Φώτης Κόντογλου - Ὁ Ροβινσώνας τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁσία Θεοκτίστη ἡ Λεσβία

(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)


«Μέγα τὸ κατόρθωμα τοῦ σοῦ βίου, Μῆτερ, ἀληθῶς. Ἐκπλήττεις γὰρ τῶν πιστῶν πάσαν ἀκοὴν τοῖς σοῖς ἀριστεύμασιν. Ὅτι ὡς ἄγγελος ἐπὶ γῆς... Ὁσία, ἐβίωσας καὶ ἀγγέλοις καθωμοίωσαι».

«Δίκαιος ὥσπερ λέων πέποιθε», λέγει ὁ σοφὸς Σολομῶν. Κι᾿ ἀληθινά, ὅλοι οἱ ἅγιοι σταθήκανε σὰν λιοντάρια στὴν πίστη τους, ὄχι μοναχὰ τὰ παλληκάρια, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄκακα γεροντάκια κ᾿ οἱ γυναῖκες, ποὺ εἶναι ἀπὸ φυσικὸ τοὺς φοβιτσιάρες.

Ἡ χριστιανικὴ θρησκεία εἶναι ἡρωική. Ὅποιος ἔχει πίστη δὲν φοβᾶται τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ τὸ Θεό. Ἡ παλληκαριά, ποὺ ἔχουνε ὅσοι ἀγωνίζουνται γιὰ τὰ πράγματα τούτου τοῦ κόσμου, δὲν εἶναι τίποτα μπροστὰ στὴν ἀφοβία καὶ στὴν καρτερία ποὺ δείξανε οἱ ἅγιοι, ὄχι μοναχὰ οἱ μάρτυρες, ἀλλὰ κ᾿ οἱ ὅσιοι κ᾿ οἱ ἱεράρχες. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἀντρείους του κόσμου μπορεῖ νὰ ἀντέξη στὴν καταφρόνεση; Ποιὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ ὑπομένη τὶς ἄδικες κατηγόριες; Ποιὸς γυρίζει τὸ πρόσωπό του κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο μέρος γιὰ νὰ τὸν χτυπήσουν, χωρὶς νὰ ἀντισταθῆ; Ποιὸς ἔχει τὴ δύναμη ν᾿ ἀγαπᾶ τοὺς ὀχτρούς του καὶ νὰ παρακαλῆ γι᾿ αὐτούς;

Μὰ καὶ στὰ σωματικά, ποιὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀρνηθῆ τὸν κόσμο καὶ νὰ πάγη νὰ ζήση στὴν ἐρημιὰ σὰν τὸ ἀγρίμι, χωρὶς καμμιὰ παρηγοριά, δίχως νὰ βλέπη ἴσκιον ἀνθρώπου, καὶ νὰ θρέφεται μὲ ἄγρια χορτάρια, ἔχοντας γιὰ σπίτι κανένα σκοτεινὸ καὶ ὑγρὸ σπήλαιο;

Ναί, ἡ πίστη κάνει σὰν ἀτσάλι καὶ τὴν πιὸ τρυφερὴ καρδιά. γιὰ τοῦτο ἔγραφε κι᾿ ὁ θεόγλωσσος Παῦλος «οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως» (Τιμόθ. Β´, α´, 7).

Ἀνάμεσα στοὺς ἅγιους, εἶναι κάποιοι ποὺ ἡ γενναιότητά τους κι᾿ ὁ σκληρὸς τρόπος τῆς ζωῆς τοὺς ξεπερνᾶ τόσο πολὺ τὸ σύνορο ποὺ φτάνει ἡ ἀντοχὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ποὺ φαίνουνται ἀπίστευτα στὸν ἄπιστο, ἐνῶ ὁ πιστὸς δακρύζει διαβάζοντας τὸ βίο τους καὶ δοξάζει τὸ Θεὸ ποὺ δίνει τέτοια δύναμη σὲ κείνους ποὺ ἀρνηθήκανε τὰ πάντα γιὰ τὄνομά του. Μιὰ τέτοια ἀδάμαστη ψυχὴ γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ στάθηκε ἡ ἁγία Θεοκτίστη ἡ Λεσβία.

Αὐτὴ ἡ ἁγία γεννήθηκε στὴ φημισμένη Μήθυμνα, ποὺ σήμερα λέγεται Μόλυβος, μιὰ μικρὴ πολιτεία ποὺ βρίσκεται στὰ βορινά της Μυτιλήνης, ἀντίκρυ στὸν κάβο-Μπαμπὰ τῆς Ἀνατολῆς. Στὴ Μήθυμνα γεννηθήκανε στὰ ἀρχαῖα χρόνια πολλοὶ σπουδαῖοι ἄνθρωποι, κι᾿ ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς κι᾿ ὁ Ἀρίωνας, ὁ μεγάλος μουσικός, ποὺ τὸν παριστάνανε καβαλλικεμένον σ᾿ ἕνα δελφίνι, μὲ τὴ λύρα στὰ χέρια, θέλοντας νὰ δείξουνε πὼς μάγευε καὶ τὰ ζῶα μὲ τὴν τέχνη του.

Λοιπόν, κ᾿ ἡ ἁγία Θεοκτίστη εἶχε πατρίδα τὴ Μήθυμνα. Ἀλλὰ ἀσκήτεψε καὶ κοιμήθηκε στὴν Πάρο, καὶ τὸ λείψανό της βρίσκεται στὴν Ἰκαριά. Κ᾿ οἱ πατριῶτες τῆς τὸ εἴχανε καημὸ νὰ μὴν ἔχουνε αὐτοὶ τὸ ἅγιο λείψανό της, καὶ δὲν πάψανε νὰ ἐνεργοῦνε, ὡς ποὺ σήμερα ἔγινε αὐτὸ ποὺ ποθούσανε, καὶ ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ λείψανο τῆς ἁγίας θὰ δοθῆ στοὺς Μηθυμναίους, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ μητροπολίτου Σάμου σεβ. Εἰρηναίου, καὶ θὰ θησαυρισθῇ σὲ μία ἐκκλησία ποὺ θὰ χτίσουνε στὴ μνήμη της.

Ἡ ἁγία Θεοκτίστη γεννήθηκε πρὶν ἀπὸ χίλια ἑκατὸ χρόνια, τὸν καιρὸ ποὺ ἤτανε βασιλιὰς στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Λέοντας ὁ Σοφός.

Ὅπως εἶναι συνηθισμένο σὲ τέτοιες ψυχές, ποὺ ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης δὲν γεννηθήκανε ἀπὸ αἷμα κι᾿ ἀπὸ θέλημα ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Θεό, ἡ ἁγία Θεοκτίστη ἀπὸ μικρὴ ἔτρεχε στὴν ἐκκλησία νὰ ξεδιψάση σὰν ζαρκάδι διψασμένο, ὡς ποὺ πεθάνανε οἱ γονιοί της καὶ κείνη πῆγε σ᾿ ἕνα μοναστήρι κ᾿ ἔγινε μοναχή, στὸ ἄνθος τῆς νιότης της. Μὰ κι᾿ ἀπὸ τὸ μοναστήρι ἔτρεχε νὰ βοηθήση ὅπου ὑπῆρχε δυστυχισμένος, ἄρρωστος, φτωχὸς κι᾿ ἀπροστάτευτος ἄνθρωπος.

Μιὰ χρόνια πεθύμησε νὰ δὴ τὴ μεγαλύτερη ἀδελφή της καὶ κατέβηκε στὴ Μήθυμνα ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸ Πάσχα.

Κεῖνον τὸν καιρὸ ρημάζανε τὰ νησιὰ καὶ τ᾿ ἀκρογιάλια τῆς Ἀνατολῆς οἱ μπαρμπερίνοι κουρσάροι. Εἶχε φανερωθῆ τότες ἕνας ἀράπης Νίσσυρης, ἄγριο σκυλόψαρο, ποὺ γύριζε παντοῦ μὲ τὰ καράβια του, κι᾿ ὅπου ξεμπαρκάριζε δὲν ἄφηνε πέτρα ἀπάνω στὴν πέτρα. Ἅρπαζε, ξέσκιζε, σκότωνε, ἀτίμαζε τὶς γυναῖκες, σκλάβωνε τοὺς ἄντρες, ἀλλαξοπιστοῦσε τοὺς χριστιανούς.

Πῆγε λοιπὸν κι᾿ ἄραξε σὲ μία ἔρημη θαλασσοβραχιά, βορινὰ ἀπὸ τὴ Μήθυμνα, δίχως νὰ τὸν πάρουνε εἴδηση, μπῆκε μὲ τ᾿ ἀραπομάνι τοῦ στὸ χωριὸ τὴ νύχτα, τὴν ὥρα ποὺ ὅλοι κοιμόντανε, καὶ μέσα σὲ λίγο τὸ διαγούμισε, δὲν ἄφησε ἄψαχτο σπίτι, σκότωσε, ἀτίμασε, καὶ τοὺς ζωντανούς, ἄντρες καὶ γυναῖκες, τοὺς πῆρε σκλάβους γιὰ νὰ τοὺς πουλήση. Ἀνάμεσα στοὺς σκλάβους ἤτανε κ᾿ ἡ Θεοκτίστη, δεκαοχτὼ χρονῶν κορίτσι.

Κάνανε πανιά, κ᾿ ἐπειδὴ εἴχανε πρύμο τὸ βοριά, τραβήξανε καὶ πήγανε στὴν Πάρο, ποὺ ἤτανε ὁλότελα ἔρημη κ᾿ εἶχε ρουμανιάσει, καὶ γι᾿ αὐτὸ τὴν εἴχανε κάνει λημέρι οἱ πειράτες.

Ἡ Θεοκτίστη, μαζεμένη σὲ μία γωνιὰ μέσα στ᾿ ἀμπάρι, ἤτανε σκεπασμένη μὲ τὸ ράσο τῆς κ᾿ ἔλεγε μέσα της τὴν προσευχή της, τὸ ψαλτήρι, τὴ δέηση τοῦ Ἰωνᾶ ποὺ τὸν κατάπιε τὸ θεριόψαρο, τὴν προσευχὴ τῶν Τριῶν Παίδων μέσα στὸ καμίνι, τὴν προσευχὴ τοῦ Δανιὴλ μέσα στὸ λάκκο τῶν λεόντων.

Εἴπαμε πὼς ἡ Πάρος ἤτανε ἔρημη καὶ ρουμανιασμένη, καὶ δὲν φαινότανε ἀπάνω τῆς μηδὲ ἴσκιος ἀπὸ ἄνθρωπο. Τὸ μεγάλο χωριό, ἡ Παροικιά, εἶχε γίνει ἕνας σωρὸς ἀπὸ πέτρες, κι᾿ ἀνάμεσά τους εἴχανε θεριέψει τὰ ἀγριοχόρταρα καὶ τ᾿ ἀγριόδεντρα. Ὁ ἀγέρας φυσοῦσε καὶ χοχλακοῦσε τὸ πέλαγο, ἔρημο καὶ κεῖνο τῆς ἀνεμάλλιαζε τὰ δέντρα καὶ τὰ χορτάρια. Ψυχὴ ζωντανὴ δὲν φαινότανε πουθενά. Μοναχὰ τὴ νύχτα ἀκουγόντανε τὰ τσακάλια ποὺ οὐρλιάζανε καὶ τὰ φίδια ποὺ σφυρίζανε.

Ἐκεῖ στὴν Παροικιὰ ὑπῆρχε μία μεγάλη καὶ φημισμένη ἐκκλησιὰ τῆς Παναγίας, χτισμένη κοντὰ στὴ θάλασσα. Σώζεται ὡς τὰ σήμερα καὶ τὴ λένε Ἐκατονταπυλιανή, χτίριο ἀπὸ τὰ πιὸ ἀρχαία κι᾿ ἀπὸ τὰ πιὸ σπουδαία της Χριστιανοσύνης.

Κατὰ τὸν καιρὸ ποὺ ἔγινε τούτη ἡ ἱστορία, αὐτὴ ἡ ἐκκλησιὰ εἶχε ρημάξει, καὶ τὰ μάρμαρα κειτόντανε σπασμένα ἀπὸ τοὺς κουρσάρους. Ὁ γύρω τόπος ἤτανε δασωμένος, καὶ μέσα στὴν ἴδια τὴν ἐκκλησιὰ εἴχανε φυτρώσει βάτα, σκοῖνοι, πουρνάρια καὶ τσουκνίδες.

Οἱ μπαρμπερίνοι ἀράξανε τὰ καράβια τοὺς στὸ λιμάνι, ποὺ εἶναι σίγουρο ἀπὸ κάθε καιρό, βγήκανε ἔξω, βγάλανε ἔξω καὶ τοὺς σκλάβους, κι᾿ αὐτοὶ σκορπίσανε ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ψάχνοντας ὅπως πάντα.

Τότε ἡ Θεοκτίστη, σιγὰ-σιγά, δίχως νὰ τὴν καταλάβουνε, ξεμάκρυνε, καὶ χώθηκε στὰ πυκνὰ δέντρα, καὶ τρύπωσε ὅσο μπόρεσε πιὸ βαθιά. Ἄκουσε τοὺς κουρσάρους νὰ φωνάζουνε, μὰ αὐτὴ εἶχε χωθῆ σὲ μία τρύπα καὶ δὲν ἀνάσαινε, τρέμοντας ἀπὸ τὸ φόβο της.

Ὁ Θεὸς τὴν προστάτεψε, κ᾿ οἱ κουρσάροι, ἀφοῦ ψάξανε λίγο, κάνανε πανιὰ καὶ φύγανε.

Σὰν εἶδε ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ δέντρα τὰ καράβια νὰ πιάνουνε τὸ πέλαγο, γονάτισε καὶ φχαρίστησε τὸ Θεό. Δὲν φοβήθηκε τίποτα, δὲν ἔβαλε μὲ τὸ νοῦ της πὼς ἤτανε ὁλομόναχη ἀπάνω σὲ κεῖνο τὸ ἀγριονήσι, τί θάτρωγε, τί θάπινε, τί θὰ ντυνότανε! Τὰ ροῦχα τῆς ἤτανε ξεσκισμένα ἀπὸ τὰ παλιούρια, τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια τῆς ματωμένα ἀπὸ τ᾿ ἀγκάθια. Μὰ αὐτὴ δόξαζε τὸν Κύριο ποὺ γλύτωσε τὴν ψυχή της. Τὸ κορμί της δὲν τὸ συλλογιζότανε ὁλότελα, κ᾿ ἔλεγε μέσα της τὰ λόγια τοῦ Δαυΐδ: «Ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιὰς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι Σὺ Κύριε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ».

Ἐβγῆκε λίγο στὸ ξέφωτο, καὶ πῆγε κοντὰ στὴν ἀκροθαλασσιά. Ὁ ἀγέρας φυσοῦσε καὶ τὰ δέντρα βογκούσανε. Ἡ θάλασσα βούιζε, τὸ πέλαγο ἄφριζε, μαβὶ κι᾿ ἀπέραντο. Ψυχὴ ζωντανὴ δὲν φαινότανε πουθενά. Μοναχὰ οἱ γλάροι φωνάζανε ἀπὸ πάνω της, σὰν νὰ ἀπορούσανε βλέποντάς την. Κατάλαβε πὼς ἤτανε ὁλομόναχη σὲ κείνη τὴν ἔρημο, ζωσμένη ἀπὸ τὰ ἀτελείωτα νερά. Γονάτισε στὸν ἄμμο κ᾿ ἔκανε τὴν προσευχή της. Παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τὴν προστατέψη, καὶ τὸν φχαρίστησε γιατὶ τὴν ἔρριξε σὲ κεῖνο τὸ ρημονήσι, ἀντὶ νὰ παραπονεθῆ, ὅπως θὰ κάναμε ἐμεῖς. Ἐκείνη σκέφθηκε πὼς ἡ ἀνεξιχνίαστη σοφία τοῦ Θεοῦ τὴν ἐπήγε σὲ κεῖνο τὸ μέρος γιὰ νὰ τὴ σώσῃ ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου. Γιατὶ εἶχε φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι της ἐπειδὴ πεθύμησε νὰ δῇ τὴν ἀδελφή της, ἐνῶ εἶχε ἀρνηθῆ τὸν κόσμο γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ εἶπε «ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν πατέρα του καὶ τὴ μητέρα τοῦ περισσότερο ἀπὸ μένα, δὲν εἶναι ἄξιός μου». Ἡ φύση μας δένει σφιχτὰ μὲ τὰ δεσμά της. Λοιπόν, ἴσως ἡ ἀγάπη τῆς ἀδελφῆς της νὰ τὴν παραπλανοῦσε. Ἴσως ὁ φυσικὸς δεσμὸς τῆς σάρκας νὰ χαλάρωνε στὴν ψυχὴ τῆς τὸν πνευματικὸ δεσμὸ μὲ τὸν Χριστό. Γι᾿ αὐτό, Ἐκεῖνος ποὺ οἰκονομᾶ τὰ πάντα γιὰ τὸ συμφέρον τοῦ πλάσματός του, τὴν παράδωσε στοὺς κουρσάρους, γιὰ νὰ τὴ φέρουνε στὴν ἔρημο ποὺ τὴν ἅγιασε, ὅπως ἅγιασε τὸν Ἀντώνιο καὶ τοὺς ἄλλους ἀσκητάδες.

Τριανταπέντε χρόνια περάσανε ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ ἀπόμεινε ὁλομόναχη ἡ Θεοκτίστη στὸ ρημονήσι τῆς Πάρου, χωρὶς νὰ μάθῃ κανεὶς τί ἀπόγινε, ζοῦσε ἢ πέθανε. Μὰ καὶ κανένας δὲν ἤξερε πὼς βρισκότανε ζωντανὸς ἄνθρωπος ἀπάνω σὲ κεῖνο τὸ ξεχασμένο νησί. Φαίνεται πὼς κ᾿ οἱ κουρσάροι δὲν ξαναπήγανε, γιατὶ εἴχανε καλύτερες φωλιὲς ποὺ τρυπώνανε, σὲ ἄλλα νησιά, καὶ βρίσκανε καλύτερες βίγλες γιὰ νὰ παραφυλάγουνε τὰ καράβια ποὺ περνούσανε κοντύτερα στὴν Ἀνατολή.

Στὰ τριανταπέντε χρόνια, ἔτυχε νὰ στείλη ἀπὸ τὴν Πόλη ὁ βασιλιὰς Λέοντας καράβια μὲ στρατὸ γιὰ νὰ πολεμήση τοὺς Ἄραβες ποὺ βαστούσανε τὴν Κρήτη, κι᾿ ἀπὸ κεῖ κουρσεύανε πολιτεῖες καὶ χωριά, ὅπως εἴδαμε πὼς ἔκανε ὁ Νίσσυρης στὴ Μήθυμνα. Ἀρχηγὸς ἀπάνω στὰ καράβια διορίστηκε ἕνας καλὸς πολεμιστής, Ἡμέριος τὄνομά του. Ἀνάμεσα στὴ συνοδεία του βρέθηκε κι᾿ ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστής, σπουδασμένος συμβουλάτορας τοῦ βασιλέα, ποὺ εἶχε γράψει πολλοὺς βίους τῶν ἁγίων.

Σὰν νὰ ἤτανε ἀπὸ θεϊκὴ οἰκονομία καὶ βρέθηκε μέσα σὲ κεῖνα τὰ καράβια ὁ Συμεών, γιὰ νὰ γράψη τὸν παράδοξο βίο τῆς ἁγίας Θεοκτίστης. Γιατί, σὰν φτάξανε κοντὰ στὴ Νιό, ὁ καιρὸς φουρτούνιασε, καὶ στενευτήκανε νὰ ποδίσουνε στὴν Πάρο. Καὶ σὰν βγήκανε στὴ στεριά, πήγανε νὰ προσκυνήσουνε τὴ φημισμένη ἐκκλησιὰ τῆς Ἐκατοπυλιανῆς, ποὺ τὴν εἴχανε ἀκουστά τους. Ἐκεῖ ποὺ βλέπανε τὰ χαλάσματα κι᾿ ἀπορούσανε σὲ τί κατάσταση εἶχε καταντήσει ἐκεῖνο τὸ ἐξαίσιο χτίριο, εἴδανε ἄξαφνα νἄρχεται κατὰ τὸ μέρος τοὺς ἕνας καλόγερος, σκελετωμένος, κίτρινος καὶ ξυπόλητος, μ᾿ ἕνα ράσο ἀπὸ γιδότριχα. Αὐτὸς δὲν θέλησε νὰ τοὺς πῆ πὼς βρέθηκε σὲ κεῖνο τὸ μέρος, μοναχὰ τοὺς εἶπε, σὰν τὸν ρωτήσανε, πὼς τὸ μαρμαρένιο κιβώριο ποὺ σκέπαζε τὴν ἁγία Τράπεζα τὸ εἴχανε σπάσει οἱ κουρσάροι τοῦ Νίσσυρη, θέλοντας νὰ τὸ πάρουνε γιὰ νὰ τὸ πᾶνε στὴν Κρήτη. Καὶ πὼς δὲν μπορέσανε νὰ τὸ κλέψουνε, καὶ πὼς φεύγοντας ἀπὸ τὴν Πάρο τὸ καράβι τοῦ Νίσσυρη τσακίστηκε στ᾿ ἀκρωτήρι τῆς Εὔβοιας τὸ λεγόμενο Ξυλοφάγος (τὸν σημερινὸ Κάβο-Ντόρο), καὶ πνίγηκε κεῖνος ὁ χριστιανομάχος Νίσσυρης μαζὶ μὲ τοὺς ληστοσυντρόφους του.

Τοὺς εἶπε κι᾿ ἄλλα πολλὰ ὁ γέροντας, μάλιστα τοὺς εἶπε πὼς θὰ φτάνανε στὴν Κρήτη τὴν Τρίτη καὶ πὼς θὰ νικήσουνε τοὺς Ἄραβες, καθὼς κι᾿ ἄλλα περιστατικά, ποὺ γινήκανε ὅπως τὰ προεῖπε.

Τοὺς εἶπε ἀκόμα καὶ τούτη τὴν ἱστορία, ποὺ τὴν ἔγραψε ὁ Συμεών, σὰν γύρισε στὴν Πόλη:

«Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, εἶπε, ἤρθανε στὴν Πάρο κάποιοι κυνηγοὶ ἀπὸ τὸν Εὔριπο (Εὔβοια) γιὰ νὰ κυνηγήσουνε ἐλάφια κι᾿ ἄλλα ἀγρίμια, κ᾿ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς μου εἶπε τούτη τὴ γλυκύτατη ἱστορία: Μιὰ μέρα, μοῦ εἶπε, ἦρθα σ᾿ αὐτὸ τὸ νησὶ μὲ κάποιους συντρόφους γιὰ νὰ κυνηγήσουμε, ὅπως τώρα. Ἐγὼ χώρισα ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ πῆγα νὰ προσκυνήσω στὴν ἐκκλησιὰ τῆς Παναγίας. Μπαίνοντας μέσα, εἶδα μέσα σ᾿ ἕνα λάκκο λίγα λουμπινάρια, δηλαδὴ λούπινα, ποὺ κάνει πολλὰ τοῦτος ὁ τόπος. Εἶπα μέσα μου μήπως βρίσκεται στὸ νησὶ κανένας ἅγιος ἀσκητής, καὶ κοίταξα στὅνα καὶ στἄλλο μέρος τῆς ἐκκλησιᾶς.

Ἐκεῖ ποὺ κοίταζα, βλέπω στὸ δεξιὸ μέρος τῆς Ἁγίας Τράπεζας ἕνα κομμάτι ψιλὸ πανὶ σὰν τὴν τσίπα τῆς ἀράχνης, ποὺ τὸ σάλευε ὁ ἀγέρας, καὶ θέλησα νὰ πάγω κοντύτερα γιὰ νὰ δῶ καλὰ τί ἤτανε. Μὰ ἄκουσα μία φωνὴ ποὺ μοὖλεγε: «Στάσου, ἄνθρωπε, μὴν πλησιάσης, γιατὶ εἶμαι μία γυναίκα γυμνή, καὶ ντρέπουμαι». Ἐγὼ ἀπὸ τὸ φόβο μου θέλησα νὰ φύγω, γιατὶ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς μου σηκωθήκανε σὰν τ᾿ ἀγκάθια, κ᾿ ἔτρεμα ἀπὸ τὸ φόβο μου.

Μὰ στάθηκα, καὶ σὰν ἦρθα λίγο στὰ συγκαλά μου, τὴ ρώτησα ποιὰ ἤτανε κι᾿ ἀπὸ ποῦ; Κ᾿ ἐκείνη μοῦ εἶπε: «Ρίξε μου, σὲ παρακαλῶ, κανένα ροῦχο νὰ σκεπαστῶ, κ᾿ ἔπειτα θὰ σοῦ πῶ ὅ,τι εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ μάθης». Τότε τῆς ἔριξα τὸ πανωφόρι μου, κι᾿ ἀφοῦ τὸ φόρεσε, πρῶτα ἔκανε τὸ σταυρό της καὶ τὴν προσευχή της, γιὰ νὰ μὴ νομίσω πὼς εἶναι κανένα φάντασμα, κ᾿ ὕστερα ἦρθε κοντά μου. Ἐγὼ σὰν εἶδα ἕνα τέτοιο θέαμα, ἔφριξα. Γιατὶ ἔβλεπα μὲν πὼς ἤτανε γυναίκα, ἀλλὰ δὲν ἔμοιαζε μὲ ἄνθρωπο, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἀπάνω της σάρκα ὁλότελα, παρὰ μοναχὰ τὸ πετσὶ μὲ τὰ κόκκαλα, κι᾿ αὐτὸ μαῦρο κι᾿ ἄσκημο. Οἱ τρίχες τῶν μαλλιῶν της ἤτανε κάτασπρες, καὶ τὸ πρόσωπό της ἀλλαγμένο, δίχως ὕλη ὁλότελα, σὰν ἴσκιος ἀπὸ ἄνθρωπο. Κι᾿ ἀπὸ τὸν πολὺ τὸ φόβο μου ἔπεσα χάμω προύμυτος, καὶ τὴν παρακαλοῦσα νὰ μὲ βλογήση. Καὶ κείνη σήκωσε τὰ χέρια της καὶ τὰ μάτια της κ᾿ ἔκανε προσευχὴ μυστικά, κ᾿ ὕστερα μοῦ εἶπε: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ ἐλεήση, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ποὺ Ἐκεῖνος σὲ ὡδήγησε σὲ μένα τὴν τιποτένια, γιὰ νὰ σοῦ ἱστορήσω τὴ ζωή μου.

Μάθε λοιπὸν πὼς εἶμαι ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Μυτιλήνης λεγόμενο Μήθυμνα, καλογραῖα τὴν τάξη, Θεοκτίστη τὸ ὄνομα. Καὶ τὸν καιρὸ ποὺ ἤμουνα μικρή, τελευτήσανε οἱ γονιοί μου. Τότε ἐγὼ ἐπῆγα σ᾿ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι καὶ κουρεύθηκα μοναχή. Καὶ σὰν ἤμουνα δεκαοχτὼ χρονῶν, εἶχα πάει τὸ Πάσχα στὸ χωριό μου γιὰ νὰ δῶ μία ἀδελφὴ ποὺ εἶχα παντρεμένη. Καὶ τὴν ἴδια νύχτα ἤρθανε οἱ Ἄραβες ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ σκλαβώσανε ὅλους τους χωριανούς μου, καὶ μαζί τους κ᾿ ἐμένα. Καὶ βάζοντάς μας στὰ καράβια τους, φύγαμε ἀπὸ κεῖ καὶ φτάξαμε σὲ τοῦτο τὸ νησί. Σὰν ἀράξαμε, ὁ ἀρχηγὸς τοὺς ὁ Νίσσυρης πρόσταξε νὰ μᾶς βγάλουνε ἔξω, γιὰ νὰ λογαριάση πόσα ἀξίζαμε. Ἐγὼ τότε ἔκανα πὼς δίψασα καὶ πὼς πῆγα νὰ πιῶ, κι᾿ ἀφοῦ ξεμάκρυνα ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἐμπῆκα στὸ δάσος καὶ περπάτησα μὲ τόση βία, ποὺ καταξέσκισα τὰ πόδια μου ἀπὸ τὶς πέτρες κι᾿ ἀπὸ τὰ ξύλα. Στὸ τέλος, ἔπεσα χάμω σὰν πεθαμένη, μὴν μπορώντας νὰ σταθῶ ὄρθια ἀπὸ τοὺς πόνους. Τὸ πρωί, εἶδα τοὺς Σαρακηνοὺς νὰ φεύγουν, κι᾿ ἀπὸ τὴ χαρά μου ξέχασα τοὺς πόνους.

Εἶναι τώρα τριανταπέντε χρόνια καὶ περισσότερο ποὺ κατοικῶ ἐδῶ, κι᾿ ἡ τροφή μου κατὰ πρῶτο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ κ᾿ ἡ βοήθεια τῆς Παναγίας Θεοτόκου, καὶ κατὰ δεύτερο τὰ λουμπινάρια καὶ τὰ χόρτα. Κ᾿ ἐπειδὴ ξεσκισθήκανε τὰ ροῦχα μου καὶ λιώσανε, μὲ ντύνει καὶ μὲ σκεπάζει ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ποὺ κυβερνᾶ καὶ κρατᾶ τὰ πάντα».

Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια ἡ ἁγία, εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ καὶ ἡσύχασε λίγο. Ὕστερα, μοῦ εἶπε πάλι: «Ὅσα ἔπαθα ὡς τὰ σήμερα, σοῦ τὰ διηγήθηκα μὲ βραχυλογία, ἄνθρωπε. Ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ κάνης τούτη τὴ χάρη, γιὰ τὸν Κύριο. Ξεύρω πὼς θἄρθης κι᾿ ἄλλη φορὰ μὲ τοὺς συντρόφους σου γιὰ νὰ κυνηγήσετε. Λοιπόν, σὰν ξανἄρθετε, πὲς σὲ κανέναν ἱερέα νὰ μοῦ φέρη μία μερίδα ἀπὸ τὸ δεσποτικὸ Σῶμα γιὰ νὰ κοινωνήσω, καὶ μὴν πῆς σὲ κανέναν ἄλλον τίποτα γιὰ μένα».

Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, μοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή της, κ᾿ ἐγὼ τῆς ἔδωσα ὑπόσχεση νὰ κάνω ὅσα μου παράγγειλε. Ὕστερα, τῆς ἔκανα μετάνοια, κ᾿ ἔφυγα.

Σὲ λίγον καιρό, ἤρθαμε πάλι ἐδῶ, ὅπως εἶχε πῆ ἡ ἁγία, καὶ τῆς ἐφέραμε τὰ ἅγια Μυστήρια. Ἀλλὰ δὲν τὴ βρήκαμε, ἢ γιατὶ εἶχε πάει σὲ κανένα ἄλλο μέρος τοῦ νησιοῦ, ἢ γιατὶ κρύφθηκε ἐπειδὴ ἤτανε κι᾿ ἄλλοι μαζί μου, καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὴ δοῦνε. Σὰν φύγανε ὅμως οἱ ἄλλοι συντρόφοι μου γιὰ νὰ κυνηγήσουνε, βλέπω τὴν ἁγία μπροστά μου, φορεμένη τὸ ροῦχο ποὺ τῆς εἶχα δώσει. Σὰν εἶδε τὰ ἅγια Μυστήρια ποὺ βαστοῦσα, ἔπιασε κ᾿ ἔκλαιγε ἀπὸ τὴ χαρά της. Καὶ σὰν κοινώνησε, εἶπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην Σου, Δέσποτα, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν Σου. Τώρα ποὺ ἔλαβα τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μου, ἂς πάγω ὅπου προστάξει ἡ παντοδυναμία Σου».

Αὐτὰ εἶπε, κι ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια της καὶ τὰ κράτησε ὑψωμένα πολλὴ ὥρα, ἔκανε τὴν προσευχὴ τῆς νοερά. Κ᾿ ἐγὼ ἀφοῦ ἐπῆρα τὴν εὐχή της, ἔφυγα.

Καθίσαμε στὸ νησὶ λίγες μέρες καὶ κάναμε καλὸ κυνήγι. Καὶ πρὶν νὰ φύγουμε, γύρισα πάλι στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ πάρω τὴν εὐλογία τῆς ἁγίας Θεοκτίστης, γιὰ βοήθειά μου στὸ ταξίδι μας. Ἀλλά, μπαίνοντας μέσα στὴ ρεπιασμένη ἐκκλησιά, τὴν εἶδα νὰ κείτεται νεκρή, στὸν τόπο ποὺ τὴν εἶχα βρῆ πρωτύτερα, μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια, καὶ τυλιγμένη μὲ τὸ φόρεμα ποὺ τῆς εἶχα δώσει.

Τότε ἔπεσα καταγῆς, κλαίγοντας καὶ καταφιλώντας ἐκεῖνο τ᾿ ἁγιασμένο καὶ παρθενικὸ καὶ ἄσπιλο λείψανο. Ἔπειτα βγῆκα ἔξω καὶ φώναξα τοὺς συντρόφους μου, κι᾿ ἀφοῦ ἀνάψαμε κεριὰ καὶ λιβάνια καὶ ψάλλαμε τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία, τὴ θάψαμε στὸν ἴδιο τόπο ποὺ τὴ βρήκαμε».