Δημήτριος Σ. Λουκᾶτος - Τὰ Πρῶτα Τραγουδήματα τοῦ Εἰκοσιένα
(Κείμενα ἀπὸ τὸν Φλωριέλ)
Ἀπὸ περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Ἀφιέρωμα στὸ ’21, Χριστούγεννα
1970, Νο 1043 σσ. 246-59
γ) Φιλολογική μορφολογία και αξιολόγηση
Το τραγούδι των «Γεωργάκη και Φαρμάκη» δεν γνώρισε τη Δημοτικότητα που πήρε το τραγούδι
του Διάκου. Η σύνθεσή του είναι κάπως ειδικότερη (όπως και της συνδημοσιευόμενης
από τον Φωριέλ παραλλαγής), αλλά και τα πρόσωπα – γεγονότα δεν ήταν τόσο γνωστά
στον ελλαδικό χώρο, ώστε να ξανατραγουδηθούν. Άλλωστε τον ίδιο καιρό είχαμε στην
Ελλάδα τα επίσης συγκινητικά γεγονότα του πρώτου χρόνου των μαχών με τους Τούρκους.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι στις νεώτερες συστηματικές συλλογές (Πολίτη, Πετρόπουλου,
Ακαδημίας) δεν περιλαμβάνεται το τραγούδι αυτό. Το βρίσκουμε, όμως μετά τον Φωριέλ,
στις συλλογές: του Theodor Kind («Neugriechische Chrestomathie κλπ.» Leipzig 1835–
παρμένο από τον Φωριέλ), του N. Tommaseo («Canti popolari… greci» Venezia 1842 –
με κείμενο και σημειώσεις από τον Φωριέλ), του Αντ. Μανούσου («Τραγούδια εθνικά
Α΄» εις Κέρκυραν 1850), του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου («Άσματα δημοτικά της Ελλάδος»,
Κέρκυρα 1852), του Arnoldus Passow («Τραγούδια Ρωμαίικα» Lipsiae - Athenis, 1860
αριθ. 226), και τελευταία του Άγι Θέρου («Τα τραγούδια των Ελλήνων» Αθήνα – Αετός–
1952, αριθ. 498).
Στις δημοσιεύσεις αυτές, ελάχιστες αλλαγές παρουσιάζονται από το αρχικό κείμενο
του Φωριέλ, με τολμηρότερη στον τελευταίο στίχο, όπου: «Ο Γιώργης είχε σκοτωθή,
τα βόλια δεν τ’ ακούει» (Passow).
Βέβαια, το κείμενο του Φωριέλ παρουσιάζει τις στιχουργικές αδυναμίες (ή αδεξιότητες)
που έχουν τα πρώτα αυτά «ανακοινωτικά» τραγούδια. Ίσως κάποιος πολεμιστής ή άμεσα
ενημερωμένος να το εσύνθεσε (Δεν μας σημειώνει εδώ ο Φωριέλ, από που είχε τα χειρόγραφα).
Βρίσκουμε όμως στο τραγούδι πολλές από τις καλές ιδιότητες της δημοτικής μούσας.
Ιδιαίτερα: α)την ολιγόστιχη (σε 23 στίχους) «δραματική» περιγραφή ενός ηρωικού γεγονότος,
β) την ενημερωτική εισαγωγή (στιχ. 1–6) για τα βαριά αίτια που θα φέρουν το μοιραίο
αποτέλεσμα. (Το εισαγωγικό μοτίβο του «έρχεται και φέρνει» ή «σέρνει»… το βρίσκουμε
στο γνωστό τραγούδι του «Πραματευτή» (Πολίτ. Εκλ. 87) ή και στον «Άγιο–Βασίλη των
καλάντων), γ) τους λόγους και τον διάλογο των αρχηγών, (εδώ του Γεωργάκη και του
Φαρμάκη), που πάνω από τον θόρυβο της μάχης φωνάζουν και συνεννοούνται, δ) την ποιητική
υπερβολή των περιγραφών, με τα γνωστά μοτίβα: «στα δόντια σέρνουν τα σπαθιά…» (στιχ.
6)… «δίχως ψωμί, δίχως νερό… κεφάλια τρεις χιλιάδες» (στιχ. 12 -14) και: «ρίχνουν
τα τόπια σα βροχή…» (σ.22), ε) το γνώριμο στις ελληνικές μάχες αποκορύφωμα, (όταν
οι πολεμιστές «αφήνουν τα τουφέκια και πιάνουν τα σπαθιά»), που οδηγεί και σ’ ένα
κοφτό τέλος του τραγουδιού.