Μαζὶ κι ἐγὼ στοὺς κόπους σου, |
-Ὤχ, κακὸ ποὺ μᾶς ηὖρε! κακὸ ποὺ μᾶς ηὖρε!...
- Μπὰ ποὺ νὰ πάῃ καὶ νὰ μὴν ἔρθῃ!
- Νὰ εἶχε καῇ ἡ ὥρα ποὺ τὸν ἔβγαλε!
- Νὰ πνιγόταν τὸ βαπόρι ποὺ τὸν ἔφερνε.
Πλατὺς κύκλος ἀπὸ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς εἶχε σχηματισθεῖ ἐμπρὸς εἰς τὴν αὐλόπορτα τῆς κυρα-Γερασιμίνας. Ἡ δεσποινὶς Κατερινιὼ ἡ δασκάλα τοῦ Βατραχονησιοῦ· ἡ Χρίστενα ἡ παχουλὴ καὶ δροσερὴ γυναίκα τοῦ μανάβη· ἡ Μαρὴ τοῦ φούρναρη καὶ ἄλλες ποὺ ἀντιπροσώπευαν ὅλας τὰς ἡλικίας καὶ ὅλους τοὺς χαρακτήρας τοῦ γυναικείου φύλου, ἦσαν μαζεμένες ἐκεῖ καὶ συνομίλουν θορυβωδῶς καὶ πολυτρόπως. Καὶ δὲν εἶναι βέβαια σπάνιαι αἱ συναθροίσεις καὶ αἱ θορυβώδεις συνομιλίαι, τῶν γυναικῶν κατὰ τὰ μέρη ἐκεῖνα. Ἀλλὰ τώρα εἶχαν γίνει πολὺ συχνότεραι. Γιατὶ θέμα τῆς ὁμιλίας των ἦτο ὁ Τζάκ, ὁ φοβερὸς τοῦ Λονδίνου ἀντεροβγάλτης.
Ἀπὸ μηνὸς αἱ ἐφημερίδες ἔγραφαν ὅτι οὗτος εἶχε βαρεθῆ τὰς μεγαλοπόλεις τῆς Εὐρώπης καὶ κατέβη εἰς Ἀθήνας διὰ νὰ συνεχίσῃ τὰ φοβερὰ κατορθώματά του. Ἀπὸ ἐφημερίδα εἰς ἐφημερίδα καὶ ἀπὸ στόμα εἰς στόμα, ἀπὸ τὸν γραμματισμένον εἰς τὸν ἀγράμματον διεδόθη σὲ λιγάκι εἰς ὅλας τὰς τάξεις τῆς κοινωνίας. Ἐφοβήθηκαν πολὺ οἱ ἄνδρες, ἐτρόμαξαν τὰ παιδιά, ἀλλὰ πρὸ παντὸς ἔπαθαν πανικὸν αἱ γυναῖκες. Καὶ μὲ τὸ δίκιο τους. Ὅλες αἱ διαδόσεις ἔλεγαν ὅτι αὐτὰς καὶ μόνον καταδιώκει ὁ κακοῦργος. Μόλις ἰδῇ γυναίκα, σὰν νὰ τὸν πιάνῃ τὸ δαιμόνιο, τραβᾷ τὸ μαχαίρι του καὶ τὴν ξεκοιλιάζει ἄψε σβῆσε. Καὶ μήπως τὸν γνωρίζῃ κανεὶς νὰ προφυλαχθῇ. Λέγουν πὼς εἶναι νέος, μόλις εἴκοσι τριῶν χρονῶν, μὲ μαῦρα μάτια καὶ μαῦρο μουστάκι. Τουλάχιστον ἔτσι τὸν παρέστησε τὸ τελευταῖον θύμα του πρὶν ξεψυχήσῃ. Ἀλλὰ μήπως ἕνας καὶ δύο εἶναι οἱ νέοι μὲ τὰ μαῦρα μάτια καὶ τὸ μαῦρο μουστάκι!
Αἱ γυναῖκες τώρα ἀνατριχίαζαν εἰς τὸ ὄνομά του, ἀλλὰ καὶ δὲν ἔπαυαν νὰ ζητοῦν τὴν αἰτίαν ποὺ τὸν ἠνάγκασε νὰ κυνηγᾷ τόσον ἄγρια τὸ φύλον των.
-Ἐγὼ βάζω τὸ κεφάλι μου πὼς κάποια τοῦ ἔκαψε τὴν καρδιά!... εἶπε μὲ ἀκλόνητη πεποίθηση ἡ κυρα-Γερασιμίνα.
-Ἔρωτας εἶναι στὴ μέση!… ἔρωτας χωρὶς ἄλλο! ἐπρόσθεσε ἡ κυρα-Φρόσω, καλοθρεμμένη χήρα, μὲ μαῦρα ροῦχα ξεβαμμένα ἀπὸ τὴν πολυκαιρία καὶ κόκκινα μάγουλα ζωηρὰ ἀπὸ τὸ φκιασίδι.
- Δὲν τὸν ἀφήνῃς τὸν κακοῦργο! ἐφώναξεν ἡ δασκάλα μὲ ἀποστροφήν. Αἱμοβόρος ἄνθρωπος!... Ἀποφόλιον τέρας!...
- Ἄχ! καὶ νὰ τὸν ἔπιαναν! Πῶς θὰ ᾿τρεχα νὰ τὸν ἰδῶ· εἶπε ἀνυπόμονη ἡ Μαρή.
- Ποιὸς νὰ τὸν πιάσῃ, καλέ! Δὲν τὸν πιάσανε ἄλλες κι ἄλλες ἀστυνομίες καὶ θὰ τὸν πιάσῃ ἡ δική μας, ἡ φαγοκοιμίστρα! ἐπρόσθεσε μὲ ἀγανάχτησιν ἡ Φρόσω. Δὲν μπόρεσαν νὰ πιάσουν τὸν κλέφτη τῆς μπουγάδας μου καὶ θὰ πιάσουν τὸν Τζάκ.
- Τί ἄγριο ὄνομα! Τζάκ! Λὲς καὶ σοῦ δίνει τὴ μαχαιριά.
- Θεὸς φυλάξοι, παιδί μου! εἶπε ἡ Γερασιμίνα ἀνατριχιάζουσα σύγκορμη.
- Καὶ δὲν ἀκοῦς καλότυχη πὼς τὶς ξεκοιλιάζει· ἐπρόσθεσεν ἡ κυρα-Θοδωριὰ καταζαρωμένη ἑξηντάρα, κάμνουσα διαφόρους μορφασμούς.
Καὶ ἐξήγησε μὲ λεπτομέρειαν τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον ὁ φοβερὸς κακοῦργος δολοφονεῖ τὰ θύματά του. Τὰ μόνα του ὅπλα, ἀκοῦς, εἶναι ἕνας πλατὺς δίκοπος λάζος κι ἕνα μπουκαλάκι μὲ ὑπνωτικό. Ἐκεῖ ποὺ πηγαίνει στὸ δρόμο της τὸ κορίτσι - ἡ Ἑλένη σου νὰ ποῦμε, μακριὰ ἀπὸ λόγου της, κυρα-Γερασιμίνα μου - πλησιάζει μὲ τέχνη ὁ Τζὰκ τῆς ἀκουμπᾶ στὴ μύτη τὸ μπουκαλάκι, ἐκείνη ἐν τῷ ἅμα - ἀκοῦς!- ἐν τῷ ἅμα ὑπνωτίζεται καὶ ἐκεῖνος μὲ τὸ λάζο του τῆς ἀνοίγει τὴν κοιλιὰ σὰν πετάλι.
- Μήσθητί μου, Κύριε! Ὁ ἅδης τὸν ἔβγαλε!... ἐψιθύρισε σταυροκοπουμένη ἡ Γερασιμίνα.
Καὶ αἱ ἄλλαι γυναῖκες ἐφρικίων ἀπὸ κεφαλῆς μέχρι ποδῶν, καὶ συνεταράσσοντο κατάχλωμοι, μὲ τὰ μάτια ὀλάνοικτα ὡς νὰ ἔβλεπαν ἐμπρός των τὸν φοβερὸν κακοῦργον.
- Καὶ κυνηγάει ὅλο τὶς χῆρες...
- Τὶς ἀνύπαντρες!
Βέβαια ἡ Μαρὴ τὸ εἶπε γιὰ νὰ φοβίσῃ τὴν κυρα-Φρόσω. Ἀλλὰ ἐκείνη τὸ ἀνταπέδωκε ἀμέσως. Γιατὶ ναὶ μὲν ἦταν χήρα ἡ Φρόσω, ἀλλὰ πρὸ πολλοῦ εἶχε ἀγαπητικὸ ἕναν πλούσιο φοιτητὴ ἀπὸ τὴν Σύρα, ὁ ὁποῖος ἅμα ἔδιδε ἐξετάσεις θὰ τὴν ἔπαιρνε. Ἐπίστευε λοιπὸν ὅτι ἀπὸ καιροῦ δὲν ἐλογαριάζετο πιὰ μὲ τὶς χῆρες καὶ δὲν εἶχε νὰ φοβηθῇ τίποτα ἀπὸ τὸν Τζάκ.
- Τί τὶς χῆρες; ὅλο τὰ κοριτσάκια τ᾿ ἀνύπαντρα κυνηγάει· ἐφώναξε ἡ Θοδωριά. Ὅποια ἔχῃ ἀνύπαντρα ἂς βρῇ γαμπρούς!
Καὶ ἐκοίταξε κατάματα τὴν Γερασιμίνα σὰν νὰ τῆς ἔλεγε: Γιὰ σὲ τὰ λέω καὶ ἄκου τα.
Ἡ Γερασιμίνα ἦτο σαραντάρα καὶ πλέον, ξερακιανή, μὲ ἄσπρα μαλλιὰ εἰς τὸ κεφάλι καὶ μέτρια καμπούρα εἰς τὴν ράχη. Ἦτο δεκαπέντε χρόνια χήρα καὶ δὲν εἶχε ἀπὸ τὸν ἄντρα της παρὰ ἕνα σπιτάκι σὲ κεντρικὸ μέρος τῆς συνοικίας καὶ μία κόρη τὴν Ἑλένη. Ἀπὸ τὸ νοίκι τοῦ ἀπάνω πατώματος εἶχε εἰσόδημα τριάντα πέντε δραχμὲς καὶ ἀπὸ τὴν Ἑλένη πολλὲς σκοτοῦρες.
Ὅ,τι ὅμως ὑπέφερε τόσα χρόνια ὅλα τὰ ἐλησμόνει ὅταν ἔβλεπε τὴν κόρη της. Τώρα ἐδούλευαν καὶ οἱ δύο. Ἡ Γερασιμίνα ἔπλυνε τὰ ἀσπρόρουχα· ἡ Ἑλένη εἰργάζετο εἰς μοδιστράδικο μὲ ἡμεροκάματο μίας δραχμῆς. Εἶναι ἀλήθεια μικρὰ καὶ τιποτένια ἡ πληρωμή, ἀλλὰ τί νὰ γίνει; Μὲ αὐτὴν καὶ τὶς οἰκονομίες της θὰ κατόρθωνε σιγὰ-σιγὰ νὰ κάμῃ τὴν προίκα της καὶ νὰ ἀποκατασταθῇ. Καὶ εἰς αὐτὸν τὸν συλλογισμόν, κύμα θερμὸν εὐφροσύνης ἔτρεχεν εἰς ὅλην τὴν ὕπαρξιν τῆς Γερασιμίνας καὶ μισογελοῦσαν τὰ χείλη, ἐνῷ ἐκοκκίνιζαν τὰ μαραμένα μάγουλα.
Ἀλλὰ τώρα εἰς τοὺς λόγους τῆς γειτόνισσας ὅτι ὁ Τζὰκ μαχαιρώνῃ κατὰ προτίμησιν τὰ κορίτσια τὰ ἑτοιμόγαμα, ἐτινάχθη ἀπὸ τὴν πέτραν ὅπου ἐκάθητο ὀρθία καὶ τὴν ἐκοίταξε ἐρωτηματικά.
- Ποιὸς σοῦ τὸ εἶπε;
- Τί ποιὸς μοῦ τὸ εἶπε; Δὲ ρωτᾶς ὅ,ποιον θέλεις… Δὲ ρωτᾶς τὸ Γιάννη μου…
Ἀλλὰ τί ἀνάγκη νὰ ἐρωτήσῃ τὸν Γιάννη ἡ Γερασιμίνα; Ἐνθυμεῖτο τώρα ὅτι τὸ εἶχε ἀκούσει καὶ ἀπὸ ἄλλους πρίν. Καὶ ὁ μπακάλης τῆς τὸ εἶπε καὶ ὁ παπᾶς τῆς ἐνορίας καὶ ὁ μανάβης χθὲς ἀκόμη, ὅταν ἐπῆγε ν᾿ ἀγοράσῃ λάχανα, τὴν ἐκοίταξε κατάματα καὶ τῆς εἶπε σοβαρά:
- Τήραξε γρήγορα νὰ παντρέψῃς τὴν Ἑλένη. Τώρα ἡ πτωχὴ μητέρα ἔτρεμεν ἀπὸ φόβον.
Ἐσκέφθη ὅτι ἡ κόρη της δὲν εἶχεν ἔλθει ἀκόμη ἀπὸ τὴν μοδίστρα καὶ ἄρχισε νὰ βάνῃ μὲ τὸν νοῦν της χίλια κακά. Ἀπὸ τὴν ἀνυπομονησίαν τῆς ἄφησε τὴν συντροφιὰν καὶ ἀργὰ βαδίζουσα ἔφθασε εἰς τὴν γέφυραν τοῦ Ἰλισοῦ καὶ ἐκοίταξε μὲ περιέργειαν γύρω.
- Μὰ πῶς δὲ φαίνεται ἀκόμη! ἐψιθύρισε μὲ ἀδημονίαν.
Καὶ κάτι τῆς ἕσφιγγε τὸν λαιμόν. Ἡ καρδιά της ἐβροντοκτύπα ἀπὸ προσδοκίαν, ἐνῶ δύο δάκρυα ἀνέβαιναν ἀπὸ τὰ γεροντικὰ μάτια της ἕτοιμα νὰ κυλισθοῦν καταγῆς.
Ὁ ἥλιος εἶχε δύσει ἀπὸ ἀρκετῆς ὥρας, καὶ μόλις αἱ ἀνταύγειαί του διετηροῦντο ἀκόμη ἐπάνω εἰς τὰ ξανθὰ μάρμαρα τῆς Ἀκροπόλεως. Τὰ ἄστρα εἶχαν ἀναφανεῖ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο εἰς τὸν γαλανὸν οὐρανόν· οἱ φανοὶ τοῦ φωταερίου ἀνάψανε εἰς τὴν πλατείαν τοῦ Ζαππείου· ἕνα πρὸς ἕνα ἐφωτίζοντο ὡς λαμπρὰ σκαλοπάτια τὰ σπίτια ποὺ ἐσκάλωναν εἰς τοὺς γύρω λόφους, οἱ περιπατηταὶ ἔγιναν ἀραιοὶ καὶ μόνον οἱ φωνὲς μίας συντροφιᾶς παιδιῶν ἠκούοντο συγχεόμεναι μὲ τὸν ἀδιάκοπον καὶ βαθὺν θόρυβον τῆς πόλεως. Καὶ ὅσον ἐπροχωροῦσε ἡ νύχτα τόσον περισσότερον ἀνησυχοῦσεν ἡ Γερασιμίνα. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι καὶ ἄλλοτε ἀργοῦσε ἡ Ἑλένη, ὅταν εἶχαν βιαστικὴ δουλειὰ εἰς τὸ κατάστημα καὶ ἠναγκάζετο νὰ πηγαίνῃ ἡ ἴδια πρὸς ἀναζήτησίν της. Ἀλλὰ τώρα, ἔπειτα ἀπὸ τόσες διαδόσεις, θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ἐβράδυνε χωρὶς κακὸ τὸ κορίτσι της:
- Μπά! Δὲν εἶναι γιὰ καλό! ἐψιθύρισε σταυροκοπουμένη.
Καὶ σχεδὸν μισοκλαίουσα ἀπεφάσισε νὰ πάῃ ἕως τὸ κατάστημα νὰ πληροφορηθῇ. Μόλις ὅμως ἔκαμε ὀλίγα βήματα ἀπὸ τὴν γέφυραν καὶ διέκρινε μακρὰν ἀπὸ τὸ καμαρωτὸν περπάτημά της τὴν κόρην σπεύδουσαν μὲ τὸ δέμα εἰς τὴν μασχάλην. Πλησίον της ὅμως εἶδε νὰ βαδίζῃ καὶ ἄλλην σκιὰν ἀνδρικὴν αὐτήν, καὶ ἐλαχτάρισε φαντασθεῖσα εὐθὺς τὸν Ἀντεροβγάλτην.
- Ἔλα κορίτσι μου, τώρα! ἐφώναξε δυνατά.
- Ἐδῶ εἶσαι, καλέ! ἀπάντησε ἡ κόρη.
Ἀλλ᾿ οὔτε ἡ ταραγμένη φωνή της, οὔτε ἡ κίνησις τοῦ συντρόφου της, ποὺ ἐστάθη παράμερα διέφυγε τὴν γριάν. Τὸ ἐναντίον μάλιστα. Ἡ Γερασιμίνα ἐγνώρισεν ὅτι ἦτο ὁ Γιάννης, ὁ γιὸς τῆς γειτόνισσας, τὸν ὁποῖον τῆς ἐσύσταιναν νὰ ἐρωτήσῃ διὰ τὸν Τζάκ. Καὶ ἔτσι ὅμως δὲν ἡσύχασε, ἀλλὰ περισσότερον δυσαρεστήθη.
- Μπά! συντροφιὰ μοῦ ᾿ρχεσαι! εἶπε μὲ θυμὸν εἰς τὴν θυγατέρα της.
Καὶ ὅλον τὸν δρόμον ὥσπου ἔφθασαν εἰς τὸ σπίτι, δὲν ἔπαυσε νὰ ψιθυρίζῃ βρισὲς ἐναντίον τοῦ συντρόφου τῆς Ἑλένης. Διότι ἡ Γερασιμίνα ἐγνώριζε ἀπὸ καιρὸν ὅτι ἡ κόρη της ἠσθάνετο τὴν καρδιὰ τῆς κλίνουσαν πρὸς τὸν Γιάννη.
Καὶ δὲν ἠπατᾶτο καθόλου ἡ Γερασιμίνα. Ὁ Γιάννης ἦτο κοντόχοντρος νέος, εἴκοσι χρονῶν, τσαγκάρης τὸ ἐπάγγελμα καὶ κούτσαβος κατὰ συνήθειαν. Μυτερὰ παπούτσια, πλατὺ πανταλόνι, κόκκινο ζωνάρι καὶ ρεπούμπλικα κάτω της ὁποίας πρὸς τὸ μέτωπον, ἐπρόβαλαν λαδωμένες ἀφέλειες. Τὶς καθημερινὲς ἐδούλευε μεροκάματο, καὶ τὶς γιορτὲς ἐχόρευε μὲ τὴν λατέρνα εἰς τὴν πλατείαν τῆς συνοικίας. Ἡ Θοδωριὰ ἡ μάνα του τὸν ἐκαμάρωνε περισσότερο γιὰ τὸν χορὸν τοῦ παρὰ γιὰ τὴν δουλειά του. Ὧρες καθόταν καὶ τὸν κοίταζε νὰ γυρίζῃ σὰν σβούρα στὶς μύτες τῶν παπουτσιῶν του, ὅταν ἐχόρευε τὸ χασάπικο, καὶ συχνὰ ἔλεγε μὲ περηφάνια εἰς τὶς ἄλλες γυναῖκες.
- Τί ἐλεύθερος, καλὲ γειτόνισσές μου! τί ἐλεύθερος! Δὲ χορεύει· πετάει σὰ γεράκι.
Ὅμως ἀπὸ αὐτὰ κι αὐτὰ ἡ Γερασιμίνα καθόταν στὰ κάρβουνα. Δὲν τὸ ἤθελε τὸ γεράκι κοντὰ εἰς τὴν περιστέρα της. Ὁ Γιάννης, ἐκτὸς ποὺ ἦταν καυγατζῆς καὶ σκροποχέρης, εἶχε μητέρα νὰ θρέψῃ καὶ μίαν ἀδελφὴ νὰ ὑπαντρέψῃ. Καὶ δὲν εἶχε τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὰ δύο τοῦ χέρια. Εἰς τὸ σπίτι ἐκάθοντο μὲ νοίκι. Ὅταν τὴν αὐγὴν ὁ Γιάννης ἐπήγαινε εἰς τὴν πόλιν νὰ πιάσῃ δουλειά, μὲ τὸ τσιγάρο εἰς τὸ στόμα καὶ τὰ χέρια εἰς τὶς τσέπες τοῦ πανταλονιοῦ, ἐτύχαινε πολλὲς φορὲς καὶ ἡ Ἑλένη νὰ πηγαίνῃ μὲ τὸ δεματάκι της εἰς τὴν μασχάλην. Καὶ ὅταν τὸ βράδυ ἐγύριζεν ὁ ἴδιος εἰς τὸ σπίτι, νωθρὰ σύρων τὰ παπούτσια του εἰς τὸν δρόμον καὶ συρίζων τραγουδάκια τοῦ παλκοσένικου, ἐτύχαινε νὰ γυρίζῃ καὶ ἐκείνη μὲ τὸ ὑπόπτερον βάδισμά της, ὡσὰν βιαζομένη νὰ φθάσῃ εἰς τὴν μητέρα της. Τότε εἰς τὰ συναπαντήματα ἐκεῖνα ἐγνωρίσθηκαν ἀμοιβαίως. Καὶ ἐπειδὴ ἡ νεότης ἔχει πάντα τὴν καρδιὰ εἰς τὸ χέρι καὶ πρόθυμα ἀνταποδίδει τὴν φιλίαν, οἱ δύο νέοι γρήγορα ἐφιλιώθησαν τόσον, ὥστε δὲν ἄργησε ὁ ἕνας νὰ ὁμολογήσῃ εἰς τὸν ἄλλον, τὸν πόθον ποὺ εἶχαν καὶ οἱ δύο, νὰ πηγαίνουν μαζὶ εἰς τὴν ἐργασίαν καὶ μαζὶ νὰ γυρίζουν τὸ βράδυ εἰς τὸ σπίτι τους. Ἐπειδὴ δὲ πρώτη ὁμολογία τοῦ ἔρωτος εἶναι ἡ προσπάθεια ποὺ καταβάλει καθένας γιὰ νὰ κρύψῃ ἀπὸ τὸν ἄλλον τὰ αἰσθήματά του, οἱ δύο νέοι ἐγνωρίσθησαν περισσότερον ὅταν ἐσυμφώνησαν νὰ φυλάσσονται ἀπὸ τοὺς γονεῖς των.
Ἀλλὰ μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου καὶ ἡ ἀγάπη τους ἔγινε περισσότερη. Μέχρις οὗ ὁ Γιάννης τὸ εἶπεν εἰς τὴν μάνα του καὶ ἐκείνη ἔπειτα ἀπὸ μερικοὺς δισταγμοὺς ἀπεφάσισε νὰ τὸ προτείνῃ εἰς τὴν κυρα-Γερασιμίνα. Ἀλλὰ ἡ γριὰ ἀμέσως ἔδειξεν ὅτι οὔτε ν᾿ ἀκούσῃ ἤθελε τέτοιο γάμο. Τὴν κόρη της αὐτὴ δὲν τὴν εἶχε γιὰ τὸν Γιάννη· ἂς τὸ βγάλῃ ἀπὸ τὸν νοῦν του!… Καὶ σήμερα τὰ ἴδια ἐξηκολούθει νὰ καλαναρχᾷ εἰς τὴν θυγατέρα της, θυμωμένη ποὺ τὴν εἶδε πάλιν μὲ τὸν νέον ὑποδηματοποιόν.
- Συντροφιὲς ἔ! Δὲν μπορεῖς, βλέπεις, νὰ ᾿ρθῃς μοναχή σου! - ἔλεγε καὶ ξανάλεγε ἡ γριά.
- Μοναχή μου, βέβαια! εἶπε μιξοκλαίουσα ἡ Ἑλένη. Δὲν ἀκοῦς τί γίνεται μὲ τὸν ἀντεροβγάλτη.
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ κακούργου ἡ Γερασιμίνα ἔπαυσεν ἀμέσως τὶς φωνές της. Ὁ θυμός της κατέπεσε διὰ μιᾶς ὅπως μετὰ ψυχρολουσίαν καὶ τὸ ρίγος ἐπέρασε πάλιν ὅλον της τὸ σῶμα.
- Τί ἄκουσες νυφούλα μου; ἐρώτησε σιγὰ τὴν θυγατέρα της. Ἀλήθεια πῶς κυνηγάει τὰ κορίτσια;...
- τὰ ἑτοιμόγαμα· ἐσυμπλήρωσεν ἀμέσως ἡ κόρη. Βέβαια. Δὲν ἄκουσες ποὺ ξεκοίλιασε ἕνα στὴ Βάθεια.
- Πότε:
- Ψὲς - ὄχι, σήμερα τὸ μεσημέρι.
- Τί λές;
-Ἐκεῖνο ποὺ λέω. Καὶ ἦταν ἀρραβωνιασμένο. Τὴν Κυριακὴ θὰ γινόταν ὁ γάμος της.
- Ὢχ ἀλλοίμονό μου τῆς ἄμοιρης! … ἐφώναξεν ἡ γριὰ κοιτάζουσα φοβισμένη τὴν θυγατέρα της.
- Ἂμ βέβαια! ἐψιθύρισεν ἡ κόρη δειλά. Ὁ ἕνας δὲν τῆς ἀρέσει, ὁ ἄλλος τῆς βρομάει. Νὰ μὴ μᾶς χαιρετίσῃ κανείς! νὰ μὴ μᾶς συντροφέψῃ κανένας!
Ἡ νύχτα εἶχε προχωρήσει ἀλλὰ ὁ ὕπνος δὲν ἐκάθιζε εἰς τὰ βλέφαρα τῆς κυρα-Γερασιμίνας. Τὰ λόγια της μάνας τοῦ Γιάννη, ἡ συμβουλὴ τοῦ μανάβη, τὰ λόγια τοῦ παπᾶ ποὺ ἔφτυσε τρὶς καὶ ἔκαμε τὸν σταυρό του εἰς τὸ ὄνομα τοῦ κακούργου ὡς νὰ ἐπρόκειτο περὶ τοῦ Ὀξαποδῶ, ἐγύριζαν κι ἐξαναγύριζαν εἰς τὸ κεφάλι τῆς γριᾶς διασταυρούμενα μεταξύ των ὡς ἀστραπαὶ εἰς νεφελώδη οὐρανόν. Ἀλλὰ πρὸ πάντων ἡ Γερασιμίνα ἐσκέπτετο τὰ λόγια ποὺ τῆς εἶπε ἡ θυγατέρα της ἀπόψε. Ἡ μητρική της στοργὴ εὕρισκε μέσα εἰς αὐτὰ κάποιαν διαμαρτυρίαν, κάποιο παράπονο τῆς δροσερᾶς νεότητος καὶ τῆς ζωῆς ἐν γένει, ποὺ ἐκινδύνευε. Καὶ εὕρισκεν ὅτι ἐκινδύνευεν ὄχι διὰ τίποτ᾿ ἄλλο ἀλλὰ διὰ τὴν μωρὰν ἐπιμονήν της, νὰ μὴ δεχθῇ ὡς γαμπρόν της τὸν Γιάννη, τὸ παιδὶ τῆς Θοδωριᾶς.
Ἀλλὰ μήπως καὶ αὕτη τὸ ἔκαμε γιὰ κακό! ἐσυλλογίζετο τώρα ἡ Γερασιμίνα, θέλουσα νὰ δικαιολογηθῇ εἰς τὸν ἑαυτόν της. Κάθε γονιὸς γιὰ τὸ καλό τοῦ παιδιοῦ του φροντίζει. Ἤθελε νὰ πανδρέψῃ τὴν κόρη της· ἀλλὰ ἤθελε νὰ τῆς δώσῃ ἄνδρα, ἀπὸ τὸν ὁποῖον νὰ μὴ στερηθῇ τουλάχιστον τὸ ψωμάκι. Ἀλήθεια ὁ Γιάννης ἦτο καλός· ψυχὴ μάλαμα· ἀλλὰ τί νὰ τὸν κάμῃς ποὺ ἦτο πτωχός· εἶχε καὶ συνάλλαγμα νὰ ἐξοφλήσῃ - τὴν ἀδελφή του. Ἐνῷ ὁ διπλανὸς μπακάλης, ποὺ εἶχε παραμεστωμένον ἀπὸ ἐμπορεύματα τὸ μαγαζί του, ἐφαίνετο πολὺ προτιμότερος. Ἦτο βέβαια ἡλικιωμένος, εἶχε περάσει τὰ πενήντα ἀλλὰ εἶχε γεμάτο τὸ πουγκί. Ὅτι εἶχε καὶ αὐτὸς τὴν ἰδέα του γιὰ τὴν Ἑλένην, δὲν ὑπῆρχεν ἀμφιβολία. Ὅταν ἡ Γερασιμίνα ἐπήγαινε εἰς τὸ μαγαζί του τῆς ἔκανε τόσες περιποιήσεις καὶ τὴν ἐρωτοῦσε συχνὰ πυκνὰ γιὰ τὴν κόρη της. Ὅταν λοιπὸν μία μάνα ἔχει τόσες καλὲς ἐλπίδες γιὰ τὴν τύχην τῆς κόρης της, βέβαια δὲν μπορεῖ νὰ βιασθῇ νὰ τὴν δώσῃ σὲ χειρότερα.
- Μπόραγα νὰ κάμω ἀλλιῶς; ἐρωτοῦσε μονάχη της.
Ἀλλὰ τώρα παρεδέχετο καὶ αὐτὴ ὅτι ἔπρεπε νὰ βιασθῇ. Ὁ μπακάλης δὲν ἔλεγε οὔτε ναὶ οὔτε ὄχι. Καὶ ὅμως ἡ Ἑλένη της εἶχεν ἀνάγκην ἀπὸ προστασίαν, ἰσχυρὰν προστασίαν. Ἄσε ποὺ μπορῇ νὰ κλείσῃ ἔξαφνα καὶ ἐκείνη τὰ μάτια της καὶ νὰ τὴν ἀφήσῃ εἰς τοὺς πέντε δρόμους! Καὶ τόσο ζωντανὴ ἐφάνη εἰς τὴν φαντασίαν της ἡ ἐρημιὰ τῆς κόρης της ὥστε ἄρχισε σιγὰ-σιγὰ νὰ ἀλλάζῃ τὴν ἰδέα ποὺ εἶχε πρὶν διὰ τὸν Γιάννη. Καλὸ παιδὶ καὶ αὐτός! γερός, δουλευτής. Πῶς εἶναι μαχαιροβγάλτης; Ἀλλὰ τάχα καὶ αὐτὸ δὲ χρειάζεται εἰς τοὺς καιροὺς ποὺ ζοῦμε; Ἂς πάρῃ τὰ μοῦτρα του ὁ κύριος Τζὰκ νὰ φανῇ μπροστά του. Ἔπειτα τὴν ἀγαπάει τὴν Ἑλένη.
- Δώσ᾿ μου τὴν Ἑλένη κι ἂς εἶναι μὲ τὸ πουκάμισο! τῆς εἶχε εἰπεῖ κάποτε γιὰ νὰ δείξῃ πὼς ἐκείνη ἀγαπᾶ καὶ ὄχι τὴν προίκα της.
Ἔ! Ἀφοῦ ἀγαπιόνται ἂς ζήσουν τὰ παιδιά της· κατέληξεν ἡ γριά. Καὶ ἅμα μέσα εἰς τὶς σκέψεις της αὐτὲς ἐτύχαινε νὰ καταβάλλεται ἡ γεροντική της κράσις καὶ νὰ βυθίζεται εἰς νάρκην, ὁ Ἀντεροβγάλτης πελώριος μὲ μακριὰ μαῦρα μουστάκια καὶ γενειάδα δασείαν, μὲ δύο μάτια φλογερὰ καὶ μεγάλα ὡς ἄστρα, ἐφαίνετο ἔξαφνα νὰ μπαίνῃ ἀπὸ τὶς χαραμάδες τῆς πόρτας, μὲ γιγάντια μάχαιρα εἰς τὸ ἕνα χέρι καὶ παμμεγίστη μποτίλια εἰς τὸ ἄλλο. Καὶ τίποτε δὲν ἐζήτει ἐκεῖ ὁ κακὸς ἄνθρωπος παρὰ νὰ ξεκοιλιάσῃ τὴν θυγατέρα της. Τότε ἡ γριὰ ἐτινάζετο εἰς τὸ στρῶμα ἔξαλλος καὶ ἅπλωνε τὰ χέρια πρὸς τ᾿ ἀριστερὰ ὅπου ἐκοιμᾶτο ἡ Ἑλένη καὶ γιὰ πολλὴν ὥραν ἐκοίταζε τὸ πρόσωπόν της, θέλουσα εἰς τὸ ἀμυδρὸν φῶς ποὺ ἔχυνε ἐπάνω της ἡ κανδήλα τοῦ εἰκονίσματος νὰ καμαρώσῃ τὰ χαρακτηριστικά της. Καὶ ἔξαφνα τὰ μητρικά της αἰσθήματα ἐκυρίευσαν τόσον τὴν καρδιάν της, ὥστε ἕσφιξε τὴν κόρην εἰς τοὺς κόλπους τῆς σπασμωδικῶς χύνουσα ἄφθονα δάκρυα.
- Τί ἔχεις μαμά; ἐρώτησε ἡ κόρη ἐξυπνῶσα κατατρομαγμένη.
- Τίποτα κόρη μου! τίποτα νυφούλα μου… εἶπε ἡ γριὰ τρυφερά. Ναί· αὔριο θὰ σὲ δώσω τοῦ Γιάννη… τ᾿ ἀπεφάσισα.
Μόλις ἐξημέρωσεν ἡ κυρα-Γερασιμίνα ἦτο στὸ πόδι. Περισσότερον ἀνυπομονοῦσε τώρα αὐτὴ παρὰ ἡ Ἑλένη. Τὴν εὕρισκε μάλιστα τόσον φυσικὴν τὴν ἀπόφασίν της ποὺ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἐξηγήσῃ πῶς ἐμπόδισε τόσον καιρὸν αὐτὸν τὸν γάμον, ἀφοῦ ἐπρόκειτο νὰ εὐτυχήσουν ὄχι μόνον οἱ δύο νέοι, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια. Καὶ ἡ ἀνυπομονησία της ἔγινε μεγαλύτερη ὅταν ἀνοίξασα τὴν πόρτα της εἶδε τῆς γειτόνισσας κλειστὴν ἀκόμη. Γοῦστο εἶναι νὰ ἔφυγαν πρωὶ-πρωὶ καὶ νὰ περιμένῃ ὡς τὸ βράδυ. Καὶ ἂν δὲν ἔρθουν τὸ βράδυ κι ἂν δὲν ἔρθουν οὔτε αὔριο; Καὶ ποῦ νὰ πῆγαν: Μὴν ἐπῆγαν στὸν Περαία; Μὴν ἄλλαξαν κατοικία; Μὴν τὸν πάντρεψε σώγαμπρο πουθενὰ τὸν Γιάννη ἡ κυρα-Θοδωριά; Ὅλα γίνονται. Ὁ διάβολος ἅμα θέλῃ νὰ χαλάσῃ μία δουλειὰ ὅλα τὰ καταφέρνει... Ἡ Γερασιμίνα ἔπινε τὸν καφέ της, ἐσυλλογίζετο καὶ ὅσο ποὺ δὲν ἔκλαιε.
Τέλος ἄνοιξε ἡ ἀπέναντι πόρτα καὶ ἡ Θοδωριὰ ἐχαιρέτισε πρώτη. Ἡ Γερασιμίνα ἤθελε νὰ πετάξῃ μία στιγμή, νὰ κάμῃ τὴν πρότασή της καὶ νὰ τελειώσουν μία ὥρα ἀρχύτερα. Ἀλλὰ πράγμα παράδοξον - κάτι τῆς ἕσφιξε τὴν καρδιὰ καὶ ἐδίστασε. Ἡ ἰδέα τῆς παλαιᾶς της διαγωγῆς, ὁ πρόστυχος τρόπος μὲ τὸν ὅποιον ἄλλοτε ἀπέρριψε αὐτὴ τὰς προτάσεις των, ἦλθε τώρα καὶ τὴν ἐκάρφωσε εἰς τὸ κατώφλι της. Δὲν ἦτο τάχα δίκαιο νὰ τῆς φερθοῦν ἔτσι κι ἐκεῖνοι τώρα;
- Καλημέρα, θειὰ-Γερασιμίνα;
Ὁ Γιάννης ἐπέρασε κοντὰ καὶ τὴν ἐχαιρέτησε μὲ πολὺν σεβασμόν. Καὶ ἡ μητέρα του ποὺ ἤρχετο ἀπὸ πίσω μὲ τὴν στάμνα, τὴν ἐχαιρέτησε καὶ ἐκείνη μὲ μαλακὸ καὶ γλυκὸ χαμόγελο.
- Καλημέρα κι ἀπὸ κοντά, γειτόνισσα. Πῶς πέρασες ἀπόψε;
Ἡ Γερασιμίνα ἐμαγεύθη ἀπὸ τὴν καλοσύνη καὶ τῶν δύο. Καρδιὲς μία φορά! Ρουμπίνια νὰ βάλῃς δὲ ζυγιάζονται. Ἐπῆρε τέλος θάρρος, ἕσφιξε τὸν ἑαυτό της καὶ τοὺς ἔκραξε μὲ τ᾿ ὄνομα.
- Γιάννη! κυρα-Θοδωριά!... κοπιάστε μέσα μία στιγμή!
-Ἐλυπήθηκ᾿ ἡ καρδιά σου ἐπὶ τέλους! ἐφώναξε μὲ χαρὰ ἡ Θοδωριά.
Ἡ Γερασιμίνα ἔκαμε πὼς δὲν ἄκουσε. Ἐμπῆκε πρώτη εἰς τὸ σπίτι, ἄναψε τὸ καμινέτο, ἔβαλε νερὸ εἰς τὸ μπρίκι καὶ τὸ ἐτοποθέτησε ἀπάνω. Ἔπειτα ἐσυμπλήρωσε τὴν πρόσκλησή της:
- Νά, πάρτε ἕναν καφέ...
Μάνα καὶ γιὸς ἐκοιτάχθηκαν μὲ ἀπορία. Γι᾿ αὐτὸ τοὺς κάλεσε! νὰ πάρουν ἕναν καφέ; Τάχα δὲν ἔχουν καφὲ στὸ σπίτι τους; Ἡ Θοδωριὰ ἑτοιμάζετο νὰ ζητήσῃ ἐξηγήσεις, ἀλλὰ ἐμπῆκεν ἡ Ἑλένη δροσερὴ καὶ χαρούμενη καὶ ἄρχισε νὰ φιλῇ τὴν γειτόνισσά της σὰν νὰ εἶχε νὰ τὴν ἰδῇ χρόνους. Σύγκαιρα τὰ μάτια της λαμπερὰ καὶ γελαστὰ ἔπαιζαν τοῦ νέου, δίνοντάς του ὑπόσχεση πὼς ὅλα ἐτελείωσαν πιά.
Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἀκούστηκε ἔξω δυνατὴ φωνή:
-Ἐφημερίδες! καὶ ἡ σύλληψη τοῦ Ἀντεροβγάλτη!...
- Τί, τί, τί; ἔκαμε ἡ Γερασιμίνα.
Ἄ! τὸ τέρας!... ἐφώναξε ἡ Ἑλένη.
- Τὸν ἔπιασαν τέλος πάντων! εἶπε μὲ ἀνακούφισιν ἡ Θοδωριά.
Ὁ Γιάννης ἐβγῆκεν εἰς τὴν πόρτα, ἀγόρασε τὴν ἐφημερίδα καὶ ἀφοῦ ἐκοίταξε ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἄρχισε νὰ διαβάζῃ δυνατά:
- Τέλος ἀπηλλάγη ἡ πόλις μᾶς - τί λέγομεν ἡ πόλις μας, ὁ κόσμος ὅλος καὶ ἴδια ὁ γυναικεῖος - ἀπηλλάγη ἑνὸς ἐφιάλτου. Ὁ Τζάκ, ὁ φοβερὸς Τζὰκ ὁ ἀντεροβγάλτης δὲν θὰ διαπράξῃ πλέον τὰ στυγερὰ αὐτοῦ κακουργήματα. Ὁ πέλεκυς τῆς Δικαιοσύνης τάχιστα θὰ ἐπιπέσει βαρὺς ἐπὶ τοῦ τραχήλου του...
- Δόξα σοι ὁ Θεός!... ἐστέναξε ἡ Γερασιμίνα.
- Γειτόνισσα, πάει ὁ καφές!... ἐφώναξε βιαστικὰ ἡ Θοδωριά.
Ἀληθινὰ ἡ γριὰ τόσον εἶχεν ἀφαιρεθῆ ἀπὸ τὰ νέα της ἐφημερίδας, ὥστε δὲν ἐπρόσεχε καθόλου εἰς τὸ μπρίκι. Ὁ καφὲς φούσκωσε, ἐχύθη καὶ ἔσβησε τὸ καμινέτο.
-Ὤ!... ἔκαμεν ἡ γριὰ μὲ θλίψιν. Νὰ βάλω ἄλλον.
-Ὄχι, δὲν εἶναι ἀνάγκη, θεία-Γερασιμίνα· εἶπε ὁ Γιάννης. Ὥρα νὰ πηγαίνω.
- Νὰ μὴν πάρτε ἕναν καφέ!... Δὲ γίνεται ἐπέμενε ἡ γριά.
- Δὲν εἶναι καιρός, μητέρα· εἶπε στενοχωρημένη καὶ ἡ Ἑλένη. Πὲς ὅ,τι ἔχεις νὰ εἰπῇς καὶ νὰ πηγαίνῃ.
- Ἄργησα μάλιστα καὶ θὰ φάω πρόστιμο· εἶπε ὁ Γιάννης, παίζοντας νευρικὰ τὴ ρεμπούπλικα στὸ χέρι του.
- Βγάλε τον πιὰ τὸ λόγο σου καὶ δὲ θὰ σὲ κρεμάσουν!... εἶπε μὲ γέλιο καὶ ἀγανάκτηση μαζὶ ἡ Θοδωριά.
Ἡ κυρα-Γερασιμίνα βρέθηκε στενοχωρημένη. Ἀλήθεια τί εἶχε νὰ τοὺς εἰπῇ; Ὁ ἀντεροβγάλτης ἐπιάστηκε· δὲν τὸν ἐφοβόταν πιά. Ὁ μπακάλης ἦταν ἐκεῖ μὲ τὸ ἐμπορικό του τίγκα. Γιατί νὰ βιαστῇ; Ἀπόφευγε ὅσο ἠμποροῦσε τὰ μάτια τῆς κόρης της. Γύρισε σὰν νὰ ζητοῦσε κάτι καὶ τέλος ἔσκυψε, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ πόδι της μία μισολιωμένη παντόφλα καὶ τὴν παρουσίασε στὸ Γιάννη.
- Εἶπα, γιὲ μ᾿, κάνε μου τὴ χάρη νὰ τὴν μπαλώσεις. Τὸ βράδυ ποὺ θὰ γυρίσῃς μοῦ τὴ φέρνεις. Δὲν ἔχω ἄλλη καὶ θὰ βάλω τὰ καλά μου σήμερα ὅλη μέρα. Κι ὅ,τι κάνει θὰ σὲ πληρώσω...
Ὁ νέος ἅπλωσε μηχανικὰ ἐπῆρε τὴν παντόφλα καὶ ἐστάθη ἀκίνητος ἐκεῖ, κατάχλωμος, μὲ τὰ χείλη τρέμοντα, τὰ μαλλιὰ σηκωμένα. Ἡ Ἑλένη ἐκοίταζε πότε αὐτὸν πότε τὴ μάνα της καὶ πότε τὴ Θοδωριὰ κατάπληκτη κι ἐκείνη καὶ ὅλο ἐψιθύριζε σὰν ἀποβλακωμένη.
- Τί λέει! τί λέει! τί λέει!...
Καὶ ἡ κυρα-Θοδωριὰ ἔπαθε τὴν ἴδια κατάπληξη· ἀλλὰ συνῆλθε ἀμέσως. Γρήγορα ἔνιωσε τὴν μεταβολὴ τῆς γειτόνισσάς της καὶ τὴν ἀφορμὴ ποὺ τὴν ἐγέννησε.
- Πήγαινε, παιδί μου· εἶπε εἰς τὸν γιό της ἥσυχα παίρνοντας τὴν ἐφημερίδα ἀπὸ τὰ χέρια του. Πήγαινε. Δὲν εἶναι λόγος νὰ χάσῃς τὸ μεροκάματο σήμερα.
- Μαμά!... ἐφώναξε μὲ παράπονο ἡ κόρη. Ἡ Γερασιμίνα ἐφαίνετο ἀφοσιωμένη εἰς τὸ νὰ σφογγίζῃ τοὺς καφέδες ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ οὔτε ἐγύρισε νὰ ἰδῇ τὴν κόρη της.
- Μὰ τί μᾶς διάβασες παιδί μου! εἶπε ἔξαφνα ἡ Θοδωριὰ παίζοντας ταυτοχρόνως τὸ μάτι καὶ εἰς τοὺς δύο νέους. Δὲν εἶδες παρακάτω;
Καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζῃ δυνατὰ καὶ χτυπητά: «Κατὰ δυστυχίαν, ὅλα εἶναι ψεύματα. Ὁ φοβερὸς Ἄγγλος καὶ πάλιν ἐλεύθερος. Ἐκεῖ ποὺ τὸν ὁδηγοῦσαν εἰς τὴν ἀνάκρισιν ἐξέφυγε ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ χωροφύλακα - κουλαμάρα ντέ! - φόρα τὴν κάμα καὶ ἀνοίγει σὰν πετάλι τὴν κόρη τοῦ Διαφεντῆ - ἑτοιμόγαμη κοπέλα εἴκοσι χρονῶν.»
- Ἔλα Χριστὲ καὶ Παναγιά! … διέκοψεν ἡ Γερασιμίνα.
- Μπὰ τὸ τέρας!… εἶπε ἡ Ἑλένη κοιτάζοντας μὲ κρυφὴ χαρὰ τὸν τρόμον τῆς μάνας της.
- Τὸν ἐπίασαν τουλάχιστον; ἐρώτησεν ἡ Γερασιμίνα.
- Μπά! δὲν ἀκοῦς τί λέει; ἔκαμε ἡ Θοδωριὰ καὶ ἄρχισε πάλι τὸ διάβασμα. Ἡ ἐξουσία ἐτράπη πρὸς καταδίωξίν του. Λέγεται ὅτι ὁ κακοῦργος διευθύνεται στὸ Βαθρακονήσι....
- Πὼ πὼ πὼ πώ!… ἠκούσθη ἡ φωνὴ τῆς Γερασιμίνας. Καὶ συγχρόνως ὅρμησε καὶ ἔκλεισε δυνατὰ τὴν πόρτα μὲ τὸν σύρτη.
- Δὲν ἔχεις νὰ πᾶς πουθενά, κορίτσι μου· εἶπε τρέμουσα ὁλοκορμη. Δὲν θὰ βγεῖς ἀπὸ τὴν πόρτα μας βῆμα.
- Καὶ βέβαια! εἶπε ἡ Θοδωριά. Καλὲ τί ᾿ναι τοῦτο ποὺ μᾶς ηὖρε! Νὰ μὴν ὁρίζουμε τὰ παιδιά μας!..
Οἱ δύο νέοι τὴν ἐκοίταζαν μὲ θαυμασμόν: Πῶς τὰ καταφέρνει, καλέ!
-Ἐγὼ θὰ φύγω ὡστόσο· εἶπε ὁ Γιάννης. Δὲ θὰ γλυτώσω, φοβᾶμαι τὸ πρόστιμο.
- Θὰ μᾶς ἀφήσῃς μονάχες! … ἐψιθύρισεν ἡ Ἑλένη τρομασμένη τάχα.
Ὁ Γιάννης ἐκίνησε νὰ φύγῃ, ἔφτασε εἰς τὴν πόρτα καὶ κοντοστάθηκε.
- Λοιπόν, θεία-Γερασιμίνα; ἐρώτησε μὲ χαμόγελο· ποιὰ θὲς νὰ πάρω νὰ μπαλώσω;
- Τὴν παντόφλα ἢ τὴν... κυρα-Λένη; ἐπρόσθεσε γελαστὴ ἡ Θοδωριά.
Ἡ γριὰ τὸν ἐκοίταξε μὲ ἀγωνίαν. Ἔριξε τὰ μάτια εἰς ὅλα γύρω, ἔμψυχα καὶ ἄψυχα σὰν νὰ τοὺς ἐζητοῦσε συμβουλὴ καὶ τέλος ἀπάντησε σὰν νὰ παραμιλοῦσε:
- Πάρ᾿ τες καὶ τὶς δύο! πάρ᾿ τες μὲ τὴν εὐχή μου!...
Ἦσαν ψηλὲς καὶ λυγερὲς σὰν τὸ κυπαρίσσι, ὡραῖες σὰν τὴν Ἀφροδίτη, χαρούμενες καὶ γελαστὲς ὅπως θέλουν τὴν Ἁμαρυλλίδα. Καὶ εἶχαν τὰ αὐτὰ χαρακτηριστικά: Μεγάλα γαλανὰ μάτια μὲ μακριὲς βλεφαρίδες· χείλη λεπτὰ καὶ κόκκινα σὰν τὸ λουλούδι τῆς ροδιᾶς· μαλλιὰ χρυσὰ καὶ τόσο μακριὰ ποὺ ὅταν ἔπεφταν εἰς τὴν λίμνη ἐσκέπαζαν ὅλο της τὸ πρόσωπο σὰν χρυσοπλεγμένο δίχτυ.
Τὴν μία τὴν ἔλεγαν Ροδιὰ καὶ τὴν ἄλλη Τριανταφυλλιά.
Μίαν αὐγὴ ἀνοιξιάτικη κατέβηκαν εἰς τὴν λίμνη καὶ ἀφοῦ ἔβγαλαν τὰ πέπλα τους ἔπεσαν εἰς τὸ νερό, ποὺ μὲ ἀνατριχίλα καὶ αὐτὸ ἄρχισε νὰ γλείφῃ τὸ ἄσπρο τους κορμί.
- Εἶναι ἄλλη καλύτερη ἀπὸ μᾶς: ἐρώτησεν ἔξαφνα ἡ Ροδιὰ τὴν ἀδελφήν της.
- Εἶσαι καὶ σύ, εἶμαι κι ἐγώ· μὰ εἶναι κι ἡ Νεράιδα τῆς λίμνης ποὺ λέει: φέξε ἥλιέ μου τὶ ἐγὼ θὰ φέξω.
- Καὶ εἶναι καλύτερη ἀπὸ μέ;
- Εἶναι, βέβαια.
-Ἀμή δέ... Σὰ θέλῃ ἂς ἔβγῃ καὶ θὰ ἰδοῦμε, εἶπε μὲ θυμὸ ἡ Ροδιά.
Ἀλλὰ δὲν ἐπρόφθασε νὰ τελειώσῃ τὸν λόγον της καὶ ἡ κοιλάδα ἐφωτίσθη ἀπὸ μαγικὴν λάμψιν. Μαῦρα ὡς ἄσφαλτος μαλλιὰ πλεγμένα κατὰ τὴν ἀρχαίαν ἑλληνικὴν συνήθειαν ἀπάνω σε κεφάλι κανονικὸ καὶ ἔπειτα πάγκαλον καὶ ἁπαλὸν στῆθος ἐφάνησαν ἐπάνω ἀπὸ τὸ νερό. Ἦτο ἡ Νεράιδα. Αἱ δύο ἀδελφαὶ ἔκλεισαν τὰ μάτια τους ἀπὸ τὴν λάμψιν.
-Ἰδές με, εἶπε στὴ Ροδιὰ ἡ Νεράιδα· εἶμαι καλύτερή σου;
- Εἶσαι, κυρά... εἶπεν ἐκείνη, τρέμουσα ὡς τὸ φυλλοκάλαμον.
- Τότε, θὰ σὲ πάρω στὸ παλάτι μου, νὰ γένεις δουλεύτρα μου. Θὰ σὲ κλείσω ἐκεῖ νὰ μαραθοῦν τὰ κάλλη σου καὶ νὰ μὴ καυχηθεῖς πιά.
Καὶ ἔσυρε μέσα εἰς τὴν λίμνη χωρὶς νὰ θέλῃ τὴν Ροδιάν.
Ὅταν ἔμεινε μόνη ἡ Τριανταφυλλιὰ ἔκλαιε καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἀφήσῃ τὸ μέρος ὅπου ἐτάφη ζωντανὴ ἡ ἀδελφή της. Ἔφερε μελόπιτες ἀπὸ τὶς σπηλιὲς καὶ γάλα ἀπὸ τὰ γίδια καὶ ξανθὸ μαλλὶ ἀπὸ νεογέννητο ἀρνὶ καὶ τὰ ἔριξε εἰς τὴν λίμνην γιὰ νὰ μαλακώσῃ τὴν Νεράιδα. Ἀλλὰ δὲν κατόρθωνε τίποτα.
Κάποια ἡμέρα, ἐβαρέθηκε τὰ κλάματά της καὶ ἐβγῆκε ἡ Νεράιδα.
- Τί θέλεις ἐδῶ, Τριανταφυλλιά; τῆς εἶπε μὲ θυμό.
- Κυρά, εἶπεν ἐκείνη δειλά, δῶσ᾿ μου τὴν ἀδερφή μου ἢ πάρε κι ἐμένα μαζί... Ἐκείνη δὲν ἔμαθε νὰ δουλεύῃ· εἶμαι καλύτερη δουλεύτρα ἐγώ».
- Δὲν σὲ θέλω ἐσένα. Ἂν θὲς τὴν ἀδερφή σου κόψε καὶ δῶσ᾿ μου τὰ μαλλιά σου.
- Τὰ μαλλάκια μου; εἶπε μὲ ἀνατριχίλα ἡ Τριανταφυλλιά.
Δὲν ἐδίστασεν ὅμως, ἀλλ᾿ εὐθὺς ἔκοψε καὶ ἔριξεν εἰς τὴν λίμνην τὰ χρυσά της μαλλιά. Τότε ἐφάνη ἐπάνω ἀπὸ τὰ νερὰ ἕνα κλωνὶ ροδιᾶς· ἀλλὰ δὲν τὸν ἐπρόσεξε ἡ κόρη, γιατὶ περίμενε νὰ ἰδῇ τὴν ἀδελφήν της. Καὶ ἄρχισε πάλι τὰ κλάματα.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐφάνη πάλιν ἡ Νεράιδα.
- Γιατί κλαῖς Τριανταφυλλιά; τῆς εἶπε, μὲ χαρούμενο γέλιο.
- Εἶσαι κακὴ καὶ σκληρή· ἡ ἀδερφή μου δὲν ἐφάνηκε πουθενά.
-Ἐφάνηκε, ἀλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ τὴν γνωρίσῃς... Δώσ᾿ μου τὰ μάτια σου καὶ θὰ τὴν ἀποκτήσῃς.
-Ὤ! τὰ μάτια μου!... εἶπε μὲ πόνο ἡ κόρη.
- Δὲν θέλεις; εἶπεν ἡ Νεράιδα τότε... Καὶ ἐκινήθη νὰ φύγῃ.
- Ὤ, στάσου! στάσου! εἶπε μὲ δάκρυα καὶ δένουσα παρακλητικὰ τὰ χέρια ἡ κόρη. Δὲ θέλεις ἄλλο ἀπὸ τὰ μάτια μου; Ἔχει πολὺ χρυσάφι ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα μου, διαμάντια καὶ μπριλάντια ποὺ λάμπουν σὰν τὸν ἥλιο. Θέλεις νὰ σοῦ φέρω ἀπὸ κεῖνα;
- Θέλω τὰ μάτια σου· μοῦ τὰ δίνεις; εἶπεν ἀπειλητικὰ ἡ Νεράιδα.
- Τὰ μάτια μου!... εἶπε μὲ φρίκην ἡ κόρη. Νά, πάρε κι αὐτὰ καὶ δῶσ᾿ μου τὴν ἀδερφή μου... Ὁρκίσου ὅμως πὼς θὰ μοῦ τὴ δώσῃς.
-Ὁρκίζομαι νὰ πεθάνω καὶ νὰ μὴ ξαναζήσω πιά. Τὰ χείλη μου νὰ σκεπάσουν τ᾿ ἀγριαγκάθια καὶ τὸ νερό μου νὰ γίνῃ βρομερό· εἶπεν ἡ Νεράιδα.
- Νὰ πεθάνῃς καὶ νὰ μὴ ξαναζήσῃς ποτέ. Τὰ χείλη σου νὰ σκεπάσουν τ᾿ ἀγριαγκάθια, καὶ τὸ νερό σου νὰ γίνῃ βρομερό· ξανάειπε ἡ Τριανταφυλλιά.
Καὶ μὲ τὴν ἄκρη τοῦ βούρλου «κέντησε τὰ μάτια της καὶ τὰ ἔχυσε μέσα εἰς τὴν λίμνην.
- Νὰ ἡ ἀδελφή σου, ἠκούσθη εὐθὺς ἡ φωνὴ τῆς Νεράιδας.
Ἡ δυστυχὴς τυφλή, ἀργοβατοῦσα καὶ σφάλλουσα, ἅπλωσε τὰ χέρια, ἀλλὰ μόνον ἀγκάθια ἔσφιγγεν εἰς τὰ στήθη της.
- Ὤ! δῶσ᾿ μου τὴν! ἔλεγε μὲ πόνον ψυχῆς-δῶσ᾿ μου την...
- Σφίξε τὴν ἀγκαλιά σου καὶ θὰ τὴν εὕρεις, εἶπεν ἡ Νεράιδα.
Ἐκείνη ἕσφιξε πρόθυμα τὴν ἀγκαλιά της, ἀλλ᾿ ἀντὶ τὸ σῶμα τῆς ἀδελφῆς της, ἀγκάθια ροδιᾶς ἐνοίωσε νὰ τρυποῦν τὸ σῶμα της.
-Ὤ! μὲ γέλασες! εἶπε μὲ πόνον καὶ ἔπεσε κάτω λιπόθυμος.
Καὶ δὲν ἔνοιωσεν ὅτι ἡ ροδιὰ ποὺ ἀγκάλιαζε ἦτο ἡ μεταμορφωθεῖσα ἀδελφή της.
Ἡ Τριανταφυλλιὰ ὅταν συνῆλθε ἀργότερα, ἐσηκώθη καὶ ἠθέλησε νὰ βαδίσῃ, ἀλλὰ ἐσκόνταβε εἰς κάθε βῆμα... Ἔλειπαν τὰ γαλανὰ καὶ μαγευτικὰ μάτια της. Τὸ φῶς ἐκεῖνο, δίχως τοῦ ὁποίου καὶ ὁ ἥλιος χάνεται καὶ αὐτὴ ἡ θεία καὶ φεγγοβόλος στήλη θὰ καταντοῦσε περιττὴ εἰς τοὺς υἱούς, τοῦ Ἰσραήλ, εἶχε σβήσει δι᾿ αὐτήν.
- Μοῦ ἔλεγαν τὶς Νεράιδες κακὲς καὶ φθονερές· μὰ δὲν τὸ πίστευα τόσο!... Ἔκοψα τὰ μαλλιά μου, τὰ χρυσὰ μαλλιά μου καὶ τῆς τὰ ἔδωκα... Ἔπειτα τῆς ἔδωκα τὰ μάτια μου. «Τί μὲ μέλλει, ἔλεγα, ἀφοῦ θὰ μοῦ δώσῃ τὴν ἀδερφή μου; Ἐκείνη θὰ μὲ παίρνει ἀπὸ τὸ χέρι, θὰ μοῦ μιλεῖ, θὰ γελοῦμε μαζὶ καὶ θὰ τὰ λησμονῶ ὅλα» μὰ τώρα;
Ἄχ!... εἶπε, καὶ ἄρχισε τὰ δάκρυα.
Ἄκουσε τότε φωνὲς ἀνθρώπων καὶ γαυγίσματα σκύλων. Ἕνας ἄνθρωπος ἐπλησίαζε πρὸς αὐτήν· ἐμαζεύθη πίσω ἀπὸ τὰ βάτα ὅπως ἡ Ἄρτεμις πρὸ τῶν περιέργων βλεμμάτων τοῦ Ἀκταίωνος.
- Κόρη μου!... ἐφώναξεν ὁ ἄνθρωπος μόλις τὴν εἶδε.
- Πατέρα μου!... εἶπεν ἐκείνη εἰς τὴν φωνὴν καὶ ἔπεσε εἰς τὴν ἀγκαλιά του.
Ἀλήθεια ἦτο ὁ δύστυχος πατέρας, ποὺ εἶχεν ἔβγει εἰς ἀναζήτησιν τῶν θυγατέρων του.
Ὁ γέρος ἔμαθε τὰ πάντα. Ἐφώναξε τοὺς ὑπηρέτας του, ἄδειασαν τὴν λίμνην, καὶ εἰς τὸν πάτον αὐτῆς εὗραν μία πλάκα στακτιά.
-Ἀπὸ κάτω ἀπὸ αὐτὴν εἶναι ἡ κόρη μου, εἶπε καὶ διέταξε νὰ τὴν σηκώσουν.
Ἀλλὰ εἰς τὸ πρῶτον κτύπημα, φωνὴ τρομώδης ἠκούσθη. Οἱ ἐργάται ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Ἡ λίμνη ἐγέμισε πάλι νερὸ καὶ μία φωνὴ γλυκεία, ἀλλὰ μελαγχολικὴ ἠκούσθη νὰ λέγῃ:
- Τοῦ κάκου ζητεῖς νὰ μὲ σώσῃς, πατέρα... Πάρε τὴν ἄλλη σου κόρη καὶ φύγε... Ἐδῶ εἶναι τόπος κακός. Μὴ θελήσῃς νὰ βγάλῃς τὴν πλάκα, γιατί ἀμέσως θὰ πηδήσῃ νερὸ ποὺ θὰ πνίξῃ τὸν κόσμο... Δὲν εἶναι σωστὸ γιὰ μία ψυχὴ ὅσο ἀγαπητὴ κι ἂν εἶναι, νὰ θυσιάζῃ κανεὶς τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων...
Ἡ φωνὴ ἐσιώπησεν. Ὁ γέροντας καὶ ἡ τυφλὴ ἐκυριεύθησαν ἀπὸ φρίκην, ἔφυγαν μακριά. Ὁ γέροντας θλιμμένος ἔφερε τὴν τυφλὴν θυγατέρα του εἰς τὸν πύργον καὶ ἔμεινεν ἡ κοιλάδα ἥσυχη καὶ ἡ Ροδιὰ δίχως τὴν ἀδελφήν της...
Ἀλλὰ ἡ τυφλὴ δὲν θέλει νὰ λησμονήσῃ. Ὅπως ὁ Ἀλφειὸς τὴν Ἀρέθουσαν, ὁ Πᾶν τὴν Σύριγγα, ὁ Ὠρίων τὰς Πλειάδας καὶ ἡ Γῆ τὸν Οὐρανόν, ἔτσι καὶ αὐτὴ ποθεῖ τὸ μέρος ὅπου ἡ ἀδελφή της μένει κλεισμένη. Κάποτε ἐξέφυγε ἀπὸ τοὺς φύλακάς της κατέβηκε εἰς τὸν κῆπον καὶ τρέχει ἐκεῖ ποὺ εἶχαν φυτεύσει μὲ τὴν ἀδελφήν της μίαν ροδιάν. Ἔκοψε ἕνα μικρὸ κλωνάρι πιστεύουσα ὅτι τοῦτο, ἐπειδὴ ἀπὸ ἐκείνην ἐφυτεύθη, θὰ ὡδήγει τὰ βήματά της, ὅπως ὁ χρυσοφυλλος κλάδος τὸν Αἰνείαν εἰς τὰ δάση τοῦ Ἀόρνου, καὶ θὰ ἀντικαθίστα τὰ σβησμένα μάτια της πρὸς ἀνεύρεσιν τῆς Ροδιᾶς. Καὶ τώρα κρατοῦσα αὐτὸ εἰς τὸ ἀριστερὸν χέρι, καὶ εἰς τὸ δεξιὸν ὀζώδη ράβδον καὶ ἀκολουθούμενη ὑπὸ μικρᾶς λευκομάλλου ἐλάφου, ἐπέρα βραδυποροῦσα φάραγγας καὶ δρυμούς, διευθυνομένη πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἤλπιζεν ὅτι ἦτο ἡ ἀδελφή της.
Μετὰ καιρὸν ἔφθασεν εἰς μέρος ὅπου ὁ Πηνειὸς ἐκύλιε μὲ πάταγον τὰ ψυχρὰ καὶ θολὰ νερά του, ἀνάμεσα εἰς πέτρες καὶ κορμοὺς δένδρων.
Δὲν ἐδίστασεν. Καθόλου δὲν τὴν τρομάζει ὁ βρόντος τῶν νερῶν. Ἔκραξε τὴν πιστήν της ἔλαφον καὶ καθίσασα ἐπάνω της, πέφτει εἰς τὸν ποταμόν. Ἀλλὰ τὸ ρεῦμα εἶναι ὁρμητικόν· ἡ ἔλαφος ἀγωνίζεται, φθάνει εἰς τὸ μέσον, καὶ μόνον τὸ μικρὸν καὶ ὡραῖον κεφάλι της φαίνεται ἀπάνω ἀπὸ τὰ νερά. Ὁ ἄνεμος φουσκώνει τὰ φορέματα τῆς τυφλῆς, σκορπίζει τοὺς ἀναπτυχθέντας χρυσοὺς βοστρύχους της καὶ ἐκεῖνοι ραπίζουν ἐλαφρὰ τὸ ὠχρόν, πλὴν γαλήνιον πρόσωπόν της. Εἰς τὰ χείλη της ποὺ ἔχουν τὸ χρῶμα μαραμένου κρίνου κάθηται πικρία, τὰ βλέφαρά της κινοῦνται, ὡς νὰ θέλουν νὰ δείξουν εἰς αὐτὴν τὸν κίνδυνον. Ἔχει σταυρωμένα εἰς τὸ στῆθος τὰ χέρια καὶ εἰς τὸ ἕνα κρατεῖ τὴν ροδιάν, μόνην της ἐλπίδα. Φαντάζεται τὴν ἔκτασιν, τὸν ποταμὸν ποὺ περνᾶ, τὰ χαλίκια καὶ τὰς ὄχθας του καὶ τὰς ἰτέας, ἀλλὰ γνωρίζει ὅτι δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἰδῇ, καὶ κρατεῖ τὴν κεφαλὴν της ἴσα πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἡ ἔλαφος διευθύνεται.
Ὁ Πηνειός, νομίσας αὐτὴν ὡς τὴν ἀγαπητήν του νύμφην Κρέουσαν, κρατεῖ τὸ ρεῦμα του καὶ ἡ ἔλαφος ἀποθέτει εἰς τὴν ὄχθην τὴν τυφλήν. Σηκώνεται ἐκείνη καὶ ἐξακολουθεῖ, μέσα ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τριβόλους, τὸν δρόμον της· βάτα ξεσχίζουν τὰ φορέματά της καὶ τὰ ἀγκάθια τοὺς πόδας της, ἀλλὰ ἀδιαφορεῖ.
- Ὤ! ἂν εἶχα τὰ μάτια μου! λέγει. Καὶ σπεύδει, σπεύδει ἐκεῖ, ὅπου ταχύτερος ἔχει φθάσει ὁ λογισμός της.
Σὲ λιγάκι ἀκούει κοντὰ εἰς τὰ πόδια της ἄλλα νερὰ ὁρμητικῶς θραυόμενα, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ γλυκείαν φωνήν, περιπαθῶς ψάλλουσαν ἕνα ἀπελπιστικὸ τραγούδι, ὅπως τὸ τραγούδι ἰσοβίου καταδίκου:
Ὁ ἥλιος ἔσβησε, Πᾶν τὰ λουλούδια, Φύγαν τὰ ὄνειρα, Χαρές, τραγούδια· Ἡ γῆ σκοτεινίασε, Νιάτα περήφανα, Τὰ πῆρε κι ἔφυγε... |
Ἐγνώρισε τὴν φωνὴν τῆς ἀδελφῆς της καὶ συγκινημένη καὶ κατάκοπος ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν ἐκάθισε κοντὰ εἰς τὴν ρίζαν πολυφύλλου πλατάνου.
- Ὦ ἀδερφή μου, ποῦ εἶσαι; ἔλεγε ἡ Ροδιά. Μὲ ἄφησες λοιπὸν καὶ σύ!... Ὅταν ἤμεθα μικραί, ἐσύναζα τὰ λουλουδάκια κι ἔπλεκα μὲ αὐτὰ τὰ μαλλιά σου... Σοῦ ἔφερνα νεράκι κρύο ἀπὸ τὴν πηγὴ καὶ τὴν πρωτομαγιάτικη δροσιὰ γιὰ νὰ νίβεις τὸ πρόσωπό σου... Τώρα μὲ λησμόνησες... Ἄχ! μὲ λησμόνησες καὶ σύ!...
Ἡ τυφλὴ ἠθέλησε ν᾿ ἀπαντήσῃ, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθη. Ἐσηκώθη τότε καὶ ἠθέλησε νὰ περάσῃ τὸν ποταμόν· ἀλλὰ μόλις ἐπροχώρησεν ὀλίγον εἰς τὸ νερὸ ἐφοβήθη καὶ ἐβγῆκε.
Ἀλλὰ ἡ φωνὴ τῆς Ροδιᾶς ἠκούσθη πάλιν.
- Μὴ φοβεῖσαι τὸ νερό, ἀδερφή μου. Θὰ γνωρισθοῦμε ἀπὸ τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς μας. Ἔλα· ἐσὺ μὲ τὴν ἀγκαλιά σου θὰ μοῦ δώσῃς ζωὴ κι ἐγὼ μὲ τὰ φιλήματά μου τὰ μάτια σου.
- Δὲν θέλω τὰ μάτια μου, φθάνει νὰ σὲ ἀποκτήσω· εἶπεν ἡ τυφλή.
Καὶ ἐρίφθη ἀσυλλόγιστα εἰς τὸ νερό.
Ἀλλὰ τὸ ρεματάκι ποὺ τώρα μόλις κυλᾶ κάτω ἀπὸ τὰ χόρτα, τότε ἐχύνετο μὲ ὁρμὴν καὶ μανίαν. Ἡ τυφλὴ σηκώνει ψηλὰ τὰ χέρια γιὰ νὰ ζητήσῃ βοήθειαν· ἀλλ᾿ οὔτε ἡ καλλίσφυρος Λευκοθέα ἔριξεν εἰς αὐτὴν τὸν πέπλον της, οὔτε κανένα δένδρον ἔγειρε τὰ κλαδιά του, γιὰ νὰ πιαθῇ καὶ νὰ σωθῇ.
Ἐπνίγη. Καὶ τὰ καλάμια εἰς τὴν ὄχθην ἄρχισαν πάλιν τοὺς θρήνους των καὶ ὁ νυκτοκόρακας ἠκούσθη ἐπάνω εἰς τὸ κυπαρίσσι.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν μικρὴ τριανταφυλλιὰ ἐφάνη κοντὰ εἰς τὴν ρίζαν τοῦ πλατάνου. Παρεκάλεσεν αὐτὸν νὰ τὴν πάρῃ εἰς τὸ ψήλωμά του καὶ αὐτὸς ἔγειρε καὶ ἐσκάλωσε εἰς τὸν κορμόν του ἡ τριανταφυλλιά. Ἀλλὰ ὅλο καὶ ἐστέναζεν.
- Τί ἔχεις τριανταφυλλιά μου; τὴν ἐρώτησε κάποτε ὁ πλάτανος.
- Ἐκεῖ εἰς τὴν ἀντικρινὴ ὄχθη, εἶναι ἡ ἀδελφή μου. Ὁ ποταμὸς μὲ ἐμπόδισε νὰ τὴν ἰδῶ ὅταν ἐζοῦσα. Τώρα ἀδύνατη δὲν μπορῶ νὰ τὴν φτάσω καὶ νὰ τὴν φιλήσω, καθὼς πρῶτα· εἶπε μὲ στεναγμόν.
Ὁ πλάτανος ἐσυγκινήθηκε· ἅπλωσε ἕνα του κλαδί, ἔκαμε τόξον ἀπάνω ἀπὸ τὸ νερό, ἐτυλίχθη ἐκεῖ ἡ τριανταφυλλιὰ καὶ ἔπειτα ἔσκυψε τὸ κλωνάρι της, ἀκριβῶς ἀπάνω ἀπὸ τὴν ροδιά. Ὅταν ὁ ἄνεμος φυσήξῃ ταλαντεύει τὸ κλωνάρι τῆς τριανταφυλλιᾶς καὶ ἡ ἄκρη τῆς φιλεῖ τὴν ροδιὰν τρυφερά. Τότε τὰ καλάμια συρίζουν ἡδονικά, τὰ πουλιὰ γλυκοκελαδοῦν, τὰ φυτὰ στολίζονται μὲ τὰ εὐωδέστερα ἄνθη, τὸ ρυάκι κελαρύζει, καὶ αἱ δύο ἀδελφαὶ ἀνταλλάσουν τὰ ἄνθη των καὶ δὲν παύουν νὰ ψιθυρίζουν τὸν ὅρκον τῆς Νεράιδας.
- Νὰ πεθάνῃς καὶ νὰ μὴ ξαναζήσῃς ποτέ. Τὰ χείλη σου νὰ σκεπάσουν τ᾿ ἀγριαγκάθια καὶ τὸ νερό σου νὰ γίνῃ βρομερό.
Καὶ ἀληθινά. Ἀπὸ τότε τὸ νερὸ τῆς λίμνης ἐβρόμισε καὶ τὰ βοῦρλα ἐσκέπασαν τὸ πρόσωπό της.
Ταχτικά, εἴτε τὴν αὐγὴν ὅταν ἐξυπνοῦσε διὰ νὰ πάγῃ εἰς τὴν δουλειάν του, εἴτε τὴν ἑσπέραν ὅταν ἐγύριζε μὲ τὸ κάρο του ὁ Σταμάτης Τομαρᾶς πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ἤθελε ἐρωτήσῃ μὲ τρέμουσαν φωνὴν τὴν γυναίκα του:
- Πῶς εἶν᾿ οἱ κότες;
-Ἔ, καημένε καὶ σύ! Σκοινὶ λουρὶ τὸ ᾿πιασες!... ἐφώναζε κάπως δυσαρεστημένη ἡ Δεσποινιώ. Δὲ ρωτᾶς κάνε μου γιὰ τὴ γυναίκα σου παρὰ γιὰ τὶς κότες!...
- Μωρ᾿ ἀκούω τόσα!... ἔλεγε μὲ φοβισμένον βλέμμα ὁ Σταμάτης.
Καὶ ἀληθινά· ἄκουε τόσα ὁ ἀγαθὸς καρολόγος. Αἱ ἐφημερίδες ἀπὸ τὸ Σαρανταήμερο κι ἐδῶ δὲν ἔκαναν ἄλλο παρὰ νὰ γράφουν ὅτι κάθε ἡμέραν γίνονται φοβεραὶ ὀρνιθοκλοπαὶ ἐδῶ καὶ εἰς τὸν Πειραιᾶ. Οἱ συνάδελφοί του τὰ βράδια, συναγμένοι γύρω εἰς τὰ τραπεζάκια τοῦ Ταρούση, ἀπάνω ἀπὸ τὴν ξανθὴ ρετσινόκουπα, διηγοῦντο ὅτι ἐνῷ κουβαλοῦσαν χαλίκι ἀπὸ τὸν Ἰλισό, ἄλλο δὲν ἀπαντοῦσαν εἰς τὸν δρόμον τοὺς παρὰ σωροὺς ἀπὸ φτερὰ πουλερικῶν. Ὁ Σταμάτης ἀνατριχίαζε εἰς τὸ ἄκουσμα καὶ ἔμενε ὧρες ἄφωνος καὶ συλλογισμένος. Καὶ δὲν ἐσυλλογίζετο τίποτε ἄλλο παρὰ τὶς κότες του, τῶν ὁποίων τὰ πούπουλα μαῦρα καὶ ἄσπρα καὶ ρεβιθιά, ἐπιστευεν ὅτι ἐξεχώριζε εἰς τοὺς σωροὺς ποὺ ἔβλεπαν οἱ ἄλλοι καρολόγοι καὶ τὰ κεφάλια τους μὲ τὰ ματάκια κλειστὰ καὶ τὰ πόδια τους μὲ τὰ στενόμακρα γυριστὰ νύχια, ξυλιασμένα εἰς τὸ χῶμα. Καὶ ἐβιάζετο νὰ φθάσῃ εἰς τὸ σπίτι του, μικρό, καινούργιο μὲ στενόχωρη αὐλὴ τριγυρισμένη ἀπὸ πλίθες, ἐκεῖ πίσω ἀπὸ τὸ μνημεῖο τοῦ Φιλοπάπου. Καὶ μόλις ἔφθανε, ἐσήκωνε τὰ μάτια πρὸς τὸ μονάκριβον δένδρον, τὴν μουριὰ ποὺ ἐσκέπαζε τὴν αὐλὴν καὶ ἐμέτρα τὶς κότες, ἐνῷ αὐτὲς ἐκοιμῶντο μὲ τὸ κεφάλι κάτω ἀπὸ τὸ φτερόν. Τότε εὐχαριστημένος ποὺ τὶς εὕρισκε σωστές, ἐψιθύριζε τρίβοντας τὰ χέρια μὲ χαϊδευτικὴ φωνή: - Κότες μου! κοτοῦλες μου! κοτίτσες μου!...
Δὲν εἶχε καὶ πολλὲς κοτοῦλες ὁ Σταμάτης παρὰ μόνον τέσσερες. Ἀλλὰ τὶς εἶχε καλοθρεμμένες. Τὸ πῶς τὶς ἀπόχτησε εἶναι ὁλόκληρη ἱστορία.
Πρῶτα ἐπῆρε τὴν Κοκκό, μίαν ἀρχοντοκότα μὲ λειρὶ κόκκινο καὶ μεγάλο, σὰν τὸ στέμμα ποὺ ζωγραφίζουν εἰς τοῦ Σολομῶντα τὸ κεφάλι. Ὅταν ἐβάδιζε ἢ ὅταν ἐκοίταζε ἐδῶ κι ἐκεῖ, τὴν ἔλεγες δίχως ἄλλο βασίλισσα μέσα στὶς ἄλλες κότες. Τὴν ἐψώνισε ὁ Σταμάτης γιὰ νὰ τὴν φᾶνε ἀνήμερα τῶν Χριστουγέννων. Μὰ τὴν παραμονή, ἐνῶ ἡ κυρα-Δεσποινιὼ μὲ τροχισμένο μαχαίρι ἐπήγαινε νὰ τὴν προσφέρῃ θυσία, τὴν βλέπει τσόπ! ν᾿ ἀπολάῃ ἕνα αὐγὸ μέσα στὸ καλάθι μὲ τὰ κάρβουνα. Ἡ νοικοκυρὰ ἐσυγκινήθηκε - ἦταν ἄλλωστε καλὴ ψυχή, Πολίτισσα καλέ! ἀπὸ τὸ Μπογιατζίκιοϊ, τὸ χωριὸ τοῦ Πατριάρχη Ἰωακεὶμ - ἐπέταξε μακριὰ τὸ μαχαίρι, ἐπῆρε τὴν κότα εἰς τὴν ἀγκαλιά της καὶ ἄρχισε νὰ τὴν φιλῇ καὶ νὰ λέει:
- Δὲ σὲ σφάζω γὼ κυρά μου! δὲ σὲ σφάζω γὼ κοπέλα μου!...
Καὶ νά! τὰ δάκρυα ἡ εὐαίσθητη ψυχή. Ἀλλὰ καὶ ὁ Σταμάτης ὅταν τὸ ἔμαθε ἄρχισε τὰ δάκρυα.
- Τέτοια κότα γουρλίδικη νὰ σφάξῃς! εἶναι κρίμα κι ἀπὸ τὸ Θεό.
Ἔτσι ἐσώθηκε ἡ Κοκκὸ καὶ γιὰ τὸ εὐχαριστῶ ἄρχισε κάθε ἡμέρα ν᾿ ἀπολάῃ κι ἀπὸ ἕνα αὐγὸ εἰς τὸ καλάθι. Καὶ τί αὐγό! μεγαλύτερο ἀπὸ τὴ γροθιὰ τοῦ καρολόγου - γροθιὰ ποὺ τὴν ἤξερε γιατὶ κάποτε τὴν δοκίμαζε ἡ κυρα-Δεσποινιώ.
Ἀντὶ λοιπὸν κότα ἔφαγε κρέας χοιρινὸ τὶς ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων τὸ ἀντρόγυνο. Ἀποφάσισε ὅμως ὁρισμένως τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ν᾿ ἀγοράσῃ μίαν ἄλλη κότα. Ἄ! δὲν μπορεῖ! Κότα πίτα τὸ Γενάρη καὶ παπὶ τὸν Ἁλωνάρη. Ὁ Σταμάτης ἐννοοῦσε ν᾿ ἀκολουθήσῃ κατὰ γράμμα τὴν παλιὰ λαϊκὴ παραγγελία. Γιατὶ ἱδρώνει τάχα καὶ δουλεύει καὶ ἀγωνίζεται; Καὶ ἀγόρασε ἀληθινὰ ἡ Δεσποινιὼ μίαν ἄλλη κότα ἀπὸ ἕνα χωρικὸ ποὺ ἐγύριζε κοντὰ στὸ Θησεῖο φωνάζοντας.
- Κότες! πάρτε κότες!... παχιὲς κότες!...
Ἀλλὰ - τί εὐχὴ Θεοῦ! - ὁ Σταμάτης μόλις τὴν εἶδε, σὰν νὰ κατάπιε τὸ ψαροκόκαλο. Ἦταν μία κότα λαθουράτη· τὸ ὅλον της παράξενο. Μὲ πρώτη ματιὰ σοῦ θύμιζε στρουθοκάμηλο. Εἶχε ἕνα λαιμὸ μακρύτατο ὡς τῆς χήνας κι ἕνα κεφάλι μικρὸ σὰν καρύδι. Καὶ ποτὲ δὲν ἔστεκαν ἥσυχα στὴ θέση τους· εἶχαν ἕνα ἀδιάκοπο τρέμουλο ποὺ σοῦ ἔφερνε τὸ γέλιο.
Ἀλλὰ καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἐγλύτωνε ἀπὸ τὸ μαχαίρι τῆς Δεσποινιῶς ἂν δὲν ἔκανε τὸ ἑξῆς: Ὁ Σταμάτης τὴν παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς ἐτσάκιζε καρύδια γιὰ νὰ χρησιμέψουν σὲ κάποιο γλύκισμα. Ἡ Πιπὴ ὅμως ἐπλησίασε ὕπουλα καὶ ἄρχισε νὰ τσιμπᾶ ἕνα ἕνα κομμάτι. Ὁ Σταμάτης ἀπόρησε. Μπά! Ἐπῆρε τὰ καρύδια καὶ τὰ ἔκρυψε στὰ γόνατά του. Ἡ Πιπὴ ἔγινε πιὸ τολμηρή. Ὁ λαιμὸς ἐτεντώθηκε περισσότερο· τὸ κεφάλι της ἐγύρισε ἐρευνητικὸ ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἔπειτα ἐσκαρφάλωσε εἰς τὰ γόνατά του καὶ ἄρχισε νὰ τσιμπᾶ τὶς φοῦχτες του, ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ χοντρὰ δάχτυλά του. Ὁ καρολόγος ἐλιγώθηκε στὰ γέλια.
-Μωρέ τ᾿ εἶναι τοῦτο! μωρὲ θὰ μὲ φάῃ τὸ θηρίο!... Μωρὲ τὴ παλαβόκοτα εἶναι αὐτή!...
Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι τὸ ἀντρόγυνο ἔφαγε χοιρινὸ καὶ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καὶ ἡ κότα ἐξακολούθησε ν᾿ ἁρπάζῃ τὰ καρύδια καὶ τὶς παλαβωμάρες της.
Ἡ κυρα-Δεσποινιὼ ὅμως - ἀπὸ τὸ Μπεγιατζίκιοϊ καλέ! - ἄρχισε νὰ σκέφτεται πρακτικότερα ἀπὸ τὸν ἄντρα της. «Καλὰ δὲν τὶς σφάζουμε· εἶπε. Δὲν τὶς βάζω κάνε μου κλῶσσες νὰ μοῦ βγάλουν πουλιά, νὰ φάω αὐγά, νὰ φάω κι ἀπὸ τὰ πουλιά τους.
Καὶ ἂμ᾿ ἔπος ἂμ᾿ ἔργον ἐδόθηκε νὰ συνάξῃ αὐγά. Πῶς τὰ σύναξε ὁ Θεὸς ξέρει· τὰ σύναξε ὅμως. Δώδεκα καλοδιαλεγμένα, σποράτα αὐγὰ καὶ τὰ ἔβαλε τῆς Πιπῆς. Ἐκείνη ἔκρινε πιὸ θερμοαίματη. Γκλὰν γκλάν! ἡ φωνή της, σὰν καμπάνα. Μὰ ποὺ ἦταν παλαβή! Θὰ ἔχῃ τὴν ὑπομονὴ νὰ κάτσῃ νὰ κλωσήσῃ ἢ θὰ τὰ παρατήσῃ στὴ μέση σὰν τὴ μητέρα τὴν ἀλαφαλού!
Ὁπωσδήποτε ἡ Δεσποινιὼ τὴν ἐμπιστεύτηκε. Ἐκείνη ἐκάθισε πρόθυμα καὶ ἄρχισε νὰ κλωσσᾶ. Ἐκάθισε τρεῖς, τέσσερες, πέντε ἡμέρες! Τὸ ἀντρόγυνο ἔκανε τὸ θάμα του μὲ τὴν φρονιμάδα τῆς Πιπῆς. Τί δὲν κάνει ἡ μητρότης!.. Ἔξαφνα ὅμως ἐπάνω εἰς τὶς πέντε, μέσα εἰς τὸ καταμεσήμερο, ἐτρόμαξε ἡ γειτονιὰ ἀπὸ ἕνα φοβερὸ φτεροκόπημα. Τὸ ὄρνεον Ρὸκ νὰ κατέβαινε δὲν θὰ ἐθορυβοῦσεν ἔτσι. Ἡ Πιπὴ πετάχτηκε μὲ ὁρμὴ μέσα ἀπὸ τὴ φωλιά της, ἐπέρασε τὴν πόρτα, ἐπέρασε τὴν σάλα, πετάχτηκε ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ χάθηκε στὴ γειτονιά.
Ἡ Δεσποινιὼ ἔβαλε τὶς φωνές, ἀπελπίστηκε. «Πᾶνε τ᾿ αὐγά μου! εἶπε· κρίμα στὰ ἔξοδα! θὰ κρυώσουν καὶ τώρα θὰ χαλάσουν. Τί ἔπαθα νὰ ἐμπιστευθῶ σ᾿ αὐτὴ τὴν παλαβή! Δὲν ἔβανα τὴν Κοκκό.
Ὄχι· καλὰ ἔκαμε ποὺ δὲν ἔβαλε τὴν Κοκκό.
Ἔπειτα ἀπὸ μισὴ ὥρα ἡ Πιπὴ ἐφάνηκε πηδηχτὴ ταρναριστή, ἀνέβηκε τὴν σκάλα γυρίζοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ ἐρευνητικὰ τὸ κεφάλι, μὲ τὸν μακρὺ τρεμουλιαστὸ λαιμό της, ἐπῆγε ἴσα καὶ ἐκάθισε εἰς τὰ αὐγά της.
Αὐτὸ ἐγινότανε τακτικὰ κάθε μέρα πιά, ὥσπου ἡ κότα ἔβγαλε τὰ πουλιά της. Ὢ χαρὲς καὶ παιγνίδια ἡ κυρα-Δεσποινιὼ μὲ τὰ ξεπεταρόνια της! Ὢ τὰ χαρωπὰ γαυγίσματα τοῦ Φρίγκου, ποὺ τὰ μάζευε ὅταν τὰ ἔβλεπε μακριὰ ἀπὸ τὸ κοτέτσι· τὰ μάζευε ἁβρά, ἁπαλὰ μὲ τὸ στόμα καὶ τὰ ἔφερνε κοντὰ εἰς τὴν μάνα τους. Ὢ ἡ μανούλα ἡ παλαβὴ πὼς ἐσήκωνε τὰ πούπουλά της καὶ ἐτέντωνε τὸ λαιμό της καὶ ἀγρίευε σὰν τίγρης νὰ ξεσχίσῃ τὸν ἀγαθὸ τὸ Φρίγκο ὅταν ἐπλησίαζε τὰ πουλιά της! Καὶ ἀκόμη ὤ! κι ὁ Σταμάτης ὁ καρολόγος, ὅταν τὴν ἔβλεπε ὅλη μαζὶ τὴ φαμελιά του: τὰ κοτοπούλια, τὶς κότες, τ᾿ ἄλογό του, τὸ σκυλί του, τὴ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του!..
-Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ!... ἔλεγε συχνὰ γιὰ νὰ δείξῃ τὴν ἀφθονίαν τῶν κτημάτων του...
Ὁ χρόνος ὅμως ἔκαμε κι ἐδῶ τὸ μέρος του. Ἀπὸ τὰ τόσα κλωσσοπούλια καὶ μὲ ὅλη τὴ φιλοστοργία τῆς Πιπῆς καὶ μὲ ὅλη τὴ ἀγαθὴ φροντίδα τοῦ Φρίγγου καὶ τὴν προσοχὴ τῆς Δεσποινιῶς, ἄλλα πάτησε τὸ ἄλογο, ἄλλα χάθηκαν στὶς γειτονικὲς αὐλές, ἄλλα ἐξεκοκάλισε μόλις ἔγιναν γιὰ φάγωμα ὁ κὺρ-Σταμάτης. Δὲν ἀπόμειναν παρὰ οἱ δύο ἀρχικὲς κότες καὶ ἄλλες δύο ποὺ μεγάλωσαν κι ἐκεῖνες καὶ ἄρχισαν νὰ κάνουν αὐγά. Ἡ μία ἀπ᾿ αὐτὲς εἶχε κάτι μάτια μεγάλα καὶ μπλαβὰ ποὺ σὲ μαγνήτιζαν. Καὶ ἦταν ἥμερη σὰν ἀρνάκι. Μόλις ἅπλωνες χέρι καὶ τῆς ἔλεγες «κάτσε»! δέκα ὀργιὲς δρόμο νὰ ἦταν μακριὰ θὰ καθότανε. Ἡ ἄλλη ἐμοίαζε εἰς τὰ φτερὰ καὶ εἰς τὸ παράστημά της Κοκκὸς μὰ ἦταν φλύαρη σὰν γαλιάντρα. Μὲ τὴν κυρα-Δεσποινιὼ - ἀπὸ τὸ Μπογιατζίκιοϊ καλέ! - ἐπίανε ἀληθινὴ κουβέντα.
- Πὲς κυρά μου κρὰ κρὰ κρά!... τῆς ἔλεγε ἡ Πολίτισσα.
- Κρὰ κρὰ κρὰ κρά!... ἀρχίναε πρόθυμα ἡ Κελαηδίστρα ὅλο καὶ ἀνεβάζοντας τὴ φωνή της ὥσπου νὰ φθάσῃ στὸ ἀπροχώρητο.
Πήγαινε λοιπὸν ἐσὺ νὰ πείσῃς τὸν κὺρ-Σταμάτη καὶ τὴν συμβία του νὰ σφάξουν τέτοιες κότες. Μπά!
Ἀλλὰ πάλι νὰ τὶς φάνε οἱ ἄλλοι! Ἢ μήπως τάχα εἶναι δύσκολο! Οἱ κλέφτες ἄδειασαν τὸ ἕνα κοτέτσι, ἀδείασαν τὸ ἄλλο, τίποτε δὲν θὰ τοὺς ἐμπόδιζε νὰ κάμουν τὴν ἴδια τιμὴ καὶ εἰς τὸ ἰδικόν του. Ὅταν ἡ ἀρκούδα χορεύῃ στοῦ γείτονα τὴν αὐλὴ γρήγορα θὰ χορέψῃ καὶ στὴ δική σου, λέει μία παροιμία. Αὐτὸ ὅμως δὲν τοῦ ἄρεσε καθόλου τοῦ κὺρ-Σταμάτη. Ἂν πολλὲς φορὲς ἐξεκαρδίζετο εἰς τὰ γέλια, ὅταν τελειώνων τὸ ἰδικόν του φαγητὸν ἅρπαζε καὶ ἀπὸ τὸ πιάτο τοῦ συντρόφου του, μὲ τὴν δικαιολογίαν ὅτι ὅπου φυλάῃ φυλάει γιὰ ἄλλον δὲν ἤθελε ὅμως νὰ τὸ κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι πρὸς ζημίαν του. Τὶς ἔθρεψε, ἐννοεῖ νὰ τὶς φάγῃ αὐτὸς τὶς κότες του! Καὶ γιὰ τοῦτο ὁ ἀγαθὸς καρολόγος ἐθύμωσε καὶ παραθύμωσε ὅταν ἀνεκάλυψεν ἔξαφνα ὅτι μία ἀπὸ τὶς κότες του ἔλειπε.
- Μωρὲ Δεσποινιώ! Τάκη!. . Μιστόκλη! ἐφώναξε τὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του μέχρι τοῦ μικροτέρου ποὺ εἶχε εἰς τὴν φασκιὰ ἀκόμη.
- Τ᾿ εἶναι καλέ; τί τρέχει; ἐρώτησε ἡ γυναίκα τοῦ τρομασμένη.
-Ἡ κότα!... Λείπει ἡ Κελαηδίστρα!
Ἐκοίταξαν παντοῦ γύρω, ἔψαξαν ὅλες τὶς γειτονικὲς αὐλές, ἐρώτησαν ὅλους, φίλους καὶ γνωστοὺς ἀπὸ τὸ Βαρθακονήσι ὡς τὰ Πατήσια, ἀλλὰ πουθενὰ κότα. Καὶ ὁ Σταμάτης ἐσυλλογίζετο μὲ θυμὸν ὅτι τὴ νύκτα, εἰς τοῦ ὕπνου τοῦ τὸ βύθος, σὰν ν᾿ ἄκουσε κακάρισμα· καὶ δὲν εἶναι ἀπίθανον νὰ ἦτο τῆς κοτούλας του καὶ ἐθύμωνε γιατὶ δὲν ἔτρεξε νὰ τὴν ἐλευθερώσῃ. Ἔτσι νὰ ἔκανε πὼς ἔβηχε, θὰ τὴν ἄφηναν ἀμέσως τὴν κότα! Καὶ χωρὶς νὰ σκεφθῇ ὅτι τὸ κακάρισμα αὐτὸ μόνον εἰς τὸ ὄνειρόν του εἶχεν ἀκούσει, ὁρκίζετο εἰς ὅλους τοὺς ἁγίους, τὴν ἐρχομένη νύκτα νὰ φυλάξῃ ἔξω μήπως τοῦ ἁρπάξουν καὶ τὶς ἄλλες. Βέβαια ὁ κλέφτης ἦτο ἀδύνατον νὰ μὴ ξαναέρθῃ. Καὶ ὁ καρολόγος ἐλυπεῖτο κατάκαρδα, ἔκλαιε σχεδὸν σκεπτόμενος πῶς θὰ ἐκοκκίνισεν ὁ λαιμὸς τῆς κότας του ἀπὸ τὸ μαχαίρι· πῶς θὰ ἐτσιτσίριζε εἰς τὴν χύτρα τὸ κρέας της καὶ πὼς θὰ ἐκριτσάνιζαν τὰ κοκαλάκια της ἀνάμεσα εἰς τὰ κοφτερὰ δόντια τίποτε ἀλητῶν. Καὶ τόσον ὑπέφερε ἀπὸ τοὺς συλλογισμοὺς αὐτοὺς ὥστε κάθε λίγο καὶ λιγάκι ἐψιθύριζε μὲ πόνον:
- Κότα μου, Λαλίστρα μου, ἐγὼ δὲ θὰ σὲ τραγάνιζα ἔτσι!...
Ὅταν ἦλθε ἡ νύκτα ὁ Σταμάτης ἀφοῦ ἔπεισε ὄχι καὶ μὲ λίγον κόπον τὴν γυναίκα τοῦ ν᾿ ἀποσυρθῇ μὲ τὰ παιδιὰ καὶ νὰ μὴ φοβᾶται, ἐκάθισε εἰς τὸ χαγιάτι μὲ μόνη συντροφιὰ τὸ τσιγάρο καὶ κοντὴ σκουριασμένη καραμπίνα. Πλησίον, ἐπάνω εἰς σωρὸν ἀπὸ κλήματα ἐκοιμᾶτο γρίζων ὁ Φρίγγος κι ἐπάνω εἰς τὴν στέγην ὁ γάτος του μὲ ἄλλους τῆς γειτονιᾶς ἐπροσπαθοῦσαν νὰ ἁρμόσουν ἐπιθαλάμιον συναυλίαν.
Ἡ νύκτα ἦτο ἀγρία· ὁ ἀέρας ἐφύσα ψυχρὸς καὶ ταραχώδης· ἐσάρωνε καθετὶ ποὺ εὔρισκεν ἐμπρός του. Ὁ οὐρανὸς σκεπασμένος μὲ μαῦρα σύννεφα, φερόμενα ἀπὸ βοριὰ πρὸς νότον ὡς γιγάντιαι ἀράχναι. Τὸ φεγγάρι σπανίως ἐφώτιζε μ᾿ ἕνα κοκκινωπὸν χρῶμα, πένθιμον ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ εἰπῇ ὅλην τὴν αὐλήν. Γιὰ τὸν χουζουρλῆ Σταμάτην ἦτο καὶ τοῦτο μία σκληρὰ δοκιμασία. Ἡ κυρα-Δεσποινιὼ δύο καὶ τρεῖς φορὲς ἄνοιξε τὴν πόρτα, τυλιγμένη εἰς τὴν κουβέρτα της καὶ τὸν ἐκάλεσε νὰ πάῃ εἰς τὴν ζεστασιά της καὶ ν᾿ ἀφήσῃ τὶς κότες νὰ κουρεύονται. Ἀλλὰ ὁ Σταμάτης δὲν ἄλλαζε τὴν ἀπόφασίν του. Θὰ μείνει ἐκεῖ ἔστω καὶ ἂν πρόκειται νὰ ξεπαγιάσῃ! Καὶ εἰς κάθε νέον ρόφημα τοῦ τσιγάρου του ἤρχετο εἰς αὐτὸν καὶ μία ἰδέα περὶ τοῦ τρόπου ποὺ ἔπρεπε νὰ φερθῇ εἰς τὸν κλέπτην. Ἔκανε τὸ σχέδιόν του ἥσυχα καὶ πότε ἐσκέπτετο μόλις τὸν ἰδῇ νὰ τοῦ φωνάξῃ ἄλτ! τόσον δυνατὰ ποὺ νὰ παγώσῃ τὸ αἷμα εἰς τὶς φλέβες του· πότε νὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ ἀνεβῇ εἰς τὸ δέντρον καὶ τότε νὰ βαδίσῃ σιγά, νὰ τὸν ἁρπάξῃ ἀπὸ τὸ πόδι καὶ νὰ τὸν γκρεμοτσακίσῃ· πότε νὰ βήξῃ μόνον γιὰ νὰ καταλάβῃ ὅτι τὸν ἔνοιωσαν καὶ νὰ φύγῃ· καὶ ἄλλοτε παραφερόμενος εἰς γενναίας ὁρμὰς καὶ ἐνθυμούμενος τοὺς καιροὺς ποὺ κατεδίωκε τοὺς ληστᾶς μαζὶ μὲ τ᾿ ἀποσπάσματα ἔλεγε ἀποφασιστικά:
- Μωρὲ τοῦ ἀνάβω μία καὶ τὸν κάνω στάχτη!...
Καὶ ἅπλωνε τὸ χέρι πρὸς τὴν καραμπίνα του.
Ἔξαφνα ὅμως ἀνατριχίασε. Ἀντίκρυ του, κάτω ἀπὸ τὴ μουριὰ εἶδε ἕνα μαῦρον ὄγκον, ὄχι μεγαλύτερον ἀπὸ σταμνὶ καὶ ἐπάνω εἰς τὸ σταμνὶ δύο φωτεινὰ σημάδια, κατακόκκινα ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε χαλκοπράσινα, πάντα ὅμως στυλωμένα ψηλὰ πρὸς τὶς κότες του. Ὁ καρολόγος ἐσκέφθη, ὅτι τέτοιο πράγμα δὲν ἦτο πρὶν ἐκεῖ. Οὔτε βέβαια τὸ εἶδε νὰ ἔρχεται ἀπὸ πουθενά. Ἐξεφύτρωσε ξαφνικά· ἀλλὰ πῶς ἐξεφύτρωσε; Κι ἐνῶ ἐβασάνιζε τὸν νοῦν του νὰ λύσῃ τὸ μυστήριον, εἰς μίαν του φεγγαριοῦ ἀκτίνα παρετήρησε τὸ σταμνὶ νὰ μεταμορφώνεται εἰς τετράποδον μὲ αὐτιὰ μακριά, δυσανάλογα πρὸς τὸ ἀνάστημά του, κινούμενα ἐμπρὸς ὀπίσω ἀδιάκοπα καὶ οὐρὰν μακριὰν καὶ μαλλιαρήν.
- Μπὰ διάτανε!
Ὁ Σταμάτης θυμήθηκε ὅτι τὰ Δωδεκαήμερα ἀκόμη δὲν ἐτελείωσαν καὶ ὅτι οἱ Καλικάντζαροι καὶ τ᾿ ἄλλα πονηρὰ πνεύματα, ἀκόμη περιτρέχουν τὴν γῆν καὶ πειράζουν διαφοροτρόπως τοὺς ἀνθρώπους. Ἠθέλησε νὰ κάμῃ τὸν σταυρόν του· ἀλλὰ τὸ χέρι ἦτο ἀπρόθυμον νὰ ὑπακούσῃ. Ἠθέλησε νὰ ψιθυρίσῃ κανένα τροπάρι· ἀλλ᾿ οὔτε ὁ νοῦς οὔτε τὰ χείλη του τὸν ἐβοηθοῦσαν. Ἐδοκίμασε νὰ σηκώσῃ τὰ μάτια του ἀπὸ τὸ τετράποδο· ἀλλὰ δὲν εἶχαν ξεκολλημό. Ἡ καρδιά του ἐβροντοκτύπα εἰς τὰ στήθη του καὶ τοὺς ἄκουε τοὺς κτύπους σὰν τὰ σφυριὰ στὸ ἀμόνι μακριά. Ἅπλωσε τὸ χέρι του εἰς τὸ ὅπλον του καὶ τὸ χέρι ἔπεσε ξερό. Δὲν εἶχε θέληση, δὲν εἶχε δύναμη πιὰ ὁ καρολόγος.
Ἀλλὰ τὸ μαῦρο ἐκεῖνο ζῶον ἀπέναντί του ἐξηκολούθει νὰ μένῃ ἐκεῖ, ἀκίνητον μὲ τὰ δύο φωσφορίζοντα σημάδια ἐπάνω πρὸς τὶς κότες του. Κι ἔξαφνα ἠκούσθη ἀπὸ πάνω κάποιος ῥόγχος, μικρὸν φτεράκιασμα κι ἕνας δοῦπος ὡς σάκος χώματος ἐκτύπησε κατὰ γῆς. Ἦταν μία κότα. Ὁ Σταμάτης εἶδε τότε τὸ τετράποδο ν᾿ ἁρπάζῃ τὴν κόταν κακαρίζουσαν καὶ νὰ φεύγῃ μακριά. Ἀλλὰ ταυτοχρόνως εἶδε καὶ τὸν Φρίγγον νὰ τινάσσεται ἀπὸ τὰ κλήματα καὶ νὰ ὁρμᾶ κατόπιν της.
Τότε ἐλύθη ἡ βασκανία τοῦ Σταμάτη.
-Η ἀλπού! ἐφώναξε ἁρπάζοντας τὴν καραμπίνα καὶ τρέχοντας ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλή.
Ἀλλὰ δὲν ἐπρόφθασε νὰ κάμῃ ὀλίγα βήματα καὶ ἐφάνη ὁ Φρίγγος νὰ φέρνῃ θριαμβευτικῶς εἰς τὸ στόμα του τὴν κυρα-Μάρω σφαδάζουσαν.
- Δεσποινιώ!... Τάκη!... Μιστόκλη!... ἐφώναξε κι ἐχτύπησε μὲ χαρὰ τὴν πόρτα του. Τὸν πιάσαμε τὸν κλέφτη.
- Ὤ! τί λαμπρὸ γουναρικό! ἐφώναξε ἡ κυρα-Δεσποινιῶ θωπεύοντας τὸ τρίχωμα τῆς ἀλεπούς. Θὰ φτιάσω μία γούνα ποὺ θὰ εἶναι τρέλα.
- Θέλουμε καὶ μεῖς γούνα!.. θέλουμε καὶ μεῖς γούνα!... ἐφώναξαν μονόγνωμα τὰ παιδιὰ χωρὶς νὰ ξέρουν περὶ τίνος πρόκειται.
- Βρὲ ἂ νὰ μοῦ χαθεῖτε! ποὺ θέλετε καὶ σεῖς γούνα!... εἶπε ἡ Δεσποινιώ.
- Ὄχι, θέλουμε κι ἐμεῖς! θέλουμε κι ἐμεῖς!... ἐπέμεναν τὰ παιδιά.
- Σκάστε νὰ χαθεῖτε ποὺ σηκώσατε τὴ γειτονιά! εἶπε ἡ Δεσποινιῶ.
Καὶ ἔδωκε ἀπὸ ἕνα χάστουκο ἐλαφρὸ στὰ παιδιὰ γιὰ νὰ ἡσυχάσουν. Ἐκεῖνα ὅμως ἔβαλαν δυνατότερες φωνές. Τότε ὁ Σταμάτης ἐνῶ ἐπήγαινε νὰ κρεμάσῃ εἰς τὸν τοῖχο τὴν καραμπίνα, ἐγύρισε ἀπότομα, ἐσήκωσε τὸν γρόθο του καὶ τὸν κατάφερε ἀπανωτὰ εἰς τὶς πλάτες τῆς συμβίας του.
- Τί βαρᾶς μωρὴ τὰ παιδιά! Τί σοῦ κάμανε!...
-Τρίζει τρίζει τὸ κραμπάκι. Ἔτσι τρίζει καὶ τῆς μάνας μου ἡ καρδούλα γιὰ τ᾿ ἐμένα τὴ Μαρούλα.
Μεγάλη ἦτο ἡ θλίψις τῆς κόρης κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Ἔξαφνα ἔξαφνα, χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ καὶ αὐτή, ἐνῶ ἐπλανᾶτο χαρούμενη ἀνὰ τὰς μαγευτικὰς ἐκτάσεις τοῦ Παραδείσου, ἁπλοῦν τι πράγμα, ἕνα κουνέλι ἄσπρο σὰν πυγμὴ ἀπὸ χιόνι ποὺ ἔφευγε δρομαίως ὑπὸ τὰς πρασιάς, τὴν ἔκαμε νὰ ἐνθυμηθῇ τὸν μικρὸν πατρικὸν λαχανόκηπον καὶ τὴν χαμηλὴν ἐρεικοσκεπῆ μάνδραν του καὶ τὸν πενιχρὸν οἰκίσκον καὶ τὴν γραίαν μητέρα της. Ἡ χαρά της ἐσβέσθη εὐθύς· τὸ μειδίαμά της ἐξηφανίσθη· τὸ ὡραῖον καὶ παρθενικὸν πρόσωπόν της ἐσκυθρώπασε· ρυτίδες τινὲς διεγράφησαν ἐπὶ τοῦ μετώπου καὶ παρὰ τὸ μεσοφρυον ὡς εἰς πρόσωπον γραίας καὶ ἐστάθη. Σιγὰ-σιγὰ ἡ φαντασία τῆς ἔφερεν ἐμπρός της τὴν μητέρα της, τὴν μικρόσωμον ἐκείνην συμπαθητικὴν γραῖαν μὲ τὸ μαῦρο γεμενὶ εἰς τὴν κεφαλήν, μὲ τὰς χεῖρας ἀδρανεῖς ἐπὶ τῶν γονάτων, καθημένην καταμόναχην ἐπὶ τοῦ κατωφλίου τῆς θύρας της ὡς μάγισσαν εἰς τὸ σταυροδρόμι καὶ μὴ στρέφουσαν νὰ ἰδῇ ἐντὸς τοῦ οἰκίσκου φοβουμένη τὴν ἐρήμωσιν καὶ τὴν σιωπήν του. Ἔβλεπε τὰ δάκρυα ν᾿ ἀναβλύζουν ἀπὸ τοὺς γεροντικοὺς ὀφθαλμούς της καὶ ἀργὰ νὰ κυλίωνται ἐπὶ τῶν μαραμένων παρειῶν καὶ τῶν πτωχικῶν φορεμάτων της· ἔβλεπε τὸ σῶμα της ν᾿ ἀναπηδᾶ ἀπὸ τοὺς λυγμοὺς καὶ σχεδὸν ἤκουε τὸ σιγαλὸ σιγαλὸ ἀναφιλητό της. Καὶ ἡ Μαρούλα ἐνῶ ὅλα γύρω της ἐχαίροντο, ἡ φύσις αὐτή, τὰ πουλάκια, τὰ ζῶα, καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ πλανώμενοι εὐτυχεῖς ὑπὸ τοὺς πρασίνους θόλους τῶν δένδρων - ἡ Μαρούλα ἐθλίβετο ὅτι δὲν εἶχε τὴν μάνα της καὶ προστρίβουσα μὲ τὰ δάκτυλά της ἕνα φύλλον ἀπὸ κραμβολάχανο ἁπαλὸν ὡς βελοῦδον, ἔλεγε μὲ παραπόνον:
-Τρίζει, τρίζει τὸ κραμπάκι. Ἔτσι τρίζει καὶ τῆς μάνας μου ἡ καρδούλα γιὰ τ᾿ ἐμένα τὴ Μαρούλα.
Καὶ τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἔσταζαν καυτὰ ἐπάνω εἰς τὸ δροσερὸν κραμβολάχανον.
- Θέλεις νὰ πᾶς, Μαρούλα, στὴ μάνα σου; ἐρώτησε ἔξαφνα κάποια φωνὴ ἀπὸ πίσω της.
Ἡ κόρη ἐστράφη καὶ εἶδε τὸν Θεὸν ποὺ τὴν ἐκοίταζε μὲ τὸ ἥμερον καὶ γλυκὺ βλέμμα του. Ἐντράπηκε ποὺ ἄκουσε ὁ Θεὸς τὸ μυστικό της, ἄναψε τὸ πρόσωπό της καὶ ἐχαμήλωσε τὴν κεφαλήν.
- Ἔ Μαρούλα; θέλεις νὰ πᾶς στὴ μάνα σου; ἐρώτησε πάλι ὁ Θεὸς μειδιῶν πάντοτε.
Ἡ κόρη ἔμεινε ἄφωνος, κλίνουσα ἀκόμη περισσότερον τὴν κεφαλήν, ὡς νὰ τὴν ἐβάρυνε τὸ βλέμμα τοῦ Παντοδύναμου. Ἀλλὰ καὶ τί ν᾿ ἀπαντήσῃ; Μήπως δὲν τοῦ ἔλεγε περισσότερα μὲ τὴν στάσιν της ἐκείνην, τὴν πένθιμον καὶ συνάμα ἀπελπιστικήν; Μὴ δὲν ἤξευρεν Αὐτὸς τί αἰσθάνεται ἡ μάνα γιὰ τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ γιὰ τὴ μάνα; Πῶς λαχταρίζει τοῦ ἑνὸς ἡ καρδιὰ γιὰ τὸν ἄλλον. Ποιὸς μπορεῖ ποτὲ νὰ εἰπῇ ὅτι δὲν θέλει νὰ ἰδῇ τὴν μανούλα του! …
Ὁ Θεὸς ποὺ «ἐτάζει καρδίας καὶ νεφροὺς» εἶδε τὴν καρδιὰ τῆς Μαρούλας καὶ ἐγνώρισε τὰ αἰσθήματά της. Ἐκίνησε μὲ οἶκτον τὸ σεβάσμιο κεφάλι του καὶ ἐχτύπησε ἐλαφρὰ τὰ παλαμάκια. Ἐπρόσταξε
- Ἐλαφάκι κουδουνάκι κούκου κι ἔλα δῶ!...
Ἀμέσως ἕνα ἔμορφο παρδαλὸ ἐλαφάκι μὲ χρυσά, κέρατα ἐφάνηκε μπροστά του.
- Πάρε τὴ Μαρούλα νὰ τὴν πᾶς στὴ μάνα της εἶπε. Μὰ κοίταξε. Νὰ μὴν ἀργήσῃ νὰ τὴν στείλῃ πίσω γιατὶ ξέρει… Σκάφτω λάφτω, τὴν καρδιά της θάφτω!...
Τὸ ἐλαφάκι εἶναι ὁ παντοτινὸς ἀγγελιοφόρος τοῦ Θεοῦ. Ταχύτερον καὶ ἀπὸ τὸ φῶς ἔτρεχε τώρα εἰς τὸν ἀέρα καὶ ἔφερε εἰς τὶς πλάτες του τὴν Μαρούλαν, ἀνυπομονοῦσαν νὰ ἰδῇ τὴν μάνα της. Ἡ κόρη ἦτο τὸ μόνον ἀγαπημένον ὂν ποὺ εἶχεν ἀποκτήσει εἰς τὴν γῆν ἡ κυρα-Διαμάντω. Εἴκοσι χρόνια εἶχαν περάσει ἀπὸ τὴν ἡμέραν τῶν γάμων της καὶ δὲν ἀπέκτησε παιδί. Ἔβλεπε τὰς ἄλλας γυναίκας, τὰς συντρόφους τῆς παιδικῆς της ἡλικίας, τὰς μικροτέρας της ὅλας μὲ παιδὶ εἰς τὴν ἀγκαλιὰ καὶ ἄλλο κρατούμενον ἀπὸ τὰ φορέματά των καὶ ἐμαύριζε ἡ καρδία της.
- Θεέ μου, δῶσ᾿ μου ἕνα παιδάκι! παρεκάλεσε τέλος μίαν ἡμέραν ποὺ εἶχαν ξεχειλίσει τὰ μητρικά της αἰσθήματα· καὶ ἅμα γίνῃ δέκα χρονῶν στεῖλε καὶ πάρε τό μου!...
Ἡ δέησίς της ἦτο τόσον θερμὴ καὶ εἰλικρινὴς ποὺ ὁ καλὸς Θεὸς τὴν εἰσήκουσεν. Ἐγέννησε τὴν Μαρούλα. Πόσα ὑπέφερεν ἡ πτωχὴ ὥσπου νὰ τὴν ἀναθρέψῃ. Ἐσύναζε κλήματα κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ κλαδεύματος· ἀστάχυα κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θερισμοῦ· ἐτρύγα εἰς τὶς σταφίδες καὶ τὰ ἀμπέλια· ἐξενόπλυνεν, ἐξενόραπτεν, ἔκανε τὰ πάντα νιὰ νὰ θρέψῃ καλὰ τὴν Μαρούλα καὶ νὰ τὴν ἐνδύσῃ καλύτερα. Ὅλαι αἱ φροντίδες της ἦσαν ἔκτοτε δι᾿ αὐτὴν ὁ σκοπὸς διὰ τὸν ὁποῖον ἔζη. Ἤρχισε μάλιστα νὰ τῆς κάμνῃ καὶ προικιὰ ὡς προβλεπτικὴ μάνα, μὲ εὐχαρίστησιν σκεπτομένη ἀπὸ τώρα τὴν καλὴν ἀποκατάστασιν τῆς κόρης της μίαν ἡμέραν.
Ἔξαφνα ὅμως εἰς τὸν ὁρισμένον καιρόν, ὅταν ἡ Μαρούλα ἔγινεν ὡραία μελαχρινὴ κόρη δέκα ἐτῶν, ἡ κυρα-Διαμάντω ἠναγκάσθη νὰ ἐνθυμηθῇ τὸ τάμα της. Τὸ ἐλαφάκι μὲ τὰ χρυσὰ κέρατα καὶ τὸ ἀστέρι εἰς τὸ μέτωπον ἐστάθη μία ἡμέρα ἐμπρὸς εἰς τὴν πόρτα της καὶ ἐζήτησε τὴν κόρην.
- Τί τὴν θέλεις; Ποιὸς σ᾿ ἔστειλε: ἐρώτησε ἡ χήρα μὲ ἀγωνίαν.
- Ὁ Θεός.
- Ψυχούλα μου! … ἐβόγγηξεν ἡ κυρα-Διαμάντω.
Καὶ ἔπιασε μὲ τὰ δύο τῆς χέρια τὸ κεφάλι της. Πᾶνε οἱ κόποι της! πᾶνε καὶ τὰ ὄνειρά της! Τί νὰ κάμῃ ὅμως; Ἔβαλε σίδερο στὴν καρδιά της, ἐστόλισε μὲ ὅ,τι εἶχε καλύτερο τὴν θυγατέρα της καὶ τὴν ἔδωκεν εἰς τὸ ἐλαφάκι. Καὶ ἔμεινε πάλιν εἰς τὴν πρώτην της ἐρημιάν. Τὸ σπιτάκι της ἐβυβίσθη καὶ πάλιν εἰς τὴν σιωπὴν καὶ ἐκείνη εἰς τὴν λύπην καὶ τὸ πένθος της. Διὰ τοῦτο καὶ τώρα ποὺ τῆς τὴν ἔφερε πάλιν τὸ ἐλαφάκι δὲν πιστεύει καὶ στὰ ἴδια της τὰ μάτια.
- Μαρούλα μου! κυρά μου! ἀφέντρα μου! ἔλεγε σφίγγουσα αὐτὴν εἰς τὰς ἀγκάλας της.
Αἱ ἡμέραι περνοῦν ἡ μία μὲ τὴν ἄλλην γρήγορα χωρὶς αἱ δύο γυναῖκες νὰ τὸ ἐννοήσουν καθόλου. Ἐνόμιζαν ὅτι πρὸ ὀλίγου εἶδεν ἡ μία τὴν ἄλλην.
- Πῶς ἐπέρασες Μαρούλα μου;
- Καλὰ μάνα μου, καλά. Ὅλα δὲν ἔχουν ἄλλο σκοπὸ ἐκεῖ παρὰ νὰ δοξάζουν τὸ Δημιουργό.
- Καὶ μένα; Μὲ θυμόσουνα ἐμένα στὸν Παράδεισο;
- Μόνο στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας εἶναι ὁ Παράδεισος.
Καὶ ἡ κόρη ἐλιγώνετο κάτω ἀπὸ τὰ φιλήματα τῆς μάνας της καὶ ἐμαζεύετο μέσα εἰς τὴν ἀγκαλιά της ὡς τὸν χειμώνα μέσα εἰς ἁπαλὰ καὶ ζεστὰ φορέματα. Ἔξαφνα ἐθυμήθηκε τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ νὰ γυρίσῃ γρήγορα εἰς τὸν Παράδεισο καὶ τὸ αὐστηρὸ ὅσο καὶ γλυκὺ βλέμμα ὅταν ἀπειλοῦσε: Γιατὶ σκάφτω λάφτω, τὴν καρδιά της θάφτω!...
- Μάνα μου, νὰ φύγω πιά! εἶπε.
- Ποῦ νὰ πᾶς;
- Στὸ Θεό.
Ἄ! μπά! Δὲν ἔπρεπε νὰ φύγῃ, νὰ τὴν ἀφήσῃ μοναχή, τώρα ποὺ ἐσυνήθισε τόσο καλὰ εἰς τὴν συντροφιά της. Ἔπειτ᾿ ἀπὸ λίγο θὰ ἔλθουν αἱ μακραὶ καὶ παγεραὶ νύκτες τοῦ χειμῶνος καὶ πῶς θὰ ἔκανε αὐτή, ἔρημη καὶ καταμόναχη εἰς τὸ παραγώνι της: Ὄχι· δὲν ἔπρεπε νὰ τὴν ἀφήσῃ. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δὰ καὶ τόσο κακός· δὲν θὰ τῆς θυμώσῃ. Ἡ γριὰ θὰ ὑπάγῃ ξυπόλυτη εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Θὰ τοῦ κάψῃ σερνικὸ λιβάνι. Θὰ τοῦ ἀνάψῃ μία λαμπάδα ἀπὸ κίτρινο κερὶ καὶ θὰ τὸν παρακαλέσῃ νὰ τὴν συχωρέσῃ. Ὄχι, δὲν ἔπρεπε νὰ τῆς φύγῃ.
Ἔτσι ἔλεγε ἡ κυρα-Διαμάντω γιὰ νὰ κρατήσῃ κοντά της τὴν Μαρούλα. Ὁ Θεὸς εἶναι τόσον ὑψηλὰ καὶ τόσον ἄγνωστος ἡ μορφή του, ὥστε ὁ ἄνθρωπος δὲν τὸν συλλογίζεται παρὰ ὅταν ἔχῃ τὴν ἀνάγκην του. Καὶ ἡ Μαρούλα ἐνόμιζε ὅτι δὲν τὸν εἶχε ἀνάγκη τώρα. Τὰ φτωχικὰ σπιτάκια τοῦ χωριοῦ της ἦσαν τόσον ἀσφαλῆ· οἱ μικρὲς καὶ σαρακοφαγωμένες πόρτες τῶν ὠμίλουν εἰς τὴν ψυχήν της τόσον ζωηρὰ περὶ τῆς εὐτυχίας καὶ ἀγάπης ποὺ βασιλεύῃ μέσα ἐκεῖ, ὥστε σχεδὸν τὴν ἐμάγευαν· αἱ χωρικαὶ τῆς ἐφαίνοντο τόσον γλυκομίλητες· τὰ παλικάρια τόσον εὐμορφοντυμένα καὶ εὐχαριστημένα ἀπὸ τὴν ζωήν των, οἱ γέροντες τόσον σεβαστοὶ καὶ σοβαροὶ ὥστε μικρὸν κατὰ μικρὸν εὐχαριστεῖτο νὰ μένῃ ἐκεῖ ὡς ὁ κύκνος μέσα εἰς τὸ νερό. Καὶ τόσο σὲ λιγάκι ἐλησμόνησε τὸν Παράδεισον καὶ τὰ καλά του ὥστε, ὅταν ἡ μητέρα της τῆς ἐπρότεινε τὸν Ἀντώνη γιὰ ἄνδρα της, ἡ Μαρούλα ἐκοκκίνισεν ὡς τ᾿ αὐτιὰ καὶ ἐχαμήλωσε τὰ μάτια.
Ἅμα οἱ λυγερὲς κοκκινίζουν καὶ χαμηλώνουν τὰ μάτια, ψιθυρίζουσαι μάλιστα ἀσυναρτήτους λέξεις, εἶναι σημεῖον ὅτι δέχονται τὸν γάμον. Ἡ κυρα-Διαμάντω ἐννόησεν εὐθὺς τί ἤθελε νὰ εἴπῃ ἡ θυγατέρα της. Ἔσπευσε λοιπὸν νὰ κάμῃ τὸν γάμον μὴ θέλουσα νὰ χρονοτριβήσῃ εἰς ἀρραβώνας ἀπὸ φόβον μήπως χάσῃ τὸν γαμβρόν. Καὶ οἱ καλοὶ γαμβροὶ εἶναι πολὺ ἀκριβοὶ καὶ δυσκολοεύρετοι εἰς τὰ χωριά.
- Τί τὶς θέλεις τὶς μεγάλες δουλειές! Φαντασίες! Ἕνα «Κύριε λέησον» ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα! ἔλεγε εἰς τὴν θυγατέρα τῆς φοβουμένη μήπως τῆς ζητήσῃ ἀναστολήν.
Ἀλλὰ καὶ ἡ Μαρούλα ἦτο τῆς αὐτῆς γνώμης. Γιὰ νὰ ζήσῃ καλὰ τὸ ἀνδρόγυνο ἔλεγε, δὲν χρειάζεται νὰ γίνῃ πολυτελὴς ὁ γάμος· οὔτε εἶναι ἀνάγκη νὰ διαβάσουν τὴν εὐχὴ Δεσπότης ἢ Πατριάρχης. Ἀρκεῖ νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη. Καὶ τὴν ἀγάπη αὐτὴν τὴν ἠσθάνετο ἀπὸ καιροῦ νὰ καίῃ τὰ στήθη της γιὰ τὸν Ἀντώνη. Ὄχι μόνον δὲν ἤθελε νὰ ἀναβληθῇ ὁ γάμος, ἀλλὰ νὰ γίνῃ ὅσον ἦτο δυνατὸν γρηγορότερα.
- Πέντε μέρες θέλουμε, θυγατέρα κι ἔπειτα δικός σου ὁ Ἀντώνης· τῆς εἶπεν ἡ μάνα τῆς διὰ νὰ ἡσυχάσῃ τὴν ἀνυπομονησίαν της.
Καὶ ἡ Μαρούλα ἐμετροῦσε τὶς ἡμέρες εἰς τὰ δάχτυλα μὲ λαχτάραν, περισσότερον ἀπὸ ὅσην ἔχει ἡ χωρικὴ ποὺ περιμένει νὰ τῆς βγάλῃ τ᾿ αὐγὰ ἡ κότα της.
Τέλος ἔφθασε ἡ ὡρισμένη ἡμέρα. Τὸ σπιτάκι της ἀπὸ τὴν αὐγὴν ἐβούιζε ὡς κυψέλη. Ἔξω τὰ παιδιὰ τοῦ χωριοῦ ἔπαιζαν, ἐπήδων, ἐσύριζαν, μέσα δὲ οἱ φιλενάδες τῆς Μαρούλας ἐχόρευαν, ἐτραγουδοῦσαν ἐπαίνους καὶ εὐχὲς διὰ τοὺς μελλονύμφους. Ἡ Μαρούλα εὐμορφοστολισμένη, μὲ τὸ κοντογούνι καὶ τὸ φουστάνι ἀπὸ μουσελίνα καὶ τὸ στεφάνι εἰς τὸ κεφάλι ἐμοίαζε σὰν νὰ ἐκέρδισε τὸ βραβεῖον τῆς καλλονῆς. Ἐκάθητο κοντὰ εἰς τὸν Ἀντώνη, στολισμένον καὶ αὐτὸν μὲ φουστανέλλαν, κεντητὰ μεντανογέλεκα, καὶ λεβέντικα τὸ φέσι, ἀπὸ τοῦ ὁποίου κατέβαινε μέχρι τοῦ ὤμου ἡ φούντα, κατάμαυρη ὡς τοῦ κοράκου τὸ φτερό. Ὁ ὑμέναιος εἶχε τελειώσει· αἱ γαμήλιοι εὐχαὶ εἰπώθηκαν ἀπερίττως ἀπὸ τὸν παπᾶν τοῦ χωρίου, καὶ τώρα χωρικοὶ καὶ χωρικαὶ ἤρχοντο καὶ ἔδιναν τὰς εὐχὰς καὶ τὰς εὐλογίας των. Ἡ κυρα-Διαμάντω ἐγύριζε ἀκούραστη μέσα εἰς τὸ σπίτι προσφέρουσα ζαχαρωτὰ καὶ ρακὶ εἰς τοὺς χωρικούς.
- Νὰ ζήσουν τὰ παιδιά σου, κυρα-Διαμάντω καὶ μὲ γιούς.
- Ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ καὶ στ᾿ ἀρχοντόπουλά σας.
Ἔξαφνα ἐκεῖ ποὺ πήγαινε νὰ πάρῃ τὸ ρακὶ ἀπὸ τὸ τραπέζι ἐπισωπάτησε μὲ φρίκην καὶ ἔκλεισε τὰ μάτια. Τὸ ἐλαφάκι ἐφάνη εἰς τὴν πόρτα καὶ μὲ ἀργὸ βάδισμα ἦλθε ἴσα εἰς τὴν κυρα-Διαμάντω:
- Ὁ Θεὸς μ᾿ ἔστειλε νὰ πάρω τὴ Μαρούλα· εἶπε σοβαρά! Κοίταξε, εἶπε, καλὰ μὴν ἀρνηθῇς γιατὶ σκάφτει λάφτει τὴν καρδιά σου θάφτει.
Καὶ χωρὶς νὰ προσθέσῃ ἄλλο τίποτα μέσα εἰς τὸν τρόμον καὶ τὴν κατάπληξιν ὅλων, ἐπῆγε στὴν Μαρούλαν ποὺ ἐσυμμαζεύετο σὰν πουλάκι κοντὰ εἰς τὸν ἄνδρα της, τὴν ἔριξεν εἰς τὶς πλάτες του καὶ ἐχάθη.
- Ἦταν θέλημα Θεοῦ! θέλημα Θεοῦ!... ἔκραξεν ὅταν συνῆλθε χτυπῶσα τὸ κεφάλι της μὲ τὰ δυό της χέρια ἡ κυρα-Διαμάντω.
- Καὶ βέβαια! ἐπρόσθεσε κάποιος ἀπὸ τοὺς καλεσμένους. Ὅ,τι τάξουν τοῦ Θεοῦ πίσω δὲν τὸ παίρνουν.
Ὀρθώνεται ὑψηλό, τετράγωνο, βαρὺ σὰν κολοσσὸς τὸ οἰκοδόμημα. Τὰ παράθυρά του, τὰ δώματα, ἀνοίγονται εἰς τὸν ἀέρα καὶ εἰς τὸν ἥλιο. Οἱ πόρτες του διάπλατες δείχνουν μαρμαροστρωμένες τὶς σκάλες του, διαδρόμους πλακόστρωτους, τοίχους βαμμένους φιστικὶ ποὺ ἀντιλάμπουν σὰν καθρέφτες.
Ἐμπρὸς εἰς τὴν εἴσοδο καὶ εἰς τοὺς διαδρόμους ἀνάμεσα βουὴ καὶ σάλαγος στρατῶνος. Βροντοῦνε τὰ σπαθιά, λάμπουν γαλόνια, ἀντιλαλοῦν αὐστηρὰ προστάγματα. Τί θυμὸς καὶ ποιὰ φρίκη! Σείονται καὶ λυγίζονται κορμιά, μάτια γυαλίζουν, μουστάκια στρίβονται· βροντᾶ εἰς τὸ πάτωμα τὸ πάτημα, φλυαροῦν τὰ σπιρούνια: γλὶν γλίν!... γλὶν γλίν!... Ὁ Ἄρης βασιλεύει μέσα εἰς τὸ πλατύχωρο οἰκοδόμημα. Ντυμένος τὸν ὁλόχρυσον λεπιδωτὸν θώρακά του, μὲ τὸ μεγάλο σπαθὶ στὸ πλευρὸ καὶ τὸ βαρὺ κοντάρι στὸ χέρι, ἁρματοδροδεῖ ὁ θεὸς τοῦ πολέμου φοβερός. Ὁ λόφος τῆς περικεφαλαίας του χύνει ἀνεμοστρόβιλο γύρω. Ὁ Δεῖμος καὶ ὁ Φόβος τρέχουν ἐμπρός του, σκορπίζοντας τὸν πανικόν. Ἡ Ἐνυὼ μὲ τὸ δαδὶ ἀναμμένο εἰς τὸ χέρι κρατεῖ ἄσβεστη τὴν ἀμάχη. Ἡ Διχόνοια, ὁ Θυμὸς καὶ ἡ Βοὴ τρέχουν κατόπιν τοῦ σπείροντας τὴν φρίκην καὶ τὴν ἀπόγνωσιν...
Ἔξαφνα ἀκούστηκε ἡ προσταγή:
- Ἀναφορά!…
Ἀμέσως εἴκοσι τριάντα ἄνδρες, ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλον, μὲ βῆμα σταθερόν, μὲ κορμὶ ὀρθὸν καὶ ζωντανὸ βλέμμα, μπαίνουν καὶ παρατάσσονται εἰς τὴν γραμμήν. Ὅλοι φοροῦν τὸ ἴδιο μαῦρο φόρεμα· κρατοῦν τὰ πιλίκια εἰς τὴν ἀριστερὰν μασχάλη· κρέμεται τὸ σπαθὶ στὸ πλευρὸ ἀκίνητο· πέφτει δεξιὰ τὸ χέρι καὶ τὸ κεφάλι ὀρθοκάθεται ἐμπρὸς μὲ τὰ μάτια ἀτενῶς. Ἀπέναντι ἕνας γηραλέος κύριος μὲ τὴν ἴδια στολή, μὲ τὴν ἴδια στάση. Τὸ βλέμμα του γλιστρὰ ἀπὸ τὸν ἕνα εἰς τὸν ἄλλον, ἀπὸ τὰ πόδια ὡς τὴν κεφαλή, ἐρευνητικό, αὐστηρό. Καὶ ἀπὸ τὸ ἄφωνο ἐκεῖνο βλέμμα σὰν νὰ εἶναι μαγνητικὸ κουμπί, ἀναταράσσονται εἰς τὴν τάξιν ὅλοι. Ἕνα πόδι τραβιέται ἔξαφνα πίσω· ἕνα χέρι κολλᾶ εἰς τὸ μηρί· κάποια δάχτυλα περνοῦν ἀστραπὴ ἐμπρὸς εἰς τὸ στῆθος· ἕνα σπαθὶ πατᾶ στὸ πάτωμα δειλά, τάκ! Καὶ ψηλὰ εἰς τοὺς τοίχους μέσα ἀπὸ τὶς μεγάλες χρυσὲς κορνίζες, κοιτάζουν οἱ συνάδελφοι, περασμένοι συνάδελφοι, λησμονημένοι ἤδη μὲ τὸ ἴδιο αὐστηρὸ βλέμμα, ἀλλὰ καὶ μὲ χαμόγελο ἀγαθοσύνης, ἴσως εἰρωνικό, ξένοι ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο καὶ τὴν πειθαρχία του.
Ἔξαφνα προβάλλει ἕνας δύο βήματα καὶ λέγει:
- Λαμβάνω τὴν τιμὴ ν᾿ ἀναφέρω ὅτι παραδίδω ὑπηρεσίαν.
Προχωρεῖ ἄλλος καὶ προσθέτει:
- Λαμβάνω τὴν τιμὴν ν᾿ ἀναφέρω ὅτι παραλαμβάνω ὑπηρεσίαν.
Ἄλλος:
- Λαμβάνω τὴν τιμὴν ν᾿ ἀναφέρω ὅτι παρουσιάζομαι ὡς τοποθετηθεὶς ἐνταῦθα.
Καὶ ἄλλος:
- Λαμβάνω τὴν τιμὴν ν᾿ ἀναφέρω ὅτι ἐπανέρχομαι ληξάσης τῆς ἀδείας μου...
Ἔπειτα ἀρχίζει τὸ διάβασμα τῆς Ἡμερησίας Διαταγῆς. Ἀκούονται: ὁ Παλαιὸς Στρατών, τὰ Παραπήγματα, οἱ φυλακὲς Ἀβέρωφ. Μνημονεύονται ὀνόματα, τοποθεσίες, συντάγματα, ὑπηρεσίες. Ἀναφέρονται τιμωρίες, νουθεσίες, ἔπαινοι, παρατηρήσεις. Καὶ μέσα εἰς τὴν νεκρικὴν σιγήν, ἐπάνω ἀπὸ τ᾿ ἀκίνητα ἐκεῖνα κορμιὰ καὶ τὰς νεκρὰς θελήσεις, ἀκούεται ἔξαφνα μία φωνὴ ποὺ παγώνει τὸ αἷμα εἰς τὶς φλέβες καὶ φέρνει στὰ μάτια τὸ δάκρυ.
- Ὤχ, Ὤχ!...
Εἶναι ὁ πόνος ποὺ ἔρχεται ἀπὸ κάπου γύρω ἀόρατος. Εἶναι τὸ ἄσθμα ποὺ ξεσπᾶ σὲ ἀγωνίαν. Εἶναι πολλὲς φορὲς ὁ ρόγχος τοῦ θανάτου. Ὅ,τι ὅμως καὶ ἂν εἶναι πόνος ἢ ρόγχος ἡ ὑπηρεσία δὲν ἀνησυχεῖ· ἡ πειθαρχία δὲν θέλει νὰ τὸν ἀκούσῃ. Κάπου ἴσως νὰ παίξῃ ἕνα βλέμμα συμπαθείας. Σὲ κάποιο κρανίον μπορεῖ νὰ σχηματισθῇ ἕνας θλιβερὸς συλλογισμός. Μὰ μόνον ὡς ἐκεῖ. Ἀλλὰ νὰ ἐκδηλωθῇ σὲ κίνηση ὄχι. Τὰ κορμιὰ ἐξακολουθοῦν νὰ μένουν ἀκίνητα, τὰ πρόσωπα αὐστηρὰ καὶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνωτέρου ἀποδίδει τὸ δίκαιον μονοκόμματη, χτυπητὴ καὶ τελειωτικὴ σὰν μπαλταδιά:
- Δέκα ἡμέρες φυλάκισις! ἑξαήμερος κράτησις! περιορισμός! Ἐγκρίνεται - δὲν ἐγκρίνεται· νὰ γίνῃ ἔγγραφον! νὰ σταλῇ εἰς τὸ σῶμα του!...
Κι ἐνῶ ξεστομίζονται αὐτά, οἱ φυσιογνωμίες γύρω μένουν ἀπολιθωμένες ὡς νὰ μὴ λέγεται γι᾿ αὐτούς, ὡς νὰ μὴν ἐνδιαφέρουν αὐτούς· νὰ μὴ θίγουν τὰ συμφέροντά τους, τὴ ζωή τους, τὴν ἐλευθερία τους, τὴν ὕπαρξίν τους. Ἕνα χαλάζι καταστρεπτικὸ εἴτε ἕνας ἥλιος ζωογόνος πέφτει ἀπάνω εἰς τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖνα τὸν δέχονται μὲ τὴν αὐτὴν ὑπομονήν, μὲ τὴν αὐτὴν ἐγκαρτέρησιν.
- Δέκα ἡμέρες φυλάκισις!
Τέλος ἀντήχησε ἡ προσταγή:
- Διάλυσις!...
Καὶ μέσα εἰς τὸ σούσουρο ποὺ σηκώνεται παρόμοιο μὲ σάλαγος φουσκοθαλασσιᾶς ἀκούεται καμπάνας κλαγγή:
- Στοὺς θαλάμους!... ἐπίσκεψις!... πετᾶ ἀπὸ στόμα σὲ στόμα.
Τρέχουνε ἀμέσως δῶθε κεῖθε τὰ γαλόνια. Στρατιῶτες, ὑπαξιωματικοί, ἀξιωματικοί, ἀνακατεύονται, συναλλάσσονται, προστάζουν, φωνάζουν, ὅπως τὸ πλήρωμα πλοίου καταληφθέντος ὑπὸ θυέλλης. Μὴν εἶναι τάχα πολεμικὴ κραυγή, ἐφόδου καμπανοχτύπημα; Μὴν αἷμα θὰ τρέξῃ καὶ θὰ πέσουν κορμιά: Ὠιμὲ τί ἔχει νὰ γένῃ! Νάτοι, ἔρχονται!... Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἄγριοι πιά, δὲν εἶναι πολεμόχαροι. Τὰ στριμμένα μουστάκια δὲν φοβερίζουν τὸν οὐρανὸ καὶ τὰ μάτια εἶναι ἱλαρά, παιγνιδιάρικα. Στὰ πρόσωπά τους κάθεται γαλήνη καὶ συμπάθεια. Σεμνὴ χαμογελοῦσα ἡ Ἐπιστήμη προπορεύεται. Κι ἐκεῖνοι τὴν ἀκολουθοῦν πρόθυμα μ᾿ ἕνα κονδυλοφόρο εἰς τὸ χέρι τοὺς καθένας. Τὴν ἀκολουθοῦν καὶ χάνονται μέσα εἰς τοὺς θαλάμους, ποὺ ἡ ἀρρώστια βασιλεύει καὶ ἐνεδρεύει ὁ θάνατος.
Τὰ πατήματα γίνονται ἐλαφρά, οἱ φωνὲς συμπαθητικές.
- Καλημέρα, παιδί μου.
- Πῶς εἶσαι, λεβέντη μου;
- Ποῦ πονεῖς;
- Θὰ περάσει... ἡσύχασε...
- Θὰ γράψουμε τῆς μάνας σου νά ᾿ρθῃ...
- Θὰ σοῦ δώσουμε ἄδεια. Κάνε ὑπομονή. Καὶ τὰ προστάγματα γίνονται ἁπλὰ σὰν κουβέντα, σὰν φιλικὴ σύστασις.
- Ἥμισυ.
- Δύο σοῦπες.
- Μία ὀκὰ γάλα, τέσσερα ὠά.
- Νηστεία.
Καὶ τὸ βαρὺ τετράγωνο οἰκοδόμημα δὲν μοιάζει πιὰ στρατώνας, ἀλλὰ ναός, μέγας καὶ σιωπηλὸς ναὸς ποὺ τελεῖται μυσταγωγία. Κάπου ν᾿ ἀκουσθῇ κανεὶς καλπασμὸς ἀγγελιοφόρου. Κάπου νὰ φανῇ καμία στρατιωτικὴ στολή. Ὁ θυρωρὸς μισοκοιμᾶται ξαπλωμένος στὸ κάθισμά του. Οἱ διάδρομοι χάσκουν ἀδειανοί. Οἱ τοῖχοι καὶ τὸ πάτωμα ἀλληλοκαθρεφτίζονται στὴν λάμψιν τοὺς φιλάρεσκα. Καὶ τὰ σπαθιὰ τ᾿ ἀράθυμα, κείτονται τώρα σωριασμένα εἰς τὶς γωνίες σὰν περιττὰ παλιοσίδερα. Κλαῖνε τὴ λεβεντιὰ καὶ τὴ μοίρα τους. Κανεὶς δὲν τὰ χρειάζεται· οὔτε θὰ χύσουν αἷμα, οὔτε θὰ λιανίσουν κόκαλα. Ὁ Ἄρης ὁ δικός τους εὐνουχίστηκε...
Ὅμως τὴν ἴδια ὥρα κάποιος ἴσκιος ἐφάνηκε. Εἶναι ἡ Ὑγεία. Δάφνινο στεφάνι κάθεται στὸ κεφάλι της. Ἕνα ραβδὶ στὸ χέρι καὶ στὸ ἄλλο φιάλη ὁλόχρυση. Μεγάλο φίδι, μακρύτατο, διπλώνεται καὶ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴ μέση στοὺς κόρφους της. Βαδίζει ἀργὰ καὶ μεγαλόπρεπα ἡ Ὑγεία. Τὴν ἀκολουθοῦν ἡ Ἰασώ, ἡ Πανάκεια καὶ ὁ Τελεσφόρος, τυλιγμένοι σὲ μακριὰ πέπλα. Μπαίνουν ἐλαφρὰ ἀπὸ θάλαμο σὲ θάλαμο, πλησιάζουν εἰς τὰ κρεβάτια τῶν ἀρρώστων, ἐδῶ ἀφήνουν τὸν Ὕπνο - ἕνα φτερωτὸ σγουρόμαλλο παιδὶ ποὺ ἀκουμπᾶ σὲ λαμπάδα καὶ κρατεῖ ἀγκαλιὲς παπαροῦνες· ἐκεῖ παραιτοῦν τὰ Ὄνειρα - κάτι παιδιὰ παχουλά, ὀμορφοντυμένα, γελαστά. Καὶ στὴν παρουσία τοὺς τρέχουν νὰ κρυφθοῦν φοβισμένες οἱ Ἀσθένειες, ὁ Πόνος καὶ αὐτὸς ὁ Θάνατος.
Ἡ Ὑγεία ἔτσι προχωρεῖ μὲ τὴν καλόβουλη συντροφιά της, φθάνει ἐμπρὸς εἰς τὰ σπαθιά. Τὰ κοιτάζει μὲ συμπάθεια κι ἐκεῖνα, σὰν νὰ βλέπει ἄρρωστο, χαμογελάει. Ἔπειτα βουτᾶ τὸ κρινάτο χέρι της στὸ ὑγρό της φιάλης, τὸ τινάζει ἀπάνω τους καὶ ψιθυρίζει πονετικά:
- Νὰ μὴ βασκαθεῖτε!...
Κατὰ τὸν περασμένο Ὀκτώβριο ἐβγῆκα μία ἡμέρα εἰς τὸ κυνήγι. Εἶχε βρέξει καὶ τὸ χῶμα ἦτο μαλακὸ καὶ ἐβούλιαζε εἰς τὸ πάτημα ὡς παχύμαλλο καινούργιο ταπέτο. Αἱ πρῶται πνοαὶ τοῦ φθινοπώρου εἶχαν ἔλθει καὶ τὰ δέντρα ἤρχισαν νὰ χάνουν τὰ φύλλα τους, τὰ ὁποῖα κίτρινα ὑπεχώρουν εἰς τὸ παραμικρὸν φύσημα τοῦ ἀνέμου. Τ᾿ ἀμπέλια ἦσαν ἔρημα. Κανεὶς δὲν ἐγύριζε νὰ τὰ ἰδῇ τώρα ποὺ ἔχασαν τὸν γλυκόχυμον καρπόν τους, ὅπως μία μαραμένην καλλονήν. Ὁ μοῦστος ἔβραζεν εἰς τὰ βαρέλια καὶ ἐπερίμενε τὸν Ἅϊ-Δημήτρη διὰ νὰ χυθῇ εἰς τὰ ποτήρια καὶ νὰ δροσίσῃ τὰ διψασμένα χείλη κάθε κρασοπατέρα.
Ἀφοῦ ἐπλανήθην ἐπὶ πολὺ καὶ ἔκαυσα τὴν μπαρούτη ἀνωφελῶς, ἐκάθισα τὸ μεσημέρι κοπιασμένος κάτω ἀπὸ μίαν λεύκαν, κοντὰ εἰς τὸ χεῖλος διαυγοῦς ρυακίου. Ἔβγαλα ἀπὸ τὴν τσάντα μου ὀλίγον ψωμὶ καὶ τυρί, ἔριξα τὸ ἀνάλογο μερίδιον εἰς τὰ σκυλιὰ καὶ ἔφαγα τὸ ὑπόλοιπον μὲ μεγάλη ὄρεξη. Μετὰ ἐξηπλώθην εἰς τὸν ἴσκιο τῆς λεύκας καὶ ἀφοῦ ἐσκέπασα μὲ τὴν ψάθα τὸ πρόσωπόν μου προσεπάθουν νὰ κοιμηθῶ.
Φαίνεται ὅμως ὅτι δὲν ἦτο πεπρωμένον νὰ κοιμηθῶ, διότι μόλις ἤρχισε νὰ μὲ κυριεύῃ ἡ νάρκη, ἡ προηγουμένη τοῦ ὕπνου, τὰ σκυλιὰ ἤρχισαν νὰ γαυγίζουν δυνατά. Ἐσήκωσα τὸ κεφάλι καὶ εἶδα ἐρχόμενον πρὸς ἐμὲ μὲ τὸ ὅπλον ἐπ᾿ ὤμου τὸν ἀγροφύλακα. Τὸν ἐγνώρισα ἀπὸ τὸν μαῦρον στεμματοφόρον σκοῦφον του.
- Γειὰ χαρά· εἶπε πλησιάζων καὶ στηρίζων κατὰ γῆς τὸ ὅπλον του.
- Καλῶς τόνε.
- Βάρεσες τίποτε;
- Ὄχι... δὲ βρῆκα.
- Ἔχεις καπνό; Ἔχω ἀπὸ προχτὲς νὰ πάω στὸ χωριὸ καὶ κάηκα γιὰ τσιγάρο.
- Ἔχω· πάρε· τοῦ εἶπα, καὶ τοῦ ἔδωσα φύλλον σιγαροχάρτου.
- Δὲ θέλω χαρτί· φουμάρω μὲ πούσι. Καὶ ἔδειξε μικρὸν καὶ λεπτὸν φύλλον ἀραβοσίτου ποὺ μεταχειρίζονται ἀντὶ σιγαροχάρτου γιὰ οἰκονομίαν οἱ περισσότεροι χωρικοί.
Τοῦ ἔδωκα καπνὸ καὶ ἔκαμε τσιγάρο. Ἀλλὰ παρετήρησα ὅτι ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐσήκωνε τὰ μάτια καὶ μὲ κοίταζε μὲ κάποια περιέργεια καὶ ἀνησυχία.
- Ἔλα κάτσε· τοῦ εἶπα. Γιατί στέκεσαι καὶ σὲ βαρεῖ ὁ ἥλιος;
- Ὄχι! μοῦ εἶπε χαμογελώντας. Σ᾿ αὐτὸ τὸ δέντρο δὲν κάθουνται οἱ ἄνθρωποι.
- Γιατί;
Ἀντὶ νὰ ἀπαντήσῃ ἅπλωσε τὸ χέρι καὶ μοῦ ἔδειξε τὴν ρίζαν τοῦ δέντρου. Γύρω εἰς τὸν κορμὸν τῆς λεύκας τὸ χῶμα ἦτο σκαμμένο καὶ ἀπάνω του ἀφημένο ἕνα σκουριασμένο τσεκούρι. Εἰς τὴν ρίζαν τοῦ κορμοῦ ἦσαν ἀνοιγμένοι τέσσερες λάκκοι καὶ μέσα εἰς αὐτοὺς εἶχαν ἐμπηχθεῖ τέσσερα χοντρὰ καὶ μεγάλα καρφιά. Ἐγύρισα καὶ κοίταξα μὲ ἀπορία τὸν ἀγροφύλακα.
- Πᾶμε ἐκεῖ κάτω καὶ σοῦ λέω· μοῦ ἀπάντησε. Ἐσηκώθην καὶ τὸν ἠκολούθησα κάτω ἀπὸ μικρὰν ἀχυρίνην καλύβα. Ἐκεῖ μοῦ διηγήθη τὰ ἀκόλουθα:
Ἐσεῖς οἱ γραμματισμένοι θαρρεῖτε πὼς τὰ ξέρετε οὖλα· μὰ τίποτα δὲν ξέρετε μὲ συμπάθιο. Τί τὸ ὄφελος σὰν ξέρεις γράμματα καὶ δὲν ξέρεις νὰ φυλάξῃς τὴ ζωή σου;
Ὁ ὀξωμάχος γνωρίζει καλύτερ᾿ ἀπὸ σένα πὼς ἡ καρυδιὰ λόγου χάριν ἢ ἡ καστανιὰ ἔχουν βαρὺν ἴσκιο καὶ δὲν πάει νὰ κάτσῃ ἀπὸ κάτω της. Πόσοι δὲν τὸ ᾿παθαν τὸ κακό! Ἄλλος ξύπνησε πιασμένος· ἄλλος στραβός, ἄλλος ἄλαλος κι ἄλλος μὲ ξυλιασμένα πόδια. Ἂμ τί; ὅσα φέρν᾿ ἡ ὥρα δὲν τὰ φέρν᾿ οὖλος ὁ χρόνος.
Μὲ τοῦτο θέλω νὰ σοῦ εἰπῶ, πὼς τὸ δέντρο ποὺ ἔγειρες νὰ κοιμηθῇς εἶναι στοιχειωμένο. Εἶδες τὰ περόνια καὶ τὸ τσεκούρι: Ἐδῶ καὶ δέκα χρόνια κάρφωσε ὁ Ζούδιαρης ἐκεῖ τὸ Ζούδιο τοῦ κατακαημένου του Ἀντώνη... Πῆγε ἀπ᾿ ἀγάπη τὸ δυστυχισμένο τὸ παιδί. Καὶ τί παιδί! μάλαμα! Σταλιὰ νερὸ δὲ θόλωνε ποτέ του. Τὴν Κυριακὴ σὰ νύφη περπάταγε στὸ παζάρι· τὴν καθημερινὴ δούλευε σὰ σκυλί. Κοίταζε ὅπως ὅπως νὰ οἰκονομήσῃ τὶς δόλιές του ἀδερφάδες. Ὁ πατέρας του ἦταν ἀρρωστιάρης· ποτὲ δὲν ἔβλεπε γειά. Μία λυκοφαμελιὰ καὶ ὅλοι ἀπὸ τὸν Ἀντώνη κρεμόσαντε.
Μὰ εἶδες ποὺ λέει: κάθε φτωχὸς κι ἡ Μοίρα του. Δὲν ἔσωναν τὰ τόσα ποὺ τράβαγε, πῆγε ν᾿ ἀγαπήσῃ κιόλα. Καὶ ποιὰ ν᾿ ἀγαπήσῃ; Μία ποὺ δὲν ἦταν γιὰ δαύτονε. Ἦταν πλούσια ἡ κόρη, μὲ γράμματα καὶ μὲ καλὰ πιθέματα. Ἔπειτα ἦταν καὶ ξένη. Ἐγὼ - τί νὰ σοῦ εἰπῶ - τὶς ξένες δὲν τὶς χωνεύω. Ἀλλιῶς εἶναι μαθημένες κι ἀλλιῶς βρίσκουν: Παπούτσι ἀπ᾿ τὸν τόπο σου κι ἂς εἶναι μπαλωμένο.
Ξέχωρ᾿ ἀπ᾿ αὐτὸ ἡ κόρη ἦταν παιγνιδιάρα ἀλαφαλοῦ. Ἤξερε, ποὺ λές, πὼς τὸν πλούσιο ὅ,τι κι ἂν τὸν ποῦν δὲν τὸν φτάνουν τὰ λόγια. Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἶναι νὰ στεκόμαστε μὴ στάξῃ καὶ μὴ βρέξῃ. Κάλλιο νὰ βγῇ τὸ μάτι σου παρὰ τ᾿ ὄνομά σου.
Ὁ Ἀντώνης ἦταν ὄμορφος, πολὺ ὄμορφος νέος. Ἤξερε κάτι γραμματάκια, ἔλεγε κάποτε καὶ τὸν Ἀπόστολο στὴν ἐκκλησία. Θὲς ἀπὸ δῶ, θὲς ἀπὸ κεῖ ἔπιασαν τὴν ἀγάπη.
Ἐδῶ στὰ δικά μας τὰ χωριὰ τό ᾿χουμε. Κάθε νιὸς δουλευτής, τὰ πρῶτα λεφτὰ ποὺ θὰ πάρει ἀπὸ τὴ δουλειά του, θὰ κάμει μία ἀλλαξιὰ ροῦχα. Ἔπειτα δὲν τὸν γνοιάζει πιά· τὰ δίνει ὅλα στὸ σπίτι. Ἒμ καρολόγος εἶναι, ἒμ τσαγκάρης, ἒμ σκαφτιᾶς, τὴ γιορτὴ θὰ εἶναι φριγγί.
Ἔτσι κι ὁ Ἀντώνης. Μὰ τώρα τὸ παράκανε. Γιορτὴ καθημερνὴ ἕνα τὸ εἶχε: Καθισιὸ κι ἀναπαὴ κι ἀπὸ καιροῦ καζάντι. Στὸ σπίτι του ἄρχισαν νὰ πεινᾶνε.
- Γιατί, παιδί μου, δὲν πιάνεις δουλειά; τὸν ρώταγε ἡ κακομοίρα ἡ μάνα του.
Δὲν ἔχει δουλειά· ἔλεγ᾿ ἐκεῖνος, βάζοντας τὸ κεφάλι κάτου.
Κι ἔφευγε· μὰ ὅποιος τὸν ἔβλεπε ἔνοιωθε μὲ τί ντροπὴ ἔλεγε τὸ λόγο. Ὤχ! κλαῖγε τον ὅποιος πιαστῇ σὲ ἀγάπη. Τοῦ πουλιοῦ ὁ νοῦς στὸ κεχρὶ κρέμεται.
Σὲ λίγο ἐμαθεύτηκε στὸ χωριὸ πὼς ὁ Ἀντώνης ἀγάπαγε τὴ Φροσύνη - ἔτσι τὴν ἔλεγαν τὴ νιά. Ὁ κόσμος, καθὼς ξέρεις, καὶ στὴν ἀγάπη ἀκόμα δὲν κατηγορεῖ παρὰ τὸ φτωχότερο. Ὁ πλούσιος ὅ,τι κι ἂν κάμῃ εἶναι καλὰ καμωμένα: Τοῦ φτωχοῦ εἶναι καρύδια καὶ βροντᾶνε· τοῦ πλούσιου εἶναι σύκα καὶ δὲν ἀκούγονται. Σὰ νὰ λέμε ὁ φτωχὸς δὲν πρέπει νά ῾χῃ καρδιά· δὲν πρέπει ν᾿ ἀγαπάῃ!
Πολλοὶ τοῦ τὸ εἶπαν τοῦ παιδιοῦ. - Ὅπου δὲν φτάνῃ τὸ χέρι σου μὴν ἁπλώνῃς.
Ἡ μάνα του ἡ ἄμοιρη σὰν τ᾿ ἄκουσε τὴν ἔπιασε ὁ χτύπος - ἦταν ἀρρωστιάρα ἡ δόλια - κι ἔμεινε τρεῖς ὧρες ξερή. Ὄχι πὼς δὲν τὸ ἤθελε ἡ γριὰ νὰ πάρῃ ὁ γιός της τὴ Φροσύνη. Θὲς στραβὲ τὰ μάτια σου; μαγάρι νὰ εἶχα τό ᾿να. Ποιὸς δὲ θέλει τὸ καλό; Μὰ ἔνοιωθε πὼς ἦταν δύσκολο νὰ γένῃ καὶ φοβότανε μὴ χάσῃ τὸ παιδί της. - Τὸ παιδί μου δὲν πάει τὸν ἴσιο δρόμο! ἔλεγε κουνώντας τὸ κεφάλι.
- Τ᾿ εἶν᾿ τὸ κακὸ ποὺ σὲ συγκολλήθηκε παιδί μου. Βγάλ᾿ το νὰ μὴ σὲ φάῃ καὶ χαθοῦμε. Ἡ κοπέλα δὲν εἶναι γιὰ τὸ φτωχικό μας.
Ψηλὰ τὴ χτίζεις τὴ φωλιὰ
καὶ θὰ λυγίσῃ ὁ κλῶνος
καὶ θὰ σοῦ φύγῃ τὸ πουλὶ
καὶ θὰ σοῦ μείνῃ ὁ πόνος!
Μὰ ποῦ νὰ ἰδῇ, ποῦ ν᾿ ἀκούσῃ ὁ Ἀντώνης.
- Μ᾿ ἀγαπάει· ἔλεγε.
Κι ἔτσι μὲ τὴν ἐλπίδα ζοῦσε.
Πέρασαν κάμποσα χρόνια- ἡ Φροσύνη ἦταν στὸν καιρό της· δεκαεφτὰ χρονῶν κορίτσι.
Ἐδῶ στὰ χωριά μας ὅτι εἶναι νὰ γένῃ πρῶτα-πρῶτα θὰ τὸ μάθουν οἱ γυναῖκες. Τὴν ἡμέρα ἔξω, στὶς ἀργατιὲς καὶ τὸ βράδυ-βράδυ στὶς αὐλές τους κάθουνται καὶ τὰ ξομπλιάζουν ἡ μία μὲ τὴν ἄλλη.
-Τά ῾μαθες κυρα-Γιάννενα: Τὸς καὶ τὸς ὁ τάδε μὲ τὴν τάδε.
- Τί λὲς καλότυχη; ἀλήθεια!
- Ναί, ναί· μὰ τὴν ψυχούλα μου τὴν ἁμαρτωλή! Ἂμ ἐγὼ τὰ μυρίστηκα ἀπὸ καιροῦ, ἀδερφὴ δὲν τὰ ᾿λεγα:... Κι εἶναι - ποῦ εἶσαι - εἶναι κι ἡ ἄλλη δουλειά· ἄκουγε μὲ μένα.
- Θέ μου γλύτωνε ποῦ καταντήσαμε!
Καὶ μαγουλοτραβιόνται τάχα.
Ἔτσι ἐμαθεύτηκε σὲ λίγο πὼς τὴ Φροσύνη τὴν παίρνει ἕνας ἔμπορος ἀπὸ τὴν Πάτρα.
Ὁ Ἀντώνης τὸ ᾿μαθε. - Εἶναι ψέμα! εἶπε. Κι εἶχε δίκιο νὰ εἰπῇ πὼς εἶναι ψέμα τὸ παιδί, ἀφοῦ ἡ κόρη τοῦ ἔκανε νοήματα ἀκόμη.
Σὲ λίγο γίνηκαν καὶ οἱ ἀρρεβῶνες. Ξέρεις πὼς γένονται οἱ ἀρρεβῶνες ἐδῶ. Δύο τρεῖς πᾶνε τὴ νύχτα μὲ τὸ γαμπρὸ καὶ τὸν παπᾶ στὸ σπίτι τῆς νύφης, ἀλλάζουν τὸ δαχτυλίδι καὶ τελειώνει ἡ δουλειά.
Ὁ Ἀντώνης ποῦ ν᾿ ἀκούσῃ, ποῦ νὰ πιστέψῃ τέτοιο πράμα! Βλέπεις ἡ ἀγάπη στραβώνει.
* * *
Ἔπειτ᾿ ἀπὸ λίγο ἔφτασε ὁ κόμπος στὸ χτένι. Ὁ γαμπρὸς ἦρθε καὶ ὁ γάμος θὰ γινότανε τὴν Κυριακή.
Ἀπὸ τότες ἔπαψε καὶ ἡ κόρη νὰ κάνῃ νοήματα τοῦ Ἀντώνη. Ὅπου τὸν ἔβλεπε τοῦ γύριζε τὶς πλάτες... Ἄ! δὲ θέλεις ἄλλο ψευτότερο πράμα ἀπὸ τὴ γυναίκα. Σήμερα μπορεῖ νὰ σοῦ λέῃ πὼς πεθαίνει κι αὔριο νὰ σοῦ κουνάῃ κλαρί. Κάπου μ᾿ εἶδες, κάπου σ᾿ εἶδα.
Ὁ Ἀντώνης ἦταν παιδὶ μὲ καρδιά· δὲν εἶπε τίποτα. Μάλιστα πῆγε μαζὶ μὲ τὸ συμπεθεριὸ στὴν ἐκκλησία, φίλησε καὶ τὰ στεφάνια... Ἐγὼ ἤμουν σ᾿ ἕνα στασίδι ἀντίκρυ καὶ τὸν κοίταζα. Ἦταν κίτρινος σὰν τὸ θειαφοκέρι· τὰ χείλη του μαραμένα ἔτρεμαν. Πῆγε σιγά, φίλησε τὰ στεφάνια, ἔπειτα γύρισε καὶ ἀκούμπησε σὲ μία κολώνα. Ἔβγαλε τὸ μαντήλι καὶ τό ᾿βαλε στὰ χείλη του. Τὸ μαντήλι μάτωσε.
Ἀπὸ τότε τὸ κατάλαβα.
- Κρίμα στὸ νιό! εἶπα μέσα μου.
* * *
Ὅταν γύρισε στὸ σπίτι ὁ Ἀντώνης ηὖρε τὴ μάνα του στὴ γωνιὰ νὰ κλαίῃ... Τὴν ἔτρωγαν τὰ φίδια.
- Σώπα, καημένη μάνα, ποὺ κλαῖς! εἶπε τῆς γριᾶς νὰ τὴν παρηγορήσῃ. Ἔτσι ἦταν γραφτό. Ἐγὼ τὸ ξέρω· πάντα ἄτυχος θὰ εἶμαι.
Κι ἔπεσε στὴ δουλειὰ μὲ τὰ μοῦτρα. Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ καῖνε τὰ καμίνια γιὰ κεραμίδια. Μπῆκε σύντροφος σ᾿ ἕνα καμίνι κι ἔβγαζε παράδες. Δέκα δραχμὲς τὸ μεροκάματο τοῦ ἐρχότανε.
Ἡ κακομοίρα ἡ μάνα του πέταγε ἀπὸ τὴ χαρά της.
Πάει τὸ παιδί μου, ξέχασε! ἔλεγε. Ὁ Θεὸς μὲ λυπήθηκε.
Μὰ δὲν τὸ χάρηκε πολύ. Μία βδομάδα ἦταν ὅλη ἡ προκοπὴ τοῦ Ἀντώνη. Ἔπειτα παράτησε τὸ καμίνι κι ἔτρεχε δῶθε κεῖθε στὶς ἐξοχές· οὖλο τ᾿ ἀπόσκια ἔπιανε.
Μία φορὰ ἔλειψε κάμποσες ἡμέρες ἀπὸ τὸ σπίτι. Ἡ μάνα του ὑποψιάστηκε.
- Τί νὰ ἔγινε τὸ παιδί μου; εἶπε.
Κι ἐπῆρε τὶς ἀργατιὲς ρωτώντας τοὺς στρατολάτες, καὶ μοιρολογώντας ἀδιάκοπα. Ποῦ δὲν ἐπῆγε: ποιὸν δὲν ἐρώτησε: Τὰ πόδια της ἔβγαλαν νερὸ ἀπὸ τὶς στράτες· τὰ φουστάνια της ἐκουρελιάστηκαν ἀπὸ τ᾿ ἀγκάθια. Τὸ ηὖρε τέλος μέσα σ᾿ ἕναν τράφο καὶ μαυλίζοντάς το σὰν σκυλάκι τὸ ἔφερε στὸ σπίτι της. Μὰ πῶς τὸ ἔχασε, πῶς τὸ ηὖρε! Ὅλοι τὸ ἔνοιωσαν πὼς ἔπαθε ἀπ᾿ ἀγέρι. Κάποιος εἶπε πὼς τὸ εἶδε νὰ ξεμεσημεριάζεται κάτω ἀπὸ μίαν ἀγριλιὰ - ξέρεις ἡ ἀγριλιὰ ἔχει βαρὺν ἴσκιο.
Ἡ γριὰ ἔπεσε στοῦ Θεοῦ τὰ χέρια. Ἔταζε λαμπάδες, ἔκανε παρακλῆσες, ἐπῆγε μὲ τὰ γόνατα στὴν Παναγία· μὰ τὸ παιδὶ ὅλο στὸ χειρότερο. Κάθε Κυριακὴ τὸ ἔφερναν στὴν ἐκκλησιὰ καὶ τὸ ἀπόθεταν σωρὸ κουβάρι μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη. Ἐκαθόταν ὡς τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἔβγαιναν τ᾿ Ἅγια ἥσυχο καὶ ἀκίνητο σὰν ζωντόβολο. Μὰ μόλις ἀκουγόταν ἀπὸ μέσα ἡ φωνὴ τοῦ παπᾶ «τὰς θύρας... τὰς θύρας!...» ἔβανε κάτι ἀγριοφωνὲς ποὺ ἔτριζαν τὰ γυαλιὰ τῆς ἐκκλησιᾶς καὶ ἵδρωναν τὰ εἰκονίσματα. Ἵδρωναν τὰ εἰκονίσματα κι ἐτρόμαζε ὁ λαὸς ἀπὸ τὰ λόγια του. Κατιτὶ λάγνο καὶ κάτι βρομερὸ ἐμόλυνε γιὰ μιᾶς του ναοῦ τ᾿ ἄδυτα, ἔφερνε τὴ ντροπὴ καὶ στῶν γερόντων τὰ πρόσωπα. Καὶ ποιὸς νὰ τὸ κρατήσῃ, ποιὸς νὰ τὸ συμμαζέψῃ τότε; Ἔκοβε τὰ σχοινιά, ἐχτύπαε τὶς ἁλυσίδες, ὅσο ποὺ ἔπεφτε λιποθυμισμένο στὶς πλάκες.
Εἶδαν κι ἀπόειδαν ἔστειλαν νὰ φέρουν τὸ Ζούδιαρη ἀπὸ τὸ Ἰμὰμ Τσαούση.
- Ἔχει τὸν Ἀνάποδο μέσα του· εἶπε ὁ Ζούδιαρης ἅμα εἶδε τὸ παιδί.
Ὁ Ἀνάποδος - θὰ ἔχεις ἀκουστὰ - εἶναι ἕνας διαβολάκος τόσος δά, μία πιθαμή. Ὅπου γίνεται τραπέζι, ὅπου φιλονικοῦν, ὅπου χαρτοπαίζουν ἐκεῖ βρίσκεται. Ἂν τύχῃ καὶ βλαστημήσῃ κάποιος τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἄλλος πίνει ἢ χασμουριέται, μπαίνει μέσα του καὶ τοῦ βυζαίνει τὸ αἷμα... Γιὰ κεῖνο - ἄκου ποὺ στὸ λέω - ἅμα ἀκοῦς καὶ βλαστημᾶν νὰ φτῇς... Μὴ γελᾶς· δὲν ξέρω, μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι τίποτα· κάνε τὸ ἐσύ: Τὸ καλὸ πάντα καλὸ εἶναι.
Τὸ παιδὶ σὰν ἀντίκρισε τὸ μάτι τοῦ Ζούδιαρη ἔπαψε τὶς φωνὲς καὶ λάϊασε. Ηὖρε τὸ μάστορή του εἶδες ποὺ λέει.
* * *
Ὁ Ζούδιαρης εἶπε σὲ καμιὰ δεκαριὰ ἀνθρώπους νὰ πάρουν τὰ ντουφέκια τους καὶ νὰ πᾶνε κοντά του.
Ἐγὼ - εἴμαστε μία πόρτα μὲ τὸν Ἀντώνη - εἶδες ποὺ λέει: ὁ Θεὸς κι ὁ γείτονας· πρῶτα θὰ ἰδῇς τὸ γείτονά σου κι ἔπειτα τὸν ἥλιο - πῆρα τὸ ντουφέκι μου, τὸ γιόμισα μὲ τὸ ζερβὶ χέρι - ἔτσι μᾶς εἶπε ὁ Ζούδιαρης καὶ πῆγα κοντά. Σὲ λίγο ἤμαστε ὄξω ἀπὸ τὸ χωριό. Μπροστὰ πήγαινε τὸ παιδὶ ἥσυχο σὰν ἀρνάκι. Πίσω πήγαινε ὁ Ζούδιαρης μὲ τὰ περόνια καὶ τὸ τσεκούρι στὰ χέρια· καὶ παραπίσω ἐμεῖς.
- Νά ῾τος! βαρεῖτε του! μᾶς λέει ὁ Ζούδιαρης σὰν εἶδε ἕνα δέντρο.
Ἐμεῖς δὲν εἴδαμε τίποτα· ἀπὸ τὸ φόβο μας ρίξαμε στὰ στραβά. Μπάμ! μπούμ! κόσκινο τὸ δέντρο.
- Δὲν τὸν πετύχαμε· λέει ὁ Ζούδιαρης. Νά τος, πέρα πάει...
Καὶ ἄρχισαν τὰ τρεχάματα, μπροστὰ ἐκεῖνος μὲ τὸ παιδὶ καὶ πίσω ἐμεῖς, μέσα στὰ χωράφια καὶ τὶς σταφίδες λαχανιάζοντας. Σὲ κάθε δέντρο ποὺ ἀπαντούσαμε διάταζε ὁ Ζούδιαρης καὶ ἀδειάζαμε τὰ ντουφέκια. - Μπάμ! μπούμ!
Μᾶς παίδεψε ὁ ἀναθεματισμένος. Γυρίσαμε ἀπὸ τὸν Ἅϊ-Θανάση στ᾿ Ἀληκανιωτέικα, τὸ Καταράχι, τὰ Κατσαπέικα, μὰ τίποτα.
Ὁ Ζούδιαρης τὸ εἶχε εἰπωμένο:
- Εἶναι δυσκολοβάρετος ὁ Ἀνάποδος.
* * *
Νὰ μὴν τὰ πολυλογῶ, φτάσαμε καὶ στὴ λεύκα ποὺ ἔγειρες νὰ κοιμηθῇς. Καθὼς βλέπεις, ἄλλο δέντρο μεγάλο δὲν εἶναι ἐδῶ πέρα.
- Σταθεῖτε· μᾶς λέει ὁ Ζούδιαρης· ἐδῶ θὰ κάτσῃ· ἀλλοῦ δὲν ἔχει νὰ πάῃ. Ἑτοιμάστε τὰ ντουφέκια σας καὶ ἅμα σᾶς πῶ βαρᾶτε.
- Μπὰμ μπούμ! ρίξαμε ἅμα μᾶς εἶπε. -Ἄου! ἄου! ἄου! οὔρλιασε τὸ παιδί.
Τὸ πετύχαμε τὸ ζούδιο. Μὰ ἔννοιά σου κι ἐμεῖς διορθωθήκαμε! Ἀλλουνοῦ ἔσπασε τὸ ντουφέκι· ἄλλος αἱματοκυλίστηκε. Ἐμένα μοῦ φάνηκε πὼς μ᾿ ἔπιασε κάποιος ἀπὸ τὴ μπούκα μ᾿ ἔσπρωξε κι ἔπεσα ἀνάσκελα στὸν τράφο.
Μὰ ὁ Ζούδιαρης κάρφωσε στὸ δέντρο τὸ ξωτικό. Ἄξαφνα νοιώθομε μία μυρουδιὰ σὰν καϋμένη θειάφη κι ἀκοῦμε ἕνα φοβερὸ καὶ παράξενο γέλιο κι ἕνα φρού!... ἀπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μας, σὰν ὅταν σηκώνονται ἀπὸ τὴ βοσκὴ μπουλούκι ἀγριόπαπια. Τότε ἔδωκε τὸ στερνὸ χτύπημα κι εἶπε τὸ φοβερότερο ξόρκι ὁ Ζούδιαρης.
- Πάει νὰ χαθεῖ· τὸ καρφώσαμε· εἶπε.
Καὶ ἀπίθωσε τὸ τσεκούρι χάμω γιὰ νὰ τὸ βλέπουν οἱ ὀξωμάχοι νὰ μὴ ζυγώνουν.
Πήγαμε τότε νὰ πάρουμε κι ἐμεῖς τὸ παιδί. Ἦταν χάμου ξαπλωμένο, κατακίτρινο καὶ ξυλιασμένο. Τὸ σηκώσαμε, τὸ πήραμε στὰ χέρια, τὸ πήγαμε στὸ σπίτι καὶ τὸ ξαπλώσαμε στὸ κρεβάτι.
Τὸ δόλιο! δὲν ἦταν γραφτό του νὰ σηκωθῇ. Ὁ Ζούδιαρης ἄργησε νὰ βάλῃ τὸ χέρι του. Τὸ ζούδιο ποὺ φώλιαζε μέσα του, τοῦ εἶχε βυζάξει ὅλο τὸ αἷμα.
Δύο τρεῖς ἡμέρες καὶ πάει χάθηκε τὸ παιδί.
Σὰν καλὸς ὁ Αὔγουστος ἐφέτος· ἔ;
- Ναί· μακάρι πάντα μας!
- Ἐγὼ φοβόμουνα τὴν αὐγή.
- Καὶ γώ. Μὰ δὲν ἄκουσες τὰ κοκόρια; Ἅμα λαλοῦν τὰ κοκόρια παράωρα ὁ καιρὸς ἀλλάζει.
- Καὶ μαζὶ κι ἡ τύχη μας.
- Βέβαια· στὴν τρίχα κρέμεται.
Ὁ Δημάκης καὶ ὁ Βρανᾶς στολισμένοι ὅπως οἱ χασάπηδες τὶς νηστίσιμες ἡμέρες, ἐκάθηντο ἥσυχοι εἰς τὸν πάγκον ἑνὸς κρασοπουλειοῦ καὶ συνομίλουν γιὰ τὸν καιρό. Εἶχαν καὶ αὐτοὶ ἁπλωμένη εἰς τ᾿ ἁλώνι τὴν σταφίδα των κάτω ἀπὸ τὰς φλογερὰς τοῦ ἡλίου ἀκτίνας ὡς αἱ χωρικαὶ τὰς θυγατέρας των εἰς τὰ περιπαθῆ βλέμματα τῶν λεβέντηδων, καὶ μετρῶντες τὶς ἡμέρες εἰς τὰ δάκτυλα ἐπερίμεναν ἀνυπομόνως νὰ ξεραθῇ. Φυσικὰ λοιπὸν αἱ συζητήσεις τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς τὰ ὄνειρα δὲν ἔχουν ἄλλον σκοπὸν παρὰ τὴν κατάστασιν τοῦ καιροῦ καὶ τὶς τιμὲς τῆς σταφίδος.
- Ἄκου ποὺ σοῦ λέω· μοῦ τὸ εἶπε ὁ κουμπάρος τοῦ κυρ-Γιάννη· εἶχε γράμμα ἀπὸ τὴν Πάτρα! ἔλεγεν ὁ Δημάκης εἰς τὸν σύντροφόν του ἐμπιστευτικά.
- Λές;
- Λέω βέβαια! Περσυνὸ πράμα δὲν ἔμεινε ρόγα· τ᾿ ἀμπέλια στὴ Γαλλία χάλασαν. Στὴν Πάτρα ἔβρεξε· στὴ Βοστίτσα παλιόπραμα.
- Ἄ! πασᾶ μου! ἐφώναξε ἐνθουσιασμένος ὁ Βρανᾶς· Σαράντα κι ἀμὰν ἀμάν!
- Τί σαράντα; Ἑξήντα δὲ λές! Καὶ ὁ Δημάκης ἄρχισε πάλι τὸ τραγούδι ποὺ εἶχε διακόψει:
Κι ἄλλος θέλει τὸν Ἄγουστο
πού ᾿ναι τὰ ταλαράκια.
- Ταλαράκια· ψυχή μου φροῦτο!... εἶπε ὁ Βρανᾶς ξερογλείφων τὰ χείλη του σὰν νὰ πιπίλιζε καραμέλα. Ὁ Μάης βγάνει τὰ κεράσια, ὁ θεριστὴς τ᾿ ἀγγούρια, ὁ Ἁλωνάρης τὰ καρπούζια καὶ ὁ Ἄγουστος τὰ τάλαρα. Ἂν παραφᾶς ἀπὸ τ᾿ ἄλλα θερμαίνεσαι. Ἂν παραφᾶς τάλαρα, γίνεσαι κυρ-Λινάρδος. Λέω γὼ ὁ φτωχὸς πὼς μοῦ ᾿φαγε ὁ ποντικὸς τὸ τυρί, κανεὶς δὲν τὸ πιστεύει. Λέει ὁ κυρ-Λινάρδος πὼς τοῦ ᾿φαγε τὸ σίδερο, τὸ πιστεύουν ὅλοι. Καλὰ τὸ λέει κι ὁ λόγος: Ἄγουστέ μου καλὲ μήνα, νὰ ἤσουν δύο φορὲς τὸ χρόνο.
-Μωρέ καλὸς νὰ εἶναι κι ἂς εἶναι καὶ μία φορά. Μοῦ φτάνει· εἶπε ὁ Δημάκης.
* * *
Ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ ἔκοψε τὴν κουβέντα τοὺς μία φωνή. Πίσω τους ἄλλος χωρικὸς ψηλὸς καὶ ἀδύνατος, ποὺ κρατοῦσε εἰς τὸ ἕνα χέρι βουρλιὰ ψάρια καὶ εἰς τὴν μασχάλην ἕνα ζευγάρι τρυπημένα παπούτσια, ἔστεκε ἀκίνητος μὲ μάτια ὀλάνοικτα, στυλωμένα πέρα εἰς τὸν δυτικὸν ὁρίζοντα.
- Τ᾿ εἶναι Χαραλάμπη; ἐρώτησεν ὁ Βρανᾶς.
- Δὲ βλέπετε: Ἕνα σύγνεφο.
- Σύγνεφο!...
Ἐπετάχθηκαν καὶ οἱ δύο ὀρθοί.
- Ἂμ τὸ εἶπα ἀπὸ τὴν αὐγὴ ἐγώ! εἶπε ὁ Βρανᾶς μὲ κλαψάρικο ὕφος. Ἄκουσα τὶς χῆνες ποὺ γύρευαν νερό.
- Κι ἐγὼ εἶδα δίπλα τὸ σκυλί.
- Εἶδα καὶ γὼ τὴ γάτα τῆς νύφης μου ποὺ νιβόταν στὴν ἄστρια.
Ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἐφάνη εἰς τὸν δρόμον ὁ δήμαρχος μὲ τὴν ἄσπρη λινὴ φορεσιά του, τὸν παναμᾶ εἰς τὸ ξουρισμένο κεφάλι, γελαστός, ἀξιοπρεπής, ποζᾶτος - ἀληθινὸς ἄρχοντας τοῦ τόπου. Εἰς τὰ δάχτυλα τῆς δεξιᾶς ἐκρατοῦσε μία πρέζα ταμπάκου καὶ εἰς τὸ ἀριστερὸν δέμα ἀπὸ ἐφημερίδες ποὺ ἦρθαν ἐκείνη τὴν ὥρα μὲ τὸ ταχυδρομεῖο. Ἐπήγαινε ἀργὰ διαβάζοντας τὴν ἐφημερίδα. Καὶ κάθε τόσο ἐγέμιζε τὰ ρουθούνια τοῦ ταμπάκο καὶ ταυτοχρόνως ἕνα τρανταχτὸ φτάρνισμα ἐξάγνιζε τὸ κοιμισμένο Σταυροπάζαρο. Ἠκούοντο τότε ἀπὸ τὰ μαγαζιὰ γύρω οἱ εὐχὲς τῶν φίλων:
- Μὲ τὶς ὑγεῖες!
- Γειά σου!
- Γειά σου, κυρ-Δήμαρχε!
- Εὐχαριστῶ!.. εὐχαριστῶ!... ἀπαντοῦσε ὁ Δήμαρχος δυνατά, εὐτυχισμένος γιὰ τὴ δημοτικότητά του, χαμογελώντας καὶ μὴ σηκώνοντας μάτια ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα. Ὅταν ὅμως ἐπλησίασε τοὺς χωρικοὺς καὶ ἄκουσε τὶς φωνὲς τοὺς ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ ρώτησε·
- Τί εἶναι; τί τρέχει; Γιατί κάνετ᾿ ἔτσι;
- Ἕνα σύγνεφο...
- Σύγνεφο!..
Ἀληθινὰ εἰς τὸν δυτικὸν ὁρίζοντα ἐφαίνετο μικρὸν μαῦρο σύγνεφο ποὺ εἶχε σχῆμα καὶ μέγεθος ἑνὸς κριαριοῦ. Ἡ παρουσία του ἔγινε σὲ λιγάκι γνωστὴ εἰς ὅλην τὴν ἀγοράν. Ἀμέσως οἱ ἔμποροι ἄφηκαν τὶς πῆχες των, οἱ χασάπηδες τὶς μαχαῖρες των, οἱ παπουτσῆδες τὰ τσαγκαρόσουβλά των, οἱ καφενόβιοι ἀπάνω εἰς τὰ τραπέζια τὴν τράπουλα καὶ ὅλοι ἔσπευδαν εἰς τὸ μέρος ὅπου ἔστεκε ὁ κυρ-Δήμαρχος. Ἐκοίταζαν ὅλοι εἰς, σημεῖον τοῦ οὐρανοῦ μὲ ἀγωνίαν. Οἱ Καμπίσοι εἶναι ὅλοι, ὅπως οἱ παλαιοὶ Χαλδαῖοι, δόκιμοι μετεωροσκόποι. Ἰδίως κατὰ τοὺς μήνας Ἰούλιον καὶ Ἄγουστον, ἀδιακόπως ἔχουν γυρισμένα τὰ μάτια εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἀπὸ τὰς σπασμωδικὰς κινήσεις τοῦ προσώπου των, ἠμπορεῖ κανεὶς ἀσφαλῶς νὰ μάθῃ τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν.
Ὡστόσο τὸ συγνεφάκι ὅλο κι ἐμεγάλωνε. Τώρα εἶχε σκεπάσει ὅλον τὸ ἀπὸ Κεφαλληνίας μέχρι Χλεμούτσι διάστημα. Οἱ χωρικοὶ ἐκοίταζαν εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος ἀκίνητοι ὡς νὰ διετέλουν ὑπὸ βασκανίαν. Ἀπὸ πολυχρονίους παρατηρήσεις, ἤξευραν ὅτι ἡ βροχὴ εἶναι ἄφευκτος εἰς τὸν Κάμπον, ὅταν τὸ μέρος ἐκεῖνο, τὸ Στενὸ συννεφιάσῃ. Μὲ τὰ χέρια σταυρωτὰ εἰς τὸ στῆθος, κατακίτρινοι, ἐκοίταζαν ἐκεῖ καὶ κάποτε ἐγύριζαν ἕνας εἰς τὸν ἄλλον καὶ ἄλλαζαν δειλὰ ὀλίγας λέξεις,
- Βρέχει στὴν Πάτρα!.. εἶπε κάποιος καὶ ἔδειξε πρὸς ἀνατολάς.
- Καὶ στὸν Πύργο!.. ἐπρόσθεσεν ἄλλος.
Ὅλων τὰ πρόσωπα ἐχαροποιήθησαν ἀμέσως· τὰ χείλη των σχεδὸν ἐγέλασαν. Ἄρχισαν νὰ ἐλπίζουν. Καὶ λησμονοῦντες τὴν θέσιν των ἐσκέπτοντο εὐχαρίστως τὴν ὠφέλειαν, ποὺ θὰ ἔχουν αὐτοὶ ἀπὸ τὴν καταστροφὴν τῶν ἄλλων.
- Κλωνὶ δὲ θὰ μείνει στὴν Πάτρα!
- Οὔτε τσάμπουρο δὲ θὰ γλυτώσῃ στὸν Πύργο!
- Μωρὲ δὲν τὴ δίνω ἂν δὲ τὰ σκάσουν τὰ ἑξήντα.
- Ἑξήντα! Τί λὲς ξάδερφε!.. Ἑκατὸ καὶ ἀμακινάριστη!
- Ὄχι δά, καημένε...
- Ἄκου ποὺ σοῦ λέω! θὰ τὴν πάρει ἀπὸ τὸ ἁλώνι. Καὶ - ποὺ εἶσαι - τὸν παρᾶ στὸ χέρι. Ἐν τῇ παλάμῃ καὶ οὕτω βοήσωμεν...
Ἦσαν ἀχόρταστοι, ἀπαιτητικοί, ἀσυγκίνητοι. Ἡ καταστροφὴ τῆς σταφίδας τῶν ἄλλων, τοὺς ἔκανε νὰ πιστεύουν ὅτι ἔπλεαν ἤδη εἰς ὠκεανὸν ταλήρων. Ἔβλεπαν τοὺς σταφιδεμπόρους ταπεινούς, ἱκετευτικοὺς μπροστά τους καὶ φιλέκδικος διάθεσις τοὺς ἐκυρίευσε νὰ σταθοῦν ἀνένδοτοι, γιὰ νὰ τοὺς ἐξευτελίσουν. Ἀκόμη ἔφθαναν καὶ εἰς τὴν χαροποιὰν διάθεσιν νὰ λυπήσουν, νὰ τιμωρήσουν τοὺς καταναλωτὰς τῆς σταφίδος, τοὺς Ἐγγλέζους μὲ τὶς λίρες, τὶς στερλίνες των. Ἄλλες χρονιὲς ἦσαν δύσκολοι· ἐπλήρωναν μὲ κατεβασμένες ἐξηυτελισμένες τιμές. Ἢ τὴν ἄφηναν νὰ σήπεται εἰς τὰς ἀποθήκας ἀπώλητη. Ἐφέτος θὰ ἰδῇς Ἐγγλέζε μὲ τὸ ξουρισμένο μουστάκι!...
- Σκύβαλα θὰ φᾶνε! σκύβαλα!.. εἶπε μὲ ἀγανάκτηση ὁ Δημάκης.
- Ἀκοῦστε! εἶπε ξαφνικὰ δείχνοντας μὲ τὸ δάχτυλό του ὁ Βρανᾶς.
Μία δυνατὴ βροντὴ ἀκούστηκε πέρα ὡς κανονιά.
- Δὲν εἶναι τίποτα. Εἶναι βαθιά· εἶπε ὁ Δημάκης.
- Βαθιὰ βροντὴ γοργὸ νερό! ἐσυμπέρανε κάποιος.
- Γοργὸ γιὰ τὴν Πάτρα, γιὰ τὸν Πύργο. Τώρα τὸ νερὸ στρατεύει.
- Ἄμποτε!..
- Τί ἄμποτε; εἶπε θυμωμένος ὁ Βρανᾶς. Δὲν βλέπεις ποὺ τοὺς ἔπνιξε;
Ἀληθινὰ τὸ σύγνεφο εἶχε ἁπλώσει γύρω καὶ εἶχε κατασκεπάσει ὅλον τὸν οὐρανόν, πυκνὸ καὶ μαῦρο σὰν γιγάντια ἀράχνη. Τὸ Κάστρο δὲν ἐφαίνετο πλέον, οὔτε τὰ βουνὰ τοῦ Μεσολογγιοῦ· οὔτε ὁ Ὠλονὸς τῶν Πατρῶν· οὔτε τὰ χαμοβούνια τοῦ Πύργου ποὺ κρεμνίζονται μέχρι τοῦ Κατακώλου εἰς τὴν θάλασσαν. Μόνον ἀπάνω ἀπὸ τὸ δικό τους χωριὸ ὁ οὐρανὸς ἐφαίνετο ἀκόμη ἀσκέπαστος, ἀλλὰ σταχτὴς καὶ ὁ ἥλιος καθὼς ἔπεφτε ἐχρωμάτιζε τὰ πάντα, ἀνθρώπους καὶ πράγματα μ᾿ ἕνα κοκκινωπὸν σκοῦρο χρῶμα, σὰν νὰ περνοῦσε ἀπὸ καπνισμένο γυαλί. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἐφαίνετο ν᾿ ἀνησυχῇ τοὺς χωρικοὺς καὶ ἐξακολούθησαν τὴν ὁμιλία τους, τὶς μεγάλες ἐλπίδες καὶ τ᾿ ἀμέτρητα κέρδη των.
- Ναί· μὰ σὰν νὰ τὸ κρέμασε κι ἐδῶ, λέω! ἐτόλμησε νὰ εἰπῇ κάποιος κοιτάζοντας ἀνήσυχα τὸν οὐρανό.
- Νὰ φᾶς τὴ γλώσσα σου! εἶπε ὁ Βρανᾶς.
- Μωρὲ δῶσ᾿ του μία μὲ τὸ βουνὸ τῆς Κεφαλλονιᾶς!… εἶπε ὁ Δημάκης.
- Τὸ κρέμασε... σὲ λίγο θὰ βρέξει· ἐπέμενε ὁ χωρικός.
Ὅλοι ἐσήκωσαν διὰ μιᾶς πάλι τὰ μάτια εἰς τὸν οὐρανὸ καὶ τώρα ἀνατριχίασαν· τὸ καπνισμένο γυαλὶ εἶχε γίνει κατάμαυρο. Ἡ ἀντηλιὰ ἔπαιζε ἀπάνω στὸ Σταυροπάζαρο σὰν ἀνατριχίλα. Μία σιγὴ ἐβασίλευε ὁλοῦθε σὰν ἐκείνη ποὺ προηγεῖται ἀφεύκτως τῆς καταιγίδας. Ἔξαφνα μία φωτεινὴ καδένα ἐράγισε τὸν οὐρανὸ πρὸς τὸ μέρος τοῦ Στενοῦ, ἔδειξε μία τὶς κοκκινόμαυρες τάπιες τοῦ Κάστρου, τὶς σκοτεινὲς πλαγιὲς τοῦ βουνοῦ, λακκώματα, τοῦφες, δένδρα, ξερολιθιές, βοσκοτόπια, χωριὰ καὶ τὰ ᾿κλεισε πάλι στὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἀσάφεια. Οἱ χωρικοὶ ἐστραβώθηκαν ἀπὸ τὸ ξαφνικὸ φῶς καὶ ἔκλεισαν τὰ μάτια τους. Σύγκαιρα ἄκουσαν νὰ κυλίονται στὸν οὐρανὸ χιλιάδες ἄδεια βαρέλια. Καὶ πρὶν ἀνοίξουν τὰ μάτια τοὺς ἔνοιωσαν στὰ μέτωπά τους μεγάλες πλατιὲς σταγόνες νεροῦ σὰν ρῶγες σταφυλιοῦ: πλάτς! πλούτς!
- Θεὲ καὶ κύριε!.. εἶπε ἕτοιμος νὰ βλαστημήσῃ ὁ Βρανᾶς.
- Δὲ λυπᾶσαι τοὺς χριστιανούς, Θέ μου!
- Τί διάβολο μᾶς κυνηγᾶς ἔτσι;
- Βάλθηκες νὰ μᾶς καταστρέψῃς φέτος;
Διὰ μιᾶς ἡ συγκέντρωσις ἐσκόρπισε.
Τὸ Σταυροπάζαρο ἔμεινε ἔρημο. Ἕνας μὲ τὸν ἄλλον οἱ χωρικοὶ ἔτρεξαν εἰς τὰ σπίτια τους καὶ σὲ λιγάκι ἀπ᾿ ὅλους τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ, δὲν ἄκουες παρὰ κροταλισμοὺς ἀλόγων, κάρων τροχούς, μαστιγώσεις, φωνές, θρήνους καὶ ἀλαλαγμοὺς ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδιῶν. Ὅλοι μετέφεραν, ὅτι εἶχαν ρουχικὰ εἰς τὸ σπίτι τους, παλαιὰ ἢ καινούργια, φόρεμα, σκέπασμα ἢ στολίδι· τὸ μετέφεραν εἰς τ᾿ ἁλώνι γιὰ νὰ σκεπάσουν τὴν σταφίδα, νὰ τὴν φυλάξουν ἀπὸ τὴν βροχήν. Τὰ περισσότερα μαγαζιὰ ἔκλεισαν, τὰ καφενεῖα ἐρήμαξαν. Τὸ Σταυροπάζαρο ἔμεινε γυμνό, σιωπηλό. Κι ἐνῶ ὅλοι ἔτρεχαν εἰς τὴν ἐξοχὴν ἐφάνη ἕνας κύριος νὰ σπεύδῃ εἰς τὸ κεντρικότερον μέρος τῆς ἀγορᾶς ξεσκούφωτος, ξεκούμπωτος καὶ καταϊδρωμένος.
- Κύριε τηλεγραφητά! κύριε τηλεγραφητά! τοῦ λέγει ὁ δήμαρχος ἐρωτηματικῶς.
- Ἔχω ἀνοικτὴ τὴ μηχανή· ἀπήντησε χωρὶς νὰ σταθῇ φοβισμένος.
- Ἂ ντέ! νὰ μᾶς πετάξῃς στὸν ἀέρα… ἐψιθύρισε ὁ Δήμαρχος. Μοῦ φαίνεται πὼς πρέπει νὰ ζητήσω τὴν μετάθεσίν του.
Πολλοὶ πέρασαν στὸν κόσμο χωρὶς νὰ βάλουν σὲ δουλειὰ οὔτε τὸ μικρὸ δαχτυλάκι τους· μὰ σὰν τὸν ἅγιο Κασσιανὸ κανεὶς ἄλλος. Καὶ ὄχι μόνον στὸν ἀπάνω ἀλλὰ καὶ στὸν κάτω κόσμο τὸ ἴδιο. Πῶς τὸ κατάφερε, ἀφοῦ πέρασε ἔτσι τὴ ζωή του, νὰ μπῇ στὸν Παράδεισο εἶναι ἀκόμα μυστήριο. Ὅσα χαρτιὰ καὶ ἂν ἔψαξα, ὅσα συναξάρια καὶ ἂν ἐδιάβασα πουθενὰ δὲν ἀπάντησα τ᾿ ὄνομά του.
Ὡστόσο ὁ ἅγιος Κασσιανὸς βρίσκεται ἀπὸ χρόνια στὸν Παράδεισο - αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Μὰ κι ἐκεῖ ἐξακολουθεῖ τὴν ἴδια του δουλειὰ - τὴν ἴδια ντεμπελιὰ ἤθελα νὰ εἰπῶ. Πάει καὶ κάθεται ἀπὸ τὴν αὐγὴ στὴν πόρτα τοῦ Παράδεισου καὶ κοιτάζει τὸν κόσμο ποὺ μπαίνει. Κοιτάζει τὸν κόσμο ποὺ μπαίνει μὰ πιὸ πολὺ κοιτάζει τ᾿ ἀφιερώματα ποὺ στέλνουν οἱ χριστιανοὶ στοὺς ἀγαπημένους τους ἁγίους. Τώρα τοῦ γαργαλίζει τὴ μύτη τὸ λιβάνι· τώρα τὸ κίτρινο κερί· ἔπειτα τῆς ἐλιᾶς τὸ λάδι καὶ λίγο ἀργότερα, πλακώνουν οἱ πεντάρτοι, λαμπάδες ἴσαμε τὸ μπόι τοῦ ἀνθρώπου, μεταξωτά, χρυσαφικά. Καθένα ποὺ θὰ ἰδεῖ μὲ τὰ ἀφιερώματα τρέχει ἀπὸ κοντὰ καὶ τὸν ρωτάει.
- Ποῦ τὰ πᾶς; τίνος εἶναι πατριώτη:
- Τῆς Παναγίας· τοῦ ἀπαντᾷ βιαστικὸς ἐκεῖνος.
Τὸν ἀφήνει δυσαρεστημένος καὶ πιάνει ἄλλον.
- Ποῦ τὰ πᾶς; ποιὸν γυρεύεις πατριώτη;
- Τὸν Ἅϊ-Νικόλα...
Τὸν ἀφήνει καὶ πιάνει ἄλλον. Μὰ κι ὁ ἄλλος τοῦ λέει τὸν Ἅϊ-Γιώργη, τὸν Ἅϊ-Γιάννη τὸν Καλυβήτη, τὸν ἅγιο Φίλιππα τὸ φτωχὸ ποὺ ἀποκρεύει στὸ χωράφι του. Ὁ ἅγιος Κασσιανὸς δαιμονίζεται.
- Γιὰ θυμήσου καλά, παιδί μου· τοῦ λέει. Μὴν κάνεις λάθος. Μὴ σοῦ εἶπαν ἄλλον ἅγιο καὶ ξέχασες; Μὴ σοῦ εἶπαν - σὰν νὰ λέμε τὸν ἅγιο Κασσιανό, σὰν νὰ λέμε;
- Ἅγιο Κασσιανό! Μπά. Οὔτε τὸ ξέρουμε τέτοιο ὄνομα...
Τότε πιὰ ἀπελπισμένος ὁ ἅγιος πιάνει παράμερα μία θέση καὶ κάθεται κοιτάζοντας μὲ ζήλια τ᾿ ἀφιερώματα. Ἡ ψυχή του στάζει φαρμάκι.
- Μὰ κανεὶς νὰ μὴ θυμᾶται καὶ μένα! συλλολίζεται.
Ἔξαφνα ἐνοίωσε κάποιον νὰ τὸν τραβάῃ ἀπὸ τὸ μανίκι. Γυρίζει καὶ βλέπει δύο μάτια στυλωμένα στὰ δικά του, δύο μάτια φωτερὰ ποὺ ἔνιωθε νὰ τοῦ τριβελίζουν τὸ μυαλό· κι ἕνα χαμόγελο ποὺ τὸν ἔκαμε νὰ κοκκινίσῃ. - Τί θές; τὸν ρώτησε ἀπότομα, γυρίζοντας ἀλλοῦ τὸ κεφάλι σὰ νὰ ἔβλεπε τὸ Σατανᾶ.
- Γιατί εἶσαι ἔτσι θλιμμένος;
- Τί σὲ μέλλει;
- Μὲ μέλλει καὶ μὲ παραμέλλει.
- Τώρα ἦρθες;
- Τώρα δά.
- Ἔχεις δίκιο… Τὸ λοιπὸν νὰ τί συλλογίζομαι. Ὁ Σαβαὼθ ἐμένα μὲ ἀδίκησε, πολὺ μὲ ἀδίκησε. Φαντάσου! δὲ μοῦ ἔδωκε μία μέρα τὸ χρόνο νὰ μὲ μνημονεύουνε οἱ ἄνθρωποι. Γιὰ τοῦτο στοὺς ἄλλους κουβαλᾶνε τόσα καλὰ καὶ σὲ μένα τίποτα.
- Γιὰ τοῦτο σκᾶς! ἂμ αὐτὸ διορθώνεται.
- Πῶς διορθώνεται;
- Ἄκου ποὺ σοῦ λέω γώ, διορθώνεται. Νὰ κάνεις μία ἀναφορὰ στὸ γέρο Σαβαὼθ καὶ νὰ τοῦ εἰπεῖς τὸ παράπονό σου. Ἅγιος δὲν εἶσαι καὶ σύ; Δὲ δούλεψες καὶ σὺ τὴ χριστιανοσύνη; Σοῦ πρέπει τὸ λοιπὸν καὶ σένα μία θέση στὸ Γιορταστικό. Ἅμα πάρεις καὶ σὺ τὴ μνήμη σου νὰ ἰδεῖς πῶς θὰ σὲ θυμόνται.
- Σὰν καλὰ μὲ συμβουλεύεις· λέει ὁ ἅγιος. Μὰ ποιὸς νὰ κάμῃ τὴν ἀναφορά;
- Ὅσο γι᾿ αὐτὸ μὴ ζαλίζεσαι. Ἐγὼ τὴν κάνω.
Καὶ ἀμ᾿ ἔπος ἀμ᾿ ἔργον βγάνει ἀπὸ τὴν τσέπη του μία κόλλα χαρτί, φόρα τὴν πένα καὶ τὸ καλαμάρι, κάθεται καὶ σκαρώνει τὴν ἀναφορά. Τὴν παίρνει ὁ ἅγιος, μία καὶ δύο πάει καὶ τὴν ἀφήνει στὰ γόνατα τοῦ Θεοῦ. Καθὼς τὴ διάβασεν, Ἐκεῖνος ἄναψε ἀπὸ τὸ θυμό του.
- Ποιὸς τὴν ἔγραψε; ρωτάει τὸν ἅγιο.
- Νά, τοῦ λόγου του.
- Ἔλα κοντά, τοῦ λέει. Ἐσὺ τὴν ἔγραψες;
- Ἐγώ.
- Ἂμ τί εἶσαι σύ;
- Δικηγόρος.
- Δικηγόρος!... Καὶ πῶς μπῆκες ἐδῶ μέσα; Κράζει τὸν ἅγιο Πέτρο καὶ τὸν βάνει στὸ βρισίδι. - Κοίταξε καλά, τοῦ λέει, στὸ τέλος· μία φορὰ μοῦ τὴν ἔφτιασες μὲ τὸ λοστρόμο. Τώρα μου ἔμπασες τὸ δικηγόρο. Δὲ μένει ἄλλο παρὰ νὰ μπάσῃς καὶ τὸ Βενιζέλο γιὰ νὰ κάνῃ Μεγάλη Ἑλλάδα τὸν Παράδεισο! Πρόσεξε γιατὶ θὰ φᾶς κλωτσιὰ ποὺ δὲ θὰ ἰδεῖς ποῦθε πάει ἡ σκάλα.
Κάνει νεῦμα. Τὸν ἁρπάζουν οἱ ἄγγελοι τὸ δικηγόρο καὶ τὸν πετᾶν ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Τότε γυρίζει ὁ Σαβαὼθ στὸν ἅγιο καὶ τοῦ λέει - Καλά, τοῦ λέει, ἔχεις καὶ κάποιο δίκιο· μὰ πολὺ λίγο. Ἐσὺ γιὰ τὸν κόσμο δὲν κάνεις τίποτα. Παραπονεῖσαι πὼς κουβαλᾶνε στοὺς ἄλλους. Κάτι καλὸ βρίσκουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς κουβαλᾶνε. Γιὰ νὰ ἰδοῦμε· φωνάχτε τὸν Ἅϊ-Νικόλα.
Τρέχουν οἱ ἄγγελοι νὰ φέρουν τὸν Ἅγιο Νικόλα· φέρνουν γύρα ὅλο τὸν Παράδεισο· πουθενὰ Ἅϊ-Νικόλας. Πέρασε καμιὰ ὥρα νά σου ὁ Ἅγιος κι ἔρχεται καταμουσκεμένος. Ροῦχα του, γένια του, μαλλιά του ἔσταζαν θάλασσα.
- Ποῦ ἤσουν ἅγιε; τὸν ρωτᾶ ὁ Σαβαώθ.
- Κάτω στὴν Μπαρμπαριὰ ἀφέντη· λέει ὁ γέρος. Κινδύνευε ἕνα σφουγγαράδικο καὶ πῆγα.
- Σώθηκε τὸ σφουγγαράδικο;
- Σώθηκε.
- Κι οἱ ἀνθρῶποι;
- Ὅλοι.
- Βλέπεις τα χασομέρη; γυρίζει ὁ Σαβαὼθ καὶ λέει στὸν Κασσιανό. Δουλεύουνε οἱ ἅγιοι καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ κόσμος τοὺς θυμᾶται! Ἂμ ἐσένα τί νὰ σοῦ θυμηθῇ.
- Κι ἐγὼ δουλεύω, πάτερ ἅγιε.
- Τί δουλειὰ κάνεις;
- Μετράω τ᾿ ἀφιερώματα ποὺ μπαίνουν στὸν Παράδεισο. Μοῦ βγαίνει ἡ ψυχὴ κάθε ἡμέρα.
Ἐγέλασε ὁ Ἅγιος Θεὸς μὲ τὴν καρδιά του.
- Ἂς ἔρθῃ ὁ χαρτουλάριος· διάταξε.
Ἐν τῷ ἅμα ἦρθε ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας μ᾿ ἕνα κύλινδρο χαρτὶ στὸ χέρι καὶ τὸ ἀσημένιο καλαμάρι στὴ ζώνη του.
- Γράψε τον κι αὐτὸν εἶπε ὁ Θεός.
- Δὲν ἔχει θέση· εἶπε δειλὰ ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας. Ἐγέμισε ὁ κύλινδρος.
- Στρίμωξέ τον ὅπως ὅπως σὲ μίαν ἄκρη. Ἀπὸ τότε κάθε τέσσερα χρόνια ἔχει καὶ ὁ ἅγιος Κασσιανὸς τὴ μνήμη του. Ἡ ἀναφορά του ἔπιασε.
- Ἔλα συχάστε, διαβολάκια!
- Γιαννάκη Γιαννακάκη - κομάτι κρεατάκι…
Εἰς μεγάλην στενοχωρίαν εὑρίσκετο ὁ Γιαννάκης, ὁ γιὸς τοῦ κὺρ-Νικόλα τοῦ μυλωνᾶ. Ὅπου ἐγύριζε τὰ μάτια του, ὅπου ἅπλωνε τὰ χέρια του δὲν ἐπίανε ἄλλο ἀπὸ Καλικαντζάρους. Ἦταν τόσοι δὰ κοντοί, σὰν ἕνα καρύδι καὶ εἶχαν τὰ γένια μακριὰ καὶ τὰ πόδια τους τράγινα καὶ ἕνα μυτερὸ ψηλὸ σκοῦφο εἰς τὸ κεφάλι τους. Ἐσκέπαζαν ὅλο τὸ πάτωμα τοῦ μύλου· βελόνι νὰ ἔριχνες δὲν θὰ ἔπεφτε χάμω.
Ὁ γιὸς τοῦ μυλωνᾶ ἔψηνε εἰς τὴν σούβλα χοιρινὸ καὶ ξίγκι καθὼς ἔσταζε εἰς τὰ κάρβουνα ἔβγαζε καπνὸ καὶ πεντοβολοῦσε, ποὺ ἦταν νὰ λιγώνεται κανείς. Τὰ διαβολάκια φυσικὰ λιχούδικα δὲν ἠμποροῦσαν νὰ κρατηθοῦν καὶ τὰ μικρὰ σὰν καρδαμόσπορος μάτια τους, ἄναβαν ὅπως τὰ κάρβουνα τῆς θράκας. Ἐκεῖνα τουλάχιστον ἐρουφοῦσαν τὸ λίπος· μὰ οἱ Καλικάντζαροι;
- Γιαννάκη, Γιαννακάκη - κομμάτι κρεατάκι! ἐζητιάνευαν ἀδιάκοπα, κολλώντας ἀπάνου εἰς τὸν Γιαννάκη σὰν τσιμπούρια.
- Ἔλα, συχᾶστε διαβολάκια· τοὺς ἔλεγε καλοπιαστὰ ἐκεῖνος.
Καὶ κάθε τόσο γιὰ νὰ τὰ ξεφορτώνεται, ἔβγαζε ἀπὸ τὴ σούβλα μισοψημένο κομμάτι κρέας καὶ τὸ ἔριχνε στὸ σωρό! Ἐκεῖνοι χιμοῦσαν, πατεῖς με πατῶ σε ἀπάνω εἰς τὸ κομμάτι, οὔρλιαζαν, ἐχτυπιόνταν, δαγκώνονταν συναμεταξύ τους, ὥσπου τὸ κομμάτι ἐχώνευε εἰς τὴν ἀχόρταγη κοιλιὰ μερικῶν. Οἱ ἄλλοι δυσαρεστημένοι ἐρίχνονταν πάλι εἰς τὸν Γιαννάκη τὸν τσίμπαγαν, τὸν ἔκρυβαν ὁλόκορμον. Καὶ ἐκεῖνος ἐπέταε ἄλλο κομμάτι καὶ ὕστερα ἄλλο ὥσπου ἡ σούβλα ἐκόντευε νὰ μείνῃ δίχως κρέας καὶ ὁ γιὸς τοῦ μυλωνᾶ θεονήστικος.
Ὁ πατέρας του ἀρρώστησε ξαφνικὰ καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ μύλο τὴν αὐγή. Ὁ Γιαννάκης ἔμεινε στὸ πόδι του νὰ τελειώσῃ τ᾿ ἁλέσματα. Κάθε στιγμὴ φόρτωμα ξεφόρτωμα. Ἀπὸ τὶς πλάτες τοῦ γαϊδάρου ἔσερνε τὸ σιτάρι στὴ σκάφη τοῦ μύλου καὶ ἀποκεῖ πάλι, ζεστὸ τὸ ἀλεύρι τὸ ἔριχνε στὸ σακὶ καὶ τὸ ἐφόρτωνε ξανὰ εἰς τὶς πλάτες τοῦ ζώου. Ὅλη τὴν ἡμέρα δὲν ἧβρε μία στιγμὴ νὰ ἡσυχάσῃ τὸ παιδί. Οὔτε νὰ φάῃ καλὰ καλὰ δὲν μπόρεσε ὥσπου νύχτωσε. Καὶ τώρα ποὺ ἐπίστευε πὼς ἐτελείωσαν πιὰ τὰ βάσανά του, πλάκωσαν οἱ Καλικάντζαροι καὶ ἤθελαν παιχνίδια.
Μπρὲ ὄρεξη ποὺ τὴν εἶχαν! Μὰ καὶ γιατί νὰ μὴν ἔχουν; Μήπως δούλεψαν ποτέ τους; Ἐκόπιασαν στὴ ζωή τους γιὰ τὸ καρβέλι; Κάθονται ὅλη τὴν ἡμέρα ξαπλωμένοι στὶς σπηλιές, χορταίνουν μὲ τὶς σαῦρες καὶ τὰ φίδια ποὺ τοὺς στέλνει ἡ τύχη καὶ βγαίνουν τὴ νύχτα νὰ παιγνιδίζουν καὶ νὰ πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους. Καλὸ κι αὐτό!
Καὶ ὁ Γιαννάκης ἐβασάνιζε τὸ μυαλό του μὲ τί τρόπο θὰ πείσῃ τὰ διαβολάκια νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ φάῃ.
- Νὰ σᾶς πῶ, ρὲ παιδιά· τοὺς εἶπε μαλακά.
- Νὰ μᾶς πῇ ὁ ἄγουρος ὁ κολοκυθομάγουλος!... Νὰ μᾶς πῇ ὁ ἄγουρος ὁ κολοκυθομάγουλος! ἐβάβιζαν ἀμέσως ὁμόφωνα οἱ Καλικάντζαροι.
Καὶ συνάχτηκαν γύρω του, ἀνέβηκαν εἰς τὰ γόνατά του, ἐσκάλωσαν εἰς τοὺς ὤμους του· ἄλλοι κρεμάστηκαν ἀπὸ τὰ μουστάκια καὶ τὸ κοντὸ γουνάκι του, καὶ γιὰ μία στιγμὴ τὸν σκέπασαν ὅλον σὰν ἥμερο γατάκι οἱ ποντικοί. Χαχάνιζαν μεταξύ τους σὰν χῆνες· τὸν τσιμποῦσαν στὰ γυμνὰ τάχα γιὰ νὰ τὸν χαϊδέψουν· τὸν δάγκωναν τάχα γιὰ νὰ τὸν φιλήσουν καὶ τρὶτς πρίτς! τρὶτς πρίτς! τρὶτς πρίτς! ἔτριζαν καὶ πορδοκοποῦσαν ξαδιάντροπα, ποὺ ἔκαμαν τὸ μύλο νὰ βρομάῃ σκορδίλας.
Καὶ παπᾶς θὰ γένεις Κώστα - ἔτσι τὸ φέρε ἡ κατάρα· ἐσκέφτηκε ὁ Γιαννάκης. Ἔτσι ποὺ βρέθηκε ὁλομόναχος μέσα στὸ μύλο, ὅλα ἔπρεπε νὰ τὰ ὑποφέρῃ. Τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ κάμῃ. Ἔπειτα ἤξερε καλὰ πὼς οἱ Καλικάντζαροι, μόνον τὰ Δωδεκαήμερα γυρίζουν εἰς τὴ γῆ καὶ θέλουν νὰ πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλον τὸν ἄλλο χρόνο βρίσκονται κάτω εἰς τὰ βαθειὰ καὶ τ᾿ ἄπατα καὶ πριονίζουν τὸ Δέντρο τῆς Ζωῆς ποὺ βαστάῃ τὸν κόσμο, μὲ τὴν κακὴ πρόθεση νὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο. Πριονίζουν πριονίζουν ὡς τὰ Δωδεκαήμερα καὶ δὲν ἀπομένει παρὰ μία φλούδα. Τότε ὅμως τὸ ἀφήνουν καὶ βγαίνουν εἰς τὴ γῆ γιὰ νὰ χαροῦν τὴν ἐλευθερία ποὺ ἔχουν ἀπὸ τὸν Παντοδύναμο νὰ πειράξουν τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ ξέρουν πὼς ἅμα γυρίσουν πάλι, θὰ εὕρουν τὸ Δέντρο θρεμμένο καὶ φτοὺ κι ἀπὸ τῆς ἀρχῆς.
Μὰ τὸ ἀφήνουν· γιατὶ ἡ χαρά τους νὰ πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους εἶναι πολὺ μεγάλη. Μὰ πόσο θὰ εἶναι ἡ βασιλεία τους ἀκόμη; συλλογίζεται ὁ Γιαννάκης. Αὔριο θ᾿ ἁγιάσουν τὰ νερὰ καὶ μὲ τὸ χάραμα τὰ δαιμόνια θὰ φύγουν φοβισμένα γιὰ νὰ κρυφτοῦν πάλι εἰς τὶς σπηλιές τους. Ὧρες ἔχουν ἀκόμα. Καὶ αὐτὲς τὶς ὧρες πρέπει νὰ κάμει τρόπο νὰ τὶς περάσῃ ὅσο μπορέσῃ καλύτερα μαζί τους.
- Μὰ ῾συχᾶστε λοιπὸν νὰ σᾶς πῶ! λέει μὲ χαμόγελο, πιάνοντας μερικοὺς ἁπαλὰ γιὰ νὰ τοὺς ξεκολλήσῃ ἀπὸ πάνω του.
- Ἔλα, λέγε...
- Καθίστε πρῶτα χάμου.
Ἀκούστηκε ἕνα δυνατὸ φάπ! σὰ νὰ ἔσκασε καμιὰ φούσκα γεμάτη ἀέρα καὶ ὅλοι οἱ Καλικάντζαροι βρέθηκαν κατάχαμα. Καὶ ἐκεῖ ποὺ περίμεναν περίεργοι νὰ τὸν ἀκούσουν, ὁ γιὸς τοῦ μυλωνᾶ σοβαρὸς ἔβγαζε ἀπὸ τὴ σούβλα τὸ κρέας κι ἔχαφτε ζεστὰ καυτὰ τὰ κομμάτια.
- Ἔλα, θὰ μᾶς πεῖς; εἶπαν πολλοὶ ἀνυπόμονα.
- Μωρὲ θὰ μᾶς πῇς! εἶπε θυμωμένα καὶ ὁ Μπάκακας.
Αὐτὸς ὁ Μπάκακας εἶναι ἕνα γεροντάκι μὲ ἄσπρη γενειάδα, μακριὰ ὅσο δύο ὀργιὲς καὶ ἀπὸ κάθε τρίχα της κρέμεται καὶ ἕνα καλικαντζαρόπουλο, ὅπως εἰς τὰ ψιλὰ κλωνιὰ οἱ κουρμᾶδες. Ὅταν περιπατῇ καὶ σέρνεται ἡ ἄσπρη γενειάδα του εἰς τὸ χῶμα, καθὼς πηδοῦν τὰ Καλικαντζαρόπουλα ἀπάνω, θαρρεῖς πὼς πηδοῦν τὰ ψάρια στὴν ἀπόχη. Κρατοῦσε εἰς τὸ χέρι του ἕνα λιανὸ ραβδὶ - τὸ σκῆπτρο του - καὶ μ᾿ ἐκεῖνο ἐγινόταν σεβαστὸς εἰς τοὺς συντρόφους του. Ὁ Γιαννάκης ἐκατάλαβε πὼς δὲν μποροῦσε νὰ παίξῃ γιὰ πολὺ μὲ τὸν παμπόνηρο Μπάκακα καὶ ἠθέλησε νὰ μιλήσῃ. Μὰ δὲν μπόρεσε γιατ᾿ ἦταν μπουκωμένος καὶ βιαζότανε νὰ καταπιῇ τὸ κρέας ποὺ τοῦ ζεμάτισε τὸ στόμα. Καὶ ὅσο ἐβιαζόταν τόσο ἐκιντύνευε νὰ πνιγῇ καὶ ἄνοιξε τὰ μάτια του σὰν τάλαρα.
Τὸ γεροντάκι κατάλαβε κι ἔγνεψε μὲ θυμὸ εἰς τὴ συντροφιά. Ἐκεῖνοι χύθηκαν σὰν μανιασμένοι ἀπάνω στὴ σούβλα, ἅρπαξαν τὰ κρέατα, τὰ σκόρπισαν κατάχαμα καὶ ἄρχισαν νὰ τὰ κλωτσοπατοῦν μὲ πεῖσμα.
- Τρίτσι πρίτς... τρίτσι πρὶτς … ἔκαναν κοιτάζοντας μὲ γέλια καὶ χάχανα τὸ Γιαννάκη.
Ὡστόσο ὁ μυλωνᾶς κάτι ἔφαγε καὶ ἂν δὲν ἐχόρτασε κάπως ἐκράτησε τὴν πείνα του. Γιὰ τοῦτο δὲν τὸν ἔμελλε καὶ πολύ. Θύμωσε ὅμως περισσότερο γιὰ τὰ βρομερὰ παιγνίδια τους καὶ ἀπάνω εἰς τὸ θυμό του, ἅρπαξε ἕνα δαυλὶ ἀναμμένο καὶ τὸ ἔριξε ἀπάνω στὰ διαβολάκια.
Τρίτσι πρίτς!... τρίτσι πρίτς!… τρίτσι πρίτς!
Ἐσκόρπισαν ὅλοι ἐδῶ κι ἐκεῖ σὰν κοπάδι πρόβατα ποὺ βλέπουν τὸ λύκο. Οἱ Καλικάντζαροι φοβοῦνται τὴ φωτιά. Δὲν ξέχασαν ἀκόμα τὸ τί τοὺς ἔκαμε ἡ πονηρὴ γριά, λίγο παραμπρὸς σὲ μερικοὺς ἀπ᾿ αὐτούς. Τοὺς ξεγέλασε, τοὺς ἔκλεισε εἰς ἕνα μικρὸ βουτσὶ καὶ τοὺς ἔκαψε ὁλοζώντανους. Καὶ γιατί αὐτό; Γιατὶ τ᾿ ἀναθεματισμένα πῆγαν καὶ ντρόπιασαν τὴν κόρη της στὸν ὕπνο. Τὴν γκάστρωσαν κι ἀπὸ τότε εἶναι τὰ καλικαντζαρόπουλα στὸν κόσμο…
Ὡστόσο ὁ Γιαννάκης ἄρχισε νὰ σκέπτεται εἰς τὰ σοβαρὰ πῶς νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ δαύτους. Ἡ νύχτα πῆρε δρόμο· σὲ λίγο θὰ ξημέρωνε παραμονὴ τῶν Φώτων καὶ ἔπρεπε νὰ πάῃ τὸ ἅλεσμα σπίτι του, γιὰ νὰ ζυμώσουν τὰ ψωμιά. Μὰ πῶς νὰ κάμῃ νὰ ξεφύγῃ τὰ δαιμόνια;
- Παιδιά, χορεύουμε; ρώτησε ξαφνικὰ πηδώντας ὀρθός.
- Ναί, χορεύουμε! εἶπαν ὅλοι πρόθυμα.
Καὶ ἄρχισαν νὰ κινοῦν τὰ ἀραχνένια πόδια τους, ἄλλοι νὰ σηκώνουν ψηλὰ τὰ χέρια, νὰ φωνάζουν βραχνά, νὰ σφυρίζουν κι ἕνας μικρὸς ἅρπαξε ἀπὸ κάπου ἕνα κουρέλι καὶ τὸ κουνοῦσε γιὰ μαντίλι τάχα.
- Ὄχι μέσα· εἶπε ὁ Γιαννάκης. Ἔξω, στὸ φεγγαράκι.
- Ναὶ ἔξω! ἐσυμφώνησαν ὅλοι.
Καὶ κοπαδιαστὰ ἐχύθηκαν ἔξω καὶ γέμισαν τὴν αὐλὴ τοῦ μύλου. Τὸ φεγγάρι ἦταν εἰς τὸ μεσουράνημα· τὰ ἄστρα τῆς αὐγῆς ἕνα μὲ τὸ ἄλλο φαίνονταν λαμπρὰ εἰς τὸν ὁρίζοντα. Ὁ ἀγέρας ποὺ ὅλη τὴ νύχτα φυσοῦσε ἄγριος καὶ κουνοῦσε τὰ δέντρα, ἐσάρωσε κάθε σύγνεφο ἀπὸ τὸν οὐρανό. Μακριὰ φαίνονταν τὰ βουνὰ ποὺ ἔκλειαν ὁλόγυρα τὸν πλατὺ κάμπο. Τὰ φύλλα τῶν δέντρων λουσμένα γυάλιζαν μὲ τὴν αὐγινὴ δροσιά.
Οἱ Καλικάντζαροι μὲ τὸ γιὸ τοῦ μυλωνᾶ χόρευαν καὶ χόρευαν. Οἱ στριγκὲς φωνές τους γίνονται ἕνα μὲ τὰ νυχτοπούλια καὶ τὰ τριζόνια.
- Μωρὲ παιδιά· τ᾿ ἄλογο φρουμάζει· εἶπεν ὁ Γιαννάκης ξαφνικά. Νὰ ἰδῶ μία ματιὰ κι ἔφτασα.
Ἐμπῆκε βιαστικὰ εἰς τὸ μύλο, ἐφόρτωσε δύο σακιὰ ἀλεύρι στὸ ἄλογο, μπῆκε σ᾿ ἄλλο σακὶ κι ἔπεσε ἀπανογώμι εἰς τὸ σαμάρι. Ντί! τὸ ζῶο καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴν ἄλλη πόρτα, παίρνοντας τὸ δρόμο τοῦ χωριοῦ.
Ὡστόσο οἱ Καλικάτζαροι εἶχαν τόση ὄρεξη γιὰ χορό, ποὺ δὲν ἐπρόσεξαν καθόλου πὼς ἔλειπε ὁ μυλωνᾶς. Ἕνας μὲ τὸν ἄλλον ἔμπαιναν μπροστὰ καὶ χόρευαν διαβολεμένα κι ἐτραγουδοῦσαν δυνατά:
- Χορεύ᾿ ἡ λάσπη κι ἡ σβουνιὰ
κι ἡ γιδοκακαρέτζα·
χορεύει τὸ παλιόσκουτο
μὲ τὴν παλιανδρομίδα!...
- Μωρ᾿ ὁ μυλωνᾶς τί ἔγινε; ἔξαφνα ὁ Μπάκακας.
- Ναί, ὁ μυλωνᾶς! ποῦ εἶν᾿ ὁ μυλωνᾶς! ἐρώτησαν καὶ οἱ ἄλλοι μεταξύ τους.
Μερικοὶ ἔτρεξαν ἀμέσως εἰς τὸ μύλο, ἔφεραν γύρα ὅλα τὰ σακιά, ἔψαξαν εἰς τὴ σκάφη, κοίταξαν τὸ βαρδάρι, χώθηκαν καὶ κάτω ἀπὸ τὴ μυλόπετρα· μὰ πουθενὰ Γιαννάκης.
- Ἔφυγε! εἶπαν κοιτάζοντας ἕνας τὸν ἄλλο μὲ ἀπορία καὶ ὀργή.
- Τί νὰ κάνουμε;
- Νὰ τὸν φτάσουμε· ἐπρόσταξε θυμωμένος ὁ Μπάκακας.
Εἰς τὴν στιγμὴν ἐχάθηκαν ὅλοι σὰν ἀνεμοστρόβιλος ἐμπρός, πατῶντες τὴ λάσπη μὲ φωνὲς καὶ θόρυβο, σὰν κοπάδι τσακάλια ποὺ βαβίζουν. Σὲ λίγο πρόφτασαν τὸ ἄλογο τοῦ Γιαννάκη ποὺ πήγαινε εἰς τὸ χωριὸ μὲ τὸ κανονικὸ βῆμα του. Τριγύρισαν ὅλοι τ᾿ ἄλογο καὶ κοίταξαν ν᾿ ἀνακαλύψουν τὸ μυλωνᾶ.
- Νά τό ᾿να πλευρό, νά καὶ τ᾿ ἄλλο, νά καὶ τ᾿ ἀπονογώμι· μὰ ὁ μυλωνᾶς ποῦ εἶναι; ἐρωτοῦσαν μεταξύ τους ἀγαναχτισμένοι.
- Πίσω θά ᾿μεινε· εἶπε ὁ Μπάκακας. Ἀμέσως τὸ ᾿βαλαν ὅλοι πίσω μὲ σουρητά, τριποδίζοντας σὰν ἄγρια πουλάρια. Ἔψαξαν ὅλο τὸ δρόμο ὡς τὸ μύλο, τοὺς τράφους καὶ τὰ βάτα, σήκωσαν καὶ τὰ λιθάρια ἀκόμη· μὰ δὲν ἀπάντησαν πουθενὰ τὸ Γιαννάκη. Ἐγύρισαν τότε πάλι κοντὰ εἰς τὸ ἄλογο, ποὺ ἐπήγαινε ἥσυχα τὸ δρόμο του καὶ ἄρχισαν μὲ περισσότερο πεῖσμα τὸ ψάξιμο.
- Νά τὸ ᾿να πλευρό, νά καὶ τ᾿ ἄλλο, νά καὶ τ᾿ ἀπονωγόμι· μὰ ὁ κερατᾶς ὁ μυλωνᾶς ποῦ ᾿ναι; ἔλεγαν συναμεταξύ τους.
- Μπροστὰ πάει· φώναξε πάλι θυμωμένος ὁ Μπάκακας.
Τώρα ἔτρεξαν ὅλοι μπροστά, ἔψαξαν ὅλο τὸ δρόμο ὡς τὰ πρῶτα σπίτια τοῦ χωριοῦ.
* * *
Ὡστόσο ὁ Γιαννάκης χωμένος εἰς τὸ σακὶ καὶ μ᾿ ὅλο του τὸ φόβο, δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσῃ τὰ γέλια, ὅσο ἔβλεπε τὰ τρεχάματα τῶν Καλικατζάρων. Κάποτε σήκωνε φοβιχτὰ τὸ κεφάλι καὶ κοίταζε ἀνυπόμονα ἐμπρὸς νὰ ἰδῇ τὸ χωριό του. Τέλος κάτω ἀπὸ τὸ πρῶτο γλυκοχάραμα τὸ εἶδε ἀριστερά, μὲ τὶς πολλὲς μουριές του καὶ τὰ ἄσπρα σπιτάκια του.
- Ξύλα κούτσουρα δαυλιὰ καυμένα! ἐφώναξε ἀμέσως μὲ ὅλη του τὴ δύναμη.
Οἱ Καλικάτζαροι ἐγύρισαν καὶ εἶδαν κι ἐκεῖνοι τὸ χωριό. Κρύος φόβος τοὺς κυρίεψε ἀμέσως καὶ στάθηκαν γιὰ κάμποση ὥρα ἄφωνοι, ἄλαλοι ὅπου βρισκόταν καθένας, σὰν καρφωμένοι. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀκούστηκε ἀπὸ τὸ χωριὸ τὸ πρῶτο λάλημα τοῦ πετεινοῦ - Κουκούκου!...
- Πάμετε! εἶπε πικραμένος ὁ Μπάκακας, ὅταν εἶδε τὸ Γιαννάκη καθισμένον ἀπάνω εἰς τὸ ἄλονό του νὰ τοὺς περιγελᾶ. Δὲν εἶναι πιὰ δουλειὰ στὸν κόσμο. Οἱ ἄνθρωποι μᾶς πέρασαν.
Καὶ σηκώνοντας τὸ ραβδί του ψηλὰ σὰ σημαία μπῆκε μπροστὰ καὶ οἱ ἄλλοι τὸν ἀκολουθοῦσαν φωνάζοντας:
Φεύγετε νὰ φεύγουμε
γιατ᾿ ἔφτασ᾿ ὁ τουρλόπαπας
μὲ τὴν ἁγιαστήρα του
καὶ μὲ τὴν πλαστήρα του.
Μᾶς ἔβρεξε, μᾶς ἅγιασε
καὶ μᾶς καψοκώλιασε!...
Τρὶτς πρίτς! τρὶτς πρίτς! τρὶτς πρίτς!
Ἐπεράσαμε τὸ ποτάμι τῆς Καμινίτσας καὶ ἐσταθήκαμε εἰς τὰ Νιφορέικα. Τὸ χωριὸ εἶναι ἀπὸ χαμηλὰ σπιτάκια καὶ ἀπὸ λίγες καλύβες ποὺ κατοικοῦν ἀλβανόφωνοι ποιμένες καὶ γύφτοι. Θεωρεῖται ἀπ᾿ ὅλους ἡ μέση του δρόμου ἀπὸ Λεχαινῶν εἰς Πάτρας καὶ οἱ ταξιδιῶτες συνήθιζαν νὰ κάνουν ἐκεῖ τους πολυωροτέρους σταθμούς των.
Τώρα ὁ ἥλιος εἶχε δύσει. Τὸ σκοτάδι ἤρχετο καὶ οἱ καρολόγοι ἀπεφάσισαν νὰ ξενυκτίσουν ἐκεῖ. Ἐξέζεψαν τ᾿ ἄλογά τους καὶ ἀφοῦ τὰ ἔτριψαν καλὰ μὲ δεμάτι ἀπὸ ἄχυρο γιὰ νὰ στεγνώσουν τὸν ἱδρώτα τους, τὰ ἐσκέπασαν μὲ μεγάλα μάλλινα σκεπάσματα καὶ τὰ ἔδεσαν εἰς τὸ παχνί. Ἔπειτα ἐμπήκαμεν ὅλοι εἰς τὸ χάνι, γιατὶ καὶ τὸ ψύχος ἄρχισε νὰ τσούζῃ.
Τὸ χάνι ἦτο μικρὸ παλιόσπιτο μὲ αὐλὴν εἰς τὸ ὀπίσω μέρος, μὲ τὸ ἀπαραίτητο πηγάδι καὶ ὑπόστεγο γιὰ τ᾿ ἄλογα. Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καμιὰ φροντίδα δὲν ἔχει ὁ χαντζῆς, γιατὶ αὐτοὶ συνηθίζουν νὰ κοιμοῦνται κοντὰ εἰς τὰ πόδια τῶν ἀλόγων τους ἢ ἀπάνω εἰς τὰ κάρα.
Οἱ τοῖχοι τοῦ χανιοῦ ἀπὸ μέσα ἤτανε κατάμαυροι· ἡ ὀροφὴ γεμάτη ἀράχνες, τὸ ἔδαφος λασπερὸ καὶ ἄνισο. Μερικὲς σανίδες σκεπασμένες μὲ παλιόχαρτο ἔκαναν τὸν σκελετὸ γυμνῶν ραφιῶν. Στὸν ἕνα τοῖχο ὁ πάγκος μὲ ὀλίγα ποτήρια καὶ δύο φιάλες ἀκάθαρτες καὶ κατασκονισμένες ἔστεκε ἐμπρὸς καὶ μακρὺ τραπέζι ἔπιανε τὸν ἄλλο τοῖχο.
Ἐκαθίσαμεν εἰς τὴν μία ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ, γιατὶ στὴν ἄλλη ἐκάθουνταν ἤδη ἄλλη συντροφιὰ καρολόγων. Οἱ σύντροφοί μου ἔβγαλαν ἀπὸ τοὺς ντορβᾶδες ψωμὶ ἀπὸ ἀραποσίτι καὶ ἐλιὲς καὶ ἀρχίσαμε τὸ δεῖπνο. Ὁ χαντζῆς ἔφερε σὲ δύο μαστραπᾶδες τὸ σχετικὸ κρασί.
Οἱ καρολόγοι σχετίζονται εὔκολα μεταξύ τους. Ἀκολουθοῦν τὸν ἴδιον δρόμον, ὑποφέρουν τοὺς αὐτοὺς κόπους, δίδουν χέρι ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον σὲ ὥρα ἀνάγκης. Ἐκτὸς τούτου ἔχουν νὰ εἰποῦν τόσα καὶ τόσα περὶ τῶν ἀλόγων των, περὶ τῶν συναδέλφων, περὶ τοῦ ταξιδίου των, ὥστε εὐθὺς φιλιώνονται μεταξύ των ἐνῶ δὲν γνωρίζουν οὔτε τὰ ὀνόματά τους. Τοῦτο ἔγινε σὲ λιγάκι καὶ μὲ τοὺς συντρόφους μου. Ἄλλαξαν ὀλίγας λέξεις, ἐκεράσθηκαν μεταξύ τους καὶ τέλος κατήντησαν στὸ τραγούδι:
Μπαίνω μὲς στ᾿ ἀμπέλι σὰν νοικοκυρά, νὰ κι ὁ νοικοκύρης πό᾿ ῾ρχεται κοντά!... |
Σὲ λιγάκι ἔτριξε ἡ πόρτα τοῦ χανιοῦ, ἄνοιξε καὶ μπῆκε μέσα ὁ μπαρπα-Παναγιώτης. Τὸν θυμοῦνται ὅλοι οἱ καρολόγοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τὸν μπαρμπα-Παναγιώτη, γέροντα κοντόν, ξεραγκιανὸν μὲ ψαρὰ μαλλιὰ καὶ γενειάδα δασείαν, φρύδια πυκνὰ καὶ κατσουφιασμένο μέτωπο. Διέτρεχε τότε τὸ ἀπὸ Λεχαινῶν μέχρις Ἀχαΐας διάστημα, φέρων μαζί του ἕνα γυάλινο κουτὶ μὲ τέσσερες κοῦκλες μέσα καὶ τὸ μικρὸ μπουζούκι του. Ἐσταματοῦσε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, ἀπὸ χάνι σὲ χάνι, ἐμπρὸς εἰς τὶς καλύβες τῶν ἀγροτῶν καὶ τὴν στάνη τῶν ποιμένων, εἰς τὸ δάσος, πολλὲς φορὲς κοντὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ μὲ τὸ μπουζούκι καὶ τὰ νευρόσπαστά του ἐκέρδιζε τὸ ψωμί του. Ποιὸς ὅμως ἦτο ὁ ἄνθρωπος αὐτός, μυστήριον! Οἱ καρολόγοι - ἄνθρωποι ὄχι καὶ τόσον πιστευτοὶ - ἔλεγαν πολλὰ περὶ αὐτοῦ.
Ἕνας ἄνθρωπος, ἔλεγαν, ὑπόπτου ἐξωτερικοῦ μὲ τὸ μαῦρο φέσι του κατεβασμένο ὡς τ᾿ αὐτιὰ καὶ μικρὴ ξεσκισμένη καπότα, ἐστάθη ἕνα βράδυ εἰς τὴν ἄκρη μικρᾶς λίμνης. Ἡ λίμνη αὐτὴ λέγεται Κάρι-Κασέλα καὶ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴ Μανωλάδα. Κατὰ τὰ μεσάνυκτα ὁ Ἀράπης τῆς λίμνης, μὲ τὴ σιδερένια ματσούκα του ἐβγῆκε νὰ βοσκήσῃ τὰ φλωριά του. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος τὰ ἔβλεπε νὰ πηδοῦν ἀπάνω στὸ χορτάρι, κάτω ἀπὸ τὴν ἀστροφεγγιὰ τὰ φλωριὰ καὶ νὰ προχωροῦν ἀργὰ καὶ νὰ κουδουνίζουν σὰν κοπάδι ἀπὸ πρόβατα. Ὅλα ἦσαν κατακαίνουργα καὶ λαμποκοποῦσαν τόσο, ποὺ ἡ χλόη ἐφάγκριζε σὰν τὸ πρόσωπο λίμνης. Καὶ ὁ Ἀράπης ὀρθὸς μὲ τὴ σιδερένια ματσούκα του, τὰ σαλαγοῦσε μπροστά, τὰ μάζευε ἀπὸ δῶ, τὰ ἔσπρωχνε ἀπὸ κεῖ, ἐσφύριζε γιὰ νὰ μὴ πλανηθοῦν, νὰ μὴ σκορπίσουν στὰ χαμόκλαδα καὶ χάσῃ κανένα.
Ὁ ἄνθρωπος ἂν ἤθελε ἠμποροῦσε νὰ γίνῃ πλούσιος μὲ μιᾶς. Ἔφτανε νὰ ρίξῃ τὴν καπότα του καὶ τὴν αὐγὴ νὰ εὕρῃ πλακωμένο πλῆθος ἀπὸ φλωριά. Ἀλλὰ οὔτε τὸ σκέφθηκε. Τὸ γλυκὺ κουδούνισμά τους δὲν ἐκέντησε καθόλου τὴν πλεονεξία του. Ἐκάθητο μὲ τὸ κεφάλι στὰ γόνατα βαθιὰ συλλογισμένος. Μπορεῖ καὶ νὰ ἔκλαιε. Τοῦτο φυσικὰ ἔκαμε ἐντύπωση εἰς τὸν Ἀράπη, ἐπλησίασε καὶ τὸν ρώτησε:
- Τί κάνεις ἐδῶ, γέροντα;
- Ἔρχομαι ἀπὸ μακρινὸ τόπο καὶ νυχτώθηκα. Δὲν ἔχω ποῦ νὰ μείνω κι ἔγειρα ἐδεπᾶ νὰ πλαγιάσω.
- Σὲ βλέπω λυπημένο. Γιὰ πές μου· εἶσαι δυσαρεστημένος ἀπὸ τὴν τύχη σου;
- Εἶμαι λέει: Εἶμαι καὶ πολύ.
- Τί θέλεις; Θέλεις νὰ σοῦ δώσω φλωριά. Νὰ σὲ κάνω νὰ πλέεις στὸ μάλαμα καὶ στ᾿ ἀσήμι. Θέλεις;
- Δὲ θέλω φλωριά. Τὸ μάλαμα καὶ τ᾿ ἀσήμι δὲ γιατρεύουνε τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς μου.
- Ἂμ τί θὲς κάνε;
- Ἔ! σὰν μ᾿ ἔχει ἡ τύχη μου νὰ ζήσω ἀκόμη, νὰ πίνω τὰ φαρμάκια, ἤθελα νὰ εἶχα τίποτα νὰ βγάνω τὸ ψωμί μου.
- Καλά! εἶπεν ὁ Ἀράπης.
Μπῆκε μέσα στὴ λίμνη καὶ σὲ λιγάκι γύρισε φέρων ἕνα κουτὶ σκεπασμένο μὲ κόκκινο πανὶ κι ἕνα μπουζούκι.
- Νά· εἶπε στὸν ἄνθρωπο. Μὲ τοῦτο θὰ κάμεις τὴ δουλειά σου... Ἂν μὲ χρειαστεῖς καμιὰ φορὰ λέγε «Κάρι κασέλα» κι ἐγὼ θὰ ἔρθω ὅπου καὶ ἂν εἶσαι.
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦτο ὁ μπαρμπα-Παναγιώτης.
* * *
Αὐτὸς λοιπὸν ἅμα ἄνοιξε ἡ πόρτα ἐμπῆκε ἀτὸ χάνι, κρατῶν στὸ ἕνα χέρι τὸ μπουζούκι του καὶ στὸ ἄλλο τὸ κουτί, σκεπασμένο μὲ κόκκινο μισοτριμμένο πανί.
- Ἄ! ἄ!... καλῶς τὸν μπαρμπα-Παναγιώτη. Κάτσε κοντά. Μωρὲ καὶ μάνα καὶ πατέρα!.. ἐφώναξαν ὁμόφωνοι καὶ μὲ χαρὰν οἱ καρολόγοι.
Τὸ μάνα καὶ πατέρα, σημαίνει πὼς ἐστάθηκε τυχερὸς ὁ γέροντας γιατὶ τοὺς βρῆκε στὸ τραπέζι. Ἐκεῖνος ἐχαμογέλασε πικρὰ γιὰ τὸ τυχερό του αὐτό, ἐσούφρωσε τὰ φρύδια καὶ γνωρίζων ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἤθελαν τὴν χαρὰν καὶ πολὺ ὀλίγον ἐφρόντιζαν ἂν τὴν εἶχε καὶ αὐτός, ἔριξεν εἰς μίαν γωνιὰ τὴν κάπαν του καὶ ἐκάθισε μεταξύ τους στὸ τραπέζι.
- Φάε, γέρο μου, καὶ πιέ, νὰ κάνεις κέφι. θὰ τὸ σκούξομε ἀπόψε, θὰ βάλεις τὶς κοῦκλες νὰ χορέψουν τὸ τσάμικο! εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς καρολόγους.
Καὶ χάϊδεψε τὸ γέροντα στὸν ὦμο.
Ὁ μπαρπα-Παναγιώτης ἐκίνησε τὸ κεφάλι παραδεχόμενος. Ἔφαγεν ὀλίγον, ἔπιεν ὀλιγοτερον καὶ ἔπειτα ἐτοποθέτησε ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸ γυάλινο κουτί του, ἐσήκωσε τὸ κόκκινο πανὶ καὶ ἀφοῦ πῆρε τὸ μπουζούκι του, ἄρχισε νὰ παίζῃ τὸν καρσιλαμᾶν.
Μέσα στὸ κουτὶ ἐφάνηκαν τέσσερες κοῦκλες· δύο ἄνδρες καὶ δύο γυναῖκες. Οἱ ἄνδρες φοροῦσαν φουστανέλες καὶ οἱ γυναῖκες βλάχικα. Εἶχαν ἀνάστημα ἀπὸ μία πιθαμὴ κάθε μία. Ἅμα ὁ γέροντας ἄρχισε νὰ παίζῃ τὸ μπουζούκι καὶ νὰ τραγουδεῖ, τὰ νευρόσπαστα ἐκινήθησαν καὶ ἄρχισαν νὰ χορεύουν σύμφωνα μὲ τὸν ρυθμόν. Πότε ἐλύγιζαν τὰ γόνατα καὶ τὸ κορμί, ἐκουνοῦσαν τὸ κεφάλι, ἐσήκωναν τὰ χέρια καὶ ἔξαφνα ἐστριφογύριζαν διὰ μιᾶς ὅλες ὡς βακχίδες.
- Τοῦ διαβόλου τὰ πράματα! Κι ἔπειτα σοῦ λέει δὲν εἶναι διαβολικά! ἔλεγαν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν οἱ καρολόγοι, κοιτάζοντες μὲ αὐξάνουσαν ἀπορίαν τὰς κινήσεις τῶν νευροσπάστων.
Ὡστόσο ὁ γέροντας ἐξακολουθοῦσε νὰ τραγουδῇ καὶ νὰ ταιριάζῃ τὸν ἦχο τοῦ μπουζουκιοῦ μὲ τὴ φωνή του. Τὸ μπουζούκι στὰ χέρια του καταντοῦσεν ἔμψυχον· ἔβγαζε γλυκιὲς καὶ μελῳδικὲς φωνές. Καὶ τὰ νευρόσπαστα μέσα στὸ γυάλινο κουτί τους ἐχόρευαν καὶ ὁ μπαρμπα-Παναγιώτης ἐτραγουδοῦσε διαφόρους χορούς: τὸν συρτό, τὸν Καλαματιανό, τὸν πηδηχτό, τὸν τσάμικο καὶ εἰς τὴν ἀλλαγὴν τῶν ἤχων τὰ νευρόσπαστα ὡς νὰ εἶχον αἴσθησιν, νὰ ἤκουον τὸν ρυθμὸν καὶ τὰς λέξεις ἄλλαζαν τάξιν, θέσιν, κινήσεις καὶ χορόν.
Ὁ χαντζῆς, ὁ κύριος δηλαδὴ τοῦ χανιοῦ κοντὸς καὶ ἀδύνατος, ἐκάθητο τυλιγμένος μέσα εἰς παλιὸ ἐπανωφόρι, μὲ τὸ κεφάλι στηριγμένο εἰς τὸν πάγκον κι ἐκοίταζε ἀφηρημένος τὰ διαβολικὰ πράματα. Ἡ γυναίκα του, ἐπίσης ἀδύνατη καὶ ζαρωμένη γερόντισσα, συμμαζεμένη ὡς γάτα κοντὰ στὴ γωνιά, ἔκανε κάποτε τὸ σταυρό της καὶ ἐψιθύριζε λέξεις ἀπὸ τὸ Πιστεύω καὶ ἔφτυνε ἀπάνω ἀπὸ τὸν ὦμο της, δηλαδὴ καταπρόσωπον τοῦ Ὀξαποδῶ. Οἱ καρολόγοι διαφοροτρόπως καθήμενοι εἰς τοὺς πάγκους, ἄφωνοι καὶ μισοφοβισμένοι ἐκοίταζαν μὲ νυσταγμένα μάτια πότε τὰ νευρόσπαστα καὶ πότε τὸν γέροντα ὁ ὁποῖος ἐμοίαζε ἐκείνη τὴν ὥρα πὼς κρατοῦσε τὴ σφραγίδα τῆς Σωλομονικῆς καὶ ἦταν κύριος εἰς τὰ ἀκάθαρτα καὶ πονηρὰ πνεύματα.
Ὁ μπαρμπα-Παναγιώτης ἔπαυσε τέλος τὸ τραγούδι του. Ἐσηκώθη μέσα εἰς τὴν γενικὴν σιωπήν, ἔσυρε ἀπὸ τὸ συλάχι τοῦ μικρὸ ξύλινο καυκὶ καὶ τὸ ἔβαλε ἀπάνω στὸ τραπέζι γιὰ νὰ μαζέψῃ τὴν ἀμοιβήν του. Οἱ καρολόγοι ὅταν θέλουν νὰ διασκεδάσουν ξοδεύουν ἀλύπητα.
Ὁ γέροντας ἐφάνη εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸ ποσὸν ποὺ ἐσύναξε. Χωρὶς νὰ εἰπῇ λέξη ἐπῆρε τὴν κάπα του, ἐσκέπασε πάλι μὲ τὸ κόκκινο πανὶ τὸν θησαυρόν του, ἐκαληνύχτισε καὶ ἔφυγε.
- Γέρο στρίγκλε! Θὰ ἔχουμε λιβανίσματα τώρα!... ἐψιθύρισε ὁ χαντζῆς ὅταν ἡ πόρτα ἐκλείσθη ὀπίσω ἀπὸ τὸν γέροντα.
Ἐγὼ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ τραγουδιστὴς ἄρχισε τὰ παιγνίδια του ἕως τὴν ὥρα ποὺ ἔφυγε, δὲν ἐκινήθην καθόλου ἀπὸ τὴν θέσιν μου. Συμμαζεμένος μέσα εἰς μίαν φλοκάταν, ἐκοίταζα μὲ φόβον καὶ ἀπορίαν ἄλλοτε τὰ νευρόσπαστα καὶ ἄλλοτε τὸν γέροντα· ἄλλοτε τὸ χέρι του ποὺ ἐκινεῖτο γοργὰ καὶ ἀδιάκοπα ἐπάνω ἀπὸ τὶς χορδὲς τοῦ ὀργάνου. Ἀληθινὰ εὑρισκόμουν εἰς μεγάλην στενοχωρίαν ποὺ δὲν ἠμποροῦσα νὰ καταλάβω ποιὰ ἡ σχέσις τοῦ γέροντα μὲ τὰ νευρόσπαστα καὶ πῶς ἀκολουθοῦσαν τὰ τσακίσματα τῆς φωνῆς του μὲ τόσην ἀκρίβειαν. Ἤρχισα νὰ πιστεύω ὡς ἀληθινὰ τὰ λεγόμενα καὶ ὅλην σχεδὸν τὴν νύκτα ἐνόμιζα ὅτι εὑρισκόμην μεταξύ του φοβεροῦ Ἀράπη τῆς λίμνης καὶ τοῦ μπαρμπα-Παναγιώτη.
Ἀλλ᾿ ὅπως ὅλα τὰ πράγματα τὰ ξεκαθαρίζει ὁ καιρός, ἐξεκαθάρισε σὲ λιγάκι καὶ τὸ μυστήριον τοῦ μπάρμπα-Παναγιώτη. Ἔμαθα δηλαδὴ ὅτι ὄχι ὁ Ἀράπης τῆς λίμνης, ἀλλὰ πολυχρόνιος φυλακὴ τοῦ ἔδωκε τὸ μπουζούκι καὶ τὰ νευρόσπαστα.
Νέος ὁ μπαρμπα-Παναγιώτης παρεσύρθη ἀπὸ τὴν κακογλωσσιὰ τῆς γυναικός του εἰς φοβερὸ ἔγκλημα. Ἐσκότωσε τὸ μόνο παιδὶ ποὺ εἶχε ἀποκτήσει μὲ τὴν πρώτην του γυναίκα. Καὶ κατὰ τὴν πολυχρόνιον κάθειρξίν του ἐφεῦρε τὸν μηχανισμὸν νὰ τραγουδῇ καὶ νὰ χορεύουν τὰ νευρόσπαστα.
Πῶς τὸ κατόρθωσε, δική του δουλειά. Φτάνει ποὺ τὸ κατόρθωσε.
Κείτεται ἡ γυναίκα ἡ πρωτόπλαστη, ξαπλωμένη στὴν παχιὰ χλόη, κάτω ἀπὸ τὸ λιοπύρι τοῦ Μαγιάπριλου. Ὁ Ἀδὰμ ὁ ἄνδρας της πέρα στὸ χωράφι ὀργώνει μὲ τὰ καματερά του τὴ γῆ, ἱδρώνει καὶ μάχεται, πληρώνοντας βαριὰ τὸ βαρύ του ἁμάρτημα. Καὶ ἐκείνη στυλώνοντας τὸ μάτι στὸν χαρούμενο κάμπο καὶ τ᾿ ἀγέραστα βουνά, εἰς τὰ δάση τὰ πυκνοντυμένα καὶ τὸ φιδωτὸ ποτάμι καὶ τὴ θάλασσα, εἰς τὰ ζωντανὰ τῆς γῆς καὶ εἰς τὰ πετούμενα τοῦ αἰθέρα, λέει συμπλήρωμα τῆς Δημιουργίας τὸν δουλευτὴ τὸν ἄνδρα της καὶ πὼς χωρὶς αὐτὸν καὶ τοὺς κόπους του, ὅλα θὰ ἦσαν ἄχαρα καὶ νεκρά. Καὶ ἀκόμα λέει, πὼς αὐτὴ εἶναι τοῦ ἀνδρὸς τὸ ταίρι καὶ τὸ συμπλήρωμα, ὁλάκερη ἡ Ζωὴ καὶ μὲ τὴ μεγάλη της κορμοστασιὰ ἐπροκαλοῦσε θαρρεῖς νὰ παραβγοῦν τὴ Γῆ - ἡ μήτρα ἡ ἀστείρευτη τὴν πλατιὰ κοιτίδα τῆς Ἀνθρωπότητος. Κάτω ἀπὸ τὰ πύρινα σκέλια της ἐκλωτσοῦσε πεισματικὰ τὸ χῶμα, ἔδερνε τὸν ἀέρα μὲ τὰ στιβαρά της μπράτσα καὶ δείχνοντας τοὺς λαχταριστοὺς λαγῶνες της, ἐτραγουδοῦσε μὲ περηφάνια τὴ μυστικὴ δημιουργία τῶν σπλάχνων της κι ἐκαλοῦσε τὰ σύμπαντα στὴ δούλεψή της: - Ἐγὼ φέρνω στὸν κόσμο τοῦ κόσμου τὸν ἀφέντη. Ὁ ἀέρας θὰ τοῦ δώσῃ ζωὴ καὶ ἡ Γῆ θὰ τὸν θρέψῃ καὶ θὰ τὸν μεγαλώσῃ. Ὁ οὐρανὸς θὰ χαρίσῃ στὴν ψυχή του χρώματα ἁρμονικὰ καὶ ὁ Ἥλιος τόλμην καὶ ἐνέργειαν. Ὁ Αἰθέρας θὰ τοῦ στείλει ὄνειρα καὶ ἡ ἀπέραντη θάλασσα ἀπέραντες ἐλπίδες. Ὅλα τὰ ψυχωμένα καὶ τ᾿ ἄψυχά του κόσμου γενεῖτε δοῦλοι μου. Ἐγὼ φέρνω στὸν κόσμο τοῦ κόσμου τὸν ἀφέντη...
Ὁ καλὸς Θεὸς κάπως ἄκουσε τὰ ἐγωιστικὰ αὐτὰ λόγια της γυναίκας καὶ ἐπρόβαλλε στὸ φρύδι τοῦ Παραδείσου ὀργισμένος:
- Βρὲ τὴ χαραμοφάγα! λέει. Ἐγὼ τὴν ἔπλασα νὰ συντροφεύῃ τὸν ἄνδρα της στοὺς κόπους καὶ τοὺς μόχθους τῆς ζωῆς κι ἐκείνη στὸν ἥλιο τ᾿ ἁπλώνει. Ἂν τὴν ἀφήσω ἔτσι, δὲ θ᾿ ἀργήσῃ νὰ κράξῃ κι ἐμένα γιὰ νὰ τῆς λυσωδέσω τὸ παιδί. Ἄ! δὲν εἴπαμε ἔτσι. Γιὰ νὰ τῆς εὕρω μία δουλειὰ ποὺ καὶ νὰ θέλῃ νὰ μὴν ἡσυχάζῃ νύχτα ἡμέρα.
Παίρνει ὁ Θεὸς μία χούφτα χῶμα, τὴν φυσᾶ τρεῖς φορὲς καὶ λέει:
- Καταραμένος ἐσὺ ἀπὸ ὅλα τὰ θηρία καὶ ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζωντανὰ τῆς γῆς. Ἐπὶ τοῦ στήθους καὶ τῆς κοιλίας τῆς γυναικὸς βοσκήσῃς καὶ παχυνθῇς καὶ πληθυνθῇς ἀπὸ τοῦ αἵματος αὐτῆς καὶ ἀπὸ τῆς σαρκὸς αὐτῆς. Καὶ ἔχθραν θήσω ἀναμέσον σου καὶ ἀναμέσον της γυναικὸς καὶ τῶν δακτύλων αὐτῆς καὶ τοῦ σιέλου αὐτῆς. Σιέλῳ ὥσπερ ἰξὼ σιελισθῇς καὶ ὄνυχι ὥσπερ δοκάνῳ διασπασθῇς, ἀλλ᾿ οὐ μὴ λείψῃς εἰς τὸν αἰώνα. Ἀγαθὸς γὰρ ὁ σπόρος καὶ τροφαντὸν τὸ λιβάδι ὅπου ὑπάγῃς.
Καὶ τινάζει τὴ χουφτιὰ ἐπάνω στὸ κορμὶ τῆς Εὔας. Πετιέται ἐκείνη ἀλαφιασμένη, τρέχει ἀπὸ δῶ, φεύγει ἀπὸ κεῖ, πάει καὶ τρίβεται στοὺς κορμοὺς τῶν δέντρων, χώνεται ὡς τὸ πηγούνι στὰ νερὰ - τίποτα! Ἄγρια φαγούρα ἀνάβει τὸ κορμί της. Χίλια βελόνια κεντοῦν τὴ σάρκα της. Τί νὰ κάμει; Ξυλώνει τὰ φύλλα τῆς συκιᾶς ποὺ ἐσκέπαζαν τὴν γύμνια της καὶ βλέπει τὸ ἐλεφαντένιο της κορμὶ αὐλακωμένο ἀπὸ τὰ φουσάτα τῶν φύλλων. Καὶ ἀρχινάει τὸ ψυλλομάζωμα.
Ὁ Ἀδὰμ σήκωσε κάποτε τὰ μάτια ἀπὸ τὴ δουλειὰ καὶ τὰ ἔριξε στὴ γυναίκα του. Καὶ καθὼς τὴν εἶδε νὰ δέρνεται σὰν παλαβὴ καὶ νὰ μὴ βρίσκῃ ἡσυχία ἔβαλε δυνατὰ γέλια:
- Ηὖρε ὁ ἀνθὸς τὸν κλῶνο του κι ὁ κλῶνος τὸν ἀνθό του· εἶπε εὐχαριστημένος.
- Ἦταν, ποὺ λές, τέτοιες ἡμέρες, παραμονὴ Ἅϊ-Βασιλειοῦ. Στὸ μικρό μου τὸ χωριό, τὸ θαμμένο στὸ γούπατο ἑνὸς κάμπου, ἡ ζωὴ περνᾶ ἥσυχη καὶ ἀνεπαίσθητη ὅπως ἡ ζωὴ τῶν ἄψυχων. Κάτι μικρομαλώματα, κάποιες μικροφροντίδες, μία χαρὰ γάμου καὶ μία θανάτου λύπη, εἶναι τὰ μόνα ποὺ τρικυμίζουν κάποτε αὐτὴ τὴ νεκροθάλασσα. Μὰ ὅταν ἔρθουν οἱ καλές, οἱ μεγάλες ἡμέρες, ἡ ζωὴ πετιέται καὶ θορυβεῖ σὰν ἀνάβρα κεφαλόβρυσου. Δὲ δουλεύουν στὰ χτήματα· δὲ μαθητεύουν στὰ σκολειά. Παύει ὁ φόβος τοῦ δασκάλου καὶ τὰ ζαρωμένα φρύδια τοῦ πατέρα. Χαρὲς καὶ χάδια βασιλεύουν ὁλοῦθε.
Σὲ τέτοια καλὴ στιγμὴ κατόρθωσα κι ἐγὼ μία χρονιὰ νὰ εἰπῶ τὸν Ἅϊ-Βασίλη στὰ σπίτια. Ὁ Τάσης Γούναρης, σύντροφος στὸ σκολειὸ καὶ στὰ παιγνίδια μου, ἦταν πλουσιόπαιδο. Ὁ πατέρας του ἦταν ἔμπορος· ἔκανε μαλλιὰ καὶ τυριὰ καὶ τὰ ἔστελνε στὴν Πάτρα στοὺς μεγαλεμπόρους. Ὁ δικός μου ἦταν φτωχότερος μὰ εἶχε τὴν κοινωνική του θέση. Ἦταν σοβαρός, λιγόλογος, ἀγέλαστος· τὸν ἔλεγαν Λάζαρο οἱ χωριανοὶ γιὰ νὰ δείξουν τὸ μελαγχολικό του χαρακτήρα. Ὁπωσδήποτε καὶ οἱ δύο δὲν εἴμαστε παιδιὰ τοῦ δρόμου καὶ δὲν ἦταν εὔκολο νὰ μᾶς ἀφήσουν νὰ γυρίζουμε τὰ σπίτια συνάζοντας δεκάρες.
Ἡ μάνα μου, ὅταν δειλὰ δειλὰ τῆς τὸ πρωτόειπα ἐθύμωσε στὰ γερά.
- Τί; θὰ γένεις, σὰν τὸ παιδὶ τοῦ Κουρδουκέφαλου; Ἐσὺ αὔριο θὰ ᾿χεις τοὺς μποναμᾶδες σου.
Ὁ Κουρδουκέφαλος ἦταν χαλκιᾶς μ᾿ ἕνα χοντρὸ ὁλοστρόγγυλο κεφάλι, σὰν τὶς πέτρινες μπάλες τῶν παλιῶν κανονιῶν· μὲ μία κοιλιὰ παιδιὰ ποὺ τ᾿ ἀνάθρεφε μισόγυμνα μέσα στὸ χαλκιάδικό του πίσω ἀπὸ τὸ φυσερὸ καὶ τὰ κάρβουνα. Ἔλεγαν μάλιστα γι᾿ αὐτὸν ὅτι ἐπειδὴ χρωστοῦσε, γιὰ νὰ μὴν τοῦ πάρουν τὸ μόνο χτῆμα ποὺ εἶχε, τὸ μαγαζί του, κάθε μήνα τοῦ ἄλλαζε τὴν πρόσοψη ἀφοῦ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ μεταφέρῃ ὅπως τὸ φοῦρνο του ὁ Ναστραδὶν Χότζας. Πότε ἄνοιγε πόρτα στὸ δρόμο· πότε τὴν ἔκλεινε καὶ τὴν ἄνοιγε στὸ πίσω μέρος· πότε ἄφηνε παράθυρο· πότε ἔκλεινε καὶ τὸ παράθυρο καὶ ἄνοιγε φανέστρα στὴ στέγη.
Καὶ αὐτὸ ἔλεγαν τὸ ἔκανε γιὰ νὰ μὴν εἶν᾿ ποτὲ σύμφωνο μὲ κεῖνο ποὺ εἶχε ὑποθηκέψει. Ἀλήθεια ψέματα δὲν ξέρω νὰ τὸ βεβαιώσω. Ἡ μάνα μου ὅμως παρομοιάζοντάς με μὲ τὸ παιδὶ τοῦ Κουρδουκέφαλου, ἤθελε νὰ μοῦ δείξῃ τὴν ἐσχάτη περιφρόνηση.
Τέλος ἀφοῦ ἔκλαψα γύρω της ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ μεσημέρι τὴν κατάφερα. Τὴν ἐβεβαίωσα πὼς δὲ θὰ πηγαίναμε παρὰ στὰ συγγενικά μας σπίτια. Μ᾿ ἔντυσε τὰ γιορτινά μου ροῦχα, μὲ καλοχτένισε σὰν νὰ μ᾿ ἔστελνε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ μὲ ἄφηκε νὰ πάω μὲ τὸ φίλο μου.
- Κοίταξε καλά· μοῦ φώναξε ἀπὸ τὸ κεφαλόσκαλο· μὴν ξεχάσῃς νὰ πᾶτε καὶ στοῦ παππούλη σου.
- Τσ .. ἔκαμα ἐγὼ ἀνασηκώνοντας τὸ κεφάλι.
Καὶ ἀρχίσαμε τὴν περιπλάνησή μας μέσα στὸ χωριό, ἀναζητώντας τὰ συγγενικά μας σπίτια. Στοὺς δρόμους συχναπαντούσαμε ἄλλες συντροφιὲς παιδιῶν, ποὺ πήγαιναν κι ἐκεῖνα νὰ εἰποῦν τὸν Ἅϊ-Βασίλη. Βαστούσανε ψηλὰ καλάμια στὸ χέρι καὶ ἔτρεχαν κι ἐσφύριζαν κι ἐχόρευαν καταμεσῆς του δρόμου, γεμάτα ἀπὸ ὑγεία καὶ χαρά. Γυμνοπόδαρα, λασπωμένα, ξεσκούφωτα, ἔμπαιναν σὲ κάθε σπίτι, σὲ κάθε μαγαζί, στὶς ταβέρνες καὶ ἄρχιζαν τὸ τραγούδι τοὺς δυνατό, ξάστερο, σὰν πουλιὰ ἐλεύθερα στὸ ἐλεύθερο κλαδί τους.
Ἀνάμεσα ἀπ᾿ αὐτὰ στὴν πρώτη γραμμὴ ἦταν καὶ ὁ γιὸς τοῦ Κουρδουκέφαλου, ποὺ δὲν ἤθελε ἡ μάνα μου νὰ τοῦ μοιάσω. Εἶχε κεφάλι ἴδιο σὰν τοῦ πατέρα του καὶ πρόσωπο μελαμψό, κορμὶ γερὸ σὰν ἀπὸ μπροῦτζο μὰ κακοτράχαλο. Δὲν φοροῦσε παρὰ ἕνα πουκάμισο ζωσμένο στὴ μέση μὲ σχοινὶ καὶ ἕνα βρακὶ ποὺ κατέβαινε λίγο κάτω ἀπὸ τὰ γόνατα. Καὶ ἔτσι ἐφαινόταν εὐτυχισμένος. Σὲ ὅλες τὶς συντροφιὲς ἔκανε τὸν ἀρχηγὸ ἢ γιὰ νὰ εἰπῶ ἀκριβέστερα τὸν τύραννο. Ἐμπάτσιζε τὸ ἕνα παιδί, ἐπείραζε τὸ ἄλλο, ἐκαβαλίκευε τὸ τρίτο.
Ἐμεῖς, νωθροὶ στρατοκόποι τῆς ζωῆς, ἀπὸ τώρα φασκιωμένοι μὲ τὴν κοινωνικὴ πρόληψη, πηγαίναμε ἀπὸ πίσω ἀναζητώντας τὰ σπίτια, μὲ τρόμο καὶ μὲ φόβο μὴν παραστρατήσουμε.
- Νὰ εἰποῦμε τὸν Ἅϊ-Βασίλη; ρωτούσαμε δειλὰ κάτω στὴ σκάλα.
- Ὄχι· τὸν εἶπαν ἄλλοι· ἔπεφτε μία φωνὴ ἀπὸ πάνω.
Μὲ λύπη καὶ ντροπὴ μαζὶ κινούσαμε νὰ φύγουμε ἀμέσως. Οὔτε νὰ μᾶς ἰδοῦν δὲν ἠθέλαμε.
Μὰ ὅταν μᾶς ἀναγνώριζαν ἔτρεχαν καὶ μᾶς φώναζαν ἀπὸ τὰ παράθυρα οἱ γυναῖκες.
Μπά! ὁ Τάσης τοῦ Γούναρη! μπὰ ὁ Πέτρος τσ᾿ Ἀβράμενας! ἐλᾶτε... ἐλᾶτ᾿ ἀπάνω.
Τότε γυρίζαμε χαρούμενοι, ἀνεβαίναμε τὶς σκάλες ἢ γλιστρούσαμε στὰ ἰσόγεια καὶ στεκόμαστε μπροστὰ στὰ εἰκονοστάσια. Τὸ καρδιοχτύπι μας μεγάλωνε· τὰ μάγουλά μας ἄναβαν σὰν κάρβουνα. Τέλος ἀτενίζαμε τὰ εἰκονίσματα, τὰ Βάγια, τὰ στέφανα, τὸ ἀναμμένο καντήλι καὶ ἀρχίζαμε μὲ βραχνὴ καὶ ὁλοτρέμη φωνή, σὰν πέταγμα πουλιοῦ ξαφνισμένου ἀπὸ τὸ φῶς τὸ ἄφθονο:
Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται Γεννάρης ξημερώνει |
Ἔτσι περάσαμε ἕνα μὲ τὸ ἄλλο ὅλα τὰ συγγενικά μας σπίτια. Δὲν ἀφήκαμε οὔτε τοῦ παππούλη οὔτε τῆς κυρα-μαμῆς, ποὺ ἐσύστησε στὸ σύντροφό μου ἡ μάνα του. Μὰ σὲ ξένο σπίτι δὲν πατήσαμε· δὲν ἐμπήκαμε σὲ μαγαζί. Ἡ καρδιά μας ἐλαχτάριζε· μὰ τῆς μάνας ἡ τσιμπιὰ καὶ τοῦ πατέρα ὁ σφόντυλος ἀγρυπνοῦσαν φοβερὰ ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μας.
Ἦρθε τέλος ἡ ὥρα τῆς μοιρασιᾶς. Ἐγὼ ἤμουν ὁ ταμίας. Σὲ μία τσέπη τοῦ πανωφοριοῦ μου ἔριχνα ὅ,τι μᾶς ἔδιναν. Καθίσαμε σὲ μία πέτρα, ἄδειασα τὴν τσέπη μου καὶ ἀρχίσαμε νὰ μοιράζομε σὰν καλοὶ σύντροφοι. Δεκάρα ὁ φίλος μου δεκάρα ἐγώ. Πεντάρα ἐκεῖνος πεντάρα ἐγώ. Ἔκανε κρύο δυνατό· ἡ νύχτα πλάκωνε· ἡ πάχνη σκέπαζε μὲ παγωμένο ἱδρώτα ὅλο τὸ χωριό. Ἔτρεξα καὶ ρίζωσα στὴ γωνιὰ νὰ ζεσταθῶ. Ἡ μάνα μου ἑτοίμαζε τὸ χυλὸ ποὺ θὰ ἔφτιανε τὸ πρωὶ τὶς τηγανίτες. Τ᾿ ἄλλα μου τ᾿ ἀδέρφια καθόντουσαν τριγύρω καὶ ἔπαιζαν μὲ τ᾿ ἀναμμένα δαυλιά, ἐσγάρλιζαν τὴ στάχτη, ἐζάλιζαν τὴ μάνα μὲ χίλια γλυκόλογα. Ἐγὼ σοβαρὸς καὶ ἀμίλητος μετροῦσα τὰ ξεδούλεια μου. Πλάκωνε ἡ αὐριανὴ ποὺ θὰ ἔπαιζα τὴ βλάχα, τὸ στριφτό, τὸ ντοιχάκι μὲ τ᾿ ἄλλα συνομήλικα. Ἄξαφνα βρόντησαν παρᾶδες στὸ πανωφόρι μου. Βάνω τὸ χέρι μου, ψαχουλεύω, βρίσκω μέσα στὴ φόδρα πεσμένα σαρανταπέντε λεφτά. Ναί· τέσσερες δεκάρες, καὶ μία πεντάρα. Ἱδρώτας μὲ τσάκισε.
- Μάνα, φωνάζω· μάνα! βρῆκα κι ἄλλα λεφτὰ στὴν τσέπη μου.
Ἐκείνη στὴ δουλειὰ τῆς σκυμμένη δὲν ἔδωκε ἀπόκριση.
- Μάνα, τῆς ξαναλέω· εἶχα κι ἄλλα λεφτά. Δὲν τὰ μοιράσαμε τοῦτα. Δὲν τὰ εἶδα, μὰ τὸ Θεό· δὲν τὰ εἶδα...
- Δὲν πειράζει· τὰ μοιράζετε αὔριο.
- Ὄχι· θὰ πάω τώρα.
Καὶ σηκώνομαι ὀρθός, φορῶ τὰ παπούτσια, ἕτοιμος ν᾿ ἀνοίξω τὴν πόρτα. Μὰ ἡ μάνα μου θυμωμένη μοῦ φωνάζει ἄγρια.
- Ποῦ θὰ πᾶς, μωρέ, τέτοια ὥρα: Δὲν ἀκοῦς τί κάνει ὄξω!
Ἀληθινὰ ἔξω βογκοῦσε ὁ βοριὰς καὶ τὸ νερόχιονο ἔπεφτε. Τὸ σπίτι τοῦ φίλου μου ἦταν μακριά. Ἔπρεπε νὰ περάσω αὐλάκια νὰ διαβῶ ἀπὸ τόπους στοιχειωμένους. Κοντὰ ἦταν τῆς θείας Κωσταντινιᾶς τὸ χαγιάτι, ποὺ εἶδα προχτὲς σούρουπα τὸν Ἅϊ-Δημήτρη καὶ ἔβαλα τὶς φωνές. Παρακάτω ἡ συκιὰ τῆς Πλεύρενας, ποὺ γιὰ νὰ περάσω ἄλλοτε ἄφηκα τὸ ἕνα μου παπούτσι. Παραπέρα ἡ βρύση, ποὺ τέτοια ὥρα οἱ νεράιδες πλένουν καὶ λευκαίνουν τὰ μεταξωτά τους. Ὅλα τώρα τὰ θυμόμουν καὶ ἀνατριχίαζα. Μὰ δὲν ἠμποροῦσα καὶ νὰ ἡσυχάσω. Φίδι ἀνάδευε μέσα μου. Τὰ σαράντα πέντε λεφτὰ καίγανε τὰ χέρια μου.
- Μάνα, ἄσε μὲ νὰ πάω... δὲ θ᾿ ἀργήσω· εἶπα κλαίοντας τώρα.
- Πήγαινε ντὲ νὰ σὲ πάρουν οἱ Καλικάντζαροι. Ἢ ξέχασες πῶς ἔχουμε ἀκόμη Δωδεκαήμερα;
Ὄχι· δὲν τὸ ξέχασα· τὸ θυμόμουνα πολὺ καλά. Οἱ γυναῖκες κάθε ὥρα μᾶς τὸ θύμιζαν μὲ τὰ καμώματα καὶ τ᾿ ἀνέκδοτά τους. Μὰ τί ἤτανε γιὰ μένα οἱ σαϊτάνηδες αὐτοὶ μπροστὰ στὴν ἀγωνία ποῦ ἔπνιγε τὴν ψυχή μου; Ἐνόμιζα πὼς τὸ ἤξερε τώρα ὁ Τάσης τὸ ἀδίκημα, πὼς τὸ ἔλεγε τῆς μάνας του· κλέφτης, κλέφτης, κλέφτης, ἤμουνα ἐγώ!
- Μάνα, δὲν μπορῶ· θὰ πάω! ξαναφώναξα κατακόκκινος.
Γύρισε καὶ μὲ εἶδε κατάματα· χαμογέλασε. Δὲν ξέρω γιατὶ χαμογέλασε. Μοῦ φόρεσε καλὰ τὸ πανωφόρι, μοῦ σήκωσε τὸ γιακᾶ· μοῦ στοίβαξε ὡς τ᾿ αὐτιὰ τὴ σκούφια, ἄνοιξε τὴν πόρτα.
- Τρέχα καὶ πρόσεχε μὴν πέσῃς στὶς λάσπες.
Κατέβηκα τὴ σκάλα καὶ ἡ καρδιά μου φτερούκαε. Τὸ ἄπλερο σαρκίο μου ἀνατριχίαζε μέσα στὴ νύχτα ἀπὸ φόβο καὶ κρύο. Ἐδῶ σκόνταβα, ἐκεῖ γλιστροῦσα, ἀλλοῦ ἐβάλτωνα. Ἔπεφτα στὶς φράχτες, χτυποῦσα στὰ κορμόδεντρα. Μὰ ὅλο προχωροῦσα μὲ τὰ λεφτὰ στὴ φούχτα μου. Πέρασα μὲ κλειστὰ μάτια τὸ χαγιάτι τῆς θεία-Κωσταντινιᾶς· διάβηκα χωρὶς ν᾿ ἀτενίσω τὴ στοιχειωμένη συκιά· πήδησα στὴ βρύση χωρὶς νὰ προσέξω τὰ τραγούδια καὶ τὰ ὄργανα τῆς νεράιδας· ἔφτασα τέλος στὸ σπίτι τοῦ φίλου μου.
Μὰ ἦταν κατάκλειστο, σιωπηλὸ καὶ ἄγριο στὸ σκοτάδι. Βάνω τὶς φωνές.
- Τάση!... Τάση!...
Οὔτε φωνή, οὔτε ἀκρόαση. Ἔτρεμα ὁλόκορμος. Γύριζα καὶ ἔβλεπα φοβισμένα πίσω μου. Ἴσκιοι περναγαν μπροστά μου· κρύα χέρια ψαχούλευαν στὶς πλάτες, στὰ μαλλιά μου.
-Τάση! ε Τάση!.. ξαναφώναξα βραχνά.
Τίποτα. Σκύλοι γαύγιζαν ἀποπέρα. Γαύγιζαν καὶ οὐρλίαζαν σὰν λύκοι. Τὰ πόδια μου δὲν ἤθελαν νὰ κρατήσουν ὀρθὸ τὸ σῶμα μου. Κάποτε ἀνοίγει ἕνα παράθυρο.
- Ποιὸς εἶναι; φώναξε ὁ φίλος μου.
- Τάση, ἐγὼ εἶμαι· ἔλα κάτου νὰ σοῦ εἰπῶ.
- Δὲν μπορῶ, καημένε· δὲ μ᾿ ἀφήνει ἡ μητέρα· Τί θές;
- Ἔλα κάτου· ἔχω κι ἄλλα λεφτὰ νὰ μοιράσουμε. Ἦταν μέσα στὴ φόδρα καὶ δὲν τὰ εἶδα... Νὰ μὰ τὸ Θεό, δὲν τὰ εἶδα...
Κατέβηκε πάραυτα, τοῦ ἔδωκα τὶς δύο δεκάρες, κάνοντας χίλιους ὅρκους πὼς δὲν τὰ εἶχα ἰδεῖ. Ἡ καρδιά μου ἀλάφρωσε. Ἔμεινε ἡ πεντάρα· τοῦ τὴν χάριζα κι ἐκείνη.
- Ὄχι, νὰν τὴ στρίψουμε· λέει. Ὅποιος τὴν πάρῃ.
Τὴν ἔπιασε στὸ χέρι· τὴν ἔριξε ψηλά.
- Κορώνα ἢ γράμματα;
- Κορώνα.
Δὲν πρόφτασα νὰ κράξω καὶ ἕνας ἴσκιος θεότρομος ἐρίχτηκε ἀπάνω μας, σὰν οὐρανοκατέβατος. Μᾶς ἄνοιξε τὶς χοῦφτες, μᾶς πῆρε τὰ λεφτά, ἔσκυψε ἔπειτα ἅρπαξε τὴν πεντάρα ἀπὸ χάμου καὶ χάθηκε τσαλαπατώντας σὰν βούβαλος τὶς λάσπες τοῦ δρόμου. Ἦταν τὸ παιδὶ τοῦ Κουρδουκέφαλου.
Ἐμεῖς ἐμείναμε γιὰ κάμποση ὥρα ξυλιασμένοι ἐδεκεῖ. Ἔπειτα μ᾿ ἕνα στόμα ἐβάλαμε τὶς φωνὲς καὶ τὰ κλάματα ὥσπου ἦρθαν οἱ δοῦλοι τοῦ Τάση καὶ μᾶς συντρόφεψαν στὰ σπίτια μας.
Ἡ συντροφιὰ ἦτο μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα γνωστή. Ὁ Γιώργης ὁ Ἴκκινης καὶ ὁ Γιώργης ὁ Μπαλαρῆς. Ὁ Ντῖνος ὁ Γαρίπης καὶ ὁ Νιόνιος ὁ Ἄου. Κάποτε ἔμπαινε μεταξύ τους καὶ ὁ Θανάσης ὁ Παλιαδερφὸς γιὰ νὰ κάνῃ θελήματα καὶ νὰ λέῃ τὶς ἀφάνταστες παλικαριές του. Αὐτὸς ὅμως ἦτο τῆς προσκολλήσεως. Ἀχώριστοι ἦσαν οἱ τέσσεροι πρῶτοι.
Τὰ ἐπίθετά τους εἶχαν λησμονηθεῖ ἐντελῶς καὶ ἐζοῦσαν μόνον μὲ τὰ παρανόμια τους. Βέβαια θὰ ἐτελείωναν εἰς ποῦλος, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι δὲν θυμόνταν πὼς ἄρχιζαν. Ἂν τύχαινε νὰ ἔρθῃ γράμμα τους, ὁ γραμματοκομιστὴς θὰ ἐκτυποῦσεν ὅλες τὶς ἄλλες πόρτες καὶ ὕστερα τὴ δική τους. Ἔτυχε κάποτε νὰ ζητηθῇ ἐπειγόντως εἰς τὸ τηλεγραφεῖο ὁ Γιώργης Ἀναγνωστακόπουλος, νὰ γίνῃ τόση κουβέντα εἰς τὸ καφενεῖο καὶ ἔπειτα ἀπὸ μισὴ ὥρα ν᾿ ἀκουσθῇ ὁ Μπαλαρῆς χτυπώντας τὸ μέτωπό του:
- Μωρέ!.. Ἀναγνωστακόπουλος εἶμαι γώ!..
Οἱ δύο πρῶτοι ἐκρατοῦσαν συντροφικὰ ἕνα καφενὲ στὸ Σταυροπάζαρο. Ἀπὸ πότε τὸν εἶχαν δὲν θυμοῦνται, καὶ οἱ ἴδιοι. Οὔτε ἀπὸ τοὺς γεροντοτέρους τοῦ χωριοῦ ἠμποροῦσε νὰ μαρτυρήσῃ κανείς. Ὅλοι θυμοῦνται καὶ τὸν καφενὲ καὶ τοὺς ἐνοικιαστᾶς ἴδιους καὶ ἀπαράλλακτους. Τὸ πρῶτο μὲ τοίχους γεμάτους ἀράχνες, μὲ ὀροφὴ κατάμαυρη, τὸ πάτωμα ἄπλυτο κι αἰωνίως βρεμένο· τοὺς καθρέφτες καὶ τὰ κάδρα σκεπασμένα ἀπὸ μυγοκαθίσματα· τοὺς πάγκους μὲ ξεσχισμένους μουσαμάδες καὶ τὴ τζαμαρία σκεπασμένη μ᾿ ἕνα ξεβαμμένο μπουγασί. Τοὺς καφετζῆδες οὔτε καθαρότερους οὔτε χαρωπότερους ἀπὸ τὸν καφενέ τους. Κοντοὶ καὶ οἱ δύο, κακοτράχαλοι, μὲ κεφάλια ὠχρὰ καὶ μακρουλὰ σὰν πεπόνια, ὅταν δὲν ἐκοιμῶντο εἰς τὶς καθέκλες τους ἐβημάτιζαν σὰν ὑπνωτισμένοι. Ὅταν τοὺς ἔβλεπες μὲ τὸ δίσκο ἢ μὲ τὸν ναργιλὲ νὰ πηγαίνουν εἰς τοὺς πελάτες, ἐνόμιζες ὅτι τὰ πράγματα ποὺ κρατοῦσαν ἔσυραν αὐτοὺς παρὰ ἐκεῖνοι τὰ πράγματα.
Ἀλλὰ σπάνιον ἦτο νὰ ὑπηρετοῦν καὶ οἱ δύο ταυτοχρόνως. Πάντα ὁ ἕνας θὰ ἔπαιζε χαρτιὰ ἂν δὲν ἔπαιζαν καὶ οἱ δύο. Καὶ ἂν τότε παρουσιάζετο πελάτης καὶ ζητοῦσε καφὲ ἢ λουκούμι, ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἐνῶ ἐχτυποῦσε δυνατὰ τὸν φάντε εἰς τὸ τραπέζι τοῦ ἔλεγε:
- Ἔμπα φτιάσ᾿ τον μία στιγμή! δὲ θὰ κουρασθῇς.
Καὶ τοῦτο ἂν ἐτύχαινε ξένος. Γιατὶ οἱ τακτικοὶ πελάτες, ἅμα τοὺς ἔβλεπαν καθισμένους εἰς τὸ παιγνίδι, ἐπήγαιναν ἴσα στὸν πάγκον, ἔκαναν μόνοι τους τὸν καφὲ καὶ ἐσερβίριζαν μονάχοι τους.
* * *
Αὐτὰ γιὰ τοὺς δύο πρώτους. Ὁ τρίτος ὁ Γαρίπης εἶχε διαδεχθεῖ τὸν πατέρα του στὸ μπακάλικο. Ἀντὶ ὅμως νὰ αὐξήσῃ τὴν πελατεία του καὶ νὰ πλουτίσῃ τὰ εἴδη τῆς μπακαλικῆς, ἔδειξε ὅλη του τὴν δραστηριότητα εἰς τὸ νὰ τὸ καλλωπίσῃ μόνον. Ὅποιος τὸ ἔβλεπε τὸ ἔπαιρνε γιὰ κουρεῖο, ὄχι μπακάλικο. Πρώτη καὶ κυριότερη φροντίδα τοῦ ἔβαλε πῶς νὰ κρύψῃ ἀπὸ τὰ μάτια τῶν θεατῶν κάθε πρόστυχο ἐμπόρευμα.
Δὲν περιορίστηκε μόνον νὰ τυλίξῃ καὶ τὰ σαρδελοβάρελα μὲ χρωματιστὰ χαρτιά, ἀλλὰ ἀφοῦ ἔβαψε τὰ ράφια μὲ χτυπητὰ χρώματα, ἀφοῦ ἔστρωσε τοὺς τοίχους μὲ χρυσόχαρτα καὶ ἅπλωσε χάρτινες χρωματιστὲς καδένας ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη χιαστὶ στὸ ταβάνι, ἅπλωσε εἰς τοὺς τοίχους ἀρχαῖα ρητά: Μηδὲν ἄγαν. Εἷς οἰωνὸς ἄριστος· ἀμύνεσθε περὶ πάτρης. Χρόνου φείδου.
Ἐκτὸς δύο ἢ τριῶν ποὺ ἠμποροῦσαν νὰ τὰ διαβάσουν καὶ νὰ τὰ ἐννοήσουν, οἱ περισσότεροι τὰ ἔπαιρναν καὶ αὐτὰ γιὰ κεντήματα. Ὅλα ὅμως αὐτὰ δὲν ἐτραβοῦσαν πελατείαν. Μόνον κατὰ τὸ κοντόβραδο ὅταν ἐσκόλαζαν οἱ ἐργάτες, εἶχε κάποιο νταραβέρι χάρις εἰς τὴν συνήθειαν ποὺ καὶ αὐτὴν ἐκληρονόμησε ἀπὸ τὸν πατέρα του. Ἐσυνήθιζε δηλαδὴ νὰ ρίχνῃ ἕνα τενεκὲ νερὸ στὸ πηγάδι καὶ οἱ ἐργάτες ἦσαν βέβαιοι ὅτι μαζὶ μὲ τὸ ρακὶ θὰ πιοῦν καὶ ἕνα ποτήρι δροσερὸ νερό. Ἀλλὰ τόσο τοῦ ἔφτανε.
Ὅσο γιὰ τὸν Ἄου καὶ αὐτὸς εἶχε κληρονομήσει ἕνα σπίτι μὲ μεγάλη περιοχὴ γιὰ νὰ κάθεται καὶ λίγα στρέμματα σταφίδα. Τὸ σπίτι εἶχε μεγάλον κῆπον καὶ ἠμποροῦσε μὲ λίγα ἡμεροδούλια νὰ ἔχῃ τῆς χρονιᾶς του τὰ λαχανικὰ καὶ τὰ ὀπωρικά· ἀλλὰ τὸν ἄφηνε ἀκαλλιέργητον. Τὴν σταφίδα τὴν ἐκαλλιεργοῦσε μὲ ξένους ἐργάτες. Καὶ βέβαια ἡ σταφίδα δὲν κατόρθωνε νὰ καλύπτῃ τὰ ἔξοδα τῆς χρονιᾶς του· ἀλλὰ δὲν ἐφρόντιζε νὰ κάμῃ καὶ τίποτε ἄλλο. Ἐπίστευε πὼς δὲν ἦτο καμωμένος γιὰ δουλειά.
* * *
Ὡστόσο μεταξύ τους οἱ τέσσερες φίλοι ἐζοῦσαν ζωὴ χαρισάμενη. Τὸ κυριότερο μέρος ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσε στὴ ζωὴ ἦταν ἡ κουβεντούλα καὶ τὸ φαγοπότι. Καὶ εἰς αὐτὸ εἶχαν ὁμολογήσει ἀμοιβαία κοινοκτημοσύνη. Ἅμα ἐπλησίαζε ἡ ὥρα τοῦ κολατσιοῦ, τοῦ φαγητοῦ ἢ τοῦ δείπνου πήγαινε ἕνας εἰς τὸν ἄλλον καὶ ρωτοῦσε:
- Ἔχεις τίποτα γιὰ μάσημα:
- Κάτι θὰ βρεθῇ…
Καὶ τὸ κάτι φανερωνότανε σὲ λιγάκι εἴτε ὡς τζουβέκι, εἴτε ὡς τσιπούρα Μεσολογγίτικη φτιασμένη μὲ τὸ κρεμμυδάκι, εἴτε γαρδοῦμπες ποὺ κολυμποῦσαν στὴ σάλτσα, εἴτε κυνήγι κατὰ τὴν ἐποχή.
Ἄλλη φορὰ χωρὶς προσυνεννόηση στὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, ἔφτανε στὸν καφενὲ καμία πιατέλα ἕτοιμη ἀπὸ τὸ σπίτι ἢ νταβᾶς ἀπὸ τὸ φοῦρνο καὶ ἐκκαλεῖτο ἡ συντροφιὰ νὰ τὸν παστρέψῃ. Τότε εἰς τὸ σπίτι ἐστέλλοντο μερικὲς δεκάρες γιὰ νὰ ἀντικαταστήσουν τὸ φαγητὸ μὲ ψωμοτύρι. Ἐτύχαινε ὅμως κάποτε ἕνας ἀπὸ τὴ συντροφιὰ νὰ προσκληθῇ σὲ δεῖπνο ἔξω τῆς παρέας. Ἡ συντροφιὰ εἰδοποιεῖτο καταλλήλως τὴν ὥρα καὶ τὸ μέρος ποὺ θὰ ἐγίνετο ἡ συγκέντρωσις. Τότε ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, δῆθεν τυχαίως περνοῦσαν ἀπὸ κεῖ καὶ
- Μπά! ἐδῶ εἶσαι κι ἐγὼ σὲ γύρευα κατακαπινοῦ!
- Μὲ ἤθελες τίποτα;
- Κάτι σ᾿ ἤθελα...
- Μὲ φώναξε ἀποδῶ ὁ τάδε νὰ φᾶμε. Κάτσε νὰ πάρεις μεζέ.
- Δὲν ψώνισα τίποτα γιὰ τὸ σπίτι. Ἂς εἶναι... Τὸν παίρνω ἕνα μεζὲ στὸ πόδι...
Καὶ ἐνῶ ἔλεγε στὸ πόδι ἔπαιρνε κάθισμα καὶ κάθιζε στὸ τραπέζι. Ὁ νοικοκύρης δὲν ἔλεγε τίποτα. Μάλιστα προσπαθοῦσε νὰ περιποιηθῇ τὸν ἀπρόσκλητο. Μὲ ἕνα παραπάνω τὸ φαγὶ δὲ θὰ λείψῃ. Τῶν ἐννιὰ νομάτων τὸ φαῒ δικάει καὶ τοὺς δέκα. Πρὶν ὅμως προφτάσῃ νὰ ἀποτελειώσῃ τὸ λαϊκὸ συλλογισμό του, ἀκουόταν ἀπὸ τὸ δρόμο ἄλλη φωνή.
- Ρὲ Μπαλαρῆ! τί θὲς ἐδῶ μέσα;
- Νά, ἔχει μεζὲ ὁ τάδε καὶ μὲ φώναξε νὰ τοῦ κάμω συντροφιά.
- Ὥστε δὲν ἑτοίμασες τίποτα γιὰ σήμερα;
- Καὶ μ᾿ ἄφησε ἡ πρέφα! Ἀπὸ τὴν αὐγὴ τώρα δᾶ τελειώσαμε. Κάτσε νὰ πάρεις μεζέ.
- Τί μεζὲ ποὺ δὲ σὲ βλέπω ἀπὸ τὴν πείνα; Ὁ νοικοκύρης ξεροκαταπίνει ἀλλὰ προσθέτει καὶ κεῖνος.
- Κάτσε ἀδερφὲ Γιώργη. Εἶναι ἀρκετὸ φαγί.
- Τί ἀρκετό; εἴσαστε τόσοι νομάτοι! Ἄ! μωρὲ Μπαλαρῆ· θὰ μοῦ τὸ πληρώσῃς!
Καὶ θυμωμένος τάχα κάνει νὰ ἔβγῃ ἀπὸ τὸ μαγαζί. Ὁ Μπαλαρῆς γελᾶ· ὁ νοικοκύρης τὸ παίρνει στὸ φιλότιμο. Πηδάει ἀπάνω, τρέχει στὴν πόρτα.
- Δὲ σ᾿ ἀφήνω νὰ περάσῃς· λέει γελαστὰ στὸν Ἴκκινη. Κάτσε νὰ φᾶμε τώρα.
- Ἄσε με.
- Δὲ σ᾿ ἀφήνω. Θὰ κάτσῃς.
- Ὄχι. Θὰ πάω νὰ πάρω ψωμοτύρι νὰ φάω!
- Τὸ τρῶς κι ἐδῶ τὸ ψωμοτύρι...
Τέλος πείθεται ὁ Ἴκκινης, γυρίζει καὶ κάθεται στὴ συντροφιά, βρίζοντας τὸν Μπαλαρῆ. Δὲν ἔχει βάλει τρίτη μπουκιὰ ὁ δόλιος νοικοκύρης καὶ ὁρμᾶ μέσα, ἀναψοκοκκινισμένος ὁ Ἄου.
- Μωρὲ μπράβο σας! λέει. Καλά μου τὴν καταφέρατε. Μωρὲ Μπαλαρῆ δὲ συμφωνήσαμε ἀπὸ χτὲς νὰ βάλεις σήμερα ντζουβεκάδα; Ποῦ εἶναι τη;
- Νά τη!
- Ἐδῶ τὴν εἴχατε κι ἐγὼ περίμενα στὸν καφενέ! Γυρεύω τὸν ἕνα, λείπει· γυρεύω τὸν ἄλλον, πουθενά. Κι ὁ καφενὲς γεμάτος ἀπὸ εὐέλπιδες. Ἄλλοι φτιάνουν καφέδες, ἄλλοι σουμᾶδες καὶ νοικοκύρης πουθενά.
- Ὡρὲ μᾶς ἀφήνεις μὲ τὸν καφενέ σου! λέει τάχα θυμωμένος ὁ Ἴκκινης. Πεινᾶς; κάτσε φάε.
- Τί νὰ φάω μωρέ! Τί νὰ φάω! φωνάζει ἀγαναχτισμένος ὁ Ἄου, δείχνοντας τὸν νταβᾶ ἀδειανὸν σχεδόν. Κόκαλα θὰ φάω; Ἐγὼ ἄφησα μία συναγρίδα στὸ σπίτι ποὺ ἦταν σὰν παιδί. Τὴν ἄφησα γιὰ τὴ συντροφιά.
- Προφτάνεις καὶ τώρα...
- Τώρα! οὔτε τὰ σπάραχνά της δὲ βρίσκω τώρα. Στὸ σπίτι τρῶνε ἀπὸ τὶς ἕνδεκα.
- Ἔ μὴν κάνεις ἔτσι· ἐτόλμησε νὰ εἰπῇ ὁ νοικοκύρης. Κάτσε κι ὅ,τι βρεθῇ.
- Τί νὰ κάτσω; δὲ βλέπω τίποτα.
- Κάτσε· θὰ πάρουμε καὶ τυρί.
Καὶ χωρὶς νὰ περιμένῃ ἀπάντηση δίνει τὸ κάθισμά του στὸν Ἄου, παίρνει λεπτὰ καὶ βγαίνει νὰ ἀγοράσῃ τυρί. Πίσω του ὅλοι καὶ οἱ τέσσερες μὲ ἕνα σύνθημα φουσκώνουν τὰ μάγουλά τους καὶ ξεραίνονται στὰ γέλια.
* * *
Τὰ γεύματα αὐτὰ ἡ συντροφιὰ τὰ ἔλεγε τῆς προσκολλήσεως. Ἔτρωγε συχνὰ εἰς βάρος ἄλλων· συχνότερα ὅμως ἔτρωγαν ἄλλοι εἰς βάρος δικό της. Καὶ ἐπειδὴ τὰ γεύματά της τὰ ἔκανε πάντα μέσα εἰς τὸν καφενέ, ἀδύνατον κάθε φορὰ νὰ μὴν τύχουν καὶ ἄλλοι νὰ τοὺς εἰποῦν - Κοπιᾶστε! Καὶ τὸ ἔκαναν πάντα μὲ εὐχαρίστησή τους. Ἦσαν καλοφαγᾶδες ἀλλ᾿ ὄχι καὶ λαίμαργοι· κρασοπατέρες ἀλλ᾿ ὄχι μπεκρῆδες· γλεντζέδες ἀλλ᾿ ὄχι θορυβοποιοί.
Τὸ νόστιμο εἶναι ποὺ μοναχός του καθένας ἔκανε τὴν ἐντύπωση κακούργου. Ἀμίλητος, ἀγέλαστος, σκυθρωπός, μισάνθρωπος. Ἂν τὸν συναντοῦσες μπροστά σου θ᾿ ἀπόφευγες νὰ τοῦ εἰπεῖς: καλημέρα. Ὅταν ὅμως ἔσμιγαν μεταξύ τους ἄλλαζαν ἀμέσως· γίνονταν παιδιά. Δὲν ἤθελαν τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ γύρω σ᾿ ἕνα νταβᾶ, μὲ τὸ ρουμπίνι στὸ ποτηράκι νὰ κουτσοπίνουν καὶ νὰ φλυαροῦν γιὰ ὅλα τὰ πράγματα τῆς κοινωνίας, γιὰ ὅλα τὰ ἀνδρόγυνα, γιὰ ὅλα τὰ νιτερέσια. Καὶ τὸ ἔκαναν ἐλαφρά, χαρωπά, λεπτά, τσουχτερά, γελαστά, ἄκακα. Ὧρες ἔτσι ἐπερνοῦσαν. Καὶ ὅταν ἐτελείωναν μὲ τοὺς ἄλλους ἄρχιζαν καὶ μεταξύ τους. Ἡ μύτη τοῦ ἑνός, τὸ χτένισμα τοῦ ἄλλου, τὸ φόρεμα τοῦ τρίτου, τὸ περπάτημα τοῦ τέταρτου ἦσαν τόσες ἀφορμὲς γιὰ γέλια, γιὰ παρανόματα, γιὰ πειράγματα ἀφάνταστα. Καὶ στὸ φαγί τους ἀκόμη ἐπροσπαθοῦσαν ὁ ἕνας νὰ πειράξῃ τὸν ἄλλον. Ἔτρωγαν πολλὲς φορὲς βιαστικὰ γιὰ νὰ μείνῃ στὸν ἄλλον λιγότερο ἢ ἐπροκαλοῦσαν τοῦ ἑνὸς μία διήγηση καὶ ἐνῶ ἐκεῖνος ἔλεγε, αὐτοὶ ἐπροσπαθοῦσαν νὰ σαρώσουν τὸ φαγί. Ἢ τὸν ἔκαναν νὰ κοιτάζῃ ἀλλοῦ καὶ τοῦ ἅρπαζαν τὸ φαγὶ ἀπὸ τὸ πιάτο. Ἢ τὸν ἐκούρδιζαν νὰ θυμώσῃ καὶ νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὸ τραπέζι γιὰ νὰ τοῦ κλέψουν τοὺς καλυτέρους μεζέδες. Συνέβη μάλιστα κάποτε καὶ τὸ ἑξῆς. Ὁ Γαρίπης ἐψώνισε γιὰ τὴν παρέα χαμοκελᾶδες, τὰ μικρὰ ἐκεῖνα πουλάκια τοῦ Σαρανταημέρου, ποὺ ἔρχονται εἰς τὸν Κάμπο καὶ τὰ μαζεύουν κοπάδια τὸ βράδυ μὲ τὸ πυροφάνι. Πῆρε δύο δωδεκάδες καὶ τὶς ἔδωκε τοῦ Μπαλαρῆ νὰ τὶς βάλῃ στὸ φοῦρνο. Πρὶν ὅμως ἐδιάλεξε τὶς πιὸ παχιές, καὶ τὶς σημάδεψε μὲ μία κλωστή. Ὁ Μπαλαρῆς δὲν ἔφερε ἀντίρρηση· τὶς ἑτοίμασε καὶ τὶς ἔδωκε στὸ φοῦρνο.
Εἰδοποίησε ὅμως τοὺς ἄλλους γιὰ τὴν πονηρία τοῦ Γαρίπη. Πᾶνε ἐκεῖνοι στὸ φοῦρνο, λύνουν τὴν κλωστὴ ἀπὸ τὶς παχιὲς καὶ τὴ δένουν σὲ ἄλλες ἰσάριθμες, ἀλλὰ τὶς πιὸ ἀδύνατες. Τὸ βράδυ στὸ τραπέζι ὁ Γαρίπης ἐκοίταζε τὸ νταβᾶ καὶ ἀποροῦσε: «Αἱ μὲν χεῖρες χεῖρες Ἰσαὰκ ἡ δὲ φωνὴ φωνὴ Ἰακὼβ» σκεφτότανε. Ἔπαιρνε τὰ σημαδεμένα πουλιά, ἀλλ᾿ οὔτε ἡ γεῦσις οὔτε τὰ μάτια του τὸν ἔπειθαν πὼς ἦταν καὶ τὰ καλύτερα. Τὴν ἄλλη ὅμως ἡμέρα καὶ ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ μήνα ἀκόμη καὶ μπορεῖ ὡς τὰ σήμερα νὰ διηγεῖται τὸ πάθημα τοῦ Γαρίπη καὶ νὰ γελάῃ ὅλο τὸ χωριό.
* * *
Ἔξαφνα ὅμως ἕνα σύγνεφο παρουσιάστηκε εἰς τὸν γελαστὸν ὁρίζοντα τῆς συντροφιᾶς. Ὁ Μπαρμπα-Λινάρδος. Ἦταν καὶ αὐτὸς τῆς ἀγορᾶς, μαγαζάτορας μὲ ὑπόληψη. Ἀλλὰ πασίγνωστος γιὰ τὴν τσιγκουνιὰ καὶ τὴν λιχουδιά του. Ποτὲ δὲν καθότανε σὲ καφενεῖο ἢ σὲ κρασοπουλειό, παρὰ ὅταν ἐπλήρωνε ἄλλος. Τὸν πρωινὸ καὶ τὸν μισημεριάτικο καφέ του, τὸν ἔπινε στὸ σπίτι γιατὶ ἐδικαιολογεῖτο - ἐσυχαινότανε νὰ πίνῃ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Μπαλαρῆ. Οὔτε σὲ κουρεῖο, ἐπάτησε ποτέ. Δύο φορὲς τὸν χρόνο ἔκοβε τὰ μαλλιά του καὶ τότε κατέφευγε εἰς τὴν προβατοψαλλίδα τοῦ φίλου του Μπακαφούκα, ποὺ εἶχε μάθει τὴν τέχνη ἐπάνω εἰς τὴν ράχη τῶν προβάτων του.
Ὁ Λινάρδος εἶχε γυναίκα καὶ μονάκριβο παιδί. Γιὰ νὰ τοὺς γλυτώσῃ ἀπὸ τὴν ζέστη καὶ τοὺς πυρετοὺς τοῦ κάμπου, τοὺς ἔστειλε νὰ περάσουν τὸ καλοκαίρι στὸ βουνὸ κι ἐκεῖνος ἄρχισε τὴ ζωὴ τοῦ ἐργένη. Ἔτσι μία ἡμέρα παρουσιάσθηκε εἰς τὸν καφενὲ τὴν ὥρα ποὺ ἀρχίζει τὸ μάσημα τῆς συντροφιᾶς. Κατὰ τὴν συνήθειά τους τὸν ἐκάλεσαν νὰ πάρῃ μεζέ. Ἐδέχθη πρόθυμα. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ ἴδιο. Ἐπίσης καὶ τὴν ἄλλη. Ὁ Λινάρδος εἰς τὴν ὁρισμένη ὥρα ἐπερνοῦσε τυχαίως ἀπόξω καὶ ἄρχιζε ὁ διάλογος:
- Καλῶς τὰ χαίρεστε.
- Εὐχαριστοῦμε... ὁρίστε.
- Χαιρόστε. Τώρα ἀπόφαγα κι ἐγώ.
- Δὲν πειράζει. Ἕνα μεζέ.
- Δὲν πάει κάτου...
- Θὰ πάει.
Καὶ ἀληθινὰ ἐπήγαινε καὶ παραπήγαινε. Οἱ μποῦκες κατέβαιναν ἡ μία πίσω ἀπὸ τὴν ἄλλη σὰν οἱ χάντρες τοῦ κομπολογιοῦ. Ἡ συντροφιὰ στὴν ἀρχὴ διασκέδαζε μὲ τὴν ἀχορταγιά του. Κατάπινε τὰ κομμάτια, κατασύντριβε τὰ κόκαλα, ἐξέσχιζε τοὺς τένοντας, ἐρουφοῦσε τὸ μεδούλι καὶ κατέβαζε τὰ ποτηράκια ἀπανωτά, σὰν νὰ ἐνήστευε βδομάδες. Ἡ συντροφιὰ ἔκοβε τὸ μάσημα, ἐδιηγοῦντο ἀνέκδοτα, κοροϊδεύονταν, γελοῦσαν, ἐπειράζοντο. Ἐκεῖνος ἐμάσα κι ἔπινε ἀμίλητος.
- Μπὰ τὸν κόρακα! ἐψιθύριζε μέσ᾿ ἀπὸ τὰ δόντια του ὁ Μπαλαρῆς.
- Μωρὲ θὰ μᾶς φάει κι ἐμᾶς!... ἔλεγε ὁ Γαρίπης.
Ἒπειτ᾿ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἡ συντροφιὰ ἄρχισε ν᾿ ἀνησυχῇ. Ἕνας μὲ τὸν ἄλλον τοῦ ἔριχναν πόντους νὰ τοῦ δείξουν τὰ καθήκοντά του.
- Αὔριο τί θὰ φτιάσουμε, παιδιά;
- Εἶναι ἡ σειρὰ τοῦ Λινάρδου αὔριο. Ἂς φτιάσῃ ὅ,τι θέλῃ.
- Δὲν μπορεῖ ὁ Λινάρδος. Ποῦ νὰ κάτσῃ νὰ κάνῃ τέτοια πράματα!
- Ἅμα εἰπῇ τοῦ Νικολοῦ τοῦ Τσάντα τὸ ἑτοιμάζει στὴ στιγμή.
- Τί τοῦ Τσάντα; ἔλεγε ὁ Μπαλαρῆς. Ἂς πῇ ὁ Λινάρδος κι ἐγὼ τὸ ἑτοιμάζω στὸ φτερό. Πότε θέλτε; Θέλεις αὔριο; Καὶ κοίταξε τὸ γέρο στὰ μάτια ἐρωτηματικά.
- Ὡραῖο ψητό! κουρκουφίγγι!.. ἔλεγε ἐκεῖνος σφογγίζοντας μὲ τὸ μαντήλι τὰ μουστάκια του.
- Ἐγὼ τὸ ἑτοίμασα. Νὰ σοῦ φτιάσω ἐγὼ τζουβέκι ποὺ νὰ γλείφεις καὶ τὰ δάχτυλά σου. Πότε τὸ θές; ἐξαναρώτησε ὁ Μπαλαρῆς.
- Ἀφῆτε νὰ χωνέψουμε τοῦτο. Ἀπὸ τώρα θὰ σκεφτοῦμε γι᾿ αὔριο. Ἂς ζήσουμε ὣς αὔριο.
Ἡ συντροφιὰ ἔσκαε στὰ γέλια μὲ τὸν τρόπο ποὺ γλιστροῦσε ὁ Λινάρδος. Καὶ οἱ μέρες ἐπερνοῦσαν ἔτσι εὐχάριστες, ἀμέριμνες, μὲ γέλια καὶ μὲ χάχανα.
* * *
Ἀλλὰ ἔφτασε ὁ κόμπος στὸ χτένι. Ἀπόγεμα Σαββάτου καὶ τὸ Σταυροπάζαρο μοιάζει μὲ μεγάλο ἀρχοντικὸ ποὺ περιμένει γιορτή. Τὰ παιδιὰ τῶν μαγαζιῶν εἶναι ὅλα σὲ κίνηση. Τὰ περισσότερα μὲ τὰ ψηλὰ σαρώματα στὰ χέρια, σαρώνουν ὄχι μόνον τὸ πεζοδρόμι ἀλλὰ καὶ τὸ δρόμο ὁλόκληρο. Ἄλλα ξύνουν τοὺς πάγκους μὲ μαχαιράκια· ἄλλα γυαλίζουν τὶς ζυγαριὲς καὶ τὰ ζύγια· ἄλλα πλένουν τὰ ρακοπότηρα, ἄλλα καταβρέχουν. Ὁλοῦθε κίνησις καὶ θόρυβος. Οἱ ἐργάτες γυρίζουν ἀπὸ τὶς ἐργασίες συντροφιὲς συντροφιὲς καὶ σκορπίζουν ἐδῶ κι ἐκεῖ.
Ὁ Γαρίπης ἐκάθητο ἀπόξω ἀπὸ τὸ μαγαζὶ τοῦ μαζὶ μὲ τὸν Λινάρδο καὶ κοίταζαν τὴν κίνηση τῆς ἀγορᾶς, περιμένοντες μοιρολατρικῶς τοὺς πελάτες. Ὅ,τι στείλῃ ὁ Θεός!
Ἔξαφνα ἀκούστηκε ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ Στρεμενοῦ φωνὴ τραγουδιστὴ καὶ δυνατή:
- Κύριοι πολίτες!... Στοῦ Δημητράκη τὴν ταβέρνα, βάλανε καλὸ κρασί!... Ὀχτὼ λεφτὰ τὸ κατοστάρι, δεκαπέντε ἡ μισή! Ἂν ρωτᾶς γιὰ τὴν ἀκέρια τρέχα στὰ παλιὰ δεφτέρια!... |
Καὶ πρὶν νὰ σβήσῃ τὸ τραγούδι ἐφάνη ν᾿ ἀναβαίνῃ καταμεσῆς του δρόμου ὁ Κόλιας, ὁ τελάλης μὲ τὴ μεγάλη κορμοστασιά του, μὲ τὴν Ἀληπασάδικη γενειάδα του, τυλιγμένος στὰ ράκη του μεγαλοπρεπής, αὐστηρός, ἐπιβλητικός. Στὸ δεξὶ χέρι κρατοῦσε ἐπιδεικτικὰ ἕνα μεγάλο κομμάτι ρουμπίνι, μία φιάλη μὲ κρασὶ καὶ στὸ ἄλλο ποτήρι ἀδειανό. Ἐπλησίαζε τὶς διάφορες συντροφιές, ἔχυνε ἀπὸ λίγο κρασὶ στὸ ποτήρι καὶ τὸ ἔδινε νὰ δοκιμάσουν. Σύγκαιρα ἀντὶ νὰ δώσῃ ἀπάντηση εἰς τὸ ρώτημά τους, ἐτραγουδοῦσε δυνατὰ καὶ ρυθμικά:
Στὸν Δημητράκη τὴν ταβέρνα, βάλανε καλὸ κρασί! Ὀχτὼ λεφτὰ τὸ κατοστάρι, δεκαπέντε ἡ μισή! Ἂν ρωτᾶς γιὰ τὴν ἀκέρια τρέχα στὰ παλιὰ δεφτέρια!... |
-Ἀρχίζει τὸ γλέντι· εἶπε μὲ παιδικὴ χαρὰ ὁ Γαρίπης.
Καὶ πραγματικῶς ἀκούσθηκε ἀμέσως ἡ πρώτη βόμβα - Βζίτ!... Ὁ Κόλιας ἐτινάχτηκε σὰν τὸ ἄλογο ποὺ τὸ τσιμπᾶ ἀλογόμυγα καὶ κοίταξε γύρω του. Ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ ἕνα σοῦτ!... συγκρατητὸ ἐβγῆκε, ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καὶ τὸ βζίτ! δὲν ξανακούστηκε. Ὁ Κόλιας ἐπειράχτηκε περισσότερο. Σίγουρα ὑπῆρχε συνενόησις. Ταραγμένος ἔφτασε κοντὰ εἰς τοὺς δύο φίλους καὶ μὲ χέρια τρεμουλιαστὰ τοὺς κέρασε τὸ τελευταῖο κρασί.
- Βλέπω ἔχουμε ἡσυχία σήμερα, Διονύση· τοῦ εἶπε ὁ Γαρίπης.
- Ναί· διαβολικὴ ἡσυχία! ἐφώναξε δυνατὰ ὁ Κόλιας.
Κι ἐνῶ εἶχε τελειώσει τὴ δουλειά του καὶ ἠμποροῦσε νὰ φύγῃ, ἄρχισε πάλι νὰ κατεβαίνῃ τὸ Σταυροπάζαρο καὶ νὰ φωνάζῃ νευρικά:
- Μαρούλια! μαρούλια! Ἀγγουράκια, κολοκυθάκια, ραπανάκια! χλωρὰ κουκιά! Μπάμνιες, ντομάτες, μελιτζάνες!.. ποῦ νὰ σᾶς πάρῃ ὁ διάβολος!...
Τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν εἶχε στὰ χέρια του· δὲν ἦτο ἄλλωστε τῆς ἐποχῆς. Ἤθελε ὅμως νὰ κάνῃ νὰ τὸν προσέξουν στὴν ἀγορά, νὰ τὸν πειράξουν ὅπως ἄλλοτε, νὰ θυμώσῃ, νὰ βρίσῃ, νὰ γίνῃ ντόρος γύρω του. Ἀλλὰ τίποτα! Κανεὶς δὲν τὸν ἐπρόσεξε. Αὐτὸ τὸν ἐσκύλιαζε περισσότερο· τὰ γένια του ἄρχισαν νὰ τρέμουν καὶ τὰ πόδια του νὰ μὴν τὸν βαστάζουν γερά. Ὡστόσο ἐπέμενε νὰ κοιτάζῃ προκλητικά, ἔσπρωξε δύο τρεῖς μὲ τὶς πλάτες, τάχα κατὰ λάθος καὶ τέλος ἐφώναξε μυστικὰ βζίτ! βζίτ! τάχα πὼς τὸ φωνάζει ἄλλος. Καὶ ἔτσι ὅμως ἡ ἴδια ἀδιαφορία. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔσπρωχνε ἢ ποὺ πατοῦσε, πάγαιναν πάρα πέρα, ἐφυλάγοντο· μὰ οὔτε λέξη τοῦ ἔλεγαν, οὔτε γύριζαν νὰ τὸν κοιτάξουν. Ἐφρένιασε ὁ ἄνθρωπος.
Ἐστάθηκε ἄξαφνα, ἔβαλε τὰ χέρια στοὺς γοφούς, γύρισε τὰ μάτια πέρα δώθε καὶ ἄρχισε τὶς φωνές:
- Βζίτ! βζίτ!.. Μιλᾶτε ρὲ διάολοι! Βαλθήκατε νὰ μὲ τρελάνετε σήμερα!.. Φωναχτὲ βρὲ Βελζεβούληδες, Ἑωσφόροι, Ὀξαποδῶ, κακοῦργοι!... Βζίτ! βζίτ! βζίτ! βζίτ!..
* * *
Ὁ Λινάρδος ὡστόσο ἀκόμη ἔσκαε τὴ γλώσσα του ἀπὸ τὴν ἡδονὴ τοῦ κρασιοῦ ποὺ δοκίμασε.
- Σ᾿ ἄρεσε βλέπω· τοῦ εἶπε ὁ Γαρίπης.
- Μ᾿ ἄρεσε, λέει! Μ᾿ ἄρεσε! Μὰ κρασὶ εἶναι τοῦτο ἢ θεός!
- Πᾶμε νὰ πιοῦμε ἀπὸ ἕνα;
- Πᾶμε· θὰ κεράσω γώ· εἶπε πρόθυμα ὁ Λινάρδος.
Ὁ Γαρίπης παραξενεύτηκε· εἶπε πὼς δὲν ἄκουσε καλὰ καὶ ἤθελε νὰ βεβαιωθῇ.
- Ὄχι, δά· ἐγὼ θὰ κεράσω.
- Δὲ γίνεται· ἐπέμενε ὁ Λινάρδος. Εἶπα θὰ κεράσω γώ. Ξέρεις, ἐσένα δὲ σὲ λογαριάζω σὰν τοὺς ἄλλους. Σὰν παραστρατισμένος μοῦ φαίνεσαι μέσα σὲ κείνη τὴν παρέα.
Ἀληθινὰ ἦτο παραστρατισμένος ὄχι μόνον στὴ συντροφιὰ ἀλλὰ καὶ μέσα στὸ χωριὸ ὁ Γαρίπης. Λεπτός, αἰσθηματικός, ἐπιφυλακτικός, ἐμοίαζε σὰν νὰ ἔπεσε ἀπὸ ἄλλη πιὸ πολιτισμένη κοινωνία ἐκεῖ. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἠμποροῦσε νὰ κάμῃ ἀλλιῶς ἐπέμενε νὰ συμμορφωθῇ μὲ τὸ περιβάλλον ὅπως ἕνας ἄλλος θὰ τὸ ἔριχνε στὸ κρασί, στὰ χαρτιὰ ἢ στὸ χαρτοπαίγνιο. Γιὰ τοῦτο καὶ τώρα ποὺ τοῦ τὸ θύμησε ὁ Λινάρδος ἐμελαγχόλησε.
- Ἄσ᾿ τα! εἶπε· τί κάθεσαι καὶ ψιλοκοσκινίζεις.
Καὶ κοίταξε ἐρευνητικὰ γύρω του. Ὁ Λινάρδος ὑποψιάστηκε πὼς ἤθελε νὰ εἰδοποιήσῃ καὶ τοὺς ἄλλους.
- Ἄσ᾿ τους! εἶπε· μὴν τοὺς λὲς τίποτα. Πᾶμε μόνοι μας νὰ τὸ τραβήξουμε.
Φυσικὰ ὁ Γαρίπης ἔκαμε τὸ ἀντίθετο. Ἔκλεισε τὸ μάτι τοῦ Μπαλαρῆ, ὁ Μπαλαρῆς τοῦ συντρόφου του, ἐκεῖνος τοῦ Ἄου καὶ στὴ στιγμὴ ἡ μισὴ ἀγορὰ ἤξερε τὸ μέγα γεγονὸς ὅτι ὁ Λινάρδος ἐπήγαινε νὰ κεράσῃ τὸ Γαρίπη.
Δὲν ἔφτασε ὁ τηλέγραφος τῶν ματιῶν ἀλλὰ ἐμπῆκε εἰς ἐνέργεια καὶ τὸ χέρι. Ὁ Γαρίπης πηγαίνοντας δίπλα στὸ Λινάρδο μὲ τὰ χέρια πίσω, ἔγνεφε νὰ τὸν ἀκολουθήσουν φίλοι καὶ γνώριμοι. Καὶ ἔγινε ὅπως ἤθελε. Μόλις ἔφθασαν στὸ κρασοπουλειὸ καὶ διέταξαν τὸ κατοσταράκι σὲ δύο ποτήρια, ἐφάνηκαν, ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλον, ἀπὸ διάφορα μέρη τῆς ταβέρνας οἱ φίλοι. Πρῶτοι ἐφάνηκαν ὁ Ἄου μὲ τὸν Μπαλαρῆ καὶ ξαφνίστηκαν τάχα ποὺ τοὺς εἶδαν.
- Μπά! ἔτσι, μοναχοί σας τὸ πίνετε;
Ὁ Λινάρδος γιὰ νὰ φανῇ κουβαρντᾶς εἶπε ἀμέσως στὸν ταβερνιάρη.
- Μοίρασέ το στὰ τέσσερα!.. καὶ ἀμέσως ἔριξε μία δεκάρα στὸν πάγκο.
Ὁ ταβερνιάρης ἐπῆρε ἄλλα δύο ποτήρια καὶ ἄρχισε ψηλοκρεμαστὰ καὶ ἀργὰ νὰ μοιράζῃ τὸ κατοσταράκι στὰ τέσσερα καὶ νὰ ψιθυρίζῃ τραγουδιστά.
- Τὸ ρουμπί, τὸ ρουμπί, τὸ ρουμπίνι τὸ κρασί. Τὴν καρδού! τὴν καρδού! τὴν καρδούλα μου τὴ σεῖ!... Ἀμέσσσ!.. Μία δεκάρα στὰ ὅλα καὶ δεκαπέντε ρέστα!...
-Ἐμεῖς μοῦλοι ἤμαστε! Δὲν μᾶς γέννησε μάνα καὶ μᾶς! ἀκούσθηκε ἄξαφνα ἡ φωνὴ τοῦ Ἴκκινη μαζὶ μὲ τὸν Παλιαδερφό. Ὁ Λινάρδος δυσαρεστήθηκε· ἀλλὰ δὲν ἠθέλησε νὰ τὸ δείξῃ. - Καλῶς τους! εἶπε· ἐλᾶτε. Φέρε δύο ποτήρια ἀκόμη.
Καὶ ἠθέλησε ν᾿ ἀδειάσῃ ἀπὸ τὸ ποτήρι του.
- Τί; ἕνα κατοστάρι στὰ ἕξι! εἶπε ὁ Μπαλαρῆς.
- Γιὰ νὰ μεταλάβομε ἤρθαμε; εἶπε ὁ Ἄου.
- Κάμε τὸ μισή! διέταξε ὁ Ἴκκινης.
- Νὰ βάλω; ρώτησε ὁ ταβερνιάρης τὸν Λινάρδο πιάνοντας τὴν ὀκά.
- Ἐγὼ κατοστάρι πλήρωσα. Νὰ τὴ δεκάρα.
- Μὰ δὲ φτάνει οὔτε τὸ λαρύγγι μας νὰ βρέξομε!
- Φτάνει καὶ παραφτάνει· δὲν ἤρθαμε νὰ μεθύσουμε.
- Πιάσε μας μισή, βρὲ ἀδελφέ! ἐπίμενε ὁ Ἴκκινης.
- Δὲν τὸ λέει ὁ Λινάρδος. Ἂς τὸ εἰπῇ καὶ πιάνω μία βαρέλα· εἶπε ὁ ταβερνιάρης.
- Δὲν ἔχω ἄλλα λεφτὰ μαζί μου· εἶπε ὁ Λινάρδος.
- Δὲν πειράζει· τὰ γράφω.
- Ὄχι· βερεσέδια δὲ θέλω.
- Πιάσε μας μισὴ καὶ πληρώνω γώ, ἀδερφέ! εἶπε τάχα θυμωμένος ὁ Γαρίπης.
Ὁ Λινάρδος τὸν κοίταξε στὰ μάτια, ἐκατάλαβε τὸ λάθος του, ἐξεροκατάπιε καὶ τέλος βάζοντας ὅσην μποροῦσε προσπάθεια εἶπε στὸν ταβερνιάρη:
- Ἂς εἶναι· βάλε μας ὅλη τὴ δεκάρα.
* * *
Ὅταν τὸ βράδυ συνάχθηκε ἡ συντροφιὰ ὁ Γαρίπης ἀγαναχτισμένος εἶπε:
- Καταλαβαίνετε τί μᾶς γίνεται, ρὲ παιδιά; Ἐμεῖς γελᾶμε μὲ ὅλο τὸ χωριὸ κι ὁ Λινάρδος γελάει μ᾿ ἐμᾶς. Μᾶς φουσκώνει τὰ μάγουλα γιὰ καλά. Δὲν ἐννοῶ ἄλλη φορὰ νὰ πάρῃ ἀπὸ μᾶς οὔτε ἕνα ποτήρι νερό.
- Νὰ μὴν πάρῃ δὲν εἶναι τίποτα· εἶπε ὁ Ἴκκινης. Τὸ ζήτημα εἶναι πῶς νὰ πληρώσῃ ἐκεῖνα ποὺ ἔφαγε.
- Ποῦ πιάνεται! Ξέρεις τί πονηρὸ ζουλάπι εἶναι! εἶπε ὁ Μπαλαρῆς.
- Θὰ πιαστεῖ! ἐπέμεινε ὁ Γαρίπης. Μὲ ὅλες τὶς πονηριές του, θὰ πιαστεῖ. Σᾶς τὸ ὑπόσχομαι.
- Νὰ ἰδοῦμε.
Καὶ ἀληθινὰ δὲν ἄργησαν πολὺ νὰ τὸ ἰδοῦν.
Ὁ Νικολὸς ὁ Τσάντας εἰδοποίησε τὴ συντροφιὰ ὅτι ὁ Λινάρδος ἐψώνισε ἀρνάκι τοῦ γάλακτος. Ὁ Γαρίπης ἔβαλε εἰς ἐνέργειαν τὸ σχέδιό του. Ἐπῆγε ἴσα στὸ Λινάρδο.
- Τί ἔχεις σήμερα;
- Τί νὰ σοῦ εἰπῶ ἀδερφέ, εἶπε ἐκεῖνος σηκώνοντας τοὺς ὤμους. Ἤθελα νὰ νηστέψω, γέρος ἄνθρωπος, μὰ δὲ βρίσκεις καὶ τί νὰ φᾶς. Οὔτε ξέρω τί νὰ κάμω...
- Ἐγὼ ἔχω μία πείνα!...
- Πίνα;
Ὁ Λινάρδος ἐκοίταξε τὸν φίλο του μὲ ἀπορίαν καὶ ζήλια μαζί. Ἀμέσως ἔνοιωσε νὰ τοῦ γαργαλίζῃ τὴ μύτη ὀσμὴ τῆς θαλάσσης τόσο δυνατὴ ποὺ τὸν ἔκαμε νὰ δακρύσῃ· ἡ γλώσσα του χωρὶς νὰ θέλῃ ἔσκασε ἀπολαυστικὰ καὶ βγῆκε ἀπὸ τὰ χείλη του. Εἶδε ἐμπρός του τὰ μεγάλα ὄστρακα τῆς πίνας μισοανοικτὰ νὰ στάζουν ἅλμη καὶ νὰ ὑπόσχονται ἀπολαύσεις, ὅπως τὰ βελουδένια κουτιὰ γαργαλίζουν τὴ γυναίκα. Καὶ ἔπειτα πάλι εἶδε τὸ κρέας της μέσα στὸ πιάτο καρυκευμένο μὲ κρεμμυδάκια ψιλὰ ψιλὰ μὲ μαϊδανὸ νὰ μοσχοβολᾶ γαργαλιστικὰ μὲ τὴν σάλτσαν μελανήν.
- Ἔχεις πίνα, εἶπες; ξαναρώτησε.
- Πείνα ποὺ δὲ σὲ βλέπω.
- Ποῦ τὴν ηὖρες; Δὲν εἶδα τέτοιο πράμα στὸ παζάρι.
- Μοῦ τὴν ἔστειλαν ἀπ᾿ τὴ Γλαρέτζα. Ὁ Λευκαδίτης. Τοῦ ᾿κανα κάποια δουλειὰ καὶ γιὰ νὰ μ᾿ εὐχαριστήσῃ μοῦ τὴν ἔστειλε.
- Πότε;
- Σήμερα τὴν αὐγή.
- Τὴν ἔφτιασες;
- Μοῦ τὴν ἔστειλε ἕτοιμη. Ξέρεις· θέλει τέχνη γιὰ νὰ τὴ φκιάσῃς. Νὰ βγάλεις τὸ κάρβουνο. Στὴ Γλαρέτζα εἶναι τεχνίτες.
- Θὰ τὴν φᾶτε στὸν καφενέ!
- Μπά! τ᾿ εἶναι ὁ κάβουρας τί εἶν᾿ τὸ ζουμί του; Ἂν τὴν φανερώσω στὴν παρέα δὲ θὰ φτάσῃ οὔτε ἀπὸ μία πιρουνιά. Ἄ! μονάχος μου θὰ τὴν δουλέψω. Νὰ καταλάβω φαγί.
- Ἔχεις δίκιο.
- Καὶ νὰ ἰδῇς ποὺ δὲν ξέρω πῶς νὰ τοὺς ξεφύγω. Ὅπου καὶ νὰ πάω θὰ μ᾿ εὕρουν. Νὰ κλειστῶ στὸ μαγαζὶ θὰ σπάσουν τὴν πόρτα. Νὰ πάω σπίτι θὰ ἔρθουν ἀποκοντά.
- Ἂν θέλεις κάνεις ὅπως θὰ σοῦ εἰπῶ. Ὁ Λινάρδος ἐκόμπιασε. - Ἔλα νὰ φᾶς στὸ μαγαζί· εἶπε μὲ τρεμουλιαστὴ φωνή.
Ὁ Γαρίπης χαμογέλασε πονηρά. Ὁ Λινάρδος πειράχτηκε.
- Ὄχι· ἔσπευσε νὰ εἰπῇ. Μὴ θαρρεῖς πὼς θέλω νὰ φάω ἀμάκα. Ἔχω κι ἐγὼ τὸ φαΐ μου. Γιὰ νὰ φυλαχτεῖς ἀπὸ τοὺς ἄλλους στὸ λέω. Θὰ κάτσουμε στὸ πίσω μέρος τοῦ μαγαζιοῦ καὶ θὰ βάλω τὸ παιδὶ νὰ φυλάῃ. Ὅποιος ἔρθῃ, τσ! δὲν εἶναι μέσα!..
- Τί φαῒ ἔχεις ἐσύ: ρώτησε ὁ Γαρίπης μὲ φανερὴ δυσπιστία.
- Χελομάνα ἀπὸ τὸ Κοτίχι· ἔσβησε τὴ φωτιὰ ἀπὸ τὸ πάχος. Μοῦ τὴν ἔφερε ὁ Κράγκαρης.
- Θαλασσινὰ καὶ τὰ δύο, πάει πολύ! εἶπε ὁ Γαρίπης σουφρώνοντας τὰ χοντρόχειλά του μὲ δυσαρέσκεια.
- Ἔχω καὶ ψητό! ἐπρόσθεσε βιαστικὰ ὁ Λινάρδος. Ἀρνάκι τοῦ γαλάτου. Στάσου νὰ ἰδεῖς. Καὶ γυρίζοντες πρὸς τὰ μέσα τοῦ μαγαζιοῦ ἐφώναξε. - Σταῦρο! Σταῦρο!
- Ἀμέσως!... ἀκούστηκε ψηλοκρεμαστὴ φωνή. Καὶ φάνηκε μπροστά του ξυπόλυτος, μὲ ἀλατζένια ποδιὰ μακρύτερη ἀπὸ τὸ ἀνάστημά του, ξεσκούφωτος ὑπηρετάκος.
- Τί ἐψώνισες σήμερα; ρώτησε ὁ Λινάρδος.
- Ἀρνάκι τοῦ γαλάτου... νεφραμιά.
- Καὶ τί τὸ ᾿καμες;
- Τὸ ᾿βαλα στὸ φοῦρνο· γκιουβέτσι.
- Ἦταν παχύ;
- Κουρκουφίγγι!
- Καλά, ἂς εἶναι... Μὲ κατάφερες· εἶπε ὁ Γαρίπης, χαριζόμενος δῆθεν εἰς τὴν ἐπιμονὴ τοῦ Λινάρδου. Ἀλλὰ κοίταξε καλά. Μὴ μᾶς πάρουν μυρουδιὰ οἱ ἄλλοι!
- Ἔννοιά σου. Πήγαινε σὺ νὰ φέρεις τὴν πίνα σου κι ἐγὼ ἑτοιμάζω. Ἀπὸ τὴν πίσω πόρτα. Νὰ ξέρεις.
- Ἑτοίμασε κι ἔφτασα.
* * *
Δὲν πέρασε μισὴ ὥρα καὶ οἱ δύο φίλοι εἶχαν ἀρχίσει τὸ φαγί. Δύο σαπουνοκασέλες, ριγμένες τ᾿ ἀπίστομα καὶ στρωμένες μὲ καθαρὸ ἀλατζένιο τραπεζομάντιλο ἔκαναν τὸ τραπέζι· καὶ δύο κάσες τοῦ πετρελαίου ἐχρησίμευαν γιὰ καθίσματα. Στὴ μέση ἦταν τοποθετημένος ὁ χωμάτινος νταβᾶς μὲ τὸ ψητό, ποὺ ἀληθινὰ καὶ νεκρὸ ἀνάσταινε. Δίπλα ἕνας μαστραπᾶς γεμάτος κρασὶ καὶ ποτήρια. Ἐπειδὴ δὲν εἶχε παράθυρο ἄφησαν ἀνοιχτὴ τὴν πόρτα γιὰ νὰ μπαίνῃ λίγο φῶς· ἄλλωστε ἀποκεῖ ὁ δρόμος ἦτο στενοσόκακο καὶ δὲν ὑπῆρχε φόβος νὰ τοὺς ἐνοχλήσῃ διαβάτης. Ὅταν τὸν εἶδε μὲ ἀδειανὰ τὰ χέρια τὸ Γαρίπη ὑποψιάστηκε ὁ Λινάρδος καὶ τὸν ρώτησε ἀνήσυχα:
- Ποῦ εἶναι τὸ φαγί;
- Τώρα θά ᾿ρθῃ· τὸν ἡσύχασε ἐκεῖνος. Μὴ ρωτᾶς· ἐκινδύνεψα νὰ τοὺς ξεφύγω. Κάτι πῆραν μυρουδιὰ καὶ δὲ μὲ ἄφηναν βῆμα ἀπὸ κοντά τους. Φαντάσου! εἶπα πὼς πάω στὴν ἀνάγκη μου γιὰ νὰ γλυτώσω· μὰ ποῦ! Ὁ Μπαλαρῆς ἀκόμα στέκει καὶ μὲ περιμένει στὴν πόρτα. Ἐγὼ πήδησα ἀπὸ τὴν πίσω μάντρα καὶ ξέφυγα, θαρρῶ πὼς ξεσκίστηκα κι ὅλα. Ἐπρόσθεσε κοιτάζοντας ἀνήσυχα τὸ πανταλόνι του.
- Καὶ ἡ πίνα; ξαναρώτησε ὁ Λινάρδος.
- Θὰ ᾿ρθῃ. Ἔστειλα τὸ Λάμπρο τὸν Μποντὲ νὰ τὸ πάρῃ ἀπὸ τὸ σπίτι.
- Μὴν τὸν πιάσουνε στὸ δρόμο;
- Μπά. Τοῦ εἶπα νὰ ἔρθῃ ἀπὸ τὴ Λάκκα.
- Καὶ δὲ θὰ γνωρίσουν τὸ τσουκάλι;
- Καλά! Ἔχουσι τὸν νοῦν οἱ φύλακες. Τοῦ εἶπα νὰ βάλῃ τὸ τσουκάλι μέσα στὴν καρδάρα καὶ νὰ τὸ σκεπάσῃ μὲ τὸ τυροπάνι. Ὅποιος τὸν ἰδεῖ, θὰ εἰπῇ πὼς φέρνει γάλα νὰ πουλήσῃ.
- Ὡραία! Μπράβο! Μὰ τοῦ εἶπες νά ᾿ρθῃ ἀπὸ τὴν πίσω πόρτα;
- Τοῦ εἶπα. Κάτσε τώρα καὶ θὰ κρυώσῃ τὸ φαγί.
- Δὲ θὰ περιμένουμε;
- Τί νὰ περιμένουμε; Τὸ θαλασσινὸ βλέπεις τρώγεται καὶ κρύο. Μὰ τὸ τζουβέκι...
- Ἔχεις δίκιο...
Ἐκάθισε· ἀλλ᾿ ὁ Λινάρδος δὲν ἔτρωγε μὲ τόση προθυμία ὅπως ὁ σύντροφός του. Δὲν ἤθελε νὰ χορτάσῃ. Κρέας θὰ εὕρισκε καὶ αὔριο· ἤθελε ν᾿ ἀπολαύσῃ τὸ θαλασσινό.
- Ἐβίβα! ἐχαιρέτησε μὲ τὸ ποτήρι στὸ χέρι ὁ Γαρίπης.
- Ἐβίβα· πάντα μὲ τὸ καλό· εὐχήθηκε ὁ Λινάρδος.
- Πάντα τέτοια.
- Ἀμήν, Παναγία μου!
Ἔξαφνα ἀκούστηκαν πατήματα εἰς τὸν δρόμον.
- Κάποιος ἔρχεται· εἶπε μὲ συγκίνηση ὁ Λινάρδος.
- Ὁ Μποντὲς θὰ εἶναι. Τὴν φέρνει...
Ἀλλ᾿ ἀντὶ νὰ φανῇ ὁ Μποντὲς μὲ τὴν πίνα ἐφάνη ἕνας εὔελπις, ἕνα παιδὶ μὲ τὸ καμουτσὶ στὸ χέρι, μὲ τὴν τρίτσα ἀναρριχτα στὸ κεφάλι, καταϊδρωμένο.
- Μπαρμπα-Λινάρδο· εἶπε λαχανιάζοντας· τρέχα στὸ σπίτι· σὲ θέλει ἡ κυρά.
- Ποιὰ κυρά, μωρέ;
- Ἡ γυναίκα σου. Τώρα τοὺς ἔφερα μὲ τὸ κάρο. Νὰ τρέξῃς, λέει, στὸ σπίτι. Νὰ πᾶς καὶ τὸ γιατρό.
- Τὸ γιατρό; ἡ γυναίκα μου;
- Ναί· ἀρρώστησε τὸ παιδί. Προφτάνεις δὲν προφτάνεις.
- Συφορά μου;
- Δὲν θὰ εἶναι τίποτα... Μὴν κάνεις ἔτσι· εἶπε ὁ Γαρίπης.
Ἀλλὰ ὁ Λινάρδος εἶχε τιναχθεῖ ὀρθὸς καὶ ὅπως ἦταν ξεσκούφωτος καὶ ἀκατάστατος πετάχτηκε ἀπὸ τὴν πόρτα, ρίχνοντας μόνον δύο λόγια στὸ σύντροφό του.
- Ἔχε ἔννοια τὸ μαγαζί...
* * *
Ἐνῷ ἀπὸ τὴ μία πόρτα ἔβγαινε ὁ Λινάρδος στὴν ἄλλη ἐφάνηκαν γελαστὲς οἱ μορφὲς τῶν τριῶν φίλων.
- Τοῦ τὴν κατάφερες μία χαρά! εἶπε ὁ Ἄου στὸ Γαρίπη.
- Νέφτι τοῦ ᾿βαλες! πρόσθεσε ὁ Ἴκκινης. -Ἂς λείπουν τὰ σχόλια· εἶπε ὁ Μπαλαρῆς, παίρνοντας τὴ θέση του στὸ τραπέζι. Θὰ κρυώσῃ τὸ γκιουβέτσι.
- Καὶ θὰ πλακώσῃ ὁ Λινάρδος.
- Δὲν εἶναι φόβος· εἶπε ὁ Γαρίπης· τὸ σπίτι του εἶναι μακριά. Ὥστε νὰ πάῃ καὶ νὰ ᾿ρθῃ τελειώνουμε.
-Ο εὔελπις τὰ κατάφερε καλά;
- Περίφημα!
Ἐκάθισαν καὶ ἄρχισαν μὲ τὴ συνηθισμένη τους ὄρεξη τὸ φαγί. Ὅ,τι ἔλειπε ἀπὸ τὸ τραπέζι, ἔστελναν τὸ παιδὶ τοῦ μαγαζιοῦ νὰ παίρνῃ λεφτὰ ἀπὸ τὸν μπεζαχτᾶ καὶ νὰ ψωνίζῃ ψωμί, τυρί, φροῦτα· νὰ γεμίζῃ καὶ τὴν κανάτα κρασί. Ἡ διαφορὰ ἀπὸ ἄλλοτε ἦταν ὅτι ὅλα τὰ ἔκαναν βιαστικά. Ὅταν ἐτελείωσαν, ἔστειλαν τὸν ὑπηρετάκο κάπου γιὰ δουλειά, ἔκλεισαν τὴν πίσω πόρτα τοῦ μαγαζιοῦ, ἔκλεισαν καὶ τὴν μπροστινὴ καὶ εὔθυμοι σὰν παιδιὰ τοῦ σχολείου ἐπῆγαν στὸν καφενὲ γιὰ τὸν καφέ τους. Πρὶν ὅμως ὁ Γαρίπης ἔγραψε μὲ κιμωλία στὴν πόρτα:
Κλειστὸν ἕνεκα πένθους.
Τὸ πλοῖο ὁλοσκότεινο ἔσχιζε τὰ νερὰ ζητώντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του. Δὲν εἶχε ἄλλο φῶς παρὰ τὰ δύο χρωματιστὰ φανάρια τῆς γέφυρας ζερβόδεξα· ἕνα ἄλλο φανάρι ἄσπρο ἀκτινοβόλο ψηλὰ εἰς τὸ πλωριὸ κατάρτι καὶ ἄλλο ἕνα μικρὸ πίσω εἰς τὴν πρύμη του. Τίποτε ἄλλο. Οἱ ἐπιβάτες ἦσαν ὅλοι ξαπλωμένοι στὶς κοκέτες τους, ἄλλοι παραδομένοι στὸν ὕπνο καὶ ἄλλοι στοὺς συλλογισμούς. Οἱ ναῦτες καὶ θερμαστές, ὅσοι δὲν εἶχαν ὑπηρεσία ἐροχάλιζαν εἰς τὰ γιατάκια τους. Ὁ καπετάνιος μὲ τὸν τιμονιέρη ὀρθοὶ στὴ γέφυρα, μαῦροι ἴσκιοι, σχεδὸν ἐναέριοι, ἔλεγες πὼς ἦσαν πνεύματα καλόγνωμα, ποὺ ἐκυβερνοῦσαν στὸ χάος τὴν τύχη τοῦ τυφλοῦ σκάφους καὶ τῶν κοιμωμένων ἀνθρώπων.
Ἔξαφνα ἡ καμπάνα τῆς γέφυρας ἐσήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα ἐσήμανε καὶ ἡ καμπάνα τῆς πλώρης. Τὸ καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, ἐπέμενε νὰ ρίχνῃ τόνους μεταλλικοὺς περίγυρα, κάτω στὴ σκοτεινὴ θάλασσα καὶ ψηλὰ στὸν ἀστροφώτιστο οὐρανὸ καὶ νὰ κράζῃ ὅλους εἰς τὸ κατάστρωμα. Καὶ μὲ μιᾶς τὸ σκοτεινὸ πλοῖο ἐπλημμύρισεν ἀπὸ φῶς, ἀπὸ θόρυβο, ἀπὸ ζωή. Ἄφησε τὸ πλήρωμα τὰ γιατάκια του καὶ οἱ ἐπιβάτες τὶς κοκέτες τους.
Ἐμπρὸς εἰς τὴν πλώρη καὶ εἰς τὴν πρύμη πίσω ἀνυπόμονες ἔφευγαν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ναύκληρου οἱ σαΐτες, ἔφθαναν λὲς τ᾿ ἀστέρια κι ἔπειτα ἔσβηναν στὴν ἄβυσσο, πρασινοκόκκινα πεφτάστερα.
Τὰ ξάρτια, τὰ σχοινιά, οἱ κουπαστὲς ἔλαμπαν σὰν ἐπιτάφιοι ἀπὸ τὰ κεριά. Καὶ δὲν ἦταν ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ καράβι παρὰ ἕνα μεγάλο πολυκάντηλο, ποὺ ἔφευγε ἀπάνω στὰ νερὰ σὰν πυροτέχνημα.
Ἡ γέφυρα στρωμένη μὲ μία μεγάλη σημαία ἐμοίαζε ἁγιατράπεζα. Ἕνα κανίστρι μὲ κόκκινα αὐγὰ καὶ ἄλλο μὲ λαμπροκούλουρα ἦταν ἀπάνω. Ὁ πλοίαρχος σοβαρὸς μὲ ἕνα κερὶ ἀναμμένο στὸ χέρι ἄρχισε νὰ ψέλνῃ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη. Τὸ πλήρωμα κι οἱ ἐπιβάτες γύρω του, ξεσκούφωτοι καὶ μὲ τὰ κεριὰ στὰ χέρια, ξανάλεγαν τὸ τροπάρι ρυθμικὰ καὶ μὲ κατάνυξη.
- Χρόνια πολλά, κύριοι!... Χρόνια πολλά, παιδιά μου!.. εὐχήθηκε ἅμα ἐτέλειωσε τὸν ψαλμό, γυρίζοντας πρῶτα στοὺς ἐπιβάτες κι ἔπειτα στὸ πλήρωμα ὁ πλοίαρχος.
- Χρόνια πολλὰ καπετάνιε! χρόνια πολλά!... ἀπάντησαν ἐκεῖνοι ὁμόφωνοι.
- Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια σας, κύριοι! Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια μας παιδιά! ἐξαναεῖπε ὁ πλοίαρχος, ἐνῶ ἕνα μαργαριτάρι ἐφάνη στὴν ἄκρη τῶν ματιῶν του.
- Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια μας, καπετάνιε!
Ἔπειτα ἐπέρασε ἕνας ἕνας, πρῶτα οἱ ἐπιβάτες ἔπειτα τὸ πλήρωμα, ἐπῆραν ἀπὸ τὸ χέρι του τὸ κόκκινο αὐγὸ καὶ τὸ λαμπροκούλουρο καὶ ἄρχισαν πάλι οἱ εὐχὲς καὶ τὰ φιλήματα:
- Χριστὸς Ἀνέστη.
- Ἀληθινὸς ὁ Κύριος.
- Καὶ τοῦ χρόνου σπίτια μας...
Οἱ ἐπιβάτες ἐτράβηξαν στὰς θέσεις τους νὰ φᾶνε τὴ μαγερίτσα. Οἱ ναῦτες ζευγαρωτὰ στοὺς διαδρόμους, ἐφίριραν τ᾿ αὐγά τους, ἐγελοῦσαν, ἐσπρώχνοντο συναμεταξύ τους, ἔτρωγαν λαίμαργα, ἐκαλοχρονίζοντο σοβαρὰ καὶ κοροϊδευτικά.
Ἔπαψε τὸ καμπανοχτύπημα· ἕνα ἕνα ἔσβησαν τὰ κεριά. Τὸ καράβι ἐβυθίστηκε πάλι στὴν ἡσυχία του. Ὁ καπετάνιος καὶ ὁ τιμονιέρης καταμόναχοι ἐπάνω στὴ γέφυρα, πνεύματα θαρρεῖς ἐναέρια, ἐξακολουθοῦσαν τὴ δουλειά τους σιωπηλοὶ καὶ ἄγρυπνοι:
- Ἕνα κάρτο μαΐστρο!
- Μαΐστρο!
- Γραμμή!
- Γραμμή!
Καὶ τὸ πλοῖο ὁλοσκότεινο πάλι ἐξακολούθησε νὰ σχίζῃ τὰ νερά, ζητώντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του.