Νυφιάτικα τραγούδια

"Ή ποίησις εν Ελλάδι εισχωρεί εις πάντα τα καθέκαστα των γαμήλιων εορτών, εις πάσας τὰς γαμηλίους συνηθείας, υποδεικνύουσα τον σκοπόν αυτών, επεξηγούσα την συμβολικήν των έννοιαν, προσδίδουσα εις αύτάς πάθος και μεγαλεϊον".
(FAURIEL)


  1. ...ΓΕΝΙΚΑ...
  2. ΕΙΣ ΑΡΡΕΒΩΝΙΑΣΜΕΝΟ
  3. ΟΤΑΝ ΚΟΣΚΙΝΙΖΟΥΝ Τ' ΑΛΕΥΡΙΑ
  4. ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ, ΟΤΑΝ ΓΕΜΙΖΟΥΝ ΤΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΣΚΕΦΑΛΑ
  5. ΟΤΑΝ ΠΑΝ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΤΗ ΝΥΦΗ
  6. ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΠΡΟΤΟΥ ΠΑΡΟΥΝ ΤΗ ΝΥΦΗ
  7. ΟΤΑΝ ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΤΗΣ ΣΠΙΤΙ Η ΝΥΦΗ
  8. ΟΤΑΝ ΦΘΑΝΟΥΝ ΕΙΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΓΑΜΒΡΟΥ
  9. ΟΤΑΝ ΡΑΒΟΥΝ ΣΤΟΝ ΠΑΣΤΟΝ ΒΑΤΟΝ
  10. ΟΤΑΝ ΚΙΣΣΟΝ

136

Εγώ περνάω κι΄'αντιπερνάω 'ς της Μαρουδής τ' αλώνι,
οπού αλωνίζουν δώδεκα, κι' οπού συμπαίζουν δέκα,
κ' η Μάρω με τη μάννα της τριγύρω λαγανίζει.
Κ' η μάννα της της έλεγε, κ' η μάννα της της λέγει.
"Φεύγα, η Μαρώ, οχ τον κουρνιαχτό, φεύγα κι' από τον ήλιο.
-Μάννα, τον ήλιο ναγαπώ, τον κουρνιαχτό τον θέλω,
το γιο του πρωτολιχνιστή άντρα θελάν τον πάρω.
-Ο γιος του πρωτολιχνιστή πολλά προικιά γυρεύει.
-Σαν τα γυρεύη, δώστε τα, καλός ειν' κι' ας τα πάρη.
-Γυρεύει βόιδα του ζυγού, φοράδα της καβάλλας,
γυρεύει κι' ανεμόπαχνο να τρώη η φοράδα μέσα,
γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχυα.
-Σαν τα γυρεύη, δώστε τα, καλός ειν' κι' ας τα πάρη."

137

ΕΙΣ ΑΡΡΕΒΩΝΙΑΣΜΕΝΟ

Σαν κίνησεν ο νιούτσικος να πάη ν' αρραβωνίση,
ούτε το ρούχο του έβαλεν, ούτε ζωνάρι εζώστη,
Κ' η μάννα του του φώναζε, κ' η μάννα του του λέγει.
"Γύρισε, παρ' το ρούχο σου, ζώσου και το ζουνάρι,
και σύρε ν' αρραβωνιστής παπά τη θυγατέρα.
Γύρεψε βόιδια 'ς το ζυγό, γελάδια ΄ς την αγέλη,
μούλαις, φοράδαις κι' άλογα κι' ασέλινο πουλάρι.
-Εκεί που πάνω, μάννα μου, εγώ ν' αρραβωνίσω,
ούτε για ρούχο με ρωτάν, ούτε και για ζουνάρι.
εκεί τηράν τα νιάτα μου, τηράν την ομορφιά μου.
Κ' εγώ 'ς τα πλούσια τα προικιά το νου μου δεν τον έχω,
τον έχω για της λυγερής τα μάτια και τα φρύδια."

138

Χαρά 'ς την κόκκινη μηλιά, χαρά 'ς το παλληκάρι,
οπού το μήλο το χρυσό θ* άπλώση για να πάρη.

139

Καμάρι έχουν τα πρόβατα, καμάρι έχουν τα γίδια,
καμάρι έχουν και τάλογα, κι' οπού τα καβαλλάνε,
καμάρι ειν' και η πολλή σειριά, τάδέρφια τα ξαδέρφια.
Σάν το καμάρι του γαμπρού με τοις πολλαίς κουνιάδαις,
όταν πάη 'ς την πεθερά ούλαις τον καμαρώνουν.
Τον καμαρώνει η πεθερά και τον ξαναρωτάει.
"Γιούλη μου, τι είσαι κίτρινος και τί είσαι μαραμμένος;
Να μη σ' έμάλωσε κανείς από τους εδικούς σου;
-Έμέν' κι' α μ' εμαλώσανε η καρδούλα μου το ξέρει."

140

ΟΤΑΝ ΚΟΣΚΙΝΙΖΟΥΝ Τ' ΑΛΕΥΡΙΑ
ΓΙΑ ΤΑ ΨΩΜΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ


Τρισεύγενη, 'ς το γάμο σου, 'ς ταρρεβωνιάσματά σου,
τα χιόνια αλεύρια να γενούν και τα πουλιά γουβάλια,
κ' ή θάλασσα γλυκό κρασί και τα καράβια κούπαις,
τα κύματα γριβάλογα να ρθοΰν οι συμπεθέροι.

141

ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ, ΟΤΑΝ ΓΕΜΙΖΟΥΝ ΤΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΣΚΕΦΑΛΑ

Α'

Άσπρη κατάσπρη βαμπακιά, οπού είχα 'ς την αυλή μου,
τη σκάλιζα, την πότιζα, κ' είχα χαρά μεγάλη.
Μά ρθε ξένος κι' απόξενος, ήρθε και μου την πήρε.
Άχάριανε το σπίτι μου, άνόστισε γη αυλή μου,
ανόστισ' η δική μου αυλή, κ' εφούμισε του ξένου.

Είκοσι χρόνια πότιζα μηλίτσα 'ς την αυλή μου,
τώρα που μου την πήρανε, ας πάη με την ευχή μου.

Β'

Ούλους τους καιρούς κι' ούλους τους χρόνους,
ούλους με ήθελες, γλυκειά μου μάννα,
τούτον τον καιρό, τούτον τον χρόνο
έτρως κ' έπινες και μένα πούλειες.
Κι' ούλο μού λεγες, κι' ούλο μου λέεις.
"Σήκω διάβαινε, σήκω περβάτει,
συρ' 'ς το σπίτι σου και 'ς τοις δουλειαϊς σου."

142

ΟΤΑΝ ΠΑΝ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΤΗ ΝΥΦΗ

Αυτό ταστέρι το λαμπρό, που πάει κοντά 'ς την Πούλια,
αυτό μου φέγγει κ' έρχομαι, κόρη μ', 'ς τον οβορό σου.
Χτυπώ τη θύρα δυο φοραίς, το παραθύρι πέντε.
"Σήκω ν' άλλάξης, κόρη μου, να βάλης τάρματά σου,
γιατ' ήρθαν να σε πάρουνε πεζούρα καί καβάλλα.
Χίλιοι έρχονται καβαλλαριά, κι' άλλοι χίλιοι πεζούρα,
ξηντα μουλάρια κουβαλούν σιτάρι για το γάμο."

143

ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΠΡΟΤΟΥ ΠΑΡΟΥΝ ΤΗ ΝΥΦΗ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΤΗΣ ΣΠΙΤΙ


Τρεις Μοίραις πόθον έβαλαν ώστε να σε παντρέψουν,
σήμερ' άπού τσοί χάραις των στεφάνια θα σου πλέξουν.

Πρώτη σου γέννα, νύφη μου, θεός να μας τ' αξιώση,
μέσα 'ς την Κόκκινη μηλιά τσοί Τούρκους να ζυγώξη.

144

ΟΤΑΝ ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΤΗΣ ΣΠΙΤΙ Η ΝΥΦΗ

Α'

Σειστήτ', αόρια και βουνά, λαγκάδια με τα δάση,
κ' η μάννα το παιδάτσι τση κλαίει πως θα το χάση.
Μ' από χαρά νεγρίνιασε, κι' από χαρά τση κλαίει,
κάθε γονιού ν' αξιώνη ο θιος παιδιά του να παντρεύγη.

Κλαίνε απαρηγόρητα και τα πουλιά 'ς τα δάση,
κλαίει σε κ' η φτωχολογιά γιατί θε να σε χάση.

Β'

Επήραμε την πέρδικα, την πενταπλουμισμένη,
κι' αφήκαμε τη γειτονιά σα χώρα κρουσεμένη,
σαν εκκλησιά αλειτούργητη, σα νερατζά κομμένη.

145

ΟΤΑΝ ΦΘΑΝΟΥΝ ΕΙΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΓΑΜΒΡΟΥ

Νύφη μου, ξάστερο νερό και ξέλαμπρο φεγγάρι,
το ταίρι σού ναι ζηλευτό κι' όμορφο παλληκάρι.

'Σ το σπίτι το πεθερικό, 'ς τη γειτονιά οπού ρθες,
σαν κυπαρίσσι να σταθής, σαν πρίνος να ρίζωσης,
και σα μηλιά γλυκομηλιά ν' ανθήσης, να καρπίσης,
υγιούς εννιά ν' αξιωθής και μια γλυκομηλίτσα.

146

ΟΤΑΝ ΡΑΒΟΥΝ ΣΤΟΝ ΠΑΣΤΟΝ ΒΑΤΟΝ

Εβάλλαμε το βάτο, το ριζιμιό δεντρό,
σα βάτος να δάσωση η νύφη κι' ο γαμπρός



ΟΤΑΝ ΚΙΣΣΟΝ

Σαν τον κισσόν, οπού κολλά 'ς το δέντρο και ξαπλώνει,
να σμίξη η νύφη το γαμπρό και να ριζοσκελώνη.

147

[Τα επόμενα άσματα, περιγράφοντα σκηνάς του ακριτικού η του στρατιωτικού βίου, προσαρμόζονται εις τας γαμηλίους τελετάς και τραγουδούνται συνήθως το μεν πρώτον αυτών κατά τας εωθινάς ώρας, το δε δεύτερον κατά τον χωρισμόν της νύμφης από των γονέων της. Συχνά συμφύρονται προς άλληλα.]

Τώρα την αυγή τώρα η αυγή χαράζει,
τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια,
τώρα οί πέρδικες γλυκολαλοϋν και λένε.
"Ξύπνα, αφέντη μου, ξύπνα, γλυκειά μου αγάπη,
ξύπνα αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο,
κάτασπρο λαιμό, βυζιά σα δυο λεμόνια,
σαν το κρυό νερό, σαν του Μαγιού το δρόσο.
-"Ας με, λυγερή, ύπνο να πάρω λίγο,
γιατί ο αφέντης μου 'ς τη βίγλα μ' είχε απόψε,
και 'ς τον πόλεμο πάντα μπροστά με βάνει,
για να σκοτωθώ ή σκλάβο να με πάρουν.
Κ' έκαμε ο Θεός κ' ή Παναγιά η παρθένα,
κ' εξεσπάθωσα και μπήκα μέσ' 'ς τασκέρι.
Πολλούς έκοψα 'ς το έμπα και 'ς το έβγα,
λίγοι μ' έφυγαν, κ' εκείνοι λαβωμένοι,
Πήρα το στρατί, κ' ηύρα το μονοπάτι,
κ' ήρθα κ' έπεσα 'ς το στρώμα που κοιμάσαι,
να ξεκουραστώ, να πάρω λίγον ύπνο."

Β'

Ένας άγουρος, κ' ένας καλός στρατιώτης,
κάστρο γύρευε, χωριό να πάη να μείνη.
Μαϊδέ κάστρο ηυρέ, μαϊδέ χωριό να μείνη,
βρίσκει ένα δεντρί, δεντρί ψιλό κι' απόσκιο.
"Δέξου με, δεντρί, καλοκαρτέρεσέ με,
για να κοιμηθώ, Λίγον ύπνο να πάρω,
γιατί απόστασα 'ς τον πόλεμο ολημέρα.
-Να κ' η ρίζα μου, και δέσε τάλογό σου,
να κ' οι κλώνοι μου και κρέμασ' τάρματά σου,
να κι' ό ήσκιος μου και πέσε να πλαγιάσης,
και σα σηκωθής το νοίκι να πληρώσης,
μια σταλιά νερό 'ς τη ρίζα μου να ρήξης."