Επιμέλεια: Θεόδ. Ι. Ρηγινιώτης Τα Εκατόλογα της αγάπης και το Σαρανταμαντίνιαδο είναι δυο σειρές
ερωτικών μαντινάδων που σώζονται σε διάφορες παραλλαγές, στην ανατολική
Κρήτη (όπου η λέξη είναι μαντινιάδα και όχι μαντινάδα).
Μερικές παραλλαγές βρίσκουμε καταγεγραμμένες στην κλασική συλλογή μαντινάδων
της Μαρίας Λιουδάκη (Μαντινάδες Κρήτης, β΄ έκδοση, εκδ. «Γνώση»,
Αθήνα 1971). Αποσπάσματα παραλλαγής των Εκατόλογων περιλαμβάνονται,
τραγουδισμένα σε επιλεγμένες κοντυλιές της ανατολικής Κρήτης, στον ψηφιακό
δίσκο του Δημήτρη Σγουρού από την Κριτσά Μεραμπέλλου Τα Σα εκ των
Σων. 1. Τα Εκατόλογα Α΄ παραλλαγή, από το Αρκαλοχώρι Ηρακλείου -Ένα Ένας Θεός μας ήκαμε κι εσέ κι εμέ, Πατρώνα, -Δυο Δυο μάθια-ν-έχεις, λυγερή, και δυο καρδιές μαραίνεις -Τρία Τρείς χάρες σού ’δωκε ο Θεός σαν την Αγιά Τριάδα, -Τέσσερα Τέσσαροκάντουνος σταυρός κρέμεται στο λαιμό σου -Πέντε Πέντε λεμόνια στον παρά, εδά τα ’κάμαν τρία, -Έξε Έξε στα κάλλη σού ’στεκα κι έξε στην ομορφιά σου -Εφτά Εφτά κυπαρισσόμηλα, στολίδι των αγγέλω, -Οχτώ Οχτρός ’μπήκε στη μέση μας να μάσε ξεχωρίσει, -Εννιά Εννιά μαχαίρια με βαρούν κι ένα χατζάρι δέκα, -Δέκα Δεκάριζε τα λόγια σου, λέγε τα δέκα δέκα, -Έντεκα Έντεκα οχτροί μου τό ’πανε, πουλί μου, για τα σένα -Δώδεκα Δώδεκα μήνες σ’ αγαπώ, γίνεται ένας χρόνος, -Δεκατρία Η νύχτα ’ν’ ώρες δεκατρείς, μόνο τσι τρεις κοιμούμαι -Δεκατέσσερα Αηδόνια δεκατέσσερα ήπεψα ήπεψα στην αυλή σου -Δεκαπέντε Δεκαπεντάρι φράγκικο σού ’πεψα για σημάδι -Δεκαέξε Εφτά και πέντε δώδεκα και τέσσερα δεκαέξε, -Δεκαεφτά Δεκαεφτά μερόνυχτα γυρίζω ’γώ για σένα, -Δεκαοχτώ Τη δεκοχτούραν αγαπώ, πού ’ναι σαν περιστέρι, -Δεκαεννιά Δεκαεννιά μερόνυχτα γυρίζω νά ’βρω κλήμα -Είκοσι Τα είκοσι δαχτύλια μου, χεριώ μου, ποδαριώ μου, -Τριάντα Τριανταφυλλιά ’χω στην καρδιά κι αθεί και λουλουδίζει, -Σαράντα Σαρανταβέργινο κλουβί σου ’κάμαν οι γονοί σου -Πενήντα Πενήντα μήλα σού ’πεψα, μικρή μου, στο μεντήλι -Εξήντα Εξήντα μήνες σ’ αγαπώ, γίνουνται πέντε χρόνοι, -Εβδομήντα Τα εβδομήντα κάτεργα από την Αγγλιτέρα -Οδγοήντα Ογδόντα οργιές βαθιά ’σκαψα τη γη με τη βελόνα -Ενενήντα Οι γ-ενενήντα πατασμοί [=πειρασμοί, διάβολοι] σταθήκανε μπροστά μου
-Εκατό Κάτω στα Γεροσόλυμα, στο Μέγα Μοναστήρι,
[Την παραλλαγή αυτή κατέγραψε ο Δ. Σγουρός από τον Γεώργιο Γεροντή («Περιπτερά»), που την είχε μάθει το 1927, ως φαντάρος, από έναν Στειακό που λεγόταν Παντελής Κοξαράκης. Στο δίσκο τραγουδιέται σε σειρά από στειακές κοντυλιές, καταγεγραμμένες στο ένθετο σε βυζαντινή παρασημαντική (=«βυζαντινές νότες»).] -Ένα Μα ένας είναι ο Θεός κι ο ποιητής του κόσμου -Δυο Δυο θαύματα στον ουρανό, ήλιος και το φεγγάρι, -Τρία Τρεις χάρες σού ’δωκε ο Θεός, σαν την Αγιά Τριάδα, -Τέσσερα Τέσσερις Ευαγγελιστές το ’πλάσαν το κορμί σου -Πέντε Πέντέ ’ναι τα δαχτύλια σου, μάλαμα και ζαφείρι, -Έξε Έξέ ’ναι τ’ άστρα τ’ ουρανού που φέγγουνε το βράδυ, -Εφτά Εφτά ’ν’ οι δίπλες τ’ ουρανού, για το Θεό ντον Ένα!, -Οχτώ Οχτώ κλαδιά του χταποδιού που πάν’ ομπρός κι οπίσω, -Εννιά Εννιά είναι τα θαύματα που βοηθούν εσένα -Δέκα Δέκα είναι οι γ-εντολές που γράφει ο Θιος στην πλάκα -Έντεκα Έντεκα μήνες πολεμώ για να σου βρω ψεγάδι -Δώδεκα Δώδεκα φίλους ήκαμα, όσ’ είν’ κι οι γι-Αποστόλοι, -Δεκατρία Δεκατριώ χρονώ ’σουνε που σέ ’δα στολισμένη -Δεκατέσσερα Μα δεκατέσσερις φωθιές να κάψουν την καρδιά μου -Δεκαπέντε Μα δεκαπέντε μηχανές να σε φωτογραφίσουν, -Δεκαέξε Στα δεκαέξ’ εστάθηκα, το νου να ξεκουράσω,
-Ένα Ένα δ’ αρχίξω να σου πω με το δικό μου στόμα, -Δυο Δυο μάθια-ν-έχεις, κοπελιά, και δυο βυζά στον κόρφο, -Τρία Τρία ’ν’ τα φύλλα τση καρδιάς που μού ’χεις μαραμένα -Τέσσερα Τέσσερις Ευαγγελιστές το ’πλάσαν το κορμί σου -Πέντε Πέντε φορές λιγώνομαι, ξαθό μου, την ημέρα, -Έξε Έξε μετάνοιες ήκαμα οψές στην Παναγία, -Εφτά Εφτά ’ναι τα ουράνια που προσκυνούν αθρώποι, -Οχτώ Οχτώ ’ν’ οι γ-ήχοι τσ’ εκκλησάς κι οχτώ σκοπούς κατέχω -Εννιά Εννιά ’ναι και τα τάγματα [=οι άγγελοι] που βοηθούν εσένα -Δέκα Δέκα ’ν’ οι γ-άγιες εντολές πού ’γραψ’ ο Θιος στην πλάκα -Έντεκα Έντεκα μήνες πολεμώ για να σου βρω ψεγάδι -Δώδεκα Δώδεκα αγιούς εόρταζα, όσ’ είν’ οι γι-Αποστόλοι, -Δεκατρία Δεκατριώ χρονώ ’σουνε που σέ ’δα στολισμένη -Δεκατέσσερα Δεκατριώ χρονώ ’σουνε κι εγώ δεκατεσσάρω -Δεκαπέντε Στα δεκαπέντε δα σου πω δυο λόγια με γλυκότη: -Δεκαέξε Στα δεκαέξε δα σου πω, βενέτικη φραγάδα, -Δεκαεφτά Στα δεκαφτά δα να σου πω, το νου να ξεκουράσω, -Δεκαοχτώ Στα δεκοχτώ, μικρούλα μου, δα πιάσω και τη μπένα, -Δεκαεννιά Κι ακόμη χρόνους δεκαννιά δα πολεμώ, μικρή μου, -Είκοσι Είκοσι περδικάβγουλα εις τη σειρά ’πού δέσει [=όποιος δέσει] -Εικοσιένα Εικοσιένα πάτημα βρίσκεται στην αγάπη -Εικοσιδυό Εικοσιδυό γραδώ ρακή να πιεις να σε λωλάνει, -Εικοσιτρία Εικοσιτρείς λαβωμαθιές έχει η καρδιά μου μέσα, -Εικοσιτέσσερα Εικοσιτέσσερα νησά εγύρισα να γιάνω -Εικοσιπέντε Εικοσιπέντε κοπελιές με κάλλη, με γλυκότη, -Εικοσιέξε Εικοσιέξε μηχανές να σε φωτογραφίσουν, -Εικοσιεφτά Πάνω στα εικοσιεφτά νέοι σε προσκυνούνε -Εικοσιοχτώ Εικοσοχτώ ’ναι, κοπελιά, οι μέρες του Φλεβάρη, -Εικοσιεννιά Εικοσεννιά γραμματικοί να πιάσουνε τη μπένα, -Τριάντα Τριάντα-ν-αγαπητικές ήκαμα στο γ-καιρό μου, -Τριανταένα Τριανταμιά αγαπητικιές, σα βγάλεις μια τριάντα, -Τριανταδυό Τριανταδυό λογιώ σεβντά τράβηξε το κορμί μου -Τριαντατρία Τριαντατρία βήματα ’σίμωσα στην αγάπη -Τριαντατέσσερα Τριαντατέσσερά ’σανε τα μήλα στο μεντήλι -Τριανταπέντε Τριανταπέντε τσ’ ήπεψα και τρία πορτακάλια, -Τριανταέξε Τριανταέξε βήματα ’σίμωσα στην αυλή τζης -Τριανταεφτά Πάνω στα τριανταεφτά «ποιός ήτονε» ερώτα -Τριανταοχτώ Πάνω στα τριανταοχτώ ήπεσα λιγωμένος [=λιπόθυμος] -Τριανταεννιά Πάνω στα τριανταεννιά ήσβησεν η ζωή μου -Σαράντα Και στα σαράντα, μάθια μου, ήρθανε να με θάψουν Β΄ παραλλαγή, από το Κάτω Χωριό Ιεράπετρας -Ένα Από το ένα βάνω αρχή να πάω στα σαράντα, -Δυο Δυο ’ναι τα φώτα τ’ ουρανού, ήλιος και το φεγγάρι, -Τρία Τρεις χάρες σού ’δωκε ο Θεός, σαν την Αγιάν Ερήνη, -Τέσσερα Τέσσερα προτερήματα έχει όλο σου το σώμα, -Πέντε Πέντε χρονάκια μου χρωστάς, τα τρία σου χαρίζω -Έξε Έξε ’ναι τ’ άστρα τ’ ουρανού που βγαίνουνε το βράδυ, -Εφτά Εφτά ’ν’ οι δίπλες τ’ ουρανού, μα ο Θεός είν’ Ένας, -Οχτώ Οχτάποδο του χταποδιού που σύρνει ομπρός κι οπίσω, -Εννιά Εννιά ’ναι τα συντάγματα που στέκουνε για σένα -Δέκα Δέκα ’ναι, φως μου, οι γ-εντολές πού ’γραψ’ ο Θιος στην πλάκα,
-Έντεκα Έντεκα μήνες στέκομαι για να σου βρω ψεγάδι, -Δώδεκα Δώδεκα φίλους ήκαμα κι ήταν οι γι-Αποστόλοι, -Δεκατρία Δεκατριώ χρονώ ’μουνε κι εσύ δεκατεσσάρω -Δεκατέσσερα Δεκατεσσάρων ημερών ήτονε το φεγγάρι -Δεκαπέντε Στα δεκαπέντε δα σου πω δυο λόγια με γλυκότη, -Δεκαέξε Και στο δεκάξε δα σου πω α θέλεις να με βάλεις -Δεκαεφτά Στο δεκαφτά δα να σου πω, παλιά μου φιλενάδα, -Δεκαοχτώ Στα δεκοχτώ δα να σου πω, το νου να ξαγοράσω, -Δεκαεννιά Στα δεκαννιά ’ρθ’ ο έρωντας και μέ ’βρε στο κλινάρι -Είκοσι Είκοσι περδικάβγουλα εις τη σειρά ’πού δέσει -Εικοσιένα Εικοσιένα πάτημα βρίσκεται στην αγάπη, -Εικοσιδυό Εικοσιδυό γραδώ ρακή να πιεις να σε λωλάνει, -Εικοσιτρία Εικοστριώ χρονώ ’σαι μπλιο και του Θεού γαζέπι, -Εικοσιτέσσερα Στα εικοστέσσερα νησά απού ’χω γυρισμένα -Εικοσιπέντε Εικοσιπέντε κοπελιές με κάλλη και γλυκότη, -Εικοσιέξε Εικοσιέξε μηχανές να σε φωτογραφίσουν, -Εικοσιεφτά Πάνω στα εικοσιεφτά τό ’βαλα ’γώ στο νου μου -Εικοσιοχτώ Εικοσοχτώ ’ναι, μάθια μου, οι μέρες του Φλεβάρη, -Εικοσιεννιά Πάνω στα εικοσεννιά θέλω να σε ρωτήξω -Τριάντα Τριάντα-ν-αγαπητικές ήκαμα στο γ-καιρό μου, -Τριανταένα Τριανταμιά αγαπητικιά, σα χάσω μια τριάντα, -Τριανταδυό Τριανταδυό λαβωμαθιές ήκαμα στην καρδιά μου -Τριαντατρία Τριαντατρία χρόνια ζω, να πάω παραπάνω -Τριαντατέσσερα Τριαντατέσσερά ’σανε τα ρόδα στο μεντήλι -Τριανταπέντε Τριανταπέντε ήσανε ρόδα και πορτακάλια, -Τριανταέξε Τριανταέξε δα σου πω, α θέλεις με προδώσεις, -Τριανταεφτά Πάνω στα τριανταεφτά μέ ’πιασε μαύρη ζάλη -Τριανταοχτώ Πάνω στα τριανταοχτώ ήπεσα λιγωμένος -Τριανταεννιά Πάνω στα τριανταεννιά επήγαν να με θάψουν -Σαράντα Και στα σαράντα, αγάπη μου, ’πόκαμεν η ζωή μου 3. Σειρά ερωτικών μαντινιάδων, στις οποίες ο νέος τραγουδεί στην κοπελιά κι αυτή του κάνει διάφορες πειραχτικές ερωτήσεις παίρνοντας αφορμή από κάθε μαντινιάδα.Α΄ παραλλαγή, από τη Λατσίδα -Φιλντιχιοκοκαλένια μου και νερατζαχειλού
μου -Ντα πέρδικά ’μ’ εγώ; -Πέρδικα-ν-είσαι, μάθια μου, με τα πετούμενά σου -Ντα πεισματαρού ’μ’ εγώ; -Δεν είσαι συ πεισματαρού, μα ’γώ το λόγο λέω -Και γιάντα κλαις; -Κλαίω το το κορμάκι σου απού ’ναι σαν το σύρμα, -Έδα καλά! -Θέλει καλά, θέλει κακά, θέλει μαργιολεμένα, -Να κάμει κοντό [=άραγε] είντα; -Να κάμει το μουράτι μου [=την πεθυμιά μου], φως μου, για να σε πάρω,
-Και πού δα με βρεις; -Βρίσκω σε στο περβόλι σας, λεμόνι καθαρίζεις -Ποιός είν’ αυτός; -Ένας ψηλός, ένας λιγνός, ένας σφιχτοζωσμένος -Και ποιός τονέ χαϊδεύγει; -Η μάνα ντου κι ο κύρης του κι η γι-αγαπητικιά ντου -Και να τηνε πάρει θέλει κοντό [=θα την πάρει άραγε]; -Για να την πάρει πολεμά [=προσπαθεί], για να τηνέ νικήσει, Β΄ παραλλαγή, από την Ανατολή Ιεράπετρας -Είντά ’σαι συ κι είντά ’μαι ’γώ και δε μπορώ να ζήσω, -Α μ’ αγαπάς θεώρει με [=κοίτα με]. -Πώς ημπορώ να σε θωρώ, πού ’σαι μέσα κλεισμένη, -Ντα πέρδικά ’μ’ εγώ; -Δεν είσαι, φως μου, πέρδικα, μα τα καμώματά σου -Ντα ψεύτρα ’μ’ εγώ; -Δεν είσαι ψεύτρα, μάθια μου, μα ’γώ το ψόμα λέω, -Και γιάντα κλαις; -Κλαίω το το κορμάκι σου απού ’ναι σαν το σύρμα, -Τί κρίμα είν’ αυτό; -Δεν είναι κρίμα, μάθια μου, πως δά ’ρθω να σε πάρω, -Και πώς δα με πάρεις; -Σε παίρνω απού το σπίτι σας, που καθαρίζεις ρύζι, -Και πού δα με βρεις; -Βρίσκω σε στο περβόλι σας, λεμόνι καθαρίζεις -Και ποιός με τριγυρίζει; -Σε τριγυρίζουνε πολλοί, μην αγαπάς κιανένα, -Κι είντά ’σαι συ; -Είμαι ψηλός, είμαι λιγνός και μοσκανεθρεμμένος -Και ποιός σ’ εχάιδεψε; -Μ’ εχάιδευγεν μάνα μου σαν ήμουνε παιδάκι, -Και γιάντα σου τό ’διδε; -Μου τό ’διδε, πουλάκι μου, ώσπου ’θελα νυστάξω, Σειρά μαντινιάδων, στις οποίες ο νέος τραγουδεί στην κοπελιά κι αυτή τον ερωτά πειραχτικά με αφορμή από κάθε μαντινιάδα -Είντά ’σαι συ κι είντά ’μαι ’γώ και δε μπορώ να ζήσω, -Α μ’ αγαπάς θεώρει με [=κοίτα με]. -Πώς ημπορώ να σε θωρώ, πού ’σαι μέσα κλεισμένη, -Φιλντιχιοκοκαλένια μου και νερατζαχειλού μου και πέρδικά μου πλουμιστή, κι επήρες τον το νου μου. -Ντα πέρδικά ’μ’ εγώ; -Πέρδικα-ν-είσαι, μάθια μου, με τα πετούμενά σου -Ντα πεισματαρού ’μ’ εγώ; -Δεν είσαι συ πεισματαρού, μα ’γώ το λόγο λέω -Και γιάντα κλαις; -Κλαίω το το κορμάκι σου απού ’ναι σαν το σύρμα, -Να κάμει κοντό [=άραγε] είντα; -Να κάμει το μουράτι μου [=την πεθυμιά μου], φως μου, για να σε πάρω,
-Και πώς δα με πάρεις; -Σε παίρνω απού το σπίτι σας, που καθαρίζεις ρύζι, -Και πού δα με βρεις; -Βρίσκω σε στο περβόλι σας, λεμόνι καθαρίζεις -Και ποιός με τριγυρίζει; -Σε τριγυρίζουνε πολλοί, μην αγαπάς κιανένα, -Έδα καλά! -Θέλει καλά, θέλει κακά, θέλει μαργιολεμένα, -Ποιός είσ’ εσύ; -Ένας ψηλός, ένας λιγνός, ένας σφιχτοζωσμένος -Και ποιός τονέ χαϊδεύγει; -Η μάνα ντου κι ο κύρης του κι η γι-αγαπητικιά ντου -Και να τηνε πάρει θέλει κοντό [=θα την πάρει άραγε]; -Για να την πάρει πολεμά [=προσπαθεί], για να τηνέ νικήσει, |