Τὸ Νυχτερέμι δὲν εἶνε καὶ ἀπὸ τὰ μεγάλα χωριὰ τῆς Θεσσαλίας. Ριχμένο ἐκεῖ, κατὰ τὶς ἐκβολὲς τοῦ Πηνειοῦ, στὸ γούπατο τοῦ πολύκαρπου κάμπου –τοῦ κάμπου ποὺ ἁπλώνεται τριγωνικὸς ἀπὸ τὶς δασωμένες ρίζες τοῦ Κισσάβου ἕως τὰ χαμοβούνια τοῦ Ὀλύμπου–, μοιάζει μὲ τὸ γειτονικό του Λασποχώρι, δίδυμα νεροστοιχειά, σωστοὶ Γήταυροι, παραχορτασμένοι μὲ τὴν παχειὰ χλωροσὰ καὶ ἀποκαρωμένοι ἀπὸ τὶς μιασματικὲς ἀναθυμιάσεις τῶν βάλτων. Μὲ τὰ χαμόσπιτά του, ὅπου συζοῦν ἁρμονικὰ ζῷα καὶ ἄνθρωποι· μὲ τὰ βεργοπλεγμένα κιουτσέκια, ὅπου ἀποθηκεύεται χειμωνοκαλόκαιρα τὸ ἀραποσίτι· μὲ τὸ κονάκι τοῦ μπέη ψηλὸ καὶ ἀγέρωχο στὴ μέση καὶ τὴν μικρὴ καὶ περιφρονημένην ἐκκλησούλα σὲ μίαν ἄκρη, ἔχει τὴν φτωχικὴν ἐκείνη καὶ φοβισμένην ἔκφραση ποὺ ἔχουν ὅλα τοῦ κάμπου τὰ χωριά, τὰ δουλωμένα καὶ τ᾿ ἀνάξια ὑπάρξεως.
Ἦταν Κυριακή. Ὅλοι σχεδὸν οἱ ἄντρες τοῦ χωριοῦ, ἀπὸ τὰ σύθαμπα ποὺ ἐτελείωσεν ἡ λειτουργία, ἦσαν συναγμένοι ἔξω ἀπὸ τὸ σπιτομάγαζο τοῦ Μαγουλᾶ κι ἔπιασαν ζωηρὴ ὁμιλία. Τὰ γιαπιὰ –οἱ χωμάτινες κρεβατωσές, ὅπου συνήθως περνᾷ τὴ ζωή του κάθε χωριάτης Θεσσαλός– ἐψήλωναν ζερβόδεξα στὴν χαμηλὴ πόρτα, φρεσκαλειμμένα κι ἐχρησίμευαν γιὰ κάθισμα καὶ γιὰ στρῶμα τους. Ἐκεῖ ξαπλωμένος ὁ Παπαρρίζος, μικρὸ καὶ ἀδύνατο γεροντάκι μὲ σαγακιένιες σκάλτσες, ἀτλαζωτὴ πουκαμίσα κατεβατὴ ἕως τὸ γόνα, μαυρομάλλινο καπότο καὶ σκούφια ξεθωριασμένη στὸ κεφάλι, ἐκρατοῦσεν ἕνα κομμάτι χαρτὶ κι ἐδιάβαζε συλλαβιστὰ καὶ δυνατὰ καθεμία λέξη του, συντροφεύοντάς την καὶ μὲ κίνημα ἐξηγηματικὸ τοῦ χεριοῦ του. Ὁ Ραντζάκος ὁ πάρεδρος, ἐξηνταχρονίτης, μεγαλόσωμος, μὲ ψαρὰ μαλλιὰ καὶ γένεια, μὲ τὴν βράκα καὶ τὰ πισιλιά, πλαγιασμένος κοντά του, ἐβοηθοῦσε τὸν παπᾶ στὸ διάβασμα κι ἐφιλονικοῦσε πολλὲς φορὲς μαζί του, γιὰ τὴν πιστὴν ἐξήγηση τῶν λέξεων. Ὁ Μαγουλᾶς, σαρανταχρονίτης, καλοδέματος μὲ τὴν ἀλατζένια ποδιὰ ἐμπρός, ὄχι τόσο γιὰ νὰ προφυλάξῃ τὴ μισότριβη βράκα του, ὅσο γιὰ νὰ δειχθῇ πὼς εἶνε τοῦ χωριοῦ ὁ μοναδικὸς μπακάλης, μὲ τὸ ἕνα πόδι ἐπάνω στὸ γιαπὶ κι ἐπάνω στὸ πόδι τὸ χέρι καὶ στὸ χέρι ἀκουμπισμένο τὸ κεφάλι, ἄκουε μὲ προσοχὴ μεγάλη καὶ γυρίζοντας ἔλεγε καμμιὰ λέξη καὶ αὐτὸς ἐξηγηματικὴ στοὺς ἄλλους. Καὶ οἱ ἄλλοι, ὁ Χαδούλης, ὁ Μπιρμπίλης, ὁ Τζουμᾶς, ὁ Κράπας καὶ λοιποί, νέοι καὶ γερόντοι, περίγυρα στὰ χείλη τοῦ γιαπιοῦ γονατιστοί, μισοκαθισμένοι, σκυφτοὶ εἴτε ὁλόρθοι, ἀκουμπισμένοι στὰ χοντρά τους ραβδιά, μὲ τὰ μακρυὰ καὶ ἀχτένιστα μαλλιὰ πεσμένα γύρω στὰ χλωμὰ καὶ κατάξερα πρόσωπά τους· μὲ τὶς λερὲς καὶ ξεσκλισμένες ἀπὸ τὸν ἱδρώτα καὶ τὴν πολυκαιρία τραχηλιές, ἀνοιχτὲς ἕως τὴ μέση· μὲ τὸ στῆθος μαῦρο, τραχύ, δασωμένο, σὰν ἀδούλευτο χωράφι γεμάτο ἀγριάγκαθα· μὲ τὰ βρακιὰ ξεθωριασμένα καὶ μυριομπαλωμένα· τὰ πόδια τυλιγμένα στὰ χοντρὰ μάλλινα προπόδια καὶ ποδεμένα μ᾿ ἕνα κομμάτι γουρνοπέτσι, αἰώνια ὑγρό, ἄκουαν προσεχτικοὶ καὶ κατὰ τὸ ἄκουσμα καθενὸς τὸ πρόσωπον ἄλλαζεν ἔκφραση καὶ τὰ μέλη τοῦ σώματος θέση. Τώρα ὁ ἕνας ἐκουνοῦσε τὸ κεφάλι ἀρνητικά· «ὄχι, δὲ γίνεται, ὄχι!». Τώρα ὁ ἄλλος ἐχαυνιζόταν ρᾴθυμος· «ὢχ ἀδερφέ, δὲ μᾶς παραιτᾷς, λέω!». Τώρα τρίτος ἄνοιγε τὸ στόμα κι ἔπαιζεν ἔξω τὴ γλῶσσα του, κωμικὰ μορφάζοντας. Ἄλλος ἐγύριζε πλευρό, βαργομισμένος. Ἄλλος ἐσκάλιζε μὲ τὸ πόδι του τὴ λάσπη, βυθισμένος σὲ συλλογισμούς. Ὁ ἕνας ἀνοιγοσφαλοῦσε τὰ μάτια· ὁ ἄλλος ἐμασοῦσεν ἀδιάκοπα, χωρὶς νὰ ἔχῃ τίποτε στὰ δόντια, μόνον ἀπὸ συνήθεια, ὅπως τὰ φαγανὰ ζῷα. Κι ἔξαφνα γιαμιᾶς ὅλοι, ἅπλωναν ἀνήσυχοι τὸ σῶμα πρὸς τὸν Παπαρρίζο, ν᾿ ἁρπάξουν δυσκολονόητη φράση. Καὶ ὅταν τὴν ἐννοοῦσαν, ἐγύριζεν ἕνας στὸν ἄλλον, καὶ τὸ εὐκολοδιέγερτο νευρικό τους σύστημα ἔδειχνεν ὅλη τὴν ἐνέργειά του μὲ λάμψιν ἀστραπῆς, ποὺ ἐπλημμύριζε τὰ μικρὰ μάτια τους σὰν συνεννόησις θυμοῦ καὶ κατάρας.
Καὶ δὲν εἶχαν ἄδικο νὰ δείχνουν τόση περιέργεια οἱ Καραγκούνηδες. Τὸ γράμμα, ποὺ ἐδιάβαζεν ὁ Παπαρρίζος, ἦταν ἀπὸ τὴ Λάρισα τοῦ δικηγόρου καὶ τοὺς ἔλεγε νέα γιὰ τὴν κατάστασή τους, τὴν ὕπαρξή τους αὐτή.
Ἄλλοτε, ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν προπάππων τους, τὸ Νυχτερέμι, ὅπως καὶ τ᾿ ἄλλα περίγυρα χωριά, ἐπατήθηκεν ἀπὸ τὸν Ἀλὴ πασά. Ἦταν τότε παντοδύναμος ὁ Ἀλὴς στὰ Γιάννινα καὶ ὁ Βελής, ὁ γιὸς του, ἦταν πασὰς στὸν Τύρναβο. Κάποιος τοῦ ἐπαίνεψε τὸν κάμπον αὐτὸν καὶ κατὰ τὴ συνήθειά του ὀρέχτηκε νὰ τὸν ἀποχτήσῃ. Ἐπαράγγειλε στὸν Βελὴ νὰ προσκαλέσει τοὺς προεστοὺς τῶν χωριῶν καὶ μὲ περιποιῆσες καὶ φοβερίσματα, νὰ τοὺς ἀναγκάσῃ νὰ τοῦ κάμουν παραχωρητήριο. Ὅσα χωριὰ εἶχαν καλοὺς προεστοὺς ἀντιστάθηκαν τότε. Ὁ Γεροβαρσάμης, τῆς Ραψάνης ὁ πρῶτος, τρία χρόνια ἔκαμε φυλακισμένος στὰ Γιάννινα καὶ τὰ μύρια ὑπόφερεν ἀπὸ τὸν Ἀλή, ἀλλὰ δὲν ὑπόγραψε νὰ παραδώση τὸ χωριό. Στὴν Κρανιά, ὅταν ἐπῆγε μὲ ὁπλοφόρους νὰ πατήσῃ ὁ Βελής, οἱ κάτοικοι ἐσυνάχθηκαν στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ ἁγίου Ταξιάρχη μὲ κλαύματα καὶ στηθοκοπήματα, παρακαλώντας νὰ βάλῃ τὸ χέρι του στὸν ἄδικο δρόμο τοῦ πασᾶ. Καὶ τὸ ἔβαλε δίχως χρονοτριβή. Ἐβγῆκε μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι, ἅρπαξεν ἀπὸ τὰ σελοχάλινα τὸ ἄλογο τοῦ Βελῆ καὶ τὸν ἐγύρισε πίσω στὸν Τύρναβο μὲ τοὺς ἀνθρώπους του. Καὶ τὸ Κονομιό, τὸ πλούσιο μοναστήρι τῶν Κομνηνῶν, ποὺ κρέμετ᾿ ἐπάνω ἀπὸ τὸ Τσάγιεζι, στὴν πλαγιὰ τοῦ Κισσάβου, ἐπόθησεν ὁ Βελῆς κι ἔστειλε χτίστες νὰ τοῦ κάμουν κονάκι. Ἀλλ᾿ ὁ Χατζὴ Καμπέκος, ὁ προεστώς, ἐπῆγε κι ἔδιωξε τοὺς χτίστες κι ἔπειτα ἐπαρουσιάσθηκε στὸν πασὰ κι ἔτσι τοῦ μίλησε παλληκαρίσια: «Πασᾶ μου, τὸ κορμὶ τ᾿ ὁρίζω καὶ σοῦ τὸ παραδίνω· κᾶμε το ὅ,τι θέλεις· μὰ τὸ μοναστήρι ποὺ μοῦ ζητᾷς, δὲν εἶνε δικό μου καὶ δέ σου τὸ δίνω!...». Ἀληθινὰ ὁ Καμπέκος ἐσφυροκοπήθηκεν ἀπὸ ἁρμὸ σὲ ἁρμὸ κι ἐξεψύχησε στὸ κούτσουρο. Ἀλλὰ τὸ μοναστήρι μὲ τὰ κρύα νερὰ καὶ τὰ δάση καὶ τὰ πλούσια μετόχια δὲν ἐπατήθηκε.
Τέτοιους ὅμως προεστοὺς δὲν εἶχαν ὅλα τὰ χωριά. Τοῦ Νυχτερεμιοῦ οἱ γερόντοι, μόλις τοὺς ἐμίλησεν ὁ πασάς, ἀμέσως ὑπόγραψαν τὸ παραχωρητήριο. Ἔτσι ἔκαμαν καὶ στὸν Πυργετὸ καὶ στὴν Αἴγανη καὶ στὸ Λασποχώρι. Εἶνε ἀλήθεια πὼς τὸ ἔδωκαν μὲ κάποιους ὅρους. Ὅ,τι σπείρουν οἱ χωριάτες, στάρι, κριθάρι, ἀραποσίτι, βρίζα, νὰ δίνουν τὸ τρίτο στὸν ἀφέντη. Τὰ σπίτια τους νὰ τὰ χτίζουν οἱ ἴδιοι καὶ κανεὶς νὰ μὴν ἠμπορῇ νὰ τοὺς διώξῃ. Τ᾿ ἀμπέλια καὶ τὰ ζωντανά τους –λιανὰ καὶ χοντρὰ– δικά τους νὰ εἶνε καὶ κανεὶς νὰ μὴν ἠμπορῇ νὰ τὰ πάρῃ. Μὲ αὐτοὺς τοὺς ὅρους τὰ ἔλαβε καὶ ὁ Χουρσὶτ πασὰς ἀργότερα, ὅταν ἐνίκησε τὸν Ἀλῆ. Τώρα ὅμως μὲ τὴν Προσάρτηση ὁ μπέης θέλει νὰ τὰ κάμῃ τέλεια τσιφλίκια, ὅπως εἶνε καὶ τ᾿ ἄλλα τῆς Θεσσαλίας χωριά. Φυσικὰ οἱ χωριάτες ἀντιστάθηκαν· πολλὲς φορὲς ἔδιωξαν τοὺς ἐπιστάτες ἀπὸ τὰ κονάκια, ἀρνήθηκαν τὰ δοσίματα κι ἔτρεξαν στὰ δικαστήρια νὰ δικαιωθοῦν.
Ἀλλὰ οἱ δίκες, ἔγραφε τώρα ὁ δικηγόρος, δὲν εἶνε κρασὶ νὰ τὸ τελειώσῃ κανεὶς σὲ μία ἡμέρα· οὔτε πουλόσκωτο νὰ τὸ φάγῃ μὲ μία χαψιά. Ἔπρεπε νὰ ἔχουν ὑπομονὴ καὶ νὰ μὴ νομίζουν πὼς βρίσκονται ἀκόμη στὴν Τουρκιά. Τότε ὁ κατὴς μὲ τὸ κομπολόγι στὸ χέρι καὶ τὸ κιτάπι στὰ γόνατα, ἀνεβοκατεβάζοντας τὸ κορμὶ καὶ ρουφώντας τὸν ναργιλέ του, ἐτελείωνε σὲ μίαν ὥρα εἴκοσι κρισολογίες. Τώρα τὸ λέγουν Ἑλλάδα· ἔχουμε Σύνταγμα! Εἶνε δικαστήρια καὶ δικογραφίες καὶ δικηγόροι ποὺ κόβουν καὶ ράβουν ὥστε νὰ πήξῃ τὸ σάλιο στὴ γλῶσσα τους γιὰ τὸ συμφέρον τῶν πελατῶν τους. Εἶνε δικαστὲς καὶ εἰσαγγελεῖς καὶ πρόεδροι ποὺ ἀκοῦν καὶ γραμματικοὶ ποὺ στρώνουν στὸ χαρτὶ ἀμέσως ὅ,τι ξεστομίσῃς, σοβαρὸ εἴτε ἀστεῖο. Ἀλήθεια πὼς τὶς περισσότερες φορὲς γράφουν ἄλλ᾿ ἀντ᾿ ἄλλων, ἐκεῖνο ποὺ συμφέρει στὸν καλοπλερωτή· ἀλλ᾿ ὅ,τι γραφῇ ἐκεῖ μιὰ φορά, δὲν ξεγράφεται. Κι εἶνε ἀκόμη ἔνορκοι δέκα-δώδεκα, εἴκοσι πολλὲς φορές, ποὺ κάθονται σοβαροὶ ἐπάνω στὰ ψηλὰ σκαμνιά τους, ὅλο αὐτιὰ καὶ μάτια, καὶ ἔπειτα πηγαίνουν μέσα καὶ μυστικὰ συσκέπτονται καὶ βγάζουν τὴ σοφὴ ἀπόφασή τους. Γιὰ νὰ γίνουν ὅλ᾿ αὐτά, χρειάζεται βέβαια καιρὸς πολὺς κι ἔξοδα πολλά· στὸ τέλος ὅμως βγαίνει μία ἀπόφασις καθὼς πρέπει. Εἶνε ἀλήθεια πὼς ἡ Κυβέρνησις ὑποστηρίζει τὸν μπέη καὶ τὸ δικαστήριο φαίνεται τὸν ἴδιο δρόμο νὰ τραβᾷ. Ἔχουν, βλέπεις, τὸν πρόξενο ποὺ πατάει ποδάρι. Ἔπειτα γνωστὴ εἶνε ἡ τουρκοφιλία ποὺ πάσχουν ὅλες στὴ Λάρισα οἱ ἀρχές, πολιτικὲς καὶ στρατιωτικές, λὲς καὶ μὲ δέκα-δεκαπέντε μπέηδες θὰ σωθῆ τὸ Ρωμέικο!... Αὐτὸς ὅμως δὲν θὰ τοὺς ἀφήσῃ καὶ ἂς κάνουν ὅ,τι θέλουν· ἔχει τὰ μάτια του τέσσαρα· βρίσκεται κάθε ἡμέρα σὲ γραμματαλλαγὴ μὲ τὸν πρωθυπουργό. Τὴν ὑπόθεση τὴν ἐπῆρ᾿ ἐπάνω του αὐτὸς καὶ νὰ μὴ τοὺς μέλῃ. Δική τους εἶνε στὸ τέλος κι ἂς κουρεύονται.
Καὶ μὲ τὸ τέλος αὐτὸ ὁ δικηγόρος ἐσυμβούλευε τοὺς χωριάτες νὰ μὴν τὸν λησμονοῦν. Νὰ τοῦ στείλουν κανένα ζωντανὸ – λιανὸ εἴτε χοντρὸ καὶ δαμάλι ἀκόμη δὲν ἐπείραζε. Νὰ τοῦ στείλουν κάμποσα ζευγάρια κότες, ἕν᾿ ἀσκὶ κρασὶ καλὸ χωρὶς χαβούζα. Ἡ χαβούζα, τὰ κουμπιὰ ἐκεῖνα τοῦ ἀγριοχόρταρου ποὺ ρίχνουν μέσα γιὰ νὰ μαυρίζῃ, τὸ χαλᾷ παρὰ τὸ φτιάνει τὸ κρασί. Καὶ ἤθελε καλὸ κρασί, γιατὶ θὰ τὸ ἔστελνε δῶρον σὲ τρανὸ πρόσωπο τῆς Ἀθήνας γιὰ τὴ δουλειά τους. Καὶ τέλος ἐζητοῦσε νὰ πάῃ μέσα ὁ πάρεδρος εἴτε ὁ Παπαρρίζος, νὰ τὰ μιλήσουν.
Ὅλα καλά. Ὅμως τὸ ὑστερόγραμμα δὲν ἄρεσε καθόλου στοὺς χωριάτες. Ἐμούγκρισαν γιαμιᾶς καὶ καθένας ἔκαμεν ἀπὸ μία ζωηρὴ κίνηση. Ἄλλος ἐστριφογύρισε στὴ θέση του σὰν κοπροσκούληκο· ἄλλος ἐσήκωσε ψηλὰ τὴ μύτη κι ἐσούφρωσε τὰ χείλη. Τρίτος ἐκατέβασε τὸ λιγδωμένο φέσι μὲ τὸ μαῦρο τσεμπέρι πίσω, νὰ πάρῃ μέσα καὶ τ᾿ αὐτιά, λὲς καὶ ἡ φράσις ἦταν ξεροπαγωνιᾶς φύσημα. Ὁ Μαγουλᾶς ἐπέρασε στὸ σπιτομάγαζο· ὁ Χαδούλης ἔφυγεν· ὁ πάρεδρος ἐγύρισε τ᾿ ἀπίστομα δίνοντας ἄφοβα τὰ πλατειὰ νῶτα του στὸ ἠλιοπύρι καὶ ὁ Παπαρρίζος ἐδίπλωσε μ᾿ εὐλάβεια τὸ γράμμα, λὲς κι ἐδίπλωνε τὸ πετραχήλι του.
– Κολοκύθια! ἐψιθύρισε μὲ θυμό· ἐμεῖς πᾶμε νὰ βγάλουμ᾿ ἕν᾿ ἀφέντη κι ἄλλος μᾶς φύτρωσε.
– Κίνα τώρα νὰ πᾶς στὴ Λάρσα, ἐπρόσθεσεν ὁ πάρεδρος· ἔχουμε μαθὲς τὸν καιρὸ καὶ τσ᾿ εὐκολίες του... Νὰ μιλήσουμε· καὶ τί νὰ εἰποῦμε; Κολοκύθια στὸ πάτερο. Γειά σου, πάρεδρε, τί κάνουν τὰ ζωντανά; Πῶς πάει τὸ καλαμπόκι; Κι ὅλο στὰ χέρια σὲ κοιτάζει. Κι ἅμα τοῦ μιλήσῃς γιὰ τὴ δουλειά, ἂν πῆγες ἀδειανός, σοῦ πετάει δυὸ λόγια καὶ σ᾿ ἀφίνει μάρμαρο ὡς τὸ βράδυ. Ἂν τοῦ πᾶς τίποτε, σοῦ ἀρχινᾷ, μωρὲ μάτια μου, κάτι λόγια ποὺ χάνεις τ᾿ αὐγὰ καὶ τὰ καλάθια. Καὶ τί κάνουμε; Τὸν ἄνεμο κουβάρι...
– Ἄμ, Μοραΐτης καὶ δικηόρος τί καρτερᾷς· εἶπε μὲ χοντρὴ φωνή, σὰν κατρακύλισμα χαλάρων ὁ Μπιρμπίλης... Μωρέ, λευθεριὰ ποὺ μᾶς τὴν ἤφερεν, λιέω! Ἐπλάκωσαν ὅλ᾿ οἱ ἀπένταροι τσ᾿ Ἀθήνας καὶ κοιτᾶν νὰ μᾶς γδάρουν ὡς τὸ κόκκαλιο.
– Δῶστε καὶ χρειάζονται λίρες τοῦ κυρ Τραχήλη· ἀκούστηκεν ἀπὸ μέσα ἡ βραχνὴ καὶ ψιλὴ φωνὴ τοῦ Μαγουλᾶ. Θὰ πληρώσῃ τὸ κονάκι τοῦ Ἰμπράμπεη.
– Ποιὸ κονάκι; ἐρώτησεν ὁ Παπαρρίζος ξυώντας μὲ γαμψὰ νύχια τὸ στῆθος του.
– Δὲν τὸ ξέρτε; εἶπεν ὁ Μαγουλᾶς προβάλλοντας ὁλόκορμος. Τὸ κονάκι τὸ μεγάλο, μὲ τοὺς ἱστορισμένους τοίχους καὶ τὶς μαρμαρένιες θύρες. Τ᾿ ἀγόρασεν ὁ κυρ Τραχήλης γιὰ τρεῖς χιλιάδες λίρες.
– Μωρέ! Εἶνε πλούσιος, λιέω! ἐρώτησεν ἀνοίγοντας τὰ μάτια μεγάλα, σὰν πρωτογέννητο παιδὶ στὸ φῶς τῆς ἡμέρας, ὁ Τζουμᾶς.
– Καὶ τί; Μονάχ᾿ αὐτό! ἐξακολούθησεν ὁ Μαγουλᾶς κουνώντας τὸ κεφάλι. Καὶ τὸ κονάκι τοῦ Δερβίσμπεη αὐτὸς τὸ πῆρε· καὶ τ᾿ ἀμπέλι τοῦ Κουρᾶ ἐφέντη στὸν ποταμό, καὶ τὸ τσιφλίκι τοῦ Ὀσμὰν ἀγᾶ στὸ Τατάρι αὐτός. Τί λιέτε; Ἔχει λίρα μὲ οὐρά!...
– Καὶ νὰ συλλογιστῇ κανεὶς πώς, σὰν ᾖρθε στὴν Κατάληψη, δὲν εἶχε ροῦχο νὰ φορέσῃ!... ἐψιθύρισε σιγὰ ὁ πάρεδρος.
– Ἄξοι ἀνθρῶποι· ἐσυμπέρανεν ὁ Παπαρρίζος. Μᾶς ηὗραν ὅλους ζωντόβολια καὶ μᾶς μάδησαν.
– Λιένε μάλιστα πὼς τοῦ μύρισε καὶ γιὰ βουλιαχτής· ἐπρόσθεσεν ὁ Μαγουλᾶς, ἀνυπόμονος νὰ δείξῃ πόσα μυστικά της Λάρισας ἐγνώριζε.
– Ἂμ δέ! ἔκαμεν ὁ Χαδούλης, ποὺ ἐγύρισε νὰ ξεθυμάνῃ μὲ λόγια ἐναντίον τοῦ δικηγόρου. Ὄρεξη νἄχῃ κιὅλα! Ξένον ἄνθρωπο, λιέω, θὰ πᾶν᾿ νὰ βγάλουν βουλιαχτὴ οἱ Λαρσινοί...
– Ἂμ ὅλο ξένους δὲ βγάνουν; ἐρώτησεν ὁ πάρεδρος· ξέχωρ᾿ ἀπὸ τὸν Παποῦ, οἱ ἄλλοι ξένοι εἶνε.
– Τί καλὰ ποὺ κάνουμ᾿ ἐμεῖς καὶ πᾶμε στὸν Τούρναβο! Ἔχεις τὸν ἄνθρωπό σου, ἀδερφέ· σὲ ξέρει καὶ τὸν ξέρεις!... Πᾶς στὸν Κουφὸ καὶ τοῦ λιὲς τοῦτο κι ἐκεῖνο κι ἀμέσως ἡ δουλειά του γίνηκε· εἶπεν ὁ Μπιρμπίλης εὐχαριστημένος ποὺ ηὖρε καιρὸ νὰ παινέψῃ τὸν φίλο του βουλευτή.
Ἀλλ᾿ ὁ πάρεδρος, ποὺ ἦταν ἀντίθετός του καὶ εἶχεν ἄλλον κομματάρχη, ἐσηκώθηκεν ὀρθὸς καὶ τοῦ ἔκοψεν ἀμέσως τὸν λόγο.
– Σώπα, κουμπάρε! Σώπα, λιέω, καὶ δὲν ντρέπεσαι νὰ μιλᾷς γιὰ τὸν Κουφούλιακα!... Θὰ μοῦ εἰπῇς καὶ γιὰ λόγου του πὼς μπορεῖ νὰ δουλέψῃ φίλο!... Ἂς μᾶς λυτρώσῃ, ντέ, σὰν μπορῇ, ἀπὸ τὸν μπέη καὶ νὰ τοῦ δίνουμε ὅλοι μονόβολιο.
Ὁ μπέης, ὁ κύριος του χωριοῦ, εἶχε καταντήσει λυδία λίθος, ὅπου ἐδοκίμασαν οἱ χωριάτες τὴν πολιτικὴ δύναμη ὅλων τῶν κομματαρχῶν. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἄρχισαν, ἐπιτήδεια συνδαυλισμένοι ἀπὸ ἄεργους τῆς Λάρισας δικηγόρους, τὴ διαφορά τους μὲ τὸν μπέη, ἐκεῖνος ὁπλίσθηκε μὲ τὰ χρήματα καὶ τὴν παντοδύναμη ὑποστήριξη τοῦ προξένου του, καὶ αὐτοὶ μὲ τὴ βαρύτητα τῶν πολιτικῶν τῆς ἐπαρχίας. Ὁ μπέης, ἐμπιστευμένος στὰ ὅπλα του, μ᾿ ἐκεῖνα ὑπερασπιζόταν ἀκόμη κι ἐπίστευε νὰ νικήσῃ τέλος. Οἱ Καραγκούνηδες ὅμως ἄλλαξαν ἕνα με τὸν ἄλλον ὅλους τοὺς πολιτευομένους, δίνοντας ὑπόσχεση ὅτι ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἐλευθερώσῃ τὸ χωριὸ θ᾿ ἀνακηρυχθῇ σωτῆρας καὶ θὰ τὸν ψηφίζουν ὅλοι μονόβολο. Ἀλλὰ δὲν εὑρῆκαν τίποτε περισσότερο σ᾿ αὐτούς, παρὰ λόγια καὶ ὑποσχέσεις. Ἀπελπισμένοι τότε καὶ ἀπαιδαγώγητοι στὶς πολιτικὲς ἐλευθερίες, ἔκαμαν ὅ,τι καὶ οἱ ὁμόφυλοί τους τῶν παλαιῶν ἐπαρχιῶν. Ἄφησαν τὶς κοινοτικὲς ὑποθέσεις στοῦ πεπρωμένου τὴ διάκριση κι ἐκοίταξαν τ᾿ ἀτομικά τους. Καθένας ἔκαμε πολιτικό του φίλο ἐκεῖνον ποὺ κι ἐπὶ τουρκοκρατίας ἤξευρε πὼς εἶχεν δύναμιν ἀναγνωρισμένη. Τὸ ἀρχοντικὸν ὄνομα τοὺς ἐθάμπωσε καὶ τὸ ἐπεριτριγύρισαν ὅλοι, πρόθυμοι νὰ τὸ ὑπερασπισθοῦν καὶ νὰ θυσιασθοῦν ἀκόμη πρὸς χάριν του. Ἐπειδὴ ὅμως κάτι ἔπρεπε νὰ ἔχουν γιὰ νὰ δικαιολογοῦν τὴν ἀσυμφωνία τους στὶς κοινοτικὲς ὑποθέσεις, ἐξακολουθοῦσαν ἀκόμη νὰ προβάλλουν τ᾿ ὄνομα τοῦ μπέη στὶς κομματικὲς φιλονικίες τους. Βέβαιοι πὼς κανεὶς πολιτευόμενος δὲν ἦταν ἱκανὸς ν᾿ ἀλλάξῃ τὴν τύχη τους, ἐδείχνονταν πρόθυμοι νὰ θυσιασθοῦν αὐτοὶ χάριν τῆς κοινότητος. Κουτοπόνηροι ἤθελαν μόνον νὰ πεισμώνουν καὶ νὰ ἐξευτελίζουν τὸν ἀντίπαλον ἐμπρὸς στοὺς συντοπῖτες τους μὲ τῆς μικροπολιτικῆς τὰ καμώματα πάντοτε στὸν νοῦ. Τὸν ἴδιο σκοπὸ εἶχε τώρα καὶ ὁ Καραγκούνης. Ἀλλ᾿ ὁ Μπιρμπίλης, ποὺ δὲν ἦταν κατώτερός του στὰ ἐκλογικὰ τερτίπια, εἶπεν ἀμέσως μὲ εἰρωνεία:
– Ὄχι· ἂς τὸ κάμῃ ἡ δικός σου ἡ γιατρὸς καὶ νά ῾ρθουμε ῾μεῖς μονόβολιο.
– Ἡ δικός μου τὸ κάνει· ἐφώναξεν ἔξω φρενῶν ὁ πάρεδρος.
– Δὲν τὸ κάνει! ἐπέμεινεν ὁ Μπιρμπίλης.
– Τὸ κάνει!...
– Δὲν τὸ κάνει!...
Καὶ ὀρθοὶ τώρα ἐπλησίαζαν ἕνας τὸν ἄλλον μὲ μάτια φωτεινά, μὲ ὄψιν ἐγριεμένη, ἕτοιμοι νὰ πιασθοῦν μαλλιὰ μὲ μαλλιά. Κατὰ τύχην, ἐκείνη τὴν ὥρα ἐκατέβαινεν ἀπὸ τὸ κονάκι ὁ Ντεμὶς ἀγάς, ὁ ἐπιστάτης τοῦ χωριοῦ, μὲ τὸ ψηλὸ κατακόκκινο φέσι του.
Ἀφ᾿ ὅτου οἱ χωριάτες ἄρχισαν ν᾿ ἀγριεύουν καὶ νὰ διαφιλονικοῦν τὰ κυριαρχικὰ τοῦ μπέη δικαιώματα, ὁ Ντεμὶς ἀγὰς δὲν ἐκατοικοῦσε πλέον στὸ χωριό. Τὸν περισσότερον καιρὸ ἔμενε στὴ Λάρισα, ὅπου ἐφρόντιζε γιὰ τὴν ὑπόθεση τοῦ κυρίου του. Ἂν καμμιὰ φορὰ ἐπιθυμοῦσε τὴν ἐξοχικὴ ζωή, ἔβγαινε σὲ ἄλλα γειτονικὰ χωριά, ὅπου οἱ χωριάτες ἔμεναν πιστοὶ καὶ πρόθυμοι ὑποταχτικοί του. Σπανίως ὅμως, γιὰ νὰ δοκιμάζῃ τὶς διαθέσεις τῶν Νυχτερεμιωτῶν καὶ νὰ ἐπιβλέπῃ τὶς ἀποθῆκες καὶ τὸ κονάκι, ὅπου εἶχεν ἀποθηκέψῃ πολὺ ἀραποσίτι τοῦ περασμένου χρόνου, ἔφθανεν ἕως τὸ Νυχτερέμι, πάντοτε μὲ συνοδεία. Τὶς ἐπισκέψεις του αὐτὲς δὲν τὶς ἔβλεπαν ἥσυχοι οἱ Νυχτερεμιῶτες. Ὅταν ἐφανερωνόταν ἐμπρός τους, ἀσυνειδήτως, σὰν νὰ ἐκινοῦνταν ἀπὸ κανένα ἐσωτερικὸν ἐλατήριον, ἐσηκώνονταν καὶ τοῦ ἔκαναν τὸν ταπεινὸ χαιρετισμό. Ἀλλ᾿ ὅταν ἔλειπεν ἀπὸ τὰ μάτια τους, εὐθὺς ἐθύμωναν συναμεταξύ τους, γιὰ τὸν πρόστυχον αὐτὸν φόρον τῆς δουλείας τους. Ὁρκίζονταν, ὅταν ἄλλη φορὰ ξαναφανῇ, κανεὶς νὰ μὴ τὸν προσκυνήσῃ, οὔτε νὰ τοῦ προσηκωθῇ. Τί τάχα ἦταν αὐτός; Καὶ τί τὸν εἶχαν ἐκεῖνοι; Δὲν ἦσαν πλέον δοῦλοι του καὶ αὐτὸς δὲν ἦταν ἀφέντης! Ἀλλὰ μόλις ὁ Ντεμὶς ἀγᾶς ἐπρόβαλλε στὰ σύνορα τοῦ χωριοῦ, πάλιν ἡ κρυμμένη μέσα τοὺς ἀπὸ αἰῶνας δουλωσύνη ἔκανε νὰ λησμονοῦν τοὺς ὅρκους καὶ τὴν ἀνεξαρτησία τους. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ τώρα. Ὁ ἀγᾶς παχύς, κοιλαρᾶς, μὲ τὴν ἀνατολίτικην ἀδράνεια ζωγραφισμένη στὸ πλαδαρὸν καὶ ροδοκόκκινο πρόσωπο, τὴ νυσταγμένη καὶ ἀναλλοίωτην ἔκφραση στὸ βλέμμα, μὲ τὴν ἀσήκωτη ἀγερωχία, ποὺ ἐχάρισε στὴ φυλή του αἰώνων ὅλων δεσποτικὴ ἀνατροφή, ἐκατέβηκεν ἀργοκίνητος τὴ σκάλα τοῦ κονακιοῦ κι ἑτοιμάσθηκε νὰ καβαλλικέψῃ σελοχαλινωμένο καὶ ὑπερήφανο ἄλογο, ποὺ ἐφρύμαζε στὴν αὐλή. Ὁλόγυρά του τρεῖς φουστανελλοφόροι ἀρβανῖτες, ντυμένοι στ᾿ ἄρματα καὶ τὰ τσαπράζια, στὸ δεξὶ χέρι κρατώντας βούνευρο λυγιστό, ἐκοίταζαν στὸ γιαπὶ μὲ μάτια θυμωμένα. Καὶ οἱ χωριάτες ἄρχισαν ἀθέλητα νὰ αἰσθάνωνται τὸν προπατορικὸ τρόμο μέσα τους ἀνυπόταχτον. Ἡ ἐλάχιστη ἐκείνη συνοδεία ἐφαινόταν στὰ μάτια τους συνοδεία κάποιου μεγάλου καὶ φοβεροῦ πασᾶ τῶν περασμένων χρόνων, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐτρόμαξαν τοὺς πάππους καὶ προπάππους των καὶ ἄφησαν φριχτὴ παράδοση στὴ γενεά τους. Καὶ ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς παραδόσεως αὐτῆς καὶ ἀπὸ τὰ φοβισμένα σπέρματα τῶν προγόνων, ποὺ ἔφερναν ἀπαράλλαχτα στὸ αἷμα τοὺς οἱ Καραγκούνηδες, ἄρχισαν νὰ αἰσθάνωνται τὸν ἀέρα περίγυρα γεμάτον ἀπὸ φρίκη καὶ ἀπειλή. Φόνοι καὶ δαρμοὶ καὶ βάσανα καὶ πυρκαϊές, ὅλα τὰ κακά, ὅσα ὑπόφεραν ἀπὸ τοὺς Τούρκους δεσπότας οἱ πρόγονοί τους, ἐζωγραφίζονταν τώρα ἐμπρὸς στὰ μάτια τους, ἐβούιζαν τὰ παράπονα καὶ οἱ στεναγμοὶ στ᾿ αὐτιά τους καὶ τοὺς ἔσπρωχναν, νεκροὺς ἀπὸ τὸν φόβο, στὸ δουλικὰ καὶ ἀπαραίτητο προσκύνημα. Οἱ δυὸ πολιτικοὶ ἀντίπαλοι ἔπαψαν τὶς φιλονικίες. Οἱ χωριάτες ἐσηκώθηκαν ὁλόρθοι. Ὁ Παπαρρίζος ἔκρυψε βιαστικὰ τὸ γράμμα τοῦ δικηγόρου στὸν κόρφο του. Ὁ Μαγουλᾶς ἐβγῆκε δυὸ βήματα ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα καὶ μὲ θλιμμένο καὶ ταπεινὸν ἦθος ἄρχισαν μονόγνωμοι τὸν τεμενᾶ. Καὶ ὅταν ὁ Ντεμὶς ἀγᾶς τριποδίζοντας τὸ ἄλογο ἐπέρασεν ἀπὸ κοντά τους κι ἐχάθηκε μακρὰν μέσα σὲ σύγνεφο σκόνης μὲ τὴ συνοδεία του, μελαγχολικοὶ καὶ ἀμίλητοι ἐκάθισαν πάλι στὸ γιαπὶ καὶ γιὰ πολλὴν ὥρα, ἄφωνοι, δὲν ἐτολμοῦσαν ἕνας ν᾿ ἀντικρύσῃ τὸν ἄλλον.
Κάτω στὸ λασπωμένο μεσοχώρι μισόγυμνα, ξυπόλητα καὶ ξεσκούφωτα ἐκυλιόνταν κι ἔπαιζαν τὰ παιδιά, ἀνάκατα μὲ τὶς κότες καὶ τοὺς χοίρους καὶ τ᾿ ἄλλα χτήνη τοῦ χωριοῦ. Στ᾿ ἄλλα χαμόσπιτα ἐμπαινόβγαιναν οἱ γυναῖκες μὲ τὸν κεφαλόδεσμο –τὸ βαρύ τους γκαμπράνι– τυλιγμένον, μὲ τὴν φτωχικὴν ἀλατζένια φορεσιὰ καὶ τὴ μάλλινη φουστανοποδιά τους, ξυπόλητες, ξεβραχιονισμένες καὶ ξετραχηλισμένες, μὲ τὸ στῆθος βαρυφορτωμένο ἀπὸ χρωματιστὲς χάντρες καὶ ἀργυρὰ νομίσματα – σωστὲς νοικοκυρὲς καὶ δουλεῦτρες τοῦ χωραφιοῦ καὶ τοῦ σπιτιοῦ. Ἡ μία ἐχείλιζεν ἐδῶ τὸ γιαπί της, χωμένη ἕως τὸ γόνα στὴ λάσπη. Ἄλλη ἔκαιγε τὸν φοῦρνο της· τρίτη ἐφάσκιωνε τὸ κλαψάρικο παιδί της. Παρέκει μιὰ ἔμπηγε στύλους χοντροὺς ἑτοιμάζοντας ἰσκιάδα γιὰ τὸ καλοκαίρι. Παρεμπρὸς ἄλλη ἐμπάλωνε τὰ ροῦχα τοῦ ἀντρός της κι ἐμουρμούριζε παραπονιάρικο τραγούδι – τραγούδι ντόπιο, στὸν κάμπον ἐκεῖ γεννημένο, φτωχὸ καὶ ἄχαρο σὰν τὴ φωνή της καὶ σὰν τὴν ἴδια βάναυσο. Ἄλλη παράμερα ὀμορφονιά, τοῦ Παπαρρίζου ἡ κόρη, ἔβγαζεν ἀπὸ τὸν στάβλο κι ἐξύστριζε δένοντάς τα στὸν στῦλο δυὸ ἄλογα, δυὸ ψαρῆδες κοντοὺς καὶ σαράβαλους· καὶ ἄλλη δίπλα στὸ πηγάδι, τοῦ Μαγουλᾶ ἡ γυναῖκα, ὁλοστρόγγυλη ἀπὸ τὴν ἑτοιμόγεννη κοιλιά της, γονατισμένη ἔτριβε μὲ λάσπη τὸ κούπωμα ἑνὸς λεβετιοῦ κι ἔκανε διαβολικὸ θόρυβο.
Ὁ θόρυβος αὐτὸς δὲν ἐπείραζεν οὔτε τοὺς χωριάτες ποὺ ἐμιλοῦσαν στὸ γιαπί, οὔτε τὶς χωριάτισσες ποὺ ἔκαναν τὴ δουλειά τους. Τὰ νεῦρα τους μέσα στὴν ἀδιάφορη φύση ἀναθρεμμένα, σιδερένια εἶχαν καταντήσει καὶ δυσκολοπρόσβλητα στὶς ἐξωτερικὲς ἐπιρροές. Ἐπείραζεν ὅμως πολὺ τὰ νεῦρα τοῦ τελωνοφύλακα, ποὺ ἐπερπατοῦσε μόνος του ἐκεῖ κοντά, κάτω ἀπὸ τὸν μακρὺν ἴσκιο τοῦ κονακιοῦ. Καὶ ὅσον ὁ θόρυβος ἐμεγάλωνεν, τόσο καὶ τὸ βῆμα τοῦ τελωνοφύλακα ἐγινόταν ἀνοιχτότερο καὶ τὸ πρόσωπό του ἐσκυθρώπαζε, δείχνοντας τὶς μαῦρες σκέψεις ποὺ ἐκλωθογύριζαν μέσα στὸν νοῦ του.
«Στὸ διάβολο ἡ ζωὴ καὶ τὰ καλά της, σοῦ λέγει!... Ποιός, ὁ Πέτρος Βαλαχᾶς, ὁ καλύτερος τραγουδιστὴς τοῦ Μεσολογγιοῦ, ὁ ξακουσμένος ἀντίπαλος του Μπαταριᾶ νὰ κάθεται ποῦ, στὸ Νυχτερέμι· νὰ συντυχαίνῃ πάντοτε μὲ Καραγκούνηδες, ποὺ δὲν ἔχουν ἄλλο θεὸ ἀπὸ τὸν μπέη καὶ ἄλλον κόσμο δὲν γνωρίζουν ἀπὸ τὰ ζῷα καὶ τὰ σπαρτά τους!»
Ὁ Πέτρος Βαλαχᾶς ἐπίστευε πὼς ἦταν ἀπὸ μεγάλην οἰκογένεια τοῦ Μεσολογγιοῦ καὶ δὲν εἶχεν ἄδικο. Ὁ πατέρας του ἦταν καραβοκύρης καὶ ὁ πάππος του πασαριέρης. Ὁ πάππος, πολεμώντας μὲ τὴν πάσαρά του κατὰ τὸ Βασιλάδι ἐναντίον τῶν ἀγρίων ἐπιθέσεων τοῦ Κιουταχῆ, ἔχασε καὶ τὰ δυὸ χέρια του κι ἐξεψύχησεν ἀπὸ ἀκράτητη αἱμορραγία μέσα στὸ προιάρι, ἐνῷ τὸν ἔφερναν στὴν πολιορκημένη πόλη. Ὁ πατέρας του, καραβοκύρης στὸ γιβάρι τοῦ Καλαμωτοῦ, ἐκατάντησε μισοπαράλητος ἀπὸ τὸ μεθύσι κι ἐπνίγηκε τέλος μέσα στὸν βάλτο τῆς λίμνης μία νύχτα τοῦ Μαρτιοῦ, ἐνῷ ἐπήγαινε νὰ ἐπιθεωρήσῃ τὶς πῆρες καὶ τοὺς βαρδιάνους του.
Ὁ Πέτρος Βαλαχᾶς ἀπὸ μικρὸς ἔδειχνεν ἀνυπόταχτο χαρακτῆρα. Στὸ σχολεῖο συχνὰ ἐπείραζε κι ἔδερνε τοὺς συμμαθητές του, ἀντιμιλοῦσε στὸ δάσκαλο καὶ συχνότερα ἔλειπεν ἀπὸ τὰ μαθήματα. Οἱ στενοὶ συγγενεῖς του ἠθέλησαν νὰ τὸν περιορίσουν, νὰ τὸν συμβουλέψουν καὶ νὰ τὸν φοβερίσουν. Ἦταν τὸ μόνο σερνικὸ παιδὶ μέσα στὴν οἰκογένεια καὶ ἦταν ἐλπίδα στὸ μέλλον νὰ γίνῃ ὁ προστάτης τῶν θηλυκῶν ἀδερφῶν του. Ἀλλ᾿ ὁ Πέτρος οὔτε ἀπὸ συμβουλὴ οὔτε ἀπὸ φοβερισμοὺς ἔπαιρνε. Μία ἡμέρα ἔσχισε τὰ βιβλία του, ἐπήδησε στὸ πατρικὸ προιάρι κι ἐπέρασε στὸ γιβάρι τοῦ Καλαμωτοῦ νὰ γίνῃ ψαρᾶς.
Ἀληθινὰ στὴν ἀρχὴ ἔδειξε μεγάλη προθυμία καὶ δεξιοσύνη στὴν ψαρική. Στὸ καμάκι κανένας δὲν τοῦ ἔβγαινε. Στὸ πλέξιμο τῆς καλαμωτῆς ἦταν πάντοτε πρῶτος. Στὸ ἁλάτισμα τῶν σπάρων καὶ τὸ κυνήγι τῆς μπάφας ἐκατάντησε μοναδικός. Οἱ συγγενεῖς, ποὺ εἶχαν ἀπελπισθῆ, ὅταν τὸν εἶδαν ν᾿ ἀφήσῃ τὸ σχολεῖο, ἐθάρρεψαν τώρα. Ἡ μάννα του ἐσταυροκοποῦνταν ἔκπληχτη γιὰ τὴν προκοπὴ τοῦ γιοῦ της κι ἐδόξαζε τὸν Θεὸ ποὺ τῆς ἔστειλε προστάτη τῶν ὀρφανῶν της. Ἀλλ᾿ ἔπειτ᾿ ἀπὸ δυὸ χρόνια ἄρχισε νὰ δείχνῃ σημεῖα βαριεστισμοῦ καὶ στὴν ψαρική. Τὴν εὕρισκε τέχνη χαμάλικη καὶ περιωρισμένη. Καλύτερα ἤθελε νὰ πάῃ στὴν ἁλυκὴ νὰ βγάζῃ ἁλάτι. Τὸ ἁλάτι δὲν θέλει καὶ πολὺν κόπο. Γρήγορα παραίτησε τὸ γιβάρι κι ἐπῆγεν ἐργάτης στὴν Ἁλυκὴ τοῦ Ἀντελικοῦ.
Κι ἐκεῖ ὅμως δὲν ἔμεινεν εὐχαριστημένος ὁ Βαλαχᾶς. Τὸ κεφάλι του, ποὺ ἦταν ὀγκῶδες καὶ δυσανάλογο μὲ τὸ μικρὸ σῶμα του, ἔκλειε μυαλὸ ἀνήσυχο καὶ ὀνειροπόλο. Ἡ δουλειά, ἡ χοντρὴ καὶ βάναυση σωματικὴ ἐργασία τὸν ἐκούραζε καὶ τὸν κατεβάρυνε. Τὰ βράδυα ἐγύριζε στὸ σπίτι του μὲ μάτια μισοσβυσμένα καὶ ἀκίνητα, μὲ πρόσωπον ἀσπροπράσινο σὰν τὸ χῶμα. Ἦταν ὀξύθυμος στὴ μάννα καὶ τὶς ἀδερφές του καὶ σ᾿ ὅλα εὔρισκεν ἀφορμὴ νὰ καταριέται μὲ τὴν τραυλὴ φωνή του τὴν τέχνη καὶ πρὸ πάντων τὴν τύχη του. Ποῦ ἀκούσθηκεν, ἀδερφέ! Ποὺ ἀκούσθηκεν! Αὐτός, ποὺ ὁ πάππος του ἐθυσιάσθηκε γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδας· αὐτός, ποὺ ὁ πατέρας του ἐδιεύθυνε πενήντα κι ἑκατὸν ἐργάτες στὸ γιβάρι, νὰ δουλεύῃ τώρα ἐργάτης ἁπλὸς καὶ νὰ κάθεται νὰ φτιάνῃ ἁλάτι! Ἤθελεν ἔρωτες, κρασὶ καὶ τραγούδι. Ἄφησε τέλος καὶ τὴν ἁλυκὴ κι ἐρρίχθηκε σύψυχα στὶς διασκεδάσεις.
Ἡ ρᾴθυμη ὅμως αὐτὴ διάθεσις τοῦ Μεσολογγίτη δὲν ἔμεινε γιὰ πολὺν καιρὸν ἀπροστάτευτη. Ἰσχυρὸς κομματάρχης τοῦ τόπου, ὁ Καρώνης, τὸν ἐπῆρε πρόθυμος στὴν προστασία του καὶ ἠθέλησε νὰ τὸν διορίσῃ τελωνοφύλακα. Θὰ εἶχεν ἔτσι μιὰ θέση γιὰ νὰ λογαριάζεται στὴν κοινωνία, θὰ ὠφελοῦσε τοὺς φίλους καὶ θὰ ἐτυραννοῦσε τοὺς ἐχθρούς του. Ὁ Βαλαχᾶς δὲν ἐφάνηκε οὔτε σ᾿ αὐτὸ πρόθυμος. Δουλειὰ πολλὴ καὶ ψωμὶ λίγο. Πῶς νὰ ζήσῃ μὲ τὸν ξερὸ μισθὸ τοῦ τελωνοφύλακα; Αἰτία ἤθελε νὰ μὴ δεχθῇ τὴ θέση. Ἀλλ᾿ ὁ κομματάρχης ἀνυπόμονος νὰ τοῦ κάμῃ ἕνα καλό, ἀναποδογύρισεν ἀμέσως τὸν συλλογισμό του: Λίγη δουλειὰ καὶ ψωμὶ πολύ. Θὰ ἔχῃ μισθό, θὰ ἔχῃ καὶ τυχερά. Καὶ γιὰ νὰ τὸν πείσῃ περισσότερο, τοῦ ἔφερε παράδειγμα τόσους καὶ τόσους τελωνοφυλάκους, ποὺ μὲ τὸν ἴδιο μισθὸ κατώρθωσαν νὰ χτίσουν σπίτια- παλάτια, νὰ φυτέψουν ἀμπελοχώραφα, γιδοπρόβατα νὰ συνάξουν καὶ νὰ γίνουν μεγάλοι καὶ τρανοί. Πῶς ἀλλοιῶς τὰ ἔκαμαν ὅλ᾿ αὐτὰ παρὰ μὲ τὰ τυχερά τους!
Ἐπείσθηκε τέλος ὁ Βαλαχᾶς, κι ἐδιορίσθηκε πρῶτα στὸ ὑποτελωνεῖο τῆς Γλαρέντσας. Ἔτσι ἔκανε χίλιες καλὲς δουλειές. Ὁ Γιάννης Ταμποῦρος τοῦ ἔστελνε λαθραῖο ἁλάτι καὶ τὸ ἐμοίραζε σὲ ὅλον τὸν Κάμπον. Ὁ Μῆτρος Πατσούρας ἔρριχνε μὲ τὴ γολέτα του κάθε νύχτα δέκα-εἴκοσι δέματα καπνοῦ σὲ ὅλην τὴν ἀντικρυνὴν ἀκρογιαλιά, ἀπὸ τὸν ἅγιο Θανάση ἕως τὴν Καυκαλίδα, κι ἐσύναζαν παρᾶ μὲ οὐρά. Αὐτὸς εἶχε τὴν εὐκολία του, ὅταν τοῦ ἔκανεν ὄρεξη, χωρὶς ἄδεια νὰ περνᾷ στὸ Μεσολόγγι, νὰ βλέπῃ τοὺς συγγενεῖς του, νὰ σμίγῃ τὶς φιλενάδες του, νὰ λέγῃ ἀπὸ ἕνα Γιαννιώτικο μὲ τὸν Μπαταριᾶ στὸ βελούχι τῆς Τουρλίδας καὶ νὰ καμακίζῃ ἀπὸ καμμιὰ μαρίδα μὲ τὸ προιάρι στὴ λίμνη. Καὶ ὅταν ἔφθανεν ἡ ὥρα ποὺ ὁ μεγαλόδωρος κομματάρχης ἔκραζεν ἀπὸ περάτων ἕως περάτων τοὺς πιστοὺς νὰ φανερώσουν στὴν κάλπη τὴν ἀφοσίωσή τους, ὁ Βαλαχᾶς ἐσύναζε τοὺς πατριῶτες, ποὺ ἦσαν διωρισμένοι σὲ διάφορες θέσεις περίγυρα, καὶ τοὺς ἐπήγαινε στὸ Μεσολόγγι, πρόθυμους καὶ τὴν ψυχὴ νὰ θυσιάσουν.
Ἦρθεν ὅμως ἐποχὴ ποὺ ὅσα καὶ ἂν ἔκαμαν οἱ ψηφοφόροι, ὅσα τερτίπια ἐκλογικὰ καὶ ἂν ἐμεταχειρίσθηκαν, ὅσες ὑποσχέσεις ρουσφετιῶν καὶ ἂν ἔδωκαν, ὁ ἀγαθὸς κομματάρχης ἐκαταμαυρίσθηκεν. Ἀλλοὶ καὶ ἀλλοίμονο τώρα στ᾿ ἀσκέρι!... Μέσα στὴν τόση γαλήνη, τὴν ξένοιαστην ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν τοῦ ψήφου, ἄγριος ἐφύσηξε τρελλοβορριᾶς ἔξαφνα κι ἐσυνεπῆρε στὰ μανιωμένα φτερά του ὅλους τοὺς πιστούς. Ἡ κυματοῦσα θάλασσα ἔβραζε κάθε ἡμέρα κι ἔσπρωχνε στὴν ἥμερην ἀκρογιαλιὰ τοῦ Μεσολογγιοῦ, ἀπὸ τὸ Κρυονέρι ἕως τὸ Βασιλάδι, θλιβερὰ ναυάγια! Ὁ Βαλαχᾶς μόλις ἐκατόρθωσε νὰ σωθῇ μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν κοσμοχαλασιά. Ἀλλὰ τὸ κῦμα ἦρθεν ἄγριο καὶ τὸν ἔρριξε μακράν, σὲ μίαν ἐρημικὴν ἄκρη τοῦ Θερμαϊκοῦ, στὸ Τσάγιεζι, τὸν τελευταῖον τελωνειακὸ σταθμὸ τοῦ Βασιλείου.
Αὐτὴ ἡ σωτηρία ἦταν γιὰ τὸν Βαλαχᾶ ἴση με πάψη. Ἀντίο Γλαρέντσα!... Πᾶνε γιαμιᾶς καὶ λαθρεμπόρια κι οἱ ἐρωταριές! Πᾶνε καὶ τὰ Γιαννιώτικα καὶ οἱ λαχταριστὲς μαρίδες καὶ τὸ ἀδιάκοπο λιάσιμο!... Ὑπηρεσία τώρα· πάντα ὑπηρεσία! Ὅλη τη νύχτα στὸ καρτέρι, στοὺς βράχους τῆς Καρίτσας καὶ τὶς ἐκβολὲς τοῦ Πηνειοῦ, μὲ τὸ χιόνι καὶ τὴ βροχὴ καὶ τὸ τρισκότειδο, νὰ κυνηγᾷ λαθρεμπόρους! Ὅλη τὴν ἡμέρα μέσα στὸ σκοτεινὸ παρακέλι τοῦ τελωνείου νὰ γράφῃ διασαφήσεις καὶ τριπλότυπα! Ὁ ψῆφος δὲν ἔχει πέραση· ὁ Καρώνης δὲν ἁπλώνει πλέον τὴν προστατευτικὴν αἰγίδα του νὰ σώσῃ ἀπὸ τὸν νευροκαταλύτη κάματο τοὺς πιστούς του τεμπελχανάδες. Καὶ ὁ τελώνης, σκυλὶ ἀνήμερον αὐτός, θέλει ἀνήμερα σκυλιὰ καὶ τοὺς ἄλλους ὑπαλλήλους στὴν ὑπηρεσία τους. Ἅμα εἶδε πῶς ὁ Βαλαχᾶς δὲν ἦταν μαθημένος γιὰ δουλειά, δὲν ἐσεβάσθηκεν ὁ ἐρίφης τὰ τρυφερά του νιάτα παρὰ ἕνα πρόστιμον, ἄλλο πρόστιμο καὶ τέλος τὸν ἐξώρισε στὸ Νυχτερέμι, τὸν ἀρρωστότοπον, ὅπου πυρετός -ἀχόρταγη λάμια, βυζαίνει τὸ αἷμα τοῦ ἀνθρώπου ἕως τὸ κόκκαλο. Ὅπου δὲν βρίσκει ψωμὶ νὰ φάγῃ κανεὶς καὶ οἱ γυναῖκες συχνοτρίβουν τὰ λεβέτια τους καὶ ξεσχίζουν τὰ νεῦρα. Στὸ διάβολο ἡ ζωὴ καὶ τὰ καλά της, σοῦ λέγει!
Ὁ τελωνοφύλακας ἔβραζεν ἀπὸ τὸν θυμόν του. Ὅλα του ἔφταιαν γύρω καὶ οἱ λάσπες καὶ τὰ σπαρτὰ καὶ τὰ ζῷα· τὰ πετεινὰ καὶ ἡ φύσις ἀκόμη. Ὅλα τὰ ἔβριζε καὶ τὰ ἐμισοῦσεν. Ὅλα στὰ μάτια του ἐφαίνονταν ἀπελπιστικά, μαῦρα· πὼς ἐβάδιζαν σὲ ἄφευκτη καταστροφήν, ἀπὸ τὸ μέλλον τῆς Ἑλλάδας ἕως τὶς πυκνοντυμένες καὶ ὑπερήφανες κορφὲς τοῦ Ὀλύμπου, ποὺ ἐψήλωναν δίπλα του, ἕως τὰ νερὰ τοῦ Πηνειοῦ, ποὺ ἐκυλοῦσαν πλατειὰ καὶ κρυσταλλένια μέσα στὶς χλωροπράσινες ἐκβολὲς κι ἔσμιγαν μὲ τὰ νερὰ τῆς θάλασσας ἀδερφικά.
Μὲ τὰ ἴδια μάτια –τὰ μάτια τῆς βαργομισμένης του ψυχῆς– ἔβλεπεν ὁ τελωνοφύλακας καὶ τοὺς χωριάτες. Παλιανθρωπιὰ τοῦ διαβόλου! Ἀληθινὰ ζωντόβολα, τρισχειρότερα κι ἀπὸ τὰ γελάδια κι ἀπὸ τὰ γομάρια τους!... Ἐσύγκρινε τὴν ἄδολη καὶ ἀρχοντικὴ φιλοξενία τοῦ τόπου του· τὸν γελαστὸν καὶ ἀνοιχτόκαρδον χαραχτῆρα τῶν συμπατριωτῶν του· τὴν μεγαλομανία τους, μὲ τὸν ἀφιλόξενο, τὸν μελαγχολικὸν καὶ ταπεινὸν καὶ φοβισμένον πάντοτε χαραχτήρα τῶν Καραγκούνηδων καὶ τὸν ἔπιανεν ἀπελπισία καὶ συχασιά.
Ὁ Πέτρος Βαλαχᾶς ἔτρεφε πάντοτε μεγάλην ἰδέα γιὰ τὴν ἀρχοντικὴ καταγωγή του καὶ παντοῦ εὕρισκε κάποια σωματικὴ εἴτε ψυχικὴ διαφορὰ νὰ τὸν χωρίζῃ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἀλλ᾿ ἀφ᾿ ὅτου ἔφθασε στὴ Θεσσαλία, ηὗρε τὴ διαφορὰ πολὺ μεγαλείτερη. Ἡ χτηνώδης κατάστασις τῶν Καραγκούνηδων, ἡ φυσικὴ ἀγριάδα τοῦ τόπου, ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ μονότονη ζωή, λίγο κατ᾿ ὀλίγον ἄξηναν κι ἐπλάτυναν τὸ χάσμα μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ὥστ᾿ ἐπίστευε, πώς, ἂν θελήση νὰ πλησιάσῃ τοὺς χωριάτες, τίποτ᾿ ἄλλο δὲν θὰ κάμῃ παρὰ νὰ κρεμνισθῇ μέσα καὶ νὰ χαθῇ σύψυχος. Ἔμεινε λοιπὸν σ᾿ ἐπιφυλαχτικὴ στάσιν ἀπέναντί τους καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ ἡ μελαγχολία καὶ τὸ στρίψιμο τῆς ψυχῆς του ἔγινε μεγαλείτερο. Δὲν εἶχε πλέον ἄλλην ἀπόλαυση παρὰ νὰ φαντάζεται τὴν οἰκογενειακή του ἀρχοντιά. Τὸ πνεῦμα του δὲν εὔρισκεν ἄλλη τροφὴ παρὰ νὰ μετράῃ τὰ πλούτη καὶ τὶς τιμὲς καὶ τὶς διασκεδάσεις ποὺ θὰ ἔκανε μακάριος, ἂν αὐτὴ ἡ τύχη, ἀφιλότιμη τόσο, δὲν τὸν ἐκατάτρεχε... Καὶ ὅσον ἐφανταζόταν αὐτά, τόσον εὔρισκεν ἀνάξιους καὶ τιποτένιους τους χωριάτες, τόσον ἀνυπόφορη τὴ ζωὴ καὶ τόσον ἀποτρόπαιη τὴ συντροφιά τους. Ἀκέριος μήνας εἶχε περάση, ἀφ᾿ ὅτου ἔφθασεν ἐκεῖ, καὶ ὅμως δὲν ἐγνώριζε κανένα. Ἐκτὸς τοῦ Μαγουλᾶ, ποὺ τὸν εἶχεν ἀνάγκη γιὰ τὸ φαγητό, κανέναν ἄλλον δὲν ἐχαιρετοῦσε μέσα στὸ χωριό. Νυχτοήμερα τίποτα δὲν εἶχε στὸν νοῦ, παρὰ πὼς μὲ τὴν περιφρόνηση νὰ ταπεινώσῃ τοὺς χωριάτες καὶ νὰ δείξῃ τὴν καταγωγή του.
Ὁ Βαλαχᾶς, ὅταν ἔφυγεν ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι, ἐπῆρε μαζί του δυό-τρία κολλαρισμένα πουκάμισα, ἕνα ζευγάρι χρυσοκέντητες παντόφλες –δῶρον τῆς ἐρωταριᾶς– ἕνα χρυσὸν ὡρολόγι μὲ χοντρὴ ἁλυσίδα καὶ μίαν ἄλλην ἁλυσίδα μακριά, ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ πλέκουν στὶς φυλακές, γιὰ τὸ κλειδὶ τοῦ μπαούλου του, ἀποχτήματα ὅλα τοῦ περασμένου καλοῦ καιροῦ. Τὴ γιορτή, ὅταν ἐγύριζεν ἀπὸ τὴ νυχτερινὴ περιπολία του κι ἔβλεπε συναγμένους τοὺς Καργκούνηδες, ἐστολιζόταν καλά, ἔβαζέ τη μαύρη ρούχινη φορεσιά, μὲ τὸ πανταλόνι στενὸ ἕως τὸ γόνα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἕως κάτω πλατὺ τόσο, ποὺ νὰ παίρνῃ ὅλο τὸ παπούτσι μέσα καὶ μὲ τὸ σακάκι κοντό, λίγο κάτω ἀπὸ τὴ μέση, μὲ τοὺς γιακάδες καὶ τὰ πέτα πλατειὰ –ἐζωνόταν τὸ κόκκινο ζωνάρι, ἔκλωθε τὰ κατσαρὰ μαλλιὰ μ᾿ ἐπιμονὴ καὶ φροντίδα ζηλευτή· ἐκάθιζεν ἐλαφρὰ ἐπάνω τὸ τελωνειακὸ πηλήκιο μὲ τὸ ἀργυρὸ σιρίτι ὁλόγυρα καὶ τὸ στέμμα ἐμπρός, ἔστριβε τὸ μαῦρο του μουστάκι, ἐκρεμοῦσεν ὁλοφάνερη τὴν ἁλυσίδα στὸ στῆθος, ἐφοροῦσε τὶς χρυσοκέντητες παντόφλες κι ἐκατέβαινε στὴν αὐλή. Ἂν ἐτύχαινεν ὁ Μαγουλᾶς ἐμπρὸς στὴν πόρτα, τοῦ ἔστελνε χαιρετισμὸ μὲ τὸ χέρι, σοβαρὰ γελώντας. Ἂν ὄχι, ἔκανε πὼς δὲν ἔβλεπε τοὺς ἄλλους καὶ ἄρχιζε τὸ περπάτημά του ἐπάνω-κάτω. Ἔπαιζε στὸ δεξὶ χέρι τὴν ἀργυρὴ ἁλυσίδα κι ἐσυχνόβλεπε τὴν ὥρα, σοβαρὸς πάντοτε καὶ ἀμίλητος. Κι ἔτσι κάνοντας ἐπίστευε πὼς ἐκλωτσοπατοῦσε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του τοὺς δυστυχισμένους χωριάτες ὅλους.
Τὰ ἴδια καὶ ἀπαράλλαχτα ἔκαμε καὶ σήμερα, μόλις εἶδε τοὺς Καραγκούνηδες συναγμένους στὸ γιαπὶ νὰ διαβάζουν τοῦ δικηγόρου τὸ γράμμα. Ἄκουε τὶς φωνές τους νὰ φθάνουν ἀδύνατες κι ἐφανταζόταν πὼς ὅλο γιὰ τ᾿ ἐκεῖνον ἔλεγαν. Καὶ ὅσο ἐφανταζόταν αὐτά, τόσον ἐφούσκωνεν μὴν ἔχοντας ποὺ νὰ βάλῃ τὴν ἀρχοντιά του. Μὲ ἀργό, ὑπερήφανο βάδισμα ἐπερπατοῦσεν ἐπάνω-κάτω προσέχοντας νὰ μὴ λερωθοῦν οἱ χρυσοκέντητες παντόφλες κρατώντας ὀρθάνοιχτα τ᾿ αὐτιὰ στὴν κουβέντα τους, τὰ μάτια ψηλὰ στυλώνοντας ἐπάνω ἀπὸ τὶς μουχλιασμένες σκεπὲς τῶν σπιτιῶν, ποὺ ἐπίστευε πῶς ἐχαμήλωναν περισσότερο καὶ ἐσυμμαζώνονταν δειλὲς κάτω ἀπὸ τὸ φοβερὸ βλέμμα του, ἕως τὶς ἀσπρουδερὲς ἰτιὲς περίγυρα καὶ τὰ ψηλὰ βουνὰ καὶ τὰ ξάστερα οὐρανοθέμελα, πάντα ψηλὰ σὰν ἄνθρωπος ποὺ δὲν καταδέχεται νὰ ἰδῇ ἐμπρὸς στὰ πόδια του.
Κάποτε ὅμως τὸν ἔπιανεν ὁ πειρασμὸς νὰ βεβαιωθῇ, ἂν καὶ οἱ χωριάτες τὸν ἐπρόσεχαν καὶ νὰ καταλάβῃ τὴν τρομερὴ ἐντύπωση ποὺ τοὺς ἔκανεν. Ἐχαμήλωνε τότε ὡς τὸ γιαπὶ τὰ μάτια του. Ἀλλ᾿ ἀμέσως, μόλις ἐσυναντοῦσε τὰ βλέμματά τους, ἀδιάφορα, ὁπλισμένα πάντοτε μὲ τὴ λαθροκρυμμένη παιζογελάστρα πονηρία τους, φτερὸ πάλι στὰ μάτια του ὁ Βαλαχᾶς. Καὶ ὄχι μόνον στὰ μάτια, ἀλλὰ ὁλόκορμος σχεδὸν ἐτιναζόταν καὶ τὸ κεφάλι του ἔγερνε πίσω, σὰν τὸ περήφανο ἄλογο, ποὺ τετραποδίζει στὸν κάμπο.
– Ἄλλη παλιανθρωπιά! εἶπεν ἔξαφνα μὲ τραυλὴ φωνὴ κι ἔκφραση μεγάλης ἀηδίας βλέποντας στὸ πηγάδι.
Κάτω ἀπὸ τὴν ψηλὴ παιγνιδιάρικη λεύκα, ποὺ ἴσκιωνε τὸ πηγάδι, εἶχε σταματήση ἕνας ζητιάνος μὲ τὸ γαϊδουράκι του. Ἐπάνω στὸ γαϊδουράκι ἐφαινόταν δεμένο μὲ τριχιὲς ἕνα παιδὶ ἢ καλύτερα ἕνα κουβάρι ἀνθρώπινο, τυλιγμένο μέσα σὲ βρωμερὰ κουρέλια. Ὁ ζητιάνος ἀπίθωσε μὲ προφύλαξη μεγάλη κατὰ γῆς τὸ χοντρὸ μπαστούνι του, ἔλυσε τὶς τριχιὲς ἀπὸ τὸ σαμάρι καὶ σηκώνοντας ἀπίθωσε στὴ ρίζα τῆς λεύκας τὸν ἄρρωστο σύντροφό του. Ἔπειτα χωρὶς νὰ χάνῃ καιρό, ἐπῆρε πάλι τὸ μπαστούνι, ἐπλησίασε τὴν γυναῖκα καὶ ἄρχισε νὰ λέγῃ μὲ φωνὴ κλαψιάρικη, δείχνοντας καὶ τὸν σύντροφό του:
– Θεὸς σχωρέσ᾿ τὴ μάννα σου καὶ τὸν πατέρα καὶ τ᾿ ἀδερφάκια σου! Κᾶμε, κυρά, ἕνα καλὸ γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν ἀποθαμένω σου! Λυπήσου με τὸ σακάτη!
Ἦταν μικρὸ κι ἐλάχιστο γεροντάκι, κακοτράχαλο, ξερακιανό, μὲ στῆθος χωνεμένο, ράχη σκευρωμένη, κνῆμες χοντρές, ἀλλ᾿ ἀδύνατες καὶ ὁλότρεμες. Ἐφοροῦσεν ἕνα κοντοκάποτο κανελὶ καὶ ξεφτισμένο ἐπάνω ἀπὸ τὸ μαῦρο καὶ μυριομπαλωμένο πουκάμισό του, ποὺ ἄνοιγεν ἕως τὴν κοιλιὰ κι ἔδειχνε πλατὺ ἡλιοψημένο στῆθος. Ἀπὸ τὴ μέση του ἔπεφταν κουρέλια λιγδερὰ ἕως τὰ μισὰ μηριὰ τοῦ πουκάμισου τὰ λείψανα· ἔπειτ᾿ ἄρχιζε τὸ σώβρακο κίτρινο, σὰν καπνισμένο καὶ μὲ σχισμάδες ἐδῶ κι ἐκεῖ, ὅπου ἐφαίνονταν στὸ περπάτημα μελαχροινὰ καὶ ὁλότρεμα τὰ κρέατά του ἕως τὸ γόνα. Ἀπὸ τὸ γόνα ἕως κάτω ἀγραφιώτικη σκάλτσα, κοντοκομμένη, ἔπαιρνε μέσα τὶς κνῆμες κι ἐχώνευε στὰ χιαστὰ δεσίματα ὑγροῦ γουρνοτσάρουχου.
Ἀλλ᾿ ὅ,τι ἔδειχνε τέλεια τὸν ζητιάνο, δὲν ἦταν ἡ φορεσιά, οὔτε τὸ μπαστούνι, οὔτε τὰ σακκούλια, ποὺ διπλὰ καὶ τρίδιπλα ἐκρέμονταν ἀπὸ τοὺς ὤμους του. Ἦταν τὸ μικρότατο κεφάλι του. Ἐπάνω σὲ λιγνὸν καὶ μαῦρον τράχηλον, ὅπου ἐπρόβαλλαν ἀπὸ τὸ δέρμα ἕνας-ἕνας χωρισμένοι καὶ στρογγυλοὶ σὰν σχοινιὰ οἱ τραχηλικοὶ μύες, ἐκαθόταν τὸ κεφάλι γοργοκίνητο, μικρό, μὲ παράδοξο σχῆμα κι ἔκφρασιν ἀφύσικη. Θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς ὅταν ἐγεννήθηκεν, ἁπαλὸ ἀκόμη καὶ ἀστάλωτο βρέφος, τὸ ἔπιασεν ἡ μαμὴ κάτω ἀπὸ τὸ πηγούνι κι ἐπάνω ἀπὸ τὴν κορφὴ καὶ τὸ ἐζούλισε τόσον, ὥστε νὰ συμμαζώξῃ ἐπίτηδες ὅλα του προσώπου τὰ χαρακτηριστικά. Μάτια καὶ στόμα καὶ μύτη, χείλη καὶ μουστάκια καὶ φρύδια, ἀπὸ τὸ πηγούνι ἕως τὸ μέτωπο καὶ ἀπὸ μηλομάγουλο σὲ μηλομάγουλο ἐχώνευαν ὅλα μέσα στὴ μελαχροινάδα τοῦ προσώπου καὶ τὶς ψαρὲς ἀγριότριχες τῶν γενειῶν. Κι ἐπάνω τὸ μέτωπο, ζουλισμένο πρὸς τὰ πίσω ἐρχόταν κι ἔκανε στὴν κορφὴ ράχη ἀπότομη κι ἔπεφτεν ἔπειτα στὸ ἰνίο πεταχτὸ καὶ φουσκωτὸ σὰν παραγεμισμένο ἀπὸ παρεγκεφαλίδα. Καὶ ὅμως στὸ ἄμορφον αὐτὸ συμμάζεμα, οἱ προσωπικοὶ μύες, ὑπεράνθρωπα γυμνασμένοι, ἐσπαρτάριζαν ἀνήσυχοι καὶ τὰ μάτια, τὰ μικρὰ καὶ καστανά, ἔρριχναν σπίθες ἐδῶ κι ἐκεῖ περίγυρα, σὰν ἀγριμιοῦ ποὺ ἔξαφνα εὑρέθηκε σὲ κόσμο μέσα καὶ τίποτε δὲν συλλογίζεται παρὰ πῶς νὰ εὕρῃ τρόπο νὰ ξεφύγῃ.
Ὁ Τζιριτόκωστας ὅμως δὲν ἐζητοῦσε πὼς νὰ ξεφύγῃ. Χαμηλοθώρης, ταπεινός, συμμαζωμένος μέσα στὰ κουρέλια του, μὲ τὸ μπαστούνι ἐμπρὸς πλαγιαστὸ κι ἐπάνω αὐτὸς ἀκουμπισμένος, ἔδειχνε μεγάλην ἀδυναμία, κουρασμένος πῶς ἦταν φοβερὰ ἀπὸ τὸν δρόμο, θεονήστικος ἀπὸ τὴν ἀνέχεια κι ἐζητοῦσε μὲ φωνὴ μισοσβυσμένη τὴν ἐλεημοσύνη τῆς χωριάτισσας. Ἀλλ᾿ ἐκείνη, χαυδοσκελωμένη ἐπάνω στὸ σκέπασμα τοῦ λεβετιοῦ, ἔτριβε τὸ μὲ τὴ λάσπη δυνατὰ ἀντιπατώντας γερὰ στὶς πλάκες, περιγράφοντας μὲ τὸν ὁλοστρόγγυλο πισινό της μισάλωνο, καὶ οὔτ᾿ ἔδινεν ἀκρόαση. Ὅταν ὅμως ἔκαμε νὰ δευτερώσῃ τὸ ζήτημά του, ἡ γυναῖκα ἐγύρισε δείχνοντας πρόσωπο καταϊδρωμένο καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἀγκομαχητὸ ἐπάνω ἀπὸ τὸν ἀριστερὸν ὦμο της:
– Ἄιντε, χριστιανέ μου, ἀποδῶ, ξεφωρτώσου με! Ηὗρες, βλέπεις, τὸν ψωμότοπο νὰ χορτάσῃς καὶ σύ! Νά, ἐκεῖ νὰ πᾶς στὸν ἀφέντη ποὺ εἶνε μεγάλος καὶ τρανός· ὄχ᾿ ᾖρθες σ᾿ ἐμὲ νὰ μὲ κολάσῃς σήμερα!
Κι ἔδειξε τὸν Βαλαχᾶ, ποὺ ἐπηγαινορχόταν ἀκόμη στὴν αὐλὴ τοῦ κονακιοῦ, ὁλόρθο κρατώντας τὸ κορμὶ σὰν κυπαρίσσι, παίζοντας στὸ χέρι τὴν ἁλυσίδα καὶ σηκώνοντας τὸ κεφάλι ψηλά, σὰν ἄλογο περήφανο ποὺ τετραποδίζει στὸν κάμπο.
– Ὦ, καλῶς τὸ γείτονα! ἐψιθύρισεν ὁ τελωνοφύλακας, μόλις εἶδε τὸν ζητιάνο νὰ πλησιάζῃ. Ἔλα κοντὰ καὶ θὰ καλοπεράσης, καψούλη...
Ὁ Βαλαχᾶς δὲν ἐχώνευεν εὔκολα κάθε εἴδους ἄνθρωπο. Ἀλλὰ περισσότερο δὲν ἐχώνευε τοὺς ζητιάνους. Τὸ Μεσολόγγι γειτονεύει μὲ τὴν ἐξακουσμένη ζητιανοφωλιὰ τῆς Ρούμελης καὶ ὑποφέρει ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς ἐπαγγελματίας ζητιάνους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους γειτόνους. Καθένας ποὺ θὰ πάγῃ στὴν πόλη γιὰ δουλειά του· τὸ τσοπανούδι ἔξαφνα ποὺ θὰ πουλήσῃ τὸ γάλα του καὶ ὁ χοντρονοικοκύρης ποὺ θὰ ζητήσῃ τὸν δικηγόρο του ἢ ὁ ἄλλος ποὺ ἐκλητεύθηκε μάρτυρας στὸ δικαστήριον, ὥστε νὰ εὕρῃ καιρὸ νὰ κάμῃ τὴ δουλειά του, δὲν ἐννοεῖ νὰ πάγῃ στὸ κρασοπουλειὸ εἴτε στὸν καφενὲ νὰ καθίσῃ. Γυρίζει τὰ σπίτια καὶ ἁπλώνει χέρι σὲ κάθε διαβάτη. Ἢ βγαίνει στὸ τράφο ποὺ θὰ εὕρῃ χορτάρι τὸ ζῶ του καὶ ζητᾷ ὅ,τι τύχῃ ἀπὸ τοὺς στρατολάτες. Εἴτε κάθεται μέσ᾿ ἀπὸ τὴ μεγάλη πύλη τοῦ κάστρου ποὺ περνοῦν οἱ βλάχοι καὶ οἱ Ἀμπλιανίτισσες καὶ κάτι μαλλοκουρεύει. Τί ἔχει τάχα νὰ χάσῃ; Τὰ παληόρρουχά του τὰ φορεῖ· πηλαλομούτρη τὸν ἔκαμεν ἡ φύσις, σὰν νὰ τὸν εἶχεν ἀποκλειστικὰ γεννημένον γι᾿ αὐτὸ τὸ ἔργον· τὸ χέρι ξέρει νὰ τ᾿ ἁπλώνῃ μὲ ἀμίμητη εὐκολία καὶ δεξιοσύνη. Γιατί νὰ χάνῃ λοιπὸν τὸν καιρό του; Πέντε-δέκα λεφτὰ νὰ συνάξῃ· ἕνα κομματάκι ψωμί, δυὸ ἐληές, ἕνα σαπιοκρέμμυδο νὰ ρίξῃ στὸν κόρφο του· νὰ κατορθώσῃ καὶ μόνον γυρίζοντας στὸ σπίτι νὰ φέρῃ ἀνέγγιχτο τὸ φαγὶ ποὺ ἐπῆρε γιὰ τὸν δρόμο, εἶνε ἀρκετὴ εὐτυχία σ᾿ ἐκεῖνον. Ὄχι πὼς μ᾿ αὐτὸ οἰκονομεῖ μεγάλα πράγματα· ἱκανοποιεῖ ὅμως ἀρκετὰ τὴ φυσική του στὴν ζητιανιὰ ροπή, ποὺ τοῦ ἔχει γίνει ἀνάγκη ἀπαραίτητη. Ὁ Βαλαχᾶς τὰ ἤξευρεν αὐτὰ κι εἶχεν ἐναντίον τους τὴν ἀγανάχτηση ποὺ ἔχουν ὅλοι οἱ συντοπῖτες του. Τώρα ἐβημάτιζε μὲ γοργότερα καὶ σφαλερὰ βήματα καὶ ὅσον αἰσθανόταν κοντήτερά του τὸν ζητιάνο, τόσον ἄναβεν ὁ θυμός του. Γιὰ μία στιγμὴ ἐσκέφθηκε ν᾿ ἀνεβῇ στὸ δωμάτιό του καὶ ν᾿ ἀποφύγῃ ἔτσι τὸ συναπάντημα. Ἀλλ᾿ ὁ ἐγωισμὸς δὲν τὸν ἄφηκε. Ἠμποροῦσε νὰ τὸ πάρουν γιὰ δειλία αὐτὰ τὰ ζωντόβολα οἱ χωριάτες καὶ νὰ γελάσουν μαζί του. Μήπως καταλαβαίνουν τί θὰ εἰπῇ ἱπποτισμός!
Καὶ ὁ τελωνοφύλακας ἐξακολούθησε τὸ νευρικὸ περπάτημά του, ὡς ποῦ ἄκουσεν ἀποπίσω του τὴν κλαψιάρικη φωνὴ τοῦ ζητιάνου λέγοντάς του:
– Θεὸς σχωρέσ᾿ τὴ μάννα σου καὶ τὸν πατέρα καὶ τ᾿ ἀδερφάκια σου! Κάμε, ἀφεντικό, ἕνα καλὸ γιὰ τὴν ψυχούλα σου!
– Ἄει στὸ διάβολο! ἐτραύλισεν ὁ Βαλαχᾶς, χωρὶς νὰ γυρίσῃ νὰ τὸν ἰδῇ.
– Ἀφέντη μου πολυχρονεμένε, κάνε ἕνα καλὸ γιὰ τὴν ψυχούλα σου! ἐπέμενεν ὁ ζητιάνος ἀκολουθώντας τὸν τελωνοφύλακα· ἐλεῆστε τὸ φτωχό, τὸ βαργιόμοιρο! Πέντε ἡμερόνυχτα εἴμαστε νηστικοί. Πολυχρονεμένε μου ἀφέντη, κᾶμε ἔλεος!
Τὸ συγκρατητὸν αὐτὸ πολυχρόνιο ἔκαμεν ἔξω φρενῶν τὸν Βαλαχᾶ. Τὸ περπάτημά του ἀπὸ λεφτὸ σὲ λεφτὸ ἐγινόταν γοργότερο καὶ ἀνισόρροπο· τὰ νεῦρα του ἐδονοῦνταν, ὅπως τὰ τηλεγραφικὰ σύρματα στὸ ἀνεμοφύσημα. Μέσα του ἔβριζεν, ἐβλαστημοῦσεν, ἐπατοῦσε δυνατὰ καὶ τρανταχτὰ τὴ γῆ, ἕσφιγγε τὰ δόντια κι ἐστριφογύριζε μὲ μανία τὴν ἁλυσίδα στὸ χέρι του. Στὸ γοργὸν αὐτὸ στριφογύρισμα μία φορὰ τὸ κλειδὶ ᾖρθε καὶ τὸν ἐχτύπησε στὸ πηγούνι τόσο δυνατά, ποὺ ἐπρήσθηκεν. Ἄλλη μιὰ τὸν ἐχτύπησε στὸ γόνα καὶ τὸ ἐμούδιασε· ἄλλη ἔφαγε στὴν κλείδωση τοῦ χεριοῦ· μιὰ ἄλλη τὸν ἐχτύπησε στὸ μάτι καὶ λίγο ἔλειψε νὰ τὸ χύσῃ. Ἀλλ᾿ ὁ τελωνοφύλακας, παραδομένος στὸν θυμό του, ἀναίσθητος στοὺς σωματικοὺς πόνους, ἐξακολουθοῦσε τὸ περπάτημά του τρέχοντας σχεδόν. Καὶ ὁ ζητιάνος ἀπὸ πίσω, ἀκουμπώντας τὸ ἀριστερὸ χέρι στὸ ραβδί του καὶ στηρίζοντας ἐπάνω τὴ δεξιὰ παλάμη ἀνοιχτή, συμμαζωμένος μέσα στὰ κουρέλια του, ἐλάχιστος στὴν ταπείνωσή του, ἄθλιος στὸ ἦθος, δὲν ἔπαυε νὰ ψιθυρίζῃ μὲ τὴ θλιμμένη του φωνή:
– Θεὸς σχωρέσ᾿ τὴ μάννα σου καὶ τὸν πατέρα καὶ τ᾿ ἀδερφάκια σου!
– Τί θές, μαρὲ ψυχοβγάλτη, ἐβρυχήθηκεν ἔξαφνα ὁ Βαλαχᾶς, γυρίζοντας ἀντιμέτωπος. Ἔ, τί θές!
Κι ἔτρεμεν ὁλόκορμος. Τὰ μαλλιά του ἐπρόβαλλαν σὰν τουλούπα καναβοξύλων κάτω ἀπὸ τὸ τελωνειακὸ πηλήκιο· τὸ πρόσωπό του ἦταν κατακίτρινο· τὰ μάτια του θολά· ἡ μύτη του, κατεβατὴ καὶ σουβλερή, φαρμάκι ἔσταζε· τὰ χείλη του ἔτρεμαν κι ἐφαίνονταν τὰ γούλια του ἀναιμικά, κάτασπρα. Τὰ δάχτυλα τῶν χεριῶν του ἐμπρὸς συμμαζωμένα, ἀπειλητικά, ἐπρόδιναν τὴν ἀράθυμη ψυχή, ποὺ ἔβραζε μέσα, πρόθυμη νὰ κομματιάσῃ ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἐταλάνιζε τόσον.
Στὴν φοβερὴ ἐκείνη ὄψη τοῦ τελωνοφύλακα κάθε ἄλλος θὰ ἔφευγε γρήγορα νὰ κρυφθῇ. Ὁ ζητιάνος ὅμως ἦταν ἕτοιμος νὰ δεχθῇ τώρα καὶ τὶς ξυλιὲς τοῦ Βαλαχᾶ μὲ κρύο αἷμα, μὲ ἀσκητικὴν ὑπομονή. Οἱ ξυλιὲς εἶνε ὁ τελευταῖος παροξυσμὸς καθενὸς θυμωμένου. Ἅμα ὁ τελωνοφύλακας ἔδινε τὶς ξυλιές, ἐξεθύμωνε καὶ θὰ ἔκανε τὸ ἔλεός του. Καὶ τὸ ἔλεός του θὰ ἦταν βέβαια πολὺ μεγαλείτερο.
Ὁ ζητιάνος ἀπὸ μακρινὴ σπουδὴ τῶν ἀνθρώπων εἶχεν ἀποχτήση καὶ αὐτὰ τὰ φιλοσοφικὰ πορίσματα. Ἔμενεν ἥσυχος τώρα καὶ μόνον ἐμουρμούριζε μονότονα, γιὰ νὰ μὴ χάνῃ τὸν σκοπό του:
– Ἀφέντη μου πολυχρονεμένε, κᾶμε τὸ ἔλεός σου!
Ἀλλ᾿ ὁ Βαλαχᾶς στὴν τόσην ἐπιμονὴ τοῦ ζητιάνου ἔχασε τὴν ὑπομονή του. Αὐτὸς νὰ τὸν σκυλοβρίζῃ, νὰ τὸν διώχνῃ κι ἐκεῖνος νὰ ἐξακολουθῇ ἀκόμη σκοινί-λουρί, θὰ εἰπῇ πὼς τὸ κάνει γιὰ νὰ τὸν κοροϊδέψῃ. Ἀλλὰ κορόιδο δὲν ἔγινε ποτὲ ὁ Βαλαχᾶς! Κι αἰσθανόταν μέσα του τὰ νεῦρα νὰ τὸν ζεματοῦν· ἀναμμένο σίδερο αἰσθανόταν νὰ τοῦ καίῃ τὴ ραχοκοκκαλιά· κάποια θέρμη νὰ κουφοδρομῇ στὸ αἷμα του, νὰ γίνεται μαλακὴ φωτιὰ καὶ ν᾿ ἀνεβαίνῃ, νὰ πλημμυρίζῃ στὸ κεφάλι καὶ νὰ περιποτίζῃ τὸ μυαλό του, σὰν νεροποντὴ ξεροδιψασμένο χωράφι. Ἔβγαλεν ἔξαφνα μιὰ κραυγή, ψιλὴ καὶ ἄγρια, σὰν ὄρνιου θαλασσινοῦ, ἅρπαξε τὸν ζητιάνο ἀπὸ τὴ μέση, τὸν ἔρριξε κατὰ γῆς καὶ ἄρχισε νὰ κλωτσοχορεύῃ ἐπάνω του σὰν δαιμονισμένος.
– Νά, ἄτιμε! Νά! Νά!...
Ἂν ἐκίνησε τοὺς χωριάτες σὲ κανένα αἴσθημα τὸ λυπηρὸν ἐκεῖνο ποδοκύλισμα τοῦ τελωνοφύλακα καὶ τοῦ ζητιάνου δὲν ἦταν οὔτε ἡ συμπάθεια, οὔτε ἡ λύπη, οὔτε ἡ ἀγανάχτησις γιὰ τὸν ἀδικημένον. Ἀπὸ τέτοια δὲν αἰσθάνονται οἱ Καραγκούνηδες. Ἕνα μόνον τοὺς ἐκυρίεψεν, ἡ ἀπορία. Δὲν ἠμποροῦσαν νὰ καταλάβουν γιατί ὁ ζητιάνος ἐκυλιόταν κατὰ γῆς τόσην ὥρα, χωρὶς οὔτε λόγο νὰ εἰπῇ, οὔτε ἀντίσταση νὰ κάμῃ, οὔτε σημάδια θυμοῦ νὰ δείξῃ τὸ πρόσωπό του. Τί διάβολο· ἔχει καὶ ἡ ὑπομονὴ τὰ ὅριά της!
Ἀλλ᾿ οἱ χωριάτες δὲν ἤξευραν καλὰ τί θὰ εἰπῇ ζητιάνος. Ἦταν ἀληθινὰ διπλὸς ἀπὸ τὸν τελωνοφύλακα ὁ Τζιριτόκωστας. Κάτω ἀπὸ τὰ βρωμερὰ κουρέλια τοῦ ἐκρύβονταν βραχίονες σιδερένιοι καὶ χαλυβένιοι μύες καὶ πλάτες καλοδεμένες καὶ τράχηλος βωδιοῦ καὶ ταύρου δύναμις. Στὴν πατρίδα του ποὺ τὸν ἐγνώριζαν καλά, ὅλοι τὸν ἔτρεμαν. Τὰ κατορθώματά του ὁμολογοῦντ᾿ ἐκεῖ, ὅπως τὰ κατορθώματα τῶν δρακόντων στὰ παραμύθια. Μιὰ φορά, σὲ δημαρχικὲς ἐκλογές, γιὰ νὰ βοηθήση τὸν φίλο του ὑποψήφιο, μόνος ἐπῆγε κι ἐμπόδισε τοὺς κατοίκους τοῦ Ἅγιου Βλάση, ποὺ ἦσαν ἀντίθετοι, νὰ πᾶνε στὴν ψηφοφορία. Καὶ τὸ βράδυ στὴ διαλογή, ὅταν ἐκατάλαβε πῶς θὰ ἔχανεν ὁ φίλος του, μόνος πάλιν ἐπήδησε μὲ τὸ ρεβόλβερ στὸ χέρι μέσα στὴν ἐκκλησία, ἔδιωξε τὴ φρουρὰ καὶ ἀναποδογύρισε τὶς κάλπες συγκάσελα.
Ἀλλὰ καὶ στὰ ταξίδια του δὲν εἶχε κάμῃ λίγα ὁ Τζιριτόκωστας. Τρεῖς ἕως τώρα εἶχε στείλει στὸν Ἅδη μυστικά, μυστικά. Ἀληθινὰ λόγο δὲν ἔλεγεν. Ὑπόφερε μὲ ὑπομονὴν Ἰώβειον κάθε τί ποὺ τοῦ ἔκαναν. Ἀλλὰ μέσα του ἔγραφε μὲ μαῦρα γράμματα ἐκείνους ποὺ τοῦ ἔφταιγαν, καὶ κακότυχοι, ἂν ἔπεφταν ποτὲ εὔκολοι στὰ χέρια του.
Ὁ Κώστας Τζιρίτης καὶ Τζιριτόκωστας, κατὰ τὴ συνήθεια ποὺ ἔχουν στὴ Ρούμελη νὰ σμίγουν τὸ ἐπίθετό με τ᾿ ὄνομα, ἦταν ἀπὸ τόπο ποὺ συμμαζώνει στὰ στενά του σύνορα ὅλη τὴν ἀσυμμάζευτην ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς ζητιανιᾶς. Στὴν ἐποχὴ τοῦ ἐσυνήθιζαν ἐκεῖ, ὅταν οἱ ἀκμαῖοι ἄντρες ἔλειπαν στὰ ταξίδια καὶ οἱ γυναῖκες ἔξω στὶς περίγυρα κρεμνόρραχες ἐβολάκιαζαν τὰ φθισικὰ ἀραποσίτια τους, οἱ ἑβδομηντάρηδες νὰ συνάζουν τὰ παιδιὰ στὸ χοροστάσι καὶ νὰ τὰ γυμνάζουν στῆς ζητιανιᾶς τὰ καμώματα. Κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀσπρόμμαλλα ἐκεῖνα μέτωπα, ποὺ ἐταπείνωσεν ὁ πολυκαιρινὸς ἐξευτελισμός· κάτω ἀπὸ τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα, ποὺ παραμορφωμένα ἐπέτρωσεν ἡ ἀδιάκοπη πλαστοπροσωπία· ἐμπρὸς στὶς σακατεμένες κορμοστασιὲς ποὺ παράλλαξεν ὄχι τοῦ χρόνου τὸ γοργοτρέξιμο, ὄχι τῆς ἀρρώστιας ἡ κρυφὴ ἐνέρεια, ὄχι τοῦ καιροῦ ἡ ξαφνικὴ ἐπιρροή, ἀλλὰ τὸ πεῖσμα, ἐγυμναζόταν ἡ νεολαία, ἡ ἐλπίδα καὶ χαρὰ τοῦ χωριοῦ, νὰ εἶνε ἄξια, ἂν ὄχι καλύτερη τῶν πατέρων της. Ὁ Κουτσοκουλόστραβος χορὸς ἦταν τὸ κυριώτερο γύμνασμα ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες. Τὰ παιδιὰ κρατώντας καὶ ἀπὸ ἕνα μπαστοῦνι ἐγύριζαν χεροπιαστὰ καὶ ἐπροσποιοῦνταν ἀπὸ μία σωματικὴ βλάβη. Ἕνα ἔκανε τὸν κουτσό· καὶ ἀνεβοκατέβαζε τὸ κορμί του σὲ κάθε βῆμα, σὰν τὸ ἔμβολον ἀνάμεσα στὰ μετάλλινα πλευρὰ τῆς τρόμπας. Ἄλλο ἔκανε τὸν θεότυφλο κι ἐβημάτιζε ρίχνοντας ἐμπρὸς τὸ μπαστοῦνι, πασπατεύοντας μὲ τὴν ἄκρη τοῦ τὴ γῆ, μήπως τύχη ἔξαφνα ψήλωμα ἢ λάκκωμα, κρεμνὸς ἢ ὄχτος, κοτρώνι ἢ κορμόδεντρο καὶ πέση καὶ τσακιστῆ ὁ ταλαίπωρος. Κι ἔδειχνε ζωγραφιστὴ στὸ πρόσωπο τὴν ἀμφιβολία καὶ τὸν τρόμο ἑνὸς τυφλοῦ. Τρίτο ἔκανε τὸν παράλυτο· ἀκουμποῦσε στὴ γῆ τὶς δυὸ παλάμες, ἐσήκωνε μὲ πηδήματα γοργοπόδαρου λαγοῦ τὰ νεκρὰ καὶ ἀλύγιστα ποδάρια του, σύνωρα ψηλώνοντας τὰ μάτια καθαρὰ κι ἄδολα καὶ χύνοντας στὸ δροσοπεριχυμένο πρόσωπο θλῖψιν ἥμερη καὶ ἀσκητικὴν ὑπομονὴ στοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα τοῦ δικαιοκρίτη καὶ παντοδύναμου! Ἄλλο, νεραϊδοπαρμένο τάχα, ἐψήλωνεν ὁλόρθο τὸ κορμὶ καὶ ἐβάδιζεν μὲ ὁλότρεμο σῶμα κάνοντας ἕνα βῆμα ἐμπρὸς καὶ δυὸ πίσω καὶ τρία δεξιά, ἀριστερὰ τέσσερα· ἤθελεν ἐκεῖ νὰ πάει κι ἐπήγαινεν ἀλλοῦ. Ἐδοκίμαζε νὰ γυρίση δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἐγύριζεν· ἐπροσπαθοῦσε νὰ συμμαζέψη τὰ σκέλια του καὶ τ᾿ ἄνοιγε· νὰ διπλώση τὰ χέρια του καὶ τ᾿ ἅπλωνε ξύλα-ξερὰ κι ἐβημάτιζε μὲ τρέμουλα ὅλων τῶν μελῶν, λὲς καὶ εἶχε τοὺς ἁρμοὺς ξεχαρβαλωμένους. Ἄλλο ἔλεγε πῶς τοῦ πῆραν οἱ νεράιδες στὴν ρεματιὰ τῆς Κάναλης τὴ φωνὴ ἀπὸ φθόνο κι ἅπλωνε τὸν λαιμό του κι ἐσούφρωνε τὰ χείλη μὲ ἀγῶνα θέλοντας νὰ λαλήση καὶ βγάζοντας ἀνατριχιαστικὸν οὔρλιασμα μέσ᾿ ἀπὸ τὸν στενάχωρο λάρυγγά του. Ἄλλο ἔκανε τὸν μονοπόδαρο κι ἐταλάντευε τὸ σῶμα τοῦ ἀνάμεσα στὶς πατερίτσες, σὰν βρωμερὸ κουρέλι στὸ ἀναφύσημα. Κι ἄλλα δέκα-εἴκοσι ἔκαναν ἄλλες δέκα-εἴκοσι ἀρρώστιες σωματικές, πολλὲς ὑπαρκτὲς καὶ πολλὲς ἀνύπαρκτες ἀκόμα στὸν κόσμο.
Ἐνῷ τὰ παιδιὰ ἔτσι ἐγυμνάζονταν γιὰ νὰ πατήσουν τὰ φιλάνθρωπα αἰσθήματα τῶν συνόμοιών τους ἀργότερα, ἕνας ἀπὸ τοὺς γερόντους, παιγνιδιάρης ξακουσμένος καὶ γλυκόφωνος, ὀρθοκρατώντας τρίχορδη λύρα στὰ γόνατα, ἐφρόντιζε μὲ τὸ τραγούδι νὰ ἐλαφρώνει τοὺς σημερινοὺς κόπους καὶ νὰ δείχνῃ ἀξιοζήλευτη καὶ τρισευτυχισμένη τη μέλλουσα ζωή τους. Μὲ φωνὴ παραπονιάρικη, συγκρατητή, μονότονη· μὲ μικρὴ γοργάδα στὴν ἀρχή· μὲ ἕνα ξαφνικὸ χαμηλοψήλωμα ἔπειτα· κι ἔπειτα μὲ χαμήλωμα στρωτὸν ὁλόισιο μακρυλαρίκι, ἔλεγε τραγούδι ταπεινό, ντόπιον ὅσο καὶ ἡ λαψάνα τῆς ξερῆς πλαγιᾶς καὶ σὰν ἐκείνη ἄνοστο, φτωχικό, ψειριασμένο. Κι ἐσυνόδευε τὸ τραγούδι του μὲ μονότονο καὶ συγκρατητὸ καὶ παραπονιάρικο γκρίνιασμα τῆς λύρας του. Καὶ μὲ τὸ τραγούδι του ἔδειχνε στὰ παιδιὰ τὰ περίγυρα ξερὰ καὶ ἄχαρα βουνὰ τῆς πατρίδας τους, τὴ Γῆ τὴ μητρυιὰ καὶ τὴν ὁλοστέρφευτη. Ἐπαρόμοιαζε μὲ κατάρα Θεοῦ καὶ τρισανάθεμα τὴ γέννησή της, περνώντας πίσω ἀγγελόφερτος στοῦ Σύμπαντός τη γέννηση, ὅταν τὸ Πὰν ἦταν Χάος καὶ Μηδέν. Ὁ Θεός, ἔλεγεν, ἠθέλησε νὰ πλάσῃ τότε τὸν Κόσμον. Ἐπῆρεν ἕνα κόσκινο μεγάλο καὶ τὸ ἐκρέμασε σὰν σύγνεφο στὴν ἄβυσσο. Ἔπειτα παίρνοντας χῶμα μὲ τὸ χέρι ἔρριχνε στὸ κόσκινο, κουνώντας τὸ ἐπάνω-κάτω. Τὸ χῶμα φυσικά, τὸ καλὸ καὶ τὸ γόνιμο, ἔπεσε κάτω κι ἐγέμισε τὴν ἄβυσσο κι ἔξαφνα ἐφάνηκεν ἡ Γῆ, πολύκαρπη καὶ πανώρια. Ἔμειναν τέλος στὸ κόσκινο μόνον οἱ πέτρες καὶ τὰ χάλαρα. Καὶ ὀργισμένος ὁ Δημιουργός, γιατὶ δὲν ἐσυλλογίσθηκεν ἀπὸ πρὶν νὰ μοιράσῃ κι ἐκεῖνα δίκαια, ἐκλώτησε τὸ κόσκινο κι ἐχύθηκαν τ᾿ ἀπομεινάρια ὅλα μαζὶ σ᾿ ἕναν τόπο. Καὶ ὀνόμασεν ὁ Θεὸς τὸν τόπον ἐκεῖνον Κράκουρα, ποὺ θὰ εἰπῇ, καταραμένον σὰν τὴ μήτρα τῆς Σάρρας.
Ἀλλ᾿ ὁ τραγουδιστῆς δὲν ἔλεγεν αὐτὰ γιὰ νὰ δειλιάσῃ τοὺς ἀκροατές του. Ἀπ᾿ ἐναντίας, σὰν ἐμπνευσμένος ψάλτης τοῦ παλιοῦ καιροῦ, ἀδράχνοντας ἀπὸ τὴν ταπείνωση τὸ ὕψος καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τὴν ἀντρεία ἐρχόταν γιαμιᾶς γλυκοχρυσόστομος κι ἐνῷ ἐκαταριόταν τὴ γῆ, ἐμακάριζε τὰ παιδιά της. Ὅταν οἱ διαβόλοι, ἔλεγε, ἠθέλησαν νὰ μοιράσουν τὴ Γῆ σὲ βασίλεια, κανένας ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν ἐδέχθηκε νὰ πάρη στὸ κράτος τοῦ τὰ Κράκουρα. Τ᾿ ἄφηκαν ἀμοίραστα κι ἐκηρύχθηκαν ἐξουσιαστὲς καὶ προστάτες τοὺς ὅλοι. Ἀλλὰ τόπος ποὺ ἔχει τέτοιους προστάτες, εὐτυχισμένος καὶ παμμακάριστος, ἐπρόσθετεν ὁ γέροντας. Ὁ κάτοικός του δὲν θὰ πεινάση, οὔτε θὰ διψάσῃ ποτὲ στὸν αἰῶνα. Τὰ χέρια του δὲν θὰ γνωρίσουν ποτὲ τὸ σταβάρι τοῦ ἀλετριοῦ τὸ ἄγριο καὶ τὸ στειλιάρι τῆς ἀξίνας· δὲν θὰ μαραθοῦν τὰ χρυσά του νιάτα ξεκολλώντας ριζιμιὰ λιθάρια καὶ δὲν θ᾿ αὐλακωθῆ τὸ μέτωπό του ἀπὸ τὴ σκέψη. Δὲν θὰ λιποψυχήση μήπως ὁ λίβας τοῦ κάψη τὰ σπαρτά· μήπως ἡ ξηρασία τοῦ μαράνη τὰ σταφύλια, μήπως ἡ βροχὴ τοῦ χαλάσῃ τὰ μπροστάνια. Ἄλλοι θὰ τὰ σκεφθοῦν καὶ ἄλλοι θὰ φυτέψουν τὸ ἀμπέλι ποὺ θὰ πιῆ αὐτὸς τὸ κρασί· ἄλλοι θὰ σπείρουν καὶ θὰ θερίσουν τὸ σιτάρι ποὺ θὰ φάγη τὸ ψωμί· ἄλλοι θὰ μαζέψουν τὶς ἐλιὲς καὶ ἄλλοι τὸ λάδι του. Αὐτὸς ἕνα μόνον θὰ ἔχῃ σκοπό, νὰ γυρίζῃ τὸν κόσμο ἀπ᾿ Ἀνατολὴ σὲ Δύση καὶ μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ παντοδύναμου ὁδηγοῦ τοῦ ν᾿ ἀπατὰ τὸν κουτόκοσμο καὶ νὰ γυρίζῃ πλουτοφορτωμένος στὸ σπίτι του.
Ἔτσι τοὺς ἔλεγε κι ἔτσι τοὺς ὁρμήνευεν ὁ γέροντας. Καὶ ὁ παράδοξος χορὸς σὲ κάθε τοῦ τραγουδιοῦ τμῆμα, σὲ κάθε τῆς λύρας τοῦ παῦλα, ἐρχόταν κουτσοκουλοστραβοβηματίζοντας κι ἐτραγουδοῦσε μὲ φωνὴ παραπονιάρικη καὶ συγκρατητὴ καὶ μονότονη:
Θεὸς σχωρέσ᾿ τὴ μάννα σου,
δός μου λιγάκι ἀλεῦρι,
νὰ φτιάσω μιὰ κουρκούτη.
Ἕνα, δυό, τρία!...
Θεὸς σχωρέσ᾿ τὸν κύρη σου,
δός μου λιγάκι λάδι,
νὰ ρίξω στὴν κουρκούτη.
Ἕνα, δυό, τρία!...
Θεὸς σχωρέσ᾿ τὴ βάβα σου,
δὸς μ᾿ ἕνα κρεμμύδι,
νὰ ψήσω μὲ τὸ λάδι,
νὰ ρίξω στὴν κουρκούτη,
γιὰ νὰ τὴν φάω τὸ βράδυ.
Ἕνα, δυό, τρία!...
Σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναδικὸ σχολεῖον ὁ Τζιριτόκωστας γρήγορ᾿ ἀναδείχθηκε κι ἐθαυμάσθηκε. Δεκαχρονίτης δὲν ἦταν ἀκόμη καὶ ἄρχισε νὰ πλουτίζῃ μὲ νέους βηματισμοὺς ἀλλόκοτους καὶ ἀφύσικους τὸν Κουτσοκουλόστραβο χορό· νὰ προσθέτῃ στὰ ζητιάνικα τραγούδια του νέα μέτρα καὶ πρωτάκουστα ζητήματα. Ἡ σεβαστὴ μορφὴ τῶν γερόντων, ποὺ ἔκαναν τὴ Δωδεκάδα τοῦ χωριοῦ, ἔφριξεν ἀπὸ ἀπορία καὶ χαρὰ γιὰ τὸ νέον ἄστρο ποὺ ἀνέτειλε τριλαμπὲς νὰ φωτίση τὴν πατρίδα τους. Τὰ κόκκαλα τοῦ Πηλαλομούτρη, τοῦ Καλλιγοψίλλη, τοῦ Παστρογωνιᾶ, ποὺ ἐβαρυκοιμώνταν στῆς Παναγιᾶς τὸν αὐλόγυρον, κουρασμέν᾿ ἀπὸ τὰ πολλὰ ταξίδια μὲ τὴν ἄμετρη δόξα, ἐσάλεψαν συγκίβουρα, ὅταν ἄκουσαν τὸν νέο ζητιάνο, ποὺ ἐρχόταν νὰ θαμπώση τὴ μνήμη τους. Καὶ τὰ μπαστούνια τὰ κρεμασμένα στοὺς τοίχους τῶν σπιτιῶν ἐταράχθηκαν κι ἐκεῖνα μὲ ἱερὴ φρικίαση, ἀβέβαια ποιὸ τάχα θὰ τιμηθῆ νὰ συντροφέγῃ στὸ πρῶτο του ταξίδι τὸν νέον ἀρχιθεομπαίχτη. Καὶ ὁ Τζιριτόγιωργας, ὁ πατέρας του, ἐσήκωσε μὲ εἰλικρίνεια, πρώτην ἴσως φορὰ στὴ ζωή του, τὰ χέρια, εὐχαριστώντας ἐγκαρδιακὰ τὸν Θεό, ποὺ τοῦ ἔστειλε τέτοιο παιδὶ νὰ συνεχίσῃ τὸ στάδιο καὶ νὰ τιμήσῃ τὸ σπίτι του. Πρὶν ὅμως ἀποφασίσῃ νὰ βγάλῃ στὸ ταξίδι τὸν γιό του ὁ καλότυχος πατέρας, τὸν ἔκραξε σ᾿ ἕνα παράμερο δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ, τάχα πῶς θὰ τοῦ μιλήσῃ μυστικά. Ἐκεῖ τὸν ἔβαλε νὰ καθίσῃ κατάχαμα καὶ τοῦ εἶπε νὰ γυρίσῃ τὰ μάτια. Καὶ γυρίζοντας τὰ μάτια ὁ μικρὸς εἶδε γιὰ πρώτη φορὰ τόσον ὁλοφάνερα τὴν παλαιὰ ρίζα καὶ κατάσταση τῆς οἰκογενείας του.
Δὲν ἦταν ἀληθινὰ βαρυστολισμένο τὸ δωμάτιο. Ἕνα μόνον τραπέζι σαρακοφαγωμένο, στρωμένο μὲ μάλλινο χρωματιστὸ τραπεζομάντηλο ἀκουμποῦσε στὸν ἕνα τοῖχο μ᾿ ἕνα κίτρινο σπειρωτὸ νεροκολόκυθο ἐπάνω. Ξύλινος καναπὲς ἀπλαδοστρωμένος ἔπιανε τὸν ἄλλον τοῖχο. Δυὸ μεγάλες κασέλες ἀπὸ καρυδιὰ μὲ παράδοξα χοντροσκαλίσματα ἔπιαναν τὸν τρίτο· κι ἐκρέμονταν ἀπὸ τὴν ἀταβάνωτη σκεπὴ πέντε-δέκα πλέχτρες ξεροκύδωνα μὲ τὰ φύλλα τοὺς ἀκόμη καὶ τὸ χνοῦδι καὶ δυὸ κλάρες μπουρνέλες μὲ τὴ σκόνη καθισμένη, σὰν ἀχνὸς ἐπάνω στὴν γαλαζόμαυρη πέτσα τους. Ὅμως πίσω ἀπὸ τὴ μαυρισμένη πόρτα καὶ περίγυρα στοὺς τοίχους εἶδεν ὁ μικρὸς νὰ κρέμονται ἀπὸ τὰ καρφιά, μὲ τάξη καὶ ἡλικία βαλμένα ὅλων τῶν εἰδῶν καὶ ὅλων τῶν σχημάτων τὰ μπαστούνια. Μερικὰ χυτά, ὁλόισα ἐπάνω ἕως κάτω· ἄλλα γυριστά, ἄλλα διχαλωτά· μερικὰ στὴν ἄκρη μὲ ρίζα χοντρή· τοῦτο μὲ κόμπους, ἐκεῖνο στραβό· τὸ ἕνα ξεφλουδισμένο· τὸ ἄλλο ἀκόμη μὲ τὰ δαγκώματα τῶν σκύλων· τὸ ἄλλο διατηρώντας στὴ ράχη του τὶς γραμμές, ποὺ ἔκοβε μετρώντας ποιὸς ἠξεύρει τί τῆς ζωῆς εἴτε τοῦ ἐπαγγέλματός του ἀξιοθύμητον ὁ μακαρίτης ἀφέντης του· μισοτσακισμένο τοῦτο, λυγισμένο ἐκεῖνο. Ὅλα ἦσαν στὴ σκόνη περιτυλιγμένα, σὰν σὲ σάβανο τοῦ καιροῦ, καὶ βυθισμένα στὴ σιωπὴ καὶ τὸν ὕπνον, ὅπως τὰ ὅπλα πολεμιστοῦ τρισένδοξου, κρεμασμένα ἐκεῖ γιὰ μνήμη του ἀθάνατη καὶ ἀξιομίμητο παράδειγμα τῆς γενεᾶς του.
Καὶ ἀληθινά, γιὰ τὸ ἀξιομίμητο παράδειγμα τῆς γενεᾶς ἦταν τὰ μπαστούνια ἐκεῖ κρεμασμένα καὶ ὁ Τζιριτόγιωργας γιὰ τοῦτο ἔφερε τὸ παιδί, νὰ τὰ ἰδῇ, πρὶν ἔβγῃ στὸ ταξίδι, καὶ νὰ πάρῃ διδάγματα. Καθέν᾿ ἀπὸ ἐκεῖνα εἶχεν ἐπάνω τοῦ ἱστορίαν ἴση καὶ καλύτερη ἀπὸ τὸ δόρυ τοῦ Ἀχιλλέα. Καθένα εἶχε συντροφέψῃ τὸν πατέρα, τὸν πάππο, τὸν προπάππο του, σὲ ὅλα τὰ φαρμάκια καὶ τὶς κακοπάθειες τῆς ζητιανικῆς ζωῆς· στὴ βροχὴ καὶ τὸ κρύο τοῦ χειμῶνα· στὸν ἥλιο καὶ τὸ κάμμα τοῦ καλοκαιριοῦ. Τὸν ἐστήριξε νὰ περάσῃ ρέμματα παγωμένα· τὸν ἐβοήθησε νὰ ξεκρεμάσῃ ἀπὸ τὰ σχοινιὰ τ᾿ ἀσπρόρρουχα καὶ ἀπὸ τὰ παραθύρια κουρτίνες καὶ ἀπὸ τοὺς φούρνους κουλούρια· νὰ τινάξῃ ἀπὸ τὰ δέντρα πωρικὰ στὶς πονηρὲς ἡμέρες τῆς πείνας καί, δυνατώτερο ἀπὸ τὴν ἐφτατόμαρη ἀσπίδα τοῦ Αἴαντα, ἐπροφύλαξε τὸ σῶμα τοῦ ἀφέντη του ἄτρωτον ἀπὸ κάθε τροχισμένο σκυλόδοντο καὶ κάθε πεινασμένου λύκου ἀγριοχύμισμα. Τυφλὸν τὸν ὁδήγησε στὰ μαρμαρένια σκαλοπάτια· κουτσὸν τὸν ἐπέρασε μέσ᾿ ἀπὸ τὶς ἀγορές· κουλὸν τὸν ἐστήριξε· παράλυτο τὸν ἐκρεβάτωσε· φοβισμένο τὸν ἐφύλαξε· τολμηρὸν κάποτε τὸν ὅπλισεν ὑπεράνθρωπα. Καὶ χρόνια ὁλόκληρα εἶδεν ὅλες του τὶς πλαστοπροσωπίες, ὅλες τὶς παραλλαγές. Ἄκουσεν ὅλα του τὰ ψέματα· ὅλα τὰ συχωρολόγια. Καὶ ποιὸς ἠξεύρει, ἂν αὐτὸ τὸ μπαστοῦνι δὲν τοῦ ἤφερε στὸν νοῦ ἐκεῖνο τὸ τεχνικώτατο σακάτεμα καὶ στὰ χείλη ἐκείνη τὴν ἐξυπνότατην εὐχή.
Ὁ Τζιριτόγιωργας ἐκοίταζεν ἀφαιρεμένος ἕνα με τ᾿ ἄλλο τὰ κρεμασμένα τρόπαια καὶ σεβασμὸς ἄμετρος ἐπλημμύριζε τὴν καρδιά του καὶ τὰ στήθη τοῦ ἐβάρυναν σὰν μυλόπετρα στὴν προγονικὴν ἐκείνη δόξα. Σὰν πουλάρι ἀσέλωτο ποὺ γοργοτρέχει στὸν κάμπο, ἔτρεχεν ὁ νοῦς τοῦ γερωζήτουλα στὰ περασμένα κι ἔβλεπεν ἕνα με τὸν ἄλλον τοὺς προγόνους ἀφανισμένους ἀπὸ τὴν κακοπάθεια καὶ ἀγνώριστους ἀπὸ τὴν ψευτιά. Πόσα ὑπόφεραν οἱ δύστυχοι, γιὰ νὰ φέρουν ἐκεῖ ποὺ ἔφεραν τὴν οἰκογένειά τους! Ξυλιὲς ἔφαγαν, δαγκώματα μαντροσκύλων ἐβάσταξαν, κλώτσους ἀλόγων, σπρωξὲς καὶ γροθοκοπήματα μεθυσμένων. Ἄκουσαν σφυρίγματα τῶν παιδιῶν τοῦ δρόμου, πιάτα ὁλάκερα εἶδαν νὰ σπάσουν στὰ κεφάλια τους ἀπὸ δουλικά· μὲ κάτουρα νὰ περιχυθοῦν, μὲ κόπρο ν᾿ ἀλειφτοῦν ἐβάσταξαν. Ἐπέρασαν ἀκούραστοι θάλασσες καὶ ποτάμια· κάμπους καὶ ὄρη καὶ βουνὰ ἐδρασκέλησαν. Σὲ χῶρες καὶ χωριὰ καὶ καλυβάκια ἐκόνεψαν. Ἐδέχθηκαν τὴν πλούσια ἐλεημοσύνη τοῦ ἄρχοντα καὶ τὸ μονόλεφτο τῆς χήρας. Ἔφαγαν τ᾿ ἀποφάγια τοῦ ἀφέντη καὶ τοῦ δούλου· ἔπιαν τὸ ἀπόπιμα τοῦ γεροῦ καὶ τοῦ ἀρρώστου. Ἐκοιμήθηκαν στὸν στάβλο καὶ τὸν ἀχερῶνα, ἐμπρὸς στὸ κατῶφλι τῆς πόρτας καὶ τὸν νάρθηκα τῆς ἐκκλησιᾶς· στοῦ βουνοῦ τὸ διάσελο καὶ στὸ γούπατο κατακαμπίς. Ἀληθινά, τί ὑπόφεραν οἱ δύστυχοι, τί ὑπόφεραν!
Καὶ ὁ γερωζήτουλας στὸ μελαγχολικὸν αὐτὸ γοργογύρισμα τοῦ νοῦ ἀπάντησεν ἔξαφνα τὰ δικά του ταξίδια. Συγκινημένος ἐγύρισε τὸν ἀντικρυνὸ τοῖχο κι ἐστύλωσε τὰ μάτια τοῦ ἀκίνητα. Ἕνα με τ᾿ ἄλλο ἐκρέμονταν ἐκεῖ ὁλάκερα εἴκοσι μπαστούνια, ποὺ ἀντιπροσώπευαν εἴκοσι ταξίδια, δυὸ καὶ τρία χρόνια τὸ καθένα. Κι εὕρισκε τώρα σὲ καθενὸς τὴν στάση καὶ τὴν ἔκφραση ὁλόγραφη τὴν ἱστορία τῶν ταξιδιῶν του. Τὸ πρῶτο στὴν δεξιὰ τοῦ τοίχου ἄκρη, ἕνα μικρὸ καὶ λιανὸ μπαστουνάκι, σπασμένο σὲ δυό, κλαψιάρικο, χαμένο καὶ ἠλίθιο, ἔλεγε τὴν ἐποχή, ποὺ μικρὸς καὶ ἄμαθος ἔκαμε τὸ πρῶτο ταξίδι κάτω ἀπὸ τὴν ἄγρυπνην ἐπιτήρηση τοῦ πατέρα του. Ἔχασε τότε τὴ σακκούλα μὲ τὰ κέρδη καὶ ὁ γέροντας ἔσπασε στὴ ράχη τὸ μπαστοῦνι του καὶ τὸν ἔβαλεν ἔπειτα νὰ τὸ κρεμάσῃ στὸν τοῖχο γιὰ ἐνθύμηση. Ἀμέσως ὅμως ἔπειτ᾿ ἀπ᾿ αὐτό, μεγάλο, χοντρό, γερώτατο καὶ θρασύ, ἐψήλωνε τοῦ δεύτερου ταξιδιοῦ τὸ μπαστοῦνι, λὲς καὶ τὸν παρακινοῦσε νὰ τὸ πιάσῃ πάλι στὰ χέρια καὶ νὰ τρέξουν γοργά, ἀρχαῖοι πολεμισταὶ τῆς ζωῆς, σὲ νέα κέρδη καὶ σὲ νέα τρόπαια. Ἔπειτα ἕνα με τ᾿ ἄλλο ἐρχόνταν ἄλλα μπαστούνια στὴ σειρά, μὲ διαφορετικὴ καθένα στάση κι ἔκφραση καὶ ζωή, θυμίζοντάς του κακοπάθειες καὶ ἀτυχίες τόσες, ἀλλὰ καὶ τόσα κέρδη καὶ χαρές. Καὶ ὁ Τζιριτόγιωργας, κουνώντας τὸ κεφάλι θλιβερά, ἐχαμήλωσε τὰ μάτια στὸν ὑγιό του καὶ μὲ φωνὴ σοβαρὴ καὶ τρανταχτῆ ἔξαφνα τοῦ εἶπε κάνοντας μὲ τὸ δεξὶ βασιλικὴ χειρονομία:
– Τὰ βλέπεις, μωρές! Κοίταξε νὰ μὴν τὰ ντροπιάσης! Ἐκεῖνα τὰ καρφιὰ ὡς πέρα ἐσὺ θὰ τὰ γιομίσης!...
Κι ἔδειξε στὴ σειρὰ τῶν μπαστουνιῶν ἄλλα καρφιὰ στὸν τοῖχο, ἕως πέρα, δέκα-εἴκοσι ἀκόμη ποὺ ἐπρόσμεναν ἀνυπόμονα νὰ βαστάξουν τὰ νέα της οἰκογένειας τρόπαια. Ὁ Τζιριτόκωστας ἐσήκωσε μὲ ἀδιαφορία τὰ μάτια, ἐκοίταξε τὰ καρφιὰ καὶ μὲ φωνὴ ἄτρομη κι ἐπίσημη ἀπάντησε:
– Ναί· θὰ τὰ γεμίσω κι ἄλλα θὰ βάλω ἀκόμη!
– Νὰ μοῦ ζήσης! ἔκραξεν ὁ Τζιριτόγιωργας ἐνθουσιασμένος.
Μὲ ὅλες ὅμως τὶς ὑποσχέσεις καὶ μ᾿ ὅλη τῶν γερόντων τὴν πεποίθηση, ὁ Τζιριτόκωστας στὸ πρῶτο του ταξίδι δὲν ἐστάθηκε τυχερώτερος ἀπὸ τὸν πατέρα του. Ἐκεῖ ποὺ ἐγύριζε στὸν Μωρηᾶ, ἀπαντήθηκε μ᾿ ἕνα Κλουτσινιώτη θεότυφλο, ποὺ τοῦ ἐπρότεινε νὰ συντροφέψουν καὶ νὰ μοιράζωνται τὰ κέρδη. Οἱ Κλουτσίνες ἀνήκουν στὸν Μωρηᾶ· ἀλλ᾿ εἶνε καθ᾿ ὅλα ἀντίζηλοι μὲ τὰ Κράκουρα. Ὁ Κλουτσινιώτης θὰ ἔβαζε τὴν τυφλομάρα του καὶ ὁ Κρακουριώτης τὰ τερτίπια του. Δυὸ πράγματα ὅλως ἀντίθετα καὶ ὅμως τόσο σύμφωνα καὶ βοηθητικὰ στὴν τέχνη τους. Ὁ Τζιροτόκωστας εὔκολα ἐπείσθηκε νὰ συντροφέψῃ μὲ τὸν τυφλό, καὶ δυό-τρεῖς μῆνες γυρίζοντας ἔκαμαν ἀρκετὲς εἰσπράξεις. Ὁ πρωτοτάξιδος ζητιάνος δὲν εἶχε ποὺ νὰ κρύψη τὴν περηφάνειά του. Ἐσυλλογιζόταν μὲ πόση χαρὰ οἱ συγγενεῖς καὶ μὲ πόση λύπη οἱ ξένοι θὰ ἔβλεπαν τ᾿ ἀπροσδόκητα γιὰ πρωτόβγαλτον κέρδη του. Ἔξαφνα ὅμως μία νύχτα, ἐνῷ ἐκοιμῶνταν σ᾿ ἕναν ἀχυρῶνα τοῦ Σουλεϊμάναγα, ὁ τυφλὸς ἀνέβλεψε κι ἔφυγε μὲ τὰ χρήματα. Ὁ Τζιριτόκωστας ἀπογοητευμένος ἠθέλησε νὰ γυρίσῃ στὸ χωριό του. Ἀλλὰ μόλις ἔφθασεν ἀπ᾿ ἔξω καὶ τὸν ἐδέχθηκαν οἱ συντοπῖτες του μὲ γιουχαΐσματα. Ὁ πατέρας του, παίζοντας φοβερὸ κοντόξυλο στὸ χέρι, τοῦ ἐφώναξεν ἀπὸ μακράν:
– Κερατόσπορε, μοῦ ντρόπιασες τὸ σπίτι! Φεύγ᾿ ἀπὸ δῶ· παιδί μου δὲν εἶσαι!
Ὁ νεαρὸς ζητιάνος ἐκατάλαβεν ἀμέσως πῶς ἀκούσθηκε στὸ χωριὸ τὸ πάθημά του, πρὶν φθάσῃ αὐτός. Ὑποψιάστηκε μάλιστα μήπως τοῦτο ἦταν τέχνασμα τοῦ πατέρα του· μήπως ὁ Κλουτσινιώτης ἦταν συντοπίτης, κρυμμένος ἐπίτηδες γιὰ νὰ δοκιμασθῆ ἡ εὐκολοπιστία του καὶ τὸ πάθημα νὰ τοῦ γίνῃ ἀλησμόνητο μάθημα. Καταντροπιασμένος ἔφυγε πάλι πίσω καὶ φιλότιμος ὁρκίσθηκε νὰ μὴ γυρίση, ἂν δὲν κάμῃ τέτοιο κατόρθωμα, ποὺ νὰ τὸν θαυμάσουν ὅλοι.
Τὸ εἶπε καὶ τὸ ἔκαμε. Ἒπειτ᾿ ἀπὸ δυὸ χρόνια ἐγύρισε τὸν Αὔγουστο, ἀνήμερά της Παναγίας, ποὺ πανηγυρίζει τὸ χωριό. Κι ἐγύρισε μὲ πολλὰ κέρδη. Ἀλλὰ δὲν ἦταν αὐτὸ κατόρθωμα. Ὅλοι ὅσοι γυρίζουν ἀπὸ ταξίδι, μὲ χρήματα γυρίζουν. Ὁ Τζιριτόκωστας ἐκατόρθωσεν ἄλλο. Μέσα στὸ χωριό του, ἐνῷ οἱ ἄντρες ὅλοι ἀψεδάγιστοι στὸ σῶμα καὶ τὴ φορεσιὰ ἐχοροπηδοῦσαν στὸ χοροστάσι μὲ τὶς γυναῖκες τοὺς πλουσιοστολισμένες, αὐτὸς ἄθλιος καὶ παραλλαγμένος, τρεῖς ἡμέρες ἐγύριζεν ἀνάμεσά τους κι ἐδεχόταν τὰ ἐλέη τους. Τρεῖς φορὲς τὸν ἐλέησεν ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του. Θὰ τὸ πάθαινε καὶ τέταρτη, ἂν ὁ Τζιριτόκωστας δὲν ἐπροδινόταν μόνος ἀπὸ τὴ μεγάλη συγκίνηση.
Ὅμως αὐτὸ ἔγινεν ἄκουσμα σ᾿ ὅλα τὰ περίγυρα χωριά. Ἀπ᾿ ὁλοῦθε πολλοὶ ἔτρεξαν νὰ τὸν ἰδοῦν κι ἐπείσμωναν ὅσοι τὸν ἐλέησαν, ἀπορώντας πῶς ἀπατήθηκαν οἱ ἀρχιαπατεῶνες. Μονόγνωμοι ἐμολόγησαν εὐθὺς πῶς ηὔραν τὸν δάσκαλό τους. Καὶ τὴν ἴδια ἡμέρα ὁ γέρω Λυκόγιαννος –ἄλλος ἀπόμαχος τῆς τρισένδοξης στρατιᾶς ἐκείνης–, ὁ Λυκόγιαννος, ποὺ εἶχε πολλὰ πλούτη καὶ μία μοναχοκόρη καὶ ἀπελπισμένος ἔμενε συχνά, γιατὶ δὲν ηὔρεσκε στοὺς νέους ζητιάνους ἀξιώτερό του κανένα γιὰ νὰ τὸν κάμῃ γαμπρό, ἔτρεξε στὸ σπίτι κι ἔτσι τοῦ μίλησεν ἀγκαλιάζοντάς τον ἐγκαρδιακά:
– Μιὰ κόρη ἔχω, χαλάλι σου ἐκείνη καὶ τὰ πλούτη μου. Πολλοὶ γαμπροί μου τὴ γύρεψαν ὡς τὰ τώρα· μὰ ἐσύ ῾σαι ὁ κάλεσσος κι ὁ ἀξιώτερος· ἐσὺ θὰ μᾶς τιμήσῃς ὅλους!...
Ὁ Τζιριτόκωστας ἀληθινὰ τοὺς ἐτίμησεν ὅλους. Ὀχτὼ ἡμέρες ἔπειτ᾿ ἀπὸ τὸν γάμο του ἄρχισε τὸ δεύτερο ταξίδι. Λίγο κατ᾿ ὀλίγον ἐπροχώρησε καὶ στὸ ἐξωτερικό. Ἐνοίκιαζεν ἀπὸ φτωχοὺς γονέους παιδιὰ κουτσά, κουλά, τυφλά, ἄλαλα, τὰ ἐγύμναζε κάμποσον καιρὸ στὰ μυστήρια τῆς ζητιανιᾶς καὶ τὰ ἔφερεν ἔπειτα, σὰν περατάρης γερανὸς τὰ χειλιδόνια, στὴ Σμύρνη, στὴν Πόλη, στὴν Βουλγαρία, ἕως ἐπάνω στὴν Βλαχία! Ὅταν ἐγέμιζε καλὰ τὸ κεμέρι καὶ ἀποφάσιζε νὰ γυρίση πίσω, ἐματανοίκιαζε τὰ παιδιὰ σὲ ἄλλους ζητιάνους, ποὺ τὰ ἐπήγαιναν στὰ βάθη τῆς Ῥωσίας καὶ τῆς Μικρασίας, ὡς ποὺ ἔχαναν καὶ τὴν ἐνθύμηση τῆς πατρίδας τους· κι ἐκεῖνος ἐσύναζεν ἄλλα παιδιὰ καὶ ἄρχιζε νέο ταξίδι.
Τώρα ὅμως δὲν ἐταξίδευε πλέον στὸ ἐξωτερικὸν ὁ Τζιριτόκωστας. Εἶχε στελμένα ἐκεῖ τὰ δυό του παιδιά, ποὺ νὰ τοῦ ζήσουν τοῦ ἔμοιαζαν καθ᾿ ὅλα, καὶ μὲ ταχτικὴ γραμματαλλαγὴ ἐμάθαινε τὶς ἐποχὲς κι ἔστελνε μὲ πιστοὺς ἀνθρώπους τὸ χρειαζούμενον ἀσκέρι. Αὐτὸς ἔμενεν εὐχαριστημένος μὲ τὰ εἰσοδήματα τοῦ Μωρηᾶ καὶ τῆς Ῥούμελης. Τώρα δὲν τοῦ ἔμεναν παρὰ δυὸ μῆνες ἀκόμη γιὰ νὰ συμπληρώση τὸ φετινὸ ταξίδι του. Ἀλλὰ σὲ δυὸ μῆνες καὶ τί δὲν ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ ἄνθρωπος σὰν τὸν Τζιριτόκωστα. Μὲ τὸν Μουτζούρη, τὸν παραγιό του, ἐπέρασεν ἕως τώρα τὸ ἀρχοντοπήλιο καὶ τῆς Λάρισας τὸν Κάμπο· ἀνέβηκε στὰ χωριὰ τοῦ Κισσάβου κι ἐκατέβηκε στὴν ποταμιά. Ἀπ᾿ ἐδῶ ἐσκόπευε νὰ πάρη τὰ χωριὰ τοῦ Κάτω Ὀλύμπου ἕως τὸν Τύρναβο· ἀπὸ ἐκεῖ θὰ κατέβαινε στὸν κάμπο τῶν Φαρσάλων καὶ θὰ τραβοῦσεν ἴσα γιὰ τὴν πατρίδα του. Στὸν ἱστορικὸν αὐτὸν δρόμο τοῦ ἐσύναζεν ὅ,τι τοῦ ἔδιναν καὶ δὲν τοῦ ἔδιναν οἱ χριστιανοί. Ἔρριχνε στὰ σακκούλια ψωροκόμματα καὶ ἀποφάγια· σταριοῦ ἁπλοχεριὲς καὶ δεμάτια βρώμης σύχλωρης ἀκόμη· ἄπλερα κουκιὰ καὶ ρεβίθια καὶ παλιόσκουτα· παλιοπάπουτσα καὶ παλιοσίδερα καὶ κάθε λογῆς νομίσματα. Ὅ,τι ἔβλεπε γύρω παραρριχμένο στὸ σπίτι ποὺ ἔμπαινε, τὸ ἐζητοῦσε. Ἂν τὸ ἔδιναν, τὸ ἔρριχνε στὸ σακκούλι· ἂν δὲν τὸ ἔδιναν καὶ ἠμποροῦσε, τὸ ἅρπαζεν ἐκείνη τὴν ὥρα ἢ ἀργότερα στέλνοντας τὸν παραγιό του. Ὅταν ἔφθανε σὲ κανένα κεφαλοχώρι, ἐπουλοῦσε τ᾿ ἀποφάγια καὶ τὰ ψωροκόμματα στὰ μαγερειά· τὸ στάρι καὶ τὴ βρώμη, τὰ κουκιὰ καὶ τὰ ρεβίθια στὰ μπακάλικα· τὰ παλιοπάπουτσα καὶ τὰ παλιοσίδερα στοὺς γύφτους καὶ τοὺς μπαλωματῆδες ὅσο-ὅσο. Ἔτσι καὶ αὐτὰ τὰ ἐλάχιστα καὶ πρόστυχα στὰ χέρια του ἄλλαζαν καὶ ἐγίνονταν καθαρὸ χρυσάφι.
Ἐχθὲς ὅμως λίγο ἔλειψε νὰ τὰ πληρώση ὅλα του τὰ καμώματα μὲ τὸ παραπάνω. Ἀπὸ τὴν αὐγὴ εἶχαν κατεβῇ στὸ Κισερλὴ κι ἐγύριζαν στὰ σπίτια, ὅπου τοὺς ἐλεοῦσαν καλὰ οἱ Τοῦρκοι. Κατὰ τὸ μεσημέρι εὑρέθηκαν ἐμπρὸς στὴν αὐλόπορτα τοῦ Γαλὴπ ἀγᾶ. Ὁ ἀγᾶς ἦταν στὸν ἀντρωνίτη καθισμένος σ᾿ ἕνα στρωσίδι κι ἔτρωγε μὲ τὰ παιδιά του. Καθὼς τοὺς εἶδε, τοὺς ἔκραξε κοντὰ καὶ τοὺς ἔδωκε νὰ φᾶν πλουσιοπάροχα. Ἔπειτα τοὺς ἐρώτησε τὸ πῶς καὶ ποῦ μὲ λίγα λόγια, κι ἔπειτα ἐτραβήχθηκε στὸν γυναικωνίτη λέγοντάς τους νὰ πλαγιάσουν ἐκεῖ, νὰ μὴ τοὺς φάγη τὸ ἠλιοπύρι μέσα στὸ μεσημέρι.
Ἐμπρὸς στὸν ἀντρωνίτη τοῦ Γαλὴπ ἀγᾶ ἦταν μεγάλο περιβόλι περικλεισμένο ἀπὸ ψηλοὺς τοίχους. Τὸ περιβόλι εἶχε διάφορα πωρικὰ καὶ πολλὲς μυγδαλιές, τὸν κυριώτερο πλοῦτο τοῦ χωριοῦ. Ὁ Τζιριτόκωστας ἔρριξε τὸ μάτι ἐκεῖ καὶ ἡσυχία δὲν εὕρισκε. Ἀληθινὰ τὰ μύγδαλα ἦσαν ἀκόμη ἄδετα καὶ τ᾿ ἄλλα ὅμως πωρικὰ εἶχαν πολὺ χειρότερα. Ἂν ἐγέμιζε τὰ σακκούλια του μὲ μύγδαλα, ἠμποροῦσε νὰ τὰ πουλήση σὲ τίποτα κουτοὺς στὸ δρόμο. Καὶ ἂν δὲν τὰ ἐπουλοῦσε, τὰ ἔχυνε τέλος. Τί θὰ ἔχανεν αὐτός; Τὴν τσόχα ἢ τὰ ραφτικά; Ὁ ζητιάνος ἄφησε νὰ περάσῃ λίγη ὥρα· ἔπειτα ἐσήκωσε τὸν παραγιὸ κι ἐμπῆκαν στὸ περιβόλι. Ἔφθασαν φυλαχτὰ στὶς μυγδαλιές, ἀνέβηκεν αὐτὸς στὴν πλέον φορτωμένη καὶ ἄρχισε νὰ ραβδίζῃ τὰ λυγιστὰ κλαδιά, ἐνῷ ἐσύναζεν ὁ παραγιὸς στὶς ποδιές του τὰ τσίγαλα.
Ὁ ἀγᾶς ὅμως δὲν εἶχε κοιμηθῆ ἀκόμη. Ἄκουσε τὸ ράβδισμα, ἐπετάχθηκε μὲ τὴν πάλλα καὶ ἅρπαξε τὸν παραγιὸ ἀπὸ τὰ λαιμοτράχηλα. Ὁ ζητιάνος βλέποντάς τον ἔβαλεν ὅλη του τὴ δύναμη, ἐπήδησε στὴ μάντρα, ἀπ᾿ ἐκεῖ ἔπεσε στὸν δρόμο κι ἔγινεν ἄφαντος. Ὁ ἀγᾶς ἔδειρε μὲ τὶς διπλαριὲς τὸν παραγιὸ ὅσο ποὺ ἀπόστασεν. Ἔπειτα αἱματοκυλισμένο τὸν ἔρριξεν ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα. Ὁ Μουτζούρης, ὅταν ἐβεβαιώθηκε πὼς ἦταν μόνος, ἐσηκώθηκεν ἐλεεινός, κι ἐβγῆκε τρικλίζοντας ἀπὸ τὸ χωριό. Ὁ ζητιάνος ἦταν ἐκεῖ κοντὰ κρυμμένος σ᾿ ἕνα χάλασμα τζαμιοῦ. Ηὖρεν ἕνα γαϊδουράκι ποὺ ἔβοσκε σαμαρωμένο, ἔδεσεν ἐπάνω κουβάρι τὸν παραγιὸ κι ἔφυγε σύνταχα.
Ὅμως ἀπὸ ἕνα ξύλο ἔφυγαν καὶ σ᾿ ἄλλο ἔπεσαν οἱ ζητιάνοι. Τὸ εἶχε φαίνεται ἡ ἑβδομάδα τους. Ὁ Βαλαχᾶς ἐχτυποῦσε μὲ χέρια καὶ μὲ πόδια, ὅπου ἔφτανε σὰν λυσσασμένος καὶ ἀκόμη δὲν ἤθελε νὰ παραιτήσῃ τὸν Τζιριτόκωστα. Καὶ αὐτὸς ἄρχισε πλέον νὰ χάνῃ τὴν ὑπομονή. Ἅ, μὰ τὸ παραξήλωσεν ὁ τελωνοφύλακας! Ἄναψε φωτιὰ τὸ πρόσωπό του· σπίθες ἐπέταξαν τὰ μάτια του. Λίγο ἀκόμη καὶ θ᾿ ἅπλωνε τὰ χέρια –τὰ δάχτυλα ἐκεῖνα, ποὺ ἂν ἔμαθαν ν᾿ ἁπλώνουν καὶ νὰ μαζώνουν σὰν ἁπλοκαμοὶ χταποδιοῦ κατὰ τὴν περίσταση, δὲν ἐξέμαθαν ὅμως νὰ σφίγγουν, νὰ συντρίβουν κόκκαλα μαζὶ καὶ κρέας–, νὰ σοῦ κάμῃ γιὰ τ᾿ ἁλάτι τὸν φαντασμένον. Ἀλλὰ σὰν φρόνιμος καὶ γνωστικὸς ποὺ ἦταν ἐκρατήθηκεν. Ἐγύρισε δυό-τρεῖς φορὲς τὰ μάτια στὸ γιαπί, νὰ ζητήσῃ ἀπὸ τοὺς χωριάτες βοήθεια· ἀλλὰ τοὺς εἶδε νὰ κοιτάζουν μὲ θαυμαστὴ ἀδιαφορία.
Οἱ Καραγκούνηδες εἶχαν πάψη τώρα τὴν ὁμιλία τους. Ὁ πάρεδρος καὶ ὁ Μπιρμπίλης ἄφησαν γι᾿ ἄλλη φορὰ νὰ πείσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ γροθοκοπήματα, ποιὸς ἀπὸ τοὺς πολιτικούς του τόπου ἦταν ὁ ἀξιώτερος. Ἐπρόσεχαν στὸ ποδοκύλισμα ἐκεῖνο τοῦ τελωνοφύλακα καὶ τοῦ ζητιάνου μὲ κρύο αἷμα, λὲς κι ἔβλεπαν δυὸ πετεινοὺς νὰ μαλώνουν. Ἔβλεπαν κι ἔλεγαν καθένας μὲ διαφορετικὴ φράση καὶ σχήματα κι ἔκφραση τοῦ προσώπου τὴν ἀπορία τὴ μεγάλη, γιατὶ ὁ ζητιάνος ἐκυλιόταν κατὰ γῆς τόσην ὥρα χωρὶς οὔτε λόγο νὰ εἰπῇ, οὔτε ἀντίσταση νὰ κάμῃ, οὔτε σημάδια θυμοῦ νὰ δείξη στὸ πρόσωπό του; Ἔ, μὰ ἔχει κι ἡ ὑπομονὴ τὰ ὅριά της!...
– Τί θαρρεῖτε, ἔλεγεν ὁ Χαδούλης παίζοντας ἐπάνω-κάτω τὰ ματόφυλλά του, λὲς κι ἐθάμπωνεν ἀσυνήθιστος στὸ φῶς τῆς ἡμέρας· φαίνεται γερὸς μὰ εἶνε φοβιτσάρης· δύναμη χωρὶς καρδιὰ τί νὰ τὴν κάμῃς.
– Δύναμη ἔχει καὶ τ᾿ ἄλογό μου, εἶπεν ὁ Τζουμᾶς· μὰ σὰν πιάσω τὸ καμουτσίκι αἷμα κατουράει.
– Μπορεῖ νά ῾χη καρδιά, εἶπεν ὁ Παπαρρίζος, ξύοντας ἀκόμη τὸ στῆθος του καὶ μορφάζοντας πονετικά, καὶ νὰ μὴ θέλῃ νὰ δείρη· γιατί, σοῦ λιέει, νὰ κολάσω τὴν ψυχή μου.
– Θὰ κολάσω τὴν ψυχή μου, λιέει! ἔκοψεν ὁ Κράπας μὲ θυμό, κοιτάζοντας τὸν παπά. Σὰν χάσω ἐγὼ τὸ κορμί, ἂς πάῃ στὸ διάολο κι ἡ ψυχή!
– Φτύσε σύνταχα, εὐλογημένε! Φτύσε σύνταχα! ἐφώναξεν ὁ παπὰς κάνοντας τὸν σταυρό του· ὁ καταραμένος σ᾿τὸν σφύριξε τέτοιο λόγο; Φτύσε, λιέω!
Οἱ χωριάτες ἔφτυσαν ἀμέσως ὅλοι στοῦ Παπαρρίζου τὸ πρόσταγμα. Ἔφτυσε πίσω ἀπὸ τὸν ὦμο τοῦ τρεῖς φορὲς καὶ ὁ Κράπας χασκογελώντας.
– Μωρέ, νὰ τοῦ κατέβαζε μία! εἶπεν ὁ Χαδούλης· ψιμάρνι θά ῾τρωγα.
– Κι ἐγώ, ἐπρόσθεσεν ὁ πάρεδρος· δὲν ξέρεις πόσο τὸν μισάω τὸ φαντασμένο.
– Ἂμ ἐγώ; Σὲ μιὰ σταλιὰ νιερὸ νὰ τὸν βρῶ τὸν πνίγω· εἶπε μὲ μῖσος καὶ ὁ Μπιρμπίλης. Μᾶς πῆρε πιὰ γιὰ ρεμπάσκια! Δὲν ξέρω σὰν τί εἶνε ὁ τόπος κι ἡ γενιά του.
– Εἶνε πολιτεία, καϋμένε! εἶπεν ὁ Μαγουλᾶς. Ἀφοῦ σοῦ λιέει εἶνε πατρίδα τοῦ Τρικούπη τοῦ βεζύρη, λόγιαξε!... Κι ἀτὸς τοῦ εἶνε ἀρχοντοσόι· ἡ ρίζα τοῦ κρατιέται ἀπὸ τοῦ Ζωντανοῦ, ποὺ φτάνει στὰ δεκαφτὰ ζουνάρια.
– Μωρέ, τί λιές!
Καὶ ὁμόγνωμοι ἐγύρισαν μ᾿ ἔκφραση σεβασμοῦ στὰ μάτια νὰ καμαρώσουν τὸν Βαλαχᾶ. Τώρα εὕρισκαν πῶς δίκιο εἶχε καὶ παραδίκιο ὁ νέος, ἀφοῦ ἡ ἀρχοντικὴ οἰκογένειά του ἔφθανε τὶς δεκαεφτὰ γεννεές. Ἕνας τέτοιος ἄρχοντας ἔχει βέβαια τὸ δικαίωμα νὰ κάνῃ ὅ,τι θέλει. Καὶ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἐμιλοῦσε ποτέ, καλὰ καὶ ὑπέρκαλα ἔκανε. Τί νὰ μιλήσῃ καὶ νὰ εἰπῇ, ἀφοῦ αὐτοὶ δὲν μετροῦν οὔτ᾿ ἕνα ζωνάρι!... Καὶ θαμπωμένοι ἀπὸ τὴν οἰκογενειακὴ λάμψη τοῦ Βαλαχᾶ οἱ Καραγκούνηδες μόλις ἐτολμοῦσαν τώρα νὰ σηκώσουν τὰ μάτια ἐπάνω του. Ἀλλ᾿ ἐκείνη τὴν ὥρα κλαψάρικη ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ ζητιάνου:
– Βοηθᾶτε, ρὲ παιδιά· χριστιανὸς εἶμαι κι ἐγώ· δὲ μὲ λυπᾶστε!...
Ἀνυπομόνησε πλέον ὁ ἄνθρωπος στὴν τόσην ἀναισθησία τῶν χωριάτων καὶ τὴν λύσσα τοῦ Βαλαχᾶ, ὥστε ἀποφάσισε νὰ ζητήσῃ βοήθεια. Ἂν καὶ μὲ τοῦτο δὲν ἐπήγαιναν νὰ τὸν ἀπαλλάξουν, θ᾿ ἄφινε πλέον τὴν προσποίηση καὶ θ᾿ ἁπαλλασσόταν μ᾿ ἕνα καὶ μοναχὸν ἀνακλάδισμα. Ἀλλὰ οἱ χωριάτες στὴ φωνή του, λὲς τώρα κι ἐξύπνησαν ἀπὸ ὕπνο βαθύ, ἐσηκώθηκαν ὅλοι κι ἔτρεξαν νὰ τοὺς χωρίσουν. Ὁ τελωνοφύλακας ὅμως ἐπίμενε νὰ μὴν παρατήσῃ τὸ θῦμα του. Ἐπῆγεν ὁ Παπαρρίζος σὰν σεβαστὸς νὰ τοῦ πιάσῃ τὸ χέρι· ἀλλ᾿ ἐκεῖνος, τυφλὸς ἀπὸ τὸν θυμό, ἐσήκωσε καὶ τοῦ κατάφερε μία γροθιὰ στὸ μέτωπο, ποὺ ἐπέταξε δέκα ὀργυιὲς μακρὰν τὴ σκούφια καὶ ἄφησεν ἄπλεχτα στὸν ἄνεμο τὰ ψαρὰ μαλλιά του.
Ἡ γροθιὰ ἐκείνη ἦταν ἡ σωτηρία τοῦ ζητιάνου.
Ὁ Βαλαχᾶς ἀμέσως ἐστάθη κι ἔκπληχτος καὶ ἀκίνητος, μὲ τὰ χέρια ριχμένα κάτω, μὲ τὰ μάτια ἐμπρός, στυλωμένα κάπου ἀορίστως, ἄψυχα, νεκρὰ σχεδὸν χωρὶς νὰ βλέπουν τίποτε ἀπὸ τὰ γύρω ἀντικείμενα. Ἡ γνῶσις ἀπότομα ἐγύρισε πύρινη καὶ ἄρχισε νὰ ἐξετάζῃ τὸν ἑαυτό του. Τ᾿ εἶνε ποὺ ἔκαμε! Τί μεγάλο καὶ φριχτὸ κακὸ εἶνε ποὺ ἔκαμε! Νὰ χτυπήσῃ ἕναν παπά, ἕνα ἱερὸ πρόσωπο, τοῦ Θεοῦ λειτουργὸ καὶ δίχως λόγο κανένα εἶνε βέβαια κάμωμα ἀνίερο. Ποιὸς Θεὸς εἴτε καὶ ποιὸς ἄνθρωπος θὰ τοῦ συχωρέση αὐτὸ ποτέ! Ποιὰ γῆ θὰ καταδεχθῇ νὰ λυώσῃ τὸ χέρι ἐκεῖνο καὶ ποιὸς τάφος θὰ παραδεχθῇ στὸν κόρφο του ἐκεῖνο τὸ κορμί! Τέτοιο κάμωμα δὲν ἔγινε ποτὲ μέσα στοὺς αἰῶνες! Τέτοια τρισαναθεματισμένη ἰδέα δὲν ἐπέρασε βέβαια ποτὲ ἀπὸ ἀνθρώπινο κεφάλι! Εἶνε ἀνάξιος νὰ λέγεται πλέον ἄνθρωπος· εἶνε τερατούργημα νὰ φαίνεται ἀνάμεσα στὸν κόσμο! Δὲν τοῦ μένει ἄλλο τώρα παρὰ νὰ ξεχωνιάσῃ τὴ γῆ καὶ μέσα τῆς νὰ κρυφθῆ ὁλοζώντανος!... Ὅσο ἐξέταζε τὴν πράξη του ὁ τελωνοφύλακας, τόσο εὔρισκεν ἔνοχο τὸν ἑαυτό του. Κατάκρυα εἶχε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του. Τὸ πρόσωπό του ἔγινε κάτασπρο σὰν τὸ χῶμα. Τὸ στῆθος του ἀνέβαινε μὲ συμπτώματα φοβερῆς δύσπνοιας. Σὰν μαργαριτάρι ἐκαθόταν ὁ ἵδρωτας στὸ μέτωπό του· τὰ φτερούγια τῆς μύτης του ἀνακινοῦνταν, σὰν τὰ βράγχια τοῦ ψαριοῦ, ποὺ ἐπήδησεν ἄμυαλο ἔξω ἀπὸ τὸ νερὸ στὸν κατάστεγνον καὶ ἀσφυχτικὸν ἄμμο. Τέλος ἐσήκωσε τὸ χέρι καὶ τὸ ἔσυρε τρεμουλιαστὰ στὸ μέτωπό του. Κι ἔξαφνα, ρίχνοντας ἀνατριχιαστικὸ λυγμό, ἀπαράλλαχτό με τὸν ἦχο ποὺ ἔκανε τοῦ Μαγουλᾶ ἡ γυναῖκα ὅταν ἔτριβε τὸ λεβέτι, ἔτρεξε μὲ παραπατήματα, μὲ ταλαντεύματα τοῦ σωμάτου ἐπίφοβα, σὰν πουλὶ ποὺ ἔχει σπασμένα τὰ φτερά, καὶ ἀνέβηκε στὸ δωμάτιό του. Βιαστικὸς ἔκλεισε τὴν πόρτα, ἐσώριασεν ἀνάκατα πίσω της τὸ σαρακοφαγωμένο τραπέζι του, τὸ μικρὸ μπαοῦλο καὶ τὴν κάσα τοῦ πετρελαίου, ποὺ τοῦ ἐχρησίμευε γιὰ κάθισμα, κατατρομαγμένος, λὲς καὶ ἤθελε νὰ σηκώση θεόρατο ἐμπόδιόν σε φανταστικοὺς ἐχθρούς. Ἔπειτα μὲ τὴν ἴδια σπουδὴ καὶ ἀνησυχία ἐρρίχθηκε στὸ κρεβάτι του, ἔθαψε τὸ κεφάλι μέσα στὰ μάλλινα σκεπάσματα καὶ ἄρχισε νὰ χύνῃ πύρινα δάκρυα, ἐνῷ τὸ σῶμα τοῦ ἐσπαρτάριζεν ἀπὸ λυγμούς. Τί τὴν ἤθελε τὴ ζωὴ ἒπειτ᾿ ἀπὸ τέτοιο κάμωμα ὁ Βαλαχᾶς;
– Μπᾶς καὶ τοῦ ῾στριψε, λιέω! εἶπαν οἱ χωριάτες χασκογελώντας μὲ τὸ σπασμωδικὸν ἐκεῖνο τρέξιμο τοῦ τελωνοφύλακα.
– Μπρὲ π᾿ ἀνάθεμά τον, τὸ δαιμονισμένο! Ἐπῆγε νὰ μοῦ χύσῃ τὸ μάτι!... ἔλεγεν ὁ Παπαρρίζος ψηλαφώντας τὸ μέτωπό του.
Οἱ χωριάτες ἐτριγύρισαν ὅλοι τὸν παπᾶ τους. Τὸν ἐρωτοῦσαν πῶς ἦταν κι ἐζητοῦσαν νὰ ἰδοῦν τὴν πληγή του.
Ὁ ζητιάνος, ἀφοῦ εἶδε πῶς κανεὶς δὲν τὸν ἐπρόσεχε, ἔμεινε ἀκόμη ἐκεῖ κατάχαμα, κλαίοντας καὶ μυρολογώντας.
– Ὤχ, ὁ δόλιος! Μ᾿ ἐσάπισε· ἔσπασε ὅλα μου τὰ κόκκαλα! Δὲν μπορῶ νὰ περπατήσω! Δὲν μπορῶ νὰ σταθῶ στὰ πόδια μου! Βοηθᾶτε, χριστιανοί μου, νὰ σηκωθῶ!
Οἱ χωριάτες ἄφησαν τότε τὸν παπᾶ κι ἐγύρισαν νὰ σηκώσουν τὸν ζητιάνο. Ἀλλ᾿ ἦταν σὲ κακὴ κατάσταση, ὁ δυστυχισμένος! Ὅπου καὶ ἂν τὸν ἔγγιζαν, ἐπονοῦσε φριχτά. Χέρι δὲν ἠμποροῦσε νὰ σηκώσῃ, οὔτε κεφάλι. Ξεκλειδωμένοι ἦταν ὅλοι του οἱ ἁρμοί· λιανισμένα ὅλα του τὰ κόκκαλα! Καί, χύνοντας ποτάμι τὰ δάκρυα, ἔλεγε μὲ μισοκομμένη φωνή:
– Ὤχ, χριστιανοί μου, ἀφῆστε με· δὲν μπορῶ! Θὰ πεθάνω ὁ ἔρμος κι ὁ θλιμμένος! Θὰ πεθάνω!... Παπᾶ μου, νὰ λάμψ᾿ ἡ ἁγιοσύνη σου, φέρε τὰ γιερὰ νὰ μὲ μεταλάβῃς. Ὁ θάνατος πλακώνει· βλέπω τὸ Χάρο π᾿ ἔρχεται νὰ πάρῃ τὴν ψυχή μου!
Οἱ χωριάτες ἐφρόντιζαν νὰ τὸν παρηγορήσουν. Τὸν ἐρωτοῦσαν ποὺ ἦταν χτυπημένος. Τοῦ ἔλεγαν πῶς τίποτε δὲν ἔχει καὶ νὰ σηκωθῆ. Ἀλλ᾿ αὐτὸς ἐπέμενε σῴνει καὶ καλὰ πὼς θὰ πεθάνῃ.
– Ἐγὼ πεθαίνω· ἀφῆστε με νὰ πεθάνω ἥσυχα, τοὺς ἔλεγε. Μὲ σκότωσε, πάει, μὲ σκότωσε! Μὰ δὲ φταίει αὐτός·ἐγὼ φταίω... Θέ μου· μὴ τὸν κρίνῃς τὸν ἀφέντη· μὴ τὸν δικάσῃς, δικαιοκρίτη μου!... Εἶνε ἀφέντης κι ἀφεντικὰ πορεύεται. Ἐσκότωσ᾿ ἕνα ψοφίμι· ἕνα σκουλῆκι τῆς γῆς ἐπάτησε· ἂς εἶνε καλά. Ἐγὼ ἔφταιγα. Τ᾿ ἤθελα ἐγὼ νὰ πάω κοντά του;... Ὤχ, χριστιανοί μου, λυπηθῆτε με!
Μὲ τὰ δάκρυά του καὶ τὰ παράπονα, μὲ τὴν χριστιανικὴν ἐκείνην ὑπομονὴ καὶ δέηση γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ φταίχτη του, ὁ ζητιάνος ἦταν ἱκανὸς καὶ πέτρες νὰ ραγίση. Ἂν καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ Καραγκούνη δὲν εἶναι μαλακώτερη ἀπὸ τὴν πέτρα, ὅμως ἐψυχοπόνεσε τώρα. Ὅλοι ἐπάσχιζαν σῴνει καὶ καλὰ νὰ σηκώσουν ἀπὸ ἐκεῖ τὸν Τζιριτόκωστα.
– Ἄχ! Ποῦ θὰ μὲ πᾶτε, ἔλεγεν αὐτὸς στενάζοντας· δὲ μ᾿ ἀφίνετ᾿ ἐδῶ νά;... Καθὼς κατάντησα θέλω στρῶμα, θέλω φωτιά...
– Μωρὲ καὶ στρῶμα καὶ φωτιὰ κι ὅ,τι χρειασθῆς· σήκω! τοῦ εἶπεν ὁ Κράπας μισοκλαίοντας.
– Ὤχ, λίγο ρακί· δῶστε μου λίγο ρακὶ πρῶτα, νὰ σταλώσ᾿ ἡ καρδιά μου...
Ἔτρεξεν ἀμέσως ὁ Μαγουλᾶς κι ἔφερεν οὖζο ἀπὸ τὸ μαγαζί του κι ἐπότισε τὸν ζητιάνο. Ἔπειτα τὸν ἐβοήθησαν κι ἐσηκώθηκε μὲ δυσκολία ὁλόσκυφτος, σὰν κοψομεσασμένος. Ἄφησε νὰ τὸν ὁδηγήσουν, ὅπου ἤθελαν, μὴ παύοντας νὰ βογγᾷ καὶ νὰ συσταίνῃ στὴν προστασία τοὺς τὸν παραγιὸ καὶ τὸ γαϊδουράκι του.
– Κι ἐκεῖνος ὁ δόλιος, τὰ ἴδια ἔπαθε· ἔλεγεν. Ἄχ! Ἐμᾶς τῶν φτωχῶν τέτοια εἶνε ἡ μοῖρα! Ὅπου πᾶμε κλωτσὲς μαζώνουμε, σὰν τὰ κοπρόσκυλα... Ἂς εἶνε καλὰ οἱ χριστιανοί· δίκιο ἔχουν· τοὺς παίρνουμε τὸ δικό τους!...
Οἱ χωριάτες ἔσυραν τὸν Τζιριτόκωστα σ᾿ ἕναν εὔκαιρον ἀχυρῶνα, ἔστρωσαν παχὺ ἄχυρο καὶ τὸν ξάπλωσαν ἐπάνω. Ἔπειτα ἔφεραν κουβάρι καὶ τὸν παραγιὸ καὶ τὸν ἀπίθωσαν παρέκει. Τὸ γαϊδουράκι ὁ Χαδούλης ἔλεγε νὰ τὸ βάλῃ στὸν στάβλο μαζὶ μὲ τὰ ζωντανά του καὶ θὰ καλοπεράσῃ ἀπ᾿ ὅλα. Ἂς μὴν ἐφρόντιζε καθόλου. Ἀλλ᾿ αὐτὸς ἐπέμενε νὰ τοῦ τὸ βάλουν ἐκεῖ κοντά, νὰ τὸ βλέπῃ. Ἦταν τὸ μοναχὸ ἔχει του, ἡ μόνη τῆς πολύκληρης οἰκογενείας του περιουσία, ὁ μοναχός του σύντροφος καὶ φίλος σ᾿ ὅλες τὶς κακοπάθειες τῆς ζωῆς. Ἤθελε νὰ ἔχῃ στυλωμένα τὰ μάτια ἐπάνω του, ὡς ποὺ νὰ ἔβγῃ ἡ ἀθλία του ψυχή. Ἐπῆγαν λοιπὸν καὶ τὸ γαϊδουράκι ἐκεῖ μέσα, τὸ ἔδεσαν σὲ μία γωνιὰ καὶ τοῦ ἔβαλαν ἄφθονη φάκνα. Ἔπειτα ἐπρότειναν νὰ τὸν γδύσουν, νὰ ἰδοῦν ποὺ ἦταν χτυπημένος, νὰ τοῦ κάμουν κανένα γιατρικὸ οἱ γυναῖκες. Ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν ἤθελε μὲ κανένα τρόπο. Γιατί σὲ κόπο νὰ τοὺς βάλῃ; Ἀρκετὰ ἔκαμαν ἕως τώρα. Θὰ κοιταχτῆ μόνος του...
– Μὰ τὸ παιδί, ἀποδῶ, τί ἔπαθε κι εἶν᾿ ἔτσι; τὸν ἐρώτησε ὁ πάρεδρος, βλέποντας ἔξαφνα τὸν παραγιὸ καταματωμένον καὶ μισοζώντανον.
– Ὤχ, κι αὐτὸς ὁ ἔρμος κι ὁ βασανισμένος!... ἄρχισε μὲ κλαψάρικη φωνὴ ὁ ζητιάνος.
Ἀλλὰ καὶ τί νὰ εἰπῇ, σὲ τί ν᾿ ἀποδώση τὴν κατάστασιν ἐκείνη τοῦ Μουτζούρη; Τὰ παθήματα τοὺς ᾖρθαν τὸ ἕνα ἐπάνω στὸ ἄλλο καὶ δὲν ἔδωσαν καιρὸ στὸν Τζιριτόκωστα νὰ σκεφθῆ γιὰ νὰ δικαιολογήση τὸ πάθημα τοῦ παραγιοῦ. Νὰ εἰπῇ τὴν ἀλήθεια δὲν ἦταν δυνατό. Δὲν ἐτρελλάθηκεν ἀκόμη! Δὲν ἦταν ὅμως ἀπ᾿ ἐκείνους ποὺ τὰ χάνουν εὔκολα. Τὸ μυαλὸ τοῦ ἦταν γόνιμό σε μυθοπλαστίες τῆς στιγμῆς. Κι ἐνῷ ἄρχισε νὰ ταλανίζῃ τὴν τύχη τους καὶ τὴν τέχνη τοὺς –πράγματα ποὺ ἔκανε κατὰ συνήθεια πλέον– τὸ μυαλὸ ἐδούλευεν ὡρολόγι κι ἐπὶ τέλους ηὖρε τὸν μῦθο.
Ἐκεῖ ποὺ ἔφευγαν, λέγει, ἀπὸ τὸ Μπαμπᾶ, αὐτὸς ἐμπρὸς καὶ πίσω ὁ παραγιὸς στὸ γαϊδουράκι δεμένος –ἦταν σακάτης ὁ δόλιος!– τοὺς ἀπάντησαν δυὸ στρατιῶτες. Τοῦρκοι ἦσαν, Ἀλαμάνοι ἦσαν, δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἰπῇ. Ἦσαν ὅμως ἀληθινοὶ στρατιῶτες. Τοὺς ἐσταμάτησαν ἐκεῖ στὸν δρόμο, ἔψαξαν πρῶτα τὸν Τζιριτόκωστα καὶ τοῦ πῆραν ὅ,τι κι ἂν εἶχε. Τί θὰ εἶχε; Λίγα πράγματα. Τώρα οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν σφιχτοί· δὲν λύνουν τὴ σακκούλα τους νὰ ἐλεήσουν φτωχό! Ἐξέχασαν πὼς ἐκεῖνος ποὺ ἐλεεῖ φτωχὸ δανείζει τὸ Θεό! Ἔπειτα δὲν ἔχουν κι ὅλα οἱ ἄνθρωποι, νὰ λέμε τὴ μαύρη ἀλήθεια. Ἐπλάκωσαν κακὲς χρονιές! Τέλος, ὅ,τι λιανῶματα εἶχε τοῦ τὰ πῆραν. Δὲν τοῦ ἀφήκαν λεφτὸ τσακισμένο. Ἔπειτα ἠθέλησαν νὰ πᾶνε καὶ στὸ παιδί. Ἐκεῖνο ἐφοβήθηκε κι ἔβαλε τὶς φωνές. Τότε οἱ στρατιῶτες ἐρρίχθηκαν θυμωμένοι ἐπάνω του καὶ ὁ Τζιριτόκωστας ἐλάκησε, νὰ μὴ τὸν σαπίσουν στὸ ξύλο. Ἒπειτ᾿ ἀπὸ μία ὥρα ἐγύρισε φυλαχτὰ ἐκεῖ. Οἱ στρατιῶτες εἶχαν φύγει· ἀλλὰ τί νὰ ἰδῇ; Τὰ σακκούλια ποὺ ἔβανε τὰ ἐλέη τῶν χριστιανῶν, τὸ καποτάκι τοῦ παιδιοῦ, μιὰ τριχιὰ καινούργια ποὺ εἶχε στὸ σαμάρι, τὰ ἐπῆραν ὅλα οἱ στρατιῶτες καὶ τὸ παιδὶ ἔπλεκε στὸ αἷμα τοῦ μισοπεθαμένο...
Ἐκείνη τὴν ὥρα ἐκατάλαβεν ὁ παραγιός, πῶς τὰ παθήματά του ἐδιηγόταν τ᾿ ἀφεντικὸ καὶ κατὰ καθῆκον ἀναγκασμένος νὰ τὰ βεβαιώση, ἔρριξε βραχνὴ καὶ ἀδύνατη φωνή:
– Λυπηθῆτε, χριστιανοί, τὸ σακάτικο!... Ἔ, πῶς εἶμαι τ᾿ ἀπταπό, τὸ ἐλάχιστο! Δωρεὰν ἐδώσατε, δωρεὰν ἐλάβατε... Ἔ, πῶς εἶμαι τὸ ἐλεεινό, ἐλεῆστε με!...
Μέσα στὸν σκοτεινὸν ἐκεῖνον ἀχυρῶνα, ἡ φωνὴ τοῦ παραγιοῦ ἡ θλιμμένη καὶ τοῦ Τζιριτόκωστα ἡ φοβερὴ διήγηση, ἐρράγισαν τὶς ψυχὲς τῶν χωριάτων. Μεγάλη τους ἐκυρίεψεν ἀγανάχτησις γιὰ τὴν πράξη τῶν στρατιωτῶν ποὺ τὴν ἐπῆραν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τέλος ἀληθινή. Καὶ τοῦτο ὄχι γιατὶ δὲν ἔχουν πονηρία, εἴτε γιατὶ ἔκριναν τὸν Τζιριτόκωστα ἀνίκανο νὰ τοὺς εἰπῇ ψέματα. Ἀλλὰ ἤξεραν καὶ οἱ ἴδιοι ἀπὸ ἄλλα κατορθώματά τους· τὰ στρατιωτικὰ ἀποσπάσματα. Θὰ εἰποῦν τάχα πῶς ἐλευθερώθηκαν κι αὐτοί! Τί ἐλευθερώθηκαν; Μόνον ἀφέντη ἄλλαξαν! Ἀντὶ νὰ ἔχουν τὸν ἀγά, ἔχουν τώρα τὸν ἀξιωματικό. Ἀντὶ τοῦ τσαούση, ἔχουν τὸν λοχία· ἀντὶ τοῦ νιζάμη, τὸν στρατιώτη ἢ τὸν χωροφύλακα, πού, ἅμα κάμῃ κατὰ τὰ χωριά, γίνεται χειρότερος ἀπὸ τὸν παλιὸ γενίτσαρο. Προχθὲς ἀκόμη ἐπάνω στὴν Κρανιὰ τί κακὸ ἔκαμεν ἕνας λοχίας! Ἐπῆρε τὸν Λάγιο, τὸν πρῶτο νοικοκύρη τοῦ χωριοῦ καὶ τὸν Μπαροῦμα, ποὺ ἀνθρώπου δὲν εἶπε: κᾶμε πέρα νὰ περάσω, καὶ τοὺς ἔβαλεν ἐμπρὸς τοῦ ὅλη νύχτα νὰ τοῦ καθαρίζῃ σκόρδα ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος νὰ βαστᾷ σὲ κάθε χέρι ἀπὸ ἕν᾿ ἀσκὶ γεμάτο κρασί, ἐνῷ αὐτὸς στρωμένος χάμω ἐδιασκέδαζε μὲ τοὺς φίλους του. Καὶ γιατί; Γιατὶ ἔτσι τὸ ἤθελεν ὁ κομματάρχης. Ἀληθινὰ δὲν ἀκούστηκεν ἀκόμη στρατιῶτες νὰ λῃστεύουν ζητιάνους· ἀλλ᾿ ἄνθρωποι, ποὺ κάνουν τόσα καὶ τόσα, θὰ φοβηθοῦν νὰ κάμουν κι αὐτό;
– Τοῦρκοι, λέει! ἐφώναξε θυμωμένος ὁ Χαδούλης· ἦσαν πονετικώτεροι οἱ Τοῦρκοι ἀπ᾿ αὐτουνούς!...
– Μακάρι νὰ τοὺς εἲχαμ᾿ ἀκόμη· εὐχήθηκεν ὁλόψυχα ὁ πάρεδρος.
– Ποῦ ξέρεις, ἂν δὲν μᾶς ἔρθουν πάλι· ἐσυμπέρανε ὁ Τζουμᾶς.
– Νὰ δώσῃ ὁ Θεός! εἶπε κάνοντας τὸν σταυρό του ὁ Παπαρρίζος.
– Ἔ, πῶς εἶναι τὸ καϋμένο!... ἔκοξεν ἐξαφνικὰ ὁ παραγιὸς τὴν κουβέντα τῶν χωριάτων.
– Σώπα, φτωχὲ κι ἐσύ, σώπα! τοῦ ἀποκρίθηκεν ὁ ζητιάνος μὲ ψυχοπόνια. Νὰ ποὺ βρέθηκαν φτωχοὶ ἀνθρῶποι καὶ μᾶς ἐσυμμάζωξαν. Καὶ φαγὶ θὰ σοῦ φέρουν καὶ κρασί, μόν᾿ σώπα καὶ συχώρα τους.
Καὶ ἀληθινὰ οἱ χωριάτες, ἕνας με τὸν ἄλλον, ἔβγαιναν ἀπὸ τὸν ἀχυρῶνα κι ἐγύριζαν πάλι φέρνοντας κάτι τί ἀπὸ τὸ φτωχικὸ δεῖπνο τους. Ὁ Κράπας ἔφερε ζεστὸ καὶ λασπερὸ κριθαρόψωμο καὶ σβόλους ξεροτύρι. Ὁ Παπαρρίζος σκόρδα κι ἕνα πιάτο τραχανᾶ. Ὁ Μπιρμπίλης μπλιγούρι ἀχνιστὸ καὶ μαμαλίγκα. Ὁ Τζουμᾶς στὴν τσότρα λίγο κρασί. Τὰ ἐσώριαζαν ὅλα κοντὰ στὸν Τζιριτόκωστα καὶ τὸν ἐπαρακινοῦσαν νὰ φάγῃ γιὰ νὰ συνέρθῃ. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος μὲ ὁλότρεμο χέρι τὰ παραμέριζεν ἀπὸ μπροστά του, ὁλογυρίζοντας στὸ ἄχυρο σὰν τὸ δαρμένο φίδι. Μὲ τί ὄρεξη, ἔλεγε, νὰ φάγη; Πῶς ν᾿ ἀνοιγοκλείσῃ τὶς μασέλες του, ποῦ τὶς ἔτριψε μὲ τὶς γροθὲς ὁ τελωνοφύλακας; Καὶ μήπως εἶχε μόνον τὶς μασέλες! Τὰ πλευρά του ἦσαν ὅλα τσακισμένα καὶ τ᾿ ἄκουε ποὺ ἔτριζαν. Τὰ νεφρά του ἦσαν πεσμένα καὶ τοῦ ἔφερναν φριχτοὺς πόνους. Τὸ κεφάλι του ἄρχισε νὰ πρήσκεται· δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὸ κινήση λίγο χωρὶς νὰ ζαλισθῇ. Τὰ μηνίγγι του ἐσφυροκοποῦσαν φριχτά· τ᾿ αὐτιὰ του ἐβούιζαν· ἡ γλῶσσα του ἔδεσεν. Ἢ τὴν ἔβγαζε ἢ δὲν τὴν ἔβγαζε τὴ νύχτα, ὁ δυστυχισμένος!... Καὶ οἱ λυγμοί του ἀντηχοῦσαν μέσα στὸν ἀχυρῶνα, σὰν φτεροκόπημα νυχτερίδας ἀπαίσιο. Τὰ δάκρυά του ἔτρεχαν ἄφθονα. Οἱ χωριάτες ἐπαράστεκαν ὁλόρθοι τριγύρω του, μὲ τὸ κεφάλι κάτω, θλιμμένοι καὶ πονετικοί. Ἦσαν ἕτοιμοι κι ἐκεῖνοι ν᾿ ἀρχίσουν τὰ δάκρυα. Ἔκριναν τὴν πράξη τοῦ τελωνοφύλακα, τὸν ἄγριό του θυμὸ κι ἔλεγαν πῶς ἔπρεπε νὰ καταγγελθῇ, νὰ πάῃ στὴ φυλακή, νὰ μάθῃ ἄλλη φορὰ νὰ μὴ δέρνῃ ἔτσι ἄπονα τὸν φτωχόκοσμο! Καὶ μέσα στὴν ἀγαναχτισμένη τοὺς συζήτηση ἀντηχοῦσεν ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ καὶ τοῦ παραγιοῦ ἡ φωνή, νὰ συχνολέγῃ θρηνητικά:
– Ἔ, πῶς εἶμαι τὸ φτωχό, τὸ πεντάρφανο!... Κόσμο ἀκούω καὶ κόσμο δὲ βλέπω... Καλοί μου ἀρχοντάδες, λυπηθῆτε με!...
Ἔξαφνα ἐμπῆκε μέσα τρεχάτος μ᾿ ἕνα δαυλὶ ἀναμμένο στὸ χέρι ὁ Μαγουλᾶς. Τὸ ἤφερνε, λέγει, νὰ μὴ μείνουν στὰ σκοτεινὰ οἱ ἄρρωστοι ὅλη νύχτα. Ἀλλὰ μόλις ἐπαραμέρισε τὸ ἄχυρο καὶ ἀπίθωσε τὸ δαυλὶ κατὰ γῆς, ἡ Κρουστάλλω μὲ τοὺς βραχίονες ἀνασκουμπωμένους ἀκόμη, τὰ φουστάνια σηκωμένα ἕως τὴ μέση, μὲ τὰ πόδια ὁλόγυμνα καὶ λασπωμένα, τὸ πρόσωπο ξαναμμένο ἀπὸ θυμόν, ὥρμησε πολυκαταροῦσα μέσα καὶ ἅρπαξε πάλι τὸ δαυλί, μόλις ἄρχισε νὰ χύνῃ τὴν κόκκινή του λάμψι περίγυρα:
– Ἀκοῦς ἐκεῖ! Ἀρέ, δέ μου λέτε πῶς παραλαβώσατε σήμερα μὲ τοὺς ψειρῆδες! ἐφώναξε ρίχνοντας στοὺς χωριάτες ἄγρια βλέμματα. Δὲν ἀνοῖς τὰ στραβά σου, χασονούση, νὰ ἰδῇς ποὺ βασίλεψε ὁ ἥλιος ἐδῶ καὶ μία ὥρα! Ἐγὼ κάνω τ᾿ ἀδύνατα δυνατὰ νὰ κόψω ἀπὸ τὸ σπίτι μου τὰ θηλυκὰ κι ἀτὸς τοῦ ἄλλα θέλῃ νὰ μοῦ φέρῃ!...
Ὁ Μαγουλᾶς ἐχαμήλωσε τὸ κεφάλι καὶ ἄφησε τὴ γυναῖκα του νὰ φύγῃ μὲ τὸ δαυλὶ γλωσσοκοπανώντας στὸν δρόμο γιὰ σερνικὰ καὶ θηλυκὰ παιδιά. Ὁ χωριάτης μέσα στὴν τόση τοῦ καλοσύνη δὲν ἐσυλλογίσθηκε πῶς ἒπειτ᾿ ἀπὸ τὸ ἡλιοβασίλεμα δὲν βγάζουν δαυλὶ ἀναμμένο ἀπὸ τὰ σπίτια. Ἂν ποτὲ γίνῃ τέτοιο πρᾶγμα, ἡ σπιτονοικοκυρὰ γεννᾷ ὅλο θηλυκὰ παιδιά. Καὶ ἡ Κρουστάλλω ἕως τώρα εἶχε γεννήσει πέντε στὸ ἐρμόσπιτό της καί, τόσα ποὺ ἔκανε, δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὰ κόψη. Τώρα ἐκατάλαβε τὸ λάθος του· ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι χωριάτες καὶ ὁ παπὰς καὶ ὁ πάρεδρος τὸν ἐμάλωσαν γι᾿ αὐτό. Εἶχε δίκιο ἡ γυναῖκα! Ἐπαρηγόρησαν ὅπως-ὅπως τοὺς ζητιάνους γιατὶ θὰ ἔμεναν στὰ σκοτεινὰ καὶ μὲ τὰ συχώρια τοῦ Τζιριτόκωστα ἔφυγαν ἕνας με τὸν ἄλλον ἀπὸ τὸν ἀχυρῶνα.
Ὁ ζητιάνος ἀπὸ τὴ θέση τοῦ ἄκουσε τὰ βήματά τους ν᾿ ἀδυνατίσουν καὶ νὰ σβύσουν τέλος πέρα στὰ σύσκοτα. Ἔπειτα ἀγκομαχώντας καὶ μισοκλαίοντας ἐσύρθηκε μὲ τὴν κοιλιὰ σὰν ἑτοιμοθάνατος ἕως τὴ χαμηλὴ πόρτα καὶ φυλαχτὰ ἐπρόβαλεν ἔξω τὸ κεφάλι κι ἐκοίταξε περίγυρα. Ἀλλὰ καθὼς εἶδε τὴν ἐρημία καὶ τὴ σιγή, ἐπήδησεν ἔξαφνα ὁλόρθος, ἀνακλαδίσθηκε κι ἐγέμισε τὸν στενὸν ἀχυρῶνα μὲ τὴ μεγάλη του κορμοστασιά.
Σὰν τὰ χαριτωμένα ἐκεῖνα πλάσματα τῶν παραμυθιῶν, ποὺ κρύβονται γιὰ μῆνες καὶ καιροὺς στὸ καρύδι ἀπὸ ξόρκια μαγικὰ εἴτε θεία θελήματα κι ἔξαφνα πετοῦν λαμπροφορεμένα καὶ ἀνθρώπινα, ἔτσι καὶ ὁ Τζιριτόκωστας τώρα ἐπρόβαλλε μέσ᾿ ἀπὸ τὰ κουρέλια του, λεβεντοκαμωμένος καὶ ὑπερύψηλος. Καμμιὰ δὲν εἶχε πλέον ὁμοιότητα μὲ τὸ πρὶν σαρακοφαγωμένο γεροντάκι. Ἂν καὶ κακόμοιρο, ἦταν χρωματισμένο μὲ τὰ χρώματα τῆς ὑγείας καὶ τῆς ζωῆς τὸ πρόσωπό του. Οἱ ὦμοι τοῦ ἐφαίνονταν πλατεῖς καὶ καλοδεμένοι· τὸ στῆθος τοῦ χορταριασμένος τοῖχος· οἱ βραχίονές του μεστωμένοι καὶ πολυδύναμοι· βεργολυγερὴ ἡ μέση του· κυματιστὰ τὰ μηριά του ἀπὸ τὴ λαχτάρα σάρκας ζωντανῆς· οἱ κνῆμες τοῦ ὀρθοκαθισμένες στὴ γῆ καὶ ἀλύγιστες. Ζωὴ καὶ θέλησις ἀκατάβλητη ἔλαμπε στὰ καστανὰ μάτια του. Ἡ ἰδέα τοῦ σημερινοῦ θριάμβου του, ἡ σκέψις ὅτι ἐκατόρθωσε ν᾿ ἀπατήσῃ ὅλους τοὺς Καραγκούνηδες, νὰ τοὺς συγκινήση καὶ νὰ τοὺς ἁρπάξη τὸ ἔλεος, μὲ φεγγοβόλημα ἐπροδινόταν ποὺ ἐπερίλουζε θαμπωτικὸ τὸ ἄτομό του ὁλόκληρο. Ἦταν ναὶ καὶ τώρα ἐξηνταχρονίτης γέροντας· ἀλλ᾿ ἦταν ἀπὸ τοὺς γερόντους ἐκείνους ποὺ μοιάζουν μὲ τὶς παλιὲς βελανιδιές. Ὅσο παλιώνουν, τόσο τὸ ξύλο τοὺς γίνεται μεστωμένο καὶ σκληρὸ σὰν χάλυβας. Χασκογελώντας ἄδραξεν ἀπὸ χάμω μὲ πόθο τὴν τσότρα καὶ τὴν ἐκόλλησε στὰ χείλη του.
– Στὴν ὑγειά σας, ζωντόβολα! εἶπε μὲ εἰρωνεία. Πάντα νἄρχεστε, πάντα νὰ φέρνετε!...
Τὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἦρθεν ἀργά, λογχίζοντας τ᾿ ἀκάρφωτα ξυλοκεράμιδα τῆς σκεπῆς καὶ τὶς ὀρθάνοιχτες ἀστρέχες καὶ τὴ σαρακοφαγωμένη χαμηλόπορτα, νὰ χυθῇ πάναγνο στὸ βρωμερὸ κατάλυμα τῶν ζητιάνων. Ὁ Τζιριτόκωστας ἔπειτ᾿ ἀπὸ τὸ ἄφθονο φαγοπότι, ἔπεσε ξαπλωταριὰ γιγάντια ἐπάνω στὸ μαλακὸν ἀχυρόστρωμα καὶ ἀμέσως ἀποκοιμήθηκε. Τὸ σκοτάδι πυκνότατο καὶ ὑγρό με τὴ βαρειὰ ὀσμὴ τοῦ σάπιου ἄχυρου καὶ τοῦ κατούρου τὴν ἄχνα, ποὺ πολυκαιρινὴ ἐκαθόταν ἐκεῖ, ἐρρίχθηκαν κι ἐσκέπασαν ὅλον τὸν στενόμακρον ἀχυρῶνα ἕως τοὺς νοτισμένους τοίχους καὶ τὴν ἀραχνιασμένη σκεπὴ μὲ τύφλα καὶ μυστήριον.
Ἀλλὰ τὸ φῶς χύνεται τώρα κάτασπρο στὰ μαυρειδερὰ κουρέλια τῆς φορεσιᾶς καὶ τὰ μελαχροινὰ κρέατα, ἕως τὸ πρόσωπον ἐπάνω καὶ μὲ τὸ κεφάλι τοῦ ζητιάνου, σὰν νὰ θέλῃ περίεργο νὰ ἰδῆ, ἂν ἄφησε μὲ τὸν ὕπνο τὴν ψευτιὰ ἢ τὴν κρατεῖ πολυάκριβη ἐπάνω του, ὅπως καὶ τὴ φορεσιά του. Ἀλλὰ κοιμᾶται ἥσυχος ὁ Τζιριτόκωστας μὲ τὰ σκέλια χαυδωτά, τὰ χέρια ἀνοιγμένα ζερβόδεξα, λὲς καὶ πάσχει ν᾿ ἀγκαλιάσῃ τὸ ἄπειρο γιὰ νὰ τὸ ρίξη στὸ σακκούλι του· τὸ πρόσωπο γυρισμένο ἀπίστομα, τὸ σῶμα σύψυχα παραδομένο στοῦ ὕπνου τὴν χαλυβένια δύναμη. Τὸ δασοτριχωμένο στῆθος τοῦ γλυκανεβαίνει κανονικά με τοὺς παλμοὺς τῆς καρδιᾶς ἥσυχους, ἀχολοτάραχτους, ὅπως κάθε ἀκριβοδίκαιου ἀνθρώπου. Τὸ μέτωπό του λάμπει καθαρὸ καὶ ἀσυγνέφιαστο. Τὸ ἡλιοψημένο πρόσωπό του, ἀργυροκυκλωμένο ἀπὸ τὰ ψαρὰ μαλλόγενα, μὲ τὰ φρύδια χοντρά, καμαρωμένα, τὰ ματόφυλλα κλειστά, τὰ μουστάκια ἥμερα, καλοστριμμένα, τὰ χείλη μισανοιγμένα στὸ χαμόγελο, χύνει συμπάθεια καὶ ἁγιοσύνην ἀχτινοστεφάνωτη. Καὶ τὸ σύνολόν του, ἀπὸ τὰ πόδια ἕως τὴν κορφή, δείχνει πολύπαθον ἐξωμάχο, ποὺ μὲ τὸν ἵδρωτα καὶ τὴν τιμὴ κερδίζει τὸ ψωμί του, ἀναπαυμένον ἀπὸ βαρὺν τὸν κάματο.
Στὴ γωνία παραπέρα, τὸ γαϊδουράκι τοῦ διπλοπόδι κατάχαμα, τὴν τραγανὴ φάκνα τοῦ ἀργομασᾶ καὶ παίζει τ᾿ αὐτιὰ καὶ ἀνοιγοκλεῖ τὰ μάτια, σὰν νὰ τὰ θαμπώνῃ τὸ ἐλάχιστο φῶς. Καὶ στὴν ἄλλη γωνία ὁ παραγιός, κουβαριασμένος μὲ τὰ κουρέλια του, βογγᾶ καὶ στενάζει σὰν πληγωμένο ἀγριοδάμαλο, ρίχνοντας θλιβερὴ καὶ ἄγρια τὴ βραχνὴ φωνή του·
– Μά!... Ὄρε μάννα!...
Ὁ Μουτζούρης ἦταν δεκαπέντε χρονῶν καὶ θὰ ἐφαινόταν βεργολυγερὸ λεβεντόπαιδο, ἂν δὲν ἦταν σακατεμένος. Ὁ Ἅγιος Πέτρος, τὸ χωριό του, ἐγειτόνευε μὲ τὸ χωριὸ τοῦ Τζιριτόκωστα καὶ στὴ ζητιανικὴ δόξα ἦταν ἐφάμιλλο, ἂν ὄχι καλύτερο ἀπὸ ἐκεῖνο. Οἱ κάτοικοί του ἐσυνήθιζαν συφάμελοι νὰ βγαίνουν στὸ ταξίδι. Ἕνα δρόμο ἔπαιρναν οἱ γυναῖκες, ἄλλον οἱ ἄντρες καὶ ἄλλον τὰ ὄψιμα παιδιὰ σερνικοθήλυκα. Ἂν ἦσαν καὶ μερικὰ γεννημένα σακάτικα κι ἐκεῖνα δὲν ἔμεναν ἄεργα. Πολλοὶ ἀρχιζητιάνοι τὰ ἔπαιρναν μ᾿ ἐνοίκιο, τὰ ἐδασκάλευαν στὸ ψυχολόγι κι ἐγύριζαν ἐδῶ κι ἐκεῖ προβάλλοντας τὸ ἄθλιο πάθημά τους στῶν θεατῶν τὸ ἔλεος.
Ἀφ᾿ ὅτου ὅμως ὁ Τζιριτόκωστας ἄρχισε τὸ διαμετακομιστικὸ ζητιανοεμπόριό του στὸ ἐξωτερικὸν καὶ πολλοὶ τὸν ἐμιμήθηκαν, ἡ ἀπαίτησις τῶν γονέων ἔγινεν ἀκριβότερη καὶ ἡ ὑπόληψίς τους ἐμεγάλωσε. Ἀπὸ δεκαπέντε καὶ εἴκοσι δραχμές, ποὺ ἔπαιρναν πρὶν κατὰ μήνα, τώρα ἐζητοῦσαν πενήντα κι ἑξήντα καὶ ἤθελαν νὰ ἐπισημοποιεῖται μὲ συνάλλαγμα ἡ πρᾶξις τους. Τί ἄλλο καλύτερο εὐτύχημα, παρὰ νὰ εἶνε κανεὶς πατέρας τριῶν-τεσσάρων σακατεμένων παιδιῶν; Μὲ αὐτὰ ἠμποροῦσε χωρὶς νὰ κινηθῆ ἀπὸ τὸν τόπο του, χωρὶς τὸ δαχτυλάκι του νὰ σηκώση, νὰ γίνῃ πλούσιος.
Καί, κατὰ παράδοξη σύμπτωση, ἀπὸ τότε ἄξηνε καὶ ἡ σακατοπαραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Τὰ περισσότερα παιδιὰ ποὺ ἐγεννιώνταν ἦσαν κουτσοκουλόστραβα. Διάφορες συζητήσεις ἔγιναν γιὰ τοῦτο μεταξὺ τῶν ἀντρῶν. Ἄλλοι τὸ ἀπόδωκαν στὸ νερό, ἄλλοι στοὺς κόπους, ἄλλοι στὸ στραβοπλάγιασμα καὶ τὸ ξεκατίνιασμα τῶν γυναικῶν τους. Εὑρέθηκαν μερικοὶ ποὺ ὑποστήριξαν πῶς προέρχεται ἀπὸ γειτονικὰ μάγια· καὶ ἄλλοι πολλοὶ ποὺ ἐπίστεψαν στὸ ἄτεχνο πιάσιμο τῆς μαμῆς.
Ἀπὸ τὶς γυναῖκες οἱ περισσότερες ἔμειναν ἐντελῶς ἀδιάφορες. Ἤξευραν ὅτι ἔπρεπε νὰ γεννήσουν κι ἐγεννοῦσαν, χωρὶς νὰ φροντίζουν γιὰ τὸ βρέφος τους. Οἱ ἄντρες μὲ τὴν ἀπάνθρωπή τους πράξη καὶ μὲ τοὺς χρηματιστικοὺς ὑπολογισμοὺς κατόρθωσαν νὰ ξερριζώσουν λίγο κατ᾿ ὀλίγον ἀπὸ μέσα τοὺς τὸ μητρικὸν αἴσθημα, τὸ λαθροκρυμμένο ἀπὸ γενεᾶς γενεῶν στὰ γόνιμα στήθη κάθε γυναίκας καὶ νὰ φυτέψουν ἄλλο. Καὶ τὸ ἄλλο αὐτὸ ἦταν τὸ συμφέρον. Λίγο ἦταν τάχα νὰ συνάζῃ κανεὶς δυὸ καὶ τρεῖς χιλιάδες δραχμὲς τὸν χρόνο ἀπὸ τὰ παιδιά του; Θὰ χτίσουν μὲ αὐτὲς σπίτι μεγάλο καὶ θὰ λογαριάζονται στὸ χωριό! Ἔπειτα μήπως θὰ πάθαιναν τίποτε τὰ παιδιά! Θὰ ζοῦσαν καὶ θὰ παραζοῦσαν καὶ θὰ ἦταν εὔκολο νὰ βγάζουν χρήματα ὅ,τι ὥρα ἤθελαν!...
Εὑρέθηκαν ὅμως καὶ γυναῖκες ποὺ ἐπίστεψαν ἀληθινὰ τὰ λόγια τῶν ἀντρῶν τους. Τὰ στοιχειά, ποὺ ἀλλοῦ θὰ πᾶνε παρὰ στὰ παλιοχώρια καὶ τὰ παλιόσπιτα; Ποιανοὺς θὰ πειράξουν περισσότερο παρὰ τ᾿ ἀδύνατα βρέφη οἱ καλότυχες νεράιδες; Εὑρέθηκαν ἀκόμη καὶ ἄλλες, οἱ πλέον ἔξυπνες καὶ οἱ πλέον ἀναίσθητες, ποὺ ἐγέλασαν μόνον πονηρὰ καὶ τίποτε περισσότερο.
Ἡ μάννα ὅμως τοῦ Μουτζούρη, ἡ Χαϊδεμένη, δὲν ἐχαμογέλασε. Οὔτε τῶν ἀντρῶν τὰ λόγια ἐπίστεψε, οὔτ᾿ ἔμεινεν ἀναίσθητη. Ἐπικραναστέναζε σὲ κάθε νέον ἐξάμβλωμα ποὺ ἐγεννοῦσε κι ἔμενε βυθισμένη σὲ σκοτεινοὺς συλλογισμοὺς μῆνες ὁλάκερους. Κι ἔπειτα, στὴ νέα ἐγκυμοσύνη της, ἔπαιρνεν ὅλες τὶς δυνατὲς προφυλάξεις κι ἐκρεμοῦσεν ὅλων τῶν εἰδῶν τ᾿ ἀβασκαντήρια καὶ τὰ ἐκκλησιασμένα μαντήλια ἐπάνω της.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Γατσούλης, ὁ ἄντρας της, ἔδειχνε τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ φυσιολογικὴ γέννα τῆς γυναίκας του. Σὲ ὁποιοδήποτε μέρος τοῦ κόσμου καὶ ἂν εὑρισκόταν ἐπαρακολουθοῦσε μὲ τὸν νοῦ τὴν ἐγκυμοσύνη τῆς Χαϊδεμένης, ἐμετροῦσε τοὺς μῆνες κι ἐφρόντιζε νὰ βρίσκεται κοντὰ τῆς στὴν κοιλοπόνια καὶ νὰ δέχεται αὐτὸς στὰ χέρια τοῦ τὸ βρέφος καὶ ὄχι νὰ τὸ ἐμπιστεύεται στῆς μαμῆς τ᾿ ἀγριόχερα!
Δυστυχῶς, μὲ ὅλες τὶς προφυλάξεις τῆς Χαϊδεμένης καὶ μὲ ὅλες τὶς φροντίδες τοῦ Γατσούλη, τὰ παιδιὰ ἐγεννιώνταν, ἕνα με τ᾿ ἄλλο, ὅλα σακατεμένα. Ἐννιὰ εἶχε γεννήση καὶ τὰ ἐννιὰ ἐβγήκαν μὲ τὸ πάθημά τους. Ὁ Γατσούλης ἐθλιβόταν κατάκαρδα γιὰ τοῦτο. Ἀλλὰ καὶ δὲν ἔπαυε, μόλις ἔφτανε καθένα στὰ τέσσερα-πέντε χρόνια, νὰ τὸ νοικιάζη συμφερτικὰ στοὺς ἀρχιζητιάνους. Κι ἐπαρηγοροῦσε πάντα τη γυναῖκα του μὲ φιλοσόφου ἀπάθεια: Ὁ Θεὸς τὰ ἔδωκε· δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τὰ βάλουν μὲ τὸν Θεό!...
Σὴν τελευταία της γέννα ἡ Χαϊδεμένη δὲν εἶχε τὸν ἄντρα κοντά της καὶ ὅμως ἐγέννησε μονόκοιλα δυὸ παιδιά· τὸν Μουτζούρη κι ἕνα θηλυκό. Ἦταν ὅμως τώρα καὶ τὰ δυὸ γερὰ καὶ καλοπλασμένα. Τίποτα δὲν τοὺς ἔλειπε. Ἡ Χαϊδεμένη, ὅταν τὰ εἶδε, λίγον ἔλειψε νὰ τρελλαθῇ ἀπὸ τὴ χαρά της. Τὰ ἐπῆρε κοντά της καὶ ζηλότυπη οὔτε τὴν ἀντραδέρφη, οὔτε τὴ μαμὴ ἄφησε νὰ τὰ πλησιάσῃ εἴτε καὶ νὰ τὰ πασπατέψη καθόλου. Ὅλη τὴν ἡμέρα ἐτραγουδοῦσε καὶ τὰ ἐκανάκευε· ἄστρι καὶ πούλια τὰ ἔλεγεν, ἥλιο καὶ φεγγάρι, ζωή της καὶ ψυχῇ τῆς παντοτινή, ἐλπίδα καὶ χαρὰ τῆς ἀβασίλευτη.
Τὴν ἄλλη τὴν ἡμέρα ᾖρθε καὶ ὁ ἄντρας της ἀπὸ τὸ ταξίδι. Ὅταν τῆς ἔφεραν τὰ συχαρίκια γιὰ τὸ φθάσιμό του, ὅταν τὸν εἶδε στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ψηλόν, μεγαλόσωμο, νὰ πλακώνῃ μὲ τὸν γιγάντιον ἴσκιο τοῦ βαρειὰ τὴν ὁλόχαρη ἀντηλιὰ τοῦ τοίχου, σφάχτη αἰσθάνθηκε στὴν καρδιὰ καὶ ἀθέλητα ἔσκυψε στὰ παιδιά της, λὲς κι ἐφρόντιζε νὰ τὰ προφυλάξη ἀπὸ τὸ βάσκανο μάτι φοβεροῦ δράκοντα. Ἀλλ᾿ ὁ ἄντρας τῆς ἔδειξε τόση χαρά, ὅταν ἔμαθε πῶς καὶ τὰ δυὸ ἦταν τέλεια, τόσα γλυκομιλήματα κι ἐπαίνους εἶπε σ᾿ ἐκείνη, καὶ μὲ τόση τρυφεράδα ἐπῆρε τὰ παιδιὰ ἕνα με τ᾿ ἄλλο στὴν ἀγκαλιά του, ὥστε ἡ δύστυχη μάννα εὐθὺς ἀναγάλλιασε κι ἔδιωξε τὸν σφάχτη καὶ τοὺς φόβους τῆς ὅλους. Ἄρχισε μάλιστα νὰ βρίζῃ μυστικὰ τὸν ἑαυτὸ τῆς γιατὶ τὸν ὑποψιάστηκε. Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέρα ἐπῆγε στὸ ρέμμα νὰ πλύνῃ ἥσυχη, ἀφοῦ ἐπῆρε δυὸ καὶ τρεῖς φορὲς τὸν λόγο τοῦ ἀντρός της πῶς κατὰ τὴν ἀπουσία της δὲν θὰ ἔκανε βῆμα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ δὲν θ᾿ ἄφινε καμμιά, μὰ καμμιὰ θηλυκὴ εἴτε σερνικὴ ψυχὴ νὰ πλησιάσῃ τὰ παιδιά της.
Κατὰ τὸ κοντόβραδο, ὅταν ἡ Χαϊδεμένη ἐγύρισε στὸ σπίτι, ὁ Γατσούλης ἔλειπε. Ὑποψιασμένη ἔτρεξεν εὐθὺς στὴ γωνία, ὅπου εἶχεν ἀφημένα τὰ παιδιά. Ἀλλὰ μόλις ἐσήκωσε τὸ μάλλινο σκέπασμά τους, τρανὴν ἔρριξε κραυγὴ κι ἐλιποθύμησε. Καὶ ὅταν ἐσυνῆρθε, ξεμυαλισμένη, μὲ τὰ μαλλιὰ ξέπλεκα, τὰ μάτια ἀγριεμένα, δέρνοντας τὰ στήθη τῆς ἄπονα καὶ θεορίχνοντας τὸν ἄντρα τῆς ἐρροβόλησε πάλι στὸ ρέμμα κι ἐχάθηκε γιὰ πάντα.
– Βρὲ τὴν κουτή! εἶπεν ὁ Γατσούλης, ὅταν ἐγύρισε στὸ σπίτι μεθυσμένος καὶ οἱ γειτόνοι τοῦ εἶπαν τῆς γυναίκας τοῦ τὸ πάθημα. Τί φταίω ἐγὼ σὰν ἔρχεται τὸ Στοιχειὸ καὶ πλακώνει τὰ παιδιά της!...
Τὴν ἄλλην ὅμως ἡμέρα ἔκλαψε κι ἐπενθοφόρεσεν. Ἀλλὰ συγχρόνως ἄρχισε νὰ λογαριάζῃ κατὰ πόσο θ᾿ ἄξεναν τὰ εἰσοδήματά του ἒπειτ᾿ ἀπὸ ὀχτώ-δέκα χρόνια, ὅταν θ᾿ ἄρχιζε νὰ ἐνοικιάζῃ καὶ τὰ δυὸ νέα του παραλλάγματα.
Ἀλλὰ τὸ θηλυκό, τὸ φρικτότερα στρεβλωμένο, γρηγορώτερα καὶ ἀπὸ τοὺς ὑπολογισμοὺς τοῦ ἄρχισε νὰ τοῦ δίνη μεγάλα κέρδη. Δίχως νὰ τὸ γυμνάσῃ καθόλου στὸ ψυχολόγι, τὸ ἐνοίκιασε στὸν Ἀγριόγατον κι ἐκεῖνος τὸ ἔσερνε στοὺς δρόμους τοῦ Μεσολογγιοῦ, τυλιγμένο σὲ μίαν ἀντρομίδα, καλοδεμένο ἐπάνω σ᾿ ἕνα γαϊδουράκι καὶ τὸ ἔδειχνε παίρνοντας ἀπὸ μία πεντάρα σὲ κάθε θεατή. Πολλὲς γυναῖκες στὴν ὄψη τοῦ ἐλιποθύμησαν καὶ ἄλλες ἔγκυες ἀπόρριξαν. Ἀλλὰ καμμία δὲν ἀρνήθηκε νὰ δώσῃ τὴν πεντάρα της γιὰ νὰ ἰδῇ τὸ φοβερὸ παράλλαμα.
Ἀργότερα ἐπαράδωκε καὶ τὸν Μουτζούρη ὁ Γατσούλης στὸν Τζιριτόκωστα μὲ συμφερτικὸν ἐνοίκιο. Καί, ὅσῳ ἔπαιρνε τὸ ἐνοίκιό του ταχτικά, ὁ Μουτζούρης δὲν ἦταν πεπρωμένο ν᾿ ἀλλάξῃ κύριο. Τώρα ὅμως ὁ παραγιὸς ὑπόφερε φριχτοὺς πόνους. Ὁ Χαλὴλ ἀγᾶς τὸν εἶχε χτυπήσει ἀλύπητα. Πρησμένο, καταμελανιασμένον ὅλο του τὸ πρόσωπο, δὲν ἔχει πλέον ἐξοχὴ εἴτε λάκκωμα, ἀλλ᾿ ἔρχεται καὶ σμίγει μὲ τὸ ἐπίλοιπο κεφάλι, σὰν μία μεγάλη καὶ ὁλοστρόγγυλη σφαῖρα. Καί, σὰν παρασαρκίδα τῆς σφαίρας αὐτῆς, τὸ δεξὶ μάτι λευκοκόκκινο, θαμπὸ καὶ ἀκίνητο, προβάλλει μέσ᾿ ἀπὸ τὰ πρησμένα ματόφυλλα, ἀτενῶς κοιτάζοντας καὶ φρίκη προξενώντας μὲ τὴ νέκρα του. Στὰ ρουθούνια του ἀποκάτω καὶ τοῦ στομάτου τὶς γωνίες καὶ στ᾿ αὐτιὰ τὸ αἷμα ποὺ ἄφθονον ἔτρεξε προχθές, σταματισμένο τώρα, κακαριασμένο, δείχνει πορειὰ ἐπίφοβη πῶς ἀνοίχτηκε στὸν τροφοδότη τοῦ σώματος καὶ τῆς ζωῆς τὸν κυβερνήτη. Οἱ ἄγριες βουρδουλιὲς τοῦ ἀγᾶ ζώνουν τὸ μελαχροινὸ κορμί του μὲ ζωνάρια γαλαζόμαυρα καὶ φουσκαλιασμένα, ἕτοιμα νὰ πέσουν στὴ γάγγραινα, παρόμοια μὲ φίδι ἐπίβουλο, ποὺ ἐτύλιξε τὸ σῶμα καὶ περισφίγγει γιὰ νὰ τὸ παραδώσῃ ἀσφυχτικὸ στὸ θάνατο.
– Μά! Ὄρε μάννα!
– Τί βογγομαχᾶς ἔτσι, μωρέ!... ἐφώναξεν ἔξαφνα ὁ Τζιριτόκωστας ἀνοίγοντας τὰ μάτια. Τ᾿ ἔχεις καὶ δὲ μ᾿ ἄφηκες ὅλη νύχτα νὰ κλείσω μάτι, ἀναθεματισμένε!
– Ἄχ, δὲν μπορῶ, ἀφεντάκη! Θὰ πεθάνω!... ἐψιθύρισε μόλις ὁ Μουτζούρης.
– Μωρέ, τί λές; ἐρώτησε μὲ ρᾴθυμη καὶ εἰρωνικὴ φωνὴ ὁ ζητιάνος. Μωρέ, δὲν πᾶς νὰ μοῦ χαθῆς, λέω, ποὺ πίστεψες πῶς μπορεῖς κι ἐμὲ νὰ κοροϊδέψης! Ἂμ τότε ποὺ πήγαινες ἐσύ, ἐγὼ ἐρχόμουν, κακομοίρη!
– Ἄχ, ἀφεντάκη, πεθαίνω καὶ δὲν μὲ πιστεύειες, λέω! ἐξανάειπε μὲ παράπονο ὁ παραγιός.
– Μωρ᾿ ἐσένα θὰ πιστέψω! Δὲν πᾶς νὰ μοῦ χαθῆς, διαβολόσπαρμα.
– Ἄχ, τόσον παρὰ ἔβγαλες ἀπὸ μένα καὶ τώρα μὲ βρίζεις; Τί μου εἶπες καὶ δὲν ἔκανα! Ποιὸν μοῦ εἶπες καὶ δὲν ἀπάτησα γιὰ χατήρι σου!
Ἀλλ᾿ ἀντὶ νὰ συγκινηθῇ, σκυλὶ ἔγινε ὁ Τζιριτόκωστας ἀπὸ τὸν θυμό.
– Καὶ τί, μωρέ, κι ἂν ἔβγαλα παρᾶ! ἐφώναξεν ἀγαναχτισμένος. Μπᾶς καὶ τὸν ἔβγαλα χάρισμα; Τὸ ξέρεις καλά· πεντακόσες δραμὲς ἔδωκα στὸν πατέρα σου γιὰ τὸ παλιοτόμαρό σου καὶ τσαμπουνᾷς ἀκόμη... Δὲν σὲ τρέφω, μωρέ· δὲν σὲ ποτίζω; Ἂν ἔχῃς παράπονο, φωτιὰ θὰ ρίξῃ ὁ Θεὸς νὰ σὲ κάψη! Ἤθελα νὰ πέσῃς σ᾿ ἄλλα χέρια καὶ τότε νὰ σὲ καμαρώσω! Ἀντί, κακομοίρη, νὰ βλογᾷς τὴν τύχη ποὺ σ᾿ ἔρριξε στὰ δικά μου κάθεσαι καὶ τσαμπουνᾷς ἀκόμη! Ἔλα, σήκω νὰ βγοῦμε σήμερα νὰ μάσουμε κάνα λεφτό, νὰ μὴ χάσουμε τὴν ἡμέρα.
Ὁ Τζιριτόκωστας ἐσηκώθηκεν ὁλόρθος, ἀνακλαδίσθηκε δυό-τρεῖς φορές, νὰ διώξῃ ἀποπάνω τουτὴν κούραση καί, ψαχουλεύοντας στὸ ἀχυρόστρωμα, ἔσυρε τὸ μπαστοῦνι του. Ἔπειτα, καθίζοντας στὰ γόνατα καὶ στηρίζοντας δυνατὰ μὲ τὴ ράχη του τὴν πόρτα, ἀναποδογύρισε μὲ δύναμη τὸ μπαστοῦνι του κι ἐπάνω στὸ μαλακὸ χῶμα ἐχύθηκαν ἕνα με τ᾿ ἄλλο πολλὰ χρυσὰ νομίσματα.
Ὁ Τζιριτόκωστας δὲν ἦταν πλέον ὁ μικρὸς καὶ ἀνυποψίαστος ζητιάνος τοῦ πρώτου ταξιδιοῦ, ποὺ τὸν ἔπαιξεν ὁ Κλουτσινιώτης σὰν ἀγράμματο. Τὸ πρῶτον ἐκεῖνο πάθημα τοῦ ἔγινε μάθημα. Δὲν ἐμπιστευόταν πλέον σὲ κανένα, οὔτε σ᾿ αὐτὰ τὰ παιδιά του. Γιὰ νὰ ἔχῃ ἀσφαλισμένα τὰ χρήματά του καλύτερα, δὲν τὰ ἔβαζε πλέον στὸ κεμέρι, ποὺ ἦταν εὔκολο κάθε ὥρα νὰ τοῦ λυθῇ, εἴτε καὶ νὰ ἐπιθεωρηθῇ ἀπὸ καμμιὰν ἀστυνομικὴ ἀρχή. Οὔτ᾿ ἔρραφτε τὰ χαρτονομίσματα, ὅπως ἄλλοι συντεχνίτες του, στὰ κουρέλια τῶν φορεμάτων, στὰ μπαλώματα τοῦ βρακιοῦ εἴτε στὶς λόξες τῆς φουστανέλλας του. Νεωτεριστὴς στ᾿ ἄλλα θέλησε νὰ νεωτερίσῃ καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔθιμο. Μὲ μιὰ ἀναμμένη τουφεκόβεργα ἐτρύπησε τὸ μπαστούνι καὶ τὸ ἔκαμε θησαυροφύλακα βουβὸν κι ἐμπιστεμένον. Ἕνα παλιομπάστουνο ἐκεῖ, κατάλληλο μόνον γιὰ τὰ κεφάλια τῶν μαντροσκύλων, ποιὸς θὰ θελήσει νὰ τὸ προσέξῃ; Ἀνήσυχος ὅμως πάντοτε, πάντοτε ἄπιστος καὶ στὸν ἴδιον ἑαυτό του, ἂν καὶ τὸ μπαστούνι τὸ εἶχε χωμένο καλὰ καὶ ἀσφαλισμένο ὅλη τη νύχτα ἀπὸ κάτω του, ἠθέλησε τώρα νὰ βεβαιωθῇ περισσότερο. Μὲ τρεμάμενα ἀπὸ τὴ συγκίνηση χέρια καὶ μὲ καρδιὰ ἀνήσυχη, ἐπῆρεν ἕνα-ἕνα τὰ νομίσματα καὶ τὰ ἐμέτρητε πάλι. Ἦταν σωστά· τριάντα λίρες τουρκικές. Τὶς εἶχε πάρει ἀπὸ τὸν Κοέν, τὸν Ἑβραῖο, στὴ Λάρισα κι ἔδωκε χαρτονομίσματα. Ἀνάσανε βαθειά· ἦρθεν ἡ καρδιὰ στὴ θέση της. Ἀλλ᾿ ἀπὸ τὴ συνήθεια καὶ τὴ δυσκολοπιστία του, ἔσυρε τὸ χέρι στὸ χῶμα ὁ ζητιάνος, πασπατεύοντας, σηκώνοντας καὶ τὸ ἐλάχιστον ἄχυρο, μήπως καὶ ἄλλη καμμιὰ φανερωθῆ, ἀνέλπιστα ζητώντας πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔχασε. Ἔπειτα ἔβαλεν ὅλες πάλι, τὴ μιὰ με τὴν ἄλλη, μέσα στὸ μπαστούνι, τὸ ἐσφήνωσε καλὰ ἐπάνω καὶ κάτω, τὸ ἐκούνησε δυνατά, τὸ ἐχτύπησε κατὰ γῆς καί, ἐβεβαιώθηκε πὼς κανένα δὲν ἔβγαζεν ἦχο νὰ τὸν προδώσῃ, ἐσηκώθηκε, ἐπῆρε τὰ σακκούλια στὸν ὦμο του κι ἐβγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὸν ἀχυρῶνα. Πρὶν ὅμως ἔβγῃ, ἐφρόντισε νὰ συμμαζωχθῇ μὲ τὰ κουρέλια του, νὰ συγκεντρωθῇ μέσα στὸν ἑαυτό του, ὅπως ἡ χελῶνα μέσα στὸ καύκαλό της.
Τὸ χωριὸ ἐφαινόταν ἔρημο ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη. Καπνοδόχη καμμιὰ δὲν ἐκάπνιζε· φοῦρνος δὲν ἔκαιγεν· ἀνθρώπινη μορφὴ πουθενὰ δὲν ἐπρόβαλε. Κλῶσσες μόνον μὲ τὰ κλωσσοπούλια τοὺς ἐγύριζαν ἐδῶ κι ἐκεῖ μυτίζοντας τὴ λάσπη καὶ χοῖροι καλοθρεμμένοι καὶ ἀγριότριχοι ἐκυλιόνταν μακαρίως στοῦ δρόμου τὸν βόρβορο. Σκελετωμένα καὶ ψωριάρικα σκυλιὰ ἐψαχούλευαν μὲ τὴ μύτη κολλημένη στὴ γῆ, περίγυρα στὸ κονάκι, μήπως εὕρουν ἀπὸ τὰ περασμένα γεύματα τοῦ ἀγᾶ κανένα παλιοκόκκαλο, καὶ γάτες φιλάρεσκες περισσότερον ἀπὸ τὶς γυναῖκες τοῦ χωριοῦ ἠλιάζονταν ξαπλωμένες ἐπάνω στὶς σκεπὲς κι ἔνιβαν ἀδιάκοπα μὲ τὴ γλωσσίτσα τὴν γυαλιστερὴ καὶ μαλακὴ τρίχα τους. Στὸν στῦλο ἑνὸς γιαπιοῦ ψαρὴς σαραντοπληγιάρης καὶ τυφλός, δεμένος μ᾿ ἕνα βρώμικο κουρέλι ἀπὸ τὸν λαιμό, ἔστεκε νυσταγμένος καὶ ἀνήμπορος. Ἡ φάκνα τοῦ – ἕνα δεμάτι ἀπὸ ξανθόχρυσο ἄχυρο–, δεμένη κι ἐκείνη μ᾿ ἕνα κουρέλι ἀπὸ τὸν στῦλο, ἐκρεμόταν κάτω ἀπὸ τὸ στόμα του, ἔγγιζε σχεδὸν τὰ ρουθούνια καὶ τὰ πλαδαρὰ χείλη του, λὲς καὶ ἤθελε νὰ τοῦ θυμίση πῶς ἔπρεπε νὰ φάγη. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος τόσον ἦταν ἄρρωστος, ὢστ᾿ ἐβαρυνόταν καὶ ν᾿ ἀνοίξη τὸ στόμα καὶ νὰ φρυμάξῃ ἀκόμη, γιὰ νὰ διώξη τ᾿ ἄχυρα ποὺ τὸν ἀγκύλωναν. Οἱ χαλκόμυγες σύγνεφο ἐκάθονταν στὶς κόκκινες καὶ ὑδρωπικιασμένες πληγές του· ἀλλὰ δὲν εἶχε τὴ θέληση νὰ κουνήση τὴν οὐρὰ καὶ νὰ τὶς διώξη ἀπὸ πάνω του. Περικυκλωμένος μὲ ρᾴθυμη ἔκφραση μέσα κι ἔξω του, ἔδειχνε πῶς δὲν εἶχε δύναμη, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ τὴ θέληση, νὰ ζήση. Ὅμως, γιὰ φυσικὴ ἀντίθεση τοῦ ταλαίπωρου αὐτοῦ ζωντανοῦ, ἐπέρασε μία στιγμὴ τετραποδίζοντας ἀπ᾿ ἐκεῖ πρωτομηνιάτικο γαϊδουράκι, ὁλόχαρο καὶ παιγνιδιάρικο. Ζωηρὸ καὶ πηδηχτό με τ᾿ αὐτάκια τοῦ ὁλόσειστα, τὴν οὐρὰ τοῦ μισοσηκωμένη, ἐπλησίασε στὸ παλιάλογο κι ἐμυρίσθηκε τὴ φάκνα του. Ἔπειτα ἐκίνησε τὰ χείλη μὲ μορφασμὸ δυσαρέσκειας, σὰν νὰ ἐταλάνιζε τὸν ψαρὴ καὶ τὴν κατάστασή του. Κι ἔξαφνα, σὰν νὰ αἰσθάνθηκε κανένα πίσω του, ἐπρόγκιξεν ὁλόκορμο, ἐφτερνοκόπησε τὴ γῆ, ἐτίναξεν ἐμπρὸς τὸ κεφάλι του κι ἐλάκησε πέρα, τρανολαλώντας μὲ τὴν μεταλλικὴ φωνή του στὸν αἰθέρα τὴν πύρινη ζωὴ καὶ τὴ λαχτάρα, ποὺ διαδέχεται παντοῦ στὴ φύση τὴ ρᾳθυμία καὶ τὴν κακομοιριὰ κάθε ζωντανοῦ.
Ὅλα τὰ σπιτάκια τοῦ χωριοῦ ἦταν κατάκλειστα. Χαμηλὰ καὶ συμμαζεμένα καὶ παραπονιάρικα, εἶχαν ἀπαράλλαχτη τὴν ἔκφραση τῶν εὐτελῶν ἐνοίκων τους. Κι ἐμπρός, ἀγέρωχο καὶ θρασύ, ἐψήλωνε τὸ κονάκι τοῦ Μπέη, μὲ τὴν αὐλὴ περιμαντρωμένη ἀπὸ μάντρα ψηλὴ καὶ ὀδοντωτή, δυναμωμένη ἀπὸ πύργους καὶ πολεμίστρες σὰν ὀχύρωμα· μὲ τὴν μεγάλη του πύλη θριαμβευτικὴ καὶ ἄξια ὅλες τὶς ἄλλες οἰκοδομὲς νὰ καταβροχθίση· μὲ τὰ μεγάλα του παράθυρα ὀρθάνοιχτα καὶ μὲ τὶς πυργωτὲς γωνίες του, ὅπου οἱ πελαργοὶ εἶχαν πλέξη τὶς κοφωτὲς φωλιές τους κι ἐσάλπιζαν καθημερινὰ στοὺς ἀνάξιους δούλους ἐξεγερτήριο σάλπισμα.
Τὰ κιουτσέκια τετράγωνα, μὲ λυγαριὰ πλεγμένα, ὀρθὰ ἐπάνω στὰ τέσσερα ψηλὰ ξύλα τοὺς ἔμοιαζαν ὀγκώδη καὶ τετράποδα πουλιά, ἄγνωστα στὴ ζωολογία, στὸν ἐπίλοιπον κόσμον ἀνύπαρκτα, γεννήματα μόνον ἀποκλειστικά της ποταμιᾶς ἐκείνης τοῦ βάλτου καὶ τῆς ἀθλιότητος τρόφιμα. Ἀπὸ τὰ μεσοπλεύριά τους διαστήματα, τὰ ἐντελῶς γυμνά, ἐμπαινόβγαινε τοῦ Ἀπριλιοῦ ὁ κρύος ἀέρας κι ἐξέραινε κάθε ὀργανικὴ σπορὰ κι ἔδιωχνε μακρὰν ἀπὸ τὸν κλεισμένον καρπὸ τὴ μοῦχλα καὶ τὴ σαπίλα. Καὶ κάτω τὸ πηγάδι μὲ τὰ φιλιατρὰ τοῦ σκορπισμένα, χρήσιμα μόνον γιὰ πλάκες πλυσίματος στὶς γυναῖκες· καὶ ἡ ἐκκλησοῦλα ἡ χαμηλή, μὲ τοὺς λεπριασμένους τοίχους, μὲ τὸ μισοκρεμνισμένο κωδωνοστάσι καὶ τὴ χαρβαλωμένη σκεπή της· ἡ λεῦκα ἡ ψηλὴ καὶ ὀλιγόκλαδη σὰν φθισικὸς γίγαντας, ὅλα εἶχαν ἐπάνω τοὺς τὴ σφραγῖδα τῆς ἐρημιᾶς, σὰν νὰ ἦταν τὸ χωριὸ ἀπὸ πολὺν καιρὸν ἀκατοίκητο. Ἡ θλιβερὴ εἰκόνα ἔθλιψε κατάκαρδα καὶ τὸν Τζιριτόκωστα. Εὐθὺς ἐσκέφθηκε πῶς ἡ ἡμέρα του θὰ ἐπερνοῦσε χωρὶς νὰ ρίξη τίποτε κέρδος στὸ σακκούλι του. Ἐπῆρεν ὅμως τὴν προσηλιακὴ πλευρὰ τοῦ χωριοῦ, ὅπου τὰ σπίτια εἶχαν τὶς πόρτες καὶ τὰ παραθύρια τους, τὸν τοῖχο-τοῖχο κι ἔσπρωχνε μὲ τὸν ὦμο τοῦ κάθε πόρτα, μὲ τὴν κρυφὴν ἐλπίδα μήπως καμμιὰ κατὰ τύχη ἔμεινεν ἀμπάρωτη. Τί θὰ ἔχανε τάχα μέσα στὴ μοναξιὰ ἐκείνη, ἂν κατώρθωνε νὰ συμμαζώξη ὅλο τὸ ἐσώθεμα ἑνὸς Καραγκούνη;
Ἀλλὰ τὰ σπίτια ὅλα ἦσαν καλὰ μανταλωμένα. Ὁ Τζιριτόκωστας, ἀπογοητευμένος, ἐσκέφθηκε νὰ γυρίση πάλι στὸν ἀχυρῶνα του, ὅταν ἄκουσε πίσω ἀπὸ τὸ κονάκι παιδιῶν φωνὲς καὶ γυναίκεια χασκογελάσματα.
– Μωρ᾿ ἔχει κόσμο ἐδῶ! εἶπεν εὐχαριστημένος.
Ἀληθινά, πίσω ἀπὸ τὸ κονάκι, κάτω ἀπὸ ἕνα κιουτσέκι, μερικὲς γυναῖκες χαυδοσκελωμένες κατάχαμα ἐξεφύλλιζαν τ᾿ ἀραποσίτι, ἐνῷ τὰ μικρὰ παιδιὰ ἐκυλιόνταν παρέκει κι ἔπαιζαν ἐπάνω σὲ στοῖβα κοπριᾶς. Ἐκεῖ ἦταν ἡ Κρουστάλλω πρώτη, ἡ γυναῖκα τοῦ Μαγουλά, καὶ ἡ μάνα της ἢ Σταμάτω, γριὰ καμπουριασμένη καὶ μονοδοντού· Ἀγγελικὴ ἡ Κράπαινα, μελαχροινὴ καὶ ψηλόκορμη· Βασίλω ἡ Τζούμαινα καὶ ἡ παπαδιὰ μὲ τὴν θλιμμένη θυγατέρα τῆς τὴν Παναγιώτα καὶ ἡ Ροῦσα, τοῦ παρέδρου ἡ γυναῖκα, καὶ ἡ Ἀννέτα, βεργολυγερὴ θυγατέρα τοῦ Μπιρμπίλη, καὶ ἡ Χαδούλαινα.
Ἡ Παναγιώτα, ξεβραχιονισμένη καὶ γυμνοπόδαρη, μισοκαθισμένη στὸ κεφαλόσκαλο, ἔπαιρνε ἀπὸ τὸ κιουτσέκι ἀγκαλιὲς ἀραποσιτόκωνους καὶ τοὺς ἔρριχνε κάτω ἀνάμεσα στῶν γυναικῶν τὸν ὅμιλο. Κι ἐκεῖνες, μὲ τὴ λαχτάρα τῶν Ἰνδῶν γυναικῶν, τῆς Νοκόμυης καὶ τῆς Μινεχάας, μὲ τὴν ἴδια εὐγνωμοσύνη καὶ στοργὴ γιὰ τὸν χρυσοντυμένον καὶ πρασινόφτερον Μοντάμη, τὸν φίλο της ζωῆς, τὸ γλυκὺ δῶρον τ᾿ οὐρανοῦ, ἐξεφύλλιζαν τοὺς κιτρινοκόκκινους κώνους ἐπάνω στὶς ποδιὲς καὶ τοὺς ἔρριχναν σὲ σωρὸ παρέκει, ἕτοιμους, γιὰ τὸ χτύπημα. Κι ἐνῷ ἐδούλευαν πρόθυμα τὰ χέρια, ἐδούλευε καὶ ἡ γλῶσσα τοὺς ἀκράτητη. Οἱ ζητιάνοι καὶ ἡ ἀφύσικη συμπάθεια, ποὺ ἔδειξαν σ᾿ ἐκείνους οἱ ἄντρες τους, ἦταν τὸ κύριο θέμα τῆς ὁμιλίας. Ἡ Κρουστάλλω δὲν ἠμποροῦσεν ἀκόμη νὰ κρατήσῃ τὴν ἀγανάχτησή της γιὰ τὴν τρομερὴ ἐκείνη πράξη τοῦ Μαγουλᾶ.
– Ὁ κουρούνης! ἔλεγε. Ἀκοῦς νὰ μοῦ πάρη τὸ δαυλὶ γιὰ νὰ τὸ δώσῃ στοὺς ψειρῆδες! Δὲν φτάνει ποὺ δὲν εἶν᾿ ἄξιος ν᾿ ἀντρειέψῃ τὸ σπίτι του, μόν᾿ θέλει νὰ συνέμπῃ καὶ στὴν κοιλιά μου... Ἂν φέρῃ κι ἄλλο θηλυκό, κάλλιο μπαλαρμᾶς νὰ τὸν εὕρῃ!
– Καὶ τ᾿ ἄφηκες τὸ δαυλί; τὴν ἐρώτησε γελώντας ἡ Τζούμαινα.
– Νὰ τ᾿ ἀφήσω! ἐξεφώνησε ἡ Κρουστάλλω ἔκπληχτη· δὲν ἄφινα καλύτερα τὰ μάτια μου!
– Δὲν ἔκαμες καλά, καϋμένη, ἐσυμβούλεψεν ἡ παπαδιά· δὲν ἔκαμες καλὰ νὰ τοὺς ἀφήσῃς στὸ σκοτάδι φτωχοὺς ἀνθρώπους!
– Δὲν τοὺς ἔστελνες ἐσύ, ποὺ εἶσαι πλούσια· εἶπε θυμωμένη ἡ Κρουστάλλω.
– Ὄχι πῶς εἶμαι πλούσια, μὰ ἦταν κρῖμα κι ἀπὸ τὸ Θεό· ἔπεμεινεν ἡ παπαδιά. Ἔπειτα ξέρεις, αὐτοὶ γνωρίζουν χίλια-δυὸ μαγικά.
– Δὲ βαρειέσαι ποὺ ξέρουν τὴν κακή τους μέρα!...
– Ἄκου ποὺ σοῦ λιέω! Ἔτσι μιὰ φορὰ στ᾿ Ἀμπελάκια ἢρθ᾿ ἕνας ζητιάνος ποὺ δὲν ἔδινες ἕναν παρά. Μὰ ἐκεῖνος ἤξερε, μπάριμ, νὰ κατεβάσῃ τ᾿ ἀστέρια. Ἔβγαλε τὸ ζούδιο τῆς Δημάκαινας ἀπὸ τὸν Πυργετό. Στὴν Αἴγανη ἔκανε θάματα· τὴ Ρουλιοῦ τὴν ἔκαμε κι ἀπόχτησε σερνικὸ παιδί. Τί ἀρρώστια ἤθελες νὰ μὴν ξέρῃ τὸ γιατρικό της.
Ἡ Κρουστάλλω ἄκουε τῆς παπαδιᾶς τὰ λόγια καὶ ἄρχισε νὰ χάνῃ τὴν ἀγανάχτησή της. Κοιμάμενες ἐλπίδες ἀνάζησαν πάλι κι ἐπεριπετοῦσαν ὁλόγυρά της χρυσοπράσινες καὶ θαμπωτικές. Τὸ πρόσωπό της, τὸ πλαδαρὸ καὶ ἡλιοψημένο, ἀγλαόμορφο ἔγινεν ἀπὸ τὴ λάμψη τους, ὅπως ἀπὸ τὴ θεία λάμψη τὸ τραχὺ ὄρος τοῦ Σινᾶ.
– Μωρέ, ἂς ἤξερα πῶς μὲ κάνει ν᾿ ἀποχτήσω σερνικὸ παιδί, εἶπε· καὶ τοῦ δίνω ἀκόμη καὶ τὰ ροῦχα ποὺ φορῶ.
– Ἄμ, σώπα δά, θυγατέρα! τὴν ἔκοψεν ἡ Σταμάτω, σὰν νὰ ἐφοβόταν τὸν ὑπερβολικὸ αὐτὸν ἐνθουσιασμὸ τῆς χωριάτισσας. Τάχα τί κακὸ εἶδες ἀπὸ τὰ κορίτσα καὶ βαργομᾶς τόσο! Δὲ λὲς ἂς ἔρθη μὲ καλὸ κι ἂς εἶνε ὅ,τ᾿ εἶνε... Καὶ γιὰ τὰ κορίτσα ὁ Θεὸς ἔχει τὴν ἔγνοια τους.
– Ὁ Θεὸς ἔχει τὴν ἔγνοια τους, μὰ ἐγὼ θὰ τ᾿ ἀναθρέψω, εἶπεν ἡ Κρουστάλλω ἐπιμένοντας στὸν στοχασμό της. Κι ἔπειτα σὰν μεγαλώσουν, ὡς ποὺ νὰ τὰ μπερδέψω μὲ κανένα, γύρευε τί φαρμάκια θὰ πιῶ.
– Σ᾿ αὐτὸ δὲ λιέω τ᾿ ὄχι· εἶπεν ἡ γριὰ Σταμάτω κουνώντας τὸ κεφάλι καὶ χαμογελώντας. Ἐγὼ μιὰ μονάχα εἶχα, ἐσένα κοψοζώητη, κι ἐτράβηξα τὸν ἀμάραντο ὅσο νὰ σὲ παντρέψω. Ἤσουν μία πιπέρω, ποὺ δὲν εἶχες συμμαζωμό! Νυχτόημερα δὲ σ᾿ ἄφινα ἀπὸ κοντά μου, ἀλλοιῶς!... Καὶ μ᾿ ὅσα κι ἂν ἔκανα, λίγο ἔλειψε νὰ μὴν πάθω, ὅταν σᾶς ηὗρα πίσω ἀπ᾿ τὴ θημωνιὰ μὲ τὸν ξάδερφό σου τὸ Χαδούλη...
– Μέθυσες, λιέω! ἐφώναξεν ἡ Κρουστάλλω μὲ αὐστηρὴ φωνή, ἀγριοκοιτάζοντας τὴ γριὰ ἐνῷ ἐχαιρόταν τὸ πρόσωπό της στὴν ἐνθύμηση. Παλάβωσες, λιέω, καὶ δὲν ξέρεις τί λιες! Σώπαινε μὴ μᾶς ἀκούσῃ ὁ κόσμος καὶ φρίξῃ!...
– Ἂμ σώπα, μαρή· ἐπέμεινεν ἡ γριὰ Σταμάτω· ἐμεῖς κι ἐμεῖς εἴμαστε. Τάχα δὲν τὰ ξέρουμε!
– Μπά, καλότυχη! ἐπρόσθεσε καθησυχάζοντας τὴν καὶ ἡ Τζούμαινα· κάνε τὴ δουλειά σου καὶ μὴ χολοσκᾶς!... Ἐμεῖς κι ἐμεῖς εἴμαστε...
Ἐκείνη τὴν ὥρα ἐφάνηκεν ἐμπρὸς τοὺς ὁ Τζιριτόκωστας, χωμένος ὁλόκορμος μέσα στὰ κουρέλια του, μικρὸς καὶ ταπεινὸς καὶ τόσον ἐλάχιστος, ποὺ ἔλεγες ἀπὸ τὴν κακοπάθεια μόλις ἐκρατιόταν στὰ πόδια του. Ὁ ζητιάνος ἀργοκίνητος ἐπλησίασε στὸν ὅμιλο τῶν γυναικῶν καὶ ἀκουμπώντας στὸ μπαστοῦνι τοῦ ἄρχισε μὲ τὸ θλιμμένο ἦθος καὶ τὴν κλαψάρικη φωνή του:
– Θεὸς σχωρέσ᾿ τὴ μάννα σου καὶ τὸν πατέρα καὶ τ᾿ ἀδερφάκια σου!
Ἀλλ᾿ οἱ γυναῖκες οὔτε τὸν ἐπρόσεξαν καθόλου. Ἐπροσπάθησαν νὰ κρύψουν τὰ γυμνά τους μέλη ὅσον ἠμποροῦσαν περισσότερο κάτω ἀπὸ τὰ κοντὰ φουστάνια τους, νὰ κλείσουν ὅσον ἦταν εὔκολο στὴν λερὴ τραχηλιὰ τὸν ἡλιοψημένον κόρφο τους κι ἐξακολούθησαν νὰ ξεφυλλίζουν τ᾿ ἀραποσίτι μὲ τὴν ἴδια προθυμία κι ἐπιμονή. Μόνον ἡ Κρουστάλλω ἐσήκωσε δυό-τρεῖς φορὲς λοξὰ τὰ μάτια της καὶ εἶδε τὸ πρόσωπό του, ἀνυπόμονη νὰ γνωρίση, ἂν ἐκρατοῦσε κακία γιὰ τὴν χθεσινὴ διαγωγή της.
Ἀλλὰ καὶ ἡ Παναγιώτα, ἡ κόρη τοῦ παπᾶ, ἀφ᾿ ὅτου ἄκουσεν ἀπὸ τῆς μάννας τῆς τὸ στόμα τὴν τόσην ἐπιδεξιοσύνη καὶ δύναμη τῶν ζητιάνων, δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἡσυχάση. Κατώρθωσε νὰ διώξη τὴν παρθενικὴ δειλία της κι ἐκοίταζε τὸν Τζιριτόκωστα μὲ λιποψυχισμένη περιέργεια. Αὐτὸς τάχα, ποὺ εἶχε τόσα βότανα γιὰ τὶς ἀρρώστιες τῶν ἄλλων, δὲν εἶχε κανένα καὶ γιὰ τῆς καρδιᾶς τὴν ἀγιάτρευτη πληγῆ; Καὶ ἀπὸ τὸ κεφαλόσκαλο ἐπάνω ἔρριχνε τὰ μαῦρα τ᾿ ἀστραφτερὰ μάτια της στὰ σακκούλια τοῦ μέσα, θέλοντας νὰ γνωρίση τὸ μαγικὸν ἐσώθεμά τους μὲ τρόμο καὶ συγκίνηση, ἀδιάφορη ἂν ὁ ἄνεμος ἐσήκωνεν ὑπερύψηλα τὰ φουστάνια της κι ἐλεύθερα ἔδειχνε στὸ ἠλιοπύρι τὰ κρέατά της. Ἄλλη ὅμως καμμία οὒτ᾿ ἄκουσε, οὒτ᾿ ἐσήκωσε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ. Ὁ Τζιριτόκωστας δὲν ἀποθαρρύνθηκε. Ἐξακολούθησε τὸ ψυχολόγι του καὶ συγχρόνως ἔφερνεν ἐδῶ κι ἐκεῖ τὰ μάτια σ᾿ ὅλα τὰ πρόσωπα τῶν γυναικῶν. Ἐξέταζε τὶς φυσιογνωμίες τους, τὴν ἔκφραση τοῦ μετώπου καὶ τοῦ χείλους τὴν ἐξόγκωση καὶ τοῦ στομάτου τὶς γραμμές, σὰν πολύπειρος φυσιογνώστης, ποὺ θέλει νὰ μαντέψῃ τῆς ψυχῆς τὰ πάθη καὶ τῆς καρδιᾶς τ᾿ ἀπόκρυφα. Καὶ ψαχουλεύοντας ἔτσι, ἔλεγε χωρὶς διακοπή:
– Θεὸς σχωρέσ᾿ τὴ μάννα σου καὶ τὸν πατέρα καὶ τ᾿ ἀδερφάκια σου!
– Ρὲ ἄιντε, χριστιανέ μου, στὴ δουλειά σου καὶ ἄσε μας ἥσυχες! εἶπεν ἡ Κρουστάλλω, ἐνῷ τὸ χαμόγελό της ἔδειχνε ψεύτικα τὰ λόγια της. Πήγαινε νὰ βρῇς τοὺς ἄντρες μας, τὰ ζωντόβολα, νὰ καλοπορέψῃς καί...
Ἀλλ᾿ ἔξαφνα ἔκοψε τὸν λόγο της κι ἔμεινε ἀκίνητη, κοιτάζοντας τὸν ζητιάνο μὲ τρόμο κι ἔκπληξη. Ὁ Τζιριτόκωστας ἀναγνώρισε τώρα ἀπὸ τὴ φωνὴ καὶ τοῦ προσώπου τὰ χαρακτηριστικὰ τὴ χθεσινὴ χωριάτισσα, ποὺ τόσην εἶχεν ἀπέχθεια στὰ θηλυκὰ παιδιά. Μέσα στὸν ἀχυρῶνα, ὅταν τὴν εἶδεν ἀγριεμένη καὶ τρελλὴ ἀπὸ τὸν φόβο, μία σκέψις σὰν ἀστραπὴ ἐπέρασε ἀπὸ τὸ πνεῦμα του, πῶς ἡ Κρουστάλλω ἦταν χωρὶς ἄλλο θεόσταλτο θῦμα τῆς μαγγανευτικῆς τοῦ πονηρῖας. Ἡ ἴδια σκέψις τοῦ ᾖρθε πάλι τώρα, μόλις ἀντίκρυσε τὴ χωριάτισσα καὶ ἀποφάσισε νὰ κάμῃ ἀμέσως τὴν ἀρχή. Τὸ μπαστοῦνι τοῦ ἔγγιξεν ἀνάλαφρά τη γυμνὴ καὶ μεστωμένη κνήμη της, ἐνῷ τὸ πρόσωπό του ἔπαιζεν ἀνοιγοκλείοντας τὰ μάτια καὶ σουφρώνοντας τὰ χείλη, λὲς καὶ ἤθελε νὰ τὴν κάμῃ νὰ ἐννοήση, πῶς κάτι ἐμπιστευτικὸ εἶχε νὰ τῆς εἰπῇ. Καὶ μία στιγμή, ἐνῷ ἔσκυβε νὰ πάρη πέτρα, ἐκεῖ στὰ πόδια τῆς ριγμένη, γιὰ νὰ διώξη τὰ σκυλιά, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν ἀλυχτώντας, τῆς ἐψιθύρισε στ᾿ αὐτί:
– Ἔχω καὶ τὸ σερνικοβότανο, ἂν θές.
– Τ᾿ εἶπες; ἐξεφώνησε κατακόκκινη ἀπὸ χαρὰ καὶ ντροπὴ ἡ Κρουστάλλω. Τ᾿ ἔχεις εἶπες;
– Τὸ σερνικοβότανο, ἐξανάειπε δυνατώτερα παίρνοντας θάρρος καὶ φέροντας τὸ βλέμμα ἐρευνητικὸ σ᾿ ὅλες τὶς γυναῖκες. Τὸ σερνικοβότανο, ποὺ βρίσκεται στὸν κάμπο πέρα, ἐκεῖ ποὺ κατουρεῖ βαρβᾶτο ἄλογο. Κι ὅποια τὸ πάρη, κάνει σερνικὰ παιδιά, σερνικὰ κι ἀντρειωμένα – καὶ πανώρια σὰν κι ἐμένα!...
Οἱ γυναῖκες, καθὼς ἄκουσαν τὰ λόγια του, ἄφησαν ἡ μία με τὴν ἄλλη τὸ ξεφύλλισμα τοῦ ἀραποσιτοῦ καὶ τὸν ἐτριγύρισαν προσέχοντας καὶ στὸ ἐλάχιστο κίνημά του. Καὶ ἡ Παναγιώτα, τοῦ Παπαρρίζουν ἡ κόρη, ἀργοκατέβηκεν ἀπὸ τὸ κεφαλόσκαλο κι ἐπῆγε κι ἐκοντοκάθισε πίσω ἀπὸ τὴν Κρουστάλλω. Χωρὶς καὶ αὐτὴ νὰ τὸ ἐννοήση, εἶχε πάρει μαζί της ἕναν ἀραποσιτόκωνο καί, ταραγμένη, ὁλότρεμη, σπασμωδικὰ ἐκομμάτιαζε στὰ δάχτυλά της τὴ μεταξωτὴ φοῦντα του, ἔτριβεν ἕνα-ἕνα τὰ ξερὰ τοῦ φύλλα, ἐτσάκιζε τὸ κοτσάνι του, ἐνῷ τὰ μάτια καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ ψυχὴ τῆς ἦσαν προσηλωμένα στὰ χέρια τοῦ ζητιάνου.
Ὁ Τζιριτόκωστας ἐγνώριζε πολὺ καλά τη μαγικὴ ἐπιρροὴ ποὺ ἔχουν στὶς γυναῖκες τὰ μυστήρια καὶ τὰ σύμβολα. Ἀπὸ μακρινὴ παρατήρηση ἐγνώριζε πῶς ὁ κόσμος αὐτός, ποὺ ἄνωθεν ἐστάλθηκαν οἱ ζητιάνοι νὰ ἐκμεταλλεύωνται μὲ τὴν πονηρία τους, ἔχει διάφορες ἀδυναμίες καὶ μυριοπρόσωπες ἀνάγκες. Ἔπρεπε λοιπὸν κάθε ζητιάνος νὰ παίρνῃ τὰ μέτρα του, γιὰ νὰ κολακέψη τὶς ἀδυναμίες αὐτές, νὰ συμπληρώση τὶς ἀνάγκες, ἂν ἤθελε νὰ κερδίση χρήματα. Ἔπρεπε νὰ μελετᾷ πρώτ᾿ ἀπὸ ψηλὰ τὸ ἀπέραντο βασίλειό του κι ἔπειτα νὰ κατεβαίνῃ σ᾿ αὐτὸ καὶ ν᾿ ἀρχίζῃ τὸ στάδιό του πάνοπλος καὶ ἀπολέμητος. Γιὰ τοῦτο ὁ Τζιριτόκωστας δὲν ἐπεριοριζόταν μόνον στῆς ζητιανιᾶς τὰ καμώματα. Γιὰ κάθε ἄνθρωπον εἶχε καὶ ξεχωριστὴν μέθοδον ἐνεργείας. Σύμβολό του εἶχε πάντοτε τὸ ναυτικὸ ρητό: «κάθε μακαρὰς καὶ τὸ ξυλοφύλλι του». Ἰχνηλατοῦσεν, ἐξέταζε κι εὕρισκε τέλος τὴν ἀδυναμία τοῦ καθενός. Ὅπου ἐκαταλάβαινε πῶς δὲν ὠφελοῦν οἱ χριστιανικὲς εὐχές, ἔβανε σ᾿ ἐνέργεια διαβολικὰ παραγγέλματα. Ὅπου δὲν ἠμποροῦσε ν᾿ ἁπλώση χέρι, ἀκόνιζε τὴ γλῶσσα του. Ὅταν δὲν εὕρισκε τοὺς ἐλεήμονες, ἐζητοῦσε τοὺς δεισιδαίμονες, τοὺς μωρούς. Εἶχε, ναί, στὴ γλῶσσα τοῦ τὸ κλαψάρικο καὶ μονότονο ψυχολόγι· ἀλλ᾿ εἶχε καὶ στὴ σακκούλα τοῦ γαργαλιστικὸ τὸ φιδόχορτο, τὸ σερνικοβότανο, τὸ σιδερόχορτο καὶ ἄλλα χίλια μύρια βότανα τῆς γῆς· εἶχε στὸν νοῦ τὰ ξόρκια καὶ στὰ μάτια τὸ βάσκαμα. Κι ἐγνώριζε πολὺ καλά, πῶς ἡ παραμικρὴ ἐπιτυχία τούτων ἦταν ἀρκετὴ νὰ συμπληρώση ἑνὸς καὶ δυὸ ταξιδιῶν ἐλεημοσύνες. Τὸ ἦθος τοῦ ζητιάνου ἔγινεν ἀμέσως σπουδαῖο καὶ σοβαρό. Τὰ καστανὰ μάτια τοῦ ἔπεφταν ἐδῶ κι ἐκεῖ ρᾴθυμα, ἀφαιρεμένα, τοῦ ἀφαιρεμένου νοῦ, τοῦ πλανημένου στὰ ὑπερκόσμια πιστὲς εἰκόνες. Τὰ μαλλιὰ τοῦ κεφαλιοῦ καὶ τὰ ψαρὰ γένεια· ἡ ἔκφρασις τοῦ προσώπου καὶ τοῦ σωμάτου ἡ στάσις καὶ τῶν χεριῶν τὰ κινήματα· τὰ φορέματά του αὐτά, τὰ ξεσχισμένα καὶ ἰδιότροπα, ἐρχόνταν κι ἐπρόσθεταν τὸ προφητικό τους μεγαλεῖο στὴ μυστηριώδη καὶ ἀκατανόητη δύναμη τῶν λόγων του. Δὲν ἦταν ὁ ἐξευτελισμένος ζητιάνος, ὁ ψειρὴς καὶ λιμασμένος, ποὺ μὲ κλαψάρικη φωνὴ ζητεῖ τὰ ξεροκόμματα καὶ τ᾿ ἀποφάγια τῶν φτωχῶν. Ἦταν παντοδύναμος μάγος, ποὺ ἐσυγκέντρωνε στὰ στιβαρὰ χέρια τοῦ δυνάμεις τῆς γῆς καὶ στοιχεῖα τοῦ αἰθέρος, ἄγνωστα στοὺς πολλοὺς θνητούς. Καὶ ἦταν ἱκανὸς ν᾿ ἀλλάξη ὄχι μόνον τὴν τύχην, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴν φύση τῶν ὄντων.
Ἡ Κρουστάλλω στὸ ἀνέλπιστον ἐκεῖνο ηὔρεμα, πασίχαρη ἐκόλλησε κοντά του κι ἤθελεν ἀμέσως τώρα νὰ τὸ ἰδῆ καὶ τ᾿ ἀγοράσῃ τὸ βότανο, νὰ τὸ καταπιὴ ἀμέσως, ἂν ἦταν εὔκολο, κι ἂν ἦταν δυνατὸν ν᾿ ἀλλάξη τὸ ἔμβρυο ποὺ εἶχε μέσα τῆς πρὶν τὸ βγάλη στὸν κόσμο.
– Ποῦ εἶνε τό; νὰ τὸ ἰδῶ· ἐρώτησεν ἀνυπόμονη.
– Μὰ εἶνε ἀκριβό! εἶπεν ὁ Τζιριτόκωστας τονίζοντας τὴ λέξη.
– Ἀκριβό-φτηνὸ ἐγὼ τὸ θέλω! ἀπάντησε μ᾿ ἐπιμονὴ ἡ Κρουστάλλω. Καὶ τὸ βρακί μου δίνω γιὰ ν᾿ ἀποχτήσω σερνικὸ παιδί.
– Ἂμ εἶχες ποτέ σου; ἐψιθύρισε πονηρὰ γελώντας ἐκεῖνος.
Κι ἐκαλοκάθισεν ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες κατάχαμα. Ἔσυρε τὸ σακκούλι τοῦ ἐμπρός, ἄνοιξε μὲ τρεμάμενα καὶ ἀργοκίνητα χέρια τὶς σοῦφρες τοῦ θέλοντας νὰ κεντήσῃ ὅσον ἠμποροῦσε περισσότερο τὴν ἀνυπομονησία τῶν γυναικῶν κι ἔβγαλεν ἔξω ἕνα μικρὸ σακκουλάκι. Ἔπειτα ἔλυσε μὲ τὴν ἴδια πάντοτε ἄργητα τὸ σακκουλάκι καὶ μὲ προφύλαξη μεγάλη, λὲς κι ἔπιανεν ἅγια λείψανα, ἒβγαλ᾿ ἕνα-ἕνα χαρτοδέματα μικρὰ-μεγάλα καὶ τ᾿ ἀπίθωσε κοντὰ τοῦ φροντίζοντας ἀέρι νὰ μὴν τὰ βαρέση καὶ ἥλιος νὰ μὴν τὰ ἰδῆ.
– Ποιὸ εἶναι τὸ σερνικοβότανο; ἐξαναρώτησεν ἡ Κρουστάλλω.
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἑτοιμαζόταν νὰ δείξη τὸ πολύτιμο βοτάνι στὰ διψασμένα μάτια τῆς χωριάτισσας, φωνὴ ὁλότρεμη ἀπὸ συγκίνηση καὶ χαρὰ τοῦ ἐμπόδισε τὸ κίνημα.
– Ηὔρα! Τὸ ηὔρα!... ηὔρα τὸ καὶ δὲν τ᾿ ἀφίνω!...
Ἡ Παναγιώτα, τοῦ Παπαρρίζου ἡ κόρη, ὁλόρθη, ἀναμαλλιασμένη, μὲ μάτια σπιθοβόλα καὶ ἀγγελοκάμωτο πρόσωπον ἐχοροπηδοῦσε κρατώντας ψηλά, στὰ ἔκπληχτα μάτια τῶν γυναικῶν ἐμπρός, ἕνα μαυροκόκκινον ἀραποσιτόκωνο. Ἦταν ἐκεῖνος, ποὺ εἶχεν ἀσυνείδητα πάρει ἀπὸ τὸ κιουτσέκι κι ἐξεφύλλιζε τόσην ὥρα μὲ τὰ δάχτυλά της. Ἀλλ᾿ ὁ κόκκινος ἀραποσιτόκωνος εἶνε σπάνιος καὶ σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ τὸν εὕρῃ, ἂν εἶνε ἀνύπαντρος, προλέγει τὸ γρήγορο φθάσιμο λατρευτοῦ συντρόφου. Οἱ γυναῖκες γιὰ μία στιγμὴ ἄφησαν τὰ βότανα τοῦ Τζιριτόκωστα κι ἔρριξαν ὅλη τὴν προσοχή τους στὴν ἀξιοζήλευτη παρθένα. Ὀρθὲς τὴν ἐπεριτριγύρισαν καὶ ἅπλωναν τὰ χέρια κι ἐψηλαφοῦσαν τὸν κῶνο μὲ σεβασμὸ κι ἐπιθυμία μεγάλη, ἐνῷ ἡ Παναγιώτα, ζηλότυπη, ἤθελε νὰ προφυλάξῃ τὸ σπάνιο ηὕρεμά της ἀπὸ κάθε ἁρπαχτικὴ διάθεση. Ὅλες οἱ χωριάτισσες ἔδειχναν εὐχαρίστηση γιὰ τὴν εὐτυχία τῆς παρθένας κι εὐχόνταν γρήγορα ν᾿ ἀληθέψῃ ἡ καλοσημαδιά. Ἀπὸ τὴν ἔκφραση ὅμως τῶν ματιῶν ἐφαινόταν πῶς ἄλλα ἔλεγαν καὶ ἄλλα ἐπίστευαν οἱ Καραγκούνισσες.
– Μωρὲ μάτια μου! Ηὔρεμα ποὺ τόκαμε! ἐψιθύρισεν ἡ Ἀννέτα, ἡ κόρη τοῦ Μπιρμπίλη, μὲ παίξιμο τῶν χειλιῶν κωμικότατο. Ἐκείνη νὰ βρίσκῃ τοὺς κούνους κι ἄλλη νὰ παίρνῃ τσ᾿ ἀγαπητικούς της!...
– Δῶστο, μαρή, νὰ σ᾿ τὸ φυλάξω· εἶπεν ἡ παπαδιὰ στὴ θυγατέρα τῆς ὁλόχαρη κι ἐκείνη γιὰ τὸ ηὔρεμα τῆς κόρης.
– Μπά, ἔκαμεν ἡ Παναγιώτα δυσκολόπιστη· δὲν τὸ δίνω κανενού.
Καὶ τὸ ἔκρυψε μὲ λαχτάρα, σὰν φιλάργυρος τὸν θησαυρό του, μέσα στὸν παρθενικὸν κόρφο της.
Ὁ ζητιάνος ἀπὸ τὴ θέση τοῦ ἔβλεπε τὴν ἀναστάτωση ἐκείνη τῶν γυναικῶν κι ἐγελοῦσε μακάριος. Τὸ ἐφευρετικὸ μυαλὸ τοῦ συλλογιζόταν πῶς καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ ηὔρεμα τῆς Παναγιώτας πολλὰ ἠμποροῦσε νὰ κερδίση. Καὶ ὅταν ἐκατάλαβε πῶς ἔπαυσε τῶν γυναικῶν ἡ συγκίνησις, ἐφώναξε μὲ φωνὴ σοβαρή, ποὺ ἔκαμε τὶς γυναῖκες ὅλες νὰ συμμαζωχθοῦν πάλι περίγυρά του καὶ νὰ κρεμασθοῦν ἀπὸ τὰ χείλη του.
– Τὸ σερνικοβότανο; Ἐτοῦτο εἶνε!
Κι ἐμπρὸς στὰ θαμπωμένα μάτια τοὺς ἐξεδίπλωσεν ἕνα ξερὸ σταχτερὸ χορταράκι. Ἀλλὰ σύνωρα πλαγιάζοντας πίσω ἀπὸ τὴν Κρουστάλλω ἐψιθύρισε προφυλαχτικὰ δῆθεν, ἀλλ᾿ ἀρκετὰ δυνατά, ὥστε ν᾿ ἀκουσθῇ, ἀπ᾿ ὅλον τὸν ὅμιλο τῶν γυναικῶν, στὸ αὐτὶ τῆς Παναγιώτας:
– Ἔχω καὶ τ᾿ ἀγαποχόρταρο!
Στὸν λόγο καὶ τὸ διαπεραστικὸ βλέμμα του ἢ κόρη ἐκοκκίνισε σὰν τὴ φωτιὰ καὶ ἀπιστομήθηκε κατὰ γῆς, ἀνάμεσα στὰ φουστάνια τῶν ἄλλων γυναικῶν, μὲ νευρικὸ καὶ ἀκράτητο γέλοιο. Ἀλλ᾿ ἢ Ἀννέτα τοῦ Μπιρμπίλη, ψιλομελάχροινη καὶ πυρωμένη λεβεντονιά, τολμηρότερη ἐπρόβαλε κι ἐρώτησε δυνατά:
– Ἔχεις ἀλήθεια τ᾿ ἀγαποχόρταρο;
– Ναί, εἶπεν ὁ Τζιριτόκωστας μὲ ἀκλόνητη βεβαιότητα. Ἔχω τ᾿ ἀγαποχόρταρο, τσ᾿ ἀγάπης τὸ βοτάνι – π᾿ ἄλλος τόπος δὲν τὸ κάνει. Αὐτὸ ποὺ τώχουν οἱ νεράιδες καὶ τὸ φυλᾶν στὸ Μαυροβούνι, κάτω στὸ Μωρηά, σὲ μιὰ σπηλιὰ δίκοχη-τρίκοχη, καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ φτάσῃ, οὔτε νὰ τὸ ἰδῇ πῶς φυτρώνει. Καὶ γιὰ νὰ τὸ βρῇς, πρέπει νὰ πιάσῃς τρίμερο σκαντζοχεράκι, νὰ τὸ κλείσης σὲ φράχτη περίγυρα καλή. Ἡ μάννα του ἡ σκαντζοχερίνα, θέλοντας νὰ τὸ λευθερώσῃ, θὰ περάσῃ κάμπους καὶ βουνά, λαγκάδια καὶ κράκουρα, νὰ φέρῃ τὸ βοτάνι, νὰ τὸ βάλῃ στὴ φράχτη ν᾿ ἀνοίξῃ μονάχη της. Ἐκεῖ πρέπει νὰ εἶσαι κρυμμένος, καθὼς θὰ ἔρθ᾿ ἡ σκαντζοχερίνα, νὰ τὸ πάρῃς ἀπὸ τὴ μυτίτσα της πρὶν ῾γγίξη τὸ χῶμα. Μ᾿ ἐκεῖνο τότε ἀνοίγεις κλειδαριὲς καὶ σιδερόπορτες καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ καλοῦ σου καὶ τ᾿ ἀγαπητικοῦ σου!
Ἡ Παναγιώτα μέσ᾿ ἀπὸ τὰ φουστάνια τῶν γυναικῶν ἄκουε τὴν παντοδυναμία τοῦ βοτάνου καὶ δὲν ἐγελοῦσε πλέον. Ἡ καρδιὰ τῆς ἔπαλλε γοργὰ καὶ ἵδρωτας ἐπερίλουζε τὸ σῶμα της καὶ ψιλά, καυτερά, σὰν ἀπὸ θερμοκαυτῆρα, κεντήματα αἰσθανόταν στὰ μάγουλα καὶ τὴν ἄκρη τῆς μύτης της. Λιποθυμίας συμπτώματα ἐβάρυναν ἀσφυχτικὰ τὰ ναρκωμένα μέλη της καὶ τῆς ἔφεραν βαθεῖς, τετράβαθους ἀναστεναγμούς. Ἐπίμονος καὶ ἀπαιτητικὸς ᾖρθε πάλι στὸ νοῦ τῆς ὁ Χαδούλης, τοῦ Τρίκα ὁ γιός, κι ἔσβησεν ἀμέσως τὴ χαρὰ ποὺ τῆς ἔφερε τοῦ ἀραποσιτόκωνου τὸ εὐτυχισμένο ηὔρεμα.
Ὁ Χαδούλης ἦταν ἀρρεβωνιαστικὸς τῆς πρίν. Ὁ Παπαρρίζος καὶ ὁ Τρίκας, σὲ στιγμὴ κρασοκατανύξεως κι αἰσθηματολογίας ἄκρατης, ἀποφάσισαν νὰ διατηρήσουν παντοτινή, στοὺς αἰῶνες νὰ τὴν παραδώσουν ἀθάνατη κι ὀνομαστὴ τὴ φιλία τους. Καὶ γιὰ νὰ κατορθώσουν αὐτό, δὲν εὑρῆκαν ἄλλο μέσον παρὰ ν᾿ ἀρρεβωνιάσουν τὰ παδιά τους, πρὶν ἀκόμη ἀφήσουν καλὰ-καλὰ τὰ σπάργανα. Ἡ κόρη μὲ τὸ πρῶτο ψέλλισμα τῶν ὀνομάτων τῆς οἰκογενείας ἔμαθε νὰ ψελλίζῃ καὶ τοῦ ἀντρὸς τῆς τ᾿ ὄνομα. Πρὶν ἀκόμη αἰσθανθῇ φόβο καὶ σεβασμὸ καὶ ἀγάπη στὰ πατρικὰ χτήνη, γιὰ τὰ μεγάλα εὐεργετήματα ποὺ ἔκαναν μὲ τὴ δύναμή τους στὴν οἰκογένεια, τὰ αἰσθάνθηκε στὸν Χαδούλη, ποὺ ἔμελλε νὰ γίνῃ εὐεργέτης καὶ ὁ δεσπότης της. Τὰ ἴδια αἰσθήματα ἐκράτησεν ἡ παρθένα στὰ στήθη της καὶ ὅταν ἀκόμη ἐμεγάλωσε. Ὁ Χαδούλης ὅμως οὔτε μικρὸς οὔτε ὅταν ἐμεγάλωσεν αἰσθάνθηκε τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Ὅταν ἐκατάλαβε πῶς ἔγινε στὸ χωριὸ ζηλευτὸς γαμπρός, ἐπάτησε τὸν ἀρρεβώνα τοῦ δίχως δισταγμό. Λίγα δεμάτια σανοῦ, ποὺ ἐπρόσθεσεν ὁ Μπιρμπίλης στὴν ἀρχικὴ προῖκα του, τὸν ἔπεισαν ἀμέσως ν᾿ ἀρρεβωνιασθῆ τὴν Ἀννέτα.
Ἡ Παναγιώτα ἐπικράθηκε κατάκαρδα, ὅταν τὸ ἔμαθε. Περισσότερον ἐπικράθηκε γιὰ τὴν προσβολή, ποὺ τῆς ἔγινε, παρὰ γιατὶ ἐματαιώθηκεν ἡ εὐτυχία της. Ἐφοβήθηκε περισσότερο τὴν κακογλωσσὰ τῶν συντοπιτῶν της, τ᾿ ἀνήλεα πειράγματα τῆς ἀντιζήλου της, παρὰ ποὺ ἔχανεν ἀγαπημένο πρόσωπο. Τὸ πάθημά της, ἀντὶ νὰ τὴν καταβάλῃ καὶ νὰ τὴν ἀποθαρρύνῃ, τὴν ἔκαμε περισσότερο τολμηρή. Δὲν εἶχεν ἄλλη σκέψη παρὰ πῶς νὰ ξαναφέρη στὰ πρῶτα του βήματα τὸν Χαδούλη. Καὶ τόσον εἶχε τὰ αἰσθήματα συγχισμένα μέσα της, ὥστε δὲν ἠμποροῦσε νὰ διακρίνῃ, ἂν ἐζητοῦσε τοῦτο γιὰ ν᾿ ἀποχτήσῃ τὸν ἄπιστον ἐραστὴν ἢ γιὰ νὰ τιμωρήση μισητὴν ἀντίζηλο. Τώρα μόλις εἶδε τὸν Τζιριτόκωστα κι ἄκουσε τοῦ βοτάνου τὴν ἀκατανίκητη δύναμη, αὐτὴν τὴ σκέψη ἔφερε στὸ νοῦ της. Ἤθελε νὰ εἶχε λίγο ἀπ᾿ αὐτό, ἕνα φυλλαράκι μόνον, νὰ ποτίση τὸν Χαδούλη, νὰ τὸν κάμῃ νὰ γυρίση πίσω στὴν πρώτη του ἀγάπη, νὰ μὴν τὸν χάσῃ γιὰ τὰ λίγα τ᾿ ἄχερα. Ἀλλὰ ποιὸς ἠξεύρει πόσο θὰ τὸ πουλὴ τὸ βοτάνι τοῦ ὁ ζητιάνος!
Ὅμως ἐκεῖνος ἐδιαλαλοῦσεν ἕνα με τ᾿ ἄλλο τὰ βότανά του, ἔλεγε τὴ χρήση καὶ τὴν παντοδυναμία τους μὲ τέχνη καὶ ὑψηλὴ πλαστικότητα λόγου. Καὶ οἱ γυναῖκες ὅλες, στριμωμένες περίγυρά του, ἄκουαν καὶ τὸν ἐκοίταζαν κατάμματα, χωρὶς νὰ βγάνουν ἄχνα, χωρὶς μιλιά, μὲ συγκίνηση μεγάλη καὶ πόθον ἄσβηστο. Τὰ εὐεργετικά, τὰ παρήγορα βότανα τῆς γῆς, ποὺ γιατρεύουν κάθε σωματικὴ πληγῆ, ποὺ καταπαύουν κάθε ψυχικὸν πόνο, ποὺ ἐλαφρώνουν κάθε τῆς καρδιᾶς μαρασμὸ καὶ τὴν γυρίζουν πάλι στὴν πρώτη της νεότητα, στὴν ἀρχική της ἀκμή, ἦσαν ἐκεῖ ἐμπρός τους, μέσα τὰ εἶχε στὸ σακκούλι τοῦ ὁ ζητιάνος καὶ δὲν ἔμενε παρὰ νὰ τ᾿ ἀνοίξη μόνον, νὰ τὰ χύση περίγυρα, γιὰ νὰ κατασιγάσῃ τῆς ἀνθρωπότητος τὰ κρυφὰ μαρτύρια, θεότης εὐεργετικὴ καὶ πολυεύσπλαχνη αὐτός. Μυστικούς, λαθροκρυμμένους πόνους· πόθους καὶ βάσανα κι ἐλπίδες· ὅλα τὰ συναισθήματα τὰ κατασταλλαγμέν᾿ ἀπὸ τὴ φύση σὲ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή, τὰ κατακαθισμένα στὰ βάθη τῆς συνειδήσεως ἀπὸ τὴ ρᾴθυμή της ζωῆς ἐπιρροή, ὁ Τζιριτόκωστας μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ βότανά του τ᾿ ἀνασκάλιζε τώρα, τὰ ἔφερνε στὴν ἐπιφάνεια, τὰ παράδινε στῆς ψυχῆς τὴ γνώση καὶ τοῦ ἀτόμου τὴ διάθεση. Ὅλες οἱ γυναῖκες, ἡ μιὰ με τὴν ἄλλη, ἐζητοῦσαν μὲ τὸν νοῦν ἐπιμόνως κι εὕρισκαν τέλος κάτι τί στὴ ζωὴ τοὺς ἄρρωστο, κάτι στὴν ψυχὴ τοὺς παθιασμένο, ποὺ ἐμπόδιζε ν᾿ ἀπολάψουν ἀθάνατή τη χαρὰ καὶ τὴ γαλήνη τοῦ κόσμου.
– Στερφοβότανο μπᾶς κι ἔχεις, ἀρέ; ἐρώτησεν ἔξαφνα ἡ Κράπαινα.
Δώδεκα παιδιὰ εἶχε γεννήσει ἕως τώρα ἡ χωριάτισσα καὶ ἦταν μόλις τριανταδύο χρονῶν. Ἐκαταλάβαινε καὶ ἴδια πῶς εἶχε διάθεση νὰ γεννήσει ἄλλα τόσα ἀκόμη. Ὅμως εἶχεν ἀποκάμει ἀπὸ τὶς κοιλοπόνιες κι ἤθελε νὰ σταματήσῃ τὴν ἀνυπόφορη καρποφορία τῆς κοιλιᾶς της. Ἀλλ᾿ ἡ παπαδιὰ τὴν ἐμάλωσεν ἀμέσως γιὰ τοῦτο καὶ εἶπεν ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ ζητῇ μὲ βοτάνια ν᾿ ἀντιταχθῆ στοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα. Ἡ Κράπαινα ὅμως ἐπίμενε γυρεύοντας τό. Δὲν βαστάω, ἔλεγε· βαρέθηκα πιά· κάθε χρόνο καὶ παιδί!...
– Σὰ δὲν βαστᾷς, κλείδωσε τό· εἶπεν ἡ παπαδιά.
– Τὸ κακὸ εἶνε ποὺ δὲν κλειδώνεται· εἶπεν ἡ γριὰ Σταμάτω, ἡ πολύπειρη. Δὲν θυμᾶστε τί ἀπάντησεν ἡ γριὰ ἡ ἐκατοχρονίτρα στὰ λόγια τοῦ σαραβαλιασμένου γέροντά της; «Ἔ, καϋμένε μύλο, εἶπεν ἐκεῖνος στενάζοντας· πόσες φορὲς ἐγριγριλίσαμ᾿ ἐφτοὺ μέσα! Καὶ ἡ γριὰ ἡ ἐκατοχρονίτρα ἐμουρμούρισεν: Ἀνάθεμα τὴν κρέμαση κι ἀπὲ ὁ μύλος ἀκόμη γριγριλίζει!»
Οἱ γυναῖκες ὅλες, παντρεμένες καὶ ἀνύπαντρες, ἐχασκογέλασαν νευρικά, σὰν νὰ ἐγαργαλίσθηκαν μὲ τὸν μῦθο τῆς γριᾶς. Ὁ ἀπριλιάτικος ἥλιος ποὺ τὶς ἐπερίλουζε θαλπερὸς ὧρες ὁλόκληρες· ἡ γοργὴ βλάστησις, ποὺ ἁπλωνόταν περίγυρά τους, καὶ τὰ γεννητικὰ μόρια, ποὺ ἐπλανιόνταν ἀόρατα στὸν αἰθέρα κι ἐσυντελοῦσαν στῆς ἀνοίξεως τὴν ἀναπλαστικὴν ἐνέργεια, εἶχαν χύση στὸ αἷμα τοὺς τὴ ρᾴθυμη ἐκείνη καὶ ἡδονικὴ διάθεση, ποὺ φέρνει στὰ ἔμψυχα πλάσματα τὴν παράλυση τοῦ σωμάτου καὶ τῶν νεύρων τὸν ὀργασμό. Κοκκινοπρόσωπες, ἀγλαομματοῦσες, μὲ κάποιο βάρος ἀνάλαφρο στὸ στομάχι καὶ κάποια στενοχώρια καὶ στέγνωμα στὸν λάρυγγα· μὲ ἀνατριχιαστικὴν αὔρα κινούμενη ἐπάνω στὸ δέρμα τους ἀπὸ τὸ κεφάλι ἕως τὰ πόδια καὶ μὲ δυσθυμία ἀόριστη ἄρχισαν οἱ γυναῖκες νὰ πονηροβλέπωνται μεταξύ τους καὶ νὰ σπρώχνωνται, ν᾿ ἀνακλαδίζεται ἡ μία ἐπάνω στὴν ἄλλη καὶ νὰ χαυνίζεται, μὲ τὸ νευρικὸ γέλοιο ἀδιάκοπο, μὲ τῶν βλεμμάτων πονηρὴ ἔκφραση ἀκατανίκητη. Οἱ γυμνές τους κνῆμες ἐπρόβαλαν μελαχροινὲς καὶ γυαλιστερές, σὰν χάλκινες κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀναστατωμένα φουστάνια τους καὶ τὰ γόνιμα στήθη ἐπρόβαλαν ἐλεύθερα ἕως τὴν μέση καὶ τὰ μέλη τοὺς ὅλα ἀπὸ τῶν νεύρων τὴ μουδιασμένη ἐξέγερση εἶχαν τολμηρὴ καὶ παράξενη στάση σὰν στρεβλωμένα. Ἐγελοῦσαν καὶ ἀνακινοῦνταν στὴ θέση τους, σὰν γάτες ποὺ τὶς δαιμονίζει τὸ σπέρμα. Μωρέ, πόσα ξέρει ἡ γριὰ Σταμάτω ἡ στρίγγλα!...
Ἀλλ᾿ ὁ Τζιριτόκωστας, ἀδιάφορος στὰ λόγια καὶ τὰ γέλοιά τους, ἀναίσθητος στὸ γαργάλισμα καὶ τὶς φλογερὲς ματιές τους, ἀφωσιωμένος στὴ δουλειά του, ἀπάντησεν ἀμέσως στὴν ἐρώτηση τῆς Κράπαινας:
– Πῶς; Καὶ στερφοβότανο καὶ γαλαχτόπετρα. Ἑμάζωνε χαλίκια ἕνας στ᾿ ἀκρογιάλι καὶ τὰ ἔρριχνε στὸν κόρφο του. Ἄξαφνα τὸν ἐτάραξε ἡ θέρμη· σφάχτες εἶχε σ᾿ ὅλο τοῦ τὸ κορμί· τὰ βυζᾶ τοῦ ἐπρήσθηκαν. Καὶ ὥστε νὰ φθάσῃ σπίτι του, ἄρχισαν νὰ τρέχουν τὰ γάλατα. Ψάχνουν στὰ χαλίκια καὶ βρίσκουν ἐκεῖ τὴ γαλαχτόπετρα-μαυρόπετρα· πέτρα τοῦ γιαλοῦ τοῦ ἄμμου – μὲ τὰ στέφανα τοῦ γάμου. Ὅποιος τὴν βάλῃ ἀπάνω του, τὸ γάλα πάει ποτάμι – μὰ τὸ πράσινο καλάμι· ἄντρας εἶνε γιὰ γυναῖκα – μὰ τοὺς ἅγιους πέντε-δέκα!... Ἂν θέλτε ἀκόμη ἔχω καὶ τὸ θηλυκοβότανο!...
– Ἄ! Σπολλάτη σου! Καὶ ποιὰ παίρνει θηλυκοβότανο; Ἂς τὸ νὰ χαθῆ καὶ μὴν τὸ μελετᾷς! εἶπαν οἱ γυναῖκες μονόγνωμες. Ἀπὸ τ᾿ ἄλλα νὰ μᾶς δώσης.
– Ὅλες νὰ σᾶς δώσω θέλτε· εἶπεν ὁ ζητιάνος σοβαρός. Μὰ δὲν ρωτᾶτε, ἂν ἔβαλα ψωμόψυχα μέσα μου ἀπὸ προχτές. Ἐκεῖνα, ποὺ μοῦ ἔφεραν οἱ ἄντρες σας, ἐσηκώθηκε τὴ νύχτα ὁ παραγιός μου καὶ δὲν ἄφησε ψίχαλο.
– Νὰ σοῦ φέρουμε, χριστιανέ! εἶπε πρώτη ἡ Κρουστάλλω. Δὲν τώλεγες τόσην ὥρα, παρὰ σὲ βασανίζουμε θεονήστικο!...
Κι ἐσηκώθηκεν, ἕτοιμη νὰ τρέξη στὸ φτωχικό της γιὰ νὰ φέρῃ στὸν ζητιάνο νὰ φάγη.
– Στάσου νὰ σοῦ φέρω κι ἐγὼ πώχω λίγο μπλουγούρι· εἶπε πρόθυμη καὶ ἡ Κράπαινα.
– Κι ἐγὼ ἔχω γαλοτύρι νὰ σοῦ φέρω.
– Κι ἐγὼ κάμποση μαμαλίγκα.
Ὅλες τώρα ἦσαν πρόθυμες νὰ περιποιηθοῦν τὸν Τζιριτόκωστα, νὰ τοῦ προσφέρουν κάτι, χρήσιμες νὰ τοῦ φανοῦν ὅσον ἠμποροῦσαν, νὰ μὴν πεθάνη ἀπὸ τὴν πεῖνα, ὁ φτωχός! Χριστιανὸς ἦταν κι αὐτός· δὲν ἦταν ἀλούθηρος! Ἠμποροῦσε νὰ πάθη, θεονήστικος ἄνθρωπος, καὶ νὰ τὸν ἔχουν ὅλες βάρος στὴν ψυχή τους!... Μπά, χριστιανέ μου· δὲν τὸν ἔλεγες τόσην ὥρα!...
Ἀλλ᾿ ὁ Τζιριτόκωστας, ἀφοῦ ἔρριξε τὴν σπίθα στὸν εὐκολοάναφτο σωρὸ τῶν γυναικῶν κι ἐκατόρθωσε τὸν σκοπό του, δὲν ἤθελε νὰ προχωρήσῃ περισσότερον. Ἤξευρε καλά τη δουλειὰ τοῦ αὐτός. Ἐσκεπτόταν πῶς, ἂν ἔπιανε καθεμία χωριστά, θὰ ἐκέρδιζε περισσότερο τὴν ἐμπιστοσύνη της καὶ ἡ πονηρία του θὰ εἶχε ὁμαλώτερο στάδιον ἐνεργείας.
– Ὄχι, χριστιανές μου, εἶπε· δὲν θέλω τίποτα. Τώρα ποὺ θὰ πᾶτε σπίτι σας, ἔρχουμαι καὶ μοῦ δίνετε ὅ,τι προαιρεῖστε. Κυττάξτε τώρα τὴ δουλειά σας...
Ἀλλ᾿ οἱ γυναῖκες, γιὰ νὰ δείξουν προθυμία, ἔτρεξαν ὅλες στὰ σπίτια τους, χωρὶς ν᾿ ἀκούσουν τὰ λόγια του. Κι ἐκεῖνος, σοβαρὸς πάντοτε, θλιμμένος καὶ κακοπαθισμένος, ἐπλησίαζεν ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα κι ἐδεχόταν τὰ ἐλέη τους. Ἔπειτα, μὲ ἀκριβόλογῃ συμφωνίαν, ἄρχιζε νὰ παζαρεύῃ τὰ γιατρικὰ καὶ τὰ βότανά του.
Κι ἐπίτυχεν ἀληθινὰ στοὺς ὑπολογισμοὺς τοῦ ὁ Τζιριτόκωστας. Οἱ γυναῖκες τώρα στὴν ἀπομόνωσή τους ἄφησαν τὴν ἐπιφύλαξη κι ἐξεμυστηρεύονταν κάθε πάθος καὶ κάθε τοὺς ἐπιθυμία. Πολλές του ἐζήτησαν τ᾿ ἄκακα βότανα. Ἀλλ᾿ οἱ περισσότερες ἤθελαν τοὺς ἐσμάδες καὶ τὰ καββαλιστικὰ σημεῖα· τὰ παράδοξα σχήματα καὶ τὰ τερατώδη μονογράμματα, γιὰ νὰ διώξουν μ᾿ ἐκεῖνα ἐπίβουλο σκοπὸν τῆς γειτόνισσας, εἴτε νὰ τὸν τινάξουν καταστρεφτικὸν καὶ δακρυοπότιστον σὲ μισητὸ συγγενῆ. Τὸ ἀμπόδεμα καὶ τὸ λύμα του· τὸ ἀβάσκαμα καὶ τὸ γήτεμά του· ὁ ἀφανισμὸς ἀσπόνδου ἐχθροῦ καὶ τὸ κρέμασμα στὴ λεῦκα· τοῦ ἀντρόγυνου ἡ σύχασις καὶ τῶν παιδιῶν ἀπὸ τοὺς γονέους ὁ ἀποχωρισμός, εἴτε τῶν ἀδερφῶν ἡ ἔχθρα· καὶ ἀκόμη τῶν χτηνῶν ἡ ψόφος καὶ τῶν ἀμπελιῶν τὸ ξέραμα καὶ τῶν χωραφιῶν ἡ στέρφεψις, ὅλα τὰ πάθη, ὅσα ὁ ἄνθρωπος μέσα στὴν χτηνωδία τοῦ ἐγκυμονεῖ κατὰ τοῦ συνόμοιου, τοῦ ἐστρώνονταν στυγνὰ ἐμπρὸς στὸν ζητιάνο κι ἐζητοῦσαν ἀπ᾿ αὐτὸν σάρκα καὶ ψυχὴν ἐπίβουλη. Αὐτὸς ὁ ἴδιος ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται ψυχικὸν ἴλιγγον ἐμπρὸς στὸ τόσο μῖσος καὶ τὴν ἀφάνταστη σκληρότητα, ποὺ ἐκυβερνοῦσε δεσποτικὴ τὶς χωριάτικες ἐκεῖνες ψυχές. Ὁ νοῦς τοῦ ὁ πολυκάτεχος ἔμεινε γιὰ μία στιγμὴ κατάπληχτος ἐμπρὸς στὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τοῦ χωριοῦ, τόσο διαφορετικὴ καὶ τόσον ἀντίθετή με τὴν ὁλοπράσινη ἐξωτερική του ὄψη, τὴν ναρκωμένη ἀπὸ τὶς ἀναθυμιάσεις τῶν βάλτων καὶ βυθισμένη στὴν ὁμίχλη σὰν σὲ ὄνειρο.
Ὁ Τζιριτόκωστας ὅμως δὲν ἐκαταντοῦσε σὲ τόσους συλλογισμούς, ὥστε νὰ λησμονήση τὴν ἀποστολή του. Πρόθυμα ἐπρόσφερνε στὶς γυναῖκες ὅ,τι ἤθελαν. Ὅλα τὰ εἶχε στὸ σακκούλι του. Κι ἐζητοῦσε γιὰ πληρωμὴ ὅ,τι ἔβλεπεν ἀκριβότερο στὸ σπίτι μέσα, ροῦχο εἴτε πανί, κάθε τί ποὺ ἡ πεῖρα τοῦ εὕρισκε κατάλληλο γιὰ νὰ μεταπουληθῆ καὶ νὰ δώσῃ κέρδη.
Οἱ γυναῖκες στὴν ἀρχὴ ἀντίτειναν πεισματικὰ στὶς μεγάλες ἀπαιτήσεις του. Ἐπροφασίζονταν πῶς ὁ ἄντρας τους θὰ τὶς σαπίση στὸ ξύλο. Ἐκεῖνος τότε ἑτοιμαζόταν τάχα νὰ φύγῃ. Ἑμάζευε τὶς πραγμάτειες τοῦ ἀτάραχος καὶ βραδυπατώντας ἔκανε ν᾿ ἀφήσῃ τὴν πόρτα, ἐνῷ σύγχρονα ἐπαινοῦσε τὴν ἄσφαλτη χρήση τῶν φαρμάκων του, τὰ εὐεργετικὰ ἀποτελέσματά τους. Καὶ οἱ γυναῖκες, ἀπελπισμένες γιατὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τὸν συγκινήσουν, ἀλλὰ καὶ ἀνίκανες νὰ κατανικήσουν τὸν πόθο τους, ἔδιναν τέλος ὅ,τι τοὺς ἐζητοῦσε κι ἔπαιρναν τὸ βοτάνι μὲ λαχτάρα, τὸ ἐκομπόδεναν στοῦ μαντηλιοῦ τὴν ἄκρη, στὸν κόρφο τοὺς τὸ ἔχωναν ζηλότυπες γιατὶ τὸ ἀπόχτησαν. Κι ἄκουαν τὶς συμβουλές του κι ἐξαναρωτοῦσαν τὸν τρόπο, ποὺ θὰ τὸ μεταχειρισθοῦν, μὲ λεπτομέρεια μεγάλη.
Ὁ Τζιριτόκωστας, μὲ παραγεμισμένα σακκούλια, ἔφθασε τέλος ἀποσταμένος ἐμπρὸς στὴν πόρτα τῆς Κρουστάλλως.
– Ἔλα, χριστιανέ μου, καὶ σὲ περιμένω! τοῦ ἐφώναξεν ἐκείνη ἀνυπόμονη, μόλις τὸν εἶδεν ἀπὸ μακράν.
– Τί νὰ κάμω; Μ᾿ ἐλέησαν κι ἄλλες χριστιανές· ἀπάντησε μὲ ἦθος μισοκακόμοιρο.
Καὶ ἠθέλησε νὰ καθίση στὸ κατῶφλι τῆς πόρτας ἀπ᾿ ἔξω. Ἀλλὰ ἡ Κρουστάλλω ἀπὸ οἰκτιρμὸ δὲν τὸν ἄφησε.
– Ἔμπα μέσα, δόλιε· εἶπε. Κάτσε νὰ σοῦ βάλω νὰ φᾶς.
Ἐμπῆκε μέσα διστάζοντας κι ἔκλεισε πίσω τοῦ τὴν πόρτα. Ἀπίθωσε στὴ γωνία τὰ σακκούλια του κι ἐστρώθηκε κατὰ γῆς παραφορτώνοντας τὴν Κρουστάλλω μ᾿ εὐχὲς κι εὐλογίες γιὰ τὴν τόση καλοσύνη της. Μιὰ στιγμὴ μάλιστα, ποὺ ἡ χωριάτισσα ἅπλωσε νὰ ρίξῃ νέα φέτα ψωμιοῦ ἐμπρός του, ἅρπαξεν ἐκεῖνος καὶ ἠθέλησε νὰ φιλήσῃ τὸ χέρι της. Ὅμως ἐκείνη τὸ ἔσυρε βιαστικά, κατακόκκινη ἀπὸ ντροπή. Τί, ἁγία ἦταν! Καὶ μετανοημένη γιὰ τὶς βρισιὲς ποὺ ἐξεστόμισεν ἄλλοτ᾿ ἐναντίον του, ἐφρόντισε νὰ δικαιολογηθῇ. Βλέπεις, καθένας θέλει νὰ κάνῃ τὸ καλό· ἀλλὰ δὲν ἠμπορεῖ καὶ πάντα. Τί νὰ γίνῃ. Φτωχοὶ ἄνθρωποι ἦσαν κι αὐτοί!
Ἀλλ᾿ ὁ Τζιριτόκωστας, ἀργομασώντας, τῆς ἀντίλεγε. Αὐτὸ εἶνε κατὰ τὶς καρδιές. Εἶνε πολλοὶ ποὺ ἔχουν τοῦ κόσμου τ᾿ ἀγαθά· ὅμως δὲν δίνουν οὔτε τοῦ ἀγγέλου τοὺς νερό! Καὶ δὲν ἠξεύρουν πῶς ἐκεῖνος, ποὺ δίνει ἕνα λεφτὸ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, στὸν ἄλλον θὰ τὸ λάβη διπλάσιο καὶ τριπλάσιο. Τὸ λέγει κι ὁ ἀφέντης ὁ Χριστός μας. Ἀλλὰ οἱ πλούσιοι δὲν τ᾿ ἀκοῦν αὐτά. Ἂν ἔλειπαν οἱ φτωχοί, οἱ ζητιάνοι καὶ οἱ σακάτηδες θὰ πέθαιναν στοὺς δρόμους ἀπὸ τὴν πεῖνα... Ὅμως ἡ Κρουστάλλω τὸν ἐπαρηγοροῦσε μὲ φιλοσοφικὰ ἐπιχειρήματα. Δὲν ἠμποροῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ εἶνε ἕνα· ὅλα τὰ ξύλα δὲν βγάζουν τὸν ἴδιο καπνό. Ἄλλοι καλοί, ἄλλοι κακοί· ἔτσι τὰ ἔχει ὁ παλιόκοσμος!... Κι ἐκεῖνος ἐξανάλεγε πῶς εἶδε καὶ εἶδε κόσμο, μὰ σὰν τὴ δική της ψυχὴ ἄλλη δὲν ἀπάντησε πουθενά. Ἡ χωριάτισσα, πλέον ἐνθουσιασμένη ἀπὸ τὰ κολακευτικὰ ἐκεῖνα λόγια, θέλοντας νὰ τὰ πιστοποιήση ὅσον ἦταν δυνατὸν περισσότερο, ἐσκάλιζεν ὅλα τ᾿ ἁρμάρια καὶ τοὺς κρυψῶνες τοῦ φτωχικοῦ της, γιὰ νὰ εὕρῃ νὰ τοῦ προσφέρῃ κάτι τί. Κι ἐκεῖνος, ποὺ μὲ ἄγρυπνο μάτι ἀκολουθοῦσε κάθε κίνημά της κι ἐμάντευε τοὺς σκοπούς της, ὅλο κι ἐψιθύριζεν ἐπαίνους καὶ θαυμαστικὰ γιὰ τὴν καλοσύνη της· ἐνῷ μέσα στὸ νοῦ τοῦ ἐκλωθογύριζε πάντα τὴν πρώτη του σκέψη.
– Μωρέ, θὰ βγῆ πρᾶμα ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ ζωντόβολο!
Κι ἔξαφνα δυνατώνοντας τὴ φωνὴ τοῦ εἶπε:
– Ἄχ, ἐσένα, κυρά μου, δὲ σὤπρεπε νὰ κάθεσαι σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀχούρι. Σὤπρεπε νὰ εἶσαι ἀρχόντισσα καὶ νὰ μπαίνῃς σὲ παλάτια· νὰ φορῇς μεταξωτὰ καὶ νὰ βροντοῦν τ᾿ ἀσημοχρύσαφα στὰ στήθια σου καὶ νὰ κρέμονται τὰ μαργαριτάρι᾿ ἀπάνω σου, σὰν τὰ κεράσια στὴν κερασιά. Ἔπρεπε νὰ γεννηθεῖς σὲ χρυσὴ κούνια, ὅπως ὁλόχρυση εἶνε ἡ καρδιά σου. Καὶ σὤπρεπε νἄχῃς ἄντρα τὸν χρυσὸν ἀητό· νὰ διαβαίνῃ στὸ παζάρι καὶ νὰ προσηκώνωνται οἱ ἄρχοντες· καὶ νά ῾χης τὸν ἀρχοντογιό, νὰ σ᾿ τὸν ζηλεύ᾿ ἡ χώρα...
Ἡ χωριάτισσα ὀρθὴ κοντά του, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος, ἄκουε τοὺς ἐπαίνους ἐκείνους μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Τὸ αἷμα της ἔβραζε κι ἐκατακοκκίνιζε σὰν φωτιὰ τὰ μάγουλά της κι ἐσυγκλόνιζεν ὅλη της [τὴν] ὕπαρξη. Ἡ ζωὴ ἐκείνη, ὅπου τὴν ἐτοποθετοῦσεν ὁ ζητιάνος μέσα στὰ πλούτη καὶ τὴ δόξα, ἐλαμποκοποῦσεν ἐμπρὸς καὶ τῆς ἐθάμπωνε τὰ μάτια τόσο, ποὺ ἤθελε νὰ τὰ κλείσῃ, νὰ παραδοθῇ σύψυχη στὸ γλυκὸν ὄνειρο καὶ ποτὲ νὰ μὴν ξυπνήσῃ! Ἄρχισε νὰ τὴν παραφέρνῃ καὶ νὰ τὴν πείθῃ ἡ γλῶσσα του, πὼς ἀληθινὰ αὐτὴ δὲν ἦταν γιὰ νὰ ζήσῃ, ὅπως τώρα ἐζοῦσε, ἀλλ᾿ ὅπως ἐκεῖνος τῆς ἔλεγε. Καὶ ἀσυνείδητα ἄρχισε νὰ τοῦ λέγῃ πὼς ἂν ἦταν ἀληθινά, ὅπως τῆς ἔπρεπε, θὰ ἔβλεπε τότε μὲ πόση προθυμία θὰ ἔκανε τὰ ψυχικά της.
– Μὰ τὴν ὥρα ποὺ μᾶς ἀκούει, εἶπε μὲ σοβαρότητα. Ἂν ἦταν ἀλήθεια, φτωχὸς δὲν θὰ βρισκόταν σ᾿ ὅλο τὸ πρόσωπο τῆς γῆς.
Ἀλλ᾿ ἐπάνω στὴν ἔξαλλην αὐτὴ μεγαλοδωρία της, ἡ ἐνθύμησις τοῦ σερνικοῦ τὴν ἐκρέμνισεν ἀμέσως στὴν ἄθλια πραγματικότητα. Ἡ χρυσόσκονη, ποὺ ἔρριξεν ἐμπρὸς στὰ μάτια της γιὰ μία στιγμή, σὰν μάγος καλλιτέχνης σὲ στυγνὴν εἰκόνα, ὁ ζητιάνος, ἐσκόρπισεν εὐθὺς κι εἶδε περίγυρα τὸ κοπρισμένο σπίτι μὲ τὰ φτωχικὰ ἐσωθέματα· εἶδε τὴν πολυτρυπημένη σκεπή, ἀπ᾿ ὅπου ἔμπαινε τὸ φῶς τῆς ἡμέρας κι ἐσύρριζε τὶς χειμωνιάτικες νύχτες παγερὸς ὁ βορριᾶς, κι ἔσερνε τὸ νερὸ ρεμματαριά, ὅταν ἔβρεχε. Ἔφερεν ἐμπρὸς τῆς τὸν Μαγουλά, βρωμοχωριάτη ξεθεωμένον ἀπὸ τὸν κάματο κι εἶδε τὶς πέντε θυγατέρες της, πέντε παστρογωνιὲς κουρελοφορεμένες καὶ ἀσχημοπρόσωπες! Ἔπειτα χαμηλοθωρώντας εἶδε τὴν κοιλιά της, ὑπέρμετρα ἐξογκωμένη, νὰ σηκώνῃ τὴν ἐμπροσθέλλα τοῦ φουστανιοῦ τῆς ἕως τὰ γόνατα καὶ στεναγμὸς βαθὺς ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ στῆθος της.
– Μωρ᾿ ἂσ᾿ τ᾿ αὐτά! εἶπε κάπως ἀγαναχτισμένη, ἴσως γιατὶ τὴν ἀνέβασε σὲ κόσμους ἄφταστους, εἴτε γιατὶ ὑποψιάσθηκε τὴν εἰρωνεία τῶν λόγων του. Δὲ θέλω παλάτια καὶ χρυσάφια ἐγώ!... Θέλω σερνικὸ παιδί. Μπορεῖς νὰ μοῦ δώσης σερνικὸ παιδί!...
– Ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω τὸ σερνικοβότανο· εἶπεν ἀδράζοντας τὴν εὐκαιρία ὁ Τζιριτόκωστας. Πιέτο, καὶ τὸ πρῶτο ποὺ θὰ πιάσης θὰ εἶνε σερνικό.
– Ἂμ ἐτοῦτο; εἶπε δείχνοντας τὴν κοιλιά της μὲ ἀποστροφή; Ἂν εἶνε καὶ τοῦτο θηλυκό;
Ὁ Τζιριτόκωστας τὴν ἐκοίταξε κατάματα. Ἔπειτα ἐγύρισε στὴ γριὰ Σταμάτω, ποὺ ἐκαθόταν στὴ γωνιὰ ἀμίλητη σὰν ξόανο. Ἔπειτα ἔφερε περίγυρα στοὺς γυμνοὺς καὶ καπνισμένους τοίχους τὰ μάτια του, ἕως τὴν ἀραχνοκαμένη σκεπὴ καὶ τὰ ἐκάρφωσε τέλος στὴν ἄλλην ἄκρη τοῦ σπιτιοῦ ἀντίκρυ. Ἐκεῖ ἦταν ἡ θέσις ποὺ ἔμεναν τὰ ζῷα τοῦ Μαγουλά, δυὸ βώδια καματερὰ καὶ μία ἀγελάδα. Ἐπροδινόταν ὁ προορισμός της ἀπὸ τὴ δυνατὴν ὀσμὴ τοῦ σάπιου ἄχυρου, ποὺ ἐχυνόταν περίγυρα κι ἔφθανεν ἔξω ἀκόμη ἀπὸ τὴν κατοικία. Τώρα καὶ τὰ τρία ζωντανὰ ἔλειπαν μαζὶ μὲ τὸν Μαγουλᾶ στὸ χωράφι. Μόνον ἕνα ψιμάρνι ἦταν ἐκεῖ δεμένο, τοῦ σπιτιοῦ θρεφτάρι, μ᾿ ἕνα κουδουνάκι στὸ λαιμὸ καὶ ἀνακάτευε κάποτε μὲ τὰ λεπτὰ ποδάρια τοῦ τὴν ξερὴ φάκνα.
– Νὰ εἲχαμ᾿ ἕνα νεφρό· εἶπεν ὁ Τζιριτόκωστας ἀργὰ καὶ σοβαρὰ κοιτάζοντας πάντοτε στὸν στάβλο. Ἐγὼ ἠμποροῦσα νὰ σοῦ ῾πῶ τί παιδὶ ἔχεις μέσα στὴν κοιλιά σου.
– Τί νεφρό; ἐρώτησεν ἀμέσως ἡ Κρουστάλλω πρόσχαρη.
– Νά, ἀρνίσο· ἂν εἶχα ἕνα νεφρό, ἀμέσως θὰ σᾶς ἔλεγα.
– Νεφρὸ ἀρνίσο... ἕνα νεφρὸ ἀρνίσιο! ἐψιθύρισεν κοιτάζοντας τὴ μάννα της, σὰν νὰ ἤθελε νὰ τὴν συμβουλευθεῖ πῶς ἠμποροῦσαν νὰ εὕρουν ἕνα νεφρὸ ἀρνίσο.
– Ποῦ νὰ βροῦμε; εἶπεν ἀνασηκώνοντας τοὺς ὤμους ἡ γριά.
Καὶ δὲν εἶχεν ἄδικο. Σπανίως σφάζουν στὰ χωριά. Τὸ κρέας τὸ τρώγουν οἱ χωριάτες μόνον τρεῖς-τέσσερες φορὲς τὸν χρόνο· τὴ Λαμπρή, τὰ Χριστούγεννα καὶ τὶς Ἀποκριές. Τρώγουν κάποτε καὶ σὲ κανένα γάμο. Καὶ καμμιὰ φορά, ἂν ἀρρωστήσῃ ζωντανὸ καὶ τὸ ἰδοῦν ἕτοιμο νὰ ψοφήση, τὸ σφάζουν καὶ τὸ μοιράζονται συναμεταξύ τους. Τὶς ἄλλες ὅμως ἡμέρες ἔχουν γιὰ προσφάγι τὰ σκορδοκρέμμυδα καὶ τὰ ὀσπριοφάσουλα, τὸ τυρί, τὸ γαλοτύρι, τὸ μπλιγοῦρι, τὸν τραχανὰ καὶ κάποτε τὶς ἐπίσημες ἡμέρες τὴ μαμαλίγκα. Ποῦ νὰ βρεθῆ λοιπὸν νεφρὸ ἀρνίσιο μέσα στὸ χωριό;
Ἀλλ᾿ ἐκείνη τὴν ὥρα, λὲς καὶ ἤθελε νὰ τοὺς βγάλη ἀπὸ τὴν ἀμηχανία, ἀκούστηκε μέσ᾿ ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ στάβλου τρεμουλιαστὴ καὶ συγκρατητή, σὰν ἁλυσίδα ποὺ σέρνεται μέσ᾿ ἀπὸ μετάλλινο ἀγγεῖο, ἡ φωνὴ ἑνὸς ἀρνιοῦ.
– Μπέ!
Τῆς Κρουστάλλως καὶ τοῦ Τζιριτόκωστα τὰ μάτια ἐσυναπαντήθηκαν εὐθὺς σπιθοβόλα. Καὶ μὲ τὴν ἄφωνη αὐτὴ γλῶσσα τοὺς ἐφανέρωσαν πῶς ἔτσι ἐσυναπαντήθηκαν καὶ οἱ σκέψεις τῶν.
– Δὲν τὸ σφάζουμε; ἐπρότεινεν ὁ ζητιάνος δειλά.
– Κι ἔπειτα; ἐρώτησε θλιμμένη ἡ χωριάτισσα· ποῦ θὰ πᾶμε νὰ κρυφτοῦμε ἀπὸ τὸν Μαγουλά; Θὰ παίξη στειλιάρι ποὺ θ᾿ ἀκουστὴ στὴ Λάρσα.
Καὶ ἀσυνείδητα ἔφερε τὰ χέρια πασπατεύοντας τὸ σῶμα της ἐδῶ κι ἐκεῖ, σὰν νὰ ἐπονοῦσε μὲ τὴν ἐνθύμηση μόνον παλαιοῦ χτυπήματος. Ἀλλ᾿ ὁ Τζιριτόκωστας ἄρχισε ν᾿ ἀντιτείνῃ στὰ λόγια της, νὰ περιγελᾷ τοὺς φόβους της. Ἂμ τί; Τάχα καὶ ἴδιος ὁ Μαγουλᾶς δὲν θὰ ἦταν περίεργος νὰ μάθῃ ἀπὸ τώρα τί εἴδους παιδὶ εἶχεν ἡ γυναῖκα του στὰ σπλάχνα της; Κι ἐπὶ τέλους, ἂν ἦταν τόση ἀνάγκη νὰ μὴ μάθῃ τὴ θυσία τοῦ ἀρνιοῦ, δὲν ἦταν καὶ δύσκολο πρᾶγμα. Ἔλεγαν πῶς ἄφησαν μία στιγμὴ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἀνοιχτὴ κι ἔφυγε τὸ ψιμάρνι. Σὰν ἔχει ὄρεξη, ἂς τρέχῃ νὰ γυρεύῃ ὁ καλονοικοκύρης!
– Μπέ!... ἀντήχησε πάλιν μέσα στὸ σπίτι τὸ βέλασμα τοῦ ἀρνιοῦ.
– Σφάχτης, ντέ!... ἐψιθύρισεν ἡ Κρουστάλλω μὲ κίνημα ἀποστροφῆς.
Ἄρχιζε νὰ τὴν ἐνοχλῇ, τώρα τὸ ἀθῷο βέλασμα. Τῆς ἐξέσχιζε τὰ νεῦρα, τῆς ἐκλόνιζε τὴν ψυχὴ κι αἰσθανόταν μῖσος ἀκράτητο στὴ φωνὴν ἐκείνη ποὺ ἦταν ἀπαράλλαχτη μὲ τὸν Πειρασμό. Ἄχ! Ἂς ἦταν εὔκολο ν᾿ ἀρρώσταινε τώρα τὸ ἀρνί, πισοτάντανο κακὸ νὰ τὸ ἔπιανε, νὰ τὸ ἔρριχνε νεκρὸ κάτω!...
– Ἐμένα δὲν μὲ μέλει· ἐπρόσθεσε μὲ ἀδιαφορία ὁ ζητιάνος, ὅταν ἐνόησε πῶς ἄρχισε νὰ κλονίζεται ἡ χωριάτισσα. Λυπᾶμαι μονάχα ποὺ χάνεται τέτοια περίσταση γιὰ ἕνα παλιοπρόβατο... Μὰ δὲν πειράζει· ἕνα θηλυκὸ περισσότερο δὲν θὰ χαθῆ ὁ κόσμος.
Τ᾿ ἀδιάφορα ἐκεῖνα λόγια του ἔγιναν μαχαίρια δίκοπα γιὰ τὴν καρδιὰ τῆς Κρουστάλλως. Μόνον μὲ τὴν ἰδέα πῶς ἠμποροῦσε νὰ γεννήσῃ καὶ ἄλλο θηλυκό, ἦταν ἱκανὸς ν᾿ ἀναστατωθῇ ὁ νοῦς καὶ νὰ τὴν βυθίση σὲ ἀπελπισία. Ἡ περιέργεια ἐκόλλησε πλέον στὸ πνεῦμα τῆς ἀξεκόλλητη κι ἐγιγάντευε συγκλονίζοντας τὴν ψυχή της, τὴν ὕπαρξή της ὁλόκληρη. Ἡ ἐπιθυμία νὰ γνωρίσῃ ἀπὸ τώρα, πρὶν ἀκόμη γεννηθῇ, τὸ εἶδος τοῦ ὄντος, ποὺ ἐγκυμονοῦσε μέσα στὰ σπλάχνα της· ἡ θέλησις νὰ μάθῃ πῶς τὸ χυδαῖον σπέρμα τοῦ ἀντρὸς μέσα στὴν ἀκυβέρνητη ἐπιθυμία της καὶ μὲ τὴν ἄβουλη δύναμη τῆς φλογερῆς σάρκας ἐσχηματίσθηκε καὶ ποιὰ στὴ ζωή της θὰ εἶχεν ἐπιρροή, τὴν ἔσπρωχναν στὰ ἔσχατα. Δὲν ἤθελε πλέον οὔτε νὰ συλλογισθῇ τὸν Μαγουλᾶ. Οἱ θυμοὶ καὶ τὰ ξυλοκοπήματα ἦσαν τίποτε γι᾿ αὐτήν. Τὸ μυστικό, ποὺ ἦταν εὔκολο νὰ μάθῃ, ἐγαργάλιζε καὶ τῆς ἐφτερούγιζε τὸν νοῦ.
– Μπέ!...
Τὸ ψιμάρνι ἐξακολουθοῦσε τώρα νὰ βελάζῃ ἀδιάκοπα. Ἡ βραχνὴ καὶ συγκρατητὴ φωνὴ ἔβγαινεν ἀπὸ τοῖχο σὲ τοῖχο μέσα στὸ μακρύστενο σπίτι θρηνητικὴ καὶ ἀνυπόφορη. Τὴν ἄκουεν ἡ Κρουστάλλω κι ἐπίστευε πῶς τριβέλι τῆς ἐτρυποῦσε τὰ μηνίγγια· ἀναμμένο σίδερο αἰσθανόταν νὰ περνᾷ στὴ ραχοκοκκαλιά, ἐνῷ τὶς πλάτες καὶ τὰ χεροπόδαρά της ἐνόμιζε πῶς εἶχε σὲ νερὰ κατάκρυα. Τώρα ἔβλεπεν ἐμπρὸς τῆς τὸ ἀθῷο πλάσμα νὰ τῆς ἁπλώνει τὸν λαιμὸ καὶ νὰ προσφέρεται θεληματικὸ θῦμα της. Μέσα στοὺς παλμοὺς τῆς φωνῆς τοῦ εὕρισκε λέξεις ἀνθρωπινὲς ποὺ τὴν ἐπαρακινοῦσαν, τὴν ἐπαρακαλοῦσαν σχεδὸν νὰ πάρη τὸ μαχαῖρι καὶ νὰ τοῦ κόψη μόνη τῆς τὸν λαιμό. Δὲν τὸ ἤξευρε; Δὲν τὸ καταλάβαινεν αὐτή; Τὸ ἀρνὶ ἦταν γραμμένο τώρα νὰ σφαγή. Ὅλος ὁ κόσμος τὸ λέγει κι ἐκείνη δὲν τὸ ἄκουσε; Δὲν ἔμαθε πῶς τὸ σφαχτό, ὅταν καταλάβη τὴν ὥρα τῆς σφαγῆς του, βλέπει ἐμπρὸς τοῦ τὸ μαχαῖρι αἱματοβαμμένο καὶ βελάζει βραχνὰ καὶ θλιμμένα μὲ φρίκη καὶ ἀποστροφή! Τρέμει τὸ φριχτὸ μαρτύριο καὶ παρακαλεῖ νὰ τελειώση μία ὥρα προτήτερα τὴν ἄχαρη ζωή του... Τί ἄλλο λοιπὸν ἔκανε τόσην ὥρα τὸ ψιμάρνι παρὰ νὰ προσκαλῇ τὸν θάνατο; Προετοιμασμένη στὴν αὐταπάτη της ἢ Κρουστάλλω, ἐπίστεψε τώρα πῶς ἦταν ὑποχρεωμένη νὰ παραδώση γρήγορα στὸν θύτη τὸ θῦμα του.
– Πάρτο· εἶπε μὲ σταθερὴ ἀπόφαση, δείχνοντας στὸν ζητιάνο τὸ θῦμα· σφάχτο, ξεκοίλιασε τό· ὅ,τι θές κᾶμε! Νὰ μοῦ εἰπῇς μονάχα τί Ὀξαποδῶς εἶν᾿ αὐτὸς πώχω στὴν κοιλιά μου!
– Τί λόγια λές, μωρὴ θεοσκοτωμένη! ἐφώναξεν ἡ γριὰ Σταμάτω τραβώντας τὰ μάγουλά της μὲ φρίκη. Τί κακομενιτεύεις τὴν κοιλιά σου π᾿ ἀνάθεμά σε, φόνισσα!...
Καὶ πλησιάζοντας καταφοβισμένη, ἀνοιγόκλεισε δυό-τρεῖς φορὲς τὴ δεξιά της παλάμη ἐπάνω στὴν κοιλιὰ τῆς κόρης της. Τὴν ἐσταύρωσεν ἔτσι κι ἐμάκρυνε κάθε κακὸ λόγο εἴτε πάθημα ἀπὸ μέσα της. Ἤξευρεν ἡ πολυκάτεχη γριά, πῶς οἱ ἔγκυες πρέπει καὶ ἀπὸ μάτι κακὸ καὶ ἀπὸ λόγο νὰ εἶνε προφυλαγμένες. Γιατὶ πολλὲς φορὲς καὶ ὁ κακὸς λόγος καὶ τὸ μάτι τὸ κακὸ πιάνουν στ᾿ ἀληθινὰ καὶ βλέπεις καὶ γεννοῦν ἀντὶ παιδιῶν παραλλάγματα φριχτά· ζούδια εἴτε πετούμενα, ψάρια εἴτε καὶ αὐτὸν τὸν Ὀξαποδῶ οἱ γυναῖκες. Ἀλλὰ καὶ ἡ Κρουστάλλω, λὲς κι ἐνόησε τὸν κακὸ λόγο ποὺ εἶπεν, ἐκιτρίνισεν ἀμέσως κι ἐπεριμαζεύθηκε, κοιτάζοντας δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ πίσω τῆς μὲ μάτια φοβισμένα.
– Ἂν δὲν τρελλάθηκα, θὰ τρελλαθῶ χωρὶς ἄλλο· ἐψιθύρισε σφίγγοντας μὲ τὰ δυὸ χέρια τὸ μέτωπό της.
Ὁ Τζιριτόκωστας ὅμως, μόλις ἐπῆρε τὴν ἄδειά της, ἔτρεξε στὸν ἀχυρῶνα κι ἔσφαξε τὸ ἀρνί. Ἔπειτα, μ᾿ ἐπιτήδειου σφάχτη χέρια, ἄνοιξε τὴν κοιλιά, ἐπαραμέρισε τὰ σπλάχνα κι ἔβγαλε τὸ δεξὶ νεφρό. Τὸ ἔσχισε μὲ ψιλὸ σουγιαδάκι, ἀφίνοντας μόνον λεπτὴ πέτσα νὰ συγκρατῇ τὰ δυὸ κομμάτια καὶ τὸ ἀπίθωσε στὴ φωτιά.
– Κοίταξε καλά, εἶπε στὴν Κρουστάλλω· ἂν κλείση, θὰ εἰπῇ πῶς ἔχεις σερνικὸ παιδί· ἂν δὲν κλείση, τότε βέβαια ἔχεις κορίτσι.
Κι ἐξαπλώθηκεν ἔρριζα στὴ γωνιά, κοιτάζοντας μὲ περίεργο μάτι ἀρχαίου σπλαχνοσκόπου, σὰν μαύρη κηλῖδα ἐπάνω στὴν ἀναμμένη θράκα τὸ μαντικὸ νεφρό. Γύρω τὰ σκοτάδια ὁλοένα κι ἐπύκνωναν περισσότερο. Στὸ βάθος ὁ ἀχυρῶνας ἐφαινόταν σὰν ἐμπατὴ χάσματος σκοτεινοῦ καὶ ἀπεράντου, ὅπου τρέμει κανεὶς νὰ πλησιάση, γιατὶ φαντάζεται τ᾿ ἀφύσικα καὶ γλυστερὰ ἑρπετά, ποὺ τὸ περιτρέχουν. Οἱ πλαγιανοὶ τοῖχοι ζερβόδεξα, μὲ τὴ γυμνή, μισοκαπνισμένη ὄψη τους καὶ τὴν κατάμαυρη ἀπὸ πάνω χαμηλὴ σκεπὴ καὶ κάτω τὸ ξερὸ καὶ χιλιοσκαμμένο ἔδαφος μέσα στὸ ἀβέβαιο φῶς, ποὺ ἔμπαινεν ἀπὸ τὶς χαραμάδες τῆς πόρτας, εἶχαν κάποια πένθιμη μελαγχολία, λὲς κι ἔκλαιαν τὴ μοῖρα τους. Ἐνῷ σύνωρα οἱ χρυσοκόκκινες λάμψεις τῆς φωτιᾶς, ποὺ ἔλαμπαν στὸν ὄρθιον τοῖχον ἐμπρὸς ἕως τὴν ἀνοιχτὴ καπνοδόχη, ἐπάνω καὶ περίγυρα στὰ φτωχικὰ φορέματα καὶ τὰ σύζαρα πρόσωπα τῶν τριῶν σπλαχνοσκόπων, μὲ ἀφοσίωση κι ἐλπίδα προσηλωμένων στὸ σκοτεινὸ ἔργον τους, ἔδιναν φριχτὴν εἰκόνα ἐργαστηρίου τῶν Μαγισσῶν.
Ἡ γριὰ Σταμάτω, καθισμένη στὸ ἄλλο πλευρὸ τῆς γωνιά, μὲ τὰ πόδια συμμαζωμένα ἐμπρός, ἐπάνω στὰ γόνατα κρατώντας μὲ τὶς ξερὲς παλάμες τὸ ἀσπρόμαλλο κεφάλι της, ἀτένιζε μὲ τὰ μικρὰ σταχτερὰ μάτια τῆς τὴν πυρωμένη θράκα, ἀκίνητη καὶ ἀμίλητη, λὲς κι εἶχε τὸ πνεῦμα τῆς ἀλλοῦ, σὲ ὑπερκόσμιες σφαῖρες. Ἀντίκρυ ὁ ζητιάνος, στηρίζοντας τὶς πλάτες στὸν κατάξερο τοῖχο καὶ τὰ πόδια ἔχοντας ξαπλωμένα πέρα σὲ μεγάλην ἀνάπαυση, ἐγοργόπαιζε τὰ μάτια του καὶ πότ᾿ ἔβλεπε στὴ θράκα τὰ καμώματα τοῦ νεφροῦ, πότε στὴν πόρτα, λὲς κι ἐφοβόταν αἰφνίδιο φθάσιμο τοῦ νοικοκύρη· πότε στὶς γυναῖκες καὶ πότε στὴ γωνιά, στὴν ἄσπρη χόβολη, ὅπου ἐχάραζε μὲ μιὰ λεπτὴ κληματόβεργα κύκλους καὶ πεντάλφες καὶ μονογράμματα καββαλιστικά, δίνοντας μ᾿ ἐλαφρὰ κινήματα τῶν χειλιῶν καὶ τῶν ματοφύλλων κάτι τί μυστηριῶδες καὶ σκοτεινὸ στὴ φυσιογνωμία του. Καὶ ἀνάμεσα στὰ δυὸ αὐτὰ ζωντανὰ σώματα, ἡ Κρουστάλλω, γονατισμένη σχεδὸν ἐπάνω στὴ γωνιά, δὲν εἶχε φωνή, δὲν εἶχε ζωή, μόνον ἔβλεπε. Τὰ μάτια τῆς ὀρθάνοιχτα ἐκαθρέφτιζαν ἀνάστροφα μέσα στὴ μικρούτσικη κόρη τοὺς ὅλο τὸ μαγικὸ εἴδωλο ποὺ ἔστεκεν ἐμπρός της: τὴ σκοτεινὴ καὶ πρασινόμαυρη περιφέρεια τῆς γωνιᾶς, τὴ στάχτη καὶ τ᾿ ἀναμμένα κάρβουνα μὲ τὶς γαλαζοκόκκινες κυματιστὲς φλογίτσες τους καὶ τὸ νεφρὸ ἀποπάνω, σπαρταριστὸ ἀκόμη, ἐνῷ τὸ ἐπερίγλειφαν ἐκεῖνες μ᾿ ἐπιμονὴ καὶ βουλιμία. Τὸ πρόσωπό της ἐκοκκίνιζε ροδοψημένο κι ἔκαιαν τὰ μάγουλά της καὶ πολλὲς φορὲς τρίχες τῶν μαλλιῶν της, τολμηρὰ πεσμένες στὸ μέτωπο, ἀπελπιστικὸν ἔπιαναν ἀγῶνα κι ἐψήλωναν ἀπότομα, τσιτσιρίζοντας πολλὲς φορὲς στὴν πεισματικὴν ἕφοδο τῆς ἀναλαμπῆς, ποὺ ἐρχόταν κατ᾿ ἐπάνω τους.
Ἀλλ᾿ ἀδιάφορη σ᾿ αὐτὰ ὅλα, οὔτε τὴ λάβρα, οὔτε τὴν κούραση, οὔτε τὸ ἐπίμονο καρδιοχτύπι αἰσθανόταν ἐμπρὸς στὴν ἄφωνη ἀπάντηση, ποὺ θὰ τῆς ἔδινεν ἀπ᾿ ὥρα σ᾿ ὥρα τὸ μαγικὸ νεφρό. Ἄκουσε τὸ ἐλαφρὸ τσιτσίρισμά του, ὅταν ἐπρωτοβάλθηκε στὴν ἀναμμένη θράκα – παράπονο πικρό της σάρκας παραδομένης ἀλύπητα στὸν ἀχόρταστο γίγαντα· εἶδε τὰ κινήματά του τ᾿ ἀπελπιστικά, σὰν νὰ ἐζητοῦσε τῶν νεύρων τὴ βοήθεια γιὰ νὰ πηδήσῃ ἀπ᾿ ἐκεῖ καὶ νὰ λυτρωθῆ· εἶδε μικρὸν καπνὸ ν᾿ ἀκολουθήση τὸ τσιτσίρισμά του καὶ νὰ τιναχθῆ ἐπάνω ἀπὸ τὶς φλόγες· εἶδε τέλος καὶ τὰ χείλη του νὰ περιμαζευθοῦν μέσα, σὰν φτερούγια μικροῦ πουλιοῦ ποὺ παραδίνεται σὲ ἀμείλικτον ἐχθρόν, ἀφοῦ ἔχασε κάθε σωτηρίας ἐλπίδα. Ἡ χωριάτισσα μία στιγμὴ ἀναγάλλιασε κι ἐπίστεψε πῶς τὰ κινήματά του ἐκεῖνα θ᾿ ἀκολουθοῦσαν ἄλλα ἰσχυρότερα καὶ θὰ ἔφερναν τὰ δυὸ κομμάτια νὰ γυρίσουν καὶ νὰ ἑνωθοῦν, ὅπως ἦσαν στὴν ἀρχή, πρὶν τὰ διχοτομήση τὸ μαχαῖρι. Ἅμα ἔσμιγαν ἔτσι, ἦταν βέβαια σερνικὸ τὸ παιδί, ποὺ εἶχε στὴν κοιλιά της. Τὸ εἶπε καθαρὰ ὁ Τζιριτόκωστας. Κι αἰσθανόταν ἡ Κρουστάλλω μέσα στὰ μέλη κάτι τί σὰν σπαρτάρισμα τῶν νεύρων· μίαν ἄχνα νὰ ξανεμίζεται καὶ νὰ γλιστρᾷ πρὸς τὸ στῆθος της, νὰ φθάνῃ στὶς ἄκρες τῶν δαχτύλων καὶ τοῦ προσώπου της· κάτι τί σὰν προσπάθεια, ποὺ ἤθελε νὰ τρέξη, νὰ βοηθήση τὸ νεφρὸ στὸ ἀπρόθυμο κλείσιμό του.
– Α!... ἔφυγε βραχνό, σὰν ἐνθάρρυνση ἀπελπιστικὴ ἀπὸ τὸν λάρυγγά της.
Ἀλλ᾿ ἀντίθετα μὲ τὴν ἐπιθυμία της, τὸ νεφρὸ ἄρχισε τώρα λίγο κατ᾿ ὀλίγο νὰ μαυρίζῃ καὶ νὰ χύνῃ παντοῦ τὴ μυρουδιὰ τοῦ καϊμένου κρεάτου. Ἒπειτ᾿ ἄρχισε νὰ κοκκινίζῃ, παρόμοιό με τὰ περίγυρα κάρβουνα· ἔπειτα λίγο κατ᾿ ὀλίγον, ἀπὸ τὴν περιφέρεια πάντοτε στὸ κέντρο, ν᾿ ἀσπρίζῃ καὶ νὰ γίνεται στάχτη, σὰν τὴ χωνεμένη χόβολη. Ἕως ὅτου τὴ χόβολη ἐκείνη ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ὁ ἄνεμος καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ λάβρα, μ᾿ ἕνα ξεφύσημα, σὰν τελευταῖο ψυχομάχημα, καὶ μὲ λίγον καπνό, τὴν ἐτίναξε ψηλὰ στὴν ἀνοιχτὴ καπνοδόχη τῆς σκεπῆς κι ἐξαφάνισε κάθε σημάδι τοῦ νεφροῦ.
– Ἄει στὸ διάβολο, τύχη τζαναμπέτα!... ἐβρυχήθηκε τότε ἀκράτητη ἡ Κρουστάλλω.
Κι ἔπεσε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάννας τῆς λιμνωμένη ἀπὸ τὰ δάκρυα.
– Καλέ, μὴν κάνῃς ἔτσι, χριστιανή μου! εἶπεν ὁ Τζιριτόκωστας γελώντας κάτω ἀπὸ τὰ δασὰ μουστάκια του. Μὴν κάνῃς ἔτσι καὶ διορθώνεται τὸ κακό. Σοῦ δίνω γιατρικό· μὴν κάνῃς ἔτσι!...
– Ἔχεις γιατρικὸ νὰ τ᾿ ἀλλάξω; ἐρώτησεν ἐκείνη ἀναπηδώντας καὶ κοιτάζοντας τὸν μὲ κόκκινα μάτια.
– Ἔχω καὶ νὰ τ᾿ ἀλλάξης καὶ νὰ τὸ ρίξης ἀκόμα· εἶπεν ὁ Τζιριτόκωστας.
– Νὰ τὸ ρίξω, ὄχι· εἶπε ξαναπέφτοντας στὴν ἀπελπισία της ἢ χωριάτισσα. Ὁ Θεὸς νὰ γλυτώνῃ! Εἶνε κρῖμα μεγάλο!... Σὰν τόδωκε ὁ Θεός, δὲν μπορῶ νὰ τὸ διώξω. Κι ἐσταυροκοπήθηκε καταφοβισμένη καὶ ζητώντας ἔλεος. Ἂν εἶνε νὰ τ᾿ ἀλλάξω, ναί· σοῦ δίνω ὅ,τι θές. Ἐγὼ κι ὁ ἄντρας μου νὰ γενοῦμε σκλάβοι σου...
– Ἅ, ὄχι· εἶπεν ὁ Τζιριτόκωστας, σηκώνοντας τὸ κεφάλι ἀρνητικά· δὲν θέλω νὰ ξέρῃ ὁ ἄντρας σου τίποτα. Οἱ ἄντρες –τοὺς ξέρω ῾γώ– εἶνε δύσκολοι· δὲ θέλω μάγγανα!... Ἂν θέλῃς νὰ σοῦ δώσω, θὰ μοῦ κάνῃς ὅρκο πῶς δὲν θὰ τὸ μάθη.
– Ναί, σοῦ κάνω ὅρκο καὶ σταυρό· εἶπε πρόθυμη ἡ Κρουστάλλω.
– Μᾶς κάνεις τέτοιο καλό· ἐπρόσθεσεν ἡ γριὰ Σταμάτω, καὶ θὰ κάτσουμε νὰ τὸ τουμπανίσουμε στὸν κόσμο!...
Ὁ ζητιάνος ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ σακκουλάκι του κι ἐξεδίπλωσεν ἐμπρὸς στὰ περίεργα βλέμματα τῶν γυναικῶν λίγη ψιλὴ καὶ σταχτερὴ σκόνη.
– Τρεῖς θὰ πάρης ἀπὸ τοῦτες· εἶπε μὲ σοβαρότητα. Πᾶσα ἡμέρα κι ἀπὸ μία.
Ἀλλ᾿ ἔξαφνα ἐστάθηκε συλλογισμένος. Ἤξευρε πολὺ καλὰ αὐτὸς τὴν ἐπικίνδυνη ἐνέργεια τῆς σκόνης, ποὺ ἔδινε τώρα, γιὰ ν᾿ ἀλλάξη δῆθεν τὸ εἶδος τοῦ ἐμβρύου μέσα στὴ μήτρα τῆς χωριάτισσας. Δὲν ἦταν τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ σκόνη ἐκτρωτική. Συχνὰ τὴν εἶχε πουλήση ἀντὶ μεγάλης ἀμοιβῆς σὲ κορίτσα κρυφογκάστρωτα κατὰ τὸ μακρὺ ζητιανικό του στάδιο. Πολλῶν ἄνομες σπορὲς ἐτίναξεν ἀσώματος ἔξω ἀπὸ τὶς μῆτρες· ἀλλὰ καὶ πολλὰ σώματα ἔστειλε πάρωρα στὸν τάφο. Τὸ ἤξευραν· ἀλλὰ καὶ τί νὰ κάμῃ; Ἠμποροῦσε ν᾿ ἀρνηθῆ τὴν ὑπερεσία του, ἀφοῦ τὴν ἐζητοῦσαν καὶ μάλιστα μὲ τόση πληρωμή!
Μὲ αὐτὴ τὴ φιλοσοφικὴ σκέψη ἀποφάσισε καὶ τώρα νὰ δώσῃ τὴν καταστρεφτικὴ σκόνη του στὴν Κρουστάλλω. Ἀληθινὰ δὲν ἐζητοῦσε ν᾿ ἀπορρίξη ἐκείνη· ἀλλὰ νὰ μεταλλάξη τὸ εἶδος τοῦ καρποῦ της. Ὁ ζητιάνος ὅμως δὲν εἶχεν ἀκόμη ἐφεύρει κανένα τέτοιο γιατρικό. Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ὁμολογήσῃ τὴν ἀδυναμία του. Ἡ ἐπιστήμη του δὲν τὸ ἐπίτρεπε μὲ κανένα λόγο. Κι ἐπὶ τέλους, ἀφοῦ ἐκείνη ἦταν πρόθυμη νὰ τὸ πιστέψη κι εἶχε τὴ διάθεση, γιατὶ τάχα αὐτὸς νὰ χάσῃ τὰ κέρδη κι ἴσως-ἴσως τὴν ὑπόληψή του. Αὐτὸς πάει νὰ τὴν γελάση· δὲν τὸ ἀρνεῖται. Ἀλλὰ γιατί καὶ αὐτὴ νὰ μὴν εἶνε τόσον ἔξυπνη, ὥστε νὰ μὴ γελασθῆ; Ἔπειτα οἱ καπάτσοι ἀπὸ τοὺς κουτοὺς θὰ ζήσουν. Οἱ ἔξυπνοι δὲν γελιοῦνται. Ἂν δὲν ἦταν ὁ κουτόκοσμος, οἱ ζητιάνοι θὰ ἐψοφοῦσαν τῆς πείνας μέσα στὰ ξεροβούνια τῆς πατρίδας τους, σὰν τὸ μεταξοσκούληκο μέσα στὸ καρύκι του... Γιὰ νὰ ἔχῃ ὅμως ἀπὸ πρὶν τὴ συνείδησή του ἀναπαυμένη σὲ κάθε καταστροφή, ἐσκέφθηκεν ὁ Τζιριτόκωστας ν᾿ ἀδυνατίση τὴ δραστήρια δύναμη τῆς σκόνης του.
– Τί μέρα ἔχουμε σήμερα; ἐρώτησε ξώντας τὸ μέτωπό του.
– Δευτέρα· εἶπεν ἡ γριὰ Σταμάτω.
– Ἔ, ν᾿ ἀρχίσης ἀπὸ τὴν Πέφτῃ νὰ παίρνῃς. Μέρα μὲ τὴν ἡμέρα θὰ παίρνῃς ἀπὸ μία.
– Καὶ θ᾿ ἀλλάξη; ἐρώτησεν ἡ Κρουστάλλω ὁλόχαρη, ἀπλώνοντας τὸ χέρι νὰ πάρη τὴ σκόνη.
– Ἀκοῦς! Στοιχειὸ θὰ γένη. Θὰ ἰδῆς ν᾿ ἀντρειέψη τὸ σπίτι σου γενιὰ καὶ γενιά!...
Ἡ Κρουστάλλω ἀναστέναξε βαθειά, λὲς κι ἔβγαλε μεγάλο βάρος ἀπὸ πάνω της. Ἀλλὰ τὴ σκόνη δὲν τῆς τὴν ἔδινεν ὁ ζητιάνος ἀκόμη. Τὴν ἔβλεπε μόνον ἀτενῶς στὰ μάτια, καὶ ἀπὸ τὰ μάτια στὰ χέρια, λέγοντάς της ἄφωνα ποὺ ἤθελε πρῶτα τὴν ἀμοιβή του. Ἐκείνη ἐνόησε τέλος. Ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν ξυλοκασέλα της ἕνα ὁλοκαίνουργο σαλβάρι γαλάζιο, γαϊτανοκεντημένο καὶ τινάζοντας τὸ ἐμπρός του:
– Νά, εἶπε· τὸ γαμπριάτικο τ᾿ ἀντρός μου. Ἔτσι νὰ τὸν χαρῶ, δὲν ἔχω ἄλλο! Κοίταξε ὅμως νὰ μὴν τὸ ἰδῆ μάτι στὸ χωριό, γιατὶ φίδι ποὺ μ᾿ ἔφαγε.
Τὸν ἐφοβόταν πολὺ τὸν ἄντρα της. Ἀλλὰ ποιὸς ἠξεύρει πότε θὰ τὸ ἐζητοῦσε! Οἱ Καργκούνηδες δὲν ἀλλάζουν εὔκολα τὰ φορέματά τους, παρὰ τέσσερες-πέντε φορὲς τὸν χρόνο. Κι ἐκεῖνες ἀκόμη ὄχι τακτικά. Ἕως τότε ὅμως ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ τρόπο νὰ τὸ δικαιολογήση ἡ Κρουστάλλω. Θὰ ἔλεγε πῶς τῆς τὸ ἔκλεψαν ἔξαφνα ἐκεῖ ποὺ τὸ εἶχεν ἔξω στὸ σκοινὶ νὰ ἡλιαστῇ. Κι ἐπὶ τέλους τὸ ἐμαρτυροῦσε, ἂν ἔκανε σερνικὸ παιδί. Ὅταν ἔβλεπε σερνικὸ παιδὶ ὁ Μαγουλᾶς, δὲν θὰ εἶχε μυαλὸ νὰ κάτσῃ νὰ συλλογισθῇ ἕνα σαλβάρι!
Ὁ Τζιριτόκωστας τὸ ἐπῆρε ἀπὸ τὰ χέρια τῆς χωριάτισσας καὶ τὸ ἐψαχούλευεν ἐδῶ κι ἐκεῖ μὲ ἀκριβολογία ἐμπόρου, ποὺ φοβεῖται μήπως γελασθῆ στὸ ἐμπόριό του. Εἶχεν ἔμπειρο μάτι καὶ μὲ τὸ πρῶτο βλέμμα ἐνόησε πῶς τὸ σαλβάρι ἦταν καινούργιο καὶ πῶς ἠμποροῦσεν ἀκριβὰ νὰ τὸ πουλήσῃ στὸν πρῶτον ἀγοραστή. Δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ φανερώσῃ ὅμως. Ἤθελε νὰ ἔχῃ δικαίωμα σὲ μεγαλύτερη ἀπαίτηση γιὰ νὰ δείξῃ στὴ γυναῖκα τὴ δυσκολοπλήρωτη ἀξία τῶν φαρμάκων του.
– Τί παλιοπατσαβούρα μοῦ ἤφερες; ἐψιθύρισε δυσαρεστημένος. Αὐτὸ δὲν ἀξίζει οὔτε πέντε γρόσια.
Καὶ συγχρόνως ἔχωνε τὸ σαλβάρι βαθειὰ στὸ σακκούλι του φροντίζοντας νὰ τὸ ἐξασφαλίσῃ καλύτερα.
– Παλιοπατσαβούρα! εἶπεν ἡ γυναῖκα ἀποσβολωμένη. Μαρέ, δὲν ἀνοῖς τὰ μάτια σου νὰ τὸ ἰδῇς καλά!... Τρεῖς φορὲς δὲν τὄβαλε ἀκόμα ὁ δικός μου.
– Εἶνε καινούργιο ἀκόμα, λιέω! ἐπρόσθεσε καὶ ἡ γριὰ Σταμάτω κάπως ὠργισμένη.
Ὁ ζητιάνος ἐκίνησε τὸ κεφάλι δισταχτικά. Ἔπειτα μὲ ὕφος ἀποφασιστικὸ καὶ χαριστικὸ εἶπε:
– Ἂς εἶνε. Φτωχοῦλα εἶσαι καὶ ἐσύ, ἂς ζημιωθῶ. Δὲν πειράζει... Μὰ δὲν ἔχεις κάνα βρακοπουκάμισο γιὰ τὸν παραγιό μου!...
Ἡ Κρουστάλλω δὲν ἤθελε νὰ δώσῃ τίποτε πλέον. Ἀλλὰ καὶ δὲν ἦταν ἱκανὴ τίποτε νὰ τοῦ ἀρνηθῇ. Ἐπίστευε τὸν ἑαυτό της κατασκλαβωμένον γιὰ τὸ καλὸ ποὺ τῆς ἔκαμε. Νὰ διώξη πλέον τὰ θηλυκά! Νὰ μὴν ἰδῇ ἄλλες παστρογωνιὲς στὸ σπίτι της! Ν᾿ ἀποχτήσῃ στειλιάρι δεύτερο, ἕτοιμο νὰ πάρῃ τὴ θέση τοῦ πατέρα του σὲ κάθε κακοτυχία! Νὰ βάλῃ νέον ἀντρειωμένον καβαλλάρη στὴ σκεπὴ τοῦ σπιτιοῦ της! Καὶ κάτω ἀπὸ τὴ σκεπὴν ἐκείνη νὰ καταφύγουν στὸ ἀβέβαιο ταξίδι τοῦ μέλλοντος, ὅλα τ᾿ ἀδύνατα πλάσματα τῆς οἰκογενείας, ἡ μάννα μὲ τὰ θηλυκὰ γιὰ νὰ προφυλαχθοῦν· τί ἄλλο τάχα καλὸ ἤθελεν ἡ χωριάτισσα! Ὅ,τι σκοτεινό, ὅ,τι ἀπειλητικὸ καὶ ἂν ἔκρυβε τώρα τὸ μέλλον στὰ κλωθογυρίσματά του, ἠμποροῦσε νὰ τὸ ἀντιμετωπίσῃ ἐκείνη ἄφοβα. Καὶ ἂν ἀκόμη –ὅπως ἦταν ὑποψία– ἐκέρδιζεν ὁ Μπέης στὰ δικαστήρια κι ἔδιωχνε τὴν οἰκογένειά της ἀπὸ τὸ χωριό, θὰ εὕρισκε τώρα εὐθὺς ἄλλον ἀφέντη νὰ τοὺς δεχθῇ, ἄλλο σπίτι νὰ τοὺς σκεπάσῃ καὶ ἄλλο χωράφι νὰ τοὺς θρέψῃ. Ἅμα ἔχῃ κανεὶς χέρια στιβαρά, βρίσκει εὔκολα δουλειά. Καὶ ἅμα εὕρῃ δουλειά, ἔχει καὶ στέγη καὶ τροφὴ καὶ ὅλα. Ἀλλοίμονον ἀπὸ τὴν οἰκογένεια ποὺ τῆς λείπει ὁ ἄντρας!...
Ἀλλὰ τώρα θὰ εἶχε τὸν ἄντρα ἡ Κρουστάλλω. Ὁ Τζιριτόκωστας τῆς τὸ ὑποσχέθηκεν ὀρθὰ-κοφτά. Πῶς λοιπὸν ν᾿ ἀρνηθῆ σ᾿ ἐκεῖνον, τὸν Σωτῆρα τῆς οἰκογενείας της, τῆς τιμῆς τῆς αὐτῆς καὶ τῆς ζωῆς, τὸ λίγο παλιόπανο ποὺ θὰ τυλίξη ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ κόσμου τὴ γύμνια του· θὰ προφυλάξη ἀπὸ τ᾿ ἁδρὺ ἀνεμοφύσημα καὶ ἀπὸ τὸ πύρινο ἠλιοβόρρι τὰ κρέατα τοῦ παραγιοῦ του;... Ἡ χωριάτισσα πρόθυμη ἄνοιξε τὴν κασέλα καὶ συχνοζητώντας τοῦ Τζιριτόκωστα μὲ κλαψάρικη φωνὴ κάθε τί καλὸ καὶ χρήσιμο, ποὺ ἔβλεπε μέσα, σχεδὸν ἄδειασεν ἀσυνείδητα ὅλα τὰ φτωχικὰ τῆς ροῦχα στοῦ ζητιάνου τὰ λαίμαργα σακκούλια.
– Μαρὴ θύγω!... θύγω μαρή!... ἐφώναξεν ἔξαφνα ἡ γριὰ Σταμάτω κοιτάζοντας ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα. Ἀκούω κι ἔρχονται τὰ ζά· διώξ᾿ τὸν γρήγορα τὸν ψειρῆ νὰ μὴ τὸν προφτάσῃ ὁ Μαγουλᾶς μέσα!...
Τρόμος ἔπιασεν ἀμέσως καὶ τοὺς τρεῖς ἐνόχους. Στὰ μάτια τοὺς τ᾿ ἀκίνητα καὶ τὰ πρόσωπά τους τὰ κατάχλωμα καὶ τὰ σκοτισμένα κινήματά τους ἐφαινόταν πῶς καθένας ἐφρόντιζε στὴν ἐξαφνικὴν ἀπειλῇ ν᾿ ἀσφαλίσῃ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε ἐνοχή. Ὅλων ἡ ἔκφρασις ἐμαρτυροῦσε πῶς, ἂν ἔξαφνα ἔμπαινε μέσα ὁ Μαγουλᾶς καὶ τοὺς ἐζητοῦσε λόγο, θὰ ἐπρόδιναν δίχως δισταγμὸ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ καθένας θὰ ἤθελε νὰ φανῇ ἄκακο καὶ ἀξιολύπητο θῦμα. Ὁ ζητιάνος ἐβιάστηκε πρῶτος νὰ πάρη τὰ σακκούλια στὸν ὦμο, ν᾿ ἀδράξῃ τὸ μπαστοῦνι του καὶ μὲ νεανικὴ γρηγοράδα νὰ πεταχτὴ ἔξω. Ἡ γριὰ Σταμάτω ἔκρυψε μέσα στ᾿ ἄχυρα τὸ σφαχτό, ἔσυρε κι ἐσκέπασε μὲ τὴ στάχτη τὴ θράκα, ὥστε ὄχι μόνον ἡ μυρουδιὰ τοῦ καϊμένου κρεάτου νὰ χαθῆ, ἀλλὰ καὶ ἡ φωτιὰ νὰ μὴ φανῇ καθόλου. Καὶ ἡ Κρουστάλλω ἔκλεισε βιαστικὰ τὴν κασέλα κι ἐσωριάσθηκεν ἐπάνω, στυλώνοντας τὰ μάτια τῆς ἀκίνητα στὴν πόρτα. Ρῖγος τώρα ἐπερνοῦσε στὸ σῶμα της καὶ κρυάδα μαρμάρου ἐκυρίευε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια της. Τώρα μόλις, στὴν ἐξαφνικὴ παρουσία τοῦ ἀντρός της, ἐσυλλογίσθηκεν ἡ χωριάτισσα τὴν πράξη καὶ τὴν εὐθύνη της. Ὅταν ἔδινε στὸν ζητιάνο τὸ ἀκριβὸ σαλβάρι καὶ τὰ μοναδικὰ τ᾿ ἀσπρόρρουχα, κυριευμένη ἀπὸ τὸν πόθο της καὶ μόνον, ἡ ἀπουσία τοῦ Μαγουλᾶ ἐπίστευε πῶς θὰ εἶνε παντοτινή. Ἐπερίμενε, βέβαια, τὴν τιμωρία της μία ἡμέρα. Ἀλλὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη δὲν τὴν ἐφανταζόταν τόσο γρήγορη. Τώρα ὅμως, στὴν εἴδηση πῶς τὰ ζῷα ἐφάνηκαν στὸ χωριό, ἔμεινε κατάπληχτη. Ἔβλεπε τὴν τιμωρία νὰ καταφθάνῃ μὲ γρηγοράδα λάμιας ἀνεμοπόδαρης, νὰ τινάζεται σαρκωμένη στὸ πρόσωπο τοῦ Μαγουλᾶ ἐπάνω της, νὰ τὴν καταπλακώνῃ καὶ νὰ τὴν καταθλίβῃ, γεμάτη ἀπὸ ἄγριες φωνὲς καὶ φοβερὰ χτυπήματα. Ἄχ! Τί τῆς ἔκαμεν ὁ ζητιάνος, τί τῆς ἔκαμεν! Ἂς ἦταν τρόπος νὰ εὑρισκόταν πάλι στὴν κασέλα τὸ σαλβάρι καὶ τ᾿ ἀσπρόρρουχα! Ἂς ἦταν δυνατὸν ν᾿ ἀντηχοῦσε πάλι μέσα στὸ σπίτι τὸ τρεμουλιαστὸ βέλασμα τοῦ προβάτου! Ἂς ἦταν εὔκολο ν᾿ ἄσπριζεν ἐκεῖ, μέσα στὰ σύθαμπα τοῦ στάβλου, τὸ κατάργυρο μαλλί του! Ἂς ἄκουε τὸ κυπρί του νὰ γλυκοκουδουνίσῃ ἄλλη μιὰ φορὰ καὶ ἂς ἔλειπαν ὅλα, ὅλα τὰ σπλαχνοσκοπικὰ τεχνάσματα τοῦ ζητιάνου! Ἂς ἔκανεν ἀκόμα ὄχι ἕνα, ἀλλὰ κοπάδι τὰ θηλυκὰ παιδιά! Τάχα τί θὰ ἔχανεν αὐτή; Μήπως θὰ τῆς ἔπαιρναν τὴν προῖκα; Τὰ θηλυκὰ ἠμπορεῖ νὰ τὰ φοβοῦνται καὶ νὰ μὴ τὰ θέλουν ἀλλοῦ, ἐκεῖ ποὺ ἡ προῖκα γυμνώνει τὸ πατρικὸ σπίτι γιὰ νὰ ντύση τὸ ξένο. Ἐδῶ ὅμως στοὺς Καραγκούνηδες ἡ προῖκα εἶνε τίποτα. Θηλυκὸ εἴτε σερνικό, τὴ δουλειά του θὰ τὴν κάμῃ. Τὸ θηλυκὸ μάλιστα εἶνε ἀξιώτερο, γιατὶ δουλεύει στὸ χωράφι, δουλεύει καὶ στὸ σπίτι. Τί ζουρλαμάδα τὴν ἔπιασε νὰ δώσῃ ὅ,τι καὶ ἂν εἶχε, νὰ περιφρονήση τὸν θυμὸ τοῦ Μαγουλᾶ μόνον καὶ μόνον γιὰ ἕνα σερνικὸ παιδί!...
Καὶ ἡ Κρουστάλλω ἔμεινε σωριασμένη ἐπάνω στὴν κασέλα, χωρὶς νὰ ἔχῃ δύναμη λέξη νὰ βγάλη, εἴτε νὰ κινηθῆ ἀπ᾿ ἐκεῖ. Ἕνα μόνον ἔβλεπεν ἐμπρός της, τὴν ἄγρια ὀργὴ τοῦ ἀντρὸς καὶ μία εὐχὴ ἐκλωθογύριζε στὸ σκοτεινὸ πνεῦμα της: νὰ ἦταν δυνατὸν νὰ χαλάσῃ ὁ κόσμος, πρὶν ὁ Μαγουλᾶς μάθη τὴν πράξη της. Νὰ ἦταν εὔκολο νὰ πέση ἡ σκεπὴ νὰ πλακώση, νὰ κρύψη ἀπὸ κάτω της τὴν ἀδειανὴ κασέλα καὶ τὸν ἀδειανὸ στάβλο κι ἐκείνη τὴν ἴδια ἀκόμη, πρὶν ἰδῆ ἐμπρὸς τῆς τὸν θυμό του. Ἢ νὰ τῆς ἦταν εὔκολο, καθισμένη ἐκεῖ στὴν κασέλα, νὰ πάρη βάρος ἀσήκωτο, Κίσσαβος νὰ γένῃ καὶ Ὄλυμπος, ὥστε ὁ ἄντρας της ποτὲ στὸν αἰῶνα νὰ μὴν ἠμπορέση νὰ τὴν ἀνοίξη, γιὰ νὰ ἰδῆ τὴ γύμνια της!... Ἐγνώριζεν ὅμως πῶς ὅλοι αὐτοὶ οἱ πόθοι καὶ οἱ εὐχὲς τῆς ἦσαν ἀκατόρθωτες. Ἀνατριχίλα τὴν ἔπιασε φριχτὴ καὶ τὰ δόντια τῆς ἐχτυποῦσαν ἀκράτητα.
– Μαννούλα μου! ἐψιθύρισε μὲ παράπονο· γιατὶ μ᾿ ἄφησες κι ἔγδυσα τὸ σπίτι μου!...
Ἀλλ᾿ ἐκείνη τὴν ὥρα βαριὰ βήματα χτηνῶν ἐκλόνισαν τὴν αὐλὴ καὶ τὸ σπίτι σύξυλο. Ταυτοχρόνως ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Μαγουλά, μὲ ὅλη τὴν ὀργὴ ἑνὸς χωριάτη ποὺ γυρίζει κατακοπιασμένος ἀπὸ τὴ δουλειά.
– Ρὲ γυναῖκες· τί διάολο κάνετε μέσα καὶ δὲν ξεκουμπιζῶστε νὰ πιᾶστε τὰ ζά!...
– Σήκω, μαρή, καὶ σῦρε νὰ τοῦ βοηθήσης! εἶπεν ἡ γριὰ Σταμάτω στὴν κόρη της. Μὴν κάνῃς ἔτσι, χαμένη, καὶ φανερωθῆς καὶ φάω κι ἐγὼ ξύλο.
– Ἄχ, μαννούλα· γιατί νὰ μ᾿ ἀφήσῃς!... ἐψιθύρισε πάλιν ἐκείνη.
Κι ἐβγήκαν καὶ οἱ δυὸ ἔξω νὰ ξεφορτώσουν τὰ ζῷα. Ἔλυσαν τὸ ἀλέτρι καὶ τὸ ἐννὶ καὶ τὸ σταβάρι· τὸν ζυγὸ καὶ τὴν ἀλετροπόδα· τὴν ἀξίνα καὶ τὸ τσαπί, ὅλα τὰ γεωργικὰ ἐργαλεῖα καὶ τὰ ἔσυραν μέσα. Ἔπειτα ἐσφούγγισαν σφιχτά με τὸ μάλλινο σκουτὶ τὸν ἵδρωτα τῶν ζῴων, τὰ ἐσκέπασαν μ᾿ ἕνα σάγισμα, τὰ ἐπότισαν στὸ πηγάδι καὶ τ᾿ ἄφησαν ἕνα με τ᾿ ἄλλο νὰ περάσουν κι ἐκεῖνα τὴν στενὴ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ καὶ νὰ πιάσουν τὸν προσδιορισμένο τόπο τους.
Ὁ Μαγουλᾶς δὲν ἔλαβε καθόλου μέρος σ᾿ αὐτὴ τὴν περιποίηση τῶν ζῴων. Ξαπλωμένος ἀνάσκελα ἐπάνω στὸ γιαπί, μὲ πόδια καὶ χέρια τεντωμένα ζερβόδεξα, ἔμενεν ἀκίνητος σὰν νεκρός. Τῆς ἡμέρας ὁ κάματος τὸν εἶχεν ἀφανίση. Καὶ γιὰ νὰ τὸν ξεφορτωθῆ τώρα δὲν ἔκανε τίποτε. Ἐγύριζε κάποτε ἀπὸ πλευρὸ σὲ πλευρό, μὲ ὅλη τη ρᾳθυμία καὶ τὸν ὄκνο κοπροσκούληκου κι ἔχασκε τὸ στόμα στὸ ἄπειρο, στὸν χρυσογάλαζον αἰθέρα ψηλά, λὲς κι ἐπερίμενε μ᾿ ἐκεῖνον νὰ χορτάσῃ τὴ βουλιμία του.
Ἀλλὰ καὶ στὶς ἄλλες αὐλὲς ἴδια καὶ ἀπαράλλαχτη ἦταν ἡ εἰκόνα. Ἐπρόβαλλαν ἀπ᾿ ἐδῶ καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ γυναῖκες μὲ τὰ φτωχικά τους φορέματα, βουτημένες στὴ λάσπη καὶ τὴ σκόνη, μὲ ἀνασηκωμένα τὰ φουστάνια ἕως τὰ γόνατα· ἄλλες φορτωμένες ξύλα γιὰ ν᾿ ἀνάψουν τὴ φωτιὰ καὶ ἄλλες κρατώντας στὶς ποδιὲς ἀγριολάχανα γιὰ νὰ κάμουν τὸ σπερινὸ δεῖπνο τους. Οἱ ἄντρες ἔρχονταν ἀπὸ πίσω μὲ βήμ᾿ ἀργό, μὲ ἦθος τραχὺ καὶ ρᾴθυμο· μὲ τὰ μέλη τοῦ σωμάτου ξεκλειδωμένα ἀπὸ τὸν βαρὺν τὸν κάματο. Καὶ κοντὰ ἔρχονταν τὰ χτήνη τους, βώδια στριφοκέρατα, κοντοστιβαράτα, μὲ τὸν βαρὺ ζυγὸ στὸν ὦμο καὶ ἄλογα φορτωμένα τὰ γεωργικὰ ἐργαλεῖα καὶ τὰ χρειαζούμενα καψόξυλα. Καὶ γιαμιᾶς τὸ πρὶν ἔρημο καὶ χαυνισμένο, σὰν τεμπελχανὰς στὸν ἥλιο τῆς ἡμέρας, χωριό, τώρα μὲ τὸ ἡλιόγερμα, ζωὴ ἐπῆρε καὶ χαρὰ καὶ θόρυβο. Ἀκούονταν κάπου φωνὲς καὶ βλαστήμιες καὶ βρισιὲς τῶν ἀντρῶν στὶς γυναῖκες τους καὶ κάποτε ἀπότομα τ᾿ ἀντιμιλήματα ἐκείνων. Ἀλλὰ συχνότερα ἀντηχοῦσαν γέλοια παρθενικά, ὁλόδροσα καὶ πρόσχαρα τραγούδια· γαυγίσματα σκυλιῶν καὶ βωδιῶν μελαγχολικὰ μουγκρίσματα καὶ χλιμιντρίσματα κυματιστὰ φοράδας ποὺ ζητεῖ τὸ ἀνήσυχο πουλάρι της. Ἐδῶ φοῦρνος ἀναβόταν κι ἒπειτ᾿ ἀπὸ τὸ τριζοβόλημα τῶν ἀναμμένων κλημάτων καὶ τὸ σπιθοβόλημα τῆς θράκας, ἡ ζύμη κάτω ἀπὸ τῆς λάβρας τὴν ἐπιρροὴ ἔχυνεν ὀρεχτικὸ μοσχοβόλημα. Καπνὸς καταγάλαζος ἀνέβαινεν ἀπὸ τὶς ἀστρέχες τῶν σπιτιῶν κι ἔβγαινε πρόσχαρος ἦχος ἀπὸ τὰ σαγάνια καὶ τὰ ξυλοκούταλα τῶν παιδιῶν. Ἀλλοῦ ἐτίναζαν τὰ μουτάφια καὶ τὰ σκεπάσματα· καὶ πέρα στοῦ Παπαρρίζου τὴν αὐλὴ ἔνιβε μὲ τὸ ἀκριβοπληρωμένο νερὸ τοῦ ζητιάνου τὸ πρόσωπό της ἢ Παναγιώτα, ἐλπίζοντας ν᾿ ἀλλαξογνωμιάσῃ τοῦ Τρίκα τὸν ὑγιό.
Ὁ ἥλιος, βασιλεμένος πίσω ἀπὸ τὰ στενὰ τῶν Τεμπῶν, μόλις ἐτίναζε στ᾿ ἀκροβούνια τοῦ Ὀλύμπου τὰ χιονισμένα χρυσορρόδινες ἀχτίνες, διαμάντι ἀκριβὸ ἐπάνω στὸ βασιλικὸ στέμμα του. Γαλάζια ὁμίχλη ἀνέβαινεν ἀπὸ τὴν ποταμιὰ καὶ λίγο κατ᾿ ὀλίγον ἐγλιστροῦσε πρὸς τὸ χωριὸ ἀνάλαφρη, ἕως τὶς ρίζες τοῦ Κισσάβου, νὰ τυλίξη ὅλα θέλοντας μέσα σὲ πάναγνη ἀγκαλιά. Καὶ ὅταν σὲ λίγο ἐξαπλώθηκε πέρα-πέρα κι ἐπυκνώθηκε μυστηριώδης καὶ μεγαλοπρεπής· ὅταν ἔλαμψαν ἐπάνω στὸν οὐρανὸ τ᾿ ἀστέρια καὶ κάτω ἡσύχασαν οἱ ἄνεμοι, μέσα στὸ δουλωμένο χωριό, ὅλα ἐξανάπεσαν στὴ νέκρα καὶ τὴ σιγή. Οὔτε φῶς πουθενά, οὔτε λαλιά. Τὰ κατακουρασμένα κορμιά, παραδομένα πρῶτα στὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς κι ἔπειτα στὰ βρόχια τοῦ ὕπνου, δὲν ἔχουν οὔτε πόθους οὔτε ὄνειρο κανένα.
Τῆς Κρουστάλλως ὁ τρόμος ἔφυγε κι ἐκεῖνος γοργὸς ἐμπρὸς στὴν ἀποκαρωτικὴ διάθεση τοῦ πνεύματός της.
Ὁ Πέτρος Βαλαχᾶς ἦταν ἀφανισμένος ἀπὸ τὴν ἀγρύπνια καὶ τὴν κούραση. Ὁ τελώνης τοῦ Τσάγιεζι μ᾿ ἕν᾿ αὐστηρὸ ἔγγραφο τὸν εἰδοποίησεν ἀπὸ προχθές, πὼς λαθρεμπόριο ἔμελλε νὰ ξεφορτωθῆ κατὰ τὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ κι ἔπρεπε νὰ κάμῃ τὰ μάτια τοῦ τέσσερα. Θὰ τοῦ ἔστελνε καὶ ἄλλους φυλάκους γιὰ συνδρομή· ἀλλὰ τοὺς εἶχεν ἀπασχολημένους ἀλλοῦ. Ποῦ νὰ προφθάσουν ὀχτώ-δέκα ἄντρες νὰ φυλάξουν τόσον ἀπέραντη ἀκρογιαλιά! Ἠμποροῦσεν ὅμως, ἂν ἤθελε, νὰ συνεννοηθῆ ἀπ᾿ εὐθείας με τὸν σταθμάρχη τῶν Τεμπῶν γιὰ μεγαλείτερη ἐλπίδα ἐπιτυχίας.
Ἀλλ᾿ ὁ Βαλαχᾶς τὴ συνδρομὴ τοῦ σταθμάρχη καὶ τῶν στρατιωτῶν τοῦ τὴν ἔκρινε καθόλου περιττή. Ἐμπόδια παρὰ εὐκολίες θὰ τοῦ ἔφερναν οἱ χοντροὶ ἐκεῖνοι καὶ βάναυσοι ὁπλοφόροι. Μόνος του ἦταν ἱκανὸς ν᾿ ἀναλάβη τὴν ἐπικίνδυνη ὑπερεσία καὶ ὁρκιζόταν νὰ μὴν ἀφήσῃ οὔτε μῦγα νὰ περάσῃ ἀτελώνιστη. Μὲ τὸν γκρὰ στὸν ὦμο καὶ τὰ σπαθόλουρα ζωσμένα στὴ μέση· μὲ τὸ τελωνειακὸ πηλήκιο κατεβασμένο στ᾿ ἀχτένιστα μαλλιά· μὲ τὸν μανδύα περιτυλιγμένος σὰν ἀραποσιτόκωνος στὰ φύλλα του· μὲ τὸ κοντοβράκι ἕως τὸ γόνα καὶ τὶς ἀγραφιώτικες σκάλτσες καὶ τὰ τσαρούχια του, ἐγύριζεν ἀνοιχτομμάτης καὶ κρυφακουστῇς ὁ τελωνοφύλακας μέσα στοὺς ἄμμους καὶ τὰ βοῦρλα τῆς ἀκρογιαλιᾶς, σὰν φάντασμα.
Ὁ Πηνειὸς κατέβαινεν ἀπὸ τὰ Τέμπη, ἀνάμεσα στὶς καταπράσινες καὶ ἰσκιωμένες ὄχθες του, θολὸς καὶ φουσκωμένος. Τοῦ ἀπριλομάρτη τὸ ἠλιοπύρι ἐτίναξεν ἀρκετὰ ἐπίβουλα τὰ φιλήματά του στὰ βαρυστοιβαγμένα χιόνια τῶν βουνῶν καὶ καταρράχτες αὐτοσχέδιοι ἐκρεμνίζονταν ἀπὸ τὰ Χάσια καὶ τὸν Πίνδο, ἀπὸ τὴν Γκούρα καὶ τὸν Ὄλυμπο, κι ἐχύνονταν πολυώνυμα παρακλάδια στὴν πολυδαίδαλη κοίτη του. Δέντρα συγκλαδοκορμόρριζα, ροζωτὲς βελανιδιὲς καὶ φουντωτὰ πεῦκα καὶ πλατάνια χιλιόχρονα· ὀξὲς θεόρατες κι ἐλάτια σταυρωτὰ ἐρροβολοῦσαν ἕνα με τ᾿ ἄλλο, μισοπεθαμένοι γίγαντες, μ᾿ ἔκφραση θλίψεως, γιατί ἄσπλαχνα ἐχωρίσθηκαν ἀπὸ τὴν ψηλὴ κοιτίδα τους· μ᾿ ἔκφραση θριάμβου στὸ γοργὸ διάβα τους, γιατί ἐφέρνονταν ἀκίνδυνα ἐπάνω στὰ ὑγρὰ νῶτα ἀνήλεου στοιχειοῦ.
Τὰ ὄρνια τῶν βουνῶν, οἱ ἀετοὶ καὶ τὰ ξεφτέρια, οἱ πετρῖτες καὶ τὰ γεράκια, κουρασμένα πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὸ ἀέρινο ταξίδι τους, ἐκατέβαιναν στοὺς σκληροὺς κορμοὺς κι ἐποταμοδρομοῦσαν ἀγέρωχά με τὰ κλαδωτὰ νύχια καρφωμένα στὶς σχισμάδες τῆς φλούδας, μὲ τὰ μάτια στυλωμένα στὶς ἁπλωτὲς πεδιάδες ζερβόδεξα, μὲ τὴν συνείδηση τῆς δυνάμεώς τους ὁλοφάνερη στὸ σῶμα, μὲ τὰ γυριστὰ ράμφη γεμάτα ἀπὸ φρίκη καὶ ἀπειλῇ, δεσπότες τύραννοι τῶν ἀδυνάτων καὶ τῶν δειλῶν. Τὰ ἥμερα πουλιὰ τῆς πεδιάδας, οἱ πελαργοὶ καὶ οἱ νυχτοκόρακες, οἱ κουροῦνες καὶ οἱ φασιανοὶ καὶ οἱ ἀγριόχηνες, θεονήστικα ἀπὸ τὶς πλημμύρες, ἐκάθιζαν ἐπάνω στὰ κλαδιὰ κι ἐζητοῦσαν σπόρους θρεφτικοὺς καὶ παράσιτα στὶς σχισμάδες τους. Καὶ τὰ πουλιὰ τὰ ταξιδιάρικα, τὰ χελιδόνια καὶ τὰ σπουργίτια, τὰ τρυγόνια καὶ τὰ περιστέρια, ὅλα τ᾿ ἀφρόντιστα πλάσματα, ἐκούρνιζαν ἐμπιστευτικὰ στὰ φυλλώματα, μαζὶ μὲ τὸ βδελυρὸ φίδι, ποὺ ἐχώνευε στὴν κουφάλα, καὶ τὸν ποντικό, ποὺ ἀργομασοῦσε φιλόσοφος τ᾿ ἀκρορρίζα τους. Κιβωτοὶ θεόσταλτοι τὰ ρουπάκια ἔφερναν τοὺς φτερωτοὺς ταξιδῶτες ἀνάμεσα ἀπὸ θεόρατα βουνὰ καὶ ἄγρια φαράγγια, ἀπὸ σκοτεινοὺς δρυμοὺς καὶ ἀρρωστημένους βάλτους, δίπλα σὲ πολιτεῖες πολυάνθρωπες καὶ χωριὰ μοναχικά, κάτω ἀπὸ ἐρημοκλήσια θλιμμένα καὶ μοναστήρια καὶ μετόχια, ἀπὸ πεδιάδες ὁλοφώτιστες καὶ ἀδιάβατα δάση, μὲ τὸ βόγγημα τοῦ νεροῦ καὶ τῶν ἀνέμων τὸν τάραχο στὰ γνώριμα μέρη τους, στὰ ποθητά τους γιατάκια. Κι ἔξαφνα, μὲ τὸν πρῶτο κλονισμὸ τοῦ φορείου, οἱ ἐλεύθερες ψυχὲς ἐτινάζονταν ζευγαρωτὲς εἴτε χωρισμένες μὲ κλαγγὴ φτερῶν καὶ ἀλαλαγμὸν ἄγριο στὸν γαλανὸν αἰθέρα ψηλά, ν᾿ ἀρχίσουν νέο κυνῆγι καὶ ἀλληλοσπάραγμα· νὰ γεμίσουν τ᾿ ἄγρια δάση μὲ κελαδήματα καὶ τὰ σπίτια τῶν δούλων μὲ ὁλόχαρες φωνές.
Τὰ φορεῖα ὅμως, ἀδιάφορα γιὰ τοὺς ταξιδιῶτες, ὑπάκουα στὴν ἀλύγιστη δύναμη τῆς τύχης καὶ τοῦ ποταμοῦ τὰ κλωθογυρίσματα, ἐκατέβαιναν τὸν δρόμο τους μὲ μεγαλοπρέπεια Σολομῶντα ὀρθοκαθισμένου στὸν διαμαντοκόλλητο θρόνο του. Κάποτε, ἀπὸ προβολὴ τῆς ὄχθης ἢ τῆς κοίτης ρήχωμα, εἴτε καὶ νησοπούλας ἀνθοφορτωμένης ἐξαφνικὸ φανέρωμα, ἐσταματοῦσαν τὰ χλωρὰ πλεούμενα τὸν δρόμο, ἐταλαντεύονταν σὰν ἑτοιμοθάνατα κήτη κι ἐκάθιζαν τέλος ἀκίνητα καὶ βαριά. Ἀλλ᾿ ἔξαφνα τοῦ ποταμοῦ ἡ λαμπάδα πολυδύναμη εὕρισκε τ᾿ ἀδύνατο πλευρό, τὸ ἐχτυποῦσε πεισματικά, ἐστριφογύριζε τὸν κορμὸ σὰν ἐλάχιστο χάτσαλο καὶ τὰ δέντρα ἐκατέβαιναν πάλιν γοργὰ κι ἐπρόβαλλαν, γιγάντιες νεροφίδες, ἔξω ἀπὸ τοὺς δρυμοὺς καὶ τὶς πεδιάδες στὴν ἀνήσυχη θάλασσα, νὰ καταντήσουν ἴσως καλοτάξιδα πλεούμενα, ποὺ φέρνουν σὲ ποθητοὺς λιμένας ἀκριβοθώρητα πρόσωπα· ἂν δὲν κατάντησαν πρίν, ἀπὸ καραγκούνικα χέρια, ξύλα γιὰ τὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ, εἴτε χτηνῶν ποτισῶνες εἴτε γεφύρια πρόχειρα, ζεύγματα τοῦ ἴδιου ποταμοῦ, ποὺ τὰ ἐπαραπλάνησε τόσο!
Περίγυρα, στὸ ἀμφιθεατρικὸ ψήλωμα τῶν βουνῶν καὶ κάτω στὴν ἁπλωτὴ πεδιάδα, στοὺς κυματισμοὺς τῶν λόφων καὶ τῶν κοιλάδων τὶς γραμμές, ἡ βλάστησις ἁπλωνόταν μὲ ὅλο τὸ θρασὺ μεγαλεῖον της καὶ μὲ ὅλη τὴν ἀβρότητα τῶν χρωμάτων. Ὑγρασία τσουχτερὴ ἐστάλαζεν ἀπὸ τὰ αἰθέρια ψηλώματα κι ἐμαλάκωνε τὸν ἄμμο τοῦ γιαλοῦ καὶ τὰ γυμνὰ χώματα κι ἐπλούτιζε τῶν βλαστῶν τὸν χυμὸ καὶ τὴν ἀκμὴ τῶν φύλλων κι ἔδινε ρᾴθυμη διάθεση στοῦ πρωινοῦ πουλιοῦ τὸ πέταγμα καὶ τοῦ ζῳυφιοῦ τ᾿ ὀκνὸ βῆμα. Ἄρωμα βαρύ, συμπυκνωμένο ἀπὸ τῶν ἀνθῶν τ᾿ ἀνάσασμα καὶ τῶν ριζῶν τὸν ἵδρωτα· τῶν ξερῶν ξύλων καὶ τῶν πεσμένων φύλλων τὴ σαπίλα· τοῦ χόρτου τὴ νέκρα καὶ τῶν κορμῶν τοὺς μελωμένους χυμούς· τῶν παρασίτων φυτῶν τὴ μοῦχλα καὶ τοῦ νοτισμένου χωμάτου τὸν ἀχνό, ἡδυπαθὲς καὶ σχεδὸν χεροπιαστὸ ἀνέβαινεν ἀπὸ τὴ γῆ. Τρεμουλιαστὴ ἀντάρα, χωρισμένη σὲ ἀργύρου ψήγματα λεπτότατα, ἐσημάδευε τοῦ ποταμοῦ τὸν δρόμο περιπλεγμένη στὰ δασὰ φυλλώματα καὶ ὁμίχλης μακρύστενα κομμάτια, ξεσκλισμένα σὲ δαντελλωτὲς γλωσσίτσες, ξεφτισμένα σὲ ἄπιαστα κρόσσα, κυματιστὴ ἐσερνόταν ἐδῶ κι ἐκεῖ στὶς πλαγιές, νεράιδας νύφης ἀεροΰφαντα μαγνάδια. Ὁ κορυδαλλὸς πρῶτος ἀπὸ τὰ πουλιά, μὲ τὸ κεραμιδὶ χρῶμα του, μὲ τὸν πυραμιδωτὸ θύσανο στὸ κεφάλι, μὲ τὰ φτερὰ σταυρωτὰ καὶ τὴ σπαθωτὴ οὐρίτσα του, ἀργοπετοῦσε πασίχαρος στ᾿ ἀκροκλώναρα κιτρίνων σπάρτων καὶ χαμηλογέρνοντας τὸ κεφάλι νευρικός, ἐτόνιζε τραγούδι ἐγερτήριο στὴν κοιμισμένη φύση. Κυματιστοὺς καὶ ἀλλεπάλληλους ἔχυνεν ἀπὸ τὸ βελούδινο λαρύγγι τόνους μεταλλικούς, ὁλότρεμους, ἀντιλαλώντας στὰ πράσινα πλευρώματα τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἁρμονία. Καὶ πρῶτοι τῶν βροτῶν οἱ Καραγκούνηδες, συφάμελοι κατεβασμένοι στὰ χωράφια, μὲ τὰ καματερὰ καὶ τὰ σύνεργά τους· μὲ τοῦ ὕπνου τὴν κούραση καὶ τῆς συνειδήσεως τὴν ταλαιπωρία ζωντανὴ ἐπάνω τους, ὤργωναν κι ἐσβάρνιζαν τὴ γῆ, ἄνοιγαν τ᾿ αὐλάκια κι ἔθαφταν τὸ χρυσόκλωνο ἀραποσίτι, τρυφερὰ μιλώντας στοὺς ἀλόγους συντρόφους.
– Ἔλα, τρυγωνό!... τράβα δρόμο καὶ μή μου χολοσκᾶς. Ἂν σ᾿ ἐπίκρανεν ἡ γυναῖκα μου, ἐγὼ τὴ διώχνω· σκοτώνω τὸ παιδί μου, ἂν δὲν σ᾿ ἐπότισε· κι ἂν σοῦ κράτησε ἡ μάννα μου ταγή, χρόνος νὰ μὴ τὴν εὕρη!... Στάσου ἐδῶ δά, νὰ ξανασάνῃς λίγο. Λυπᾶμαι τὰ πουλάκια σου ποὺ πλήγωσαν· λυπᾶμαι τὰ χείλια σου ποὺ μάτωσαν· λαχταρῶ σὰν βλέπω φαγωμένη τὴν πλεξίδα σου ἀπὸ τὸν βαρὺ ζυγὸ καὶ τὰ λαιμοτράχηλά σου ἀπὸ τὴν ἄγρια ζεῦλα!... Μὰ σώπα, κι ἐγὼ θὰ σὲ διπλοταγίσω τὸ βραδὶ καὶ δίπλα σου θὰ βάλω τὴν Καρελωμμάτα ἃ δροσολογιέσαι ὅλη τη νύχτα... Τράβα τώρα καὶ μὴ μοῦ χολοσκᾶς!...
Καὶ στὸ βαθὺ μούγκρισμα τοῦ βωδιοῦ, στὸ κυματιστὸ χλιμίνρισμα τ᾿ ἀλόγου, στοῦ βουβαλιοῦ τὸν ἀργὸ μυκηθμὸ καὶ στοῦ γαϊδάρου ἀκόμη τὸ τραχὺ γκάρισμα, πιστεύοντας πὼς βρίσκει εὐγνωμοσύνης ἀπάντηση, σκύφτει καὶ φιλεῖ τὸ χτῆνος του ὁ Καραγκούνης μὲ τρυφερότητα καὶ στοργή, ὅση δὲν ἐφίλησε τὴ γυναῖκα τὴν πρώτη νύχτα τοῦ γάμου του.
Στὴ δύση, ἀνάμεσα σὲ μιὰ διχαλωτὴ κορφή, ἐπάνω ἀπὸ τὴ θεοσκότεινη σχισματιὰ τῶν Τεμπῶν, ὁ αὐγερινὸς ἀχτινολουσμένος τρέμει ἐμπρὸς στὴν παρουσία τοῦ ἥλιου, ὅπως τρέμει μετάλλου φύλλο ἐμπρὸς στὴν ἀνίκητη δύναμη τοῦ μαγνήτη. Καὶ στὴν ἀνατολή, πίσω ἀπὸ τὰ μολυβένια νερὰ καὶ τὶς πολύκαρπες γλῶσσες τῆς Χαλκιδικῆς καὶ πίσω ἀπὸ τὴν πυραμιδωτὴν ἀγριόπετρα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀναλαμπὴ αἱματένια σημαδεύει τὴν πρωτοπορία τῶν Ὡρῶν καὶ γελᾷ ἡ Αὐγὴ κροκόπεπλη, ἐνῷ τῶν πυρίνων ἀλόγων τὰ νύχια τρίβουν τὴ στουρναρόπετρα καὶ ἀνεβαίνουν μέσα σὲ ποταμοὺς μεθυστικοῦ σέλαος.
– Ἄ, σιχτίρ! ἔκραξεν ὁ τελωνοφύλακας ἀγαναχτισμένος γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς ἡμέρας. Ἄδικα πῆγεν ὁ κόπος μου!...
Ἀπὸ τὶς τόσες ὀμορφιὲς τῆς ἀνατολῆς καμμιὰ δὲν εὕρισκε χάρη στὴν ψυχὴ τοῦ Βαλαχᾶ. Καὶ ὄχι γιατ᾿ ἦταν ἀναίσθητος. Ἄνθρωπος, ποὺ ἀγαπᾷ τὸ κρασί, τὰ τραγούδια καὶ τὸν ἔρωτα, δὲν ἠμπορεῖ παρὰ νὰ αἰσθάνεται ὅλες της φύσεως τὶς ὀμορφιές. Ἄλλως τε ἦταν ἀπὸ τόπο, ποὺ τὸ αἴσθημα εἶνε τὸ κυριώτερο χαρακτηριστικὸ τῶν κατοίκων. Ἀλλ᾿ ὁ Βαλαχᾶς εἶχε τώρα μία ἰδέα στὸν νοῦ του. Καὶ ἦταν ἔτσι ἀπὸ τὴ φύση πλασμένος, ποὺ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἰδῆ καὶ νὰ αἰσθανθῇ τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν ἰδέα του. Ἐσυλλογιζόταν πὼς ἄδικα ἔχασε τὸν ὕπνο κι ἐκακοπάθησεν ὅλη τη νύχτα. Ἂν τουλάχιστον ἐρχόνταν οἱ λαθρέμποροι, ἂν τοὺς ἔπιανε –καὶ θὰ τοὺς ἔπιανε βέβαια– κάτι θὰ ἐκέρδιζε καὶ αὐτός.
Ὁ Πέτρος Βαλαχᾶς, ἂν κι ἐξετοπίσθηκεν ἀπὸ τὴ Γλαρέντσα, ὅπου ἐγνώριζε πρόσωπα καὶ πράγματα, δὲν ἔχασεν οὔτε τοῦ μυαλοῦ του τὴν ἐφευρετικότητα, οὔτε τὴν ὄρεξη γιὰ τ᾿ ἄνομα κέρδη. Μάλιστα ἐδῶ ἀνάπτυξε μεγαλείτερη ἐπιδεξιοσύνη κι αἰσθανόταν ὄχι πλέον ὄρεξη, ἀλλὰ βουλιμία. Ἀφοῦ ἦταν καταδικασμένος νὰ ζῇ σὲ τέτοιους τόπους καὶ μὲ τέτοιον κόσμο, ἔπρεπε τουλάχιστον νὰ κερδίζῃ χιλιαπλάσια ἀπ᾿ ὅσα ἐκέρδιζε στὴ Γλαρέντσα. Δὲν ᾖρθε γιὰ νὰ τακίζῃ τὰ κέρατά του ἄδικα! Εἶχεν ἄλλως τε καὶ στάδιον ἐνεργείας ἀπέραντον ἐδῶ. Ἡ Θεσσαλονίκη δὲν ἀπέχει περισσότερον ἀπὸ τρεῖς-τέσσερες ὧρες καὶ τὰ ἐμπορικὰ εἴδη εἶνε φτηνότατα καὶ τ᾿ ἀκρογιάλια δὲν ἔχουν τελωνοφυλάκους, οὔτε ἡ θάλασσα ἀτμοτελωνίδες. Τὰ τρεχαντήρια καὶ τὰ γολετάκια γλυκαρμενίζουν ἀνεμπόδιστα καὶ μεταφέρνουν, ἀπὸ τὰ Μακεδονικὰ παράλια στὰ Θεσσαλικά, ὅλα τὰ εἴδη ἀτελώνιστα. Δὲν ἐχρειαζόταν παρὰ μυαλὸ νὰ ἔχῃ κανεὶς καὶ καλὴ συνείδηση γιὰ νὰ ὠφεληθῆ, ὅσον ἤθελε. Καὶ μυαλὸ δὲν ἠμποροῦσε ν᾿ ἀρνηθῆ κανεὶς στὸν Βαλαχᾶ. Ὅσο γιὰ συνείδηση, αὐτὴ κοιμᾶται ἀξύπνητη ἀπὸ καιρὸ σ᾿ ὅλα τὰ πατριωτικὰ στήθη τοῦ ἔνθους. Κι ἐπὶ τέλους μήπως ἔκλεφτε κανένα! Τὸ Δημόσιο δὲν θὰ ἐζημιωνόταν καὶ τίποτε, ἂν εἴσπραττε μερικὲς χιλιάδες δραχμὲς ὀλιγώτερες. Ἄλλως τε μήπως αὐτὸς θὰ ἔφτιανε τὸ Ῥωμαίικο!...
Ὁ Βαλαχᾶς, πρὶν λάβη τὸ ἔγγραφο τοῦ προϊσταμένου του, ἤξευρε τὸ λαθρεμπόριο ποὺ θὰ ἔβγαινεν ἐκείνη τὴ νύχτα. Ὁ περατάρης τοῦ Ποταμοῦ τὸν εἶχεν εἰδοποιήση ἀπὸ πρίν. Γιὰ τοῦτο δὲν ἠθέλησε νὰ συνεννοηθῆ καὶ μὲ τὸν σταθμάρχη τῶν Τεμπῶν. Τί τὸν ἤθελεν ἐκεῖνον τὸν παλιοτσολιά! Ἠμποροῦσε νὰ πάρη στὰ σωστὰ τὴν ὑπερεσία καὶ νὰ πιάσῃ τὸ λαθρεμπόριο· νὰ κάμῃ φτωχοὺς ἀνθρώπους νὰ σαπίσουν στὴ φυλακή. Ἐκεῖνοι θαλασσοδέρνονται καὶ κινδυνεύουν γιὰ νὰ βγάλουν τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν τους!... Ἄλλως τέ, καὶ ἂν ἐσυμφωνοῦσε μαζί του, τὸ κέρδος θὰ ἐμοιραζόταν στὴ μέση. Καὶ δὲν ἐννοοῦσεν ὁ Βαλαχᾶς νὰ δώσῃ μερδικὸ σὲ κανένα!... Γιὰ τοῦτο ἔμεινε μόνος καὶ ἄγρυπνος ὅλη τη νύχτα. Ἀλλ᾿ ὅσο καὶ ἂν ἐτέντωνε τ᾿ αὐτιά, ὅσο καὶ ἂν προσήλωνε τὰ μάτια, οὔτε κρότο κουπιῶν ἄκουε, οὔτε πανὶ ἔβλεπε πουθενά. Καὶ τώρα, ἀνήσυχος ἀπὸ τὴν προσδοκία, ἀπὸ τὴν ἀγρύπνια ἀφανισμένος, χλωμός, νοτισμένος ἕως τὸ μεδοῦλι ἀπὸ τὴν αὐγινὴ δροσιά, ἐβύθιζε τὰ μισόσβυστα βλέμματά του στὰ γνώριμα σημάδια τοῦ ὁρίζοντα, σὰν πεινασμένο γεράκι, ποὺ ἀπόστασεν ἀγναντεύοντας τρυφερὸ κυνῆγι.
Ἐμπρὸς στὰ πόδια τοῦ τὸ νερὸ κινεῖται μόλις, μόλις ξεσπᾷ καὶ φλοισβίζει χιλιόκροσσο, νοτίζει τὸν γειτονικὸν ἄμμο δαντελλωτά, μὲ ἀφροὺς σπιθοβόλους τὸν σκεπάζει καὶ ρᾴθυμο πάλι στριφώνεται καὶ πισωδρομεῖ συνεπαίρνοντας χαλίκια καὶ πετράδια στοὺς κόρφους του. Κι ἐπάνω ἡ ἐπιφάνειά του στρωτή, μονοκόμματη, μὲ παλμοὺς καὶ θαμπὴν ἀνταύγεια καὶ ὑγρὸν ἀχνὸν ἀναλυμένου μετάλλου, χωνεύει μέσα στοὺς ἀτμούς, ποὺ πυκνοὶ κάθονται ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη στὸν κόρφο. Ὁ ἥλιος μὲ τὶς ἀχτίνες τοῦ φλογίζει τῶν ἀτμῶν τὸν σωρὸ καὶ ἡ ἀέρινη πυρκαϊὰ τινάζει τὴν ἀναλαμπὴ τῆς πέρα, στοῦ ποταμοῦ τὰ νερὰ καὶ τοῦ κυμάτου τοὺς ἀφρούς· στὸν ξανθὸν ἄμμο τῆς ἀκρογιαλιᾶς καὶ τὴν πράσινη βλάστηση τῶν βουνῶν· στὰ δαντελλωτὰ ξεσκλίδια τῆς ὁμίχλης καὶ τ᾿ ἀσπρουδερὰ χωράφια τῶν Καραγκούνηδων· στοῦ κορυδαλλοῦ τὸ πούπουλο καὶ τῶν χτηνῶν τὴν τρίχα, ὡς ποὺ πυκνώνεται ἡ ἔκτασις ὅλη ἀπὸ μόρια χεροπιαστὰ πορφύρας καὶ βύσσου.
– Ἅ, σιχτίρ! ἐσυχνοψιθύριζεν ὁ Βαλαχᾶς ἀνήσυχος.
Ἀλλ᾿ ἔξαφνα κρότος τῶν κουπιῶν, κουφὸς ἀντήχησε στ᾿ αὐτιά του καὶ εἶδε μέσα στοὺς ροδοκόκκινους ἀτμούς, σὰν σκιαγραφία, ἕνα τρεχαντήρι ξυλάρμενο. Μόλις ἐπρόφθασε νὰ κρυφθῆ πίσω ἀπὸ μία βουρλιά, καὶ βάρκα τετράκουπη, βαρυφορτωμένη ἐκάθισε στὴν ἄμμο τοῦ γιαλοῦ.
– Ποιός!... ἐφώναξεν ὁ Βαλαχᾶς μὲ αὐστηρὴ φωνὴ μέσ᾿ ἀπὸ τὸν κρυψώνα του.
– Ψωφολόγα κι ἔννοιά σου· ἀπάντησε μὲ σαρκασμὸ ἕνας ἀπὸ τοὺς λαθρεμπόρους.
– Τί μάτα;
– Οἱ Ὀβρηὲς αὐγάτισαν, οἱ Χριστιανὲς ἀκρίβηναν· οἱ Τούρκισσες ἔτσι κι ἔτσι.
Ὁ λαθρέμπορος, ἐνῷ ἐξεφόρτωνε μὲ τοὺς συντρόφους τὴ βάρκα κι ἔρριχναν τὰ μεστωμένα σακκιὰ μέσα στοὺς λάκκους, ἐμιλοῦσε καὶ μὲ τὸν τελωνοφύλακα στὴ συνθηματικὴ γλῶσσα τους. Τοῦ ἔλεγε πῶς οἱ καφέδες ἐπερίσσεψαν στὴ Θεσσαλονίκη· οἱ ζάχαρες ἀκρίβηναν καὶ τὰ καπνὰ ἦσαν μέτρια. Κι ἔξαφνα, κοιτάζοντας περίγυρα ἀνήσυχος, ἐρώτησε:
– Ὁ γερανὸς δὲ φάνηκε;
– Ἦρθε στὰ σύθαμπα· ἀποκρίθηκε ὁ Βαλαχᾶς· τώρα βρίσκεται στὸ γεφύρι καὶ ταγίζει τὸν τσολιά.
– Οἱ ρόδες ᾖρθαν; Τὰ καμπανέλια πέρασαν;
– Ἀπόψε φτάνουν.
Λαθρέμποροι καὶ τελωνοφυλάκοι ἐσυνεννοήθηκαν γιὰ καλά. Γερανὸς ἦταν ὁ περατάρης τοῦ ποταμοῦ· παλιοτσολιᾶς ὁ σταθμάρχης τῆς γέφυρας· ρόδες καὶ καμπανέλια τὰ κάρα καὶ τὰ μουλάρια, ποὺ θὰ ἐμοίραζαν στὴ θεσσαλικὴ γῆ, πεδινὴ καὶ ὀρεινή, τ᾿ ἀτελώνιστα ἐμπορεύματα. Τώρα ἦσαν ἕτοιμοι νὰ χωρισθοῦν, μὲ τὴν πεποίθηση πῶς κανένα δὲν εἶχαν μάρτυρα παρὰ τὴν ἄψυχη περίγυρά τους φύση. Ἔρριχναν τοὺς τελευταίους σωροὺς τοῦ ἄμμου ἐπάνω στοὺς κρυψῶνες, ὅταν ἔξαφνα τουφεκισμὸς ἀντήχησε κι ἐφάνηκαν γοργοπηδώντας τὰ θυμάρια δυὸ εὐζῶνοι, μὲ τὸν σταθμάρχη ἐπὶ κεφαλῆς ἀρειμάνιον. Ὁ περατάρης δὲν κατώρθωσε, φαίνεται, νὰ πείση τὸν τραχὺν ὀρεινὸ γιὰ νὰ κάμῃ στραβὰ μάτια, εἴτε κι ἐπρόσφερε λιγώτερα ἀπ᾿ ὅσα ἐζητοῦσε, κι ἐρχόταν τώρα ἐκεῖνος νὰ συλλάβη τοὺς λαθρεμπόρους. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἦσαν μαθημένοι ἀπὸ τέτοιες ἐξαφνικὲς προσβολὲς καὶ δὲν ἔχαναν εὔκολα τὴν ἀταραξία τους. Ὅσο κι ἂν ἔτρεχαν οἱ εὔζωνοι, ἐκεῖνοι ἐπήδησαν στὴ βάρκα καί, λαμνοκοπώντας, ἐχώνεψαν στῆς ὁμίχλης τοὺς ἀτμούς, πρὶν ἀκόμα οἱ διῶχτες τοὺς καταφθάσουν στὴν ἀκρογιαλιά.
Ὁ Βαλαχᾶς στὴν ἐξαφνικὴν ἐκείνη ἐπιδρομὴ καὶ τὸν ντουφεκισμὸ ἔμεινε μισολιπόθυμος στὴ θέση του. Τὰ μέλη τοῦ ὅλα ἐπάγωσαν καὶ δὲν αἰσθανόταν, ἂν ἀποτελοῦσαν μέρος τοῦ σώματός του. Ἢ καλύτερα δὲν αἰσθανόταν, ἂν εἶχε καθόλου σῶμα. Ἀδιαφορία τὸν ἐκυρίεψε καὶ δὲν ἐγνώριζε οὔτε ποὺ εὑρισκόταν, οὔτε γιατί εὑρισκόταν ἐκεῖ. Τὰ μάτια τοῦ ὀρθάνοιχτα, γυαλιστερά, ἄψυχα, ἐκοίταζαν τὸν ἄμμο καὶ τὴν ἀγριάδα, ποὺ ἅπλωνε δίχτυ καταπράσινο ἐμπρός του, χωρὶς νὰ μεταδίνουν στὴν ψυχὴ τοῦ τίποτε. Σταματισμένος ὁ νοῦς του, καμμιὰ δὲν ἔκανε σκέψη, ἂν ἔπρεπε νὰ μείνη ἐκεῖ κρυμμένος ἢ νὰ πεταχτὴ ἐναντίον τῶν λαθρεμπόρων, φρουρὸς ἄγρυπνός του Δημοσίου καὶ κυνηγὸς τῶν καταχραστῶν.
Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐντελῶς ἐσυνῆρθεν ὁ Βαλαχᾶς, δὲν ἦταν σὲ θέση ἀκόμη νὰ σκεφθῆ τί νὰ κάμῃ. Ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῆ ἀπ᾿ ἐκεῖ, νὰ κινήσῃ τὰ μέλη του· ἀλλὰ δυσθυμία τὸν εἶχε κυριέψει καὶ ἀτονία μεγάλη. Ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ ὅμως ἄρχιζε νὰ γίνεται καθαρώτερος ὁ νοῦς, ἡ συνείδησις νὰ ξαναέρχεται κι ἔξαφνα, σὰν φριχτὴν εἰκόνα, εἶδεν ἐμπρός του καὶ τοὺς λαθρέμπορους καὶ τοὺς εὐζώνους καὶ τὸν ἑαυτό του ἐκεῖ χωμένον, πίσω ἀπὸ τὴν πυκνὴ βουρλιά. Τρόμος τὸν ἐκυρίεψε μήπως οἱ στρατιῶτες τὸν εἶδαν κοιτάμενον ἐκεῖ κι ἐμάντεψαν τὴν ἐνοχή του. Ἀργὰ καὶ φυλαχτά, κρατώντας τὴν ἀναπνοή του, ἐσήκωσε τὸ κεφάλι ἀνάμεσ᾿ ἀπὸ τὰ βοῦρλα νὰ ἰδῇ περίγυρα.
Ὁ Χορτιάτης, τῆς Θεσσαλονίκης τὸ βουνό, ἔχυνεν ἄγρια τὸν ἀέρα καὶ οἱ ἀτμοὶ τῆς αὐγῆς κατατρεγμένοι, μόλις ἠμπόρεσαν νὰ κατακαθίσουν στὶς λαγκαδιὲς καὶ τὶς κοιλάδες τῶν Μακεδονικῶν βουνῶν, ὅπου ἐποίκιλλαν τὴν κρασογάλαζη πλευρά τους μὲ τὶς σταχτιὲς τουλοῦπες τους. Ἡ θάλασσα ἔσπρωχνε μεγάλα τὰ κύματα στὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ ἀτμόπλοιο τρικάταρτο, ποὺ ἔμπαινε στὸν κόρφο, τὸ ἐκυλοῦσε καὶ τὸ ἐσυγκλόνιζε σὰν καρύδι κι ἐκυνηγοῦσε τὰ καράβια πρὸς τ᾿ ἀνοιχτὰ πελάγη μὲ πεῖσμα. Ὁ ἥλιος ὦρες μόνον ἤθελε νὰ βασιλέψῃ. Ὁ Κίσσαβος καὶ ὁ Ὄλυμπος ἔρριχναν γιγάντιον τὸν ἴσκιο τους κι ἐθάμπωναν τὴν πρασινάδα τῶν φυτῶν κι ἔβαναν ἀνεπαίσθητα στὴ συνείδηση τῶν πουλιῶν καὶ τῶν μαμουδιῶν τὸ αἴσθημα τοῦ ὕπνου καὶ τῆς ἀσφάλειας. Οἱ Καραγκούνηδες ὅμως ἀκόμη στὸ ξέφωτο ἀνάγκαζαν τὰ χτήνη στὴν ἐργασία κι ἐφρόντιζαν νὰ κεντήσουν τὴν προθυμία τους μὲ ὑποσχέσεις καὶ γλυκομιλήματα:
– Δούλευε, ντορή μου, κι ἔννοιά σου! Ἂν δώσῃ ὁ Θεὸς καὶ πάει τὸ καλαμπόκι καλά, θὰ σοῦ πάρω ἀπ᾿ τὸ πανηγύρι κάτι λουριά, ποὺ νὰ μὴν τὰ φόρεσε ἄλλος στὸν κόσμο! Χάντρες κόκκινες στὴ λαιμαργιὰ καὶ ἀστέρια κίτρινα στὴν καπιστράνα καὶ ἴγγλα στὸ μετάξι κεντημένη... Καὶ τότε νὰ ἰδῆς τὴ φοράδα τοῦ Μπιρμπίλη, πῶς θὰ ξεροσταλιάζῃ γιὰ τ᾿ ἐσένα! Δούλευε, ντορή μου, κι ἐγὼ ἔχω τὴν ἔννοιά σου!...
Ὁ Βαλαχᾶς εἶδε τέλος στὸ λάκκο, ποὺ εἶχαν θάψει πρὶν οἱ λαθρέμποροι τὰ πράγματά τους, ξαπλωμένους τοὺς δυὸ εὐζώνους νὰ κοιτάζουν πρὸς τὴ θάλασσα καὶ νὰ τραγουδοῦν. Ὁ σταθμάρχης βέβαια ἐπῆγε νὰ εἰδοποιήσῃ τὸν τελώνη γιὰ τὸ κατόρθωμά του. Ὁ Βαλαχᾶς ἐσκέφθηκε ἀμέσως πὼς τὸ καθῆκον τοῦ ἦταν νὰ φανῇ ἐκεῖ. Τί δικαιολόγηση θὰ εὕρισκεν, ἂν ὁ τελώνης τοῦ ἐζητοῦσε λόγο, γιατί δὲν ἄκουσε τὶς ὁδηγίες του; Ἀλλὰ τόσην αἰσθανόταν κούραση στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, ὥστε ἀποφάσισε νὰ γυρίσῃ ὅπως-ὅπως στὸ Νυχτερέμι καὶ ν᾿ ἀφήσῃ τὴν τύχη νὰ κάμῃ τὸ χρέος της. Ὅταν ὅμως ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῆ, εἶδεν ὅτι δὲν ἦταν ἱκανὸς οὔτε βῆμα νὰ κάμῃ. Τὰ ροῦχα του μολύβι ἐβάραιναν ἐπάνω του. Τὰ θηλυκωμένα κουμπιὰ ἕσφιγγαν σὰν μάγγανα τὸ στῆθος του. Τὰ σπαθόλουρα τοῦ ἔφερναν πόνους στὸ τουμπανιασμένο στομάχι. Κάτι τί ἀόριστο καὶ ὅμως ἀληθινό, σὰν ἐσωτερικὴ αὔρα εἴτε σὰν κῦμα αἱμάτου, ἄρχισε ν᾿ ἀναβαίνῃ ἀπὸ τὸ στῆθος στὸν λαιμὸ καὶ νὰ ρίχνεται πλημμύρα στὸ κεφάλι του. Φόβοι λιποθυμίας τοῦ ἦρθαν στὸν νοῦ καὶ βιαστικὸς ἐξεθηλύκωσε τὰ κουμπιά, ἐξεζώσθηκε τὰ σπαθόλουρα, ἐτίναξε πίσω πίσω τὸν μανδύα του καὶ ἄνοιξε τὸ στόμα νὰ πάρῃ ἐλεύθερον ἀέρα. Κι ἐπειδὴ τὸν ἕνα εὔζωνο εἶδε νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὴ θέση του καὶ νὰ βηματίζῃ στὴν ἀκρογιαλιά, ὁ τρόμος, μήπως πλησιάσῃ ἐκεῖ, τὸν ἔκαμε νὰ συρθῆ τρελλὸς ἀνάμεσ᾿ ἀπὸ τὶς βουρλιὲς σὰν φίδι, νὰ ριχθῇ στὴν ποταμιά, νὰ περάσῃ στὰ χωράφια καὶ νὰ φθάσῃ ἀργὰ στὸ χωριό.
Ἀλλ᾿ ἐκεῖ μεγάλα πράγματα εἶχαν γίνει κατὰ τὴν ἀπουσία του.
Ὁ Τζιριτόκωστας, μόλις ἄφησε τὸ σπίτι τῆς Κρουστάλλως, ἔτρεξεν ἀμέσως νὰ κρυφθῇ στὸν ἀχυρῶνα του. Κι ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὸ κόκκινο φῶς ἑνὸς κεριοῦ, ἐνῷ τὸ χωριὸ ἐβυθιζόταν στὸν ὕπνο καὶ τὴ νύχτα, ἄγρυπνος αὐτὸς ἄνοιξε τὰ σακκούλια του νὰ ἰδῆ καὶ ν᾿ ἀπολάψῃ τὰ κέρδη του. Ἁρπαχτικὴ ἀνατριχίλα ἐπάγωνεν ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη τὸ σῶμα του· ἀχόρταστη λαχτάρα ἐτυραννοῦσε τὴν ψυχή του. Τὰ χέρια του μὲ τρέμουλα ἔπιασαν τὰ σχοινιὰ τοῦ σακκουλιοῦ καὶ τὰ μάτια του ὀρθάνοιχτα, φλογισμέν᾿ ἀπὸ τὴν προσδοκία, ἐφαίνονταν πῶς ἤθελαν νὰ κατακάψουν μὲ τὴ λάμψης τους τὰ πανιά. Ἕνα με τ᾿ ἄλλο ἅπλωσεν ὁ ζητιάνος στὸ ἄχυρο ἐπάνω δυὸ ὁλοκαίνουργα, γαϊτανοκεντημένα σαλβάρια ἀπὸ μαύρη τσόχα· ἕνα γυναίκειο πουκάμισο μὲ χρυσογάζωτη τραχηλιὰ καὶ πλατυκεντημένον ἀπὸ κοκκινοπράσινο γνέμα ποδόγυρο· δυὸ κεφαλόδεσμους οὐγιωτοὺς μὲ χοντρὴ οὔγια καὶ κρόσσα τρισπίθαμα· ἄλλους δυὸ κεφαλόδεσμους ὁλομέταξους, γυαλιστεροὺς καὶ μαλακούς, μὲ χρυσοκλωνοκέντητες ἄκρες καὶ κρόσσα χρωματιστά· μία φουστανοποδιὰ μάλλινη πυκνοκεντημένη καὶ μαλλοκροσσάτη· δυὸ πισκίρια στενὰ καὶ μακρύτατα, ποὺ ἠμποροῦσε νὰ σκεπάσουν τὰ γόνατα δώδεκα τραπεζοκαθισμένων. Ἔβγαλεν ἀκόμη ἕνα πιτούρι κι ἕνα πισιλὶ ἀπὸ γαλάζιο πανί· ἕνα ζουνάρι καὶ ἄλλα χίλια μύρια τῶν Καραγκούνηδων τὰ γιορτινὰ ἀλλαξίμια καὶ τῶν γυναικῶν τὶς πολύτιμες ἀρματωσές. Τὸ φῶς τοῦ κεριοῦ ζηλότυπο ἔπεφτ᾿ ἐπάνω τοὺς κι ἔκανε ν᾿ ἀναδίνουν χρωματιστὲς λάμψεις τὰ χρυσογάιτανα καὶ ν᾿ ἁβροφέγγουν τὰ μεταξωτὰ καὶ νὰ μαρμαίρῃ τὸ ροῦχο τὸ ἄβαλτο, ποὺ ἥλιος δὲν τὸ χτύπησεν ἀκόμη καὶ ἀέρας δὲν τὸ ἔδειρε καὶ βροχὴ δὲν τὸ νότισε. Καὶ ἀπὸ τὸ σύνολον τοῦ σωροῦ ἐκείνου κάποια τρυφεράδα ἐπλανόταν ἀόρατη κι ἐχυνόταν περίγυρα μοσχοβόλημα λεβάντας καὶ ρούχων ἀνάμικτο, ποὺ ἔδειχνε μὲ πόση λαχτάρα καὶ φροντίδα ἦσαν φυλαγμένα στ᾿ ἄδυτα τοῦ σπιτιοῦ, κειμήλια τῆς οἰκογενείας, τὰ πράγματα ἐκεῖνα καὶ τί εὐαίσθητη χορδὴ τῶν γυναικῶν ἔθιξεν ἐπιτήδεια ὁ ζητιάνος, γιὰ νὰ κατορθώση νὰ τὰ φέρῃ στὴν κατοχή του!
Ὁ Τζιριτόκωστας τὰ ἔβλεπε κι ἐγελοῦσε. Στὸν νοῦ του ἐκλωθογύριζε τὴν ἀξία τους καὶ τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀπίστευτη εὐκολοπιστία.
– Νὰ χαθοῦν τὰ ζωντόβολα! ἐψιθύρισε· τίποτε δὲν ἔχουν. Καὶ μὲ περιφρόνηση δῆθεν ἔπιασεν ἕνα-ἕνα νὰ τὰ ρίξῃ πάλι στὰ σακκούλια του. Ἀλλ᾿ ὅταν ἔπιασε τὰ πράγματα τῆς Κρουστάλλως, ἐστάθηκε συλλογισμένος καὶ κάπως ἀνήσυχος. Ἐδῶ δὲν ἦταν παῖξε-γέλασε. Ἡ σκόνη, ποὺ τῆς ἔδωκε, ἤθελε προσοχή. Ἀληθινὰ ἐπῆρε τὰ μέτρα του. Ἂν ἀκολουθοῦσε πιστὰ τὶς παραγγελίες του, δὲν θὰ ἦταν τίποτε. Ἡ χωριάτισσα εἶχε γερὸ σῶμα· λίγο αἷμα καὶ λίγα κοψίματα καὶ οὔτε ἦταν, οὔτ᾿ ἐφάνηκε πλέον! Ἀλλ᾿ ἂν ἡ Κρουστάλλω, μὲ τὴν ἀποστροφὴ ποὺ εἶχε στὰ θηλυκά, ἐβιαζόταν νὰ φθάσῃ τὸ ποθητόν της! Ἂν ἔπαιρνε γιὰ γοργότερη ἐνέργεια καὶ γιὰ τελιότερη μεταλλαγὴ καὶ τὶς τρεῖς σκόνες μαζί! Καὶ τὸ χειρότερο, ἂν δὲν εἶχε τὴν ὑπομονὴ νὰ περιμένῃ ἕως τὴν ἡμέρα ποὺ τῆς ὤρισεν, ἀλλ᾿ ἄρχιζεν αὔριο, εἴτε καὶ ἀπόψε, τότε τί θὰ ἐγινόταν; Αὐτὸς ὤρισε τὴν Πέφτη γιὰ νὰ λάβη καιρὸ νὰ τρυγήση δυό-τρεῖς ἡμέρες ἀκόμη τὸ χωριὸ κι ἔπειτα νὰ τὸ στρίψη. Ἅμα ἔφευγε, ἂς ἔτρεχαν νὰ τὸν γυρεύουν. Ἀλλ᾿ ἂν ἀπὸ τώρα ἐρχόταν ἡ καταστροφή, ποῦ θὰ πάῃ νὰ φύγῃ;
– Σκοῦρα πάντα· ἐψιθύρισε μελαγχολικός.
Καὶ ρῖγος φόβου ἐπέρασεν ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη τὸ σῶμα του. Ἐγύρισε τὰ μάτια περίγυρα μὲ ὑποψία· ἐκόλλησε τ᾿ αὐτί του στὴν πόρτα ν᾿ ἀκούσῃ, μήπως ἔρχονταν ἀπ᾿ ἔξω οἱ χωριάτες καταθυμωμένοι κι ἕτοιμοι νὰ ἐκδικηθοῦν τὴν ἀπάτη τους. Κρύος ἵδρωτας τὸν ἐπερίλουσε κι ἐσκέφθηκε πῶς δὲν εἶχε τίποτε ἄλλο νὰ κάμῃ, παρὰ νὰ καβαλλίκῃ τὸ γαϊδουράκι του καὶ νὰ χαθῇ τώρα, μέσα στ᾿ ἄγρια σκοτάδια τῆς νύχτας. Ἐσυμμάζεψε μὲ σπουδὴ τὰ πράγματα ἐκεῖνα ὅλα καὶ τὰ ἔρριξεν ἀνάκατα, σπρώχνοντάς τα μέσα στὰ σακκούλια του. Ἔπειτα ἐσήκωσε κλωτσώντας ἀλύπητα τὸ γαϊδουράκι, τὸ ἐσαμάρωσε μὲ νευρικὴ γοργάδα κι ἔδεσεν ἐπάνω τὰ σακκούλια. Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἐπήγαινε νὰ τοῦ φορέσῃ τὴ λαιμαριὰ καὶ νὰ τὸ σύρῃ ἔξω, εἶδε πῶς ἔβαλεν ἀνάποδα τὸ σαμάρι καὶ τὸ φόρτωμα ἔγερνε νὰ πέση.
– Μπρέ, διάβολε! εἶπε χασκογελώντας· σωστὰ τἄχω ἢ μοῦ ἔφυγαν;
Καὶ τὸν ἄμετρο φόβο του ἔδιωξεν ἔξαφνα τὸ πεῖσμα καὶ ἡ ἀγανάχτησις. Τὸ ζητιάνικο αἷμα τῆς οἰκογενείας του, τὸ συνηθισμένο νὰ μὴν ἀναβράζῃ ὑπερβολικὰ στὶς βρισιές, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ νὰ παγώνῃ στὸν κίνδυνο, ἐκυμάτισεν ἀμέσως ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ ἐκοκκίνισε, σὰν ράπισμα, τὸ πρόσωπο. Ποῦ θὰ ἔφευγεν ὁ Τζιριτόκωστας, χωρὶς νὰ τελειώσῃ τὸ ἔργον του! Ποὺ θὰ ἐπήγαινε χωρὶς τὸν παραγιό του! Νὰ τὸν πάρη μαζί, ἦταν ἀδύνατο. Νὰ τὸν ἀφήσῃ ἐκεῖ, χειρότερα. Ἠμποροῦσε, πεισμωμένος γιατί τὸν ἄφησεν ἀβοήθητον, νὰ μαρτυρήσῃ τὸ οἰκογενειακό του ὄνομα καὶ τὸν τόπο τῆς γεννήσεώς του καὶ ἀκόμη τὰ μυστικά της τέχνης τους. Κι ἔξαφνα, ἐνῷ θὰ ἔφθανε στὸ χωριό, προετοιμασμένος ν᾿ ἀπολάψῃ τοὺς καρποὺς τῶν κόπων του, νὰ τὸν συλλάβη ὁ ἀστυνόμος καὶ νὰ τὸν στείλη στὴ φυλακή!
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς τούτου θὰ ἐπάθαινε καὶ σημαντικὴ ζημία, ἂν ἄφινε τὸν παραγιὸ ἐκεῖ. Ἔμεναν δυὸ μῆνες ἀκόμη γιὰ νὰ τελειώσῃ τὸ ταξίδι. Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ διάστημα, τί ἠμποροῦσε νὰ κάμῃ μόνος του ὁ ζητιάνος; Ποιὸς θὰ τοῦ ἔσερνε τὰ σακκούλια; Ποιὸς θὰ τὸν ὁδηγοῦσε τυφλόν; Ποιὸς ἠμποροῦσε ν᾿ ἀντικαταστήσῃ ἐκεῖνον στὰ τόσα καὶ τόσα ζητιανικὰ τερτίπια του; Καὶ τώρα μάλιστα, ἔπειτ᾿ ἀπὸ τὰ βάναυσα χτυπήματα τοῦ ἀγᾶ, ὁ παραγιὸς εἶχε γίνει πλεὸν ἀξιολύπητος. Θὰ ἐσυγκινοῦσε τοὺς χριστιανοὺς μὲ τὴν πρώτη ματιὰ ποὺ θὰ ἔρριχναν ἐπάνω του! Δασκαλεμένος νὰ ἦταν ὁ Τοῦρκος, δὲν θὰ εἶχε τόση ἐπιτυχία στὰ χτυπήματά του. Πῶς ἠμποροῦσε λοιπὸν ν᾿ ἀφήσῃ τέτοιο ηὕρεμα ὁ ζητιάνος;
– Ἂμ τοὺς μισθούς!... ἐσκέφθηκεν ἔξαφνα.
Ναί, ἔστω· ἠμποροῦσε μόνος του ν᾿ ἀντικαταστήσῃ τὸν παραγιὸ στὰ τερτίπια! Θὰ ἔκανε μόνος του τὸν σακάτη· θὰ ἐγινόταν αὐτὸς παράλλαγμα. Καὶ παράλλαγμα τέλειο, μὰ τὸν Θεό! Δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἰπῇ κανεὶς πῶς ὁ γερω-ζήτουλας ἐξέχασε τὰ παιδιάτικά του καμώματα. Οὔτε πῶς τὰ κόκκαλά του ἐξέμαθαν νὰ λυγίζουν καὶ οἱ κλείδωσές του νὰ γίνωνται ὅπως ἤθελε. Ἔπρεπεν ὅμως νὰ μὴ χάσῃ καὶ τὰ μετρητά του! Στὸν πατέρα τοῦ Μουτζούρη ἐπλήρωσε πρὶν κινήσῃ ὁλόκληρον τοῦ ταξιδιοῦ τὸν μισθό. Γιατί λοιπὸν νὰ χάσῃ τοὺς δυὸ μῆνες ἄδικα; Καὶ ποιὸς ἠξεύρει, ἂν ὁ Γατσούλης δὲν ζητήσῃ καὶ ὑπέρογκη ἀποζημίωση γιὰ τὸ παιδί του;
– Ἂμ τὸ γαϊδοῦρι!... ἐψιθύρισε πάλι.
Βέβαια, τὸ γαϊδουράκι! Πῶς θὰ οἰκονομοῦσε τὸ γαϊδουράκι ὁ Τζιριτόκωστας; Ἂν ἔβγαινεν ἔτσι ἔξω, αὔριο-μεθαύριο, ἠμποροῦσε στὸν δρόμο νὰ συναπαντηθῆ μὲ τὸν πρῶτο του κύριο. Μήπως τὸν ἤξευρεν αὐτὸς νὰ προφυλαχθῇ! Καὶ τί θὰ ἐγινόταν τότε; Θὰ ἐξυλοφόρτωναν τὸν ζητιάνο, θὰ τοῦ ἔπαιρναν τὸ ζῶ καὶ θὰ τὸν ἐπήγαιναν στὴ φυλακή! Νὰ τ᾿ ἀπολύσῃ ὅμως, νὰ τὸ χάσῃ γιὰ πάντα δὲν ἤθελε μὲ κανένα τρόπο. Ἀπὸ τὴν ὥρα, ποὺ τὸ ἅρπαξε κι ἐκατόρθωσε νὰ τὸ κρύψῃ ἀπὸ κάθε περίεργο μάτι μέσα στὸν ἀχυρῶνα, τὸ ἐθεώρησε πλέον δικό του, χτῆμα του ἀναφαίρετο κι ἐλογάριαζεν ἀπὸ τώρα, πόσα θὰ τὸ ἐπωλοῦσε μεθαύριο στὸ πανηγύρι τῶν Φαρσάλων. Καὶ γιὰ νὰ τὸ βγάλῃ ἐλεύθερο στὸ παζάρι, χωρὶς φόβο ν᾿ ἀναγνωρισθῇ, κατόρθωσε νὰ σφάξῃ τῆς Κρουστάλλως τὸ ψιμάρνι. Τὸ νεφρὸ ποὺ τῆς ἐζητοῦσε μὲ τόσην ἐπιμονή, δὲν τοῦ ἦταν καὶ τόσο χρήσιμο. Γιὰ νὰ μάθῃ τί εἶχε μέσα στὴν κοιλιά της, δὲν ἐφρόντιζε καθόλου. Ἠμποροῦσε νὰ κάμῃ τὸ μάντεμά του καὶ μὲ χίλια δυὸ ἄλλα πράγματα. Πρὸ πάντων ἤθελε τ᾿ ἄντερα τοῦ ψιμαρνιοῦ. Γι᾿ αὐτὰ μόνον ἐπύργωσεν ἐπάνω στὸν μωρὸ πόθο καὶ τὴν εὐκολοπιστία τῆς χωριάτισσας ὁλόκληρη σπλαχνομαντικὴ θεωρία. Τ᾿ ἀρνίσια τ᾿ ἄντερα, δεμένα στὰ μέλη τοῦ ζῴου ἕνα ἡμερόνυχτο, θ᾿ ἄλλαζαν μὲ τὴ σαπίλα τους τὸ χρῶμα τῶν τριχῶν. Ἀπὸ καράτικο, ὅπως ἦταν, θὰ τὸ ἔκανεν ἀστεράτο καὶ ποδαλό, μὲ κορδόνι ἀπὸ ἄσπρες τρίχες στὸν λαιμὸ καὶ ἄλλες ἐμπρὸς στὸ μέτωπο καὶ κάτω στὰ πουλάκια καὶ στὰ γόνατα καὶ στὰ καπούλια ἀκόμη. Τοῦ ἔκοβε καὶ λίγο τὴν οὐρά, τοῦ ἐψαλίδιζε τὴ χήτη, τοῦ ἐκόντευε τὸ ἕν᾿ αὐτὶ καὶ τότε ἔβλεπες πῶς θὰ τὸ ἐπαζάρευε χάσκοντας ἐμπρός του ὁ παλιὸς ἀφέντης. Δὲν ἠμποροῦσε λοιπὸν νὰ τὸ χάσῃ ἔτσι ἄδικα ὁ Τζιριτόκωστας!
– Μωρ᾿ δὲν τὸ κουνῶ κι ἂς γένῃ θάλασσα· εἶπεν ἀποφασιστικά. Νὰ φυλάξουμε ὅμως ἐτοῦτα καλοῦ-κακοῦ!
Ἥσυχος τώρα, χωρὶς συγκίνηση καὶ φόβο, μετρώντας ὅλα με ἀθάμπωτο νοῦ, ἐδιόρθωσε τὸ σαμάρι ἐπάνω στὸ γαϊδοῦρι του, ἔδεσε τὴν ἴγγλα γύρω στὴν κοιλιά· ἔρριξεν ἐπάνω τὰ σακκούλια· ἐτύλιξε κάτω τὰ νύχια τοῦ χτήνους μὲ ἄχυρο, γιὰ νὰ μὴ βαρυπατὴ καὶ σιγά, ἀνοίγοντας τὴν πόρτα, τὸ ἔσυρεν ἔξω ἀπὸ τὸν ἀχυρῶνα. Τὸ χωριὸ ἦταν βυθισμένο στὴν ὑγρασία, τὴν πάχνη καὶ τὸ μυστήριο. Ἂφων᾿ ἄλαλα τὰ πάντα. Οὔτε σκυλιοῦ γαύγισμα, οὔτε προβάτου βέλασμα, οὔτε ἀλόγου χλιμίντρισμα πουθενά. Ἡ ζωὴ στὴ νάρκη παραδομένη εἶχεν ἀφήσῃ ὅλα στὴν ἐξουσία τῶν ἀψύχων. Μόνον τοῦ γκιώνη ἡ φωνὴ ἀπ᾿ ὥρα σ᾿ ὥρα ἀντήχαεν ἄγρια, παραπονετική, λὲς καὶ ἴδια ἡ φύσις ἐβόα τρομασμένη μέσα στῆς νύχτας τὴν ἐρημιά.
Ὁ οὐρανὸς συγνεφοσκεπασμένος, ἀπέραστος στῶν ἄστρων τὶς ἀχτίνες, ἦταν ἀόριστος σχεδόν. Ζερβόδεξα τὰ βουνά, ὁ Κίσσαβος καὶ ὁ Ὄλυμπος, ὑπέρογκα καὶ κατάμαυρα στὸ κατάμαυρον χάος ἐπυργώνονταν ἀπειλητικά. Καὶ ἀνατολικά, πρὸς τὶς ἐκβολὲς κάτω, μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι, μὲ φρικαλέους κυματισμούς, ἔφθανεν ἕως ἐδῶ τὸ ἀφρισμένο πάλεμα τῶν ἀντιθέτων ρευμάτων, τῶν ποταμίσων καὶ θαλασσινῶν νερῶν, ποὺ ἐσπρώχνονταν μεταξὺ τοὺς μὲ τὴν ἴδια δύναμη καὶ τὸ ἴδιο πεῖσμα. Ἀλλ᾿ ὁ Τζιριτόκωστας, ἀδιάφορος στὰ ἐκπληχτικὰ ἐκεῖνα θεάματα καὶ ἀκούσματα, ἐπήδησε, μόλις ἐβγῆκεν ἔξω, στὸ γαϊδουράκι του καὶ μὲ τὴ φτέρνα κεντώντας τὸ ἀλύπητα ἔφθασε γρήγορα στὴν ποταμιά. Μία μεγάλη πατουλιὰ παμπάλαιη, φυσικὰ περιπλεγμένη ἀπὸ σχοίνους καὶ βατ᾿ ἀγκαθωτά, ἐψήλωνεν ἐκεῖ στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ σὰν λόφος ὁλάκερος. Τὸ ἁγιόκλημα, ὁ κισσὸς καὶ ἡ ἀγράμπελη, ἀνθισμένα καὶ μοσχομύριστα ἅπλωναν ἐπάνω τῆς μανδύαν κάτασπρον καὶ δροσοπεριχυμένον. Ὁ ζητιάνος ἐπέζεψεν ἐκεῖ καὶ μὲ τὰ χοντρά του χέρια σπρώχνοντας ζερβόδεξα ἐπαραμέρισε τὶς ρίζες κι ἔχωσε μέσα τὸ κεφάλι του. Ἡ πατουλιὰ ἦταν κούφια καὶ θεοσκότεινη. Ἡμέρες ἠμποροῦσε νὰ κρυφθῆ ἐκεῖ ὁλόκληρη συμμορία λῃστῶν καὶ κανεὶς νὰ μὴ τὴν ἐνοχλήση. Ὁ Τζιριτόκωστας ηὖρε τέλος τὸ μέρος ποὺ θὰ κρύψη ἄφοβα τοὺς θησαυρούς του. Ἔπιασεν ἀμέσως ἀπὸ τ᾿ αὐτιὰ τὸ γαϊδουράκι καὶ σπρώχνοντας μὲ τὶς πλάτες τὰ κλαδιά, τέλος ἄνοιξε δρόμο καὶ τὸ ἔσυρε μέσα. Ἔπειτα ἐπῆρε καὶ τὸ σακκούλι του, τὸ ἐτύλιξε κουβάρι καὶ τὸ ἔχωσε μέσα στὰ πυκνὰ κωλορρίζα. Ἔρριξε πάλι περίγυρα ἐρευνητικὸ βλέμμα καὶ σὰν εἶδε πῶς ἀμέσως τὸ χτῆνος ἄρχισε νὰ μασᾷ μὲ ὄρεξη τὰ τρυφερὰ χαμόκλαδα, ἐβγῆκεν ἔξω, ἔκλεισε προσεχτικὰ τὴν ἐμπατή, ἐκοίταξε ζερβόδεξα σὲ μακρινὴ ἀπόσταση, μήπως εὑρισκόταν κανεὶς νὰ τὸν παραμονεύῃ καί, ἀφοῦ ἐβεβαιώθηκε γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῶν θησαυρῶν του, ἐπῆρε τὸ μπαστοῦνι καὶ τὰ σακκούλια τοῦ ἄδεια κι ἐγύρισε σύνταχα στὸ χωριό.
Οὔτε στὸ γύρισμά του ἀπάντησε κανένα. Μόνον ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Μαγουλᾶ εἶδεν ὅμιλο σκυλιῶν νὰ γρυλλίζουν καὶ νὰ χυμοῦν ὀργισμένα ἐπάνω τὸ ἕνα στ᾿ ἄλλο, σὰν νὰ ἐφιλονικοῦσαν ὀρεχτικὸ δεῖπνο· καὶ πέρα ἀγνάντεψεν ἴσκους παράδοξους, ἀνθρώπους γυμνούς, καβάλλα σὲ φουρνόξυλα καὶ ἄλλους ν᾿ ἁπλώνουν τὰ χέρια, λὲς κι ἔδειχναν στὸν οὐρανὸ εἴτε καὶ στὸν Ἅδη θέση ὡρισμένη, γιὰ νὰ τινάξουν ἐκεῖ τοὺς κεραυνοὺς εἴτε τὴ φρίκη τους. Στὰ θεάματα ἐκεῖνα ὁ Τζιριτόκωστας ἄργησε τὸ βῆμα του. Ἐγνώρισε πῶς ὅλα ἦσαν ἔργα δικά του καὶ ὑπερηφανεύθηκε γιὰ τὴ δύναμή του. Τῶν σκυλιῶν ὁ ὅμιλος ἐκομμάτιαζε τὸ σφαχτὸ τῆς Κρουστάλλως· καὶ οἱ παράδοξοι ἴσκιοι ἦσαν γυναῖκες ποὺ ἐβγῆκαν νὰ κάμουν στοῦ μεσονύχτου τὴν ἄγρια προστασία τὶς μαγγανευτικές του ὁδηγίες.
– Φαγωθῆτε, ζωντόβολα! ἐψιθύρισε κουνώντας μελαγχολικὰ τὸ κεφάλι. Δὲν σᾶς φτάνει ἡ δυστυχία τῆς ζωῆς· θέλτε νὰ τὴν μεγαλώνετε καὶ μὲ τὰ πάθη σας!... Ποιὸς θὰ δικάσῃ τὸ ζητιάνο, ἂν γδύσῃ ὡς τὸ κόκκαλο τέτοια παλιοπράματα!...
Ὅταν τὴν αὐγὴ ἐξύπνησεν ὁ Τζιριτόκωστας, ἀπόρησε μὲ τὸ ἄγριο ροχαλητὸ τοῦ παραγιοῦ καὶ βιαστικὰ ἐσύρθηκε κοντά του. Ὁ Μουτζούρης τόσες ἡμέρες ἀφημένος στὴν τύχη του ἔχει φθάσῃ στὰ ἔσχατα. Δὲν εἶνε πλέον τυλιγμένος στὰ κουρέλια του, ὅπως πρίν, ὅταν εἶχε τὸ ρῖγος. Τώρα τὰ ἐκλώτσησεν ὅλα μακρὰν καὶ ὁλόγυμνος ἐπάνω στὸ χρυσόξανθο ἄχυρο στέκει ἀκίνητος, ἀναμμένος σὰν πυρωμένο σίδερο ἀπὸ τὸν πυρετό. Ὁ δύσκολος ἀνασασμὸς βγαίνει συρίζοντας ἀπὸ τὸ στόμα του καὶ ἡ λαλιά, ἄναρθρη καὶ ἀκατάληπτη, μοιάζει μὲ ραγισμένου σημάντρου ἦχο, ποὺ θλιμμένος συντροφεύει τὸν νεκρὸ στὸν τάφο του. Τὸ σκοτισμένο πνεῦμα του σκοτισμένες βλέπει καὶ τὶς εἰκόνες, ποὺ περνοῦν συγκρατητὲς ἐμπρός του. Τὰ χέρια του, τὰ μισοξυλιασμένα καὶ κατάξερα δάχτυλά του, ἁπλώνονται ἐδῶ κι ἐκεῖ, γιὰ νὰ συλλάβουν ἀνύπαρκτα φαντάσματα καὶ πάλι ξαναπέφτουν ἄτομα καὶ ἀκυβέρνητα. Ξερὸ τὸ στόμα καὶ ἡ γλῶσσα, δείχνει τὴ λάβρα τὴν κακή, ποὺ καίει μέσα στὰ σπλάχνα του. Τὸ δύσκολο ἀνάδεμά τους λέγει τὴ δίψα τὴν ἄσβυστη ποὺ τὸν τυραννεῖ· καὶ τὸ θλιμμένο χαμόγελο, φανερώνει ἀβασίλευτη τὴν ἐλπίδα μέσα του. Νερὰ κρουσταλλένια καὶ δροσερὰ περιλούζουν τὴ ρᾴθυμη φαντασία του. Γοργὰ ποτάμια κατρακυλοῦν καὶ ἀντιβογγοῦν στὴν ἀκοή του. Κατάκρυες σταλαγματιὲς κυλοῦν πρασινοκόκκινες ἐμπρὸς στὴν ὅρασή του. Καὶ ὁ πόθος τοῦ ὁ φλογερός, στὴ βέβαιη ἀπόλαυση, φανερώνεται μὲ ἱλαρὸ φῶς στὸ πρόσωπό του ἐπάνω, καὶ τὰ χείλη ἀργοκινοῦνται ἀνυπόμονα στὴν προσδοκία τῆς δροσιᾶς.
– Ρὲ Μουτζούρη· ρέ, μίλα τ᾿ ἔχεις; Ἐγώ ῾λεγα πὼς χωράτευες. Ρὲ Μουτζούρη, μίλα!... εἶπε μὲ μισοκομμένη φωνὴ ὁ ζητιάνος.
Ἀλλ᾿ ἀντὶ νὰ τοῦ μιλήσῃ ὁ παραγιός, ἐξακολουθοῦσεν ἀκίνητος, ἀπαθής, νὰ ροχαλίζῃ τὸ ὑγρὸ καὶ ἀπελπιστικὸ ροχαλητό του καὶ νὰ τὸν κοιτάζῃ μὲ τὰ ὁλάνοιχτα τὰ ναρκωμένα μάτια του. Ὁ Τζιριτόκωστας ἐτρόμαξε, μόλις εἶδε τὰ κατάψυχρα ἐκεῖνα μάτια τόσο πεισματικὰ κολλημένα ἐπάνω του. Κρύος ἵδρωτας ἐπερίλουσε τὸ κορμί του ἀπὸ τὰ νύχια ἕως τὴν κορφή. Γιατί τάχα τὸν ἐκοίταζεν ἔτσι ὁ παραγιός! Μήπως ἤθελε νὰ τὸν μαλώση ποὺ ἐσκέφθηκε νὰ τὸν ἀφήσῃ ἐκεῖ καὶ νὰ φύγῃ; Ἀλλὰ νὰ ποὺ δὲν τὸ ἔκαμε! Ἔτσι τὸ ἐσκέφθηκε· χωρατὰ νὰ τὸ κάμῃ. Μήπως ἤθελε νὰ τοῦ εἰπῇ πῶς ἐξ αἰτίας τοῦ ᾖρθε σ᾿ ἐκείνη τὴν κατάσταση! Ἀλλὰ ποιὸς τοῦ ἔφταιγε; Τέτοια ἦταν ἡ δουλειά τους. Ἂς τὸ εἰπῇ τοῦ πατέρα του ποὺ ἐπῆγε καὶ τὸν ἐνοίκιασε. Ἂν δὲν ἔκανεν ἔτσι, δὲν θὰ τὸν πλήρωνε, βέβαια, τόσον ἀκριβά. Ἢ μήπως ἤθελε νὰ τοῦ ζητήσῃ μερδικὸ σ᾿ ἐκεῖνα, ποὺ ἐσύναξε χθὲς ἀπὸ τὶς γυναῖκες ποὺ ἔκρυψε στὴν πατουλιά! Ἄ! αὐτὸ δὲν γένεται· αὐτὸ δὲν γένεται μὲ κανένα τρόπο!
– Νὰ σώβγῃ ἀπὸ τὸ νοῦ! ἐφώναξε δυνατά.
Ἀλλὰ τὸ ξαφνικὸ ἐκεῖνο καὶ ἀσυνείδητο ξεφώνημα, συντροφιασμένο μὲ τὸ ροχαλητὸ τοῦ Μουτζούρη, ἀντήχησε φρικτὸ μέσα στὸν ἀχυρῶνα. Ὁ ζητιάνος ἀνατρίχασεν ὁλόκορμος κι ἔστριψε γύρω τὰ μάτια του φοβισμένα, νὰ μάθῃ ποῦθε ἐβγῆκεν ἡ φωνή. Πίσω, στοὺς ὤμους ἐπάνω καὶ τὰ λαιμοτράχηλα, κάτι αἰσθανόταν νὰ τὸν περιτριγυρίζῃ ἀόρατο, νὰ τὸν πασπατεύῃ μὲ κατάκρυα καὶ γλιστερὰ ἀκροδάχτυλα. Ἀνησυχία εἶχεν ἀπὸ τοὺς κούφιους βηματισμοὺς ποὺ ἄκουγεν ἀδικαιολόγητους ἐπάνω στὸ ὑγρὸν ἔδαφος καὶ τὰ φτεροκοπήματα ποὺ ἔδερναν ἀπελπιστικὰ τὸν θαμπὸν ἀέρα. Καὶ κάτω ἀπὸ τὴν ἐντύπωσιν αὐτὴ συμμαζωμένος, καταβαρημένος, ἐλάχιστος, μὲ κομμένη ἀναπνοή, οὔτε νὰ γυρίση πλέον στὸν παραγιὸ τὰ μάτια, οὔτε νὰ κινηθῆ ἀπὸ τὴ θέση τοῦ ἐτολμοῦσε. Κι ἔξαφνα τὸ τρίξιμο νυχτερίδας, ποὺ ἀργοπετοῦσε, κυματιστὸ μέσα στὰ σύσκοτα τὸν ἔκαμε νὰ πιστέψη πῶς ἡ ψυχὴ τοῦ παραγιοῦ ἐκδικητικὴ ἐρχόταν νὰ κολλήση μὲ γαμψὰ νύχια ἐπάνω του. Κι ἐμπρὸς στὸν ἄμετρο φόβο ἐπήδησεν ἀμέσως ὁλόρθος, ἔτρεξε στὴν πόρτα, τὴν ἄνοιξε βιαστικός, κι ἐφώναξε δυνατὰ τραβώντας τὰ μαλλιά του μὲ φρίκη:
– Βοηθᾶτε, χριστιανοί!... Πάει ὁ παραγιός μου, πέθανε, χάθηκε! Ἂν εἶστε χριστιανοί, βοηθᾶτε!...
Ἔτρεξαν ἀμέσως στὴ φωνή του ἢ Κρουστάλλω, ἡ γυναῖκα τοῦ Μαγουλᾶ, καὶ ἡ γριὰ Σταμάτω, ἡ μάννα της. Ἀγγελικὴ ἡ Κράπαινα καὶ Βασίλω ἡ Τζούμαινα καὶ ἡ παπαδιὰ μὲ τὴν ὁλόχαρη θυγατέρα τῆς τὴν Παναγιώτα καὶ ἡ Ροῦσα, τοῦ παρέδρου ἡ γυναῖκα καὶ ἡ Ἀννέτα, ἡ βεργολυγερὴ θυγατέρα τοῦ Μπιρμπίλη, καὶ ἡ Χαδούλαινα.
– Τ᾿ εἶνε, μωρὲ ψειρή· τί κάνεις ἔτσι; τοῦ φώναξεν ἡ Κρουστάλλω.
– Τ᾿ ἔπαθες, μωρέ, καὶ δερνοκοπιέσαι; τὸν ἐρώτησεν ἡ παπαδιά.
– Κλούβια κι ἄπιαστα, Θέ μ᾿! εἶπεν ἡ γριὰ Σταμάτω κάνοντας τὸν σταυρό της· τ᾿ ἔχεις, μωρέ, καὶ βάζεις σὰν ἄσβο;
– Τὸ παιδί... ὁ παραγιός μου πεθαίνει!... ἀπάντησε, δείχνοντας τὸν ἀχυρῶνα.
Οἱ γυναῖκες δειλοπατώντας ἐπλησίασαν κι ἐστριμώχθηκαν ὅλες στὴ χαμηλόπορτα κι ἐπέρασαν τὸ κεφάλι, μία ἐπάνω ἀπὸ τὸν ὦμο τῆς ἄλλης, νὰ ἰδοῦν περίεργες. Μόλις ὅμως ἐσυνήθισε τὸ μάτι τοὺς στὸ σκοτάδι τοῦ ἀχυρῶνα καὶ ἀντίκρυσαν τὸ κατάγυμνο σῶμα τοῦ Μουτζούρη, ἐτινάχθηκαν ὅλες ἔξω κι ἐσκόρπισαν ἀλαλάζοντας σὰν τὶς χῆνες, ξαφνισμένες ἀπὸ παιγνιδιάρικο λαγωνικό. Ὁ Τζιριτόκωστας ὅμως ἔτρεξε κατόπιν τους, τὶς ἐβεβαίωσε πὼς τίποτε δὲν ἦταν φοβερό, πῶς ὁ παραγιός του ἐζοῦσεν ἀκόμη καὶ τὶς ἐπαρακαλοῦσε νὰ πᾶνε νὰ τὸν βοηθήσουν τώρα στὴν ἐρημιά του. Ἄνθρωπος ἦταν κι αὐτός, δὲν ἦταν σκυλί!
– Μωρ᾿ ἄει χάσου, κασιδάρη! εἶπεν ἡ Κρουστάλλω ἀγαναχτισμένη. Λίγο ἔλειψε ν᾿ ἀπορρίξω ἀπ᾿ τὸ φόβο μου!...
Τέλος οἱ πλέον ἡλικιωμένες, ἡ γριὰ Σταμάτω καὶ ἡ παπαδιὰ καὶ ἡ Τζούμαινα, ἐκαταπείσθηκαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν μέσα στὸν ἀχυρῶνα. Ἀλλ᾿ ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ, ὁ Μουτζούρης, ἡ τελευταία γέννα τῆς Χαϊδεμένης, τὸ ἀξιοδάκρυτο θῦμα τῆς ζητιανικῆς ἀχορταγιᾶς, εἶχε παραδώση τὴν ὑστερνή του πνοή.
– Τώρα, ζωὴ σὲ λόγου σου! εἶπεν ἡ γριὰ Σταμάτω.
– Στὴν ὥρα φτάσαμε γιὰ νὰ τοῦ κλείσουμε τὰ μάτια! ἐπρόσθεσεν ἡ Τζούμαινα.
– Ἄχ, καψούλη· νὰ εἶχες μάννα νὰ σ᾿ ἔκλαιγε! ἐψιθύρισεν ὁ ζητιάνος.
Καὶ πέφτοντας ἐπάνω του ἄρχισε νὰ κλαίῃ καὶ νὰ μύρεται, νὰ στηθοδέρνεται καὶ νὰ βογγᾷ ἀπαρηγόρητος. Οἱ γυναῖκες ἐκάθισαν γύρω στὸ πτῶμα, ἐσταύρωσαν τὰ χέρια στὸ στῆθος τους κι ἔμειναν ἄφωνες-ἄλαλες μ᾿ ἔκφραση θλιμμένη στὸ πρόσωπο. Ἦρθαν ἔπειτα κι οἱ ἄλλες ἀπ᾿ ἔξω, ἡ Κρουστάλλω καὶ ἡ Ροῦσα καὶ ἡ Κράπαινα, ἡ Παναγιώτα καὶ ἡ Χαδούλαινα, ἕως τὴν πόρτα στὴν ἀρχή, ἔπειτα θαρρεμένες ἐμπήκαν δειλοπατώντας μέσα, λὲς κι ἐφοβοῦνταν μήπως ἀνησυχήσουν τὴν ψυχὴ τοῦ νεκροῦ, κάπου ἐκεῖ πλανημένη, κι ἐκάθισαν κοντὰ στὶς ἄλλες μὲ τὴν ἴδια στάση καὶ μὲ τὴν ἴδια ἔκφραση στὸ πρόσωπο, ἀμίλητες καὶ ἀκίνητες ὅλες, σὰν ξόανα. Καὶ ἀφοῦ ἔμειναν γιὰ κάμποση ὥρα ἔτσι, μὲ τὸ ἴδιο πάλι βῆμα μία-μία, σὰν ἴσκιοι ἔφυγαν ἀπὸ τὸν ἀχυρῶνα κι ἐπῆγαν νὰ πιάσουν τὴ δουλειά τους. Μόνον ἡ παπαδιὰ καὶ ἡ γριὰ Σταμάτω ἔμεναν ἐκεῖ ἀκόμη.
– Πέστε, μωρ᾿ γυναῖκες, κι ἕνα μυρολόγι τοῦ δόλιου· νιὸς εἶνε κι αὐτός! εἶπεν ἀγαναχτισμένος γιὰ τὴν τόση ἀπάθεια τῶν γυναικῶν ὁ Τζιριτόκωστας.
– Τί μυρολόγι; ἐρώτησε μὲ ἀπορία μόλις ἀνασηκώνοντας τὸ κεφάλι ἡ γριὰ Σταμάτω.
– Δάκρυα καὶ μυρολόγια δὲν ξέρουμ᾿ ἐμεῖς, ἐπρόσθεσεν ἡ παπαδιά. Πέθανε, πάει· τί κλαῖς ἐσύ; Ὁ Θεὸς τὸν ἤθελε, ὁ Θεὸς τὸν πῆρε· δὲν φοβᾶσαι μὴ βαργομίσῃς τὸ Θεό!
Οἱ Καραγκούνηδες ἀπὸ μακρινὴ μὲ τοὺς Τούρκους συναναστροφὴ ἐκληρονόμησαν ὅλη τὴ φιλοσοφικὴ ἀπάθειά τους γιὰ τὸν θάνατο. Ποτὲ δὲν μυρολογοῦν τὸν νεκρό τους, οὔτε κλαῖνε καὶ στηθοδέρνονται. Πιστεύουν ἀκλόνητα πῶς τὰ στηθοχτυπήματα καὶ τὰ κλαύματα τῶν συγγενῶν δὲν κάνουν ἄλλο παρὰ νὰ δυσαρεστοῦν τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς ἐπῆρε τὸν ἄνθρωπό τους, ναί· ἀλλὰ τὸν ἐπῆρε, γιατὶ τὸν ἀγαποῦσε. Γιὰ τοῦτο καὶ σπάνια ἢ καθόλου δὲν μαυροφοροῦν. Ἀλλ᾿ ὁ Τζιριτόκωστας, πιστεύοντας ὅτι ὅσα ἔλεγεν ἡ παπαδιὰ τὰ ἔλεγε γιὰ νὰ τὸν παρηγορήσῃ, καὶ ἀληθινὰ συγκινημένος, δὲν ἔπαυε τοὺς βόγγους καὶ τοὺς θρήνους του.
– Ἄχ! ἔλεγε βαρυστενάζοντας· ποιὸς θὰ σὲ κλάψη, ξένε μου, ποιὸς θὰ σὲ συγυρίση!...
– Ρέ, ἄει χάσου, ψειρῆ, μὲ τὰ μυρολόγια σου! ἐφώναξε πεισμωμένη κάπως ἡ παπαδιά. Δὲν κοιτᾷς τί θὰ τὸν κάμῃς τώρα.
– Τί νὰ τὸν κάνω; εἶπεν ὁ ζητιάνος· νὰ τὸν θάψουμε.
– Ὁ παπὰς λείπει καὶ θἄρθη βράδυ· δὲ μπορεῖ, μαθές, ν᾿ ἀφήσῃ τὴ δουλειά του στὴ μέση! Ν᾿ ἀφήσῃς ἀπόψε, κι αὔριο πουρνὸ τὸν θάφτουμε.
– Μὰ νὰ τὸν ἀφήσουμ᾿ ἐδῶ μέσα, δὲν κάνει· εἶπεν ὁ ζητιάνος· νὰ τὸν κλείσουμε στὴ βρῶμα εἶνε κρῖμα.
– Ἄμ, τί νὰ τὸν κάνουμε; τὸν ἐρώτησεν ἡ γριὰ Σταμάτω.
– Νὰ τὸν πάρτε σε κανένα σπίτι· ἐπρότεινε δειλὰ ἐκεῖνος.
– Ρέ, ἄιντε χάσου! ἐφώναξεν ἡ παπαδιὰ θυμωμένη. Ἔτσι θὰ σοῦ μπάσω τὸ νεκρὸ σπίτι μου!...
– Τόσα σπίτια εἶνε· δὲν τὸν μπάζει κανεὶς χριστιανός!
– Καὶ βέβαια δὲν τὸν μπάζει. Ἐμεῖς τοὺς νεκρούς μας ποτὲ δὲν τσ᾿ ἀφίνουμε σπίτι νὰ ξενυχτίσουν. Πέθανε, τὸν θάψαμε κιόλα.
– Δὲ χωροῦμε οἱ ζωντανοὶ καὶ θὰ βάλουμε καὶ τοὺς πεθαμένους· δὲ μοῦ βουρλίζεσαι, λιέω! ἐπρόσθεσε καὶ ἡ γριὰ Σταμάτω.
– Μὰ κρῖμα εἶνε νὰ τὸν ἀφήσουμ᾿ ἐδῶ· ἐπέμεινεν ὁ Τζιριτόκωστας.
– Σὰν εἶνε κρῖμα τί νὰ σοῦ κάνω; εἶπεν ἡ παπαδιά. Ἄιντε, σύρ᾿ τόνε στοῦ φύλακα τὸ σπίτι. Τὸ σπίτι εἶνε ἀφεντικό... Δυὸ κάμαρες ἔχει· βάλ᾿ τον στὴν ἀχρείαστη. Δὲν παθαίνει τίποτα μοναχὸς ὁ πεθαμένος.
Τὸ σπίτι, ποὺ ἐκαθόταν ὁ Βαλαχᾶς, ἦταν ἐμπρὸς στὸ κονάκι, μοναχικό. Πρὶν ἦταν κιουτσέκι βεργοπλεγμένο. Ἀργότερα ὁ ἐπιστάτης ἠθέλησε νὰ τὸ κάμῃ σπίτι καὶ μὲ δυὸ-τρεῖς χωριάτες τὸ ἄλειψε λάσπη, τὸ ἐχώρισε μὲ τοῖχο στὴ μέση, ἄνοιξε μικρὸν ἐξώστη μὲ δυό-τρεῖς σανίδες ἀκάρφωτες κι ἐστερέωσε τὴ σκάλα του. Καὶ τὰ ἔκαμεν ὅλ᾿ αὐτά, γιατὶ θὰ ἐρχόταν ὁ πολιτικός του φίλος ἀπὸ τὸν Τύρναβο συφάμελος, δῆθεν γιὰ νὰ ξεκαλοκαιριάσῃ ἐκεῖ, ἀλλὰ περισσότερο γιὰ νὰ γνωρισθῇ μὲ τοὺς χωριάτες καὶ νὰ δημοκοπήσῃ. Ἀλλὰ τώρα, ἀφ᾿ ὅτου ἔμενεν ἐκεῖ ὁ Βαλαχᾶς, ὁ Τοῦρκος τοῦ ἐπαραχώρησε γενναιόδωρος ἕνα δωμάτιο, ἐνῷ τὸ ἄλλο ἔμενεν εὔκαιρο γιὰ τοὺς στρατοκόπους. Ἐκεῖ ἐσυμβούλεψαν οἱ γυναῖκες ν᾿ ἀπιθώσῃ ὁ Τζιριτόκωστας τὸ ἄψυχο σῶμα τοῦ παραγιοῦ. Ὁ τελωνοφύλακας ἀπὸ προχθὲς εἶχε νὰ φανῇ στὸ χωριό. Συχνὰ ἔτσι ἔλειπε κι ἦταν πιθανὸν νὰ μὴν ἐρθῇ κι ἀπόψε. Ὁ Τζιριτόκωστας δὲν ἔφερε καμμία ἀντιλογία. Ἐτύλιξε μὲ τὰ κουρέλια τὸ πτῶμα, τὸ ἔρριξε στὸν ὦμο καὶ μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες ἀνέβηκε καὶ τὸ ξάπλωσε στὸ γειτονικὸ δωμάτιο τοῦ Βαλαχᾶ. Ἔπειτα ἔσυραν λίγο πρὸς τὰ ἔξω τὴν πόρτα κι ἐκατέβηκαν τὴ σκάλα βιαστικοί, λὲς κι ἐφοβοῦνταν μήπως ὁ νεκρὸς σηκωθῇ καὶ τοὺς ἀκολουθήσῃ.
Ὅταν ὁ Βαλαχᾶς ἔφθασε στὸ δωμάτιό του, τίποτε δὲν εἶδε παράξενο. Ἡ κούρασις τοῦ σώματος καὶ τοῦ μυαλοῦ του ἐξακολουθοῦσε νὰ τὸν κρατεῖ ἀδιάφορο σὲ ὅλα. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἄφησε τὴ βουρλιά, ἕως ὅτου ἔφθασε στὸ χωριό, μόνον ἡ θέλησις ὁδηγοῦσε τὸ μισοπαράλυτο σῶμα του μέσ᾿ ἀπὸ τὰ χωράφια καὶ τὶς κακοτοπιές. Μόνη του ἐπιθυμία ἦταν νὰ ξαπλωθῇ στὸ κρεβάτι του γοργά. Καὶ τώρα ριχμένος ἐκεῖ μὲ τὰ σκέλια τεντωμένα, τὰ χέρια σταυρωτὰ πίσω ἀπὸ τὸ κεφάλι του, τὰ ματόφυλλα μισανοιγμένα, κλωθογυρίζει παράδοξες ἰδέες καὶ συναισθήματα μέσα του.
Ἀπ᾿ ἔξω ἔρχεται σιγαλὴ καὶ ἀποκοιμιστικὴ ἡ ὀλιγόστιγμη ζωὴ τοῦ χωριοῦ. Τῶν χτηνῶν τὰ μουγκρίσματα καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ φωνὲς φτερουγίζουν μέσα στὸ δωμάτιο καὶ τὶς βλέπει, τοῦ φαίνεται, σὰν ξερὰ πλατανόφυλλα, ποὺ τὰ στριφογυρίζει ὁ σίφουνας. Καὶ τὸ παράδοξο θέαμα κάνει τέτοια ἐντύπωση στὸ πνεῦμα του, ὥστε τὰ βρίσκει ὅλα καλὰ κι εὐτυχισμένα. Τί καλοὶ ἄνθρωποι αὐτοὶ οἱ Καραγκούνηδες! Τί ἥσυχη καὶ ζηλευτὴ ἐκείνη ἡ ζωή τους! Ὅλη τὴν ἡμέρα δουλειά· τὸ βράδυ ρᾳθυμία καὶ ἀνάπαυσις. Δὲν φροντίζουν τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ καθημερινό τους. Δὲν ἔχουν ἄφταστους πόθους, οὔτε τρανὰ ὄνειρα. Γεννῶνται καὶ πεθαίνουν ἐκεῖ στὸν τόπο τους, χωρὶς νὰ λογαριάζουν, ἂν βρίσκεται ἄλλος κόσμος μακρύτερα, οὔτε νὰ θέλουν νὰ τὸν ἰδοῦν καὶ νὰ τὸν ἀπολάψουν. Ἀλήθεια· τί εὐτυχισμένοι ἄνθρωποι!... Καὶ μετανοεῖ τώρα, γιατὶ τόσον καιρὸ ἐπέρασε δίχως τὴ συντροφιά τους, τόσο τοὺς ἐπεριφρόνησε! Βρίσκει ὅτι πολὺ τοὺς ἀδίκησε μὲ τὶς προλήψεις του καὶ δὲν ἔκαμε καθόλου καλά. Πιστεύει πὼς αὐτοί, βέβαια, ἔγιναν δυστυχισμένοι ἀπὸ τὴν περιφρόνησή του καὶ συλλογίζεται πῶς νὰ τοὺς περιποιηθῇ. Κι ἔξαφνα αἰσθάνεται ἀκατανίκητη διάθεση νὰ τρέξη κάτω, νὰ τοὺς κράξη ὅλους, νὰ τοὺς ἀγκαλιάσῃ καὶ νὰ τοὺς φιλήσῃ σὰν ἀδέρφια.
Τὸ λιανόκερο, κολλημένο στὸν τοῖχο καὶ ἀναμμένο, χύνει μὲ τὴ μικρὴ γλωσσίτσα τοῦ μελαγχολικὸ φῶς περίγυρα. Ἀφίνει στὸ σύθαμπο τὴν καλαμοπλεγμένη ὀροφὴ καὶ τὶς ἀραχνιασμένες γωνίες καὶ τοὺς τοίχους τοὺς ἀμίστριτους καὶ φωτίζει μόνον τὰ πλησιέστερά σε μικρὴν ἀχτίνα. Φωτίζει ἕν᾿ ἀνισόρροπο τραπέζι μὲ τὰ λιγδωμένα φύλλα τῆς ὑπερεσίας κι ἕνα ἄπλυτον νταβὰ μὲ ἀποφάγια· ἕνα σκαμνὶ κανωμένο ἀπὸ ἄγρια καὶ ἀπελέκητα ξύλα καὶ τὴ μοναχὴ προκόβα, ποὺ χρησιμεύει γιὰ στρῶμα καὶ γιὰ σκέπασμα στὸ χιλιάρφανο κρεβάτι του. Καὶ ξαναμμένος τώρα, νευρικός, τὰ μισοβλέπει καὶ ἀναστενάζει καὶ μαυροσυλλογίζεται. Ἄχ, Καρώνης καὶ πάλι Καρώνης! Τί διάβολο αὐτὸς ὁ κόσμος νὰ μὴν ἠμπορῇ νὰ καταλάβη πὼς δίχως τὸν Καρώνη δὲν ζῇ οὔτε ὥρα ἡ Ἑλλάς!...
Ἀλλ᾿ ἐνῷ μισοσηκώνεται γιὰ νὰ κάμῃ τὴν πρώτη ἐπιθυμία, ξαναπέφτει κουρασμένος ὁ Βαλαχᾶς. Οἱ ἰδέες του ἄλλαξαν πάλι δρόμο γιαμιᾶς. Ποτὲ δὲν θ᾿ ἀγαπήση τὴ ζωὴ τοῦ χωριοῦ· ποτὲ στὸν αἰῶνα! Ἂς ἠμποροῦσε νὰ μὴ τοὺς ἔβλεπε ποτέ· ποτὲ νὰ μὴ τοὺς ἄκουε καὶ νὰ μὴ τοὺς ἔσμιγεν αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους! Ζοῦν τάχα κι ἐκεῖνοι. Τί θέλουν καὶ ζοῦν στὸν κόσμο! Ποιὰ εἶνε ἡ χαρά, ποιὰ ἡ ἀπόλαυσίς τους! Τάχα ποιὰ νὰ εἶνε τὰ δῶρα τὰ μαγικά, τὰ φίλτρα τ᾿ ἀκατανίκητα, ποὺ τοὺς χαρίζει ἡ ζωὴ καὶ τόσο τὴν ἀγαποῦν, τόσους βάνουν ἀγῶνες σωματικοὺς γιὰ νὰ τὴν κρατήσουν! Πῶς δὲν παίρνουν ὅλοι μία στιγμὴ τὰ μαχαίρια στὸ χέρι καὶ μονόγνωμοι νὰ χτυπηθοῦν συνατοί τους, ἄντρες καὶ γυναῖκες καὶ παιδιὰ μαζί, νὰ ξεσχίση ἕνας τὸν ἄλλον, ὡς ποὺ νὰ πέσουν νεκροί, νὰ φάγη τὸ χῶμα σάρκες ἀχόρταγα, ὅπως πίνει ἀχόρταγα καὶ τὸν ἵδρωτά τους, καὶ νὰ λείψῃ μία γιὰ πάντα ἡ δούλη αὐτὴ γενεὰ μέσ᾿ ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ φωτός!
Ἔξαφνα μέσα στὴν κάρωσή του ἄκουσε πατήματα κι εἶδε στὴν πόρτα δυὸ χωριατόπαιδα. Ἔμπαιναν φυλαχτὰ κι ἐλαφρὰ κι ἐγύριζαν ἐδῶ κι ἐκεῖ τὰ μάτια τους μὲ φόβο καὶ περιέργεια ἀνίκητη, ὡς ποὺ ἔφθασαν κοντὰ στὸ κρεβάτι του.
– Τ᾿ εἶνε, μαρέ; τοὺς ἐφώναξεν ὁ τελωνοφύλακας ἀπὸ τὴ θέση του.
Ἀλλὰ τὰ παιδιὰ τρομαγμένα ἔβγαλαν φοβερὴ κραυγὴ καὶ ἐτινάχθηκαν ἀμέσως ἔξω. Ἐκεῖνος ἄρχισε τὰ γέλοια. Πολὺν καιρὸ εἶχε νὰ γελάσῃ μὲ τόση νευρικὴ δύναμη. Τὰ ζωντόβολα! Ὡς καὶ τὴ φωνή του τρομάζουν!
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἀκόμη ἐξακολουθοῦσε νὰ γελᾷ καὶ νὰ ὑπερηφανεύεται γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ ἀθέλητο κατόρθωμά του, κάτω στὴν αὐλὴ ἀντηχοῦσαν οἱ φωνὲς τῶν παιδιῶν κι ἔφθαναν ἐπάνω τρεμάμενες:
– Ὁ πεθαμένος!... Ἐσηκώθηκεν ὁ πεθαμένος!...
– Πεθαμένος! ἐσυλλογίσθηκεν ἔκπληχτος ὁ Βαλαχᾶς, κρατώντας τὰ γέλοια. Ποιὸς διάβολος εἶνε πεθαμένος!...
Ἐσηκώθηκεν ἀπὸ τὸ κρεβάτι του κι ἔσκυψε νὰ ἰδῇ κάτω στὸ πάτωμα τὰ πράγματα, ποὺ ἔρριξαν τὰ παιδιὰ κατὰ τὴν ὥρα τῆς φυγῆς τους. Ἦταν ἕνα χιλιοτρυπημένο βρακί, ἕνα λιγδωμένο φέσι, ἕνα πουκάμισο μυριομπαλωμένο, τρία πεντάρικα κεριὰ καὶ λίγα σπειριὰ λιβάνι. Μπρέ! Ἀληθινὰ ἦταν σάβανα γιὰ νεκρόν. Ἀλλὰ ποῦ ἦταν ὁ νεκρός;
– Μαρέ, νὰ μὴ μὲ πῆραν γιὰ πεθαμένο! ἐσκέφθηκε.
Κι ἐπῆγε ν᾿ ἀνοίξῃ τὴν πόρτα γιὰ νὰ δὴ ἔξω. Μόλις ὅμως ἐπρόβαλεν ἐκεῖ, χαλάζι ἔπεσαν οἱ πέτρες ἐπάνω του καὶ ἄγριες φωνὲς ἠχολόγησαν. Οἱ χωριάτες ὅλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες καὶ παιδιά, μὲ τὰ σύνεργα τῆς δουλειᾶς τοὺς ἀρματωμένοι, μὲ στειλιάρια καὶ κοπάνους καὶ ἀξίνες καὶ πιστόλες, φοβεροί, ἄγριοι, ἔζωναν περίγυρα τὸ σπίτι τοῦ Βαλαχᾶ.
– Γιατί, ρὲ παιδιά· τί σᾶς ἔκαμα; ἠθέλησε νὰ τοὺς φωνάξῃ.
– Μέσα, πεθαμένε· μέσα, θεοκατάρατε, κολασμένε, βρυκόλακα!... ἀπάντησαν θυμωμένοι ἐκεῖνοι.
Καὶ ἄρχισαν νὰ ρίχνουν πιστολιές, νὰ πετοῦν πέτρες καὶ ξύλα παντοῦ, στὴν πόρτα, στὰ παράθυρα, στὴ σκεπὴ ἐπάνω, μὲ πεῖσμα μεγάλο, λὲς καὶ ἤθελαν νὰ θάψουν ἀπὸ κάτω τους ὁλόκληρο τὸ σπίτι τοῦ τελωνοφύλακα κι ἐκεῖνον μαζί.
– Βρυκόλακα! Κολασμένε! Θεοκατάρατε!... ἐφώναζαν ἄγρια καὶ βραχνιασμένα, σὰν λυσσασμένα μαντρόσκυλα.
– Μαρὲ παιδιά!...
– Στὴν τρῦπα σου γρήγορα! Στὴν τρῦπα σου, νὰ μὴ σὲ κάψουμε, βρυκόλακα!...
Ὁ Βαλαχᾶς ἐσάστισεν. Ἐμαντάλωσε τὴν πόρτα καὶ ἀπελπισμένος ἄρχισε νὰ μαλλοτραβιέται. Τί νὰ κάμῃ καὶ τί νὰ συλλογισθῇ δὲν ἤξευρε. Τί διάβολο! Πέθανα χωρὶς νὰ τὸ ξεύρω! ἔλεγε· βρυκολάκιασα χωρὶς νὰ τὸ νοιώσω!
Ἔπεσε στὸ κρεβάτι του καὶ ἄρχισε νὰ κλαίῃ καὶ νὰ μύρεται.
Ἄχ, τύχη! Ἄτιμη καὶ ἄραχλη τύχη! Τὸν κάνεις ἀπὸ οἰκογένεια τὸν ἄνθρωπο· τοῦ δίνεις νὰ ἔχῃ θεῖο ἀπὸ πατέρα τὸν Ραζικότσικα, τὸν ἡρωικὸ πρόμαχο τοῦ Μεσολογγιοῦ, καὶ ἀπὸ μάννα ξάδερφο τὸν Μακρῆ, τὸν περίφημο κλέφτη τοῦ Ζυγοῦ! Τὸν θέλεις νὰ ἔχῃ ἀπὸ ξάδερφο ἀνηψιὸ τὸν Ντεληγιώργη καὶ ἀπὸ ἀνηψιὸ τριτοξέδερφο τὸν Τρικούπη! Τὸν γεννᾶς ὁλάκερο χταπόδι μὲ τοὺς ἀποκλαμοὺς τοῦ πιασμένους ἀξεκόλλητα σὲ ὅλα τὰ μεγάλα σπίτια τοῦ τόπου, ἀλλὰ δὲν τοῦ δίνεις καὶ λίγον παρά! Θὰ τὸν ἔβλεπες τότε, μόλις ἔκαναν νὰ τὸν κουνήσουν ἀπὸ τὴ Γλαρέντσα, εὐθὺς νὰ πετάξῃ τὴν παραίτησή του κατάμουτρα κι ἔτσι περήφανα νὰ γράψη, πῶς δὲν ὑπερετεῖ μὲ ἄλλον κυβερνήτη, γιατὶ δὲν παραδέχεται κανέναν ἄλλον Σωτῆρα παρὰ μόνον τὸν Καρώνῃ!... Ὄχι ποὺ βρίσκεται τώρα στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ κόσμου γιὰ λίγες ψωροδραχμὲς καὶ ὑποφέρει, ὅ,τι ὑποφέρει! Ἀκοῦς! Ποὺ ἀλλοῦ εἰπώθηκε νὰ πεθαίνῃ κανείς, ἐνῷ εἶνε ζωντανός, καὶ νὰ βρυκολακιάζῃ, πρὶν πεθάνη!
– Μὴν ἔβγῃς ὄξου γιατὶ σὲ κάψαμε!... Στάχτη-μπούλμπερη θὰ γένης ἐσὺ καὶ τὸ κουφάρι σου!... ἠχολόγησαν πάλιν ἔξω οἱ φωνές.
Κι ἐξανάρχισαν συγκρατητὰ οἱ πιστολιὲς καὶ τὰ ξύλα καὶ τὰ λιανολίθαρα. Τὸ σπίτι ὅλο ἔτρεμεν ἀπὸ τὰ χτυπήματα καὶ ἀπὸ τὸν θόρυβο. Τὰ ξυλοκεράμιδα τῆς σκεπῆς ἐβροντομαχοῦσαν κι ἐστέναζαν. Τὰ παράθυρα σὲ κάθε χτύπημα ἐσειοῦνταν, λὲς καὶ ἤθελαν νὰ ξεβιδωθοῦν καὶ νὰ φύγουν ἀπὸ τὶς κλάπες τους· οἱ τοῖχοι ἀναπηδοῦσαν σύγξυλοι. Ἄγριοι πολιορκητὲς οἱ χωριάτες, δὲν ἐτολμοῦσαν νὰ πλησιάσουν, ἀλλὰ καὶ δὲν ἤθελαν ν᾿ ἀπομακρυνθοῦν.
Οἱ Καραγκούνηδες, μόλις ἐγύρισαν στὸ χωριό, ἔμαθαν τὸ θλιβερὸ τέλος τοῦ Μουτζούρη καὶ τὸ προσωρινὸν ἀπίσθωμα τοῦ πτωμάτου ἐκεῖ, στὸ ἀδειανὸ σπίτι τοῦ ἀφέντη. Ὁ Τζιριτόκωστας καὶ ἡ παπαδιὰ καὶ ἡ γριὰ Σταμάτω ἐβεβαίωσαν τὸν Μαγουλᾶ, ποὺ ἀνησυχοῦσε γιὰ τὸν τελωνοφύλακα, ὅτι αὐτὸς οὔτ᾿ ἐφάνηκε καθόλου, οὔτε θὰ ἐρχόταν ἀπόψε. Στὶς τρομαγμένες λοιπὸν ἐκεῖνες φωνὲς τῶν παιδιῶν καὶ τὶς διαβεβαιώσεις των, πῶς εἶδαν φῶς φανερὰ τὸν πεθαμένο νὰ σηκωθῇ καὶ νὰ τρέξῃ κατὰ πάνω τους, ὅλοι ἐπείσθηκαν πὼς ὁ Μουτζούρης ἐβρυκολάκιασε. Ὅταν μάλιστα ἄκουσαν καὶ τὴν παραπονεμένη φωνὴ τοῦ Βαλαχᾶ κι εἶδαν τὸ κεφάλι ποὺ ἐπρόβαλε ἀπὸ τὴν πόρτα, ἀφῆκαν πλέον κάθε ἀμφιβολία. Ὁ Τζιριτόκωστας ἐβεβαίωσε πρῶτος ὅτι ἀναγνώρισεν ἀμέσως τὴ φωνὴ τοῦ παραγιοῦ του· πὼς εἶδεν ὁλοφάνερα καὶ τὴν πληγὴ ποὺ εἶχε στὸ φουσκωμένο πρόσωπό του. Ἔπειτα τὸ ἐβεβαίωσαν καὶ οἱ γυναῖκες, ἡ παπαδιὰ πρώτη καὶ ἡ γριὰ Σταμάτω καὶ ὅλες οἱ ἄλλες κατόπιν.
– Μωρέ, ῾σὰν νὰ μοῦ φάνηκε πὼς ἦταν ὁ φύλακας· εἶπε μὲ δισταγμένη κάπως φωνὴ ὁ Μαγουλᾶς.
– Ἄ, μπά! τὸν ἔκοψεν ἀμέσως ὁ Τζιριτόκωστας μὲ πεποίθηση· δὲ γνωρίζω ἐγὼ τὸν παραγιό μου!...
– Ἔπειτα οἱ βρυκολακιασμένοι φαίνονται ὅπως τοὺς ἀρέσει· ἐπρόσθεσεν ὁ Παπαρρίζος.
– Καλέ, ὁ ψειρὴς ἦταν! Μπά, φουρτοῦνα ποὺ ἔπεσε στὸ κεφάλι μας!... ἐβεβαίωσε μισοτρέμοντας ἀπὸ φόβο ἡ παπαδιά.
Κι ἐσυμφώνησαν τέλος ὅλοι, ἄντρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, πῶς εἶδαν ὁλοφάνερα τὸν Μουτζούρη ἀναστημένον ἐμπρὸς στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ. Ἡ ψυχή τους, ἀναθρεμμένη μέσα στὴ δεισιδαιμονία καὶ τὸ μυστήριο, ἦταν ἕτοιμη ὅλα νὰ τὰ παραδεχθῇ καὶ νὰ τὰ πιστέψη. Κρύος φόβος τοὺς ἐκυρίεψεν εὐθὺς ἕως τὸ κόκκαλο. Πρώτη σκέψις τοὺς ἦταν νὰ τρέξουν καὶ νὰ μανταλωθοῦν στὰ σπίτια τους, νὰ τυλιχθοῦν καλὰ μὲ ὅσα εἶχαν σκεπάσματα, ἀπὸ τὰ πόδια ἕως τὸ κεφάλι καὶ νὰ μὴ ρίξουν βλέμμα ἔξω, ἂν δὲν ἔφθανε μεσημέρι τὴν ἀκόλουθη ἡμέρα. Ἀλλ᾿ ὁ Τζιριτόκωστας εἶπε πῶς δὲν ἦταν καθόλου φρόνιμον αὐτό. Ὁ βρυκόλακας ἀφημένος ἐλεύθερος μέσα στὴν κρύα νύχτα, ἦταν φόβος νὰ κάμῃ μεγαλείτερη καταστροφή. Θ᾿ ἀνέβαινε σὲ κάθε μία σκεπή, θὰ ἔρριχνε μέσα τη λαστιχένια μύτη του καὶ θὰ ἐρροφοῦσε σὰν τρόμπα τὸ αἷμα ὅλων ἕως τὴν αὐγή. Προτιμότερο ἦταν νὰ ξενυχτίσουν ἐκεῖ, περίγυρα στὸ σπίτι καὶ νὰ τὸν ἐμποδίσουν νὰ ἔβγῃ ἔξω. Ὁ Παπαρρίζος μὲ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἐξορκισμοὺς κι ἐκεῖνος μὲ τὰ μάγια του ἦσαν ἱκανοὶ νὰ τὸ κατορθώσουν.
Ὁ ζητιάνος ὅμως οὔτε τὰ μάγια του ἐπίστευεν, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ τὸ βρυκολάκιασμα τοῦ παραγιοῦ του. Ποτὲ τέτοιες προλήψεις δὲν ἐκόλλησαν στὸ θετικὸ ἐκεῖνο πνεῦμα. Καὶ ὄχι γιατὶ ἔτυχε καλύτερης ἀνατροφῆς, εἴτε γιατί στὸν τόπο του δὲν ἔχουν δεισιδαιμονίες. Χωριὸ τῆς Ἑλλάδος δὲν ἠμπορεῖ ἀκόμη νὰ καυχηθῇ κανένα γιὰ τέτοια πρόοδο. Ἀλλ᾿ ὁ Τζιριτόκωστας, ἀφ᾿ ὅτου ἐμεγάλωσε κι ἐβγῆκε στὰ ταξίδια, τόσες φορὲς εὑρέθηκε στὴν ἀνάγκη νὰ ἐπιβάλῃ μόνος του φαντάσματα κι ἐξωτικὰ στὸ πνεῦμα εὐκολόπιστων ἀνθρώπων καὶ τόσες φορὲς πάλι ὁ ἴδιος νὰ τὰ διαλύση μὲ τὰ ξόρκια του, ὥστε κατάντησε νὰ συλλογισθῇ, πῶς κι ἐκεῖνα ποὺ ἐτρόμαζαν αὐτὸν μικρότερον, δὲν ἐχρωστιοῦνταν παρὰ στὴ ζωηρὴ φαντασία καὶ τὴν ἐπιδεξιοσύνη ἄλλου θεομπαίχτη. Ἐκτὸς τούτου ὁ ζητιάνος τὸ κοντόβραδο εἶχεν ἰδῇ τὸν Βαλαχὰ ποὺ ἐγύρισε στὸ σπίτι του. Ἄκουσε καὶ τὴ φωνή του καὶ τὴ φυσιογνωμία του ἐγνώρισε, ὅταν ἔβγαλε τὸ κεφάλι ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα. Δὲν ἦταν τυφλὸς αὐτός, οὔτε φοβιτσάρης, ὅπως οἱ χωριάτες! Δὲν ἐμολόγησεν ὅμως τὴν ἀλήθεια, γιατὶ δὲν τὸν ἐσύμφερε. Ἀφοῦ ἡ τύχη τοῦ ἔδινεν μέσον νὰ ἐκδικηθῇ, γιατί αὐτὸς νὰ τὸ διώξῃ; Δὲν ἦταν τόσον ἀνεξίκακος, ὄχι! Τοὐναντίον μάλιστα, ὅταν εἶδε τὸν τελωνοφύλακα στὴ διάθεσή του, ὅλο τὸ μῖσος ποὺ αἰσθανόταν ἀπὸ προχθὲς λουφασμένο στὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, ἀνέβηκε μεγαλοδύναμο στὴν ἐπιφάνεια. Τὰ γρονθοκοπήματα καὶ ὁ ἐξευτελισμός, ποὺ ἔπαθεν ἐμπρὸς στοὺς χωριάτες δίχως δικαιολόγημα, οὔρλιαζαν καὶ ἀλυχτοῦσαν τώρα μέσα του κι ἐζητοῦσαν σκληρὴ ἐκδίκηση. Καὶ γιὰ νὰ τὴν ἐπιτύχῃ δὲν ἐχρειάζονταν καὶ πολλὰ πράγματα. Ἔφθανε μόνον νὰ μεγαλώσῃ τὸν φόβο τῶν χωριάτων καὶ νὰ κεντήσῃ τὴ δεισιδαιμονία τους.
– Πήγαινε, παπᾶ μου· βάλε γλήγορα τὸ πετραχῆλι σου· εἶπε μὲ φοβισμένον ἦθος. Κι ἐσεῖς φέρτε μου λίγο μέλι.
Τρεῖς δυνάμεις ἀπειλοῦσαν τώρα τὸν τελωνοφύλακα· ἡ θρησκεία, ἡ δεισιδαιμονία καὶ ἡ ἀγυρτεία. Τρεῖς φοβερὲς δυνάμεις, ἀγριοπρόσωπες καὶ φιδοπλόκαμες σὰν τὶς Ἐρινύες τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου, μεταφερμένες στὴ νεώτερη κοινωνία μὲ ὅλη τη φρίκη καὶ τὴν ἀηδία τους. Μεγάλα πνεύματα τῆς χριστιανοσύνης, ξάστερα καὶ ἀμόλυντα σὰν τὰ νερὰ τῆς Κασταλίας, ποιὸς ἠξεύρει ἀπὸ τί ἀναγκασμένα –ἴσως ἀπὸ χρεία νὰ καταπλήξουν τὸν λαό τους, ἴσως ἀπὸ ἄστοχη ἐνέργεια στὸ θεμέλιωμα τῆς παντοδυναμίας τοῦ Ὄντος ποὺ ἐλάτρευαν–, ἔρριξαν τὸν σπόρον ἄφθονο στὰ βιβλία τους. Ἡ ἀμάθεια δειλὴ καὶ ἀκυβέρνητη ἅρπαξε τὸν σπόρο στὰ γόνιμα χώματά της, τὸν ἀνάστησε καρποφόρον καὶ πικρόχυμο, τὸν ἐμεγάλωσε καὶ ἦρθεν ἡ ἀγυρτεία πρόθυμη νὰ θερίση τὸν καρπὸ καὶ νὰ τρυγήση τὰ κέρδη της. Ὁ Τζιριτόκωστας ἀνάλαβεν ἀπρόσκλητος τὴν ἀρχηγία τοῦ κινήματος. Ἔπεισε τὸν Παπαρρίζο νὰ φορέση τὸ μισοτριμμένο πετραχῆλι του, νὰ πάρῃ τὸ Μέγα Ἁγιασματάριο στὸ χέρι καὶ κάτω ἀπὸ τ᾿ ὁλότρεμο φῶς ἑνὸς κεριοῦ ν᾿ ἀρχίση τὴν ἀπαγγελία τῶν ἐξορκισμῶν:
– Ἐξορκίζω σε τὸν ἀρχέκακον τῆς βλασφημίας· τὸν ἀρχηγὸν τῆς ἀνταρσίας καὶ αὐτουργὸν τῆς πονηρίας!... Ἐξορκίζω σὲ τὸν ἐκριφθέντα ἐκ τῆς ἄνω φωτοφορίας καὶ σκότει βυθοῦ κατενεχθέντα διὰ τὴν ἔπαρσιν!... Ὁρκίζω σε πνεῦμ᾿ ἀκάθαρτον κατὰ τοῦ Θεοῦ, Ἀδωναΐ, Ἐλοΐ, Θεοῦ Παντοκράτορος!...
Ὁ παπάς, ποὺ πάντοτ᾿ ἐδιάβαζε τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἀκολουθία συλλαβὴ πρὸς συλλαβή, σὰν ἀτρόχιστη μηχανή, ποὺ κόβει φελλοβουλώματα, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ τὴ σημασία καὶ χωρὶς νὰ αἰσθάνεται τὴν ποιητικὴ μεγαλορρημοσύνη της, τώρα ἔμοιαζε μὲ θεόπνευστον καὶ αὐστηρὸν ἱεροκήρυκα. Στὴν πνευματικὴ μόρφωση δὲν ἦταν καθόλου ἀνώτερος ἀπὸ τὸ ποίμνιό του. Εἶχε τὶς ἴδιες προλήψεις καὶ τὰ ἴδια πάθη. Τὴ θεία μυσταγωγία τὴν ἔκανεν ἁπλῶς καὶ μόνον γιατ᾿ ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τὴν κάμῃ. Ὅταν ὅμως τὸν ἐπροσκαλοῦσαν νὰ βγάλῃ δαιμόνια, ν᾿ ἀφορέση κακόγνωμα στοιχειὰ καὶ ἀνθρώπους, νὰ λύση μάγια εἴτε νὰ διώξη ἀπὸ τὴν ἐξοχὴ καταστεφτικὰ ζῳΰφια, ἐγενόταν φοβερὸς ἐπιτιμητής, γιατ᾿ εἶχε βοηθὸ τὴν τυφλὴ πίστη του. Ἂν δὲν ἐννοοῦσεν, ἐμάντευεν ὅμως τὶς λέξεις. Αἰσθανόταν μέσα του τὴν αὐστηρότητα καὶ τὴ φριχτὴ δύναμή τους κι ἐβάδιζεν ἐναντίον τῶν ἀπεριτμήτων ἀλλοφύλων. Στραγγαλισμένους τώρα, μισοφαγωμένους ἀπὸ τὴν ἀγανάχτηση ἐτίναζε τοὺς ἐξορκισμούς, σὰν μύδρους ἐναντίον τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Βαλαχᾶ. Τὰ ψαρὰ μαλλιά του, ποὺ τ᾿ ἀνακάτωνεν ὁ κρύος ἄνεμος περίγυρα στὸ κεφάλι, ἔδιναν ἄγρια κι ἐπιβλητικὴ μεγαλοπρέπεια στὸ σύνολόν του. Τὸ πρόσωπό του κατακόκκινον ἀπὸ τὸ θυμό· τὰ μάτια του φλογερά· τὰ χείλη του, ποὺ ἐμισότρεμαν στὴν ἀπαγγελία τῶν λέξεων, σὰν νὰ ἐφοβοῦνταν κι ἐκεῖνα τὴν καυστική τους δύναμη, ἔχυναν περίγυρα τὴ φρίκη ἀνήλεη καὶ ἀστόμωτον τὸν τρόμο. Δὲν ἦταν πλέον ὁ ταπεινὸς παπὰς τοῦ Νυχτερεμιοῦ, ἀλλ᾿ αὐτὸς ὁ Μέγας Βασίλειος, τῆς Ἐκκλησίας, ὁ στῦλος, ὁ ἱεράρχης τῆς χριστιανικῆς θρησκείας ὁλόκληρος, ὅταν μέσα στὸ ἐρημικὸ κελί του, φλογερὸς ἐσύνθετε τοὺς ἐξορκισμοὺς ἐναντίον τοῦ μισητοῦ ἐχθροῦ της ἀνθρωπότητος. Τὸν ἐζητοῦσε παντοῦ, ὅπου καὶ ἂν ἐχωνόταν, μὲ ὁποιαδήποτε ὑπόσταση καὶ ἂν εὑρισκόταν, εἴτε «ὡς ἄρρεν, εἴτε ὡς θῆλυ, ἢ ὡς ἑρπετὸν ἢ ὡς πετεινὸν νυκτιλάλον ἢ κωφὸν ἢ ἄλαλον» καὶ τὸν ἐδιάταζεν ἀμέσως νὰ φύγῃ, νὰ χαθῇ, καὶ τὸν ἐφοβέριζε πῶς «ράβδος σιδηρᾶ καὶ κάμινος πυρὸς καὶ τάρταρος, καὶ ὀδόντων βρυγμός» ἐπερίμενε τὴν παρακοή του.
Ὁ Τζιριτόκωστας ἐμπρὸς στὴν ἐκπληχτικὴ μεταμόρφωση τοῦ Παπαρρίζου ἐφοβήθηκε μήπως χάσῃ τὴ βαρύτητά του. Δὲν ἤθελεν ἄλλος νὰ τοῦ πάρῃ τὴν ἀρχηγία σὲ τέτοια περίσταση. Εἶχε καταστρώση τὸ σχέδιό του τέλειο γιὰ νὰ ἐκδικηθῆ τὸν τελωνοφύλακα. Ἀλλὰ τὸ σχέδιό του θὰ τὸ ἔφερνε σὲ τέλος, μόνον ἂν τὸν ἐβοηθοῦσαν οἱ χωριάτες. Καὶ γιὰ νὰ τὸν βοηθήσουν ἔπρεπε νὰ πεισθοῦν, πῶς μόνον ἀπὸ τὰ χέρια ἐκείνου ἐκρεμόταν ἡ σωτηρία τους. Ἔπρεπε νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ὄχι μόνον ἀρχηγὸ καὶ σύμβουλο τοῦ κινήματος, ἀλλ᾿ αὐτόχρημα δύναμη ὑπεράνθρωπη, τῶν στοιχειῶν καὶ τῶν πνευμάτων μόνον κύριον καὶ κυβερνήτη. Ἄρχισε λοιπὸν ἀμέσως νὰ γυρίζῃ ἐδῶ κι ἐκεῖ ἀκούραστος, νὰ κοιτάζῃ ἄγρυπνος παντοῦ, χάμω στὴ γῆ καὶ ψηλὰ στὸν αἰθέρα, στὶς κούφιες ἀστρέχες εἴτε στὴ σκεπὴ ἐπάνω εἴτε στοῦ τοίχου τὶς τρῦπες, ἀνήσυχος μήπως εὕρῃ ἔξοδο καὶ φύγῃ ἀπ᾿ ἐκεῖ ὁ φοβερὸς βρυκόλακας. Ἐβούτησε τὰ δάχτυλά του στὸ μέλι κι ἐσταύρωσε κάθε κούφωμα, τὴ σκάλα, τὰ παράθυρα, τὴν πόρτα, τὶς ξυλοδεσιές· ἔχρισεν ἐδῶ κι ἐκεῖ τὸν τοῖχο καὶ τὶς γωνίες, πάντοτε μὲ προφύλαξη καὶ σκέψη νὰ μὴ λαθέψη τίποτε, οὔτε μία τρίχα στὴν ἀπόσταση· νὰ μὴν ξεχάσῃ κανένα σταυρὸ στὸ μέτρημα· νὰ μὴ λησμονήση κανένα χεροκίνημα ἀπ᾿ ὅσα ἐχρειάζονταν γιὰ νὰ γίνουν ἀπαραβίαστα τὰ μάγια του.
Ἔπειτα μὲ τὰ ἴδια δάχτυλα ἔσυρε στρογγυλὴ γραμμὴ κάτω, περίγυρα στὸ σπίτι, ἐχάραξε μὲ τὸ μπαστοῦνι του κύκλους καὶ πεντάλφες στοὺς τοίχους κι ἒπειτ᾿ ἄρχισε νὰ κινῇ σὰν ἀνεμόμυλου φτερὰ τὰ χέρια στὸν ἀέρα καὶ νὰ φυσᾷ, ζερβόδεξα, ψηλὰ καὶ χαμηλά, ἐμπρὸς καὶ πίσω του, ἀπλώνοντας τὸν λαιμὸ σὰν χῆνα. Καὶ σύνωρα ἐβροντοπατοῦσε τὸ ποδάρι του στὴ γῆ πεισματικά· ἀγρίευε τὸ πρόσωπο· ἐγροθοκοποῦσε τὸν ἀέρα· ἐγούρλωνε τὰ μάτια του κι ἦταν ὅλος ξάναμμα καὶ ὀργή. Κι ἔξαφνα μ᾿ ἐπιδεξιοσύνη μεγάλη ἔχωσεν ἀστραπὴ τὰ χέρια στὶς τσέπες τοῦ καπότου καὶ γιαμιᾶς τὰ ἐτίναξε ψηλὰ ὀρθάνοιχτα.
– Ζουπχανὲμ γιαμαλή! Μπεϊντοὺρ φικουλί!... ἐφώναξεν ἀγριοκοιτάζοντας τὸ σπίτι.
Ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ ἐπάνω στὴ στέγη στεναγμὸς θλιμμένος ἀντήχησε καὶ θόρυβος δυνατός, σὰν νὰ ἐσκόρπισεν ἀόρατο χέρι σωρὸν τὰ λιανολίθαρα. Φωνὴ ἀγωνίας ἐβγῆκεν ἀπὸ τὰ στήθη τῶν χωριάτων ὅλων. Ὁ Παπαρρίζος πρῶτος ἔχασε τὸ θάρρος· ἡ πίστις του κι ἐκείνη ἐκλονίσθηκε· οἱ ἐξορκισμοὶ ἔσβυσαν στὰ χείλη του, σὰν ἀναμμένο σίδερο ποὺ σβύνει τσιτσιρίζοντας μέσα στὴν ἀφλόγιστη ἐνέργεια τοῦ νεροῦ. Ὁ πάρεδρος, ὁ Μαγουλᾶς, ὁ Κράπας καὶ οἱ ἄλλοι ὅλοι ἄφησαν νὰ πέσουν ἀπὸ τὰ χέρια τοὺς τὰ πολεμικὰ σύνεργα κι ἔμειναν ἀκίνητοι στὴ θέση τους, σὰν ἀπολιθωμένοι. Τὰ γυναικόπαιδα, χεροπιασμένα ὅλα μαζί, στριμωμένα κοντά τους, σὰν κοπάδι προβάτων ποὺ ριζώνει στὸ μαντρὶ ὅταν ἀκούσῃ τὸ οὔρλιασμα λύκου, ἐχαμήλωσαν τὸ κεφάλι κι ἐπεριπλέχθηκαν ἕνα κοντὰ στὸ ἄλλο κι ἐχώνεψαν μέσα στὰ τρεμάμενα σκέλια τους μὲ ἄφωνο θρῆνο, ζητώντας προστασία καὶ ἀπαραβίαστο καταφύγιο. Ὅλοι ἐπίστεψαν πῶς ὁ θόρυβος ἐκεῖνος ἦταν ὁ τελευταῖος ἀγῶνας τοῦ βρυκόλακα. Ἤθελε νὰ σπάσῃ τὰ δυνατὰ δεσμὰ ποὺ τοῦ ἔβαλε μὲ τὰ μάγια τοῦ ὁ ζητιάνος καὶ νὰ πεταχτῆ ἔξω. Ἦρθαν ἀνάκατα στ᾿ αὐτιὰ τοὺς τυμπάνων ἦχοι καὶ θρῆνοι ἀνθρώπινοι· βελάσματα προβάτων καὶ τσακαλιῶν ὠρυγὲς καὶ σκύλων λυσσασμένων ἀλυχτήματα· φτερνοκοπήματ᾿ ἀλόγων καὶ βρεφῶν κλαύματα· στηθοχτυπήματα κολασμένων καὶ τραγούδια γλυκόφωνα· κούφιοι δαρμοὶ καὶ δοντιῶν τριξίματα καὶ κοκκάλων ξεροὶ χτύποι, συναρμένα ὅλα στῆς φοβισμένης φαντασίας τῶν τὰ φτερὰ καὶ κλωθογυρισμένα σὲ ἀνεμοστρόβιλο φρίκης καὶ ἀπελπισίας. Ἀκόμα ἕνα τέτοιον ἀγῶνα ἂν ἔκανεν ὁ βρυκόλακας, βέβαια θὰ κατώρθωνε νὰ ἐλευθερωθῆ. Τί νὰ ἠμπορέσουν καὶ τὰ ξόρκια σὲ τέτοιο στοιχειό!
– Ἀμάν, σῶσε μας!... ἐψιθύρισαν μὲ τρεμάμενη φωνὴ στὸν ζητιάνο.
Ὁ Τζιριτόκωστας ἐνόησε τώρα τὴν ἀπελπισία τους. Ὅλους τοὺς εἶχε στὴν ἐξουσία του. Καὶ στὴ φωτιὰ ἂν τοὺς ἔλεγε νὰ πηδήσουν, θὰ ἐπηδοῦσαν χωρὶς δισταγμό. Τώρα νὰ μάθῃ ὁ τελωνοφύλακας ποιὸν ἐποδοκύλισεν ἄσπλαχνα προχθές!
– Βρὲ παιδιά, εἶπε σοβαρά· κι ἐγὼ τὸ θέλω νὰ σᾶς σώσω. Βλέπετε πόσα κάνω γιὰ σᾶς! Μὰ ἔχει δύναμη πολλὴ ὁ ἀναθεματισμένος. Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ μᾶς πάρη τὴ σκεπὴ νὰ φύγῃ!
– Νὰ φύγῃ... ἐψιθύρισεν ἀνατριχιάζοντας ὁλόκορμος ὁ Παπαρρίζος.
Καὶ τὸ ἱερὸ βιβλίο ἐκυλίσθηκεν ἀπὸ τὰ χέρια του στὴ σκόνη τοῦ δρόμου, σὰν ὅπλο φοβερό, ποὺ μένει ἄνεργο στὰ χέρια δειλοῦ πολεμιστῆ.
– Ναί· ἀπάντησεν ὁ ζητιάνος· καὶ τότε ἀλλοίμονο στὸ χωριό!
– Πωπωπῶ! ὠλόλυξαν οἱ γυναῖκες τραβώντας τὰ μάγουλά τους.
– Τί νὰ κάμουμε; ἐψιθύρισαν οἱ ἄντρες κοιτάζοντας μὲ ἀγωνία τὸν ζητιάνο.
– Νὰ τὸν κάψουμε. Μαζῶξτε ξύλα, κούτσουρα, ἀνάφτε φωτιὲς νὰ τὸν κάψουμε.
– Ναί, εἶπε πρόθυμος ὁ Παπαρρίζος, κι ἐγὼ τὸ ξέρω. Ἔτσι καὶ στὴ Ραψάνη ἔκαψαν τὸ βρυκόλακα· ἔχυσαν ἀσβέστη καὶ τὸν ἔκαψαν μέσα στὸν τάφο του.
Ἀλήθεια, εἶπεν ὁ Τζιριτόκωστας· μὲ ἀσβέστη τοὺς καῖνε. Ἐτοῦτος ὅμως δὲν εἶνε στὸν τάφο καὶ θέλει φωτιά.
– Ναί, φωτιά!... φωτιά!... ἀγριοφώναξαν οἱ χωριάτες πρόθυμοι.
Καὶ ὅλοι, ἄντρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, ἔτρεξαν στὰ σπίτια, ἐσύναξαν παλιόξυλα καὶ καλαμιὲς καὶ σβουνιὲς βωδίσες καὶ τὶς ἐσώριασαν ὁλόγυρα στὸ σπίτι τοῦ Βαλαχᾶ. Ὁ ζητιάνος ἐμούτζωσε τοὺς σωροὺς τρεῖς φορές, ἐψιθύρισε τὸ κατάλληλο ξόρκι, ἐβροντοχτύπησε τὰ πόδια του στὴ γῆ, λὲς κι ἐδιάταζε νὰ προβάλλῃ ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ ἔγκατά της στὸν ὑγρὸν ἀέρα πνεῦμα ὑπόγειο. Καὶ ἀληθινὰ τὸ παντοδύναμο πνεῦμα ἐπρόβαλε στὴ στιγμή. Δίχως προσάναμμα, δίχως σπίρτο, καπνὸς ἐγλίστρησε ρᾴθυμος μέσ᾿ ἀπὸ τὰ ξύλα, τριγμοὶ ἀκούσθηκαν κι ἔξαφνα γλῶσσες πύρινες ἐτινάχθηκαν μεσούρανα κι ἐσκέπασαν τὸ σπίτι ἀόρατο κι ἔχυσαν περίγυρα ἄγριο καὶ μεγαλοπρεπὲς τὸ φεγγοβόλημά τους.
– Μέσα, βρυκόλακα!... στάχτη-μπούλμπερη θὰ γένης, τρισκατάρατε!... οὔρλιαζαν οἱ χωριάτες συφάμελοι.
– Φοβήθητι, φύγε, δραπέτευσον, ἀναχώρησον, δαιμόνιον ἀκάθαρτον κι ἐναγές!... ἀγριοφώναξε καὶ ὁ Παπαρρίζος, συνεχίζοντας τοὺς ἐξορκισμοὺς τοῦ Ἁγιασματαρίου.
– Ἐλέφ, ζουχάμ, ρεείλ, χασαμεήλ!... ἐφώναξε καὶ ὁ Τζιριτόκωστας ἀρχίζοντας τὰ μαγικά του.
Τὰ χτήνη τοῦ χωριοῦ στὶς κακοτράχαλες ἐκεῖνες φωνές, ποὺ δὲν εἶχαν τίποτε ἀνθρώπινο μέσα τους, καὶ στῆς φωτιᾶς τὸ σύφλογο γρήγορα ἄρχισαν νὰ προσθέτουν τὴ δύσκολη ἁρμονία τους. Κουφοὶ χτύποι, ἄγριου καὶ ἀπελπισμένου παλεμάτου μηνύματα ἔβγαιναν ἀπὸ κάθε σπίτι. Τ᾿ ἄλογα, δεμένα στὰ παχνιά τους, ἄρχισαν νὰ κλωτσοῦν ἀνυπόμονα καὶ νὰ χτυπιοῦνται στοὺς τοίχους καὶ τὶς κάσες τῆς φάκνας των, νὰ σηκώνουν τὴ σκεπὴ μὲ τὰ κεφάλια καὶ νὰ χλιμιντρίζουν βραχνὰ καὶ φοβισμένα. Τὰ βώδια καὶ τὰ βουβάλια ἔβγαζαν μελαγχολικὸ τὸ βαρύ τους μούγκρισμα. Τὰ γαϊδούρια ἐγκάριζαν· ἐβέλαζαν τὰ πρόβατα μέσα στὰ μαντριὰ καὶ τὰ σκυλιὰ μὲ τὴν οὐρὰ χωμένη στὰ σκέλια, τὸ τομάρι ἀναμαλλιασμένο, ἐκλωθογύριζαν ἀνάμεσα στὰ πόδια τῶν χωριάτων δειλοπερπάτητα κι ἔγρουζαν ἀδιάκοπα, ρίχνοντας ἀπ᾿ ὥρα σ᾿ ὥρα κι ἕν᾿ ἀλύχτημα σὰν ξαφνιασμένα.
Ἀλλὰ καὶ τ᾿ ἄφωνα χτίρια, τὰ χαμόσπιτα καὶ τὰ κιουτσέκια καὶ τὸ κονάκι μὲ τὰ σκοτεινὰ καὶ ὀρθάνοιχα σὰν ἄσαρκες σαγόνες χάσματα τῶν ἀστρεχῶν, τὶς σχισμάδες τῶν καὶ τὰ λακκώματα καὶ τὶς καμπουριασμένες σκεπὲς τῶν· καθὼς ἔπεφτεν ἡ λάβρα ἐπάνω τοὺς κυματιστὴ καὶ πότε τὰ αἱματόβαφε, πότε τ᾿ ἄφινε πάλι στὸν ἴσκιο μαυρειδερά, ἄφωνα, ἐφαίνονταν λουφασμένα καὶ κατάφοβα ἀπὸ τὸν ἄφευκτο κίνδυνο, ποὺ ἀπειλοῦσε τὸ χωριό.
Ὁ Βαλαχᾶς μέσα στὴν ἀποπνιχτικὴν ἀτμοσφαίρα, ποὺ ἔβραζε περίγυρά του, ἀναγκάσθηκε ν᾿ ἀφήσῃ τὴν ἀδιαφορία. Ἐπήδησεν ἀμέσως ἀπὸ τὸ κρεβάτι κι ἔτρεξε στὸ παραθύρι. Ἀπὸ τὰ χάσματα τοῦ παραθυριοῦ εἶδεν ἔξω τὶς ἄγριες φωτιές, ψηλὲς καὶ κυματιστὲς νὰ τινάζωνται μὲ κατακόκκινη χήτη ἐπάνω του· ἄκουσε στὸ ἀνεμιστὸ τριζοβόλημά τους τὴν ἀπειλὴ κι αἰσθάνθηκε κατὰ πρόσωπο καυστικὸ τὸ χνῶτο τους. Ἀπελπισία τὸν ἔπιασε τότε καὶ ὅλα του τὰ μέλη ἐλύθηκαν. Στὴν ἀρχὴ ὅλα τὰ ἐπῆρεν ὁ Βαλαχᾶς πῶς ἦρθαν ἀπὸ κάποια παρεξήγηση κι εὔκολα ἐπίστεψε πῶς θὰ ἐδιορθώνονταν. Ὅταν ὅμως εἶδε τὶς φωτιὲς καὶ ἀκόμη περισσότερο ὅταν εἶδε τὸν ζητιάνο ἀρχηγὸν ὅλης τῆς φοβερῆς προσβολῆς, ἐμάντεψε τὰ πάντα. Ἐθυμήθηκεν ἀμέσως τὸ κλωτσοπάτημα, ποὺ τοῦ ἔδωκε προχθές, ὅταν τὸν ἔπιασαν τὰ νεῦρα του. Τώρα βέβαια ἤθελε νὰ τὰ πάρῃ πίσω τὰ δανεικά του. Συμπάθειες στὸ χωριὸ δὲν εἶχεν αὐτός. Ἄλλως τε οὔτε καὶ τὶς ἐζήτησε ποτέ. Τώρα ὅμως ἐκαταλάβαινε πῶς αὐτὸ καὶ μόνον ἔφθανε νὰ τοῦ στοιχίση τὴ ζωή. Ὁ ζητιάνος ηὖρε τὸ μῖσος λαθροκρυμμένο ἐναντίον του καὶ τώρα τὸ ἐσυνταύλιζεν ἐπιτήδεια γιὰ νὰ κατορθώσῃ τὴν ἐκδίκησή του.
– Καλὰ μοῦ τὴν ἔφερε! ἐσκέφθηκε στενοχωρεμένος.
Ἀλλ᾿ ἔξαφνα τὸ αἷμα ἀνέβηκε στὸ κεφάλι του. Τὸ πεῖσμα συντροφευμένο μὲ ὑπερβολικὸ φόβο τὸν κατάντησαν ἔξω φρενῶν. Ἀστεῖα δὲν ἦταν πλέον τὰ καμώματα τῶν χωριατῶν! Ἀποφάσισαν ἀληθινὰ ζωντανὸ νὰ τὸν κάψουν· ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν ἔπρεπε νὰ καῇ μὲ σταυρωμένα χέρια. Ἔτρεξεν ἀμέσως στὴ γωνιὰ νὰ πάρῃ τὸ ντουφέκι του καὶ νὰ παλέψῃ γερά. Θὰ ξαπλώση τουλάχιστον δυό-τρεῖς νεκρούς, θ᾿ ἀδειάσῃ ὅλα του τὰ φυσέκια κι ἔπειτα ὅ,τι μέλλει νὰ γένῃ, ἂς γένῃ.
Ἀλλὰ φυσέκια δὲν εἶχε. Τὶς παλάσκες τὶς ἄφησε μαζὶ μὲ τὰ σπαθόλουρά του πίσω στὴ βουρλιά, ὅταν τὸν ἔπιασεν ἡ ἀσφυξία. Στὴ σαστιμάρα του δὲν ἐσυλλογίσθηκε καθόλου νὰ τὰ ζωσθῇ, ὅταν ἔφυγεν. Ἐπῆρε μαζί του μόνον τὸ ντουφέκι. Ἀλλὰ τί νὰ τὸ κάμῃ χωρὶς φυσέκια τὸ ντουφέκι; Ἔξαφνα φωτεινὴ ἰδέα ἐπέρασε στὸν νοῦ του. Δὲν ἠμποροῦσε τάχα νὰ τρομάξη τοὺς Καραγκούνηδες μόνον μὲ τὸ ὅπλο του. Ἔτρεξεν ἀμέσως, ἄνοιξε μὲ πάταγο τὸ παραθυρόφυλλο.
– Πίσω καὶ σᾶς ἔφαγα! ἔκραξε μὲ βροντερὴ φωνή.
Στὴν ἐξαγριωμένη παρουσία τοῦ τελωνοφύλακα, στὸν πάταγο τῶν παραθυρόφυλλων καὶ στὴν ὄψη τοῦ ὅπλου, ποὺ τὸ ἔκαναν ἀκόμη ἀγριώτερο οἱ λάμψες τῆς φωτιᾶς, οἱ Καραγκούνηδες ἐσκόρπισαν νὰ κρυβοῦν μὲ φωνὲς καὶ ἀλαλητὸ ὑπεράνθρωπο. Ὁ Παπαρρίζος, μὲ τοὺς ἐξορκισμοὺς τρεμόσβυστους ἀκόμη στὰ χείλη, ἐχώθηκε κάτω ἀπὸ ἕνα κιουτσέκι. Ὁ πάρεδρος, ὁ Τζουμᾶς, ὁ Κράπας, ὁ Μαγουλᾶς ἐστριμώχθηκαν πίσω ἀπὸ τὴ μάντρα τοῦ κονακιοῦ. Καὶ αὐτὸς ὁ Τζιριτόκωστας ἔχασεν ὅλη τὴν ἀταραξία του κι ἔτρεξε νὰ κρυφθῇ στὸ ἀγκωνάρι τοῦ πρώτου σπιτιοῦ. Ἀλλὰ δὲν ἦταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ παραλεῖ τόσον εὔκολα ὁ κίνδυνος. Περισσότερον ἀγρίεψε τώρα στὴν ἀντίδραση καὶ τὸ μῖσος του ἐφλόγωσε δυνατώτερο μέσα του. Ἔκραξεν ἕνα με τὸν ἄλλον τοὺς χωριάτες κοντά του καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς συμβουλεύῃ καὶ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνῃ σὰν στρατηγὸς ἐπιτήδειός τους στρατιῶτες του στὴν ὥρα ἀπελπιστικῆς ἑφόδου. Τί φοβοῦνται τ᾿ ἀέρινα ὅπλα; τοὺς ἔλεγε. Ὁ βρυκόλακας δὲν ἠμπορεῖ ποτὲ νὰ ἔχῃ ἀληθινὰ ὅπλα μαζί του! Ἔτσι τὰ φτιάνει, ψεύτικα στὴ φαντασία τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ τοὺς τρομάζῃ καὶ νὰ μένῃ ἐλεύθερος. Ἀλλ᾿ ἂν μείνῃ ἐλεύθερος, ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκείνους καὶ τὶς οἰκογένειες καὶ τὰ χτήνη τους! Ἴσα-ἴσα τώρα ποὺ ἐφρένιασεν ὁ βρυκόλακας, τώρα ἔπρεπε νὰ τὸν περιορίσουν ἀκόμη περισσότερο.
– Φωτιά, παιδιά, γιατί θὰ φύγῃ! ἐφώναξε μὲ χασκογέλασμ᾿ ἀπαίσιον ὁ ζητιάνος.
Καί, φοβερός, ἔτρεξε πρῶτος στὸν σωρό, ἅρπαξε δαυλὶ ἀναμμένο καὶ τὸ ἐτίναξεν ἐπάνω ἀπὸ τὴ σκεπὴ τοῦ σπιτιοῦ.
– Φωτιά, παιδιά!... ἐφώναξαν ἀμέσως καὶ οἱ χωριάτες ἀγριεμένοι ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὸν τρόμο τους.
Καὶ τ᾿ ἀναμμένα δαυλόξυλα, κατακόκκινα, σπιθοβόλα, διέγραφαν ἀπὸ παντοῦ φωτεινὰ μισότοξα κι ἐσταυρώνονταν γοργὰ πυροτεχνήματα ἐπάνω ἀπὸ τὴ σκεπὴ τοῦ Βαλαχᾶ. Στὴν ἄγρια ἐκείνη ἐπίθεση ἐπάγωσεν ὅλος. Δὲν τοῦ ᾖρθε πλέον στὸν νοῦ οὔτε νὰ φωνάξη, οὔτε νὰ μιλήσῃ, οὔτε ν᾿ ἀντισταθῆ. Τὸ αἷμα του ἔβραζε· τὰ μηνίγγια του ἐχτυποῦσαν σφυριά. Σχεδὸν αἰσθανόταν γύρω τοῦ τὴν ἀσφυχτικὴ λάβρα τῆς φωτιᾶς· ἄκουε, λές, τὸ φριχτὸ τσιτσίρισμα τῆς σάρκας του· ἐνοοῦσε τὸ ψυχομάχημά του ποὺ ἀνέβαινε νὰ σβύσῃ μὲ τόσον ἄδικο καὶ πονετικὸ θάνατο!
– Νὰ μποροῦσα νἄφευγα! ἐψιθύρισεν ἔξαφνα δειλά, σὰν τὴν ἐλπίδα ποὺ ἐσύλλαβε καὶ σιγαλά, σὰν νὰ ἐφοβόταν μήπως ἀκουσθῇ καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐλπίδα του.
Ἐσυλλογίσθηκε πῶς τὸ διπλανὸ δωμάτιο εἶχεν ἕνα παραθύρι καὶ κάτω ἀπὸ τὸ παραθύρι ἦταν ὁ ἀχυρῶνας. Ἂν κατόρθωνε νὰ πηδήσῃ στὸν ἀχυρῶνα καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ νὰ πάρη τὸ βουνὸ χωρὶς νὰ τὸν ἰδοῦν οἱ χωριάτες, ἐσωνόταν. Εὐθύς με τὴ σκέψη ἐπῆρε τὸ κερὶ κι ἐτράβηξεν ἴσα στὸ δωμάτιο. Ἀλλὰ μόλις ἐπλησίασε στὴν πόρτα, ἔρριξε τρανὴ καὶ ἄγρια φωνή· τὰ μάτια του μεγάλα, κάτασπρα, ἐστυλώθηκαν κατὰ γῆς· τὰ μαλλιὰ τοῦ ἐσηκώθηκαν ἄγρια σὰν ἀγκάθια, ἔπεσε τὸ κερὶ ἀπὸ τὰ χέρια του καὶ μ᾿ ἕνα στριφογύρισμα ἐβρόντηξεν ἀναίσθητος ἐπάνω στὸ κρυοπαγωμένο πτῶμα τοῦ Μουτζούρη.
– Φωτιά, παιδιά, γιατὶ θὰ μᾶς φύγῃ! ἐφώναζε πάντοτε χασκογελώντας ὁ Τζιριτόκωστας.
– Φωτιά, παιδιά! οὔρλιαζαν καὶ οἱ χωριάτες ἀγριεμένοι ἀπὸ τὸν ἐνθουσιαμὸ καὶ τὸν τρόμο τους.
Ὅπου ἂν τυγχάνῃς ἢ ἀπέρχη ἢ αὐτὸς ἢ ὁ Βεελζεβοὺλ ἢ κατασείων ἢ δρακοντοειδὴς ἢ θηριοπρόσωπος ἢ ὡς ἀτμὶς καὶ ὡς καπνὸς φαινόμενος!... ἐξώρκιζεν ὁ Παπαρρίζος μὲ ὅλη τὴν ἀπελπισία καὶ τὴ φρίκη του.
Ἀλλ᾿ ἔξαφνα πίσω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Βαλαχᾶ καὶ πίσω ἀπὸ τὴ μεγάλη πύλη τοῦ κονακιοῦ πυκνὸς καπνὸς καὶ λαμπάδες πύρινες ἐτινάχθηκαν στὸν αἰθέρα. Οἱ χωριάτες ἔμειναν γιὰ μία στιγμὴ κατάπληχτοι ἐμπρὸς στὸ θέαμα. Κι ἔπειτα, μὲ τὴ συνείδηση μεγάλης εὐθύνης, ἐσκόρπισαν ἐδῶ κι ἐκεῖ κατάτρομοι, σὰν ἁμαρτωλοὶ ἐμπρὸς στὴν ὄψη τοῦ Δικαιοκρίτη.
– Τὸ κονάκι ἔπιασε!... Φωτιὰ στὸ κονάκι!...
– Τὸ κεφάλι μου!... τὸ κεφάλι μου!... Τὸ κεφάλι μου!...
Ἡ Κρουστάλλω, τοῦ Μαγουλᾶ ἡ γυναῖκα, μέσα στ᾿ ὁλοσκότεινο σπίτι της, δίπλα στὴ γωνιά, ἐμπρὸς στὴ φωτιά της, βογγᾶ καὶ στενάζει ἀκατάπαυστα. Ἀσημώ, ἡ μικρότερη θυγατέρα της, κατάχαμα καθισμένη, μὲ τὰ σγουρὰ μαλλάκια της ἀχτένιστα στοὺς ὤμους, μὲ τ᾿ ἀλατζένια φορέματα ξεσκλισμένα, μὲ τὰ ὁλόγυμνα ποδάρια της, παίζει τὰ πεντόβολα καὶ χαμογελᾷ. Στὸ παιδιάτικο πρόσωπό της, τὰ μάτια της τ᾿ ἀμυγδαλωτὰ καὶ τὸ πλατὺ μέτωπο, στὸ στοματάκι της χύνεται κατάλαμπρη ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγαλλίασις. Μὲ τὴ ζηλευτὴ ἀπερισκεψία τῆς ἡλικίας της ἀκολουθεῖ τοὺς βόλους, ποὺ στρώνονται κατὰ γῆς παταγώντας, τοὺς μαζώνει πάλι στὴ μικρὴ χούφτα της, τοὺς τινάζει ψηλὰ καὶ πάλιν ἀκολουθεῖ τὸ πέσιμό τους μακαριώτατα. Σπειρωτὸ χρυσάφι ἂν τῆς παρουσίαζαν ἐκείνη τὴν ὥρα, βασίλειο ἂν τῆς χάριζαν, δὲν θὰ ἐγύριζε νὰ τὸ ἰδῇ, ἐμπρὸς στὸ παιγνίδι της. Τῆς μάννας της οἱ βόγγοι καὶ τὰ πονετικὰ στριφογυρίσματα καθόλου δὲν κεντοῦν τὴν προσοχή της. Τὰ δάκρυα, ποὺ αὐλακώνουν τσουχτερὰ τὰ χλωμὰ μηλομάγουλά της, τὰ λόγια καὶ οἱ κατάρες, ποὺ βγαίνουν ἀφριστὲς ἀπὸ τὸ στόμα της, καμμιὰ δὲν τῆς φέρνουν θλίψη καὶ συγκίνηση. Οἱ φοβερισμοί, ποὺ λέγει κάποτε γιὰ νὰ μετριάσῃ τὴν τρέλλα, καὶ τὰ θορυβώδη ξεφωνήματα, δὲν τῆς κάνουν παρὰ στιγμιαία κατάπληξη κι ἔπειτα νέα ξαφνικὴ χαρὰ καὶ θορυβωδέστερα ξεφωνήματα. Καὶ ἡ Κρουστάλλω, ἀποκαμωμένη ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ τὶς φωνές, ἀπελπισμένη, γιατὶ δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἐπιβληθῇ στὸ μικρὸ ἐκεῖνο πλάσμα, ζηλότυπη στὴν τόση χαρά, ποὺ δὲν ἠμπορεῖ κι ἐκείνη νὰ αἰσθανθῇ περιορίζεται ἀθέλητα στὰ στριφογυρίσματα καὶ τὶς μεμψιμοιρίες της.
– Ὤχ, τὸ κεφάλι μου!... Τὸ κεφάλι μου!... Τὸ κεφάλι μου!...
Ἔξω τὸ κονάκι ἀκόμα βρέμει καὶ καίγεται σὰν γιγάντιο πυροτέχνημα. Οἱ χωριάτες δὲν ἐτόλμησαν πλέον νὰ φανοῦν ἐκεῖ. Καὶ οἱ φλόγες ἐλεύθερες, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ αὐγινοῦ ἀνέμου, ποὺ χύνεται πολυδύναμος ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο, ηὕραν τροφὴ τὶς παλιὲς καὶ σάπιες ξυλοδεσιές, τὸν τοῖχον τὸν κατάξερο καὶ ὅρμησαν ἐπάνω μὲ ὅλη τη φρίκη καὶ τὴ λύσσα πεινασμένου θερίου. Ὁ πλατύχωρος ἐξώστης, μὲ τοὺς χοντροπελεκημένους στύλους καὶ τὰ κέδρινα κεφαλοκόλωνα καὶ τὸ ψιλοσκαλισμένο περίφραγμα, ἐκατάντησεν ἀμέσως πύρινο καταπέτασμα μ᾿ ἐξαίσιους κυματισμούς, μὲ φωτοσκιάσεις μεγαλοπρεπεῖς, ἀπ᾿ ὅπου ἐξεχώριζαν ἐδῶ κι ἐκεῖ, σὰν ναυάγια πλεούμενου σὲ φριχτὴ θαλασσοταραχή, στρεβλοὶ καὶ κατακομματιασμένοι σκελετοὶ ἀπὸ σταχτοκόκκινα ξυλοκάρβουνα. Ἀλλ᾿ οἱ φλόγες, πολύγλωσσες, μὲ χήτη ἀνεμοτάραχτη καὶ φιδοπλόκαμα κεφάλια, μὲ στήθη ποὺ ἀνάβραζαν τὸν ὄλεθρο καὶ στόματα ποὺ ἐσύριζαν τὴ φοβέρα, ἐσκάλωσαν νυχοπόδαρες στὸν τοῖχο, ἔγλειψαν καταστρεφτικὰ τὰ κουφώματα, ἔχαψαν τὰ παραθυρόφυλλα, ἐγλίστρησαν στὸ πάτωμα, ἐτρύπησαν πέρα-πέρα σὰν σουβλερὰ σπαθιὰ τὶς σανίδες, ἐχύθηκαν στὸ κατώγι, ὅπου ηὔραν τοὺς σωροὺς τοῦ ἀραποσιτιοῦ ἄσωστους καὶ ἄρχισαν ἐκεῖ τὸ παμφάγον ἔργον τους. Σύνωρα ὅμως ἄλλες φλόγες, πλέον ἀνήσυχες καὶ πλέον ἀνεμοτάραχτες, ὤρμησαν ἔξω στοὺς γωνιακοὺς πύργους τοὺς γυάλινους καὶ τὶς κεντητὲς πόρτες, στὶς ἀστράχες ψηλὰ καὶ τὴν ψαλιδωτὴ σκεπή, κι ἔζωσαν ἀπ᾿ ὁλοῦθε τὸ ἀρχοντικὸ χτίριο, τὸ καμωμένο μὲ τὸν ἱδρῶτα γενεῶν ἀνθρώπων, μὲ σύγνεφα καπνοῦ καὶ λάμψη θεόρατη. Ἀνυπεράσπιστα τὰ ξύλα μέσα στὸ ἐπίβουλο σφιχταγκάλιασμα, ἔτριζαν κι ἐσπιθοβολοῦσαν κι ἐγρύλλιζαν, ἄχολα περιστέρια παραδομένα στὰ σπαθωτὰ νύχια τοῦ ἀετοῦ. Τὰ παραθυρόφυλλα καταφλογισμένα, παραλυμέν᾿ ἀπὸ τὰ δεσίματά τους,ἐκουρδουκεφάλιαζαν κατὰ γῆς μὲ πάταγον κι ἐσκόρπιζαν κομμάτια πύρινα ἀπὸ σπίθες καὶ θράκα. Οἱ πόρτες βαριές, μονοκόμματες, ἀφημένες ἀπὸ τὶς σιδερένιες κλάπες τους, ἔγερναν ἀνασκελωμένες, εἲτ᾿ ἐκρεμνίζονταν πλατύτατες κατὰ γῆς μὲ στεναγμὸ καὶ ροῖζο χιλιόχρονης βελανιδιᾶς. Οἱ πύργοι μὲ τὰ κυματιστὰ ἀετώματα, τοὺς θριαμβευτικοὺς θριγκοὺς καὶ τὰ τοξωτὰ γεῖσα, σὰν ἀρχαῖοι πολεμισταὶ ντυμένοι στοὺς λαμπροὺς θώρακές τους, ἐτίναζαν πύρινα βέλη καὶ θρυμματισμένα γυαλιά, ὡς ποὺ μ᾿ ἕνα μακρινὸ τριζοβόλημα, φριχτοὶ ἐβροντοῦσαν κάτω, νὰ καταπλακώσουν καὶ νὰ κατατρίψουν μὲ τὸν ὄγκο τοὺς ἄφαντους ἐχθρούς. Καὶ τὰ δέντρινα ξύλα τῆς ὀροφῆς, τὰ πατερὰ καὶ ὁ γίγαντας καβαλλάρης καὶ τὰ ψαλίδια, ἀδύνατα νὰ κρατήσουν τὸ βάρος τῆς σκεπῆς, ἐκομματιάζονταν ἔξαφνα στὴ μέση κι ἔπαιρναν μὲ στεναγμὸν καὶ πάταγο κάτω τοὺς τὴν τορνευτὴ ὀροφὴ καὶ τὰ βάναυσα ξυλοκεράμιδα, τὶς φωλιὲς τῶν χελιδονιῶν καὶ τὶς κατοικίες τῶν πελαργῶν, σὰν βράχος ποὺ ἔγλειψε τὸ κῦμα ἐπίβουλο τὴ βάση του καὶ κρεμνίζονται συνεπαίρνοντας στὴν ἐκδικητικὴ καταστροφὴ τοῦ σπίτια καὶ χωράφια καὶ γιδοπρόβατα φτωχῶν ἀνθρώπων, ποὺ τόσο ἐμπιστεύθηκαν στὴ δύναμη καὶ τὸ μεγαλεῖον του. Καὶ τότε πασίχαρες οἱ φλόγες, ἐλεύθερες ἀπὸ κάθε δεσμό, ἐτινάχθηκαν στὰ ὕψη κι ἐπυρπόλησαν τὸν αἰθέρα μέχρις οὐρανοῦ· ἐθάμπωσαν ὠχρὰ τ᾿ ἄστρα κι ἔβαψαν περίγυρα τὴν ἔκταση ἕως τὸν ποταμὸ κάτω καὶ τὴ θάλασσα πέρα καὶ τὶς σκοτεινὲς πλαγιὲς τῶν βουνῶν ἀντίκρυ μ᾿ αἱματένιαν ἀναλμπῆ καὶ φριχτὴ πύρη.
Τὰ πουλιά, ποὺ ἦσαν κουρνιασμένα, πρῶτα αἰσθάνθηκαν τὸν κίνδυνο καὶ ἠθέλησαν νὰ σωθοῦν. Γοργόφτερα ἐπετάχθηκαν τὰ χελιδόνια, οἱ κουκουβάγιες, οἱ πελαργοὶ κι ἔφυγαν μακρὰν μὲ θρηνητικὸ τσιτσίρισμα. Ἔξαφνα ὅμως, σὰν κάτι νὰ ξέχασαν, ἐγύρισαν πίσω καὶ ἄρχισαν νὰ πετοῦν ἐμπρὸς στὶς φωλιές τους, νὰ φωνάζουν ἀπελπιστικὰ καὶ νὰ φτεροδέρνονται μὲ συγχισμένο σάλαγον. Ἀπὸ τὶς χελιδονοφωλιὲς ἐπρόβαλαν, σὰν ἀκροδάχτυλα λεπρά, τὰ κεφάλια τοὺς τ᾿ ἀμάλλιαγα πουλιὰ κι ἐζητοῦσαν μὲ φωνὴ ἀδύνατη βοήθεια. Καὶ οἱ γονεῖς ἀπ᾿ ἔξω, μύρια ἐμηχανεύονταν νὰ φθάσουν ἕως ἐκεῖ, νὰ τὰ συλλάβουν στὰ νύχια τους, νὰ τὰ φέρουν μακράν, νὰ τὰ σώσουν ἀπὸ τὸν σκληρὸ θάνατο. Ἀλλὰ ἡ λάβρα ἐσυνέμπαινεν ἐκεῖ ἀνήλεη, ἔπνιγεν ἀσφυχτικὰ ἐκεῖνα, ἐτσουρούφλιζε τὰ φτερὰ ἐτούτων καὶ τ᾿ ἀνάγκαζε νὰ φεύγουν μακρὰν μὲ θρήνους καὶ τ᾿ ἅρπαξε κάποτε ζαλισμένα μέσα στὰ φλογερὰ σωθικά της.
Οἱ κουκουβάγιες, δειλές, μὲ τὴ φυσικὴ ἀντιπάθεια καὶ φρίκη τοὺς στὸ φῶς, γρήγορα παραιτοῦσαν τὸν ἄνισον ἀγῶνα κι ἔφευγαν νὰ κρυφθοῦν στὶς σκοτεινὲς σπηλιὲς καὶ τὰ ἐρμόσπιτα κι ἐκεῖ νὰ κλάψουν ἀπαρηγόρητες τὴν ἄκαρπη κλήρα τους. Καὶ οἱ πελαργοί, φρενιασμένοι ἀπὸ τὸ πεῖσμα καὶ τὴν ἀπελπισία, ἐκλάγγαζαν τὰ μεγάλα φτερά τους κι ἔδερναν τὰ ξυλώδη ράμφη τους καὶ ἀνέβαιναν ὑπερύψηλα, ἐπάνω ἀπὸ τὶς κορφὲς τῶν δέντρων καὶ τὶς λάβρες τῶν φλογῶν, μέσα στὸν σκοτεινὸν αἰθέρα καὶ ἰσοζυγιάζονταν στὶς φωλιὲς τῶν κι ἐχύνονταν μὲ ἀκράτητη ὁρμὴ κάτω ν᾿ ἁρπάξουν κάποιο ἀπὸ τ᾿ ἀστάλωτα πουλιά, νὰ σώσουν μία τους κλήρα καὶ παρηγοριά. Ἀλλ᾿ ὡς ποὺ νὰ φθάσουν ἐκεῖνοι, οἱ φλόγες ζηλότυπες ἐπρόφταιναν κι ἐπυρπολοῦσαν τὰ ξερόξυλα τῆς φωλιᾶς κι ἔκλειναν σὲ πύρινο θόλο τοὺς νεοσσοὺς καὶ ἄφιναν ἔξω νὰ σκούζουν γοερὰ καὶ νὰ φτεροδέρνωναι ἄπονα οἱ δύστυχοι γονεῖς.
Οἱ γυναῖκες τῶν Καραγκούνηδων, κυριευμένες ἀπὸ τὸν ἴδιο τρόμο τῶν ἀντρῶν, ἐπῆραν τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ζωντανὰ τοὺς ἀπὸ τὰ σπίτια κι ἔφυγαν νὰ κρυφθοῦν μέσα στὰ δάση καὶ τοὺς βάλτους. Κι ἐκεῖνες ἐγνώριζαν ἀπὸ τὴν παράδοση πόσον ἀνήμερα κι ἐκδικητικὰ ἦσαν τ᾿ ἀφεντικὰ στοὺς φταῖστες δούλους τους. Ἕνα δεμάτι στάχια νὰ ἔπαιρναν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσουν ἀπὸ τὸν ἀγά, τ᾿ ἄλογό τους νὰ ἐπατοῦσε μόνον στὸ χωράφι, καὶ ἀμέσως τὸ μαλλοκρέμασμα καὶ οἱ ραβδισμοί, οἱ καπνισμοί, τὰ κουρδουκέφαλα καὶ πολλὲς φορὲς τὸ θανατικὸ κρέμνισμα ἀπὸ τὸ δεξιὸ παραθύρι τοῦ πύργου ἦταν ἡ συνηθισμένη τιμωρία. Ποιὰ λοιπὸν τιμωρία ἢ τί ἔλεος ἠμποροῦσαν νὰ περιμένουν τώρα, ποῦ ἔκαψαν ὁλόκληρο τὸ ἀρχοντικὸ κονάκι;
– Ἔλα, σήκου, ὅπως κι ἂν εἶσαι, σήκου νὰ πᾶμε· εἶπεν ἡ γριὰ Σταμάτω βιαστικὴ καὶ περίτρομη στὴ θυγατέρα της.
Ἀλλ᾿ ἐκείνη δὲν ἤθελε νὰ κουνηθῇ ἀπὸ τὴ θέση της.
Ἡ Κρουστάλλω, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔβαλε στὸ χέρι τὴ σκόνη τοῦ ζητιάνου, δὲν ὥριζε πλέον τὸν ἑαυτό της. Ὁ νοῦς καὶ ὁ λογισμός της ὅλος εἶχεν ἐκεῖ συγκεντρωθῆ. Ὁ τρόμος τῆς νύχτας ἐκείνης καὶ ἡ μετάνοια ἐμπρὸς στὴν πρώτη παρουσία τοῦ Μαγουλᾶ γρήγορα ἔσβυσαν κάτω ἀπὸ τοῦ ὕπνου τὴν ἰσοθάνατη ἀγκαλιὰ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς εὐτυχίας της. Τὴν ἄλλη τὴν ἡμέρα ἐξυλοκοπήθηκεν ἀλύπητα γιὰ τὸ χάσιμο τοῦ ψιμαρνιοῦ· ἀλλὰ κατώρθωσε νὰ ὑποφέρῃ κι ἐκείνη τὴ δοκιμασία μὲ μαρτυρικὴν ὑπομονή. Ὅ,τι μόνον τὴν ἐσυγκινοῦσε καὶ τὴν ἐδαιμόνιζε ἦταν οἱ σκόνες τοῦ ζητιάνου, ποὺ αἰσθανόταν κάθε στιγμὴ ἀγκυλωτὲς στὸν κόρφο της νὰ τῆς θυμίζουν τὰ μέλλοντα καὶ νὰ τῆς κεντοῦν ἀκράτητη τὴν ἀνυπομονησία. Συχνὰ τὶς ἔβγαζεν ἀπὸ τὸν κρυψώνα τους μὲ τρέμουλα ὅλων τῶν μελῶν, ἐξεδίπλωνε καὶ τὶς ἐκοίταζε μὲ ἀγωνία, τὶς ἔφερνε στὴ μύτη νὰ τὶς μυρισθῆ, τὶς ἔγγιζε στὴν ἄκρη τῆς γλώσσας της νὰ τὶς δοκιμάσῃ μὲ λαχτάρα καὶ λιποψυχιὰ ἀνθρώπου, ποὺ ἔχει στὰ χέρια του καὶ ὅμως δὲν ἔχει στὴ διάθεσή του γλυκόχυμον καρπό. Πολλὲς φορὲς ἐσκέφθηκε νὰ μὴν ἀκολουθήσῃ τὴ συμβουλὴ τοῦ ζητιάνου, νὰ μὴν περιμείνη τὴν προσδιορισμένη ἡμέρα γιὰ ν᾿ ἀρχίση τὴ δόση της. Ἀφοῦ ἦταν νὰ τὶς πάρη, ὅποτε καὶ ἂν τὶς ἔπαιρνε τὸ ἴδιο ἔκανε. Τί σήμερα, τί αὔριο τάχα; Ἀλλὰ στὴν ἐρώτηση ἐκείνη ἐθυμόταν ἡ χωριάτισσα τὸ αὐστηρὸ ἦθος, ποὺ εἶχεν ὁ Τζιριτόκωστας, ὅταν ἔδινε τὶς παραγγελίες του· ἐφανταζόταν τὸ μυστήριο, ποὺ μέσα του ἔκρυβε τὴν αἰτία τῆς ἀναβολῆς ἕως τὴν Πέφτη, κι εὕρισκε τὴν αἰτίαν αὐτὴ πολὺ περισσότερο μυστηριώδη καὶ σημαντική. Βέβαια θὰ εἶχε μεγάλο λόγον ἐκεῖνος, γιὰ νὰ τὴν κάμῃ νὰ περιμένῃ ἕως τὴν Πέφτη.
– Θά ῾χη τὸ λόγο του· ἐψιθύρισε στενάζοντας καὶ ρίχνοντας πάλι μὲ ὑπομονὴ τὶς σκόνες στὸν κόρφο της.
Τέλος ἔφθασεν ἡ αὐγὴ τῆς Πέφτῃς. Ὅλη τη νύχτα, ἐνῷ οἱ χωριάτες ἐκυριεύονταν ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ βρυκόλακα κι ἐπεριτριγύριζαν ἄγρυπνοι καὶ ἀπειλητικοὶ τὸ σπίτι τοῦ Βαλαχᾶ, ἡ Κρουστάλλω ὁλομόναχη στὸ φτωχικό της ἦταν παραδομένη στὸ χρυσό της ὄνειρο. Ὁ τρόμος τοῦ βρυκόλακα καὶ τῶν συντοπιτῶν της οἱ φωνές, τὰ μάγια τοῦ Τζιριτόκωστα καὶ οἱ ἐξορκισμοὶ τοῦ Παπαρρίζου καμμία δὲν ἔκαναν ἐντύπωση στὴν ψυχή της. Ἐμπαινόβγαινε συχνὰ στὸ σπίτι της, ὄχι ὅμως γιὰ νὰ μάθῃ τί κατώρθωναν οἱ χωριάτες, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἰδῆ ἂν ἔσκασε τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι. Μὲ τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι θ᾿ ἄρχιζεν ἡ ῾μέρα. Μὲ τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι θ᾿ ἄρχιζε καὶ ἡ εὐτυχία της!
Τέλος ἐπρόβαλε στὴν ἀνατολὴ τὸ αὐγινὸν ἄστρο, ὅταν καὶ τὸ κονάκι ἔπαιρνε τὶς πρῶτες του φλόγες. Ἡ Κρουστάλλω ἀδιάφορη στὸν σάλαγο καὶ τὸν θρῆνο, ἐμπῆκε μέσα, ἔκλεισε τὴν πόρτα της, ἐξεδίπλωσε λιποψυχισμένη τὴ σκόνη καὶ τὴν ἐκατάπιεν ὅλη με ἀχορταγιά. Καὶ μὲ ὅλην τὴν ἀηδία, ποὺ αἰσθάνθηκε τὸ στόμα της, μὲ ὅλη τὴν ξυνὴ φαγούρα ποὺ εἶχε στὸν φάρυγγα, ἐπίστεψεν ἀμέσως πὼς κάτι δροσερό, σὰν πηγὴ θεοχάριστη, κάτι σὰν ἡδονὴ οὐρανόσταλτη ἄρχισε μὲ μιᾶς νὰ κυκλοφορῇ μέσα της.
― Χά!... ἔβγαλεν ἀπολαυστικὸ ἀπὸ τὸν ξερὸ λάρυγγά της.
Καὶ ἀγγελόφερτη ἐστύλωσε τὰ μάτια ψηλὰ στὸν κατακαπνισμένον καβαλλάρη τῆς σκεπῆς καὶ ἄρχισε ν᾿ ἀπολαμβάνῃ τὴν εὐτυχία της. Ὁ νοῦς της, γοργόφτερο πουλὶ κλεισμένο χρόνους καὶ καιροὺς στὸ κλουβὶ τῆς δυστυχίας, ἐπετοῦσε τώρα ἐλεύθερο στὸν γαλανὸν αἰθέρα, στὴ δροσὰ τ᾿ οὐρανοῦ καὶ τὴ χάρη τοῦ ἥλιου, ἐκαθόταν στ᾿ ἀκροκλώναρα τῶν δέντρων, ἐμύτιζε τοὺς γλυκόχυμους σπόρους κι ἔλεγε τὸ τραγουδάκι τοῦ τρισευτυχισμένο. Πάει πλέον ἡ δύσκολη ζωή· ἐτελείωσε! Μιὰ καὶ καλὴ ἐτελείωσε γιὰ πάντα! Ὅ,τι ἤθελε ἂς ἔκανε τώρα ὁ ἀφέντης· ζήση μὴ ζήση πλέον ὁ Μαγουλᾶς! Ἔχει ἐκείνη τὸν τρυφερὸ γερανό της, ποὺ θὰ ἠμπορέσῃ μίαν ἡμέρα νὰ σηκώση ἐπάνω στ᾿ ἀντρειωμένα φτερά του καὶ ν᾿ ἀπιθώση σὲ νέα φωλιὰ τὴ μάννα καὶ τὰ θηλυκά της. Καί, ποιὸς ξέρει;... Ἴσως ἡ νέα φωλιὰ νὰ μὴν ἔχῃ τὴ θλίψη καὶ τὴν καταφρόνια τῆς σημερινῆς!...
― Ποιὸς τὸ ξέρει!... ἐψιθύρισεν ἡ Κρουστάλλω δυνατά, παραδομένη στοὺς στοχασμούς της.
Ἔξαφνα ὅμως εἶδε καὶ τὶς ἄλλες δυὸ σκόνες ἀνοιχτὲς ἐμπρός της. Κι ἐκόλλησε στὸν νοῦ τῆς μία ἐρώτησις ἀμέσως. Νὰ τὶς πάρη καὶ ἐκεῖνες ἢ νὰ μὴ τὶς πάρῃ; Ἡ παραγγελία τοῦ ζητιάνου ἄρχισε νὰ συγχίζεται στὴ μνήμη της. Ὄχι· τῆς εἶπε νὰ παίρνῃ πάσα ἡμέρα καὶ ἀπὸ μία. Τὸ ἐθυμόταν καλά, σὰν νὰ τῆς τὸ ἔλεγε τώρα δά· αὐτὴν τὴ στιγμή!... Ὄχι· δὲν τῆς εἶπεν ἔτσι· λάθος ἔκαμε! Τῆς εἶπε νὰ πάρη δυό τη μιὰ ἡμέρα καὶ τὴν ἀκόλουθη τὴν ἄλλη... Ἀλλ᾿ ἂν τῆς εἶπε νὰ πάρη καὶ τὶς τρεῖς μαζί; Ἂν χάσουν τὴν ἐνέργειά τους ἔτσι χωρισμένες!... Δὲν ἠμπορεῖ· δὲν γένεται!... Καὶ τὶς τρεῖς μὲ μιᾶς εἶπε νὰ τὶς πάρη. Πᾶσα ὥρα κι ἀπὸ μία. Κι ἐκείνη ἀπὸ τὴ σαστιμάρα τῆς ὑπόθεσε πῶς τῆς εἶπε πάσα ἡμέρα. Φαντάσου μυαλό!...
― Βέβαια· καὶ τὶς τρεῖς μου εἶπεν· ἐψιθύρισε.
Καὶ βιαστικὴ ἀπὸ τὸν φόβο μήπως ἐπέρασαν οἱ ὦρες, μήπως τῆς ψυχῆς τὸ βάλσαμο χάσῃ τὴν ἐνέργειά του ἀπὸ τὴν ἀργοπορία της, μὲ τὴ λαχτάρα νὰ προφθάσῃ τὸν φτερωτὸ χρόνο, ἔσμιξε τὶς δυὸ σκόνες καὶ τὶς κατάπιε μαζί, εὐτυχισμένη γιὰ τὴν ὀρθὴ σκέψη της.
―Χα!... ἔβγαλε δεύτερο ἀπὸ τὸν στενὸ λάρυγγά της.
Κι ἔγειρεν ἐκεῖ, δίπλα στὴ γωνιά, ἐπάνω στὴ μάλλινη προκόβα της, τὸ κεφάλι, ν᾿ ἀναπάψῃ τὸ ἀκοίμητο κορμὶ στὸν ὕπνο.
Ὅταν ἦρθεν ἡ γριὰ Σταμάτω νὰ πάρη τὴν κόρη της γιὰ νὰ φύγουν, ἡ Κρουστάλλω εὐρέρθηκε σὲ δίλημμα μεγάλο. Ἐκαταλάβαινε κι ἐκείνη πὼς τὸ κάμωμα τῶν χωριάτων θὰ εἶχε φοβερὲς καὶ ἀνυπολόγιστες συνέπειες. Ἀλλὰ καὶ δὲν ἦταν βέβαιη, ἂν τὸ φάρμακο θὰ ἔφερνε τὸ ἀποτέλεσμά του, ὅταν ἐσηκωνόταν κι ἔτρεχε στὸ ὕπαιθρο. Ἐξέχασε νὰ ἐρωτήσῃ τὸν Τζιριτόκωστα, ἂν ἔπρεπε νὰ κινῆται καὶ νὰ δουλεύῃ, ὅταν θὰ τὸ πάρη, ἢ νὰ μείνῃ καρφωμένη στὴ θέση της. Καλύτερα τὸ δεύτερο ἐπροτιμοῦσε νὰ κάμῃ. Ἐμάντευε πῶς ἕνα τέτοιο βότανο, ποὺ ἔχει τὴ δύναμη ν᾿ ἀλλάζῃ μέσα στὰ σπλάχνα τὸν καρπὸ τῶν γυναικῶν, δὲν ἠμποροῦσε ποτὲ νὰ μὴν ἔχῃ μαγικὴ δύναμη. Καὶ ἤξευρεν ἀπὸ πολλὰ ἡ Κρουστάλλω, πῶς τὰ μάγια γίνονται πάντοτε καὶ πιτυχαίνουν μόνον στὰ μυστήρια τῆς νύχτας καὶ τ᾿ ἀπόκρυφα μέρη, ὅπου ξένο μάτι δὲν φθάνει καὶ ἥλιος καὶ ἀέρας δὲν συνεμπαίνει ποτέ. Πῶς ἠμποροῦσε λοιπὸν νὰ ἐκτεθῆ τώρα, μὲ τὸ μαγικὸ ρευστὸ μέσα της, στὸν ἀέρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους! Καὶ πῶς θὰ τολμήση νὰ τρέξη ἄφοβη στὰ χωράφια καὶ τὰ δάση, ποὺ κατοικοῦν τόσα καὶ τόσα ἐπίβουλα στοιχεῖα! Μόνον ἀπὸ φθόνο κι ἐκδίκηση, γιατί ἐπῆγε σὲ ἄνθρωπο θνητὸ καὶ δὲν ἐζήτησε τὴ βοήθεια ἐκείνων, ἠμποροῦσαν νὰ τὴν κακοποιήσουν. Καὶ πόσον ἀγιάτρευτα κακουργοῦν τ᾿ αὐγινὰ στοιχειὰ ἤξευρε πολὺ καλὰ ἡ χωριάτισσα. Τὴ λαλιὰ ἠμποροῦσε νὰ τῆς πάρουν, εἴτε στὸ πόδι νὰ τῆς χώσουν κανένα καρφί, στὴν κοιλιά της νὰ στείλουν καμμία σφῆνα πύρινη, εἴτε νὰ τὴν τυφλώσουν. Καὶ ἀκόμη, ἂν ἦσαν πολὺ θυμωμένα, ἠμποροῦσε νὰ τὴν συνεπάρουν ψηλὰ στὰ κρουσταλλένια παλάτια τους κι ἐκεῖ νὰ τὴν τυραννοῦν, ὥστε νὰ ξεψυχίσῃ. Τί τάχα; Μήπως θὰ ἦταν ἡ πρώτη, εἴτε ἡ στερνή;... Ἄ, μπά! Δὲν ἦταν νὰ ἔβγῃ αὐτὴ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι της· ὄχι!...
– Δὲν τὸ κουνῶ ἀπὸ δῶ· εἶπεν ἀποφασιστικὰ στὴ μάννα της.
Ἡ γριὰ Σταμάτω, ἐμπρὸς στὴν ἀνίκητη ἐπιμονὴ τῆς κόρης της, ἔβρισεν, ἐβλαστήμησε, τὴν ἐμούτζωσε τέλος κι ἔφυγε, συνεπαίρνοντας τὶς ἐγγονές της. Μόνον τὴν Ἀσημῶ ἄφηκεν ἐκεῖ γιὰ συντροφιά.
―Σ᾿ τὴν ἀφήνω, εἶπεν ἀγαναχτισμένη· μπέλτα καὶ σὲ λυπηθοῦν!...
Ἀπὸ τότε ὅμως δὲν ἔκλεισε μάτι στὸν ὕπνο ἡ Κρουστάλλω. Νυσταγμένη ἐσηκώθηκεν ἀπὸ τὸ στρῶμα της, ἐπήγε στὴ γωνίαν ποὺ ἦταν τὸ νεροβάρελο καὶ ἤπιε νὰ σβύσῃ τὴ δίψα της. Ἔπειτα ἐκόλλησε τ᾿ αὐτὶ στὴν πόρτα. Βουὴ ἀόριστη ἔβγαινε περίγυρά της καὶ ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ. Ἀλλὰ μόνον ὁ βρόμος τῆς φωτιᾶς ἀντηχοῦσεν ἔξω. Ἐπῆγε τότε, ἐκάθισε στὴ θέση της καὶ ἄρχισε νὰ ξύνεται. Τὰ πόδια τῆς μουδιασμένα τὴν ἐγαργάλιζαν φριχτά. Ἀλλ᾿ ὅταν ἐξυνόταν, τόσο τὸ γαργάλισμα ἐπροχωροῦσε καὶ σὰν ἠλεκτρικὸ ρευστὸ ἐκυρίευεν ὁλόκορμο τὸ σῶμα της. Ψεῖρες καὶ ψύλλοι καὶ κοριοί· κουνούπια μακρόμυτα καὶ μυρμήγκια χιλιοπόδαρα ἔτρεχαν ἐπάνω-κάτω στὸ δέρμα της μὲ γοργάδα καὶ πόθο τῆς σάρκας ἀκράτητον, ὅπως στὸ ψοφίμι. Ἡ χωριάτισσα ἐσήκωνε τὰ ροῦχα της, ἔλυνε τὶς ποδιές, ἐψαχούλευεν ἐδῶ κι ἐκεῖ νὰ εὕρῃ τὰ κακὰ ζῳύφια, νὰ τρίψη στὰ δάχτυλά της, νὰ τὰ βγάλη ἀπὸ πάνω τῆς νευρικὴ καὶ ἀνυπόμονη. Δὲν ἔβλεπεν ὅμως τίποτε. Καὶ τότε λυσσασμένη ἔχωνε τὰ κοφτερὰ νύχια μέσα στὶς σάρκες κι ἔσερνε λουρίδες τὸ δέρμα της κι ἐκαταμάτωνε τὰ μέλη τῆς μ᾿ ἔκφραση πόνου καὶ ἡδονῆς μεγάλη στὸ πρόσωπο.
Τί διάολο! Ὅλα τὰ ζούζουλα ἔπεσαν ἀπάνω μου!... ἐψιθύριζε θυμωμένη.
Ἔξαφνα ἡ Ἀσημὼ ἐξύπνησεν. Ἐκαλοκάθισε στὸ στρῶμα της, ἐκλώτσησε μακριὰ τὸ σκέπασμά της, ἔξυσε τὸ κεφάλι της καὶ ἄρχισε τὸ αὐγινὸ κελάδημα τῶν παιδιῶν· τὸ κλάμα. Ἔκλαιγε κι ἐζητοῦσε νερό, ψωμί, τσιτσί, μὲ τὴν διαβολικὴν ἐκείνη ἐπιμονὴ τῶν παιδιῶν στὶς ἴδιες ἰδέες καὶ στὸν ἴδιον τόνο, χωρὶς νὰ ἠξεύρῃ οὔτε καὶ αὐτὴ τί ἤθελε.
Ἡ Κρουστάλλω ἔγινε ἔξω φρενῶν. Μυτερὰ τριβέλια ἐτριβέλιζαν ἐπίμονά τους λοβοὺς τῶν αὐτιῶν της καὶ μέσα τ᾿ ἀκουστικὰ τύμπανα. Ἡ βουή, χιλιόφωνη καὶ μυριόηχη, ἐκατρακυλοῦσεν ἀπὸ μακρινὲς ἀποστάσεις κι ἔσπαζε, ρεῦμα μεστωμένο καὶ πολυδύναμο, ἐπάνω στὶς αἰσθήσεις της, συγκλονίζοντάς τες σὰν ἐλαφρὰ καλάμια ρέμμα ποταμοῦ. Κρύος ἵδρωτας ἐκαθόταν σὰν μαργαριτάρι στὸ μέτωπό της. Τὰ δάχτυλα τῶν χεριῶν τῆς ἔτρεμαν καὶ ἀνατινάζονταν σύγκορμα. Ὅταν τὰ εἶδε, ἠθέλησε πεισματικὰ νὰ τὰ καθυποτάξη ἀκίνητα. Τότε ὅμως οἱ τένοντες ὅλων τῶν μυῶν ἄρχισαν ν᾿ ἀνατινάζονται δυνατώτερα καὶ τὸ κεφάλι ν᾿ ἀναπηδᾷ πίσω, σὰν ἀπὸ ἀόρατο καὶ ἀνίκητο χαλινάρι.
― Σκάσε, μωρή, καὶ πλάνταξε!... εἶπε θυμωμένη στὴ θυγατέρα της.
Καί, γιὰ ν᾿ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὸ ἐρεθιστικὸ κλάμα, ἐσηκώθηκε μὲ γόνατα μισοκομμένα, ἐβάδισεν ὁλότρεμη στὴ βεργόπλεχτη μαλάθα ποὺ ἐκρεμόταν ἀνάμεσα στὸ σπίτι, ἔκοψε μία φέτα ψωμὶ κι ἔσκυψε νὰ τὴν δώσῃ στὴν Ἀσημῶ. Ἀλλ᾿ ἀντὶ νὰ καθίση, βάρος αἰσθάνθηκεν ἐπάνω στὸ κεφάλι της, ἐθάμπωσαν ὅλα ὁλόγυρα κι ἐξαπλώθηκε προύμυτα χάμω, κάθυγρη κι ἐξηντλημένη.
Ὤχ, τὸ κεφάλι μου! Τὸ κεφάλι μου! Τὸ κεφάλι μου!... ἐψιθύρισε μὲ φωνὴν ἀδύνατη.
Μὲ τὴ φέτα τοῦ ψωμιοῦ ἱκανοποιήθηκαν ὅλοι της Ἀσημῶς οἱ πόθοι. Ἔπαψαν ἀμέσως τὰ κλαύματα· ἐπῆρε ἀπὸ τὸ παραθύρι τὰ πεντόβολά της καὶ μὲ γέλοια καὶ χαρχάτουρα ἄρχισε τὸ παιγνίδι της.
Ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Μαγουλᾶ φωνὲς καὶ θόρυβος ἀντηχεῖ ἀκόμη μαζὶ μὲ τὸ τριζοκόπημα καὶ τὸν βρόμο τῆς φωτιᾶς. Οἱ ἐπιστάτες τῶν γειτονικῶν χωριῶν, ὅταν εἶδαν τὴ μεγάλη φλόγα, ὑποψιάσθηκαν πὼς κάτι παράξενο καὶ καταστρεφτικὸ ἐγινόταν στὸ Νυχτερέμι. Ἤξευραν τὶς ἐπαναστατικὲς διαθέσεις τῶν Καραγκούνηδων καὶ τὴ δυσαρέσκεια ποὺ εἶχαν ἀπὸ τὸν Ντεμὶς ἀγά. Καὶ εἶπαν πῶς δὲν ἦταν δύσκολο, στὴ λύσσα τους, καὶ ἴσως ὁδηγούμενοι ἀπὸ τοὺς πλαστοὺς προστάτες, οἱ κολλίγοι νὰ ἔβαλαν φωτιὰ στὴν περιουσία τοῦ μπέη, γιὰ νὰ πιστοποιήσουν ἔτσι περισσότερο τὰ δικαιώματα καὶ τὶς ἀπαιτήσεις των. Ἄλλοι ἔτρεξαν καβαλλάρηδες νὰ εἰδοποιήσουν στὴ Λάρισα τὸν Ντεμὶς ἀγά· καὶ ἄλλοι ἐσύναξαν θέλοντας καὶ μὴ τοὺς δικούς των κολλίγους νὰ τρέξουν γιὰ νὰ σβύσουν τὴ φωτιά. Δὲν ἐτόλμησαν ὅμως νὰ ἔμπουν μόνοι στὸ Νυχτερέμι. Ἐσκέφθηκαν πῶς οἱ Καραγκούνηδες, ἀφοῦ ἔφθασαν νὰ κάνουν τέτοιο κίνημα, θὰ ἦσαν ἀποφασισμένοι νὰ καταντήσουν στὰ ἔσχατα. Καὶ ἀποφασισμένους ἀνθρώπους ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσῃ ἄφοβα! Ἐπῆγαν στὸν σταθμάρχη τῶν Τεμπῶν νὰ ζητήσουν βοήθεια· κι ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἐφάνηκε πρόθυμος νὰ τοὺς ἀκολουθήσῃ. Οἱ στρατιῶτες του ἐφύλαγαν ἀκόμη τὸ λαθρεμπόριο στὴν ἀκρογιαλιά. Ἄλλως τε τί νὰ κάμουν τρεῖς μόνον στρατιῶτες μέσα σὲ ὁλόκληρο χωριό; Ἀποφάσισαν λοιπὸν νὰ μείνουν μακράν, κατάπληχτοι θεαταὶ τῆς καταστροφῆς, ὡς ποὺ νὰ φθάσῃ ὁ Ντεμὶς ἀγὰς ἀπὸ τὴ Λάρισα. Αὐτὸς θὰ ἔφερνε μαζί του ἀρκετοὺς στρατιῶτες.
Καὶ ἀληθινὰ κατὰ τὸ μεσημέρι ἔφθασεν ἀπὸ τὴ Λάρισα ἡ βοήθεια. Στὴν Κυβέρνηση, ὅπου ἐτηλεγραφήθηκεν ἀμέσως τὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα, ἔκαμεν ἐντύπωση μεγάλη. Οἱ Ἀρχὲς διατάχθηκαν βιαστικὰ νὰ ὑπερασπίσουν μὲ κάθε θυσία τὰ κυριαρχικὰ δικαιώματα τῶν μπέηδων καὶ νὰ τιμωρήσουν ἀλύπητα τοὺς χωριάτες. Τὸ ὑπαγόρευεν ἡ διπλωματικὴ πολιτική, ποὺ ἄρχισεν ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς προσαρτήσεως κι ἐξακολουθεῖ ἀκόμη στὶς νέες ἐπαρχίες ἡ Ἑλλάς. Μ᾿ ἐκείνη θὰ κερδίσῃ τοὺς Τούρκους καὶ θ᾿ ἀποδείξη στὸν πολιτισμένον κόσμο τὴ μεγάλη της ἀποστολή!
Τὸν Ντεμὶς ἀκολούθησαν τώρα ἐπὶ τόπου ὁ Τοῦρκος πρόξενος, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ, ὁ μοίραρχος, ὁ ἀνακριτὴς καὶ λόχος ὁλόκληρος ἀπὸ ἐφίππους χωροφυλάκους καὶ πεζοὺς στρατιῶτες: Ἦρθαν ἄλλοι γιὰ τιμητικὴ συνοδεία τῶν Τούρκων καὶ ἄλλοι γιὰ καταξίωση καὶ ἀνάκριση τῶν κακούργων. Καὶ τώρα, ἐνῷ οἱ ἐπίκουροι κολλίγοι, ἀπελπισμένοι νὰ σβύσουν τὸ κονάκι, ἐφρόντιζαν νὰ κόψουν τ᾿ ἄκαυτα ἐξαρτήματά του, τοὺς στάβλους καὶ τοὺς ἀχυρῶνες καὶ τὰ κιουτσέκια, γιὰ νὰ περιορίσουν τὴ φωτιά, οἱ στρατιῶτες καὶ οἱ χωροφυλάκοι ἐρρίχτηκαν στὴν ἀναζήτηση τῶν Καραγκούνηδων. Ἀλλὰ πρίν, ὅσοι χοῖροι καὶ κότες καὶ παπιὰ εὑρέθηκαν ἐμπρός, ἔπεσαν θύματα οἰκτρὰ τῆς ἐκδικητικῆς ὁρμῆς των. Γιὰ νὰ δείξουν τὸ φιλοτουρκισμὸ τῆς Κυβερνήσεως καὶ τὴν ἀμερόληπτη δικαιοσύνη, ποὺ βασιλεύει στὰ στήθη τῶν ὑπαλλήλων της, τὰ ὄργανα τοῦ νόμου ἐφρόντιζαν νὰ τιμωρήσουν μὲ ὅσο δυνατὸν ἀνομώτερα καμώματα τοὺς κατοίκους.
Οἱ στρατιῶτες, παραδειγματισμένοι ἀπὸ τὸν ζῆλο τῶν ἀνωτέρων τους, μὲ τὸν κρυμμένον κάτω ἀπὸ κάθε στρατιωτικὴ στολὴ ἄγριο δεσποτισμόν, ὁλοφάνερον τώρα στὸ πρόσωπο, ἔσπαζαν μὲ τὰ κοντάρια τὶς πόρτες, ἐπετοῦσαν τὶς σκεπὲς κι ἔμπαιναν μέσα καταχτητὲς ἀψίθυμοι. Τὰ κρασοβάρελα ἐλογχίζονταν πέρα-πέρα κι ἔτρεχε τὸ παρήγορο ποτό, τῶν πόνων τὸ βάλσαμο, τὸ μακάριο λίκνισμα τῆς ψυχῆς τοῦ φτωχοῦ, κι ἐπλημμύριζε τὸ ἔδαφος καὶ τὸ ἐρροφοῦσεν ἡ γῆ ἀναίσθητη. Οἱ κοφίνες τῶν καρπῶν, οἱ ἀποθῆκες τοῦ σιταριοῦ καὶ τοῦ καλαμποκιοῦ, τῆς βρίζας καὶ τῆς σίκαλης, ἀναποδογυρίζονταν χάμω κι ἐκλωτσοπατιοῦνταν οἱ θρεφτικοὶ σπόροι ἀλύπητα. Τῶν χτηνῶν τὰ παχνιά, τὰ νεροβάρελα, οἱ ξυλοκασέλες, τοῦ ζυμώματος τὰ ξύλινα σκεύη καὶ τὰ μετάλλινα τοῦ μαγεριοῦ· ὁ σοφρὰς καὶ τὰ ξυλοπίνακα καὶ ἀκόμη τὰ φορέματα καὶ τὰ στρωσίδια· ὅλα τὰ φτωχικὰ ἐσωθέματα καραγκούνικου σπιτιοῦ, ἄλλα ἐγίνονταν λιανὰ-καρφιὰ μὲ τὰ τσεκούρια καὶ ἄλλα ἐπετιοῦνταν ἔξω κι ἐποδοκυλιοῦνταν μέσα στὶς λάσπες καὶ τὴ σκόνη τοῦ δρόμου ἄπονα. Τίποτε δὲν ἦταν ἱκανὸ νὰ κρατήσῃ τὴν ἱερὴ ἀγανάχτηση τῶν ἐκδικητῶν. Παντοῦ ἐχυνόταν πάταγος καὶ βρόμος, βλαστήμιες καὶ κατάρες καὶ θριαμβευτικὲς φωνὲς ἀνακατωμένες μὲ τὸν τριποδισμὸ τῶν ἀλόγων καὶ τὴν κλαγγὴ τῶν σπαθιῶν· μὲ τὸν ἀπρόθυμον ἀγῶνα τῶν χωριάτων στὴ λύτρωση μισητῆς περιουσίας καὶ τὸ λυσσασμένο τριζοβόλημα τῆς φωτιᾶς, ποὺ ἤθελεν, ἀντιθέτως, ἐκδικητικὴ ἐκείνη, ὅλα νὰ τ᾿ ἁρπάσῃ στὰ πύρινα δαγκανάρια της, νὰ τὰ κομματιάσῃ καὶ νὰ τὰ συντρίψη μέσα στὸ φλογερὸ σφιχταγκάλιασμά της, νὰ τὰ σκορπίση στὸν ἀέρα, λάβρα καὶ χόβολη ἄχρηστη. Καὶ ἦταν παντοῦ περίγυρα σὰν θρῆνος καὶ ὀλολυγμὸς ὁλόκληρης τῆς πλάσεως.
– Ζούδια, μάννα μου!... τὰ ζούδια πλάκωσαν... ἐφώναξεν ἡ Ἀσημώ... Κρύψε με, πᾶρε με μανιό μ᾿!...
Τὸ δειλὸ πλάσμα δὲν ἠμποροῦσεν ἀλλιῶς νὰ ἐξηγήσῃ τὸν τόσο πάταγο παρὰ μ᾿ ἐπιδρομὴ κακοποιῶν στοιχειῶν, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν κατατρομάξη τὴν παιδιάτικη φαντασία του. Ἄφησεν ἀμέσως τὸ παιγνίδι της κι ἐφρόντιζε νὰ κρυφθῆ ἀνάμεσα στὰ σκέλια τῆς Κρουστάλλως, μέλος ἐκείνης νὰ γίνῃ ἀναπόσπαστο, νὰ χωνέψῃ στὰ φουστάνια της, ν᾿ ἀφανισθῇ καθόλου ἀπὸ τὰ φριχτὰ βλέμματα τῶν ζουδιῶν, ὅπως τὸ μικρὸ καγκαροὺ στὸν φυσικὸ μάρσιππο τῆς μάννας του. Ἀλλ᾿ ἡ χωριάτισσα, νυσταγμένη, μόλις ἐξεχώριζε σὲ σπιθόβολο σύγνεφο τυλιγμένη τὴν κόρη της καὶ δύσκολα κατώρθωνε νὰ σηκώση τὰ χέρια γιὰ νὰ τὴν σύρῃ κοντά της. Ὁ κεφαλόπονος φριχτὸς τὴν ἐτυραννοῦσε καὶ ἡ φαγούρα τοῦ σώματος τὴν ἐδαιμόνιζε. Κι ἐνῷ ἅπλωνε κουρασμένα καὶ ψυχρὰ τὰ χέρια ἐπάνω στὴν Ἀσημιῶ, τ᾿ ἄφινεν ἀμέσως καὶ ἄρχιζε νὰ ξύνεται, νὰ πιάνῃ τὸ κεφάλι καὶ νὰ βογγᾷ μὲ ἀπελπισμένη φωνή:
– Ὤχ, τὸ κεφάλι μου! Τὸ κεφάλι μου!... Τὸ κεφάλι μου!...
Ἔξαφνα οἱ στρατιῶτες ἔφθασαν ἐμπρὸς στὸ σπίτι τοῦ Μαγουλά. Δυό-τρία δυνατὰ χτυπήματα καὶ ἡ πόρτα ἔπεσε μέσα κομματιασμένη κι ἐκεῖνοι ὤρμησαν μὲ βλαστήμιες καὶ θόρυβο καὶ σπαθιῶν κλαγγή. Ἀλλὰ στὸ δυνατὸ ξεφώνημα τῆς Ἀσημῶς, ποὺ ἐτρόμαξε τώρα περισσότερο στὴν ὄψη τῶν ἐπιδρομέων, ἐστάθηκαν γιὰ μία στιγμὴ στὴ θέση τοὺς ἀναποφάσιστοι. Ἔπειτα ὅμως, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἀνακάλυψαν τοὺς ἐνόχους, ἔρριξαν θριαμβευτικὴ κραυγὴ καὶ ὥρμησαν στὴν Κρουστάλλω, τὴν ἅρπαξαν στὰ χέρια καὶ τὴν ἔφεραν σηκωτὴ στὸ πηγάδι, κάτω ἀπὸ τὴ λεῦκα, ποὺ εἶχαν στήση τὸ προσωρινό τους κατάλυμα ὁ Ντεμὶς ἀγάς, ὁ Τοῦρκος πρόξενος καὶ οἱ Ἀρχές.
Ὁ Ντεμὶς ἀγάς, ἴδιος πάντοτε, παχύς, κοιλαράς, μὲ πλαδαρὸ καὶ ροδοκόκκινο πρόσωπο, μόνον τὴν ἀδράνεια, τῆς φυλῆς τοῦ τὸ διακριτικό, δὲν εἶχε τώρα ἐπάνω του. Ἐφαινόταν νευρικὸς καὶ ἀνήσυχος. Πότ᾿ ἔρριχνε τὰ μάτια του μὲ ρεμβασμὸ στὶς φλόγες τοῦ κονακιοῦ καὶ πότε τὰ ἐκολλοῦσεν ἐπίβουλα στὰ χαμόσπιτα τῶν Καραγκούνηδων μὲ φριχτὸ μῖσος καὶ ἀπειλή. Δὲν ἐλυπόταν γιὰ τὴν καταστρεμμένη περιουσία τοῦ κυρίου του. Τίποτε δὲν ἦταν γι᾿ αὐτοὺς ἕνα κονάκι καὶ πέντε-δέκα χιλιάδες ὀκάδες γέννημα ποὺ ἐχανόταν. Ἡ τόλμη τῶν Καραγκούνηδων, ἡ ἐξαφνικὴ ἀνυποταξία τῶν δούλων στὰ δικαιώματα τοῦ ἀφέντη τους, ἐκείνη τὸν ἔκανεν ἔξω φρενῶν. Ἀπὸ τὴν ἀνατροφή του καὶ ἀπὸ τὴ θρησκεία τοῦ αὐτὸς ἐγνώριζε, πῶς οἱ ἄπιστοι ἐδόθηκαν στὴ γῆ ἀπὸ τὸν Ἀλλάχ, γιὰ νὰ δέχονται ἀστέναχτα τὶς τιμωρίες τῶν ἀρχόντων καὶ νὰ θεωροῦνται ὑποχρεωμένοι κι εὐτυχεῖς γιὰ τὴ δουλειά τους. Ποῦ ἀκούσθηκε ποτὲ νὰ σηκώνεται τὸ ταπεινὸ μερμῆγκι καὶ νὰ πατῇ κατακέφαλα τὸν μέγαν ἀετόν!... Καὶ ποὺ ἀλλοῦ ἀκούσθηκε νὰ μὴν ἠμπορὴ αὐτός, ἀντιπρόσωπος τοῦ μπέη του, νὰ τιμωρήση τοὺς χαμένους δούλους μὲ τὴν ποινὴ ποὺ τοὺς ἔπρεπε!...
― Ἀλλάχ! Ἀλλάχ! ἐστέναζε κουνώντας σπασμωδικὰ στὰ χέρια τὸ κεχριμπαρένιο κομπολόγι του. Στὴν Τουρκιὰ τέτοια πράμματα δὲ γένονται!... Ὀλμᾶς! Δὲν γένονται!...
Οἱ Ἀρχὲς περίγυρά του, ὁ νομάρχης, ὁ ἀνακριτής, ὁ ἀρχηγός, ἐφρόντιζαν νὰ τὸν καθησυχάσουν. Δὲν ἔπρεπε ν᾿ ἀνησυχὴ καὶ τόσο! Ἐδῶ θὰ εὕρῃ περισσότερη ἀπὸ τὴν Τουρκία δικαιοσύνη. Ἡ Κυβέρνησις θὰ ἱκανοποιήση τὴ ζημία τοῦ μπέη· οἱ κακοῦργοι θὰ τιμωρηθοῦν, ὅπως τοὺς ἀξίζει. Ὅ,τι θέλει ἂς διατάξη καί, ἅμα δὲν γίνῃ, τότε νὰ παραπονεθῇ.
– Τί νὰ γένῃ, τζάνουμ, τί νὰ γένῃ! ἐφώναξεν ὁ ἀγὰς ξαναμμένος. Τόσον καιρὸ εἶμαι διωγμένος ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ τίποτα δὲν ἔγινε. Δικαστήρια –μικαστήρια, δικηόροι– μικηόροι· μὲ τέτοια περνᾶτε τὸν καιρό σας ἐδῶ!...
Καλὰ λέγει! Ὁ νομάρχης, ὁ ἀνακριτής, ὁ ἀρχηγός, ἄλλαξαν βλέμμα μεταξὺ τοὺς κι ἐσυμφώνησαν μὲ τὸν Ντεμὶς ἀγά. Ὁ πρόξενος ἀτάραχος, ἀσυγκίνητος, ἐπεριορίσθηκε μόνον νὰ χαμογελάσῃ καὶ νὰ κοιτάξη μὲ αὐταρέσκεια τὰ παχουλὰ χέρια του. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἔφεραν χεροπιαστὰ τὴν Κρουστάλλω οἱ στρατιῶτες ἐμπρός τους καὶ τὴν Ἀσημῶ ἀξεκόλλητη ἐπάνω της. Ἀμέσως ὅλοι ἐχαροποιήθηκαν. Ἐπὶ τέλους εἶχαν τὸν πρῶτο κακοῦργο στὴ διάθεσή τους! Ὅλοι ἐτριγύρισαν τὴ γυναῖκα κάτω ἀπιθωμένη, τὴν ἀπειλοῦσαν μὲ ἄγρια βλέμματα, τὴν ἐδιάταζαν νὰ σηκωθῆ ἐπάνω, σταυροχέρι νὰ σταθῇ ἐμπρὸς στὸν ἀφέντη της καὶ νὰ μαρτυρήση τοὺς αἴτιους τῆς πυρκαϊᾶς. Ἀλλ᾿ ἡ Κρουστάλλω, κυριευμένη πλέον ἀπὸ τὴν καταστρεφτικὴ δύναμη τοῦ φαρμάκου, κατατρομαγμένη ἀπὸ τὸ βάναυσο φέρσιμο τῶν στρατιώτων, ἔκπληχτη ἀπὸ τὴν παρουσία τόσων λαμπροφορεμένων ἀνθρώπων, ἐγύριζε τὰ θαμπωμένα βλέμματά της καὶ λέξη δὲν ἔβγαζεν ἀπὸ τὸ στόμα της.
Ὁλόγυρα, στυγνὴ ἐβασίλευε μελαγχολία καὶ φρίκη. Τὸ κονάκι τώρα, γυμνὸ ἀπὸ τὶς ξυλοδεσές, ἀπὸ τὰ παράθυρα καὶ τοὺς πύργους καὶ τὸν ἐξώστη καὶ τὶς σκάλες του, παραγεμισμένο ἀπὸ σανίδες καὶ σίδερα, ἀπὸ κεραμίδια καὶ χοντρόξυλα καὶ πλίθες, μὲ τοίχους μαύρους καὶ μισοτριμμένους, ἔμοιαζε μὲ γίγαντα κατασκελετωμένον καὶ ἄψυχον. Οἱ ἄγριες φλόγες, μὴν ἔχοντας πλέον τροφὴ στοὺς ἐξωτερικοὺς τοίχους, ἐπεριορίσθηκαν κάτω, μέσα στὰ θαμμένα ἐρείπια κι ἐξακολουθοῦσαν ἐκεῖ ἄφαντες, σὰν ἐπίβουλη ἀρρώστια, τὸ καταστρεφτικὸν ἔργο τους. Οἱ καπνοὶ κατάμαυροι, πυκνοὶ ἀνέβαιναν κλωθογύριστοι στὴν ἀκυμάτιστη ἀτμοσφαίρα, μὲ γαλήνη καὶ ἀπελπιστικὴν ἀπάθεια. Τὰ κουφώματα ὀρθάνοιχτα ἔχασκαν, σὰν στόματα ξεδοντιασμένα καὶ ἄσαρκα, ποὺ ρίχνουν ἀπαίσιο γέλοιο ἐπάνω στὴν εἰκόνα ὀλέθρου καὶ θανάτου. Καὶ κάτω, μέσα στὰ βάθη τῶν κατωγιῶν, τὰ σκοτεινὰ καὶ ἀψαχούλευτα, σωροὶ φλογεροὶ ἐφαίνονταν τὰ σιτάρια καὶ τὰ καλαμπόκια, μὲ λαμπάδες γαλαζοκόκκινες, πηδηχτές, ἀτελείωτες ἐδῶ κι ἐκεῖ, σὰν ἀπὸ κρατῆρα ἡφαιστείου· καὶ λάβρα θαμπὴ καὶ τρεμάμενη ἐγλιστροῦσεν ἐπάνω τοὺς μὲ γοργάδα σύγνεφου, ποὺ γλιστρᾷ κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ ρίχνει φευγάτον τὸν ἴσκιο τοῦ ἐπάνω σὲ ἀμμουδερὴ καὶ ἠλιόκαφτην ἔρημο.
Ἡ ἀτμόσφαιρα ὅλη ἦταν γεμάτη ἀπὸ καπνοὺς καὶ ἀτμοὺς καὶ στάχτη φλογισμένη καὶ βαρειὰ κάρωση. Οἱ γειτονικὲς αὐλές, οἱ λάσπες καὶ τὰ χλωρὰ χορτάρια, τὰ κιουτσέκια καὶ τὰ σπίτια, ἡ λεῦκα τοῦ πηγαδιοῦ καὶ οἱ ὀγρὲς πλάκες, κάθε δέντρο καὶ κάθε χάτσαλο περίγυρα, ἂφων᾿ ἄλαλα στὴν ἀκινησία τους, σεβαστὰ στὴ φρίκη τους, αἰσθάνονταν τὸ σύφλογο νὰ χώνεται στοὺς πόρους τῶν ἐπίβουλο καὶ μαραμένα, θλιβερά, εἶχαν χάση κάθε χυμὸ καὶ κάθε νότισμα, ὅπως χάνει ὁ ἄνθρωπος τὸ αἷμα καὶ τὸ χρῶμα τοῦ μέσα στὰ μολυσμένα καὶ ἀσφυχτικὰ ὑπόγεια. Ψηλὰ ὁ ἥλιος, τυλιγμένος στοὺς ἀτμούς, μισοκρυμμένος, κατακόκκινος, ἐφλόγιζε τὴν πεδιάδα ὁλόκληρή με κάποιαν ἀνεμοκίνητη βαφὴ ὠχροῦ αἱμάτου καὶ σκόνης καπνιᾶς. Καὶ κάτω, στὴ ρίζα τῆς λεύκας, ἐπάνω στὰ χοντρὰ ἔπιπλα τῶν Καραγκούνηδων, καθισμένοι ὅπως-ὅπως οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Κυβερνήσεως καὶ οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν μπέηδων, ἀγαναχτισμένοι καὶ ρᾴθυμοι, ἐπερίμεναν τῆς Κρουστάλλως τὴν ἀπάντηση.
– Σήκω, μωρή! Μίλα· δὲν ἀκοῦς ποῦ σὲ ρωτᾶνε; Μίλα καὶ μὴν κάνῃς τὸ χαζό!... εἶπεν ἕνας στρατιώτης σηκώνοντάς την ὁλόρθη.
– Νὰ μιλήσω! εἶπεν ἡ Κρουστάλλω· δὲ μ᾿ ἀφίνουν οἱ σπίθες νὰ μιλήσω· γιὰ ἰδὲς τί σύγνεφο γυρίζει ἀπάνω μου! Μ᾿ ἔκαψαν· μοῦ ζεμάτισαν τὸ πρόσωπο· τὸ κεφάλι μου ἐπρήσθηκε σὰν καζάνι!... Διῶχτε τὶς σπίθες νὰ μιλήσω, ντέ! Διῶχτε τίς!... Διῶχτε τίς!...
Κι ἐκινοῦσε τὰ χέρια σὰν ἀνεμόμυλου φτερὰ ἐμπρὸς στὸ πρόσωπό της κι ἐκοίταζε μὲ τρομαγμένα μάτια πέρα στὸ ἅπλωμα, σὰν ν᾿ ἀτένιζε φριχτὸ φάντασμα.
– Μᾶς κάνει τὴν τρελλή· εἶπεν ὁ ἀνακριτὴς χαμογελώντας στὸν νομάρχη. Τί ζωντόβολα ποὺ εἶνε αὐτοὶ οἱ Καραγκούνηδες! Δὲν ξέρεις· τοῦ διαβόλου τσιράκια! Τοὺς ξέρω ἐγώ· τοὺς ξέρω καλὰ ἐγώ· τοὺς ἐμελέτησα καλὰ τόσα χρόνια!...
Κι ἐκίνησε τὸ κεφάλι κοιτάζοντας ὅλους κατάμματα, γιὰ νὰ βεβαιώση τὴν ἀνακριτική του ἐξυπνάδα καὶ τὶς ψυχολογικὲς μελέτες του. Ἀλλ᾿ ἢ Κρουστάλλω δὲν τὸν ἄφησε νὰ συστηθῇ περισσότερο.
– Τρελλή; Δὲν εἶμαι τρελλή! εἶπεν, ὄχι, δὲν κάνω τὴν τρελλή!... Ὤχ, πῶς πονεῖ τὸ κεφάλι μου! Τὰ σκέλια μου!... Ἄχ, ἡ ράχη μου. Πῶς μὲ σφάζ᾿ ἡ ράχη μου!... Ἡ ράχη μου!...
Καὶ γυρίζοντας πίσω τὰ χέρια της, μὲ πρόσωπο διαστρεμμένο ἀπὸ τοὺς πόνους, ἐπασπάτευε τὴ ραχοκοκκαλιὰ στὶς πλάτες ἀνάμεσα, ἐσυδίπλωνε τὸ κορμὶ ὅσο τῆς ἦταν εὔκολο, λὲς καὶ ἤθελε νὰ στερεώση τοὺς σπονδύλους καὶ νὰ κατασιγάσῃ τὰ κοφτερὰ μαχαίρια ποὺ τὴν ἔσφαζαν· νὰ ὑποτάξη τῶν τενόντων τ᾿ ἀναπηδήματα· νὰ στύψη τοῦ κεφαλιοῦ τὴν αἱματοπλημμύρα· νὰ διώξη μακρὰν τὴν ἀπελπιστικὴ μανία, ποὺ ἐκυκλοφοροῦσε μέσα της. Ἀπὸ τοὺς ἀκροατὲς ὅμως κανένας δὲν τὴν ἐπρόσεχε πλέον. Τριποδισμὸς ἀλόγων εἶχεν ἀκουσθῇ καὶ τώρα ἐφάνηκεν ἀνάμεσα στὸ χωριὸ καβαλλάρης ὁ μοίραρχος μὲ θριαμβευτικὸ χαμόγελο στὰ χείλη, μὲ ἀκράτητη ὑπερηφάνεια στ᾿ ἄγρια μουστάκια του, σὰν νὰ ἐγύριζεν ἀπὸ μυριόνεκρη μάχη κι ἔσερνεν ἐμπρὸς τοῦ ἐχθροὺς αἰχμαλώτους. Ἀλλὰ δὲν ἔσερνε παρὰ τοὺς ταπεινοὺς Καραγκούνηδες. Ὁ Παπαρρίζος, ὁ Μαγουλᾶς, ὁ πάρεδρος· ὁ Μπιρμπίλης καὶ ὁ Χαδούλης· ὁ Τρίκας καὶ ὁ Τζουμᾶς καὶ ὁ Κράπας καὶ λοιποί, ληταρωμένοι πιστάγκωνα, μὲ τὸ στῆθος πεταγμένο ἐμπρὸς σὰν ψωμοκάρβελο, κατασκονισμένοι ἀπὸ τοὺς κρυψῶνες, καταϊδρωμένοι καὶ ἀσθματικοὶ ἀπὸ τὸν δρόμο, ἔρχονταν ἐμπρός, κάτω ἀπὸ τὰ ζεστὰ χνῶτα καὶ τὸ φτερνοκόπημα τῶν ἀλόγων. Τοῦ παρέδρου ἦταν δεμένο τὸ κεφάλι, καταιματωμένα τὰ λαιμοτράχηλα καὶ τὸ πουκάμισο ἀπὸ τὴν κακὴ πλακιὰ ἑνὸς στρατιώτη. Ὁ Μαγουλᾶς εἶχε σπασμένο τὸν ἀριστερὸ βραχίονά του ἀπὸ οἰκτρὸ πέσιμο, ποὺ ἔπαθε φεύγοντας μέσα στὰ χωράφια. Ὁ Χαδούλης εἶχε χτυπημένο τὸ γόνατό του κι ἐβάδιζε κουτσαίνοντας. Ὁ Τρίκας μόλις ἐσερνόταν ἀπὸ βγάλσιμο τοῦ δεξιοῦ ποδιοῦ· καὶ οἱ ἄλλοι ὅλοι ἐφαίνονταν ἀφανισμένοι ἀπὸ τὸν τρόμο καὶ τὴν καταδίωξη, ἀπὸ τὰ χτυπήματα καὶ τοὺς φοβερισμούς.
Πίσω ἀπὸ τοὺς ἄντρες ἔρχονταν τὰ γυναικόπαιδα. Ἡ γριὰ Σταμάτω πρώτη καὶ Ἀγγελικὴ ἡ Κράπαινα· Βασίλω ἡ Τζούμαινα καὶ ἡ παπαδιά· ἡ Ροῦσα καὶ ἡ Χαδούλαινα καὶ ἄλλες μικρομάννες μὲ τὰ βυζανιάρικα παιδιὰ στὰ ἡλιοψημένα στήθη τους. Ἔπειτα τὰ ὄψιμα κορίτσια, ἡ Ἀννέτα τοῦ Μπιρμπίλη καὶ Παναγιώτα ἡ παπαδοποῦλα καὶ ἄλλες πέντε-δέκα με θυμωμένο καὶ ἀντρίκειο βάδισμα. Καὶ κατόπιν, ἀνάμεσά τους χωμένα, στριμωγμένα σὰν τ᾿ ἀρνάκια στὶς προβατίνες, παιδιὰ μικρὰ-μεγάλα, σερνικοθήλυκα, μὲ κλαψάρικη καὶ θλιμμένην ὄψη. Καὶ παραπίσω ἔρχονταν οἱ ἄλογοι κάτοικοι τοῦ χωριοῦ, βώδια καὶ ἄλογα καὶ βουβάλια καὶ γαϊδούρια, παρασυρμένα κι ἐκεῖνα στὴν ἀγριοπλημμύρα τοῦ κατατρεγμοῦ. Καὶ περίγυρα ὅλου αὐτοῦ τοῦ ἀνθρωποσωροῦ οἱ ἔφιπποι χωροφυλάκοι ἄγρυπνοι καὶ φοβεροί, μὲ τριποδισμὸ τῶν ἀλόγων καὶ τῶν σπαθιῶν τὸν κλαγγασμό, ἐθύμιζαν στοὺς ἐλεύθερους ἐκείνους τόπους ἄλλα χρόνια δουλείας καὶ τυραννίας, ὅταν οἱ σκληροὶ πασάδες ἔσερναν κατόπιν τους σύσπιτα χωριὰ γιὰ θριαμβευτικὴ ἐπίδειξη καὶ παραδειγματισμὸ τῶν δούλων. Καὶ ἀπορία ἐγεννιόταν, ἂν ἦταν αὐγὴ ἐλευθερίας κι ἐνδόξου μέλλοντος αὐτὸ ἢ προστυχιὰ καὶ μικροψυχία ἀκατονόμαστη.
– Ἐδῶ τοὺς ἔχω! Εἶπε δείχνοντάς τους στὸν Ντεμὶς ἀγὰ ὁ μοίραρχος.
Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος χωρὶς νὰ δώσῃ ἀπάντηση ἔρριξε τὰ μάτια του ἄγρια στοὺς χωριάτες, σὰν νὰ ἤθελε νὰ τοὺς ἀποσβολώσῃ μόνον μὲ τὰ βλέμματα. Τὸ αἷμα τυραννικὸ ἐχόχλασε μέσα του στὴν ὄψη τῶν ταπεινῶν ἐκείνων δούλων καὶ ὄρεξη αἰσθανόταν νὰ σηκωθῇ καὶ νὰ μαδήσῃ τὰ μαλλόγενά τους· νὰ χύση μὲ τὰ νύχια τὰ μάτια, νὰ ξεσκλίσῃ τὶς μάρκες τους· μύτες καὶ αὐτιὰ νὰ τοὺς κόψη· νὰ τοὺς κρεμάσῃ στὰ περίγυρα δέντρα τ᾿ ἀνάσκελα κι ἐκεῖ νὰ τοὺς ἀφήσῃ, ὥστε νὰ παραδώσουν τὴν ψυχὴ βρωμερὴ στὸν Πλάστη τους!... Ἀλλ᾿ ἐπεριορίσθηκε μόνον στεναγμοὺς νὰ βγάλη, ἱκανούς με τὸ σύφλογό τους νὰ πυρπολήσουν τὴ φύση. Τὸ καταχτητικὸ θηρίο μέσα του ἐφρύμαζε καὶ ἐβογγοῦσε μ᾿ αἱματοστάλαχτη λύσσα, ἀδάμαστο καὶ ἀνήλεο. Πῶς νὰ τὰ κάμῃ ὅλ᾿ αὐτά, ποὺ δὲν εἶχε κανένα δικαίωμα πλέον! Ἔφυγαν οἱ χρόνοι οἱ καλοί, ποὺ ὁ ἀφέντης καὶ ὁ ἐπιστάτης ὤριζαν ὄχι μόνον τὴν περιουσία, ἀλλὰ καὶ τὴ ζωὴ τῶν κολλίγων τους! Τότε ὄχι νὰ κάψουν, ὄχι ν᾿ ἀντιμιλήσουν, ἀλλ᾿ οὔτε νὰ βήξουν ἐτολμοῦσαν ἐμπρὸς στὸν ἀγά. Τώρα ἐσηκώθηκαν τὰ ποδάρια καὶ χτυποῦν τὸ κεφάλι! Ὁ Σουλτάνος, ἄστοργος πατέρας, ἐπαρέδωκε μεγαλόδωρος τὴ γῆ στοὺς ἀπίστους καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς ἐπαρέδωκε τοὺς μπέηδες καὶ τοὺς ἀγάδες στὴ διάκριση καὶ τὸν χλευασμὸ τῶν μισητῶν δούλων. Κι ἐκεῖνοι δὲν ἔχουν δικαίωμα τίποτε νὰ τοὺς κάμουν! Νὰ τοὺς πάγουν στὰ δικαστήρια! Νὰ ζητήσουν ἱκανοποίηση! Τί τὴν ἤθελε τὴν ἱκανοποίηση καὶ τὰ δικαστήρια ὁ Ντεμὶς ἀγάς, ἀφοῦ δὲν ἠμποροῦσε νὰ τιμωρήση μὲ τὰ χέρια τοὺς δούλους του!
– Σιχτρίρ! ἐψιθύρισε ρίχνοντας βλέμματ᾿ ἀποστροφῆς καὶ περιφρονήσεως σὲ ὅλους περίγυρα τοὺς χωριάτες καὶ τὸν ἀρχηγὸ καὶ τὸν ἀνακριτὴ καὶ τὸν μοίραρχο, σὰν νὰ ἔφτυνε κατάμουτρα ὅλου τοῦ φιλελευθέρου συστήματος τῆς Ἑλλάδας.
Ἀλλ᾿ ὁ ἀνακριτὴς εἶχε τώρα ἐμπρός του χεροδεμένους τοὺς χωριάτες καὶ ἄρχισε τὴν ἀνάκρισή του. Ἀνάκρινε πρῶτα τὸν Παπαρρίζο, ἔπειτα τὸν πάρεδρο κι ἔπειτα ὅλους τοὺς ἄλλους στὴ σειρά. Ἒπειτ᾿ ἄρχισε καὶ τὴν ἀνάκριση τῶν γυναικῶν, ἀπὸ τὶς γερόντισσες στὶς νεώτερες. Ὅλοι ὅμως, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἦσαν σύμφωνοι γιὰ τὴν πυρκαϊά. Πρῶτος αἴτιος ἦταν ὁ βρυκόλακας, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ καθίσῃ κλεισμένος στὸ ἐρμόσπιτο, ἀλλ᾿ ἐπίμενε νὰ ἔβγῃ ἔξω καὶ νὰ τοὺς πιῇ τὸ αἷμα. Φυσικὰ οἱ χωριάτες δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τὸν ἀφήσουν. Μὲ τὴ συμβουλὴ τοῦ ζητιάνου ἄναψαν περίγυρα φωτιὲς νὰ τὸν ἐμποδίσουν. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος ἐπρόβαλε στὸ παραθύρι κι ἤθελε σῴνει καὶ καλὰ νὰ πηδήσῃ κάτω. Κι εἶχεν ἕνα πρόσωπο! Παναγία μου! Τί πρόσωπο! Τὰ μάτια του ἐπέταγαν κάτι σπίθες, ποὺ ἐθάμπωναν ὅλη τὴ λάμψη τῆς φωτιᾶς κι ἐμέστωναν τὸν ἀέρα περίγυρα ἀπὸ τὴν πύρη! Ἔξω ἀπὸ τὸ στόμα του ἔβγαιναν κάτι δόντια! Τόσα δά· μιὰ ὀργυιὰ μεγάλα καὶ γυριστὰ σὰν δρεπάνια! Ἔτσι ἔκαναν μία κι ἔσχιζαν σὰν πριόνια τὸ παραθυρόφυλλο! Τὸ στῆθος του ἦταν ὅλο δασωμένο ἀπὸ τὶς τρίχες· κάτι ἀγριότριχες ὀρθὲς καὶ σουβλερὲς σὰν τ᾿ ἀγκάθια τοῦ σκαντζόχερα! Τὸ κεφάλι του ἦταν τυλιγμένο σὲ κάτι μαλλιά, σὰν τουλοῦπες, κατσαρὰ καὶ κατακόκκινα· τόσο κόκκινα σὰν νὰ ἦταν βουτημένα στὸ αἷμα τῶν θυμάτων του! Καὶ τὰ νύχια τῶν ποδοχερῶν του, ὅταν ἀνέβηκεν ὁλόκορμος στὸ παραθύρι, ἐσγάρλιζαν τὰ σανίδια καὶ τὰ ξέσκλιζαν μὲ τέτοιο θόρυβο, ποὺ ἔλεγες πῶς ἔφθασεν ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου!
– Μὰ τὸν εἶδες ἐσύ; ἐρώτησεν ὁ ἀνακριτὴς τὸν Παπαρρίζο γελώντας γιὰ τὴ φρίκη του.
– Τὸν εἶδα λέει; Σὰν μὲ βλέπεις καὶ σὲ βλέπω!
– Καλὰ ὁ βρυκόλακας· ἂμ τὸ κονάκι;
– Τὸ κονάκι; ἀποκρίθηκαν ὅλοι με μιᾶς. Ὁ βρυκόλακας ἔκαψε τὸ κονάκι.
Βέβαια ὁ βρυκόλακας. Ἀφοῦ εἶδαν οἱ χωριάτες πῶς δὲν ἠμποροῦσαν ἀλλοιῶς νὰ τὸν περιορίσουν, ἔρριξαν δαυλιὰ νὰ τὸν κάψουν. Ἀλλ᾿ ἀντὶ ν᾿ ἀνάψη τὸ ἐρμόσπιτο, ἄναψε τὸ κονάκι. Ὁ βρυκόλακας γιὰ νὰ τοὺς ἐκδικηθῇ –ἐπειδὴ μαθὲς ἤξερε πῶς δὲν τὰ εἶχαν καλὰ μὲ τὸν ἀφέντη– ἔκαψε τὸ κονάκι. Ὅλος, σοῦ λέει, ὁ κόσμος θὰ πιστέψη πὼς τὸ ἔκαψαν ἐκεῖνοι. Καὶ μάρτυς τους ὁ Θεός, πῶς ἐκεῖνοι κακὸ δὲν θέλουν ποτὲ τοῦ ἀφεντός· οὔτε θέλουν νὰ φύγουν ἀπὸ τὰ χέρια του! Ἐκεῖ θὰ μείνουν, ὅπως οἱ γονεῖς καὶ οἱ πάπποι τους, δοῦλοι ταπεινοὶ καὶ ἀφοσιωμένοι στὸν αἰῶνα! Τί παράπονο μπορεῖ νὰ ἔχουν αὐτοὶ ἀπὸ τὸν ἀγά τους, ἀφοῦ περνοῦν καλύτερ᾿ ἀπὸ κάθε ἄλλον!...
– Οἱ δικηόροι μας σήκωσαν τὸν νοῦ· ἐμεῖς τὸν ἀγᾶ μας τὸν σεβοπροσκυνοῦμε σὰν τὸν ἅγιο! εἶπε πρῶτος ὁ Παπαρρίζος κάνοντας βαθὺ χαιρετισμὸ ἐμπρὸς στὸν Ντεμὶς ἀγά.
– Ἐμεῖς λευτεριὰ δὲ θέλουμε· ὁ ἀφέντης μας νὰ εἶνε καλά· ἐφώναξαν κι οἱ ἄλλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες μονόγνωμοι.
Ὁ ἀνακριτὴς ἐγύρισε καὶ εἶδε κατάμματα τοὺς συντρόφους του.
– Τοὺς ξέρω ἐγώ· ἐξανάειπε χαμογελώντας· ξέρεις τί ζωντόβολα εἶνε αὐτοὶ οἱ χωριάτες!... Τοὺς ξέρω ἐγώ· τοὺς ἐμελέτησα καλά, χρόνια τώρα!...
Ἀλλ᾿ ἐκείνη τὴν ὥρα νέο πρόσωπο ἐφάνηκε στὴ σκηνή. Ὁ μοίραρχος εἶχεν ἀφήσῃ ἔξω μερικοὺς στρατιῶτες νὰ ψαχουλέψουν ἀκόμη, μήπως συλλάβουν καὶ ἄλλους ἐνόχους. Ἔδωκεν αὐστηρὴ διαταγὴ νὰ περιπολοῦν σὲ μιλίων ἔκταση περίγυρα καὶ ὅποιον ἀπαντήσουν, Καραγκούνη εἴτε ἄλλον διαβάτη, ὅποιος δήποτε καὶ ἂν ἦταν, ἀπ᾿ ὅπου δήποτε καὶ ἂν ἔρχεται, νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν ἀνάκριση. Καὶ τώρα δυὸ στρατιῶτες ἔφεραν ἐκεῖ ἕναν ἐξηνταχρονίτη γέροντα μὲ τὸ γαϊδουράκι του. Ἀλλὰ δὲν ἔμοιαζε καθόλου γιὰ χωριάτης αὐτός. Τὸ ἐμαρτυροῦσε πρώτη ἡ φορεσιά του. Εἶχε ντρίλινο πανταλόνι χιλιοζαρωμένο καὶ σακκάκι ριγωτὸ καὶ πουκάμισο διάνινο, μ᾿ ἕνα μαντήλι γεροντίστικο στὸν λαιμό, μὲ πηλήκιο ναυτικὸ στὸ κεφάλι. Ἀπ᾿ ὅλα του ἐφανερωνόταν ὁ γέροντας πῶς ἦταν καραβοτσακισμένος θαλασσινός. Εἶχεν ὅλη τὴν ὑγεία καὶ ὅλη τὴν ταλαιπωρία τοῦ ναυτικοῦ ἐπάνω του. Ψηλός, λεβεντόκορμος, μὲ ὤμους πλατεῖς καὶ καμαρωτούς· μὲ τὴ μέση στέρεη σὰν τὸ γόμφωμα τῆς κλάπας, ποὺ σιδερένια κρατεῖ ἐπάνω καὶ κάτω τὰ ἐξαρτήματα· μὲ χέρια ζερβόδεξα ριχμένα, συμμαζεμένα λίγο στὴν ἀνάπαψη· τὰ βήματ᾿ ἀνοιχτά· τὰ πόδια στέρεα σὰν μαρμαροκολώνα· ἐπρόδινε σῶμα θαλασσοδαρμένο καὶ ἡλιοψημένο, ποὺ ἐπῆρε πλέον τὴ σκληρότητα καὶ τὸ μέστωμα τοῦ χάλυβα. Τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου τοῦ τραχύτατα, γερά, μὲ ψαρὰ γένεια καὶ μουστάκια, μὲ τὰ μάτια καστανά, τὸ μέτωπο σύζαρο καὶ αὐστηρό, ἔδειχναν πάντα πῶς τίποτε ἄλλο δὲν ἐφρόντιζε παρὰ πῶς νὰ διακρίνῃ μέσ᾿ ἀπὸ τὴν πυκνὴν ὁμίχλη ποθητὸν λιμένα γιὰ ν᾿ ἀσφαλίση τὸ καράβι του. Καὶ ὁ γλάρος ἀκόμη νὰ τὸν ἔβλεπε, ἀμέσως θὰ τὸν ἐγνώριζε γιὰ σύντροφό του. Ἀλλ᾿ ὁ ἀνακριτὴς ἤθελε σῴνει καὶ καλὰ νὰ βάλῃ καὶ αὐτὸν στὴν ἀνάκριση.
– Πῶς λέγεσαι; τὸν ἐρώτησε μὲ αὐστηρὴ φωνή.
– Χατζὴς Μπάκας· ἀποκρίθηκεν ὁ γέροντας βγάζοντας μὲ σεβασμὸ τὸ πηλήκιο.
Ἀλλ᾿ ὁ σωρὸς τῶν Καραγκούνηδων ἐσείσθηκεν ἀμέσως μὲ σούσουρο, ὅπως σωρὸς ξερῶν φύλλων, ὅταν ἔρχετ᾿ ἐξαφνικὸ φύσημα ἀνέμου, κι ἐστύλωσεν ψαχουλευτικᾶ τὰ μάτια ἐπάνω του. Δὲν τὴν ἄκουαν, ὄχι, γιὰ πρώτη φορὰ τώρα τὴν φωνὴν ἐκείνη! Ὅσο καὶ ἂν ἦταν ἀλλαγμένη, εἶχεν ὅμως κάτι τὸ κλαψάρικο καὶ τὸ ταπεινὸ μέσα της.
– Ὁ ζητιάνος, λιέω! ἐψιθύρισε δειλὰ στ᾿ αὐτὶ τοῦ Παπαρρίζου ὁ πάρεδρος.
– Ὁ ζητιάνος· εἶπε καὶ ὁ Μαγουλᾶς στ᾿ αὐτὶ τοῦ Τρίκα.
Κι ἕνας με τὸν ἄλλον, ἀπὸ τοὺς ἄντρες στὶς γυναῖκες, ἐψιθύρισαν ὅλοι τ᾿ ὄνομα τοῦ Τζιριτόκωστα μ᾿ ἔκφραση μίσους καὶ τρόμου κι ἐκόλλησαν περισσότερον ὑποψιασμένα τὰ μάτια ἐπάνω του. Ἀλλὰ δὲν ἄργησαν ν᾿ ἀρχίσουν τὶς ἀντιλογίες καὶ τὶς ἀμφιβολίες τους. Ἔξω ἀπὸ τὴ φωνή, τίποτε ἄλλο δὲν εἶχεν ὁ γέροντας ποὺ νὰ μοιάζῃ τοῦ ζητιάνου. Οὔτε τὰ φορέματά του ἦσαν ἴδια, οὔτε τὰ γένεια, οὔτε τουλάχιστον τὸ γαϊδουράκι του! Ἐκεῖνο τὸ ἐθυμοῦνταν ὅλοι· ἦταν καράτικο. Ἐνῷ αὐτὸ ἦταν ποδαλὸ καὶ ἀστεράτο. Εἶχε κορδόνι ἀπὸ ἄσπρες τρίχες στὸν λαιμὸ καὶ ἄλλες ἐμπρὸς στὸ μέτωπο καὶ κάτω στὰ πουλάκια καὶ στὰ γόνατα καὶ στὰ καπούλια ἀκόμη. Ἃ μπά! Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εἶνε ὁ ζητιάνος!...
Καὶ ἀληθινὰ ὁ Τζιριτόκωστας δὲν ἦταν πλέον ὁ ζητιάνος. Ὅταν εἶδε πῶς ἔπιασε τὸ κονάκι φωτιά, τρομασμένος κι ἐκεῖνος, ὅπως οἱ χωριάτες, ἔφυγε μακρὰν νὰ κρυφθῇ. Ἀλλὰ δὲν ἠθέλησε νὰ τοὺς ἀκολουθήσῃ στοὺς κρυψῶνες τους. Ἦταν πιθανὸν νὰ συνέρθουν ἀργότερ᾿ ἀπὸ τὴν ἔκπληξη, νὰ συλλογισθοῦν πῶς αὐτὸς ἦταν ὁ κύριος αἴτιος ὅλης τῆς καταστροφῆς καὶ νὰ θελήσουν μὲ ξυλοκοπήματα, εἴτε καὶ μὲ φόνο, νὰ ἐκδικηθοῦν τὸ κακὸ ποὺ ἔπαθαν. Μόνος ἔφυγε κι ἐχώθηκε στὴν πατουλιά, ποὺ εἶχε καὶ τὰ πράγματά του. Κι ἐκεῖ ξαπλωμένος τ᾿ ἀνάσκελα, ἄρχισε νὰ συλλογίζεται τὴ θέση του. Ἔ, μὰ τὸ παράκαμε· ἀληθινὰ τὸ παράκαμε κι αὐτός! Τί διάβολο ἤθελε νὰ φθάσῃ ἕως ἐκεῖ τὴν ἐκδίκησή του! Τί τὸν ἔμελε νὰ ἐκπλήξη παραπάνω τοὺς Καραγκούνηδες! Τὴ δουλειὰ τὴν ἔκαμε καλὰ ὡς σήμερα. Μακάρι νὰ εὕρισκε καὶ στ᾿ ἄλλα χωριὰ τόση κουταμάρα καὶ τόσην ἐσοδειά. Τὰ σακκούλια τοῦ ἦταν γεμάτα· τὸ μπαστοῦνι τοῦ παραστοιβασμένο. Τί ἄλλο ἤθελε;
Τώρα ἡ μετάνοια ἦρθεν αὐτόκλητη στὸ πνεῦμα του καὶ ἄρχισε νὰ τὸν τυραννῇ. Δὲν τὸν ἔμελεν, ὄχι, γιατί ἔγινεν αἴτιος τόσης καταστροφῆς, εἴτε γιατί θὰ ἐχαραχτηρίζονταν αὔριο ὑπεύθυνοι οἱ χωριάτες καὶ θὰ ὑπόφεραν τὰ μύρια ἐξ αἰτίας του. Γιὰ ξένες περιουσίες καὶ γιὰ ξένα τομάρια δὲν ἔδινε λεφτὸν ὁ Τζιριτόκωστας. Ὅ,τι τὸν ἐβασάνιζεν ἦταν ἡ σκέψις πῶς θὰ κατώρθωνε νὰ φύγῃ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ ἐξακολουθήση ἀνενόχλητος τὸ ζητιάνικό του ἔργο. Ἤξευρε πῶς ἡ ὄψις τῆς πυρκαϊᾶς θὰ ἐσυγκέντρωνε κόσμο καὶ στρατιῶτες ἐκεῖ· ἐφοβόταν πῶς ἡ ἀνάκρισις ἠμποροῦσε νὰ περιλάβη καὶ αὐτὸν στὴν ἀνιχνευτική της ἐνέργεια. Ἐσκέφθηκε λοιπὸν ἀμέσως νὰ φύγῃ ἀπ᾿ ἐκεῖ. Ἦταν τὸ φρονιμώτερο, ποὺ εἶχε νὰ κάμῃ. Ἀλλὰ ποῦ νὰ πάγῃ; Τί δρόμο νὰ πάρη τέτοια ὥρα; Τὸν τόπο καλὰ δὲν τὸν ἤξευρε. Ἄλλη φορὰ δὲν εἶχε ταξιδέψη σ᾿ ἐκεῖνα τὰ μέρη. Ἠμποροῦσε νὰ γυρίζῃ ὅλη τη νύχτα καὶ τὴν αὐγὴ νὰ ξημερωθῆ πάλιν ἐμπρὸς στὸν κρυψώνα του.
– Διάβολε! ἐψιθύρισε· κάπως σκοῦρα τὰ πράγματα!...
Καὶ γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή του ἔρριξε τὸ κεφάλι στὸ χέρι μὲ στενοχώρια ὁ Τζιριτόκωστας κι ἔμεινε συλλογισμένος. Ἀλλ᾿ ἔξαφνα ἐχτύπησε μὲ τὴν παλάμη τὸ μέτωπό του πεισματικά.
– Κουρκούτη ἔγινε τ᾿ ἀναθεματισμένο!... εἶπε μὲ αὐταρεσκείας χαμόγελο.
Βέβαια, Κουρκούτη ἔγινε τὸ μυαλό του, ἀφοῦ δὲν ἐθυμήθηκε πῶς τόσα καὶ τόσα μέσα εἶχεν ἀκόμη στὴ διάθεσή του γιὰ ν᾿ ἀπατὰ τὸν κουτόκοσμο! Πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα ἔπρεπε ν᾿ ἀλλάξη τὴ φορεσιά του. Μέσα στὰ σακκούλια του, στὸν πάτο βαθιά, εἶχε τὴν εὐρωπαϊκὴ ἀλλαξά, ποὺ τὸν ἔκαναν ἀμέσως ἄλλον ἄνθρωπο. Τὴν ἔβαζεν ἐκείνη, ὅταν ἔμπαινε σὲ πολιτεῖες. Ἐκεῖ κατοικοῦν ἀνεπτυγμένοι ἄνθρωποι. Συχαίνονται καὶ δυσπιστοῦν ἐμπρὸς στὸν παλιοτσολιά· δὲν ἀγριεύουν ὅμως στοὺς φραγκοφορεμένους. Βρίσκονται τόσο κοντὰ στὸν ἄστατο τροχὸ τῆς τύχης, ὥστε πιστεύουν εὐκολώτερα νὰ καταντήσῃ ὁ ἑκατομμυριοῦχος πεντάφτωχος, παρὰ παλιοχωριάτης ἄξιος ἐλεημοσύνης. Διαφορετικὸς κόσμος βλέπεις! Ὁ Τζιριτόκωστας εἶχε γνωρίση πολλούς, ποὺ δὲν ἐσυγκινοῦνταν στὰ συχωρολόγια· καὶ ὅμως ἐγίνονταν τρυφερόκαρδοι ἐμπρὸς στὴ διήγηση μιᾶς πυρκαϊᾶς καὶ μιᾶς θαλασσοφουρτούνας.
Ὁ ζητιάνος ἐσύρθηκεν ἀμέσως στὰ κωλορρίζα τῆς πατουλιᾶς καὶ ψαχουλεύοντας ἐξέθαψε τὴν ντρίλινη φορεσιὰ καὶ τὸ ναυτικὸ πηλήκιο. Ἔβγαλε μὲ σπουδὴ τὴ φουστανέλλα καὶ τὶς σκάλτσες του· ἐπέρασε τὰ φράγκικα. Πάει πλέον· ἦταν ναυτικός. Ναυτικὸς καραβοτσακισμένος!
– Ἂς ἔρθουν τώρα τὰ ζωντόβολα νὰ μὲ γνωρίσουν! ἐψιθύρισε χασκογελώντας.
Ἄρχισε νὰ συλλογίζεται πῶς θὰ οἰκονομήση τὰ πράγματά του. Δὲν ἠμποροῦσε βέβαια νὰ τὰ πάρη μαζί του. Ἂν τοῦ ἔκαναν ἔρευνα, θὰ ἔμπαιναν ὅλοι σε πειρασμό. Τί τὰ θέλει ἕνας καραβοτσακισμένος τ᾿ ἀλλαξίμια; Καὶ πρὸ πάντων ἀλλαξίμια καραγκούνικα!...
Ἐνῷ ἐσυλλογιζόταν ἔτσι, ἄκουσε τὸ γαϊδουράκι του νὰ φρυμάζῃ καὶ ν᾿ ἀντιπατῇ ἀνήσυχο. Τῆς αὐγῆς τὸ δροσερὸ ἀγεράκι ἄρχισε νὰ ἐμψυχώνῃ τὰ κοιμισμένα μέλῃ τοῦ ζωντανοῦ καὶ νὰ τοῦ γαργαλίζῃ τὰ φωνητικὰ ὄργανα στὸ σάλπισμα χαρᾶς κι ἐξεγέρσεως. Ἀπὸ μακρὰν ἔφθαναν στ᾿ αὐτιά του συγχισμένα ξεφωνητὰ καὶ πατήματα καὶ ἀνθρώπων σαλαλοῆ. Ἦταν οἱ κάτοικοι τῶν χωριῶν, ποὺ ἐσυμμαζώνονταν νὰ τρέξουν στὸ Νυχτερέμι γιὰ τὴν πυρκαϊά. Κι ἐφοβήθηκε μήπως τὸ γαϊδουράκι του ἀρχίσῃ τώρα τὸ γκάρισμα καὶ κεντήσῃ τὴν περιέργεια κανενὸς διαβάτη ἕως τὸ καταφύγιό του. Τί διάβολο ἤθελε τὸ γαϊδοῦρι κρυμμένο μέσα σὲ μιὰ πατουλιά;
Ὁ ζητιάνος ἐσκέφθηκεν ἀμέσως καὶ ἀποφάσισε. Ἔκρυψεν ὅλα τὰ περιττὰ πράγματά του στὰ κωλορρίζα, ἔρριξε τὸ σαμάρι ἐπάνω στὸ ζῶ, ἐπῆρε τὸ μπαστοῦνι του κι ἐβγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὰ κλαδιά. Καιρὸς δὲν τοῦ ἔμενε πλέον νὰ φύγῃ. Ὁ τόπος ὅλος περίγυρα ἦταν στὸ ποδάρι σηκωμένος. Καλύτερα ἦταν νὰ μείνη ἐκεῖ στὸ ξέφωτο, νὰ βάλῃ τὸ γαϊδουράκι του νὰ βόσκῃ, κι ἐκεῖνος νὰ πέση νὰ κοιμηθῆ ὥστε νὰ ἰδῆ τὸ τί θ᾿ ἀπογίνῃ στὸ χωριό. Φόβο δὲν εἶχε πλέον οὔτε αὐτὸς οὔτε τὸ ζωντανό του.
– Σὰν καλὰ εἴμαστε· εἶπε.
Καὶ ἥσυχος ἐξαπλώθηκε στὸν ἴσκιο μιᾶς καστανιᾶς καὶ ἄρχισε νὰ ροχαλίζῃ. Οἱ στρατιῶτες ὅμως, ψαχουλεύοντας γιὰ τοὺς Καραγκούνηδες, τοῦ ἐχάλασαν τὸν ὕπνο καὶ σπρώχνοντας τὸν ἔφεραν τώρα στὸν ἀνακριτή. Κι ἐνῷ οἱ χωριάτες ἔκαναν τὶς παρατηρήσεις καὶ τὶς ἀντιλογίες τους, αὐτὸς ἀδιάφορος ἐδιηγόταν τὴν ἱστορία του, τὰ παθήματά του, ὁλόκληρη ὀδύσσεια τῆς ναυτικῆς ζωῆς, τῆς κινδυνεμένης καὶ πολυστέναχτης!
Ἦταν ἀπὸ τὴ Λειψοκουτάλα κι εἶχε μπάρκο καλοτάξιδο. Χίλια κιλὰ νὰ πῇς τὰ ἔπαιρνεν ὅλα μέσα. Ἦταν αὐτὸς καπετάνιος κι εἶχε μαζὶ τὰ δυό του παιδιὰ –δυὸ δράκους, ποὺ δὲν ἐδείλιαζε ποτὲ τὸ μάτι τους. Ἔκανε ναύλους καλούς· ἀπὸ τὴ Μαύρη θάλασσα στὴ Μαρσίλια καὶ ἀπὸ τὴ Μαρσίλια στὴ Μαύρη θάλασσα. Νυχτόημερα τ᾿ ὤργωνε τὸ ἄκαρπο κῦμα. Δὲν ἐξέταζεν αὐτὸς οὔτε μελτέμια οὔτε Πεντέχτη· δὲν ἐλογάριαζε οὔτε βορριά, οὔτε νότο. «Σταυροῦ δέση – σταυροῦ λύση» δὲν εἶχεν αὐτός, ὅπως οἱ ἄλλοι θαλασσινοί. Εἶχε πλεούμενο γερὸ καὶ ἄξιους συντρόφους. Ἀλλὰ τί ἀπόχτησε μὲ ὅλ᾿ αὐτά; Κἂν τίποτε! Ἔφτασε μία στιγμή, μία κακὴ ὥρα νὰ τοῦ τ᾿ ἁρπάξη ὅλα, κόπους καὶ πλούτη καὶ παιδιὰ καὶ νὰ τὸν ἀφήσῃ ἔρμον καὶ πεντάφτωχον! Τώρα γυρίζει ἐδῶ κι ἐκεῖ σὰν πρόστυχος ζητιάνος καὶ περιμένει ἀπὸ τὰ ὑστερήματα τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὰ ἐλέη τῶν φτωχῶν, ἐκείνων ποὺ τόσες φορὲς αὐτὸς ἐλέησεν ἄλλοτε, νὰ ζήσῃ τὴν ἄθλια καὶ καταφρονεμένη ζωή.
– Μὰ τί νὰ κάμω; εἶπε μὲ δάκρυα στὰ μάτια· νὰ σκοτωθῶ; Νὰ πνιγῶ; Τῆς πείνας νὰ ψοφήσω; Ὄχι· δὲν τὸ κάνω! Ὁ κόσμος θὰ μὲ περγελάση· ἡ ἐκκλησία θὰ μὲ ταπεινώσῃ. Δὲν τὸ κάνω· δὲν τὸ κάνω ποτέ!...
Ὁ γέροντας εἶχε τόσην εἰλικρίνεια στὸ βλέμμα του, τόση στὴ φωνὴ τοῦ θλίψη, στὸ σῶμα του περιχυμένη τόσην ἐπισημότητα, ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶνε κανεὶς ἄπιστος γιὰ νὰ μὴν πιστέψη καὶ πέτρα νὰ μὴν συγκινηθῆ. Οἱ ἀκροατές τοῦ ὅλοι, ἦσαν κυριευμένοι ἀπὸ οἶκτο καὶ τὰ πρόσωπά τους ἔδειχναν ζωγραφιστὴ τὴν ἀποθάρρυνση καὶ τὴν ψυχοπόνια. Σύμφωνα μὲ τὸν χαρακτῆρα καὶ τὴν ἀνατροφή του καθένας ἔκανε διάφορους συλλογισμούς, πάντοτε ὅμως μελαγχολικοὺς καὶ πένθιμους.
– Τί ἐπάγγελμα! Τί ἐπικίνδυνο ἐπάγγελμα!... ἐξεφώνησεν ὁ νομάρχης κινώντας τὸ κεφάλι. Αὐτοὶ εἶνε θηρία· δὲν εἶναι ἄνθρωποι! Ὅλο με τ᾿ ἄψυχα παλεύουν· μὲ τὸ νερό, μὲ τὸν ἀέρα καὶ μὲ τὶς ξέρες. Πάλεψε ὅσο θέλεις· τί νὰ τοὺς κάμῃς; Ἂν σωθῆς, ἐσώθης· ἂν χαθῆς, ἐχάθης· στὸν ἀντίπαλο τίποτε δὲν κάνεις...
– Ὅ,τι κάμῃς θὰ εἶνε μιὰ τρῦπα στὸ νερό· εἶπε χαριτολογώντας ὁ ἀνακριτής.
– Ποὺ θὰ τὴν βουλώσῃς ἐσὺ πρῶτος· ἐπρόσθεσεν ὁ μοίραρχος.
Ἀλλὰ καὶ οἱ ληταρωμένοι χωριάτες ἔκαναν τὶς συζητήσεις τους. Τὴ θάλασσα τὴν ἐγνώριζαν ἀπὸ μακράν. Δὲν εἶχαν ταξιδέψη ποτὲ καὶ τὰ λόγια του γέροντα ἐπροξενοῦσαν μεγαλείτερη κατάπληξη στὸ πνεῦμα τους. Ἐμπρὸς τοὺς ἔβλεπαν πέλαγος ἀνοιχτό, ἀπέραντο, μὲ κύματα σκοτεινὰ καὶ οὐρανὸ μολυβένιο, τῆς φρίκης καὶ τοῦ θορύβου αἰώνιον γίγαντα. Ἔβλεπαν ἄγριες ἀκρογιαλιές, στουρναρόπετρες ὑπερύψηλες, ἄβλαστες, ἄδεντρες, μὲ γόμφους καὶ λακκώματα δόλια, στὸ πουλὶ καὶ στὸν ἄνθρωπον ἀπάτητα, νὰ χάσκουν στὸ ἄπειρο προσμένοντας τὴ βορά τους. Καὶ ἀντίκρυ καράβι καμαρωτό, νὰ παλεύῃ ἀπελπιστικὰ μὲ τὰ κύματα· νὰ σπρώχνεται ἀκράτητο στοὺς βράχους· νὰ σκορπᾷ μύρια κομμάτια στὴ στιγμή. Ἄκουαν τὴ φριχτὴ σύγκρουση· τὸ τριζοκόπημα τ᾿ ἀπαίσιο τῶν ξύλων, τὶς φωνὲς ἀπελπιστικὲς τῶν ναυτῶν. Ἔβλεπαν τώρα τὸν Τζιριτόκωστα θαλασσοβρεμένο στὴν ἄξενη ἀκρογιαλιά· καταπληγωμένον, πανέρημον, μὲ σταυρωμένα χέρια καὶ μάτια θολά, νὰ κοιτάζῃ τὶς ξέρες καὶ τὸ κῦμα, ποὺ γιὰ μία στιγμὴ τοῦ ἅρπαξε παιδιὰ κι ἔχει τοῦ μαζί! Κι ἔξαφνα ἰδέα ἐγωιστικὴ ἄστραψε στὸ πνεῦμα τους. Ἐσύγκριναν τὴ ζωὴ τοῦ ναύτη μὲ τὴ δική τους ζωή, τὴν καραγκούνικη, μὲ αὐτῆς τῆς ὥρας τὴ ζωή, τὴ ληταρωμένη καὶ ἀβέβαιη γιὰ τὸ μέλλον κι ἕνα ξαλάφρωμα ἐβγῆκεν ἀπὸ τὰ στήθη τους. Ὅπως διάβολο καὶ ἂν ἦσαν, πάντα καλύτερα ἦσαν ἀπὸ κείνους! Τουλάχιστον ἐδῶ ὑποφέρεις, ἀλλὰ δὲν πνίγεσαι!
– Κι ἂν πεθάνῃς πᾶς διαβασμένος! ἐψιθύρισεν ὁ Παπαρρίζος.
– Ἄ, σὰν πεθάνω!... εἶπεν ὁ Κράπας ἀδιάφορος.
Ἤθελε νὰ ξαναειπῇ τὴ συνηθισμένη τοῦ φράση, τὴν ἀσυνείδητα παραγεμισμένη μὲ ὅλη τὴν ἀπογοήτευση καὶ τὴν ἀμφιβολία τῆς βίβλου τοῦ Ἰώβ. Ἀλλ᾿ ἐσυνῆρθεν ἀμέσως σ᾿ ἕνα βλέμμα τοῦ παπᾶ κι ἐχαμήλωσε κάτω τὸ κεφάλι κλωτσώντας μὲ τὸ πόδι του τὴ γῆ.
Ὁ ἀνακριτὴς ὅμως, δυσκολόπιστος, ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ θέσις του, ἐρώτησε μὲ αὐστηρὴ φωνὴ τὸν Τζιριτόκωστα, ἂν εἶχε πιστοποιητικά.
– Ἄ, ναί! ἔκαμεν ἐκεῖνος ξεχασμένος δῆθεν.
Εἶχε καὶ παράειχε. Ἠμποροῦσε νὰ ἔβγῃ στὸ ταξίδι δίχως πιστοποιητικά! Ἔσυρεν ἀπὸ τὴν τσέπη του γρήγορα ἕνα ἔγγραφο, διπλωμένο σὲ στρατσόχαρτο. Ἀπὸ τὴν πολυκαιρία καὶ τὰ τόσα χέρια ποὺ τὸ ἐπασπάτεψαν, εἶχε καταντήσῃ κουρέλι. Τὸ ξώφυλλό του ἦταν μισοτριμμένο, χωρισμένο σταυρωτά· καὶ τὸ ἐσωτερικὸ ξεφτισμένο κι ἐκεῖνο, ἕτοιμο νὰ σκορπίσῃ, σὰν φύλλο τέφρας στὸ πρῶτο ἀνεμοφύσημα. Τὰ περισσότερα γράμματά του ἦσαν σβυσμένα καὶ δυσκολοδιάβαστα· ὁ τίτλος του καταστρεμμένος· ἡ ὑπογραφὴ μισοτριμμένη· μουτζουρωμένη ἡ σφραγῖδα. Ἀλλ᾿ ὁ ἀνακριτὴς ἔβαλε πεῖσμα νὰ διαβάσῃ τὸ πιστοποιητικὸ καὶ τέλος τὸ κατόρθωσε. Εἶδε πῶς ὁ Χατζὴς Μπάκας ἀπὸ τὸ χωριὸ Λειψοκουτάλα, τοῦ δήμου Λειψοκουτάλας, τῆς ἐπαρχίας Λειψοκουτάλας, τὸ ἐπάγγελμα πλοίαρχος, κάτοχος ποτὲ μπάρκου χιλίων τόνων, ἄνθρωπος τίμιος, ἐργατικός, ἐγκρατής, καλὸς χριστιανὸς καὶ καλὸς φίλος (ἀνάμεσα στὸ καλὸς καὶ τὸ φίλος ἦταν μία λέξις ποὺ ἔλεγε «πολιτικός», ἀλλ᾿ ἦταν σβυσμένη καὶ τὴν ἐπήδησεν ὁ ἀνακριτής) ἔπαθε μέγα δυστύχημα καὶ ἀνεπανόρθωτον· ἔχασε κατὰ τὴ νύκτα τοῦ ἁγίου Νικολάου –φοβερὴ νύχτα, ποὺ τὴν θυμοῦνται ὅλοι οἱ θαλασσινοὶ– τὸ μπάρκο του, ναυαγισμένο μεταξὺ Μπέρκου καὶ Μπερίστας, ἀνάμεσα σὲ ἄγρια κύματα καὶ φοβεροὺς σκοπέλους.
– Μπέρκου καὶ Μπερίστας! ἔκοψε τὸ διάβασμα τοῦ ἀνακριτῆ ὁ ἀρχηγός, ψηλαφώντας τὸ μέτωπό του γιὰ νὰ συλλάβη τὶς ἰδέες· κάπου τ᾿ ἄκουσα, Μπέρκου καὶ Μπερίστα· νομίζω πῶς εἶνε ὀρεινὰ χωριὰ τῆς Ρούμελης.
– Ἄ, μπά· ἀντίκρουσεν ἀτάραχος ὁ Τζιριτόκωστας· εἶνε βράχοι τῆς Μαύρης θάλασσας· εἶνε φόβος καὶ τρόμος τῶν καραβιῶν ἐκεῖ!...
– Βέβαια, εἶπεν ὁ νομάρχης· ἐγὼ ἐγύρισα στὰ νιάτα μου ὅλη τη Ρούμελη· πουθενὰ δὲν ἄκουσα τέτοια ὀνόματα.
– Ἔχεις φαμίλια, γέροντα; Ἐρώτησεν ἀπότομα ὁ ἀρχηγός.
– Ἔχω, καπετάνιε μ᾿, ἔχω καὶ παράχω· ἀποκρίθηκεν ἐκεῖνος, πλαγιάζοντας στὸν δεξιὸν ὦμο τὸ κεφάλι, γιὰ νὰ δώσῃ περισσότερη θλίψη στὴ στάση του· ἔχω τὴ γριά μου.
– Παιδιὰ δὲν ἔχεις;
– Ἔχω τρία μὲ συμπάθειο.
Ὁ ἀρχηγὸς ἐσυγκινήθηκεν· ἔβαλε τὸ χέρι στὴν τσέπη καὶ τοῦ ἔδωσε λίγες δεκάρες. Ἀμέσως ἡ εὐσπλαχνία ἐκυρίεψεν ὅλον τὸν σεβαστὸν ὅμιλο.
– Ἔλα κι ἀπὸ δῶ!...
– Κι ἀποδῶ!...
Ἕνας με τὸν ἄλλον καὶ ὁ νομάρχης καὶ ὁ μοίραρχος καὶ ὁ ἀνακριτής, ὁ πρόξενος καὶ ὁ Ντεμὶς ἀγάς, ὅλοι τὸν ἔκραξαν κοντά τους καὶ τὸν ἐλέησαν.
– Νά, πᾶρε τὰ χαρτιά σου καὶ σῦρε στὸ καλό, γέροντά μου· εἶπεν ὁ ἀνακριτὴς συγκινημένος.
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ὁ Τζιριτόκωστας μὲ ἀξιοπρέπεια ναυτικοῦ, ποὺ ἡ συμπάθεια καὶ ἡ ἐλεημοσύνη τῶν ἄλλων τὸν συγκινοῦν, ἀλλὰ δὲν τὸν ταπεινώνουν, ἐδίπλωνε τὸ χαρτί του κι ἑτοιμαζόταν νὰ φύγῃ, ἕνας λοχίας ἐπαρουσιάσθηκεν ἐκεῖ καὶ ἀνέφερε πῶς σὲ κάποιο σπίτι ἀνακάλυψαν δυὸ νεκρούς.
– Νεκρούς! εἶπαν ὅλοι ἔκπληχτοι.
– Ἔκαμαν καὶ φόνους ἀκόμη! ἐψιθύρισεν ἀγριοκοιτάζοντας τοὺς Καραγκούνηδες ὁ ἀνακριτής.
– Ὁ βρυκόλακας! Εἶνε ὁ βρυκόλακας!... ἔκραξαν ὁμόγνωμοι ἐκεῖνοι.
– Ποιὸς βρυκόλακας, βρὲ ζωντόβολα! ἀγριοφώναξεν ὁ μοίραρχος. Ἀκόμα ἐπιμένετε νὰ μᾶς γελᾶτε!...
– Ὄχι, καπτᾶνε μ᾿, εἶπεν ὁ Παπαρρίζος χλωμός. Ἀληθινά· σ᾿ ἐκεῖνο τὸ σπίτι ἦταν ὁ βρυκόλακας.
Κι ἔδειξε μὲ κίνημα τοῦ κεφαλιοῦ τὸ σπίτι τοῦ Βαλαχᾶ. Ἔστεκεν ὁλόρθο, ἀπείραχτο ἐκεῖνο στὴ θέση του. Οἱ Καραγκούνηδες ἀπὸ τὸν τρόμο τοὺς ἔρριξαν μακρύτερα τὰ δαυλιὰ καὶ κανένα δὲν κατώρθωσε νὰ σκαλώση ἐπάνω του. Μόνον τὰ δαυλιά, ποὺ ἐτίναξε τὸ ἄτρεμο χέρι τοῦ Τζιριτόκωστα, εἶχαν φθάση στὸν σκοπό τους. Ἀλλὰ κι ἐκεῖνα ἔπεσαν ἐπάνω στὴ σκεπὴ καὶ ἀποκαρβουνώθηκαν χωρὶς νὰ μεταδώσουν στὰ κρύα κεραμίδια τὴ φωτιά τους.
Ὅταν οἱ στρατιῶτες ἐκατέβασαν ἀπὸ τὸ σπίτι τὸν Μουτζούρη καὶ τὸν Βαλαχᾶ, ὅλος ὁ ἀνθρώπινος ὅμιλος, ἀνεξαιρέτως κοινωνικῆς θέσεως καὶ θρησκείας, ἐκυριεύθησαν ἀπὸ φρίκη καὶ ἀνησυχία. Ὁ Μουτζούρης, τυλιγμένος στὰ κουρέλια του, ἀλύγιστος, μὲ τὴν ἠρεμία τοῦ θανάτου παγερὴ ἐπάνω του, μὲ τὴν τσαγγὴ ἀποφορὰ τῆς νεκρῆς σάρκας χυμένη τριγύρω του, ἐπροξενοῦσε θλίψη καὶ σιγὴ ἐπίσημη. Ὁ Βαλαχᾶς ὅμως ἐπαρουσίαζε τὸ οἰκτρὸ θέαμα ἀνθρώπου, ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη νεκρὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ δὲν ἔχει πλέον τὸ πνεῦμα ζωντανό. Τὸ βλέμμα του κατάκρυο, πηχτό, ἦταν προσηλωμένο πάντοτε κάπου, σὲ ὁρισμένο σημεῖο καὶ ἀτένιζε χωρὶς νὰ βλέπῃ καθόλου. Οἱ προσωπικοὶ μύες, τὰ χείλη, τὰ ματόφυλλά του ἔπεφταν χλωμά, παραλυμένα, ἐντελῶς ἀκυβέρνητα ἀπὸ τὰ νεῦρα τους κι ἔκαναν τῆς ψυχῆς τὸν ἄψεγο καθρέφτη κατάθαμπον καὶ τριμματισμένον καὶ μ᾿ ἀηδία περιττόν. Τ᾿ ἄκρα τοῦ σώματος, τὰ πόδια λυγισμένα στὸ γονάτισμα, τὰ χέρια μὲ τὶς παλάμες ἀνοιχτὲς ἐμπρός, ἐδιατηροῦσαν ἀκόμη τὴ στάση τῆς φρίκης καὶ ἀποστροφῆς ἐκείνη, ποὺ ἔλαβεν ὁ τελωνοφύλακας, ὅταν ἔξαφνα εὑρέθηκεν ἐμπρὸς στὸν νεκρὸ κι ἐδέχθηκε κατακέφαλα τὸ βαρὺ χτύπημα τῆς ἀρρώστιας του.
Οἱ Καραγκούνηδες, τρέμοντας ὁλόκορμοι, ἐδιηγήθηκαν στὸν ἀνακριτὴ τοῦ Μουτζούρη τὸ φθάσιμο ἐκεῖ, τὸν θάνατό του, τὸ ἀπίθωμά του στὸ σπίτι ἐκεῖνο. Γιὰ τὸν Βαλαχᾶ εἶπαν μόνον πῶς ἦταν τελωνοφύλακας, πῶς ἐφύλαγε πάντα στὶς ἐκβολὲς τοῦ Ποταμοῦ. Πῶς ὅμως εὑρέθηκεν ἐκεῖ καὶ σὲ τέτοια κατάσταση, κανεὶς δὲν ἤξευρε νὰ ἐξηγήσῃ.
– Ὁ βρυκόλακας θὰ τὸν ἔκαμ᾿ ἔτσι· ἐψιθύρισεν ὁ Παπαρρίζος.
Βέβαια· τὸ συνηθίζουν αὐτὸ τὰ κακοῦργα πνεύματα. Ἅμα τύχῃ καὶ τοὺς χαλάσῃ τὴν ἡσυχία ζωντανὸ πλάσμα, ἄνθρωπος εἴτε χτῆνος, καὶ τὴ φωνὴ τοῦ παίρνουν καὶ τοῦ στρεβλώνουν τὸ σῶμα καὶ τὸν νοῦ. Πόσα καὶ πόσα παραδείγματα δὲν ἔχουμε στὸν κόσμο! Μόνον τὰ γίδια φοβοῦνται. Ἴσως γιατί τὰ γίδια ἔχουν στὴ φυσιογνωμία καὶ τὰ καμώματά τους κάτι, ποὺ δείχνει στενὴ τὴ συγγένειά τους μὲ τὸν Ὀξαποδῶ. Ὁ τελωνοφύλακας, φαίνεται, ἔφθασεν ἀπαρατήρητος στὸ σπίτι τὴν ὥρα ποὺ οἱ Καραγκούνηδες ἐστενοχωροῦσαν τὸν βρυκόλακα μὲ τοὺς ἐξορκισμοὺς καὶ τὶς φωνές τους. Κι ἐκεῖνος, ἐρεθισμένος, ἐρρίχθηκε στὸν ἄμοιρο Βαλαχᾶ νὰ ἐκδικηθῇ. Πῶς ὅμως δὲν τὸν εἶδαν αὐτοὶ τὸν τελωνοφύλακα;
– Ξέρω κι ἐγώ!... εἶπεν ἕνας στὸν ἄλλον μὲ ἀπορία.
Ἀλλ᾿ ὁ Τζιριτόκωστας, ποὺ ἔμενεν ἀκόμη παράμερα κι ἔβλεπε τὴν ἔκπληξη τῶν ἄλλων, ἐπλησίασε καὶ τοὺς ἐξήγησε τὸ πάθημα. Ἐγνώριζεν αὐτός· εἶχεν ἰδῆ πολλὰ τέτοια! Καταπληξία ἔπαθεν ὁ ἄνθρωπος. Καὶ τὸ ἔπαθε ἀπὸ ὑπερβολικὸ φόβο. Πολλοὶ ναυτικοὶ τὸ παθαίνουν ἐμπρὸς σὲ μεγάλη θαλασσοφουρτούνα. Κι ἕνα κορίτσι, ποὺ χάνει ἀναγκαστικὰ τὴν τιμή του, μπορεῖ νὰ πάθῃ.
– Ταμπλᾶς τὸν βάρεσε· εἶπε μ᾿ ἐπιβλητικὴ φωνή.
Ἐπλησίασε στὸν Βαλαχᾶ, τὸν ἔσεισεν ἀπὸ τὸν ὦμο δυνατὰ καὶ τὸν ἐβίαζε νὰ κινηθῇ. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος ἔμενε ξύλο ξερό, χωρὶς νὰ γυρίζῃ τὸ βλέμμα, χωρὶς νὰ προσέχῃ σὲ τίποτε. Ὁ ζητιάνος ὅμως ἐπίμενε σῴνει καὶ καλὰ νὰ τὸν ἀναγκάσῃ νὰ κινηθῆ. Κι ἔξαφνα βαθὺ κοκκινάδι ἐχύθηκε στὸ κατάχλωμο πρόσωπό του ἕως τὰ μάτια κι ἔδειξε σημάδια ζωηρότητος.
– Νά τος· συνέρχεται! εἶπε μὲ ἀνακουφιστικὸν στεναγμὸ ὁ ἀρχηγός.
– Ἄ!... ἐστέναξαν καὶ οἱ ἄλλοι ὅλοι.
– Μπά· ἔκαμεν ὁ ζητιάνος δυσκολόπιστος. Κάνει πείσματα· τὸ ξέρω ῾γώ. Γιὰ ἰδές· τὸ σῶμα του εἶνε σὰν κερί· ὅπως θέλω τὸ κάνω... Ἔ, μωρὲ πράμμα γιά...
Ἀλλ᾿ ἀμέσως ἔκοψε τὰ λόγια του, ἐχαμήλωσε τὸ κεφάλι κι ἔμεινε συλλογισμένος.
Ὡς τόσο τὸ κοντόβραδο ἄρχισε νὰ πλακώνῃ. Ὁ ἥλιος ἔτρεχε γοργὸς στὴ δύση του. Ἀπογεματινὸ ἀεράκι ἐρχόταν ἐπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ τὰ χωράφια, τὰ δάση τῶν καστανιῶν καὶ τῶν ἰτιῶν, μὲ τὴν ἅρμη τοῦ ἀφροῦ καὶ τὸ μοσκοβόλημα τῶν χόρτων μέσα στὸ χωριό. Ἀλλ᾿ οὔτε τὸ μέστωμα τῆς ἀτμοσφαίρας, οὔτε τὴ μυρωδιὰ τῆς καϊμένης ὕλης ἦταν ἱκανὸ νὰ σκορπίση. Ὁ καπνὸς τοῦ κονακιοῦ ἐκαθόταν τώρα σύγνεφο σταχτόμαυρο καὶ βαρὺ ἐπάνω στὴν ἔκταση ὅλη, ἀπὸ ἄκρη σ᾿ ἄκρη. Τῆς βλαστήσεως τὰ πρόσχαρα χρώματα, τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ, τὰ ὀργωμένα χωράφια, τῶν κοιλάδων τ᾿ ἄδυτα καὶ τὰ ξέφωτα τῶν λόφων, τῶν χωριῶν τὰ χτίρια καὶ κάτω τῶν κυμάτων τ᾿ ἀνήσυχα νῶτα, ἔβγαζαν μίαν ἄχνα θαμπὴ καὶ νεκρὴν ἀναλαμπή, ποὺ ἔλεγες ἡ πλάσις ὅλη πῶς ἦταν βυθισμένη στὸ πένθος. Πουλιοῦ εὐτυχισμένου κελάδημα δὲν ἀντιλαλοῦσε πουθενά· δειλὸ ζῳύφιο κανένα δὲν ἐπρόβαλλε μέσ᾿ ἀπὸ τὰ χόρτα· πετούμενου γοργὸ φτεροκόπημα δὲν ἐτάραζε τὸν αἰθέρα. Μόνον κάποτε ὁλότρεμος ἴσκιος ἰχνογραφοῦσε ψηλὰ τὸ ἐχθρικὸ πέταγμα τοῦ ὄρνιου καὶ πάλιν ἔφευγε μακράν, σὰν νὰ ἐτρόμαζε τὴν κακὴ ἐνέργεια τέτοιας ἀτμοσφαίρας· καὶ κάτω ἀπὸ μακρινὸν ξέρακα ἔβγαινε κραυγὴ ἄγρια καὶ ξαφνική, τοῦ πελαργοῦ ἡ φωνή, σὰν νὰ ἔκραζε στὴ φύση ὅλη: «Φυλάξου! Φύγε τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἀδικία καὶ τὴν ἐπιβουλή!».
Ὅλα τὰ ζωντανὰ περίγυρα, χτήνη, δέντρα καὶ ἄνθρωποι, ἔπλεκαν ἀκυβέρνητα μέσα στὴν ἀποθάρρυνση καὶ τὴν ἀνία. Μέσα τους εἶχαν κάτι τί ἀνήσυχο· ἐπίβουλο κάτι ἐπεριπετοῦσεν ὁλόγυρά τους· ὁ ἐφιάλτης ἀδάμαστος ἐκαθόταν στὴν ψυχὴ καὶ τὴν ἀνάγκαζε νὰ ποθῇ ἀόριστα καὶ ὅμως ἀσυμβίβαστά με τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀποστολή της. Τὰ χτήνη μὲ τὴ μύτη ἀκουμπισμένη στὴ γῆ, τ᾿ αὐτιὰ κάτω ριγμένα, τὴν οὐρὰ ἀργοκίνητη, βασιλεμένα τὰ μάτια ἐφρύμαζαν καὶ ἀναχαράζονταν κι ἐτρεμούλιαζαν τὸ σῶμα, λὲς κι ἐπάσχιζαν νὰ διώξουν τὴν ἀσφυξία ποὺ θανατικὴ τὰ ἐτριγύριζε. Τὰ δέντρα, μὲ τὰ φύλλα κρεμασμένα στὰ κλωνάρια τους, ἄψυχα μόλις ἐκινοῦνταν μὲ φρικίαση στὸ λαβρόκαφτο φύσημα. Καὶ οἱ ἄνθρωποι, Καραγκούνηδες καὶ στρατιῶτες, Τοῦρκοι καὶ βαθμοφόροι Ἕλληνες, ὅλοι με χαῦνα πρόσωπα, ἔδειχναν πῶς εἶχαν ἀποκάμει καὶ συχαθῆ πλέον τὴν ἐντολὴ καὶ τὴ μοῖρα τους.
– Οὔφ!... Θὰ μείνουμε πολὺ ἀκόμη; ἐρώτησε βαρύψυχος ὁ ἀρχηγός.
– Ἅ, μπά· νὰ φύγουμε· εἶπεν ὁ ἀνακριτής.
Δὲν εἶχαν πλέον τίποτε νὰ κάμουν. Τὸ κακούργημα ἦταν ὁλοφάνερο· οἱ ἔνοχοι εἶχαν συλληφθῆ. Δὲν ἤθελε ψιλοκοσκίνισμα τὸ πρᾶγμα. Ποιὸς λίγο-ποιὸς πολύ, ὅλοι ἐργάσθηκαν γιὰ τὸ κάψιμο τοῦ κονακιοῦ. Ἀληθινὰ ἐφαινόταν ἀνακατεμένος καὶ κάποιος ζητιάνος· ἀλλὰ δὲν εἶχε σημασία. Ἂν τὸν ἐσυλλάβαιναν, καλὸς ἦταν γιὰ τὸν θρίαμβό τους· ἀλλ᾿ ἀφοῦ δὲν εὑρέθηκε, δὲν πειράζει. Τί ἠμποροῦσε νὰ κάμῃ ἕνας ζητιάνος; Ὅσα ἔλεγαν γι᾿ αὐτὸν οἱ Καραγκούνηδες τὰ ἔλεγαν ἐλπίζοντας πῶς θὰ ἐλαφρώσουν τὴ θέση τους. Ηὔραν ἀνθρώπους νὰ γελάσουν! Ηὗραν εἰκόνισμα νὰ κάμουν τὸ σταυρό τους! Θὰ τοὺς ἔπαιρναν τώρα ληταρωμένους στὴ Λάρισα καὶ θὰ τοὺς κάθιζαν στὸ σκαμνί. Ἂν δὲν ἦσαν καὶ τώρα εὐχαριστημένοι οἱ Τοῦρκοι, θὰ εἰπῇ πῶς εἶνε ἀγνώμονες, μὰ τὸν Θεό! Καὶ οἱ ἔξω ἀλλόθρησκοι, μόλις τὸ μάθουν, πρέπει νὰ θερμοπαρακαλέσουν τὸν Ἀλλὰχ νὰ τοὺς κάμῃ γρήγορα Ἕλληνες ὑπηκόους! Δὲν εἶν᾿ ἔτσι;
Ἀποφάσισαν ὅμως ν᾿ ἀπολύσουν τὶς γυναῖκες. Ἐκεῖνες ἀκολούθησαν τυφλὰ τοὺς ἄντρες τους· δὲν ἔφταιγαν καθόλου. Ἐρώτησαν τοὺς Τούρκους μήπως εἶχαν ἀντιλογία· ἀλλὰ παραδόξως κι ἐκεῖνοι ἐσυμφώνησαν. Ἤθελαν νὰ πάρουν μαζί τους τὸν τελωνοφύλακα. Ὑπάλληλος ἦταν· ποιὸς ἠξεύρει ἀπὸ τί καταχρήσεις ἔσωσε τὸ δημόσιον ταμεῖον ὁ ἀτυχής! Καὶ ὅμως τώρα ποὺ κατάντησεν ἔτσι νὰ ἰδῆς πῶς κανένας δὲν θὰ τὸν συλλογισθῆ. Νὰ κράτος γιὰ νὰ δουλέψης πιστά.
Ὑπάλληλοι καὶ αὐτοὶ τοῦ κράτους, φαρμακοποτισμένοι ἀπὸ τὴν ἀχαριστία τῆς πατρίδας, ἐνόμισαν καθῆκον τους νὰ ταλανίσουν τὴν τύχη τοῦ συναδέλφου. Ἀλλὰ συγχρόνως ἐσυλλογίσθηκαν πῶς τὸ ἁμάξι δὲν θὰ τοὺς χωρέση. Ἠμποροῦσε νὰ τὸν βάλουν σ᾿ ἕνα ἄλογο τῶν Καραγκούνηδων· ἀλλ᾿ αὐτὸ θὰ ἦταν καταναγκασμός. Φτάνει ποὺ παίρνουν τοὺς χωριάτες ἀπὸ τὰ ἔργα τους· δὲν ἔπρεπε νὰ πάρουν καὶ τὰ ζῷα τους. Δὲν ἦσαν βασιβουζοῦκοι νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν!
Ἔξαφνα ἐσυλλογίσθηκαν τὸ γαϊδουράκι τοῦ Τζιριτόκωστα. Ἅμα τὸν ἐπλήρωναν καλά, δὲν θὰ ἐδυσκολευόταν νὰ πάγῃ ἕως τὴ Λάρισα ὁ καραβοτσακισμένος.
– Τί λές, γέροντα· πᾶμε; τὸν ἐρώτησεν ὁ ἀνακριτής.
Ἀλλ᾿ ὁ Τζιριτόκωστας δὲν ἀποκρίθηκεν. Ἔμενεν ἀκόμη βυθισμένος στοὺς συλλογισμούς του. Τὸ πρόσωπό του ἄλλαζε χρῶμα κι ἔκφραση κάθε στιγμή. Ἡ φράσις ἐκείνη, ποὺ μόλις κατώρθωσε νὰ κρατήσῃ στὰ χείλη του, ἔκρυβεν ὁλόκληρη τὴ σκοτεινὴ σκέψη, ποὺ ἐδαιμόνιζε τὸ πνεῦμα του. Ἡ κατάστασις τοῦ Βαλαχᾶ εἶχε κεντήση πολὺ τὰ ζητιανικὰ ἔνστικτα τοῦ Τζιριτόκωστα. Ἔ, μωρὲ πράμμα γιὰ ζητιανιά!... Ἂς κατώρθωνε νὰ τὸν πάρη μαζί του ἕνα καὶ μόνον μῆνα κι ἔβλεπες πῶς θὰ ἔκανε καλὰ τὴν τύχη του. Τὰ μέλη τοῦ τελωνοφύλακα ἦσαν εὐκολόπλαστα σὰν κέρινα. Κάθε στιγμὴ θὰ τοὺς ἄλλαζε τὴ θέση. Κάθε ἡμέρα θὰ τοὺς ἔδινε νέο σχῆμα καὶ νέα ἔκφραση στὸ πρόσωπό του. Ἐμπρὸς σ᾿ ἐκεῖνον μοῦτζες νάχουν ὅλα τὰ παραλλάγματα τοῦ κόσμου. Θὰ τὸν ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι καὶ θὰ ἐρράγιζε ἡ καρδιά τους. Ἀμέσως ὁ Μουτζούρης θὰ εὔρισκεν ἀντικαταστάτη. Καὶ ἀντικαταστάτη πλέον ἐπιτήδειο καὶ περισσότερον ἀκίνδυνο, μὰ τὸ Θεό!
Ἀλλὰ πῶς νὰ τὸν βάλῃ στὸ χέρι;...
– Ἔ, γέροντα, τί λές; ἐξαναρώτησεν ὁ ἀνακριτής, κουνώντας ἀπὸ τὸν ὦμο τὸν Τζιριτόκωστα.
– Ἅ, ναί... μακάρι! ἐψιθύρισεν ἐκεῖνος ἀφαιρεμένος.
– Ἔλα, πάρ᾿ τονε· κᾶμε γρήγορα νὰ φεύγουμε...
Ὁ ζητιάνος ἐσυνῆρθε κι ἐκοίταξε μὲ ἀπορία τὸν ὅμιλο. Ὑποψία φριχτὴ ἐπέρασε στὸν νοῦ καὶ τοῦ ἔδεσεν ἀμέσως τὴ γλῶσσα. Βέβαια ὁ ἀνακριτὴς ἐμάντεψε τὴ σκέψη του καὶ τοῦ παράδινε τὸν τελωνοφύλακα γιὰ νὰ τὸν ἀναγκάσῃ νὰ ἐκτεθῆ ἀκόμη περισσότερο. Ἀλλ᾿ ὁ Τζιριτόκωστας δὲν ἦταν ἀπὸ κείνους, ποὺ ἔτσι εὔκολα προδίδονται. Ἀμέσως ἔχυσε στὸ πρόσωπό του ἄφθονη τὴν ἀφηρημάδα καὶ τὴν ταπείνωση καὶ χαμηλοθώρης ἐψιθύρισε μὲ κλαψάρικη φωνή:
– Ἄφσε με, ἄρχοντά μου, καὶ μὴ μὲ πειράζῃς. Τί νὰ τὸν κάμω ἐγὼ τὸν ἄρρωστο!...
– Νὰ τὸν πᾶς στὴ Λάρισα· θὰ πληρωθῇς καλά, μὴ φοβεῖσαι· εἶπεν ὁ ἀνακριτής.
Ὁ Τζιριτόκωστας ἐνόησε τώρα. Ἐσήκωσε πρόθυμος τὸν Βαλαχᾶ, τὸν ἐκαλοκάθισε στὸ σαμάρι τοῦ μονόπλευρα, τὸν ἔδεσε μὲ τὰ σχοινιὰ νὰ μὴν πέσῃ. Ἔπειτα, δῆθεν ἀστειευόμενος, ἐστρέβλωσε τὰ πόδια τοῦ ἐμπρός, ἐγύρισε τὸ ἕνα χέρι ἐπάνω στὸ κεφάλι του, ἅπλωσε τὸ ἄλλο μὲ γουβωτὴ παλάμη καὶ μὲ χασκογέλασμα.
– Νά ὁ νεραϊδοπαρμένος! εἶπεν ἐπιδειχτικά. Νὰ τὸν εἶχε κανεὶς Κραβαρίτης, τί παρᾶ θὰ μάζωνε!...
Ἐγέλασαν δυνατὰ ὅλοι με τὴν ἐξυπνάδα τοῦ ζητιάνου. Ἀληθινὰ πρῶτοι ἐκεῖνοι θὰ τὸν ἐλεοῦσαν. Μωρέ, αὐτὸς εἶνε θαλασσινὸς ἀπὸ κείνους ποὺ ἐβούλωσαν τὸν διάβολο!...
Ἀλλ᾿ ἐκείνη τὴ στιγμὴ φωνὲς γοερὲς ἀκούσθηκαν στὸ χωριὸ κι ἐπάγωσαν τὰ γέλοια στὰ χείλη τους. Ἐμπρὸς στὸ χαμόσπιτο τοῦ Μαγουλᾶ οἱ γυναῖκες ἐφώναζαν μὲ σύγχυση καὶ θόρυβο, σὰν χῆνες ποὺ προαισθάνονται τὴ βροχή. Κι ἐμπρὸς ἀπ᾿ ὅλες ἡ γριὰ Σταμάτω ἐτραβοῦσε τὰ μαραμένα μάγουλά της, ἔδερνε τὰ στήθη της κι ἐφώναζεν ἔξω φρενῶν:
– Πωπῶ!... Κακὸ ποὺ μᾶς ηὖρε· πωπωπῶ!...
Ἔτρεξαν ἐκεῖ ὅλοι, ὁ ἀνακριτής, ὁ ἀρχηγός, ὁ μοίραρχος καὶ οἱ Τοῦρκοι ἀνάκατα. Μόλις ὅμως ἔφθασαν στὴν πόρτα, φριχτὸ θέαμα τοὺς ἀνάγκασε νὰ πισωδρομήσουν ἀθέλητα. Ἀνάμεσα στὸ σπίτι, στὴ θέση ποὺ ἐκρεμόταν πρὶν ἡ μαλάθα τοῦ ψωμιοῦ, ἡ Κρουστάλλω, τοῦ Μαγουλᾶ ἡ γυναῖκα, ἐκρεμόταν ἄψυχη μὲ τὸ σχοινὶ στὸ λαιμό. Οἱ σκόνες τοῦ Τζιριτόκωστα, παρμένες ἀσυλλόγιστα, ὡδήγησαν τὴ χωριάτισσα στὸ φριχτὸ τέλος της. Ἡ Κρουστάλλω, ἕπειτ᾿ ἀπὸ τὴν ἀνάκριση ἔφυγεν ἀπαρατήρητη κι ἐκλείσθηκε πάλι στὸ σπίτι της. Τῆς βρίζας ἡ ἐνέργεια ἐγινόταν ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ ἰσχυρότερη· τὰ συμπτώματα ἔρχονταν πλέον φοβερὰ καὶ ἀκράτητα. Οἱ σπίθες κατάντησαν ἀμέτρητες καὶ κουραστικὲς ἐμπρὸς στὰ μάτια της. Τὸ σπίτι ὁλόκληρο ἔμοιαζε πύρινο καμίνι, ἐρεθισμένο ἀπὸ χίλια φυσερά. Ἡ βουὴ τῶν αὐτιῶν της ἀγριώτερη καὶ πλέον ἐνοχλητικὴ κι ἐπίμονη κατέβαινε στὶς αἰσθήσεις της. Οἱ πόνοι τοῦ κορμιοῦ, τῶν σκελῶν καὶ τοῦ κεφαλιοῦ τὰ τριβελίσματα, τοῦ δερμάτου ἡ φαγούρα, τὴν ἔφεραν σὲ ἀπελπισία. Τρελλὴ ἔτρεχεν ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἐδερνόταν μὲ τὰ χέρια της ζερβόδεξα, ἐκινοῦσε τὰ ρᾴθυμα πόδια της· ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε ν᾿ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὰ τόσα δεινά. Κι ἔξαφνα, σὲ στιγμὴ μανίας καὶ ἀπελπισίας μεγάλης, ἐκατέβασε τὴ μαλάθα, ἔκαμε βρόχο τὸ σχοινί, τὸ ἐπέρασε στὸν λαιμὸ κι ἐπαραδόθηκε τυφλὴ στὸν θάνατο.
– Χά!... ἔβγαλεν μόνον ἀπὸ τὸν στενὸ λάρυγγά της.
Καὶ ὁ ἀπαίσιος ἦχος δὲν εἶχε καμμία διαφορὰ μὲ τὸν ἄλλον ἐκεῖνον, ποὺ ἔβγαλεν ὅταν ἐπῆρε τὶς σκόνες τοῦ ζητιάνου. Εἶχε τὴν ἴδια ἔκφραση τῆς ἀπολαύσεως καὶ τῆς χαρᾶς.
Τώρα ἡ μαλάθα ἦταν ἀπιστομισμένη μακράν με τὰ μαῦρα ξεροκόμματα τοῦ ψωμιοῦ ἔξω χυμένα, θλιβερὸ σύμβολο τῆς χωριάτικης ζωῆς, ποὺ μὲ τόσην ἀγανάχτηση καὶ ἀηδία ἐκλώτσησεν ἡ Κρουστάλλω. Τὰ χέρια της σταυρωμένα ζερβόδεξα στὸ στῆθος, μὲ τὰ δάχτυλα συμμαζωμένα σφιχτὰ στὶς χοῦφτες, ἐμαρτυροῦσαν τὴν ἀλύγιστη ἀπόφαση, ποὺ ἔλαβε γιὰ τὸν θάνατο. Ὁ βρόχος, περασμένος καλὰ στὸν λαιμό, ἔφερε γρηγορώτερα τὸ τέλος. Μὲ πρόσωπο πρησμένο καὶ κατάχλωμο· μὲ γλῶσσα μελανιασμένη ἔξω ἀπὸ τὸ στόμα· τοὺς μῦς ὅλους διαστρεμμένους ἄγρια καὶ μὲ μάτια ὀρθάνοιχτα, φριχτὰ πεταγμένα ἔξω ἀπὸ τὶς κόχες τους, ἐκοίταζε τὸ ἔδαφος, τὸ χῶμα, ποὺ θὰ φάγῃ ἀνήλεο τὸ σῶμα της μὲ μῖσος καὶ θανάσιμο φοβέρισμα. Καὶ κοντὰ στὰ ξυλιασμένα πόδια τῆς νεκρῆς ἡ Ἀσημώ, ἀκόμη τρομασμένη ἀπὸ τὰ παράδοξα θεάματα, ἔσκουζε κι ἐτραβοῦσε κάτω τὰ φουστάνια της κι ἴσως ἐτάχυνεν ἀθέλητα τὸν θάνατο τῆς μάννας της.
– Τί τόπος!... ἐψιθύρισεν ὁ νομάρχης μὲ φρίκη.
– Νὰ φύγουμε· εἶπεν ὁ ἀρχηγός.
Ὁ Τζιριτόκωστας ὅμως, μὲ τὸν ἐλεεινὸ σύντροφό του, εἶχε φύγει ἀπαρατήρητος ἀπὸ τὸ Νυχτερέμι. Ὅταν ἐμάκρυνεν ἀρκετά, ἐστάθηκε μία στιγμὴ συλλογισμένος καὶ ἀναποφάσιστος. Γύρω τοῦ ἐβασίλευεν ἐρημία καὶ σιωπή. Στὸν κάμπο κάτω οἱ καπνοὶ τοῦ κονακιοῦ ἀνέβαιναν ἀκόμη καὶ ἁπλώνονταν μαῦροι καὶ βαρεῖς. Τοῦ ἥλιου οἱ ἀχτίνες μόλις κατώρθωναν νὰ βάψουν χρυσοκόκκινα τὰ πλατειὰ νῶτα τους καὶ ἡ ἀναλαμπὴ ἐτιναζόταν πέρα, στὶς κορφὲς τῶν βουνῶν καὶ τὰ φυλλώματα τῶν δένδρων καὶ στ᾿ οὐρανοῦ τὰ γαλανὰ κύματα, λὲς κι ἤθελε νὰ ζωγραφίση ὀνειροφάνταστη στὸν ἀέρα τὴν ἄγρια πραγματικότητα τῆς γῆς. Πίσω ἡ κοιλάδα τῶν Τεμπῶν, μὲ τὴν ἀντρειωμένη βλάστηση, τὶς καταπράσινες σπηλιὲς καὶ τὸν ἥσυχο ποταμό, σκοτεινὴ ἔχασκε μ᾿ ἔκφραση μακαριότητος κι ἐμπιστοσύνης ἀκλόνητης. Ὁ ζητιάνος τὸ ἀποφάσισεν ἀμέσως. Ἀντὶ νὰ περάσῃ τὴ γέφυρα καὶ νὰ πάρη τὸν ἁμαξιτὸ δρόμο, ποὺ γρήγορα θὰ ἔπαιρναν οἱ Ἀρχές, ἐσκέφθηκε νὰ χωθῇ μὲ τὸν σύντροφό του ἐκεῖ σὲ μία κρυψώνα. Ἅμα ἐπροσπερνοῦσαν ἐκεῖνοι, ἔπιανεν ἄλλον δρόμο αὐτός. Καὶ τότε τ᾿ ὄνειρό του ἐπιτύχαινε. Θὰ εἶχεν ὄχι μῆνα, ἀλλ᾿ ὅσον ἤθελε τὸν ἀντικαταστάτη τοῦ Μουτζούρη!...
– Ἔτσι· εἶπε σὰν ν᾿ ἀπαντοῦσε σὲ καμμία ἐσωτερική του ἐρώτηση.
Καὶ γοργὸς ἐκέντησε τὸ γαϊδουράκι του νὰ χωθῇ ἐκεῖ. Μόλις ὅμως ἔκαμε λίγα βήματα, τριποδισμὸς ἀλόγων καὶ κύλημα τροχῶν ἀκούσθηκε. Ὁ Τζιριτόκωστας κατατρομαγμένος ἐχώθηκε στὰ πρῶτα φυλλώματα τῆς κοιλάδας. Ἡ ἅμαξα μέσα σὲ σύγνεφο σκόνης ἐπέρασε τὴ γέφυρα κι ἐπῆρε τὸν ἀντικρυνὸ δρόμο στὶς ρίζες τοῦ Κισσάβου. Ἦταν μέσα οἱ Τοῦρκοι, ὁ ἀρχηγός, ὁ νομάρχης καὶ ὁ ἀνακριτής. Πίσω ἐπήγαινε τριποδίζοντας τὸ ἄλογό του ὁ μοίραρχος. Καὶ πάρα πίσω ληταρωμένοι, ἐλεεινοί, ἐβάδιζαν οἱ Καραγκούνηδες ὅλοι: ὁ Παπαρρίζος καὶ ὁ πάρεδρος, ὁ Μαγουλᾶς καὶ ὁ Τρίκας καὶ λοιποὶ μὲ ἀπάθεια θαυμαστὴ στὸ πρόσωπο, σὰν νὰ ἐπήγαιναν στὸ πεπρωμένον. Καὶ πάρα πίσω, μὲ κλαγγὴ σπαθιῶν καὶ τριποδισμὸ ἀλόγων, οἱ στρατιῶτες ἀκολουθοῦσαν βιαστικοὶ μὲ τὴ βάναυση ἀδιαφορία τους.
Ὁ Τζιριτόκωστας ἐσήκωσε τὸ κεφάλι μέσ᾿ ἀπὸ τὰ φυλλώματα κι ἐκοίταζε ζερβόδεξα, ἐμπρὸς τὴ μεγάλη καὶ πολυφάνταχτη συνοδεία καὶ κάτω τὸ κατακαπνισμένο χωριό· καὶ χασκογέλασμα ἐτάραξε τὰ χείλη του.
– Μωρέ, κοσμάκης!... εἶπε κουνώντας τὸ κεφάλι.
Καὶ δὲν ἤθελεν οὔτε αὐτὸς νὰ ὁρίσῃ, ἂν τὸ ἔλεγε γιὰ ἐκείνους, ποὺ ἐπήγαιναν ἐμπρὸς στὸν θρίαμβο, εἴτε γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔμεναν πίσω στὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀποχτήνωση.
Ὁ Τζιριτόκωστας, ἥσυχος τώρα, ἐπροχώρησε βαθύτερα. Εἶχεν ἐξασφαλίση τὸ παράλλαγμα καὶ δὲν ἐσυλλογιζόταν πλέον παρὰ νέο ταξίδι καὶ νέα τρόπαια. Τὰ κλαριὰ τῶν πλατάνων μ᾿ ἕνα φύσημα τοῦ ἀνέμου ἔρριξαν καταπέτασμα πράσινο καὶ πυκνὸ πίσω του, λὲς κι ἐφρόντιζαν νὰ τὸν ἀσφαλίσουν ἀπὸ κάθε κυνήγημα. Ἡ κοιλάδα πρόθυμη ἐδέχθηκε τὸν ζητιάνο στοὺς ὑγροὺς καὶ μαλθακοὺς κρυψῶνες της, ὅπως δέχεται τόσα κακοῦργα ἑρπετὰ καὶ παράσιτα.
Ὁ ἄνθρωπος πολλὲς φορὲς δὲν βρίσκει τῆς ὑπάρξεώς τους τὸν σκοπό. Καὶ ὅμως τὰ κρατεῖ στοὺς κόρφους της ἡ Φύσις, θεότης ἀδιάφορη, ἀνεπηρέαστη, ἴση δείχνοντας ἀγάπη καὶ στοῦ Κάη τοὺς καρποὺς καὶ στὰ πρωτοτόκια τοῦ Ἄβελ.