Τὸ δημοτικὸ τραγούδι στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821

[ἀπὸ τὸ ἄρθρο τοῦ Δανιὴλ Παπαδανιήλ,
περιοδικὸ «ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗΣ», Ἔτος 14ο, τεῦχος 110, Μάρτιος 2000, σελ. 19-21]

Ἀναντίρρητα ξεχωριστὴ θέση μεταξὺ τῶν μνημείων τοῦ λόγου στὸ λαό μας, κατέχουν τὰ τραγούδια. «Ὄχι μόνον ὡς ἰσχυρῶς κινοῦντα τὴν ψυχὴν διὰ τὸ ἀπέριττον κάλλος, τὴν ἀβίαστον ἁπλότητα, τὴν πρωτοτυπίαν καὶ τὴν φραστικὴν δύναμιν καὶ ἐνάργειαν, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀκριβέστερον παντὸς ἄλλου πνευματικοῦ δημιουργήματος τοῦ λαοῦ ἐμφαίνοντα τὸν ἰδιάζοντα χαρακτήρα τοῦ ἔθνους...» σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ Ν.Γ. Πολίτης στὶς «Ἐκλογὲς ἀπὸ τὰ τραγούδια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ».

Ὁ ἴδιος, ἰδανικὸς θεματοφύλακας τῶν ἑλληνικῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν καὶ ἀξεπέραστος συλλέκτης αὐτῶν τῶν δημιουργημάτων ἑνὸς λαοῦ προικισμένου μὲ ἀπαράμιλλη ποιητικὴ φλέβα, τονίζει: «Ἡ δημοτικὴ ποίησις εἶναι ἡ ἀσφαλεστάτη ἀφετηρία καὶ τὸ στερεότατων Θεμέλιον πάσης δημιουργίας τῆς ἑλληνικῆς τέχνης. Τὸ ἔργον τοῦ ποιητοῦ καὶ τοῦ καλλιτέχνου εἶναι τελειότερον καὶ μονιμώτερον, ὅταν τὰς ρίζας του ἔχη εἰς τὸ πάτριον ἔδαφος ... Καθόλα δὲ ἡ δημοτικὴ ποίησις εἶναι τελεσφορώτατον ὄργανον τῆς ἐθνικῆς ἀγωγῆς, ἐκτρέφουσα καὶ συντηροῦσα τὸ ἐθνικὸν φρόνημα, πᾶς δ᾿ Ἕλλην πρέπει νὰ γιγνώσκη καὶ μελετᾶ τουλάχιστον τὰ κράτιστα καὶ κυριώτατα τῶν δημωδῶν λογοτεχνημάτων, μὴ ἀρκούμενος εἰς ὅσα τυχὸν ἐν τῷ καθ᾿ ἡμέραν βίῳ ἔχει ἀποκομίση ἐκ τῆς προφορικῆς παραδόσεως ...».

Ἀπειράριθμα εἶναι τὰ δημοτικὰ τραγούδια ποὺ γεννήθηκαν ἀπ᾿ τὰ σπλάγχνα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ στὴν ἱστορική του διαδρομή, καί, ὅπως εἶναι φυσικό, ἀφοροῦν ὅλες τὶς «λειτουργίες» τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ἔτσι, οἱ μελέτες κατανέμουν τὰ δημοτικὰ τραγούδια - ἀνάλογα μὲ τὸ περιεχόμενό τους - σὲ συγκεκριμένες κατηγορίες, οἱ σπουδαιότερες τῶν ὁποίων εἶναι οἱ ἑξῆς: Ἱστορικὰ τραγούδια, Κλέφτικα, Ἀκριτικά, Τραγούδια τῆς ἀγάπης, Νυφιάτικα, Ναναρίσματα, Τραγούδια τῆς ξενιτιᾶς, Μοιρολόγια καὶ Περιγελαστικά.

Ἀναφορικὰ μὲ τὰ ἱστορικὰ τραγούδια ὁ μελετητής τους Uhland σημειώνει: «... Λέγοντας δημώδη ἱστορικὰ τραγούδια, ἐννοοῦμεν ἄσματα ἐκπηγάσαντα ἀμέσως ἐξ ἱστορικῶν γεγονότων ἢ περιστάσεων καὶ προωρισμένα νὰ τραγουδοῦνται ὑπὸ τοῦ λαοῦ...».

Ὁ πόλεμος ἀρχίνησε καὶ ἀνάψαν τὰ τουφέκια.
Τὸν Ζέρβα καὶ τὸν Μπότσαρη / ἐφώναξε ὁ Τζαβέλας:
«Παιδιά μ᾿ ἦρθ᾿ ὥρα τοῦ σπαθιοῦ κι ἂς πάψη τὸ τουφέκι».
Κι ὅλοι ἔπιασαν καὶ σπάσανε τὶς θήκαις τῶν σπαθιῶν τους,
τοὺς Τούρκους βάνουνε μπροστά, τοὺς βάνουν σὰν κριάρια...

Ὅσον ἀφορᾶ τὰ κλέφτικα τραγούδια ὁ μελετητὴς Κ. Mendelssohn Bartholdy γράφει: «...Τὰ κλέφτικα τραγούδια νομίζεις πὼς εἶναι χείμαρροι ἀφρισμένοι, ἐκρέοντες ὄχι ἀπὸ ἀνθρώπινα χείλη, ἀλλ᾿ ἀπὸ τοὺς βράχους τῆς Οἴτης καὶ τοῦ Ὀλύμπου...».

Ὁ πλούσιος ἔχει τὰ φλωριά, ἔχει ὁ φτωχὸς τὰ γλέντια.
Ἄλλοι παινᾶνε τὸν πασὰ καὶ ἄλλοι τὸ βεζίρη,
μὰ ‘γῶ παινάω τὸ σπαθὶ τὸ τουρκοματωμένο,
τὸ ᾿χει καμάρι ἡ λεβεντιά, κι ὁ κλέφτης περηφάνεια...

Ἐρχόμενοι στοὺς «καθ᾿ ἡμᾶς» σύγχρονους μελετητές, ἀπὸ τοὺς γνωστότερους ἐρευνητὲς τῆς δημοτικῆς, μουσικοποιητικῆς παράδοσης στὴν Ἑλλάδα, μὲ μιὰ σειρὰ ἀπὸ πλούσιες καταθέσεις στὸ ἐνεργητικό του, εἶναι ὁ Γιώργης Μελίκης. Οἱ δίσκοι, τὰ βιβλία καὶ οἱ χιλιάδες ραδιοτηλεοπτικές του ἐκπομπές, τὸν ἔχουν ἀναδείξει ὡς ἕναν ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ συνεχίζουν νὰ ἀνακαλύπτουν καὶ νὰ προβάλουν τὴν αὐθεντικὴ δημοτικὴ μουσική, μὲ τὸν πλέον συστηματικὸ τρόπο. Μιλώντας λοιπὸν ὁ ἴδιος στὸν «ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ» γιὰ τὸ πῶς γεννήθηκε τὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ εἰδικότερα στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821, τονίζει:

«...Τὸ δημοτικὸ τραγούδι τοῦ 1821, ὡς ὅρος καὶ χαρακτηρισμός, ἐκτιμῶ πὼς εἶναι ἀδόκιμο, δηλαδὴ δὲν εἶναι κάτι ξεκομμένο καὶ αὐθαίρετο μέσα στὴ λαϊκὴ ἔκφραση καὶ δημιουργία. Εἶναι σχετικὰ ἕνα μικρὸ κεφάλαιο ποὺ ὑμνεῖ κλέη καὶ πάθη ἡρώων μία ἱστορικὴ περίοδο ποὺ σηματοδότησε τὴ δημιουργία τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κράτους. Εἶναι προϊὸν ἱστορικῆς ἀνάγκης ἀλλὰ καὶ ἐθνο-μουσικολογικὴ συνήθεια ποὺ ἀπαντᾶται σὲ ὅλους τοὺς λαούς...».

Τὸ ἱστορικὸ στοιχεῖο

Ἡ ὑπερεκτίμηση μεγεθῶν σὲ πρόσωπα καὶ τόπους εἶναι ἀπαραίτητο ἱστορικὸ στοιχεῖο γιατὶ ὁ ἐχθρὸς πρέπει νὰ ὑποτιμηθεῖ, νὰ ὑπερκερασθεῖ καὶ στὴ συνέχεια νὰ κατατροπωθεῖ γιὰ νὰ κραταιωθεῖ ὁ Ἕλληνας στὸ χῶρο, τὴν ἰθαγένεια καὶ τὴν ἱστορική του διάσταση.

Λάμπουν τὰ χιόνια στὰ βουνὰ κι ὁ ἥλιος στὰ λαγκάδια,
λάμπουν καὶ τ᾿ ἀλαφρὰ σπαθιὰ τῶν Κολοκοτρωναίων,
πὄ ᾿χουν τ᾿ ἀσήμια τὰ πολλά, τὶς ἀσημένιες πάλαις,
τὶς πέντε ἀράδαις τὰ κουμπιά, τὶς ἕξι τὰ τσαπράζια
ὁποῦ δὲν καταδέχονται τῆς γῆς νὰ τὴν πατήσουν...

«...Τὸ δημοτικὸ τραγούδι ἤθελε νὰ ἐκφράσει τὸ ἀνώτερο καὶ τὸ ἰδεῶδες», συνεχίζει ὁ Γ. Μελίκης, «... καὶ ἦταν συνυφασμένο ἢ καὶ ἐνσωματωμένο μέσα στὴν δικαιοπρακτική του συναλλαγὴ ποὺ πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἐκφράζεται στὸ τρίπτυχο: «Πατρίδα - Θρησκεία – Οἰκογένεια». Ὅσο γιὰ τὰ εἴδη τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ ποὺ ἄνθισαν στὴ διάρκεια τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821, πρόκειται γιὰ τὸ σύσσωμο τὸν ἔρωτα καὶ τὸ σύψυχο τῆς ἱστορίας σὲ ἕνα ἑνιαῖο καὶ ἀδιάσπαστο διαχρονικὸ πλαίσιο. Ἡ Θεματολογία τους προσωπική, μὲ διαπροσωπικὲς καὶ κοινωνικὲς κυρίως προεκτάσεις ἐπιβεβλημένες ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς συγκυρίες, κυρίως ὅμως ἀπὸ τὰ εὐρωπαϊκὰ ἀπελευθερωτικὰ κινήματα ποὺ γιὰ κάθε λαὸ ὑπόδουλο εἶναι τὰ ἴδια σὲ ἐκφραστικὰ μέσα καὶ ἔνταση: Ἔρωτας, γενναιότητα, ἄθλοι καὶ κατορθώματα καὶ ὑπόμνηση τῆς καταγωγῆς ...».

Ὁ Γιώργης Μελίκης, ἀναφερόμενος στὸ πόσα καὶ πῶς ἔχουν διασωθεῖ μέχρι τὶς μέρες μας, τονίζει:

«... Ἡ ἐπανάσταση τοῦ ᾿21 εἶναι ὁρόσημο καὶ ἀφετηρία μιᾶς πορείας. Γιατὶ ἔχουμε διάφορες ἱστορικὲς ἀπελευθερωτικὲς χρονολογίες. Π.χ. στὴ Μακεδονία τὸ 1912 μετράει περισσότερο ἀπὸ τὸ 1821. Ὡστόσο ὅμως, τὸ ᾿21 ἐκφράζει μία γενικότερη ἱστορικὴ πράξη, τὸ ὅραμα ἑνὸς ὑπόδουλου λαοῦ. Ὁ Ἕλληνας, κατεξοχὴν ὁραματιστὴς ἀπὸ τὴν προϊστορία του ἀκόμη, δημιούργησε ἔπη καὶ τραγούδια μοναδικὰ καὶ πολλὰ τόσο σὲ ἀριθμό, ὅσο καὶ σὲ ποιότητα. Ἔτσι ἔχουμε ἑκατοντάδες τραγούδια ὅλων τῶν κατηγοριῶν ποὺ ἀναφέρονται στὰ πρόσωπα, στοὺς τόπους καὶ στὰ κατορθώματα τῶν ἡρώων του 21 ...».

Κρυφὰ τὸ λένε τὰ πουλιά, κρυφὰ τὸ λὲν τ᾿ ἀηδόνια,
κρυφὰ τὸ λέει ὁ γούμενος ἀπὸ τὴν Ἁγία Λαύρα:
«Παιδιά, γιὰ μεταλάβετε, γιὰ ξεμολογηθῆτε,
δὲν εἶν᾿ ὁ περσινὸς καιρὸς κι ὁ φετεινὸς χειμώνας.
Μᾶς ἦρθε γῆ ἄνοιξη πικρή, τὸ καλοκαίρι μαῦρο,
γιατὶ σηκώθη πόλεμος καὶ πολεμοῦν τοὺς Τούρκους.
Νὰ διώξουμ᾿ ὅλη τὴν Τουρκιὰ ἢ νὰ χαθοῦμε οὖλοι»

Γιὰ τὸ ἂν ὑπάρχουν ἢ ὄχι συλλογὲς μὲ δημοτικὰ τραγούδια καὶ γιὰ τὸ ποιὲς εἶναι αὐτὲς ὁ Γ. Μελίκης, λέει: «... Τὰ φιλελληνικὰ κινήματα ποὺ δημιουργήθηκαν στὴν Εὐρώπη μὲ τοὺς λόγιους καὶ ρομαντικούς «τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κάλλους» σηματοδότησαν τὶς πρῶτες καταγραφές. Ὁ Κλὼντ Φωριὲλ διέσωσε μεταξὺ τῶν πρώτων καὶ «ἐν θερμῷ» τραγούδια τοῦ ᾿21, ὅπως τ᾿ ἄκουσε ἀπὸ τοὺς ἐπιζῶντες ἀκόμη ἀγωνιστές. Ἔτσι ἀπὸ τὸν Φωριὲλ καὶ μέχρι σήμερα ἑκατοντάδες καταγραφὲς δημοτικῶν τραγουδιῶν, περιέσωσαν τραγούδια καὶ αὐτῆς τῆς ἐποχῆς. Ἕνα σημαντικὸ στοιχεῖο στὰ τραγούδια αὐτὰ εἶναι ὅτι μποροῦμε νὰ τὰ χρονολογήσουμε μὲ ἀκρίβεια, ἐνῶ γιὰ τὰ ἄλλα ἔχουμε πάντα τὶς γνωστὲς καὶ σχετικὲς δυσκολίες ...».

Πολύτιμο Κεφάλαιο

Ὁ ἐρευνητὴς Γιώργης Μελίκης ἐπὶ πολλὰ χρόνια, μ᾿ ἕνα μαγνητόφωνο στὴν πλάτη, γυρίζει σ᾿ ὁλόκληρη τὴν Βόρεια Ἑλλάδα - κυρίως - καὶ καταγράφει χιλιάδες στίχους - δημιουργήματα τῆς ἀνώνυμης, λαϊκῆς πολυφωνίας. Τὸ πλούσιο ἀρχεῖο - συλλογή του ἀποτελεῖ γιὰ τοὺς ἐθνο-μουσικολόγους ἕνα πολύτιμο κεφάλαιο γιὰ τὴν μελέτη τῆς αὐθεντικῆς, δημοτικῆς, μουσικοποιητικῆς παράδοσης.

Ἔτσι στὴν ἐρώτησή μας ἂν οἱ δίσκοι τοὺς ὁποίους ἔχει ἐπιμεληθεῖ καὶ κυκλοφορήσει περιλαμβάνουν τραγούδια σχετικὰ μὲ τὸ ᾿21, τονίζει: «... Ἡ διαχρονικὴ ἱστορική μας περιπέτεια ὡς λαὸς καὶ ὡς πολιτισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἀφήσει ἀπ᾿ ἔξω ἕνα τόσο μεγάλο κεφάλαιο τῆς μουσικοποιητικῆς μας δημιουργίας. Μόνο ποὺ τὰ τραγούδια αὐτὰ δὲν ἔχουν ἐπιχώριο χαρακτήρα ἀλλὰ ἐκφράζουν φαναριώτικες καὶ παραδουνάβιες ἱστορικὲς πρωτοβουλίες, οἱ ὁποῖες ἐξάλλου ἀποτελοῦν καὶ τὸν πρόδρομο τῶν τραγουδιῶν τοῦ ᾿21. Μὲ αὐτὴ τὴ λογικὴ καὶ τὸ εὖρος ἑνὸς τόσο μεγάλου ἱστορικό-κοινωνικοῦ ἀγώνα καὶ βέβαια στοὺς δίσκους μου ὑπάρχουν καὶ τέτοια τραγούδια ...».

Εἶναι γεγονὸς ὅτι στὰ δημοτικὰ τραγούδια περιλαμβάνονται κυριολεκτικὰ τὰ ὡραιότερα τραγούδια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Καὶ ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Ν.Γ. Πολίτης: «... εἰς τὰ τραγούδια καὶ τὰς παραδόσεις ὁ ἐθνικὸς χαρακτὴρ ἀποτυπώνεται ἀκραιφνὴς καὶ ἀκίβδηλος ...». Μιᾶς λοιπὸν καὶ στὰ δημοτικὰ τραγούδια συναντᾶμε τὴν «λαϊκὴ ποίηση» εἶναι σκόπιμο νὰ ἀναφερθεῖ καὶ ὁ λόγος περὶ αὐτῆς τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητὴ Δ. Σολωμοῦ: «... Ὁ θεμελιώδης ρυθμός, ἂς στυλωθῆ εἰς τὸ κέντρον τῆς ἐθνικότητος, καὶ ἂς ὑψώνεται κάθετα, ἐνῶ τὸ νόημα ἀπὸ τὸ ὁποῖον πηγάζει ἡ ποίησις, καὶ τὸ ὁποῖον αὐτὴ ὑπηρετεῖ, ἁπλώνει βαθμηδὸν τοὺς κύκλους του ...».

ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ

Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλὰ στὴ Χαλκουμάτα.
Τό ᾿να τηράει τὴ Λειβαδιὰ καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ Ζητούνι,
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο μοιρολογάει καὶ λέει:
- Πολλὴ μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σὰν καλιακούδα.
Μὴν᾿ ὁ Καλύβας ἔρχεται, μην᾿ ὁ Λεβεντογιάννης;
- Νοὔδ᾿ ὁ Καλύβας ἔρχεται νοὔδ᾿ ὁ Λεβεντογιάννης.
Ὀμὲρ Βρυώνης πλάκωσε μὲ δεκαοχτὼ χιλιάδες.

Ὁ Διάκος σὰν τ᾿ ἀγροίκησε πολὺ τοῦ κακοφάνη.
Ψηλὴ φωνὴ ἐσήκωσε, τὸν πρῶτο του φωνάζει.
«Τὸν ταϊφᾶ μου σύναξε, μᾶσε τὰ παλληκάρια,
δώσ᾿ τους μπαρούτη περισσὴ καὶ βόλια μὲ τὶς χοῦφτες,
γλήγορα γιὰ νὰ πιάσουμε κάτω στὴν Ἀλαμάνα,
ποὺ ᾿ναι ταμπούρια δυνατὰ κι ὄμορφα μετερίζια».

Παίρνουνε τ᾿ ἀλαφριὰ σπαθιὰ καὶ τὰ βαριὰ τουφέκια,
στὴν Ἀλαμάνα φτάνουνε καὶ πιάνουν τὰ ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε, «παιδιὰ μὴ φοβηθῆτε,
σταθεῖτε ἀντρειὰ σὰν Ἕλληνες καὶ σὰ Γραικοὶ σταθῆτε».

Ψιλὴ βροχούλαν ἔπιασε κι ἕνα κομμάτι ἀντάρα,
τρία γιουρούσιαν ἔκαμαν, τὰ τρία ἀράδα ἀράδα.
Ἔμεινε ὁ Διάκος στὴ φωτιὰ μὲ δεκαοχτὼ λεβέντες.
Τρεῖς ὧρες ἐπολέμαε μὲ δεκαοχτὼ χιλιάδες.
Βουλῶσαν τὰ κουμπούρια του κι ἀνάψαν τὰ τουφέκια,
κι ὁ Διάκος ἐξεσπάθωσε καὶ στὴ φωτιὰ χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι ἑφτὰ μπουλουκμπασῆδες,
καὶ τὸ σπαθί του κόπηκε ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὴ χούφτα
καὶ ζωντανὸ τὸν ἔπιασαν καὶ στὸν πασᾶ τὸν πάνουν.
Χίλιοι τὸν πᾶν ἀπὸ μπροστὰ καὶ χίλιοι ἀπὸ κατόπι.

Κι ὁ Ὁμὲρ Βρυώνης μυστικὰ στὸ δρόμο τὸν ἐρώτα:
«Γίνεσαι Τοῦρκος Διάκο μου, τὴν πίστη σου ν᾿ ἀλλάξεις,
νὰ προσκυνήσεις στὸ τζαμί, τὴν ἐκκλησιὰ ν᾿ ἀφήσεις;»
Κι ἐκεῖνος τ᾿ ἀποκρίθηκε καὶ στρίφτει τὸ μουστάκι:
«Πᾶτε κι ἐσεῖς κι ἡ πίστη σας, μουρτάτες νὰ χαθεῖτε!
Ἐγὼ Γραικὸς γεννήθηκα Γραικὸς θὲ ν᾿ ἀποθάνω.
Ἄ, θέλετε χίλια φλωριὰ καὶ χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον ἑφτὰ μερῶν ζωὴ θέλω νὰ μοῦ χαρίστε,
ὅσο νὰ φτάσει ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ ὁ Θανάσης Βόγιας».
Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ Χαλίλμπεης, ἀφρίζει καὶ φωνάζει:
«Χίλια πουγκιὰ σᾶς δίνω ῾γὼ κι ἀκόμα πεντακόσια,
τὸ Διάκο νὰ χαλάσετε, τὸ φοβερὸ τὸν κλέφτη,
γιατὶ θὰ σβήσει τὴ Τουρκιὰ κι ὅλο μας τὸ ντοβλέτι».

Τὸ Διάκο τότε παίρνουνε καὶ στὸ σουβλὶ τὸν βάζουν.
Ὁλόρτο τὸν ἐστήσανε κι αὐτὸς χαμογελοῦσε,
τὴν πίστη τους τοὺς ὕβριζε, τοὺς ἔλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι ἂ᾿ μὲ σουβλίσετε ἕνας Γραικὸς ἐχάθη.

ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ

Ἀχὸς βαρὺς ἀκούεται, πολλὰ τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σὲ γάμο ρίχνονται, μήνα σὲ χαροκόπι;
- Οὐδὲ σὲ γάμο ρίχνονται οὐδὲ σὲ χαροκόπι.
Ἡ Δέσπω κάνει πόλεμο μὲ νύφες καὶ μ᾿ ἀγγόνια.
Ἀρβανιτιὰ τὴν πλάκωσε στοῦ Δημουλᾶ τὸν πύργο:

«Γιώργαινα, ρίξε τ᾿ ἄρματα, δὲν εἶναι ἐδῶ τὸ Σούλι.
Ἐδῶ εἶσαι σκλάβα τοῦ πασᾶ, σκλάβα τῶν Ἀρβανίτων.»
«Τὸ Σούλι κι ἂν προσκύνησε, κι ἂν τούρκεψεν ἡ Κιάφα,
ἡ Δέσπω ἀφέντες Λιάπηδες δὲν ἔκαμε, δὲν κάνει».

Δαυλὶ στὸ χέρι ἅρπαξε, κόρες καὶ νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μὴ ζήσωμε, παιδιά μ᾿, μαζί μου ἐλᾶτε».
Καὶ τὰ φυσέκια ἀνάψανε, κι ὅλοι φωτιὰ γενῆκαν.