Ἡ Πορεία τῆς παραδοσιακῆς μουσικῆς στὴν Ἑλλάδα

[Ρίζες Μουσικῆς] [Πορεία Μουσικῆς] [Παραδοσιακοὶ Χοροί] [Μουσικὰ Ὄργανα]


Οἱ ρίζες τῆς Ἑλληνικῆς μουσικῆς

Οἱ πρῶτες μουσικὲς παραστάσεις ποὺ ἔχουν σωθεῖ στὴν Ἑλλάδα ἀνήκουν στὸν Κυκλαδικὸ Πολιτισμὸ καὶ χρονολογοῦνται ἀπὸ τὰ τέλη τῆς Γ´ χιλιετίας π.Χ. καὶ ἀπεικονίζουν δυὸ μουσικὰ ὄργανα: μιὰ ἅρπα καὶ ἕνα διπλὸ αὐλό. Λίγο ἀργότερα, γύρω στὰ μέσα της Β´ χιλιετίας π.Χ., ὁ Μινωϊκὸς Πολιτισμὸς μᾶς παρουσιάζει μερικὲς εἰκόνες μουσικῶν σκηνῶν μὲ λύρες ἢ διαύλους. Πρέπει νὰ περάσει μισὴ χιλιετία γιὰ νὰ ξαναβροῦμε μουσικὲς παραστάσεις στὸν ἑλληνικὸ χῶρο.

Ἡ Ἀρχαία Ἑλλάδα, εἰδικῶς ὁ Η´ αἰ. π.Χ. ἔχει καίρια σημασία, γιατί σὲ αὐτὸν συντελεῖται μία ταχύτατη ἄνοδος στὸν ἑλληνικὸ μουσικὸ πολιτισμό. Ἔτσι, ἡ μουσικὴ μαζὶ μὲ τὴν ποίηση προηγήθηκαν συγκριτικὰ μὲ τὶς κλασικὲς τέχνες. Στὰ χρόνια τῶν λυρικῶν, ἡ ἑλληνικὴ μουσικὴ εἶχε φτάσει σὲ πλήρη ἀκμὴ καὶ τὴ διατηρεῖ γιὰ 200-250 χρόνια. Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ Ε´ αἰ. π.Χ. κι ἔπειτα, ἀρχίζει ἡ καθοδικὴ πορεία τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς, ποὺ θὰ συνεχιστεῖ ὡς τὸ τέλος τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς. Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ μουσικὴ δὲν χρησιμοποιοῦσε τὴν ὀρχήστρα ἢ συνδυασμοὺς πολλῶν ὀργάνων, ἐφόσον δὲν ἀνταποκρίνονταν στὰ ἰδεώδη της, ἀλλὰ δεχόταν μόνο πολυπρόσωπες χορωδίες. Οἱ ἀπεικονίσεις μουσικῶν σκηνῶν εἶναι πολὺ ἐντυπωσιακές, γιατί χαρακτηρίζουν μὲ ἀκρίβεια καὶ δύναμη τὸ ἦθος τῆς σκηνῆς καὶ τὸ ρόλο τῆς μουσικῆς μέσα στὴ ζωή.

Μιὰ ἄλλη μεγάλη σελίδα τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς ἀντιπροσωπεύει ἡ μεσαιωνικὴ ἢ Βυζαντινὴ μουσική, γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχουμε ἀρκετὲς πληροφορίες, ἀλλὰ γνωρίζουμε μετὰ βεβαιότητας ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἀποκλειστικὰ φωνητικὴ μουσική, μιὰ καὶ ἡ χρήση μουσικῶν ὀργάνων ἀπαγορευόταν μέσα στὴν ἐκκλησία. Κατὰ τὴ μεταβυζαντινὴ περίοδο καὶ σὲ ὅλη τὴν Τουρκοκρατία ἡ βυζαντινὴ παράδοση συνεχίστηκε στὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική.

Ἡ Νεώτερη ἑλληνικὴ παράδοση βασίζεται σὲ δυὸ στοιχεῖα: τὴ βυζαντινὴ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ καὶ τὴ λαϊκὴ μουσική, ποὺ πιθανότατα προέρχεται ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ λαϊκὴ μουσική, μολονότι σὲ ὁρισμένες ἀπὸ τὶς πιὸ ἀπομονωμένες περιοχὲς ἔχει διατηρήσει καὶ ὁρισμένα ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἢ ἄλλης προέλευσης κατάλοιπα. Καὶ ἐνῷ ἡ ἴδια ἡ λαϊκὴ μουσικὴ φαίνεται νὰ ἔχει πολὺ μικρὴ ἐπίδραση ἀπὸ τὴν τουρκο-ἀραβικὴ μουσική, τὰ ὄργανά της ἔχουν προέλευση τουρκο-αραβο-περσική. Στὰ νησιὰ συναντοῦμε ἰταλικὲς ἐπιδράσεις, στὴ Βόρεια Ἑλλάδα μουσικὰ γένη ποὺ ἐπικρατοῦν σὲ ὅλα τὰ κεντρικὰ Βαλκάνια. Ἡ λαϊκὴ μουσικὴ τῆς Ἑλλάδας εἶναι ἐλάχιστα γνωστὴ σὲ σχέση μὲ τὴ λαϊκὴ μουσικὴ ἄλλων χωρῶν. Ἡ ποικιλία τῶν τραγουδιῶν εἶναι μεγάλη, οἱ ρυθμοὶ εὐαίσθητοι καὶ πολύπλοκοι γιὰ τοὺς Δυτικοευρωπαίους, ἐνῷ οἱ τρόποι καὶ οἱ κλίμακες ἀκολουθοῦν τὴν ἀνατολικὴ παράδοση. Αὐτὴ ἡ δύναμη τῆς παράδοσης ἐμπόδισε σὲ ἕνα βαθμὸ τὴν εἰσροὴ τῆς ξένης δυτικοευρωπαϊκῆς μουσικῆς στὴν Ἑλλάδα μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση.


Ἡ Ἑλληνικὴ Παραδοσιακὴ μουσική

Ἡ παραδοσιακὴ μουσικὴ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα κομμάτια τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς μας παράδοσης καὶ ἀπαρτίζεται ἀπὸ τὰ ἑξῆς κομμάτια: τὰ δημοτικὰ τραγούδια, τὴν κρητικὴ λαϊκὴ μουσική, τὸ μικρασιάτικο, τὸ ρεμπέτικο καὶ τὸ λαϊκὸ τραγούδι.

Τὸ Δημοτικὸ Τραγούδι ἀποτελεῖ τὴν ἔκφραση τοῦ συναισθηματικοῦ κόσμου τοῦ λαοῦ. Ἡ μουσικὴ καὶ ὁ λόγος εἶναι τὰ δυὸ κύρια συστατικά του στοιχεῖα καὶ συχνὰ συνοδεύονται ἀπὸ χορό. Τὸ δημοτικὸ τραγούδι πέρασε ἀπὸ διάφορες φάσεις ἐξέλιξης τῆς μορφῆς καὶ τοῦ περιεχομένου του καὶ οἱ ρίζες του εἶναι πολὺ βαθιές.

Κατὰ πᾶσα πιθανότητα πρέπει νὰ γεννήθηκε σὲ παλαιότατες καταστάσεις τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Στοὺς πρωτόγονους λαοὺς ὑπῆρχαν τραγούδια μὲ στοιχειώδη λόγο καὶ μουσική, μὲ τελετουργικὸ καὶ μαγικὸ σκοπό, ποὺ συνόδευαν μαγικὲς πράξεις καὶ ἄλλες ὁμαδικὲς ἐκδηλώσεις.

Τὸ δημοτικὸ τραγούδι ἀπέκτησε συναισθηματικὸ χαρακτήρα μὲ τὴν ἐξέλιξη τοῦ πολιτισμοῦ, χωρὶς ὅμως νὰ πάψει νὰ ἀποτελεῖ ὁμαδικὴ ἐκδήλωση καὶ νὰ εἶναι κτῆμα ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ, ποὺ τὸ θεωρεῖ δημιούργημά του. Ἕνας προικισμένος κάθε φορὰ λαϊκὸς ἄνθρωπος συνθέτει κάποιο τραγούδι τὸ ὁποῖο, περνώντας ἀπὸ στόμα σὲ στόμα μέσα στὸ λαό, δέχεται διάφορες μετατροπές. Ἡ ὁριστικὴ αὐτὴ μορφὴ πλάθεται σιγὰ σιγά.

Στοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν, ἐπικράτησαν νέες ἱστορικὲς καὶ κοινωνικὲς συνθῆκες, ποὺ ἀποτυπώθηκαν κι αὐτὲς σὲ ἄλλα δημοτικὰ τραγούδια, ἀκριτικά, ἱστορικά, μοιρολόγια, κλέφτικα κ.ἄ.

Σήμερα τὸ δημοτικὸ τραγούδι βρίσκεται σὲ φανερὴ κάμψη καὶ ἔχει γίνει ἕνα εἶδος τῆς παράδοσης. Τὴ θέση του ἔχει πάρει τὸ λαϊκὸ ἀστικὸ τραγούδι, τοῦ ὁποίου ἡ διαδικασία γένεσης εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι, ἀλλὰ ἔχει μεγάλη ἀπήχηση στὶς λαϊκὲς μάζες.

Κρητικὴ Λαϊκὴ Μουσικὴ εἶναι ἕνα μεγάλο κεφάλαιο τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς. Πλούσια σὲ παράδοση καὶ αἰσθητικὰ καταξιωμένη, ἡ κρητικὴ μουσικὴ εἶναι ἕνα μοναδικὸ μέσο γιὰ τὴν ἔκφραση τῶν συναισθημάτων αὐτοῦ τοῦ δημιουργικοῦ καὶ ἀνήσυχου λαοῦ.

Ὑπάρχουν δυὸ μεγάλες κατηγορίες μουσικῶν εἰδῶν:

α) ἡ μουσικὴ τῶν χορῶν, ποὺ ἔχει χωρισθεῖ σὲ ἕνα εἶδος μουσικῆς ποὺ ὀνομάζεται «συρτὸς χορός», τὸ ὁποῖο συνήθως τραγουδιέται καὶ σπανιότερα χορεύεται, καὶ

β) ἡ μουσικὴ τῶν τραγουδιῶν, ποὺ μὲ διάφορους σκοποὺς δημιουργοῦν τραγούδια, ὅπως οἱ μπαλάντες, τὰ ἐρωτικά, τὰ ἱστορικὰ καὶ τὰ σατυρικά.

Τὸ Μικρασιάτικο Τραγούδι διαμορφώθηκε στὰ Δυτικὰ καὶ Βορειοδυτικὰ παράλια, στὸν Πόντο, τὴν Καππαδοκία καὶ τέλος τὴ Γαλατία, τὴ Λυκαονία καὶ τὴ Λυκία. Στὰ Δυτικὰ καὶ Βορειοδυτικὰ παράλια τὸ μικρασιάτικο τραγούδι ἔχει τὶς ἀπαρχές του στὸ ξεκίνημα τοῦ Β´ αἰ., ὅταν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν Ἰωνία, τὴν Αἰολία καὶ τὴν Προποντίδα, ἔφεραν τὸ δικό τους μουσικὸ ὑλικὸ ἀπὸ τὸν τόπο καταγωγῆς τους καὶ τὸ συνταίριασαν μὲ διάφορα νέα ὑλικὰ ποὺ βρῆκαν στὴ νέα τους πατρίδα. Τὸ τραγούδι αὐτὸ διαφέρει στὸν στίχο καὶ τὴ μουσικὴ σὲ ἀρκετὰ σημεῖα ἀπὸ τὰ αὐστηρὰ παραδοσιακὰ πλαίσια τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, παρουσιάζοντας πολλὰ ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά, ποὺ θὰ ἐπενεργήσουν ἀργότερα στὴ διάπλαση τοῦ ὕφους τοῦ ρεμπέτικου τραγουδιοῦ. Τὸ τσιφτετέλι, ὁ χασάπικος καὶ ὁ ζεϊμπέκικος θὰ μποροῦσαν νὰ χαρακτηριστοῦν ὡς μικρασιάτικοι χοροί.

Τὰ Ποντιακὰ τραγούδια χωρίζονται σὲ δυὸ κατηγορίες ἀνάλογα μὲ τὰ κείμενα καὶ τὴ μουσικὴ ποὺ χρησιμοποιοῦν:

α) στὰ ἔντονα ἰδιωματικά, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν Ἀνατολικὸ Πόντο καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴ Ῥιζούντα, Τραπεζοῦντα, Ἀργυρούπολη καὶ Νικόπολη, καὶ

β) στὰ πιὸ κοινά, δηλαδὴ πιὸ προσιτὰ στὸ μέσο Ἕλληνα, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ Δυτικὸ Πόντο καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν Κερασοῦντα, τὴν Οἰνόη καὶ τὴν Ἰνέπολη. Τὰ τραγούδια τοῦ Δυτικοῦ Πόντου εἶναι πιὸ ἤρεμα καὶ πιὸ ἐκλεπτυσμένα ἀπὸ τοῦ Ἀνατολικοῦ καὶ ἔχουν μεγαλύτερη σχέση μ᾿ ἐκεῖνα τῆς Δυτικῆς καὶ Βορειοδυτικῆς Μικρασίας, τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου καὶ τῆς Θρᾴκης.

Ἡ συμβολὴ τῆς Καππαδοκίας στὸ δημοτικό μας τραγούδι εἶναι πολὺ σημαντική. Κύριο χαρακτηριστικὸ τῶν τραγουδιῶν αὐτῶν εἶναι τὸ γλωσσικό τους ἰδίωμα, ἡ ἁπλότητα στὸ μέτρο, ἡ ἀργὴ χρονικὴ ἀγωγή τους καὶ ἡ μελῳδική τους λιτότητα.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1922 στὴ Γαλατία, τὴ Λυκαονία, τὴ Λυκία καὶ τὶς ἄλλες περιοχὲς ποὺ δὲν ἀνήκουν γεωγραφικὰ στὰ δυτικὰ καὶ βορειοδυτικὰ παράλια της Μικρᾶς Ἀσίας, τὸν Πόντο καὶ τὴν Καππαδοκία, τὸ ἑλληνικὸ μικρασιάτικο τραγούδι βρίσκεται σὲ παρακμή, καθὼς οἱ Ἕλληνες ποὺ ἀποτελοῦν τὴ μειονότητα τραγουδοῦν σχεδον μόνο τούρκικα τραγούδια.

Τὸ Ῥεμπέτικο Τραγούδι εἶναι μία ἀπὸ τὶς κατηγορίες τῶν λαϊκῶν τραγουδιῶν μὲ περιεχόμενο κατ᾿ ἀρχὴν ἐρωτικὸ καὶ ἔπειτα κοινωνικό. Οἱ ἀπαρχές του φαίνονται νὰ ἐπισημαίνονται στὴν ἀρχὴ τοῦ αἰῶνα, κυρίως στὴ Σμύρνη καὶ στὴ Θεσσαλονίκη. Γιὰ τὶς ρίζες τοὺς ὑπάρχουν διάφορες ἀπόψεις, ὅπως ἀσάφεια ὑπάρχει καὶ γιὰ τὴ μουσική τους προέλευση, γιὰ τὴν κατάταξή τους καὶ γιὰ τὸν καθορισμὸ τὸν ὁρίων τους. Τὰ ρεμπέτικα τραγούδια ἐξαιρετικὰ διαδεδομένα τὰ τελευταῖα χρόνια, ἐπηρέασαν πολλοὺς συνθέτες, κυριάρχησαν ἀπόλυτα στὸ χῶρο τοῦ ἑλληνικοῦ λαϊκοῦ τραγουδιοῦ καὶ ἀναμείχθηκαν μὲ ἄλλες κατηγορίες μουσικῆς, ἀνατολίτικης κυρίως προέλευσης.

Τὸ Λαϊκὸ Τραγούδι, ἡ λαϊκὴ μουσικὴ ἐπιζεῖ στὴν προφορικὴ παράδοση καὶ ὁ ρόλος της καθορίζεται σὲ συνάρτηση μὲ τὴ σύνδεσή της μὲ ἄλλες δραστηριότητες, ἀγροτικῆς κυρίως προέλευσης μουσική, ἐνῷ ἡ μετάδοσή της γίνεται στὰ πλαίσια τῆς οἰκογένειας καὶ ἄλλων περιορισμένων κοινωνικῶν δικτύων.

Τὰ πιὸ σημαντικὰ χαρακτηριστικὰ ἑνὸς λαϊκοῦ τραγουδιοῦ εἶναι τὸ ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πόσο θὰ γίνει ἀποδεκτὸ ἀπὸ κάποια κοινότητα καὶ ἡ τάση του νὰ παραλλάσεται ἀπὸ τὸν ἕνα ἐκτελεστὴ στὸν ἄλλο. Ἕνα λαϊκὸ τραγούδι εἶναι κτῆμα τῆς κοινότητας καὶ δὲν ἐκτελεῖται ἀπὸ ὁμάδα, ἀλλὰ ἀπὸ ἄτομο. Στὴν ἀρχική του μορφὴ κάθε τραγούδι εἶναι ἔργο ἑνὸς μόνο συνθέτη καὶ στὴ συνέχεια ἀναπλάθεται συνεχῶς ἀπὸ τοὺς ἐκτελεστές, ποὺ τὸ μαθαίνουν καὶ τὸ τραγουδοῦν. Ὁ συνθέτης μπορεῖ νὰ δημιουργήσει νέα τραγούδια, συνενώνοντας μελῳδικὲς γραμμές, φράσεις ἢ μοτίβα δανεισμένα ἀπὸ ὑπάρχοντα τραγούδια, συνδυάζοντάς τα μὲ ἕνα ἐντελῶς νέο ὑλικό. Συχνὲς εἶναι οἱ ἀνταλλαγὲς σκοπῶν ἀνάμεσα σὲ γειτονικὲς χῶρες. Τὰ ἀφηγηματικὰ τραγούδια, ὅπως οἱ μπαλάντες ἔχουν τὴ μεγαλύτερη γεωγραφικὴ ἐξάπλωση.

Ἡ γνώση τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ἐξέλιξης τῆς λαϊκῆς μουσικῆς βασίζεται κατὰ μεγάλο μέρος σὲ ὑποθέσεις. Σημειογραφικὲς ἀπεικονίσεις λαϊκῶν τραγουδιῶν καὶ περιγραφὲς τῆς λαϊκῆς μουσικῆς καλλιέργειας περιλαμβάνονται περιστασιακὰ σὲ ἱστορικὲς καταγραφές. Αὐτὲς οἱ καταγραφὲς ὡστόσο δὲν ἀποκαλύπτουν τὴν ἱστορία τῆς λαϊκῆς μουσικῆς, ἀλλὰ τὴν ἱστορία τῆς ἀντιμετώπισής της ἀπὸ τὰ ἐγγράμματα κοινωνικὰ στρώματα.

Πηγές:

  1. Ἐγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή, Ἔκδ. Δομή, Ἀθήνα 1996.
  2. Ἐγκυκλοπαίδεια Τὸ Βῆμα, Ἔκδ. Πάπυρος Λαροὺς Μπριτάννικα, Ἀθήνα 1991.
  3. Λάκης Χαλκιᾶς - 2500 χρόνια Ἑλληνικὴ Μουσική, Copyright - Κέντρο Ἑλληνικῆς Μουσικῆς Χαλκιᾶς, Ἀθήνα 1999.

Παραδοσιακοὶ Ἐθνικοὶ Χοροί

Οἱ παραδοσιακοὶ χοροὶ τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Κάθε περιοχή, χωριὸ τῆς Ἑλλάδας ἔχει τοὺς δικούς του χορούς, οἱ ὁποῖοι διαφέρουν τὶς περισσότερες φορές, ἀπὸ περιοχὴ σὲ περιοχὴ ἢ ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, ἀκόμη καὶ στὴν ἴδια περιοχή. Αὐτὴ ἡ διαφοροποίηση τῶν χορῶν ὀφείλεται συνήθως σὲ παράγοντες, ὅπως τὸ κλίμα, ἡ γεωγραφικὴ διαμόρφωση, ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ λαοῦ, τὰ γειτονικὰ χωριά, τὸ πέρασμα ξένων, τὰ ταξίδια τῶν ντόπιων στὸ ἐξωτερικό, οἱ πόλεμοι καὶ οἱ καταστροφές. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ παράγοντες ἀποτελοῦν τὴν ἱστορία μιᾶς περιοχῆς ἢ πόλης ἢ χωριοῦ, ἡ ὁποία διαφοροποιεῖ τὶς ἑκάστοτε καταστάσεις, μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες γεννιέται ἕνας χορός, ἐπηρεάζοντας -κατὰ συνέπεια- καὶ τὶς κινήσεις του.

Οἱ παραδοσιακοὶ ἑλληνικοὶ χοροί, λόγω αὐτῆς τῆς ποικιλίας ποὺ παρουσιάζουν, ταξινομοῦνται σὲ διάφορες κατηγορίες. Αὐτὲς εἶναι:

- Ἀνάλογα μὲ τὸ θέμα τους χωρίζονται σέ:
α) θρησκευτικούς
β) πολεμικοὺς ἢ πυῤῥίχιους
γ) ἐρωτικοὺς καὶ
δ) πολεμο-ἐρωτικοὺς χορούς.

- Ἀνάλογα μὲ τὸ σχῆμα τους χωρίζονται σέ:
α) κυκλικούς, σὲ ἀνοικτὸ καὶ σπανιότερα σὲ κλειστὸ κύκλο, καὶ
β) ἀντικριστοὺς χορούς, ἢ «καρσιλαμάδες», ὅπου οἱ χορευτὲς στέκονται σὲ δυὸ σειρὲς ἀπέναντι - ἀντικριστά.

- Ἀνάλογα μὲ τὸ φύλο χωρίζονται σέ:
α) ἀνδρικούς,
β) γυναικείους καὶ
γ) μικτούς

- Ἀνάλογα μὲ τὸ μέτρο ἢ ρυθμὸ χωρίζονται:
α) σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν μέτρο 2/8 ἢ δίσημο ρυθμό,
β) μὲ μέτρο 3/8 ἢ τρίσημο ρυθμό,
γ) μὲ μέτρο 4/8 ἢ τετράσημο ρυθμὸ (δαχτυλικὸ γένος)
δ) μὲ μέτρο 5/8 ἢ πεντάσημο ρυθμὸ (παιονικὸ γένος)
ε) μὲ μέτρο 6/8 ἢ ἑξάσημο ρυθμὸ (ἰαμβικὸ γένος)
στ) μὲ μέτρο 7/8 ἢ ἑπτάσημο ρυθμὸ (ἐπίτριτο εἶδος)
ζ) μὲ μέτρο 8/8 ἢ ὀχτάσημο ρυθμὸ καὶ
η) μὲ μέτρο 9/8 ἢ ἐννιάσημο ρυθμό.

- Ἀνάλογα μὲ τὸν τόπο, τοὺς χωρίζουμε σέ:
α) πανελλήνιους καὶ
β) τοπικούς

Οἱ πανελλήνιοι ἢ ἐθνικοὶ χοροὶ εἶναι ὁ συρτὸς-καλαματιανὸς καὶ ὁ τσάμικος ἢ κλέφτικος.


Ἑλληνικὰ Παραδοσιακὰ Ὄργανα

Τὰ μουσικὰ ὄργανα ποὺ χρησιμοποιήθηκαν καὶ χρησιμοποιοῦνται ἀκόμη καὶ σήμερα γιὰ τὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ μουσική, διακρίνονται σὲ τρεῖς κατηγορίες: ἔγχορδα, πνευστὰ καὶ κρουστά.

Ἔγχορδα εἶναι τὸ λαοῦτο, τὸ βιολί, οἱ λύρες (κρητική, ποντιακὴ ἢ θρακιώτικη), τὸ σαντούρι κ.ἄ.

Πνευστὰ εἶναι τὸ κλαρίνο, ἡ φλογέρα, ἡ γκάϊντα, ὁ ζουρνᾶς κ.ἄ.

Κρουστὰ εἶναι τὸ νταούλι, τὸ ντέφι, τὸ τουμπερλέκι κ.ἄ.

Ἡ κάθε περιοχὴ ἀνάλογα μὲ τὰ τραγούδια καὶ τοὺς χορούς της, χρησιμοποιεῖ καὶ διαφορετικὰ μουσικὰ ὄργανα. Ἐπίσης, συναντᾶμε κι ἄλλα ὄργανα, νέα γιὰ τὴν κάθε περιοχὴ πρὶν ἑκατὸ χρόνια, τὰ ὁποῖα μεταφέρθηκαν ἀπὸ τοὺς Μικρασιάτες πρόσφυγες, κατὰ τὴν ἐγκατάστασή τους στὴν κάθε περιοχή. Ἄλλωστε, κατὰ τὸ 1600 καὶ μετά, ἔχουμε τὴν εἴσοδο τῶν εὐρωπαϊκῶν ὀργάνων καὶ χορῶν. Τὰ ὄργανα ποὺ κυριαρχοῦσαν, συνήθως στὰ σπίτια τῶν πλούσιων, ἦταν τὸ πιάνο καὶ τὸ βιολί. Ἀναγνωρισμένοι δάσκαλοι, τόσο ἕλληνες, ὅσο καὶ εὐρωπαῖοι μετακαλοῦνται ἀπὸ τὶς πατρίδες τους, γιὰ νὰ διδάξουν εὐρωπαϊκὴ μουσικὴ σὲ εὐπόρους. Ἔτσι, σιγὰ-σιγά, ἡ παραδοσιακὴ μουσικὴ περνᾶ στὸ περιθώριο γιὰ τοὺς πλούσιους, ἐνῷ παραμένει μέσο διασκέδασης μόνο γιὰ τὰ ὑπόλοιπα λαϊκὰ κοινωνικὰ στρώματα.

Νταούλι: Ἡ πανελλήνια ὀνομασία του εἶναι νταούλι ἢ ταβούλι, παβούλι, τούμπανο, τύμπανος ἢ τούμπανος. Εἶναι ἕνα ρυθμικὸ ὄργανο, τὸ ὁποῖο δὲν παίζεται μόνο του, ἀλλὰ πάντα μαζὶ μ᾿ ἕνα τουλάχιστον μελῳδικὸ ὄργανο. Μαζὶ μὲ τὸ ζουρνὰ ἀποτελοῦν μία μικρὴ ὀρχήστρα, τὴν ζύγια, γνωστὴ συνήθως στὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα.

Ντέφι: Ἡ πανελλήνια ὀνομασία τοῦ εἶναι ντέφι, ἀλλὰ λέγεται καὶ νταχαρές. Εἶναι ἕνα ρυθμικὸ ὄργανο, μὲ ἦχο ἀκαθόριστης τονικῆς ὀξύτητας, ποὺ παίζεται μὲ τὰ χέρια. Τὸ ντέφι παίζεται συνήθως μὲ ἄλλα ὄργανα, ὅπως λύρα καὶ ντέφι, γκάιντα καὶ ντέφι, βιολί, λαοῦτο καὶ ντέφι, κ.ἄ. Παίζεται, ὅμως καὶ μόνο του, ὅταν δὲν ὑπάρχουν ἄλλα μουσικὰ ὄργανα γιὰ νὰ συνοδέψει τὸ τραγούδι ἢ μαζὶ μὲ τὸ τραγούδι, τοὺς χοροὺς καὶ ἰδιαίτερα τοὺς γυναικείους ἢ τοὺς ἀνδρικοὺς ἀντικριστοὺς χορούς.

Τουμπερλέκι: Λέγεται καὶ ταραμπούκα ἢ στάμνα καὶ εἶναι ἕνα ρυθμικὸ ὄργανο, ποὺ τὸ συναντᾶμε κυρίως στὴ Μακεδονία καὶ Θρᾴκη. Ὁ ἦχος του εἶναι γλυκὸς καὶ ἐκφραστικός.

Γκάιντα: Συνήθως λέγεται γκάιντα, γκάιδα, γάιδη ἢ κάιντα. Φτιάχνεται συνήθως ἀπὸ κεῖνον ποὺ τὴν παίζει, σὲ διάφορα μεγέθη. Ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ ἀσκί, τὸ ἐπιστόμιο καὶ δυὸ αὐλούς. Ὁ παίκτης τῆς γκάιντας λέγεται γκαϊντιέρης, γκαϊδάρης καὶ γκαϊταντζής.

Ζουρνᾶς: Ὁ ζουρνᾶς ἢ καραμούλα ἢ πίπιζα εἶναι ἕνα ὄργανο τύπου ὄμποε, μὲ διπλὸ γλωσσίδι. Ἡ παλιότερη ὀνομασία του ἦταν αὐλὸς ἢ ἀσκός. Ὅπως τὸ νταούλι, ἔτσι καὶ ὁ ζουρνᾶς, μὲ τὸ δυνατὸ καὶ διαπεραστικό του ἦχο εἶναι ὄργανο γιὰ ἀνοικτοὺς χώρους. Ἀπαντᾶται συχνὰ σὲ πανηγύρια καὶ γλέντια, στὶς πλατεῖες τῶν χωριῶν.

Βιολί: Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πανελλήνια αὐτὴ ὀνομασία του, σὰν βιολί, συναντᾶμε ἀκόμη, ὅλο ὅμως καὶ πιὸ σπάνια, τὶς ὀνομασίες διολί, διολιά, βιολάριν καὶ βιολούδιν κ.ἄ. Μὲ τὴ λέξη βιολιὰ ἢ διολιά, ἐννοοῦν ὄχι μόνο τὸ ὄργανο βιολί, ἀλλὰ γενικὰ τὰ μουσικὰ ὄργανα καὶ ἰδιαίτερα τὴ ζυγιὰ βιολί-λαοῦτο καὶ τὴν κομπανία κλαρίνο - σαντούρι - λαγοῦτο. Τὸ βιολί, ὡς λαϊκὸ ὄργανο, φτιάχνεται στὴν Ἑλλάδα, μὲ βάση τὰ πρότυπα τῆς Δύσης. Ἔχει τέσσερις χορδὲς καὶ παίζεται μὲ εὐθύγραμμο δοξάρι .

Κλαρίνο: Τὸ κλαρίνο σὰν λαϊκὸ μουσικὸ ὄργανο, ἔρχεται στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὴν Τουρκία, μὲ τοὺς Τουρκόγυφτους, γύρω στὰ 1835. Ἀρχικά, μαζὶ μὲ τὸ βιολὶ καὶ τὸ λαοῦτο καὶ ἀργότερα, μὲ τὸ σαντούρι ἀποτελοῦν τὴν κομπανία, τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν λαϊκὸ μουσικὸ συγκρότημα, ποὺ ἀντικαθιστᾶ σιγὰ-σιγὰ τὴν πατροπαράδοτη ζυγιὰ νταούλι-ζουρνᾶ, ἢ λύρα-λαοῦτο.

Ζήλια: Λέγονται, ἐπίσης καὶ τσίγκλες ἢ σαχανάκια καὶ εἶναι μικρὰ μεταλλικὰ κύμβαλα. Ἀποτελοῦνται ἀπὸ δυὸ στρογγυλοὺς δίσκους ἐλαφρὰ κοίλους, συνήθως σιδερένιους ἢ μπρούτζινους .