Δημήτριος Σ. Λουκᾶτος - Τὰ Πρῶτα Τραγουδήματα τοῦ Εἰκοσιένα
(Κείμενα ἀπὸ τὸν Φλωριέλ)
Ἀπὸ περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Ἀφιέρωμα στὸ ’21, Χριστούγεννα
1970, Νο 1043 σσ. 246-59
γ) Φιλολογική μορφολογία και αξιολόγηση
Την πρώτη δημοσίευση του τραγουδιού του Διάκου από τον Φωριέλ ακολούθησαν κι’ άλλες από τους έπειτα συλλογείς,(16) που είτε πήραν αυτούσιο το πρώτο κείμενο, είτε αναζήτησαν και βρήκαν παραλλαγές του σε λαϊκούς τραγουδιστές, (17) είτε το διασκεύασαν και το συμπλήρωσαν οι ίδιοι. Στις «Εκλογές» του Πολίτη, όπου με ομολογημένη παρέμβαση και ευθύνη έχουν ανασυντεθή δημοτικά κείμενα, σημειώνονται ως το 1914 περί τις 15 δημοσιεύσεις του τραγουδιού του Διάκου, από τις οποίες έχει συρραφή το κείμενο που μας δίνεται.(βλ. αρ. 11 και τις αντίστοιχες στο τέλος βιβλιογραφικές σημειώσεις). Βέβαια υπάρχουν και άλλες .(18) Καταλαβαίνουμε αμέσως, πόσο θα επέδρασαν οι δημοσιεύσεις αυτές, για να διαδοθή πλατύτερα στον ελληνισμό ένα τραγούδι από τα δημοφιλέστερα, (19) αλλά και τι «αγαθός κύκλος» θα κινήθηκε, από τη γραπτή παράδοση στην προφορική και τ’αντίστροφο! Έτσι εξηγούνται κι’ οι ποικιλίες που παρουσιάζουν στα κείμενά τους οι διάφορες παραλλαγές. (20)
Θα παραθέσω για σύγκριση την πολύ αλλαγμένη (αλλά και δημιουργικά ανανεωτική) πελοποννησιακή παραλλαγή του τραγουδιού, που καταγράφηκε το 1939 (114 χρόνια μετά τη δημοσίευση του Φωριέλ) στο Βασιλίτσι Κορώνης Μεσσηνίας, από την Γεωργία Ταρσούλη (ό.π.).
Τρεις περδικούλες κάθουνται στου Διάκου το ταμπούρι,
μίνια τηράει τη Λειβαδιά κι’ άλλη το Καρπενήσι,
η Τρίτη νη καλύτερη μοιρολογάει και λέει:
- Πολλή μαυρίλα ν’έρχεται στου Διάκου το ταμπούρι× [sic]
5 καν ο Καλύβας έρχεται, καν ο Λεβεντογιάννης.
- Μήτε ο Καλύβας έρχεται μητ’ ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ Βριγιώνης, το σκυλί, με δεκοχτώ χιλιάδες.
Και ο σεΐζης [ιπποκόμος] του μιλάει του Διάκου και του λέει:
- Διάκο, πάμε να φύγουμε, πάμε στην Αλασσόνα,
10 π’ εκεί είν’ ο τόπος δυνατός, ταμπούρια για να πιάσ’ με×
τ' ασκέρια σου κιοτέψανε και πήρανε τους λόγγους.
Κι’ έμειν’ ο Διάκος μοναχός, με δεκοχτώ νομάτους,
τρεις ημερούλες πολεμάει και τρία μερονύχτια.
Εμαύρισε κι’ αράχνιασε, σα μαύρη καλιακούδα,
15 απ’ τις μπαρούτες τις πολλές κι’ απ’τα πολλά τα σμπάρα.
Τσακίστη το ντουφέκι του απ’τα πολλά ντουφέκια,
το ’σπασε το σπαθάκι του απάν’ από τη χούφτα,
τότε τον πιάσαν ζωντανόν κειν’ τα κοντοτουρκάκια.
Κι’ ο Ομέρ-Βριγιώνης, το σκυλί, του Διάκου πάει και λέει:
20 - Διάκο, Τούρκος δε γένεσαι, πασά για να σε κάνω;
- Τι λες, μωρέ βρωμόσκυλο, τι λες, μωρέ μουρτάτη;
εγώ γραικός γεννήθηκα, γραικός θέλα πεθάνω.
Τότε τον βάλαν στο σουγλί και παν να τόνε ψήσουν,
κι’ ο Διάκος ετραγούδαγε της άνοιξης τραγούδι:
25 - Για ιδές καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρη,
τώρα το Μάη, την άνοιξη, π’ ανοίγουν τα λουλούδια!…
Όσο κι’ αν έκαμαν προσεκτικές αλλαγές, προσθήκες ή επανορθώσεις, το αρχικό κείμενο του Φωριέλ, νομίζω ότι και όπως δημοσιεύτηκε ήταν δημοτικά φυσιολογικό και δεν του χρειάζονταν επίμονες παρεμβάσεις. Τα εξωτερικά λόγια στοιχεία του φαίνονταν εύκολα και μπορούσαν εύκολα ν’ αποβληθούν. Είναι αλήθεια, πως οι στίχοι που κατέγραψε ο Φωριέλ, παρουσιάζουν κάποια αδεξιότητα και χασμωδία, αλλά αυτό μπορεί να το χρωστάνε στη νωπή σύνθεση ενός ζωηρά επεισοδιακού θέματος, που δεν πρόφτασε να προχωρήση σε ώριμο ταίριασμα. Ο Φωριέλ πρόφτασε και το δημοσίευσε στην πρώτη μορφή του, αλλά μπορεί έτσι και ν’ αναχαίτισε τη διαδικασία προφορικού ωριμάσματος του τραγουδιού, που οι άλλοι ίσως αιώνες (όπως συνέβηκε με τ’ ακριτικά, τις παραλογές και τα κλέφτικα) θα μας το παρέδιδαν «αριστουργηματικό». Μπορούμε ίσως να πούμε, ότι η πρώτη έκδοση των δημοτικών μας τραγουδιών (από τον Φωριέλ και τους άλλους) απετέλεσε κι’ αυτή (με την έννοια του αποκρυσταλλωμένου τυπώματος) ένα σύμπτωμα «μηχανοκρατικής» παρουσίας στη λαϊκή έμπνευση και τέχνη.
Αλλά και στην πρώτη αυτή τυπωμένη μορφή του, το τραγούδι του Διάκου (που η προφορική ηλικία του ήταν μόλις τριών ετών) μας κάνει να χαιρώμαστε την αυθόρμητη, συναισθηματική και ανακοινωτική, στιχουργία του, με τους ενθουσιασμούς του άγνωστου ποιητή, με την παραδοσιακή αφήγηση και τους πολεμικούς διαλόγους, που διαπνέονται πάντα από μια συγγνωστή εθνική καυχησιολογία. (Λίγα σκαλοπάτια χωρίζουν τον λαϊκό αυτό λόγο από τον έντεχνο αργότερα του Βαλαωρίτη).
Ας σταθούμε λίγο και σε κάποια αξιολόγηση των στοιχείων που βοήθησαν τον πρώτο λαϊκό ποιητή, τον «άγγελο» αυτόν της εθνικής τραγωδίας του Διάκου, να συνθέση το αφηγηματικό τραγούδι του. Οι πρώτοι έξι στίχοι είναι όλοι σχεδόν μοτίβα γνωστά και από παλαιότερα τραγούδια (β. π.χ. στον Passow τους αριθμούς 91, 100, 207 και 409) (21). Οι στίχοι 7–22 είναι νέοι, αποκλειστικοί του θέματος του Διάκου, και ανακοινωτικοί. Η διαδοχή τους είναι ζωηρή και τρεχούμενη, σαν τα γεγονότα. Έχουν ρητορισμό, αλλά και ειλικρίνεια. Ομολογούν ότι «εκείνοι εφοβήθηκαν κι’ εσκόρπισαν στους λόγγους», για να έρθη τραγικό το «έμειν’ ο Διάκος στη φωτιά… (ή: μονάχος)». Εξαίρεται όμως αμέσως η ηρωϊκή υπερπάλη των « 18 προς 18» (οι 18 λεβέντες του Διάκου προς τις 18 χιλιάδες των Τούρκων), που μένουν ανίκητοι επί τρεις ώρες. Πρέπει να σπάσουν τα όπλα του ήρωα (παραδοσιακό μοτίβο) για ν’ αρχίση να νικιέται.
Μετά τον στίχο 23, που είναι κι’ αυτός στερεότυπος, όλοι οι άλλοι, ως το τέλος, είναι αποκλειστικοί του τραγουδιού για τον Διάκο κι’ έχουν μάλιστα γίνει κι’ αυτοί μοτίβα δημοτικά. (28)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
16. Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού, αριθμ. 11: Του Διάκου.
17. Ευτυχώς ο Γ. Δ. Παχτίκος, το 1905, μας έδωσε και μουσικούς τρόπους του (βλ. «260 δημώδη ελληνικά άσματα», Αθ. 1905, αριθμ. 53, 115 και 183), όπως πρόσφατα και η Ακαδημία Αθηνών: «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τ. Γ΄(Μουσική Εκλογή) υπό Γεωργ. Κ. Σπυριδάκη και Σπυρ. Δ. Περιστέρη. Εν Αθ. 1968, σελ. 43 – 4.
18. Σημειώνω π.χ. από τις παλαιότερες το κείμενο που μας δίνει ο Γούδας στον βίο του Διάκου (ό.π. σελ. 438 – 9) και το σπουδαιότερο, τις σχολικές αναδημοσιεύσεις, όπως π.χ. στα «Νεοελληνικά Αναγνώσματα» για την Γ΄τάξη του «Ελληνικά» του 1910 (υπό Δημητρίου Κακλαμάνου) σελ. 50-52.
19. Ο Παπαρρηγόπουλος σημειώνει: «Ο Διάκος είναι κτήμα του λαού μάλλον ή της επιστήμης» (ό.π. σελ. 62).
20. Σημειώνω από τις νεώτερες δημοσιεύσεις τα πολύ παραλλαγμένα κείμενα που παρουσιάζουν οι συλλογές: Γεωργίας Ταρσούλη, «Μωραΐτικα Τραγούδια –Κορώνης και Μεθώνης». Αθ. 1944 (σε.11), Θ. Παπαθανασόπουλου, «Δημοτικά τραγούδια της Ρούμελης», περιοδ. «λαογραφία, τόμ. Κ΄, 1962. (σ. 249-50) και Ακαδημίας Αθηνών, Ελληνικά Δημοτικά τραγούδια (εκλογή) τόμ. Α΄, εν Αθ.1962 (σ.156-). Σημειώνω επίσης ότι υπάρχει και άλλη μορφή τραγουδιού του Διάκου, πολύ πρόχειρη και από συμφυρμούς. (βλ. Passow, αρ.235).
21. Ο Πολίτης στις «Εκλογές» του (αρ.11) υιοθέτησε την προσθήκη και άλλων τριών εισαγωγικών στίχων-μοτίβων («Τρία πουλάκια κλπ.»), με τους οποίους και είναι συνήθως γνωστό το τραγούδι του Διάκου. (Δεν ξέρω αν χρειάζωνται στον Φωριέλ, αφού και το «Πολλή μαυρίλα» είναι εναρκτικό.)
28. «Ανθολογία ασμάτων», εν Αθήναις -εκ της τυπογρ. Α. Κορομηλά, 1835 και Άσματα διαφόρων ποιητών, εν Ναυπλίω, τυπ.
Τόμπρα-Σμυρναίου, 1835.