Τραγούδια τῆς ἀγάπης
"Ο έρως, ο υπέρ πάν άλλο
συναίσθημα παλλόμενος και αντηχών
εις τας παράλογάς, επικρατεί και πληροί
εξ ολοκλήρου τα τραγούδια της αγάπης.
Βλέπεις εις αυτά συνειλεγμένα ως εις
ευώδεις ανθοδέσμας, ως εις αρμονικούς
στεφάνους, τα ευγενέστατα άνθη
της ερωτικής ποιήσεως".
(P. Ε. PAVOLINI)
- ΠΩΣ ΠΙΑΝΕΤΑΙ ΓΗ ΑΓΑΠΗ
- ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟ ΒΟΤΑΝΙ
- ΤΗΣ ΖΕΡΒΟΠΟΥΛΑΣ
- Η ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΑ ΜΕ ΤΑ ΜΗΛΑ
- Η ΚΑΚΟΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗ
- ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΣΗ ΚΟΡΗΣ
- ΤΟ ΠΕΘΥΜΙΟ
- Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΑΠΑΡΝΗΜΕΝΗΣ
- Η ΓΙ ΑΠΑΡΝΗΜΕΝΗ
- ΤΟ ΘΡΗΝΟΣ ΤΣ ΑΓΑΠΗΤΙΚΗΣ
93
ΠΩΣ ΠΙΑΝΕΤΑΙ ΓΗ ΑΓΑΠΗ
Εβγάτε αγόρια 'ς το χορό, κοράσια 'ς τα τραγούδια,
πέστε και τραγουδήσετε πώς πιάνεται γη αγάπη.
Από τα μάτια πιάνεται, 'ς τα χείλια κατεβαίνει,
κι' από τα χείλια 'ς την καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει.
94
Το παλληκάρι το καλό παράκαιρα γεράζει,
γεράζει από τοις όμορφαις κι' από τοις μαυρομάταις.
Η αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη,
θέλει λαγού περπατησιά, αϊτού γληγοροσύνη.
Όντας διαβαίνη με πολλούς, να κάνη πως δε γλέπει,
κι' όντας διαβαίνη μοναχός, γλυκό φιλί ν' αρπάζη.
Κι' όταν του λεν πώς πόρεψες, να λέη της αγάπης.
"Καλοπερνώ όντας έρχωμαι, κακοπερνώ όντας φεύγω.
95
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟ ΒΟΤΑΝΙ
Της αγάπης το βοτάνι
κάθε τόπος δεν το κάνει.
Κάθε τόπος δεν το κάνει,
κάθε γης δεν το πετάει,
μόν' της Λεβαδιάς ο τόπος
και της όμορφης ο κόρφος.
96
'Σ τη "Ρούμελη ειν' ένα δεντρό,
πλατύφυλλο και δροσερό,
πόχει 'ς τη ρίζα κρύο νερό,
και 'ς την κορφή χρυσό σταυρό.
Πού πάνε οι ναύταις για νερό
και κάνουν όρκο 'ς το σταυρό.
Όπ' αγαπήση κι' αρνηστή,
το αίμα του να κινηθή,
κι' οπόχει δυο αγαπητικαίς,
νά χη σαράντα μαχαιριαίς,
κι' οπόχει τρεις και τέσσερες,
νά χη σαραντατέσσερες,
κι' οπόχει μια και μοναχή
'ς τον κόσμο να τηνε χαρή,
κι' όπου δεν έχει ούτε μια,
μπάλα να τού ρθη 'ς την καρδιά.
97
Κάποια Εμίρισσα, κάποια κυρά μεγάλη,
αραθύμησε κατ' 'ς το γιαλό να πλύνη,
με τοις δούλαις της και με τοις σκλάβαις ούλαις.
Πλέναν κι' άπλωναν και με τον άμμο παίζαν.
Κι' ακριοφύσησε γλυκός βοριάς αέρας,
κι' αντισήκωσε το γυροφούστανό της,
κι' άντιφάνηκε το ποδοστράγαλό της.
Έλαμψ' ο γιαλός, λάμψαν τα περιγιάλια.
Κάτεργο περνά, χρυσοπαλαμισμένο,
μ' άρμενα κουπιά και μ' άξια παλλιικάρια.
Σκούζει ο ναύκληρος, λέει των παλληκαριώνε.
"Λάμνετε παιδιά, λάμνετε παλλιικάρια,
να προφτάσουμε κείνο που λάμπει ομπρός μας,
κι' αν είναι παννί, να είναι του καραβιού μας,
κι' αν ειν' μάλαμα, να ειν' των παλλιικαριώνε,
κι' αν ειν' λυγερή, να είναι του καπετάνιου."
Γύρισμα: "κοντή, νεραντζούλα φουντωτή." Αι πλείσται παραλλαγαί πλην τούτου έχουν
και ποικίλα άλλα γυρίσματα, εις εκαστον στίχον πολλάκις διάφορα.
98
Εδώ 'ς αυτή τη γειτονιά δεν πρέπει να είν' φεγγάρι,
μόν' πρέπει νά ναι συννεφιά, νά ναι βαθύ σκοτάδι,
γιατ' έχω μια άγαπητικιά κ' εκείν' είν' το φεγγάρι,
π' όντες προβάλλει να τη διώ σκορπειέται το σκοτάδι.
Και με τον ήλιο μάλωνε, και με τον ήλιο λέγει.
"Ήλιε μου, για έβγα, για να βγω, για λάμψε για να λάμψω."
Έλαμψε ο ήλιος το ταχύ, μαραίνει τα χορτάρια,
πρόβαλε η κόρη π' αγαπώ, μαραίνει παλληκάρια,
φλογίζει νιους, και καίγει οχτρούς, σκλαβώνει παλληκάρια,
καίγει κ' έμένα π' αγαπώ μέσα 'ς τα φυλλοκάρδια.
99
ΤΗΣ ΖΕΡΒΟΠΟΥΛΑΣ
Κάτω 'ς τον κάμπο τον πλατύ, τον όμορφο τον τόπο,
μαζεύτηκαν οι γέμορφαις να χτίσουν μοναστήρι.
Τα περιστέρια κουβαλούν, τα χελιδόνια χτίζουν.
Σαν χτίσαν κι' αποχτίσανε πιάνουν χορό χορεύουν.
Μπροστά χορεύουν οι ξανθαίς και πίσω οι μαυρομάταις,
και μεσ' 'ς τη μέση του χορού χορεύει η Ζερβοποϋλα,
και λάμπαν τα μανίκια της, κι' άστραφτ' η τραχηλιά της.
Κι' ο βασιλιάς εξέβγαινε να λαγοκυνηγήση,
με εξήντα δυο λαγωνικά, σαρανταδυό ζαγάρια.
Και τάλογο κοντοκρατεϊ και το χορό αγναντεύει.
"Να μη είχεν ήμουν βασιλιάς, να μη είχεν ήμουν ρήγας,
να πήγαινα να πιάνομουν σε Ζερβοπούλας χέρι,
πόχει ταχείλι κόκκινο σαν το ούρμο το κεράσι,
πόχει τα μάτια τα γλαρά, το γέλοιο ζαχαρένιο,
και βαλαντώνει τοις καρδιαίς, τρελλαίνει τους λεβένταις."
100
Η ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΑ ΜΕ ΤΑ ΜΗΛΑ
Ένα κομμάτι μάλαμα, ένα κομμάτι ασήμι,
εκόπη από τον ουρανό κ' έπεσε μεσ' 'ς τη διάβα,
κι' άλλοι το λένε σύγνεφο, κι' άλλοι το λένε αντάρα.
Κείνο δεν είναι σύγνεφο, κείνο δεν είν' αντάρα,
παρά ειν' η κόρη του παπά, πόρχετ' από ταμπέλι.
Βαστά τα μήλα 'ς την ποδιά, τα ρόιδα 'ς το μαντήλι.
Δυο μήλα της εγύρεψα, κι' αυτή μου δίνει τρία.
"Δε θέλω γω τα μήλα σου, τα τσαλοπατημένα,
θέλω τα δυο του κόρφου σου, τα μοσκομυρισμένα."
101
Διψάν οι κάμποι για νερά και τα βουνά για χιόνια,
και τα γεράκια για πουλιά, κ' εγώ, βλάχα μ', για σένα.
Το χέρι σου το παχουλό, το κονδυλογραμμένο
να τό χα για προσκέφαλο τρεις μέραις και τρεις νύχτες,
κ' οι μέραις νά ναι του Μαγιοϋ, κ' οι νύχτες του Γεννάρη,
να σε χορτάσω φίλημα, να σε χορτάσω αγκάλαις.
102
Πίσω μπροστά τ' άη Δημητριού, 'ς το έμπα του χειμώνα,
που παίρνει ο νιος τα βόϊδια του και πάει 'ς το χωράφι.
Κ' η κόρη που τον αγαπά. παίρνει ψωμί του πάει,
'ς τη ράχη βγήκε κ' έκατσε και του Γιώργου μιλάει.
"Έλα, καλέ μ', να φας ψωμί, έλα να γιοματίσης."
Έπεσε ο νιος 'ς το φίλημα, κ' η κόρη 'ς τα παιχνίδια.
Έκαναν τα βοϊδάκια τους ολημερίς ζεμένα.
Γυρίζει το Μαυρόματο και λέει του Καλούδη,
"Δεν είναι ο αφέντης πουθενά για να μας εξεζέψη;"
103
Του νιου γω μήλο τού στειλα και μού δώκε γαϊτάνι.
Κείνος το μήλο τό φαγε, γω το γαϊτάνι τό χω,
και 'ς τα μαλλιά μου το πλεξα και βγήκα 'ς το σιργιάνι
και 'ς το γιαλό κατέβηκα, κάτου 'ς το περιγιάλι,
εκεί γυναίκες χόρευαν, μ' επιάσανε κ' εμένα.
Κι' από το σείσμα του χορού, κι' από την ταραχή μου,
εξέγυρε η μπολίτσα μου κ' εφάνη το γαϊτάνι.
Κ' η μάννα του με ξάνοιγε από το παραθύρι.
"Κόρη, και ποιος σου τό δωκε, του γιου μου το γαϊτάνι;
-Ο γιος σου μένα τό δωκε, γυναίκα θα με πάρη,
γυναίκα κ' ευλογητική με το χρυσό στεφάνι.
-Κακή νώρα 'ς τους γάμους σου, κακή ώρα 'ς ταις χαραίς σου,
κι' αστροπελέκι και φωτιά να πέση 'ς ταις αυλαίς σου.
-Στανιό σου πεθερά μου εισαι, στανιό σου νύφη σου είμαι,
στανιό σου τον καλό σου γιο άντρα θα τόνε πάρω.
Εδώ πέρα κι' αντίπερα κάθουνται οι μαστόροι,
και κάμε αργυρολέσιδο, να δέσης τον υγιό σου,
κι' αν έρθω γω και λύσω τον, είναι ντροπή δική μου,
κι' αν έρθη εκείνος κ' εύρη με, πάλε χαρά δική μου."
104
'Σ το παρεθύρι κάθεται η πεθερά κ' η νύφη,
με τα μαλλάκια ξέπλεγα 'ς τοις πλάταις της ρηγμένα.
Ούλον τον κάμπο αγνάντευε, τα πράσινα λιβάδια.
"Θα σε ρωτήσω, πεθερά, θα σε ρωτήσω, η μάννα,
το τίνος είν' τα πρόβατα ταργυροκουδουνάτα,
που χίλιασαν και μύριασαν και γέμισαν οι ράχαις;
-Δικά μας είναι, νύφη μου, δικά μας, μαυρομάτα.
-Θα σε ρωτήσω, πεθερά, θα σε ρωτήσω, η μάννα,
το τίνος είναι τάλογα, που βόσκουν 'ς τα λιβάδια;
-Δικά μας είναι, νύφη μου, δικά μας, μαυρομάτα.
-Θα σε ρωτήσω, πεθερά, θα σε ρωτήσω, η μάννα,
το τίνος είναι τα σκυλιά, που ειν' άξια σα λιοντάρια;
-Δικά μας είναι, νύφη μου, δικά μας, μαυρομάτα.
-Θα σε ρωτήσω, πεθερά, θα σε ρωτήσω, η μάννα,
το τίνος ειν' οι πιστικοί, τάξια τα παλληκάρια;
-Δικοί μας είναι, νύφη μου, δικοί μας, μαυρομάτα.
-Θα σε ρωτήσω, πεθερά, θα σε ρωτήσω, η μάννα,
το τίνος ειν' εκειός ο νιος ο μαυροκιτρινιάρης;
-Άντρας δικός σου, νυφη μου, δικός σου, μαυρομάτα.
-Φωτιά να κάψη τάσπρα του και φλόγα τα φλουριά του,
λύκος να φάη τα πρόβατα κι αρκούδα τάλογό του,
μπροστά 'ς τον άντρα τον καλό, μπροστά 'ς το παλληκάρι!"
105
Η ΚΑΚΟΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗ
Μάννα μ', μ' εκακοπάντρεψες που μ' έδωκες 'ς τους κάμπους,
κ' εγώ 'ς τους κάμπους δε βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω.
Θα μαραθούν τα χείλη μου, θα κιτρινοφυλλιάσουν
από το χλίο το νερό, την κάψα τη μεγάλη.
Εδώ ταηδόνι δε λαλεί κι' ο κούκος δεν το λέει.
Οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βουνά λεβένταις,
και οι τσούπαις μαραζιάζουνε, σαν το φλωρι γινώνται.
106
Βλαχούλα νερροβάλαε από ψηλή ραχούλα.
Φέρνει τη ρόκα φουντωτή, ταδράχτι της γεμάτο.
Σύρνουν τα πόδια της δροσιά και τα μαλλιά της μόσκο,
σύρνουν τα πασουμάκια της του Μάη τα λουλούδια.
Κι' ο Βλάχος την καρτέραγε 'ς ένα στενό δερβένι.
"Βλαχούλα μ', πούθεν έρχεσαι και πούθεν κατεβαίνεις;
-Από τα πρόβατα έρχομαι, 'ς το σπίτι μου πηγαίνω.
-Βλαχούλα μ', δεν παντρεύεσαι, τσοπάνη άντρα να πάρης;
-Δύνεσαι, άγουρε, δύνεσαι ό,τι σου πω να κάνης;
να φτειάσης τ' αλωνάκι σου 'ς τη μέση του πελάγου,
κι' ουδ' άχυρο να μη βραχή, μηδέ σπειρί σιτάρι;
να δεματιάσης και ταυγά μ' ένα κλωνί μετάξι;"
107
Σε είδα και σε λυπήθηκα οπόχεις γέρον άντρα!
Βάλε φαρμάκι 'ς το γυαλί, φαρμάκωσ' τον το γέρο,
και πάρ' εμέ το νιο παιδί, τόμορφο παλληκάρι,
να σε ταΐζω ζάχαρη, να σε ποτίζω μόσκο,
να σε χορτάσω φίλημα, να σε σφιχταγκαλιάσω.
Γύρισμα: Μωρ' Καλαματιανούλα μου.
108
"Νά χα νεράντζι νά ρηχνα 'ς το πέρα παραθύρι,
να τσάκιζα το μαστραπά πού χει το καρυοφύλλι.
Για σε το λέγω, αγάπη μου, που σαι 'ς το παραθύρι.
Το μαντηλάκι που κεντάς εμένα ναν το στείλης,
και μην το στείλης μοναχό, παρά με την κυρά του."
Και η κόρη το παράκουσε και μοναχό το στέλνει.
Στα γόνατά του τ' άπλωσε και το συχνορωτάει.
"Γιά πες μου, μαντηλάκι μου, αν μ' αγαπά η κυρά σου.
-Όντας σε συλλογίζεται και σε καλοθυμάται,
σα θάλασσα βουρλίζεται, σαν κύμα δέρνει ο νους της,
σαν το ψαράκι του γιαλού βροντοχτυπάει η καρδιά της.
Όντας σε γλέπη και περνάς κι' ακούη τη λαλιά σου,
πηδάει από τον τόπο της και ροδοκοκκινίζει.
Όντας αργήση να σε ιδή στέκεται μαραμμένη,
κι' όπου κι' α στέκη μοναχή κλαίει κι' αναστενάζει."
109
Χαίρεται ο πεύκος 'ς τοις δροσιαίς κι' ο έλατος 'ς τα χιόνια
χαίρεται ο Τούρκος 'ς τάλογο κι' ο Φράγκος 'ς το καράβι,
χαίρεται κ' ένας νιος καλός 'ς ένα χρυσό τραπέζι.
Τρείς λυγεραίς τόνε κερνούν και τρεις καλαίς κοπέλλαις.
Η μια κερνάει με το γυαλί κ' η άλλη με το ποτήρι,
κ' η τρίτη η πιο καλύτερη με τασημένιο τάσι.
Όσαις φοραίς τόνε κερνάει, τόσα λόγια του λέει.
"Μωρ' το κρασί σου είναι γλυκό, τα λόγια σου φαρμάκια."
110
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΣΗ ΚΟΡΗΣ
Μάννα, λούγε με, μάννα μου, χτένιζέ με,
μάννα, 'ς το σκολειό, μάννα μου, μη με πέψης,
κι' άρχοντες περνούν, πεζοί και καβαλλάροι,
μα νας νιος καλός, καλός και διωματάρης,
μου παιζογελά και κάνει μου το νάτο.
Μάνν' αν τόνε ιδής να του ζηλέψη θέλεις.
111
Μάννα, 'ς το περιβόλι μας και 'ς τοις πορτοκαλιαίς μας
έγειρα ν' αποκοιμηθώ, λίγον ύπνο να πάρω,
κ' εκεί περάσαν τρεις αϊτοί και τρεις καλοί λεβένταις.
Ό ένας με μήλο με βαρεί κι' ο άλλος με δαχτυλίδι,
κι' ο τρίτος ο καλύτερος μια μαχαιριά μου δίνει.
Μάννα, το μήλο τό φαγα, το δαχτυλίδι τό χω,
τη μαχαιριά, τη χατζαριά δε μπορ' να τη βαστάξω.
112
Σα μήλο που είναι 'ς τη μηλιά, το παραγινωμένο,
έτσ' είναι και τ' ανύπαντρο σαν έρχεται ό καιρός του.
Λόγια λέγει της μάννας του, λόγια της αδερφής του.
"Μάννα, 'ς τη μέση δε χωρώ, 'ς την άκρη δεν κοιμούμαι.
Στρώστε μου ή έξω 'ς την αυλή, ή έξω 'ς το περιβόλι,
να πέφτουν τάνθη επάνω μου, τα μήλα 'ς την ποδιά μου,
να πέφτει της αμυγδαλιάς το πικραμύγδαλό της."
113
Ποιος ήταν που τραγούδαγε εχτές το βράδυ βράδυ,
που τό λεγε τόσ' όμορφα και παραπονεμένα;
Ξυπνάει τ' αηδόνια 'χ τοις φωλιαίς, τα λάφια 'χ τα λαγκάδια,
ξυπνάει και μια καλογριά πο μέσ' απ' το κελλί της.
Σκύφτει πετάει τα ράσα της, κόφτει τα κομπολόγια.
"Σύρτε, σταυροί, 'ς τοις εκκλησιαίς, ράσα 'ς τα μοναστήρια,
κ' εγώ με τον τραγουδιστή απόψε θα ξωμείνω,
που τό λεγε τόσ' όμορφα και παραπονεμένα."
114
Καράβι έρχεται από τη Χιο
τη μέση μέση το γιαλό,
και φέρνει μέσα Χιώτισσαις
και Βλαχομπουχτανιώτισσαις.
'Σ το μώλο τοις αράξανε
και τοις εδιαμοιράσανε,
κ' εξετιμιώσαν το φιλί
πασαμιανής με την τιμή.
Της παντρεμένης τέσσερα,
της χήρας δεκατέσσερα,
του μπυρισμένου κοριτσιού
χίλια φλωριά βενέτικα.
115
"'Σ του παπά τα παραθύρια
(χάνομαι, σφάζομαι)
δύο μαύρα μάτια που είδα.
Να ήμουν κλέφτης να τα κλέψω,
κουρσευτής να τα κουρσέψω.
Να τα βγάλω 'ς το παζάρι,
και να βάλω τον τελάλη,
τάχατες να τα πουλήσω.
Να τα ιδούν τα παλληκάρια,
και το νου τους να τον χάσουν.
-Δεν πουλειώνται αυτά τα μάτια
και δε γίνονται πραμάτεια.
Χάρισμα θενά τα πάρη
όποιο ειν' άξιο παλληκάρι."
116
"Δυο λεϊμό-(μωρή Θεώνη) νια χεις 'ς τον κόρφο,
που μυρίζουν σαν το μόσκο.
Δώσε μας και μας το ένα
να το παίξουμε 'ς τα χέρια.
-Γω σκαλίζω, γω ποτίζω,
γω λεϊμόνια δεν ορίζω.
Σύρτε 'ς τον περιβολάρη,
μπέλκε μου σας κάνη χάρη."
117
Ο αυγερινός κ' η πούλια, τάστρα της αυγής,
και το λαμπρό φεγγάρι μ' εξεπλάνεψαν,
κι' όταν εβγήκε ο ήλιος μ' εξεγνάντεψε
εις το πλευρό της κόρης που ξενύχτησα.
Γυρνώ, την κόρη βλέπω που κοιμώντανε.
Στέκω και διαλογοΰμαι πώς να της το ειπώ,
πώς να την έξυπνήσω την πολυαγαπώ.
"Ξύπνα, σηκώσου, μήλο, τρυφερή μηλιά,
άνοιξ' τα δυο σου μάτια, άνοιξ' τα να ιδής,
που μ' έκλεισεν ο ήλιος μέσα 'ς το κλουβί.
-Εμένα δε με λένε μήλο και μηλιά,
με λένε γλυκό ρόδο και ροδοσταμιά,
κι' α σ' έκλεισεν ο ήλιος, φεύγεις το βραδύ."
118
Δικό μου ήταν το φταίξιμο,
να χάσω τόσο τρέξιμο.
Ήρθα και σ' ηύρα μοναχή,
και δε σ' έχόρτασα φιλί,
σ' εκύτταζα ναχόρταγα
κ' εκάθομουν κ' ερώταγα,
το πού να είν' η μάννα σου
κι' ο άγριος ο πατέρας σου!
Η μάννα σου 'ς την εκκλησιά,
κι' ο αφέντης σου 'ς τα Γιάννενα,
κ' εσύ κοντά 'ς τον μπουταλά,
με τα ματάκια χαμηλά.
119
Ως τα τώρα την καρδιά μου
την κρατούσα κλειδωμένη,
σιδερομανταλωμένη.
Τώρα θε να την ανοίξω,
μόσκο νά τηνε γιομίσω,
ζάχαρι να την ταΐσω
για το σκάσιμο ταντρώνε,
πείσμα των παλληκαριώνε,
πόχουν άσκημαις γυναίκες,
μαύρα κούτσουρα αγκαλιάζουν
και φιλούν κι' αναστενάζουν.
120
ΤΟ ΠΕΘΥΜΙΟ
Νά χεν η γης πατήματα κι' ο ουρανός κερκέλια,
να πάθιουν τα πατήματα, νά πιανα τα κερκέλια,
ν' ανέβαινα 'ς τον ουρανό, να διπλωθώ να κάτσω,
να δώσω σείσμα τ' ουρανού, να βγάλη μαύρα νέφη,
να βρέξη χιόνι και νερό κι' ατίμητο χρυσάφι,
το χιόν' να ρήξη 'ς τα βουνά και το νερό 'ς τσοι κάμπους,
'ς την πόρτα τση πολυαγαπώς τατίμητο χρυσάφι.
121
Από τη γης βγαίνει νερό, κι' οχ την ελιά το λάδι,
κι' από τη μάννα την καλή βγαίνει το παλληκάρι.
Στάλα τη στάλα το νερό τρουπάει το λιθάρι,
κ' η κόρη με τα νάζια της σφάζει το παλληκάρι.
122
Τι με τηράς οπού γελώ και λες δεν έχω ντέρτι;
το ντέρτι τό χω 'ς την καρδιά, 'ς τα χείλη το μαράζι.
Δεν έχω τίνος να το ειπώ το ντέρτι μου ο καϊμένος.
Να σας το ειπώ, ψηλά βουνά, φοβούμαι μη ραΐστε,
να σας το ειπώ, ψηλά κλαριά, το Μάη δεν θ' ανθήστε,
να σας το ειπώ, βρυσούλαις μου, φοβούμαι μη στερφέψτε,
να της το ειπώ της μάννας μου, κείνη είναι αποθαμένη,
να σας το ειπώ, αδερφούλια μου, είστε μακριά 'ς τα ξένα.
Βαρέθηκα τούτ' τη ζωή, δε θέλω πλια να ζήσω.
θα πάρω δίπλα τα βουνά, ν' αδικοθανατήσω...
Και με τα τόσα βάσανα πάλ' η ζωή γλυκειά είναι,
κι' όποιος το θάνατο ζητεί πρέπει τρελλός για να είναι.
123
"Διαβαίνω από την πόρτα σου, σε βλέπω χολιασμένη,
και 'ς το δεξί σου μάγουλο ήσουν ακουμπισμένη.
Μέσα η καρδιά μου λάχτισε όσο να σ' ερωτήσω,
τι πίκρα έχεις 'ς την καρδιά να σε παρηγορήσω.
-Τί μ' ερωτάεις, άπιστε, τι ήταν η αφορμή μου;
άκουσα νάλλην θαγαπάς και εχάθηκ' η ζωή μου.
-Ποιος το είπε, περιστέρα μου, ποιος το είπε, κρύα βρύση,
που να χωρίση λεμονιά να πάρη κυπαρίσσι.
Αν το είπε τάστρο να χαθή, κι' ο ήλιος να θαμπώση,
κι' αν το είπε κόρη ανύπαντρη, άντρα μην ανταμώση!"
124
[Το άσμα τούτο περί της αποκαλύψεως μυστικού έρωτος φέρεται εν πολλαίς παραλλαγαίς,
συχνότατα και εν συμφυρμώ προς άλλα όμοια, είναι δε κοινόν και εις την δημώδη ποίησιν
πολλών άλλων λαών, καθ' όσον δια παραπλησίων εικόνων και κατά τον αυτόν κλιμακωτόν
τρόπον διατυπούται η έννοια, ότι όσον κρηφήν και αν προσπαθούν να τηρήσουν την αγάπην
των οι ερασταί θα φανερωθή εις το τέλος.]
"Κόρη, όταν εφιλιώμαστε, νυχτά ηταν, ποιος μας είδε;
-Μας είδε τάστρο της νυχτός, μας είδε το φεγγάρι,
και το φεγγάρι νέσκυψε, της θάλασσας το λέει,
θάλασσα το είπε του κουπιού και το κουπί του ναύτη,
κι' ο ναύτης το τραγούδησε 'ς της λυγερής την πόρτα."
125
[Το επόμενον τραγούδι είναι ανεπτυγμένη παραλλαγή του ανωτέρω, εκ τούτου δε πάλιν
φαίνεται ότι ανεπτύχθη άλλη παραλλαγή ως αυτοτελής διήγησις ερωτικού παθήματος,
ήτοι της καταδίκης εις θάνατον εραστού δια την αποκάλυψιν του έρωτός του. Και προς
την προκειμένην παραλλαγήν συνάπτονται συνήθως χαλαρώς και το άσμα του φιλήματος
που βάφει όλα και το της μαραμμένης μηλιάς.]
Εγώ περνώ και δε μιλώ κ' η κόρη χαιρετά με.
"Που πάγεις, κλέφτη του φιλιού και κομπωτή τς αγάπης;
-Μ' αν είμαι κλέφτης του φιλιού και κομπωτής τς αγάπης,
τι μού δινες τα χείλη σου κ' εγλυκοφίλησά τα;
-Κι' α σού δωκα τα χείλη μου κ' εγλυκοφίλησές τα,
νύχτα ήτο ποιος μας έννοιωσε κι' αυγή ποιος μας εθώρει;
-Τάστρο τς αυγής το λαμπερό εκείνο μας εθώρει,
και τάστρο νεχαμήλωσε και το πε του θαλάσσου,
και το θαλάσσι του κουπιού, και το κουπί του ναύτη,
κι' ό ναύτης το διαλάλησε 'ς τη γη την οικουμένη."
126
[Το ολιγόστιχον τούτο άσμα ευρίσκεται πολλάκις παρεμβεβλημένον εις άλλα μακρότερα
ερωτικά προπάντων άσματα, ένεκα δε του συμφυρμού εδυσκολεύθησάν τινες να διαγνώσωσι
την αληθή έννοιαν αυτού. Ο Φωριέλ εξαίρει την αντίθεσιν της μυστηριώδους ασάφειας
του τεμαχίου τούτου προς την ενάργειαν του άλλου άσματος, διότι εγίνωσκεν αυτό εκ
του άσματος περί της κόρης που ήθελε να ταξιδεύση και λιποθυμήσασαν την έρριψεν
εις την θάλασσαν ο ναύκληρος, υπολαβών ότι ήτο νεκρά. Του άσματος εκείνου φέρεται
ως κατακλείς το τεμάχιον. "Παραδοξότατοι είναι, λέγει ο Φωριέλ, οι τελευταίοι του
άσματος στίχοι, δυσκολώτατον δ' είναι να κατανοηθή τις ο σκοπός αυτών και τίνα ιδέαν
εγκρύπτουσι. Ταύτα απόκειται εις τον αναγνώστην να μαντεύση. Το επ' εμοί δε αναζητών
τον λόγον και την έννοιαν των προκειμένων στίχων, δεν διαβλέπω άλλο τι, ειμή θαυμασίαν
υπερβολήν, σκοπούσαν την έξαρσιν της παρθενικής εκείνης δειλίας της ταξιδευούσης
κόρης και της ευπαθούς εκείνης αιδημοσύνης, της υπολαμβανούσης θανάσιμον και την
ελαχίστην ύβριν. Εκ του ουρανίου ερυθήματος της προσβληθείσης αιδούς φαίνεται ωσεί
και μία μόνη σταγών αίματος της ατυχούς κόρης προσέλαβε την μαγικήν δύναμιν να βάφη
τους ποταμούς και την θάλασσαν. Τοιαύτη τις μοι φαίνεται ότι θα ήτο η ιδέα του ποιητοϋ,
ιδέα βεβαίως παράδοξος και εξεζητημένη, αλλ' όμως ενέχουσά πως και βαθύτητα και
τόλμην και υπό την έννοιαν ταύτην τουλάχιστον θα ήτο ακραιφνώς ελληνική."
Αλλά καθ' εαυτό εξεταζόμενον το τεμάχιον, ως άσμα αυτοτελές και άνευ συναφείας προς
άλλο άσμα, είναι φανερόν, ότι ουδέν άλλο είναι ειμή εικών εν σχήματι υπερβολής προς
παράστασιν της θαυμασίας ερυθρότητας των χειλέων της αγαπωμένης νεάνιδος. Υπερβολής
βεβαίως ήτις φαίνεται προσήκουσα μάλλον εις ασιανόν ποιητήν, και αλλοτρία προς την
λιτότητα της δημώδους ελληνικής ποιήσεως. Ευκόλως δε διαφαίνεται ο συνειρμός των
ιδεών, εξ ου προήλθεν ο συμφυρμός μετά του άσματος της πνιγείσης κόρης. Εν τούτω
αι ευρούσαι εις τον αιγιαλόν τον νεκρόν της κόρης νεάνιδες θαυμάζουσι και το άλλο
σώμα της νεκράς, προπάντων δε τα αιματωμένα χείλη, τα κατάλληλα δια φίλημα.]
Κόκκιν' αχείλι εφίλησα κ' έβαψε το δικό μου,
και 'ς το μαντήλι τό συρα κ' έβαψε το μαντήλι,
και 'ς το ποτάμι τό πλυνα κ' έβαψε το ποτάμι,
κ' έβαψε η άκρη του γιαλού κ' η μέση του πελάγου.
Κατέβη ο αϊτός να πιη νερό κ' έβαψαν τα φτερά του,
κ' έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο.
127
Ποτάμι νεπλημμύρισε, σε περιβόλι μπαίνει,
ποτίζει δέντρ' αρίθμητα, μηλιαίς και κυπαρίσσια
και μια μηλιά γλυκομηλιά νερό δεν τη φελάει.
Κινά η μηλιά και ψύγεται και κιτρινοφυλλιάζει.
Κι' άλλη μηλιά τήνε ρωτά, κι' άλλη μηλιά της λέει.
"Τι έχεις, μηλιά, και ψύγεσαι και κιτρινοφυλλιάζεις;
Μην είν' τα μήλα σου βαριά, μην το νερό σου λείπει,
κι' από τα κλωναράκια σου κανένα μη ραγίστη;
-Δεν είν' τα μήλα μου βαριά, μηδέ νερό μου λείπει,
κι' από τα κλωναράκια μου κανένα δε ραγίστη.
Άγουρος με ξανθή κόρη 'ς τη ρίζα μου φιλιώνταν,
κι' όρκο κάμαν 'ς τους κλώνους μου να μη ξεχωριστούνε,
τώρα ξεχωριστήκανε και κιτρινοφυλλιάζω."
128
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΑΠΑΡΝΗΜΕΝΗΣ
[Το τραγούδι της κόρης που καταράται τον εγκαταλείψαντα αυτήν εραστήν φέρεται εις
πολυάριθμους παραλλαγάς, αι οποίαι ένεκα των προς αλλήλας διαφορών δύνανται να διακριθώσιν
εις δύο χωριστούς τύπους. Κατά τον ένα τούτων, "κορίτσι κρυφαγκάλιαστο και κρυφαγγαστρωμένο"
υπολογίζει τον χρόνον, καθ' ον θα ιδή το φως ο καρπός των λαθραίων γάμων, και προσωποποιούν
τους μήνας της εγκυμοσύνης επικαλείται την βοήθειαν αυτών και καταράται τον εγκαταλείψαντα
εραστήν. Κατά δε τον έτερον τύπον ο άπιστος εραστής ευρίσκεται μακράν και η κόρη
μετά ζηλοτύπου αγωνίας αναπολεί αυτόν και σκληρώς τον καταράται. Αλλ' αι βαρείαι
κατάραι δυσκόλως συγκαλύπτουν το διατηρούμενον εντός της ακοίμητον πυρ του έρωτος,
το οποίον εις το τέλος λαμπρόν αναθρώσκει, εις κραυγήν εκ του βάθους της καρδίας
εξερχομένην εις την δήλωσιν ότι προθύμως θα υποστή τα πάνδεινα δια να μη πάθη κακόν
ο αγαπητός αυτής. Αι δύο κατωτέρω παραλλαγαί ανήκουν εις τον δεύτερον τύπον.
Το άσμα φαίνεται πολύ παλαιόν, παραλλαγάς δε αυτού ευρίσκομεν και εις την μεσαιωνικήν
ημών ποίησιν. Εν τω επιμέτρω δημοσιεύομεν δύο τούτων. Μέ τινας ασημάντους μεταβολάς
είναι εν χρήσει και ως τραγούδι της ξενιτειάς.]
Α'
Φεγγάρι μου, πού σαι ψηλά και χαμηλά λογιάζεις,
πουλάκια, που είστε 'ς τα κλαριά και 'ς τοις κοντοραχούλαις,
και σεις περιβολάκια μου, με το πολύ το άνθι,
μην είδατε τον αρνηστή, τον ψεύτη της αγάπης;
οπού μ' εφίλειε κ' ώμονε, ποτέ δε μ' απαρνειέται,
και τώρα μ' απαράτησε σαν καλαμιά 'ς τον κάμπο.
σπέρνουν, θερίζουν τον καρπό κ' η καλαμιά απομένει,
βάνουν φωτιά 'ς την καλαμιά κι' άπομαυρίζει ο κάμπος.
Έτσι είναι κ' η καρδούλα μου μαύρη, σκοτεινιασμένη.
Θέλω να τον καταραστώ και τον πονεί η ψυχή μου,
μα πάλι ας τον καταραστώ κι' ό,τι του μέλλει ας πάθη.
Σε κυπαρίσσι ν' ανεβή, να μάση τον καρπό του,
το κυπαρίσσι να ειν' ψηλό, να λυγιστή να πέση.
Από ψηλά να γκρεμιστή και χαμηλά να πέση,
σαν το γυαλί να ραγιστή, σαν το κερί να λειώση.
Να πέση εις τούρκικα σπαθιά, εις φράγκικα μαχαίρια.
Πέντε γιατροί να τον κρατούν και δέκα μαθητάδες,
και δεκοχτώ γραμματικοί τα πάθη του να γράφουν.
Κ' εγώ διαβάτρα να γενώ και να τους χαιρετήσω.
"Καλώς τα κάνετε, γιατροί, καλώς τα πολεμάτε,
αν κόβουν τα ψαλίδια σας, κορμί μη λυπηθήτε,
έχω κ' εγώ λινό παννί σαρανταπέντε πήχαις,
όλο μουρτάρια και ξαντά 'ς του δίγνωμου τη σάρκα,
κι' α δε σας φτάσουνε κι' αυτά κόβω και την ποδιά μου,
πουλώ και τα μεταξωτά τα ρημοσκοτεινά μου,
κι' α θέλη γαίμα γιατρικό, πάρετε οχ την καρδιά μου"
Β'
Ούλοι τον ήλιο τον τηράν, που πάει να βασιλέψη,
κ' η κόρη που είχε τον καϊμό το πέλαγο αγναντεύει.
Βλέπει καράβια κ' έρχονται, βαρκούλαις κι' αρμενίζουν.
"Μάννα, καράβια τέσσερα, μάννα, βαρκούλαις πέντε,
μάννα, κατέβα ρώτα τα, κατέβα ξέταξέ τα,
ποιαις θάλασσαις και ποια νησιά χαίρονται τον καλό μου;
Σε τι τραπέζι τρώει ψωμί, και το δικό μου είν' άδειο,
τίνος χεράκια τον κερνάν, και τα δικά μου τρέμουν,
τίνος ματάκια τον κυττάν, και τα δικά μου τρέχουν,
τίνος τα χείλη τον φιλούν και τα δικά μου σκάζουν,
τίνος καρδιά τον χαίρεται, η δική μου αναστενάζει;
Κάνω να τον καταραστώ και πάλι τον λυπάμαι,
τι είν' ακριβός της μάννας του και μοναχός δικός μου,
μα γω θα τον καταραστώ κι' ας κάμη ο θιος τι θέλει...
Ποιόνε βαρούνε μαχαιριαίς και γαίμα δε σταλάζει,
τίνος αγάπη παίρνουνε και δεν αναστενάζει;
129
[Το συναίσθημα του πόνου, όπερ εις την ψυχήν της γυναικός παράγει η εγκατάλειψις
αυτής υπό του αγαπωμένου ανδρός, είναι επίσης βαθύ και οδυνηρόν, είτε αιτία της
εγκαταλείψεως είναι ο θάνατος είτε απιστία είτε και παρατεταμένη αποδημία αυτού,
ολίγον απέχουσα της παντελούς αδιαφορίας και της αποσβέσεως της αγάπης. Δια τούτο
και τα περί εγκαταλείψεως άσματα έχουν το είδος, οτέ μεν μοιρολογιών, οτέ δε τραγουδιών
της ξενιτειάς η ερωτικών. Το κατωτέρω, του οποίου παραθέτομεν δύο τύπους, διακρίνεται
δια το εμφαινόμενον ισχυρόν πάθος. Η εγκαταλελειμμένη τραγουδεί μετά τοσαύτης περιπαθείας,
ώστε συγκλονεί και την άψυχον φύσιν. Γέφυραι ραγίζονται, ποταμοί ανακόπτουν τον
ρουν αυτών, τα Στοιχειά των ποταμών εξέρχονται του ύδατος δια ν'ακούσουν το άσμα,
τα πλοία ακινητούν εις το μέσον του πελάγους. Είναι ετοίμη να υποστή πάντα τα δεινά,
όπως ανακτήση τον αγαπητόν της, όταν ούτος βαρέως ασθενή αναζητεί φάρμακα δυσπόριστα,
και τα ευρίσκει μετά πολλούς αγώνας, διότι ουδέν είναι αδύνατον εις την άληθινήν
αγάπην.
Το άσμα φέρεται και εν συμφυρμώ με άλλα, προ πάντων με το άσμα της κατάρας της απαρνημένης
και το εγκαταλειφθείσης ερωμένης, ήτις από κουμπάρας γίνεται πάλιν νύμφη. Έχει δε
και πολλήν συνάφειαν προς τακριτικά. Εν καππαδοκική παραλλαγή αυτός ο Ακρίτης είναι
ο αγαπώμενος ανήρ.]
Α'
Μια κόρη πικροτραγουδάει από κρουσταλλένιον πύργο,
κι' αγέρας πήρε τη φωνη, κι' ο άνεμος το τραγούδι,
και σέρνει το και πάει το ανάμεσα πελάγου.
Κι' όσα καράβια τ' άκουσαν, όλ' άραξαν και δένουν,
κ' ένα καράβι της φιλιάς, φρεγάδα της αγάπης,
ουδέ μαζώνει τα παννιά, ούτε κι' ομπρός τραυάει.
Κι' ο καπετάνιος φώναξε νοπίσω από την πρύμη.
"Αφήστε, ναύταις, τα παννιά, ναύκληρε, το τιμόνι,
ν' ακούσουμε του κορασιοϋ πώς γλυκοτραγουδάει,
το τι τραγούδι τραγουδάει, το τι σκοπό το σέρνει.
Κοράσιο, για τραγούδησε, κοράσιο, ξαναπέ το.
-Σύρετε, ναύταις, 'ς το καλό και 'ς την καλή την ώρα,
τι εγώ δεν ετραγούδησα για μπάρκαις, για καράβια,
παρακαλώ τα κύματα, με τον αγέρα κρένω
και στέλνω χαιρετίσματα 'ς τον κλέφτη της αγάπης."
Β'
Κόρη ξανθή τραγούδαγε 'ς της Τρίχας το γεφύρι,
ψιλά τραγούδια νέλεγε και παραπονεμένα,
κι' από το χλιβερό σκοπό, το χλιβερό τραγούδι,
και το γεφύρι ερράγισε και το ποτάμι στάθη,
και το Στοιχειό του ποταμού 'ς την άκρια νεπετάχτη.
Κ' ένας διαβάτης φώναξε 'πό πέρα από τη ράχη.
"Άλλαξε, κόρη, τον ηχό, και πες άλλο τραγούδι,
για να κινήση ο ποταμός, να σμίξη το γεφύρι,
και το Στοιχειό του ποταμού 'ς το τόπο του να πάη.
-Το πώς ν' αλλάξω τον ηχό, να πάψω νο τραγούδι,
τι γαρ τραγούδι το είπα γω, για μοιρολόγι το είπα,
γιατί έχω πόνο 'ς την καρδιά, που γιατρεμό δεν έχει.
Μάννα και κύρην έχασα κ' εννιά αδερφούς στρατιώταις,
έχω και τον πολλαγαπώ άρρωστο 'ς το κρεβάτι,
κι' αρρωστικό μου γύρεψε το τι δεν είν' 'ς τον κόσμο.
Μου γύρεψε λαγού τυρί κι' απ' αγριογίδα γάλα,
κι' ώστε να πάου 'ς τάγρια βουνά, να κατεβώ 'ς τους κάμπους,
να κυνηγήσω το λαγό, να πιάσω ταγριογίδι,
να στήσω μαρμαρόμαντρα και να τυροκομήσω,
πολλαγαπώ παντρεύτηκε κι' άλλη γυναίκα πήρε.
Πήρε την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γης γυναίκα."
130
"Τρανταφυλλάκι μ' κόκκινο, μήλο μου μυρωδάτο,
σα σε φιλώ μαραίνεσαι, σα σε κρατώ κλονειέσαι,
βάνω σε 'ς την αγκάλη μου και λαχταρεί η καρδιά σου.
Κορίτσι μ', άλλον αγαπάς, άλλον θέλει να πάρης.
-Σα δεν πιστεύης, άπιστε, σα δε θωρή ο νους σου,
βάνε βίγλα 'ς τα σπίτια μου, πόρταις και παραθύρια,
και σύρε φέρε τους γιατρούς, τους καρδιοδιαλεχτάδες,
να μου διαλέξουν την καρδιά κι' όλα τα φυλλοκάρδια,
κι' α βρής απ' άλλο νιο φιλί, κι' απ' άλλο νιον αγάπη,
σφάξε μ', αφέντη μ', σφάξε με πάνω 'ς τα γόνατα σου,
και μάσε και το αίμα μου 'ς ένα χρυσό μαντήλι,
και σύρ'το 'ς τα εννιά χωριά, 'ς τα δεκαπέντε κάστρα,
κι' α σε ρωτήσουν τί εϊν' αυτό; Τς αγάπης μου το αίμα."
131
Αυγερινός θενά γενώ, νά ρθω 'ς την κάμερή σου,
να ιδώ την τάβλ' απού δειπνάς, την κλίν' απού κοιμάσαι,
την κόρ' απ' αγκαλιάζεσαι, αν είν' καλλιά 'πο μένα.
132
Η ΓΙ ΑΠΑΡΝΗΜΕΝΗ
Τρεις χρόνοι πάνε σήμερο, τέσσερις περπατούνε,
καλήν καρδιά δεν έκαμα, μηδέ και θέλω κάμει,
γιατί ξένο μ' εφίλησε κ' εδιάβη κι' άφηκέ με.
Είπε. "Το Μάρτη θάρθω γω με τα χελιδονάκια."
Θωρώ το Μάρτη και περνά, Απρίλη και διαβαίνει.
133
Κόρη λυγερή, ξανθή και μαυρομάτα,
αναπλέκεντο εις αντρωμένου μνήμα.
Τα μαλλάκιαν τση τον τάφον εσκεπάζαν,
ταματάκιαν τση 'ς τη γη πηλόν εκάναν,
τα χεράκιαν τση τον Κύριον δόξαζαν.
134
ΤΟ ΘΡΗΝΟΣ ΤΣ ΑΓΑΠΗΤΙΚΗΣ
Εγώ μνωξα τς αγάπης μου, βραδειά να μην τσης λείψω.
Μα μια βραδεία τση ξώμεινα, μια νύχτα, μιαν εσπέρα.
Γεμίζουν τα βουνά φωναίς και τα λαγκάδια δάκρυα,
και τα λαγκοπεράσματα αξέπλεχταις πλεξούδαις.