Δημήτριος Σ. Λουκᾶτος - Τὰ Πρῶτα Τραγουδήματα τοῦ Εἰκοσιένα
(Κείμενα ἀπὸ τὸν Φλωριέλ)
Ἀπὸ περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Ἀφιέρωμα στὸ ’21, Χριστούγεννα
1970, Νο 1043 σσ. 246-59
γ) Φιλολογική μορφολογική και αξιολόγηση
Το τραγούδι για την «Άλωση της Τριπολιτσάς» είναι, κατά τον Φωριέλ, το πρώτο μέρος από συνεχόμενο κείμενο που του έστειλαν, και που το νομίζει και στα δυο του μέρη ενιαίο. Το εχώρισε, γράφει, σε δύο μέρη, επειδή έκρινε το πρώτο, ιστορικό και το δεύτερο, αισθηματικό. Στο β΄ έδωσε το τίτλο «Αιχμαλωσία του Κιαμίλ μπέη» (ΙΙ 62–3, ελλ. έκδ. σ. 221) κι’ είναι αυτό που βρίσκουμε ν’ αναδημοσιεύεται συχνότερα στις συλλογές («Πήραν τα κάστρα πήραν τα» κτλ.). Φαίνεται όμως ότι το χειρόγραφο που έδωσαν τότε στον Φωριέλ ένωνε τις ήδη δύο ξεχωριστές ποιήσεις, και καλώς, με το ένστικτό του, εκείνος τις ξαναχώρισε. (27)
Από τότε οι συλλογές δημοσιεύουν συχνότερα το β' μέρος (τραγούδι), γιατί είναι λυρικότερο. Τούτο το α΄ (θα λέγαμε «της πολιορκίας»), που με τα επεισόδια και τον διάλογό του φαίνεται πιο πρωτογονικό, λίγοι το παρουσίασαν. Ο Πολίτης δεν το περιέλαβε στις «Εκλογές» του, ούτε οι άλλες έπειτα μεγάλες συλλογές (Άγις Θέρος, Πετρόπουλος, Ακαδημία). Το βρίσκουμε συχνότερο στις πριν από τον Πολίτη συλλογές, π.χ. σε δύο Ανθολογίες τραγουδιών του 1835, (28) στον N. Tommaseo, 1842, (αποσπασματικά, στα ιταλικά με τον τίτλο «il ricco»), στον Αντ. Μανούσο, 1850 (σ. 168-9), στον Σπ. Ζαμπέλιο, 1852 (σ. 636-7), στον A. Passow 1860 (αρ. 233) και στα «Απομνημονεύματα» του Φωτάκου, έκδ. Ανδροπούλου 1899 (Α΄ σ. 260 = έκδ. 1960, σελ. 175-6), (29).
Μεγάλες διαφορές δεν παρουσιάζουν οι παραλαγές. Από τον Φωριέλ ως τον Passow βρίσκουμε πολύ λίγους στίχους αλλαγμένους. Σημειώνω π.χ. τους στίχους: 2 «ξενίκησ’ ο Κ.», 6: «να βρω, μη στο κεφάλι τους», 8: «είχαν οι Γρ.το κάστρο πλακωμένο», 19: «έχομ’ ασκέρι ξακουστό», 28: «πηδήσανε και μπήκαν», 36: «τι τσαμπουνάς»…
Υπάρχουν βέβαια στίχοι στον Φωριέλ δημοτικά αδόκιμοι, όπως π.χ. οι 2, 8, 9, 22, 29, 32 αλλά βλέπει πάλι κανείς, ότι η αφήγηση κινείται σε παραδοσιακή ατμόσφαιρα και σε γνωστά μοτίβα. Το ξεκίνημα π.χ. με τον στίχο 1 (που δημοτικότερη μορφή του φαίνεται πως είναι η αναδρομική ευχή: «Να ήτανε μέρα βροχερή», όπως τη δίνει ο Φωτάκος), το βρίσκουμε και σε άλλα τραγούδια.(30) Από τον στίχο επίσης 3 και έπειτα, έχουμε μοτίβα μεσαιωνικών τραγουδιών, π.χ. «του ξενιτεμένου» («…νύχτα σελώνει κτλ.». Πολίτ. Εκλ. 171), «της γυναικός του Ακρίτη» ή «της νύφης που κακοτύχησε» («στο δρόμο οπού πήγαινε…» Πολίτ.Εκλ.αριθ. 75 και 85) κ.ά. Ο στίχος 10 (όπως και οι 16 και 30) είναι από τους «συνδετικούς» στις δημοτικές αφηγήσεις, όπου μια τρίτη φωνή δίνει την κατεύθυνση στα γεγονότα. (31).
Και κάτι άλλο. Ύστερ’ από το «Προσκύνησε, Κιαμίλμπεη» του στίχου 11, θα περιμέναμε τη συνηθισμένη άρνηση: «Δεν προσκυνάω…», αλλά έχουμε τον νικημένο Τούρκο, που απαντά. Επειδή όμως και έτσι, το τραγούδι δε θέλει να χάση το δικαίωμα της πεισματικής άρνησης, βάζει στο στόμα του Μπουλούκμπαση την αντίρρηση, (όπως στο τραγούδι του Διάκου είχαμε τη φωνή του Χαλίλμπεη). Εδώ υπάρχει και η άλλη αρετή του δημοτικού τραγουδιού, η παραχώρηση κάθε δικαιώματος στον εχθρό, να καυχηθή ή να βρίση (στίχος 17–21: «βρωμοραγιάδες», και:΄Εχουμε… βασιλιά στη Πόλη…»). Με την απάντηση του Κολοκοτρώνη (στιχ. 22–24), είναι σαν να γίνεται μονομαχία εθνών! Ακολουθούν οι στίχοι–μοτίβα των ημερών, (25-26) που συνήθως χρησιμοποιούνται σε τραγικές αφηγήσεις, (32) και θυμίζουν, μαζί με τον στίχο 27, τους θρήνους της Μεγ. Παρασκευής. Και τελειώνει το τραγούδι με τον διάλογο των δύο πολεμάρχων, πάνω από τους καπνούς της μάχης (στίχοι: 34–38, που είναι μαχητικά πεισματικός, και θυμίζει απόλυτα διαλόγους Ομηρικών αρχηγών, την ώρα του τελειωτικού κτυπήματος.
Μιλήσαμε για αναγνώριση στον εχθρό του δικαιώματός του να καυχηθή και να φωνάξη. Έχουμε επίσης ένα άριστο κείμενο -γύρω από τη μάχη της Τριπολιτσάς -που παραχωρεί στους Τούρκους το δικαίωμα να θρηνήσουν- Είναι «το Β΄ μέρος» από το ενωμένο κείμενο που έδωσαν στον Φωριέλ, και που πολύ δημοσιεύτηκε, όπως είπαμε, με τον χωριστό τίτλο «Του Κιαμίλμπεη». Να πει το πρωτόδωσε ο Φωριέλ. (ΙΙ 62, ελλ.έκδ. σ.221).
Πήραν τα κάστρα, πήραν τα, πήραν και τα δερβένια,
πήραν και την Τριπολιτσά, την ξακουσμένη χώρα.
Κλαίνε (1) στους δρόμους Τούρκισσες, πολλές Εμιροπούλες,
κλαίει και μια χανούμισσα το δόλιο τον Κιαμίλη.
5 -Που είσαι και δε φαίνεσαι, καμαρωμέν’ αφέντη,
Ήσουν κολόνα στο Μοριά και φλάμπουρο στην Κόρθο,
ήσουν και στην Τριπολιτσά πύργος θεμελιωμένος.
Στην Κόρθο πλιά δε φαίνεσαι, ουδέ μέσ’ στα σαράγια,
ένας παπάς (2) σου τά ’καψε τα έρημα παλάτια.
10 Κλαίνε (1) τ’αχούρια γι’άλογα και τα τζαμιά (3) γι’αγάδες,
κλαίει και η Κιαμίλαινα τον δόλιο της τον άντρα,
σκλάβος ραγιάδων έπεσε και ζη (4) ραγιάς εκείνων.
Έτσι το αναδημοσιεύει και ο Πολίτης, δίνοντας και την ως το 1914 βιβλιογραφία του (33).
Κάνει εντύπωση η λυρική τελειότητα του τραγουδιού αυτού, συνθεμένου τόσο γρήγορα, ύστερ’ από το γεγονός που το ενέπνευσε. Λιγόστιχο, παραστατικό, θρηνητικό, και, το σπουδαιότερο, βαλμένο με περισσή ανθρωπιά στο στόμα του αντιπάλου. Έκαμαν καλά οι συλλογείς, να το προσέχουν και να το αναδημοσιεύουν. Δεν ξέρω αν έγραψε κανείς, ότι θυμίζει, μέσα στην ίδια ελληνική μας παράδοση, τους θρήνους των Περσίδων από τον Αισχύλο και των Τρωάδων από τον Ευριπίδη. Και θα ήταν εξαίρετη η εντύπωση που θα έκαμαν οι στίχοι αυτοί, μεταφρασμένοι από τον Φωριέλ, στην Ευρώπη.
Όσο για τα μοτίβα του κειμένου, οι δυο πρώτοι στίχοι παράλληλα με τους στίχους του τραγουδιού της Αγιά Σοφίας («Πήραν την Πόλη, πήραν τη…»), όπως κι’ οι άλλοι, του κλάματος, με γνωστούς πάλι θρήνους (βλ. Πολίτου, Εκλογ. αρ. 4).
Το πάρσιμο της Τριπολιτσάς ήταν, όπως είπαμε, για τους Έλληνες του Μοριά, μια ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, μια αντεκδίκηση, ύστερ’ από 368 χρόνια, για το παρόμοιο ανέβασμα των Τούρκων στα τείχη της και τις σφαγές. Έτσι εξηγείται η απλότητα της περιγραφής και η συνθετική προβολή της τραγικής πια θέσης των εχθρών (34). Νομίζω πως στο κείμενο αυτό βρίσκουμε ένα από τα αριστουργηματικά τραγουδήματα των πρώτων νικών του Εικοσιένα, επιγραμματικό στη σύλληψη και στη σύνθεσή του, θρηνητικό στα συναισθήματά του, όπως θα ταίριαζε και σ’ ένα, απομακρυσμένο από τα χρόνια του, ώριμο τραγούδι.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
_1. Στο κείμενο: κλαίουν,
_2. Ο Πολίτης σημειώνει τον Παπαφλέσα.
_3. Στο κείμενο, τσαμιά,
_4. Το τραγούδι (ή ο στίχος) διατυπώθηκαν πριν σκοτώσουν τον Κιαμίλμπεη (τον σκότωσαν αιχμάλωτο στον Ακροκόρινθο, Ιούλιο 1822).
27. Υποψιάζεται κανείς, ότι και το πρώτο μέρος μπορεί να χωριστή ακόμα σε δύο: Στίχοι 1-24 και 25-38, οπότε το ενιαίο κείμενο που έδωσαν στο Φωριέλ, εκάλυπτε τρία τραγούδια.
28. «Ανθολογία ασμάτων», εν Αθήναις -εκ της τυπογρ. Α. Κορομηλά, 1835 και Άσματα διαφόρων ποιητών, εν Ναυπλίω, τυπ.
Τόμπρα-Σμυρναίου, 1835.
29. Μοιάζει πολύ το κείμενο αυτό «του Φωτάκου» με εκείνο του Passow. .
30. Βλ. π.χ. Passow αρ. 268, αλλά κυρίως (για τον δημοτικότερο τύπο της ευχής): Π. Αραβαντινού, Συλλογή δημωδών ασμάτων της Ηπείρου, εν Αθ. 1880, αριθμοί 34, 40 και 64.
31. Βλ. Δημ.Σ.Λουκάτου, Το τραγούδι του Μπουκουβάλα και η παρουσία του στον Ηπειρωτικό χώρο Δελτ. Ιστορ. και Εθνολογ. Εταιρείας Ελλ. Τόμ. Η΄ εν Αθ. 1966, σελ.13-14.
32. Βλ.Γεωργία Ταρσούλη, Μωραΐτικα Τραγούδια, ό.π. αριθμοί 79 και 231, και Ακαδημίας Αθηνών, Ελλ. Δημ. Τραγούδια, ό.π. σελ. 203.
33. Βλ. αριθμ.13, με τις αντίστοιχες σημειώσεις για τις πηγές. Σημειώνω, μετά το 1914, την παρουσία του κειμένου αυτού στις συλλογές: Γεωργίας Ταρσούλη, Μωραΐτικα Τραγούδια, Αθ. 1944, αρ. 6Β΄(ενδιαφέρει και το 6Α΄), Άγι Θέρου, Τα τραγούδια των Ελλήνων, τόμ. Β΄ Αθ. 1952, σελ. 35. Δημητρίου Πετροπούλου Ελλ. Βιβλιοθήκη) 1958, σ.168 (από τον Φωτάκο) και Ακαδημίας Αθηνών, Ελλ. Δημοτικά Τραγούδια Α΄ εν Αθ. 1962, σ. 162.