Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ ΕΠΟΠΤΕΙΑ, ἔτος 1983, Νο 76 σσ. Ι71-2 καὶ Νο 80 σσ. 543-51.
Καὶ τώρα ἂς δείξω ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο μου. Ἂν γιὰ μᾶς τώρα τὸ δημοτικὸ τραγούδι ὄχι μονάχα δὲν ζῆ πιὰ στὸ σύνολό του παρὰ καὶ τὰ συστατικά του ἀκόμα, ἡ λέξη καὶ ἡ φράση, κινδυνεύουν νὰ νεκρωθοῦν, γιὰ τοὺς πατέρες μας θυμόμαστε τὰ τελευταῖα τουλάχιστο νὰ σπαρτάριζαν ἀκόμη ζωντανά, ἀκόμη καὶ τὸ σύνολο τοῦ τραγουδιοῦ ἀναδευότανε τότε κάπως ζωηρότερα. Βέβαια δὲν ἄλλαξε ἀπ᾿ ἔξω ἡ γλώσσα, φωνητική, γραμματική, συνταχτικὸ μείνανε τὰ ἴδια καθὼς πρίν, ἄλλαξε ὅμως κι ἄλλαξε ἀρκετὰ ὁ συμβολισμὸς τῆς γλώσσας. Ὁ κόσμος, ποὺ θεμελίωνε πρὶν τὶς λέξεις, ὁλοένα χάνεται, ἂν δὲν ἔχει χαθεῖ κιόλας, καὶ ἡ λέξη, μπορῶ νὰ εἰπῶ, τώρα ἀναπνέει καὶ ζῆ ἀπὸ τὸ ἄτομο μονάχα, ἐκεῖ ὅπου εἶχε καὶ δεύτερη ρίζα ζωῆς, τὸ ἀντικείμενο. Θολὰ κινήματα τοῦ ἀτόμου παρὰ ἀκέριο τὸ πράμα φανερώνει τώρα ἡ λέξη, δὲν ὑψώνεται πιὰ μπροστά μας ὁ κόσμος, παρὰ βλέπουμε τὸ ἄτομο νὰ σαλεύῃ, νὰ σφαδάζῃ στὴ μοναξιά του. Φέρνω παράδειγμα. Ἡ λέξη κατάρα στὸ συμβολισμό της ἀπὸ καιρὸ τώρα ἔχει καταντήσει τὸ ἐρείπιο τῆς ἴδιας τῆς λέξης ποὺ διαβάζουμε στὸ δημοτικὸ τραγούδι. Τὸ ἀντικείμενο ἔχει ξεθωριάσει, ἔχει σβήσει: ἔλειψε ὁ κόσμος, ποὺ ἀνάσταινε ἡ λέξη στὴν ψυχὴ τῶν πατέρων μας. Ἀλλιῶς, μὲ τὸν κόσμο ἐκεῖνο γερό, πὼς θὰ μποροῦσαν ὁ Tommaseo καὶ ὁ Πολίτης (Ἐκλογὲς ἀρ. 128Α) νὰ τελειώσουν τὸ τραγούδι, τὴν «Κατάρα τῆς Ἀπαρνημένης», μὲ τὸ στίχο:
κι ἂ θέλη γαῖμα γιατρικό, πάρετε ὂχ τὴν καρδιά μου.
Θὰ τὸ βρίσκανε πολὺ ἄπρεπο νὰ ξαναφουντώνει πάλι ὁ ἔρωτας τῆς κόρης ὕστερα ἀπὸ
τὴν κατάρα της(1). Ἢ θὰ ἔφτανε ποτὲ ὁ Χρηστοβασίλης, μὲ τὸν κόσμο ἐκεῖνο γερό, ὅσο
πρόστυχο ἐσωτερικὸ καὶ νὰ εἶχε, νὰ γράψῃ: «γλυκειὰ κατάρα» μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ
καμαρώση τὸν πατριωτισμό του;(2) Ὁ συμβολισμὸς αὐτὸς τῆς λέξης κατάρα δὲν
ἔχει σβήσει μονομιᾶς ἀπὸ τὶς ψυχὲς ὅλου τοῦ κόσμου, ἐπειδὴ ἀκόμη θυμοῦμαι τὸν τρόμο,
ποὺ εἶχε πάρει ἡ παιδικὴ ψυχὴ ἀπὸ τὸ στόμα τῆς μάννας στὴ λέξη «κατάρα». Δὲν ἦταν
ἡ βαρειὰ ἀγανάχτηση τοῦ ἀνθρώπου, σὰν καταριότανε, ἢ τὸ τρομερὸ κακὸ ποὺ θὰ εὕρισκε
τὸν καταραμένο, ποὺ φέρνανε τὴν ἀνατριχίλα στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ παρὰ ἡ ἀσάλευτη
πεποίθηση, πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ θὰ γίνουνταν, πὼς γίνανε κιόλας --ἴσα ἴσα ὅ,τι εἶναι
τὸ συμβολικὸ νόημα τῆς λέξης στὶς γνήσιες παραλλαγὲς τοῦ τραγουδιοῦ.
[...]
Ὁ κόσμος λοιπὸν αὐτὸς ποὺ ἀνασταίνει ἡ γλώσσα δὲν ἔχει λείψει ὁλότελα. Ξεθωρίασε,
εἶναι ἀλήθεια, ἀλλὰ ζῆ ἀκόμη ἐδῶ κι ἐκεῖ. Ἔτσι, ὅσο εἶναι καιρὸς ἀκόμη, ἂς κοιτάξουμε
νὰ τὸν ζωηρέψουμε στὴ μνήμη μας, στὴ συνείδησή μας. Ἡ μελέτη τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ
σημαίνει φροντίδα καὶ δυνάμωμα τῆς ἴδιας μας τῆς ζωῆς. Νὰ ζωηρέψουμε τὴ θύμηση τῶν
πατέρων μας, νὰ νοιώσουμε τὸ στῆθος μας «ὅλο ψυχὲς γεμάτο» δὲν θὰ πάρη τέλος ἔτσι
ἀπάνω τοῦ τὸ ἐλεεινὸ ἀπομεινάρι τῆς ὕπαρξής μας, ποὺ στέγνωσε καὶ ξεράθηκε σ᾿ ἄρρωστον
ἐγωισμό. Ὅμως κι ἄλλο καλὸ μπορεῖ νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι. Καθὼς αὐτὸ μαζί
με τὸ ἔργο τοῦ Σολωμοῦ εἶναι ἡ μόνη ποίηση, ὅπου ὑπάρχει ὅ,τι λέμε κόσμος, μπορεῖ
τὸ ξαναζωντάνεμά του στὴν ψυχὴ νὰ μᾶς γεννήση τὴν ὑποψία γιὰ τοὺς σφαδασμοὺς καὶ
τὶς φωνὲς τοῦ ποιητικοῦ ἀτόμου τῆς ἐποχῆς καὶ τοῦ τόπου (3). Τὴ μελέτη ὅμως καὶ
τὸ ξαναζωντάνεμα δὲν θὰ τὸ κάνη ὁ προσκυνητὴς τοῦ δελτίου καὶ τῆς βιβλιογραφίας,
παρὰ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ γυμνάστηκε ἐνωρὶς στὴ μνήμη καὶ τὴ λήθη --ἔχει κιόλας νὰ ξεχάση
τὴ λέξη τῆς ἐποχῆς του καὶ νὰ θυμηθῆ τὴ λέξη τῶν πατέρων του--, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔμαθε
νὰ σκύβη καὶ νὰ σκάβη τὸ ἐσωτερικό του, τέλος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ συνήθισε νὰ στέκεται
καὶ καμμιὰ φορὰ μονάχος με τὴν ψυχή του χωρὶς καμμιὰ συντροφιά, ἂς εἶναι κι ἀπὸ
δεφτέρια καὶ χαρτιά. Τέτοια ὅμως συνήθεια εἶναι σπάνια καὶ δύσκολη στὸν καιρό μας
καὶ στὸν τόπο μας, ὅπου ὁ ὁμαδισμὸς δὲν ἔμεινε στὰ φυσικά του ὅρια παρὰ πάτησε καὶ
τὴν περιοχὴ τῆς ψυχῆς, τοῦ πνεύματος. Ὅμως ἀπὸ τὴ συζήτηση καλύτερη εἶναι ἡ πράξη.
Τὸ
παράδειγμα μπορεῖ εὔκολα ν᾿ ἀνοίξη τὴν ὄρεξη καὶ σ᾿ ἄλλον νὰ πάρη τὸν ἴδιο δρόμο
μαζί μου. Σταματῶ λοιπὸν τὸν πρόλογο καὶ μπαίνω εὐθὺς στὸ θέμα μου. Μία φορὰ τὸ
θεμέλιο τὸ ψυχικὸ νομίζω νὰ γίνηκε. Ἔγνοια ζωῆς καὶ ὄχι μεθόδου γέννησε τὴ μελέτη
μου. Περισσότερο λοιπὸν ἀπὸ κάθε λογικὸ δεσμό, ποὺ μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἔχουν ἀνάμεσό
τους τὰ μέρη τῆς μελέτης, τὰ ἑνώνει τὸ ὅραμα πλούσιας ζωῆς, ποὺ γλήγορα ἔρχεται
καὶ γληγορώτερα ἀκόμη χάνεται ἀπ᾿ ἐμπρός μου μὲ τὸ ἄκουσμα δημοτικοῦ τραγουδιοῦ.
Ἐκεῖνο κυνηγώντας ἄρχισα νὰ ἐξετάζω τὴ γλώσσα, τὸ πνεῦμα, τὴν τέχνη τοῦ τραγουδιοῦ
καὶ νὰ μοῦ φανῇ τὸ ὅραμα νὰ βάσταξε μία στιγμὴ περισσότερο, ἂν κάνω ἀπὸ τὸν ἄλλον
νὰ δοκιμάση τὰ ἴδια μαζί του. Μήπως ἂν ζοῦσε τὸ δημοτικὸ τραγούδι, ὅλοι ὅσοι τὸ
τραγουδούσαμε δὲν θὰ εἴχαμε γίνει ἕνα τὴ στιγμὴ ἐκείνη;
[...]
Μὲ τὸν καινούργιο σκοπό, ποὺ μπαίνει τώρα στὸ δεύτερο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου, δὲν
ἀλλάζει στὸ βάθος διόλου ὁ τρόπος τῆς ἐργασίας, αὐτὸς μένει πάντα ὁ ἴδιος. Ὅπως
στὸ πρῶτο κεφάλαιο τὸ ξεκαθάρισμα ἀπὸ τὰ νόθα τραγούδια ἔγινε μὲ τὴ βοήθεια, ποὺ
ἔδινε τὸ κάθε τραγούδι μὲ τὴ σύνθεσή του, καὶ ὄχι μὲ καμμιὰ εἰδικὴ ἐπιστημονικὰ
ἐξέταση τοῦ θέματος τοῦ τραγουδιοῦ ἢ τῆς ἱστορίας τῆς συλλογῆς κτλ., κριτήριο πάλι
τῆς ἀξίας τῶν τραγουδιῶν στάθηκε ἡ συγκίνηση τῆς ψυχῆς, καὶ ὄχι ἡ συνταγὴ τῆς ἐπιστήμης
γιὰ λαϊκὴ τέχνη ἢ γιὰ πρωτόγονη ποίηση, ἔτσι καὶ τώρα ποὺ μελετάω τὸ πνεῦμα δὲν
θὰ βγῶ παραέξω ἀπὸ τὸ τραγούδι. Γιὰ βοηθὸ ἔχω μονάχα τὴ μνήμη, ὅσο καὶ ὅπου μπορῶ
νὰ τὴν πλησιάσω ἢ νὰ τὴν βρῶ, ἐπειδὴ ἀληθινὰ στὶς μέρες μας ἡ μνήμη κατάντησε τὸ
σπανιώτερο πράμα τοῦ κόσμου. Ἀλίμονο --τί νὰ τὸ κρύψουμε-- ἡ στεριὰ ποὺ χρειάζεται
ἀπαραίτητα ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἔργο του καὶ ποὺ γενιὲς καὶ γενιὲς περασμένες δούλεψαν
νὰ τὴ θεμελιώσουν, πάει τὸν τελευταῖο καιρὸ ὁλότελα νὰ λείψη κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας
καὶ μεῖς ὁλοένα καὶ περισσότερο βουλιάζουμε στὴν ταραγμένη θάλασσα τοῦ χρόνου. Χάσαμε
τὸ γερὸ πάτημα, ποὺ δίνει τὸ παρελθὸν στὸν ἄνθρωπο, χάσαμε τὴ μνήμη καὶ ἀπροφύλαχτοι
τρεκλίζουμε μέσα σὲ σκοτεινὴ καὶ στοιχειωμένη περιοχή, στὸ μέλλον. Ποιὸς στὴν ἐποχή
μας θέλει πιὰ νὰ ζήσῃ τὴ ζωή του συνέχεια μὲ τὴ ζωὴ τῶν πατέρων του; [...]
Ὅσοι ὅμως δὲν εἶναι πρωτοπόροι παρὰ μείναμε τὰ παλιὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, κοινοὶ ἄνθρωποι, αὐτοὶ βλέπουν μὲ τρόμο σιγὰ σιγὰ ν᾿ ἀφανίζεται ἡ στεριὰ καὶ οἱ ἴδιοι νὰ βουλιάζουν ὁλοένα καὶ παραμέσα στὴ γλίτσα καὶ τὴ λάσπη, ποὺ ἔχει σωριάσει ἡ κατεβασιὰ τοῦ καιροῦ καὶ ἡ ἀνεμελιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Τί τοὺς μένει τότε νὰ κάμουν; Νὰ κλείσουν τὰ μάτια στὴ φρίκη τοῦ πραγματικοῦ, ὅπως ἡ στρουθοκάμηλος, καὶ νὰ πλάθουν, ἀπὸ τὴ βιβλιοθήκη τοὺς μέσα, μεγαλόπνοα σχέδια; νὰ διαβάζουν λ.χ. Kant(4) καί, ἀντὶ νὰ ξεθυμαίνουν κάνοντας περήφανα βήματα στὸ δωμάτιό τους μέσα, νὰ πλάθουν στὴ στιγμὴ ἕνα σχέδιο γιὰ τὴν αἰσθητικὴ μόρφωση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ σύμφωνα μὲ τὸ Καντιανὸ σύστημα; ἢ νὰ ριχτοῦν, τέλος, κι ἐκεῖνοι στὴ δράση, γιὰ νὰ μὴ μείνη πιὰ τότε ἄκρη κι ἄκρη τῆς ζωῆς καθαρὴ ἀπὸ τὸ σιχαμερὸ μόλεμα τῆς ἐξυπνάδας, καὶ ὕστερα ἀηδιασμένοι νὰ λαχταροῦνε ταξίδια Εὐρώπης καὶ Ἀμερικῆς γιὰ νὰ ζήσουν τάχατες πιὰ ἐκεῖ σὰν ἄνθρωποι; Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἡ πολιτική, ἀλλὰ ἐδῶ πιὰ σταματῶ, ἐπειδὴ ἀληθινὰ ἀπὸ μαγεία δὲν καταλαβαίνω(5). Δὲν θέλει κὰν ρώτημα, ὁ κοινὸς ἄνθρωπος δὲν θὰ γίνῃ οὔτε ὁ διανοούμενος τοῦ γραφείου οὔτε ὁ ἔξυπνός του κόσμου. Ἕνας μονάχα εἶναι ὁ δρόμος του, νὰ δοκιμάση μὲ κάθε τρόπο νὰ ξαναβρῆ πάλι τὴ στεριά, ποὺ θεμελίωσαν στὴ ζωὴ οἱ πατέρες του. Ποιὰ τότε ἀνάσα ψυχῆς! Τὸ ἀντίκρυσμα τῆς στεριᾶς καὶ πολὺ περισσότερο ἀκόμη τὸ περπάτημα ἀπάνω σ᾿ αὐτὴ δὲν εἶναι λυτρωμὸς μονάχα τῆς στιγμῆς παρὰ καὶ ἄσβηστη δημιουργικὴ φλόγα στὸ σκοτάδι τοῦ μέλλοντος. Λαμπαδιάζει καὶ φέγγει τὸ μέλλον, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ζωντανὸ τὸ περασμένο, ὅπου ὅμως χάνεται, πίσσα σκοτάδι ἡ κάθε στιγμὴ τοῦ χρόνου καὶ τοῖχος ἀπέραστος. Μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἴδια μου τὴ μελέτη θὰ ξεκαθαρίσουν καλύτερα τὸ νόημα, ἐπειδὴ ἀπὸ πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν φαίνεται καθαρώτερα ὁ στερεὸς δρόμος τῶν πατέρων μας, ὅσο καὶ τὸ κλέφτικο τραγούδι. Χρειάζεται βέβαια κόπος νὰ τὸν βρής, φτασμένος ὅμως μία φορὰ ἐκεῖ, δὲ θαμπώνεις βέβαια τὸν κόσμο μὲ τὴν πράξη σου --δὲν εἶσαι πρωτοπόρος, εἶσαι μονάχα συνεχιστής-- γλυτώνεις ὅμως ἀπὸ τὸ ζωντανὸ θάψιμο στὸ πνεῦμα τοῦ καιροῦ σου. Ποιὸς λοιπόν, ποὺ κατάφερε νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὴν κατεβασιὰ τοῦ χρόνου καὶ μὲ τὴ βοήθεια τῆς μνήμης πῆρε τὸν ἀνήφορο πρὸς τὰ περασμένα καὶ πρὸς τὸ δρόμο τῶν πατέρων του, δὲν ἀναγαλλιάζει μὲ τοὺς ἡρωικοὺς στίχους τοῦ τραγουδιοῦ τοῦ Νικοτσάρα:
Τρεῖς μέρες κάνει πόλεμο, τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες,
χιόνι ἔτρωγαν, χιόνι ἔπιναν καὶ τὴ φωτιὰ βαστοῦσαν. (Fauriel I, 192)
Τρεῖς μέρες κάνει πόλεμο κ.τ.λ.,
χωρὶς ψωμί, χωρὶς νερό, χωρὶς ὕπνο στὸ μάτι. (Passow 80)
Ποῦ ν᾿ ἀκουστῇ ἐκεῖ ψηλὰ τὸ τραγούδι τοῦ λιμασμένου τῆς ζωῆς καπετάνιου(6) «Παιδιὰ σὰν θέλτε λεβεντιά κλπ.»; Αὐτὸ δὲν εἶναι τραγούδι τῆς κορφῆς παρὰ τῆς γλίτσας καὶ τοῦ βάλτου.- Ποιὸς πάλι παίρνοντας τὸ στέρεο μονοπάτι τῶν πατέρων μας πέτυχε νὰ βγῆ στ᾿ ἀνοιχτὰ τῆς ζωῆς, ὅπου ὅλα κινδυνεύουν, ὅλα σαλεύουν, καὶ στὴ βαρειὰ ἐκείνη μοναξιὰ μπόρεσε ν᾿ ἀκροαστῆ τὸ στέρεο χτύπημα τῆς καρδιᾶς τοῦ κλέφτη, καὶ θὰ ἔχη ποτὲ ὄρεξη νὰ ξαναγυρίση σ᾿ ὅλους τοὺς χώρους ἀσφαλείας, εἴτε ἔχουν κεραμίδια εἴτε ὄχι (ἰδανικά κ.τ.λ.); Ξαναδιαβάζεις τότε τὸ «Φοβερὸ Κλέφτη» τῆς «Συλλογῆς» τοῦ Ἀραβαντινοῦ(7) καὶ δὲ βλέπεις αἷμα νὰ τρέχει στὶς φλέβες του, μυρίζει ὅλος τὸ γάλα τῆς μάννας του. Μονάχα κλέφτης ῾φοβερός᾿ ὅπως τοῦ Ἀραβαντινοῦ, θὰ ντροπίαζε τὸ φυσικὸ τοῦ ἄντρα --πεθαίνοντας δηλαδὴ θὰ ἔβαζε τὰ κλάματα γιὰ τὴν κακοριζικιὰ τῆς ζωῆς καὶ θὰ ἔστελνε στὴ μάννα τοῦ τὸ εἰρωνικὸ ἐκεῖνο μήνυμα τοῦ γάμου του μὲ τὴ ῾μαύρη γῆς᾿ (8). Ὁ γνήσιος ὅμως κλέφτης τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ εἶχε αἷμα στὶς φλέβες του καὶ πέθαινε μὲ ἀσάλευτη πίστη στὴ ζωή. Ὅ,τι φλόγιζε τὴν καρδιά του, ζωντανὸς ποὺ ἤτανε, τὴ φλόγιζει ἀκόμη στὰ τελευταῖα της ζωῆς του, ὅ,τι τὸν μόλευε ζωντανό, ὁ Τοῦρκος, δὲν θέλει καὶ πεθαμένο νὰ τὸν μολεύη. Παρὰ νὰ πέση ζωντανὸς στὰ χέρια τοῦ ἐχτροῦ καλύτερα νὰ τὸν σκοτώσουν οἱ δικοί του καὶ νὰ τοῦ πάρουν τὸ κεφάλι (9). Ποιὸς τέλος ἔφτασε ν᾿ ἀντικρύση τὴν ἀπόλυτη ἑνότητα τοῦ κλέφτη στὰ λόγια καὶ στὰ ἔργα, --γεμάτη ἡ καρδιά, καὶ ἡ λέξη ὅπως καὶ ἡ πράξη ξεσποῦσε τὸ ἴδιο βαρειά, τὸ ἴδιο φωτεινὴ ἡ μία καὶ ἡ ἄλλη (10)-- ποιὸς λοιπὸν ἔφτασε ν᾿ ἀντικρύση τὴν ἀκέρια καὶ μονοκόμματη ψυχὴ τοῦ κλέφτη καὶ δὲ θὰ στρίψη μὲ ἀηδία τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὴν κομματιασμένη ψυχῆ τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς; Θάλασσα τὰ λόγια καὶ πνίξανε αἴσθημα καὶ πράξη.
***
Ὅσο λίγο κι ἂν διάβασε κανεὶς κλέφτικα τραγούδια, θὰ πρόσεξε, δὲν γίνεται, πὼς ξεχωρίζουν
σὲ δυό: σὲ τραγούδια, ποὺ ἀναφέρονται σ᾿ ὁρισμένο ἄτομο καὶ μοιάζουν νὰ ἱστορίζουν
τὰ περιστατικά του, καὶ σὲ τραγούδια λυρικοῦ πιὸ πολὺ περιεχομένου, ποὺ ἔχουν ἥρωα
ὄχι ὁρισμένο πρόσωπο παρὰ γενικὰ τὸν Κλέφτη. Ὁ χωρισμὸς βέβαια αὐτός, πρόχειρος
στὸν καθένα, φαίνεται στὴν ἀρχὴ ἀδιάφορος καὶ χωρὶς σημασία, κι ὅμως στὸ τέλος ἀποδείχτηκε
χρήσιμος γιὰ τὸ σκοπό μου --ἄνοιξε ἀπὸ κάθε τί ἄλλο εὐκολώτερα τὸ δρόμο μου πρὸς
τὸ πνεῦμα τοῦ κλέφτικου τραγουδιοῦ. Ἐξωτερικός μου φάνηκε, ἀλήθεια, στὴν ἀρχὴ ὁ
χωρισμός, ὅσο ὅμως περισσότερο μελετοῦσα τὰ τραγούδια, τὸν ἔβλεπα σιγὰ σιγὰ νὰ βαθαίνη
καὶ νὰ γίνεται χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἀξίας τῶν τραγουδιῶν,
ὡς ποὺ στὸ τέλος ὑψώθηκε σὲ κύριο κριτήριο τῆς ἀλήθειάς τους. Μ᾿ ἕνα λόγο ὁ χωρισμὸς
αὐτός, καθὼς σκεφτόμουνα τὸ νόημά του, αὐτὸς πρῶτος μου τάραξε τὴν ἀθώα πίστη στὴν
ἀλήθεια τοῦ κάθε τραγουδιοῦ τῆς συλλογῆς, μοῦ κίνησε τὴν ὑποψία, γιὰ νὰ φθάσω τέλος
στὸ συμπέρασμα πὼς τὰ δυὸ αὐτὰ εἴδη τοῦ κλέφτικου τραγουδιοῦ δὲν εἶναι πνευματικὰ
δημιουργήματα ἴσης ποιητικῆς ἀξίας καὶ ὅμοιας καταγωγῆς. Τὸ συμπέρασμα βέβαια δὲν
βγῆκε χωρὶς δυσκολία. Ἡ ἐξέταση ὡς τώρα, σπάνια καθὼς ἤτανε, στὸν τόπο μας, γινότανε
στὸ ὑλικὸ μονάχα τοῦ τραγουδιοῦ καὶ ὄχι, ὅπως στὶς σχετικὲς μελέτες μου, στὸν ἐσωτερικὸ
ὀργανισμό του, στὴ λέξη, στὴ γλώσσα,στὴ σύλληψη. Φυσικὸ λοιπὸν νὰ βρεθῶ ἀβοήθητος
καὶ στὴν ἀρχὴ νὰ δυσκολευθῶ καὶ νὰ ξεχωρίσω ποῦ βρισκότανε ἡ ἀλήθεια, στὰ τραγούδια
ἄραγε μὲ τὰ περιστατικὰ ἢ στὰ λυρικὰ τραγούδια; Ὁ πρωτόπειρος χωρὶς ἄλλο βέβαια
τραβιέται περισσότερο ἀπὸ τὸ λυρικὸ τραγούδι, θαρρεῖ πὼς ἔχει μπροστὰ τοῦ γυμνὴ
τὴν καρδιὰ τοῦ κλέφτη καὶ ἀκούει καθαρὰ τοὺς χτύπους της. Διόλου παράξενο. Ζοῦμε
καὶ μεγαλώνουμε ὅλοι με ἄκρο σεβασμὸ στὴ γενικὴ ἔννοια καὶ στὰ παράγωγά της. Σπάνια
βρίσκουνται οἱ ἄνθρωποι μὲ ἀνοιχτά, ἀπὸ νωρίς, τὸ νοῦ, τὰ μάτια καὶ τὴν ψυχὴ στὸ
ἀτομικὸ καὶ στὸ γεγονός. Μὴν πᾶμε μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἐποχή μας. Τί θόρυβος, Τί λιγομάρες
γιὰ τὴν ἀράχνη τοῦ μυαλοῦ, γιὰ τὸν πανάνθρωπο, καὶ ποιὰ παγωνιὰ ψυχῆς καὶ ποιὰ τύφλα
γιὰ τὸ θερμότατο γεγονός, γιὰ τὸν διπλανὸ ἄνθρωπο! Ὅσο, ὅμως, κανεὶς κερδίζει τὴ
σημαντικὴ πνευματικὴ νίκη καὶ λυτρώνεται ἀπὸ τὴν τυραννία τῆς γενικῆς ἔννοιας, ἡ
σχετικὴ ἀξία τῶν τραγουδιῶν παρευθὺς ἀλλάζει. Τὴν πρώτη θέση, καὶ σὲ λόγο τέχνης
καὶ σὲ λόγο πρωτοτυπίας, παίρνει τώρα τὸ τραγούδι ποὺ ἔχει ἥρωα τὸ ὁρισμένο ἄτομο,
ἐνῶ τὸ λυρικὸ τραγούδι ἀποδείχνεται νόθο καὶ στὴ γέννηση, νόθο καὶ στὴν ἀξία, δὲν
φανερώνει οὔτε καρδιὰ ἥρωα οὔτε καρδιὰ ποιητή. Τὰ τραγούδια αὐτὰ μὲ τὸ λυρικὸ περιεχόμενο,
καθὼς ἔγραφα καὶ στὴ μελέτη μου γιὰ τὴ «Συλλογὴ τοῦ Ἀραβαντινοῦ» (σ.11 κ.ἔ.) «δὲν
δείχνουν τὸ κλέφτικο τραγούδι στὴν πρωταρχικὴ καὶ σημαντικὴ μορφή του, ποὺ εἶναι
τραγούδι σ᾿ ὁρισμένο ἄτομο, ξακουστὸ ἀπ᾿ ὅ,τι ἔκαμε καὶ ἀπ᾿ ὅ,τι ἔπαθε πολεμώντας,
παρὰ ἔχουν πλαστὴ ἀργότερα, ὅταν πιὰ ὁ ῾Κλέφτης᾿ πάει νὰ γίνει ἰδανικὸ ζωῆς καὶ
ἡ ἡρωικὴ μορφή του ἀρχίζει νὰ ὑποφέρη ἀπὸ τὰ ὄνειρα καὶ τοὺς πόθους ἀνθρώπων, ποὺ
δὲν εἶναι καθόλου ἡρωικοί». Μ᾿ ἕνα λόγο τὰ τραγούδια αὐτὰ ἔχουν γεννηθῆ σ᾿ ἐποχή,
ὅπου ἔχει λείψει καὶ ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ ἀπὸ τὸ πνεῦμα ἡ ἄμεση αἴσθηση τοῦ ἡρωισμοῦ κι
εἶναι κατασκευάσματα λογίων, τῶν ἀνθρώπων δηλαδὴ μὲ τὴν ἕτοιμη φαντασία. Ἡ φύση,
κοντὰ στὴ γνώση, λείπει ὁλότελα. Στὴ θέση τῆς μπῆκε ἡ ἀκροβασία τῆς ἕτοιμης φαντασίας,
τῆς ἕτοιμης καρδιᾶς. Ἄφοβα λοιπὸν καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς ξεκλειδώνουνται. Φόβος δὲν ὑπάρχει
κανένας. Ὁ ἥρωας δὲν εἶναι ζωντανὸ πλάσμα, εἶναι κατασκεύασμα τῆς γενικῆς ἔννοιας
--τίποτε στὸν κόσμο δὲν τὸν πιάνει εὔκολα παίρνει ὅ,τι σχῆμα θέλεις.
[...]
Ὁ χτύπος τῆς ἀτομικῆς καρδιᾶς ζωντάνευε. τὸ δημοτικὸ μοτίβο στὴν ἀρχικὴ θέση, τὸ
φιλολογικὸ ὅμως κατασκεύασμα εἶχε ἥρωα τὴ γενικὴ ἔννοια τοῦ Κλέφτη κι ἡ γενικὴ ἔννοια
δὲν ἔχει καρδιά. Τὰ κυριώτερα τραγούδια λυρικοῦ τύπου (βλ. Π.Ε. 20,21, 26,27,28,
30,31,32, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 42,43, 61 Β´, 61 Γ´) τὰ ἔχω σχεδὸν ὅλα ἐξετάσει
σὲ περασμένες μελέτες (11), ὅπου ἔχω πεῖ καθαρὰ γιὰ τὸ καθένα τοὺς τὶς ὑποψίες μου
καὶ τοὺς λόγους τῆς ψευτιᾶς του. Ἔτσι δὲν ἔχω πιὰ ἐδῶ νὰ σταθῶ περισσότερο (12)
καὶ πηγαίνω στὸ ἄλλο εἶδος τοῦ κλέφτικου τραγουδιοῦ.
Ἀλλὰ καὶ τὰ τραγούδια γιὰ ὁρισμένα πρόσωπα, ποὺ μένουνε πιὰ ἡ μοναδικὴ πηγὴ τῆς μελέτης μου, δὲν τὰ λογάριασα ὅλα τὸ ἴδιο στὴ σύνταξή της. Ἔκαμα καὶ σ᾿ αὐτὰ κάποιο ξεκαθάρισμα, ποὺ τὰ λιγόστεψε ἀρκετά. Δὲν πῆρα δηλαδὴ ἀπὸ πίσω κάθε ξυλένιο στιχούργημα, ἂς ἤτανε καὶ τοῦ πιὸ ἡρωικοῦ κλέφτη, οὔτε γύρισα μία στιγμὴ νὰ κοιτάξω τραγούδια μὲ βάναυσο ἢ μὲ κοινὸ περιεχόμενο ζωῆς --δὲ γράφω τὸ βίο τῶν κλεφτῶν-- παρὰ ὁδηγός μου καὶ κριτής μου στάθηκε ὅ,τι ἀνώτερο σὲ ψυχικὴ συγκίνηση καὶ σ᾿ αἰσθητικὴ ἔκφραση βρῆκα νὰ παρουσιάζη ἡ κλέφτικη ποίηση.
Δυὸ βρίσκει ὁ μελετητὴς σταθερὰ συστατικά του γνήσιου κλέφτικου τραγουδιοῦ: τὸ ὁρισμένο ἄτομο καὶ τὸ ὁρισμένο περιστατικὸ τῆς ζωῆς του, καλὸ ἢ κακό, νίκη ἢ θάνατο. Τὸ τραγούδι λ.χ. τοῦ Μπουκουβάλα ἱστορίζει τὴ μάχη τοῦ ἀρματωλοῦ στὸ Κεράσοβο, τὸ τραγούδι τοῦ Σταθᾶ τὴ ναυμαχία ἔξω ἀπὸ τὴν Κασσάνδρα τῆς Χαλκιδικῆς, τὸ τραγούδι τοῦ Μηλιόνη τὴ μονομαχία του μὲ τὸν Σουλεϊμάνη καὶ τὸ θάνατό του, τὸ τραγούδι τοῦ Κίτσου τὴ σύλληψή του καὶ τὴν καταδίκη του σὲ θάνατο. Ἔλλειψη τοῦ ἑνὸς ἢ τοῦ ἄλλου συστατικοῦ ἢ ἐλαττωματικὸ μεταχείρισμα δὲν εἶδα νὰ βγῆκε ποτὲ σὲ καλό του τραγουδιοῦ. Μπροστά μου εἶχα τότε ἄτεχνο στιχούργημα ἢ νόθο κατασκεύασμα. Τὸ τραγούδι λ.χ. τοῦ Ἀνδρούτσου (Passow 46), μὲ τὰ πολλὰ περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ ἀρματωλοῦ, ξέπεσε σὲ πεζὸ βιογραφικὸ στιχούργημα. Τὸ ἴδιο καὶ τὸ τραγούδι τοῦ Νικοτσάρα Passow 82). Ἀπὸ τὸ τραγούδι πάλι (Passow 37), ὅπου ὁ κατασκευαστὴς δὲν ἀποφάσισε καλὰ καλὰ ποιὸς νάναι ὁ ἥρωάς του, ὁ Βλαχοθανάσης ἢ ὁ Ἀνδροῦτσος, ἀκούεται μονάχα θόρυβος, Ἄλλα τέλος τραγούδια, ποὺ παρασταίνουν τὰ πρὸ ἢ μετὰ ἀπὸ ἕνα περιστατικὸ (Passow 44, 45: τοῦ Μητρομιχάλη) κόβουν τὴν ὄρεξη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀνθρώπου. Τέλος τραγούδια μὲ ἥρωα γενικὰ τοὺς Κλέφτες ἢ ἀόριστα τὸν Κλέφτη ἀποδείχνονται νεώτερα κατασκευάσματα (βλ. Passow 39: τραγούδι τοῦ Ντελῆ Ἀχμέτη). Ζητώντας λοιπὸν σύντομον ὁρισμό, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ εἰπῆ πὼς τὸ κλέφτικο τραγούδι εἶναι τραγούδι περιστατικῶν, ἐπειδὴ ἀληθινὰ ὁ δημοτικὸς ποιητὴς χωρὶς τὸ περιστατικὸ ἐμπρὸς τοῦ δὲ θ᾿ ἀποφάσιζε νὰ τραγουδήση. Θὰ ἔλειπε ἡ βεβαίωση τοῦ κόσμου γιὰ τὴν ἀξία τοῦ ἥρωά του. Γιὰ τοὺς πατέρες μας ὅ,τι γινότανε μπροστὰ στὸν κόσμο ἔπαιρνε ψηλότερη σημασία: δὲν τὸ βλέπανε μονάχα τὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου παρὰ «πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο» ἀκόμη ἀπάνω ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε τὴ ζωὴ θαυμαστὸ καὶ ἀνεξιχνίαστο γεγονός, ἡ κάθε στιγμὴ ἀνοίγματα ἀτέλειωτα σὲ μάκρος καὶ σὲ θέα --δὲ ζοῦσε οὔτε πέθαινε κλεισμένος στὴν ἐξήγηση τῆς ζωῆς, σὲ μία τρύπα. Οἱ σίχλιες πνοὲς τῆς ψυχολογίας καὶ τῆς κοινωνιολογίας δὲν εἶχαν ἀρχίσει νὰ φυσοῦνε, νὰ μολύνουνε τὸν ἀέρα καὶ νὰ στενεύουνε τὴ θέα καὶ τὴν ἅπλα. Ἀσφυξία τώρα ἀπὸ παντοῦ καὶ μονάχα ὁ θάνατος μένει ἀνοιχτός, νὰ μπαίνη ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ ἡ κρύα πνοὴ τοῦ θαυμασμοῦ. Μᾶς ἀνατριχιάζει ἡ παγωνιά, εἶναι ὅμως καὶ ἡ μοναδικὴ δροσιὰ τῆς ζωῆς. Ἐδῶ πιὰ ἡ ἐξήγηση δὲν ἀξίζει καὶ ὁ ἄνθρωπος στέκεται μία φορὰ πραγματικὰ συλλοϊσμένος.
Περισσότερη ὡστόσο προσοχῆσε κάνει γρήγορα νὰ ξεχωρίσης τὴν ἀφορμὴ τῆς δημιουργίας τοῦ κλέφτικου τραγουδιοῦ ἀπὸ τὴν οὐσία του. Τὸ περιστατικὸ βέβαια γεννάει τὸ κλέφτικο τραγούδι, δὲ θέλει ὅμως ρώτημα πὼς στὴν τελειότερη μορφή του τὸ τραγούδι δὲν εἶναι μία φορὰ ἡ διήγηση τοῦ περιστατικοῦ. Οὔτε τὸ τραγικὸ τέλος τοῦ κλέφτη, οὔτε τὰ ἔργα του, ὅσο ξακουστὰ κι ἂν εἶναι, καὶ πολὺ λιγότερο τὰ αἰσθήματα καὶ οἱ ἰδέες του γιὰ τὴ φύση καὶ γιὰ τὸν κόσμο κάνουν τὴν οὐσία τοῦ κλέφτικου τραγουδιοῦ. Τὸ κλέφτικο τραγούδι δὲν εἶναι διήγηση ὑπερφυσικοῦ ἢ μυθικοῦ περιστατικοῦ, οὔτε λυρικὴ διάχυση λεπτῶν ἢ παραδόξων αἰσθημάτων, οὔτε περιγραφὴ καὶ θεωρία τῆς Φύσης. Τὸ κλέφτικο τραγούδι ἐξωτερικὰ μοιάζει νὰ εἶναι ἔκφραση τοῦ θαυμασμοῦ γιὰ τὸ ἐξαιρετικὸ ἄτομο, ὁ ὕμνος του, στὴν οὐσία τοῦ ὅμως εἶναι τὸ πρῶτο ἁδρὸ σχεδίασμα τῆς καινούργιας Μορφῆς τοῦ Ἕλληνα. Αἴσθημα, λοιπόν, θεωρία, δράση μπορεῖ νὰ μὴ λείπουν καὶ δὲ λείπουν, ὅμως ὅλα αὐτὰ βρίσκουνται στὸ τραγούδι, ἐπειδὴ ὁ δημοτικὸς ποιητὴς τὰ νομίζει ἀπαραίτητα γιὰ νὰ φθάση στὸν πόθο του, ποὺ εἶναι σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ μεγάλη ἀξία καὶ πρωτοτυπία τοῦ κλέφτικου τραγουδιοῦ βρίσκεται στὸν καινούργιο πόθο, ποὺ γεμίζει τὴν ψυχὴ τοῦ δημοτικοῦ ποιητῆ, στὸν πόθο γιὰ τὸ σύνολο καὶ ὄχι γιὰ τὸ μέρος, στὸν πόθο γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι γιὰ τὸ μερικὸ φανέρωμά του εἴτε σὲ λόγο εἴτε σὲ ἔργο, ὅσο κι ἂν εἶναι αὐτὸ ἐξαιρετικό. Παραβολὴ μὲ τὰ Κρητικὰ καὶ τὰ Μανιάτικα τραγούδια, ποὺ ἔχουν γεννηθεῖ κι ἐκεῖνα ἀπὸ περιστατικὰ ξακουστὰ στὸν κύκλο τους, θὰ καθαρίση περισσότερο τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ κλέφτικου τραγουδιοῦ.
Ἡ ἔγνοια τοῦ Κρητικοῦ τραγουδιστῆ πηγαίνει ὅλη στὸ περιστατικὸ καὶ ὄχι στὸν ἄνθρωπο. Κύριο μέλημά του εἶναι πὼς νὰ συνθέση ἱστορία, ὅπου τὰ πρόσωπα, ὁ ἄνθρωπος, δὲν ὁρίζει παρὰ ἔχει κι ἐκεῖνος τὴν ὁρισμένη θέση του. Ἡ ἀξία τῶν τραγουδιῶν δὲν μοῦ φαίνεται μεγάλη. Ἀρχάριος της τέχνης ὁ Κρητικὸς ποιητάρης νομίζει τὶς περισσότερες φορὲς ἴδιο πράμα ἄθροισμα καὶ σύνολο. Ἀραδιάζει λοιπὸν πλῆθος λεπτομέρειες τόπου, χρόνου, ψυχολογίας μ᾿ αἰσθηματικὰ διάφορα σχόλια δικά του. Σύγχρονος πάνω κάτω μὲ τὰ περιστατικὰ ὁ ποιητάρης τὰ τραγουδάει στοὺς συγχρόνους του, ποὺ τὰ ἔχουν κι ἐκεῖνοι τὸ ἴδιο ἰδεῖ καὶ δοκιμάσει, τὸ ἴδιο αἰσθανθῇ ὅπως κι αὐτός. Τοὺς λέει καθέκαστα καὶ λεπτομέρειες γνωστὲς καὶ ἄγνωστες, ποὺ συγκινοῦν, καθὼς ξαναφέρνει στὴ θύμηση τὴν ἀρχικὴ συγκίνηση κι ἐντύπωση, ποὺ δοκίμασαν καὶ οἱ ἴδιοι με τὸ περιστατικό. Ὅ,τι ὅμως πραγματικὰ δοκίμασαν μένει θολὸ κι ἀόριστο στὴ συνείδηση ποιητὴ καὶ ἀκροατὴ --ἔλειψε ὁ νοῦς νὰ τὸ συλλάβη καὶ νὰ τὸ ἐκφράση. Ὁ Κρητικὸς δουλεύει ἐξωτερικὰ καὶ κομματιαστὰ --μαζεύοντας δεξιὰ κι ἀριστερὰ τὸ ὑλικό του, τὸ πραγματικὸ δὲν ἔφτασε νὰ μετουσιωθῆ στὴν ψυχή του σὲ πρωταρχικὸν πνευματικὸ σπόρο, ἀπ᾿ ὅπου νὰ βγῆ φυσικὰ τὸ τραγούδι. Πνευματικὸς πυρήνας δὲν ὑπάρχει --ὁ ποιητὴς κολάει δίστιχα στὴ σειρά. Στὸ τέλος ἑνὸς διστίχου πλάθεται εὐθὺς τὸ ἄλλο. Ἡ ἐξωτερικὴ συνέχεια δὲν ὑπάρχει φόβος νὰ λείψη ποτὲ --καμιὰ ἀνησυχία μήπως σταθῆ στὴ μέση ὁ ποιητής, ἀνοίγει λίγο τὰ μάτια του, ξεντώνει τὴν καρδιά του καὶ τὰ αἰσθήματα καὶ οἱ ἐντύπωσες τρέχουν νερό-- βοηθάει στὸ τέλος καὶ ἡ μνήμη ἀπὸ ἄλλα τραγούδια. Ὑπάρχουν ἀρκετοὶ κοινοὶ τόποι καὶ στὸ Κρητικὸ τραγούδι. Ἐσωτερικὴ ὅμως συνέχεια δὲν ὑπάρχει καμιά. Τὸ τραγούδι βέβαια μεγαλώνει ἀρκετὰ καὶ πιάνει ἐξωτερικὰ πολὺν τόπο, ὁ ἐσωτερικός του ὅμως χῶρος εἶναι μία σταλιά, λείπει τὸ ἀνάλογο θεμέλιο, ἡ ἀνάλογη σύλληψη. Ἡ καινούργια λεπτομέρεια δὲν ἐμψυχώνει ἀρχικὸ χῶρο, οὔτε κάνει ὁρατὸν τὸ δικό της χῶρο παρὰ ἡ μία λεπτομέρεια σωριάζεται ἀπάνω στὴν ἄλλη καὶ μεγαλώνει τὴ θολούρα καὶ τὴν ἀοριστία (13).
Ἂν τὰ Μανιάτικα τραγούδια τοῦ ῾γδικιωμοῦ᾿ ἀναφέρουνται στὴν κοινωνικὴ ζωὴ καὶ
ὄχι σ᾿ ἀγῶνες μὲ τοὺς Τούρκους, ὅπως τὰ κλέφτικα καὶ τὰ Κρητικά, ὅμως, γεννημένα
κι ἐκεῖνα τὰ περιστατικά, δὲν νόμισα σωστὸ νὰ τ᾿ ἀφήσω ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴ συγκριτικὴ
ἐξέταση, ποὺ κάνω ἐδῶ γιὰ νὰ ὁρίσω τί θέση ἔχει τὸ περιστατικὸ στὴ σύλληψη τοῦ τραγουδιοῦ.
Τὰ Μανιάτικα τραγούδια δὲν μοιάζουν τὰ Κρητικά. Δὲν πᾶνε, ὅπως αὐτά, νὰ περιγράψουν
τὰ περιστατικὰ ἢ νὰ συνθέσουν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἱστορία. Κάποια βέβαια ἱστορία πλάθεται,
ὅμως ποιὸς τὴν προσέχει μπρὸς στὴ φλόγα, ποῦ βγαίνει ἀπὸ τὸ ἐσωτερικό του Μανιάτη;
Κάποια περιγραφὴ γίνεται, ὅμως πολὺ ἐντονώτερα ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ περιστατικὰ ζωντανεύει
ὁ ψυχικὸς βίος τοῦ ἀτόμου καὶ τῆς κοινωνίας --ἡ ψυχικὴ δηλαδὴ σύσταση τοῦ Μανιάτη.
Ἡ ἐπιτυχία φυσικὰ δὲν εἶναι σ᾿ ὅλα τὰ τραγούδια ἡ ἴδια, τὸ ζωντάνεμα πετυχαίνει
ἀλλοῦ περισσότερο κι ἀλλοῦ λιγώτερο. Σὲ μερικὰ λ.χ. τὸ περιστατικὸ ἔρχεται σὰ φυσικὸ
ἀποτέλεσμα ἀπὸ ἔθιμα κοινωνικά, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ καὶ μὲ τὴν παράδοση χάσανε τὸν
ψυχικὸ χαρακτήρα καὶ ἐνεργοῦν τώρα μὲ τὴν τυφλὴ δύναμη τῆς φυσικῆς αἰτίας. Τὸ κοινωνικὸ
ἔθιμο τῆς γεροντικῆς, ῾που κάμασι᾿
Σαρανταπέντε σερνικοὶ
στὸ Πεταλίδι στὸ σταυρὶ (14)
προκειμένου νὰ διαλέξουν τὸν ἐκδικητή, μοιάζει αὐτονόητη καὶ φυσικὴ λεπτομέρεια,
ἀπαράλλαχτα ὅπως καὶ τὸ βάψιμο τοῦ προσώπου, ποὺ ἔκαμε νὰ μοιάζει Ἀράπης ὁ ἐκδικητής,
γιὰ νὰ μὴν τὸν γνωρίση τὸ θύμα, ἐκεῖ ποὺ δούλευε στὴν Αἴγυπτο (Μπαβαριά). Σ᾿ ἄλλα
πάλι φαίνεται καθαρώτερα ὁ ψυχικὸς χαραχτήρας, ὅπως στὸ τραγούδι τῆς Ληγοροὺς («Πανδώρα»
Τόμ. ΙΗ´ σ. 438). Ἐδῶ παρασταίνεται τὸ σπαρτάρημα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀτόμου κάτω ἀπὸ
τὴν ἄκρα κυριαρχία τῶν κοινωνικῶν ἐθίμων. Τὰ κοροϊδευτικὰ λόγια του φονιὰ τοῦ ἄντρα
της(15) ἐρεθίζουν τὴ Ληγοροῦ κι ἐκείνη πάλι μὲ τὰ λόγια της ἐρεθίζει τὸν κουνιάδο
της νὰ σκοτώσῃ τὸν φονιᾶ(16). Ὑπάρχουν τέλος κι ἕνα δυὸ τραγούδια, ὅπου ὁ ποιητὴς
πάει νὰ ὑψωθῆ παραπάνω ἀπὸ τὴν ψυχολογία καὶ νὰ συλλάβη Μορφή, καθὼς στὸ περίφημο
μοιρολόγι ῾Τὸ αἷμα᾿ (Πασαγιάννη σ.85, 146). Ὅ,τι στ᾿ ἄλλα τραγούδια μένει ἔθιμο
καὶ κοινωνικὴ συνήθεια, παράδοση καὶ ἰδέα τυραννική, στὸ τραγούδι αὐτὸ ἔχει γίνει
σάρκα κι αἷμα τῆς Μανιάτισας μάννας(17). Μ᾿ ὅλο ποὺ λύπη καὶ χαρά, πόνος καὶ μίσος
δὲν κυλοῦν σὰ νερὸ ἀπὸ πάνω τῆς παρὰ σκάβουν βαθιὰ μέσα τὴν καρδιὰ καὶ ἔχουν αὐλακώσει
πρόσωπο καὶ ψυχῆ ὅμως ἐκείνη ζῆ καὶ ἀνασαίνει λεύτερα. Ἡ φωνὴ βγαίνει ἐκ βαθέων
καὶ σὲ βάθη πάλι πέφτει --ἀπὸ τὴν ψυχὴ τῆς μάννας στὴν ψυχὴ τῶν παιδιῶν. Εἶναι ἡ
δική της φωνὴ ποὺ ἔχει ποτίσει τὴν καρδιὰ τῶν παιδιῶν καὶ τώρα ξαναγυρίζει φρικιαστική
με τὰ λόγια του στερνοῦ της παιδιοῦ, καθὼς ρίχνει μὲ τ᾿ ἄλλα του τ᾿ ἀδέρφια καὶ
σκοτώνει τὸν φονιὰ τοῦ πατέρα του:
«Πάρ᾿ τα τὰ χρωστουμέϊκα,
νὰ βγάλουμε τὸ μπόρτζι μας»
Οἱ ἥρωες τῶν τραγουδιῶν τοῦ γδικιωμοῦ ζοῦν καὶ ἀνασαίνουν σὲ κόσμο ὁλότελα δικό τους θὰ ἔλεγα ἐσωτερικὸ κόσμο, ἂν δὲν φοβόμουνα πὼς θάρθη στὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου μαζὶ καὶ ὁ ἀντίθετος κόσμος, ὁ ἐξωτερικός, πραγματικὰ ὅμως τέτοιο ξεχώρισμα δὲν ὑπάρχει. Ἀπὸ Μανιάτικο τραγούδι μὴ ζητήσης σκέψη, αἴσθημα, ἐντύπωση ἀπὸ τὴ φύση, δὲ θὰ βρής. Μ᾿ ὅλο ποὺ ὁ σκοπὸς τοῦ Μανιάτη βρίσκεται ἔξω ἀπ᾿ αὐτόν, στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο, (ἡ ἐκδίκηση), ἡ πράξη παρουσιάζεται συνέχεια τοῦ ψυχικοῦ κόσμου. Τὸ πάθος ἔχει ρίξει τὰ σύνορα ἐσωτερικοῦ καὶ ἐξωτερικοῦ κόσμου καὶ κρατάει δεμένον τὸ Μανιάτη, τοῦ κλείνει μάτια καὶ αὐτιά, κι ἂν λάχει στὸ δρόμο τοῦ τίποτε ἀπὸ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο, οὔτε τὸ αὐτὶ οὔτε τὸ μάτι τὸ παίρνει παρὰ τὸ ἀδράχνει ἡ ψυχῆ καὶ βαθαίνει περισσότερο τὴν ἔγνοια της. Τὸ χάλασμα λ.χ. ἀπὸ τὶς τυρόπητες στὸ περίφημο τραγούδι ῾Ἡ ἀδελφή του Καλαπόθου᾿ τὸ παίρνει ἡ ἡρωίδα γιὰ κακὸ σημάδι, ἐνῶ πάλι σ᾿ ἄλλο μοιρολόγι τὸ βέλασμα τοῦ κατσικιοῦ τὸ ξηγάει ὁ Μανιάγτης γιὰ τὴ φωνὴ τοῦ ἴδιου του Σατανᾶ, ποὺ ἔρχεται βοηθὸς στὸν ἐκδικητή. Τὸ Μανιάτικο τραγούδι μοιάζει στὸ τέλος μονόλογο ψυχῆς, λὲς καὶ μονάχα ἡ πράξη δὲ φτάνει νὰ τελειώση τὸ σκοπὸ --δὲ φτάνει νὰ ξεκαθαρίση τὸν κατάμαυρο οὐρανὸ τῆς ψυχῆς παρὰ χρειάζεται τραγούδι γιὰ ν᾿ ἀνασάνη λεύτερα ὁ Μανιάτης. Ὅ,τι ὅμως ξεχωρίζει τὸ Μανιάτικο μοιρολόγι καὶ κάνει τὸ παράξενο φυσικὸ τοῦ εἶναι ἡ πλημμύρα ἀπὸ αἴσθημα καὶ ἡ ἔλλειψη ἀπὸ φαντασία, γιὰ κεῖνο εἶναι καὶ τὸ βαρύτερο ἀπὸ τὰ δημοτικά μας τραγούδια. Τὸ βάρος τοῦ πραγματικοῦ τὸ λυγίζει, ἡ φαντασία δὲν τὸ ξαλαφρώνει. Ὅσο δυσάρεστο κι ἀποκρουστικὸ νὰ εἶναι τὸ πραγματικό, ὁ Μανιάτης τὸ κοιτάζει κατάματα, τὸ αἴσθημα καὶ τὸ πάθος τοῦ δίνει αὐτὴ τὴ δύναμη. Ἐκεῖ ὅπου ἄλλος θὰ δίσταζε, θὰ σιχαινότανε, θ᾿ ἀνατριχίαζε, θὰ γύρευε νὰ ξεφύγη, ὁ Μανιάτης δὲ θὰ σταματήση, ἂν δὲ φτάση στὴν ἄκρη --ὁ Μανιάτης μιλάει καὶ πορεύεται στὴ ζωή του μὲ τὰ γεγονότα γυμνὰ καὶ ἀστόλιστα καὶ ἡ ὠμή, θὰ ἔλεγα ὑλιστική, ἔκφρασή του εἶναι τὸ φυσικὸ ξεθύμασμα. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύπη τὸ πάθος μ᾿ ἕνα λόγο βγαίνει ἀπὸ κάθε ὅριο, καθὼς ὅμως δὲν βοηθάει ἡ φαντασία, τὸ τραγούδι φανερώνεται βαρύ(18) καὶ ὠμό.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σχετικά με τὴν κατάρα γράφω στὸν Α´ τόμο τῶν «Δημοτικῶν Τραγουδιῶν». (σελ. 329) «ἡ κατάρα ... δὲν ἤτανε ἕνα ἀπὸ τὰ ψυχρὰ καὶ ἄψυχα σύμβολα, ποὺ τὰ βρίσκει κανεὶς παραπεταμένα ἐδῶ κι ἐκεῖ στὴν ἔρημη καὶ φυλακισμένη ἐποχή μας παρὰ εἶχε ζωή. Δὲν ἤτανε λόγια μονάχα, χτυπητότερα βέβαια ἀπὸ τ᾿ ἄλλα, πάντα ὅμως λόγια, παρὰ ἤτανε ἐπίσημη καὶ συμβολικὴ πράξη, ποὺ ἔφερνε στὴ μέση τὴ θεία δύναμη. Ὅποιος καταριότανε, πίστευε πὼς παίρνει πιὰ ὁ Θεὸς ἀπάνω τοῦ τὴν τιμωρία τοῦ φταίχτη, τοῦ ἀνθρώπου δηλαδὴ ποὺ τὸν ἀδίκησε. Φυσικὸ λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν τὴν ἔχουν τὴν κατάρα κάθε λίγο καὶ στιγμὴ στὸ στόμα τους, νὰ νοιώθουν κάποιο δισταγμὸ προτοῦ καταραστοῦνε, ὅμως ἀκόμη φυσικώτερο, μία καὶ ξεστόμισαν τὴν κατάρα, νὰ μὴ μετανοιώνουν εὔκολα τὴν ἄλλη στιγμή, γιατὶ ἡ μετάνοιά τους θὰ ἔμοιαζε κάπως καὶ μ᾿ ἐμπαιγμὸ στὸ Θεό, ποὺ λίγο πρὶν τὸν φώναξες νὰ σὲ βοηθήσῃ στὴ σκληρότερη ἀνάγκη σου».
2. Χ. Χρηστοβασίλη, «Ἐθνικὰ ᾈσματα» 1452-1821, σ. 113, ἀρ. 17. «Ἡ γλυκειὰ κατάρα»:
Μάννα μὲ καταράστηκες, γλυκειὰ κατάρα μοῦ εἶπες,
κλέφτης νὰ βγῇς παιδάκι μου κτλ.
Βλ. καὶ τὴ μελέτη μου: «Ἡ Συλλογὴ τοῦ Ἀραβαντινοῦ κτλ.» σ. 14 Κωμικὴ γίνεται καὶ ἡ ἐπίδειξη πατριωτισμοῦ στὸ τραγούδι τῆς Λάστας, Λασκάρη, σ. 351, 12:
Κάμποσες μάννες τὰ παιδιὰ οὖλο τὰ καταριόνται
καὶ μία μάννα ἔχει ἕνα παιδί, οὖλο εὐκὲς τοῦ δίνει,
τοῦ λέει κλέφτης νὰ γενῇ, κλέφτης νὰ γεραντίσῃ κτλ.
3. Τὸ βασίλειο τῶν «Μορφῶν» εἶναι ὁ καινούργιος κόσμος, ποὺ φανερώθηκε στὸν Σόλωμο καὶ τὸν γλύτωσε ἀπὸ τὴν ἀσφυξία καὶ ἀπὸ τὸ θεατρισμὸ τοῦ ἀτόμου. Οἱ ἄλλοι λόγιοι ὄχι μονάχα δὲ λαχτάρησαν ποτὲ γιὰ κόσμο, ἀλλὰ καὶ δουλεύουν μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά τους νὰ γκρεμισθῇ κάθε κόσμος κληρονομημένος ἀπὸ τοὺς πατέρες τους. Μόλις βρεθοῦνε μονάχοι --καὶ ἡ ποίηση τοὺς φαίνεται ἡ καλύτερη ἐρημιά-- χειρονομοῦν, φωνάζουν,μεθοῦνε μὲ τὶς ἴδιες τους τὶς φωνές. Ἂς παραβάλη ὅποιος θέλει γιὰ δεῖγμα τὸ προοίμιο ἀπὸ τὸ Γ´ Σχεδίασμα τῶν «Ἐλεύθερων Πολιορκημένων» μὲ τὸν «Ἀσπασμὸ στὴ Μητέρα Ἑλλάδα τοῦ Βαλαωρίτη κι εὐθὺς ἀπὸ τὴ γλώσσα θὰ καταλάβη σὲ ποιὸ ἔργο ὑπάρχει κόσμος καὶ σὲ ποιὸ λείπει.
4. Ἡ φιλοσοφία δὲν καρποφόρησε στὸν τόπο μας οὔτε μπῆκε στὴ ζωή, ἐπειδὴ τάχατες ἔλειπε ἡ πίστη στὸ φιλοσοφικὸ σύστημα. Ἀλλά, ὅπως παντοῦ, δὲν ἄργησαν κι ἐδῶ νὰ παρουσιαστοῦν οἱ ἀθλητὲς τῆς καινούργιας πίστης. Συστηματικοὶ φιλόσοφοι φθάσανε ἀρκετοὶ τὰ τελευταῖα χρόνια ἀπὸ τὴν Εὐρώπη, στήσανε τὰ σύνεργά τους καὶ δοκιμάζουν νὰ ποτίσουν μὲ πνεῦμα τὴ φρυμένη ζωὴ τοῦ τόπου. Νερὸ βέβαια ὡς τώρα δὲ βγῆκε, ἐπιβλητικὲς ὅμως εἶναι οἱ μηχανὲς καὶ ξεκουφαίνουν ἀπὸ τὸ θόρυβο. Τὶς βλέπεις στὸ στεῖρο μεγαλεῖο τους καὶ συλλογίζεσαι μήπως δὲν ἔχει στὸ τέλος δίκηο τὸ γερμανικὸ ρητὸ «Aberglaube ist besser als Systemglaube». Μᾶς ζεσταίνει περισσότερο τὴν παγωνιὰ μία σπίθα ἀπὸ τὴ χωνεμένη πιὰ θράκα τῆς δίκης μας ζωῆς παρὰ ἡ φωταψία τοῦ ξένου σπιτιοῦ.
5. Πᾶνε σαράντα χρόνια πάνου κάτου ποὺ βλέπω στὴν ἐσωτερικὴ πολιτικὴ τὸν θρίαμβο τῆς μαγείας. Ἐδῶ πιὰ δίνει καὶ παίρνει ἡ μαγικὴ λέξη. Θυμάστε τὴν κατάντιά μας τότε. δὲν πρόφτασε ὅμως ν᾿ ἀκουστῆ ἡ μαγικὴ λέξη ῾Ἀνόρθωση᾿ καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε, χώρισαν εὐθὺς τὰ σκεύη «εἰς τιμὴν» ἀπὸ τὰ σκεύη «εἰς ἀτιμίαν», οἱ ἐκλεχτοὶ ἀπὸ τοὺς φαύλους. Γίνεται ἢ δὲν γίνεται ἔτσι παρευθὺς ἀγνώριστος ὁ τόπος; --Μουχλιασμένος ὁ ἀγέρας τοῦ σχολείου ἀπὸ τὸ πολὺ κλείσιμο καὶ τὸ παιδὶ πνιγότανε ἐκεῖ μέσα. Καινούργια τότε μαγικὴ λέξη, ῾Ἐκπαιδευτική μεταρρύθμιση᾿, ἀκούστηκε ἀπὸ τὴν ἴδια μεριὰ μὲ τὴν ῾Άνόρθωση᾿ καὶ τὸ παιδὶ γλύτωσε ἀπὸ τὸ μαρασμό. Πόρτες καὶ παράθυρα ἄνοιξαν διάπλατα καὶ καθαρὸς ἀγέρας μπῆκε. Ἀνάσανε παιδὶ καὶ δάσκαλος. Κρίμα ὅμως, κανεὶς δὲ θυμήθηκε νὰ τὰ κλείση πάλι καὶ τώρα ὅλοι οἱ ἄνεμοι δέρνουνε τὸ κεφάλι τοῦ δασκάλου καὶ τοῦ παιδιοῦ. Ἢ πέφτει πολὺ παρακάτω ἡ ἄλλη μαγικὴ λέξη, ὁ ῾Τρίτος πολιτισμός᾿; Εἶναι βέβαια ἡ λέξη προστυχότερη ἀπὸ τὶς ἄλλες δυό, ἀλλὰ τί πειράζει, τὸ θαῦμα τῆς τὸ ἔκαμε κι αὐτή. Τεράστια πνευματικὴ φλόγα ἄναψε καὶ ἄφοβα τότε μπήκαμε στὰ καράβια, ταξιδέψαμε στὴν Ἀγγλία καὶ στὴ Γερμανία, νὰ μάθουμε τοὺς Ἄγγλους τὸν Σαίξπηρ καὶ τοὺς Γερμανοὺς καὶ ἀρχαίους τραγικούς.
6. Ὁ καπετάνιος μὲ τὴ λίμα γιὰ ζεστὸ ψωμὶ καὶ γλυκὸ κρασὶ ζωντανεύει περισσότερο τὸ Φτωχοπρόδρομο παρὰ τὸν ἀγωνιστὴ τῆς λευτεριᾶς. Ὁ χυδαῖος αὐτὸς πρόγονος βρυκολακιάζει συχνὰ γύρω μας, ἀκόμη κι ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένεις. Θυμοῦμαι πόσο τρόμαξα ποὺ εἶδα τὸν Πολίτη νὰ διαλέγη στίχο τοῦ Φτωχοπρόδρομου, βλαστήμια πραγματική του πνεύματος, γιὰ τὴν κατάλληλη ἔκφραση νὰ τελειώση τὸν πρόλογο τῆς ῾Νεοελληνικῆς Μυθολογίας᾿, βιβλίου πίστης κι ἐνθουσιασμοῦ: «Δυστυχῶς ὅμως εἰσέτι διὰ τὴν Ἑλλάδα δὲν παρῆλθεν ἡ ἐποχὴ τοῦ Πτωχοπροδρόμου, καὶ ἕκαστος λόγιος δύναται εὐλόγως νὰ ἐκφωνήσῃ μετὰ τοῦ Βυζαντινοῦ μοναχοῦ.
Ἀνάθεμα τὰ γράμματα! Χριστὲ καὶ ποὺ τὰ θέλει!»
Καὶ νὰ σκέφτεσαι πόσο σπάνιοι γίνανε τώρα οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴν ἴδια του Πολίτη ὑπερηφάνεια ψυχῆς, μὲ τὴν ἴδια τὴ δική του πίστη στὸ πνεῦμα καὶ ἀκόμα περισσότερο νὰ σκέφτεσαι πόσο ἄλλαξε γύρω ἡ ἀτμόσφαιρα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ βγῆκε τὸ νεανικὸ βιβλίο τοῦ Πολίτη. Ὁ ἀγέρας τῆς λευτεριᾶς, ποὺ σηκώθηκε μὲ τὸν ἀγώνα τοῦ Εἰκοσιένα καὶ ξεκαθάριζε καὶ τὸ μέσα καὶ τὸ ἔξω τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ μολέματα τοῦ ξεπεσμοῦ καὶ τῆς σκλαβιᾶς, δὲν ἔχει πιὰ τὴν ἴδια ὁρμή, ἂν δὲν ἔχει κι ὁλότελα σταματήσει ἐδῶ κι ἐκεῖ. Πῶς λοιπὸν νὰ μὴν ἔχει πέραση τὸ τραγούδι τῆς λίμας; Πλήθυναν οἱ ἀπόγονοί του Φτωχοπρόδρομου.
7. Μάννα μὲ καταράστηκες, μοῦ εἶπες βαριὰ κατάρα:
«Κλέφτης νὰ βγής, παιδάκι μου, κάμπους, βουνὰ νὰ τρέχης,
ὁλημερὶς νὰ πολεμᾶς, τὴ νύχτα καραούλι».
Νὰ ἤσουνα πετροπέρδικα, νὰ πέταγες ταψήλου,
ν᾿ ἀγνάντευες πὼς πολεμᾶν οἱ κλέφτες με τοὺς Τούρκους,
ν᾿ ἀγνάντευες τὸ γιόκα σου μπροστὰ ἀπ᾿ τὰ παληκάρια.
Ὀμπρὸς ξεστρώνει τὴν Τουρκιὰ μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι
κι ἀπ᾿ ἡ φωνή του τὴν ψιλὴ ἀχολογάει ὁ τόπος:
«Βαρεῖτε, παληκάριά μου, σκοτώνετε τοὺς σκύλους,
ψυχὴ νὰ μὴν ἀφήσουμε ὀπίσω νὰ γυρίση,
τί ἔκαμα ὅρκο φοβερό, Τοῦρκο νὰ μὴ σκλαβώσω» (Ἀραβαντ. 112, 136)
8. Βλ. ἀνωτ. σ. 36 κε.
9. «Ποῦ εἶσαι καλέ μου ἀδερφὲ καὶ πολυαγαπημένε;
γύρισε πίσω, πάρε με, πάρε μου τὸ κεφάλι,
νὰ μὴν τὸ πάρ᾿ ἡ παγανιὰ καὶ ὁ Ἰσοὺφ Ἀράπης
καὶ μοῦ τὸ πάη στὰ Γιάννινα, τ᾿ Ἀλή-πασὰ τοῦ σκύλου». (Fauriel I, 20: τραγούδι
τοῦ Γυφτάκη)
10. «Χρῆστο σὲ θέλ᾿ ὁ βασιλιάς, σὲ θέλουν οἱ ἀγάδες.
-Ὅσο ῾ν᾿ ὁ Χρῆστος ζωντανός, Τούρκους δὲν προσκυνάει».
Μὲ τὰ τουφέκια ἔτρεξαν ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον,
φωτιὰ ἐδόσαν στὴ φωτιά, κι ἔπεσαν εἰς τὸν τόπο. (Fauriel Ι, 4: τραγούδι τοῦ
Μηλιόνη)
11. Βλ. «Δημοτικὰ Τραγούδια» Μέρος Α´. Οἱ Συλλογές, Ἀθῆναι 1929. «Ἡ Συλλογὴ τοῦ Ἀραβαντινοῦ», Ἀθῆναι 1941.
12. Ὑπάρχει, καταλαβαίνω, κάποια σύγχυση γιὰ τὸ νόημα καὶ γιὰ τὴ σχετικὴ ἀξία δυὸ τραγουδιῶν (Π.Ε. 27):
Τῆς νύχτας οἱ ἀρματωλοὶ καὶ τῆς αὐγῆς οἱ κλέφτες
ὁλονυχτὶς κουρσεύουνε καὶ τὴν αὐγὴ κοιμῶνται,
κοιμῶνται στὰ ψηλὰ βουνὰ καὶ στοὺς παχιούς τους ἤσκιους.
Εἶχαν ἀρνιὰ καὶ ψένανε, κριάρια σουβλισμένα,
εἶχαν κ ἕνα γλυκὸ κρασὶ ἀπὸ τὸ μοναστήρι,
εἶχαν καὶ σκλάβα νέμορφη καὶ τοὺς κερνάει καὶ πίνουν.
«Κέρνα μας, σκλάβα, κέρνα μας γεμάτα τὰ ποτήρια,
καὶ κείνονε νοποὺ ἀγαπᾶς γιὰ διπλοκέρασέ τον,
καὶ στὸ δικό μου τὸ γυαλί, ρίξε σπειρὶ φαρμάκι,
γιὰ νὰ τὸ πίνω βράδυ αὐγή, αὐγὴ καὶ μεσημέρι,
νὰ κατακάτση ὁ σεβντάς, σεβντὰς πούχω γιὰ σένα».
εἶναι ἐρωτικὸ καὶ ὄχι κλέφτικο. Τὴν οὐσία τὴ δίνουν οἱ στίχοι 7-11, ἐνῶ τὸ συμπόσιο κλεφτῶν στὴ ἀρχὴ (στ. 1-6) εἶναι τὸ ρωμαντικὸ βάθος, ὁ τυπικὸς ἰδανισμὸς ποὺ δὲν ἀφήνει τὸ τραγούδι νὰ ξεπέση στὸ ρεαλισμό. Οἱ ἴδιοι στίχοι χρησιμεύουν γιὰ τὸν ἴδιο σκοπὸ σ᾿ ἄλλο τραγούδι (Π.Ε. 29). Ὁ στιχοπλόκος καὶ ὁ λόγιος χρειάζεται νὰ φορέση μάσκα γιὰ νὰ τραγουδήση, μονάχα ὁ γνήσιος ποιητὴς γλυτώνει γρήγορα ἀπὸ τὴ φανταχτερὴ μεταμφίεση καὶ βρίσκει τὸ δρόμο πρὸς τὸ ῾λυρικὸ ἐγώ᾿. Ὁ ἐρωτικὸς πάλι τόνος τῶν στίχων φανερώνει ἄνθρωπο ἐρωτόπαθο, ἄνθρωπο ἀπορροφημένο μονάχα ἀπὸ τὸ πάθος του. Στὸ τραγούδι τοῦ Σκυλοδήμου, ποὺ τὸ νομίζω πρότυπο τῶν συμποσιακῶν τραγουδιῶν κλεφτῶν με γυναίκα, ὑπάρχει πάθος, ποὺ δὲ σβήνει ὅμως διόλου τὸ χαραχτήρα τοῦ κλέφτη:
Ὁ Σκυλοδῆμος ἔτρωγε στὰ ἔλατ᾿ ἀποκάτου
καὶ τὴν Εἰρήνη στὸ πλευρὸ εἶχε νὰ τὸν κεράση.
«Κέρνα μ᾿, Εἰρήνη μ᾿ ἔμορφη, κέρνα μ᾿ ὅσο νὰ φέξη,
ὅσο νὰ ἔβγη ὁ αὐγερινός, νὰ πάγ᾿ ἡ πούλια γιόμα,
κι ἀπὲ σὲ στέλνω σπίτι σου μὲ δέκα παληκάρια,
-Δῆμο, δὲν εἶμαι δούλα σου, κρασὶ νὰ σὲ κεράσω,
ἐγὼ μαὶ νύφη προεστῶν κι ἀρχόντων θυγατέρα κτλ. (Fauriel Ἴ, 150)
Ἀλλὰ καὶ τὸ τραγούδι 28 τῶν «Ἐκλογῶν» ἔχω πολλὲς ἀμφιβολίες, ἂν εἶναι πρωταρχικὸ δημιούργημα καὶ ὄχι νεώτερο κατασκεύασμα:
Καλῶς ἀνταμωθήκαμε νεμεῖς οἱ ντερτιλῆδες,
νὰ κλάψουμε τὰ ντέρτια μας καὶ τὰ παράπονά μας.
Πάλε καλὲς ἀντάμωσες, πάλε ν᾿ ἀνταμωθοῦμε
στὸν Ἅγιο Λια, στὸν πλάτανο, ψηλὰ στὸ κρυονέρι,
πόχουν οἱ κλέφτες σύνοδο κι οἱ καπεταναρέοι,
πόχουν ἀρνιὰ καὶ ψένουνε, κριάρια σουγλισμένα,
ὁπ᾿ ἔχουν καὶ γλυκὸ κρασὶ ἀπὸ τὸ μοναστήρι
κι ἔχουν τὴν Γκόλφω στὸ πλευρὸ καὶ τοὺς κερνάει καὶ πίνουν.
Κι ὁ καπετάνιος τοὺς μιλάει κι ὁ καπετάνιος λέει:
«Γιὰ φᾶτε, πιέτε, βρὲ παιδιά, χαρῆτε, νὰ χαροῦμε
τοῦτον τὸ χρόνο τὸν καλό, τὸν ἄλλον ποιὸς τὸ ξέρει
γιὰ ζοῦμε, γιὰ πεθαίνουμε, γιὰ σ᾿ ἄλλον κόσμο πᾶμε».
Πρῶτα πρῶτα τὸ τραγούδι δὲ μοιάζει κλέφτικο. Οἱ δυὸ πρῶτοι στίχοι τὸ δείχνουν συμποσιακὸ ὄχι κλεφτῶν παρὰ φίλων συντρόφων, ποὺ εὔχουνται καὶ τὴν ἄλλη χρονιὰ ν᾿ ἀνταμωθοῦνε καὶ νὰ διασκεδάσουνε. Ἡ κλέφτικη διασκέδαση χρησιμεύει νὰ ρίξη τὸ μαγικὸ φῶς τῆς φαντασίας στὴν πραγματικὴ στιγμή, ἀποπκορυφώνει δηλαδὴ τὸ γλέντι τῆς φιλικῆς συντροφιᾶς καὶ εἶναι συνθεμένη ἀπὸ θύμησες δημοτικῶν τραγουδιῶν καὶ ξεχωριστά του τραγουδιοῦ τοῦ Σκυλοδήμου. Τὸ ἐπεισόδιο τῆς Ρήνας (Γκόλφως κτλ.) σὲ πολλὲς παραλλαγὲς μπαίνει ἀτόφιο καὶ ἀποκορυφώνει τὸ γλέντι. Ἔχει γίνει πιὰ τυπικὴ ἔκφραση τοῦ συμποσίου τῶν κλεφτῶν με γυναίκα --ἀδιάφορο ἂν ἥρωας τοῦ τραγουδιοῦ δὲν εἶναι πιὰ ὁρισμένο ἄτομο, ὅπως στὴν ἀρχικὴ σύλληψη τοῦ τραγουδιοῦ τοῦ Σκυλοδήμου, παρὰ γενικὰ οἱ κλέφτες. Ἡ παραλλαγὴ τοῦ ῾Λελέκου᾿ (Ἐπιδόρπιο σ.29), ποὺ τὴ ἔχει ξεσηλώσει ἀπείραχτη ὁ Πολίτης στὸ τραγούδι αὐτὸ τῶν «Ἐκλογῶν» δὲν ἀποκορυφώνει τὴ διασκέδαση μὲ τὸ ἐπεισόδιο τῆς Γκόλφως, ὅπως ἄλλαξε τὸ ὄνομα τῆς Ρήνας, παρὰ μὲ τυπικὲς ὁρμήνειες τοῦ καπετάνιου στὰ παλληκάρια, καὶ αὐτὸ νομίζω ξεμπροστίζει τὸν κατασκευαστή. Ἡ γυναίκα στὰ κλέφτικα λημέρια δὲ βρισκότανε κάθε μέρα, γιὰ νὰ παρατρέξη ἢ νὰ μνημονέψη ξερὰ τὴν παρουσία τῆς ὁ ποιητής, παρά, σὰν ἀσυνήθιστο πράμα, ἔπαιρνε τὴν ἀνάλογη θέση στὴν ἐσωτερικὴ σύσταση τοῦ τραγουδιοῦ. Μὲ τὴν περίσταση αὐτή μου ἔρχεται στὸ νοῦ τὸ τέλος τῆς παραλλαγῆς τοῦ Ἀραβαντινοῦ (113,137):
Κέρνα μας, κόρη, κέρνα μας γιὰ νὰ πιοῦμε
κι ἐμεῖς θὰ σ᾿ ἀπολύσωμε νὰ πᾶς στὰ γονικά σου.
-Τόσες βολές σας κέρασα καὶ λευτεριὰ δὲν εἶδα».
Αὐθαίρετα ὁ κατασκευαστὴς ἄλλαξε τοὺς σχετικοὺς στίχους τοῦ τραγουδιοῦ τοῦ Σκυλοδήμου, γιὰ νὰ ταιριάξη ἡ καινούργια ἀπόκριση τῆς σκλάβας, ποὺ ἔχει σχεδιασθῆ χοντρὰ καὶ κακότεχνα ἀπάνω στὴν ἀπόκριση τοῦ σκλάβου τοῦ Ἀκριτικοῦ τραγουδιοῦ «ἡ Ἁρπαγὴ τῆς γυναίκας τοῦ Ἀκρίτη»:
Πόσες φορὲς τραγούδησα καὶ λευτεριὰ δὲν εἶδα. (Passow 448. Tommaseo σ.152)
Μὲ τὴν ἀπόκριση τοῦ Ἀραβαντινοῦ ἀδείασε ἡ συγκίνηση τῆς ψυχῆς καὶ πεζότατη ὁμιλία
ἀναπλήρωσε τὴν ποίηση τοῦ ἐπεισοδίου.
13. Βάζω ἐδῶ ἕνα δεῖγμα τοῦ Κρητικοῦ τραγουδιοῦ (Κριάρη, Κρητικὰ τραγούδια, σ.44 κ.ε. Β´ ἔκδοση, σ. 46 κ.ε.): Ἀντώνιος Γιώργακας.
Πέρδικα πού ῾σαι στὸ βουνό, πάνω στὸ κορφοβούνι,
ἀφρουγκαστῆτε νὰ σᾶς πῶ τοῦ Βέργερη τραγούδι.
Ἀποὺ τὴ χώρα ξεκινᾶ καὶ βάνει δυὸ πατρόνες,
καὶ φέγγανε στὴ μέση του σὰν τσὶ καρνάδες βιόλες.
Βάνει τὸ σιλακλίκιν τοῦ τ᾿ ἀσημωτὸ μαχαίρι,
Θέ μου μεγαλοδύναμε, τοῦ σκύλου σὰν τοῦ στέκει.
Σέρνει καὶ τὸν φαμέγιό του, τὸν κακαποδομένο,
καὶ λέργια τὸν ἐφόρτωσε τὸ μαῦρο κουρασμένο.
Εἰς τὰ σφαχτᾶν τοῦ πήγαινε, λέργια νὰ τὰ στολίση.
Παιδιά, καὶ νὰ τὸ λογίαζε ἔρημα νὰ τ᾿ ἀφήσῃ;
Στὸν Ὁμαλὸν ἐπήγαινε, στὸ ρημοκούραδό του.
Παιδιά, καὶ νὰ τὸ λογίαζε πῶς εἶν᾿ ὁ θάνατός του;
Πάνω στὰ νερατζόπορτα πούχουνε τὴ μπροσκάδα,
μία μπαλωθιὰ τοῦ ρίξανε εἰς τὴ ζερβὴ κουτάλα.
Μία μπαλωθιὰ τοῦ ρίξανε κι ἔκοψε τὴν καρδιά του
κι ἐφώναζε ὁ Βέργερης ἀμάνι τὰ παιδιάν του.
Γιὰ τὰ παιδιὰν τοῦ φώναζε, νὰ μὴν τοῦ τ᾿ ἀρφανέψουν
καὶ γιὰ τὸ χανουμάκιν του νὰ μὴν τοῦ τὸ ρωμιέψουν.
Κι᾿ ὀρτάκης τοῦ τόνε μακριά, τὰ λέργια φορτωμένος,
κι ὥστε νὰ πὰ νὰ τόνε δή, τὸν εἴχανε σφαμμένο,
κι ὥστε νὰ πάη ἐκειδά, τοῦ παίρνουν τὸ μουλάρι,
σουσούμι καὶ δὲ τοῦ βρῆκε παρὰ στὸ σαλιβάρι.
Κι ὥστε νὰ πάη ἐκειδά, τοῦ παίρνουν τὸ τσιφτέν του,
σουσούμι καὶ δὲ τοῦ βρῆκε παρὰ ῾που τὸν μπερτσέν του.
Κι ἐφώναζέν του ὁ φονιάς, νὰ πάρη ἴσχια κάτω
καὶ νὰ φωνιάζ᾿ ἀδυνατὰ τ᾿ ἀγᾶν του τὸ μαντᾶτο.
Κι ἐφώναζέν του ὁ φονιάς, δούδει του καὶ παράδες,
γιὰ νὰ τὸ λέῃ ὅπου κι ἂν πᾷ κι ὡς τσὶ ψηλὲς μαδάρες.
Λέει του, πάρε τὸ στρατὶ κι ἄμε στὴν πολιτεία
καὶ πέ τωνε πὼς ἔσφαξα τὸν πρῶτο στὴ Τουρκία.
Κι ἂν σὲ ρωτήξῃ καὶ κιανεὶς ποιὸς εἶναι ὁ παιγνιώτης,
πέ του ἀποῦ τὸ Σέλινο πὼς εἶν᾿ Ἀγερηνιώτης
καὶ τ᾿ ὄνομά του λένε το ὁ Γιώργακας Ἀντώνης,
τὸ χάρο δὲ φοβήθηκε τσ᾿ ἀλλόπιστους σκοτώνει.
Στὰ γλένδια, τσὶ ξεφάντωσες σά ῾να θεριὸ ἐγροικᾶτο
κι εἶχαν κουράγιο οἱ χριστιανοὶ σὰ νἄχανε φουσάτο.
Καὶ παίρνει τὸ στρατὶ στρατί, τσὶ Λάκκους κατεβαίνει.
«Ἀρφουγκαστῆτε, χωριανοί, νὰ σᾶς τὰ πῶ, καημένοι,
ἀρφουγκαστῆτε, χωριανοί, νὰ σᾶς ἐπῶ χαμπέρι,
τὸ Βέργερη ἐσφάξανε τσῆς νερατζιᾶς τὰ μέρη.
Ἀρφουγκαστῆτε, χωριανοί, νὰ σᾶς ἐπῶ μαντάτο,
τὸ Βέργερη ἐσφάξανε τσῆς νερατζιᾶς τὸ λάκκο.
-Ὤφου κακὸν τὸ πάθαμε κι ἐμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας,
μὰ τοῦτο νὰ τὸ φονικὸ θὰ κάψη τὴν καρδιά μας».
Αἰφνίδιο τὸ πήγανε στὴ χώρα τὸ χαμπέρι
κι ἕνας ῾που τσὶ Βεργέρηδες ἤτανε σερασκέρης.
Ντύνει τσὶ κι ἀρματώνει τσὶ τσὶ γενιτσαραγάδες,
στὴ στράτ᾿ ἁποὺ πορίζανε, ρωτοῦν γιὰ τσὶ φονιάδες.
Παιδιά, καὶ ποιὸς τὸν ἔσφαξε τὸ τέθοιο παλληκάρι;
σ᾿ οὖλες τσὶ χῶρες τσῆ Τουρκιᾶς τὸ νάμιν τοῦ ῾χε πάει.
Μαχαίρια νὰ δουλέψουνε, τουφέκια νὰ βρουντήξου
κι ὁποῦ διαβοῦμε σήμερο, λούθρα νὰ μὴν ἀφήσου.
Ἂν θέλετε νὰ μάθετε καὶ ποιὰ ναὶ ἡ γαιτία,
ποῦ σκότωσε τὸ Βέργερη, τ᾿ ἀμμάθια τσῆ Τουρκίας,
ὁ Γιώργιακας τὸν ἔσφαξε καὶ ἔσφαξε ῾ποὺ τὴν Ἁγίαν Εἰρήνη,
γιατὶ δὲν ἤθελ᾿ ἀνθρωπιὰ καὶ μούιδε δικιοσύνη.
Ὁ Γιώργιακας τὸν σκότωσε γιατὶ κακὰ ἐλάλειε,
τσὶ χριστιανὲς ἀτίμαζε καὶ τσ᾿ ἄντρες τῶν κατάλυε.
Ὁ Γιώργιακας τὸν ἔσφαξε καὶ ἐμπλέκαν οἱ Λακκιῶτες
κι οἱ Βέργεροι σκοτώσανε ὅσους ἐβρήσταν τότες.
Οἱ Βέργεροι ἐφτάξανε τὸν Γιώργιακα στὸ πλάι,
γύρω τὸν ἐκυκλώσανε, δὲν εἶχε πλιὸ κολάι.
Ἐβάστα κι ἀντραπάλεβε ἕνας με σκύλους δέκα
καὶ τοῦ πουλιοῦ νἆχε φτερά, καὶ πάλι δὲν ἐπέτα.
Τρεῖς μαχαιριὲς τοῦ δώκανε οἱ Βέργεροι στὸν μπέτη,
ἐτσὰ τοῦ τὄχε ἡ μοίρα τοῦ γραφτὸ καὶ κισιμέτι.
Δυὸ μπαλαθιὲς τοῦ ρίχνουνε πάνω σὲ μία τὴν ἄλλη
κι ὕστερις τὸν ἐσφάξανε, δὲν εἶχε πλιο κεφάλι.
(βλ. καὶ τραγούδια Δασκαλογιάννη, Χατζημιχάλη κτλ.)
14. Πασαγιάννη, Μανιάτικα Μοιρολόγια 95,152.
15. Μωρὴ καλὸ στὴ Ληγοροῦ,
καλὸ στὴ, καλῶς ὅρισες,
Μωρὴ τζ᾿ ἂν πάῃς στ᾿ Ἄλικα,
νὰ πῆς τῶν ἀνθρωποῦνε μας,
νὰ μᾶςε κάμουσι καλὰ
τζαὶ μεῖς τοὺς τὸν πλερώνουμε
τζεῖνον τὸν ψουρο-Βέτουλα
νὴ ἕξη γρόσια νὴ ἑφτὰ
τζαὶ στὴν ἀκρίβεια τοῦ τζ᾿ ἐννιά.
Βεργάτη τὸν ἐβάλαμε,
φυλάει τὴν ἁρμαλακιά.
16. «... Μωρὴ καλὸ στὴν Ληγουροῦ
καλὸ στὴν τὴν μπεΐκενα.
Μωρὴ τζαὶ τ᾿ ἒν ἡ πίκρα ζου
τζαὶ δὲ μᾶς ἐχαιρέτησες;
Νὰ μὴ ζ᾿ ἐμίλησε κανείς,
νὰ μὴζ᾿ ἐκτύπησε κανείς;
-Σὰ μὲ ρωτᾶς, θὰ σὲ τὸ εἰποῦ:
Πέρασ᾿ ἀπὸ τοὺς Μπολαριοὺς
τζ᾿ ἀπὸ τὰ τὰ Σπηλιωτιάνικα
τζαὶ τοὺς ἐκαλημέρισα.
Κανεὶς δὲν μὲ ἐμίλησε.
Μόν᾿ ὁ φονιὰς τοῦ Βέτουλα
μὲ διπλοκαλαδέκτηκε:
Καλὸ στῆνε τὴν Ληγορού,
καλὸ στὴν τὴν μπεΐκενα.
Μωρὴ τζ᾿ ἂν πάῃς στ᾿ Ἄλικα,
τζ᾿ ἂν πᾶς στῶν ἀνθρωποῦνε μας
πές τους νὰ κάμουσι καλὰ
τζαὶ μεῖς τοὺς τὸν πλερώνουμε
τζεῖνον τὸν ψουρο-Βέτουλα
νὴ ἕξη γρόσια νὴ ἑφτὰ
μὴ στὴν ἀκρίβεια τοῦ τζ᾿ ἐννιά.
Ἔ! Γιαννακά, σὺ μὲ ρωτᾶς.
δὲν ἔχ᾿ ὁ Βέτουλας καφό,
δὲν ἔχ᾿ ὁ Βέτουλας γενιὰ
τσαὶ οὔτε πρωτοξάδεφρους,
ἤθα νὰ ἤμουν σερνικός.
17. Μία Λαμπρὴ πρωὶ πρωί,
ποὺ γύρισα ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησιά,
μοὖρθε ὁ Νικόλας στὸ μυαλό,
πὄλειπ᾿ ἀπὸ τὸ σπίτι μας
χρόνους κλειστοὺς δεκαοχτὼ
κι ἦταν ἀκόμη ἀγδίκιωτος.
Γιατὶ ἦταν τὰ παιδιὰ μικρὰ
κι ἐγὼ τὰ χαϊδανάσταινα,
νὰ μεγαλώσουν γλήγορα,
νὰ πάρουνε τὸ δίκιο τους,
τὸ δίκιο τοῦ πατέρα τους,
ὅπου τὸν ἐσκοτώσασι
ἄδικα καὶ παράλογα.
Εἴχενα πάντα τὴν ντροπὴ
καὶ δὲ συναναστρέφομου
μ᾿ ἀθρώπους νὰ μὲ βλέπουσι.
Τόμου τραπέζιν ἔστρωσα,
ἔβαλα χάμου πιάτα ἑφτά,
καὶ τὅνα ποὺ περίσσευε,
ἤτανε γιὰ τὸν ἄντρα μου.
Κάτσασι χάμου τὰ παιδιὰ
καὶ τὸ σταυρὸ τοὺς κάμασι,
ἀπεκεὶ μὲ ρωτήσασι:
«Μάννα, τὸ πιάτο ποὺ εἶν᾿ ἐδῶ
τὸ βλέπουμε σὰν περισσό...»
Κι᾿ ἐγὼ τοὺς ἀποκρίθηκα:
«Εἶχε τὸν τόπο μία φορά,
γιατ᾿ ἦταν τοῦ πατέρα σας,
ὁπ᾿ εἶναι ἀκόμα ἀγδίκιωτος,
γιατ᾿ ἤσασταν ἐσεῖς μικρά...
Τώρα ποὺ μεγαλώσατε
κι ὁ καιρὸς εἶναι βολικός,
νὰ πάρτε τὰ ντουφέκια σας,
νὰ κυνηγῆστε τοὺς ὀχτρούς.
Μὰ σὰν ξεχωριστότερα
τὸν Παῦλο νὰ σκοτώσετε,
τὸν Κουταλίδη τὸν τρανό,
ποὺ εἶναι κι ὁ καπετάνιος τους
καὶ περπατεῖ μὲ τ᾿ ἄλογο,
στὴν πόρτα μας περνάει συχνὰ
χωρὶς νὰ συλλογίζεται.
Τί ἐπέρασε πολὺς καιρὸς
κι ὅλο περηφανεύεται.
Ἀλλιῶς καὶ δὲν τὸ κάμετε,
χαΐρι νὰ μὴν ἔχετε
κι ἡ μαύρη νὴ κατάρα μου
νὰ σᾶς ἀκολουθάῃ παντοῦ».
Καὶ τὰ παιδιὰ δακρύσασι
καὶ εἴπασι στὴ μάννα τους:
«Ἔλα, μάννα, κάτσε κοντά,
νὰ φάῃς ἀπ᾿ τὸ ψητὸ τ᾿ ἀρνὶ
καὶ νὰ μᾶς δώσῃς τὴν εὐκὴ
ἀπὸ καρδιὰ καὶ ἀπὸ ψυχή.
Κι ἐμεῖς θὲ νὰ τὸ πάρουμε
τὸ δίκιο τοῦ πατέρα μας
γοργὰ γοργὰ καὶ γλήγορα.
Ἔ! τώρα τὰ Λαμπρόσκολα,
ποῦ ὁ Παῦλος μὲ τὸ πεσελί,
μὲ τὴ χρυσὴ τὴ φέρμελη
θὲ νἄρτῃ μὲς στοῦ Κούμπαρη
νὰ χαιρετίση τὶς γιορτές,
γιατὶ τὸν ἔχει συγγενῆ».
Ἀκόμη ὁ λόγος ἔστεκε,
ὁποῦ ὁ Παῦλος μπρόβαλε
κι ἐπήγαινε στοῦ Κούμπαρη.
Ἐπῆραν τὰ τουφέκια τους
κι ἐπήγανε στὸ δίστρατο
κι ἐκεῖ τὸν καρτερέσασι.
Ὄντας ἐκοντοζύγωσε,
τοῦ φώναξε ὁ μικρότερος:
«Πάρ᾿ τα τὰ χρωστουμέικα,
νὰ βγάλουμε τὸ μπόρτζι μας»,
Τρεῖς τουφεκιὲς τοῦ ρίξασι
κι ὁ Παῦλος ἐγκρεμίστηκε,
νεκρὸς πέφτει ἀπὸ τ᾿ ἄλογο.
Ἀμέσως ἐπιαστήκασι
καὶ πόλεμο ἀνοίξασι
μὲ τοὺς ἀνθρώπους πὄσερνε.
Ἡ νύχτα τοὺς ἐμπρόλαβε
κι ἐπάψασι τὸν πόλεμο.
Ἐπήγασι στὸ σπίτι τους,
ποὺ ἀγνάντευε νὴ μάννα τους
ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ λιακοῦ.
«Μάννα, τὰ συχαρήκιά μας!
Τὸ πήραμε τὸ δίκιο μας
μὲ τὸ κεσέμι τὸ παχύ,
τὸν Κουταλίδη τὸν τρανό,
ποὺ ἦταν στὸν τόπο φόβητρο».
Ἡ μάννα τους τ᾿ ἀγκάλιασε
καὶ σταυρωτὰ τὰ φίλησε.
«Δόξα στὴν τύχη» κι ἴχι τα.
Τώρα εἶμαι μάννα μὲ παιδιὰ
καὶ δὲν εἶμαι πεντάκληρη».
18. Ἂς παραβάλῃ κανεὶς τὴν ἔκφραση τοῦ σκοτωμοῦ στὸ κλέφτικο καὶ στὸ Μανιάτικο τραγούδι, καὶ βλέπεις εὐθὺς τὴ διαφορά. Τὸ μοτίβο τῶν τριῶν τουφεκιῶν καὶ ἡ σύγκριση ἀνάμεσό τους, ἐφεύρημα τῆς φαντασίας, δίνει καιρὸ στὸν ἄνθρωπο νὰ μαζέψῃ ὅλη τὴ δύναμή του γιὰ ν᾿ ἀντικρύσῃ τὴ φρίκη τοῦ πραγματικοῦ.
Τρία τουφέκια τοὔδωκαν, τὰ τρία ἀράδα ἀράδα.
Τόνα τὸν παίρνει ξώπλατα καὶ τ᾿ ἄλλο μὲς στὴ μέση,
τὸ τρίτο τὸ φαρμακερὸ τὸν πῆρε μέσ᾿ στ᾿ ἀστήθι.
Ἀκόμη καλύτερα, μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ σκοτωμοῦ στὸ τραγούδι τοῦ Γυφτάκη, δείχνεται ἡ δύναμη τῆς φαντασίας ν᾿ ἀλαφρώση τὸ πραγματικό.
μόνο τὸ Γύφτη λάβωσαν στὸ γόνα καὶ στὸ χέρι.
Σὰν δέντρο ν᾿ ἐραγίστηκε, σὰν κυπαρίσσι πέφτει. (Fauriel I, 20)
Ἀντίθετα, ἡ σχετικὴ ἔκφραση τοῦ μανιάτικου μοιρολογιοῦ σὲ πνίγει μὲ τὸ ὠμὸ πραγματικό, ποὺ τὸ φέρνει ἀπότομα ἐμπρὸς στὰ μάτια καὶ ἀναγκάζει τὸν ἄνθρωπο, θέλοντας καὶ μὴ νὰ τὸ κοιτάξη:
Τοὔριξε μία μπαταϊρά,
τοὔφαε σκότια καὶ καϊρδά (Πετρούνια, Μᾶν.Μοίρ. 37,2)
Τοὔριξε μία ντουφεκιὰ
τοὔφαε πλάτες καὶ νεφρά. (Πετρούνια, Μαν.Μοιρ. 37,2)
Τούριξε μία ντουφεκιὰ
τούφαε πλάτες καὶ νεφρά. (αὐτ. 45,10)
Τοῦ ρίξανε μιὰ μπαταϊρά,
πάει κι ὁ Δημαρόγγονος,
γέμισ᾿ ὁ τρόχαλος μυαλὰ
καὶ τὸ λαγκάδι ἄντερα. (αὐτ. 73,2)
Τέλος ἡ ἀδελφὴ τοῦ Καλαπόθου, στὸ σχετικὸ τραγούδι, διηγιέται γιὰ τοὺς φονιάδες τοῦ ἀδερφοῦ της, τὸν ἄντρα της καὶ τὸν κουνιάδο της, ποὺ τοὺς φαρμάκωσε μὲ τὸ «σουλιμᾶ»:
Πρώτη μπουκιὰ ποὺ πήρασι,
τὰ μάτια ξεστριλώσασι,
τὰ χέρια της τεντώσασι. (αὐτ. 43, 8)