Γέννηση καὶ διαμόρφωση τοῦ ἑλληνικοῦ Καραγκιόζη

Ἄρθρο τοῦ Ἰ.Μ. Χατζηφώτη στὸ περιοδικὸ
«Νεότητα Ἑλληνικοῦ Ἐρυθοῦ Σταυροῦ», Μάϊος 1998, σελ.8-10


Χρόνια τώρα, ἡ ἄποψη (ἢ θεωρία, πεῖτε τὴν ὅπως θέλετε), ποὺ πρόβαλλαν διάφοροι εἶναι ὅτι ὁ Καραγκιόζης ἦρθε στὸν Πειραιᾶ ἀπὸ τὴν Πόλη. Συνακόλουθη καὶ ἡ καλλιεργούμενη ἀπὸ μερικοὺς ἀντίληψη ὅτι τὸ ἑλληνικὸ λαϊκὸ θέατρο σκιῶν προῆλθε ἀπὸ τὸ τούρκικο. Ποιό; Τὸ θέατρο ποὺ ἀντιμάχεται, σὲ μόνιμη βάση, τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία...

Χρειάζεται ὅμως νὰ κάνουμε μίαν ἀναδρομή. Νὰ πᾶμε στὰ Γιάννενα, στὰ χρόνια του Ἀλῆ Πασᾶ. «Εἶναι τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἡ πνευματικὴ καὶ οὐσιαστικὴ πολιτικὴ πρωτεύουσα τῆς κυρίως Ἑλλάδας. Εἶναι ἡ καινούργια καρδιὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀπ᾿ ὅπου διοχετεύεται παντοῦ ζωντανὸ τὸ νέο αἷμα, ἡ πνευματικὴ καὶ κοινωνικὴ ἀνάπλαση, ἡ οἰκονομικὴ καὶ ἐμπορικὴ ζωτικότητα, ὁ διαφωτισμὸς καὶ ἡ ἀφύπνιση, ποὺ θὰ ὁδηγοῦσαν στὴν ἀνάσταση τοῦ Γένους», ὅπως εὔστοχα ἔχει παρατηρήσει ὁ ἀείμνηστος φίλος καὶ ἔξοχος φιλόλογος Λέανδρος Βρανούσης. Κι ὁ Φάνης Μιχαλόπουλος δὲν ὑπερβάλλει, ὅταν τὰ χαρακτηρίζει ὡς «ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα κέντρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ μετὰ τὴν Πόλη».

Ἀνάμεσα στὴ Βασιλεύουσα καὶ τὴν  ἠπειρωτικὴ  πρωτεύουσα ὑπῆρχε μία ἀέναη κίνηση καραβανιῶν, μία ἀσταμάτητη ἐπικοινωνία.  Ὁ  ἀξέχαστος  ἠπειρωτολόγος Ἀχ. Μαμμόπουλος ἔγραφε: «Ἂς χρωματίσουμε τὴν περιώνυμη Ἐγνατία ὁδὸ καὶ ἐπάνω σ᾿ αὐτὴν τὶς πόλεις Θεσσαλονίκη, Βοδενὰ (Ἐδεσσα), Μοναστήρι (Βιτώλια), Ἀχρίδα, Ἐλβασὰν καὶ τὰ δύο λιμάνια, τὸ Δυρράχιο ἐπὶ τῆς Ἀδριατικῆς καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη στὸ Βόσπορο σὰν κόμπους τοῦ ἐγκαρσίου μεσογειακοῦ δρόμου, ποὺ διέσχιζε τὴ Βαλκανική, αὐτὴ τὴν Ἐγνατία ποὺ πέρασε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ «πεπλήρωκε» τὸ Εὐαγγέλιο.

Ἄλλη πάλι γραμμὴ ἄρχιζε ἀπὸ τὰ Γιάννινα μὲ προορισμὸ Κοζάνη-Θεσσαλονίκη-Σέρρες-Κωνσταντινούπολη, μὲ διακλάδωση πρὸς βορρᾶν Σόφια-Βουκουρέστι-Βελιγράδι-Βιέννη-Βουδαπέστη».

Τὰ καραβάνια καθὼς φορτώνονταν καὶ μετακινοῦνταν ἔκαναν φοβερὸ θόρυβο. Ὅπως γράφει ὁ Holland (μτφρ. Κ. Σιμόπουλου): «Φώναζαν οἱ κερατζῆδες, καθὼς φόρτωναν ἄλογα, μουλάρια καὶ καμῆλες, βροντοῦσαν τὰ κουδούνια, γενικὴ ἀναστάτωση. Τὸ καραβάνι (100 μουλάρια καὶ ἄλογα, κάπου-κάπου καὶ καμῆλες) συνοδευόταν ἀπὸ ὁπλοφόρους. Κάποτε ὅμως τὰ ὑποζύγια ξεπερνοῦσαν καὶ τὰ 1.000. Ταξίδευαν περίπου ὀκτὼ ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρο καὶ τὰ βράδια στάθμευαν κοντὰ σὲ κάποια πόλη ἢ χωριό.

«Ἕνας ἀγωγιάτης ὁδηγοῦσε συνήθως πέντε ὑποζύγια». Σύμφωνα μὲ τὸν Cousinery (ὅπ. παρ.), «τὰ δέματα τῶν φορτίων τοποθετοῦνταν κυκλικὰ καὶ ἔτσι δημιουργοῦσαν διαμερίσματα γιὰ κάθε ἔμπορο». Ὅπως εἶναι γνωστό, «οἱ κερατζῆδες ἦταν κατὰ κανόνα Ἠπειρῶτες. Καθ᾿ ὁδὸν ὑπῆρχαν τὰ χάνια. Ἦταν τετράγωνα, μὲ ἐσωτερικὴ αὐλή, ἁψιδωτὴ πύλη, πηγάδι στὸ κέντρο καὶ στάβλο.

Τὰ δωμάτια ἦταν γυμνά, καθὼς μὲ τὰ φορτία κουβαλοῦσαν μαζί τους στρωσίδια καὶ μαγειρικὰ σκεύη. Ἂν χρειάζονταν ὅμως, τοὺς διέθεταν ψάθες, γιὰ νὰ ξαπλώσουν στοὺς ὀντάδες. Στὰ χάνια ἔβρισκαν τρόφιμα καὶ ποτά». Γιὰ τὸ θέμα μας ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἔχει ἡ πληροφορία τοῦ Σιμόπουλου: «Δὲν ἔλειπε καὶ ἡ ψυχαγωγία. Κάποιο ὄργανο, κανένα τραγούδι. Μὲ τὰ καραβάνια αὐτὰ ταξίδεψε κι ὁ Καραγκιόζης ἀπὸ τὴν Πόλη στὰ Γιάννενα, μία πόλη ποὺ ζοῦσε ἔντονα τὶς Ἀποκριὲς καὶ γνώριζε τὶς ἄλλες διασκεδάσεις».

Δὲν εἶναι διόλου τυχαῖο ὅτι ἡ παλαιότερη μαρτυρία (1809) γιὰ παράσταση Καραγκιόζη στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο ἀναφέρεται στὰ Γιάννενα. Συγκεκριμένα, ἕνας ξένος περιηγητής, ὁ Χόμπχαους, εἶδε τότε στὴν πρωτεύουσα τῆς Ἠπείρου παράσταση τούρκικου Καραγκιόζη, ποὺ παρακολούθησε μάλιστα κι ὁ Λόρδος Βύρων, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ. Ἀπὸ τὸ πολύτιμο βιβλίο τοῦ ἀλησμόνητου φίλου Θαν. Φωτιάδη γιὰ τὸν «Καραγκιόζη πρόσφυγα» παίρνομε τὴν περιγραφή του:

«Ἦταν ἕνα θέαμα μὲ ἀνδρείκελα, ποὺ τὸ διηύθυνε ἕνας Ἑβραῖος, ὁ ὁποῖος ἐπισκεπτόταν τὴν πολιτεία στὴ διάρκεια τοῦ Ραμαζανιοῦ μὲ τὶς χαρτονένιες φιγοῦρες του. Τὸ θέαμα, ἕνα εἶδος ombre chinoise (κινέζικης σκιᾶς) στήθηκε στὴ γωνιὰ ἑνὸς πολὺ ρυπαροῦ καφενείου, γεμάτου θεατὲς κυρίως νεαρὰ παιδιά. Ἡ εἴσοδος ἦταν 2 παρᾶδες τὸ φλιτζάνι ὁ καφὲς καὶ 23 ἀκόμη τέτοια μικρονομίσματα, ποὺ τὰ ρίχναν στὸ δίσκο μετὰ τὴν παράσταση».

Ἔτσι ὁ Καραγκιόζης πέρασε καὶ στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ καὶ βέβαια ἄρχισε νὰ παίζεται πλέον ἑλληνικά, ἀφοῦ αὐτὴν τὴ γλώσσα μιλοῦσαν ἐκεῖ. Χρησιμοποιήθηκε ὁ ἴδιος τρόπος παράστασης, μὲ τὶς σκιὲς καὶ τὶς φιγοῦρες, ἀλλὰ τοῦ δόθηκε ἄλλο περιεχόμενο, φυσικὰ ἑλληνικό, ἀντλημένο ἀπὸ τὴ σατιρικὴ φιλολογικὴ παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Κουλονάρος ἔχει παρατηρήσει:

«Οἱ πρῶτοι Καραγκιοζοπαῖχτες τῶν Ἰωαννίνων ἦσαν Ἀτσίγγανοι καὶ Ἑβραῖοι. Αὐτοὶ ἔφεραν τὸν τούρκικο μπερντὲ ἀπὸ τὴν Πόλη. Γιὰ λόγους πρακτικοὺς ὅμως ἀναγκάστηκαν νὰ μεταφράσουνε ἑλληνικὰ τὶς παραστάσεις, γιατὶ ἡ μεγάλη πλειονότητα τῶν Μουσουλμάνων δὲν καταλάβαινε τὰ τουρκικά.

Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ ὁ μπερντὲς ἦταν γνωστὸς στὰ Γιάννενα καὶ κατὰ τὶς νύχτες τοῦ Ραμαζανιοῦ ἐπαίζετο ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι ἀκόμη καὶ στὸ ἴδιο τὸ Σαράγι, ὁποὺ ὁ Ἀλὴς ἀρέσκετο ν᾿ ἀκούει τὸν Καραγκιόζη καὶ νὰ διασκεδάζει μὲ τὶς παραστάσεις του. Καὶ μία ποὺ οἱ παραστάσεις τοῦ τούρκικου μπερντὲ ἐδίδοντο ἑλληνικὰ στὰ Γιάννενα, δὲν ἐχρειάσθη νὰ περάσει πολὺς καιρός, ὥστε κοντὰ στοὺς Τούρκους νὰ ἐνδιαφέρονται οἱ ραγιάδες».

Ἐκείνη τὴν πρώιμη περίοδο, ὁ ἑλληνικὸς Καραγκιόζης δὲν ἦταν βέβαια δυνατὸ νὰ εἶχε, ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο, τὴ δομὴ καὶ τὴ μορφὴ μὲ τὴν ὁποία ἔφτασε ὡς ἐμᾶς, δηλαδὴ τὴν ἀντιπαράθεση τῆς καθημαγμένης Ρωμιοσύνης μὲ τὴν κραταιὰ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία (παραγκασεράι). Αὐτὸ τὸ πλαίσιο δημιουργήθηκε στὴν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα. Θαυμάσια ἡ Νέλλη Παραστατίδου-Παπαμιχαηλ σημειώνει:

«Ὁ Πασᾶς, κι ὅταν ἀκόμη δὲν παρουσιάζεται στὴ σκηνή, βαραίνει ὅλους μὲ τὴ σκιά του, αἰσθανόμαστε τὴν παρουσία του, εἶναι ἡ ἀόρατη ἀπειλή, ἡ προσωποποιημένη ἀνεξέλεγκτη ἐξουσία. Ὁ λόγος του εἶναι ζωὴ ἢ θάνατος.

Ἡ κρίση του ἀλάθητη. Τὸ παλάτι του, τὸ σαράι μὲ τοὺς ἀτέλειωτους τρούλους του, δεξιὰ στὴ σκηνή, ἀντιστικτικὰ στημένο μὲ τὴν παράγκα τοῦ Καραγκιόζη, εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ἡ καμπύλη τῶν τρούλων, καὶ καμπύλη σημαίνει πλοῦτος, ἀφθονία, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἕνα σχῆμα ποὺ σ᾿ ἀγκυλώνει τὸ ἄγγισμά του. Προεξέχουν τὰ κεραμίδια τῆς παράγκας, χάσκουν οἱ σανίδες, εἶναι ξεχαρβαλωμένα τὰ πορτοπαράθυρα. Ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ἡ Ἑλλάδα ρημαγμένη, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ Τουρκία πελώρια, πλούσια, πανίσχυρη.

Ἐν τούτοις οἱ ρίζες εἶναι πολὺ παλαιότερες, χάνονται στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ στὸ Βυζάντιο. Ἀνατρέχοντας κανεὶς στὰ πτωχοπροδρομικὰ ποιήματα τοῦ 12ου αἰ. μ.Χ. βλέπει νὰ περιγράφεται ἔτσι ἀκριβῶς ἡ παράγκα τοῦ Πτωχοπρόδρομου:

Τὰ κεραμίδια ἐλύθησαν, τὸ στέγος ἐσαπρώθη,
οἱ τοῖχοι καταπίπτουσιν, ἐξεχερσώθη ὁ κῆπος,
κοσμήτης οὐκ ἀπέμεινεν, οὐ γύψος, οὐδὲ σπεῖλον,
αἱ θύραι συνεστράφησαν ἐξ ὁλοκλήρου πᾶσαι,
κάγκελλα ἐξηλώθησαν ἀπ᾿ ἄκρας ἕως ἄκραν,
θύραν οὐκ ἤλλαξας ποτέ, σανίδιν οὐκ ἐνψύχει,
ποτὲ οὐκ ἐξεκεράμωσαι, οὐδὲ ἀνερράγη τοῖχον,
οὔτε καρφὶν ἠγόρασας, νὰ ἐμπήξης εἰς σανίδιν.

Ἡ οἰκογένεια τοῦ Πτωχοπρόδρομου συμπεριφέρεται ἀκριβῶς ὅπως τοῦ Καραγκιόζη. Στερεῖται ἀκόμη καὶ τὸ ψωμί. Ἡ πείνα εἶναι τόση, ποὺ μὴ βρίσκοντας ἕνα ξεροκόμματο νὰ φᾶνε, γυναίκα ἡ παιδιὰ ὁρμοῦν πάνω του καὶ τὸν ξυλοφορτώνουν:

Ἔδραμον οὖν οἱ παῖδες μου μηδὲν μεμαθηκότες
ἀπῆραν ξύλα παρευθὺς καὶ ράβδους τε καὶ λίθους
τὴν σκάλαν μὲ ἐκατέβασαν μετὰ πολλοῦ τοῦ τάχους.

Αὐτὸ πρέπει νὰ ἦταν καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ πρώιμου Καραγκιόζη. Ἡ κλεφτουριὰ καὶ τ᾿ ἁρματολίκια σαφῶς προστέθηκαν στὴν κατοπινὴ ἐλεύθερη διαμόρφωσή του. Πέρασαν, ὅμως, σ᾿ αὐτὸν πολλὲς ἐπιδράσεις ἀπὸ τὴ ζωὴ στὰ Γιάννενα στὰ χρόνια του Ἀλῆ Πασᾶ, ὅπως τὸ σαράι στὸ σκηνικό του μπερντέ, κι ἀκόμη οἱ τύποι «τοῦ βεζύρη, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἀλὴ Πασά, τῶν Τουρκαλβανῶν, καθὼς καὶ τοῦ Βεληγκέκα, τύπων ποὺ ἀπαντοῦν στὸ ἑλληνικὸ θέατρο σκιῶν μονίμως σ᾿ ὅλες τὶς παραστάσεις καὶ πολλὲς φορὲς ἀποτελοῦν ἀναχρονισμὸ στὶς παραστάσεις του, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν τουρκικὸ μπερντέ, ὁποὺ δὲν ὑπάρχουν καθόλου οὔτε σαράγι οὔτε αὐτοὶ οἱ τύποι ποὺ ὑπενθυμίζουν Γιάννενα καὶ Ἤπειρο» (Κουλονάρος).

Ὁ Ἀλὴ Πασᾶς ἀνῆκε στὴν αἵρεση τῶν μπεκτασήδων. Ποιοὶ ἦταν αὐτοὶ μᾶς λέγει ὁ Εὐάγγελος Ζάχος-Παπαζαχαριου: «Αὐτοὶ εἶχαν γιὰ κέντρο τους τὴν Ἤπειρο καὶ τὴ Νότιο Ἀλβανία καὶ διατηροῦσαν στὴ λατρεία τους σοβαρὰ κατάλοιπα ντόπιων παραδόσεων χριστιανικῶν καὶ προχριστιανικῶν.

Καὶ ὁ Ἀλὴ Πασᾶς ἦταν Μπεκτασὴς ὁ ἴδιος καὶ πολλὰ μέλη τῆς αὐλῆς του, χριστιανοὶ καὶ μουσουλμάνοι. Σ᾿ αὐτὲς τὶς παραδόσεις πρέπει νὰ ψάξουμε γιὰ τὸ ἀρχέτυπό του Μεγαλέξανδρου καὶ τοῦ κατηραμένου ὄφι, κλασσικοῦ ἔργου τοῦ Καραγκιόζη, ποὺ κατὰ τὰ λεγόμενα τῶν παλαιῶν καλλιτεχνῶν τοῦ Θεάτρου Σκιῶν φτιάχτηκε ἀπὸ ἕναν Καραγκιοζοπαίχτη τῆς αὐλῆς τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ στὰ Γιάννενα.

Καὶ τὸ βρίσκουμε σ᾿ ἕνα μπεκτασίδικο συναξάρι τῆς Κρόιας. Ἕνας μπεκτασῆς ἅγιος σκοτώνοντας τὸ δράκο τῆς Κρόιας ἦρθε νὰ ἐγκαταστήσει σ᾿ αὐτὴ τὴν πόλη τὴ μπεκτασίδικη λατρεία, μεταμφιέζοντας μὲ μουσουλμανικὸ μανδύα τὴ λατρεία καὶ τὴν ἀνάμνηση τοῦ θρυλικοῦ Γεωργίου Καστριώτη, τοῦ ἡγέτη τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Ἀλβανίας ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ Μουσουλμάνοι τὸν θεωροῦσαν σὰν τὸ Νέο Μεγαλέξανδρο καὶ τὸν ὀνόμασαν Σκεντὲρ μπέη, κὺρ Ἀλέξανδρο».

Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ λόγια μεταβυζαντινὴ παράδοση πέρασε μὲ σημαντικὰ στοιχεῖα της στὸ νεοελληνικὸ λαϊκὸ θέατρο σκιῶν. Ἦταν φυσικὸ οἱ Ἕλληνες Καραγκιοζοπαῖχτες νὰ ἐπηρεαστοῦν κι ἀπὸ τὴν ψευδοκαλλισθένεια φυλλάδα μὲ τὸ βίο τοῦ Μεγαλέξανδρου, ποὺ ἦταν λαϊκὸ ἀνάγνωσμα στὰ χρόνια της Τουρκοκρατίας, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἐπανάσταση. Στὰ Γιάννενα, λοιπόν, ἄρχισε ἡ διαμόρφωση τοῦ Καραγκιόζη μας, πού, κατεβαίνοντας στὴ Ρούμελη κι ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Πάτρα (Ἀχαΐα) ἀποκτάει γνωστότατους καὶ δημοφιλέστατους ἥρωές του, ὅπως ὁ Ρουμελιώτης Μπαρμπαγιῶργος κι ἀκόμη ὁ Πίπης ὁ Κερκυραῖος, ὁ Γεράσιμος ὁ Κεφαλλονίτης κι ὁ Νιόνιος ὁ Ζακυνθινός, φιγοῦρες ποὺ προστέθηκαν ἐδῶ λόγω τῆς γειτνίασης μὲ τὰ Ἑπτάνησα.

Ἔτσι, μετὰ τὰ Γιάννενα, ἡ Πάτρα, ἡ πατρίδα τοῦ Μίμαρου, ἔρχεται νὰ ὁλοκληρώσει τὴ μορφὴ τοῦ ἑλληνικοῦ λαϊκοῦ θεάτρου σκιῶν, ὅπου οἱ ἥρωες τῆς Ρωμιοσύνης προσλαμβάνουν πιὰ πρωταγωνιστικὸ ρόλο, καθὼς καὶ ἡ θεματογραφία τῆς κλεφτουριᾶς. Ποιὸς λησμονεῖ ὅτι στὴν πλατεία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς ἀχαϊκῆς πρωτεύουσας, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς εὐλόγησε τὴ σημαία τοῦ Ἱεροῦ Ἀγώνα, παρουσία τῶν ὁπλαρχηγῶν ποὺ συνέρρευσαν ἐκεῖ ἀπὸ τὴν Ἀχαΐα καὶ τὴ Ρούμελη.

Στὸν ἴδιο τὸ Μίμαρο, τὴ θρυλικὴ αὐτὴν προσωπικότητα ποὺ διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο στὴ διαμόρφωση αὐτήν, ἀποδίδεται καὶ ἡ δημιουργία τοῦ τύπου τοῦ Μπαρμπαγιώργου, γιὰ τὸν ὁποῖο λέγανε ὅτι ἀνταποκρίνεται στὰ χαρακτηριστικὰ ἑνὸς Ἀγραφιώτη, ποὺ μὲ τὴ βαριὰ προφορὰ τοῦ διασκέδαζαν οἱ συγχωριανοί του.

Ἄλλοι ἀποδίδουν τὸ Ρουμελιώτη ἥρωα τοῦ λαϊκοῦ θεάτρου σκιῶν στὸν Ρούλια. Γεγονὸς εἶναι ὅτι στὴν τελευταία δεκαετία τοῦ περασμένου αἰώνα, ὁ Καραγκιόζης εἶναι πέρα ὡς πέρα Ρωμιὸς καὶ γίνεται θέαμα προσφιλέστατο καὶ ἀγαπητὸ ὄχι μόνο γιὰ τοὺς Πατρινούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν εὐρύτερη περιοχὴ καὶ τὰ ἀντικρινὰ Ἑπτάνησα. Ἡ πόλη καθίσταται γενέτειρα τῶν πιὸ φημισμένων καραγκιοζοπαιχτῶν, ποὺ ἡ φήμη τους ἁπλώνεται στὸ Πανελλήνιο.

Ὁ Καραγκιόζης ἔφθασε ὡς ἐμᾶς ὡς ἕνα ἀκέραιο κεφάλαιο ἤθους, ἥρωες ὅπως ὁ Σταύρακας, οἱ Ἑβραῖοι ἔμποροι, οἱ ληστές, οἱ κομπογιαννίτες γιατροί, οἱ καραβοκύρηδες κι οἱ καραβοκυραῖοι κινοῦνται στὸ περιθώριο, γίνονται στοιχεῖα δευτερεύοντα, ὁ Καραγκιόζης μᾶς ἔχει βαθύτατα ἠθοπλαστικὸ χαρακτήρα, οἱ πονηράδες του εἶναι ἀθῶες, ἐπισημαίνουν τὸν τρόπο ἐπιβίωσης τῶν Ρωμιῶν κάτω ἀπὸ τὸν ἀλλόπιστο δυνάστη, ὅ,τι τὸν προσδιορίζει εἶναι μία μεγάλη καρδιὰ καὶ μία ψυχικὴ λεβεντιά, αὐτὴ τοῦ ὑπέροχου λαοῦ μας, ποὺ μέσα σὲ φοβερὲς ἀντιξοότητες καὶ σκληρὲς δοκιμασίες, διατηρεῖ τὴν εὐγενική του φυσιογνωμία.