Ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, ὁ λαὸς ἱστορεῖ τὸ μεγάλο χαλασμὸ τῆς Ἀράχωβας μὲ τοῦτο τὸ τραγούδι του:
«Ἀπάνω στὴν Ἀράχωβα, ψηλὰ στὸν Ἅη Γιώργη
πολλὰ ντουφέκια πέφτουνε καὶ σαματᾶς μεγάλος.
Μήνε σὲ γάμους πέφτουνε, μήνε σὲ πανηγύρι,
πόλεμος γίνεται ἐκεῖ καὶ σκοτωμὸς μεγάλος.
Ἕλληνες εἶν᾿ ποὺ πολεμᾶν μὲ τὸν Καραϊσκάκη
μὲ Τούρκους πὤχουν ἀρχηγὸ αὐτόνε τὸ Μουστάμπεϊ
πὄχ᾿ Ἀρβανίτες διαλεχτούς, τὸ ὅλο τρεῖς χιλιάδες.
-Ἀφέντη Ἅη Γιώργη πολεμιστὴ καὶ γριβοκαβαλλάρη
ἀρματωμένε μὲ σπαθὶ καὶ μὲ χρυσὸ κοντάρι,
μᾶς ἦρθε ὁ Μουστάμπεης, ψηλὰ στὸ καφαλάρι.
-Ἔβγα νὰ πολεμήσετε γιὰ νὰ μὴ μείνει ποδάρι.
-Ἔχει πασάδες μπόλικους, ἀσκέρι τρεῖς χιλιάδες.
-Βγᾶτε νὰ τοὺς μποδίσετε γιὰ νὰ μὴν μποῦν στὴν πόλη
ἴσως καὶ αὔριο ταχύ, νὰ πέσει καὶ τὸ χιόνι
καὶ τότε θὰ παγώσουνε, θὰ ξεραθοῦνε ὅλοι.
Καραϊσκάκη μ᾿ ἀρχηγὲ καὶ πρῶτε καπετάνιε
ἔβγα στὸ κεφαλάρι μας νὰ μᾶς ἐλευτερώσεις.
...
-Πάψε Γιῶργο μ᾿ τὸν πόλεμο, μάσε τὰ γιαταγάνια
καὶ μέτρα τοὺς Ἀγαρηνούς, μέτρα τοὺς σκοτωμένους
κι᾿ οἱ ράχες ἐγεμίσανε ῾πὸ Τούρκικα κουφάρια.
Τὸν πάγο ἔχουν σάβανο, τὸ χιόνι μαξιλάρι.
Κι᾿ αὐτὸς ὁ ἀρχηγὸς ὁ καπετὰν Μουστάμπεης
σφαγμένος εἶν᾿ κι αὐτός, τοῦ λείπει τὸ κεφάλι.
Μὰ τὰ κουφάρια εἶν᾿ πολλὰ καὶ μετρημὸ δὲν ἔχουν
μαζεύουν ποὔταν εὔκολο ἀράδα τὰ κεφάλια
Καὶ πύργο τότε στήσανε, πέρα εἰς τὰ Πλατάνια
κι᾿ ὁ πύργος ἤτανε τρανός, τρανὸς σὰν κυπαρίσι
καὶ γύρω του χορεύανε ὅλα τὰ παλληκάρια».
Καὶ στὰ χαρτιὰ τοῦ Μακρυγιάννη βρέθηκε αὐτό:
Τρία πουλάκια κάθονται σ᾿ τῆς Λιάκουρας τὴ ράχη·
τὅνα τηράγει τὴ Λειβαδιά, τἄλλο κατ᾿ τὴν Φοντάνα,
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο μυργιολογάει καὶ λέει:
«Τ᾿ εἶν᾿ τὸ κακὸ ὁποῦ γένεται κι᾿ ταραχὴ ἡ μεγάλη!
Ἐκίνησε ὁ Μουστάμπεης στὴν Ἀράχωβα νὰ πάγη·
στὴ Δαύλεια στήνει τὸ ὀρδί, στένει καὶ τὰ τσαντήρια.
Τὸν μπαγιραχτάρη του ἔκραξε, κρυφὰ τὸν κουβεντιάζει·
«Σηκῶστε τὰ μπαγιράκια μας στὴν Ἀράχωβα νὰ πᾶμε,
Ρωμαίγους νὰ σκλαβώσουμε, κεφάλια γιὰ νὰ πάρω
καὶ νὰ τὰ στείλω στὸν Πασιᾶ, σ᾿ τὸν Κιουταχῆ βεζύρη».
Ἕλληνες τὸν τόπο πιάσανε, μουασερὲ τὸν κάνουν·
ἑπτὰ ἡμέρες πόλεμο μέσ᾿ στὰ χιόνια,
ἄλλους τοὺς πιάνουν ζωντανοὺς καὶ ἄλλους τοὺς σκοτῶσαν».
Κατακαϋμένη Ἀράχωβα, τὸ Δίστομο κι᾿ Δαύλια Νταβέλη,
Νταβέλη, μωρὲ Χρῆστο Νταβέλη.
Τοὺς κλέφτες τί τοὺς κάνατε καὶ τοὺς Κακαραπαίους;
Στὸ Ζεμενὸ τοὺς ἔχουμε, τοὺς πολεμάει ὁ Μέγας,
ὁ Μέγας ἀπ᾿ τὴν Ἀράχωβα κι᾿ ὁ Λούκας ἀπ᾿ τὴ Δαύλεια.
Συννέφιασε ὁ Παρνασσὸς
βρέχει στὰ καμποχώρια
καὶ σὺ Διαμάντω μ᾿ ἄργησες
ποῦ πᾶς αὐτὴν τὴν ὥρα;
Πάω γι᾿ ἀθάνατο νερό,
γι᾿ ἀθάνατο βοτάνι.
Νὰ δώσω στὴν ἀγάπη μου,
ποτὲ νὰ μὴν πεθάνει.
Τί ἔχεις καημένε Παρνασσέ,
καὶ στέκεις λυπημένος;
Μὴν εἶν᾿ τὰ χιόνια σου βαριὰ
καὶ τὰ νερά σου κρύα;
Δὲν εἶν᾿ τὰ χιόνια μου βαριὰ
καὶ τὰ νερά μου κρύα.
Σαράντα βρύσες μὲ νερὸ
κι ἑξήντα δυὸ πηγάδια,
δὲν μοῦ τὸν σβήνουν τὸν καημὸ
πὄχω στὰ φυλλοκάρδια.
Νἄμουν ἐλιὰ στὰ Σάλωνα καὶ κλῆμα στὴ Βελίτσα,
νἄμουν καὶ στὴν Ἀράχωβα δραγάτης στὰ κορίτσια.
Τ᾿ ἀκοῦτ᾿ Ἀραχωβίτισσες κι᾿ Ἀραχωβιωτοποῦλες;
Τὸ Μάη τὸ κρασὶ μὴν πίνετε κι᾿ ὄξω μὴν κοιμηθῆτε.
Τὸ μάθαν δυὸ ζουρλὰ παιδιὰ καὶ περπατοῦν τὶς νύχτες.
Σέρνουν ψωμὶ γιὰ τὰ σκυλιά, κρέας γιὰ τὰ λιοντάρια,
σέρνουν καὶ ὑπνοβότανο ὑπνώνουν τὰ κορίτσια...
Σὲ ὡραῖο, μαῦρα μου μάτια.
Σὲ ὡραῖο περιβόλι.
Σὲ ὡραῖο περιβόλι,
ἀγαπῶ ᾿να χελιδόνι.
Τ᾿ἀγαπῶ, μαῦρα μου μάτια.
Τ᾿ἀγαπῶ κι ἐκεῖνο κλαίει.
Τ᾿ἀγαπῶ κι᾿ἐκεῖνο κλαίει,
τὴν καρδούλα μου, μοῦ καίει.
Τοῦτο τό, μαῦρα μου μάτια.
Τοῦτο τὸ καλοκαιράκι.
Τοῦτο τὸ καλοκαιράκι,
κυνηγοῦσα ᾿να πουλάκι.
Κυνηγοῦσα, μαῦρα μου μάτια,
κυνηγοῦσα, προσπαθοῦσα.
κυνηγοῦσα, προσπαθοῦσα,
νὰ τὸ πιάσω δὲν μποροῦσα.
Κι᾿ ἔστησα, μαῦρα μου μάτια
ἔστησα, τὰ ξόβεργά μου.
Ἔστησα τὰ ξόβεργά μου,
κι ἦρθ᾿ ἡ πέρδικα κοντά μου.
Γιὰ ἰδέστε τὸν ἀμάραντο
σὲ τί βουνὸ φυτρώνει, καλέ.
Φυτρώνει μέσ᾿ στὰ δίστρατα,
στοὺς κάμπους, στὰ λιθάρια.
Τὸ τρῶν᾿ τὰ λάφια καὶ ψοφοῦν,
τ᾿ ἀγρίμια καὶ μερώνουν, καλέ.
Νὰ τό ᾿τρωγε κι ἡ μάννα μου,
ἐμὲ νὰ μὴ μὲ κάνει, καλέ.
Νά ῾μουν ἐλιὰ στὰ Σάλωνα καὶ κλῆμα στὴ Βελίτσα,
νά ῾μουν καὶ στὴν Ἀράχωβα δραγάτης στὰ κορίτσια.
Τ᾿ ἀκοῦτ᾿ Ἀραχωβίτισσες κι᾿ Ἀραχωβιωτοποῦλες;
Τὸ Μάη τὸ κρασὶ μὴν πίνετε κι᾿ ὄξω μὴν κοιμηθῆτε.
Τὸ ῾μάθαν δυὸ ζουρλὰ παιδιὰ καὶ περπατοῦν τὶς νύχτες.
Σέρνουν ψωμὶ γιὰ τὰ σκυλιά, κρέας γιὰ τὰ λιοντάρια,
σέρνουν καὶ ὑπνοβότανο ὑπνώνουν τὰ κορίτσια...
Στὰ Ρίτσα βγαίνει ἕνα νερό,
τὸ λέν᾿ ἀσημονέρι.
Τὸ πίνουν οἱ Ριτσιώτισσες,
καμιὰ παιδιὰ δὲν κάνει.
Νἄθελ᾿ τὸ πιεῖ κι ἡ μάννα μου
Καὶ μὲ νὰ μὴ μὲ κάνει.
Κι ἂν μ᾿ ἔκαμε τί μ᾿ ἤθελε,
κι ἂν μ᾿ ἔχει τί μὲ θέλει.
Ἐγὼ στὰ ξένα περπατῶ,
στὰ ξένα τρώω καὶ πίνω.
Ξένοι μου πλένουν τὰ σκουτιά,
ξένοι μου τὰ μπαλώνουν.
Τρία παιδιά, τρία παιδιά, βολιώτικα,
μᾶς πῆραν τὴν Ἀννούλα,
Ἀννούλα μας γλυκειά.
Τὴν πῆραν καὶ τὴν πήγανε,
σὲ κλέφτικα λημέρια,
Σαρακατσάνισσα.
Πέσ᾿ μας Ἀννιὼ ποιὸν ἀγαπᾶς,
καὶ ποιὸν θὰ πάρεις γι᾿ ἄντρα,
Ἀννούλα μας γλυκειά.
Ἐγὼ τὸ Γιῶργο ἀγαπῶ,
κι αὐτὸν θὰ πάρω ἄντρα,
Σαρακατσάνισσα.
Σαράντα παλικάρια ἀπὸ τὴ Λει- ἀπὸ τὴ Λειβαδιά,
πᾶνε γιὰ νὰ πατήσουνε τὴν Τροπο-, μωρ᾿ τὴν Τροπολιτσά.
Στὸ δρόμο ποὺ πηγαίνανε γέροντα, μωρ᾿ γέροντ᾿ ἀπαντοῦν.
- Ὥρα καλή σου γέρο· - Καλῶς τα τά- καλῶς τα τὰ παιδιά.
- Ποῦ πᾶτε παλικάρια, ποῦ πᾶτε βρέ, ποὺ πᾶτε βρὲ παιδιά;
- Πᾶμε γιὰ νὰ πατήσουμε, τὴν Τροπο-, μωρ᾿ τὴν Τροπολιτσά.
Ἕνας, μωρὲ ἕνας, ἕνας ἀητὸς καθότανε,
μωρὲ καθότανε,
στὸν ἥλιο καὶ λιαζότανε, μωρὲ λιαζότανε.
Κι ἔξυ-, μωρὲ κι ἔξυνε τὰ νυχάκια του,
μωρὲ τὰ νυχάκια του,
τὰ νυχοποδαράκια του, μωρὲ ποδαράκια του.
Νύχια, μωρὲ νύχια, νύχια μου καὶ νυχάκια μου,
μωρὲ καὶ νυχάκια μου,
καὶ νυχοποδαράκια μου, μωρὲ ποδαράκια μου.
Τὴν πέ-, τὴν πέρδικα, τὴν πέρδικα ποὺ πιάσατε,
μωρὲ ποὺ πιάσατε,
νὰ μὴν τὴν ἐχαλάσετε, μωρὲ μὴ χαλάσετε.
Θὲ νά, μωρὲ θὲ νά, θὲ νὰ τὴ βάλω στὸ κλουβί,
μωρὲ στὸ κλουβί,
νὰ κελαηδεῖ κάθε πρωί, μωρὲ κάθε πρωί.
Πά- μωρὲ πάνω, σὲ ψηλὴ ραχούλα,
πάνω σὲ ψηλὴ ραχούλα, κάθεται μία βλαχοπούλα.
Καὶ μωρὲ καὶ τὴ ρόκα της κρατάει
καὶ τὴ ρόκα της κρατάει, πρόβατα κι ἀρνιὰ φυλάει.
Τσό- μωρὲ τσοπανόπουλο ἀπὸ πέρα,
τσοπανόπουλο ἀπὸ πέρα, τραγουδάει μὲ τὴ φλογέρα.
Τρά- μωρὲ τραγουδάει τὸ καημένο,
τραγουδάει τὸ καημένο, μὲ παράπονο, θλιμμένο.
Ὅταν περνᾶς, καλέ, γιατί τὰ μάτια χαμηλώνεις;
ἔχεις παράπονο καὶ δὲν τὸ φανερώνεις;
Λόγια τοῦ κόσμου μὴν ἀκοῦς ὅτι σου λένε,
δὲς τὰ ματάκια μου ποὺ μέρα νύχτα κλαῖνε.
Δὲν μοῦ μιλᾶς γιατί δὲ θὲς νὰ μοῦ μιλήσεις;
ρίξε μου μιὰ ματιὰ νὰ μὲ παρηγορήσεις.
Τώρα τὰ πουλιά,
τώρα τὰ χελιδόνια,
τώρα οἱ πέ-, τώρα οἱ πέρδικες.
Τώρα οἱ πέρδικες
γλυκολαλοῦν καὶ λένε:
ξύπνα ἀφέ-, ξύπνα ἀφέντη μου.
Ξύπνα ἀφέντη μου,
ξύπνα γλυκιά μου ἀγάπη,
ξύπνα ἀγκά-, ξύπνα ἀγκάλιασε.
Ξύπνα ἀγκάλιασε
κορμὶ κυπαρισσένιο,
κάτασπρο, κάτασπρο λαιμό.
Κάτασπρο λαιμὸ
σὰν τοῦ Μαγιοῦ τὸ δρόσο,
σὰν τὸ κρύο, σὰν τὸ κρύο τὸ νερό.
Μὲ γέλασε μία χαραυγὴ
τ᾿ ἄστρα καὶ τὸ φεγγάρι,
μὲ γέλασαν καὶ μοῦ πᾶνε
ποτὲ δὲν θὰ πεθάνω.
Ἄντε καὶ βγῆκα νύχτα στὰ βουνὰ
ψηλὰ στὰ κορφοβούνια,
βλέπω τὸ χάρο νἄρχεται
στὸ ἄλογο καβάλα.
Μὴ μὲ παίρνεις χάρε, μὴ μὲ παίρνεις
ἀφοῦ δὲ μὲ ξαναφέρνεις.
Ὠρὲ νά ῾ταν τὰ νιάτα,
νά ῾ταν τὰ νιάτα δυὸ φορές,
νά ῾ταν τὰ νιάτα δυὸ φορὲς
τὰ γηρατειὰ καμία.
Ὠρὲ νὰ ξανανιώσω
νὰ ξανανιώσω πουλί μου μιὰ φορά,
νὰ ξανανιώσω μία φορά,
νὰ γίνω παλικάρι.
Ὠρὲ νὰ βάνω τὸ φέ-,
νὰ βάνω τὸ φεσάκι μου,
νὰ βάνω τὸ φεσάκι μου,
νὰ βγαίνω στὸ παζάρι.
Τὸ βλέπεις κεῖνο τὸ βουνὸ τὸ κορφανταριασμένο,
πού᾿ χει ἀνταρούλα στὴν κορφὴ καὶ καταχνιὰ στὸν πάτο,
πού ᾿χει τὸν πύργο γυάλινο, τὰ τζάμια κρυσταλλένια;
Ἐκεῖ κοιμᾶται μία ξανθιὰ μιᾶς χήρας θυγατέρα.
Μὰ πῶς νὰ τὴν ξυπνήσουμε, μὰ πῶς νὰ τῆς τὸ ποῦμε;
Ξύπνα, καημένη Ἀναστασιά, καὶ μὴν βαριὰ κοιμᾶσαι
ξύπνα ν᾿ ἀνάψεις τὴ φωτιά, νὰ σβήσεις τὸ λυχνάρι
γιατὶ μᾶς πῆρε ἡ χαραυγή, τὸ δόλιο μεσημέρι.
Πῶς νὰ σκωθῶ, λεβέντη μου, πὼς νὰ σκωθῶ, παιδί μου,
μπλέχθηκαν τὰ μαλλάκια μου μὲ τὰ δικά σου ἀντάμα.
Ἀπὸ τὴν πόρτα σου περνῶ, ὡραία Αἰγιώτισσα.
Κι ἀπὸ τὴν γειτονιά σου, κόρη μὲ τὶς ἐλιὲς
καὶ μὲ τὰ μαῦρα μάτια, τί ἔχεις κι ὅλο κλαῖς.
Θὰ πάρω αὐτοκίνητο, ὡραία Αἰγιώτισσα.
Καὶ θἄρθω νὰ σὲ πάρω, κόρη μὲ τὶς ἐλιὲς
καὶ μὲ τὰ μαῦρα μάτια, τί ἔχεις κι ὅλο κλαῖς.
Μὴ σὲ μαλώνει ἡ μάννα σου, ὡραία Αἰγιώτισσα.
Ἡ μάννα σου κι θειά σου, κόρη μὲ τὶς ἐλιὲς
καὶ μὲ τὰ μαῦρα μάτια, τί ἔχεις κι ὅλο κλαῖς.
Ἰτιά, Ἰτιὰ μοσχοϊτιὰ
μοῦ ΄χεις μαράνει τὴν καρδιά.
Ἰτιά, Ἰτιὰ μέσα στὸ ρέμα
σ᾿ ἀγαπῶ δὲν εἶναι ψέμα.
Ἰτιά μου σὲ παρακαλῶ
σκύψε νὰ κόψω τὸν ἀνθό.
Στὴ Ρούμελη καὶ στὸ Μοριὰ
ὅλοι χορεύουν τὴν Ἰτιά.
Ἰτιά μου στὰ χρυσά σου κλώνια
κελαηδοῦν πουλιὰ κι ἀηδόνια.
Ἰτιά μου ἐσὺ γλυκιὰ
δῶσε μου δυὸ γλυκὰ φιλιά.
Δῶσε μου δυὸ γλυκὰ φιλιὰ
νὰ μοῦ γιατρέψεις τὴν καρδιά.
Ἔβγα Γκόλφω μ᾿ στὸ βουνό,
ἔχω δυὸ λόγια νὰ σοῦ πῶ,
νὰ τὰ πεῖς τ᾿ ἀφέντη σου,
νὰ τοῦ κάψεις τὴν καρδιά.
Βγῆκαν κλέφτες στὸ βουνὸ
γιὰ νὰ κλέψουν ἄλογα
κι ἄλογα δὲν ηὕρανε
προβατάκια πήρανε.
Ἄχ! Ἄχ! πήρανε τὸ λαγιαρνὶ
ποὖχε τὸ χρυσὸ μαλλί,
τὸ ἀσημένιο κέρατο
καὶ τὸ χρυσὸ κουδούνι.
Προβατάκι μ᾿
κατσικάκι μ᾿
λαγιαρνάκι μ᾿ ἄχ!
Τὸ πήρανε καὶ πᾶν
ἄιντε μαννούλα μ᾿ πᾶν
καὶ πίσω δὲν κοιτᾶν.
Δόντια πυκνὰ καὶ μαργαριταρένια (δίς)
φωνὴ σὰν τ᾿ ἀηδονιοῦ
στόμα χελιδονιοῦ
ὅταν ἀρχίζ᾿ καὶ κλαίει
ὅλον τὸν Μάη λαλεῖ
κι ὅλη τὴν ἄνοιξη.
Τί λὲς αὐτοῦ μωρὲ ζαλιάρικο (δίς)
τί βάζεις μὲ τὸν νοῦ σου
κρυφὰ ἀπ᾿ τοὺς δικούς σου
μαλαματένια πόρτα
μ᾿ ἀσημοχέρωμα
κι ἡ σκύλα ἡ πεθερά σου
θέλει μαχαίρωμα
ὡς τὸ ξημέρωμα.
Μιὰ Κυριακὴ καὶ μία καλὴν ἡμέρα (δίς)
ἦρθε μία περιστέρα
μιὰ γαϊτανοφρυδάτη
νὰ μὴν τὴν εἶχα δεῖ
δὲν θά ῾χα ζουρλαθεῖ
στὴ μαύρη γῆς νὰ μπεῖ.
Μάτια σὰν καὶ τὰ δικά σου,
δὲν ὑπάρχουν στὸ ντουνιά,
κι ὅποιος τὰ γλυκοφιλήσει,
χάρο δὲν φοβᾶται πιά.
Ἄσε μὲ νὰ τὰ φιλήσω,
μήπως βρῶ τὴ γιατρειά.
Νὰ μοῦ φύγει τὸ σαράκι,
ποὺ μοῦ τρώει τὴν καρδιά.
Σ᾿ ἀγαπῶ,
σ᾿ ἀγαπῶ γιατ᾿ εἶσαι ὡραία,
σ᾿ ἀγαπῶ γιατ᾿ εἶσαι ὡραία,
σ᾿ ἀγαπῶ γιατ᾿ εἶσαι ἐσύ.
Κ᾿ ἀγαπῶ,
κ᾿ ἀγαπῶ κι ὅλο τὸν κόσμο,
κ᾿ ἀγαπῶ κι ὅλο τὸν κόσμο,
γιατί ζεῖς κι ἐσὺ μαζί.
Τὸ παρά-
τὸ παράθυρο κλεισμένο,
τὸ παράθυρο κλεισμένο,
τὸ παράθυρο κλειστό.
Ἄνοιξε,
ἄνοιξε τὸ ἕνα φύλλο,
ἄνοιξε τὸ ἕνα φύλλο,
τὴν εἰκόνα σου νὰ ἰδῶ.
Τὸ γελεκάκι ποὺ φορᾶς,
ἐγὼ στὄχω ραμμένο.
Μὲ πίκρες καὶ μὲ βάσανα
τὄχω φοδραρισμένο.
Φόρα το μωρό μου, φόρα το χρυσό μου,
γιατὶ δὲ θὰ τὸ ξαναφορέσεις ἄλλο πιά,
φόρα το γιὰ νἆσαι, γιὰ νὰ μὲ θυμᾶσαι,
γιὰ μετάξι ἔχω τὰ σγουρά σου τὰ μαλλιά.
Μὲ πῆρ᾿ ὁ ὕπνος κι ἔγειρα
στοῦ καραβιοῦ τὴν πλώρη
καὶ ἦρθε καὶ μὲ ξύπνησε
τοῦ καπετάνιου ἡ κόρη.
Ἄιντε τὸ μαλώνω, τὸ μαλώνω,
ἄιντε κι ὕστερα τὸ μετανιώνω.
Ἄιντε τὸ μαλώνω καὶ τὸ βρίζω,
ἄιντε τὴν καρδούλα του ραγίζω.