Ἄγγελος Σικελιανός

ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΗ

(1915)

Στὸ ρόδινα μάκαριο φῶς, νά με, ἀνεβαίνω τῆς αὐγῆς,
                    μὲ σηκωμένα χέρια,
ἡ θεία γαλήνη μὲ καλεῖ τοῦ πέλαου, ἔτσι γιὰ νὰ βγῶ
                    πρὸς τὰ γαλάζια αἰθέρια·

μὰ ὢ ἄξαφνες πνοὲς τῆς γῆς ποὺ μὲς στὰ στήθια μου χυμᾶν
                    κι ἀκέρια με κλονίζουν!
Ὦ Δία, τὸ πέλαγο εἶν᾿ βαρὺ καὶ τὰ λυτά μου τὰ μαλλιὰ
                    σὰ πέτρες μὲ βυθίζουν!

Αὖρες τρεχάτε -ὦ Κυμοθόη, ὦ Γλαύκη,- ἐλᾶτε πιάστε μου
                    τὰ χέρια ἀπ᾿ τὴ μασκάλη.
Δὲ πρόσμενα ἔτσι μονομιᾶς παραδομένη νὰ βρεθῶ
                    μὲς στοῦ Ἥλιου τὴν ἀγκάλη...