Η παραδοσιακή ή δημώδης (δημοτική) μουσική είναι ένα σύνθετο λαϊκό δημιούργημα, απαρτιζόμενο από ποίηση, μελωδία και μουσική συνοδεία.
Πίσω από κάθε δημοτικό τραγούδι κρύβεται ένα δημιουργός, εξαιτίας όμως του λόγου για τον οποίο δημιουργήθηκε, το κάθε δημοτικό τραγούδι συμπληρώθηκε και τελειοποιήθηκε από τον λαό.
Τα δημοτικά τραγούδια και κατ’ επέκταση όλη η ελληνική μουσική παράδοση, καθρεφτίζουν τους αγώνες, τους πόθους, τις χαρούμενες ή τις δύσκολες στιγμές του λαού, όσο και στιγμές ηρωισμού και δόξας, αλλά και την ευγένεια και την ανωτερότητα της ψυχής του λαού.
Oλόκληρο το σύστημα της αρχαίας ρυθμοποιϊας σώζεται στα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Χοροί αρχαιότροποι, όπως «τα βαλλίσματα», των μπάλλων ή στον πιο διαδεδομένο στην Ελλάδα συρτό κυκλικό χορό, που είναι γνωστός από τον 1ον μ.Χ. αιώνα, είναι από τα στοιχεία που συνδέουν αυτή την παράδοση με την αρχαιότητα. Αλλά και σε παραστάσεις αγγείων ή άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων, αναγνωρίζει κανείς σημερινούς ελληνικούς χορευτικούς τρόπους ή λαϊκά μουσικά όργανα, που χρησιμοποιούν ακόμα οι Έλληνες λαϊκοί οργανοπαίκτες. Τα τρία βασικά στοιχεία, η ποίηση, η μελωδία και η μουσική, σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία που περιέχουν προσδίδουν την ιδιαιτερότητα, τόσο την τοπική, όσο και τη γενικότερη στον ελληνικό χώρο, π.χ. η ποίηση περιέχει, εκτός των άλλων, πληροφορίες ιστορικές, γεωγραφικές, λαογραφικές και κυρίως τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες του τόπου από τον οποίο προέρχεται.
Οι μελωδίες που επενδύουν την ποίηση στην παραδοσιακή δημώδη (δημοτική) μουσική διασώζουν ζωντανά όλον τον πλούτο του ενιαίου κορμού της Ελληνικής μουσικής (δηλαδή κλίμακες, διαστήματα, χροιές, ήχοι, φθορές, γένη, συστήματα κ.λ.π.). Επειδή συνοδεύονται και με όργανα, είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένες, ως «ετεροφωνίες», (δηλ. οργανικές μελωδίες που συνοδεύουν το τραγούδι). Πολλές φορές οι μελωδίες παρουσιάζονται και χωρίς κείμενο, είναι οι λεγόμενες οργανικές μελωδίες.
Η Ελληνική μουσική παράδοση δανείζεται επίσης και από τη βυζαντινή μουσική γραφή, η οποία αποτελεί, θα λέγαμε, και τη γλώσσα της. Δημοτικά τραγούδια γραμμένα σε βυζαντινή παρασημαντική βρίσκουμε από τη μεταβυζαντινή κυρίως εποχή και μετά.
Τα δημοτικά τραγούδια τα διακρίνουμε ανάλογα με τον τρόπο που τραγουδιούνται και το σκοπό που εξυπηρετούν σε διάφορες κατηγορίες στις οποίες ο λαός έχει δώσει διάφορα ονόματα, οι δε ερευνητές έχουν κάνει συστηματικές κατατάξεις σύμφωνα με το περιεχόμενό τους. Ο λαός τα διακρίνει κυρίως στα λεγόμενα κλέφτικα (κυρίως αργοί καθιστικοί σκοποί), στις πατινάδες (τραγούδια δρομικά) και στα χορευτικά, τα οποία παρουσιάζουν την μεγαλύτερη ποικιλία κατά τόπους.
Η κατάταξη των δημοτικών τραγουδιών, η οποία στηρίζεται στο περιεχόμενο, τα γενεσιουργά αίτια και την φύση των τραγουδιών είναι η ακόλουθη:
Τα δημοτικά τραγούδια διατηρούνται ακόμη στα χείλη του Ελληνικού λαού και φυλάσσονται με ιδιαίτερη αγάπη στο νου και την καρδιά του. Με τα τραγούδια αυτά ο λαός συνοδεύει τις γιορτινές στιγμές της ζωής, τις Εθνικές εορτές, αλλά και τις πένθιμες ώρες του. Ακόμη και στα θρησκευτικά πανηγύρια των Ορθοδόξων Ελλήνων τα δημοτικά τραγούδια αποτελούν την προέκταση της θείας λατρείας, γιατί όλο το Εκκλησίασμα, «εν ενί στόματι και μια καρδία», χορεύει, συνήθως χωρίς όργανα, στον αυλόγυρο της εκκλησίας, με επικεφαλής τον ιερέα, τραγουδώντας με βαθιά ριζωμένη την αντίληψη, ότι έτσι τιμούν τον εορτάζοντα άγιο ή το εορταζόμενο γεγονός.
Η μουσική παράδοση των Ελλήνων, είναι συνυφασμένη με τα ήθη, τα έθιμα και την ιστορία του λαού η οποία, κατά κοινή ομολογία Ελλήνων και ξένων ερευνητών, είναι υψηλής αξίας.
Οι Αρχαίοι Ελληνες πριν από τις μάχες χόρευαν και τραγούδαγαν, εμψυχώνοντας έτσι τους πολεμιστές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η προετοιμασία των 300 του Λεωνίδα πριν από τη μάχη των Θερμοπυλών. Οι στρατιώτες χόρεψαν, τραγούδησαν και ετοιμάστηκαν για τη μάχη. Το ίδιο διατηρήθηκε στην παράδοσή μας και για την κλεφτουριά του 1821. Στα βουνά οι κλέφτες και οι αρματωλοί γλεντούσαν πριν από τις μάχες.