Ποιὰ εἶναι τούτη
Ποὺ κατεβαίνει
Ἀσπροντυμένη
Ὀχ τὸ βουνό;
Τώρα ποὺ τούτη
Ἡ κόρη φαίνεται,
Τὸ χόρτο, γένεται
Ἄνθι ἁπαλό·
Κ᾿ εὐθὺς ἀνοίγει
Τὰ ὡραῖα του κάλλα,
Καὶ τὸ κεφάλι
Συχνοκουνεῖ·
Κ᾿ ἐρωτεμένο,
Νὰ μὴ τὸ ἀφήσῃ,
Νὰ τὸ πατήσῃ,
Παρακαλεῖ.
Κόκκινα κι᾿ ὄμορφα
Ἔχει τὰ χεῖλα,
Ὡσὰν τὰ φύλλα
Τῆς ῥοδαριᾶς,
Ὅταν χαράζῃ,
Καὶ ἡ αὐγοῦλα
Λεπτὴ βροχοῦλα
Στέρνει δροσιᾶς.
|