Κλέφτικα τραγούδια
"Πλην της αρχαίας απλότητος και λιτότητος
παρατηρούμεν και ακραιφνές νεωτερικόν πάθος
και σθένος ακαταδάμαστον εις τα δημοτικά τραγούδια,
οπού η γλώσσα είναι έμπλεως ορμής
προς απόσεισιν του ξενικού ζυγού και
αδιαλλάκτου μίσους προς τους απίστους μουσουλμάνους.
Τα κλέφτικα τραγούδια νομίζεις πως είναι χείμαρροι αφρισμένοι,
εκρέοντες όχι από ανθρώπινα χείλη, αλλ’ από
τους βράχους της Οίτης και του Ολύμπου".
(Κ. Mendelsohn Bartholdy)
- ... ΓΕΝΙΚΑ ...
- ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΙΣΑΒΟΥ
- ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ
- ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΜΗ
- Ο ΓΕΡΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ
- ΤΟΥ ΛΑΒΩΜΕΝΟΥ ΚΛΕΦΤΗ
- ΤΟΥ ΛΑΒΩΜΕΝΟΥ ΚΛΕΦΤΗ
- ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ ΤΟ ΚΙΒΟΥΡΙ
- ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ
- ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ
- ΤΟΥ ΛΙΒΙΝΗ
- ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΗΛΙΟΝΗ
- ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ
- ΤΟΥ ΚΩΣΤΑΝΤΑΡΑ
- ΤΟΥ ΒΛΑΧΟΘΑΝΑΣΗ
- ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΡΟΥ ΒΕΝΕΤΣΑΝΑΚΗ
- ΤΟΥ ΣΤΕΡΓΙΟΥ
- ΤΟΥ ΓΙΩΤΗ
- ΤΟΥ ΧΡΟΝΗ
- ΤΟΥ ΑΝΔΡΙΤΖΟΥ
- ΤΟΥ ΛΙΑΚΟΥ
- ΤΗΣ ΛΙΑΚΑΙΝΑΣ
- ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ
- ΤΩΝ ΚΛΕΦΤΩΝ
- ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΑΚΗ
- ΤΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ
- ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ
- ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ
- ΤΟΥ ΝΙΚΟΤΣΑΡΑ
- ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΥ ΣΤΑΘΑ
- ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΩΝ ΛΑΖΑΙΩΝ
... ΓΕΝΙΚΑ ...
20
O πλούσιος έχει τα φλωριά, έχει o φτωχός τα γλέντια.
Άλλοι παινάνε τον πασά και άλλοι το βεζίρη,
μα γώ παινάω το σπαθί το τουρκοματωμένο,
το χει καμάρι η λεβεντιά, κι' ο κλέφτης περηφάνεια.
21
Να μουν το Μάη πιστικός, τον Αύγουστο δραγάτης,
και 'ς την καρδιά του χειμωνιού νά μουνα κρασοπούλος.
Μα πλιό καλά ταν να μουνα αρματωλός και κλέφτης.
Αρματωλός μέσ' 'ς τα βουνά, και κλέφτης, μέσ' 'ς τους κάμπους
νά χα τα βράχια αδέρφια μου, τα δέντρα συγγενάδια,
να με κοιμάν οι πέρδικες, να μ' εξυπνάν τ' αηδόνια,
και 'ς την κορφή της Λιάκουρας να κάνω το σταυρό μου,
να τρώγω τούρκικα κορμιά, σκλάβο να μη με λένε.
22
[ Αι πολεμικοί γνώσεις, τας οποίας πρέπει να έχη ο κλέφτης και οι κανόνες του βίου,
τους οποίους απαραιτήτως οφείλει να τηρή, εκτίθενται ευσυνόπτως εις το προκείμενον
άσμα υπό τον τύπον οδηγιών γέροντος κλέφτη προς πρωτόπειρους πολεμιστάς.Ο κλέφτης
πρέπει να έχη ασφαλείς τόπους καταυλισμού, να ηξεύρη τας οδούς και τας ατραπούς
των ορέων, να γινώσκη πόθεν δύναται να πορίζεται τα εφόδια αυτού, πρωτίστως δε να
διάγη βίον σώφρονα και νηφάλιον, αποφεύγων τους πότους και την προς τας γυναίκας
κοινωνίαν, διότι η παρέκκλισις από των όρων τούτων του βίου φέρει εις όλεθρον. Παραλλαγαί
τινες του άσματος έχουσι διηγηματικόν σχήμα. Οι νέοι παρήκουσαν τας νουθεσίας του
γέροντος και διέτρεξαν κίνδυνον μέγαν από του οποίου τους διέσωσεν αυτός, αποδείξας
ότι ήτο υπέρτερος αυτών όχι μόνον κατά την γνώμην, αλλά και κατά την ανδρείαν. Ο
δε τύπος ούτος του άσματος υποδεικνύει συνάφειαν προς ακριτικά πρότυπα. Εις ακριτικά
άσματα ο Ανδρόνικος σώζει τους παραβάντας τας οδηγίας αυτού υιούς του από του Συροπούλου,
και εις παραλλαγάς σημερινάς του άσματος του Αρμούρη ο Ανδρόνικος ελευθερώνει τον
υπό του βασιλέως των Σαρακηνών φυλακισθέντα Κωσταντήν, ή ο πατέρας του Κωσταντή
τρέξας εις την Βαβυλώνα αποφυλακίζει τον λεοντοκτόνον υιόν του.]
Σαράντα παλληκάρια από τη Λεβαδειά,
καλά κ’ αρματωμένα πάνε για κλεψιά,
πάνε για να πατήσουν το Καλό Χωριό,
πάνε και για να κάψουν χώραις και νησιά.
Κάνα δεν έχουν πρώτο και τρανύτερο,
γυρεύουν ένα γέρο για την ορμηνειά,
επήγαν και τον βρήκαν σε βαθειά σπηλιά,
οπόλειωνε τασήμι κ’ εφτειανε κουμπιά.
"Γεια σου, χαρά σου, γέρο. -Καλό ‘ς τα παιδιά,
καλό 'ς τα παλληκάρια, τα κλεφτόπουλα.
-Σήκου να βγούμε, γέρο, κλέφταις 'ς τα βουνά.
-Δεν ημπορώ, παιδιά μου, γιατ’ εγέρασα.
Περάστε από τη στάνη και τα πρόβατα
και πάρτε τον υγιό μου το μικρότερο,
πόχει λαγού ποδάρι, δράκου δύναμη,
ξέρει τα μονοπάτια και τα σύρματα,
ξέρει και τα λημέρια, που λημέριαζα,
ξέρει τοις κρύαις βρύσαις, πόπινα νερό,
ξέρει τα μοναστήρια, πόπαιρνα ψωμί,
και ξέρει και τοις τρύπαις, όπου κρυβόμουν.
Αυτού μπροστά που πάτε, 'ς το Καλό Χωριό,
έχει όμορφα κορίτσια και γλυκά κρασιά,
τήρα μη σας μεθύσουν και σάς πιάσουνε,
και 'ς τον κατή σας πάνε, σας κρεμάσουνε".
Του γέρου την ορμήνεια την ξεχάσανε,
επήγαν και μεθύσαν και τους πιάσανε.
Σαν τ' άκουσε κι’ ο γέρος χαμογέλασε,
κουμπούρια ξεκρεμάει κι' αρματώνεται.
'Σ το δρόμο που πηγαίνει βρίσκει τον πασά.
"Ώρα καλή, πασά μου και Τούρκο κριτή,
να βγάλης τα παιδιά μου απ' τη φυλακή".
23
ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΙΣΑΒΟΥ
[Η μεγαλοπρεπής εικών της έριδος των βουνών είς τινα άσματα σκοπόν έχει να παραστήση
την υπεροχήν ενός βουνού τόπου τινός υπέρ άλλα. Εις κρητικά αναγνωρίζεται το μέγεθος
του Σφακιανού, εις καρπαθιακά η προτίμησις δίδεται εις το Καλόλιμνον, το υψηλότερον
όρος της νήσου, που έχει νερά κρυσταλλωτά και διατηρεί τα χιόνια μέχρι του Ιουνίου,
που έχει αγρίμια δια κυνήγι, και βοσκάς δια τα ποίμνια και βότανα ιαματικά. Εις
το άσμα δ' όμως του Ολύμπου και της Όσσης με πολλήν πρωτοτυπίαν το πλάσμα της έριδος
χρησιμεύει προς ποιητικήν εξύμνησαν της κλεφτουριάς.
Είς τινας παραλλαγάς η δύναμις του άσματος εξησθένισε δια του συμφυρμού προς άλλο
άσμα, το του ορνέου, του φέροντος εις του ονυχάς του κεφαλήν αμαρτωλού. Το άσμα
του Ολύμπου τον βασανιζόμενον αμαρτωλόν λέγει κλέφτην του Ολύμπου και αρματωλόν
της Ηπείρου, και ίσως ένεκα τούτου παρεπλανήθησαν πολλοί, και μεταξύ αυτών επιφανείς
κριτικοί (ως ο Fauriel ο Γάλλος ιστοριογράφος Michelet, o Tomaseo και αυτός πιθανώς
o δαιμόνιος Gοethe, ο μεταφράσας γερμανιστι την παραλλαγήν ταύτην), ώστε να διαγνώσωσι
βαθείας ιδέας, ως εγκρυπτομένας εν τω δευτέρω μέρει του άσματος, και να λάβωσι στρεβλήν
αντίληψιν της καθόλου εννοίας αυτού. Από όλα τα κλέφτικα τραγούδια της συλλογής
μου, λέγει ο Φωριέλ, προέχει τούτο προπάντων εις αγρίαν ευτολμίαν της επινοήσεως,
ραγδαίαν φοράν της φαντασίας και ισχυράν απλότητα της εκφράσεως, τας χαρακτηριστικάς
δηλαδή αρετάς πάντων κατά το μάλλον ή ήττον των τοιούτων ασμάτων. Ο αληθής σκοπός
του άσματος είναι ο έπαινος αγνώστου τινός Θεσσαλού κλέφτου, θανόντος εν πολέμω.
Η δ' έρις των βουνών, του Ολύμπου και της Όσσης, καίπερ καθ' εαυτήν έξοχος, ουδέν
άλλο κατ' αλήθειαν είναι ειμή πάρεργον πρόσθεμα, πλαίσιον τρόπον τινά, κατάλληλον,
όπως λαμπρότερον και περιφανέστερον εξάρη την εικόνα και το εγκώμιον του πεσόντος
πολεμιστού".
Αλλ'έν καρπαθιακή παραλλαγή η κεφαλή, την οποίαν εν κορυφή του όρους σπαράσσει δια
των ονύχων μέγας γυψ, είναι η του αδίκου προεστού της χώρας, του καταδυναστεύοντος
τους πτωχούς, τας χήρας και τα ορφανά και αποκεφαλισθέντος υπό της δικαιοσύνης του
βασιλέως. Συνάπτεται δ' επίσης χαλαρώς το δεύτερον τούτο άσμα προς το της έριδος
των βουνών, ως και προς το του θανάτου του Διγενή Ακρίτη, του οποίου παραλλαγή τις
περιλαμβάνει ομοίως το αυτό επεισόδιον του ορνέου με την κεφαλήν].
Ο Όλυμπος κι' ο Κίσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρήξη τη βροχή, το ποιο να ρήξη χιόνι.
Ο Κίσαβος ρήχνει βροχή κι' ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ' ο Όλυμπος και λέγει του Κισάβου.
"Μη με μαλώνης, Κίσαβε, μπρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κ' οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ ειμ' ο γέρος Όλυμπος 'ς τον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφαίς κ' εξήντα δυο βρυσούλαις,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι' όταν το παίρν' η άνοιξη κι' ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω 'ς την πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
-"Ήλιε μ', δεν κρους ταποταχύ, μόν' κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;".
24
Το άσμα είναι αλληγορικόν, υπονοούν κλέφτην, όστις και κατά τον χειμώνα δεν εννοεί
ν' απόσχη του αγώνος, αλλά παραμένει εις τα βουνά. Όμοιον είναι και το τεμάχιον,
το όποιον αποτελεί την κατακλείδα του προηγουμένου άσματος του Ολύμπου και του Κισάβου.]
'Ένας αϊτός περήφανος, ένας αϊτός λεβέντης
από την περηφάνεια του κι’ από τη λεβεντιά του,
δεν πάει τα κατώμερα να καλοξεχειμάση,
μον’μένει απάνω 'ς τα βουνά, ψηλά 'ς τα κορφοβούνια.
Κ’ έρρηξε χιόνια 'ς τα βουνά και κρούσταλλα 'ς τους κάμπους,
εμάργωσαν τα νύχια του κ' επέσαν τα φτερά του.
Κι' αγνάντιο βγήκε κ' έκατσε, 'ς ένα ψηλό λιθάρι,
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει.
"Ήλιε, για δε βαρείς κ' εδώ 'ς τούτη την αποσκιούρα,
να λειώσουνε τα κρούσταλλα, να λειώσουνε τα χιόνια,
να γίνη μια άνοιξη καλή, να γίνη καλοκαίρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου,
να ρθούνε τάλλα τα πουλιά και τάλλα μου ταδέρφια".
25
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ
[Τις ο Βασίλης του άσματος τούτου δεν είναι εξηκριθωμένον. Μία παραλλαγή λέγει αυτόν
υιόν παπαδιάς από την Ράψανην της Θεσσαλίας, άλλη πατρίδα του μνημονεύει το Πιρνάρι
της Ποταμιάς παρά την Ελασσώνα, η μεν τον θέλει σύντροφον των Θεσσαλών Μάνταλου
και Μπασδέκη, η δε του Μπουκουβάλα. Εις άλλη πάλιν παραλλαγήν αντί Βασίλη ο κλέφτης
ονομάζεται δια κοινοτέρου ονόματος Δήμος. Ίσως εκ τούτων ηδύνατό τις να εικάση ότι
πρόκειται περί Θεσσαλού κλέφτη των αρχών του παρελθόντος αιώνος. Αλλ' οιοσδήποτε
και αν ήτο, το τραγούδι του μας παρέχει φυσικήν και απέριττον διατύπωσιν των συναισθημάτων,
τα οποία παρώρμων επί της τουρκοκρατίας τους γενναίους άνδρας να προτιμώσι τον ελεύθερον
βίον του κλέφτη εις τα βουνά. Καλλίστη διασκευή του άσματος τούτου είναι το υπό
του Παύλου Λάμπρου ποιηθέν "Μάννα σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω", όπερ
υπελήφθη ως ακραιφνώς δημώδες, εδημοσιεύθη δε κατά πρώτον μεν εν τη συλλογή δημοτικών
ασμάτων του Σπ. Ζαμπελίου και ύστερον πολλάκις].
"Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνης νοικοκύρης,
για ν' αποχτήσης πρόβατα, ζευγάρια κι' αγελάδες,
χωριά κι' αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
-Μάννα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι 'ς τους γερόντους.
Φέρε μου ταλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά 'ς τα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγκους,
να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων,
και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίταις."
Πουρνό φιλεί τη μάννα του, πουρνό ξεπροβοδειέται.
"Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τοις πάχναις!
-Καλό 'ς το τάξιο το παιδί και τάξιο παλληκάρι."
26
Μάννα, μ' έκαταράστηκες, βαρειά κατάρα μου είπες.
"Κλέφτης να βγης, παιδάκι μου, κάμπους, βουνά να τρέχης,
ολημερίς 'ς τον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι,
και 'ς τα γλυκοχαράματα να πιάνης το ταμπούρι".
Να ήσουνα πετροπέρδικα 'ς τα πλάγια του Πετρίλου,
ν' αγνάντευες πώς πολεμάν οι κλέφτες με τους Τούρκους,
ν' αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά απ' τα παλληκάρια.
Ομπρός ξεστρώνει την Τουρκιά με το σπαθί 'ς το χέρι,
κι' απ' τη φωνή του την ψηλή αχολογάει ο τόπος.
"Βαρείτε, παλληκάρια μου, σκοτώνετε τους σκύλους,
ψυχή να μην αφήσουμε οπίσω να γυρίση,
τι έκαμα όρκο φοβερό, Τούρκο να μη σκλαβώσω".
27
[Πολλά κλέφτικα τραγούδια υπόθεσιν έχουν συνάντησιν και ευωχίαν κλεφτών, ολίγα τούτων
αναφέρουν ότι είχον και αιχμάλωτον γυναίκα να τους κερνά να πίνουν, ή ανώνυμον η
άλλως εις άλλα ονομαζομένην. Η επομένη παραλλαγή ποικίλλεται δια του επεισοδίου
του ατυχούς έρωτος κλέφτου προς την αιχμάλωτον.]
Της νύχτας οι αρματωλοί και της αυγής οι κλέφταις
ολονυχτίς κουρσεύανε και την αυγή κοιμώνται,
κοιμώνται 'ς τα ψηλά βουνά και 'ς τους παχιούς τους ήσκιους.
Είχαν αρνιά και ψένανε, κριάρια σουβλισμένα,
είχαν κ' ένα γλυκό κρασί από το μοναστήρι,
είχαν και σκλάβα νέμορφη και τους κερνάει και πίνουν.
"Κέρνα μας, σκλάβα, κέρνα μας γεμάτα τα ποτήρια,
και κείνονε νοπού αγαπάς για διπλοκέρασέ τον,
και 'ς το δικό μου το γυαλί ρήξε σπειρί φαρμάκι,
για ναν το πίνω βράδυ αυγή, αυγή και μεσημέρι,
να κατακάτση ο σεβντάς, σεβντάς πού ‘χω για σένα".
28
Καλώς ανταμωθήκαμε νεμείς οι ντερτιλήδες,
να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας.
Πάλε καλαίς αντάμωσαις, πάλε ν’ ανταμωθούμε,
‘ ς τον Άγιο Λια, 'ς τον πλάτανο, ψηλά 'ς το κρυονέρι,
πόχουν οι κλέφταις σύνοδο κ’ οι καπιταναραίοι,
πόχουν αρνιά και ψένουνε, κριάρια σουγλισμένα,
όπ' έχουν και γλυκό κρασί από το μοναστήρι,
κ’ έχουν την Γκόλφω 'ς το πλευρό και τους κερνάει και πίνουν.
Κι’ ο καπετάνιος τους μιλάει, κι’ ο καπετάνιος λέει,
"Για φάτε, πιέτε, βρε παιδιά, χαρήτε, να χαρούμε
τούτον το χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιος το ξέρει,
για ζούμε, για πεθαίνουμε, για 'ς άλλον κόσμο πάμε".
29
[Το επόμενον άσμα συνέδεσεν ο Κολοκοτρώνης προς ανδραγάθημά του, κατά την εποχήν
που ήτο κλέφτης ‘ς τα βουνά. Το γεγονός διηγείτο ό ίδιος, και την διήγησιν αυτού
κατέγραψεν ο Τερτσέτης, ακούσας παρά γραίας εκ της οικογενείας των Κολοκοτρωναίων.
Έχει ως έξης
"Ήταν Λαμπρή ανήμερα, ήταν ογδοήντα σύντροφοι, και ήτον εις το μεγαλύτερο βουνό
της Πελοποννήσου. Από ημέραις τους είχαν είδηση δωσμένη, ότι θα πάνε αλυσοδεμένους
εκατόν πενήντα ανθρώπους. Εδιαμοίρασα, έλεγεν ο Κολοκοτρώνης, τους μίσους συντρόφους
εις το άλλο βουνό, έβαλα τα καραούλια με μεγάλη πρόβλεψη, δια να κάμωμε τη Λαμπρή
μας ασφαλισμένοι. Εδιαμοιρασθήκαμε λοιπόν και τους είπα: Έ αδελφοί χριστιανοί, να
είμασθε συγκεντρωμένοι, όχι, όχι που μας ονομάζουν οι άρχοντες και το γουναρικό
κλέφταις, να ελευθερώσουμε τους ζωντανούς. Αν θέλετε να μ' ακούσετε, να κρεμάσωμε
τα χαμαλιά μας εις τα έλατά. Αυτά είναι η εκκλησία μας, η Λαμπρή μας, και να ασπασθούμεν
και να ελευθερώσουμε τους αδελφούς μας, που πάνε να τους φυλακίσουν δια παντός εις
τα δεσμά. Απάνω που καθήσαμε να φάμε, είπα πάλε: "Αν είμαστε αδελφοί, να χύσωμε
το αίμα μας δια τους αδελφούς μας. Πρώτα τους ωρμήνευσα μιλητά, έπειτα το έκαμα
και τραγούδι και τους το ετραγούδησα. (Έπεται παραλλαγή του άσματος). Απάνω που
εκόψανε ταρνιά τα ψημένα, ο θεός τους επήγε τους Τούρκους και τους έκτύπησαν, ελαβώθηκε
ένας πρώτος από τα παλληκάρια, εσκοτώθη ένας πρώτος εξάδελφος του Κολοκοτρώνη και
πήραν το κεφάλι του. Έκαμαν πόλεμο. Ήσαν δύο χιλιάδες στρατιώται. Από τους Τούρκους
εσκοτώθησαν ογδοήντα επτά. Μας βοήθησε, έλεγεν ο Κολοκοτρώνης, η Παναγία η Θεοτόκος
και η καθαριότητά μας, όπου επήγαμε να ελευθερώσωμε τους αδελφούς μας".
Λέγων ο Κολοκοτρώνης ότι έκαμεν αυτός το τραγούδι εννόει βεβαίως ότι προσήρμοσε
γνωστόν του άσμα εις την περίστασιν. Διότι παραλλαγαί αυτού αναφέρονται εις άλλους
κλέφταις (τον Δημοτσίο, τον Κώστα), και το αρχικόν άσμα πιθανώτατα υπόθεσαν είχε
την απόσπασιν από τον Χάρον της λείας του. Τον τύπον τούτον διετήρησαν, καθόσον
γνωρίζω, δύο ανέκδοτοι παραλλαγαί (της Κορίνθου και του Ασπροποτάμου), άλλως δε
και της Τρίχας το γεφύρι, το όποιον μνημονεύεται εις τας πλείστας παραλλαγάς, σαφώς
δεικνύει την αρχήν του άσματος, αφού το γεφύρι τοϋτο κατά τας δημώδεις δοξασίας
είναι εις τον Κάτω Κόσμον.]
Της νύχτας οι αρματωλοί και της αυγής οι κλέφταις
ολονυχτίς κουρσεύανε και ταις αυγαίς κοιμώνται.
Κοιμώνται 'ς τα δασά κλαριά και 'ς τους παχιούς τους ήσκιους.
Είχαν αρνιά και ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα,
μα είχαν κ' ένα γλυκό κρασί, που πίν' τα παλληκάρια.
Κ’ ένας τον άλλον έλεγαν, κ' ένας τον άλλον λέει.
"Καλά τρώμε και πίνουμε και λιανοτραγουδάμε,
δεν κάνουμε κ’ ένα καλό, καλό για την ψυχήν μας;
-ο κόσμος φκειάνουν εκκλησιαίς, φκειάνουν και μοναστήρια,
- να πάμε να φυλάξουμε 'ς της Τρίχας το γεφύρι,
που θα πέραση ο βόιβοντας με τους αλυσωμένους
-να κόψουμε τους άλυσους να βγουν οι σκλαβωμένοι,
να βγη της χήρας το παιδί, π' άλλο παίδι δεν έχει,
π' αυτή το χει μονάκριβο 'ς τον κόσμο ξακουσμένο".
30
Ανάθεμά τα τα βουνά με το ζακόνι πόχουν,
το καλοκαίρι κίτρινα και το χειμώνα μαύρα,
και την πικρή την άνοιξη πολύ ροδαμισμένα.
Κανένας δεν τα χάρηκε μεσ’ 'ς τον απάνω κόσμο,
η κλεφτουριά τα χαίρεται και τα μικρά κλεφτόπλα.
Πηδάνε, παίζουν και γλεντάν και ρήνουν 'ς το σημάδι,
γυρίζουν και 'ς τη σούγλα τους τα παχουλά τα κριάρια,
ποκεί οι Τούρκοι δεν πατάν, φοβούνται τα κλεφτόπλα,
31
Χορεύουν τα κλεφτόπουλα, γλεντάνε τα καϊμένα,
κ' ένα μικρό κλεφτόπουλο δεν παίζει, δε χορεύει,
μόν' τάρματα συγύραγε και το σπαθί τροχάει.
"Τουφέκι μου περήφανο, σπαθί μου παινεμένο,
πολλαίς φοραίς με γλύτωσες, βόηθα και τούτ' την ώρα,
να σ' ασημώσω μάλαμα να σε σμαλτώσω ασήμι".
32
[Ο κλέφτης, ο εξαίρων τον βίον αυτού, τον ανυψούντα το φρόνημα και αποκαθιστώντα
αυτόν ελεύθερον, πρόσφορον δε προς ανάδειξιν πολεμικών αρετών, δεν αποκρύπτει ότι
ο τοιούτος βίος είναι τραχύτατος και ότι πρέπει πολλήν να έχη καρτερίαν και αντοχήν
προς τας ταλαιπωρίας ο ασπαζόμενος αυτόν. Την σκιεράν όψιν του βίου των κλεφτών
εξεικονίζει το προκείμενον άσμα].
Παιδιά, σαν θέτε λεβεντιά και κλέφταις να γενήτε,
νεμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω
της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια.
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφταις!
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε,
ολημερίς 'ς τον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι.
Δώδεκα χρόνους έκαμα 'ς τους κλέφταις καπετάνιος.
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα σε στρώμα,
τον ύπνο δεν έχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα,
το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα,
και το καριοφιλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο.
33
Πού 'σουν, περιστερούλα μου, τόσον καιρό που λείπεις;
-Πήγα να μάσω λάχανα με τάλλα τα κορίτσια,
και οι κλέφταις μας αγνάντευαν από ψηλά λημέρια.
"Κορίτσια μαυρομάτικα και γαϊτανοφρυδάτα,
για ελάτε 'ς το λημέρι μας δυο λόγια να σας πούμε.
Μην είναι Τούρκοι 'ς το χωριό, μην είναι κι’ Αρβανίταις;
-Εμείς εβγήκαμε ταχιά μέσ' από το χωριό μας,
δεν ξέρουμε, δεν είδαμε κι' αν είναι κι’ αν δεν είναι».
Σαράντα κλέφταις ήτανε τριγύρω ξαπλωμένοι,
κ' ένα μικρό κλεφτόπουλο, ντυμένο 'ς το χρυσάφι,
απίδια μας εφίλεψε και κρύο νερ' απ’ τη βρύση.
"Σύρτε, κορίτσια, 'ς το καλό κι' ανθρώπου μην το πήτε».
34
ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΜΗ
[Ο κλέφτης Βαρλάμης, τον οποίον με τόσον πλαστικήν εικόνα παρουσιάζει το κατωτέρω
άσμα, είναι άγνωστος άλλοθεν].
Τρία πλάτανα, τα τρία αράδα αράδα,
κ' ένας πλάτανος παχύν ήσκιον οπόχει!
'Σ τα κλωνάρια του σπαθιά ναι κρεμασμένα,
και 'ς τη ρίζα του τουφέκια ακουμπισμένα,
κι' αποκάτω του ο Βαρλάμης ξαπλωμένος.
35
Παιδιά, πήρ' ο χινόπωρος, παιδιά, πήρ' ο χειμώνας,
πέσαν τα φύλλ’ απ' τα κλαριά, ξεσκιώσαν τα λημέρια.
Παιδιά μου να σκορπίσουμε, να γίνουμε μπουλούκια,
πιάστε τους φίλους τους πιστούς και τους πιστούς κουμπάρους,
παιδιά μ', να ξεχειμάσουμε και τούτον το χειμώνα.
36
Θέλετε δέντρα ανθήσετε, θέλετε μαραθήτε,
'ς τον ήσκιο σας δεν κάθουμαι, μαϊδέ και 'ς το δροσιό σας,
μόν' καρτερώ την άνοιξη, τόμορφο καλοκαίρι,
ν’ ανοίξη ο γαύρος και γη οξυά, να σκιώσουν τα λημέρια,
να βγουν οι βλάχοι 'ς τα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλαις,
να ζώσω το σπαθάκι μου, να πάρω το τουφέκι,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια,
να βγώ 'ς της Γούρας τα βουνά, 'ς τα κλέφτικα λημέρια,
για να σουρίξω κλέφτικα λημέρι σε λημέρι,
να μάσω τα μπουλούκια μου που τά χω σκορπισμένα,
να πάμε να πατήσουμε ναυτά τα τουρκοχώρια,
να κλάψουν μάνναις για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες.
37
Έχετε γεια ψηλά βουνά και κάμποι με τα ρόδα,
δροσιαίς με τα χαράματα, νύχτες με το φεγγάρι,
και σεις, μωρέ κλεφτόπουλα, που είσαστε παλληκάρια,
δε σας τρομάζει ο πόλεμος πηδάτε σα λιοντάρια.
38
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ
Γέρασα o μαύρος γέρασα, δε μπορώ 'α περπατήσω,
δε μπορώ 'ά σύρω τάρματα, τα γέρημα τσαπράζια,
τοις πέντε αράδες τα κουμπιά, τα φλωροκαπνισμένα.
Τουφέκι μου περήφανο, πιστόλια πέρα πέρα,
και συ σπαθί μου διμισκί με τη χρυσή τη χούφτα,
δεν πρέπεστε για κρέμασμα, κι' ουδέ για το παζάρι,
μόν πρέπεστε για λεβεντιά και για λιανή μεσούλα.
39
ΤΟΥ ΛΑΒΩΜΕΝΟΥ ΚΛΕΦΤΗ
Φάτε και πιέτε, βρε παιδιά, χαρήτε να χαρούμε,
κ' εγώ δεν έχω τίποτε παρά είμαι λαβωμένος.
Πικρή που είναι η λαβωματιά, φαρμακερό είν' το βόλι!
Για πάρτε με και σύρτε με ψηλά 'ς τον άη Θανάση,
που ναι τα δέντρα τα δασιά με τους παχείς τους ήσκιους.
Κόφτε κλαριά και στρώστε μου, κλαριά να με σκεπάστε,
και 'ς τη δεξιά μου τη μεριά ν' αφήστε παρεθύρι,
να μπαιζοβγαίνη το πουλί, να φέρνη τα χαμπέρια.
40
ΤΟΥ ΛΑΒΩΜΕΝΟΥ ΚΛΕΦΤΗ
Κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε, κλαίνε τα κλαριά,
κλαίνε και τα λημέρια που λημέριαζα,
κλαίνε τα μονοπάτια που περπάταγα,
κλαίνε κ' οι κρυοβρυσούλαις πόπινα νερό,
κλαίνε και τα μετόχια πόπαιρνα ψωμί,
κλαίνε τα μοναστήρια πόπινα κρασί.
Φαρμάκι το μολύβι κ' η λαβωματιά,
τα μάτια μου σβησμένα κι' όλο μ' το κορμί,
'ς την ερημιά μονάχος, δίχως συντροφιά,
θεριά θενά με φάνε και τάγρια πουλιά.
41
Ταντρειωμένου τάρματα δεν πρέπει να πουλειώνται,
μον' πρέπει τους 'ς την εκκλησιά κ' εκεί να λειτουργειώνται,
πρέπει να κρέμωνται ψηλά 'ς αραχνιασμένο πύργο,
να τρώη η σκουριά το σίδερο κ' ή γη τον αντρειωμένο.
42
[ο κλέφτης αποβλέπει μεν μετ' αδιαφορίας προς τον θάνατον, αλλ' ουδέν ήττον μετά
πόνου αναλογίζεται, οπόσον βαρύ θα είναι το πλήγμα εις τους οικείους του και προπάντων
εις την μητέρα του. Το συναίσθημα δε τούτο εκφράζει το επόμενον άσμα, του οποίου
παραλλαγαί τινες έχουσι τον τύπον μοιρολογίου εις αποθανόντα εν τη ξενιτεία. Οι
σύντροφοι, αίτνες θα κομίσουν το θλιθερόν άγγελμα πρέπει μετά πολλής προφυλάξεως
να το ανακοινώσουν, προπαρασκευάζοντες τους οικείους εις το άκουσμα, όπως μη δεινοτέρα
φανή εις αυτούς η συμφορά, αν αιφνιδίως την μάθουν],
Παιδιά Μοραϊτόπουλα και σεις 'Ρουμελιωτάκια,
μα το ψωμί που φάγαμε, μα την άδερφοσύνη,
περάστε από τον τόπο μου κι' από τους εδικούς μου.
Και να μην μπήτε 'ς το χωριό με νήλιο με φεγγάρι,
ντουφέκια να μη ρίξετε, τραγούδια να μην πήτε,
και σας ακούση η μάννα μου, κ' η δόλια γη αδελφή μου.
Κι' α ρθούν και σας ρωτήσουνε, πρώτη φορά μην πήτε,
κι' α σας διπλορωτήσουνε και δεύτερη και τρίτη,
μην πήτε πως σκοτώθηκα να μην κακοκαρδίσουν,
μόν' πήτε πως παντρεύτηκα νεδώ 'ς αυτά τα μέρη,
πήρα την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γης γυναίκα,
κι' αυτά τα λιανολίθαρα, αδέρφια και ξαδέρφια.
43
ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ ΤΟ ΚΙΒΟΥΡΙ
[Ως διηγείται το ακριτικόν έπος. ο Διγενής Ακρίτης, αισθανόμενος προσεγγίζοντα τον
θάνατον, έκτισεν ο ίδιος παρά τον Ευφράτην πανώραιον τάφον και κιβούριν του θανάτου
εκ λευκού μαρμάρου, δια ν' αποτεθή το σώμα του. Και οι συνεχίζοντες τας ακριτικάς
παραδόσεις κλέφταις, θνήσκοντες μεν εν τη μάχη παραγγέλλουν εις τους συντρόφους
των να πάρουν το κεφάλι τους, δια να μη πέση εις χείρας των εχθρών, εκτός δε της
μάχης φροντίζουν περί της κατασκευής τάφου καταλλήλου δια να διατηρούν και νεκροί
τας αναμνήσεις του πολεμικού βίου και μη διακόψουν την άμεσον συνάφειαν προς την
ζωήν και την περιβάλλουσαν αυτούς φύσιν, διότι φαντάζονται τον θάνατον ως ουδέν
άλλο ή σκιώδη ανάκλαοιν της ζωής. Το άσμα εν τω οποίω διατυπώνονται τοιαΰται ιδέαι
φαίνεται παλαιότερον της χρήσεως των πυροβόλων όπλων, ως συνάγεται εξ ενός στίχου
διατηρηθέντος είς τινας μόνον παραλλαγάς, όπου κύριον όπλον του πολεμιστοΰ αναφέρεται
το κοντάρι. Αλλ' ίσως είναι και των ακριτικών χρόνων προγενέστερον, και τακριτικά
άσματα, τα οποία ηκολούθησαν οι διασκευασταί του έπους, καθώς και τα κλέφτικα εμιμήθησαν
αρχαιότερον μοιρολόγιον του αυτού θέματος, εκφράζον ως υστάτην θέλησιν του νεκρού
την κατασκευήν μαρμάρινου πολυτελούς τάφου, εξ ου να δύναται να επικοινωνή ούτος
προς την ζωήν. Εις το πόρισμα τούτο καθοδηγούν αι παραλλαγαί του άσματος, διακρινόμενοι
εις τέσσαρας τύπους, Α' Εις το μοιρολόγιον περί του τάφου αγάμου ή ανδρός καταλείποντος
χήραν νέαν γυναίκα. Β' Εις όμοιον περί του τάφου κόρης. Γ' Εις το άσμα περί των
τελευταίων παραγγελιών του Δήμου Μπουκουβάλα, κλέφτου θανόντος κατά τας αρχάς του
παρελθόντος αιώνος. Ούτος δε φαίνεται ότι είναι ο νεώτατος τύπος. Μέρη του άσματος
είναι συμπεφυρμένα και μέ τινας παραλλαγάς ετέρου άσματος περί του λαβωμένου κλέφτη].
Ο ήλιος εβασίλευε κι' ο Δήμος παραγγέλνει:
Σύρτε, παιδιά μου, 'ς το νερό, ψωμί να φάτ' απόψε,
και συ Λαμπράκη μ' ανιψιέ, έλα κάτσε κοντά μου,
να σου χαρίσω τ' άρματα, να γένης καπετάνος.
Παιδιά μου μη μ' αφήνετε 'ς τον έρημο τον τόπο,
για πάρτε με και σύρτε με ψηλά 'ς την κρύα βρύση,
που ναι τα δέντρα τα δασιά, τα πυκναραδιασμένα.
Κόψτε κλαδιά και στρώστε μου και βάλτε με να κάτσω,
και φέρτε τον πνευματικό να με ξομολογήση,
για να του πω τα κρίματα, όσά χω καμωμένα
δώδεκα χρόνια άρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης.
Και βγάλτε τα χαντζάρια σας, φκειάστε μ' ωριό κιβούρι
να ναι πλατύ για τάρματα, μακρύ για το κοντάρι.
Και 'ς τη δεξιά μου τη μεριά ν' αφήστε παραθύρι,
να μπαίνη ο ήλιος το πρωί και το δροσιό το βράδυ,
να μπανοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης ταηδόνια,
και να περνούν οι γέμορφαις, να με καλημεράνε.
44
[Ο θνήσκων πολεμιστής του κατωτέρω άσματος δεν είναι γνωστός τις και ονομαστός κλέφτης.
Μία παραλλαγή τον ονομάζει Βέβρον άλλη Δήμον, άλλη Γιαννάκην, εις την μίαν χαρακτηρίζεται
αορίστως ως ξένος και εις τας περισσοτέρας λέγεται Τούρκος μπέης. Εις τας τελευταίας
το γύρισμα του τραγουδιού ("λεβέντη Κωσταντή" ή "μωρ' Κωσταντή") εγείρει την υπόνοιαν
μη πρόκειται περί πρωτοτύπου εξυμνήσεως ανδραγαθίας κλέφτου τινός Κωσταντή διά της
περιγραφής των τελευταίων στιγμών μπέη υπ' αυτού τραυματισθέντος. Αλλά και ο τόπος
ένθα υπόκειται η σκηνή ποικίλλει εις τας διαφόρους παραλλαγάς. Εις την πεδιάδα του
Αξιού (του Βαρδαριού τον κάμπο), την πεδιάδα της Βουλγαριάς, της Λεβαδιάς, του Φονιά
καί τινα πεδιάδα της Ηπείρου, αορίστως υποδεικνυομένην. Εκ τούτου φαίνεται ότι το
ουσιώδες εις το άσμα δεν είναι το όνομα του πολεμιστού, ούτε ο τόπος, αλλ' η συνομιλία
του θνήσκοντος με τον ίππον του, εις το θέμα δε τούτο προσηρμόσθησαν τα ονόματα
διαφόρων ανδρών υπαρκτών ή ανυπάρκτων. Κατάδηλον γίνεται τούτο εν ηπειρωτική παραλλαγή,
εις την οποίαν η διασκευή είναι ατεχνοτέρα και όπου ο λόγος είναι περί της δολοφονίας
χριστιανού τινος Γιαννάκη εις το Μπόμποβον υπό Αλβανών της Παραμυθίας.
Η δε συνομιλία του ιππέως και του ίππου είναι μυθικόν στοιχείον, το οποίον ευρίσκομεν
εις τάσματα και τας παραδόσεις πλείστων λαών. Ο ίππος δεν είναι απλώς το ευγενέστατον
και νοημονέστατον των κατοικιδίων ζώων, επιβάλλον δια την ρώμην και το παράστημα
αυτού, αλλά και ο πιστός σύντροφος του πολεμιστού και πολυτιμότατος βοηθός αυτού,
ον εφαντάζετο συμμεριζόμενον τας χαράς, τας θλίψεις και την δόξαν του. Ο ίππος του
ήρωος έχει υπερφυσικά χαρίσματα, ομιλεί, προλέγει τον θάνατον ή τους κινδύνους του
κυρίου του, παρέχει συνετάς συμβουλάς, μετέχει τρόπον τινά θείας φύσεως. Παλαιότατον
και τελειότατον πρότυπον τοιούτων παραστάσεων είναι ο διάλογος του Αχιλλέως και
των ίππων αυτού Ξάνθου και Βαλίου εν τη Ιλιάδι. Εν τοις ιστορικοίς χρόνοις διεπλάσθησαν
οι μύθοι περί του ίππου του Αλεξάνδρου Βουκεφάλα και περί του βροτόποδος ίππου του
Ιουλίου Καίσαρος. Εις το νεώτερον ινδικόν έπος την Ραμαϊάναν τοιούτος θαυμάσιος
ίππος είναι ο του ήρωος Ρανάνα, και παρά τω Πέρση ποιητή Φιρδούση ο ίππος του 'Ρουστέμ.
Και εις την Έδδαν των Σκανδιναυών μνημονεύονται ίπποι ηρώων ομιλούντες, καθώς και
εις σουηδικά και δανικά άσματα, εις μεσαιωνικά γερμανικά και γαλλικά ποιήματα, εις
ρωσικά επικά ποιήματα και σερβικά δημοτικά άσματα, και εις ουγκρικά άσματα και παραδόσεις.
Εις τα ημέτερα δε ακριτικά άσματα συχνότατα αναφέρονται τοιούτοι ίπποι, και απηχήσεις
εκ των ακριτικών ασμάτων ευρίσκονται και εις την άλλην ημών δημώδη ποίησιν. Παράδειγμα
τούτου είναι και το προκείμενον άσμα.]
Κάτου ‘ς του Φονιά τον κάμπο
και 'ς της θάλασσας τον άμμο,
‘ς ένα δέντρο φουντωμένο,
μπέης ήταν ξαπλωμένος,
κ' είχε τάτι του δεμένο,
και βαριά σιδερωμένο.
Βρόνταγε τα πέταλα του,
κ' έσκουζε για τον αγά του.
"Σήκω απάνου, αφέντη μπέη,
σε γυρεύουν 'ς το σεφέρι,
τι σκουριάσουν τάρματά σου,
και τασημοχάντζαρά σου.
-Δεν μπορώ, καϊμένε γρίβα,
γιατί μ’ έχουν λαβωμένο,
'ς την καρδιά πιτυχημένο.
Σύρε, σκάψε με τα νύχια,
με ταργυροπέταλά σου,
τραύηξέ με με τα δόντια,
ρήξε με μέσα 'ς το χώμα.
Έπαρε και τάρματά μου,
δώσε τα 'ς τα γονικά μου.
Έπαρε και το μαντήλι,
το χρυσό το δαχτυλίδι,
να τα πάγης της καλής μου,
να με κλαίη όταν τα βλέπη.»
45
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ
[Ο κλέφτης, του οποίου αναφέρει τον θάνατον το κατωτέρω τραγούδι, είναι άγνωστος.
Πιθανώς είναι ο Κώστας Καφρίτσας, κλέφτης των Αγράφων, ζήσας κατά τας αρχάς του
παρελθόντος αιώνος. Αλλά το όνομα του κλέφτου δεν είναι το αυτό εις τας δύο μόνον
φερομένας παραλλαγάς- η ετέρα τον ονομάζει Μήτσο.]
Σηκώνομαι μια χαραυγή, μαύρος από τον ύπνο,
παίρνω νερό και νίβομαι, μαντήλι και σφουγγειώμαι,
ακούω τα δέντρα και βογγούν και ταις οξυαίς και τρίζουν,
και τα λημέρια των κλεφτών και βαριαναστενάζουν.
"Έκατσα και τα ρώτησα γλυκά σαν τη μητέρα.
"Τι έχετε οξυαίς που χλίβεστε, λημέρια που βογγάτε;"
Κ' εκείνα μ' αποκρίθηκαν βαριαναστεναγμένα.
"Εχάσαμε την κλεφτουριά και το λεβέντη Κώστα,
οπού χε δώδεκα αδερφούς και τριανταδυό ξαδέρφια,
πού φερνε σκλάβαις παπαδιαίς με τοις παπαδοπούλαις,
πού φέρνε και τοις μπέΐσσαις μ' αυταίς τοις μπεϊοπούλαις."
46
[Αι παραλλαγαί του επομένου άσματος έχουν διαφορετικόν γύρισμα εκάστη (οίον, Ελένη
μου, Ελένη, Ελένη φιλημένη κτλ. - κάτω μπιρπίλι μου η πέρδικα, γεια σου, μωρή Βλάχα
μου. - Δέσπω βραχούλα μ' - Δέσπω του Λιακατά κ.τ.τ.). Το τελευταίον αν μη και το
προηγούμενον, αναφέρεται εις την θυγατέρα του καπετάνιου της Αρτοτίνας της Δωρίδας
Νίκου Λιακατά, αγαπητικήν του αρματωλοΰ της Βουνιχώρας Αλικούρη.]
Παίρνουν ν' ανθίσουν τα κλαριά κ' η πάχνη δεν τ' αφήνει,
θέλω κ' εγώ να σ' αρνηθώ και δε μ' αφήνει ο πόνος.
Σαν παίρνης τον κατήφορο, την άκρη το ποτάμι,
με το πλατύ πουκάμισο, με τάσπρο σου ποδάρι,
χαμήλωσε την μπόλια σου και σκέπασε τα φρύδια,
να μη φανούνε τα φιλιά, να μη σε καταλάβουν,
και σε ζηλέψουν τα πουλιά, της άνοιξης ταηδόνια.
Σύρε να ειπής της μάννας σου, να μη σε καταρειέται,
τι θα την κάμω πεθερά, τι θα την κάμω μάννα.
Άιντε και βάνε τάρματα, κ' έλα 'ς την Κρύα Βρύση,
να περπατάμε 'ς τα βουνά, 'ς της Λιάκουρας τα χιόνια,
να σαι τς αυγούλας η δροσιά και του Μαγιού η πάχνη,
και μέσα 'ς το λημέρι μου να λάμπης σαν την Πούλια.
47
ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ
[Του Κίτσου το τραγούδι είναι κοινότατον πολλαχού της Ελλάδος και αγαπητόν, αλλά
τίποτε σχεδόν δεν ηξεύρομεν περί του κλέφτου αυτού ή περί των χρόνων, καθ' ους έζησεν.
Εκ μιας παραλλαγής φαίνεται ότι ήτο κλέφτης του Βάλτου και του Ξηρομέρου της Ακαρνανίας,
εξ άλλου δε άσματος μανθάνομεν ότι το τέλος αυτού ήτο διάφορον, ότι δεν εκρεμάσθη
υπό των Τούρκων, αλλ' επιστρέφων εκ μάχης, εις την οποίαν εφονεύθησαν ο αδελφός
του και πέντε παλληκάρια του, ετραυματίσθη θανασίμως κατά την εις Άγραφα οδόν υπό
ενεδρευόντων εχθρών. - Νεώτεραι διασκευαί του άσματος προσηρμόσθησαν εις ληστάς
ή φυλακισμένους.]
Του Κίτσου η μάννα κάθουνταν 'ς την άκρη 'ς το ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
"Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, 'ς τα κλέφτικα λημέρια,
πόχουν οι κλέφταις σύνοδο κι' όλοι οι καπεταναίοι."
Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και πάν να τον κρεμάσουν,
χίλιοι τον πάν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω,
κι’ ολοξοπίσω πάγαινε νη δόλια του η μαννούλα.
"Κίτσο μου, που είναι τάρματα, που τα χεις τα τσαπράζια,
τοις πέντε αράδαις τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;
-Μάννα λωλή, μάννα τρελλη, μάννα ξεμυαλισμένη,
μάννα, δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου,
μόν' κλαις τάρημα τάρματα, τάρημα τα τσαπράζια;"
48
ΤΟΥ ΛΙΒΙΝΗ
(1685)
[Κατά το δεύτερον έτος του ενετοτουρκικού πολέμου (1685) επαναστατήσαντες ηνώθησαν
μετά των Ενετών αρματωλοί τινες της Στερεάς Ελλάδος, εν οις και ο εκ Καρπενισίου
Λίβινης. Ούτος κατενίκησε μεν τους Τούρκους, συγκροτήσας μάχην εν τω άνωθεν του
χωρίου Γόλιανης του δήμου Καρπενισίων λόφω, όστις έκτοτε ονομάζεται του Λίβινη,
αλλά μικρώ ύστερον καταδιωκόμενος υπό των Τούρκων της Ευρυτανίας και της Φθιώτιδος
έπεσεν εν Αραχώβη του δήμου Παρακαμπυλίων της Ευρυτανίας. Το προκείμενον άσμα αναφέρει
τας τελευταίας θελήσεις αυτού, διατάσσοντος να παραδοθούν τα όπλα του εις τον ανήλικον
υιόν του, ότε ηβήσας θα δύναται να φέρη και να τίμηση αυτά.]
Τρία μεγάλα σύγνεφα 'ς το Καρπενίσι πάνε,
τό να φέρνει αστραπόβροντα, τάλλο χαλαζοβρόχια,
το τρίτο το μαυρύτερο μαντάτα του Λιβίνη.
"Σε σένα, Μήτρο μου γαμπρέ, Σταθούλα ψυχογιέ μου,
αφήνω τη γυναίκα μου, το δόλιο μου το Γιώργη,
που ναι μικρός για φαμελιά κι' άπ' άρματα δεν ξέρει.
Και σα διαβή τα δεκαννιά και γίνη παλληκάρι,
ελάτε να ξεθάψετε τα δόλια τάρματά μου,
που τά χωσα 'ς την εκκλησιά, μέσα 'ς το άγιο βήμα,
να μη τα πάρουν τα σκυλιά κι' ο Τουρκοκωσταντάκης."
49
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΗΛΙΟΝΗ
(περί το 1750)
[Ο Χρήστος Μηλιόνης, οπλαρχηγός εκ Δωρίδος, συντροφεύσας με τον οπλαρχηγόν του Βάλτου
Μήτρον Τσεκούραν, εισέβαλεν εις την Άρταν και απήγαγεν εκείθεν τον καδήν και δύο
αγάδες, παρ' ων εζήτει λύτρα όπως τους ελευθερώση. Σφόδρα ταραχθείς δια το τόλμημα
τούτο ο μουσελίμης της Άρτης, ήτοι ο επίτροπος του πασά, ηξίωσε παρά του Έλληνος
προεστώτος Μαυρομάτη και του δερβέναγα Μουχτάρ Κλεισούρα να θανατώσωσι τον Μηλιόνην.
Ούτοι δε ανέθεσαν το έργον εις τον Αλβανόν Σουλεϊμάνην, όστις βλάμης ων του Μηλιόνη,
ηδύνατο να πλησιάση αυτόν, χωρίς να διεγείρη υπόνοιαν. Αλλ' ο Σουλεϊμάνης, ότε μετ'
ολίγον χρόνον συνήντησε τον παλαιόν φίλον του εις το χωρίον Αλμυρόν του Βάλτου και
συνευωχήθη μετ' αυτού εκεί, έκρινεν άτιμον να τον δολοφονήση προδοτικώς και επροτίμησε
να τω αποκαλύψη ειλικρινώς τον σκοπόν της αποστολής του, τον προοεκάλεσε δε να παραδοθή
εκουσίως. Ο Μηλιόνης ηρνήθη, συνεπλάκησαν δια των όπλων και κατά μοιραίαν σύμπτωσιν
εφονεύθησαν και οι δύο. Ο Μηλιόνης έζη περί τα μέσα του ΙΗ' αιώνος, ως συνάγεται
εκ της σωζόμενης εν τω μουσείω της εν Αθήναις Ιστορικής εταιρείας σφραγίδος αυτού,
ήτις (φέρει χρονολογίαν 1744]
Τρία πουλάκια κάθονται ‘ς τη ράχη 'ς το λημέρι,
τό να τηράει τον Αρμυρό, τάλλο κατά το Βάλτο,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει,
Κύριε μου, τι να γίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιόνης;
Ουδέ 'ς το Βάλτο φάνηκε, ουδέ 'ς την Κρύα βρύση.
Μας είπαν πέρα πέρασε κ’ επήγε προς την Άρτα,
κ' επήρε σκλάβο τον κατή μαζί με δύο αγάδες.
Κι' ο μουσελίμης τ' άκουσε, βαριά του κακοφάνη,
Το Μαυρομάτη νέκραξε και το Μουχτάρ Κλεισούρα.
«Εσείς, αν θέλετε ψωμί, αν θέλετε πρωτάτα,
το Χρήστο να σκοτώσετε, τον καπετάν Μηλιόνη.
Τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μόστειλε φερμάνι.»
Παρασκευή ξημέρωσε, ποτέ να μη είχε φέξη!
κί' ο Σουλεϊμάνης στάλθηκε να πάγη να τον εύρη.
'Στον Αρμυρό τον έφτασε κι' ως φίλοι φιληθήκαν.
Ολονυχτίς επίνανε όσο να ξημερώση.
Και όταν έφεξε η αυγή πέρασαν 'ς τα λημέρια.
Κι' ο Σουλεϊμάνης φώναξε του καπετάν Μηλιόνη,
"Χρήστο, σε θέλει ο βασιλιάς, σε θέλουν κ' οι αγάδες.
-Όσο 'ν' ο Χρήστος ζωντανός Τούρκους δεν προσκυνάει."
Με το τουφέκι τρέξανε ο ένας να φάη τον άλλο.
Φωτιάν εδώσαν 'ς τη φωτιά, κ’ έπεσαν εις τον τόπο.
50
ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ
[Ο Γιάννης Μπουκουβάλας, ο γενάρχης της ακαρνανικής οικογενείας των Μπουκουβαλαίων,
ανεδείχθη περί τα μέσα του ΙΗ' αιώνος ως επιτυχώς αντιταχθείς και προστατεύσας ελληνικάς
κοινότητας της Ακαρνανίας και των Αγράφων κατά των ληστρικών επιδρομών της αλβανικής
φάρας των Μετσιοχουσάτων (η Μουσουχουσαίων). Η φάρα αύτη, εις ην ανήκε και ο διαβόητος
Αλή πασάς, λαβούσα το όνομα από του προπάππου τούτου Μουσταφά ή Μέτσιο Χούσο (υιού
του Χούσο), ζήσαντος περί τα τέλη του ΙΖ' και τας αρχάς του ΙΗ' αιώνος, ισχυράς
ληστρικάς συμμορίας καταρτίζουσα, δεν περιωρίζετο εις την λήστευσιν και καταδυνάστευσιν
των πλησίον του Τεπελενίου χωρίων, αλλ’ επεξέτεινε τας επιδρομάς αυτής και πέραν
των ηπειρωτικών συνόρων. Ουχί δ' άπαξ συνεκρούσθη προς την αρματωλικήν οικογένειαν
των Μπουκουβαλαίων, ως συνάγεται εκ διαφόρων δημοτικών ασμάτων τούτου δ' ένεκα και
ο Αλή πασάς έτρεφε μίσος κατά πάντων των μελών της οικογενείας ταύτης. Περιφανεστέρα
πασών των συγκρούσεων τούτων φαίνεται ότι εθεωρείτο η παρά το Κεράσοβον (άγνωστον
αν το Κεράσοβον του Μεσολογγίου ή το των Αγράφων), την οποίαν εξυμνεί το επόμενον
άσμα. - Ο Γιάννης Μπουκουβάλας μετέσχε και της επαναστάσεως του 1769, καταφυγών
μετά την καταστολήν ταύτης εις Ρωσίαν.]
Τι νά ναι ο αχός που γίνεται κ' η ταραχή η μεγάλη,
'ς τη μέση 'ς το Κεράσοβο και 'ς τη μεγάλη χώρα;
Ο Μπουκουβάλας πολεμάει με τους Μουσουχουσαίους.
Πέφτουν τα βόλια σα βροχή, και τα βουνά βογγάνε.
Κ' ένα πουλάκι φώναξε ναπό ψηλό κλαράκι.
"Πάψε, Γιάννη μ', τον πόλεμο, πάψε και το τουφέκι,
να κατακάτση ο κουρνιαχτός, να σηκωθή η αντάρα,
να μετρηθή κ' η κλεφτουριά, να μετρηθή τασκέρι."
Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φοραίς και λείπουν πεντακόσιοι,
μετριούνται τα κλεφτόπουλα και λείπουν τρεις λεβένταις.
51
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑΝΤΑΡΑ
[Ο Κώστας Ζαχαρίας, ο επιλεγόμενος Κωσταντάρας, ήτο γυναικάδελφος του αρματωλού
Βρικόλακα, διεδέχθη δ' αυτόν εις το αρματωλίκι των Σαλόνων, της Δωρίδος και του
Μαλανδρίνου κατά το 1740. Απέθανε φυσικόν θάνατον κατά το 1755.]
Εγέρασα, μωρέ παιδιά, 'ς τους κλέφταις καπετάνιος,
τριάντα χρόνια αρματωλός, πενήντα χρόνια κλέφτης.
Θέλω ν’ αφήοω την κλεψιά, καλόγερος να γένω,
καλόγερος και γούυενος και ρασοτυλιμένος.
Δέκα χωριά νεχάλασα, τα ξαναφκειάνω πάλε,
δυο μοναστήρια χάλασα τα ξαναχτίζω πίσω.
Και σας χαρίζω τάρματα μαζί με την ευχή μου.
Να ρήνω και 'ς το θυμιατό μπαρούτι αντίς λιβάνι,
να μου θυμάη τον πόλευο, τα περασμένα νιάτα,
σεις να χαλάτε την Τουρκιά, κ' εγώ να σας σχωράω.
52
ΤΟΥ ΒΛΑΧΟΘΑΝΑΣΗ
[Ο Μήτρος Βλαχοθανάσης, εκ Βουνιχώρας της Φωκίδος, ήτο ονομαστός αρματωλός κατά
τα μέσα του ΙΗ' αιώνος. Ο διάσημος Ανδρίτσος, ο πατήρ του Οδυσσέως, ήτο κατά την
νεότητά του πρωτοπαλλήκαρον αυτού. Κατά το 1771, οτε ο Βλαχοθανάσης υπέργηρως ων
είχεν αποφασίση να μεταβάλη βίον "για να πεθάνη ήσυχος 'ς τα χώματα του", ο Ανδρίτσος
μελετών επίθεσιν κατά του Μουχτάρ πασά της Ναυπάκτου, και γινώσκων οπόσον πολύτιμος
σύντροφος θα ήτο ο γέρων ψυχοπατέρας του, τον έπεισε να μετάσχη του αγώνος. Προ
της Ναυπάκτου συνεπλάκησαν οι κλέφταις προς τον Μουχτάρ, ισχυροτάτας έχοντα δυνάμεις.
Η μάχη διήρκει επί πολλάς ώρας, ότε ο γηραιός Βλαχοθανάσης ώρμησε με το ξίφος προς
το κέντρον των εχθρών. Καίτοι δ' επληγώθη εις την χείρα και τον λαιμόν, επροχώρει,
παρακολουθούμενος υπό του Γιάννη Ξυλικιώτη, αλλά τραυματισθέντος καιρίως και τούτου,
στραφείς όπως θοηθήση αυτόν, επληγώθη θανασίμως εις την κεφαλήν, και πίπτων παρεκάλει
τους συντρόφους του να του πάρουν το κεφάλι. Ώρμησαν ούτοι όπως αποκομίσωσι τους
νεκρούς και δεινός συνήφθη αγών, ότε προσδραμάντος εις επικουρίαν των Τούρκων του
δερβέναγα της Ναυπάκτου Μητσομπόνου, μετά πολλών ανδρών, ηναγκάσθησαν ν' αποχωρήσωσι,
καταλιπόντες τους νεκρούς. Αι κεφαλαί αυτών απεκόπησαν υπό των Τούρκων και περιήχθησαν
ύστερον προς επίδειξιν εις την Ναύπακτον και τα πέριξ, παρεδόθησαν δε τελευταίον
εις τον μπέην των Σαλώνων.]
Τρία πουλάκια κάθονται ψηλά 'ς τη Βουνιχώρα,
το να τηράει τη Λιάκουρα, και τάλλο την Κωστάρτσα,
το τρίτο το καλύτερο ρωτάει τους διαβάταις:
"Διαβάταις πού διαβαίνετε, στρατιώταις πού περνάτε,
μην είδετε τς αρματωλούς και το Βλαχοθανάση,
που γέρασεν αρματωλός, 'ς τους κλέφταις καπετάνιος;
-Εμείς προψές τον είδαμε 'ς τον Έπαχτον απόξω,
δυο μέραις επολέμαγε με Τούρκους τρεις χιλιάδες."
"Ανδρούτσο, τί κλειστήκαμε, σα νά μαστε γυναίκες;"
Το γιαταγάνι τραύηξε κ’ ένα γιουρούσι κάνει.
Του πέφτουν βόλια σα βροχή, κανόνια σα χαλάζι.
Τρεις μπάλαις του ερρήξανε, πικραίς φαρμακωμέναις.
Ή μια τον πήρε 'ς το λαιμό η άλλη μέσ' 'ς το χέρι,
Κ’ η τρίτη η φαρμακερή τον ηύρε 'ς το κεφάλι.
"Κόψτε μου το κεφάλι μου, νά χετε την ευχή μου!"
Κι' ο Ανδρούτσος βγάνει μια φωνή, πικρή, φαρμακωμένη:
"Παιδιά, τραυάτε, τα σπαθιά, κι' αφήτε το ντουφέκι,
να μη μας πάρη η Τουρκιά του Βλάχου το κεφάλι,
που γέρασεν αρματωλός, 'ς τους κλέφταις καπετάνιος."
Βλάχο, καλά καθόσουνε ψηλά 'ς τη Βουνιχώρα,
θυμήθηκες τα νιάτα σου, κ' επήρ' ο νους σ' αγέρα,
και τώρα το κεφάλι σου το πήρανε οι Τούρκοι.
Το σεργιανάνε ‘ς τα χωριά και παίρνουνε μπαξίσι,
‘ς τα Σάλωνα οι μπέηδες χούφταις φλωριά κερνάνε.
53
ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ ΚΑΙ
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΡΟΥ ΒΕΝΕΤΣΑΝΑΚΗ
(1780)
[Ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης, ο πατήρ του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, συμπράξας μετά των
υπό τον Καπετάν-πασαν Τούρκων τω 1779 προς εξόντωσιν των επί μακρόν χρόνον μετά
την καταστολήν της επαναστάσεως του 1763 δηούντων την Πελοπόννησον αλβανικών στιφών,
εκλήθη υπό του αρχηγού του τούρκικου στρατού και στόλου, κατασκηνούντος εις τους
Μύλους της Λέρνης, να προσέλθη και δηλώση υποταγήν (να προσκυνήση). Αλλ’ ούτος δεν
υπήκουσε, διαφόρους φέρων προφάσεις, μετώκισε δ' εκ Γορτυνίας εις την Καστάνιτσαν
της Μάνης (νυν του δήμου Μελιτήνης της Λακεδαίμονος) πλησίον της Βαρδούνιας, έδρας
των Αλβανών Βαρδουνιωτών, οπού διέμενεν εις οχυρούς πύργους ο ισχυρός φίλος του
καπετάνιος Παναγιώταρος Βενετσανάκης. Είχε δε παραλάβη μεθ' εαυτού ο Κολοκοτρώνης
και όλους τους συγγενείς του και τας οικογενείας αυτών.
Το επόμενον έτος 1780 ο Καπετάν πασάς, καταπλεύσας μετά του τουρκικού στόλου εις
Γύθειον, προσεκάλεσεν επανειλημμένως τον Παναγιώταρον και τον Κολοκοτρώνην να προσκυνήσουν.
Αλλ’ ούτοι ηρνήθησαν, αν και μόλις 150 άνδρας είχον υπ' αυτούς και εγίνωσκον ότι
ο Τούρκος ναύαρχος διέθετεν ισχυράν αποβατικήν στρατιάν, περί τους δεκακισχιλίους,
και πυροβολικόν. Είχον πεποίθησιν εις την οχυρότητα των πύργων της Καστάνιτσας και
εις την ενίσχυσιν, την οποίαν θα ελάμβανον παρά των καπεταναίων της Μάνης, τους
οποίους ο Παναγιώταρος εκάλεσε να τρέξουν προς βοήθειάν του. Αλλα την μεν αποστολήν
επικουριών εματαίωσεν ο μπέης Μιχαήλ Τρουπάκης, πεισθείς υπό του Έλληνος διερμηνέως
του στόλου Μαυρογένη, στενώτατα δ' επολιόρκησε τους κλεισθέντας εις τους πύργους
ο αρχηγός του τουρκικού στρατού Αλή μπέης, 0ι πολιορκούμενοι αντέστησαν γενναίως
επί δώδεκα ημερονύκτια, αλλά μη βλέποντες να έρχεται η προσδοκώμενη βοήθεια απεφάσισαν
να διασχίσουν ξιφήρεις τους πολιορκητάς, μόνην οδόν σωτηρίας νομίζοντες την τοιαύτην
τολμηράν έξοδον. Καταλιπόντες δε εις τον ένα πύργον τους υπεργήρους γονείς του Παναγιώταρου
μεθ' ενός οπαδού του, όπως θέση πυρ εις την εν τω πύργω πυρίτιδα, εξήλθον πάντες
με τας γυναίκας και τα παιδία. Και διέσπασαν μεν την ζώνην των πολιορκητών, απολέσαντες
τρεις μόνον πολεμιστάς, αλλά και πολλαί γυναίκες και παιδία συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.
Οί εξελθόντες δεν ηδυνήθησαν να καταφύγωσιν εις χωρίον της Μάνης, όπου θα εύρισκαν
ίσως ασφάλειαν, αλλ' άμα τη ημέρα συνελήφθησαν και εφονεύθησαν οι πλείστοι. Εφονεύθη
και ο Παναγιώταρος και οι υιοί του, ο Κολοκοτρώνης, πληγωθείς κατά την έξοδον, και
δυο αδελφοί του, ηχμαλωτίσθησαν δε και τα τέκνα του, πλην του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη,
τον οποίον μετά της μητρός του και μιας αδελφής του διέσωσαν τα παλληκάρια του πατρός
του.
Εις την καταστροφήν ταύτην αναφέρονται τα επόμενα τρία άσματα.]
Α'
Πολύ σκοτίδιασε ο ουρανός, πάλι να βρέξη θέλει,
σκοτίδιασε η Μαυρομηλιά και της Μηλιάς ο κάμπος.
Εσύρανε τα ρέματα, εσύραν τα λαγκάδια,
κ’ εκόπηκε το πέρασμα, κ' εκόπη το γιοφύρι,
που κει περνάει η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι,
με τα μπαϊράκια τα χρυσά, τοις ασημομπιστόλαις.
Κινάν και πάν 'ς την εκκλησιά για να λειτρουγηθούνε,
φορούν τα πόσια τα χρυσά, τοις ασημοπαλάσκαις.
Σίντας ξελειτρουγήσανε και βγήκαν 'ς την κουβέντα,
πετάχτηκε ό Κωσταντής και λέει του Δημητράκη.
"Τούτ’ η χαρά πού χομ' εμείς σε λύπη θα μας φέρη,
πολλή Τουρκιά μας έζωσε, ο θιος να μας γλυτώση."
Τακούει ο Παναγιώταρος κ'εσβήστη από τα γέλοια.
"Τι λες, κουμπάρε Κωσταντή, τι λες, τι κουβεντιάζεις;
Τίγαρις είναι του Μυστρά να το πατούν οι Τούρκοι;
Ποτέ δεν επατήθηκε της Καστανιάς ο πύργος,
ουδέ ο Τούρκος τον πάτησε, μαϊδέ και ο Αλαμάνος."
Κι ακόμα ο λόγος έστεκε κ' η συντυχιά κρατειώταν,
Μπουλούκπασας τους έκλεισε με χίλιους πεντακόσιους.
Τρεις περδικούλαις κάθουνται 'ς τον πύργο της Καστάνιας,
η μία κλαίει τον Κωσταντή, η άλλη το Δημητράκη,
κ' η τρίτη η καλύτερη κλαίει τον Παναγιώτη.
Β'
Τι έχουν της Μάνης τα βουνά οπού είναι βουρκωμένα,
καν ο βοριάς τα βάρεσε, καν η νοτιά τα πήρε.
Μηδέ ο βοριάς τα βάρεσε, μηδ' η νοτιά τα πήρε,
παλεύει ο Καπετάν πασιάς με τον Κολοκοτρώνη.
Στεριά παλεύει ο Αλή μπεης μ’ άρματα του πελάγου.
'Σ την Άρια που έρρηξε τ' ορδί διαβάζει το φερμάνι.
"Ποιος ειν' ο Παναγιώταρος, ποιο λεν Κολοκοτρώνη,
να ρθούν να προσκυνήσουνε, ραγιάδες να γενούνε."
Τ' ακούει ο Παναγιώταρος, παράξενο του φάνη.
"Δεν προσκυνούμε Αλή μπεη, ο νους σου μη το βάνη,
τάρματα δεν τα δίνομε, ραγιάδες να γενούμε,
παρά θα γίνη πόλεμος με τόπια, με ντουφέκια."
Κι' ο Αλή μπεης σαν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη.
Δώδεκα ημέραις πολεμάει με τόπια με ντουφέκια,
την Κυριακή το δειλινό μεγάλα τόπια βγάλαν,
καρσί 'ς τον πύργο τά βαλαν, τον πύργο να χαλάσουν.
Βλέπουν τον πύργο κ' έτρεμε, κ' ήθελε για να πέση...
Γ’
Εσείς βουνά, ψηλά βουνά, με τα δασιά κλαριά σας,
με τα δασιά τα έλατα, το εν' απάνω 'ς τάλλο,
και πύργε της Καστάνιτσας, οπού βαστάτε κλέφταις,
τους κλέφταις τί τους κάματε, τους Κολοκοτρωναίους;
οπού φορούν χρυσά σπαθιά, μπαλάσκαις ασημένιαις,
χρυσά 'ν' και τα ντουφέκια τους, χρυσά μαλαματένια,
και τα τσαπράζια που φορούν, ούλο μαργαριτάρια.
Κείνοι το Μάρτη εδώ ήσανε και τον μισόν Απρίλη,
και την ημέρα τ' άη Γιωργιού, που είναι το πανηγύρι,
φίλοι τους επροσκάλεσαν, τους είχανε τραπέζι.
Πάνω ποβάλαν τα φαγιά, κ' έκαμαν το σταυρό τους,
ψιλή φωνίτσα νάκουσαν, ψιλή φωνή νακούνε.
«Γι' αφήστε τα καλά φαγιά και πάρτε τα ντουφέκια,
τι οι Τούρκοι σας επλάκωσαν, τι οι Τούρκοι σας επήραν.»
Και τα ντουφέκια πήρανε, και τα σπαθιά τραυήξαν,
τους Τούρκους εκυνήγησαν, τους κάμαν ένα ένα.
54
ΤΟΥ ΣΤΕΡΓΙΟΥ
(1789)
[Ότε ο Αλή πασάς, λαβών ήδη από ενός έτους το πασαλίκιον των Ιωαννίνων, διωρίσθη
επόπτης των κλεισωρειών (ντερβεντάτ ναζίρ), τω 1789, ήρχισε να καταδιώκη αμειλίκτως
τους κλέφταις, αντικατέστησε δε και τους Έλληνας αρματωλούς δι' Αλβανών. Ο Στέργιος,
τον οποίον μόνον εκ του άσματος τούτου γνωρίζομεν, ήτο εκ των καταδιωκομένων υπό
του Αλή πασά κλεφτών.]
Κι’ αν τα ντερβένια τούρκεψαν, τα πήραν Αρβανίταις,
ο Στέργιος είναι ζωντανός, πασάδες δεν ψηφάει.
Όσο χιονίζουν τα βουνά, Τούρκους μην προσκυνούμε.
Πάμε να λημεριάζωμε όπου φωλιάζουν λύκοι.
'Σ ταις χώραις σκλάβοι κατοικούν, 'ς τους κάμπους με τους Τούρκους,
χώραις, λαγκάδια κ’ ερημιαίς έχουν τα παλληκάρια.
Παρά με Τούρκους, με θεριά καλύτερα να ζούμε.
55
ΤΟΥ ΓΙΩΤΗ
(1789)
[Αναφέρεται εις την αυτήν περίστασιν και το προηγούμενον. Ο Γιώτης Μπαρζόκας ήτο
αρματωλός Θεσσαλός.]
Τρία πουλάκια κάθουνταν 'ς της Παναγιάς τον πύργο,
τα τρία αράδα νέκλαιαν, πικρά μοιριολογούσαν.
"Τι συλλογειέσαι, Γιώτη μου, τι βάνεις με το νου σου;
τόπος δεν είναι για κλεφτιά, κι' ουδέ γι’ αρματωλίκι,
τι τα ντερβένια τούρκεψαν, τα πήραν οι Αρβανίταις.
-Κι’ αν τα ντερβένια τούρκεψαν, κι" αρματωλοί δεν είναι,
ο Γιώτης είναι ζωντανός, τους Τούρκους δε φοβάται.
Παρακαλέστε το θεό και τους αγίους όλους,
να γιατρευτή το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
να πιάσω αγάδες ζωντανούς και Τούρκους κι' Αρβανίταις,
να φέρουν τάσπρα 'ς την ποδιά και τα φλωριά 'ς τον κόρφο."
56
ΤΟΥ ΧΡΟΝΗ
[Ο Αλή Τσεκούρας, δερβέναγας, συλλαβών δια προδοσίας τα τέκνα του εκ Δωρίδος αρματωλού
Χρόνη, τα κατέσφαξεν. Ως αναφέρει το επόμενον τραγούδι, ο Χρόνης εξεδικήθη τον φόνον
των τέκνων του, 'Έζη δε ο Χρόνης κατά την δευτέραν πεντηκονταετηρίδα του ΙΗ' αιώνος,
και εφονεύθη έξω του Γαλαξειδίου κατά το 1791. Αι πελοποννησιακαί παραλλαγαί του
άσματος αναφέρονται εις άλλον Χρόνην, Αγραπιδοχωρίτην (εξ Αγραπιδοχωρίου του δήμου
Πηνειίων), ονομαστί δε μνημονεύουσι τα δύο παιδιά του Χρόνη, Αγγελή και Αναστάσην.
Ο Αλή Τσεκούρας εις τας παραλλαγάς ταύτας είναι Τούρκος εκ Τριπόλεως, δια την σκληρότητά
του επονομαζόμενος Τσεκούρας.]
Πολλά τουφέκια αντιβογούν, μιλιόνια, καριοφίλια,
μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι,
κι" ουδέ σε γάμο πέφτουνε κι’ ουδέ σε πανηγύρι,
Αλή Τσεκούρας χαίρεται και ρίχνει 'ς το σημάδι.
Πάγει κι’ ο Χρόνης για να ιδή, σεργιάνι για να κάμη.
"Ώρα καλή, μπουλούκμπαση. -Καλό 'ς το Χρόνη οπού ρθε.
Πώς τά χεις, Χρόνη μ’, τα παιδιά, τι κάνουν τα παιδιά σου;
- Σε προσκυνούν, μπουλούκμπαση, και σου φιλούν τα χέρια,
δώδεκα μέραις έλειπα, τι κάνουνε δεν ξέρω.
-Για άπλωσε, Χρόνη, 'ς τον τορβά, για λύσε το δισάκκι,
θα βρης δυο μήλα κόκκινα, δυο πατρινά λεμόνια."
Πάγει κι' ο Χρόνης και κυττάει μεσ’ ς τον τορβά και βλέπει,
βλέπει το πρώτο του παιδί, το πρώτο παλληκάρι,
τηράζει κι' άλλη μια φορά, τάλλο παιδί του βλέπει.
Πέφτει στραβός με το σπαθί 'ς το τούρκικο τασκέρι,
βαρεί δεξιά, βαρεί ζερβιά, βαρεί μπροστά και πίσω,
κόβει Αρβανίταις δώδεκα και δυο μπουλουκμπασήδες.
57
ΤΟΥ ΑΝΔΡΙΤΖΟΥ
(1792)
[Το κατωτέρω αδράς εμπνεύσεως άσμα αναφέρεται κατά πάσαν πιθανότητα εις τον χρόνον,
καθ' ον ο ονομαστός πολέμαρχος της Στερεάς Ελλάδος, ο Λοκρός Ανδρίτζος, ο πατήρ
του Οδυσσέως, καταλιπών τα ορεινά σκηνώματα αυτού συνεπολέμει μετά του Λάμπρου Κατσώνη,
μέχρι της παρά το Ταίναρον ήττης (1792), ότε χωρισθείς αυτού διέσχισεν, ηγούμενος
500 ανδρών, κατά μήκος την Πελοπόννησον, και επί τεσσαράκοντα ημερονύκτια πολεμών
προς τους διώκοντας αυτόν εξακισχιλίους Τούρκους, κατώρθωσε να διαπεραιωθή εις Πρέβεζαν,
φονεύσας υπέρ τους 1500 εχθρούς, αυτός δ' απολέσας το πέμπτον περίπου των υπ' αυτόν
πολεμιστών.]
Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά, παρηγοριά δεν έχουν.
Δεν κλαίνε για το ψήλωμα, δεν κλαίνε για τα χιόνια,
-η κλεφτουριά τ' αρνήθηκε και ροβολάει 'ς τους κάμπους.
Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας κ’ η Λιάκουρα της Γκιώνας.
"Βουνίμ', που σαι ψηλότερα και πιο ψηλά αγναντεύεις,
πού να ναι, τι να γίνηκαν οι κλέφταις οι Ανδριτζαίοι;
Σαν πού να ψένουν τα σφαχτά, να ρήνουν 'ς το σημάδι,
σαν ποια βουνά στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια;
-Τι να σου πω, μωρέ βουνί, τι να σου πω, βουνάκι,
τη λεβεντιά τη χαίρονται οι ψωριασμένοι κάμποι.
Στους κάμπους ψένουν τα σφαχτά και ρήνουν 'ς το σημάδι,
τους κάμπους τους στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια."
Κ' η Λιάκουρα σαν τ' άκουσε βαριά της κακοφάνη.
Τηράει ζερβά, τηράει δεξιά, τηράει κατά τη Σκάλα.
"Βρε κάμπε αρρωστιάρικε, βρε κάμπε μαραζάρη,
με τη δική μου λεβεντιά να στολιστής γυρεύεις;
Για βγάλε τα στολίδια μου, δώ μου τη λεβεντιά μου,
μη λειώσω ούλα τα χιόνια μου και θάλασσα σε κάμω."
58
ΤΟΥ ΛΙΑΚΟΥ
[Ο Παναγιώτης Λιάκος ήτο αλβανόφωνος κλέφτης εκ του χωρίου Παναρήτη. Δημοτικά τινα
άσματα αφηγούνται μάχην αυτού προς τον Γιουσούφ Αράπην, πιθανώς κατά το 1806, ότε
κατ' εντολήν του Αλή πασά εξεστράτευσεν ούτος προς καθυπόταξιν των κλεφτών της Στερεάς
και της Θεσσαλίας. Η προς τον Βεληγκέκαν μάχη, την οποίαν αφηγείται το επόμενον
άσμα, ίσως έγινε χρόνον τινά πρότερον, πιθανώς κατά τα τέλη του ΙΗ' αιώνος, διότι
έν τισι παραλλαγαίς πλην του Βεληγκέκα μνημονεύεται και ο Βελή πασάς, ο νεαρός δηλ.
υιός του Αλή, τον οποίον είχεν εγκαταστήση ούτος γενόμενος κύριος των Ιωαννίνων
(1788) εν Θεσσαλία.]
Τρία πουλάκια κάθονται μέσ' 'ς το Γερακοβούνι,
το να τηράει τον Αρμυρό, τάλλο κατ' τό Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
"Ο Λιάκος τι να γίνηκε φέτο το καλοκαίρι,
να βγή 'ς της Γούρας τα βουνά, να βγη κατ' τό Ζητούνι,
να χαρατζώση τα χωριά κι' όλο το βιλαέτι;"
Ο Λιάκος αποκλείστηκε 'ς το Μπούμηλο 'ς τη ράχη.
Πολλή Τουρκιά τον πλάκωσε, Κονιάροι κι' Αρβανίταις.
"Προσκύνα, Λιάκο τον πασά, προσκύνα το βεζίρη,
να σου χαρίση τη ζωή, δερβέναγας να γίνης.
-Όσο 'ν' ο Λιάκος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει,
πασά έχει ο Λιάκος το σπαθί, βεζίρη το ντουφέκι."
Κι' αρχίσανε τον πόλεμο τα βροντερά ντουφέκια.
Μέρα και νύχτα πολεμούν, τρεις μέραις και τρεις νύχταις
κι' ο Λιάκος έτρεξεν ομπρός με το σπαθί 'ς το στόμα.
Φεύγουν Κονιάροι από μπροστά, φεύγουν κ' οι Αρβανίταις.
Κλαίουν οι Αρβανίτισσαις 'ς τα μαύρα φορεμέναις,
κι' ο Βεληγκέκας γύρισε 'ς το αίμα του πνιμένος,
κι' ο Μουσταφάς λαβώθηκε 'ς το γόνα και 'ς το χέρι.
59
ΤΗΣ ΛΙΑΚΑΙΝΑΣ
[Τις η Λιάκαινα της οποίας την αιχμαλωσίαν, την υπερήφανον άρνησιν να γίνη σύζυγος
Τούρκου και την θαυμασίαν ελευθέρωσιν υπό του ανδρός της διηγείται το άσμα; Ίσως
είναι η γυνή του κλέφτη Λιάκου του προηγουμένου άσματος, του νικητού του Βεληγκέκα
και του Γιουσούφ αράπη, ίσως άλλου τινός ομωνύμου· εις τινας παραλλαγάς ονομάζεται
Αντώναινα, άλλαι πάλιν αναφέρονται εις ανώνυμον νιόνυφην. Μέγιστος βεβαίως είναι
ο αριθμός των νεαρών Ελληνίδων γυναικών, όσαι απαχθείσαι αιχμάλωτοι υπό των Τούρκων
επροτίμησαν τον θάνατον αντί της συμβιώσεως μετά του άρπαγος, και είναι ευνόητον
ότι την σκληράν τύχην τινός αυτών παρέλαβεν ως υπόθεσιν άσματος η δημώδης ποίησις
συμπληρώσασα την έκθεσιν της οικογενειακής τραγωδίας δια λύσεως ιδεώδους, ήτοι της
απελευθερώσεως υπό ανδρείου συζύγου, καίτοι τοιαύτη λύσις σπανιώτατα θα επαρουσιάζετο
εις την πραγματικότητα. Αλλά την λύσιν ταύτην παρέλαβεν εκ του παλαιοτέρου ποιητικού
αποταμιεύματος αυτής, εκ των ακριτικών ασμάτων, όπου συχνότατα αναφέρεται ήρως απολυτρών
την απαχθείσαν σύζυγόν του δια της συνδρομής του θαυμάσιου ίππου του. Μία δε παραλλαγή
του άσματος της Λιάκαινας και άλλας πλην ταύτης απηχήσεις παρουσιάζει των ακριτικών
ασμάτων.]
Πως λάμπει ο ήλιος ‘ς τα βουνά, 'ς τους κάμπους το φεγγάρι
έτσι έλαμπε κ’ η Λιάκαινα 'ς τα τούρκικα τα χέρια.
Πέντε Αρβανίταις την κρατούν και δέκα την ξετάζουν,
Κ’ ένα μικρό μπεόπουλο κρυφά την κουβεντιάζει.
"Λιάκαινα, δεν παντρεύεσαι, δεν παίρνεις Τούρκον άντρα,
να σ’ αρματώση 'ς το φλωρί, μεσ’ 'ς το μαργαριτάρι;
-Κάλλιο να ιδώ το αίμα μου τη γης να κοκκινήση,
παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήση,"
Κι’ ο Λιάκος την αγνάντεψε ναπό ψηλή ραχούλα,
κοντοκρατεί το μαύρο του, στέκει και τον ξετάζει,
"Δύνεσαι, μαύρε μ', δύνεσαι να βγάλης την κυρά σου;
-Δύνομαι, αφέντη μ’, δύνομαι να βγάλω την κυρά μου,
Να μ’ αυγατίσης την ταή σαρανταπέντε χούφταις,
να μ’ αυγατίσης το κρασί σαρανταπέντε κούπαις,
να δέσης το κεφάλι σου με δεκοχτώ μαντήλια,
να δέσης τη μεσούλα σου μαζί με τη δική μου."
Βιτσιά δίνει τ’ αλόγου του, ‘ς τη μέση γιουρουστάει,
και πάησε και την άδραξε, ‘ς το σπίτι του την πάει.
60
ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ
Με γέλασε νη χαραυγή, τάστρι και το φεγγάρι,
και βγήκα νύχτα 'ς τα βουνά, ψηλά 'ς τα κορφοβούνια.
Ακώ τον άνεμο και ηχά, με τα βουνά μαλώνει,
"Νεσείς βουνά, ψηλά βουνά, και σεις κοντοραχούλαις,
τι έχετε που μαλώνετε, τι έχετε που χτρευώστε;
Μη σας βαραίνουν τα νερά και τα πολλά τα χιόνια;
-Δε μας βαραίνουν τα νερά και τα πολλά τα χιόνια,
παρ’ μας βαραίν' η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι."
61
ΤΩΝ ΚΛΕΦΤΩΝ
(1804)
[Ότε ο Αλή πασάς διωρίσθη αρχιστράτηγος της Ρούμελης ("Ρούμελη βαλεσή) διέβη περί
τα τέλη του θέρους του 1804 εξ Ιωαννίνων εις Μακεδονίαν, άγων στρατιάν πεντακισχιλίων
Αλβανών ήτις καθ' όσον επροχώρει εξωγκούτο. Κατεδίωξε δε πάντας τους ανυποτάκτους
Αλβανούς και Τούρκους ληστάς και αντάρτας, καθυποτάσσων ή αποκτείνων αυτούς. Τότε
κατεδιώχθησαν απηνώς και οι Έλληνες κλέφται, τα δ' επόμενα άσματα αναφέρονται εις
την καταδίωξιν εκείνην.]
Α'
Τούτο το καλοκαίρι και την άνοιξη
άσπρα χαρτιά μας γράφουν, μαύρα γράμματα.
"Όσοι κι' αν είστε κλέφταις 'ς τα ψηλά βουνά,
όλοι να κατεβήτε απ' τον Όλυμπο,
να προσκυνήσετ' όλοι τον Αλή πασά."
Δυο παλληκάρια μόνο δεν προσκύνησαν.
Επήραν τα τουφέκια, τα λαμπρά σπαθιά,
και 'ς τα βουνά ανεβαίνουν, τρέχουν 'ς την κλεφτιά.
Β'
Οι κλέφταις επροσκύνησαν και γίνηκαν ραγιάδες,
κι’ άλλοι φυλάγουν πρόβατα κι' άλλοι βοσκούνε γίδια,
κ' ένα μικρό κλεφτόπουλο δε θέ να προσκύνηση.
Το πλάγι πλάγι πήγαινε, τον ταμπουρά λαλούσε.
"Εγώ ραγιάς δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω,
δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτσαμπασήδες,
μόν' καρτερώ την άνοιξη, να ρθούν τα χελιδόνια,
να βγουν οι βλάχαις 'ς τα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλαις."
Γ’
Θέλω να πάρω ανήφορο, να πάρω ανηφοράκι,
να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι,
να γείρω ν'άποκοιμηθώ, γλυκόν ύπνο να πάρω.
Μαϊδέ έγειρα, ιδέ επλάγιασα, μαϊδέ τον ύπνο πήρα,
κι’ ακώ τα πεύκα να βογγούν και τοις οξυαίς να τρίζουν,
κι' ακώ μιας πέρδικας λαλιά, μιας αηδονολαλούσας,
και το λεγε λυπητερά σα μαύρο μοιρολόγι.
"Το τι έχεις, περδικούλα μου, και κλαις κι' αναστενάζεις;
μην είν' ταυγά σου μελανά και τα πουλιά σου μαύρα;
-Δεν είν' ταυγά μου μελανά και τα πουλιά μου μαύρα,
μον' κλαίω για την κλεφτουριά, για τους καπεταναίους,
που τους χαλάει ο Αλή πασάς 'ς τα Γιάννενα, 'ς τη λίμνη."
62
ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΑΚΗ
[Ο Ζαχαράκης, πρωτοπαλλήκαρον του Κοντογιάννη, και ύστερον οπλαρχηγός της Υπάτης,
αντέστη επιτυχώς κατά του Γιουσούφ Αράπη, όστις τω 1806 διέτρεχε μετ' ισχυράς δυνάμεως
κατ' εντολήν του Αλή πασά την Αιτωλίαν και την Φθιώτιδα προς καταπολέμησιν των αρματωλών
και των κλεφτών. Πολλά δημοτικά άσματα αφηγούνται νικηφόρους συμπλοκάς του Ζαχαράκη
προς τον φοβερόν δερβέναγαν του Αλή, όστις δια της απηνούς καταδιώξεως των ανθισταμένων
και δια των βασάνων εις ας υπέβαλλεν αυτούς, ενέσπειρε πανταχού τον τρόμον.]
Θέλετε δέντρ' ανθήσετε, θέλετε μαραθήτε,
'ς τον ήσκιο σας δεν κάθομαι μήτε και 'ς τη δροσιά σας,
μόν' καρτερώ την άνοιξη, τόμορφο καλοκαίρι,
να μπουμπουκιάση το κλαρί, ν' ανοίξη το ροδάμι,
να βγω ψηλά 'ς τον Αρμυρό, ψηλά 'ς την Παλιοβούνα,
για να σιουρίξω κλέφτικα, να μάσω τα μπουλούκια.
Μπουλούκια πούθε βρίσκεστε, όλα να μαζωχτήτε,
τι εβγήκε ο Σούφης το σκυλί και κυνηγάει τους κλέφταις.
Σέρνει τσεκούρια 'ς τάλογα, τσεκούρια 'ς τα μουλάρια,
για να τσακίζη γόνατα, για να τσακίζει χέρια.
Κι’ όσοι κλέφτες τ' ακούσανε, πάνε να προσκυνήσουν.
Ο Ζαχαράκης μοναχά δεν πάει να προσκυνήση.
Ράχη σε ράχη περπατεί, λημέρι σε λημέρι.
"Εγώ ραγιάς δε γίνουμαι, Τούρκους δεν προσκυνάω.
Ελάτε, παλληκάρια μου, όλοι να συναχτήτε,
τι έχω να κάμω πόλεμο μ’ αυτόν το Σουφ αράπη,
να δείξουμε τη λεβεντιά και την παλληκαριά μας,
να ιδή ντουφέκι κλέφτικο, τα βόλια μας πού πέφτουν,
να μη περνά να τυραγνά αδύνατους ραγιάδες."
63
ΤΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ
[Ο Μήτσος και ο Κωσταντής Κοντογιανναίοι, υιοί του Γιαννάκη Κοντογιάννη, ήσαν αρματωλοί
της Υπάτης κατά τας αρχάς του παρελθόντος αιώνος. Τούτων τον Κωσταντήν εφόνευσεν
ο εκ Μαυρίλου Δημάκης. Το κατωτέρω περί του φόνου άσμα αναφέρει ότι συνελήφθη και
ο Νικολάκης Κοντογιάννης. Νικολάκης ήτο το όνομα ενός υιού του Μήτσου και ενός του
Κωσταντή, αμφότεροι δ' ούτοι ηγωνίσθησαν κατά την επανάστασιν. Παραλλαγή του άσματος
αντί του Νικολάκη αναφέρει ως πληγωθέντα τον ανδράδελφον της Κοντογιάνναινας, ήτοι
τον Μήτσον.]
Κοιμάται αστρί, κοιμάται αυγή, κοιμάται νιο φεγγάρι,
κοιμάται η καπετάνισσα, νύφη του Κοντογιάννη
μέσ' 'ς τα χρυσά παπλώματα μέσ' 'ς τα χρυσά σεντόνια.
Να την ξυπνήσω ντρέπομαι, να της το πω φοβούμαι,
να μάσω μοσκοκάρυδα να την πετροβολήσω,
ίσως την πάρη η μυρωδιά, ίσως την εξυπνήση.
Σηκώθη η καπετάνισσα και με γλυκορωτάει.
"Το τι μαντάτα μού 'φερες από τους καπετάνιους;
-Πικρά μαντάτα σού 'φερα από τους καπετάνιους.
Το Νικολάκη πιάσανε, τον Κωσταντή βαρέσαν.
-Πού σαι, μαννούλα, πρόφτασε, πιάσε μου το κεφάλι,
και δέσ' το μου σφιχτά, για να μοιρολογήσω.
Και ποιόν να κλάψω από τους δυο; ποιανού να πω τοις χάρες;
Να κλάψω για τον Κωσταντή, ή για το Νικολάκη;
Ήσαν μπαϊράκια 'ς τα βουνά, και φλάμπουρα 'ς τους κάμπους.
64
ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ
(1806)
[Κατά τον Ιανουάριον του 1806 έφθασεν εις την Πελοπόννησον σουλτανικόν φερμάνι,
διατάσσον τους μουσουλμάνους και τους χριστιανούς να καταδιώξουν συντόνως και να
εξολοθρεύσουν τους Κολοκοτρωναίους και τους λοιπούς κλέφταις της χερσονήσου. Συγχρόνως
δε και ο Πατριάρχης, υπείκων εις αύστηράν διαταγήν της Πύλης, εξέδωκε συνοδικήν
εγκύκλιον κατ' αυτών. Μαθών ταύτα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, συνήθροισε τους κλέφταις
της Πελοποννήσου, περί τους 150 εν όλω, και συνεβούλευσε να καταφύγουν εις Ζάκυνθον
και να καταταχθούν εις τον στρατόν των κατεχόντων τότε την Επτάνησον Ρώσων. Αλλ’
αυτοί δεν εδέχθησαν, προτιμώντες ν' αποθάνουν εις την πατρίδα των. Εις αδελφός του
Κολοκοτρώνη μάλιστα είπε τότε "θέλω να με φαν τα όρνια του τόπου μου". Ουδέ την
άλλην συμβουλήν του Κολοκοτρώνη ηκολούθησαν, να κρυφθούν όπως ημπορούν τους μήνας
του χειμώνος, χωριζόμενοι εις μικρά αποσπάσματα και την άνοιξιν να εξακολουθήσουν
τον πρότερον βίον. Όθεν ηναγκάσθη και ο Κολοκοτρώνης, ως αρχηγός των κλεφτών να
πολεμή προς τους καταδιώκοντας αυτούς. Αλλ' ουδαμού εύρισκον άσυλον, ουδ' εφόδια,
πανταχού συνήντων διώκτας όχι μόνον Τούρκους, αλλά και χριστιανούς χωρικούς, δια
τον πατριαρχικόν αφορισμόν, και μετά τρεις μήνας, κατόπιν αδιαλείπτων αγώνων και
δεινοτάτων ταλαιπωριών, αφού εφονεύθησαν και διεσκορπίσθησαν οι σύντροφοί του, ηδυνήθη
ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης να διαπεραιωθή εκ Μάνης εις Κύθηρα, οπόθεν μετέβη εις Ζάκυνθον
κατά Μάϊον του 1806.]
Λάμπουν τα χιόνια 'ς τα βουνά κι' ο ήλιος 'ς τα λαγκάδια
λάμπουν και ταλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
πόχουν τασήμια τα πολλά, τοις ασημένιαις πάλαις,
τοις πέντε αράδες τα κουμπιά, τοις έξι τα τσαπράζια,
οπού δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν.
Καβάλλα τρώνε το ψωμί, καβάλλα πολεμάνε,
καβάλλα πάν 'ς την εκκλησιά, καβάλλα προσκυνάνε,
καβάλλα παίρν' αντίδερο απ’ του παπά το χέρι.
Φλωριά ρήχνουν 'ς την Παναγιά, φλωριά ρήχνουν 'ς τους άγιους,
και 'ς τον αφέντη το Χριστό τοις ασημένιαις πάλαις.
"Χριστέ μας, βλόγα τα σπαθιά, βλόγα μας και τα χέρια."
Κι' ό Θοδωράκης μίλησε, κι’ ο Θοδωράκης λέει:
"Τούτ' οι χαραίς που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ' είδα 'ς τον ύπνο μου, 'ς την υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργο μ', 'ς τον τόπο σου, Νικήτα, 'ς το Λοντάρι,
εγώ παου 'ς την Καρύταινα, πάου 'ς τους εδικούς μου,
ν' αφήκω τη διαθήκη μου και τοις παραγγολαίς μου,
τι θα περάσω θάλασσα, 'ς τη Ζάκυνθο θα πάω."
65
ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ
[Ο Κατσαντώνης, διάσημος κλέφτης της Αιτωλίας, Ακαρνανίας και των Αγράφων, συνήψε
πολλάς μάχας προς δερβεναγάδες του Αλή πασά, κατά τα πρώτα έτη του παρελθόντος αιώνος.
Πρωτοπαλλήκαρον ων του Δίπλα, ανεγνωρίσθη κατά το 1800 ως καπετάνιος υπό τούτου,
ταχθέντος υπ' αυτόν. Η περιφανεστέρα ανδραγαθία του ήτο ο φόνος του προσφιλούς εις
τον Αλήν Αλβανού Βελή Γκέκα, ο οποίος δι' ισχυράς δυνάμεως Αλβανών κατεδίωκεν αυτόν
εις τα Άγραφα (1806). Το επόμενον έτος 1807 πάσχων εξ ευλογίας και νοσηλευόμενος
εις την θέσιν Μοναστηράκι της Ευρυτανίας, οπού ευρίσκοντο και πέντε μόνον εκ πάντων
των συντρόφων του, καταδοθέντος του κρησφυγέτου του, συνελήφθη αιχμάλωτος υπό του
Γιουσούφ Αράπη, φονευθέντων μετά πείσμονα άμυναν των συντρόφων του και τραυματισθέντος
του αδελφού του Γεώργη, του επονομαζομένου Χασιώτη. Απαχθείς δε είς Ιωάννινα κατεδικάσθη
υπό του Αλή πασά εις σκληρόν θάνατον, δια σφύρας θλασθέντων των οστών αυτού.]
Α'
Αυτού που πας μαύρο πουλί, μαύρο μου χελιδόνι,
να χαιρετάς την κλεφτουριά κι' αυτόν τον Κατσαντώνη.
Πε του να κάνη φρόνιμα κι' όλο ταπεινωμένα,
δεν ειν' ο περσινός καιρός να κανη όπως θέλει,
φέτος το πήρε γκέντσιαγας, το πήρε ο Βέλη Γκέκας,
ζητάει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ξακουσμένα.
Κι' ο Κατσαντώνης τό μαθε, και το σπαθί του ζώνει,
και παίρνει δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
χαμπέρι στέλνει 'ς την Τουρκιά, 'ς αυτόν το Βέλη Γκέκα.
«Όπου θα τά βρη τα παιδιά, ας τά βρη κι' ας τα πάρη!»
Κι' ο Βέλη Γκέκας έτρωγε 'ς ενού παπά το σπίτι.
Τρία κοράσια τον κερνούν κ' οι τρεις ξανθομαλλούσαις,
η μια κερνάει με το γυαλί, η άλλη με το κρουστάλλι,
η τρίτη νη καλύτερη με τασημένιο τάσι.
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν κ' εκεί που λακριντίζαν,
μαύρα μαντάτα τού ρθανε από τον Κατσαντώνη.
"Να βγης, Βέλη μου, 'ς τ' Άγραφα, να βγης ν' ανταμωθούμε.»
Κι' ο Βελή Γκέκας τ' άκουσε πολύ του κακοφάνη,
'ς τα γόνατα σηκώθηκε και το σπαθί του ζώνει.
"Που είσαι, τσαούση ογλήγορε, μάσε τα παλληκάρια,
να πάμε να βαρέσουμε το σκύλο Κατσαντώνη."
Κι' ο Κατσαντώνης πρόφτασε, κακό καρτέρι του είχε.
Κι' ο Βελή Γκέκας πάει μπροστά με εξ εφτά νομάτους.
"Πού πας, Βέλη ντερβέναγα, ριτσάλη του βεζίρη;
-'Σ εσέν' Αντώνη κερατά, 'ς εσένα παλιοκλέφτη.
-Δεν είν' εδώ τα Γιάννινα, δεν ειν' εδώ ραγιάδες,
για ναν τους ψένης σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια,
εδώ ναι λόγκοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια,
βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν."
Τρεις μπαταριαίς του ρήξανε, τη μια μεριά 'ς την άλλη
η μια τον πήρε ξώδερμα, η άλλη 'ς το κεφάλι,
κ' η τρίτη η φαρμακερή τον πήρε 'ς την καρδιά του.
Το στόμα του αίμα γέμισε, ταχείλι του φαρμάκι,
κ' η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί, τα παλληκάρια κράζει.
"Που είσαι, τσαούση ογλήγορε, έλα παρ’ τ’ άρματά μου,
να μην τα πάρη η κλεφτουριά κι’ ο σκύλος Κατσαντώνης."
Β'
Έχετε γεια, ψηλά βουνά και δροσεραίς βρυσούλαις,
και σεις Τσουμέρκα κι' Άγραφα, παλληκαριών λημέρια.
Αν δήτε τη γυναίκα μου, αν δήτε και το γιο μου,
ειπέτε τους πως μ’ έπιασαν με προδοσιά κι’ απάτη.
Αρρωστημένο μ' ηύρανε, ξαρμάτωτο ‘ς το στρώμα,
ωσάν μωρό 'ς την κούνια του, ‘ς τα σπάργανα δεμένο.
66
ΤΟΥ ΝΙΚΟΤΣΑΡΑ
(1807)
[Ό Νίκος Τσάρας, ο πρεσβύτατος υιός του καπετάνιου Τσάρα, πατρώον έχοντος το αρματωλίκι
της Ελασσώνος, μετά την δολοφονίαν τούτου, νεότατος την ηλικίαν, έλαβε την αρχηγίαν
των παλληκαριών του πατρός του. Καταδιωχθείς υπό του Αλή πασά, εμάχετο ως κλέφτης
εν Θεσσαλία, κατά των Αλβανών και του αρματωλού, ον εγκατέστησεν ο Αλής εις το προγονικόν
του αρματωλίκι. Ονομαστός γενόμενος δια την ανδρείαν και την πολεμικήν δεξιότητα
αυτού, συνεκάλεσεν εις εν επί του Ολύμπου μοναστήριον σύνοδον κλεφτών, ήτις προς
τελεσφορωτέραν καταπολέμησιν των Τούρκων, απεφάσισε την ναυπήγησιν μικρών καταδρομικών
πλοίων. Ναυλοχών δ’ εν Σκιάθω και Σκοπέλω, δια συνεχών αποβάσεων εις Θεσσαλίαν και
δια τολμηρών επιδρομών εις τας ακτάς της Μακεδονίας εστενοχώρει τον Αλήν και τους
εν Μακεδονία Τούρκους. Αλλά κατά το έτος 1806 ο τουρκικός στόλος διέλυσε τον καταδρομικόν
στολίσκον του Νικοτσάρα, ούτος δ' όμως το επόμενον έτος, παράτολμος και ακατάβλητος,
επρότεινεν εις τον εν Αιγαίω ναύαρχον του ρωσικού στόλου Δημήτριον Σινιάβιν να διασχίση
μετά σώματος επιλέκτων Ελλήνων οπλιτών την Μακεδονίαν και να ενωθή μετά του εν Μολδοβλαχία
ρωσικού στρατού, προσβάλλων εκ νώτων τους Τούρκους. Ο Σινιάβιν ενέκρινε το ριψοκίνδυνον
σχέδιον, υποσχεθείς εν αποτυχία να προστατεύση την υποχώρησιν αυτού, στέλλων εις
τα παράλια της Μακεδονίας πλοία όπως παραλάβωσι τους υποχωρούντας.
Τότε ο Νικοτσάρας μεταβάς εις την Στερεάν Ελλάδα ανεκοίνωσεν εις αρματωλούς και
κλέφτας το σχέδιόν του και τους έπεισε να τον ακολουθήσωσιν. Εκλέξαντες αυτόν αρχηγόν
των διεπεραιώθησαν δια διαφόρων οδών μυστικώς εις την Σκόπελον 250 περίπου Ρουμελιώται
και ισάριθμοι Θεσσαλοί, Μακεδόνες και νησιώται. Εκ Σκοπέλου απέβησαν εις Κατερίναν
του Ολύμπου και υπό το πρόσχημα ότι μετέβαινον εις επικουρίαν των εν Σερβία κατά
του Καραγεώργη πολεμούντων Τούρκων, σταλέντες υπό του Αλή πασά, διώδευσαν ανενόχλητοι
δια της Πιερίας και διήλθον τον Αλιάκμονα και τον Αξιόν. Αλλά περαιτέρω, αποκαλυφθέντος
του σκοπού του, ο Νικοτσάρας ηναγκάζετο να προχωρή μαχόμενος. Διελθών τον Στρυμόνα,
ηδυνήθη να διασπάση την εις τας κλεισωρείας του Δεμίρ Ισάρ δύναμιν των Τούρκων και
να προχωρήση εις Νευροκόπι. Οι Τούρκοι καταλαβόντες τας επικαίρους θέσεις τον ηνάγκασαν
να υποχώρηση, αλλ' αναπαυθείς επ' ολίγον εις Τσέρνοβαν κατώρθωσε να διαβή τον ποταμόν
του Νευροκοπίου και να διευθυνθή προς τον Αίμον. Δεν ηδυνήθη δ' όμως να προχωρήση
περαιτέρω, αναγκασθείς εις υποχώρησιν υπό ισχυράς τουρκικής δυνάμεως. Κατά την κάθοδόν
του εις την μακεδονικήν παραλίαν επετέθησαν κατ' αυτού τέσσαρες χιλιάδες Αλβανοί,
Τούρκοι και Κονιάροι Τούρκοι, συνάψας δε προς αυτούς τριήμερον μάχην, εξαντληθέντων
των πολεμοφοδίων, διέσχισε δι' εφόδου ξιφήρης τας εχθρικάς φάλαγγας και διηυθύνθη
προς την γέφυραν του Πράβι, δια να διέλθη τον Στρυμόνα. Η γέφυρα είχεν αποφραχθή
δι’ αλύσεων, τας οποίας διέσπασε, κατήλθεν εις τον κόλπον του Ορφανού, μη ευρών
δε ως ανέμενε ρωσικά πλοία όπως έπιβιβασθή, επορεύθη οδεύων διά της παραλίας εις
την Χαλκιδικήν, και κατέφυγεν εις τα μοναστήρια του Αγίου Όρους όπου εσώθη. Οι περισωθέντες
ήσαν το δέκατον μόλις των εκστρατευσάντων, περί τους πεντήκοντα μόνον.]
Α'
Τρία κομμάτια σύννεφα 'ς τον Έλυμπο, 'ς τη ράχη,
τό να βαστάει τη δροσιά, τάλλο βαρύ χαλάζι,
το τρίτο το μαυρότερο τη θάλασσ’ αγναντεύει.
"Πάψε, γιαλέ μου, το θυμό, πάψε τα κύματα σου,
να βγουν τα κλεφτοκάραβα, πόχουν τους κλέφταις μέσα,
να βγή κι' ο Νίκος μια βολά ψηλά 'ς τ’ Αργυροπούλι."
Όσαις μαννούλαις τ' άκουσαν, όλαις κινούν και πάνε.
"Νίκο μ', το πού είν' οι άντρες μας, το πού ναι τα παιδιά μας;
-Οι άντρες σας δεν είν' εδώ, νουδέ και τα παιδιά σας,
πάησαν πέρα 'ς το Χάντακα 'ς το έρημο το Πράβι,
πάν να τροχίσουν τα σπαθιά, να πλύνουν τα τουφέκια."
Β’
Τι έχουν της Ζίχνας τα βουνά και στέκουν μαραμμένα;
Μήνα χαλάζι τα βαρεί, μήνα βαρύς χειμώνας;
Ουδέ χαλάζι τα βαρεί, ουδέ βαρύς χειμώνας,
ο Νικοτσάρας πολεμάει, με τρία βιλαέτια,
τη Ζίχνα και το Χάντακα, το έρημο το Πράβι.
Τρεις μέραις κάνει πόλεμο, τρεις μέραις και τρεις νύχτες,
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο στο μάτι.
Χιόνι έτρωγαν, χιόνι έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν.
Τα παλληκάρια φώναξε 'ς τοις τέσσερες ο Νίκος.
"Ακούστε, παλληκάρια μου, λίγα κι’ αντρειωμένα,
βάλτε τσελίκι 'ς την καρδιά και σίδερο 'ς τα πόδια,
κι’ αφήστε τα τουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας,
γιρούσι για να κάμωμε να φτάσωμε το Πράβι."
Το δρόμο πήραν σύνταχα κ' έφτασαν 'ς το γιοφύρι,
ο Νίκος με το δαμασκί την άλυσό του κόφτει,
φεύγουν οι Τούρκοι σαν τραγιά, πίσω το Πράβι αφήνουν.
67
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΥ ΣΤΑΘΑ
[Μετά την συνομολόγησιν ανακωχής μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας (12 Αυγούστου
1807) ο εν Τενέδω ναυλοχών ρωσικός στόλος έλυσε τον αποκλεισμόν του Ελλησπόντου
και ανακαλέσας τας φρουράς εκ των κατειλημμένων νήσων του Αιγαίου, αφήκε τους συναγωνισθέντας
μετά των Ρώσων Έλληνας εκθέτους εις την εκδίκησιν των Τούρκων. Ο Αλή πασάς απέλυσε
τότε κατά της Θεσσαλίας στίφη πολυαρίθμων Αλβανών, άτινα εδήουν την χώραν και κατέσφαζον
τους χριστιανούς. Οι αρματωλοί και κλέφται του Ολύμπου μετά ματαίαν αντίστασιν υπεχώρησαν
και κατέφυγον εις την Σκίαθον. Εκεί δε συνενωθέντες μετ' αυτών και εκ της άλλης
Ελλάδος οπλαρχηγοί, απεφάσισαν να εξακολουθήσουν τον διακοπέντα υπό των Ρώσων αγώνα
και συνεκρότησαν καταδρομικόν στολίσκον, όστις, ότε προσετέθη εις αυτούς και ο διάσημος
αρματωλός του Ολύμπου Νικοτσάρας, απετελέσθη εξ 70 πλοιαρίων. Του στολίσκου γενικόν
αρχηγόν έταξαν τον Σταθάν, υπηρετήσαντα πρότερον και εις τον ρωσικόν στόλον, αντιναύαρχον
δε τον Νικοτσάραν. Ο στολίσκος ούτος ορμητήριον έχων την Σκίαθον, διαιρεθείς δ'
εις επτά μοίρας, και αναπετάσας ελληνικήν σημαίαν, προσέβαλλε τα τουρκικά παράλια
και τα πλοία και αντιπαρετάσσετο και κατά των πολεμικών σκαφών των Τούρκων. Το επόμενον
άσμα περιγράφει μίαν τοιαύτην σύγκρουσιν του πλοίου του Σταθά προς τουρκικήν κορβέτταν.]
Μαύρο καράβ' αρμένιζ 'ς τα μερη της Κασάντρας.
Μαύρα παννιά το σκέπαζαν και τουρανού σημαία.
Κι’ ομπρός κορβέττα μ' άλικη σημαία του προβγαίνει.
"Μάινα, φωνάζει, τα παννιά, ρήξε τοις γάμπιαις κάτου.
-Δεν τα μαϊνάρω τα παννιά κι' ουδέ τα ρήχνω κάτω.
Μη με θαρρείτε νιόνυφη, νύφη να προσκυνήσω;
Εγώ είμαι ο Γιάννης του Σταθά, γαμπρός του Μπουκουβάλα
Τράκο, λεβένταις, δώσετε, απίστους μη φοβάστε. "
Κ' οι Τούρκοι βόλτα έρρηξαν κ' εγύρισαν την πλώρη.
Πρώτος ο Γιάννης πέταξε με το σπαθί 'ς το χέρι.
'Σ τα μπούνια τρέχουν αίματα, το πέλαο κοκκινίζει,
κι' αλλά! αλλάχ οι άπιστοι κράζοντας προσκυνούνε.
68
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΩΝ ΛΑΖΑΙΩΝ
[Οι τέσσαρες υιοί του Λάζου (Λαζαίοι, ή τα Λαζόπουλα) Τόλιας, Χρήστος, Νίκος και
Κώστας, αρματωλοί του Ολύμπου, είχον μετάσχη μεν της επαναστάσεως του 1807, αλλά
μετά την καταστολήν ταύτης υποταχθέντες, οι μεν τρεις παρέμενον εν Ραψάνη, ο δε
Κώστας εκρατείτο υπό του Αλή πασά εις τα Ιωάννινα ως όμηρος. Ότε δε κατά το 1812
ανέλαθε το πασαλίκιον της Θεσσαλίας ο υιός του Αλή Βελή πασάς, προέβη εις καταδίωξιν
πάντων των παλαιών αρματωλών και των κλεφτών, εφόνευσε τους εν Ραψάνη Λαζαίους (ο
εν Ιωαννίνοις Κώστας εφονεύθη μικρόν ύστερον υπό του Αλή), τας δε οικογενείας των
απήγαγεν εις Τίρναβον, ήρπαοε δε δια το χαρέμι του την γυναίκα του Κώστα.]
Τρία πουλάκια κάθουνται 'ς τον Έλυμπο 'ς τη ράχη,
τό να τηράει τα Γιάννινα, τάλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει:
Τι είν’ το κακό που πάθαμε οι μαύροι οι Λαζαίοι;
Μας χάλασε ο Βελή πασάς, μας έκαψε τα σπίτια,
μας πήρε τοις γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας,
'ς τον Τούρναβο τοις πάησε, πεσκέσι του βεζίρη.
Μπροστά παγαίνει η Τόλιαινα, κι’ οπίσω οι συννυφάδες,
κι’ οπίσω οπίσω η Κώσταινα με το παιδί 'ς το χέρι,
σα μήλο, σα τριαντάφυλλο, σα νεραντζιά κομμένη.
Βγαίνουν κυράδες την τηρούν από τα παραθύρια.
«Ποιαις είν’ αυταίς οπόρχουνται 'ς την Πόρτα, 'ς το Σαράϊ;
-Κυράδες τί λογιάζετε, κυράδες, τί τηράτε;
Εμείς είμεστε κλέφτισαις, γυναίκες των Λαζαίων.»
Βελή πασάς αγνάντευε, στέκει και τοις ρωτάει.
"Γυναίκες, που ειν' οι άντροι σας κ' οι καπιταναραίοι;
-Είναι ψηλά 'ς τον Έλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια.
-Πάρτε ταις τρεις φλακώστε ταις, βάλτε ταις 'ς το μπουντρούμι,
την Κώσταινα την όμορφη φέρτε την 'ς το χαρέμι.
-Άφες μ', αφέντη μ', άφες με, δυο λόγια να σου κρίνω,
να γράψω μια πικρή γραφή 'ς τον καπετάνιο Κώστα.
"Εσύ, Κώστα μ’, 'ς τον Έλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια,
κ' η Κώσταινα 'ς τον Τούρναβο σε τούρκικο χαρέμι."