Ὁ Ἡσίοδος, στὴ Θεογονία του, θεωρεῖ ὡς ἀρχαιότερη θεὰ τὴ Γαῖα καὶ ὡς ἀρχαιότερο θεὸ τὸν Ἔρωτα, ποὺ εἶναι ὁ ὡραιότερος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀθάνατους, λύνει τὰ μέλη τοῦ σώματος, λυγάει τὴν ψυχὴ καὶ τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ σβήνει τὴν περίσκεψη ἀπὸ τὸν νοῦ τους. Καὶ στὸ Συμπόσιο τοῦ Πλάτωνα, ποὺ εἶναι τὸ πρῶτο στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας δοκίμιο γιὰ τὸν ἔρωτα, ὁ Φαῖδρος ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων δὲν πρέπει νὰ κατευθύνεται οὔτε ἀπὸ τοὺς συγγενικοὺς δεσμοὺς οὔτε ἀπὸ τὰ πλούτη οὔτε ἀπὸ τίποτα ἄλλο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἔρωτα. Ὁ Εὐρυξίμαχος, μὲ τὴ σειρά του, ἐπισημαίνει ὅτι ὁ θεὸς Ἔρωτας δὲν περιορίζει τὴ δράση του στοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἐκτείνει τὴ δύναμή του σὲ ὁλόκληρο τὸ σύμπαν.
Ὁ Ἀριστοφάνης ἐκθέτει τὴ δική του ἄποψη γιὰ τὸν ἔρωτα. Λέει, λοιπόν, ὅτι παλιὰ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δὲν ἦταν ὅπως αὐτὸ ποὺ ἔχουμε τώρα, ἀλλὰ ἦταν διπλό. Εἴχαμε, δηλαδή, δυὸ σώματα ἑνωμένα σὲ ἕνα. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι τόλμησαν κάποια στιγμὴ νὰ τὰ βάλουν μὲ τοὺς ἴδιους τοὺς θεούς, ὁ Δίας ἀποφάσισε νὰ τοὺς τιμωρήσει. Ἔτσι, ἔκοψε στὴ μέση τὰ διπλά τους σώματα κι ἔφτιαξε ἀπὸ τὸν καθένα δυὸ διαφορετικοὺς ἀνθρώπους ποὺ συμπλήρωναν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Μετὰ τὴ διχοτόμηση, τὸ κάθε σῶμα ἀναζητοῦσε ἀπεγνωσμένα τὸ ἄλλο του μισό. Κι ὅταν τὸ ἔβρισκε, τὸ σφιχταγκάλιαζε καὶ δὲν ἔκανε τίποτα ἄλλο, παρὰ περίμενε νὰ ξαναενωθεῖ μαζί του. Καθὼς τὰ δυὸ μισὰ δὲν νοιάζονταν οὔτε γιὰ φαγητὸ οὔτε γιὰ ὕπνο, τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων κινδύνευε μὲ ἀφανισμό. Ὁ Δίας τοὺς λυπήθηκε καί, τοποθετώντας ἀντικριστὰ τὰ γεννητικά τους ὄργανα, ὅρισε νὰ ἐρωτεύονται καὶ νὰ σμίγουν γιὰ νὰ ἀναπαραχθοῦν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἔρωτας εἶναι ἡ ἀναζήτηση τοῦ χαμένου μας μισοῦ. Ἐρωτευόμαστε γιατὶ ποθοῦμε νὰ ξαναβροῦμε τὴ χαμένη μας ἑνότητα, γιατί νοσταλγοῦμε, δηλαδή, τὴν παλιά μας ὁλοκληρωμένη φύση.
Μετὰ τὸν Ἀριστοφάνη, ὁ Ἀγάθων τονίζει ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι αὐτὸς ποὺ φέρνει τὴν εἰρήνη στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὸ πέλαγος τὴν ἀπανεμιὰ καὶ τὴ γαλήνη. Αὐτὸς εἶναι ἐπίσης ποὺ κοιμίζει τοὺς ἀνέμους καὶ χαρίζει τὸν ὕπνο στὰ θλιμμένα κορμιά. Ὁ ἔρωτας, ποὺ ἐξαφανίζει τὴν ἀγριότητα καὶ μᾶς κάνει μειλίχιους, εἶναι τὸ στολίδι θεῶν καὶ ἀνθρώπων καὶ ὅλοι μας πρέπει νὰ τὸν ἀκολουθοῦμε πιστὰ καὶ νὰ τὸν δοξάζουμε σὲ κάθε ἐκδήλωση τῆς ζωῆς μας.
Τελευταῖος παίρνει τὸν λόγο ὁ μεγάλος ἀνατροπέας, ὁ Σωκράτης. Πρῶτα πρῶτα, ἀμφισβητεῖ ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι θεός. Εἶναι, λέει, δαίμονας, δηλαδὴ κάτι ἀνάμεσα σὲ θεὸ καὶ σὲ ἄνθρωπο. Γονεῖς του εἶναι ἡ Πενία καὶ ὁ Πόρος. Εἶναι μονίμως φτωχὸς καὶ κάθε ἄλλο παρὰ ὡραῖος ὅπως τὸν φαντάζονται οἱ πολλοί. Εἶναι ἀπεριποίητος, ξυπόλυτος καὶ ἄστεγος. Δὲν κοιμᾶται σὲ κρεβάτια καὶ στρώματα, ἀλλὰ στὸ δάπεδο, στὸ ὕπαιθρο, στοὺς δρόμους, στὰ κατώφλια, ἔχοντας ὡς μόνιμη σύντροφο τὴ στέρηση. Εἶναι, σὰν τὸν πατέρα του, πανοῦργος παγιδευτὴς τῶν ὡραίων καὶ τῶν ἐκλεκτῶν, γενναῖος καὶ ριψοκίνδυνος, δολοπλόκος καὶ ἐπιτήδειος γητευτής, ποὺ ξέρει νὰ μαγεύει πότε μὲ βότανα καὶ πότε μὲ ὄμορφα λόγια. Πότε δὲν ἔχει κάτι σὲ ἀπόλυτο βαθμό, ἀλλὰ βρίσκεται πάντοτε στὴ μέση, ἀνάμεσα σὲ πράγματα ἀντίθετα. Δὲν εἶναι, γιὰ παράδειγμα, οὔτε διαρκῶς πλούσιος οὔτε διαρκῶς φτωχός, ἀλλὰ πότε πλούσιος καὶ πότε φτωχός.
Ὁ ἔρωτας, συνεχίζει ὁ Σωκράτης, εἶναι ἐπιθυμία γέννησης μέσα στὸ ὡραῖο. Ὅταν δηλαδὴ κάποιος αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ γεννήσει (εἴτε ἕνα παιδὶ εἴτε ἕνα ἔργο πνευματικό), γιὰ νὰ κερδίσει ἔτσι τὴν ἀθανασία, ἐρωτεύεται καὶ ἀναζητεῖ κάτι ὄμορφο (εἴτε σῶμα εἴτε ψυχὴ εἴτε κάτι ἄλλο) γιὰ νὰ γεννήσει μέσα του. Ὑπάρχει, τώρα, μιά, ἂς ποῦμε, «ἐρωτικὴ σκάλα» τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἀνέβει κάθε συνετὸς ἄνθρωπος. Στὸ πρῶτο σκαλοπάτι, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐρωτεύεται τὰ ὡραῖα σώματα. Ὕστερα, ἀνακαλύπτει ὅτι ἡ ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς εἶναι σημαντικότερη ἀπὸ αὐτὴν τοῦ σώματος καὶ ἀρχίζει νὰ ἐρωτεύεται τὶς ὡραῖες ψυχές. Στὴ συνέχεια, ἐρωτεύεται τὴν ἐπιστήμη, τὴ γνώση, καὶ φτάνει (σὲ μεγάλη ἡλικία) στὸ τελευταῖο σκαλοπάτι, ὅπου ἐρωτεύεται τὴν ἀπόλυτη ὀμορφιά, τὴν αἰώνια καὶ ἄφθαρτη ἰδέα τοῦ ὡραίου. Εἶναι φανερὸ ὅτι στοὺς νέους ἀνθρώπους ἁρμόζει ὁ ἔρωτας τῶν σωμάτων, ὡς μαθητεία στὴν ὀμορφιά, ἐνῷ ὁ ἔρωτας τῶν ἰδεῶν ταιριάζει στοὺς ἡλικιωμένους.
Ὁ ἔρωτας καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι συναισθήματα ποὺ ἔχουν πολλὲς ὁμοιότητες, ἀλλὰ καὶ ἀρκετὲς διαφορὲς μεταξύ τους. Ὡστόσο, συχνὰ χρησιμοποιοῦμε καὶ τοὺς δυὸ ὅρους γιὰ νὰ ἐκφράσουμε τὸ ἴδιο συναίσθημα. Ὁ λαϊκὸς ἄνθρωπος, γιὰ παράδειγμα, χρησιμοποιεῖ τὴ λέξη «ἀγάπη» γιὰ νὰ δηλώσει κυρίως τὰ ἐρωτικά του συναισθήματα. Ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἔκαναν -καὶ κάνουν- καὶ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι σὲ θέση νὰ διακρίνουν τὶς διαφορὲς τῶν δυὸ ἐννοιῶν (ἄν, τελικά, ὑπάρχουν εὐδιάκριτες διαφορές). Ὅταν ὁ Σταντὰλ λέει ὅτι «ἀγάπη εἶναι ν᾿ ἀπολαμβάνεις, νὰ βλέπεις, ν᾿ ἀγγίζεις καὶ νὰ νιώθεις μ᾿ ὅλες σου τὶς αἰσθήσεις», μᾶλλον ἀναφέρεται σὲ μία ἐρωτικὴ ὁρμὴ ποὺ ἀγκαλιάζει ὅλο τὸ σύμπαν. Κι ὅταν ὁ Μπαλζὰκ ὁρίζει τὴν ἀγάπη ὡς «τὴν ποίηση τῶν αἰσθήσεων», μᾶλλον ἔχει κατὰ νοῦ τὸν ἔρωτα. Στὰ ἑλληνικὰ δημοτικὰ τραγούδια, ἐκφράζονται (μὲ ἀνυπέρβλητης ὀμορφιᾶς ἁπλότητα) ὅλα ὅσα ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὸν ἔρωτα καὶ τὴν ἀγάπη. Ἐντυπωσιάζει τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸ ποὺ πρώτιστα ἐνδιαφέρει τὸν ἐρωτευμένο λαϊκὸ ἄνθρωπο εἶναι ἡ ὀμορφιὰ τοῦ σώματος.
Ἂς ἀποφύγουμε ὅμως τὴν παγίδα νὰ νερώσουμε μὲ θεωρητικὰ σχόλια αὐτὴν τὴν καθαρὴ ἐρωτικὴ ποίηση, ποὺ συγκίνησε μεγάλους δημιουργούς· ὁπότε, θὰ ἀφήσουμε τὰ ἴδια τὰ τραγούδια νὰ μιλήσουν κατευθείαν στὴν ψυχή μας.
* * *
Ἐβγᾶτε ἀγόρια στὸ χορό, κοράσια στὰ τραγούδια,
Πέστε καὶ τραγουδήσετε πὼς πιάνεται ἡ ἀγάπη:
- Ἀπὸ τὰ μάτια πιάνεται, στὰ χείλια κατεβαίνει,
Κι ἀπὸ τὰ χείλια στὴν καρδιὰ ριζώνει καὶ δὲ βγαίνει.
Δὲν εἰν᾿ ὁ ἔρωτας ἀνθός, μαζί του γιὰ νὰ παίξεις
Μόν᾿ εἶναι βάτος μ᾿ ἀγκαθιὲς κι ἀλίμονό σου ἂν μπλέξεις.
Ἡ ἀγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη,
Θέλει λαγοῦ περπατησιά, ἀϊτοῦ γληγοροσύνη.
Μάτια μὲ μάτια βλέπονται κι ἀχείλι δὲ φιλιέται,
Κορμὶ δὲν ἀγκαλιάζεται, ἀγάπη δὲ λογιέται.
Ἡ ἀγάπη βράχους κατελεῖ καὶ τὰ θεριὰ μερώνει,
Κι ἐγὼ τὴν ἔχω στὴν καρδιά, γι᾿ αὐτὸ μὲ θανατώνει.
Ὁ ἔρωτας ἀνυφαντὴς μὲ πανουργιὰ ἐγίνη,
Ἀράχνη ἔστησε ψηλὰ καὶ πιάστηκα σ᾿ ἐκείνη.
Καὶ γιὰ νὰ φύγω δὲν μπορῶ, μὲ τὰ φτερὰ μὲ σῴνει,
Αὐτὸς ζυγώνει ἀπὸ κοντὰ κι ἀπὸ μακριὰ σκοτώνει.
Δὲν εἶναι πόνος νὰ πονεῖ, πόνος νὰ θανατώνει,
Σὰν τὴν ἀγάπη τὴν κρυφή, ποὺ δὲν ξεφανερώνει.
Δίχως χιονιὰ χιονίζουμαι, δίχως βροχὲς βροχιοῦμαι,
Δίχως μαχαίρια σφάζουμαι, ὄντας σὲ συλλογιοῦμαι.
Τῆς θάλασσας τὰ κύματα τρέχω καὶ δὲν τρομάζω,
Κι ὅταν σὲ συλλογίζομαι τρέμω κι ἀναστενάζω.
Στάλα στάλα τὸ νερὸ τρυπάει τὸ λιθάρι,
Κι ἡ κόρη μὲ τὰ νάζια της σφάζει τὸ παλικάρι.
Τί νὰ σοῦ πῶ; Τί νὰ μοῦ πεῖς; Ἐσὺ καλὰ γνωρίζεις,
Καὶ τὴν ψυχή μ᾿ καὶ τὴν καρδιά μ᾿ ἐσὺ μὲ τὴν ὁρίζεις.
Μὰ σύ ῾σαι μιὰ βασίλισσα, π᾿ ὅλο τὸν κόσμο ὁρίζεις,
Σὰ θέλεις παίρνεις τὴ ζωή, σὰ θέλεις τὴ χαρίζεις.
Μελαχρινό μου πρόσωπο, μὴ βάνεις κοκκινάδι,
Κι ἀποθαμένους καὶ νεκρούς, τοὺς βγάζεις ἀπ᾿ τὸν Ἅδη.
Σένα σου πρέπει, μάτια μου, βασίλισσα νὰ γίνεις,
Καὶ στὸ θρονὶ νὰ κάθεσαι, τὶς ὄμορφες νὰ κρίνεις.
Νά ῾χεν ἡ γῆς πατήματα κι ὁ οὐρανὸς κερκέλια,
Νὰ πάθιουν τὰ πατήματα, νά ῾πιανα τὰ κερκέλια.
Ν᾿ ἀνέβαινα στὸν οὐρανό, νὰ διπλωθῶ νὰ κάτσω·
Νὰ δώσω σεῖσμα τ᾿ οὐρανοῦ, νὰ βγάλει μαῦρα νέφη.
Νὰ βρέξει χιόνι καὶ νερὸ κι ἀτίμητο χρυσάφι,
Τὸ χιόνι νὰ ρίξει στὰ βουνὰ καὶ τὸ νερὸ στοὺς κάμπους.
Στὴν πόρτα τῆς πολυαγαπῶς τ᾿ ἀτίμητο χρυσάφι.
Νά ῾σουν στὸν κάμπο λεϊμονιὰ κι ἐγὼ στὰ ὄρη χιόνι,
Νὰ λιώνω νὰ ποτίζονται οἱ δροσεροί σου κλῶνοι.
Νά ῾χα τὸ σύννεφο ἄλογο καὶ τ᾿ ἄστρι χαλινάρι,
Τὸ φεγγαράκι τῆς αὐγῆς νὰ ῾ρχόμουν κάθε βράδυ.
Τὰ χείλη σου εἶναι ζάχαρη, τὸ μάγουλό σου μῆλο,
Τὰ στήθη σου παράδεισος καὶ τὸ κορμί σου κρίνο.
Νὰ φίλουνα τὴ ζάχαρη, νὰ δάγκανα τὸ μῆλο,
Ν᾿ ἄνοιγεν ὁ παράδεισος, ν᾿ ἀγκάλιαζα τὸν κρίνο.
Νά ῾ταν τὰ στήθια μου ἀνοιχτά, νὰ δεῖς τὰ σωθικά μου,
Πῶς φυτρωμένη εὑρίσκεσαι μέσα εἰς τὴν καρδιά μου.
Καθημερνέ μου λογισμὲ καὶ νυκτική μου ἐλπίδα,
Νὰ μ᾿ εἶχε πάρει ὁ θάνατος τὴν ὥρα ποὺ σὲ εἶδα.
Ἂν μ᾿ ἀγαπᾷς κι εἶν᾿ ὄνειρο, ποτὲ νὰ μὴν ξυπνήσω,
Γιατὶ μὲ τὴν ἀγάπη σου ποθῶ νὰ ξεψυχήσω.
Δὲν θέλω ἐγὼ παράδεισο, μήτ᾿ ἐκκλησιὰ ν᾿ ἁγιάσω,
Μόν᾿ θέλω τὸ κορμάκι σου νὰ τὸ σφιχταγκαλιάσω.
Σὰν τί τὸ θέλει ἡ μάνα σου τὴ νύχτα τὸ λυχνάρι,
Ὁπὄχει μὲς στὸ σπίτι της τ᾿ Αὐγούστου τὸ φεγγάρι!
Ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ, ἕνα εἶναι ποὺ σοῦ μοιάζει,
Ἕνα ποὺ βγαίνει τὸ πουρνό, ὅταν γλυκοχαράζει.
Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποιὰ βρύση σὲ ποτίζει,
Ποὺ στέκεις πάντα δροσερὸ κι ἀνθεῖς καὶ λουλουδίζεις;
Θαυμάζομαι ὅταν περπατεῖς πὼς δὲν ἀνθοῦν οἱ ροῦγες
Καὶ πὼς δὲ γίνεσαι ἀϊτὸς μὲ τὶς χρυσὲς φτεροῦγες.
Ὅποιος φιλάει τὴν αὐγὴ τὴν ἀγαπητική του,
Παίρνει τοῦ Μάη τὴ δροσιά, τὴ ρίχνει στὸ κορμί του.
Τὰ μαῦρα μάτια τὴν αὐγὴ δὲν πρέπει νὰ κοιμοῦνται,
Μόνο νὰ κανακεύονται καὶ νὰ γλυκοφιλοῦνται.
Τὰ μαῦρα μάτια τὴν αὐγὴ δὲν πρέπει νὰ κοιμοῦνται,
μόν᾿ πρέπει ν᾿ ἀγκαλιάζονται καὶ νὰ γλυκοκοιτιοῦνται.
Τὸ μόνο μου παράπονο εἶναι πὼς δὲ σὲ βλέπω,
καὶ μόνος μου τὸ ἀπορῶ τὸ νοῦ μου πὼς τὸν ἔχω.
Ἥλιέ μου οἱ ἀχτίδες σου, σβήνουν καὶ πάλι ἀνάβουν
καὶ τὰ δικά μου βάσανα καθημερ᾿νῶς δὲν παύουν.
Σοῦ στέλνω χαιρετίσματα, μὲ μῆλο δαγκωμένο,
Κι ἀνάμεσα στὴ δαγκασιά, σοῦ ῾χω φιλὶ βαλμένο.
Κόκκιν᾿ ἀχείλι φίλησα κι ἔβαψε τὸ δικό μου
Καὶ στὸ μαντήλι τό ῾συρα κι ἔβαψε τὸ μαντήλι
Καὶ στὸ ποτάμι τό ῾πλυνα κι ἔβαψε τὸ ποτάμι
Κι ἒβαψ᾿ ἡ ἄκρη τοῦ γιαλοῦ κι ἡ μέση του πελάγου
Κατέβη ὁ ἀϊτὸς νὰ πιεῖ νερὸ κι ἔβαψαν τὰ φτερά του
Κι ἒβαψ᾿ ὃ ἥλιος ὁ μισὸς καὶ τὸ φεγγάρι ἀκέριο.
-Κόρη, ὅταν φιλιόμαστε, νύχτά ῾ταν, ποιὸς μᾶς εἶδε;
-Μᾶς εἶδε τ᾿ ἄστρο τῆς νυχτός, μᾶς εἶδε τὸ φεγγάρι
Καὶ τὸ φεγγάρι ἔσκυψε, τῆς θάλασσας τὸ λέει·
Θάλασσα τό ῾πὲ τοῦ κουπιοῦ καὶ τὸ κουπὶ τοῦ ναύτη
Κι ὁ ναύτης τὸ τραγούδησε στῆς λυγερῆς τὴν πόρτα.
Σὲ φίλησα, σὲ τσίμπησα, σοῦ πῆρα τὶς γλυκάδες,
Κι ἂν σὲ φιλήσει ἄλλος κανείς, δὲν ἔχεις νοστιμάδες.
Ἐμίσεψες καὶ μ᾿ ἄφησες σὰν παραπονεμένο,
Σὰν ἐκκλησιὰ ἀλειτούργητη σὲ τόπο κουρσεμένο.
Ἡ ἀγάπη σου εἶναι ψεύτικη, σὰν τοῦ Μαγιοῦ τὸ χιόνι,
Ὁποῦ τὸ ρίχνει ἀποβραδὶς καὶ τὸ πρωὶ τὸ λιώνει.
Ἐγώ ῾λεγα, βρυσούλα μου, πὼς τρέχεις γιὰ τ᾿ ἐμένα,
Μὰ σύ ῾τρεχες καὶ πότιζες ὅλα τὰ διψασμένα.
Μηλιὰ ποὺ σὲ καμάρωνα καθημερνὴ καὶ σκόλη
Τώρα ἔπλεξες τὰ κλώνια σου σὲ ξένο περιβόλι
Θὰ βάλω μία ψιλὴ φωνή, τὴ γῆς γιὰ νὰ τρυπήσω
Νὰ βγάλω τὴν ἀγάπη μου, νὰ τὴ γλυκοφιλήσω.
Δὲ μὲ νοιάζει κι ἂν πεθαίνω, παρὰ ποὺ ὅσο ζῶ μαθαίνω.