσιν τῆς τέφρας ἐκείνης.

Τὸν Κον Π. εἶχον ἤδη γνωρίσει, ὡς ἐρρέθη, ἐν τῇ ἑσπερίδι τῆς Κας M., πλὴν ὄχι ὡς τὸν πατέρα τῆς μικρᾶς μου φίλης, ἀλλ᾿ ὡς βαθύπλουτον Καλκουτιανόν, ὅστις μὲ ἔκαμε τόσῳ μᾶλλον ἐντύπωσιν, ὅσον ἐφάνη παρὰ δόξαν περιποιητικὸς καὶ φιλόφρων πρὸς ἐμέ, πρὸ πάντων, ὡς ἔλεγε, διὰ τὸ ποιητικόν μου «τάλαντον». Ἡ δευτέρα μας γνωριμία συνεπλήρωσε τὸ κενὸν τῆς πρώτης, ἐκορύφωσε δὲ συγχρόνως τὴν εὐχαρίστησίν μου, διὰ τὰς ὁποίας μ᾿ ἐπεδαψίλευε φιλοφροσύνας πάντοτε, καθὼς ἔλεγε, διὰ τὸ ποιητικόν μου τάλαντον.

– Ποτὲ δὲν ἔγεινεν ὡραιότερον ταξείδι, εἶπον κατ᾿ ἐμαυτόν, ὅταν ἀπεχωρίσθημεν. Ἕνα πλούσιον θαυμαστήν, μίαν παλαιὰν ἀλλὰ νεαρωτάτην φίλην, καὶ ἕνα βουνὸν ὡς ἀτμόπλοιον, ποὺ καὶ ἡ μεγαλητέρα τρικυμία δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ σαλεύσῃ. Καὶ μὲ τὴν πεποίθησιν ταύτην, ἤρχισα νὰ βηματίζω στερρῷ τῷ ποδί, ἡδονικῶς θεώμενος τὴν ὑπερήφανον τοῦ πλοίου πορείαν, τὸ ὁποῖον, ἀνασπάσαν ἐν τῷ μεταξὺ τὴν ἄγκυραν, ἐξήρχετο τῶν στενῶν του Πειραϊκοῦ λιμένος.

*
* *

Πόσοι ἄρά γε τὴν αὐτὴν πρωίαν δὲν ἀνῆλθον ὑπερήφανοι, ὡς ἐγώ, εἰς τὸ κατάστρωμα τοῦ φρουρίου ἐκείνου, μὲ τὴν καρδίαν πλήρη τῆς αὐτῆς πεποιθήσεως καὶ πόσοι ἐντὸς ὀλίγου δὲν ἠναγκάσθησαν νὰ κενώσωσιν ὅλον ἐκεῖνον τὸν στόμφον τῶν εἰς τὰ ἐπὶ τούτῳ προωρισμένα δοχεῖα! Ἐγὼ τουλάχιστον δὲν ἤργησα νὰ ὁμολογήσω, ὅτι δὲν ὑπάρχει σκάφος ἐν τῷ κόσμῳ, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ χορεύῃ κατὰ τὸν σκοπόν, ὃν αὐλοῦσιν οἱ ἄνεμοι, καὶ νὰ μὴ πηδᾷ κατὰ τὸν ρυθμόν, ὃν κροτοῦσι τὰ κύματα. Ἀφοῦ, ἐναντίον πάσης προσδοκίας, ὁ τεράστιος ὄγκος τοῦ «Rio Grande» ἀπεδείχθη ὁ ἐλαφρότερος ἐν ἀτμοπλοίοις χορευτής! Διότι ἦτο μὲν μακρὸν καὶ ὑψηλὸν τὸ πλοῖον, ἀλλ᾿ ἦτο ἀναλόγως πολὺ στενόν. Καὶ τὰ στενὰ τὰ πλοῖα, ὡς ἔλεγον οἱ εἰδήμονες, τὰ κουνεῖ ἡ θάλασσα, πρὸ πάντων ὅταν ἔχωσι τὸν ἄνεμον ἀντίξοον, ὡς τὸ ἰδικόν μας!

Ταξείδιον ὑπὸ τοιαύτας περιστάσεις δὲν εὔχομαι εἰς τοὺς εὐαισθήτους καὶ ράδιον συγκινουμένους. Ἀπ᾿ ἐναντίας τὸ συνιστῶ εἰς τοὺς ἐμπαθεῖς σατυρικοὺς καὶ τοὺς εἴρωνας, διότι οὐδαμοῦ ἀλλοῦ δύνανται νὰ ἱκανοποιήσωσι τὴν ἐπιχαιρέκακον αὐτῶν φύσιν ἀριστοτελικώτερον, παρὰ ἐν τῷ μέσῳ ἀκινδύνου μέν, τραγικοῦ ὅμως θεάματος ναυτιωσῶν καὶ ναυτιώντων.

Ἐκεῖ θὰ συναντήσωσιν ἕν᾿ ἀρειμάνιον στρατηγόν. Ὁ ρωμαλέος καὶ ἀθλητικὸς οὗτος ἀνὴρ ἀντεμετώπισε τὸν θάνατον ἀπειράκις ἐν τῷ μέσῳ τοῦ σάλου τῶν ἐπαναστάσεων καὶ τῶν μαχῶν, καὶ περιεφρόνησεν αὐτὸν μετὰ τῆς ἀξιοπρεποῦς ἐκείνης ὑπερηφανείας, τῆς φυσικῆς εἰς τὸ ἐπάγγελμά του. Ἀλλὰ τώρα; Τώρα, ἐλεεινὸς καὶ ἐξουθενωμένος «ζαρώνει» εἰς τὴν ὑπ᾿ αὐτοῦ νομιζομένην μᾶλλον ἀσφαλῆ θέσιν τῆς «καβίνας» του, κάτωχρος καὶ περιδεὴς καὶ τρέμων ἐκ φρίκης μήπως καὶ ἡ εἰρηνικωτέρα του κίνησις ἀναρριπίσῃ πάλιν καὶ ἐξαγριώσῃ τὴν βδελυρὰν ἐπανάστασιν τῶν ἰδίων αὐτοῦ ἐντέρων.

Ἐκεῖ θὰ συναντήσωσι μίαν φιλάρεσκον ταξειδεύτριαν. Πρὸ μικροῦ εἰσέτι περιεβόμβουν ἀποθεοῦντες αὐτὴν οἱ θαυμασταί. Τὰ περίτεχνά της κάλλη ἦσαν τόσαι σαγῆναι δι᾿ αὐτούς. Τὸ κατάστρωμα ἦτον ἡ γιγαντιαία κογχύλη, ἐφ᾿ ἧς ἡ θεὰ Ἀφροδίτη ἐφέρετο ἐν θριάμβῳ, δουλικῶς θεραπευομένη ὑπὸ τῶν ἐκ φύσεως ἡμιζώων Τριτόνων, ἢ ὑπὸ τῶν, διὰ τῆς θαυματουργοῦ δυνάμεως τοῦ Βάκχου, ἀποζωωθέντων Τυρρηνῶν ἐμπόρων, τῶν μετέπειτα κληθέντων δελφίνων. Καὶ τώρα; Τώρα ἡ θριαμβευτικὴ καλλονὴ καθηρπάσθη, ἆρον ἆρον, ἀπὸ τοῦ ἐν τῷ ἀνοικτῷ ἀέρι θρόνου της, καὶ κατεκρημνίσθη εἰς τὰς σκοτεινὰς λαγόνας τοῦ Λεβιάθαν, εἰς πνιγηράν τινα γωνίαν τῆς Δαντείου Κολάσεως, ὅπου ὑφίσταται στρεβλωτικὰ Ἰξίονος μαρτύρια ὑπὸ τῶν ἐν τοῖς ἰδίοις σπλάγχνοις ἀκαθάρτων πνευμάτων, καὶ ἀγανακτεῖ, καὶ ἀπελπίζεται, καὶ κλαίει, οὐχὶ μετανοοῦσα διὰ τὰς ἁμαρτίας της, ἀλλὰ διότι αἱ σπασμωδικαὶ ἐκρήξεις, αἱ τραγικαὶ συστολαὶ καὶ διαστολαὶ τῆς μορφῆς αὐτῆς, τὴν κάμνουν νὰ φαίνεται εἰς τὸν ἀπέναντί της καθρέπτην δυσειδής, φρικαλέως δυσειδής!

Θὰ συναντήσουν ἀναμφιβόλως τὸν ἐξ οὐδενὸς ταξειδίου λείποντα ἀγέρωχον, ὅστις δὲν φοβεῖται τὴν θάλασσαν! Τὸν φλύαρον, τὸν ὁποῖον ἡ θάλασσα δὲν πιάνει, ἐνόσῳ τὸ πλοῖον ἀγκυροβολεῖ, ὁ ὁποῖος ὅμως μετά τινων ὡρῶν διάπλουν γίνεται ἰχθύων ἀφωνότερος, ἀρνίου μετριοφρονέστερος, ἀλλ᾿ εἶναι ἀκόμη ἀρκετὰ προφυλακτικός, ὥστε νὰ μὴ καταβῇ εἰς τὸ δωμάτιόν του, ὅπου αἱ συνεχεῖς παρακελεύσεις τῶν γειτόνων θὰ τὸν ἠνάγκαζον ἀμέσως νὰ χοροστατήσῃ καὶ αὐτὸς εἰς τὴν κωμικοτραγικὴν συναυλίαν των, ἐκθυμότερον μάλιστα ἢ ὅ,τι θὰ ἐπερίμενον ἐκεῖνοι.

Καὶ πόσους, πόσους ἄλλους χαρακτῆρας δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ συναντήσωσιν ἐν σαλευομένῳ πλοίῳ οἱ περιπαῖκται καὶ εἴρωνες!

Ἐγὼ δὲν ζηλῶ τὸ ἀπάνθρωπον τῶν ἔργον καὶ δὲν ἐπιχαίρω ἐπὶ τοῖς μαρτυρικοῖς βασάνοις τῶν φίλων συνταξειδιωτῶν μου. Ἐκφράζω μόνον τὴν ἀτομικήν μου ἀγανάκτησιν ἐναντίον μιᾶς ἀτελείας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἥτις, ὅσον ἐπουσιώδης καὶ ἂν εἶναι, ἐπακολουθεῖται ἀπὸ σπουδαίων μειονεκτημάτων. Διότι, ἐκτὸς ὅτι ματαιώνει τόσας προθέσεις καὶ σχέδια περὶ εὐαρέστου χρήσεως τοῦ χρόνου, ἐκτὸς ὅτι παρακωλύει τόσας εὐνοϊκᾶς περιστάσεις πρὸς σύναψιν σχέσεων καὶ γνωριμιῶν, στερεῖ τοὺς εὐαισθήτους θαλασσοπόρους πολλῶν εἰδικῶν καλαισθητικῶν ἀπολαύσεων.

Μία τῶν ἀπολαύσεων τούτων εἶναι πρὸ πάντων τὸ μεγαλοπρεπὲς θέαμα τρικυμίας ἐν ἀνοικτῷ πελάγει. Οἱ φιλόσοφοι οὐδέποτε λησμονοῦν νὰ εἰσαγάγωσιν αὐτὸ ὡς παράδειγμα τοῦ Ὑψηλοῦ ἐν ταῖς Καλολογίαις των· καί, δὲν ἐνθυμοῦμαι τώρα ποῖος ζωγράφος ἢ ποιητής, ταξειδεύων ἐν φοβερᾷ τρικυμίᾳ, παρεκάλεσε τὸν πλοίαρχον νὰ προσδέσῃ αὐτὸν στεῤῥῶς ἐπὶ τοῦ ἡμιθραύστου ἱστοῦ τοῦ κλυδωνιζομένου σκάφους, ὅπως χωρὶς νὰ γείνῃ ἀνάρπαστος ὑπὸ τοῦ ἀνέμου ἢ τῶν κυμάτων τέρψῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ διὰ τῆς ὑψίστης πνευματικῆς ἀπολαύσεως, τὴν ὁποίαν μετ᾿ ὀλίγον δὲν θὰ ἠδύνατο πλέον νὰ τὴ παράσχῃ ἐν τῷ ἄλλῳ κόσμῳ ὁ Θεός, μὲ ὅλην αὐτοῦ τὴν παντοδυναμίαν! Ὅσον ἀφορᾷ τοὺς φιλοσόφους εἶμαι σχεδὸν βέβαιος, ὅτι ποτὲ δὲν ἐθαύμασαν αὐτοὶ μίαν τρικυμίαν, ἔστω καὶ ἀπὸ τῆς ἀσφαλοῦς παραλίας. Πρὸς τὸν καλλιτέχνην ἐκεῖνον ὅμως λέγω: – Ὅστις καὶ ἂν εἶσαι, δὸς δόξαν τῷ Θεῷ, ὁ ὁποῖος σὲ ἔπλασε μ᾿ ἐντόσθια δυσπαθέστερα τῶν ἄλλων. Διότι, «ἂς σ᾿ ἔπιανεν ἡ θάλασσα» καὶ σ᾿ ἔβλεπα ἐγὼ ἂν δὲν ἀφίνεσο μᾶλλον νὰ σὲ ἁρπάξουν καὶ σὲ πνίξουν τὰ κύματα, διὰ ν᾿ ἀπαλλαγῇς ἀπὸ τὰ βάσανά σου μίαν ὥραν προτήτερα. Αὐτὸ σοὶ τὸ λέγω ἐγώ, ὅστις κατὰ τὸ ταξείδιον ἐκεῖνο ἐπέζησα ν᾿ ἀκούσω μίαν διαβόητον ἐπὶ φιλοζωίᾳ ὀγδοηκοντούτιδα γραίαν, ἐλέγχουσαν ἕνα θεοφοβούμενον ἀρχιεπίσκοπον, διότι δὲν συγκατετίθετο νὰ ἐκτελέση ὅ,τι τοῦ ἐζήτει ὡς «ψυχικόν», δηλαδὴ νὰ τὴν ῥίψη εἰς τὴν θάλασσαν!

Ἀφοῦ λοιπὸν τοιαῦτα τινα συνέβαινον κατὰ τὸ ταξείδιόν μου, ἐννοεῖται εὐκόλως, ὅτι ὅλαι μου αἱ προθέσεις, ὅλαι αἱ ἐλπίδες καὶ τὰ σχέδιά μου ἐματαιώθησαν. Ὄχι μόνον τὰς καλλονὰς τῆς φύσεως δὲν ἠδυνήθην ν᾿ ἀπολαύσω, ὄχι μόνον νέας γνωριμίας δὲν συνῆψα, ἀλλὰ οὔτε τὸν πολυτάλαντον θαυμαστήν μου, οὔτε τὸ χαρωπὸν αὐτοῦ θυγάτριον, τὴν μικράν μου φίλην, ἐπανεῖδον πλέον. Μόνον τὴν φωνήν της, ἢ μᾶλλον τὸν ἁρμονικόν της γέλωτα ἤκουον ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, διὰ τοῦ παραπετάσματος τῆς θύρας μου, ὁσάκις διήρχετο διὰ τῆς αἰθούσης.

Ὁ γέλως τῆς Μάσιγγας ἐξ αὐτῆς τῆς πρώτης στιγμῆς ἐπροξένησεν εἰς τὴν ἀκοήν μου παραδόξως ἠδείαν ἐντύπωσιν. Ποτὲ δὲν ἤκουσα νεάνιδα γελώσαν τόσον εὐήχως, τόσον ἁρμονικῶς. Ποτὲ δὲν ἐγνώρισα γέλωτα περιέχοντα τόσην ἔκφρασιν, τόσην ρητορικὴν ἀκρίβειαν καὶ ποικιλίαν. Ἡμεῖς οἱ ἄλλοι γελῶμεν, ὡς κράζουσιν αἱ χῆνες, ἀμεταβλήτως σχεδὸν ἐν πάσῃ περιπτώσει. Ἐν τῷ γέλωτι τῆς κόρης ἐκείνης ἠδύνατο νὰ διακρίνῃς ὄχι μόνον τὴν ἑκάστοτε αἰτίαν αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅλας τὰ φάσεις τῆς θυμικῆς αὐτῆς καταστάσεως, ἐξ ἧς προήρχετο, ὑφ᾿ ὧν συνωδεύετο. Θὰ ἔλεγες ὅτι ἐν αὐτῇ τὸ ἔργον τοῦ γελᾶν δὲν ἦτον ἀνατεθειμένον εἰς τὰ σαρκικὰ νεῦρα καὶ τὰς φυσιογνωμικὰς τοῦ σώματος κινήσεις, ἀλλ᾿ ἐξετελεῖτο ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι τέλους παρ᾿ αὐτῆς τῆς ψυχῆς ἐπὶ τῶν χορδῶν μυστηριώδους ἁρμονικοῦ τινος ὀργάνου, τοῦθ᾿ ὅπερ ἔκαμνε τὸν γέλωτα τῆς παρθένου νὰ εἶναι ἐκφραστικώτερος, μουσικώτερος, ἀϋλώτερος πάσης ἐνάρθρου φωνῆς καὶ λογικῆς γλώσσης.

Τὸ φαινόμενον τοῦτο διετέλει εἰς προφανῆ ἀντίφασιν πρὸς τοὺς ἐξωτερικοὺς τῆς κόρης χαρακτῆρας. Ὅσον τραχεία καὶ ἀρρενωπὸς ἦτον ἡ ἔκφρασις τοῦ προσώπου της, τόσον τρυφερὰ καὶ ὑπερφυῶς γυναικεία ἐξεδηλοῦτο ἡ ψυχὴ αὐτῆς ἐν τῷ γέλωτι. Ἐνόσω τὴν ἔβλεπες ἐφέρεσο πρὸς αὐτὴν ὡς πρὸς ἄωρον παιδίον· ὅταν τὴν ἤκουες ἠναγκάζεσο νὰ τὴν φαντάζεσαι ὡς τὸ μόνον ἰδανικὸν ὡρίμου παρθενικῆς τελειότητος.

Τοιουτοτρόπως συνέβη ὥστε ἐγώ, ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς ἐκλείσθην εἰς τὸν θαλαμίσκον μου, ἤρχισα νὰ βλέπω, νὰ θαυμάζω τὴν μικράν μου φίλην με τὰ ὦτα μου μᾶλλον παρὰ μὲ τοὺς ὀφθαλμούς. Καὶ εὑρέθη μετ᾿ ὀλίγον, ὅτι τὰ ὦτα δὲν συνεφώνουν κατ᾿ οὐδένα τρόπον πρὸς τοὺς ὀφθαλμούς, οὔτε ὡς πρὸς τὴν ἡλικίαν, οὔτε ὡς πρὸς τὴν παίδευσιν, οὔτε ὡς πρὸς αὐτὴν τὴν βιωτικὴν πεῖραν τῆς παρθένου. Καὶ εὑρέθη, ὅτι τὰ ὦτα εἶχον μᾶλλον δίκαιον παρὰ οἱ ὀφθαλμοί. Πολλαὶ λέξεις καὶ φράσεις τῆς παρθένου, ἂς μέχρι τότε ἐξελάμβανον ὡς παιδικῆς ἀφελείας κυριολεκτήματα, εὑρίσκοντο ἐπιδεκτικαὶ μεταφορικῆς ἐξηγήσεως, θαυμασίως καταλλήλου νὰ δώσῃ εἰς τὰς ἐν αἷς ἐλέχθησαν περιστάσεις ὅλως διάφορον καὶ πολὺ σπουδαιοτέραν ἔποψιν. Τὰ ἔτη αὐτῆς μετρούμενα εἰς τὰ δάκτυλά μου εὑρίσκοντο δεκαεπτὰ ἀντὶ δεκατεσσάρων· λογικὴ καὶ ἀριθμητικὴ συνεμάχουν μᾶλλον μὲ τὰ ὦτα παρὰ μὲ τοὺς ὀφθαλμούς· καὶ ὁ γέλως, ὁ ἀρχυρόηχος αὐτῆς γέλως, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ θορύβου τῶν κυμάτων, τοῦ κρότου τῶν ἁλύσεων, τοῦ συριγμοῦ τῶν κελευστῶν, τῶν κραυγῶν καὶ οἰμωγῶν τῶν ἐπιβατῶν, ὁ οὐράνιος αὐτῆς γέλως ἐφέρετο ὡς πνεῦμα Θεοῦ ἐπὶ τῶν ὑδάτων, καταπραΰνων τ᾿ ἀνυπότακτα στοιχεῖα, καὶ ἠδύνων τὸν ὕπνον τῆς πασχούσης κεφαλῆς μου.

*
* *

Δὲν ἤξευρον ποῦ εὑρισκόμεθα, ὅταν ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος καὶ ἐπῆλθε πως ἡ γαλήνη. Ἀλλὰ ἦτον ἑσπέρα· αὐτὸ τὸ ἐνόησα ἐκ τῆς θέσεως τοῦ ἡλίου. Καὶ ἐκ τῆς θέσεως αὐτοῦ ἐνόησα ὅτι μετ᾿ ὀλίγον θὰ ἔχωμεν ὡραίαν καὶ μεγαλοπρεπῆ δύσιν. Ἀνῆλθον λοιπὸν εἰς τὸ κατάστρωμα εὐθὺς ὡς ἠδυνήθην.

Ἓν εἶδος μισθανθρωπικοῦ αἰσθήματος ἐνεφώλευεν ἐν τῇ καρδίᾳ μου· ἐν πικρόν, ἀπεριγράπτως συγκινητικὸν παράπονον ἐκάθητο ἐπὶ τῶν χειλέων μου. Παράπονον ἀσθενοῦς τρυφεροῦ παιδίου πρὸς τὴν μόνην αὐτοῦ μητέρα, τὴν Φύσιν, πρὸς τὰς ἀγκάλας τῆς ὁποίας ἕλκεται ὑπ᾿ ἐμφύτου στοργῆς, μικρὸν ἀφοῦ ἔχει ὑποφέρει τὰς σκληροτέρας συνεπείας τοῦ ἀλλοπροσάλλου χαρακτῆρος της. Εὑρισκόμην λοιπὸν εἰς διάθεσιν λίαν ἐλεγειακήν. Διὰ τοῦτο ἐκάθησα παράμερα καὶ κατὰ μόνας, ἀναπνέων τὴν ζωογόνον τῆς ἑσπέρας αὔραν καὶ ἀπλανῶς ἀτενίζων πρὸς τὴν δύσιν καὶ ἀφίνων τὰς εἰκόνας τῆς φαντασίας μου νὰ κινῶνται κατὰ βούλησιν. Ὑπερήφανος τῶν αἰθέρων μονάρχης, ὁ ἥλιος ἐμεγεθύνετο ἐφ᾿ ὅσον ἐπλησίαζε πρὸς τὰ κύματα, λαμβάνων ὄψιν ὁλονὲν μεγαλοπρεπεστέραν καὶ ἀπλώνων τὴν βασιλικὴν αὐτοῦ πορφύραν περὶ ἑαυτὸν μετὰ προφανῶς αὐξανομένης ἐπιδείξεως. Τὰ σύννεφα, ἐρυθρωπὰ ἐκ τῆς ἐπιβλητικῆς παρουσίας τοῦ κυριάρχου τῶν, περιέστελλον εὐλαβῶς τὰς χρυσᾶς παρυφὰς τῶν κυανῶν στολῶν των, ὡς ἀξιωματικοὶ λαμβάνοντες ἀπὸ τὸ στόμα βασιλέως τὸ μυστικὸν τῆς νυκτὸς σύνθημα. Ὁ Ἥρως ἐξετέλεσε τοὺς εἰς αὐτὸν προταθέντας ἄθλους, καὶ ὑπάγει τώρα νὰ βασιλεύσῃ εἰς τὸ κράτος τῆς Δρακαίνης, λαμβάνων ὡς ἔπαθλον τὴν ὑποσχεθεῖσαν αὐτῷ κόρην της. Τὸ λουτρόν του εἶναι ἕτοιμον καὶ τὸ δεῖπνον παρεσκευασμένον. Ἀλλά, πρὶν κλεισθῇ ὄπισθεν αὐτῶν ἡ «χρυσοκαγγέλωτη» τῶν παλατίων θύρα, λαμβάνει τὰς τελευταίας μερίμνᾳς περὶ τοῦ ἰδίου βασιλείου καὶ τῶν ὑπηκόων του· δίδει τὰς ἀναγκαίας διαταγὰς εἰς τὰς πρὸ αὐτοῦ συνηθροισμένας νεφέλας. – Σὺ λάβε τοὺς ἀσκούς σου καὶ δρᾶμε πρὸς τὴν Αἴγυπτον. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ ἔχουν φυτεύσει δένδρα. Τὰ δένδρα παρεκάλεσαν διὰ βροχήν. Γνωρίζεις τὴν πρὸς αὐτὰ ἀδυναμίαν μου· δὲν ὑποφέρω νὰ τὰ βλέπω διψασμένα. Σύ, πλήρωσον τὰς λαγήνους σου καὶ πέτα εἰς τὰς Ἀθήνας. Ἡ ἀπρονόητος δημαρχία δὲν ἐφρόντισεν ἀκόμη νὰ ὑδροδοτήσῃ ἐπαρκῶς τὴν πόλιν· οἱ ἀνόητοι κάτοικοι ῥίπτουν τὰς ἀκαθαρσίας ἐπὶ τῶν ὁδῶν καὶ τῶν οἰκοπέδων· ἡ ἀκίνητος ἀτμοσφαίρα ἐπληρώθη μιασμάτων καὶ κονιορτοῦ· μετ᾿ ὀλίγον θὰ γεννηθῇ ὁ κοιλιακὸς τῦφος, καὶ οἱ Ἀβδηρίται τῶν Ἀθηνῶν θὰ αἰτιῶνται ἐμὲ καὶ τοὺς περὶ ἐμὲ διὰ θανάτους, ὧν αἴτιοι εἰσιν αὐτοὶ καὶ μόνοι. Πήγαινε! βρέξε καὶ ἀνάβαλε κἂν τὸ κακὸν χάριν τῆς ὑπολήψεώς μας! – Καὶ ἰδοὺ αἱ νεφέλαι ἔκυπτον πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ πληροῦσαι τοὺς ἀσκοὺς καὶ τὰς λαγήνους των, ἐφέροντο ἐπὶ τῶν πτερύγων ἀνέμων κατ᾿ ἀντιθέτους διευθύνσεις, ἀποβαίνουσαι, καθ᾿ ὅσον ἀπεμακρύνοντο, βαρύτεραι, κυανότεραι.

– Ἀκριβῶς τὸ ἴδιο πρᾶγμα κάμνω κ᾿ ἐγώ! – Ἀνεφώνησέ τις ὄπισθέν μου, ἐξαφανίζων τὰς σιγηλὰς εἰκόνας τῆς φαντασίας μου.

Ἦτον ὁ κ. Π. μὲ τὰς χεῖρας πάντοτε δεδεμένας ὄπισθεν, τοὺς ὀφθαλμοὺς πάντοτε ἡδονικῶς προσηλωμένους ἐπὶ τὸ ἄκρον του σιγάρου του, ἀλλ᾿ ἱστάμενος τώρα.

– Ἀκριβῶς τὸ ἴδιο πρᾶγμα κάμνω κ᾿ ἐγώ, εἶπεν, ἀλλ᾿ ὅταν εἶμαι εἰς τὴν Καλκούτταν. Ὅταν δὲν εἶμαι εἰς τὴν Καλκούτταν, ταξειδεύω. Καὶ ὅταν ταξειδεύω, δὲν εἰμπορῶ νὰ σταθῶ.

Καὶ χωρὶς νὰ σηκώσῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ σιγάρου του, ἐδόθη ἐκ νέου εἰς τὴν συνήθη αὐτοῦ κίνησιν, μὲ τὰς χεῖρας πάντοτε δεδεμένας ὄπισθεν.

Πρέπει νὰ σημειώσω, ὅτι τὸν κ. Π. κανεὶς δὲν εἶδεν ἐν τῷ ἀτμοπλοίῳ καθήμενον, ἐκτὸς κατὰ τὸ δεῖπον εἰς τὴν τράπεζαν, καὶ ὅτι ἐγὼ θὰ ἤμην ἴσως ὁ πρῶτος, ὅστις τὸν εἶδε νὰ σταθῇ ἐπὶ τινὰ δευτερόλεπτα. Ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς ἐπάτησε τὸν πόδα ἐπὶ τοῦ καταστρώματος, ἤρχησε νὰ κινῆται ὡς ἐὰν ἦτο σφαῖρα ἐκκρεμοῦς ἠναγκασμένη νὰ διατρέχῃ ἐν ἀκριβῶς ὡρισμένῳ χρόνῳ τὸ μακρὸν διάστημα μεταξὺ πρῴρας καὶ πρύμνης, τακτικῶς καὶ ἀδιακόπως. Καὶ θὰ ἦτο λίαν ἐπαγωγὸν πρόβλημα δι᾿ ἕνα μαθηματικὸν νὰ εὕρῃ ποσάκις ὁ κ. Π. κατὰ τὸ ταξείδιον ἐκεῖνο διήνυσε τὸ μεταξὺ Πειραιῶς καὶ Μασσαλίας διάστημα πεζῄ, ἐνῷ ἐπλήρωσεν εἰς τὴν ἐταιρίαν ὅπως ἀναθέσῃ τὸν κόπον τοῦτον εἰς ἓν ἐκ τῶν πλοίων της.

Τὴν συνήθειαν ταύτην ἔχουσι πολλοὶ Ἄγγλοι· καὶ συχνὰ θ᾿ ἀπαντήσῃ τις αὐτοὺς διαπλέοντας τὸν Βόσπορον ἢ παραπλέοντας τὰς ἀκτὰς τῆς Ἰωνίας, ἐν ταχυδρομικῇ ἐπὶ τοῦ ἀτμοπλοίου κινήσει, μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς προσηλωμένους εἰς τὸ ὁδηγητικὸν βιβλίον των. Ὁ κ. Π. διέφερεν αὐτῶν ἴσως κατὰ τοῦτο, ὅτι ἐκεῖνοι μὲν θαυμάζουσι τὰς καλλονὰς τῶν χωρῶν δι᾿ ὧν διαβαίνουσιν ἐν ταῖς περιγραφαῖς τοῦ βιβλίου των, ἐνῷ ὁ κ. Π. ὅσον καὶ ἂν ἐταξείδευεν, δὲν εἶδε κυρίως ἄλλο τι παρὰ τὸ ἄκρον του σιγάρου του.

Ἦτο λοιπὸν περιττὴ ἡ διαβεβαίωσις τοῦ κ. Π. ὅτι ὅταν ταξειδεύῃ δὲν ἠμπορεῖ νὰ σταθῇ. Ὅστις τὸν ἔβλεπεν ἔπρεπε νὰ τὸ συμπεράνῃ. Ἀλλὰ τί ἦτο κυρίως τὸ λεχθέν, ὅτι καὶ αὐτὸς τὸ ἴδιο κάμνει, ὅταν εἶναι εἰς τὴν Καλκούτταν, δὲν ἠδυνήθην νὰ ἐννοήσω, καὶ δὲν ἐπρόφθασα νὰ τὸν ἐρωτήσω. Διὰ τοῦτο ὅταν, ἐν τῇ δολιχοδρομίᾳ του, ἐπανῆλθεν εἰς τὸ μέρος ὅπου ἐκαθήμην, ἐγερθεὶς ἐτάχθην παρ᾿ αὐτῷ, καί, – Μὲ συγχωρεῖτε, εἶπον, κύριε Π., ἀλλὰ δὲν ἐννόησα καλὰ τί μὲ εἴπατε. – Καὶ ἤρχισα τρέμων μᾶλλον ἢ περιπατῶν μετ᾿ αὐτοῦ.

– Ἤθελα νὰ εἴπω, –ἀπεκρίθη μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς πάντοτε ἡδονικῶς προσηλωμένους ἐπὶ τοῦ ἄκρου τοῦ σιγάρου,– ἤθελα νὰ εἴπω ὅτι καὶ ἐγὼ κάμνω ἀκριβῶς τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Τὸ ἴδιο πρᾶγμα κάμνω ἀκριβῶς ὅταν θέλω νὰ σκεφθῶ. Καὶ ὅταν θέλω νὰ σκεφθῶ ἰδοὺ τί κάμνω. Σηκώνω τὰ φρύδια μου ὑψηλά, προσηλώνω τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὰ σύννεφα, καὶ βλέπω, βλέπω, βλέπω, ὡς ποῦ ἀρχίζουν αἱ ἰδέαι νὰ καταβαίνουν ὡσὰν νὰ εἶναι ποίημα. Ὡσὰν νὰ εἶναι ποίημα, διότι καὶ σεῖς χωρὶς ἄλλο ποίημα ἐγράφετε. Χωρὶς ἄλλο ἐγράφετε ἓν ποίημᾳ εἰς τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου. Δὲν ἠξεύρετε πόσον σᾶς ἐκτιμῶ, πόσον σᾶς ἐκτιμῶ διὰ τὸ τάλαντόν σας!

– Ἂν ἐγνώριζεν, ἐσκεπτόμην κατ᾿ ἐμαυτόν, πόσον εἶναι ξεπεσμένη σήμερον ἡ ἀξία τοῦ νομίσματος τούτου παρ᾿ ἡμῖν, θὰ ηὐχαρίστει τὸν Θεόν, ὅτι τοῦ ἔδωκεν ἀγγλικὰς λίρας καὶ ὄχι πλοῦτον εὐφραδείας καὶ ποιητικὸν τάλαντον.

– Ἐγώ, ἐξηκολούθησεν ὁ κ. Π., ρεμβάζω πολὺ συχνά, ἀλλὰ ρεμβάζω πολὺ συχνὰ ὅταν εἶμαι εἰς τὴν Καλκούτταν. Ὅταν δὲν εἶμαι εἰς τὴν Καλκούτταν ταξειδεύω· καὶ ὅταν ταξειδεύω δὲν ἠμπορῶ νὰ σταθῶ!

Καὶ ἐπέτεινε τὴν ταχύτητα τοῦ βήματός του, ὡς ἐὰν ἤθελε νὰ ἐκφράσῃ τὴν μανίαν τῶν ποδῶν διὰ τῆς ταχυτέρας γλώσσης αὐτῶν τῶν ἰδίων.

– Ἔπειτα, ἐξηκολούθησεν ὁ κ. Π., τί νὰ σᾶς εἰπῶ! Τί νὰ σᾶς εἰπῶ, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει τίποτε ποιητικόν. Τίποτε ποιητικὸν δὲν ὑπάρχει ἐνταῦθα, διότι δὲν ὑπάρχει τίποτε φυσικόν. Καὶ ὅταν δὲν ὑπάρχῃ φύσις, εἶπεν ὁ κ. Π. μετ᾿ ἐμφάσεως δογματικῆς, δὲν ὑπάρχει ποίησις.

– Βέβαια, εἶπον ἐγώ, ἐπιδοκιμάζων τὸ ἀξίωμα, ἀφίνων ὅμως ὑπεύθυνον διὰ τὸν δεύτερον ὅρον τοῦ συλλογισμοῦ τοῦ τὸν κ. Π., ὅστις δὲν ἐζήτει νὰ εὕρῃ τὴν φύσιν εἰμὴ ἐπὶ τοῦ ἄκρου τοῦ σιγάρου του.

– Ἄλλο πρᾶγμα ἡ Καλκούττα! – ἀνεφώνησεν ὁ κ. Π. ὁλονὲν θερμότερος, καὶ κατὰ τὸ σύστημα τῶν ἀτμομηχανῶν ὁλονὲν ταχύτερος, εἰς τρόπον ὥστε ἐγὼ μόλις τὸν παρηκολούθουν.

– Ἄλλο πρᾶγμα ἡ Καλκούττα, διότι ἐκεῖ ὑπάρχει φύσις. Ἐκεῖ ὑπάρχει φύσις, διότι ὑπάρχουν φυτά, δένδρα, δάση, βουνά, ὕδατα, ἀναπαύσεις καὶ ἀπολαύσεις. Καταλαμβάνετε;

– Καταλαμβάνω, εἶπον ἐγὼ πειστικῶς. Διότι ὁ κ. Π. ἐφαίνετο ἀμφιβάλλων ἂν ἐπρόφθανα νὰ καταλάβω τὴν εὐγλωττίαν του.

– Ἐδῶ ὅλα εἶναι ξηρά, ἐξηκολούθησεν ἔπειτα, διότι ὅλα εἶναι γυμνά, γηραιά, ἐξηντλημένα, μικρά, πρόστυχα. Διὰ τοῦτο ἄλλο πρᾶγμα ἡ Καλκούττα! Ἄλλο πρᾶγμα ἡ Καλκούττα!

– Ἀληθῶς! εἶπον ἐγώ, πρέπει νὰ εἶναι ἄλλο πρᾶγμα. Πολὺ θὰ ἐπεθύμουν νὰ τὴν γνωρίσω.

– Τὸ μόνον εὔκολον! ἀνέκραξεν ὁ κ. Π. πρώτην φορὰν στρέψας τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς ἐμέ.

– Τὸ μόνον εὔκολον! Ἐλᾶτε νὰ μ᾿ ἐπισκεφθῆτε! Ἐλάτε νὰ μ᾿ ἐπισκεφθῆτε, νὰ τὸ μόνον εὔκολον!

Καὶ ὁ κ. Π. ἐτάχυνε τόσον πολὺ τὸ βῆμα του, ὥστε ἐγὼ ὅστις ἀπό τινος ἔτρεχον κατόπιν του μᾶλλον παρὰ συνεβάδιζον αὐτῷ, ἠναγκάσθην νὰ ριφθῶ εἰς τὴν πρώτην ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἡμῶν καθέδραν, πρὶν προφθάσω νὰ τὸν εὐχαριστήσω, διότι ἡ σφοδρὰ ἐκείνη κίνησίς μου ἐζάλισεν αἰφνιδίως τὴν κεφαλὴν καὶ κατέστησε τὸ βῆμα μου σφαλερὸν καὶ παραπαῖον. Ὁ κ. Π. τὸ παρετήρησεν, ἀλλὰ βλέπεις, «ὅταν ταξειδεύη δὲν ἠμπορεῖ νὰ σταθῇ». Διὰ τοῦτο ἐξηκολούθησε μόνος τὴν δολιχοδρομίαν του.

– Περίεργος ἀνακάτωσις φύσεων! εἶπον μετ᾿ ὀλίγον κατ᾿ ἐμαυτόν, λεληθότως δανεισθεὶς τὴν ἔκφρασιν ἐκ τῆς ἐν ἐμοὶ ἐπικρατούσης καταστάσεως (ἢ μᾶλλον ἀκαταστασίας). Ἡ φύσις τοῦ φιλοξένου Ἀνατολίτου μὲ τὴν ἀγάπην αὐτοῦ πρὸς τὴν πρασίνην χλόην, τὰ σκιερὰ δένδρα, τὰ σφριγῶντα φυτά, τὰ εὐώδη ἄνθη, τὸν κελαρυσμὸν τῶν ὑδάτων περὶ τὸ κισσοσκεπὲς «κιόσκιόν» του, ἡ φύσις τοῦ εὐπαθοῦς Ἀνατολίτου, ὅστις ταξειδεύει σύρων ὄπισθεν αὐτοῦ καραβάνιον ὑπηρετῶν καὶ κιβωτίων, πεπληρωμένων πάντων ἐκ προϊόντων της χώρας του, τὰ ὁποῖα δὲν ἐννοεῖ νὰ στερηθῇ μετατοπιζόμενος, ἀνεκατώθη μὲ τὴν φύσιν τοῦ φλεγματικοῦ, τοῦ ἐκκεντρικοῦ Ἄγγλου, ὁ ὁποῖος δὲν ἠμπορεῖ νὰ σταθῇ ὅταν ταξειδεύῃ, ὁ ὁποῖος εὑρίσκει τὰ πάντα μικρά, οὐτιδανὰ καὶ ἀσήμαντα ἐκτὸς τῆς πατρίδος αὐτοῦ· διότι δὲν λαμβάνει τὸν κόπον νὰ σηκώσῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ σιγάρου του, ὅπως ἴδῃ τὴν περὶ αὐτὸν φύσιν ἢ τέχνην, καὶ ὁ ὁποῖος, ἐν τῷ ἐγωισμῷ του, σᾶς προσκαλεῖ ἐξ Ἀθηνῶν νὰ τὸν ἐπισκεφθῆτε – ποῦ; Ἐν Καλκούττῃ! Νὰ ταξειδεύσητε τρεῖς μῆνας διὰ νὰ περάσητε τρία λεπτὰ μαζί του. Ἔχετε καιρὸν πρὸς χάσιμον, ἢ χρήματα πρὸς σπάσιμον, περὶ τούτου αὐτὸς οὐδὲ σκέπτεται. Ἐκεῖνος καρποῦται μυθῶδες ἐτήσιον εἰσόδημα καὶ «ὅταν δὲν εἶναι εἰς τὴν Καλκούτταν, ταξειδεύῃ». Τὸ θεωρεῖ λοιπὸν φυσικὸν νὰ ἐξοδεύσῃ τὶς χιλίας λίρας, νὰ ὑποστῇ δυὸ μηνῶν ναυτίασιν, διὰ νὰ ὑπάγῃ νὰ σφίξῃ τὴν χεῖρα τοῦ Λόρδου. Καὶ θὰ τὸ θεωρήσῃ ἴσως προσβολήν του ἐὰν δὲν δεχθῆτε. Καὶ δεχθέντες, ἐὰν εὕρητε ὅτι ὁ Λόρδος ταξειδεύει εἰς τὸν βόρειον πόλον, καθ᾿ ὃν χρόνον σεῖς κτυπᾶτε τὴν θύραν του ἐν Καλκούττῃ, βεβαιωθῆτε ὅτι εἶναι καλὸς νὰ θεωρήσῃ τὴν ἐπίσκεψίν σας ὡς ὀφειλομένην πάντοτε, ἐφ᾿ ὅσον ἐκ τοῦ τρόπου, καθ᾿ ὃν ἀφήσατε τὸ ἐπισκεπτήριον σάς, λείπει παραμικρά τις, ἄγνωστος ἡμῖν, ἀγγλικὴ διατύπωσις!

Καὶ ἐνῷ ἐσκεπτόμην ταῦτα ὁ κ. Π. ἤρχετο καὶ παρήρχετο ἀπ᾿ ἔμπροσθέν μου, μὲ τὰς χεῖρας πάντοτε δεδεμένας ὄπισθεν, μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς πάντοτε προσηλωμένους εἰς τὸ ἄκρον τοῦ ἐν τῷ στόματι σιγάρου του, καὶ μὲ βῆμα τὸ ὁποῖον καθίστα ἀδύνατον τὴν ἐξακολούθησιν τῆς διακοπείσης συνομιλίας μας.

Ἐν τούτοις δὲν παρῆλθε πολλὴ ὥρα, καὶ ἐπεφάνη ζωηρὰ καὶ φιλομειδὴς ἡ Μάσιγγα τρέχουσα πρὸς ἐμέ. Μετὰ τινὰς ἀστείους καὶ δηκτικοὺς ὑπαινιγμούς της πρὸς τὴν θάλασσαν δειλίας μου,

– Μὲ ἤκουες, εἶπε, πῶς ἐγελοῦσα πάντοτε δυνατά; ἐπίτηδες τὸ ἔκαμνα. Δὲν ἠξεύρεις τί ἀστεῖος ποὺ εἶναι ὁ ἰατρός. Ὅ,τι καὶ ἂν πῇ θὰ σὲ κάμνῃ νὰ γελάσῃς. Καὶ ἐπειδὴ ἡ μητέρα εἶναι ὀλίγον ἀσθενής, καὶ ἐπειδὴ τοῦ ἀρέσκουν, λέγει, τὰ γέλοιά μου, ὅλο τὸν καιρὸ δὲν ἔλειψεν ἀπὸ τὴν καμπίνα μας. Τὸν ἤκουες πῶς μ᾿ ἔκαμνε καὶ γελοῦσα;

– Ὄχι, εἶπον, ἐκεῖνον δὲν τὸν ἤκουα, ἀλλὰ ἤκουά σε, καὶ τόσῳ περισσοτέρα ἦτον ἡ εὐχαρίστησίς μου. Δὲν ἠξεύρεις πόσον μουσικὴ μ᾿ ἐφαίνετο ἡ φωνή σου, πόσον ὡραία!

– Κατεργάρη! ἀνέκραξεν ἡ κόρη, δυσπίστως μορφάζουσα. – Ἀφοῦ λοιπὸν θέλῃς νὰ μὲ κολακεύῃς, ἄκουσε νὰ σὲ πῶ. K᾿ ἐγὼ σὲ ἤκουα καμμιὰ φορά, ἀλλὰ αὐτὸ νὰ σὲ πῶ δὲν ἦτο πολλὴ εὐχαρίστησις, διότι ἡ μουσικὴ ποὺ ἔκαμνες ἦτον τρομερὰ παράχορδη! Σ᾿ ἀρέσκει; Ἂν σ᾿ ἀρέσκῃ, κολάκευσέ με ἀκόμη μιὰ φορά!

Καὶ ὡς ἐὰν ἤθελε νὰ μοὶ δείξη πῶς ἐκτελεῖται ἡ καλὴ μουσική, ἐγέλασε τὸν μᾶλλον ἀργυρόηχον, τὸν μᾶλλον ἁρμονικὸν γέλωτά της. Καὶ ἐνῷ ἀκόμη ἐγελοῦσε:

– Τί κρῖμα, εἶπε, ποὺ δὲν εἶσαι ἰατρός! Θὰ σ᾿ ἐπαρουσίαζα χωρὶς ἄλλο εἰς τὴν μητέρα μου. Βλέπεις, καθὼς εἶναι, ἄλλος παρὰ ὁ ἰατρὸς δὲν εἰμπορεῖ νὰ τὴν ἐπισκεθφῇ.

– Πῶς! εἶπον, εἶναι λοιπὸν πολὺ ἀσθενής;

– Ὄχι ἀσθενής, ἀπεκρίθη, ἀλλὰ δὲν θ᾿ ἀναβῇ παρὰ ὅταν φθάσωμεν εἰς Μασσαλίαν. Ἔτσι τὸ θέλει ὁ ἰατρός. K᾿ ἐσεῖς, εἶμαι βεβαία, ὑπεφέρετε τόσο πολύ, ποὺ δὲν βλέπετε τὴν ὥραν νὰ βγῆτε στὴν Νεάπολιν. Καὶ ἡ μητέρα ἐπεθυμοῦσε νὰ σᾶς γνωρίσῃ. Θὰ ἔλθετε νὰ μᾶς ἐπισθεφθῆτε εἰς τὸ Παρίσι;

– Ἀκοῦς ἐκεῖ! εἶπον ἐγὼ παίζων, θὰ ἔλθω νὰ σᾶς ἐπισκεφθῶ εἰς τὴν Καλκούτταν. Ὁ πατήρ σου μὲ προσεκάλεσεν.

– Ἀλήθεια; – Ἀνεφώνησε περιχαρὴς ἡ κόρη, καὶ ἐρρίφθη περὶ τὸν τράχηλον τοῦ παριόντος κατ᾿ ἐκείνην τὴν στιγμὴν πατρός της, ἐξαναγκάσασα αὐτὸν νὰ σταματήσῃ χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ. – Ἀλήθεια, πατέρα, θὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Καλκούτταν;

Ὁ κ. Π. ἐπρόσεξε πρῶτον νὰ ἐμποδίσῃ τὴν τέφραν ἀπὸ τοῦ νὰ πέση ἐκ τοῦ ἄκρου τοῦ σιγάρου του, ἔπειτα, χωρὶς κἂν νὰ παρατηρήσῃ τὴν κόρην του,

– Βέβαια! εἶπεν ἀποταθεὶς πρὸς ἐμέ, θὰ εἶμαι πολὺ εὐχαριστημένος ἐὰν ἔλθετε, πολὺ εὐχαριστημένος ἐὰν μείνετε ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον χρόνον. Ἔχω ἐπὶ τοῦ Γάγγου ἓν παλάτιον, ἓν παλάτιον μὲ λαμπρότατον κῆπον. Μὲ λαμπρότατον κῆπον καὶ πρώτης τάξεως σταύλους· τὸ θέτω εἰς τὴν διάθεσίν σας. Εἰς τὴν διάθεσίν σας αὐτὸ καὶ τοὺς ὑπηρέτας του, τοὺς ὑπηρέτας του καὶ τὰς ὑπηρετρίας του. Ἐκεῖ θὰ τὰ εἰποῦμεν, θὰ τὰ εἰποῦμεν ἐν ἀνέσει. Ἐκεῖ θὰ περάσωμεν μαζὶ τὰς ὡραιοτέρας ἡμέρας, τὰς ὡραιοτέρας ἡμέρας καὶ τὰς νύκτας.

– Ἐδῶ ὁμιλεῖ ὁ φιλόξενος Ἀνατολίτης, εἶπον κατ᾿ ἐμαυτόν, ὄχι ὁ ἐγωιστὴς Ἄγγλος. Ἀλλ᾿ ἐκτὸς τοῦ φιλοξένου Ἀνατολίτου ὁμιλεῖ καὶ κάτι τί ἄλλο, πολὺ εὐγλωττότερον, πολὺ πειστικώτερον αὐτοῦ. Καὶ ἐνῷ ὁ πατὴρ μετὰ τῆς θυγατρὸς ἠρίθμουν τὰς καλλονὰς καὶ τὰς ἀναπαύσεις τῆς μελλούσης κατοικίας μου, ἐγὼ ἐφανταζόμην τὸ ἄστρο τῆς εὐτυχίας μου ἀνατέλλον ἐπὶ τῶν ὀχθῶν τοῦ Γάγγου, καὶ προχωροῦν ὅπως μὲ συναντήσῃ ὁλονὲν λαμπρότερον, ὁλονὲν φωτεινότερον.

Ὅταν ὁ κ. Π. συνεπλήρωσε τὸν περὶ Ἰνδιῶν διθύραμβόν του μὲ τὴν εὐχάριστον ἐπῳδήν: «Ἐλᾶτε νὰ μ᾿ ἐπισκεφθῆτε», οἱ ὑγροὶ τῆς κόρης ὀφθαλμοὶ μὲ ἠτένισαν μὲ μυστηριώδη τινὰ λάμψιν, ἐν ᾗ ἀντενακλᾶτο συγχρόνως ἡ ἔκφρασις τῆς χαρᾶς, τῆς προσδοκίας, τῆς δεήσεως, πρὸ πάντων της παιδικῆς ἐκείνης κολακείας διὰ τῶν βλεμμάτων, ἣν ἀρχαῖός τις συγγραφεὺς πολὺ ἀφιλοκάλως ὠνόμασε «τὸ σκυλακῶδες τῶν παιδίων». Εἰς ἐμὲ τὰ γοητευτικὰ ἐκεῖνα βλέμματα ἐφάνησαν ὡς δυὸ φωταυγεῖς τοῦ Παραδείσου ἀγγελίσκοι, οἵτινες παρακῦπτοντες ἀπὸ τοῦ βάθους τοῦ γαλανοῦ οὐρανοῦ των ἐπανελάμβανον σιγαλῇ τῇ φωνῇ τὴν ἐπῳδὴν τοῦ κ. Π.: Ἐλᾶτε νὰ μᾶς ἐπισκεφθῆτε. Καὶ ἐπειδὴ ἐγὼ διετέλουν ἔτι ἄλαλος καὶ ἐνεὸς ἐκ τοῦ θαυμασμοῦ καὶ τῆς συγχύσεώς μου, καὶ δὲν ἀπήντων εἰς τὴν σιγηλὴν ἐκείνην παράκλησιν:

– Ὦ, ναί, σᾶς παρακαλῶ, ἐλᾶτε νὰ μᾶς ἐπισκεφθῆτε! – ἐφώνησεν ἡ παρθένος, καὶ ἠρυθρίασεν αἰδημόνως καὶ ἐταπείνωσε τὰ βλέμματα, καὶ λαβοῦσα τὴν χεῖρα τοῦ πατρὸς ἤρχισε νὰ τὴν θωπεύῃ τρυφερῶς καὶ εὐγνωμόνως.

Ὅστις δὲν εἶδε τὰ βλέμματα, δὲν ἤκουσε τὴν φωνὴν τῆς Μάσιγγας θὰ καγχάσῃ διὰ τὴν προθυμίαν, μεθ᾿ ἧς ἐγώ, ὅστις δὲν εἶχον εἰς τὸ βαλάντιόν μου οὐδὲ τὸ τέταρτον ἴσως τοῦ διὰ Καλκούτταν ναύλου, ἐδέχθην τὴν πρόσκλησιν καὶ ὑπεσχέθην τὴν ἐπίσκεψιν. Ἐν τούτοις εἶμαι βέβαιος ὅτι, εὑρεθεὶς εἰς τὴν θέσιν μου, θὰ ἔκαμνε κ᾿ ἐκεῖνος τὸ αὐτό.

Οὐδέποτε ἴσως σύγχρονοι ἐντυπώσεις ἀκοῆς καὶ ὁράσεως εὑρέθησαν τόσον σύμφωνοι, τόσον ἁρμονικαὶ πρὸς ἀλλήλας, ὅσον ἡ φωνὴ καὶ τὸ βλέμμα ἐκεῖνο τῆς Μάσιγγας. Οὐδέποτε ψυχὴ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν ἐκχεομένη κατώρθωσε νὰ περιβάλῃ τὸ ἄωρον καὶ ἀτελὲς ἔτι σῶμα τῆς διὰ τοσαύτης θερμῆς λάμψεως, ὥστε ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ νὰ ἐκμηδενίσῃ τὰς τῆς σαρκὸς ἀτελείας, δανείζουσα εἰς τὴν ὕλην τὸν ἄχρονον, τὸν αἰώνιον τύπον τῆς ἰδίας αὐτῆς τελειότητος. Ἡ Μάσιγγα δὲν ἦτο πλέον τὸ ἀγοροειδὲς κοράσιον τῆς πρώτης ἐν τῷ ἀτμοπλοίῳ συναντήσεώς μου. Διὰ τοῦ ὄγκου καὶ τῆς τραχύτητος τῶν προσκαίρων αὐτῆς χαρακτηριστικῶν διεφαίνετο ἀκριβῶς περιγεγραμμένος ὁ τύπος ἐκεῖνος, ὅστις καλλωπίσας ἄλλοτε τὴν παιδικὴν αὐτῆς τρυφερότητα, ἔμελλε μετ᾿ ὀλίγον νὰ θριαμβεύσῃ τοῦ ἀνόστου ἐπαμφοτερισμοῦ τῆς μεταβατικῆς περιόδου ἐν τῇ ἡλικίᾳ της.

Ὅταν ὁ κ. Π. σφίξας περιπαθῶς τὴν χεῖρα μου, ἀλλὰ χωρὶς νὰ δώσῃ οὐδὲ τὴν ἐλαχίστην προσοχὴν εἰς τὴν κόρην του, ἐπανέλαβε τὸν περίπατόν του, δὲν εἰξεύρω τὶς ἐκ τῶν τριῶν ἦτον ὁ μᾶλλον εὐχαριστημένος. Προφανὲς ἦτον ὅτι ὁ κ. Π. δὲν ἠδύνατο νὰ κρύψη τὴν εὐτυχίαν του ἐνώπιον ἡμῶν, ὅσον ἡμεῖς ἐνώπιον αὐτοῦ τὴν ἡμετέραν. Διότι ὄχι μόνον τὴν ταχύτητα τοῦ βήματός του ἐτριπλασίασεν, ἀλλὰ καὶ τὴν σποδὸν ἀπὸ τὸ ἄκρον του σιγάρου τοῦ ἄφησε νὰ πέσῃ καὶ τὰ ροφήματά του τὰ ἐρρόφα τόσον δυνατά, ὥστε μολονότι δὲν ἦτον ἀκόμη σκότος, ἠδυνάμεθα νὰ διακρίνωμεν τὸ καιόμενον ἄκρον του «πούρου» του μακρόθεν ὡς τὸν φανὸν προσεγγιζούσης ἀτμαμάξης.

Ἡ Μάσιγγα ἐκάθητο πλησίον μου, σιωπηλὴ τώρα, καὶ ἡ εὐδαιμονία μου ἦτο τελεία. Ὅ,τι μὲ ἀνησύχει ἦτο μόνον ἡ μεγάλη ἀδιαφορία τοῦ πατρός της πρὸς αὐτὴν καὶ τοὺς τρόπους της, δι᾿ ἧς ἐφαίνετο σημαίνων, ὅτι οὐδεμίαν σημασίαν ἀποδίδει εἰς τὴν πρὸς ἐμὲ συμπεριφοράν της. Καὶ ἐνῷ ἐγὼ μέχρι τοῦδε ἐφέρθην πρὸς αὐτὴν ὡς πρὸς παιδίον, δὲν ὑπέφερα τώρα τὴν ἰδέαν, ὅτι ὁ πατήρ της τὴν θεωρεῖ ἔτι ἀτελῆ καὶ ἀνήλικον κόρην. Πρὸ πάντων ὅμως ἤμην ἀνήσυχος μήπως ἡ ἀδιαφορία ἐκείνη τοῦ Καλκουτιανοῦ Κροίσου προήρχετο ἐκ τῆς πεποιθήσεως, ὅτι οὔτε ἡ θυγάτηρ του οὔτ᾿ ἐγὼ ἠδυνάμην νὰ παρεξηγήσω τὴν πρόσκλησίν του, γνωρίζων τὸ τεράστιον χάσμα, τὸ ὁποῖον διεχώριζε τὴν κοινωνικὴν ἡμῶν θέσιν.

*
* *

Ὡς ἐκ τῆς τρικυμίας, ἣν ἐπὶ μακρὸν ὑπέστημεν, τὸ «Rio Grande» εἰσήρχετο εἰς τὸν κόλπον τῆς Νεαπόλεως ἐξαιρετικῶς ἀργά. Τὰ ἐπιστρέφοντα τὰς παραλίας βουνὰ μόλις διεκρίνοντο πλέον ὡς ἄμορφοι συγκεχυμένοι ὄγκοι ἐπὶ τοῦ σκοτεινοῦ ὁρίζοντος. Παρὰ τοὺς πρόποδας αὐτῶν διεσπαρμένα ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ τὰ φῶτα τῶν πόλεων καὶ τῶν χωρίων, ὅτε μὲν ἐχάνοντο, ὡς ἐκ τῆς κινήσεως τοῦ ἀτμοπλοίου, ὄπισθεν παρεμπροσθοῦντος τινὸς κωλύματος, ὅτε δ᾿ ἀνεφαίνοντο πάλιν, ὅμοια πρὸς μεγάλας πυγολαμπίδας, αἵτινες ἐπέτων σιωπηλῶς καὶ βραδέως παρὰ τὰς σκοτεινὰς ἀκτὰς τῆς θαλάσσης.

Ὁ καθ᾿ αὐτὸ λιμὴν πρὸς ὃν διηυθυνόμεθα ἐκρύπτετο ἀκόμη ὄπισθεν τῆς παρεμπροσθούσης ὑψηλῆς του πλοίου μας πρῴρας. Καθ᾿ ὅσον δ᾿ εἰσεχωροῦμεν εἰς τὸν κόλπον κάμπτοντες πρὸς τ᾿ ἀριστερά, κατὰ τοσοῦτον παρέκυπτον πρὸς τ᾿ ἀντίθετον μέρος αἱ ἐξοχαὶ καὶ τὰ προάστεια τῆς Νεαπόλεως.

– Ἐδῶ κεῖται τὸ Σορέντον! Ἐκεῖ τὸ Καστελαμάρε! Νά, ποὺ εἶναι ἡ Πομπηία! Νά, ὁ Βεζούβιος! – Ἀνεφώνει ἑκάστοτε ἡ Μάσιγγα παρ᾿ ἐμοί, ἥτις ἐπισκεφθεῖσα τὴν χώραν ἄλλοτε, ἐφιλοτιμεῖτο νὰ ὁδηγῇ τὴν ἀπειρίαν μου, χαίρουσα προφανῶς ὁσάκις τὴν ἠρώτων.

Βαθμηδὸν προέκυπτεν ἐνώπιον ἡμῶν ἡ μυριοφεγγὴς Νεάπολις, ἀμφιθεατρικῶς ὑψουμένη ἐπὶ τῆς εὐρείας προκυμαίας. Ἄνωθεν αὐτῆς αἰωρεῖτο ἀπέραντος ἡ ἐρυθρὰ ἐκείνη ἀνταύγεια φώτων, ἥτις ἐπίκειται συνήθως πασῶν τῶν μεγαλοπόλεων ἐν ὥρᾳ νυκτός. Τὰ πυκνὰ τῶν φανῶν καὶ τῶν παραθύρων φέγγη ἐφαίνοντο ἐξ ἀποστάσεως ὡς χαιμαιπετὲς σμῆνος ἀστέρων, οἱ ὁποῖοι, ἀποπλανηθέντες τοῦ ἡλιακοῦ των κέντρου, ἀπέβαλον τὴν ἀρχικὴν αἴγλην καὶ θερμότητα, ἀπέβαλον τὴν ταχύτητα καὶ ζωηρότητά των, καὶ ἀνερριχῶντο τώρα, κουρασμένοι καὶ ἀσθμαίνοντες τοὺς γειτονικοὺς τοῦ Βεζουβίου λόφους, ὅπως προσελθόντες ἐπαιτήσωσιν ἀπὸ τὴν ἀνεξάντλητον τοῦ ἡφαιστείου ἑστίαν ὀλίγον πῦρ πρὸς διάσωσιν τῆς ζωῆς των. Ἀλλ᾿ ὅσον ἐπλησιάζομεν πρὸς τὴν παραλίαν τόσον ἡ ζωηρότης αὐτῶν ηὔξανε, τόσον τὸ μαγευτικὸν ἐκεῖνο θέαμα μεταβάλλετο.

Ὅταν ἡ ἄγκυρα τοῦ «Rio Grande» ἐβρόντησεν ἐπὶ τῶν ὑπνηλῶν τοῦ λιμένος ὑδάτων καὶ τὸ πλοῖον δὲν ἐκινεῖτο πλέον, τότε ἡ Νεάπολις, ἡ ὡραία καὶ πολύφρενος τῆς Μεσογείου κόρη, φεγγοστόλιστος ἀπὸ τῆς πυργοστεφοῦς αὐτῆς κορυφῆς μέχρι τῶν κρασπέδων τῆς θαλασσοβρεχοῦς ἐσθῆτος της, μοὶ ἐφάνη ὡς ἐὰν ἐφόρει τὰ χρυσὰ καὶ ἀργυρὰ ἐκεῖνα «τέλεια», μὲ τὰ ὁποῖα χθὲς καὶ πρώην ἀκόμη αἱ μητέρες ἡμῶν, ὡς νύμφαι κεκοσμημέναι, ἐπροσκύνουν ἀνὰ πᾶν βῆμα πορευόμενοι πρὸς τὸν ναόν, ὅπως εὐλογηθῶσι μὲ τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἡμῶν πατέρας, τοὺς ὑπομονητικοὺς καὶ ἐγκρατεῖς ἐκείνους μνηστῆρας τῶν παρελθόντων χρόνων.

Καὶ ἔχει καὶ ἡ Νεάπολις τὸν μνηστῆρα της. Καὶ τήκεται καὶ αὐτὸς φλεγόμενος ἐν ὑπομονῇ καὶ προσδοκίᾳ, ὅπως ἐπιθέσῃ ποτε τὸ θερμὸν αὐτοῦ φίλημα ἐπὶ τοῦ μαρμαρόεντος μετώπου τῆς ἀκμαίας ἀλλὰ λίαν ἐπιφυλακτικῆς μνηστῆς του. Καὶ εἶναι ζηλότυπος γαμβρὸς ὁ Γερο-Βεζούβιος! Διὰ τοῦτο κάθηται καὶ ἐπιτηρεῖ τὴν ἀγάπην του αἴρων τὴν κεφαλὴν καὶ τοὺς ὤμους αὐτοῦ ὑψηλότερον πάντων τῶν γειτονικῶν ὀρέων. Καὶ ἀγρυπνεῖ οὕτως ὑψηλότερον πάντων τῶν γειτονικῶν ὀρέων. Καὶ ἀγρυπνεῖ οὕτως ὁλονυκτίς, καπνίζων τὴν μεγάλην αὐτοῦ πίπαν, καὶ στενάζων ἐνίοτε κάτι στεναγμοὺς βαθέως συγκινοῦντας τοὺς γείτονάς του.

Τὴν νύκτα ἐκείνην ἡ σοβαρὰ αὐτοῦ μορφὴ ἦτο κατ᾿ ἐξαίρεσιν συννεφωμένη. Ἦτο θυμωμένος. Θυμωμένος, διότι πυγμαῖός τις γείτων, ὁ λόφος τοῦ Παυσιλύπου, εἶχε τὴν θρασύτητα νὰ τὰ βάλῃ μὲ τὸν ὑπερήφανον γίγαντα, νὰ μετρηθῇ πρὸς τὸν ἀετὸν ὡς ἀντεραστής. K᾿ ἐπετύγχανε μέχρι τινός. Καὶ κατώρθου νὰ ἔχῃ τὴν προσοχὴν τῆς Νεαπόλεως ἐστραμμένην πρὸς αὐτόν, δελεάζων τὰς αἰσθήσεις αὐτῆς δι᾿ ὡραίας μουσικῆς, ἐκλεκτοῦ φαγοποσίου καὶ πυκνῶν πυροτεχνημάτων. Καὶ ἔτρεχε λοιπὸν ἡ Νεάπολις συσφιγγομένη εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ Παυσιλύπου, καὶ ἐζηλοτύπει ὁ Βεζούβιος, καὶ ἐθύμωνε, καὶ ἔσειε κτυπῶν διὰ τοῦ ποδὸς τὸ ἔδαφος, καὶ ἠσχύνετο ἐπὶ τῇ ματαιοφροσύνῃ τῆς ἐρωμένης, ἐπὶ τῇ πρὸς αὐτὴν ἀδυναμία του. Τότε ἐκοκκίνιζεν ἡ σκοτεινὴ αὐτοῦ ὄψις καὶ ἐχαμηλοῦντο αἱ πυκναὶ ὀφρὺς καὶ διεστέλλοντο σπασμωδικῶς τὰ χείλη του, καὶ ἐτινάσσοντο οἱ σπινθῆρες τῆς βαθείας αὐτοῦ πίπας εἰς τὸν ἀέρα, ὡς ἐκ τοῦ βιαίου τρόπου καθ᾿ ὃν συνειθίζει ὁσάκις θυμώνει, νὰ τὴν ἀνασκαλεύῃ καὶ νὰ ὁμιλῇ ἐνῷ καπνίζει. Ἰδοὺ τί περίπου ἔλεγεν ἐκείνην τὴν νύκτα:

– Ἰδέτε τὴν ματαιόφρονα, τὴν κοῦφον νεάνιδα! Ὀλίγος ἀφρὸς καμπανίτου, ἓν τετριμμένον καὶ κοινὸν «βάλς», δυὸ πρόστυχοι ρακέτται, τῆς ἐμέθυσαν τὸν νοῦν, τῆς ἐπανεστάτησαν τὰ νεῦρα, τῆς ἐθάμβωσαν τὰς αἰσθήσεις καὶ τρέχει ἐρωτόληπτος πρὸς τὸν μηδαμινὸν ἀντίζηλόν μου, τὸν Παυσίλυπον, καὶ θέλγεται ἀπὸ τὰς ἐκδουλεύσεις τῶν ἀνθρωπίσκων αὐτοῦ, οἱ ὁποῖοι ὅμως δὲν ὑπηρετοῦν παρὰ ἕνα «ἐργολάβον»! Ἐγὼ ἀναλύω διὰ τῶν ὑπηρετουσῶν με θείων δυνάμεων τὰ σκληρότερα στοιχεῖα τῆς φύσεως, τὰ συγκιρνῶ μὲ τὴν κοχλάζουσαν λάβαν τῶν στηθῶν μου, καὶ τὴ προσφέρω τὸν κρατῆρα μου ὑπερεκχειλίζοντα – Ἀποποιεῖται! Συγκαλῶ εἰς συναυλίαν τοὺς χοροὺς τῶν καταχθονίων Τυφώνων καὶ τὰς ὀρχήστρας τῶν ἐναερίων Λαιλάπων, εἰς τὴν μουσικὴν τῶν ὁποίων ὡς καὶ τ᾿ ἄψυχα χορεύουσι βουνά, κ᾿ ἐν τῷ μέσῳ τῆς ὑπερανθρώπου αὐτῆς συμφωνίας τὴ προσφέρω τὴν πυρέσσουσαν χεῖρα – Ἀποποιεῖται! Τῇ ἐκσφενδονίζω πυροτεχνήματα τοὺς ἀδαμαντίνους μύδρους τῶν φλογερῶν στεναγμῶν, τὰ τεμάχια αὐτῆς τῆς ὑπὸ ἐρωτικῆς πυρᾶς βιβρωσκομένης καρδίας μου – Ἀποποιεῖται! Εἶναι μικρόψυχος γυνή· πτοεῖται πρὸ τοῦ μεγαλείου· ἰλιγγιᾶ πρὸ τῆς ἀθανασίας! Προτιμᾷ τὴν ἐλαφρὰν ἐπίδειξιν, τὴν ἐφήμερον λάμψιν ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ὅμως ἰδέτε τὴν ἐκλεκτήν μου, ἰδέτε τὴν πιστήν μου Πομπηΐαν! Ὁ πηλὸς τῶν ὁδῶν αὐτῆς στολίζει τὰ στήθη τῶν ἡγεμονίδων, καὶ διὰ τῶν σκουπιδίων αὐτῆς κοσμοῦσι τῶν βασιλέων τὰς αἰθούσας. Τίς θὰ ἐνθυμεῖτο σήμερον τὸ ἄσημον πολίχνιον τῶν ναυτῶν καὶ ἁλιέων, ἐὰν δὲν εἶχεν ὑπάρξει πιστὴ τοῦ Βεζουβίου μέχρι θανάτου, ἐὰν δὲν ἐξέπνεεν ἀσπαίρουσα ὑπὸ τὰς φλογεράς του περιπτύξεις;...

Τοιαῦτά τινα ἐβροντοφώνει ὁ Βεζούβιος πρὸς τὴν Νεάπολιν, ἢ –διὰ νὰ εἴμεθᾳ ἀληθέστεροι– τοιαῦτά τινα ἐψιθύριζον ἐγὼ πρὸς τὴν παρ᾿ ἐμοὶ καθημένην Μάσιγγαν, ἡ ὁποία, τελειώσασα τὸ ἔργον τοῦ ὁδηγοῦ, μὲ ἠρώτησε, πῶς μοὶ φαίνεται ἡ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν θέα.

Πᾶσα ἄλλη κόρη, καὶ ἴσως καὶ αὐτὴ ἡ ἀναγνώστριά μου, ἢ δὲν θὰ ἠννόει εὐθὺς ἀμέσως τί ἐστοχαζόμην διὰ τῶν εἰκονικῶν τούτων ὑπερβολῶν, ἢ θὰ τὸ ἠννόει μέν, θὰ ἔκαμνεν ὅμως ὅτι δὲν τὸ ἠννόησεν. Ἀλλ᾿ ἡ Μάσιγγα, ὅπως εἶχεν ἐν τῷ πνεύματί της τὸ ἀπροκάλυπτον καὶ ἀνυπόκριτον τῆς παιδικῆς ἁπλότητος συνδυασμένα μὲ τὴν ὀξύνοιαν καὶ τὴν λεπτὴν κρίσιν ὡρίμου καὶ δυνατῆς διανοίας.

– Ξεύρω διατί μοῦ τὰ λέγεις αὐτά! Ἀνεφώνησε, σύρουσα πάλιν τὴν φωνὴν τῆς ὡς χαϋδεμένον παραπονούμενον παιδίον. – Εἶναι ὡραῖα, μὲ φαντασίαν καὶ μὲ ποίησιν, ἀλλὰ δὲν μὲ ἀρέσουν.

– Διατί; εἶπον ἐγὼ τότε, ἐξηγήσου.

– Χμ! ἀπήντησεν ἐκείνη. Διατί; Διότι, διότι ξεύρω διατί μοῦ τὸ λέγεις. Καὶ μετὰ τίνα σιγὴν ἐπρόσθεσε κλαυθμηρᾷ τῇ φωνῇ. – Ἐγὼ οὔτε ματαιόφρων, οὔτε κοῦφος, οὔτε μικρόψυχος εἶμαι, ὡς ἡ ἀνόητος Νεάπολίς σου! Ἀλλὰ σὺ τέτοιος ἤσουν πάντοτε. Πάντοτε μ᾿ ἔπαιρνες γιὰ «τρελοκόριτσον»!

– Τί συκοφαντία! ἀνέκραξα ἐγὼ ἀνακαγχάσας, ὅπως προλάβω τὸ κακόν, ἀλλὰ ἦτο πολὺ ἀργά! Ἡ κόρη ἐγέλασε μὲν μηχανικῶς μετ᾿ ἐμοῦ, ἀλλὰ ἐκ τῶν κανθῶν αὐτῆς ἔλαμψαν δυὸ μεγάλα δάκρυα! – Ὤ, εἶπον τότε λυπημένος, ζητῶ συγγνώμην! Ἐθύμωσες μαζί μου!

– Ἐγώ; ἐφώνησεν εὐθύμως τότε. Τί ἰδέα! Καὶ ἐξέπεμψε μίαν σειρὰν τῶν ἀργυροήχων ἐκείνων καὶ θελκτικῶν τόνων, οὖς ὁ Θεὸς ἐχάρισεν αὐτῇ ἀντὶ γέλωτος. – Ἐθύμωσα μαζί του! Τί ἰδέα! – Καὶ ἐγέλασεν ἐκ νέου.

Καὶ ἐξηκολούθησε πάλιν ὁμιλοῦσα. – Μάλιστα, ἐθύμωσα! αὐτὸ δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. Ἀλλὰ ἐθύμωσα ὄχι μαζί σου, ἀλλὰ μὲ τὸν Βεζούβιον. Μὲ τὸν Γερο-Βεζούβιόν σου, τὸν σκληρὸν καὶ ἀπάνθρωπον μνηστῆρα σου! Ἀκοῦς ἐκεῖ; Ἔκαψε μίαν, καὶ τώρα προσπαθεῖ νὰ κάψῃ μίαν ἄλλην! Καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἴσως μίαν ἄλλην καὶ οὕτω καθεξῆς! Σ᾿ ἀρέσει αὐτό; Καὶ τί πταίει τότε ἡ Νεάπολις ἂν ἐπιθυμῇ νὰ πέσῃ εἰς τὰ βρόχια του. Ἀκοῦς ἐκεῖ, ἀθανασία! Τέτοιαν ἀθανασία, ποὺ κάθε μιὰ ἠμπορεῖ ν᾿ ἀποκτήσῃ – ἂς μὲ λείπῃ καλλίτερα!

Τότε παρετήρησα ὅτι διὰ τῆς ἀνοήτου παρομοιώσεώς μου ὄχι μόνον τὴν κόρην προσέβαλον, ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτόν μου δὲν ἐκαλοσύστησα. – Τί βλὰξ ὅπου εἶμαι! εἶπον κατ᾿ ἐμαυτόν, ἀπορῶν πῶς νὰ ἐπανορθώσω τὸ λάθος μου.

– Ἀλλὰ δὲν πειράζει! εἶπε τότε ἡ κόρη, ἐννοήσασα τὴν θέσιν μου. Ἦτον ποίημα ἐκ τοῦ προχείρου, ἀλλὰ ποίημα ποὺ δὲν ἐπέτυχε. Διὰ τοῦτο λοιπὸν δὲν μὲ ἀρέσει. Ἕνα ἄλλο! Κᾶμε ἕνα ἄλλο, ἔστω καὶ εἰς τὸ πεζὸν καθὼς αὐτό, ἀλλὰ διάφορον, πολὺ διάφορον. Καὶ νὰ ἰδῇς πῶς θὰ μὲ ἀρέσει. Ἔλα λοιπόν! – ἀνέκραξεν ἐπὶ τέλους ἀνυπόμονος, ὠθήσασα διὰ τῆς μικρᾶς αὐτῆς χειρὸς τὸν βραχίονά μου, ἐφ᾿ οὗ ἐστήριζον σιωπηλῶς τὴν ἀνόητον κεφαλήν μου.

– Μάσιγγα, τῇ εἶπον τότε ἀνακύψας, συγχώρησόν με! Εἶμαι ὁ μεγαλείτερος βλὰξ τοῦ κόσμου! Δὲν θὰ δοκιμάσω ποτὲ πλέον νὰ κάμω ποιήματα, ἔστω καὶ εἰς τὸ πεζόν.

Ἐκείνη ἀνεγέλασε τότε μετ᾿ εὐθυμίας καί:

– Καλὰ λοιπόν! εἶπεν, ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, θὰ σὲ κάμω ἐγὼ τὸ ποίημα ποὺ μ᾿ ἀρέσει, ἀλλ᾿ ὄχι εἰς τὸ πεζόν. Ἄκουσε!

Ἄχ, γονεῖς
ἀπηνεῖς,
ποίαν θέλετε θυσίαν
πρὸς ἐξιλασμόν;

Ὁ χρυσός,
περισσός,
δὲν ποιεῖ τὴν εὐτυχίαν,
τὴν χαρὰν ἡμῶν.

Τῶν πιστῶν
ἐραστῶν
ἡ ἀκμαία κι᾿ ἔμφρων ἥβη
ἐπὶ γῆς ἀρκεῖ.

Ἡ χαρὰ
σταθερὰ
κ᾿ ἐν ὀλιγαρκεῖ καλύβῃ
μετ᾿ αὐτῶν οἰκεῖ!

– Μὰ ἐσὺ λοιπὸν εἶσαι τὸ ἀνευρεθὲν χειρόγραφον τῶν στιχουργικῶν μου ἀνοησιῶν! Ἀνέκραξα ἐγώ. Πόθεν τοὺς ἔχεις αὐτοὺς τοὺς στίχους;

– Πόθεν; Ἀπὸ τὰ Θεραπειά! Ἐνθυμεῖσαι πῶς τοὺς ἐμοίραζες ὡσὰν κόλυβα εἰς ὅλας τὰς κυρίας; Ἄκουσε λοιπόν! Ἂν ζητήσῃς ἀπὸ αὐτὰς ἕνα ποίημά σου τώρα, ὄχι μόνον δὲν τὸ ξεύρουν ἀπ᾿ ἔξω, ἀλλ᾿ οὐδὲ γραμμένον τὸ φυλάττουν. Πόσας εἶδα νὰ τὰ πετοῦν, πρὶν τὰ διαβάσουν! Πόσαις νὰ τὰ διαβάζουν καὶ νὰ σὲ περιγελοῦν, ἐνῷ πρὸ μιᾶς στιγμῆς τὰ ἐπαινοῦσαν διὰ τὰ μάτια καὶ σὲ παρακαλοῦσαν νὰ ταῖς τὰ δώσῃς γραμμένα! Ἐγὼ ἤμην τὸ «τρελοκόριτσό» σου. Ποῦ μ᾿ ἐλογάριαζες ἐμένα! Ἐν τούτοις ὅσα ποιήματα ἦλθον εἰς τῆς θείας, ὅλα τὰ ἐνθυμοῦμαι ἀπ᾿ ἔξω, ὅλα τὰ ἔχω φυλαγμένα. Ὄχι τάχα πὼς τὰ ἔπαιρνα κρυφὰ ἀπὸ τὴν θείαν! Ἀλλ᾿ ἀφοῦ τὰ εἶχον διὰ πέταμα, μὲ ἄφινε νὰ τὰ συνάζω, διὰ νὰ κάμω εἰς τὸν πατέρα μου ἕνα δῶρον, πολὺ εὐχάριστον δι᾿ αὐτόν, καθὼς ἔλεγεν.

Αἱ ἀνωτέρω ἀποκαλύψεις, ἂν καὶ ἀνεφέροντο εἰς στιχουργικὰς ἀποπείρας καταδικασθείσας τώρα πλέον καὶ παρ᾿ ἐμοῦ αὐτοῦ, ἐπλήγωσαν τρομερὰ τὴν φιλοτιμίαν μου. Ἐὰν ἐμάνθανον ὅτι ἐνεπαίχθην ἄλλοτε ὑπὸ πονηρᾶς τινὸς κυρίας ἐνώπιον ὅλου του κόσμου, δὲν θὰ μοὶ ἔμελεν. Ἀλλ᾿ ἐνώπιον τῆς Μάσιγγας! Νὰ ἐμπαιχθῶ ἐνώπιον τῆς Μάσιγγας, αὐτὸ μὲ καθίστα μανιώδη. Καὶ ὅμως ὤφειλον νὰ κάμω τὸν ἀδιάφορον. Διὰ τοῦτο εὐθὺς ὡς ἡ κόρη ἀνέφερε τὸν πατέρα της, ἐπωφελήθην τὴν περίστασιν νὰ τρέψω τὸν λόγον εἰς αὐτόν, μεταβάλλων ἀνεπαισθήτως τὸ θέμα μας.

– Καὶ ὁ πατήρ σου, εἶπον, φαίνεται ὅτι ἀγαπᾷ πολὺ τὴν ποίησιν; Χωρὶς ἄλλο θὰ ἔχῃ ἀναγνώση πολλοὺς ποιητάς. Ὁρίστε;

– Ὦ, βέβαια! εἶπεν ἡ κόρη, πολλοὺς παρὰ πολλούς. Καὶ ἀνέγνωσεν εἰς πολλὰς γλώσσας, ὡς καὶ εἰς τὴν σανσκριτικήν.

– Ἰδοὺ ἀληθὴς ἐραστὴς ποιήσεως! – Ἀνέκραξα ἐγὼ μετ᾿ ἐνθουσιασμοῦ. – Βέβαια! Διὰ ν᾿ ἀπολαύσῃ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον οὐρανὸν ἐν τῷ μέσῳ τῆς ὑλικῆς πεζότητος τοῦ βίου. Ἔπειτα καὶ ἓν ἄλλο. Ὁ πατήρ σου δὲν ὁμοιάζει τοὺς ἀχαρίστους ἐκείνους, οἵτινες τρώγουσι τοὺς καρπούς, χωρὶς νὰ ἐνθυμῶνται τὸ δένδρον. Ὁ πατήρ σου εἶναι φίλος καὶ τῶν ποιητῶν. Ποῦ ἠκούσθη νὰ θέσῃ τις ὁλόκληρον παλάτιον εἰς τὴν διάθεσιν Ἕλληνος λογίου, μόνον καὶ μόνον διότι εἶναι ποιητής; Ἀλήθεια ὅτι τὸ παλάτιον εὑρίσκεται εἰς τὰς Ἰνδίας, ὅτι ὁ Ἕλλην ποιητὴς θὰ ἐποχῆται ὄχι ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Πατησίων, ἀλλὰ παρὰ τὸν Γάγγην. Τοῦτο ὅμως δὲν μεταβάλλει τίποτε. Διότι καὶ ἐν Ἀθήναις ἂν ἔζῃ ὁ πατήρ σου θὰ ἔκαμνε τὸ ἴδιον. Ὁρίστε;

– Βέβαια! – εἶπεν ἡ κόρη σύρουσα τὴν φωνὴν οὕτως, ὡς ἐὰν ἐδίσταζε νὰ ἐξακολουθήσῃ τὴν ὁποίαν ἤρχισε φράσιν. – Διότι ὁ πατήρ μου... ὁ πατήρ μου... Ἀλλὰ καλλίτερα νὰ μὴν τὸ εἰπῶ. Θὰ τὸ γνωρίσης ὅταν ἔλθῃς εἰς τὴν Καλκούτταν.

Ἡ ἐπιφυλακτικότης ἔν τε τῇ φράσει καὶ τῇ φωνῇ, ἡ ἀτολμία ἐν τῷ βλέμματι τῆς κόρης, διήγειρον ἐν ἐμοὶ παράδοξον ἀγαλλιάσεως αἴσθημα. Χωρὶς ἄλλο ἐπρόκειτο, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ μοὶ ἀποκαλύψη ἔτι τὴν πρὸ πολλοῦ ὑποτρεφομένην πρὸς ἐμὲ ἀγάπην τοῦ πατρός της, καὶ πρὸ πάντων ἰδιαίτερα τινὰ σχέδια τὰ ὁποῖα συνέλαβεν ἀπὸ τῆς ἐν Ἀθήναις γνωριμίας μας. Χωρὶς ἄλλο ἐπρόκειτο περὶ τούτου! Διότι ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχεν ὁ πατὴρ μιᾶς κόρης δὲν δίδει εἰς ἕνα νέον ἐν Ἀθήναις τὸ ἐπισκεπτήριόν του μὲ τὴν ἐν Καλκούττη διεύθυνσιν, ἰδιοχείρως γεγραμμένην.

– Κάτι μοῦ κρύπτεις, Μάσιγγα! – εἶπον τότε θερμῶς καὶ τρυφερῶς ἀτενίσας τοὺς ταπεινωμένους τῆς κόρης ὀφθαλμούς. Μοῦ κρύπτεις κάτι, τὸ ὁποῖον ὅμως ἐγὼ γνωρίζω πλέον, καὶ εἶμαι τόσῳ μᾶλλον εὐδαιμονέστερος.

– Ἀλήθεια; –ανέκραξεν ἡ κόρη διαποροῦσα.– Καὶ πῶς τὸ γνωρίζεις; E! τότε λοιπόν, τόσον τὸ καλλίτερον! Δὲν θὰ παραπονεθῇς κατ᾿ ἐμοῦ διότι δὲν σοῦ τὸ εἶπα. Ξεῦρε μόνον πρὸς παρηγορίαν ὅτι ἔχει αὐτὸ τὸ καλὸν ὁ πατέρας. Ποτὲ δὲν ἀναγινώσκει ὅταν ταξιδεύῃ. Τοὺς κουβαλεῖ μαζί του, ἐπειδὴ δὲν εἰμπορεῖ νὰ τοὺς ἀποχωρισθῇ, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἀναγινώσκει.

– Ποίους δὲν ἀναγινώσκει; Ἠρώτησα τότ᾿ ἐγώ, ἀπορῶν πῶς νὰ ἐννοήσω τοὺς λόγους της. Τοὺς ποιητὰς δὲν ἀναγινώσκει;

– Ὄχι! ἀπήντησεν ἡ κόρη, τοὺς στίχους. Τοὺς στίχους ὅπου κάμνει.

– Πῶς; ἀνέκραξα τότε ἐκπεπληγμένος. Ὁ πατήρ σου λοιπὸν κάμνει στίχους;

– M᾿ ἐρωτᾷ ἐὰν κάμνῃ! Καὶ δὲν εἶπες ἐσὺ πῶς τὸ γνωρίζεις; Πῶς γνωρίζεις τὸ κάτι ποῦ σοῦ κρύπτω;

– Χμ! –εἶπον ἐγὼ τότε συνωφρυωμένος.– Αὐτὸ λοιπὸν ἦτο; Λοιπὸν ὁ πατήρ σου κάμνει στίχους!

– Ἀκοῦς ἐκεῖ ἐὰν κάμνῃ! –ἀπήντησεν ἐκείνη μετὰ τόνου δι᾿ οὗ ἐφαίνετο οἰκτείρουσα ἐμὲ μᾶλλον ἢ τὴν ἄγνοιάν μου.– Ἀκοῦς ἐκεῖ ἐὰν κάμνῃ! Καὶ παρακάμνει μάλιστα. Δὲν εἶδες τὰ πολλὰ κιβώτια; τινὰ ἐξ αὐτῶν εἶναι γεμάτα ἀπὸ μεμβράνας. Μόνον εἰς μεμβράνας τοὺς γράφει. Καὶ τοῦτο δὲν εἶναι κυρίως τὸ κακόν, ὅσον εἶναι ἡ ἐπιθυμία του νὰ τ᾿ ἀναγινώσκῃ στοὺς ἄλλους.

– Ὦ! συμφορά μου! ἐσκέφθην τότε.

– Ἐν τούτοις –ἐξηκολούθησεν ἡ κόρη– χωρὶς ἄλλο τὸ κακὸ αὐτὸ θὰ ἔβγῃ γιὰ καλό. Χωρὶς ἄλλο θὰ ὠφελήσῃ. Κανεὶς δὲν τολμᾷ πλέον νὰ μᾶς ἐπισκεφθῆ εἰς τὴν Καλκούτταν. Τόσῳ μᾶλλον θὰ σᾶς ἐκτιμᾷ, τόσω μᾶλλον θὰ σᾶς ἀγαπήσῃ, ὄσω μᾶλλον θὰ εἶσθε ὁ μόνος ἀκροατής του.

*
* *

Τὸ «Rio Grande» ἠρέμει ἀπό τινος ἤδη, καὶ οἱ ἁρμόδιοι εἶχον ἐξέλθει πρὸς ἐπιθεώρησιν τῶν διαβατηρίων του. Ἐν τούτοις ἤργουν νὰ ἐπιστρέψουν, καὶ ἐπικοινωνία δὲν ἐπετρέπετο. Ἐψιθυρίζετο μάλιστα ὅτι θ᾿ ἀργήσῃ πολὺ νὰ ἐπιτραπῇ, διότι εἷς τῶν ἐπιβατῶν ἠσθένει λίαν ὕποπτον νόσον. Ἐγὼ ἔμελλον ν᾿ ἀποβιβασθῶ εἰς Νεάπολιν, ὅπως διατηρήσω τὰς δυνάμεις μου διὰ τὰς ναυτιάσεις τοῦ μεγάλου ταξειδίου, εἶχον ὅμως ἀπόφασιν νὰ παραμείνω ἐν τῷ ἀτμοπλοίῳ μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς πρὸ τῆς ἀναχωρήσεώς του. Αἴφνης ἠκούσθη ἠδεῖα μουσικὴ ἐκ τῆς θαλάσσης, καὶ πάντες ἐσπεύσαμεν πρὸς τὴν πλευρὰν τοῦ πλοίου, ὅθεν ἤρχοντο οἱ ἦχοι της. Μεγάλη Νεαπολίτις λέμβος ἔφερεν ἕνα τῶν συνήθων μουσικῶν ὁμίλων, τῶν ἐπαιτούντων περὶ τὰ καταπλέοντα πλοῖα. Ἐπὶ χαμηλοῦ μεσαίου ἱστοῦ της εὑρίσκετο, ἀνάσκελα προσδεδεμένον, πλατύγυρον ἀλεξίβροχον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἔφεγγεν εὐμεγέθης φανός. Ἐπὶ τῆς πρύμνης αὐτῆς διακρίνεται λευχείμων λυσίκομος κόρη, νωχελῶς ἀνακεκλιμένη, καὶ μᾶλλον στηριζομένη ἐπὶ τοῦ οἰακίου παρὰ κρατοῦσα καὶ χειριζομένη αὐτό. Οἱ φθόγγοι τῶν ὀργάνων εἶναι γλυκεῖς καὶ λιγυροί, ἀλλ᾿ οἱ παίζοντες αὐτὰ δὲν φαίνονται. Τὸ ἀνεστραμμένον ἀλεξίβροχον κρατεῖ ὅλον τὸ φῶς ἐν ἑαυτῷ καὶ σκεπάζει τὰς μορφὰς τῶν μουσικῶν ὑπὸ τὴν προεκτεινομένην σκιάν του. Μόνον ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν παρακύπτει κωμική τις ὄψις, κράζουσα βραχνῶς καὶ παρατόνως: Encouragez la musique, messieurs et mesdames! καὶ οἱ ἀπὸ τοῦ καταστρώματος ρίπτουν δεκάρας τινὰς ἐντὸς τοῦ ἀλεξιβρόχου. Μετά τινα τεμάχια γνωστῶν μελοδραμάτων –Santa Lucia! cantate la Santa Lucia!– ἐκέλευσε μεγαλοφώνως εἷς τῶν ἐπιβατῶν· καὶ πειθήνια τὰ ὄργανα τῶν Νεαπολιτῶν ἀπεκρίθησαν εἰς τὸ κέλευσμα ἀνακρούσαντα τὸ προοίμιον. Ἔπειτα ἅπας ὁ ἀόρατος ἐκεῖνος χορὸς ἤρχησε νὰ ψάλλῃ ἐν μέσῳ θρησκευτικῆς σιγῇς τὸν ὕμνον τῆς πολιούχου τῶν Νεαπολιτῶν Ἁγίας, μετὰ πολλῆς, μὰ τὸ ναί, τέχνης, διπλάζων, ἐν βαθείᾳ κατανύξει μετὰ πᾶσαν στροφήν, τὴν κατακλεῖδα: Santa Lucia! Santa Lucia!

Μετὰ τὴν ἀνιαρὰν τοῦ διάπλου κόπωσιν, τοὺς ἐκ τῆς τρικυμίας φόβους καὶ τὰς στρεβλώσεις τῆς ναυτιάσεως, ἡ ὡραία καὶ κατανυκτικὴ ἐκείνη μουσική, ἀόρατος ἐπὶ τοῦ μελανοῦ κατόπτρου τῆς θαλάσσης, ἐν μέσῃ νυκτὶ ἀντηχοῦσα, ἐξήσκει ἀναμφιβόλως ἐπὶ τῆς ψυχῆς τῶν ἀκροωμένων θαυμασίως εὐνοϊκὴν πραϋντικὴν ἐπίδρασιν. Θὰ ἔλεγέ τις, ὅτι τ᾿ ἀγαθὰ τοῦ ὑγροῦ στοιχείου δαιμόνια, αἱ ὀπαδοὶ τῆς Γλαυκοθέας Νύμφαι ἐν εὐρύθμῳ χορῷ διαθλώσαι τὰ σιγαλέα κύματα διὰ τῶν ἁβρῶν αὐτῶν σωμάτων ἦλθον νὰ παρηγορήσουν τοὺς κακοπαθήσαντας, νὰ ἐνθαρρύνουν τοὺς μικροψύχους καὶ νὰ προπέμψουν τοὺς ἀποβιβαζομένους μὲ τὴν εὐχὴν εὐδιωτέρας ἐπαναβλέψεως. Ἡ προθυμία μεθ᾿ ἧς τὰ κερμάτια πανταχόθεν ἐρρίπτοντο εἰς τὸ ἀνεστραμμένον ἀλεξίβροχον ἐμαρτύρει πασιδήλως, ὅτι τοιαύτη τις ἦτον ἡ ἐντύπωσις τῶν συνεπιβατῶν μου.

Ἄλλως εἶχε τὸ πρᾶγμα δι᾿ ἐμέ. Ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς ἡ Μάσιγγα μοὶ ἀνεκοίνωσε τὸ στιχουργικὸν τοῦ πατρός της πάθος, μὲ ὅλας αὐτοῦ τὰς λεπτομερείας, τὴν μανίαν, μεθ᾿ ἧς βασανίζει ὃν ἤθελεν ἀγρεύσει ἀκροατήν, μοὶ ἐφάνη ὅτι κατεκρημνίσθην ἀπὸ τοῦ δωδεκάτου οὐρανοῦ τῆς εὐδαιμονίας μου. Δὲν ἦτο πλέον ἀμφιβολία, ὅτι αἱ τρυφερότητες καὶ περιποιήσεις αὐτοῦ ἀπέβλεπον ἓν καὶ μόνον: νὰ μὲ σαγηνεύσῃ ὡς ἀκροατήν του. Πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον, ὄχι μόνον τὸ παρὰ τὸν Γάγγην παλάτιον ἔθετεν εἰς τὴν διάθεσίν μου, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ ὁδοιπορικά μου, καὶ ὅ,τι ἂν ἐζήτουν θὰ μ᾿ ἐπλήρωνεν, ἤρκει μόνον ν᾿ ἀκούσω τοὺς στίχους του. Καὶ τί στίχους! Καὶ πόσους στίχους! Ἀκούεις, δὲν τολμᾷ κανεὶς νὰ τὸν ἐπισκεφθῇ, διὰ νὰ μὴ τοὺς ἀκούσῃ. Καὶ ὁ πολυτάλαντος ποιητής, φιλομουσίαν προσποιούμενος καὶ φιλοξενίαν, κατώρθωσε νὰ σαγηνεύσῃ ἐμὲ τὴν ἀνόητον καρακάξαν μέχρις Ἰνδιῶν! Καὶ λίαν λυσιτελῶς διὰ τὸν σκοπόν του. Διότι ὁ Καλκουτιανὸς ἀκροατής, μετὰ τὴν πρώτην στροφὴν ἑνὸς ποιήματος εἰμπορεῖ νὰ προσποιηθῇ κωλικόπονον, καὶ νὰ σηκωθῇ νὰ φύγῃ. Ἀλλ᾿ ὁ ξένος; ὁ ὑπ᾿ αὐτοῦ φιλοξενούμενος; Ὁ ἀγνοῶν τὸν τόπον, καὶ τὴν γλῶσσαν τοῦ τόπου; Αὐτὸς θὰ εἶναι αἰχμάλωτός του στιχομανοῦς οἰκοδεσπότου, παραδεδομένος ἄνευ ὅρων εἰς τοὺς οἰκτιρμοὺς καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ. Καὶ τὸ παρὰ τὸν Γάγγην παλάτιον λοιπὸν θὰ εἶναι ἡ χρυσοστόλιστος εἱρκτή μου! Οἱ καφτανοφόροι θεράποντες θὰ εἶναι οἱ τὰς ἐξόδους ἀποφράσσοντές μου δεσμοφύλακες! Καὶ αἱ ὡραῖαι μετὰ τοῦ κ. Π. ἡμέραι καὶ νύκτες, (ἀκούετε; καὶ νύκτες!) θὰ παρέρχωνται ἐν ἀκροάσει τῶν ἀπὸ περγαμηνῆς στίχων του! δηλαδὴ ἐν μαρτυρίῳ, πρὸ τοῦ ὁποίου πᾶς ἄλλος ἐν Ἰνδίαις φρίξας ἐδραπέτευσεν, ὡς καὶ αὐτὴ ἡ κόρη, καὶ αὐτὴ ἡ σύζυγός του! Καὶ μολαταῦτα, μολαταῦτα ἐγὼ δὲν ἠδυνάμην νὰ τὸ ἀποφύγω. Ἡ Μάσιγγα τὸ ἤθελε. Τὸ ἤξευρεν ὅτι ἦτο κακόν, ἀλλὰ τὸ κακὸν τοῦτο, ἔλεγεν, ἀναμφιβόλως θὰ ἔβγῃ εἰς καλόν, ἀναμφιβόλως θὰ ὠφελήσῃ. Διὰ τοῦτο, ὅτε ἤκουον τὸ μελίφθογγον τῶν Νεαπολιτῶν βιολίον, βλέπων τὴν λευχείμονα κόρην, τὴν ἐπὶ τῆς πρύμνης τῆς λέμβου τῶν ἀνακεκλιμένην, ἐνόμιζον, ὅτι παρέπλεον τὴν χώραν τῶν Σειρήνων, ὅτι μία πρὸ πάντων ἐξ αὐτῶν προσεπάθει διὰ τῶν θελγήτρων καὶ τῆς μελῳδικῆς φωνῆς της νὰ μὲ ἀποπλανήσῃ τῆς ὁδοῦ μου, νὰ μ᾿ ἑλκύσῃ εἰς τὸ μαγικὸν αὐτῆς ἄντρον, ἐν τῷ ὁποίῳ ἔβλεπον φοβερόν, πρασινόδερμον δράκοντα, ἕτοιμον νὰ μὲ στραγγαλίσῃ, εἰς τὸ ὁποῖον ὅμως ἐγὼ ἔσπευδον μετὰ χαρᾶς, διότι ἡ Σειρὴν ἐκείνη ἦτον ἡ Μάσιγγα.

*
* *

Σχεδὸν πάντες οἱ διὰ Νεάπολιν ἐπιβᾶται εἶχον ἀποβιβασθῆ. Οἱ γερανοὶ τοῦ «Rio Grande» εἰργάζοντο εἰσέτι ἀναβιβάζοντες τὰ τελευταῖα ἐμπορεύματα, ἐγὼ εἶχον καταθέσει τὰ πράγματά μου εἰς μίαν λέμβον, ἀλλ᾿ ἔμενον ἔτι ἐπὶ τοῦ καταστρώματος. Ὁ κ. Π. καθ᾿ ὅλον αὐτὸ τὸ διάστημα δὲν ἔπαυσε περιπατῶν μὲ τὰς χεῖρας ὄπισθεν, ὡς δὲν ἔπαυσε προσηλῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸ ἄκρον του σιγάρου του. Δυὸ ἢ τρεῖς φορὰς μοὶ ἔδωκεν ἀφορμὴν νὰ συμβαδίσωμεν ὁμιλοῦντες ἐπέμεινε πάντοτε εἰς τὴν πρόσκλησίν του, δὲν μοὶ ὡμολόγησεν ὅμως ὅτι στιχουργεῖ, μονολότι ἐγὼ βολιδοσκοπῶν τοῦ ἔδωκα πολλὰς ἀφορμὰς πρὸς τοῦτο.

– Ρεμβάζω, ἔλεγε μόνον, ρεμβάζω πολὺ συχνά, καὶ κάμνω ἀκριβῶς τὸ ἴδιον πρᾶγμα ὅπως καὶ σεῖς. Ὑψώνω τὰ φρύδια, προσηλώνω τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ βλέπω καὶ βλέπω, ὡς ποῦ ἀρχίζουν νὰ καταβαίνουν αἱ ἰδέαι. Δὲν σᾶς φαίνεται περίεργον;

– Πολὺ περίεργον, ἀπήντων ἐγώ, παρὰ πολὺ περίεργον! Καὶ ἀπορῶ πῶς δὲν σᾶς κατέβη ποτὲ καὶ ἡ ἰδέα νὰ τὰς γράψητε.

– Ὦ, αὐτὴ δὲν ἦτον ἀνάγκη νὰ μοῦ καταβῇ, ἀνεφώνησεν ἐκεῖνος, αὐτὴν τὴν εἶχον ἀπὸ μικρὸ παιδί. Τὴν εἶχον ἀπὸ πολὺ μικρὸ παιδί, ἀλλὰ περὶ τούτου, ὅταν εἴμεθα εἰς τὴν Καλκούτταν. Τώρα σᾶς παρακαλῶ νὰ μὴ λησμονήσητε τὴν διεύθυνσίν μου, τὴν διεύθυνσίν μου ἐν Παρισίοις. Hotel Continental. Ἐλᾶτε νὰ σᾶς παρουσιάσω εἰς τὴν σύζυγόν μου, ἀλλὰ ἐλᾶτε γρήγορα. Ἐλᾶτε γρήγορα, διὰ νὰ ἰδῆτε ἀκόμη μίαν φορὰν καὶ τὴν Μάσιγγαν. Μίαν φορᾶν ἀκόμη τὴν Μάσιγγαν.

– Πῶς μίαν φορᾶν ἀκόμη! διέκοψα ἐγώ, ἀλλὰ θὰ συνταξειδεύσωμεν μέχρι Καλκούττης. Θὰ τὴν βλέπω ἐν Καλκούττῃ.

– Δὲν θὰ τὴν βλέπετε ἐν Καλκούττῃ, ἀπήντησεν ἐκεῖνος, ἀτενίζων ἡδονικῶς τὸ ἄκρον τοῦ σιγάρου του, διότι δὲν θὰ εἶναι αὐτοῦ. Δὲν θὰ εἶναι ἐν Καλκούττῃ, διότι θὰ μείνη ἐν Παρισίοις.

– Πῶς; ἀνέκραξα ἐγώ, σχεδὸν παρωργισμένος. Ἡ Μάσιγγα δὲν θὰ συνταξειδεύσῃ; Θὰ μείνη ἐν Παρισίοις;

– Θὰ μείνη ἐν Παρισίοις, ἐξηκολούθησεν ἐκεῖνος ἀπαθῶς, διὰ νὰ εἰσέλθῃ οἰκόσιτος εἰς ἓν παρθεναγωγεῖον. Οἰκόσιτος εἰς ἓν...

– Πῶς, οἰκόσιτος! διέκοψα ἐγὼ μετ᾿ ἀγανακτήσεως, ἀλλ᾿ ἐκείνη δὲν μοὶ εἶπε τίποτε!

– Δὲν σᾶς εἶπε τίποτε, ἐξηκολούθησεν ὁ κ. Π. ὡς ἐὰν ἦτο ἄψυχος λαλοῦσα μηχανή, διότι δὲν τὸ γνωρίζει. Δὲν τὸ γνωρίζει, διότι δὲν τῆς τὸ ἐφανερώσαμεν, δὲν τὸ ἐφανερώσαμεν διότι δὲν εἶναι δουλειά της νὰ τὸ γνωρίζῃ. Νὰ τὸ γνωρίζῃ πρὶν ἔλθ᾿ ἡ ὥρα νὰ τὸ πράξῃ. Καταλαμβάνετε;

– Καταλαμβάνω! εἶπον ἐγώ, – καὶ τὸ εἶπον, ὡς ἐὰν ἐπρόφερα μίαν κατάραν μεταξὺ τῶν ὀδόντων. – Ἀλλὰ τί ἰδέα, σᾶς παρακαλῶ, νὰ τὴν κλείσητε πάλιν εἰς παρθεναγωγεῖον! Ἡ κόρη εἶναι πλέον ἀνεπτυγμένη· ἔχει ὅλην τὴν μόρφωσιν καὶ τὴν παιδείαν, τὴν ἀπαιτουμένην διὰ τὸ φῦλον, διὰ τὴν τάξιν της. Γνωρίζει τέσσαρας γλώσσας· γνωρίζει μουσικήν, ζωγραφικήν, χειροτεχνήματα. Τί θέλετε ἀκόμη νὰ μάθῃ;

– Νὰ μάθῃ τοὺς τρόπους τῆς ὑψηλῆς κοινωνίας, ἀπήντησεν ὁ κ. Π., ὡς ἐὰν ἐλάλει ἠδέως μὲ τὸ ἄκρον τοῦ σιγάρου του. Τοὺς τρόπους τῶν βαρωνίδων καὶ τῶν κομησσῶν, εἰς τὴν τάξιν τῶν ὁποίων θὰ εἰσέλθη. Εἰς τὴν τάξιν τῶν ὁποίων εἰσέρχεται ὡς μελλόνυμφος τοῦ κόμητος Plumpsium. Τοῦ κόμητος De Plumpsium μὲ εἰσόδημα... χηρεύσαντος πρὸ ... μὲ ἡλικίαν... Ἡ ξυλίνη μηχανὴ ἐξηκολούθει νὰ ὁμιλῇ μὲ τὸ ἄκρον τοῦ σιγάρου της. Ἐγὼ ἐνόμισα ὅτι καὶ οἱ δώδεκα οὐρανοὶ κατεκρημνίσθησαν ἐπὶ τῆς πτωχῆς κεφαλῆς μου, καὶ ἡ φοβερὰ τῶν ὑελίνων τεμαχίων σύγκρουσις σπαράσσουσα διαρκῶς τὴν ἀκοήν μου μὲ κατέστησε τόσον νευρικόν, ὥστε σχεδὸν κατέπιπτον λιπόθυμος.

Δὲν ἠξεύρω πόσην ὥραν ἐπεριπάτουν μετ᾿ αὐτοῦ, οὐδὲν ἀκούων, καὶ μᾶλλον ὑπὸ τῆς ἐπηρείας φοβεροῦ τίνος γαλβανισμοῦ, παρὰ ὑπὸ τῶν δυνάμεών μου κινούμενος. Ὅταν συνῆλθον, ἤμην ἐξηντλημένος, ἀπὸ ψυχρὸν περιρρεόμενος ἱδρῶτα. Ἐν τούτοις ὁ Κροῖσος στιχουργὸς οὐδὲν ἠννόησεν· ὄχι τόσον διότι ἦτο σκοτεινά, ὅσον διότι δὲν εἶχε σηκώσει τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ σιγάρου του.

– Καὶ τώρα, ἐτραύλισα, Κύριε Π., μὲ ταὶς ὑγείαις σας! Πρέπει ν᾿ ἀπέλθω.

– Καλὴν ἀντάμωσιν ὅσον οὔπω! εἶπεν ἐκεῖνος καὶ ἐστράφη νὰ σφίξωμεν χεῖρας, ἀλλ᾿ ἐγὼ εἶχον ἀπέλθει.

Ὅλα τὰ περὶ ἐμὲ μοὶ ἐφαίνοντο σαρκαστικῶς γελῶντα καὶ ἐπαναλαμβάνοντα πρὸς ἐμὲ τό: Μὲ ταὶς ὑγείαις σας!

Παρὰ τὴν ἀποβάθραν τοῦ ἀτμοπλοίου, μὲ τὸ φῶς τοῦ ὑπὲρ αὐτὴν φανοῦ ἐπὶ τοῦ προσώπου της, ἐπερίμενεν ἡ Μάσιγγα ν᾿ ἀποχαιρετισθῶμεν. Ἡ περιχαρὴς αὐτὴ ὄψις, ἡ παιδικὴ προθυμία μεθ᾿ ἧς ἔσπευσε πρὸς ἐμὲ ἐμαρτύρουν, ὅτι δὲν μαντεύει τίποτε. Τίποτε ἐξ ὅσων συνέβησαν, ἐξ ὅσων τὴν περιμένουν!

– Καὶ λοιπόν, μὲ εἶπε, σφίγγουσα τὴν ἀδρανῆ καὶ ψυχράν μου χεῖρα, καὶ λοιπόν, σύμφωνοι. Θὰ εἶσαι πρὸ ἡμῶν ἐν Παρισίοις, καὶ θὰ ἔλθῃς εἰς τὸ ξενοδοχεῖον μας. Τί κρῖμα νὰ σὲ πειράζῃ τόσον ἡ θάλασσα! Θὰ ἐκάμναμεν ὅλον τὸ ταξείδι μαζί. Τί κακὴ θάλασσα, ἔ; τί κακὴ καὶ τρελλὴ καὶ ἀνόητη νὰ κάμνῃ τόσην τρικυμίαν! Ἀλλὰ σιωπή! Ἂς μὴ τὴν κακολογοῦμεν, διὰ νὰ τὴν ἔχωμεν εὐνοϊκὴν διὰ τὸ μεγάλο τὸ ταξείδι. Ὁρίστε; Τί καλά! Τί ὡραῖα! Θὰ πετάξω ἀπὸ τὴν χαράν μου!

Καὶ ἐπὶ τοῦ τόπου τούτου ἐξηκολούθησεν ἡ νεᾶνις νὰ ὁμιλῇ καὶ νὰ γελᾷ, ἐπιμένουσα προφανῶς νὰ φαιδρύνῃ τὴν ἀπηλπισμένην ὄψιν μου. Ἀλλ᾿ ὅταν εἶδεν ὅτι αἱ προσπάθειαί της ἀπετύγχανον,

– Ὦ! εἶπε, χαμηλῇ τῇ φωνῇ καὶ συνωφρυωμένη. – Ἐσὺ κλαίεις, καὶ ἐγὼ ἀστεΐζομαι! Ἀνόητη ποὺ εἶμαι! Ἀλλὰ θὰ συναντηθῶμεν πάλιν. Δὲν θὰ συναντηθῶμεν; – Καὶ ὕψωσε τοὺς θλιβεροὺς αὐτῆς ὀφθαλμοὺς ἐταστικῶς πρὸς τοὺς ἰδικούς μου, καὶ εἶδον δυὸ δάκρυα κυλίσαντα ἐπὶ τῶν παρειῶν της.

– Ναί, Μάσιγγα, τῇ εἶπον τότε, ἐλπίζω.

– Καὶ θὰ ἔλθῃς εἰς τὴν Καλκούτταν. Δὲν θὰ ἔλθῃς;

– Μαζί σου, ἀπεκρίθην ἐγώ, μάλιστα. Ἀλλὰ ποτὲ χωρίς σου!

– Καὶ βέβαια μαζί μου! Ἀνέκραξεν ἐκείνη τότε φαιδρυνθεῖσα ἐκ νέου. Ἀκούεις, πηγαίνω εἰς τὴν Καλκούτταν. Ὀλίγον καιρὸν εἰς τὸ Παρίσι, ὀλίγον εἰς τὸ Λονδίνον, καὶ ἔπειτα, καλό μας κατευόδιο!

Καὶ ἐγέλασεν ἡ Μάσιγγα ἐκ νέου, καὶ ἕσφιξα τὴν μικρὰν αὐτῆς χεῖρα, καὶ ἄφησα τὰ δάκρυά μου ἐλεύθερα, καὶ κατῆλθον χωρὶς νὰ βλέπω τὴν ἀποβάθραν, καὶ ἐρρίφθην εἰς τὴν περιμένουσαν λέμβον. Τὸ σκότος ἦτο πυκνόν, μόνον ἐπὶ τινὰς στιγμὰς διέκρινα τὸ μανδύλιόν της ἁπαντῶν πρὸς τὸ ἰδικόν μου...

Ἀγανάκτησις καὶ θλῖψις ἤρχησε τότε νὰ δεσπόζῃ ἐναλλὰξ τῆς ψυχῆς μου. Ἠγανάκτουν κατὰ τῆς συνήθους εὐελπισίας καὶ κουφότητός μου, ἥτις μ᾿ ἐνέπνευσε τὴν αὐταπάτην ὅτι καὶ καλὰ αἱ πρὸς ἐμὲ περιποιήσεις τοῦ κ. Π. προήρχοντο ἐξ ἀληθοῦς ἐκτιμήσεως τῶν πνευματικῶν τοῦ ἰδιοτήτων, ἐξ ἀγάπης, ὡς ἔλεγε, πρὸς τὸ τάλαντόν μου. Ἐθλιβόμην πρὸς ἐμαυτόν, διότι καὶ τὸ τελευταῖον ἴνδαλμα τῆς παρὰ τὸν Βόσπορον εὐδαιμονίας ἐξηφανίζετο διὰ παντός, ὄπισθεν τῆς παρακυψάσης σιδηρᾶς ἀνιλεοῦς μορφῆς τῆς πραγματικότητος.

– Θὰ ἦτο χιλιάκις προτιμότερον, ἔλεγον κατ᾿ ἐμαυτόν, νὰ μὴ εἶχον ἐπανίδει ποτὲ τὴν Μάσιγγαν. Οὕτω θὰ ὑπελείπετο ἐπὶ τῶν νεκρῶν τῆς φαντασίας μου κόσμων μία μικρὰ χρυσαλὶς προσπετομένη ἐπὶ τῶν λειψάνων τοῦ ἐρήμου παρελθόντος μετὰ τῆς αὐτῆς φαιδρότητος καὶ εὐτυχίας, μεθ᾿ ἧς ἐφιλοπαιγμόνει ὅτε τὰ λείψανα ἐκεῖνα ἦσαν ἀκόμη δροσερὰ καὶ μυροβόλα ἄνθη ποιητικοῦ Παραδείσου.

Ἔπειτα πάλιν ἐσκεπτόμην ὅτι ἴσως δὲν ἀπώλετο ἔτι τὸ πᾶν. Ἴσως προδίδω τὸ καθῆκον, ποδοπατῶ τὴν εὐτυχίαν μου μὴ μεταβαίνων εἰς Καλκούτταν. Καὶ δι᾿ ἑνός της φαντασίας ἅλματος εὑρισκόμην ἐν τῷ μέσῳ τῆς σφριγώσης τῶν Ἰνδιῶν φύσεως, ἀναπνέων τὰ μεθυστικὰ τῶν ἀνθέων αὐτῆς ἀρώματα, θαυμάζων τὰς πλατυφύλλους αὐτῆς βαναναίας, τὰς πελωρίους συκᾶς, τοὺς ὑψηλοὺς φοίνικας καὶ ὅλα ἐκεῖνα τὰ φυτὰ καὶ τὰ δένδρα, ὧν ἡ χάρις καὶ ὁ πλοῦτος ἀπετέλεσαν τὰ θέλγητρα καὶ τὰς ἀναπαύσεις τῆς Ἐδὲμ τῶν ἀνατολικῶν λαῶν. Ἔβλεπον τὰ κιτρινωπὰ τοῦ γηραιοῦ Γάγγου κύματα μεγαλοπρεπῶς κυλιόμενα πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου· τὰς ἡμιγύμνους τῶν Ἰνδιῶν θυγατέρας ἐπὶ τῆς ὄχθης αὐτοῦ, ἐπιθετούσας μετὰ θρησκευτικῆς προσοχῆς ἐπὶ τῶν ἀργῶν του ὑδάτων τὰ ἀναμμένα αὐτῶν λυχνάρια, καὶ παρακολουθούσας τὸν πλοῦν τῶν λυχναρίων τούτων μετὰ παλμῶν καρδίας καὶ δακρυβρέκτων ὀμμάτων, ὅπως ἴδωσιν ἐὰν ὁ ἐκλεκτὸς αὐτῶν τὰς ἀγαπᾷ. – Καὶ ἔβλεπον μεταξὺ αὐτῶν μίαν πρὸ πάντων, τόσον γνωστήν, τόσον οἰκείαν καὶ τόσον ἐξέχουσαν τῶν ἄλλων κατὰ τὴν καλλονὴν καὶ τὸ πνεῦμα, ἥτις καὶ αὐτὴ ἐτοποθέτει διὰ τῶν λευκῶν δακτύλων τῆς εὐλαβῶς ἓν μικρόν, ἐλαφρὸν λυχνάριον ἐπὶ τῶν ὑδάτων τοῦ Γάγγου, καὶ παρηκολούθει τὰς κινήσεις αὐτοῦ μὲ τοὺς ὡραίους γαλανοὺς ὀφθαλμούς της, καὶ ἔβλεπεν, ὅτι, ὄσω καὶ ἂν ἀπεμακρύνετο ἀπ᾿ αὐτῆς τὸ φλογίδιον τοῦ λύχνου, δὲν ἐβυθίζετο, δὲν ἐσβύνετο, καὶ ἐσκίρτα ὡς δορκὰς ἐξ ἀγαλλιάσεως, καὶ ἀνεφώνει δακρύουσα, «μὲ ἀγαπᾷ! μὲ ἀγαπᾷ! «Θὰ πετάξω ἀπὸ τὴν χαρὰν μού»!» Καὶ φλογερὸς πόθος διέκαιε τὴν καρδίαν ὑπὸ τὰ στέρνα μου καὶ ἀπεφάσιζα ἀπαρεγκλήτως νὰ μεταβῶ εἰς Καλκούτταν.

Ἀλλὰ τότε ἐφαντάσθην τὸν πατέρα τῆς κόρης ταύτης καθήμενον πρὸ ἐμοῦ ἐντὸς πολυτελοῦς ἰνδικοῦ περιπτέρου, παρὰ πλουσίαν τράπεζαν, ἀφ᾿ ἧς ἔκαιεν ὑψηλὸς λύχνος εὐγενοῦς πορκελάνης, κεκοσμημένος μὲ τοὺς φανταστικοὺς ἐκείνους δράκοντας καὶ κροκοδείλους τῆς ἀνατολικῆς τέχνης. Πρὸ ἡμῶν καὶ περὶ ἡμᾶς ἔκειντο ἀνοικτὰ τὰ ὁποῖα εἶδον κιβώτια πλήρη μεμβρανῶν καὶ παπύρων, ἐξ ὧν λαμβάνων ὁ κ. Π. μοὶ ἀνεγίνωσκε τοὺς στίχους τῆς νεότητός του, γεγραμμένους κατὰ τὸ μῆκος τῆς Μαχαβαράτας καὶ τῆς Ραμαϊάνας, ἀλλὰ κατὰ τὸν τρόπον τῆς ὁμιλίας αὐτοῦ, καθ᾿ ὃν τὸ πρῶτον ἥμισυ πάσης ἑπομένης προτάσεως, ἦτο τὸ δεύτερον ἥμισυ τῆς προηγηθείσης!

– Ὦ, καλὲ κἀγαθὲ ἄνθρωπε! Δόξαν ἰνδικοῦ «ρακιοσυρραπτάδου» ἐζήλωσας; Σὺ ἔχεις εἰς τὸ ταμεῖον σου τοὺς λαμπροτέρους ὁρμαθοὺς μαργαριτῶν καὶ ἀδαμάντων – δὲν ἀρκοῦν αὐτοὶ νὰ τέρψουν τὴν φαντασίαν σου; Σὺ ἔχεις δημιουργήσει τὸ τελειότερον ποίημα τοῦ κόσμου, τὴν ἀφελῆ καὶ εὐφυῆ ταύτην θυγατέρα – δὲν ἀρκεῖ αὐτὴ ὅπως κορέσῃ τὴν φιλοδοξίαν σου; Ἀλλὰ φείσθητι κἂν ἐμοῦ· φείσθητι ἐμοῦ, ὅστις ὑπέστην δυὸ μηνῶν θαλασσοναυτίασιν, μόνον καὶ μόνον ὅπως τὴν ἰδῶ ἐκ νέου. Περίμενε λοιπὸν ὀλίγον, μὴ ἀρχίζεις ἀμέσως μὲ τὴν στιχοναυτίασιν. Μὴ μὲ ὑποβάλλεις εἰς Κολάσεως μαρτύρια, φιλοξενῶν με ἐν πλήρει Παραδείσῳ!

Ἔπειτα ἐνθυμήθην, ὅτι ὁ Παράδεισος ἐκεῖνος ἦτον ἐστερημένος τοῦ Ἀγγέλου του. Ὅτι ἡ Μάσιγγα δὲν ἦτο πλέον ἡ Μάσιγγα, ἀλλὰ ἡ κόμησσα τοῦ Plumpsiun, δεδιδαγμένη ἐντελῶς ὅλους τοὺς τρόπους τῆς ὑψηλῆς κοινωνίας, ἀπομαθοῦσα ὅμως τὴν ἀφέλειαν καὶ χάριν τῆς φύσεώς της· κεκοσμημένη ὑπὸ χρυσοῦ καὶ ἀδαμάντων, ἀλλὰ ἀποβαλοῦσα τὴν ζωηρότητα καὶ δραστηριότητά της, πλουσία εἰς πᾶν ἄλλο, ἀλλ᾿ ἐστερημένη τοῦ οὐρανίου ἐκείνου γέλωτος, ἀντὶ τοῦ ὁποίου τώρα διέστελλον τὰ χείλη της μόνον λέξεις, οἷαι τά:

Ὁ χρυσὸς
περισσὸς
δὲν ποιεῖ τὴν εὐτυχίαν
τὴν χαρὰν ἡμῶν,

καὶ ὠργίσθην κατὰ τοῦ «ἀπηνοῦς» πατρός, καὶ ἀπεφάσισα στερεῶς καὶ ἀμετακλήτως καὶ δὲν ἐπῆγα εἰς Καλκούτταν.