Προέλευση κειμένου: http://www.sarantakos.com/keimenamazi.html
Ἀφιερωμένο στὸν προπάππου μου Γρηγόρη, γεννημένο στὸ Ῥέθυμνο (1866), σκοτωμένο στὴ
Μικρασία (1922)
Γράφει ὁ Ν. Σαραντάκος: Ἀνεβάζω ἐδῶ ἕνα δυσεύρετο ἀντιπολεμικὸ ποίημα τοῦ Στρατῆ Μυριβήλη, μὲ τίτλο «Πόλεμος». Εἶναι τὸ πρῶτο καὶ ἐκτενέστερο διήγημα τῆς συλλογῆς «Διηγήματα» ποὺ κυκλοφόρησε στὴ Μυτιλήνη τὸ 1928, δηλαδὴ μετὰ τὴν πρώτη ἔκδοση τοῦ Ζωὴ ἐν τάφῳ (1924), τὴ λεγόμενη «μικρή», ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ τὴ δεύτερη ἔκδοση τῆς Μυτιλήνης (1930), τὴν ἐπεκτεταμένη, καὶ τὶς μετέπειτα ξαναδουλεμένες (καὶ λιγάκι λογοκριμένες) ἀθηναϊκὲς ἐκδόσεις.
Παρ᾿ ὅλ᾿ αὐτά, ἡ ἀξία τοῦ διηγήματος εἶχε ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ τοὺς κριτικοὺς τῆς Ἀθήνας (ὁ Φῶτος Πολίτης καὶ ὁ Βασίλης Ῥώτας ἔγραψαν πολὺ θετικὲς κριτικές), ὅπως διαβάζω στὸ βιβλίο τοῦ Κώστα Μίσσιου Ἕνας Μυριβήλης ἀλλιώτικος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Γιῶργο Κοτζιούλα, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶχε γράψει καὶ μονογραφία γιὰ τὴν πολεμικὴ πεζογραφία τοῦ Μυριβήλη.
Ἀπ᾿ ὅσο ξέρω, ὁ Πόλεμος δὲν ἀναδημοσιεύτηκε σὲ ἑπόμενες συλλογὲς διηγημάτων τοῦ Μυριβήλη, ἑπομένως σήμερα εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολο νὰ βρεθεῖ. Ὑποθέτω πὼς ἡ μὴ ἀναδημοσίευση ὀφείλεται στὸ ὅτι ὁ συγγραφέας ἀργότερα δὲν ἔκρινε σκόπιμο νὰ προβάλει αὐτὸ τὸ ἀντιπολεμικὸ ἔργο του ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ καὶ ἀντιπατριωτικό, ἀφοῦ περιγράφει τίς, ἔστω καὶ ὡς ἀντίποινα, ἀγριότητες τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ μὲ θύματα ἀμάχους Τούρκους τῆς Μακεδονίας.
Ἐκείνη ἡ προέλαση τῆς 5ης Μεραρχίας...
Ἤμουνα τότες εἴκοσι χρονῶ -φοιτητούδι ἐθελοντὴς- καὶ τώρα πιὰ εἶμαι μεστὸς ἄντρας. Ὡς τόσο ἡ θύμηση ἐκείνης τῆς προέλασής μου κάθεται σὰ βραχνᾶς, καὶ καταλαβαίνω πὼς δὲ θὰ μοῦ ξεπλακώσει τὰ στήθια ὥς που νὰ μοῦ βάλουν τὸ κεραμίδι στὰ χείλια. Μία προέλαση. Εἶδες τί ἁπλὴ καὶ πόσο ἥμερη λέξη. Μία προέλαση. Ἔτσι δὰ σὰν τὴ διαβάζει κανένας μέσα στ᾿ ἀνακοινωθέντα τῶν Στρατηγῶν, χωρὶς νά ῾χει βουτήξει μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ φοβερὸ βοῦρκο ἀπὸ αἷμα ἀπὸ λάσπη κι ἀπὸ ἀντρίκιες βαρβατιές, ποὺ λέγεται «πόλεμος», φαντάζεται τὴν προέλαση σὰν παράτα στρατιωτική. Τὴ φαντάζεται σὰν ἕνα πέρασμα στρατευμάτων γεμάτο ἀπὸ δόξα, ἀπὸ περηφάνια κι ἀπὸ θρίαμβο, γεμάτο ἀπὸ λαμπρότητα, μὲ σημαῖες μεταξωτὲς γαλάζιες ποὺ μπατσίζουν χαρούμενα τὸν ἀγέρα, κουνᾶνε ἀξιόπρεπα πάνου ἀπ᾿ τὶς γυμνὲς λόγχες τῶν στρατιωτῶν τὶς χρυσές τους τὶς φοῦντες, καὶ ὑψώνουν τοὺς ἀσημένιους τῶν σταυροὺς ὅλο ἀχτίνες μέσα στὸν ἥλιο. Οἱ ἀξιωματικοὶ εἶναι ὡραῖοι μέσα στὶς στολές τους, πάνου σὲ περήφανα ἄτια πού ῾ναι στολισμένα μὲ μπρούτζινα φάλαρα καὶ χλιμιντρᾶν ὀργισμένα. Καὶ ὁ λαός, ξεφρενιασμένος πιὰ ἀπ᾿ τὴ χαρά του, ρίχνει λουλούδια στὰ πόδια τῶν νικητῶν, κι οἱ κοπέλες στέλνουν φιλιὰ καὶ χαμόγελα, κάτου ἀπὸ λευκὲς γιορτάσιμες γιρλάντες.
Ὅμως τὰ πράματα γίνουνται κάπως ἀλλιώτικα. Εἶναι κρῖμα πού ῾ναι ἔτσι, μὰ γίνουνται κάπως ἀλλιώτικα.
Ἡ προέλαση τῆς 5ης Μεραρχίας...
Ἦταν μία μαύρη νύχτα μὲ σκοτάδι πηχτό, γλιστερό, θαρρεῖς σαπισμένο ἀπ᾿ τὴν ὑγρασία. Ὁ στρατός μας κοιμήθηκε μέσα σ᾿ ἕνα κάμπο, μὲ χῶμα λασπωμένο βαθειά. Ἤτανε μία Μεραρχία ὀλάκερη ποὺ κοιμούτανε ἔτσι βαθειὰ καὶ βαρειά, πλακωμένη κάτου ἀπ᾿ τὸ βρεγμένο σκοτάδι. Μία Μεραρχία ἄντρες ἀποσταμένοι, ἀποκανωμένοι ἀπ᾿ τὴν ὑπεράνθρωπη κούραση κι ἀπ᾿ τὸ ἀδιάκοπο ξαγρύπνισμα. Θυμᾶμαι πολὺ καλὰ ποὺ πορπάτηξα ἐκεῖνο τὸ βράδυ κοιμισμένος, ὁλότελα κοιμισμένος, ἴσαμε μισὴ ὥρα. Εἶναι ἕνα ἀπάνθρωπο πρᾶμα νὰ κοιμᾶσαι ὁλότελα καὶ ὅμως νὰ πορπατᾶς φορτωμένος μὲ ντουφέκι, μὲ σφαῖρες καὶ μ᾿ ἕνα ἀσήκωτο γομάρι ἀπὸ βρεγμένες κουβέρτες στὴν πονεμένη σου ράχη. Ὅταν διατάξανε οἱ διμοιρῖτες «ἄλτ», χτύπησα τὸ μοῦτρο μου στὴν καραβάνα τοῦ μπροστινοῦ μου συντρόφου ποὺ στάθηκε, καὶ ξύπνησα ἀπὸ τὸν πόνο. Κατόπι μᾶς εἴπανε: «Κοιμηθεῖτε τώρα!» Μίαν εὐτυχία ἀνυπόφορη πῆγε τότες νὰ φουντώσει ξαφνικὰ σὰ φλόγα χαρᾶς μέσα ἀπ᾿ τὰ σωθικά μας. Μὰ δὲν προφταξε καὶ λούφαξε πρὶν ξελοχίσει ἀκόμα, πνιγμένη ἀπὸ τὸ μαῦρο, τὸ μαλλιαρό, τὸ ἀπονεκρωτικὸ σύνεφο τοῦ ὕπνου. Πέσαμε ξαφνικά, σωριασμένοι στὸν τόπο ποὺ ἀκούσαμε αὐτὴ τὴν προσταγή, ποὺ βγῆκε, ὤχ, ἔτσι βαθιὰ μὲς ἀπ᾿ τὴ νύχτα καὶ τὴν ἤπιαμε σὰ γλυκὸ δηλητήριο: «Κοιμηθεῖτε!» Γκρεμιστήκαμε ἐκεῖ μεσοστρατὶς μὲς τὴ λάσπη, μὲ τὰ λουριὰ τῶν ντουφεκιῶν περασμένα στὴ μασκάλη, μὲ τὸ βρεγμένο φόρτωμα τοῦ γυλιοῦ κουμπωμένο στὴ ράχη, μὲ τὴ μέση σφιγμένη μὲ τὶς μπαλάσκες. Καὶ κοιμηθήκαμε βαριὰ σὰν πεθαμένοι. Καὶ πανουθέ μας ὁ οὐρανὸς ἔβρεχε ἀναντρὰ καὶ ἀλύπητα. Ἔβρεχε πάνου στὸν κοιμισμένο στρατό. Λένε πὼς κοιμηθήκανε κι οἱ προφυλακές μας...
* * *
Ὅπου, ξαφνικὰ μὲς τὸν ὕπνο μᾶς χυμήξανε οἱ νικημένοι μας οἱ ὀχτροὶ καὶ μᾶς σφάζανε. Βγήκανε μὲς ἀπ᾿ τὸ μουχλιασμένο σκοτάδι καὶ μᾶς σφάζανε. Δὲν καταλάβαμε πῶς ἔγινε αὐτό. Ξαφνικὰ βρεθήκαμε ὄρθιοι. Ὅλοι φωνάζαμε «στὰ ὅπλα», ὅλοι ἀνοίγαμε μὲ κόπο καὶ μὲ δύναμη τὰ μάτια μας ποὺ ἤτανε γιομάτα ὕπνο καὶ σκοτάδι γιὰ νὰ δοῦμε καὶ νὰ καταλάβουμε. Κι ὅλοι ἀρχίσαμε νὰ ρίχνουμε ντουφεκιὲς καὶ νὰ σκοτωνούμαστε συναμεταξύ μας, κι ὅλοι τρέχαμε ἔξω φρενῶ.
Τότες ἔγινε ἕνα μεγάλο πρᾶμα.
Πάνου ἀπ᾿ τὸ στρατό μας χούγιαξε μονομιᾶς μὲ τὴ βραχνὴ φωνή του ὁ Πανικός. Εἶναι μία στριγγλιὰ ποὺ βγαίνει θαρρεῖς ἀπὸ τὰ τεντωμένα λαρύγγια χιλιάδων τρελῶν. Ξέφυγαν θαρρεῖς ἀπ᾿ τὰ κελλιά τους καὶ ἐκφράζουν ἔτσι ὅλη τους τὴ μανία μέσα σένα ξεσυρτὸ καὶ ἄγριο οὐρλιαχτό, ποὺ τὸ τινάζουν σὰ βρισιὰ πρὸς τὸ οὐράνιο παλάτι τοῦ ἀσυγκίνητου Δημιουργοῦ των. Εἶναι ὁ Πανικὸς ποὺ χουγιάζει ἔτσι.
Τὸ μυαλὸ παγώνει τότες μὲς τ᾿ αὐλάκια τῶν κοκκάλω σου, οἱ αἰσθήσεις ξεφεύγουν ἀπ᾿ τὸ χαλινάρι τοῦ ἀφέντη τοῦ ἐγκεφάλου, καὶ ὅλα σου τὰ μέλη ἐπαναστατημένα καὶ ἀπειθάρχητα, ἐνεργοῦν παρζαβλά, χωρὶς ἁρμονία, δίχως σκοπό· ἔτσι δὰ στὰ κουτουροῦ. Ὁ Πανικὸς φυσάει μέσα στὶς ψυχὲς σὰ μίαν ἀρρώστια θεοσταλμένη καὶ κυνηγάει τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴ βουκέντρα του σὰν ἕνα κοπάδι ζᾶ. Τὸν εἶδα καὶ τὸν ἄκουσα ῾γὼ κείνη τὴ νύχτα, ποὺ μᾶς κυνηγοῦσε μές τους πλατιοὺς λασπωμένους κάμπους, καὶ μέσα στὶς βουερὲς λαγκαδιὲς ποὺ ἀφήναμε πίσω μας μὲς τ᾿ ἀλαλιασμένο μας τὸ φευγιό. Εἶναι μία μούρη χλωμὴ κι ἀλλοσούσουμη, μὲ τρίχες ὁλορτες, μὲ συσπασμένο στόμα καὶ στρογγυλὰ μάτια. Μέσα ἀπ᾿ ἐκεῖ σὲ κοιτάζει κατάματα καὶ ἐπίμονα ἡ ἀλλοίθωρη τρέλα. Κι ἡ φωνὴ τοῦ εἶναι γοερὴ σὰ νὰ κλαῖνε χιλιάδες σκυλιὰ καὶ τσακάλια. Κι αὐτὸ τὸ φριχτὸ πρᾶμα σ᾿ ἀκλουθᾶ μὲς τὴν τρεχάλα σου τὴν τυφλὴ καὶ μὲς τὸ τρέκλισμά σου τὸ χαμένο. Ἔχει χίλια πόδια γιὰ νὰ σὲ κυνηγᾷ καὶ χίλιες ματιὲς γιὰ νὰ μὴ σὲ χάνει. Ξεφυτρώνει μπροστά σου παντοῦ, παντοῦ. Πάνου ἀπὸ τοὺς βράχους ποὺ μορφάζουν καὶ κουνοῦν τερατώδικα μέλη ἐνάντιά σου. Μὲς ἀπ᾿ τὰ χαμόδεντρα ποὺ ψιθυρίζουν συνωμοτικὰ γιὰ σένα, στριμώχνουνται στὶς περασιές σου, καὶ λουφάζουν καὶ παραφυλᾶνε καταλαγιασμένα σὲ κρυφὲς παρέες, μὲ τὰ μαλλιαρά τους τὰ κεφάλια κοντὰ-κοντά. Εἶναι κάτι κλαδιὰ λιγερὰ καὶ μακρυά, μὲ νύχια γυριστὰ στὴν ἄκρη καὶ καρτεροῦν ὡς ποὺ νὰ περάσεις ἀπὸ κοντά τους. Τότες τινάζουνε τὰ δυνατὰ νευρωμένα τοὺς πλοκάμια καὶ σ᾿ ἀδράχνουνε ξαφνικὰ ἀπ᾿ τὸ πόδι. Πέφτεις χάμου καὶ χτυπᾷς καὶ ματώνεσαι δίχως νὰ μιλήσεις, ξανασηκώνεσαι καὶ τρέχεις πάλι, τρέχεις ὁλοένα μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα. Δὲ θέλεις νὰ πεθάνεις, κι εἶσαι ἕτοιμος νὰ πεθάνεις, κι ἕνα μουρμουρητὸ ὅλο ὄχτρα ἐνάντιά σου βγαίνει ἀπ᾿ ὅλα τὰ χόρτα κι ἀπ᾿ ὅλα τὰ θάμνα. Καὶ τὸ φριχτὸ τὸ τέρας τοῦ Πανικοῦ σ᾿ ἀκλουθᾶ κατὰ πόδι, δὲ σ᾿ ἀφήνει νὰ πάρεις ἀνεσαμιά, εἶναι ὅλο πίσωθέ σου καὶ σοῦ φυσᾷ κρυάδες στὸ σβέρκο, κι εἶναι ὅλο μπροστά σου καὶ ξεφυτρώνει ὅπου κι ἃ στρίψεις. Βγαίνει καὶ σοῦ μορφάζει μὲς ἀπ᾿ τὶς βρύσες ποὺ ξερνᾶνε μὲ βλαστήμιες τὰ μαῦρα τὰ νερά τους, σφυρίζει πάνου ἀπὸ τὰ δέντρα ποὺ τινάζουν φοβερὰ καὶ λεπιδωτὰ μπράτσα κατὰ πάνω σου, καὶ μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἀδειανὰ μισοκαμένα βαγόνια, ποὺ φτύνουνε σκοτάδι καὶ βουίζουνε τρομαχτικὰ μὲ τανοιχτά τους τὰ στόματα.
Ὁ Πανικός!
* * *
Μία Μεραρχία χλωμοὶ καὶ ξετρελαμένοι φυγάδες χυμήξαμε μὲς τὴ φαρδιὰ στράτα τοῦ λυτρωμοῦ, ποὺ περνοῦσε ἀνάμεσ᾿ ἀπ᾿ τὰ Σταροχώρια. Ἤμασταν ἕνα κοπάδι ξελακιασμένα ἀγρίμια, ποὺ τὰ κυνηγοῦσε μίαν ἀνείπωτη τρομάρα. Κι οἱ χωριάτες, ποὺ δὲν τοὺς εἴχαμε ἀγγίξει μηδὲ τρίχα τότες ποὺ πήραμε τὰ χωριά τους, βγήκανε μὲς τὸ σκοτάδι κι ἀπ᾿ τὶς δύο μεριὲς τοῦ φαρδιοῦ δρόμου καὶ μᾶς ντουφεκάγανε, μᾶς κόβανε τὰ πόδια μὲ τσεκούρια, ξεριζώνανε μὲ τανάλιες τὶς γλῶσσες τῶν φαντάρων. Τὸ σκοτάδι ἤτανε γιομάτο κάνες ποὺ κεραυνώνανε, πεινασμένες κάμες ποὺ γύρευαν νὰ καρφώσουνε τὸ κρύο τους τὸ δόντι μέσα στὴ ζεστὴ σάρκα, σιδερένια φκιάρια κι ἀξίνες ποὺ σκίζανε τὰ πρόσωπα δύο στὴ μέση. Κι ὁ Πανικὸς οὐρλίαζε ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριές, ἔκανε τὶς τρίχες νὰ κουνιοῦνται σὰν τὰ κεντίδια τ᾿ ἀχινιού, καὶ σὲ κοίταζε δυνατὰ καὶ κατάματα μὲ τὰ στρογγυλὰ κι ἀλλοίθωρα μάτια του, τὰ μάτια τῆς τρέλας.
* * *
Κατόπι ἔγινε ἡ ἀνασύνταξη. Πήραμε ἐνισχύσεις, κάναμε τὴ μάχη τοῦ Κούμανο βουτηγμένοι ὡς τὸ λαιμὸ μέσα στὴ λάσπη καὶ ξαναπήραμε τὰ μπρός. Ἔτσι τὰ Σταροχώρια ἤτανε πάλι δικά μας. Κι ὁ ἀρχιστράτηγος, πού ῾τανε ὁ ἴδιος ὁ γιὸς τοῦ Βασιλιᾶ, διάταξε: Ὅλα τὰ Σταροχώρια νὰ καγοῦν συθέμελα, νὰ ρημαχτοῦνε πέρα γιὰ πέρα. Κι ὅλοι οἱ χωριάτες ἀπὸ δεκάξη χρονῶ κι ἀπάνω νὰ ντουφεκιστοῦνε.
Ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ λένε στὸν πόλεμο μὲ μία λέξη ὅλο δικαιοσύνη: «Ἀντίποινα».
Χυθήκαμε μὲς τὰ χωριὰ σὰν ἕνα μεγάλο τσοῦρμο λυσσασμένων ζῴων, ποὺ τ᾿ ἀδύνατα, τὰ λερά τους μέλη τρέμαν ἀπ᾿ τὸ σουβλερὸ κρύο, τὰ γόνατά τους λιγούσανε ἀπ᾿ τὴν κούραση καὶ τὰ δόντια τοὺς χτυπούσανε ἀπ᾿ τὴν πεῖνα τῆς ἐκδίκησης.
Ἤτανε ὅλο ξωχόσπιτα τριγυρισμένα μὲ ἀψηλὸν αὐλότοιχο, ποὖχε μόνο μία μεγάλη πόρτα γιὰ νὰ μπαίνουν τὰ κάρα τὰ ζᾶ κι οἱ ἀθρώποι. Αὐτὴ ἡ πόρτα ἤτανε χιλιομανταλωμένη. Ἀπὸ μέσα, ἕνα γύρω στὸν αὐλότοιχο ἤτανε οἱ ἀποθῆκες γιὰ τὰ γεννήματα καὶ ντάμια γιὰ τὰ ζᾶ. Καὶ στὴ μέση τὸ σπίτι. Οἱ πιότεροι χωριάτες, ξέροντας τὴν τιμωρία ποὺ τοὺς περίμενε γιὰ τὴ μπαμπεσιά τους, ἀδειάσανε τὸ χωριὸ καὶ φύγανε ὅπως-ὅπως μπροστά, μαζὶ μὲ τὸ στρατὸ ποὺ κυνηγούσαμε. Μὰ ἀπόμειναν καὶ καμπόσοι. Ὅσοι δὲν προκάνανε νὰ φύγουνε πρὸς τὰ σύνορα τῆς Ἀρβανιτιᾶς γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπ᾿ τὴν τιμωρία. Αὐτούς, πατούσαμε τὰ σπίτια καὶ τοὺς πιάναμε. Τὶς γυναῖκες μὲ τὰ παιδιὰ τὶς χωρίζαμε καὶ τὶς κλείναμε στὸ τζαμὶ τοῦ χωριοῦ, βάζοντας δυνατὴ φρουρὰ γιὰ νὰ τὶς γλυτώσουμε ἀπ᾿ τὰ ξαναμμένα ἔνστιχτα τῶν φαντάρων. Τοὺς ἄντρες ποὺ ἤτανε φόβος νὰ ξανασηκώσουνε ντουφέκι πίσω μας, τοὺς σκοτώναμε. Κατόπι ἀνοίγαμε τὸ τζαμί, ξαπολνούσαμε, τὰ γυναικόπαιδα ποὺ ἤτανε μαντρισμένα μέσα, βάζαμε φωτιὰ στὸ χωριὸ καὶ φεύγαμε σ᾿ ἄλλο γιὰ νὰ κάνουμε τὰ ἴδια.
Σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄγρια περιπλάνησή μας μὲς τὰ Σταροχώρια, κάθε τόσο βρίσκαμε τὰ κουφάρια τῶν δικῶν μας σκοτωμένων, ποὺ οἱ φαρδιὲς πληγές τους μὲ τὰ μελανιασμένα χείλια, ἀνοιχτὲς σὰ μαῦρα στόματα, φωνάζανε ἐκδίκηση. Οἱ φαντάροι μας ἀκούγανε βαθιὰ καὶ καταλαβαίνανε σύψυχα αὐτὴ τὴ βουβὴ μὰ φοβερὴ κραυγὴ ποὺ ἔβγαινε ἀπ᾿ τὰ κουφάρια. Ἦταν ἡ παρακαλεστικὴ φωνὴ τῶν πεθαμένων ποὺ μᾶς ξεφρένιαζε σὲ κάθε βῆμα. Εἶχα στὴ διμοιρία μου ἕναν Ἑφτανησιώτη, ποὺ βρῆκε τὸ κουφάρι τοῦ μικρότερου ἀδερφοῦ του – ἕνα ἀμούστακο ἐθελοντάκι ἤτανε – σὲ ἀφάνταστο χάλι. Τὸ παιδὶ τό ῾χανε γδύσει καὶ τὸ γλεντήσανε πολλοὶ Τοῦρκοι σὰ γυναῖκα. Κατόπι βαρέσανε μπηχτὲς στὰ ψαχνά του καὶ ἀσελγήσανε ἀκόμα καὶ μέσα σ᾿ αὐτὲς τὶς φριχτὲς τρῦπες τῆς ἡδονῆς καὶ τοῦ αἵματος.
Στὸ τέλος κόψανε τὴ φύση του καὶ τὴ μπήξανε στὸ στόμα του. Κρεμούτανε ἐκεῖ ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὰ ἄσπρα δόντια του σὰ μία μαύρη ἄσκημη γλῶσσα. Ὁ ἀδερφός του ἔπιασε κι ἔσφαξε δώδεκα γεροὺς καὶ μεστωμένους ἀντάρτες στὰ πόδια αὐτουνοῦ τοῦ μαρτυρεμένου πτώματος. Τοὺς [ἀράδιασε] κεῖ μπροστὰ στὸ γυμνὸ κουφάρι τοῦ παιδιοῦ, ποὺ κρέμαζε τὴν τερατώδικη γλῶσσα του ἀκουμπισμένο σ᾿ ἕνα κοτρόνι. Ἤτανε σὰν εἴδωλο κάποιου αἱματοπότη Θεοῦ ποὺ δεχούτανε θυσία. Τοὺς ἔκοψε ἕναν-ἕνα μὲ μία φοβερὴ ἠρεμία, δίχως νὰ μιλᾷ καθόλου. Καὶ τὸ αἷμα τους γιόμιζε γλυστερὸ καὶ ἀχνιστὸ τὸν τόπο καὶ μύριζε δυνατὰ καὶ ἔφερνε ἀνεγούλα. Τὰ μάτια του σ᾿ ὅλη αὐτὴ τὴ φριχτὴ τελετὴ ἤτανε κόκκινα καὶ θολὰ ἀπ᾿ τὰ δάκρυα. Κι αὐτοὶ μουγκρίζανε χάμου μὲ τὸ λαρύγγι ἀνοιγμένο, σπαράζανε καὶ ξετινάζανε δυνατὰ στὸ χῶμα τὰ μεγάλα μέλη τους, σὰν τὰ σφαχτάρια στὸ χασαπιό. Βρήκαμε κουφάρια φαντάρων δεμένα δύο-δύο μὲ τηλεγραφικὸ τέλι, ἐλεεινὰ παραλλαγμένα ἀπ᾿ τὴ φωτιά. Τοὺς εἴχανε σιγοψημένους μέσα στοὺς φούρνους τῶν χωριῶν. Οἱ κοιλιές τους ἤτανε πρησμένες σὰν ἀσκιά, καὶ τὸ πετσί τους, καψαλιασμένο, σήκωσε μεγάλες νεροσταλιασμένες φοῦσκες, κι ἄνοιξε φαρδιὲς καμάδες. Τὰ μέλη τους μὲ τὰ τσουρουφλιασμένα νεῦρα, ξεσύρανε καὶ μπερδευτήκανε σένα φοβερὸ ἀγκάλιασμα. Βρήκαμε ἕνα κουφάρι ὁλόγυμνο, σταυρωμένο σ᾿ ἕνα πλατάνι. Κρεμούτανε μόνο ἀπ᾿ τὰ καρφιὰ ποὺ τρυπούσανε τοὺς καρποὺς τῶν χεριῶν. Τὰ ματόφυλλά του ἤτανε κομμένα ἕνα γύρου μὲ ξουράφι, κι ἔτσι οἱ βολβοὶ τοῦ ἄσπροι καὶ τρομαχτικὰ μεγαλωμένοι, κοιτάζανε μὲ παράξενη ἔκπληξη κάτου. Στὸ στῆθος του ἤτανε δουλεμένο ὑπομονετικὰ μὲ ξουράφι, σὰ σατανικὸ καλλιτέχνημα, ἕνα μεγάλο μισοφέγγαρο μὲ τὸ ἄστρο.
Σ᾿ ἕνα ντάμι, κάτου ἀπὸ μία σκάφη, βρήκαμε περασμένα σὲ σπάγγο σὰν κομπολόι ὀγδόντα ἀφτιά. Τὸ κουφάρι ἑνὸς λοχαγοῦ φοροῦσε τὸ πηλήκιό του καρφωμένο πάνου στὸ κόκαλο τοῦ κρανίου μὲ σιδερένιες πρόκες.
Θυμᾶμαι μία νύχτα, μίαν ὀλάκερη νύχτα, ποὺ πέρασα μέσα σ᾿ ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ Σταροχώρια, σ᾿ ἕνα τούρκικο σπίτι. Εἶναι ἡ πιὸ ἀξέχαστη μουσαφιριὰ τῆς ζωῆς μου.
* * *
Ἦταν ἕνα μεγάλο ξοχικὸ ἀρχοντόσπιτο ξεμοναχιασμένο ἀπ᾿ τὸ χωριό. Στεκούτανε σὰν τετράγωνο κάστρο μὲς στὴν ἀψηλὴ μάντρα του, φαντασματένιο μὲς στὸ σκοτάδι τῆς βροχερῆς νύχτας. Διατάχτηκε ἡ ἐνωμοτία μου νὰ τὸ «πατήσει» καὶ νὰ περάσει ἐκεῖ μέσα τὴ βραδιά. Ἡ μεγάλη αὐλόπορτα ἤτανε γερὴ σὰν πύλη, καὶ τρία τσομπανόσκυλα, χοντρὰ σὰν ἀρκοῦδες, μουγκρίζανε ἐκεῖ ἀπ᾿ ἔξω, καὶ χυμούσανε καταπάνω μας σὰν κάναμε νὰ κοντέψουμε. Οἱ ὄγκοι τους σαλεύανε σκοτεινοὶ μὲς στὸ σκοτάδι.
- Νὰ τὰ σκοτώσουμε μὲ τὴ λόγχη, εἶπε ὁ δεκανέας. Νὰ μὴν ἀκούσω οὔτε μία ντουφεκιά.
Ἄ, εἶναι πολὺ ἄγριο πρᾶμα νὰ σουβλίζεις μὲ τὴ λόγχη τρία μεγαλόσωμα τσομπανόσκυλα, ποὺ δὲν κάνουν τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ νὰ φυλάγουν ἕνα μανταλωμένο σπίτι, τεράστιο καὶ τετράγωνο μὲς στὸ σκοτάδι, ἕνα σπίτι κλεισμένο μέσα στὴ σιωπὴ καὶ στὸ μυστήριό του, κάτω ἀπὸ μία ψιλὴ κρύα βροχὴ ποὺ μουσκεύει τὴ νύχτα. Εἶναι ἴσως αὐτὸ πιὸ ἄγριο παρὰ νὰ σουβλίζεις ἀθρώπους. Μᾶς παιδέψανε πολλὴν ὥρα αὐτὰ τὰ σκυλιά. Τρυπημένα, μὲ λογχισμένα στόματα, πηδούσανε καὶ δαγκάνανε τὸ ψυχρὸ σίδερο ἄγρια κλαίγοντας. Ὡς τόσο κανένα τους δὲ λάκισε. Καὶ τὰ τρία τους πέσανε χαμοσέρνοντας μὲ λυπητερὸ βόγγο τὰ χυμένα τους ἄντερα μὲς στὶς λάσπες, ἐκεῖ μπροστὰ στὴ μεγάλη πόρτα τοῦ μοιραίου τῶν. Σὰ γλυτώσαμε ἀπὸ δαῦτα κάναμε τὴ ράχη καὶ σαλτάρησαν δύο συνάδερφοι πάνου ἀπ᾿ τὸν αὐλόγυρο. Πήδηξαν μὲς στὴν αὐλὴ καὶ μᾶς ἄνοιξαν τὴν ὀξώπορτα. Βάλαμε ἕνα φρουρὸ ἀπ᾿ ἔξω καὶ προχωρέσαμε ξετάζοντας τὴ μεγάλη αὐλὴ μὲ χτυποκάρδι καὶ μὲ χίλιες προφύλαξες. Ἀνάψαμε ἄχυρα γιὰ νὰ φωτίσει καὶ ξετάζαμε προσεχτικὰ τὶς ἀποθῆκες λογχίζοντας μὲς στὰ γεννήματα. Ἐκεῖ μέσα στὰ στάρια βρήκαμε χωμένους ὡς τὴν κορφὴ δύο ἄντρες, μία νέα γυναῖκα καὶ δύο παιδάκια. Στείλαμε τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιὰ στὸ τζαμὶ καὶ δέσαμε τὰ χέρια τῶν ἀντρῶν μὲ σκοινοκαθαρτῆρες σέρνοντάς τους κοντά μας. Κατόπι πήγαμε στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ.
Χτυπήσαμε μὲ τὸν ὑποκόπανο. - Τσιμουδιά.
Ξαναχτυπήσαμε. – Τίποτα.
Κρατούσαμε τὶς ἀνεσαμιές μας γιὰ ν᾿ ἀκούσουμε τίποτα πατήματα μὲς ἀπ᾿ τὸ κλειστὸ σπίτι. Ὁ τεράστιος κύβος του ψήλωνε πάντα ὁλόκλειστος μὲς στὴ νύχτα, γιομάτος σιωπὴ καὶ σκοτάδι, μὲ τὰ πορτοπαράθυρα μανταλωμένα. Μονάχα ἕνας ξηλωμένος ντενεκές, ποὺ ἤτανε κάπου καρφωμένος, ἔτριζε ἀπ᾿ τὸν ἀγέρα ξύνοντας κάποιο σανίδι.
- Κανένας δὲν εἶναι μέσα· μᾶς βεβαίωναν οἱ δύο αἰχμάλωτοι. Κίμσε γιόκ...
Ὅλοι μας πάνου κάτου καταλαβαίναμε ἀπὸ τούρκικα, γιατὶ ὅλοι μας ἤμασταν ἐθελοντὲς τουρκομερῖτες.
Ἕνας ἀπ᾿ τὴν Πόλη, ἀδύνατος καὶ ζουριάρης, μὲ χαραχτηριστικὰ γάτας, φώναξε.
- Ἔ! σεῖς ποὺ εἶστε μέσα! Ἃ δὲ μᾶς ἀνοίξετε μονομιᾶς, θὰ σφάξουμε στὴ στιγμὴ πά᾿ στὸ κατῶφλι αὐτοὺς ποὺ πιάσαμε μὲς στὴν ἀποθήκη, καὶ θὰ βάλουμε φωτιὰ στὸ σπίτι νὰ σᾶς κάψουμε ζωντανούς!
Ἡ φωνή του, ψιλὴ καὶ κακιά, τρύπησε τὴ νύχτα καὶ μπῆκε μὲς στὸ κλειστὸ σπίτι σὰ μολύβι ντουφεκιᾶς.
- Ἀνοῖχτε! Μπαμπᾶ, ἄτσινιζ!
Τσίριξαν μονομιᾶς παρακαλεστικὰ καὶ δυνατὰ οἱ δύο αἰχμάλωτοι, ἁπλώνοντας τὰ δεμένα χέρια τους πρὸς τὰ κλειστὰ παραθύρια. Σὲ λιγάκι στ᾿ ἀπάνω πάτωμα ἔφεξε ἕνα φῶς, κι᾿ οἱ χαραμίδες φωτίστηκαν ἀπὸ μέσα. Ἡ καρδιά μας χτύπησε ζωηρά. Ἀκούσαμε μία σανιδένια σκάλα ποὺ ἔτριζε κάτου ἀπὸ ἀργὰ μαλακὰ βήματα. Ὅλοι περιμέναμε μὲ χτυποκάρδι, κολλημένοι σύρριζα στοὺς τοίχους. Εἴχαμε γυρισμένες τὶς κάνες πρὸς τὴν πόρτα καὶ τὸ χέρι στὸν ὑποφυλαχτήρα, ἕτοιμοι νὰ ρίξουμε. Οἱ σύρτες τραβηχτήκανε μὲ θόρυβο, κι ἡ πόρτα ἔτριξε πάνω στοὺς ῥεζέδες της, ἀνοίγοντας διάπλατα.
- Μπουγιούρουνουζ ἐφέντηλερ!
Ἕνας ἀψηλὸς γέρος φάνηκε μέσα στὸ φωτισμένο τετράγωνό της ἀνοιχτῆς πόρτας. Κρατοῦσε ἀναμμένη μία ντενεκεδένια λάμπα τοῦ πετρελαίου κι ἔκανε ὑποκλίσεις μὲ τό ῾να χέρι στὸ στῆθος. Ἦταν ἕνας ὡραῖος γέρος. Ὡραῖος σὰν ἀρχαῖος προφήτης, μὲ γένια ὁλόασπρα μακρυά, μὲ ρόδινο πρόσωπο καὶ καθάρια γαλάζια μάτια.