Στράτης Μυριβήλης - Μιὰ μαχαιριά

Ἔχω κι ἄλλες λαβωματιὲς στὸ κορμί μου, ποὺ δείχνουνε πὼς πάντα στάθηκα ἕνας Δὸν Κιχώτης στὴ ζωή μου, ὅμως ἐτοῦτο τὸ σημάδι μου εἶναι συμπαθητικὸ ὅσο παίρνει καὶ δὲ μοιάζει μὲ κανένα ἀπὸ τ᾿ ἄλλα. Εἶναι μία παλιὰ μαχαιριὰ στ᾿ ἀνάστροφο τοῦ δεξιοῦ μου χεριοῦ, στὴ μέση, ἴσα-ἴσα πάνω στὴ φλέβα, μακριὰ ἴσαμε τρία δάχτυλα. Καμιὰ φορά, ἐκεῖ ποὺ γράφω ἱστορίες γιὰ τὴν ἀγάπη, στέκουμαι καὶ τὴ βλέπω μὲ τρομερὴ συγκίνηση. Πότε-πότε κιόλας σκύβω καὶ τὴ φιλῶ, νά, φιλῶ τὸ ἴδιό μου τὸ χέρι πάνω σὲ τούτη τὴ χαρακιά, γιατ᾿ εἶναι μία σφραγῖδα ἀγάπης μέσα στὴ σάρκα μου. Στὸν πόλεμο τήνε πῆρα καὶ τούτη, σὲ μιὰ μάχη μεγάλη καὶ φοβερή, ποὺ ἔστησα ὁλομόναχός μου μ᾿ ἕνα πλῆθος ἄγριους Ἰνδοὺς καὶ Μουσουλμάνους Μαχαραγιάδες. Γιὰ τὴ Ροῦσα χτυπήθηκα γώ, γιὰ τὴ μικρούλα Ροῦσα, τὴν πρώτη μου ἀγάπη.

Αὐτὰ τὰ σπουδαῖα περιστατικὰ ἔγιναν σὰν ἤμουνα δέκα χρονῶ σκολιταρούδι. Τοῦβλο στὴν ἀριθμητική, στὰ ἀνώμαλα καὶ στὸ συνταχτικὸ τοῦ Κατεβαίνη. Ὁ δάσκαλος ἔπιανε τὸ κεφάλι μου ἀπὸ τὰ σγουρά, τὰ μάγγωνε ἀνάμεσα στὰ γόνατά του καὶ μὲ βίτσιζε στὰ πισινὰ μὲ μία ψιλὴ ἀγρελίτικη βέργα. Ἀκόμα δὲ μπορῶ νὰ καταλάβω γιατὶ στὰ πισινά, ἀφοῦ τὸ κακὸ ἦταν ἴσα-ἴσα στὴν ἄλλη ἄκρη. Μιὰ φορὰ μὲ γονάτισε πάνω σὲ ψιλὰ βοτσαλάκια τοῦ γιαλοῦ, γιὰ νὰ μάθω κάποια γραμματικὴ ἰδιοτροπία ποὺ ξεχώριζε τὶς λέξες: «χρήστων, χλούνων, ἐτησίων καὶ ἀφύων». Δὲν ξέρω πιὰ σήμερα τί ἔτρεχε κεῖνα τὰ χρόνια ἀκριβῶς μὲ δαῦτες, θυμᾶμαι μόνο πὼς ἀπὸ κάπου «ἐξαιρούντανε». -Ἐξαιροῦνται, μωρέ!

Μούγκριζε ἀπὸ πάνω μου ὁ δάσκαλος, καὶ φούσκωναν οἱ χοχλοὶ τῶν ματιῶν του, καὶ σφίγγαν οἱ γροθιές του.

- Ἐξαιροῦνται, κύριε! ἔλεγα καὶ γὼ μὲ τὰ μάτια γιομάτα δάκρυα, ἀλαλιασμένος, ἀπὸ τὴν τρομάρα καὶ τὸν πόνο.

Γιατὶ πονᾶνε τὰ λιτριδάκια κάτ᾿ ἀπὸ τὰ γόνατα. Βέβαια, πόνεσα πολύ. Ὅμως δὲν μπορῶ νὰ πῶ. Τόσα χρόνια πέρασαν ἀπὸ τότες καὶ δὲν τὸ ξέχασα ποτές μου πὼς ἐξαιροῦνται ἀπὸ κάπου οἱ γενικές: «χρήστων, χλούνων, ἐτησίων καὶ ἀφύων». Μοῦ ἀπόμειναν καὶ τὶς ξεκουκκίζω καμιὰ φορὰ σὰν κομπολόι καὶ παρηγοριέμαι. Εἶναι τέσσερις λέξεις ποὺ μπήκανε μέσα μου ἀπὸ τὸ γόνατο, ὅπως ἀκριβῶς ἡ θεὰ τῆς σοφίας μπῆκε μέσα στὸ Δία ἀπὸ τὴ γάμπα.

Μ᾿ ὅλο ποὺ ἤμουνα ἀναγνωρισμένος κατμὰς στὰ μαθήματα, διάβαζα μὲ μανία ὅλες τὶς ὧρες ποὺ μποροῦσα, ἀκόμα καὶ τὴ νύχτα, κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονιούς μου. Διάβαζα ἕνα σωρὸ βιβλία κάθε λογῆς, πρὸ πάντων μυθιστορήματα. Μοῦ τά ῾φερνε κρυφὰ ἀπὸ τὴ βιβλιοθήκη τοῦ πατέρα του ἕνας συμαθητής μου, ὁ γιὸς τοῦ παπα-Κομνηνοῦ. Μυθιστορήματα, βιβλία ταξιδιῶν, συναξάρια τρομαχτικὰ καὶ παραμύθια γεμάτα κορίτσια καὶ δράκους. Ἔτσι τὸ κεφάλι μου ἤτανε παραγεμισμένο ἀπὸ ἐξαίσιες φαντασίες καὶ θάματα. Μέσα στ᾿ ἀδύνατο καὶ πολὺ ντελικάτο σκαρί μου συμβαίνανε ἡρωικὲς ἱστορίες, ποὺ θὰ σηκωνότανε μία πιθαμὴ ἡ τρίχα τ᾿ ἀνθρώπου νὰ τὶς ἔλεγα. Ὅμως, ζοῦσα ὁλομόναχος τὶς τρομαχτικὲς ἐτοῦτες περιπέτειες, κλειδομανταλωμένος περήφανα μέσα στὸν θαυμάσιο κόσμο μου.

Σὲ ποιὸν νὰ τὰ πῶ καὶ γιατί. Κανένας δὲ θὰ καταλάβαινε τὶς ἱστορίες ποὺ ἀδιάκοπα μοῦ συμβαίνανε στὸν ὕπνο καὶ στὸν ξύπνο, κανένας δὲ θὰ πίστευε ποτὲς τὰ κίντυνα ποὺ περνοῦσα, τοὺς φόβους καὶ τοὺς ἡρωισμοὺς ποὺ μὲ γεμίζανε. Γιατ᾿ ἦταν ἀληθινὰ ἀπίστευτα τὰ χτυποκάρδια κ᾿ οἱ λαχτάρες τῆς μυστικῆς μου ζωῆς. Ἀπίστευτες κ᾿ οἱ παλικαριές μου.

Κάποτε βρῆκα τὸ κλειδάκι ἀπὸ τὴ μεγάλη καρυδένια κασέλα τῆς μητέρας. Τὴν ἄνοιξα καὶ τὴν σκάλιζα ὡς τὸν πάτο. Κεῖ βρῆκα ἕνα μάτσο ἐρωτικὰ γράμματα τοῦ πατέρα, ὅλα σὲ γαλάζιο ἀκριβὸ χαρτί, δεμένα μὲ μία βυσσινιὰ ξεθωριαμένη κορδέλα. Κρατοῦσα καὶ διάβαζα τὸ πρῶτο, ὅλο σὲ ρίμες γραμμένο, καὶ πάνω-πάνω δυὸ ἄσπρα περιστεράκια νὰ φιλιοῦνται. Θὰ τῆς τό ῾στειλε μαζὶ μὲ τίποτα γλάστρες μυριστικά, ὅσο βγαίνει ἀπὸ δυὸ στίχους ποὺ μοῦ ῾μειναν: Σοῦ στέλνω δυὸ γαρουφαλιὲς κι αὐτὸ τὸ καλοκαίρι. Τὶς πότιζα, τὶς δρόσιζα μὲ τὸ δικό μου χέρι. Ἀφαιρεμένος ὅπως ἤμουνα νὰ τὸ διαβάζω, μὲ τσάκωσε ἡ μητέρα. Τὸ πῆρε ἀπὸ τὰ χέρια μου καὶ μοῦ τὰ χτύπησε ὡς ποὺ ἔγιναν κόκκινα. Πῆρε τὰ χαρτιά, τὰ ξαναβόλεψε καὶ τά ῾βαλε πάλι κάτω-κάτω στὴν κασέλα. Σὰν ξανακλείδωσε, πῆρε τὰ χέρια μου καὶ τὰ χάιδεψε. Εἶπε σοβαρά:

- Ἄκου, ποτὲς νὰ μὴν ξεκλειδώνεις τίποτα. Κι αὐτὰ ἐκεῖ νὰ μὴν τύχει καὶ τὰ μεταπιάσεις ἄλλη φορά. Εἶναι ἁμαρτία μεγάλη. Σώπασε γιὰ λίγο καὶ μὲ κοίταξε συλλογισμένη, κατόπι ξανάπε:

- Μονάχα σὰ θὰ μεγαλώσεις καὶ θὰ γίνεις παλικάρι, καὶ γὼ θὰ πεθάνω, νὰ ψάξεις νὰ τὰ βρεῖς, νὰ μοῦ τὰ βάλεις στὸ νεκροσέντουκο.

Θυμοῦμαι τὸ λόγο της ὅπως καὶ τοὺς δυὸ στίχους ἀπὸ τὸ ραβασάκι τοῦ πατέρα. Ἀπὸ κείνη τὴ μέρα ἄρχισα νὰ ἐχτιμῶ πολὺ τὸν πατέρα. Συλλογίστηκα δυὸ νύχτες γραμμὴ καὶ στὸ τέλος τ᾿ ἀποφάσισα στὰ σοβαρὰ νὰ τοῦ διηγηθῶ μία καταπληχτικὴ ἱστορία, γιὰ νὰ τοῦ δείξω τὴν ἐχτίμησή μου. Ἤτανε μία φαντασία μεγάλη, καὶ κάμποσο τρομαχτική. Τὴ σχεδίαζα καὶ τήνε ζοῦσα δυό-τρεῖς βδομάδες τώρα, νά ῾ρχεται πάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα! Καὶ μία ποὺ θὰ ῾ρχότανε αὐτὴ ἡ Γυναῖκα στὸ νησὶ μὲ τὴν ἀκολουθία της, θὰ γινόταν ἐδῶ πέρα σπουδαῖα περιστατικά, ποὺ ἦταν γιὰ νὰ σαστίσεις. Αὐτὰ μόνο ἐγὼ τά ῾ξερα καταλεπτῶς. Ἀπίστευτα πράματα, ποὺ νὰ τ᾿ ἀκοῦς καὶ νὰ μυρμιδίζει τὸ πετσί σου. Καὶ λοιπόν, πάει, οὔτε ὁ πατέρας δὲ θὰ τὰ μάθαινε πιὰ καμιὰ φορά, καὶ κρῖμα πού ῾γραφε τόσο ὄμορφα τραγούδια στὴ μητέρα γιὰ τὶς γαρουφαλίτσες.

Βέβαια καὶ τὸ ἄλλο ἤτανε θλιβερό, ν᾿ ἀπομείνω ἀχαΐρευτος ἄνθρωπος σ᾿ ὅλη μου τὴ ζωή, καὶ νὰ μὴν μπορῶ νὰ λογαριάζω τί πιάνει ἕνα σακὶ ἀλεύρι. Τὸ συλλογίστηκα κι αὐτὸ τὴ νύχτα, κ᾿ ἔκλαψα κρυφὰ ποὺ θ᾿ ἀπόμενε ἀβοήθητος ὁ πατέρας στὸ μαγαζί του. Μὲ πιὸ πολὺν καημὸ ὅμως ἔκλαιγα γιὰ τὶς περιπέτειές μου τὶς μυστικές, γιὰ τὶς ἱστορίες ποὺ γίνονταν ἀδιάκοπα γύρω μου, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ ὑποπτεύεται. Πολλὲς φορὲς ἔβλεπα τὶς συνέχειές τους μέσα στὰ ὀνείρατά μου καὶ δὲν ἀποροῦσα καθόλου μὲ τὰ πιὸ ἀφύσικα πράματα. Γιατὶ ὅλα τά ῾χα ζήσει στὸν ξύπνο μου. Καὶ δὲν τρόμαζα καθόλου στὸν ὕπνο μου σὰν ἔβλεπα νὰ πετῶ ψηλά, ψηλά, πάνω ἀπὸ τὸ μαρμαρένιο καμπαναριὸ τῆς Ἅγια Φωτεινῆς, ποὺ εἶχε τέσσερους μαρμαρένιους σταυροὺς στὶς τέσσερις γωνιές, καὶ στὴ μέση στὸν κουπέ του ἄλλον ἕναν, πιὸ μεγάλον ἀπὸ ὅλους, πέντε. Πετοῦσα τὸ λοιπὸν πάνω ἀπὸ τὰ κόκκινα κεραμίδια, χωρὶς φτερά, πετοῦσα γύρω στὶς καμπάνες καὶ στὰ καμπανέλια χωρὶς φόβο, καὶ κρέμαζα ἀπὸ ἕνα μάτσο παπαροῦνες στὰ γλωσσίδια.

Ἕνα πρόσωπο μοναχὰ ἤξερε τὶς ἱστορίες μου. Αὐτὴ ἡ Ροῦσα. Καθόμουνα καὶ τῆς ξεστόριζα ὅλα τοῦτα τὰ περιστατικὰ καὶ σάστιζε. Ἦταν ἕνα χρόνο μεγαλύτερή μου καὶ μιὰ τάξη κάτω ἀπὸ μένα. Δὲν τά ῾παιρνε κι αὐτὴ τὰ γράμματα κι ἀπόμεινε στὴν ἴδια τάξη. Ὁ πατέρας της ἦταν καπετάνιος. Ταξίδευε στὰ μπογάζζια τῆς Πόλης, στὴ Ραιδεστό, ὡς τὸ Μισσίρι. Τὸν εἶχε ὁ μπάρμπας μου στὴ «Βαγγελίστρα» του, μιὰ ὄμορφη καὶ μεγάλη πένα, μ᾿ ἕνα φαρδὺ βυσσινὶ ζουνάρι κάτω ἀπὸ τὰ μπούνια. Ἔκανε λάδια κι ἀπίδια, ταξίδευε καὶ γιὰ λογαριασμὸ ἀλλουνῶν καμιὰ φορᾷ. Καπταντριὰ τόνε λέγανε. Καλὸς κι ἄξιος καὶ τίμιος ὅσο παίρνει. Ἕνα κακὸ εἶχε. Μόνο σὰν τέλειωνε τὸ ταξίδι του καὶ φουντάριζε ἡ «Βαγγελίστρα» στὸ λιμάνι, τό ῾ριχνε στὸ πιοτὶ καὶ σκορποῦσε τὰ κέρδητά του. Γι᾿ αὐτό, πάντα δυστυχοῦσε τὸ σπίτι του, ἡ θειὰ Λεμονιὰ μ᾿ ἕνα σωρὸ παιδιά. Ἕξι κόρες, ἀράδα. Μιά τους, ἡ Ροῦσα. Βαφτισιμιὰ τῆς μητέρας μου. Ἡ μάνα της ἐρχότανε καὶ μετάπιανε στὸ σπίτι σὰν εἴχαμε μπογάδα. Μαζί της κ᾿ ἡ Ροῦσα. Ἐρχότανε καὶ μοναχὴ ἡ Ροῦσα γιὰ θελήματα, ἀκόμα καὶ γιὰ νὰ τὴ βοηθήσω στὰ μαθήματα. Εἶχε κατάμαυρα μάτια, καὶ τὰ μαλλιά της ἤτανε σκοτεινὰ καὶ σγουρὰ πυκνὰ σὰν πρῖνος. Ἡ μητέρα μου, ποὺ τὴ συγύριζε καμιὰ φορά, ἔλεγε πὼς δὲν τὰ πιάνει χτένι.

- Λανάρι θέλουν, κόρη μ᾿ τὰ δικά σου τὰ μαλλιὰ γιὰ νὰ χτενιστοῦνε! τῆς ἔλεγε.

Κ᾿ ἡ Ροῦσα κοκκίνιζε καὶ χαμογελοῦσε μὲ τὰ βυσσινιά της χείλια καὶ πολεμοῦσε σὰ φταιξιάρα νὰ πατήσει μὲ τὶς παλάμες στὰ μαλλιά της, ποὺ στεκόντανε σὰ μαῦρο σύννεφο γύρω στὸ προσωπάκι της. Ἡ Ροῦσα λοιπὸν ἦταν ἡ πρώτη μου ἀγάπη. Τῆς τό ῾χα πεῖ πώς, θὰ τὴν ἔκλεβα νὰ φύγω, θὰ τὴν ἔβαζα μέσα στὴν πένα τοῦ μπάρμπα μου μιὰ νύχια, θὰ σηκώναμε σίδερο, νὰ φύγουμε. Μόνο νὰ μεγαλώσω ἀκόμα λιγάκι, νὰ μπορῶ νὰ ἰσάρω καὶ νὰ μαϊνάρω τὸ μεγάλο τρίγωνο πανὶ νὰ μανουβράρω τὰ ξάρτια. Νὰ δυναμώσω κιόλας λίγο, νὰ μὴ μπορεῖ νὰ μὲ δείρει κανένας.

Μ᾿ ἄκουγε σοβαρή, ἔβαζε τὸ χέρι της στὸν ὦμο μου μὲ μπιστοσύνη κ᾿ ἤτανε σύμφωνη. Ἐγὼ καμάρωνα σὰν ἔβανε ἔτσι τὸ χέρι της ἀπάνω μου καὶ ἔβηχα πολὺ σοβαρά. Τῆς ἔγραψα καὶ τοὺς πρώτους μου στίχους. Ὅμως γιὰ ἀγάπη δὲ μιλούσαμε ποτές, παρὰ μόνο σωπαίναμε καὶ βλεπούμαστε μέσα στὰ μάτια. Τότες κοκκινίζαμε κ᾿ οἱ δυὸ ἢ γελούσαμε γιὰ μία κάποια ἀφορμή. Σὰ γελοῦσε ἡ Ροῦσα, τὰ δόντια της φέγγανε. Ἄκουγε τὶς ἱστορίες μου γοητεμένη. Τὰ μάτια της κοιτάζανε μακριά. Ἔβλεπε τὰ ὁράματά μου κ᾿ ἔκανε μὲ τὸ κεφάλι της «ναί, ναί». Τότες τὰ μαλλιά της κουνιόντανε σὰ φτεροῦγες. Φοροῦσε μία ναυτικὴ φανέλα μὲ ἄσπρες καὶ γαλάζιες ρίγες. Εἶχαν ἀρχίσει νὰ φουσκώνουν οἱ κόρφοι της. Τό ῾βλεπα καὶ λαχταροῦσα πολὺ ν᾿ ἁπλώσω κουφωτὲς τὶς παλάμες μου νὰ τὴ φουχτιάσω. Ποτὲς δὲ μπόρεσα νὰ τολμήσω. Μονάχα μιὰ φορὰ τῆς φίλησα τὸ χέρι, ὅπως μέσα στὰ μυθιστορήματα τοῦ παπα-Κομνηνοῦ. Κι αὐτὴ ἀπόρεσε μ᾿ αὐτὸ καὶ γέλασε, γιατί μόνο σὰν ἤτανε νὰ μεταλάβουμε φιλοῦσε τὸ χέρι τῶν μεγάλων. Μὲ πείραξε αὐτὸ τὸ γέλιο της. Δὲν τῆς εἶπα τίποτα, ὅμως ποτὲ πιὰ δὲν τῆς ξαναφίλησα τὸ χέρι.

Σὰν ἔγερνε ὁ ἥλιος, τὴν ἔπαιρνα καμιὰ φορὰ τὸ καλοκαῖρι καὶ σκαλώναμε πάνω σ᾿ ἕνα ψηλὸ βράχο, χοντρὸ σὰν καστρόπυργο, ἀντίκρυ στὴν θάλασσα. Ἐκεῖ ἡ Ροῦσα ἔβλεπε μαζί μου τὴν Πλατυτέρα, νά ῾ρχεται ἀπὸ τὴν Ἀνατολή. Λαφροπατοῦσε, πετοῦσε πάνω ἀπὸ τὰ νερά, σὰ μιὰ παράξενη φρεγάδα μὲ ἀνοιχτὰ πανιά. Ἡ θάλασσα δίχως κύματα, γινότανε κόκκινη, χρυσὴ καὶ πορτοκαλιά. Ἦταν ἀπὸ τὴν ἀντιφεγγιὰ ποὺ ἔριχναν οἱ φτεροῦγες της οἱ ἄλικες. Ἡ Ροῦσα ἔβλεπε μαζί μου τὰ πελώρια μάτια της νὰ φεγγοβολοῦν, τ᾿ ἀστέρια νὰ σπιθίζουν γύρω στὸ κεφάλι της, καὶ πίσω, ἕνα κοπάδι ἀρχάγγελοι, μὲ τὶς φλόγινες σπάθες τοὺς ν᾿ ἀνεμίζουνται μεσούρανα.

-Τί ὡραῖα ποὺ εἶναι, τῆς ἔλεγα. Ξέρεις, Ροῦσα, τί ὡραῖα ποὺ εἶναι; Καὶ πῶς θὰ τὴ φοβόσουνα ἐσύ;

-Ξέρω, ἔκανε μὲ τὸ κεφάλι της ἡ Ρούσα, καὶ δὲ μιλοῦσε, μόνο συμμαζευότανε πιὸ κοντά μου. -Ἐγὼ ὅμως δὲ τὴ φοβᾶμαι, ἔλεγα. Κ᾿ ἔτρεμε τὸ φυλλοκάρδι μου σὰν ἤμουνα μόνος κ᾿ ἔβλεπα τὸ βράδυ τὸ πέλαγο νὰ βογκάει ἀπὸ μακριά, χωρὶς νά ῾χει κύματα, σὰ νά ῾τανε σαλαγητὸ ἀπὸ φτεροῦγες.

Μὲ θάμαζε ἡ Ροῦσα καὶ μὲ λογάριαζε γιὰ τὸ πρωτοπαλίκαρο τοῦ κόσμου. Κοντά μου, δὲ φοβότανε τίποτα. Οὔτε τ᾿ ἄβλαβα φίδια, ποὺ σερνόντανε ξαφνικὰ μέσα στὰ χορτάρια καὶ μοῦ πάγωναν τὸ αἷμα ἀπὸ τὴν τρομάρα. Οὔτε τοὺς πεθαμένους, σὰν περνούσαμε ἀργὰ τὴ νύχτα ἔξω ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο τοῦ χωριοῦ καὶ βλέπαμε τοὺς σκοτεινοὺς πρίνους νὰ σκύβουν κοντὰ-κοντὰ τὰ κεφάλια τους. Ἐγὼ σφύριζα τάχα, γύριζα τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὴν ἄλλη καὶ ἔλεγα μέσα μου γρήγορα τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ τὸ «Ἰησοῦς Χριστὸς νικᾷ, ὅλα τὰ κακὰ σκορπᾷ». Καὶ ἡ Ροῦσα περπατοῦσε δίπλα μου χωρὶς νὰ μιλεῖ. Μὲ βαστοῦσε ἀπὸ τὸ μανίκι, ναί, εἶχε ἐμπιστοσύνη σὲ μένα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς κάθε τόσο τῆς διηγόμουνα ἱστορίες, πού, φυσικά, ὁ πιὸ τρανὸς ἥρωάς τους ἤμουν ἐγώ, καὶ κείνη πιὰ πήγαινε νὰ τὰ χάσει μὲ τὴν παλικαριά μου.

Κάθε καλοκαίρι, τὶς πάψες, ἐρχότανε ἀπὸ τὴν Πόλη, ποὺ ἤτανε καθηγητής, γιὰ νὰ ξεκαλοκαιριάσει κοντά μας, ὁ νουνός μου, ἀδερφὸς τῆς μητέρας. Τόνε περίμενα πῶς καὶ πῶς, γιατὶ κάθε χρόνο μοῦ ῾φερνε ὡραῖα δῶρα. Κείνη τὴ χρονιά μοῦ ῾φερε μιὰ κασετίνα μὲ καμπάσσα, ρίγες, γωνιὲς καὶ ἄλλα ἀντιπαθητικὰ πράματα. Μοῦ ῾φερε καὶ μίαν ἔξοχη φορεσιὰ φανελένια, ναυτικιά. Ἤτανε γαλάζια, ἀληθινὸ οὐρανί, μὲ κολλαρίνα καὶ μία σκούρα μαβιὰ γραβάτα. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἔβαλα μακρὺ πανταλόνι. Τὰ φόρεσα καὶ δὲν ἔλεγα πιὰ νὰ τὰ βγάλω. Ἔνιωθα πιὸ ψηλός· περπατοῦσα μεγαλόπρεπα σὰν ἀληθινὸς ναύαρχος. Ἡ Ροῦσα ἦρθε κοντά, γύριζε γύρω-γύρω μου ὅπως σ᾿ ἕνα μνημεῖο, καὶ μὲ θάμαζε. Ἄγγιζε τὸ ἄσπρο κορδόνι, τὴ σφυρίχτρα ποὺ ἔμπαινε στὴν ἐπάνω τσέπη, τὴ γραβάτα, τὰ τριγωνικὰ γαλόνια μὲ τὴν ἄγκυρα στὸ μπράτσο.

- Τί εἶν᾿ αὐτά; ρώτησε σιγὰ-σιγά.

Χωρὶς καμιὰ δυσκολία τῆς ἔδωσα νὰ καταλάβει γιὰ τὴν ἀξία τους.

- Αὐτὰ εἶναι τὰ «ἀξιώματα». Σὰν τὰ βάλεις αὐτά, πά᾿ νὰ πεῖ πὼς εἶσαι γιὰ νὰ κυβερνήσεις ἕνα καράβι. Ὄχι βέβαια μία παλιοπένα σὰν τὴ «Βαγγελίστρα», ποὺ γεμίζει μὲ πενήντα τσουβάλια ἀπίδια, καὶ περιμένει νὰ καργάρουν ἀγέρα τὰ πανιά της, νὰ κινήσει. Ἐγὼ θὰ κυβερνήσω ἕνα βαπόρι, σὰν κι αὐτὰ ποὺ περνᾶνε μακριά, μεσοπέλαγα. Ἕνα καράβι μὲ τέσσερα κατάρτια καὶ μὲ τέσσερα φουγάρα. -Τέσσερα!

- Ἀμέ; Μπορεῖ καὶ μὲ πέντε. Αὐτὰ ποὺ πᾶνε στὴν Ἀμερική. Παίρνουνε μέσα χιλιάδες κόσμο. Ἔχουνε μέσα περιβόλια μὲ φροῦτα. Μεγάλα περιβόλια. Τὰ γυρίζεις καβάλα στὸ ἄλογο, κ᾿ ἐκεῖ ποὺ περνᾷς κάτω ἀπὸ μία πορτοκαλιά, κάνεις μία ἔτσι καὶ κόβεις ἕνα πορτοκάλι πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι καὶ τρῷς. - Ἔχει καὶ μηλιές;

- Πῶς. Καὶ μηλιὲς καὶ κυδωνιές. Ἀφοῦ ἔχουνε μέσα λίμνες, κάτι στέρνες ἴσαμε τὸν κόρφο τῆς Καλλονῆς, νὰ κολυμποῦν οἱ ταξιδιῶτες νὰ δροσίζουνται.

- Καὶ γιατί δὲν κολυμποῦν ἀπ᾿ ἔξω, μέσα στὴ θάλασσα; ρωτᾷ ἡ Ροῦσα.

- Εἶσαι κουτή, παιδί μου. Καὶ πῶς θὰ προφτάσουνε τὸ βαπόρι ποὺ τρέχει; Ξέρεις πῶς τρέχει;

- Ὅλα αὐτά, οἱ στέρνες, τὰ περιβόλια, ὅλα μέσα στ᾿ ἀμπάρια του τά ῾χει;

- Ὅλα. Καὶ λοιπὸν μπορῶ νὰ τὸ κυβερνήσω γώ, νὰ τοὺς πάω ὅπου θέλω. Νά. θ᾿ ἀνεβῶ μονάχα στὴ γέφυρα, θὰ βγάλω ἐτούτη τὴ σφυρίχτρα μου καὶ θὰ σφυρίξω ἔτσι: «φυττιτίουου»! Θὰ σφυρίξω πρῶτα τρεῖς φορές. Θὰ βγεῖ μονομιᾶς ὁ τρίτος καπετάνιος. Τί ὁρίζετε; Θὰ μὲ ρωτήσει. Δὲν ἤθελα ἐσένα, θὰ τοῦ πὼς ἦταν νὰ σφυρίξω δυὸ φορές, γιὰ νὰ βγεῖ ὁ δεύτερος καπετάνιος. Σφυρίζω λοιπὸν δυὸ φορές. Τί ὁρίζετε; Βγαίνει καὶ ρωτάει ὁ δεύτερος καπετάνιος. Ἐδῶ εἶμαι, στὶς διαταγές σας. Ἄκου ἐδῶ, παιδί μου, θὰ τοῦ πῶ. Νὰ βάλεις τιμόνι ἀμέσως γιὰ τὴ «Γῆ τοῦ Πυρός». Ἴσια καὶ ὁλοταχῶς.

- Τὴ Γῆ τοῦ Πυρός; ρωτάει ἡ Ροῦσα.

- Ναὶ βέβαια. Εἶναι ἕνας τόπος, πολὺ μακριά, ἐκεῖ ποὺ ψήνει ὁ ἥλιος τὸ ψωμὶ καὶ βράζουν τὰ αὐγὰ μέσα στὸν ἄμμο. Λοιπὸν ἐκεῖ βγαίνουν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ χῶμα μικρὲς-μικρὲς φωτιές. Ἔτσι ὅπως εἶναι οἱ χοντρὲς λαμπάδες, ἀναμμένες μπροστὰ στὸ τέμπλο. Λοιπὸν παντοῦ χάμου ἀνάβουνε τέτοιες φωτιὲς καὶ δὲ σβήνουνε ποτές. Τὶς πατᾷς, δὲ σβήνουν. Χύνεις νερό, πάλι δὲ σβήνουν. Τὴ νύχτα πιά, σὰν περνᾷ τὸ βαπόρι σὲ κεῖνα τ᾿ ἀκρογιάλα, νὰ δεῖς τί ὡραῖα ποὺ εἶναι στὰ σκοτεινά. Ὅπως τὴν Ἀνάσταση, τὴ νύχτα μὲ τὴν κεροδοσιά. Χιλιάδες, μιλιούνια φωτίτσες.

- Δὲ θὰ βγεῖς ὅμως ἔξω, λέει φοβισμένη.

Γυρίζω καὶ τὴν κοιτάζω συγκαταβατικά. Τῆς χαμογελῶ μὲ συμπόνεση καὶ τὴ συχάζω.

- Καλά, τῆς λέω. Ἀφοῦ ἐπιμένεις...

Σηκώνω τοὺς ὤμους, ἀποφασισμένος τέλος πάντω γιὰ χάρη της νὰ μὴν πιάσουμε στεριὰ στὴ Γῆ τοῦ Πυρός.

Ἤτανε Κεριακὴ ἀπόγεμα. Ἔβγαλα τὴν καρέκλα μου στὸ δρόμο, μπροστὰ στὴν ὀξώπορτα καὶ κάθισα νὰ διαβάσω κάτ᾿ ἀπ᾿ τὴ μεγάλη μας κληματαριά. Ἕνα μυθιστόρημα πάντα. «Ὁ πλοίαρχος Κορκορᾶν». Θυμοῦμαι ἀκόμα τὸν τίτλο καὶ τὰ καθέκαστα. Φοροῦσα τὰ ναυτικά μου καὶ διάβαζα. Ἡ Ροῦσα καθόταν ἀντίκρυ μου, πάνω σὲ κάτι πετρένια σκαλιά. Φοροῦσε πάντα τὴ ριγωτὴ φανέλα κ᾿ ἤτανε ὄμορφη κάτ᾿ ἀπὸ τὴν πράσινη ἀντιφεγγιά. Εἶχε ἀκουμπισμένο τὸ μουτράκι της μέσα στὶς μελαχρινὲς παλάμες, τοὺς ἀγκῶνες στὰ γόνατα, καὶ μὲ κοίταζε μὲ τὰ σκοτεινὰ μάτια της. Κάπου-κάπου σήκωνα καὶ γὼ πάνω της τὰ μάτια μου. Τὴν ἔβλεπα ποὺ μὲ καμάρωνε καὶ χαμογελοῦσα περήφανος. Χαμογελοῦσε κι αὐτὴ καὶ φέγγανε τ᾿ ἄσπρα δόντια της. Εἶχε ἕνα κουτσὸ ἀπὸ τὴ ζερβιὰ μεριά, ποὺ τ᾿ ἀγαποῦσα πιὸ πολὺ ἀπ᾿ τ᾿ ἄλλα. Ἔβγαινε ἀπὸ τὴ γραμμή τους κ᾿ ἤτανε πιὸ κοντό. Τὸ κουτσοδοντάκι.

- Θὰ μοῦ τὰ πεῖς σὰν τελειώσεις; μὲ ρώτησε.

- Θὰ σοῦ τὰ πῶ.

Ἡ ἱστορία τοῦ βιβλίου μὲ κυρίεψε μονομιᾶς. Εἶναι ἡ ἀλήθεια πὼς αὐτὸς ὁ πλοίαρχος Κορκορὰν ἄξιζε ὅ,τι καὶ νὰ πεῖς. Δὲν ἦταν ἕνας ἥρωας τῆς ἀράδας. Μὲ λίγα λόγια νὰ τί ἔτρεχε: Ἡ Ἀκαδημία τοῦ Παρισιοῦ πῆρε μήνυμα πὼς μέσα στὰ βάθη τῶν Ἰνδιῶν, σὲ κάποια μεριὰ ὅπου ζοῦσε μία πρωτόγονη καὶ ἄγρια μουσουλμανικὴ φυλή, βρέθηκαν κάτι πλάκες γεμάτες, ἱερογλυφικὰ σημάδια. Μυστήρια πράματα. Καὶ καθὼς οἱ Ἀκαδημίες εἶναι γιὰ νὰ νοιάζουνται ὅλο τέτοιας λογῆς ἀντίκες, ἔβαλε κ᾿ ἡ Ἀκαδημία τοῦ Παρισιοῦ στὶς ἐφημερίδες τὸ μαντάτο καὶ γύρεψε τὸ ἄξιο παλικάρι ποὺ θὰ πάει νὰ ξεσηκώσει καὶ νὰ ξηγήσει αὐτὲς τὶς πλάκες. Κοντὰ στὸ νοῦ πὼς αὐτὸς ποὺ θά ῾παιρνε πάνω του μιὰ τέτοια δουλειά, ἔπρεπε νά ῾ναι σπουδαῖος σοφὸς καὶ μαζὶ ἀσίκης πρώτης, θὰ τόνε πληρώνανε ὅμως χιλιάδες λίρες.

Περνοῦσαν οἱ μέρες, οἱ σοφοὶ γερόντοι τῆς Ἀκαδημίας συνεδριάζανε ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ, καὶ λέγανε γύρω στὸ ζήτημα καὶ χολοσκάνανε, ὅμως κανένας δὲ φαινότανε νά ῾ρθει νὰ πάρει ἀπάνω του τὴ δουλειά. Τοὺς ἔβλεπα στὸ βιβλίο, ποὺ συνεδριάζανε μέσα στὴν τετράγωνη ξυλογραφία, Καθόντανε ἀράδες-ἀράδες πάνω στὶς καρέκλες τους, κ᾿ ἦταν ὅλοι τους φαλακροὶ καὶ συννεφιασμένοι ἀπὸ τὸ μεράκι. Ὅπου μιὰ μέρα, κεῖ ποὺ τὰ λέγανε ἀκόμα ἕνα χέρι πάνω σὲ κεῖνα τὰ ἱερογλυφικά, ντάκ-ντάκ! καὶ βροντᾶνε τὴν πόρτα τῆς Ἀκαδημίας. Ποιὸς εἶναι; ρωτᾶνε ἀπὸ μέσα.

Ἀκούγεται ἀπ᾿ ἔξω μιὰ δυνατὴ φωνή: Εἶμ᾿ ἐγώ, ὁ πλοίαρχος Κορκορὰν καὶ ἡ φιλενάδα μου ἡ Φλώρα. Ἦρθα γιὰ κεῖνα δὰ τὰ ἱερογλυφικὰ ποὺ βρέθηκαν στὶς Ἰνδίες. Θὰ ταξιδέψω, θὰ τὰ ξεσηκώσω καὶ θὰ σᾶς τὰ ξηγήσω. Μπρὲ ἀμάν! ξεπετάχτηκαν ξαφνιασμένοι οἱ ἀκαδημαϊκοί. Ἄφησε τὴ φιλενάδα σου τὴ Φλώρα ἔξω, τοῦ λένε, κ᾿ ἔμπα νὰ συζητήσουμε. Ἐδῶ, μαθὲς δὲν εἶναι κανένας καφενὲς νὰ κουβαλᾷ ὁ κόσμος τὶς φιλενάδες του. Ἐδῶ εἶναι ναὸς τῆς σοφίας. Ὁ πλοίαρχος Κορκορὰν γέλασε πίσω ἀπ᾿ τὴν πόρτα -δὲ θυμᾶμαι βέβαια πάρα πολὺ καλὰ ἀπὸ τότες, μὰ θὰ γέλασε, δὲ γίνεται. Λέει λοιπόν: Ἐμένα δὲ μὲ νοιάζει γιὰ ἐλόγου της, νά ῾μπει ἢ νὰ μὴν ἔμπει. Μόνο νά. Ἡ Φλώρα ἔχει τὴν κακιὰ συνήθεια νὰ τρυπώνει μαζί μου παντοῦ. Δὲ μπορῶ, βλέπεις, νὰ τὴν κάνω καλά! Οἱ ἀκαδημαϊκοὶ ἄρχισαν νὰ θυμώνουν. Τώρα, λένε, νὰ βγεῖ ὁ πορτιέρης, νὰ κρατήσει τὴ φιλενάδα σας, πλοίαρχε Κορκοράν! Ναί; ἔκανε ὁ πλοίαρχος. Ἔ, ἂν μπορεῖ ἂς κοπιάσει καὶ θὰ μὲ ὑποχρεώσει. Ἐγὼ δὲν ἀνακατεύομαι.

Βγαίνει ἔξω ὁ πορτιέρης τῆς Ἀκαδημίας, καὶ σὲ λίγο ἀκούγεται μία φασαρία, ἕνα κακό! Ξαναμπαίνει μέσα στὴν αἴθουσα, κίτρινος σὰν τὸ φλουρί. Τρέμει χεροπόδαρα καὶ πολεμᾷ νὰ βάλει τὸ σύρτη.

-Ἀμάν, γλιτῶστε με, φωνάζει. Γλιτῶστε με!

Τὴν ἴδια ὥρα ἡ πόρτα μὲ μία σπρωξιὰ ἀπ᾿ ἔξω ἀνοίγει διάπλατη. Ἕνα φοβερὸ μουγκρητὸ ταράζει σύξυλη τὴν Ἀκαδημία καὶ μπαίνει μέσα, μωρὲ μάτια μου, μιὰ τίγρη ὡς ἐκεῖ πάνου! Μαζί της κι ὁ πλοίαρχος Κορκοράν. Ἕνα ὡραῖο παλικάρι μὲ φαρδὺ πανταλόνι τζογιέ, τὰ χέρια στὶς τσέπες, μιὰ μικρὴ πίπα στὸ στόμα καὶ μία φαρδιὰ γραβάτα, νὰ κυματίζει γύρω στὴν ἀνοιχτὴ τραχηλιά του. (Ἄλλη ξυλογραφία στὸ βιβλίο: Οἱ ἀκαδημαϊκοί, ποὺ πολεμοῦν νὰ σηκώσουν ταμπούρι, στοιβάζοντας τὶς καρέκλες τῆς γαλλικῆς Ἀκαδημίας τὴ μία πάνω στὴ ἄλλη. Ὅσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔχουνε λίγα μαλλιά, εἶναι σηκωμένα ὄρθια σὰν τὰ βελόνια τ᾿ ἀχινοῦ). -Ἔ! Φλώρα, ἥσυχα! διατάζει ὁ πλοίαρχος Κορκοράν. Ἐδῶ εἶναι τὸ ἄνθος τῆς σοφίας, τὸ λοιπὸν κοίταξε νὰ φανεῖς εὐγενικὸ κορίτσι καὶ συσταζούμενο, ὅπως εἶσαι κιόλας ἀπὸ καταγωγὴ κι ἀπὸ ἀναθροφή. Τ᾿ ἀκούει ἡ τίγρη, ξαπλώνεται ἥμερη στὰ πόδια του. Ἀκουμπάει τὴν κεφάλα της πάνω στὰ μπροστινὰ πόδια της, ἀνασαίνει μὲ τὴ γλῶσσα της ἔξω καὶ ἀγριοκοιτάζει μὲ καταφρόνεση τοὺς ἀκαδημαϊκούς. (Τώρα ποὺ γνώρισα ἀπὸ κοντὰ ἀκαδημαϊκούς, στοχάζουμαι πὼς δὲν τοὺς ἔφαγε γιατὶ τοὺς βρῆκε πολὺ κακοχώνευτους καὶ χοντροκόκαλους). Εἶναι μία δεσποινίδα πολὺ ὅπως πρέπει, μὰ εἶναι τὰ νιάτα, βλέπετε, ποὺ δύσκολα συμμαζεύουνται...

Νὰ μὴν τὰ πολυλογοῦμε, ὁ πλοίαρχος Κορκορὰν τὰ ξεμπέρδεψε μία μορφιὰ μὲ τὴν Ἀκαδημία. Ἔκανε ὅλους ἐκεῖ μέσα ν᾿ ἀπορέσουν μὲ τὴ σοφία ποὺ εἶχε πάνω στὰ ἱερογλυφικὰ καὶ στὰ λογῆς ἀρχαιολογικὰ τῶν Ἰνδιῶν. Ἔτσι, τὴν ἄλλη μέρα κιόλας, ξεκίνησε γιὰ τὴν ἀποστολή του, πάντα μαζὶ μὲ τὴ Φλώρα. Φτάσανε στὶς Ἰνδίες. Ἐκεῖ κάνανε θάματα οἱ δυό τους. Περάσανε ἄγριους τόπους, νικήσανε ἄγριες φυλές, στὸ τέλος βρήκανε τὶς περίφημες πλάκες μὲ τὰ ἀρχαῖα σημάδια. Ὁ πλοίαρχος Κορκορὰν ξεσήκωσε τὰ ἱερογλυφικά, τὰ ξήγησε καὶ κίνησε νὰ γυρίσει πίσω. Ὅμως τούτη τὴ φορὰ ἤτανε μαζί του καὶ μία κοπέλα σὰν τὸ κρύο νερό. Ἡ πριγκιπέσα Ταΐρα. Αὐτὴ ἦταν ἡ μοναχοκόρη ἑνὸς μεγάλου μουσουλμάνου μαχαραγιᾶ, ποὺ ρωτεύτηκε τὴ λεβεντιά του καὶ τὸ πῆρε ἀπόφαση. Ἀμέτη Μουχαμέτη, ν᾿ ἀρνηστεῖ τὸν τόπο της καὶ νὰ πάει μαζί του στὸ Παρίσι. Ἡ Ταΐρα πρέπει νά ῾τανε ἕνα κορίτσι σὰν τὴ δική μου τὴ Ροῦσα. Διάβαζα τὴν περιγραφή της κ᾿ ἔριχνα γρήγορες ματιὲς στὴ φιλενάδα μου, νὰ σιγουράρω. Ἀπαράλλαχτη, δὲ λές! Τὰ ἴδια μαλλιά, μαῦρα καὶ πυκνὰ σὰν πρῖνος, νὰ φουντώνουνε γύρω στὸ κεφάλι. Ἕνα προσωπάκι μελαχρινό, τὰ μάτια της τὰ ἴδια, σκοτεινὰ καὶ πλατιά, ν᾿ ἀνοίγουνε σὰ μεγάλα λουλούδια. Καὶ τὸ στόμα της, κόκκινο μὲ δόντια ποὺ φέγγανε ἀνάμεσα στὸ πρόσωπο σὰν ἔκανε νὰ χαμογελάσει. Μόνο ποὺ δὲν ἔγραφε ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ κουτσοδοντάκι. Καὶ γὼ ὅμως, νὰ ποῦμε, ἔνιωθα τὸν ἑαυτό μου παλικάρι, ἴσαμε τὸν Κορκορὰν καὶ καθόλου παρακατιανό. Καὶ λοιπὸν φεύγουν. Πάνω στὸ ἄτι του ὁ Κορκορᾶν μὲ τὴν Ταΐρα στὴν ἀγκαλιά, καὶ πίσω ἡ Φλώρα. Δρόμο παίρνουν, δρόμο ἀφήνουν, ὅλη τὴ νύχτα ἔτσι. Ὅπου τὸ πρωὶ ξυπνᾷ ὁ μαχαραγιὰς καὶ δὲ βλέπει στὸ ντιβάνι της τὴν κόρη του. Φωνάζει, χτυπᾷ τὰ νταούλια, μαζεύονται τ᾿ ἀσκέρια του. Βρὲ μὴν εἴδατε τὴν κόρη μου; Τὸ καὶ τό, σηκώνεται καὶ λέει ἕνας. Εἴδαμε μία κοπέλα σκεπασμένη νὰ περνᾷ πάνω στ᾿ ἄτι, στὴν ἀγκαλιὰ αὐτουνοῦ τοῦ σκυλόφραγκου, ποὺ σκαλίζει μέσα στὰ χώματα καὶ στὶς πέτρες. Μπρέ! λέει ὁ μαχαραγιάς, αὐτὴ ἤτανε. Μπρός, ὅσοι πιστοί, νὰ πᾶ νὰ τοὺς πιάσουνε. Πρέπει νὰ τοὺς παιδέψουμε σὰν ποὺ τοὺς ἀξίζει. Ντροπιάσανε τὴν πίστη μας καὶ τὸ βασίλειό μας. Καὶ μία καὶ δυὸ καβαλλικεύουν ὅλοι καὶ ξαπολιοῦνται πίσω τους. Ὅλη ἡ ἄγρια φυλὴ οὐρλιάζει, κουνάει τὰ σπαθιὰ ψηλὰ καὶ σπιρουνίζει τ᾿ ἄτια. Γιὰ δὲς κουρνιάζω, λέει ἡ Ταΐρα. Ἄχ, ὁ κύρης μου θά ῾ναι κι ὅλο κοντεύει. Θὰ μᾶς πιάσει, λέει, θὰ μᾶς παλουκώσει γι᾿ αὐτὸ ποὺ κάναμε, νὰ μαγαρίσουμε τὸ χαρέμι του καὶ τὴν πίστη του! Ἡ ἄγρια φάρα ὅλο καὶ σιμώνει. Τὰ σπαθιά τους ἀστράφτουν μέσα στὴν αὐγή, τὰ οὐρλιαχτὰ τοὺς ἀκούγονται σὰν ἀπὸ τσακάλια. Τώρα, τί νὰ κάνουν. Καταλαχοῦ, νὰ βρεθεῖ μία ἔρμη καλύβα πάνω στὸ δρόμο τῆς φευγάλας τους. Ἐδῶ μέσα νὰ μποῦνε, νὰ ταμπουρωθοῦμε, λέει ὁ Κορκοράν. Ἄλλη σωτηρία δὲν ἔχει. Μπαίνουνε μέσα. Κεῖνος, ἡ Ταΐρα καὶ ἡ λεβέντισσα ἡ Φλώρα. Σύρανε καὶ τ᾿ ἄλογο μέσα. Ἀμπαρώνουνε τὶς πόρτες, τὰ παράθυρα. Βάζουνε ἀπὸ πίσω κούτσουρα, πέτρες, ὅ,τι ἔλαχε. Ἐμένα ἡ ἐλπίδα μου ἤτανε στὴ Φλώρα. Ἄιντε, νὰ δοῦμε τώρα πὼς θὰ τὰ καταφέρεις, ἀσίκισσα, ἔλεγα μὲς στὸ νοῦ μου, νὰ μᾶς δώσεις ἕνα χέρι νὰ γλιτώσουμε τὴν κοπέλα μας. Κ᾿ ἡ καρδιά μου χτυποῦσε ὅσο κοντεύανε οἱ ἄγριοι πολεμιστάδες τοῦ μαχαραγιᾶ, κι ἀκουγόντανε ὅλο καὶ πιὸ κοντὰ οἱ κραξές τους.

Τὴν ἴδια στιγμὴ ἄλλα περιστατικὰ γινόντανε γύρω μου, ἐκεῖ πολὺ κοντά μου. Τί ἄλλα, ποὺ ἤτανε τὰ ἴδια. Ἕνα γύρω μᾶς εἴχανε μαζευτεῖ πεντέξι μορτόπαιδα τῆς γειτονιᾶς. Εἴδανε τὴ Ροῦσα κι ἄρχισαν νὰ τὴ νειδίζουνε, μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὸ συνηθούσανε κάθε φορὰ ποὺ θέλανε νὰ τὴν κάνουνε νὰ κλάψει. Χτυπούσανε τὴ μία γροθιά τους πάνω στὴν ἄλλη καὶ φωνάζανε ρυθμικά: -Μάινα φλόκο - μάινα παπαφίγκο! Αὐτὸ ἦταν ἕνα ὄρντινο ναυτικό. Συνήθιζε νὰ τὸ φωνάζει ὁ πατέρας της μέσα στὰ σοκάκια, σὰ γύριζε τὴ νύχτα σπίτι του, σταφίδα στὸ μεθύσι. Οἱ μόρτες τὸ φωνάζανε σὰ λυσσασμένοι, καὶ χτυπούσανε τὶς γροθιές τους. Ἡ Ροῦσα σηκώθηκε καὶ ἦρθε κοντά μου. Ζάρωσε πίσω ἀπὸ τὴν καρέκλα μου, ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ στὸν τοῖχο. Χλώμιασε καὶ τ᾿ ἀχειλάκι της ἔτρεμε, ἕτοιμη νὰ βάλει τὰ κλάματα. Αὐτοὶ ὅλο καὶ κοντεύανε ἕνα γύρω μας, ὅλο καὶ φωνάζανε πιὸ δυνατά, πιὸ ἄγρια: -Μάινα φλόκο - μάινα παπαφίγκο! Ἐγὼ ἔκανα πὼς δὲν πρόσεχα, κ᾿ ἡ καρδιά μου κλοτσοῦσε μέσα μου γιὰ τὴν Ταΐρα, ποὺ τὴν πολιορκούσανε μέσα στὴ καλύβα οἱ ἄγριοι μουσουλμάνοι. Γιὰ τὴν Ταΐρα καὶ γιὰ τὴ Ῥοῦσα. Κ᾿ ἡ κατάσταση ὅλο καὶ χειροτέρευε. Σὰν εἴδανε ποὺ ὁ Κορκορὰν μὲ τὰ πιστόλια του δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ πολυκοντέψουν τὴν καλύβα, ἄρχισαν νὰ τρέχουν ἕνα γύρω καὶ νὰ οὐρλιάζουν, τινάζοντας στὴν ἀχερένια σκεπὴ σαΐτες μὲ ἀναμμένα κουρέλια. Βαλθήκανε νὰ τοὺς κάψουνε ζωντανούς! Ἔτσι, τώρα πιὰ οἱ φωνὲς ποὺ βάζαν οἱ Ἰνδοὶ καὶ τὰ οὐρλιαχτὰ τῶν μόρτηδων ἀνακατευόντανε ἄσκημα.

Ἄκουγα ἀπὸ πίσω μου τὸ τρομαγμένο ἀναφιλητὸ τῆς Ρούσας κ᾿ ἤτανε τῆς Ταΐρας ἡ λαχτάρα. Ἕνας πολεμικὸς ἀλαλαγμὸς κυμάτιζε μέσα στὴ ζεστὴ ἀτμόσφαιρα. Οἱ ἀναμμένες σαΐτες σφυρίζανε. Ἡ Ταΐρα ἔτρεμε στὴν ἀγκαλιά μου, ἢ ἦταν ἡ Ροῦσα ποὺ χτυποκαρδοῦσε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Κορκοράν. Καὶ ἡ Φλώρα ἔδειχνε τὰ φοβερὰ δόντια της καὶ μᾶς κοίταζε μὲ ἄγρια μάτια, περιμένοντας διαταγή. Νὰ πέσει μέσα σὲ κεῖνο τὸ λεφούσι τὰ παλιοτόμαρα, νὰ τὰ λιανίσει μέσα στὶς πελώριες μασέλες της; Ὅπου, παίρνει φωτιὰ ἡ σκεπή! Τὸ καλύβι γιόμισε καπνό. Ὁ Κορκορὰν βλέπει τὶς μπαλάσκες του ποὺ ἄδειασαν καὶ δαγκάνει τὸ δάχτυλό του. Ἡ Ταΐρα ἀνασαίνει βαριά, καὶ πίσωθέ μου, πάνω στὰ λαιμά μου, νιώθω τὸ ζεστὸ δάκρυ της νὰ πέφτει.

- Μάινα φλόκο - μάινα παπαφίγκο! στριγγλίζουν οἱ Ἰνδοὶ κ᾿ ἔρχουνται ὁλοένα πιὸ κοντά. Μέσα στ᾿ αὐτιά μας πιὰ ἔρχουνται οἱ φωνές τους καὶ τὰ χνῶτα τους. Οἱ μουσουλμάνοι χτυπᾶνε μὲ τὰ τσεκούρα τὴν πόρτα. Τότες ὁ πλοίαρχος Κορκοράν, πετὰ τὰ πιστόλια του, ἀρπᾷ τὸ μάνταλο τῆς πόρτας στὸ χέρι, παίρνει καὶ τὴν Ταΐρα μέσα στ᾿ ἄλλο του μπράτσο κι ἀνοίγει μὲ μία κλοτσιὰ τὴν πόρτα.

- Ἀπάνω τους! χουγιάζει μὲ τὴ μεγάλη, μὲ τὴν ἀντρίκια του φωνή, στὴ Φλώρα. Καὶ ξεπορτίζουμε ὅλοι μέσα στὸ λεφούσι τῶν ἀγρίων. Χτυπῶ κάτου το βιβλίο, πετάγουμαι πάνω κι ἀρπῶ τὴν καρέκλα. Τὴ σηκώνω μὲ δυσκολία ψηλά, μπροστὰ στὴ Ροῦσα καὶ μπάπ! τὴν κατεβάζω κατακέφαλα μέσα τους μόρτες. Ὤχ, τί ἔγινε τότες.

Ἀφήσανε τὴ Ροῦσα, ποὺ τό ῾σκασε ἀλαλιασμένη στὸ σπίτι της, καὶ βάλανε στὴ μέση ἐμένα. Ὅλοι τους οἱ Ἰνδοί, ὅλοι τους οἱ μουσουλμάνοι, ὅλοι τους οἱ ἄπιστοι μαχαραγιᾶδες. Πρῶτος καὶ καλύτερος κεῖνος ὁ Μαλλής, ἕνας νταγλαρὰς διπλὸς σὰν καὶ μένα, χεροδύναμος σὰ χαμάλης, μὲ κόκκινα ὄρθια μαλλιά. Μὲ βάλανε χάμου καὶ μὲ δέρναν ὅλοι τους. Δάγκανα τὶς μπερδεμένες γάμπες, τσιμποῦσα μὲ τὰ νύχια, χτυποῦσα μὲ τὰ μικρά, τ᾿ ἀδύναμα χέρια μου. Τότες ἤτανε ποὺ μὲ μαχαιρώσανε. Ἕνας, Κουφὸς τ᾿ ὄνομά του, ὁ γιὸς ἑνὸς μπαλωματῆ, μοβόρο παιδί. Μὲ χτύπησε στὸ χέρι μὲ μία φαλτσέτα καὶ τὸ αἷμα μου πήδηξε, συντριβάνι, σκορπιστήκανε κατατρομαγμένοι. Εἶδα καὶ ῾γὼ τὸ αἷμα, καὶ πάτησα τὶς φωνές.

Βγῆκε ἡ μητέρα, μὲ τὶς ζῦμες κολλημένες στὰ δάχτυλα, βγῆκαν κ᾿ οἱ γειτόνισσες. Μοῦ δέσανε σφιχτὰ πάνω στὴ μαχαιριὰ μία φοῦχτα καπνό. Σὰ σταμάτησε τὸ αἷμα κ᾿ ἔφυγε τῆς μητέρας ἡ τρομάρα, εἴδανε πὼς τὸ γιουρούσι ποὺ κάνανε καταπάνω μου οἱ Ἰνδοί, μ᾿ ἄφησε κι ἄλλες καταστροφές. Τὸ περίφημο ναυτικό μου ἤτανε πίσω σκισμένο. Ἀπὸ τὸ γιακὰ ὡς τὴ μέση. Τὸ κοίταξα ἀπελπισμένος. Τὸ κοίταξε κ᾿ ἡ μητέρα κ᾿ ἔκανε ἴιιι! Μὲ παράλαβε ἰδιαιτέρως καὶ μὲ ξανάδειρε εὐσυνείδητα καὶ γι᾿ αὐτό.

Δὲ θυμᾶμαι πιὰ σήμερα ἂν ὁ πλοίαρχος Κορκορὰν τὰ κατάφερε νὰ ξεμπερδέψει ἀπὸ τοὺς δικούς του Ἰνδοὺς μὲ πιὸ ἔντιμο τρόπο. «Πιὰ δὲν ξαναδιαβάσαμε σὲ κεῖνο τὸ βιβλίο» μὲ τὴ Ροῦσα. Ὅμως κείνη τὴν ξανάδα.

Βέβαια.

Πρόπερσι πῆγα νὰ ξεκαλοκαιριάσω στὸ νησὶ μὲ τὰ παιδιά μου, κ᾿ ἦρθε νὰ μὲ καλωσορίσει. Δὲ φοροῦσα πιὰ τὴν οὐρανιά μου στολὴ τοῦ ξενωτικοῦ καπετάνιου. Μήτε «ἀξιώματα» στὸ μπράτσο, μήτε σφυρίχτρα στὴν τσέπη. Δὲν ἐρχόμουνα κἂν ἀπὸ τὴ Γῆ τοῦ Πυρός, ποὺ ἀνάβουν οἱ μυστηριώδεις φλόγες της μέσα στὴ νύχτα καὶ φεγγοβολᾷ ὁ τόπος, ὅπως στὴν κεροδοσιά. Ξακολουθοῦσα ὅμως πάντα νὰ τά ῾χω χαλασμένα ἀνεπανόρθωτα μὲ τὶς τέσσερις ψάξεις τῆς ἀριθμητικῆς. Ἀκόμα, δὲν ἔπαψα νὰ ζῶ τὶς πιὸ καλές μου ὧρες μέσα στὶς φανταστικές μου ἱστορίες. Καὶ σὰ σκάλωσα πάνω στὸ θαλασσινὸ βράχο, ποὺ σηκώνεται σὰν καστρόπυργος πάνω ἀπὸ τὰ κύματα, εἶδα πάλι, καὶ δὲν ἀπόρεσα, τὴν Πλατυτέρα, νά ῾ρχεται ὁρμητικὰ πάνω ἀπὸ τὰ νερά, σαλεύοντας ἀργὰ τὶς κόκκινες φτεροῦγες της. Γύρεψα νὰ ξαναβρῶ στὴ Ροῦσα κείνη τὴ μικρή μου φίλη, τὴν πριγκιπέσα μου Ταΐρα, ποὺ γι᾿ αὐτὴ κρατῶ τούτη τὴν ὄμορφη μαχαιριὰ πάνω στὸ χέρι μου. Ἄχ, δὲν τῆς ἀπόμεινε τίποτα, τίποτα...

Ὁ πατέρας της, ὁ καπετάνιος, μπατάρισε, μεθυσμένος, τὴ «Βαγγελίστρα» στὴ Μαύρη Θάλασσα καὶ φαλίρισε τὸν μπάρμπα μου. Πάει τὸ καράβι, πάει καὶ ἡ σερμαγιά του. Τὴ Ροῦσα τὴν παντρεύτηκε ὁ Κουφός, ὁ γιὸς τοῦ μπαλωματῆ. Αὐτὸς ποὺ μὲ μαχαίρωσε. Τώρα αὐτὸς εἶναι ποὺ μπαλώνει ὅλα τὰ τρύπια παπούτσια τῶν χωριανῶν, ὅπως ἄλλη φορὰ τὰ μπάλωνε ὁ πατέρας του. Ἔχουν κ᾿ ἕνα παιδί. Κρέμουνται ὅλη τὴν ὥρα οἱ μύξες του, καὶ ἔμαθε ἀπὸ τώρα νὰ μαλακώνει τὰ παλιὰ πετσιὰ γιὰ τὶς μεντζεσόλες μέσα σ᾿ ἕνα σπασμένο κανάτι μὲ νερό. Σὰν πεθάνει ὁ πατέρας του, αὐτὸς θὰ μπαλώνει μὲ τὴ σειρά του ὅλα τὰ τρύπια παπούτσια τῶν χωριανῶν. Ὁ Κουφὸς τὴ δέρνει τὴ Ροῦσα. Μεθᾷ καὶ τὴ δέρνει ταχτικὰ κάθε βράδυ, κι ὅλο τὸ χειμῶνα τὴ στέλνει νὰ μαζεύει ἐλιὲς μέσα στ᾿ ἀγκάθια καὶ μέσα στὶς παγωμένες αὐλακιές. Σὰν ἦρθε νὰ μὲ δεῖ, ἔβαζε τὸ χέρι μπροστὰ στὸ στόμα της ὅσο μοῦ μιλοῦσε. Πέσανε ὅλα τὰ μπροστινὰ δόντια της καὶ πρόφερνε τὸ σῖγμα γιὰ θῆτα.

- Θὲ γνώριθα ἀμέθωθ... Ἂθ πάγω, εἶπα, νὰ τὸν καλωθορίθω...

Φτωχή μου, μικρὴ Ροῦσα, τό ῾δα μέσα στὰ κουρασμένα μάτια σου. Ἄχ, τὸ κατάλαβες ποὺ ἔψαχνα νὰ σ᾿ ἀνακαλύψω μέσα στὰ τωρινὰ χαρακτηριστικά σου. Σὲ γέρασε πρώιμα ἡ σκληρὴ ζωή. Σοῦ ῾σπασε τὰ φεγγερὰ δοντάκια ὁ Κουφός, καὶ κεῖνο τὸ κουτσὸ δοντάκι, τὸ παραδρομισμένο, ποὺ τ᾿ ἀγαποῦσα ξεχωριστά, τί νά ῾γινε κεῖνο; Τὸ κλάμα, Ροῦσα, σοῦ ῾σβησε τὰ κάρβουνα τῶν ματιῶν. Καὶ τὸ σκοτεινὸ σύννεφο τῶν μαλλιῶν σου, ποὺ «δὲν τά ῾πιανε χτένι», ἔπεσε κι αὐτὸ καὶ στάχτωσε πρὶν τὴν ὥρα του. Ἀχάϊδευτο στάχτωσε, ἀγάπη μου, κουλουριασμένο στὸν ἄχαρο κόμπο τοῦ κότσου σου. Καημένη μου, μικρούλα πριγκιπέσα, ποὺ δὲ μπόρεσα νὰ σὲ γλιτώσω ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Ἰνδῶν καὶ τὸν ἄγριων μουσουλμάνων... Γιατὶ δὲν ἤμουν ἥρωας παρὰ μόνο μέσα στὴν καρδιά μου.

Καὶ τώρα, πάει πιά. Δὲ μποροῦσες νὰ ξαναταξιδέψεις μαζί μου μέσα στὸ βαπόρι μὲ τὶς πέντε, μὲ τὶς ἕξι καμινάδες, κ᾿ εἶναι μέσα του, ποῦ νὰ σ᾿ τὰ λέω, περιβόλια ἀνθισμένα καὶ πορτοκαλιὲς φορτωμένες πορτοκάλια. Δὲ θὰ μποροῦσες ποτὲ πιὰ νὰ δεῖς τοὺς ἀρχαγγέλους μὲ τὰ μαβιὰ μάτια νὰ φτεροκοπᾶν ὀργισμένα πάνω ἀπὸ τὰ κύματα. Ἐγὼ πῆγα καὶ τοὺς ξανάδα πάνω ἀπὸ τὸ θαλασσόβραχο.

Ὅμως νά, ποὺ φυλάγω γιὰ σένα τούτη τὴ μαχαιριὰ πάνω στὸ δεξί μου τὸ χέρι.

Ὥσπου νὰ τὸ λιώσει ὁ θάνατος ἐτοῦτο τὸ χέρι.